ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009 2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 22.6.2012 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος (COM(2011) 0779 C7-0470/2011 2011/0359 (COD)) και σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών (COM(2011) 0778 C7-0461/2011 2011/0389 (COD)) Επιτροπή Νομικών Θεμάτων Εισηγητής: Sajjad Karim DT\906330.doc PE492.612v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
Α. Ιστορικό Οι κανόνες που καλύπτουν τον υποχρεωτικό έλεγχο έχουν εν γένει καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο από το 1984. Αναθεώρηση της νομοθεσίας έλαβε χώρα το 2006 1 και περαιτέρω έρευνες και διαβουλεύσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τα επόμενα έτη, με σκοπό την αύξηση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς ελεγκτικών υπηρεσιών στην ΕΕ. Οι παρούσες προτάσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2011 2, στηρίζονται σε δύο ξεχωριστές πτυχές της έρευνας: πρώτον, τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτυχθεί περαιτέρω η πολιτική ελέγχου και δεύτερον, τον καλύτερο δυνατό τρόπο αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης όσον αφορά τον ελεγκτικό κλάδο. Η Επιτροπή πιστεύει σθεναρά ότι η δημοσιονομική κρίση έχει επισημάνει σαφείς ελλείψεις στη νομοθεσία που διέπει τους υποχρεωτικούς ελέγχους 3. Ο εισηγητής δεν συμμερίζεται πλήρως την άποψη αυτή. Παρότι αληθεύει ότι σε αρκετά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες δόθηκαν θετικές εκθέσεις ελέγχου στη διάρκεια της κρίσης, οι επιπτώσεις δεν μεταφέρθηκαν άμεσα σε άλλους τομείς, υποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα δεν αποτελούσε αποτέλεσμα αστοχίας όσον αφορά την ποιότητα του ελέγχου. Ο εισηγητής, χωρίς απαραιτήτως να υιοθετεί τις απόψεις αυτές, συμφωνεί ωστόσο με την Επιτροπή ότι είναι δυνατόν να γίνουν βελτιώσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο που καλύπτει τους υποχρεωτικούς ελέγχους και, συνεπώς, επικροτεί, σε γενικές γραμμές, το έργο της Επιτροπής. Β. Παρούσες προτάσεις Η πρόταση της Επιτροπής αποτελείται από δύο μέρη: μια οδηγία τροποποίησης η οποία επιφέρει αλλαγές στην οδηγία 2006/43/ΕΚ και έναν συμπληρωματικό κανονισμό ο οποίος θεσπίζει εναρμονισμένο καθεστώς για τις οντότητες δημοσίου συμφέροντος (ΟΔΣ) και τους ελεγκτές που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους για τις ΟΔΣ. Αξίζει να σημειωθεί η απάντηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής 4. Οι όροι της έκθεσης που εγκρίθηκε υποδεικνύουν τομείς συμφωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και των σχεδίων προτάσεων, αλλά σε ορισμένους σημαντικούς τομείς υφίστανται διαφορές: αυτές σχετίζονται κυρίως με την εισαγωγή της υποχρεωτικής 1 Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 157 της 09.06.2006, σ. 87. 2 Πρόταση οδηγίας της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών COM (2011)778 και πρόταση κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος. COM(2011) 779 της 30.11.2011. 3 Πράσινη Βίβλος για την Πολιτική Ελέγχου: Διδάγματα που αντλήθηκαν από την κρίση, COM (2010)561, 13.10.2010. 4 Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με την πολιτική ελέγχου: Διδάγματα που αντλήθηκαν από την κρίση PE492.612v01-00 2/7 DT\906330.doc
εξωτερικής εναλλαγής, τη θέσπιση των κοινών ελέγχων και τον περιορισμό των γραφείων στην παροχή αμιγώς ελεγκτικών υπηρεσιών. Ως γενικό σκεπτικό, ο εισηγητής θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να παρέχουν ενισχυμένη ποιότητα ελέγχου και να βελτιώνουν την αξία των υποχρεωτικών ελέγχων για τους μετόχους και τους επενδυτές. Σαφές ενδιαφέρον παρουσιάζουν για πολλούς θέματα συγκέντρωσης της αγοράς ωστόσο, ζητήματα ανταγωνισμού και πιθανών καταχρήσεων σε περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση της αγοράς είναι μεγάλη κανονικά αποτελούν θέματα, κατά την άποψη του εισηγητή, που πρέπει να τεθούν υπόψη των εθνικών αρχών ανταγωνισμού. Ωστόσο, ορισμένες επιλογές πολιτικής οι οποίες μελετώνται επί του παρόντος θα πρέπει να εξετασθούν και ως προς τις επιπτώσεις τους στην ανεξαρτησία και την ποιότητα ελέγχου, καθώς τα οφέλη που παρέχονται εν προκειμένω μπορεί να υπερισχύουν των ενδεχόμενων επιπτώσεων που θα προκύψουν από παρέμβαση στην αγορά. Έχοντας αυτό κατά νου, ο εισηγητής επιθυμεί να διερευνήσει τους ευαίσθητους τομείς σε αυτό το έγγραφο εργασίας, εφιστώντας ταυτοχρόνως εν συντομία την προσοχή σε ορισμένα άλλα ζητήματα τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ι. Ελεγκτικές Επιτροπές Στην πρόταση της Επιτροπής δίνεται έμφαση στις ελεγκτικές επιτροπές και η ενίσχυση του ρόλου τους είναι μείζονος σημασίας για τον εισηγητή. Είναι απαραίτητο οι ελεγκτικές επιτροπές να λειτουργούν με έντιμο, επαγγελματικό και ανεξάρτητο τρόπο ώστε να εκτελούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά. Συνεπώς, η απαίτηση τα μέλη των ελεγκτικών επιτροπών να διαθέτουν κάποιο βαθμό τεχνογνωσίας όσον αφορά τον έλεγχο και τη λογιστική αποτελεί θετική εξέλιξη ωστόσο, πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες που σχετίζονται με τη σύνθεση των συμβουλίων δεν προκαλούν δυσκολίες στις επιχειρήσεις λόγω έλλειψης κατάλληλων υποψηφίων. Ομοίως, ο εισηγητής εκφράζει ανησυχίες σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ της ελεγκτικής επιτροπής και των επενδυτών. Ο εισηγητής ζητεί τη διερεύνηση πιθανών μεθόδων μέσω των οποίων θα προσδιοριστούν σαφέστερα οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων από την ελεγκτική επιτροπή προκειμένου να παρέχεται στους επενδυτές πρόσβαση σε περισσότερες και πιο συναφείς πληροφορίες σε σχέση με όσες είναι διαθέσιμες επί του παρόντος. Επιστρέφοντας στον κύριο ρόλο της ελεγκτικής επιτροπής, την εποπτεία και τον διορισμό των ελεγκτών, ο εισηγητής επιθυμεί να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να συνδυαστεί μια πιο ενεργός προσέγγιση με ορισμένες άλλες επιλογές πολιτικής που δύναται να εξετάσει το Κοινοβούλιο, όσον αφορά, για παράδειγμα, την προηγούμενη έγκριση από ορισμένες μη ελεγκτικές υπηρεσίες και την πιθανότητα να τεθούν όροι όσον αφορά τους διορισμούς. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ευθυγραμμίζεται σωστά με τον πιο εξέχοντα ρόλο που αποδίδεται στις ελεγκτικές επιτροπές και ότι συνδράμει στην καλύτερη ενημέρωση των επενδυτών σε θέματα σχετικά με τον έλεγχο. II. Υποβολή ελεγκτικών εκθέσεων DT\906330.doc 3/7 PE492.612v01-00
Η υποβολή των ελεγκτικών εκθέσεων αποτελεί ένα επιπλέον βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισης κατά την άποψη του εισηγητή. Η Επιτροπή κατέθεσε στο σχέδιο κανονισμού έναν μακρύ κατάλογο στοιχείων τα οποία οι ελεγκτές καλούνται να σχολιάσουν, με σκοπό τη δημιουργία μιας ισχυρής ελεγκτικής έκθεσης που θα έχει αξία για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Είναι προφανές ότι εκθέσεις ελέγχου με σταθερό κείμενο που συμπληρώνονται σημειώνοντας το σωστό τετραγωνίδιο δεν παρέχουν την απαραίτητη προστιθέμενη αξία και ο εισηγητής θα συμβούλευε το Κοινοβούλιο να διερευνήσει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναπτυχθούν περαιτέρω οι προτάσεις της Επιτροπής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ελεγκτική έκθεση θα διατηρήσει τη σημασία της για τους επενδυτές και τους μετόχους, πέραν της στοιχειώδους επισήμανσης ότι διεξήχθη υποχρεωτικός έλεγχος και ότι εγκρίθηκαν οι οικονομικές καταστάσεις. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στην περίπτωση αυτή ισχύει η έκφραση «με λίγα επιτυγχάνει κανείς περισσότερα», αλλά είναι σημαντικό τα «λίγα» να είναι πιο στοχευμένες και χρήσιμες πληροφορίες. III. Ανεξαρτησία των ελεγκτών Ιδιαίτερη προσοχή έχει αφιερωθεί στα μέτρα που εισάγονται στην πρόταση της Επιτροπής και που έχουν σχεδιαστεί για να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία των ελεγκτών, τα οποία ωστόσο, λόγω της φύσεώς τους, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά ελέγχου. α) Υποχρεωτική εξωτερική εναλλαγή Η υποχρεωτική εξωτερική εναλλαγή προτάθηκε από την Επιτροπή ως μέθοδος που θα συνδράμει στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ελεγκτών, αποφεύγοντας το πρόβλημα της οικειότητας μεταξύ του ελεγκτή και της ελεγχόμενης οντότητας. Παρατηρείται συχνά ότι η ποιότητα ελέγχου πάσχει κατά την αρχή και το τέλος της ελεγκτικής αποστολής όταν εφαρμόζεται εναλλαγή. Στην αρχή τα προβλήματα ενδέχεται να παρουσιαστούν λόγω του γεγονότος ότι οι νέοι ελεγκτές δεν έχουν πλήρη εικόνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ελεγχόμενης οντότητας, και τα στοιχεία όντως δείχνουν ότι οι περισσότερες ελεγκτικές αστοχίες παρουσιάζονται κατά τα πρώτα έτη. Κατά το τέλος της θητείας τους οι ελεγκτές έρχονται ενδεχομένως αντιμέτωποι με ένα αντικίνητρο για την ποιότητα ελέγχου, καθώς γνωρίζουν ότι χάνουν αυτήν την επιχειρηματική δραστηριότητα και η προσοχή τους έλκεται από άλλες εμπορικά περισσότερο ελκυστικές εργασίες. Επιπλέον, ακαδημαϊκές έρευνες στην ιταλική αγορά ελέγχου κατέδειξαν ότι η υποχρεωτική εξωτερική εναλλαγή αυξάνει τη συγκέντρωση, καθώς οι ελεγκτικές αποστολές εναλλάσσονται μεταξύ των μεγάλων γραφείων με ελάχιστα στοιχεία δυνατότητας επιτυχίας για τους ανταγωνιστές μεσαίας κατηγορίας. Ο εισηγητής αναγνωρίζει τις ανησυχίες που εκφράστηκαν σχετικά με την υποχρεωτική εναλλαγή ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι υποστηρικτές της οι οποίοι θεωρούν ότι, αντίθετα προς τα ανωτέρω στοιχεία, υπάρχουν πιθανές θετικές επιπτώσεις ότι η ποιότητα ελέγχου PE492.612v01-00 4/7 DT\906330.doc
ενδέχεται να αυξηθεί κατά τα πρώτα έτη, με την εισαγωγή μιας «φρέσκιας ματιάς» που θα αμφισβητήσει αποτελεσματικά προηγούμενες παραδοχές και πρακτικές, κατά συνέπεια, μιας ελεγκτικής υπηρεσίας μεγαλύτερης αξίας για τους επενδυτές. Προς το τέλος της ελεγκτικής αποστολής ο ελεγκτής επίσης έχει ένα κίνητρο για να διατηρήσει τη μέγιστη ποιότητα, καθώς, μόλις λήξει η θητεία του, ένας νέος ελεγκτής ενδέχεται να αμφισβητήσει παραδοχές εάν δεν έχει επιδειχθεί επαρκής σκεπτικισμός και σύνεση, γεγονός που θα μπορούσε να αποβεί επιζήμιο για τη φήμη ενός γραφείου. Ο εισηγητής καλεί, συνεπώς, σε περαιτέρω συζήτηση σχετικά με την καταλληλότητα της υποχρεωτικής εναλλαγής, δεδομένων των έως τώρα παρατηρήσεων. β) Υποχρεωτική επανάληψη διενέργειας διαγωνισμού Μια παρόμοια πρόταση η οποία αντλεί οφέλη από την καθιέρωση λιγότερο άμεσης παρέμβασης στην αγορά είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής επανάληψης διενέργειας διαγωνισμών. Υποστηρίζεται ότι η καθιέρωση μιας πιο συστηματικής διαδικασίας επανάληψης διενέργειας διαγωνισμών θα παρείχε στους ανταγωνιστές στην αγορά ελέγχου πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε δυνητικούς πελάτες, καθώς, επί του παρόντος, για πολλούς ελέγχους σπάνια προκηρύσσεται διαγωνισμός. Συνδράμοντας στην αντιμετώπιση της έλλειψης πληροφόρησης και παροχής ευκαιριών, η υποχρεωτική επανάληψη διενέργειας διαγωνισμού θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποτελεσματική μέθοδο για τη βελτίωση του ανταγωνισμού στον έλεγχο ενισχύοντας ταυτόχρονα την ποιότητα ελέγχου μέσω ανταγωνιστικών πιέσεων. Μπορεί να υποστηριχθεί, ωστόσο, ότι η πρόταση αυτή είναι υπερβολικά αισιόδοξη και στην πραγματικότητα η επανάληψη διενέργειας διαγωνισμού δεν θα βελτιώσει πραγματικά την ποιότητα ελέγχου ούτε θα αυξήσει το μερίδιο της αγοράς. Η επανάληψη διενέργειας διαγωνισμού μπορεί να θεωρηθεί ότι καθορίζει τη θητεία του ελεγκτή και ότι, συνεπώς, μειώνει την πιθανότητα να προταθεί αλλαγή εκτός των ορίων της θητείας. Δεύτερον, η επανάληψη διενέργειας διαγωνισμών μπορεί να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές των αμοιβών των ελεγκτών, γεγονός που ενδέχεται να έχει άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα ελέγχου. Με τη μείωση των αμοιβών θα μπορούσε να μειωθεί η εμπορική ελκυστικότητα των ελέγχων και να αφιερώνονται λιγότερες ανθρωποώρες στη βελτίωση της ποιότητας ελέγχου. Τέλος, η επανάληψη διενέργειας διαγωνισμών ενέχει κόστος, το οποίο θα επωμίζονταν τόσο τα ελεγκτικά γραφεία όσο και οι ελεγχόμενες οντότητες. Πρέπει συνεπώς να ληφθεί υπόψη το κατά πόσον τα οφέλη που προκύπτουν από την υποχρεωτική επανάληψη διενέργειας διαγωνισμών υπερισχύουν του κόστους που συνδέεται με την εν λόγω προσέγγιση. γ) Κοινός και επιμερισμένος έλεγχος Η Επιτροπή πρότεινε τον συνδυασμό της υποχρεωτικής εναλλαγής με κοινούς ελέγχους, συνδυασμός που θα επιτρέπει πιο μακροχρόνιες συμβάσεις ελέγχου λόγω του μειωμένου κινδύνου υπερβολικής οικειότητας όταν εμπλέκονται δύο ή περισσότερα γραφεία. Τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν εκφράσει ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα των κοινών ελέγχων, για τους οποίους ορισμένοι θεωρούν ότι είναι δαπανηροί και ότι δεν βελτιώνουν απαραιτήτως την ποιότητα ελέγχου. DT\906330.doc 5/7 PE492.612v01-00
Ο επιμερισμένος έλεγχος είναι παρόμοιος με τον κοινό έλεγχο καθώς δύο ή περισσότερα γραφεία προσλαμβάνονται από την ελεγχόμενη οντότητα ωστόσο, στην περίπτωση του επιμερισμένου ελέγχου, μόνο το βασικό γραφείο απαιτείται να υπογράψει την ελεγκτική έκθεση. Η διαίρεση του ελεγκτικού έργου στην περίπτωση του επιμερισμένου ελέγχου μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, ως ένα ποσοστό του συνόλου της ελεγκτικής αποστολής, μέσω μιας γεωγραφικής διαίρεσης ή επί τη βάσει της διενέργειας ελέγχου σε επιλεγμένες θυγατρικές. Τα βασικά πλεονεκτήματα της καθιέρωσης κοινού ή επιμερισμένου ελέγχου είναι η διαθεσιμότητα μιας δεύτερης γνώμης και η εξομάλυνση των προβλημάτων που προκύπτουν από την υπερβολική οικειότητα μεταξύ του ελεγκτή και της ελεγχόμενης οντότητας, παρότι στην περίπτωση του επιμερισμένου ελέγχου αυτή μειώνεται εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κατανέμεται η εργασία. δ) Αμιγώς ελεγκτικά γραφεία Τέλος, η Επιτροπή πρότεινε την καθιέρωση αμιγώς ελεγκτικών γραφείων σε περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται υπέρβαση ορισμένων ανώτατων ορίων της αγοράς. Υποστηρίζεται ότι τα αμιγώς ελεγκτικά γραφεία είναι απαραίτητα προκειμένου να παρασχεθούν ασφαλιστικές δικλείδες έναντι των συγκρούσεων συμφερόντων σε περιπτώσεις όπου μεγάλα ελεγκτικά δίκτυα παρέχουν ελεγκτικές υπηρεσίες σε πολύ μεγάλους πελάτες σε ένα κράτος μέλος. Ο εισηγητής δεν θεωρεί, ωστόσο, την πρόταση αυτή απαραίτητη. Ο αποκλεισμός από την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών από τη στιγμή που θα επιτευχθεί το ανώτατο όριο αγοράς αποτελεί δυσανάλογη απάντηση σε πιθανά ζητήματα ανεξαρτησίας, δεδομένων των υφιστάμενων και προτεινόμενων ασφαλιστικών δικλείδων που διέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων σε περιπτώσεις που παρέχονται μη ελεγκτικές υπηρεσίες. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι τα γραφεία θα πρέπει να υποχρεούνται να στερηθούν πελατών προκειμένου να παραμείνουν κάτω από το ανώτατο όριο της αγοράς εισάγει ένα τεχνητό εμπόδιο στην αγορά. Τούτο ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα οι ελεγχόμενες οντότητες να βρεθούν σε μια κατάσταση όπου ο τρέχων ελεγκτής δεν θα δύναται πλέον να συνεχίσει να τους παρέχει τις υπηρεσίες του και οι εναλλακτικές τους στην αγορά θα είναι περιορισμένες ή πιθανώς και ανύπαρκτες, λόγω επαγγελματικών συγκρούσεων ή έλλειψης κατάλληλης εμπειρίας. ε) Μη ελεγκτικές υπηρεσίες Η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση πολύ σαφέστερων απαιτήσεων σχετικά με τις μη ελεγκτικές υπηρεσίες. Επί του παρόντος, κάθε κράτος μέλος μπορεί να θεσπίσει το δικό του καθεστώς όσον αφορά την παροχή μη ελεγκτικών υπηρεσιών από τους ελεγκτές που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική διακύμανση σε ολόκληρη την ΕΕ ως προς το τι είναι διαθέσιμο στις εταιρείες που λειτουργούν σε διαφορετικές περιοχές δικαιοδοσίας. Ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, έχουν φαινομενικά πιο αυστηρά καθεστώτα ωστόσο, κατά την εξέταση της κατάστασης σε όλη την Ευρώπη θα πρέπει να δοθεί προσοχή στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται σε ορισμένες υπηρεσίες οι όροι «ελεγκτικός» και «μη ελεγκτικός» σε κάθε κράτος μέλος. PE492.612v01-00 6/7 DT\906330.doc
Ο εισηγητής συμφωνεί απολύτως με την πρόταση ότι η ελεγκτική επιτροπή πρέπει να συμμετέχει στον καθορισμό των κατάλληλων υπηρεσιών ωστόσο, θεωρεί ότι χρειάζεται ενδεχομένως περαιτέρω προσπάθεια για τον ικανοποιητικό καθορισμό των υπηρεσιών. Θα πρέπει να εξετασθεί ο τρόπος με τον οποίο ευθυγραμμίζονται οι κατάλογοι με τις υφιστάμενες διεθνείς προσεγγίσεις και τις εμπειρίες από διάφορα κράτη μέλη, ώστε να διασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής ενός εύρυθμα λειτουργικού συστήματος. Γ. Συμπέρασμα Η άποψη του εισηγητή είναι ότι αυτή η μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενδυνάμωση της ποιότητας ελέγχου, τόσο εσωτερικά μέσω αυστηρών διαδικασιών και επαγγελματικού ελέγχου όσο και εξωτερικά αυξάνοντας τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η όποια μεταρρύθμιση θα πρέπει να συνδράμει στην κάλυψη του κενού που υφίσταται μεταξύ αυτού που καλούνται να πραγματοποιήσουν οι ελεγκτές και αυτού που ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη και πολίτες εν γένει κατανοούν ως ελεγκτική διαδικασία. Έχοντας αυτό κατά νου ο εισηγητής ζητεί περαιτέρω εξέταση των κατάλληλων ορίων που θα πρέπει να θεσπιστούν με νόμο στον τομέα αυτόν και προσβλέπει σε μια λεπτομερή συζήτηση κατά τους προσεχείς μήνες. DT\906330.doc 7/7 PE492.612v01-00