ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΩΠΑΙΔΑΣ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΡΥΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ...2 - ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3 - ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ...3 - ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ...5 - ΠΕΡΙ ΚΑΡΣΤ...8 - ΛΙΜΝΕΣ ΥΛΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΙΜΝΗ...10 - ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ...12 Κλιτείς, Pediments, Λιμναίες Αναβαθμίδες KOIΛΑΔΑ ΕΡΚΥΝΗΣ...16 ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕΛΑ...18 - ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ...20 Μικρές και Μεγάλες Καρστικές Γεωμορφές HUMI ΣΤΗΝ ΚΩΠΑΪΔΑ...21 ΠΟΛΓΗ ΚΩΠΑΪΔΑΣ...23 ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ...24 - ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ...28 - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...32 1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στα πλαίσια του μαθήματος της Γεωμορφολογίας πραγματοποιούνται ασκήσεις υπαίθρου στην ευρύτερη περιοχή της Κωπαϊδας (Βοιωτία). Σκοπός των ασκήσεων αυτών είναι η επί τόπου μελέτη των μορφογενετικών διεργασιών, οι οποίες ευθύνονται για τη δημιουργία των γεωμορφών και του γήϊνου αναγλύφου γενικότερα. Επί πλέον υπεισερχόμαστε σε θέματα Γεωμορφολογικής Χαρτογράφησης, Γεωτόπων, Γεωλογικής Κληρονομιάς, Γεωμυθοτόπων και Γεωτουρισμού σε επιλεγμένες προς τούτο θέσεις. Αναπλ. Καθηγ. Κυριακή Παπαδοπούλου - Βρυνιώτη Δακτυλογράγηση κειμένων: Θ. Βαρλάμου Επιμέλεια σχεδίων: Χ. Σάκη - Μαριδάκη 2
EΙΣΑΓΩΓΗ H λεκάνη της Κωπαϊδας βρίσκεται στο νομό Βοιωτίας 110 km ΒΔ των Αθηνών. Καταλαμβάνει έκταση 600m 2 και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 87-1600m μεταξύ των ορέων Χλωμού (1080m) στα βόρεια Ελικώνα (1600m) στα νότια και Σφίγγιου (540m) στα νοτιοανατολικά, δια του οποίου χωρίζεται από το Θηβαϊκό πεδίο. Η λεκάνη της Κωπαϊδας αποτελεί τμήμα του Φωκικού Βοιωτικού τεκτονικού βυθίσματος (Εικ.1) το οποίο με διεύθυνση ΔΒΔ- ΑΝΑ αρχίζει από τη Γραβιά (300m) συνεχίζει κλιμακωτά διερχόμενο από την Τιθορέα (150m), Χαιρώνεια (100m), Κωπαϊδα (94m) και καταλήγει στις λίμνες Υλίκη ( 77m) και Παραλίμνη (51m). Από αυτό το αρχικά ενιαίο τεκτονικό βύθισμα αποκόπηκε η λεκάνη της Κωπαϊδας και σχηματίστηκε η ομώνυμη λίιμνη. Η λίμνη ήταν ρηχή, λιμνοτελματικού τύπου και καταλάμβανε έκταση 220km 2. Σύμφωνα με τον Παυσανία και το Στράβωνα κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν περιοδική, με μικρά έλη στις ξηρές περιόδους. Οι περί αυτήν κάτοικοι μπορούσαν άλλοτε να τη διαβούν πεζοί και άλλοτε χρησιμοποιούσαν μικρά πλεούμενα με κουπιά «κωπαι» εξού και το όνομά της (Κώπαι Κωπαϊδα). ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ Το προνεογενές υπόβαθρο της λεκάνης της Κωπαϊδας ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη ζώνη της Ανατολικής Ελλάδαες και μόνο στο δυτικό της τμήμα εμφανίζονται οι ζώνες Παρνασσού Γκιώνας και Βοιωτίας. Επικρατούν (Εικ.2) ασβεστόλιθοι Αν. Ιουρασικού μέχρι Κατ. Κρητιδικού που δομούν τη δυτική, βόρεια, βορειανατολική, ανατολική και νοτιοανατολική περιοχή. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί συνήθως είναι έντονα καρστικοποιημένα. Στα βορειοδυτικά, νοτιοδυτικά και νότια 3
εμφανίζεται φλύσχης Παλαιοκαίνου Κατ. Μειοκαίνου. Βορειοδυτικά, δυτικά και νοτιοδυτικά σημαντική είναι η ανάπτυξη βοιωτικού φλύσχη Αν. Ιουρασικού Κατ. Κρητιδικού (σχιστοκερατολιθική διάπλαση). Στο βόρειο τμήμα της λεκάνης εμφανίζονται δολομίτες του άνω-μεσο Τραδικού και περιδοτίτες του οφιολιθικού καλύμματος. Οι δυο αυτοί σχηματισμοί είναι και οι παλαιότεροι της περιοχής. Νεογενείς σχηματισμοί εμφανίζονται μόνο στα ΒΔ και ΒΑ. Πρόκειται κύρια για λιμναίες πλεικαινικές αποθέσεις, που αποτελούνται από εναλλασσόμενα στρώμματα κροκαλοπαγών, μαργών, μαργαϊκών ασβεστολίθων, ψαμμιτών και αργίλων με λιγνιτικές ενδιαστρώσεις. Οι λιμναίες πλειοκαινικές αποθέσεις που παρατηρούνται βόρεια και νότια της Κωπαϊδας φανερώνουν ότι κατά την περίοδο του Πλειοκαίνου η περιοχή αποτελούσε μια εκτεταμένη λιμναία λεκάνη. Τα πλειοκαινικά ιζήματα λόγω ποικίλων τεκτονικών κινήσεων κατακερματίστηκαν, ανυψώθηκαν ή καταβυθίστηκαν και βρίσκονται σήμερα σε διάφορες θέσεις. Κατά τη διάρκεια του τεταρτογενούς απομακρύνθηκαν από τις αρχικά υψηλότερες θέσεις με τη διεργασία της διάβρωσης και επανοτοποθετήθηκαν ή κινήθηκαν σε χαμηλότερες περιοχές. Οι νεότερες αποθέσεις, που καλύπτουν το προνεογενές υπόβαθρο της πρώην λίμνης Κωπαϊδας θεωρούνται Πλειοτεταρτογενείς. Το πάχος τους υπερβαίνει τα 800m και αρχίζουν με μαργαϊκά στρώμματα. Οι τεταρτογενείς αποθέσεις, οι οποίες καλύπτουν το υπόβαθρο αποτελούνται από αργίλους με μικρές ανδιαστρώσεις τύρφης, μαργών και λιγνιτών. Τεταρτογενείς αποθέσεις παρατηρούνται και στα ασβεστολιθικά έγκοιλα της περιοχής αποτελούμενες από ερυθρές αργίλους του τύπου Terra rossa. Όσον αφορά την τεκτονική το ΔΒΔ ΑΝΑ διεύθυνσης Φωκικό Βοιωτικό τεκτονικό βύθισμα οφείλεται στο ρηξιγενή τεκτονισμό, που άρχισε στις αρχές του Πλειοκαίνου λόγω έντονων εφελκυστικών τάσεων 4
με κύρια διεύθυνση επέκτασης ΒΑ-ΝΔ. Μια δεύτερη εφελκυστική τάση κατά το Τεταρτογενές με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ δημιούργησε νέα ρήγματα και επαναδραστηριοποίησε παλαιότερα με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ρήγματα και μεταπτώσεις των δυο τεκτονιών φάσεων με κύριες διαυθύνσεις ΔΒΔ-ΑΝΑ και ΑΒΑ-ΔΝΔ. Λόγω του ανώτερου τεκτονισμού αποκόπηκε η λεκάνη της Κωπαϊδας και οι λίμνες Υλίκη και Παραλίμνη. Υπολογίζοντας ότι από το Αν. Πλειόκαινο έχουν περάσει περίπου 3.000.000 χρόνια και ότι το συνολικό πάχος των ιζημάτων της Κωπαϊδας είναι γύρω στα 900m θα πρέπει η λεκάνη να βυθιζόταν και ταυτόχρονα να γέμιζε με ιζήματα σε συχνότητα 0,3mm το χρόνο. ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ Η υδρολογική λεκάνη της Κωπαϊδας αποτελείται από πολλές μικρότερες λεκάνες. Βόρεια και νότια είναι κλειστή, ενώ έμμεσα επικοινωνεί δια της λίμνης Υλίκης με το Θηβαϊκό πεδίο. Ανατολικά αποστραγγίζεται από την τεχνητή διώρυγα της Καρδίτσας, της οποίας η μέση ετήσια επιφανειακή απορροή ανέρχεται σε 423.522.173m 3. Το Κωπαϊδικό πεδίο δέχεται μεγάλο όγκο νερού τόσο από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα όσο και από τις επιφανειακές και υπόγεις απορροές ανερχόμενο σε 770.111.000m 3 ετησίως. Από τον όγκο αυτό το 43,7% διηθείται στο έδαφος και κατά το μεγαλύτερο μέρος αναποθηκεύεται στους καρστικούς ασβστόλιθους. Το υπόλοιπο αποδίδεται στην εξατμισοδιαπνοή και την επιφανειακή απορροή. Οι τεράστιες ποσότητες νερού, 308.10 6 m 3 /έτος, μόνο από τις πηγές του ποταμού Μέλα και από τον ποταμό Βοιωτικό Κηφισσό, ευθύνονται για τη δημιουργία της πρώην λίμνης Κωπαϊδας Οι καρστικές ασβεστολιθικές μάζες εκφορτίζονται μέσω πηγών υπερπλήρωσης. Η επιφανειακή απορροή πραγματοποιείται από 5
σημαντικό αριθμό χειμάρρων με σημαντικότερους την Έρκύνα, τον Φάλαρο τον Ξηροπόταμο και από τον ποταμό Μέλα. Ο βοιωτικός Κηφισσός, που πηγάζει από την περιοχή της Κάτω Αγόριαννης δεν αποτελεί τμήμα της επιφανειακής απορροής γιατί και προ της αποξήρανσης της λίμνης χυνόταν κοντά στον Ορχομενό δημιουργώντας ένα δελταϊκό κώνο. 6
Εικόνα 1 7
ΠΕΡΙ ΚΑΡΣΤ Ο όρος καρστ (KARST) αναφέρεται τόσο στην κυκλοφορία του νερού σε ασθενείς ζώνες ευδιαλύτων πετρωμάτων, όσο και στη δημιουργία των αντίστοιχων γεωμορφών. Και τούτο διότι τα δύο αυτά φαινόμενα της κυκλοφορίας του νερού και της διάλυσης των πετρωμάτων εξελίσσονται παράλληλα. Η χημική διάλυση στην προκειμένη περίπτωση καλείται καρστική διάβρωση ή καρστικοποίηση. Όσον δε αφορά τους ασβεστολίθους πραγματοποιείται σύμφωνα με την απλουστευμένη αντίδραση CaCO 3 + H 2 O + CO 2 Ca (HCO 3 ) 2. Οι ασυνέχειες, στρωματογραφικές και τεκτονικές αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα στη δημιουργία του καρστ. Αυτό γιατί μέσω αυτών διευκολύνεται η διέλευση του νερού και συνεπώς η χημική διάλυση, η οποία ως προς το βάθος καθορίζεται από το «καρστικό επίπεδο βάσης» ως εκ τούτου η αποστράγγιση των καρστικών περιοχών γίνεται υπόγεια. Καρστικά φαινόμενα θεωρούνται όλα τα μορφολογικά και υδρολογικά στοιχεία εξωτερικά και εσωτερικά, που δημιουργούνται λόγω της διαλυτικής ενέργειας του νερού. Οι δημιουργούμενες γεωμορφές λέγονται καρστικές γεωμορφές, που για πρακτικούς και μόνο λόγους διακρίνονται σε επιφανειακές και υπόγειες. Τα πετρώματα που καρστικοποιούνται λέγονται καρστικά πετρώματα. Τα κυριότερα είναι οι ασβεστόλιθοι, οι δολομίτες και οι εβαπορίτες (ορυκτό αλάτι, γύψος, ανυδρίτης). Συμπεριλαμβάνονται οι ηφαιστίτες, που καρστικοποιούνται μόνο σε θερμά και υγρά τροπικά κλίματα δημιουργούμενου του ηφαιστειακού καρστ καθώς και οι χαλαζίτες και υπερβασίτες. Δεδομένου ότι η εξάπλωση των ανθρακικών πετρωμάτων σ όλον τον πλανήτη είναι πολύ σημαντική οι καρστικές περιοχές είναι πολλές και τα καρστικά νερά άφθονα ιδίως στον περιμεσογειακό χώρο. Στον 8
Ελλαδικό χώρο που πάνω από το 1/3 δομείται από καρστικά πετρώματα (Εικ. 3) το καρστ έχει άριστη ανάπτυξη. Οι κυριώτερες επιφανειακές καρστικές μορφές είναι οι γλυφές, οι δολίνες, οι ουβάλες, οι πόλγες, τα Humi, τα καρστικά στενά, τα καρστικά περιφερειακά επίπεδα, οι ξηρές καρστικές κοιλάδες, οι τυφλές κοιλάδες και οι φυσικές γέφυρες. Κυριώτερες υπόγειες κασρστικές γεωμορφές είναι τα σπήλαια, τα βάραθρα και οι υπόγειοι ποταμοί. Οι καταβόθρες και οι σπηλαιοκαταβόθρες μπορούν να θεωρηθούν ως ο συνδετικός κρίκος του επιφανειακού με το υπόγειο καρστ. Εικόνα 2 9
ΛΙΜΝΕΣ ΥΛΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΙΜΝΗ Η λίμνη Υλίκη και Παραλίμνη βρίσκονται ανατολικά της Κωπαϊδας μεταξύ των ορεινών αλυσίδων Πτώου (745m) βόρεια και κτυπά (836m) νότια. Η έκτασή τους μετά την αποξήρανση της λίμνης Κωπαϊδας σχεδόν διπλασιάστηκε και της μεν Υλίκης έφθασε τα 21km 2 της δε Παραλίμνης τα 15km 2. Ανήλθε επίσης και η στάθμη αυτών κατά 25-30m και 15m αντίστοιχα (Εικ.1). Οι προνεογενείς γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής ανήκουν στη γεωτεκτονική ενότητα της Αν. Ελλάδας. Επικρατούν ασβεστόλιθοι του Αν. Ιουρασικού και του Τουρωνίου Σενωνίου (40%), ακολουθούν δε φλύσχης παλαιοκαίνου Ηωκαίνου και σχιστοκερατόλιθοι (14%). Οι μεταλατικοί σχηματισμοί αποτελούνται από νεογενείς λιμναίες κυρίως αποθέσεις και τεταρτογενείς με σημαντική εμφάνιση ελλουβιακών και αλλουβιακών αποθέσεων πλούσιων σε σε terra rossa, που πληρούν τα καρστικά έγκοιλα. Οι λίμνες καταλαμβάνουν το ανατολικότερο τμήμα του Βοιωτικού βυθίσματος. Βρίσκονται σε τμήματα πτωχωμένης περιοχής. Η μεν Υλίκη εντός συγκλινουρίου και εγκατακρημνισμένων τμημάτων η δε Παραλίμνη εντός συγκλιναρίου. Έχουν τεκτονική προέλευση αλλά διαφορετικής της τεκτονικής τάφρου. Ρήγματα που ακολούθησαν τις αλπικές πτυχώσεις με διεύθυνση ΑΒΑ-ΔΝΔ και ΔΒΔ-ΑΝΑ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών. Τα παραπάνω ρήγματα κατακερμάτισαν την παλαιοεπιφάνεια, που εκτείνεται μεταξύ Κωπαϊδικού πεδίου και των λιμνών σε υψόμετρο 200-300m και καταβύθισαν τμήματα αυτής. Το θερμό και υγρό κλίμα του Αν. Μειοκαίνου Κατ. Πλειοκαίνου πρόσφερε στη συνέχεια πλούσια ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, που συγκεντρώθηκαν στις καταβυθισμένες, χαμηλότερες, θέσεις και τις καρστικοποίησαν. 10
Δημιουργήθηκαν οι λίμνες και μικρές ή μεγάλες καταβόθρες στις παρυφές αυτών αλλά και εκτός αυτών σε επιφανειακά καρστικά έγκοιλα της ίδιας παλαιοεπιφάνειας όπως είναι η πόλγη του Ασπρόκαμπου (131m) στα δυτικά της Υλίκης (Εικ.4). Λόγω των καταβοθρών πραγματοποιούνται μεγάλες διαρροές με αποτέλεσμα η στάθμη των λιμνών να υφίσταται σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις. Ως εκ τούτου οι λίμνες δε μπορούν να λειτουργήσουν ως υδατοταμιευτήρες. Εικόνα 3 11
ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ Στη λεκάνη της Κωπαϊδας αναπτύσσονται πολλές και ποικίλες γεωμορφές λόγω της παρουσίας ευδιάβρωτων και μη πετρολογικών σχηματισμών, του τεκτονισμού και των διαφορετικών κλιματικών συνθηκών, αφ ενός στα διάφορα υψόμετρα, και αφ ετέρου στις διάφορες γεωλογικές περιόδους. Οι γεωμορφές αυτές έχουν αποτυπωθεί στον γεωμορφολγικό χάρτη της περιοχής (Παπαδοπούλου, Κ. 1990, Εικ.5,6). Παρατηρούνται λοιπόν κυρτές και κοίλες μορφές κλιτύων με κλίση μέτρια έως μέση (7 ο -25 ο ) και κλιτείς μέσης έως υψηλής κλίσης ήτοι μεγαλύτερης των 25 ο. Επίσης ράχες βουνών ομαλές που καταλήγουν σε κορυφές αποστρογγυλωμένες (κυρίως στο φλύσχη) και ράχες βουνών απότομες, που καταλήγουν σε κορυφές οξύλικες (στους ασβεστόλιθους). Κορυφαίες επιφάνειες, ισοπέδωσης (peneplain) παρατηρούνται σε διάφορα υψόμετρα από τα 240m 1500m. Αποτελούν παλαιές επιφάνειες διάβρωσης (παλαιοεπιφάνειες) που εντοπίζονται στους ασβεστόλιθους. Επιφάνειες υπωρειών (pediments) παρατηρούνται στη βάση ορεινών όγκων με αρκετά απότομες κλιτείς σε υψόμετρο 180-240m. Είναι επιφάνειες πλατειές με μέγιστη κλίση 15 ο που ελαττώνεται προς τα κάτω μέχρι τις 5 ο. Αποτελούνται από συμπαγές πέτρωμα ανθρακικό, περιδοτιτικό ή φλύσχη. Συνήθως καλύπτονται εν μέρει απο κορήματα προερχόμενα από την αποσάθρωση των σχηματισμών του υπερκείμενου ορεινού όγκου. Δδεομένου ότι τα pediments αποτελούν ζώνες εξισορρόπησης μεταξύ ανυψούμενων και βυθιζόμενων περιοχών η 12
εκτεταμένη παρουσία τους στη λεκάνη της Κωπαϊδας είναι ενδεικτική των τεκτονικών γεγονότων, που έλαβαν χώρα αλλά και των κλιματικών 13
14
συνθηκών. Κατάλληλο προς τούτο κλιμα είναι το θερμό με μεγάλης διάρκειας ξηρές περιόδους, ραγδαίες δε και επεισοδιακές βροχοπτώσεις που οδηγούν σε έντονη επιφανειακή απόπλυση. Τέτοιες συνθήκες επικρατούσαν κατά την περίοδο Αν. Πλειοκαίνου Κατ. Πλειστοκαίνου. Εν συνεχεία οι τεκτονικές κινήσεις και η μηχανική διάβρωση, που δραστηριοποιήθηκε κατά τις παγετώδεις περιόδους ευθύνονται για τη σημερινή τους θέση, τον κατακερματισμό τους και την τελική τους διαμόρφωση. Αναβαθμίδες λιμναίες υπάρχουν στα περιθώρια της άλλοτε λίμνης σε υψόμετρο 110-115m. Πρόκειται για μικρές επιφάνειες ισοπέδωσης που δημιουργήθηκαν λόγω της διαβρωτικής ενέργειας των λιμναίων υδάτων. Παρατηρούνται συνήθως στους κώνους πρόσχωσης αποτελούμενες από λεπτόκοκκους άμμους και αργίλους ιδανικές ως εκ τούτου για γεωργική εκμετάλλευση. Οι Κοιλαδικές μορφές ποικίλουν. Υπάρχουν κοιλάδες με πυθμένα οξύληγκτο, πυθμένα αποστρογγυλωμένο, ξηρές κοιλάδες, επιγενετικές κοιλάδες, φαράγγια, χαράδρες αλλά και εγκοιβωτισμένοι μαίανδροι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κοιλάδα της Ερκύνης και η κοιλάδα του ποταμού Μέλα. 15
ΚΟΙΛΑΔΑ ΕΡΚΥΝΗΣ Ο χείμαρρος της Ερκύνης αναπτύσσεται Ν.ΝΔ και Δ της Λειβαδιάς. Έχει μήκος 2km η υψομετρική δε διαφορά μεταξύ πηγών και εκβολών είναι 90m. Στο βόρειο άκρο της Ερκύνης υπάρχουν καρστικές πηγές επαφής σημαντικής παροχής. Στην υδρογραφική λεκάνη της εμφανίζονται ασβεστόλιθοι της ενότητας Παρνασσού Γκιώνας και φλύσχης της Ανατολικής Ελλάδας του Παρνασσού-Γκιώνας και Βοιωτικός. Οι φλύσχες που εφιππεύονται από τον Αν. Κρητιδικό ασβεστόλιθο Παρνασσού Γκιώνας αποτελούν το βασικό επίπεδο της περιοχής, που ρυθμίζει την υδροφορία του ευρύτερου χώρου. Ο κύριος κορμός της κοιλάδας της Ερκύνης αναπτύσσεται εντός των ανω κρητιδικών ασβεστολίθων της ενότητας Παρνασσού Γκιώνας. Η χάραξή της σχετίζεται άμεσα με την έντονη τεκτονική της περιοχής (Εικ.7). Η περιοχή έχει κατατμηθεί από επιμήκη ρήγματα παράλληλα προς τον άξονα της κοιλάδας και από κάθετα προς αυτήν, που μεταβάλλουν και διαφοροποιούν την κλίση της κοιλάδας με αποτέλεσμα τη γένεση μεταπτώσεων, καταρρακτών ύψους 2-12m (Εικ.8). Οι μεταπτώσεις συμπίπτουν μετά των καθέτως προς τον άξονα της κοιλάδας ρηγμάτων. Ανάλογα με το άλμα του ρήγματος εκφράζεται και το ύψος πτώσεως του ύδατος. Στα μέτωπα των μεταπτώσεων παρατηρείται οπισθοδρομούσα διάβρωση (Εικ.9). Παρατηρείται επίσης σύλληψη από τους ακραίους ΝΔ κλάδους της Ερκύνης του αντίστοιχου νότιου υδρογραφικού κλάδου του παραρρέοντος χειμάρρου Μακουβαίου. Η σύλληψη εννοείται αφ ενός από την εξίσωση των υψομέτρων των λεκανών Ερκύνης και 16
Μακουβαίου, αφ ετέρου δε από την εντονότερη διάβρωση, που ασκείται στο φλυσχικό υπόβαθρο σε σχέση με το ασβεστολιθικό. Εικόνα 7 Εικόνα 8 και 9 17
ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕΛΑ Ο ποταμός Μέλας πηγάζει από το όρος Ακόντιο στο ΒΔ άκρο της λεκάνης της Κωπαϊδας (Εικ.10). Ακολουθεί το βόρειο περιθώριο της λεκάνης, συχνά παράλληλα προς αυτό, όπου και η φυσική του κοίτη. Σήμερα τα νερά του διοχετεύονται στη διώρυγα του Μέλανα και στη διώρυγα Μπαστέλικα, που καταλήγει ΒΑ στη Μεγάλη Καταβόθρα όπου είναι και οι φυσικές του εκβολές. Η λεκάνη του ποταμού Μέλα ανέρχεται σε 316km 2. Εκτός των νερών από τις πηγές στο Ακόντιο δέχεται τα νερά επιφανειακών εισροών των υπολεκανών Ακραιφνίου, Κάστρου και Πύργου. Οι πηγές του Μέλανα ποταμού, γνωστές ως πηγές του Ορχομενού ή πηγές Χαρίτων βρίσκονται στους βόρειους πρόποδες του όρους Ακοντίου σε υψόμετρο 98m-101m και σε μήκος 2km. Πρόκειται για 69 καρστικές πηγές επαφής υπερπλήρωσης με φυσικούς ταμιευτήρες τους καρστικούς όγκους Ακόντιου και Μαυροράχης. Δημιουργήθηκαν λόγω μετάπτωσης με αποτέλεσμα ο καρστικός υδροφόρος ορίζοντας να έρθει σε επαφή με τις προσχώσεις της πρώην λίμνης Κωπαϊδας. Η ετήσια παροχή των πηγών ανέρχεται σε 110x10 6 m 3. Πριν από την αποξήρανση της Κωπαϊδας οι μεγάλες αυτές ποσότητες νερού κατέληγαν στη Μεγάλη Καταβόθρα, κάτω από τον οικισμό των μεταλλορύχων του Αγ. Ιωάννη (Εικ.11) και χάνονταν υπογείως για να εμφανιστούν 7km ανατολικώτερα σαν υποθαλάσσιες πηγές και παραθαλάσσιες στον όρμο Σκροπονέρια. Η κοιλάδα λοιπόν του ποταμού Μέλα είναι μια «τυφλή κοιλάδα». 18
Εικόνα 10 Εικόνα 11 19
ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ Δεδομένου ότι η περιοχή της Κωπαϊδας δομείται από ασβεστολίθους κατά το μεγαλύτερο μέρος της, οι καρστικές γεωμορφές είναι πολλές, ποικίλες και πολύ καλά διαμορφωμένες. Αφθονούν οι μικρές και μεγάλες γλυφές, οι τεκτονικές αυλακώσεις, τα ίχνη των γλυφών, οι καλυμμένες γλυφές, οι καρστικές οπές, οι επιφανειακές χύτρες αλλά και οι σύνθετες γλυφές. Οι τεκτονικές αυλακώσεις και οι σύνθετες γλυφές συνδέονται άμεσα με την τεκτονική κατάσταση της περιοχής. Kαρστικά περιφερειακά επίπεδα, επίπεδες δηλαδή επιφάνειες με άφθονες καρστικές μορφές οφειλόμενες σε οριζόντια χημική διάβρωση πολύ καλά διαμορφωμένα παρατηρούνται στα Β και ΒΑ ασβεστολιθικά περιθώρια της άλλοτε λίμνης Κωπαϊδας στα 100-120m. Δολίνες συναντώνται στα μεγαλύτερα υψόμετρα και δη σε επιφάνειες ισοπέδωσης. Χαρακτηριστική ουβάλα είναι η περιοχή της Λούτσας στα βόρεια του Σφίγγιου όρους. Πόλγες διαφόρων τύπων ως προς την προέλευση και το μέγεθος υπάρχουν σε διάφορα υψόμετρα στα νότια και στα βόρεια. Σημαντικές πόλγες στη λεκάνη της Κωπαϊδας είναι: Ο Ελικώνας, η Στριγηνιά, ο Ασπρόκαμπος, ο Κάμπος και η Βάργια. 20
HUMI ΣΤΗΝ ΚΩΠΑΪΔΑ Στην πόλγη Κωπαϊδας υπάρχουν αρκετοί απομονωμένοι μικροί ασβεστολιθικοί λοφίσκοι σαν νησίδες κοντά στις ασβεστολιθικές παρυφές της άλλοτε λίμνης. Πρόκειται για Humi, που τα περισσότερα βρίσκονται στα Β και ΑΒΑ περιθώρια και έχουν όπως και αυτά καταβόθρες. Τα σημαντικότερα Humi είναι: το Κάστρο ή Τοπόλια βόρεια 120m ύψους, 500m από τα περιθώρια όπου κατά την αρχαιότητα ήταν η πόλη Κώπαι. Ο Τουρλογιάννης είναι το μεγαλύτερο και υψηλότερο, (246m), Hum της περιοχής, 1km-1,5km επίσης από τα βόρεια περιθώρια όπου ο λόφος Κομίτης (245m). To Στροβίκι ύψους 132m 1000m από την ακτή. Στην ευνοϊκή θέση που είχε δημιουργηθεί βόρεια των τριών αυτών Humi περνούσε η αποστραγγιστική αύλακα του 13 ου αιώνα. Τμήματα αυτής καθώς και του αναχώματος διατηρούνται και σήμερα παρότι δεν έχει ληφθεί μέριμνα. Στα ΑΒΑ τέλος βρίσκεται το Ηum Γκλά. Τα παραπάνω παράλληλα με το ότι το βόρειο τμήμα δέχεται μικρές ποσότητες νερού από επιφανειακή απορροή πρέπει όπως φαίνεται να υπολόγισαν οι Μινύες προκειμένου να κατασκευάσουν τα έργα τους, τα οποία έλεγχαν από το Hum Γκλά ή Γλα την Ομηρική πιθανά Άρνη. Το Ηum Γκλά στα ΑΒΑ βρίσκεται 500m-1500m από τις παρυφές της άλλοτε λίμνης με ύψος 132m και έκταση περίπου 340.000m 2, έχει ήπιες κλιτείς, καταβόθρες και καλά διαμορφωμένες παλαιές επιφάνειες διάβρωσης. Εδώ κτίστηκε στις αρχές του 13 ου αιώνα Μυκηναϊκή Ακρόπολη 200.000m 2, δηλαδή δεκαπλάσσια της Ακρόπολης της Τίρυνθας και της Αθήνας και επταπλάσσια των Μυκηνών, περιβαλλόμενη από Κυκλώπειο τείχος με τέσσερις πύλες. Η Ακρόπολη αυτή πρέπει να αποτελούσε κέντρο διοίκησης για τη συντήρηση και τη 21
λειτουργία των αποστραγγιστικών έργων καθώς και συγκέντρωσης των παραγόμενων προϊόντων. Ασφαλώς η επιλογή του Hum Γκλά για την κατασκευή μιας τέτοιας Ακρόπολης δε φαίνεται τυχαία. Επιλέχθηκε γιατί i) λόγω της θέσης του ήταν εύκολος ο έλεγχος καίριων σημείων του έργου (τμήματα της αύλακας, των αναχωμάτων και των σημαντικότερων καταβοθρών) ii) προστατευόταν από τις πλημμύρες λόγω των καταβοθρών του iii) λόγω της μορφολογίας του η οικοδόμηση δεν ήταν δύσκολη και iv) διότι οικοδομικά υλικά ήταν εύκολο να βρεθούν στο πλούσιο Τrummerkarst της περιοχής. Παρά τη φρούρηση ο Ηρακλής μπόρεσε κατά τη μυθολογία να καταστρλεψει το έργο «επεμβαίνοντας» στην ομόνυμη σπηλαιοκαταβόθρα. Η ημερομηνία όμως της καταστροφής, που συμπίπτει και με την εγκατάλειψη της Ακρόπολης το 1230π.Χ. ταυτίζεται με τη σεισμική δραστηριότητα της ευρύτερης περιοχής. 22
ΠΟΛΓΗ ΚΩΠΑΪΔΑΣ Το λεγόμενο Κωπαϊδικό πεδίο, ή άλλοτε δηλαδή λίμνη Κωπαϊδα αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση πόλγης. Βρίσκεται σ ένα κλειστό κοίλο χώρο μεταξύ ευδιάλυτων και μη πετρωμάτων, που αποκόπηκε από το πλειοκαινικό Φωκικό Βοιωτικό τεκτονικό βύθισμα. Βόρεια, βορειοανατολικά, ανατολικά και νοτιοανατολικά υπάρχουν καταβόθρες και καρστικά περιφερειακά επίπεδα. Το δάπεδό της είναι σχεδόν επίπεδο, διακοπτόμενο από Humi. Το παλαιότερο έδαφος αυτής «τύπου πόλγης» συναντάται ανατολικά στα -100m πάνω σε απολιθωμένα καρστικά περιφερειακά επίπεδα αποτελούμενο από κατωπλειστοκαινική αργιλούχο ερυθροκίτρινη μάργα. Αυτό σημαίνει ότι το αρχικά τεκτονικό βύθισμα από το Κατώτερο Πλειστόκαινο τουλάχιστον είχε αρχίσει να καρστικοποιείται και να αποκτά χαρακτήρα πόλγης. Η καρστικοποίηση δηλαδή του τεκτονικού βυθίσματος μας έδωσε την πόλγη της Κωπαϊδας. Η δημιουργία εξάλλου μεγάλων πολγών από καρστικοποίηση τεκτονικών βυθισμάτων είναι συνήθης στο Διναρικό καρστ. Η πόλγη αυτή λόγω μη καλής αποστράγγισης μέσω των καταβοθρών μετετράπη σε «περιοδική λιμνοπόλγη». 23
ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ Στις βόρειες, βορειοανατολικές, ανατολικές και νοτιοανατολικές ασβεστολιθικές παρυφές της πρώην λίμνης Κωπαίδας παρατηρούνται πάνω από εβδομήντα καρστικά έγκοιλα του τύπου πυλοειδούς καταβόθρας και σπηλαιοκαταβόθρας. Αναπτύσσονται συνήθως σε πρανή με μεγάλη κλίση και στις θέσεις όπου η γενική διεύθυνση των στρωμάτων είναι παράλληλη προς την ακτογραμμή. Έχουν δημιουργηθεί από την προοδευτική διάνοιξη διακλάσεων, ρωγμών, ρηγμάτων ή αξόνων πτυχώσεων κυρίως με τη διεργασία της καρστικοποίησης. Εκτός απο τη σημαντική διαβρωτική δράση του πλούσιου σε CO 2 νερού της άλλοτε λίμνης η διάνοιξη ενισχύθηκε και από την κυματωγή, έστω και μικρή, αυτού στις παραπάνω ασθενείς τεκτονικές ζώνες. Τα καρστικά έγκοιλα, που αναπτύσσονται σε μεγάλα υψόμετρα είναι όμως σπήλαια. Δημιουργήθηκαν από τη διαβρωτική δράση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε ασθενείς ζώνες, δηλαδή σε στρωματογραφικές και τεκτονικές ασυνέχειες. Πλην των πυλοειδών καταβοθρών υπάρχουν και λίγες καταβόθρες καταρροφητικού τύπου. Εμφανιζονται στις προσχώσεις του Κωπαϊδικού πεδίου, πλησίον των παρυφών, σαν ρουφήχτρες κατά τις περιόδους των έντονων βροχοπτώσεων. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι μερικές καταβόθρες του ΒΑ τμήματος λειτουργούν κατά καιρούς και σαν πηγές απορρέουσες προς το εσωτερικό της Κωπαϊδας. Σήμερα οι καταβόθρες είναι γενικά ανενεργείς. Μέσω των καταβοθρών πραγματοποιόταν η υπόγεια αποχέτευση της λίμνης προς τέσσερις περιοχές (Εικ.12) Α. Οι καταβόθρες του ΝΑ περιθωρίου στη λίμνη Υλίκη. Β. Οι περί τη διώρυγα της Καρδίτσας στον όρμο Σκροπονέρια, όπου καταλήγουν και τα νερά της μεγάλης καταβόθρας του Ηρακλή. 24
Εικόνα 12 Εικόνα 13 25
Γ. Οι του ΒΑ περιθωρίου στον κόλπο της Λάρυμνας. Δ. Ο περί το Στροβίκι στον κόλπο της Αταλάντης. Η γραφική παράσταση της συχνότητας καρστικών εγκοίλων και υψομέτρου (Εικ.13) είναι ενδεικτική του υψομέτρου της στάθμης της λίμνης ως προς τη σταδιακή της εξέλιξη. Τα ελάχιστα που παρατηρούνται στα μεγαλύτερα υψόμετρα (150m) φανερώνουν μικρής διάρκειας παραμονή της στάθμης της λίμνης στα υψόμετρα αυτά. Αντίθετα το μέγιστο, που εντοπίζεται στα 105-115m αντικατοπτρίζει τη μεγάλη παραμονή της στάθμης της λίμνης στο υψόμετρο αυτό, το οποίο μάλιστα αντιστοιχεί στο τελευταίο εξελικτικό της στάδιο. Η στάθμη λοιπόν της λίμνης μέσα στο πλειστόκαινο μεταβλήθηκε κατά 35m. Δεδομένου ότι η παρουσίακαταβοθρών σε διάφορα υψόμετρα καθορίζει τη θέση παλαιών βασικών επιπέδων, oι νεώτερες καταβόθρες πρέπει να βρίσκονται χαμηλότερα. Υπάρχει λοιπόν μια σταδιακή πτώση της στάθμης της λίμνης, που είναι αποτέλεσμα της συνεχούς καταβύθισης της λεκάνης της Κωπαϊδας και της αλλαγής του κλίματος. H Μεγάλη Καταβόθρα ή σπηλιά του Αγ. Ιωάννη ή σπηλιά του Ηρακλή είναι η μεγαλύτερη καταβόθρα της περιοχής. Έχει διανοιχτεί σε κρητιδικούς ασβεστολίθους με παράταξη Α-ΒΑ και κλίση ΝΑ. Η οροφή της βρίσκεται σε υψόμετρο 105m και το δάπεδό της στα 79m ενώ το δάπεδο της πρώην λίμνης σ αυτό το σημείο είναι στα 93,5m. Ανήκει στον τύπο των πυλοειδών καταβοθρών και δη των σπηλαιοκαταβοθρών με μικρό σπηλαιοληθωματικό διάκοσμο. Ουσιαστικά είναι ένα περίπλοκο σπήλαιο (Εικ.11) που στο εσωτερικό του, καθώς και στην είσοδό του υπάρχουν καταβόθρες. Η Μεγάλη Καταβόθρα στο αποστραγγιστικό δίκτυο των Μινύων αποτελούσε ένα σημαντικότατο τμήμα. Τα νερά, που συγκεντώνονται σ αυτήν πριν από την αποξήρανση της λίμνης έφθαναν τα 3-12m 3 /sec. Κινούμενα υπογείως κατέληγαν στον όρμο Σκροπονέρια 26
τροφοδοτώντας παραθαλάσσιες και υποθαλάσσιες πηγές. Πιθανόν να τροφοδοτούσαν και τις πηγές της κοιλάδας της Λάρυμνας. Εικόνα 14 Εικόνα 15: Η πλωτή διώρυγα των Μινύων παρά το Στροβίκι 27
ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΩΠΑΪΔΑΣ 1 Ο αποστραγγιστικό δίκτυο Τα πρώτα εγγειοβελτιωτικά έργα για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαϊδας, έγιναν από τους προϊστορικούς της κατοίκους τους Μινύες (16-13 αιώνα π.χ.) και είναι τα αρχαιότερα αποστραγγιστικά και αντιπλημμυρικά έργα της Ευρώπης. Περιελάμβαναν: i) Διώρυγα πλωτή 40-60m πλάτους 5m βάθους και 27km μήκους, η οποία στο εσωτερικό της είχε υδατοφράχτες 30m πλάτους. Άρχιζε δυτικά του Ορχομενού, πορευόμενη δε πλησίον των βόρειων περιθωρίων της λίμνης, των Humi Στροβίκιου και Τουρλογιάννη κατέληγε στις βορειοανατολικές καταβόθρες Σπίτια και Ηρακλή, ήταν δε πλωτή (Εικ.15). ii) Tάφρους και αναχώματα. Το ανάχωμα στα ΒΔ περιθώρια ήταν ενισχυμένο εσωτερικά με δυο κυκλώπεια τείχη σε απόσταση 27m το ένα από το άλλο. iii) Σήραγγα, ήτοι τεχνητή καταβόθρα, μήκους 2.230m, που διάνοιξαν μέσα στους ασβεστόλιθους και 16 πηγάδια ενδιάμεσα που χρησίμευαν για τη συντήρηση, τον καθαρισμό και εξαερισμό της. Η σήραγγα λειτουργούσε πάνω από 2000-2500 χρόνια ήτοι μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή. Μέσω αυτής τα νερά διοχετεύονταν στον κόλπο της Λάρυμνας Οι Μινύες όπως φαίνεται είχαν πολύ καλές γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε υδραυλικά και γεωτεχνικά έργα. Κατασκεύασαν τη διώρυγα βόρεια αξιοποιώντας τα καρστικοποιημένα ασβεστολιθικά περιθώρια και τις υπάρχουσες καταβόθρες, που θα δρούσαν σαν υπερχειλιστές σε πλημμυρικές περιόδους. Επίσης το βόρειο τοίχωμα της διώρυγας συχνά ταυτίζεται με το βόρειο περιθώριο. Το νότιο τμήμα και τμήματα του βόρειου τοιχώματος αποτελούν ένα χωμάτινο φράγμα (ανάχωμα), ύψους 3,5-4m σε σχήμα τραπεζιού (Εικ.16) μεγάλης αντοχής και απόλυτης στεγανότητας. 28
Η επιτυχής αποστράγγιση της λίμνης οδήγησε σε μεγάλη ευημερία και δύναμη τον Ορχομενό, που κατάστησε φόρο υποτελή τη Θήβα. Τη δύναμη αυτή κατέλυσε ο Ηρακλής, ο οποίος κατέστρεψε το έργο. Σύμφωνα με τη μυθολογία έφραξε με έναν ογκόλιθο τη Μέγάλη Καταβόθρα (Εικ.14), οπότε η αποστράγγιση διακόπηκε, έγινε υπερχείλιση, καταστράφηκαν οι αντιπλημμυρικές κατασκευές και δημιουργήθηκε πάλι λίμνη. Η καταστροφή όμως του έργου πρέπει να συνδέεται με μια σεισμική δραστηριότητα ίσως κατά τον 13 ο π.χ. αιώνα που προκάλεσε την κατάρρευση της οροφής της εισόδου της σπηλαιοκαταβόθρας και την πτώση μεγάλων ογκολίθων, τους οποίους βλέπουμε και σήμερα. 2 ο αποστραγγιστικό δίκτυο Οι σύγχρονες εργασίες για την αποξήρανση της λίμνης άρχισαν το 1836 από μια γαλλική εταιρεία. Κατασκευάστηκαν δύο αποστραγγιστικές διώρυγες και μια κεντρική σήραγγα. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του έργου τα νερά της λίμνης με αντλίες διοχετεύονταν στην Υλίκη, στην Παραλίμνη και απο εκεί στον Ευβοϊκό. Όταν όμως η άντληση ολοκληρώθηκε η τύρφη που είχε σχηματιστεί στον πυθμένα υπέστη αυτόματη ανάφλεξη και κάηκε. Έτσι ο πυθμένας παρουσίασε καθίζηση κατά 4m οπότε οι διώρυγες και η κεντρική σήραγγα έμειναν μετέωρες και τα νερά άρχισαν και πάλι να λιμνάζουν. 3 ο αποστραγγιστικό δίκτυο Η αγγλική εταιρεία που ανέλαβε στη συνέχεια εκβάθυνε τις αποστραγγιστικές διώρυγες και τη σήραγγα. Ο σχεδιασμός του τελικού έργου περιλαμβάνει μια περιφερειακή διώρυγα, όπου εγκλωβίστηκαν και τα νερά του Βοιωτικού Κηφισσού. 29
Εικόνα 16 Εικόνα 17: Η μεγάλη καταβόθρα εν λειτουργία, Δεκέμβριος 2001 30
Ένα δίκτυο από αποστραγγιστικές διώρυγες 1000km μήκους που συγκεντρώνει τα νερά και τα διοχετεύει σε μια κεντρική διώρυγα, αφού πρώτα αρδεύσουν το Κωπαϊδικό πεδίο. Η περιφερειακή και η κεντρική διώρυγα μέσω της σήραγγας της Καρδίτσας διοχετεύουν τα νερά στη λίμνη Υλίκη, από εκεί μέσω της διώρυγας του Μουρικίου στη λίμνη Παραλίμνη και τέλος μέσω της σήραγγας της Ανθηδώνας στη θάλασσα. Η πλήρης αποστράγγιση ολοκληρώθηκε το 1931. Έτσι αποδόθηκαν στους κατοίκους της περιοχής 240.000km 2 εύφορης γης. Το βιοτικό τους επίπεδο βελτιώθηκε και παράλληλα καταπολεμήθηκε η νόσος της ελονοσίας, που μάστιζε της περιοχή. 31
BIBΛIOΓΡΑΦΙΑ Bögli A. 1978: Karsthydrographie und Physische Spelälogie. S. 293 Berlin, Heidelberg, N. York Bertolanni, M., Rossi, A. 1983: La zona speleologica de Lago Copaide (Beozia, Grecia, Centrale). Le Grotte d Italia (4)ΧΙ, p. 205-248. Kuans, J., Heinrich, B., Kalcyk, A. 1984: Die Wasserbauten der Minyer in der Kopais die alteste Flussreguliernung Europas. Inst. f. Wass. Technique Un. Munchen Nr. 50 S 262. Λεοντάρης, Σ., Παπαδοπούλου Κ. 1985: Γεωμορφολογικαί και μορφομετρικαί έρευναι επί της Διαβρωσιγενούς κοιλάδος της Ερκύνης (Λεβάδεια). Πρακτ. Ακαδ. Αθηνών τ. 60, Σ. 500-514. Παπαδοπούλου Κ. 1987: Η τυφλή κοιλάδα του Μέλανα ποταμού (Βοιωτία). Ελ. Γεωγρ. 1 ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο Τομ. Β. σ. 20-27 Αθήνα Παπαδοπούλου Κ. 1989: Γεωμορφολογικές παρατηρήσεις σε σύνθετες γλυφές των περοχών Κωπαϊδας και Ελικώνα 2 ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο σ. 255-261 Αθήνα Παπαδοπούλου Κ. 1990: Μορφγενετική μελέτη της πόλγης του Ελικώνα: Δελ. Ε. Ετ., τ. ΧΧΙ. Σ. 61-70 Αθήνα Παπαδοπούλου Κ. 1990: Γεωμορφολογική μελέτη της περιοχής Κωπαϊδας (Βοιωτία) Διδ. Διατριβή σ.14 Γεωλ. Παν. Αθηνών-Αθήνα 32
Παπαδοπούλου Κ. 1999: Zusammenfassende Bemerkungen über Verbreitung, Nutzung und Schutz der karstgebiete Griechenlands Die Höhle 1.50 S 48-52 Wien Papadopoulou Κ. 2002: Lost rivers and hazard pollution πρακτικά 6 ο Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας της Σπηλαιολογίας και Καρστολογίας Αlcadi pp.6 Italy Παπαδοπούλου Κ. 2000: Γεωμορφολογία, μυθολογία και αρχαίος πολιτισμός στην περιοχή της Κωπαϊδας (Βοιωτία) Πρακτικά Συμποσίου «Γεωτουριστικά, Γεωπολιτιστικά Μονοπάτια και Γεωμυθότοποι. Σ. 55-63 ΓΕΩΤΕΕ Αθήνα Παρασκευαϊδης Η. (1971): Αι βιωτικαί λίμναι Υλίκη και Παραλίμνη και η γένεσις αυτού. Υπ. Δημ. Έργων. Τ3-4, Σ1-141. Αθήναι Παυσανίας Ελλάδας περιήγηση Βοιωτία (1969). Εκδόσεις Παπαχατζή Ιv, σ.245 Αθήνα Riedl, H. Papadopoulou, K. 1986: Γεωμορφολογία της Σερίφου. Salzburder Exursionsberichle Helfio S. 51-97 Austria White B.W.(1998): Geomorphology and Ηydrology of Karst Terrains pp.464 Oxford University Press. New York 33