ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ. ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ Ν. 2882/2001» Της Αβέλλα Μαρίας (ΑΜ: 200660) Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2018 1
2
1. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ... 3 2. Συντομογραφίες... 5 3. Εισαγωγή... 9 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ... 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ... 11 1. Η έννοια της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα... 11 2. Οι φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας... 13 3. Οι συνταγματικώς ανεκτοί περιορισμοί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας... 14 4. Η κατοχύρωση του δικαιώματος στην «περιουσία» κατά το αρ. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ... 16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 19 1. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση εν ευρεία και εν στενή έννοια. Η περίπτωση της «εν τοις πράγμασι» ή «de facto» αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.... 20 2. Περιπτωσιολογία της «εν τοις πράγμασι» ή «de facto» αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 22 1. Η ύπαρξη «Δημόσιας Ωφέλειας» ως πρώτη προϋπόθεση του αρ. 17 παρ. 2 Σ. και ως δικαιολογητική βάση για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 23 2. Η υποχρέωση καταβολής «πλήρους αποζημίωσης» ως δεύτερη προϋπόθεση του αρ. 17 Σ και ως αντιστάθμισμα στην παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας 24 i. O συνταγματικώς προβλεπόμενος «πλήρης» χαρακτήρας της αποζημίωσης... 25 ii. Ο θεσμός της «ιδιαίτερης αποζημίωσης» ή «αυτοαποζημίωσης» και η νομολογιακή αντιμετώπισή του στον χρόνο... 28 iii. Η απαγόρευση φορολόγησης του καθορισμένου ποσού της αποζημίωσης... 31 iv. Η δικηγορική αμοιβή και η δικαστική δαπάνη... 31 v. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης... 32 3. Η υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας ως προς την δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης της απαλλοτρίωσης... 33 4. Η εξαιρετική περίπτωση κατάληψης ακινήτου πριν από την συντέλεση της απαλλοτρίωσης του αρ. 17 παρ. 4 εδ. δ Σ.... 34 5. Περιπτώσεις απαγόρευσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 35 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο Ν. 2882/2002 (Κ.Α.Α.) ΩΣ ΒΑΣΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ... 37 1. Ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις... 39 i. Η Πράξη Τακτοποίησης και Αναλογισμού Αποζημίωσης... 40 ii. Ο νεώτερος θεσμός της Πράξης εφαρμογής... 41 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται υπέρ των Ο.Τ.Α. Α και Β βαθμού... 42 3. Απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται υπέρ της ΔΕΗ... 45 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 46 1. Η απαιτούμενη κατά τις διατάξεις του Κ.Α.Α. προδικασία της κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 47 i. Υποχρέωση σύνταξης κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος... 47 3
ii. H προγενέστερη της κήρυξης ειδική διαδικασία της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και ο προηγούμενος πολεοδομικός σχεδιασμός... 48 2. Η Απόφαση της κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 51 i. Αρμοδιότητα Οργάνων κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 51 ii. Δημοσίευση και αιτιολογία της απόφασης κήρυξης πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης... 52 iv. Προσβολή της πράξης κήρυξης (Προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης Αρμοδιότητα Τμήματος)... 56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ... 60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ... 62 1. Η διαδικασία του προσδιορισμού της αποζημίωσης κατά τον Κ.Α.Α.... 62 i. Ο δικαστικός προσωρινός προσδιορισμός της αποζημίωσης... 63 ii. Ο δικαστικός οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης... 64 iii. Ο συμβιβαστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης... 66 2. Η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με την καταβολή του πλήρους ποσού της αποζημίωσης... 67 3. Η παραγραφή της αξίωσης προς είσπραξη της αποζημίωσης... 70 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΣΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΣΗ... 72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 80 1. Η ανάκληση μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης... 81 2. Η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης... 82 3. Η επιστρεπτέα αποζημίωση και ο προσδιορισμός της... 84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΕΚ ΝΕΟΥ ΚΗΡΥΞΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΡΣΗΣ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ... 86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΡΣΗΣ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ... 87 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Κ.Α.Α.... 89 4. Ανασκόπηση Τελικές κρίσεις Συμπεράσματα... 91 5. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 97 4
2. Συντομογραφίες ΑΕΔ ΑΕΙ ΑΚ ΑΠ ΑΝ αρ. Αρμ. ΑρχΝ. β.δ. βλ. ΓνμΝΣΚ Γνωμ. Γ.Ο.Κ. Δ ΔΕΗ ΔΕΚ ΔιΔικ ΔΠρΑθ. ΔΠρΠειρ. Ε.Α. εδ. ΕΔΔ ΕΔΔΑ ΕΔΔΔ Ε.Ε. ΕΕΝ ΕισΝΑΚ ΕλλΔνη ΕΟΤ επ. ΕρμΑΚ ΕΣΔΑ Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αναγκαστικός Νόμος άρθρο Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας βασιλικό διάταγμα βλέπε Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γνωμοδότηση Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός Δίκη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διοικητική Δίκη Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά Επιτροπή Αναστολών εδάφιο Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου Ευρωπαϊκή Ένωση Εφημερίς Ελλήννων Νομικών Εισαγωγικός νόμος του Αστικού Κώδικα Ελληνική Δικαιοσύνη Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού επόμενα Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 5
ΕτΚ Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ΕφΑθ. Εφετείο Αθηνών ΕφΘες. Εφετείο Θεσσαλονίκης ΕφΛαμ. Εφετείο Λαμίας ΕφΛαρ. Εφετείο Λάρισας ΕφΠατρ. Εφετείο Πατρών ΘΠΔΔ Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου Κ.Α.Α. Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων κ.α. και άλλα Κ.Β.Π.Ν. Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας ΚΔΔ Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Κ.Δ.Κ. Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων ΚΝ Κώδικας Νομοθεσίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. λόγου χάρη ΜΠρ. Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος ν.δ. νομοθετικό διάταγμα ΝοΒ Νομικό Βήμα ΝΠΔΔ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ΝΠΙΔ Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου Ο.Δ.Μ.Π. Οργάνωση και Διοίκηση Μοναστηριακής Περιουσίας Ολ. Ολομέλεια ο.π. όπως παραπάνω Ο.Τ.Α. Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης παρ. παράγραφος π.δ. προεδρικό διάταγμα περ. περίπτωση ΠΝΠ Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ΠΠΠ Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο Πρβλ παράβαλε ΠρΤακΑνΑπ Πράξη Τακτοποίησης και Αναλογισμού Αποζημίωσης ΠτΔ Πρόεδρος της Δημοκρατίας π.χ. παραδείγματος χάριν 6
Σ. Σύνταγμα ΣΕΕ Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΕΚ Συνθήκη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΣΛΕΕ Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας Σ.Χ.Ο.Π. Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος Τ.Π.Δ. Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ΤρΔΠρΘες Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ΤρΔΠρΠειρ. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά υπ αριθμ. υπ αριθμόν υποθ. υπόθεση ΥπΟικ Υπουργός Οικονομικών ΦΕΚ Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ΧΘΔ Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων 7
8
3. Εισαγωγή Η παρούσα διπλωματική εργασία, που εκπονείται στο πλαίσιο μεταπτυχιακών σπουδών της Νομικής Σχολής και ειδικότερα του Τομέα Δημοσίου Δικαίου, πραγματεύεται τον θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ο οποίος τελευταία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία. Ειδικότερα, η έννοια της ιδιοκτησίας, πάνω στην στέρηση της οποίας στηρίζεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, έχει υποστεί ανά διαστήματα διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη την ευρωπαϊκής προέλευσης κατοχύρωση της ευρύτερης έννοιας της «περιουσίας». Πέρα λοιπόν από την συνταγματική και νομολογιακή πρόσληψη της ιδιοκτησίας, ευρωπαϊκού επιπέδου νομοθετήματα έχουν συμβάλει καθοριστικά στην πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία του δικαιώματος, που ανταποκρίνεται στους ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς εξέλιξης της οικονομικής πραγματικότητας και των δυνατοτήτων επέμβασης του Κράτους με καθοριστικό τρόπο στα ατομικά δικαιώματα. Στους ρυθμούς αυτούς, δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη και η ελληνική νομολογία, η οποία ανά διαστήματα συμμορφώθηκε με τις επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου και των αναγκών του σύγχρονου κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Επιπλέον, ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης περιέχει ένα αρκετά σύνθετο πλέγμα διατάξεων, με πλούσια περιπτωσιολογία ειδικών μορφών απαλλοτρίωσης, που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Οι αυξημένες διαδικαστικές εγγυήσεις, το σύνολο των εκάστοτε δικαστικών και εξώδικων διαδικασιών που ακολουθούνται, οι πλείονες αρμοδιότητες διάφορων δικαστηρίων και οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που έχει υποστεί ο θεσμός, αποτελούν ζητήματα που καθιστούν τον τελευταίο όχι μόνο περίπλοκο, αλλά και αξιοσημείωτο. Η εν λόγω μελέτη είναι δομημένη σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, γίνεται λόγος για την έννοια της ιδιοκτησίας και την προσέγγιση της σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με γνώμονα τόσο το Σύνταγμα και άλλα ευρωπαϊκά νομοθετήματα, όσο και την νομολογία των δικαστηρίων, ευρωπαϊκή και εγχώρια. Ακολούθως, αναλύεται η έννοια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ως μορφή στέρησης της ιδιοκτησίας, υπό το πρίσμα της συνταγματικής της 9
κατοχύρωσης και των προβλεπόμενων εκεί προϋποθέσεων κήρυξής της. Στο τέλος του πρώτου μέρους γίνεται αναφορά στον Κ.Α.Α. ως το βασικό νομοθέτημα που διέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση και στις εκεί προβλεπόμενες αποκλίσεις εφαρμογής του. Στο δεύτερο μέρος, επιδιώκεται μια συνοπτική πλην κατατοπιστική παρουσίαση της διαδικασίας του θεσμού, όπως αυτή προβλέπεται στον Κ.Α.Α., με παραπομπές στα πιο καίρια ζητήματα που απασχόλησαν την ελληνική νομολογία. Ειδικότερα, θα γίνει αναφορά στην κήρυξη, την διαδικασία αναγνώρισης δικαιούχων, τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και την συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, αντικείμενο πραγματείας αποτελεί ο πλέον δημοφιλής θεσμός της άρσης και της ανάκλησης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όχι ως διαδικαστικά στάδια της τελευταίας, αλλά ως μορφή συνεπειών σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις της απαλλοτρίωσης, με αναφορές στη στάση της νομολογίας επί των συγκεκριμένων αλλά και ειδικότερων θεμάτων όπως το ζήτημα της επιστρεπτέας αποζημίωσης, της εκ νέου κήρυξης. της τυχόν αποζημίωσης απολεσθείσας προσόδου κ.α. Τέλος, στον επίλογο ακολουθεί μία σύντομη ανασκόπηση του θεσμού και κάποιες διαπιστώσεις από την όλη λειτουργία του, όπως αυτές προκύπτουν από τα αναφυόμενα στην πρόσφατη νομολογία ζητήματα. Επιπλέον, επισημαίνονται ορισμένες «ατέλειες» του θεσμού, τόσο στην ουσιαστική προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, όσο και στην αποτελεσματική λειτουργία των δικονομικών διαδικασιών του Κ.Α.Α. 10
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και η έννοια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ως περιορισμός της ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ Η ιδιοκτησία αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, που ήδη από τον 17 ο αιώνα, κατατάσσεται ανάμεσα σε αυτά της ζωής και της ελευθερίας. Ο John Locke μάλιστα, έδωσε στην έννοια της ιδιοκτησίας ένα δυσδιάστατο περιεχόμενο 1, αναλύοντάς την, αφενός στο δικαίωμα του να κατέχει κανείς περιουσία, και αφετέρου στην δυνατότητα της (αυτό)διάθεσης, τόσο του εαυτού του, όσο και της περιουσίας του. Ο ορισμός αυτός δεν απέχει ιδιαίτερα από τις σύγχρονες προσεγγίσεις της ιδιοκτησίας, που έχουν διαμορφωθεί από θεωρία και νομολογία, καθώς δίνεται ακριβώς η αρμόζουσα βαρύτητα, όχι μόνο στην κτήση αλλά και στην ίδια τη διάθεση της. Σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες μαρξιστικές θέσεις περί απόρριψης της ατομικής ιδιοκτησίας, ο Locke 2, την θεωρεί φυσικό και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, το οποίο μάλιστα μπορεί να διαθέσει ως ένα σημείο ο κάτοχός του, για την δημιουργία του κοινωνικού συμβολαίου και κατ επέκταση την από μεριάς κράτους αποτελεσματικότερη προστασία του. 1. Η έννοια της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα Η συνταγματική κατοχύρωση της ιδιοκτησίας λαμβάνει χώρα ήδη από το 1844 3, όποτε και υιοθετήθηκε το αρ. 17 της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του 1789, ρύθμιση που διατηρήθηκε και στο Σύνταγμα του 1864. Αναφορά δε στην αναγκαστική απαλλοτρίωση εμφανίστηκε πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911, όποτε και ρυθμίστηκε, ότι ο καθορισμός της αποζημίωσης συντελείται «δια της δικαστικής οδού» και ειδικότερα από τα 1 John Locke, Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως, 2010, σελ. 176 2 Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ 361, όπως παραπέμπει σε G. Hegel, Grundlinien der Philosophie der Rechts, 1832-1845, παρ. 1, επανέκδοση 1896, 2012 3 Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1941, 2001, σελ 168 επ. 11
τακτικά δικαστήρια, όπως προστέθηκε αργότερα, το 1927 με το αρ. 19, το οποίο ρύθμιζε και τα ζητήματα των τότε επιτάξεων. Στο Σύνταγμα του 1975, ορίζεται, ότι η ιδιοκτησία τελεί «υπό την προστασία του κράτους», με αποτέλεσμα το δικαίωμα να λαμβάνει, εκτός από την αρνητική - ατομική και μια θετική - κοινωνική διάσταση 4. Από τη μία δηλαδή πρόκειται για ατομικό δικαίωμα και μπορεί να ασκείται ελεύθερα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντιβαίνει στο δημόσιο συμφέρον και στην κοινωνική δικαιοσύνη του Κράτους Δικαίου, και από την άλλη, μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμούς αλλά και σε στέρηση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος 5 ή ωφέλειας αντίστοιχα. Η προστασία λοιπόν, της ιδιοκτησίας με την μεσολάβηση του κρατικού μηχανισμού μπορεί να συνίσταται τόσο στην προληπτική, όσο και στην κατασταλτική λήψη μέτρων. Προληπτικά, κατοχυρώνεται ως δικαίωμα απ ευθείας από τον συνταγματικό νομοθέτη, ενώ είναι η δυνατή η πρόβλεψή του και από τον κοινό νομοθέτη, ή ακόμα και από την διοίκηση, όταν η τελευταία δρα κατόπιν εξουσιοδότησης, ενώ κατασταλτικά η προστασία της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει οποιοδήποτε διοικητικό ή αστυνομικό μέτρο για την εξασφάλιση του δικαιώματος 6. Για την οριοθέτηση της έννοιας της ιδιοκτησίας, χρήσιμη είναι η διάκριση της σε γενική και ειδική 7. Στο αρ. 17 Σ. προστατεύεται η ιδιοκτησία με την γενική της έννοια. Επομένως, αφορά κινητά και ακίνητα και ειδικότερα περιλαμβάνει τα συνεπακόλουθα της κυριότητας δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται στο αρ. 1000 ΑΚ, ήτοι τα δικαιώματα διατήρησης, χρήσης, κάρπωσης, μετακίνησης, διάθεσης, συντήρησης, μετατροπής και απόκτησης. Στο πεδίο προστασίας περιλαμβάνονται πέραν της κυριότητας και οι πραγματικές δουλείες, όπως το ενέχυρο (1209 ΑΚ) και η υποθήκη (1257 ΑΚ) 8, καθώς τα τελευταία χρόνια επικρατεί μια επεκτατική ερμηνεία του 4 Κ. Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 366 5 Κατά τον Κ. Κασιμάτη, η θεσμική διάσταση του δικαιώματος αφήνει τον καθορισμό της ρήτρας του δημοσίου συμφέροντος στον κοινό νομοθέτη. Βλ. Γ. Κασιμάτης, Η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και η διεύρυνσις αυτής, ΕΔΔ, 1974, σελ. 209 επ. 6 Πχ η λήψη αστυνομικών μέτρων, η οποία μάλιστα συνιστά υποχρέωση της διοίκησης και σε περίπτωση αθέτησής της γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης με το 105-6 ΕισΝακ, βλ. ΔΠρΑθ. 11661/1995 7 Α. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 2008, σελ. 885 επ. 8 Ωστόσο, στο παρελθόν είχε δημιουργηθεί διχογνωμία σχετικά με το αν οι εμπράγματες ασφάλειες μπορούν να στοιχειοθετήσουν αξίωση αποζημίωσης. Βλ. αναλυτικά Κ. Χορομίδης, Η Αναγκαστική Απαλλοτίωση, 2008, σελ. 64 12
δικαιώματος, που του προσδίδει έναν περισσότερο «περιουσιακό» χαρακτήρα. 2. Οι φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας Σε ότι αφορά τους φορείς του δικαιώματος, όπως προκύπτει από την χρήση της λέξης «κανένας» στη διάταξη του αρ. 17 παρ. 2 Σ., αλλά και από την αρχή της ισότητας του αρ. 4 παρ. 1 Σ., μπορούν να είναι τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαποί ή και ανιθαγενείς. Ειδικά στους αλλοδαπούς, μπορούν να επιβληθούν ορισμένοι περιορισμοί για λόγους εθνικής ασφάλειας 9. Επιπλέον, φορείς ιδιοκτησίας μπορούν να είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα, είτε είναι ημεδαπά είτε αλλοδαπά. Σχετικά με την ιδιοκτησία νομικών προσώπων, υποστηρίζεται, ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ιδιοκτησία ΝΠΙΔ, όχι όμως του Δημοσίου με την στενή έννοια, η οποία δεν μπορεί να υποστεί αναγκαστική απαλλοτρίωση 10, καθώς θα εμφανιζόταν το φαινόμενο της ταύτισης του καθού και του υπερού η απαλλοτρίωση. Κοντά στην παραπάνω άποψη βρίσκεται η ΣτΕ Ολ. 283/1995, όπου κρίθηκε μεταξύ άλλων, ότι η περιουσία ΝΠΔΔ δεν προστατεύεται από το αρ. 17 Σ., όπως και η μεταγενέστερη ΣτΕ 3096/2001 11, όπου ορίζεται, ότι η περιουσία των ΝΠΔΔ δεν είναι ατομική ιδιοκτησία, αλλά εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους έχει συσταθεί το ΝΠΔΔ. Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι ακόμα και τα ΝΠΔΔ μπορούν να είναι φορείς του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας 12, όταν λειτουργούν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις ΑΚ ως fiscus 13. Εξίσου κρίσιμη είναι και η μεταγενέστερη 1062/2004 ΑΠ, όπου 9 Βλ. αναλυτικά Π. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, 1991, σελ. 914 10 Α. Γέροντας, Διοικητικό Δίκαιο, 2004, σελ 348 11 Αρμ. 2001, 1414 ΔΕΝ 2002, σελ. 14 12 Κατά την 1062/2004 ΑΠ «η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας έχει μεν εφαρμογή και επί ΝΠΔΔ δεν αφορά όμως την δημόσια κτήση των προσώπων αυτών ήτοι κτήματα προοριζόμενα για δημοσιονομικό σκοπό συναπτόμενο με την λειτουργία ορισμένης δημοσίας υπηρεσίας όπως είναι και η εκπαίδευση η οποία σύμφωνα με το αρ. 16 παρ.1 του 1911 διατελούσε υπό την ανωτάτη εποπτεία του κράτους ενεργείτο κατ αρχήν με δαπάνες αυτού. Τούτο διότι ο νομοθέτης μπορεί να επεμβαίνει στην αναδιοργάνωσης ΝΠΔΔ και την αναρρύθμιση των πόρων τους ρυθμίζοντας παραλλήλως και την τύχη της περιουσίας τους αφού αυτή τους έχει αναγνωριστεί όχι με την έννοια της ατομικής περιουσίας αλλά προς εξυπηρέτηση των κρατικών σκοπών για τους οποίους αυτά έχουν συσταθεί.» 13 Πχ. Βλ. αρ. 39 παρ. 1 Ν. 947/1979 σχετικά με την συγκυριότητα του Δημοσίου σε ειδικές ζώνες αστικού αναδασμού. 13
γίνεται δεκτό, ότι η συνταγματική προστασία δεν επεκτείνεται σε κάθε ιδιωτική περιουσία όλων των ΝΠΔΔ, αλλά κυρίως σε όσων τυγχάνουν συνταγματικής κατοχύρωσης πχ Ο.Τ.Α. 14, ΑΕΙ 15, εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα 16 κα. Αναφορικά με τα δημόσια νομικά πρόσωπα ή ΝΠΙΔ διφυούς χαρακτήρα, γίνεται διάκριση ανάμεσα στην δημόσια 17 και την ιδιωτική περιουσία, με την τελευταία μόνο να προστατεύεται από τη συνταγματική ρύθμιση. Τέλος, ως προς τον ειδικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας, αυτός αφορά σε συγκεκριμένες συνταγματικές ρυθμίσεις 18 και ειδικότερα των άρθρων 18 παρ. 1,2,8, 107 παρ. 1 και 109 Σ., οι οποίες εφαρμόζονται και ανεξάρτητα από την γενική προστασία της ιδιοκτησίας του αρ. 17 Σ. 3. Οι συνταγματικώς ανεκτοί περιορισμοί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας Ανάλογα με τον τρόπο κατοχύρωσης του δικαιώματος, επιβάλλονται και οι συνταγματικώς ανεκτοί, γενικοί περιορισμοί του 19, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγουν τον πυρήνα του τελευταίου και είναι σύμφωνοι, πρόσφοροι και αναγκαίοι κατά την αρχή της αναλογικότητας, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, στο αρ. 17 Σ. αναφέρεται ως περιορισμός του δικαιώματος, το «γενικό συμφέρον», το οποίο έγκειται τις περισσότερες φορές στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς ή κάποιου άλλου εννόμου αγαθού με συνταγματική ή όχι περιωπή, όπως η δημόσια υγεία και ασφάλεια, η οικονομική ανάπτυξη, η πολιτιστική εξέλιξη, κ.α. 20. Κατ αρχήν, οι σύμφωνοι με το Σύνταγμα περιορισμοί του δικαιώματος δεν επιφέρουν την γένεση αξίωσης αποζημίωσης από τον φορέα του. Επειδή ωστόσο, η ελληνική νομολογία αντιμετώπισε σωρεία περιπτώσεων, που 14 Αρ. 102 παρ. 1,2 και 5 Σ 15 Αρ. 16 Σ 16 Κ. Χρυσόγονος, ο.π. σελ 381 17 Δηλαδή τα πράγματα εκτός συναλλαγής, τα οποία έχουν κατασκευαστεί αμιγώς για την λειτουργία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Βλ. αναλυτικότερα Σ. Παππάς σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ, 1985, σελ 125 επ. 18 Σχετικά με τις πηγές του εθνικού μας πλούτου, την πολιτισμική μας κληρονομιά και τους αρχαιολογικούς χώρους, τις Ιερές Μονές κ.α. 19 ΣτΕ Ολ. 3521/1992 ΝοΒ 1993 σελ. 792 20 Α. Γεωργιάδης, αρ. 1000, Γεωργιάδης Σταθοπούλου, ΑΚ, V, 1985. σελ. 329 14
βρισκόταν στο μεταίχμιο στέρησης και περιορισμού του δικαιώματος -και ειδικότερα εκείνες, κατά τις οποίες ένας περιορισμός αδρανοποιούσε καθολικά το δικαίωμα, χωρίς να προβλέπεται αποζημίωση του ιδιοκτήτη-, κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενός κριτηρίου, που θα οδηγούσε σε ασφαλή διάκριση και αποφυγή καταστρατηγήσεων. Αρχικά, εμφανίστηκε η θεωρία της «ατομικής προσβολής», η οποία υποστήριζε, ότι η διάκριση περιορισμού και στέρησης πρέπει να στηρίζεται στο αν η δημόσια επέμβαση γίνεται σε ατομική ιδιοκτησία, οπότε και αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση, ή αν βαρύνει πολλές ιδιοκτησίες ορισμένης κατηγορίας ή περιοχής (γενική), οπότε αποτελεί περιορισμό. Η συγκεκριμένη θεωρία αντιμετώπισε οξεία κριτική, καθώς δεν υιοθετούσε κάποιο τυπικό κριτήριο αλλά αντίθετα οδηγούσε σε άτοπα 21, λόγω της άνισης αντιμετώπισης των ιδιοκτητών. Κατόπιν, ακολούθησε η θεωρία της «μείωσης της ουσίας», η οποία διακρίνει αν μια δημόσια επέμβαση αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση, βάσει της σπουδαιότητας της επέμβασης στο δικαίωμα, ενός πραγματικού ζητήματος δηλαδή, το βάρος επίλυσης του οποίου, φέρει κάθε φορά ο δικαστής. Η θεωρία του «βάρους ή της θυσίας» από την άλλη, που επικρατεί στην Γερμανία, δίνει προτεραιότητα στο κατά πόσο το βάρος του ιδιοκτήτη είναι «ανεκτό», μετατοπίζοντας την κρίση επί του ζητήματος ξανά στο δικαστήριο. Στην ελληνική νομολογία δεν ακολουθείται πιστά ένα κριτήριο, αλλά συνηθίζεται μια ad hoc προσέγγιση κάθε περίπτωσης, με σταθερά κάποια στοιχεία της θεωρίας μείωσης της ουσίας. Η ΣτΕ 3179/2009 δίνει μια ικανοποιητική απάντηση στο ζήτημα, ορίζοντας ότι «η συνταγματική κατοχύρωση και προστασία της ιδιοκτησίας, δεν αποκλείει να επιβάλλονται με νόμο περιορισμοί στο περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος της κυριότητας, εφόσον θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια χάριν προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δεν εξαφανίζουν ή δεν καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε σχέση με τον περιορισμό της». Επομένως, οι περιορισμοί δεν «αγγίζουν» την ratio του δικαιώματος, ήτοι δεν στερούν καθολικά την ιδιοκτησία 22, απλώς θίγουν μέρος αυτής ή της αξιοποίησής της, όπως πχ η 21 Μ. Γεωργιάδου, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2012, σελ. 34 όπως παραπέμπει σε Παπαπαναγιώτου, Η έκτασις συνταγματικής προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας από απόψεως θετέου δικαίου, ΝοΒ 15, σελ. 850 22 ΑΠ 118/2000 ΕλΔνη 2000, σελ. 976 15
αναστολή στην έκδοση οικοδομικών αδειών σε συγκεκριμένη περιοχή για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς 23. 4. Η κατοχύρωση του δικαιώματος στην «περιουσία» κατά το αρ. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το καθεστώς της ιδιοκτησίας οριοθετείται αρχικά από την ρύθμιση του αρ. 345 ΣΛΕΕ (πρώην 295 ΣΕΚ), όπου ορίζεται, ότι «Οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη». Από την διάταξη αυτή, φαίνεται η αρχή της αυτοδυναμίας των κρατών πάνω σε ρυθμίσεις, που αφορούν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, θέση που αποδεικνύει και την προσπάθεια επίτευξης μιας φιλελεύθερης οικονομίας, που επιδιώκει το οικοδόμημα της ΕΕ. Επιπλέον γενική προστασία του δικαιώματος προβλέπεται και στο αρ. 6 παρ. 2 ΣΕΕ, περί σεβασμού όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ειδική, όμως, κατοχύρωση του δικαιώματος στην «περιουσία» -και όχι την ιδιοκτησία-, η οποία αποσκοπεί στο «πλαφόν» προστασίας που οφείλουν να τηρούν τα κράτη μέλη, σημειώθηκε το 1950, με τη Σύμβαση της Ρώμης, στο αρ. 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΠΠΠ), που κυρώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν.δ. 53/1974. Η διάταξη του άρθρου με τίτλο «προστασία της ιδιοκτησίας» ορίζει ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.» Η έννοια της περιουσίας που αναφέρεται εν προκειμένω, είναι ευρύτερη της ιδιοκτησίας, καθώς μπορεί να περιλαμβάνει υλικά ή άυλα αγαθά, όπως και 23 ΣτΕ 2002/2004, ΕλλΔνη 2003, σελ 1150 16
οποιοδήποτε δικαίωμα με οικονομική αξία αναγνωρισμένη από το δίκαιο 24, επομένως -πέραν από τις εμπράγματες- και τις ενοχικές αξιώσεις, όπως είναι πχ. ο διακριτικός τίτλος 25, οι μετοχές, κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα 26 κ.α. Σημαντικό ρόλο στην οριοθέτηση της ανωτέρω έννοιας έπαιξε η νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Ειδικότερα, στην υπόθεση 23.9.1982 του ΕΔΔΑ, Sporrong και Lonnroth κατά Σουηδίας, ορίστηκε, ότι στο πεδίο προστασίας του αρ. 1 ΠΠΠ περιλαμβάνεται α) η κυριότητα και τα εμπράγματα δικαιώματα, που αποτελούν την ιδιοκτησία με την στενή της έννοια, 27 β) η περιουσία και γ) το δικαίωμα των κρατών να επιφέρουν περιορισμούς στην παρεχόμενη από τους προηγούμενους δύο κανόνες προστασία, αυτοπεριοριζόμενα ταυτόχρονα από αυτούς. Ειδικότερα, αυτό που επιδιώκεται είναι η ισορροπία γενικού και ατομικού συμφέροντος μέσα από τον θεσμό της αποζημίωσης 28. Από τα ανωτέρω λοιπόν προκύπτει, ότι στο αρ. 1 ΠΠΠ παρέχεται η ελάχιστη προστασία του δικαιώματος της περιουσίας, η οποία δομείται σε τρεις άξονες και ειδικότερα, στην αρχή της ήρεμης απόλαυσης του δικαιώματος 29, την δυνατότητα στέρησης του δικαιώματος χάριν προβλεπόμενης από νόμο ή γενικές αρχές διεθνούς δικαίου δημόσιας ωφέλειας, και την εξουσία περιορισμού του δικαιώματος από μεριάς κράτους, για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Η διάταξη του Πρωτοκόλλου είναι εφοδιασμένη με υπερνομοθετική ισχύ, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου κατά το αρ. 28 Σ. Επομένως, δεν μπορούν να στερηθούν προστασίας πέρα από την κυριότητα και τα εμπράγματα δικαιώματα- ούτε και τα ενοχικά δικαιώματα 30 με οικονομική αξία συνδεδεμένη με την ιδιοκτησία που 24 Κ. Χορομίδης, Ζητήματα προστασίας της Ιδιοκτησίας και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ΠΠΠ, 2007, σελ 27. 25 Βλ. υποθ. ΕΔΔΑ 8.7.1986, Lithgow κ.α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου 26 Βλ. υποθ. ΕΔΔΑ 16.9.1996, Gayguzus κ.α. κατά Αυστρίας 27 Η πρώτη περίπτωση της εν στενή εννοία ιδιοκτησίας, μπορεί να περιοριστεί μόνο για δημόσια ωφέλεια τηρουμένης της ευρωπαϊκής αρχής της αναλογικότητας 28 Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ. 22 29 Η οποία είναι ειδικότερη σε σχέση με τους άλλους δύο άξονες. Βλ. υποθ. 10.4.2003 ΕΔΔΑ, Παπασταύρου κλπ. Κατά Ελλάδος, όπου η χώρα μας καταδικάστηκε για παραβίαση της ειρηνικής απόλαυσης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας λόγω μη πρόβλεψης καταβολής αποζημίωσης σε ιδιοκτήτες ακινήτων σε αναδασωτέα περιοχή που απαλλοτριώθηκε. 30 Στην ελληνική έννομη τάξη, έχει τύχει πολλάκις, το δημόσιο συμφέρον να ταυτίζεται με το ταμειακό, εισπρακτικό συμφέρον του δημοσίου, όταν πρόκειται για απόσβεση ενοχικών δικαιωμάτων. Πέραν αυτού, σπανίως γίνεται δεκτή η θέση του ΕΔΔΑ, περί απαγόρευσης 17
περιλαμβάνονται στην προστατευόμενη έννοια της περιουσίας του αρ. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Τέλος, η κατοχυρωμένη ευρωπαϊκά προστασία της ιδιοκτησίας βρίσκει στήριγμα και στο αρ. 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ), όπου ορίζεται, ότι «Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον». Πρόκειται για μια αναλυτική και περιεκτική διάταξη, που επεξηγεί το περιεχόμενο του δικαιώματος, καθορίζει τους γενικούς περιορισμούς του και προβλέπει τους όρους στέρησής του. Συμπερασματικά λοιπόν, μπορεί να επιβληθεί περιορισμός στο δικαίωμα της περιουσίας μόνο χάριν δημοσίου συμφέροντος, τηρουμένης της αρχής αναλογικότητας και στέρησή του μόνο για την εξυπηρέτηση ορισμένης δημόσιας ωφέλειας και υπό τον όρο καταβολής αποζημίωσης. Σε ότι αφορά την ελληνική έννομη τάξη, επικρατούσε παλαιότερα η άποψη, στηριζόμενη στην γραμματική ερμηνεία του αρ. 17 Σ., ότι η συνταγματικά προστατευόμενη ιδιοκτησία ταυτίζεται με την έννοια της κυριότητας και των εμπράγματων δικαιωμάτων, που παραχωρούν απόλυτη εξουσία επί κινητού ή ακινήτου, ενώ τα ενοχικά δικαιώματα μπορούν να τύχουν προστασίας μόνον από μέσω του κοινού νομοθέτη. Αργότερα βέβαια, έγινε δεκτό ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν ανταποκρίνεται στην σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, ούτε στο υπερνομοθετικής ισχύος αρ. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, καθώς θεωρείται αναχρονιστική η ταύτιση της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα και της κυριότητας του ΑΚ. Η μεταστροφή ξεκίνησε την δεκαετία του 90 με χαρακτηριστική την ΑΠ 31/1990, η οποία ακολούθησε μια πιο διασταλτική της ιδιοκτησίας έννοια, σε συμφωνία με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και ανταποκρινόμενη στις τότε νομοθετικής επέμβασης υπέρ του δημοσίου ή ΝΠΔΔ επί εκρεμμούς δίκης, λόγω παραβίασης του αρ. 6 ΕΣΔΑ. Βλ. υποθ. ΕΔΔΑ 9.12.1994, Διυλιστήρια Στραν, Κ. Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 373 18
οικονομικές ανάγκες, η οποία σχεδόν κάλυπτε το φάσμα προστασίας της περιουσίας του αρ. 1 ΠΠΠ. Η τελευταία αυτή θέση, αποτελεί και την κρατούσα σήμερα, με την έννοια της συνταγματικά προστατευόμενης ιδιοκτησίας, να περιλαμβάνει την κυριότητα, τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τις ενοχικές αξιώσεις, εφόσον είναι δικαστικά αναγνωρισμένες 31 και επιδιώκονται βάσιμα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ως μορφή αφαίρεσης της ιδιοκτησίας Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί μια μορφή ολοκληρωτικής στέρησης της ιδιοκτησίας 32, με ταυτόχρονη σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επί του ακινήτου, κατόπιν μονομερούς πράξης 33 της διοίκησης 34. Κρίσιμο σημείο αποτελεί το γεγονός, ότι η προαναφερθείσα σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και ειδικότερα κυριότητας, επέρχεται με πρωτότυπο και όχι με παράγωγο τρόπο. Σύμφωνα δε με την συνταγματική πρόβλεψη του αρ. 17 παρ. 2 Σ, η αναγκαστική απαλλοτρίωση γίνεται προς εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας και κατόπιν καταβολής πλήρους αποζημίωσης στον καθού. Ο θεσμός αυτός στηρίζεται στην αρχή της κοινωνικής λειτουργίας της ιδιοκτησίας, περί υπεροχής δημοσίου συμφέροντος έναντι του ατομικού 35, με τον θεσμό της αποζημίωσης να εμφανίζεται σαν μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ των δύο. 31 Ολ. ΑΠ 40/1998 και Ολ. ΣτΕ 2274/1997 32 Αφορά στην ιδιωτική περιουσία είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων. 33 Η πράξη της διοίκησης είναι ατομική, ενώ αν αφορά σε περισσότερους ιδιοκτήτες ατομική γενικού περιεχομένου. Βλ. Α. Γέροντας, Επιτομή Διοικητικού Δικαίου, 2014, σελ. 367 επ. 34 Αρ. 1 Ν. 2882/2001 35 Α. Γεωργιάδης, Εμπράγματο δίκαιο, 2010, σελ. 458 19
1. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση εν ευρεία και εν στενή έννοια. Η περίπτωση της «εν τοις πράγμασι» ή «de facto» αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Στην ευρεία έννοια της απαλλοτρίωσης περιλαμβάνεται οποιασδήποτε μορφής στέρηση της ιδιοκτησίας, ή ισοδύναμο μέτρο, κατόπιν μονομερούς πράξης της διοίκησης 36. Επομένως, στην ευρεία έννοια υπάγονται και οι δύο ειδικότερες κατηγορίες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ήτοι η αναγκαστική απαλλοτρίωση με την στενή της έννοια, η οποία κατά βάση οριοθετείται ερμηνευτικά από τις συνταγματικές διατάξεις και η de facto απαλλοτρίωση. Από την άλλη, στην στενή έννοια, περιλαμβάνεται η συνταγματική επιταγή του αρ. 17, που απαιτεί εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας και καταβολή πλήρους αποζημίωσης. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη σχέση, διάφορη της διοικητικής σύμβασης, ή της αναγκαστικής πώλησης, καθώς η ιδιοκτησία εν προκειμένω στερείται καθολικά και χωρίς δυνατότητα επέμβασης του καθού, με μονομερή πράξη της διοίκησης, κατ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας 37, η οποία γεννά και την αξίωση προς αποζημίωση 38. Στον αντίποδα, η de facto, ή αλλιώς οιωνεί, ή εν τοις πράγμασι απαλλοτρίωση, δεν οριοθετείται συνταγματικά ή νομοθετικά, αλλά νομολογιακά. Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες δεν έχει προηγηθεί νόμιμη κήρυξη ή συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αλλά επέρχεται η στέρηση της ιδιοκτησίας και μάλιστα με οποιαδήποτε μορφή, πχ. εκλείπει ο οικονομικός προορισμός ενός ακινήτου, αναιρείται η δυνατότητα χρήσης του, αποδυναμώνεται το δικαίωμα κάρπωσης κ.α. 39 Σύμφωνα με την ΑΠ 118/2000, η οποία δίνει έναν αρκετά σαφή ορισμό της εν τοις πράγμασι απαλλοτρίωσης «οποιαδήποτε σοβαρή επέμβαση σε βάρος του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, κατόπιν πράξης της Διοίκησης, άμεσης ή έμμεσης, νόμιμης ή αυθαίρετης, που έχει εμπράγματο χαρακτήρα και οδηγεί στην αποδυνάμωση του δικαιώματος, συνιστά de facto απαλλοτρίωση». 36 Κ. Χρυσόγονος, ο.π. σελ. 386 37 Μ. Γεωργιάδου, ο.π, σελ. 33 38 Α. Γεωργιάδης, ο.π. σελ. 459 39 Κ. Χορομίδης, Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, 2008, σελ. 213 20
2. Περιπτωσιολογία της «εν τοις πράγμασι» ή «de facto» αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Χαρακτηριστική περίπτωση «οιωνεί» απαλλοτρίωσης κατά τον Κ. Χορομίδη 40 αποτελεί η χωρίς διατυπώσεις δέσμευση ακινήτων για την εκτέλεση έργων, που αφορούν σε κατασκευή δημόσιας οδού. Πρόκειται για τα ακίνητα εκέινα, τα οποία ενώ δεν περιλαμβάνονται στο σώμα της πράξης κήρυξης, δεσμεύονται με καθοριστικό τρόπο ως αναγκαία για την εκτέλεση έργων, χωρίς να επιδικαστεί αποζημίωση για αυτά. Άλλο νομολογιακό παράδειγμα από το ΕΔΔΑ, αφορά την κατάληψη εκτάσεων ιδιωτικής περιουσίας από το Δημόσιο, με σκοπό την ανέγερση παραθεριστικών κατοικιών για αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού. Ειδικότερα, στην υπόθεση ΕΔΔΑ 24.6. 1993, Παπαμιχαλόπουλος κατά Ελλάδας, μετά από προσφυγή των ιδιοκτητών των εκτάσεων, κρίθηκε ως de facto απαλλοτρίωση η ως άνω κατάληψη, λόγω μη τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Άξιο αναφοράς είναι, ότι σε περιπτώσεις νόμιμα κηρυχθείσας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, μπορεί να δεσμευτούν παρεμπιπτόντως όμορα ακίνητα, τα οποία επιβαρύνονται με τις δυσμενείς συνέπειες της απαλλοτρίωσης, χωρίς η τελευταία να τα περιλαμβάνει. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση δημιουργίας τεχνητής λίμνης, μπορεί να καταστεί αδύνατη η πρόσβαση σε αγροτικά ακίνητα, αν οι λοιπές δίοδοι είναι αποκλεισμένοι 41. Η ίδια «άτυπη κατάληψη» γειτονικών ακινήτων, μπορεί να προκύψει από την αξιοποίηση νομίμως απαλλοτριωμένου ακινήτου, με σκοπό την διεξαγωγή πολεμικών ασκήσεων, που θέτουν σε κίνδυνο την καλλιέργεια ή την καθ όλα αξιοποίηση τους 42. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, δεν επέρχεται απλή ζημία, η οποία μάλιστα δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί de facto απαλλοτρίωση, αλλά καθολική στέρηση ή αδρανοποίηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Για το λόγο αυτό, σε περιπτώσεις εν τοις πράγμασι απαλλοτρίωσης, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση, όχι βάσει του Κ.Α.Α., εφόσον δεν 40 Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ. 215 41 Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ. 216 42 Α. Γέροντας, Διοικητικό Δίκαιο, 2004, σελ. 361 21
υπάρχει νόμιμη κήρυξη, αλλά βάσει του αρ. 105 ΕισΝΑΚ 43 σε συνδυασμό με το αρ. 17 Σ., για την ολοκληρωμένη προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας 44. Κρίσιμος χρόνος μάλιστα, για τον υπολογισμό της επελθούσας ζημίας είναι αυτός της πρώτης συζήτησης. Σύμφωνα με την ΣτΕ 1139/2010, κρίθηκε μάλιστα ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ για διαφορές που ανέκυψαν από αγωγή του αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ 45 υπάγονται στην αρμοδιότητα του Α Τμήματος, ανεξαρτήτως της κατά το αρ. 6 περ. β π.δ. 361/2001 γενικής αρμοδιότητας του Στ Τμήματος σε θέματα απαλλοτριώσεων 46. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Οι συνταγματικώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιβάλλονται, κατά το αρ. 17 παρ. 2 Σ., ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε η τελευταία να καθίσταται νόμιμη και θεμιτή. Οι προϋποθέσεις αυτές συνίστανται 1. στην εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας και 2. στην καταβολή στον καθού πλήρους αποζημίωσης, η οποία καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο. 43 Βλ. σχετικά Ι. Μαθιουδάκης, Η αστική ευθύνη του κράτους από υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά τα αρ. 105-6 ΕισΝΑΚ, 2006, σελ. 393 44 Ειδικά για τις περιπτώσεις των όμορων ιδιοκτητών, η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται συμπληρωματικά στην αρχή της ισότητας του αρ. 4 Σ και στα αρ. 1004-5 και 1012 επ. ΑΚ, περί αποζημίωσης ιδιοκτήτη όμορου ακινήτου, σε περιπτώσεις υπέρμετρης βλάβης που υπερβαίνει το μέτρο ανοχής. Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ 216. 45 Η ΣτΕ 1139/2010 αφορούσε διαφορά προκύπτουσα από αγωγή, με την οποία αναιρεσίων αιτήθηκε αποζημίωση για ζημιές που υπέστη από πράξεις και παραλείψεις των αρμόδιων για την κήρυξη απαλλοτρίωσης οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα ισχυρίστηκε την «DeFacto» απαλλοτρίωση επιπλέον έκτασης επίσης ανήκουσας στην ιδιοκτησία του χωρίς κήρυξη και τις λοιπές διατυπώσεις του νόμου, για την οποία ζήτησε αντίστοιχη αποζημίωση με τα αρ. 105 και 106 ΕΙσΝΑΚ. 46 Πρβλ ΣτΕ 2413/2009 22
1. Η ύπαρξη «Δημόσιας Ωφέλειας» ως πρώτη προϋπόθεση του αρ. 17 παρ. 2 Σ. και ως δικαιολογητική βάση για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης Σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση, η «δημόσια ωφέλεια» αποτελεί μια αόριστη αξιολογικά έννοια 47, η οποία συνίσταται στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ακολουθώντας τις κοινωνικές επιταγές του Κράτους Δικαίου 48. Αφορά λοιπόν, σε μία ευρύτερη κοινωνικοπολιτική ωφέλεια του συνόλου, που επιτρέπει την θυσία του ατομικού συμφέροντος έναντι του γενικού 49. Μάλιστα, η τελευταία, είναι πιο έντονη από το γενικό συμφέρον, καθώς επιτρέπει στέρηση του δικαιώματος και όχι τον απλό περιορισμό του. Όπως το δημόσιο συμφέρον, έτσι και η δημόσια ωφέλεια, διαφοροποιείται από το συμφέρον του Δημοσίου, ήτοι την εξυπηρέτηση ταμειακών σκοπών με εισπρακτικό χαρακτήρα 50. Επομένως, η έννοια της ωφέλειας μπορεί να επεκταθεί σε διάφορες εκφάνσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, προκειμένου να εξυπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. Βέβαια, εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας μπορεί να επιδιώκεται και σε περιπτώσεις που η απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ κάποιου ιδιώτη, όπως π.χ. η ίδρυση βιομηχανικής ομάδας 51, η οποία συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής ή την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών των κατοίκων της. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να εξετάσει, κατά πόσο εξυπηρετείται ο σκοπός αυτός 52 και στην κρίση των διοικητικών δικαστηρίων να ελέγξουν, τα άκρα όρια της εξέτασης αυτής 53. Εάν τα τελευταία παραβιάζονται, γεννάται υποχρέωση για ανάκληση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, καθώς σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί η ασφάλεια των εννόμων σχέσεων μεταξύ διοίκησης και ιδιώτη, να σταθμιστεί 47 Βλ. σχετικά Ε. Κουτούπα- Ρεγκάκου, Αόριστες τεχνικές έννοιες στο δημόσιο δίκαιο, 1997, σελ. 51 επ. 48 Δ. Κοντογιώργα Θεοχαροπούλου Ε. Κουτούπα Ρεγκάκου, Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου- Ειδικά θέματα διοικητικού δικαίου, 2005, σελ. 354 επ. 49 Ν. Αλιβιζάτος, Η δημόσια ωφέλεια στην αναγκαστική απαλλοτρίωση, ΕΔΔΔ 1993, σελ. 5 50 ΣτΕ 1311/1956 51 ΣτΕ 1449/1979 52 Δ. Φιλλίπου/ Κ. Ροϊλού, Το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, 1998, σελ. 17 53 Α. Γέροντας ο.π. σελ 364 23
υπέρ της ιδιοκτησίας 54. Τέλος, τυχόν μεταγενέστερη απόκλιση από τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, καθιστά την τελευταία αντισυνταγματική. Η δημόσια ωφέλεια πρέπει κατά συνταγματική επιταγή να «καθορίζεται με προσήκοντα τρόπο», πράγμα που σημαίνει, ότι μπορεί να καθορίζεται με τυπικό νόμο ή και κανονιστική διοικητική πράξη κατόπιν εξουσιοδότησης. Το ίδιο το Σύνταγμα μάλιστα, προβλέπει ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις δημόσιας ωφέλειας, οι οποίες αφορούν κυρίως την μέριμνα του κράτους για παροχή κατοικίας σε άστεγους στο αρ. 21 παρ. 4 Σ., στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο αρ. 24 παρ. 1Σ. ή στην επιδίωξη κοινωνικής ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης στο αρ. 106 παρ. 1 Σ. Περιπτώσεις δημόσια ωφέλειας κατά την ελληνική νομολογία αποτελούν και η ίδρυση σωματείων, γυμναστηρίων 55, ή άλλων κτηρίων, με σκοπό την επιδίωξη της πολιτιστικής ανάπτυξης 56, ενώ νομοθετικά έχει χαρακτηριστεί ως δημόσια ωφέλεια, η αποκατάσταση ακτημόνων, αγροτών, προσφύγων, η στέγαση υπηρεσιών κα. Πάντως, ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας πρέπει να είναι ειδικά καθορισμένος, ήτοι να προκύπτει ευθέως και να εξειδικεύεται ρητά στην διοικητική πράξη κήρυξης, καθώς δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί απαλλοτρίωση για μελλοντικό και αβέβαιο σκοπό ή να τελεί υπό κάποια αίρεση σε σχέση με τον τελευταίο. Σε σύνδεση με τα ανωτέρω, η ΣτΕ 4030/2003 έκρινε παράνομη απαλλοτρίωση για κατασκευή οδικού έργου, που τελεί υπό αίρεση τροποποίησης από μεταγενέστερο σχεδιασμό. 2. Η υποχρέωση καταβολής «πλήρους αποζημίωσης» ως δεύτερη προϋπόθεση του αρ. 17 Σ και ως αντιστάθμισμα στην παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας Η δεύτερη προϋπόθεση του αρ. 17 παρ. 2 Σ. αφορά την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Προς διευκρίνηση, ενώ κατά τις αρχές του Αστικού Δικαίου, για την δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να έχει επέλθει κάποια ζημία, από την παράβαση κάποιου κανόνα δικαίου 57, στην προκειμένη 54 ΣτΕ 195/1988 55 ΣτΕ 101/1951 56 Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ. 297 57 Α. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό μέρος, 2000, σελ. 147 επ. 24
προκείμενη περίπτωση, κατ εξαίρεση, η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται σε νόμιμη πράξη. Έτσι, σκοπός της συγκεκριμένης μορφής αποζημίωσης, είναι η αποκατάσταση του περιουσιακού «κενού» 58, που γεννάται από την αφαίρεση της ιδιοκτησίας. Μάλιστα, κατά το ελληνικό Σύνταγμα απαιτείται η καταβολή «πλήρους» αποζημίωσης στον δικαιούχο, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται κάθε είδους περιουσιακή ζημία, ήτοι άμεση ή έμμεση, θετική ή αποθετική 59. Η αυξημένη αυτή εγγύηση περί πλήρους αποζημίωσης ισχύει μόνο στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπου προβλέπεται δίκαιη ή ανάλογη αποζημίωση 60. Ενώ στο παρελθόν προβλεπόταν μόνο χρηματική δυνατότητα αποκατάστασης της ζημίας του ιδιοκτήτη, που θίγεται από την απαλλοτρίωση, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προβλέπεται η και «σε είδος» αποκατάσταση της ζημίας, με την προσθήκη μάλιστα ενδεικτικής απαρίθμησης διάφορων τρόπων καταβολής, όπως η παραχώρηση άλλου ακινήτου, ή δικαιώματος επί άλλου ακινήτου 61. i. O συνταγματικώς προβλεπόμενος «πλήρης» χαρακτήρας της αποζημίωσης Το «πλήρες» της αποζημίωσης είναι μια έννοια, που δημιουργήθηκε και εμπλουτίστηκε νομολογιακά, με την πάροδο του χρόνου, ώστε να ανταποκρίνεται στην περιπτωσιολογία της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής ζωής, τηρώντας τις ασφαλιστικές δικλείδες για την αποκατάσταση του θιγόμενου ιδιοκτήτη. Κατά την παλαιότερη νομολογία 62, η οποία εγκαταλείφθηκε καθώς δεν εξυπηρετούσε τους προαναφερόμενους σκοπούς, επικρατούσε η θεωρία της αντικατάστασης, η οποία κάλυπτε το ποσό εκείνο, που αρκούσε για να αντικαταστήσει την αξία του απαλλοτριωμένου. Η 58 Κ. Χορομίδη, Η έννοια της πλήρους αποζημίωσης προσκυρωμένου τμήματος με πράξη τακτοποίησης ΑρχΝ 1995, 501 59 Α. Γεωργιάδης, ο.π. 60 Α. Γέροντας, ο.π. σελ. 388 61 Π.χ η μεταφορά συντελεστή δόμησης, θεσμός που εισήχθη με τον Ν. 880/1979, που αναφέρεται στην δυνατότητα του θιγόμενου ιδιοκτήτη να μεταφέρει το δικαίωμα δόμησης του σε άλλο ακίνητο. Βλ. περισσότερα σε Μ. Γεωργιάδου, Πολεοδομία- Δόμηση της σειράς «Το Δίκαιο των ακινήτων», 2011, σελ. 725 επ. 62 Βλ. Ολ ΑΠ 714/1978 25
μεταστροφή επήλθε με την Ολ. ΑΠ 1109/1981 63, όπου έγινε λόγος για αποζημίωση, που καλύπτει την «πραγματική αξία» του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της, θέση που υιοθετήθηκε και στην γραμματική διατύπωση του αρ. 17 Σ. Προτού ακολουθήσει η νομολογιακή αντιμετώπιση και περιπτωσιολογία του «πλήρους» χαρακτήρα της αποζημίωσης, κρίσιμο είναι να διευκρινιστεί ότι η αποκατάσταση ανταποκρίνεται στην αντικειμενική ζημία του θιγόμενου ιδιοκτήτη και όχι στην υποκειμενική (π.χ. προκύπτουσα από συναισθηματικούς δεσμούς). Όπως έχει διατυπώσει και ο Κ. Χορομίδης, στο περιεχόμενο της αποζημίωσης πρέπει να περιλαμβάνεται η εμπράγματη αξία του ακινήτου, κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της τελευταίας 64, αλλά και «κάθε άλλη ζημία», που υπέστη ο ιδιοκτήτης του ακινήτου 65 και που συνδέεται αιτιωδώς με την στέρηση του δικαιώματός του. Έτσι λοιπόν, στον διευρυμένο χαρακτήρα της αποζημίωσης περιλαμβάνονται τυχόν συστατικά ή παραρτήματα εντός του απαλλοτριωμένου ακινήτου 66, τα οποία μάλιστα συναπαλλοτριώνονται αυτοδίκαια, χωρίς ειδική κήρυξη 67. Στην έννοια των συστατικών περιλαμβάνονται κτίσματα, μόνιμες κατασκευές, καλλιέργειες κ.α. όπως ορίζεται στο αρ. 953 ΑΚ. Οι δεσμοί με το ακίνητο δε, πρέπει να είναι σταθεροί, καθώς δεν θεωρούνται ως συστατικά κατασκευές που μπορούν να αποχωριστούν από το ακίνητο χωρίς βλάβη του τελευταίου 68. Για την πληρέστερη εξασφάλιση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, στην έννοια του συστατικού περιλαμβάνονται ακόμα και αυθαίρετα κτίσματα 69, των οποίων η κατάσταση έχει διαιωνιστεί επί μακρό χρόνο, με αποτέλεσμα να γεννάται η πεποίθηση στον ιδιοκτήτη τους ότι δεν θα επέλθει μεταβολή στην νομική κατάσταση του ακινήτου του. Μέρος της αποζημίωσης αποτελούν και οι επωφελείς δαπάνες, στις οποίες προέβη ο ιδιοκτήτης, πριν από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η αξία του ακινήτου του. Στην ΑΠ 149/1992 κρίθηκε 63 Κ. Χορομίδης, Η Αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2008, σελ. 649 64 Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης ακινήτου που περιέχει διαιρετούς χώρους ιδιοκτησίας περισσότερων ατόμων, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά συνιδιοκτησίας των τελευταίων στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη. 65 ΣτΕ 4452/2010 66 ΑΠ 960/2000 67 Αρ. 4 Ν. 2882/2001 68 Βλ. Εφ Θες. 421/1999, Αρμ. 1999 σελ. 757 για απαρίθμηση συστατικών. 69 Κ. Χορομίδης, ο.π. σελ 683, Βλ ενδ. ΜΠρΧαλκίδας 618/1978 26
μάλιστα, ότι αποτελεί επωφελή δαπάνη η αμοιβή μηχανικού για την εκπόνηση σχεδίου οικοδομής. Κατ εξαίρεση, η αποζημίωση μπορεί να καλύπτει και επωφελείς δαπάνες μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, αλλά πάντως πριν τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, αν έγιναν από καλόπιστο ιδιοκτήτη, που αγνοούσε την κήρυξη 70. Τα διαφυγόντα κέρδη και οι λοιπές δαπάνες που συντελέστηκαν μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, όπως πχ. έξοδα συμβολαιογράφου, αμοιβή κτηματομεσίτη, δαπάνες για κλείσιμο επιχείρησης 71 κ.α., δεν περιλαμβάνονται στον πλήρη χαρακτήρα της αποζημίωσης, καθώς δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα με την αξία του ακινήτου, αλλά αποτελούν φυσικά επακόλουθα της απαλλοτρίωσης. Εξαίρεση στον τελευταίο κανόνα αποτελεί η Ολ. ΑΠ 8/1999, όπου κρίθηκε, ότι στο «πλήρες» της αποζημίωσης, περιλαμβάνονται και τα «έξοδα μεταφοράς και επανεγκατάστασης» του ιδιοκτήτη, παρόλο που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα με την αξία του ακινήτου, έχουν ως μόνη γενεσιουργό αιτία, την κήρυξη της απαλλοτρίωσης. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η άυλη οικονομική αξία επιχείρησης επί απαλλοτριωθέντος ακινήτου να συμπεριληφθεί στην αποζημίωση, καθώς δεν αποτελεί πληγέν περιουσιακό στοιχείο 72. Ωστόσο, προς επίτευξη της κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένης πλήρους αποζημίωσης, ζήτημα γεννάται όταν κατά τον υπολογισμό της τελευταίας προκύπτει κάποιου είδους μεταβολή στην αξία του ακινήτου. Κατ αρχήν και σύμφωνα με το αρ. 17 παρ. 3 Σ, μεταβολή της αξίας μετά την δημοσίευση της πράξης κήρυξης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Λαμβάνεται όμως υπόψη τυχόν ανατίμηση, που μπορεί να έχει συντελεστεί μετά την δημοσίευση πράξης κήρυξης και μέχρι την πρώτη συζήτηση προσδιορισμού. Έτσι, αν αυξηθεί η αξία του ακινήτου, η αύξηση αυτή μπορεί να αποτυπωθεί στο περιεχόμενο της αποζημίωσης μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη. Εξαίρεση, στον ανωτέρω κανόνα μεταβολής αξίας ακινήτου, αποτελούν οι περιπτώσεις αύξησης αξίας λόγω θεσμοθέτησης ζωνών αστικής ανάπλασης ή μελλοντικής πολεοδόμησης 70 ΑΠ 1284/1990 71 ΑΠ 588/2005 72 Ολ. ΑΠ 9/2006 27
σύμφωνα με το αρ. 13 παρ. 2 Κ.Α.Α. μετά την τροποποίηση του από το αρ. 128 παρ. 1 του Ν. 4070/2012 73. Τέλος, κριτήρια για τον υπολογισμό της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο προσδιορισμού 74 της αποζημίωσης αποτελούν τίτλοι μεταβίβασης ομοειδών ακινήτων τον ίδιο χρόνο, ενώ υπολογίζεται και η «πρόσοδος» του τελευταίου. Έτσι, η αξία αυξομειώνεται, ανάλογα με το αν το ακίνητο είναι αγροτικό, γόνιμο, άγονο, ποτιστικό, αστικό, εντός ή εκτός πόλης, ενώ λαμβάνονται υπόψη ο συντελεστής εμπορικότητας, οι όροι δόμησης κ.α 75. Σχετικά με την έννοια της προσόδου, η τελευταία αποτελεί την ωφέλεια που προέρχεται, τόσο από την φύση του ακινήτου, όσο και από την δυνατότητα εκμετάλλευσής του, εξαιτίας της θέσης του και λαμβάνοντας υπόψη τον προορισμό του 76. ii. Ο θεσμός της «ιδιαίτερης αποζημίωσης» ή «αυτοαποζημίωσης» και η νομολογιακή αντιμετώπισή του στον χρόνο Στον διευρυμένο χαρακτήρα της αποζημίωσης περιλαμβάνεται και θεσμός της ιδιαίτερης αποζημίωσης, ο οποίος αφορά ειδικά τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες από την απαλλοτρίωση, μειώνεται ή αχρηστεύεται η αξία του εναπομένοντος της απαλλοτρίωσης τμήματος 77. Ήδη στο άρ. 13 παρ. 4 Κ.Α.Α. μετά την τροποποίηση του Ν. 4070/2012, προστέθηκε η λέξη «άχρηστο» στο προϊσχύσαν «εναπομένον τμήμα», ώστε να σημειωθεί ακριβώς η επιδείνωση της οικονομικής ή εμπορικής εκμετάλλευσης του τελευταίου. Ειδικότερα, η απαλλοτρίωση μπορεί να καταλαμβάνει μονάχα ένα μέρος ενός ακινήτου, όντας μερική από πλευράς έκτασης ιδιοκτησίας καθώς από άποψη ποιοτική, η απαλλοτρίωση αποτελεί καθολική στέρηση του 73 Η ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης αφορά στις εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του τροποποιητικού νόμου απαλλοτριώσεις, ώστε να «αποκαθίσταται η ισότητα και η δικαιοσύνη στην μεταχείριση των ιδιωτών και του Δημοσίου και να καθίσταται ευχερέστερη η υλοποίηση αστικών αναπλάσεων» Βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4070/2012 74 Ειδικά για τον προσδιορισμό αξίας ακινήτων, στα οποία βρέθηκαν αρχαία, εφαρμογή έχουν τα αρ. 17, 24 παρ. 1 εδ. α και 6, 112 παρ. 1 Σ και αρ. 50 ΚΝ. 5351/1932 περί αρχαιοτήτων. 75 ΑΠ 300/2009 ΕλλΔνη 2010, σελ. 399 76 Μ. Γεωργιάδου, Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, 2012, σελ. 149 77 ΑΠ 1227/2003 28
δικαιώματος - 78. Σε αυτή την περίπτωση δύο είναι τα τινά. Αφενός, μπορεί η απαλλοτρίωση να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ακινήτου, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο τμήμα να υποστεί αχρήστευση ή μείωση της αξίας του. Εν προκειμένω, ο ιδιοκτήτης μπορεί να αξιώσει ιδιαίτερη αποζημίωση με ξεχωριστή αίτηση στην Επιτροπή του αρ. 15 Κ.Α.Α 79., πέρα από το απαλλοτριωθέν τμήμα και για το «άχρηστο εναπομένον» 80, σε εναρμόνιση με τις επιταγές του ΕΔΔΑ 81 περί πλήρους προστασίας της περιουσίας. Αφετέρου, μπορεί η απαλλοτρίωση να καταλαμβάνει ένα μικρότερο τμήμα του ακινήτου, το οποίο σε περίπτωση π.χ. διάνοιξης οδικού δικτύου, να αυξάνει την οικονομική ή εμπορική αξία εναπομένοντος τμήματος. Σχετικά με την παραπάνω περίπτωση, ο Ν. 653/1977 είχε εισάγει το σύστημα της «αυτοαποζημίωσης» ή αλλιώς το «τεκμήριο του παρόδιου ιδιοκτήτη» στο αρ. 1 παρ. 3. Έτσι, όταν κηρύσσονταν απαλλοτρίωση για την κατασκευή ή διάνοιξη εθνικών, δημοτικών κ.α. οδών, οι ιδιοκτήτες των τμημάτων που έμεναν αναπαλλοτρίωτα και που είχαν πρόσωπο στις νέες αυτές οδούς, βαρύνονταν με το αμάχητο τεκμήριο ότι αντλούν οικονομικό όφελος 82. Επομένως, όχι μόνο δεν αποζημιώνονταν για το εναπομένον τμήμα αλλά είχαν και υποχρέωση συμμετοχής στην αποζημίωση. Η θέση αυτή κρίθηκε αντίθετη με την διάταξη του αρ. 17 παρ. 2 Σ. περί «πλήρους αποζημίωσης» καθώς και με το αρ. 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, καθώς δεν άφηνε περιθώρια πραγματικής εκτίμησης τόσο της ωφέλειας όσο και της ενδεχόμενης ζημίας του απομένοντος τμήματος. Οι δε διαφορές, που προέκυπταν από την αμφισβήτηση του τεκμηρίου, ανήκαν στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς η κρατούσα στην τότε νομολογία θέση, υποστήριζε, ότι τα ζητήματα αυτά είναι ανεξάρτητα από την αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης. Η ανωτέρω ρύθμιση τροποποιήθηκε με το ισχύον αρ. 33 παρ. 4 του Ν. 2971/2001 και η ωφέλεια πλέον δεν τεκμαίρεται αμάχητα, 78 Ε. Τσουκαλάς, Το δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, 2000, σελ. 2010 79 Πρβλ ΣτΕ 12/2010 κατά την οποία, η αποζημίωση για το εναπομένον άχρηστο τμήμα, μπορεί να ζητηθεί με βάση το 105 ΕισΝΑΚ, καθώς το εκτός απαλλοτρίωσης τμήμα δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στον πλήρη χαρακτήρα της αποζημίωσης, από την στιγμή που παραμένει στην ιδιοκτησία του καθού η απαλλοτρίωση. 80 Στο παρελθόν δεν γινόταν δεκτή η ιδιαίτερη αποζημίωση απομένοντος τμήματος ως ανεξάρτητη από τα πλαίσια της απαλλοτρίωσης, καθώς γινόταν δεκτό ότι το εναπομένον τμήμα μειώνει την αξία του ήδη απαλλοτριωθέντος. Βλ. Ολ ΑΠ 619/1983 81 ΕΔΔΑ υποθ. 15.11.1996 Κατηκαρίδης κ.λπ. κατά Ελλάδας 82 ΑΠ 672/1989 29