Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρήσιμη θα ήταν, πριν ασχοληθούμε με την αγροπεριβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε., μια συνοπτική αναφορά στις πιέσεις που ασκούνται επί του περιβάλλοντος από τις γεωργικές δραστηριότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η χρησιμότητά της έγκειται στο ότι θα προσπαθήσει να καταδείξει την ποικιλία των προβλημάτων που δικαιολογούν τη δομή των αγροπεριβαλλοντικών προγραμμάτων και μέτρων από την έναρξή ισχύος τους ως σήμερα. Αν επιχειρήσει κάποιος να ομαδοποιήσει τις πιέσεις που δέχεται το περιβάλλον οφείλει να χρησιμοποιήσει διάφορα κριτήρια ή ομάδες κριτηρίων. Μία ομαδοποίηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί είναι αυτή που αφορά σε χρήσεις γης και γεωργικές πρακτικές (βλ. Πίνακα 1). Στην κατηγορία των αλλαγών χρήσεων γης θα μπορούσαν να καταταγούν η μετατροπή βοσκοτόπων σε καλλιεργούμενη γη καθώς και η καλλιέργεια, αλλά και άλλες πιέσεις, για αλλαγή χρήσεων στους υγροτόπους, με αποτέλεσμα την απώλεια βιοποικιλότητας και μάλιστα πολύτιμων οικοσυστημάτων. Δεν είναι ιδιαιτερότητα κάποιων χωρών παρόμοιες πιέσεις αφού παρατηρούνται σε περιοχές τόσο στη Βόρεια και Β.Δ. Ευρώπη όσο και στις χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης. Η απειλή της εξάπλωσης των δασών είναι εντοπισμένη κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη. Μια απειλή μάλλον λόγω παράλειψης, αφού οφείλεται στην εγκατάλειψη καλλιεργούμενων εκτάσεων ή/και βοσκοτόπων. Αν προχωρήσουμε στην εξέταση των γεωργικών πρακτικών, θα ήταν πολύ χρήσιμη η εισαγωγή της έννοιας της «εντατικότητας» των γεωργικών παραγωγικών συστημάτων. Με κριτήριο την ένταση στη χρήση των φυσικών πόρων και των εισροών θα μπορούσε να τυποποιηθεί ως ένα συνεχές, του οποίου το ένα άκρο καταλαμβάνουν πολύ εντατικά παραγωγικά συστήματα, όπως οι μεγάλης κλίμακας κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, αποσυνδεδεμένες πια από το έδαφος (hors sols) καθώς και θερμοκήπια λαχανικών και ανθέων. Στο άλλο άκρο του συνεχούς βρίσκονται τα εκτατικά συστήματα, ιδιαίτερα χαμηλής έντασης.
Δηλαδή συστήματα όπως η αγελαδοτροφία και η αιγοτροφία ελεύθερης βοσκής ή οι μη αρδευόμενοι ελαιώνες. Η ύπαρξη και μόνο ενός εντατικού ή η μετακίνηση ενός παραγωγικού συστήματος προς την εντατική πλευρά του συνεχούς, συνδέεται, συνηθέστατα με πιέσεις προς το περιβάλλον. Μια μορφή της εντατικοποίησης όπως η εξειδίκευση στη φυτική παραγωγή, η τάση προς μείωση των αμειψισπορών, προς μικρότερη ποικιλία στα καλλιεργούμενα είδη και ποικιλίες με ακραία κατάληξη τη μονοκαλλιέργεια υπονομεύει τη γενετική βιοποικιλότητα, επιτείνει την απώλεια ενδιαιτημάτων, όπως π.χ. η περίπτωση των σιτηρών για συγκεκριμένα είδη πουλιών (E.O.E., 2004). Δευτερογενώς, η μειούμενη ποικιλία καλλιεργούμενων ειδών και η μείωση των αμειψισπορών δημιουργεί αυξημένες ανάγκες φυτοπροστασίας με πιθανές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των εντατικών συστημάτων, οι αυξημένες εισροές, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, επηρεάζουν αρνητικά τόσο την ποιότητα των υδάτων όσο και τη βιοποικιλότητα, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν χρησιμοποιούνται σε ποσότητες πολλαπλάσιες αυτών που δικαιολογούνται από τις ανάγκες των καλλιέργειών. Πέραν όμως της έκπλυσης ρυπαντών στα υπόγεια ύδατα, συχνή είναι και η απευθείας ρύπανση με νιτρικά, φώσφορο αλλά και φυτοφάρμακα των επιφανειακών υδροφορέων μέσω επιφανειακής απορροής. Η συνδρομή φυσικών χαρακτηριστικών όπως ο τύπος του εδάφους, οι εδαφικές κλίσεις και οι καταρρακτώδεις βροχές αλλά και παραγόντων όπως οι πρακτικές διαχείρισης του εδάφους και οι μέθοδοι άρδευσης προκαλεί την επιφανειακή απορροή. Δεν είναι σπάνια η εμφάνιση ευτροφισμού τόσο σε εσωτερικά όσο και σε θαλάσσια ύδατα, φαινόμενο στο οποίο πολλές φορές η συμμετοχή της γεωργίας είναι σημαντική. Σε παραγωγικά συστήματα και περιοχές όπου η άρδευση είναι απαραίτητη, όπως η περίπτωση της Ελλάδας και των υπόλοιπων νότιων χωρών της Ευρώπης, η εξάπλωση των αρδευόμενων καλλιεργειών και η αύξηση της ζήτησης του νερού για άρδευση οδήγησε σε εξάντληση των επιφανειακών υδάτων, με υποβάθμιση πολλές φορές πολύτιμων υγροτόπων αλλά και υπεράντληση των
υπογείων υδάτων, ταπείνωση του υδροφόρου ορίζοντα και υφαλμύρωση κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές. Ένας επιπλέον ρυπαντής προερχόμενος από εντατικά παραγωγικά συστήματα, κυρίως στις βόρειες χώρες, είναι τα πτητικά συστατικά όπως η αμμωνία, που απελευθερώνονται από την κοπριά, υγρή και στερεή, αλλά και τα λιπάσματα. Αυτά διασκορπίζονται μέσω του ανέμου επιτείνοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά και όταν επικάθονται στο έδαφος, προκαλούν υποβάθμιση των εδαφικών οικοσυστημάτων. Η μείωση των αμειψισπορών και της αγρανάπαυσης, η συνεχής καλλιέργεια με περιορισμένη ποικιλία ειδών, οι επεμβάσεις με φυτοφάρμακα και οι ακολουθούμενες πρακτικές διαχείρισης του εδάφους, σε συνδυασμό μάλιστα με τη χρήση επιβαρυμένων με ρυπαντές αρδευτικών νερών προκαλούν σε αρκετές περιπτώσεις υποβάθμιση της ποιότητας των εδαφών στα εντατικά παραγωγικά συστήματα που εκφράζεται με τη μείωση της γονιμότητας σε οριακά, κάποιες φορές, σημεία. Τέλος, η εξειδίκευση όπως αναφέρθηκε πριν, δηλαδή ο περιορισμός των καλλιεργούμενων ειδών, η μείωση των αμειψισπορών και της αγρανάπαυσης, προκαλεί και μεταβολές στο τοπίο μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ποικιλομορφία, την οικολογική και αισθητική αξία του. Πέραν αυτού στα εντατικά παραγωγικά συστήματα δύσκολα διατηρούνται φυτοφράκτες, ανεμοφράκτες, συστάδες ή μεμονωμένα δένδρα ή θάμνοι, ακαλλιέργητα περιθώρια ή νησίδες, με άλλα λόγια γραμμικά ή σημειακά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το παραδοσιακό αγροτικό τοπίο. Αν μετακινηθούμε προς το άλλο άκρο του συνεχούς εντατικών εκτατικών συστημάτων, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε ότι δεν είναι μόνο η εντατικοποίηση που προκαλεί προβλήματα στο περιβάλλον. Η εγκατάλειψη με την έννοια της παύσης των γεωργικών δραστηριοτήτων αποτελεί απειλή για πολλά γεωργικά οικοσυστήματα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ορνιθοπανίδας (E.O.E., 2004). Έτσι έχει παρατηρηθεί μείωση των ειδών της ορνιθοπανίδας που απαντώνται σε γεωργικά οικοσυστήματα ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης περιθωριακών εκτάσεων και της παύσης των παραδοσιακών
πρακτικών διαχείρισης που εφαρμόζονταν σε αυτές όπως αυτή της καλλιέργειας συγκεκριμένων ειδών στη Γερμανία. Η εγκατάλειψη, σε άλλα γεωργικά οικοσυστήματα, έχει το ίδιο αποτέλεσμα, μείωση δηλαδή ειδών που απαντώνται, λόγω της εισβολής ανεπιθύμητων ειδών είτε με τη μορφή ετήσιων ζιζανίων είτε και δένδρων όπως κωνοφόρα, σε οικοσυστήματα της Βρετανίας και της Γαλλίας. Το πρόβλημα είναι εντονότερο σε περιοχές όπου η εγκατάλειψη αφορά σε κτηνοτροφικά συστήματα εκτατικής εκτροφής. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που περιοχές χρησιμοποιούμενες για βόσκηση αποτελούν μέρος του δικτύου Φύση 2000 και προστατεύεται η συγκεκριμένη χρήση γης ως επωφελής για το προστατευτέο είδος. Στην περίπτωση της Αγγλίας έχει παρατηρηθεί ότι η μείωση των ειδών πτηνών που χρησιμοποιούν γεωργικά ενδιαιτήματα είναι εντονότερη σε σχέση με άλλα είδη πτηνών που απαντώνται σε βιότοπους όπου η γεωργική δραστηριότητα δεν είναι καθοριστική (Dimopoulos et al., 2006). Η βόσκηση των ζώων και οι διαχειριστικές πρακτικές που σχετίζονται με αυτήν είναι επίσης ένα ενδιαφέρον θέμα τόσο γιατί αποτελεί σημαντική πίεση προς το περιβάλλον όσο και γιατί αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της σχέσης γεωργικών δραστηριοτήτων και περιβάλλοντος. Εξετάζοντας το πρόβλημα της υπερβόσκησης, η ίδια πίεση, ήτοι ο αυξημένος υπερβολικά αριθμός ζώων που βόσκουν ανά μονάδα επιφάνειας, έχει διαφορετική επίπτωση, η οποία εξαρτάται από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος στο οποίο ασκείται. Σε πεδινούς, επίπεδους βοσκότοπους και λειβάδια, συνηθισμένους στη βόρεια, δυτική και σε μέρος της κεντρικής Ευρώπης η υπερβολική πυκνότητα βόσκησης συντείνει βέβαια στη μείωση της βιοποικιλότητας αλλά κυρίως ευθύνεται για την διήθηση νιτρικών αλάτων από τα ζωικά απόβλητα στους υπόγειους υδροφορείς. Στο ορεινό ανάγλυφο της νότιας αλλά και μέρους της κεντρικής Ευρώπης αν και η απώλεια βιοποικιλότητας είναι ένα σημαντικό ζήτημα, η κυριότερη απειλή που δημιουργείται από την υπερβόσκηση είναι η εδαφική διάβρωση. Ένας άλλος παράγοντας που επιτείνει το περιβαλλοντικό πρόβλημα της υπερβολικής βόσκησης είναι το νομικό καθεστώς των βοσκοτόπων αφού πολλές φορές η κατοχή, νομή και χρήση τους διέπεται από ειδικούς κανόνες. Μάλιστα το
ίδιο πρόβλημα μοιράζονται χώρες και περιοχές όπως η Αγγλία, όπου η υπερβόσκηση θεωρείται υπεύθυνη για την επιδείνωση της κατάστασης, ως προς τη βιοιποικιλότητα και την ποιότητα του ύδατος, στο 1/3 περίπου των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Φύση 2000 με το πρόβλημα να εντοπίζεται στις κοινόχρηστες εκτάσεις (commons). Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στην Ελλάδα όπου το 70% των βοσκοτόπων είναι κοινοτικοί ή κοινόχρηστοι ενώ πάνω από το 35% της έκτασης της χώρας είναι υπό την απειλή της εδαφικής διάβρωσης. Μια παρόμοια προσέγγιση, δηλαδή εξέτασης των διαφορετικών επιπτώσεων της ίδιας πρακτικής σε διαφορετικά αγροοικοσυστήματα, θα μπορούσε να επιχειρηθεί για τους βοσκότοπους που η βοσκοφόρτωση είναι μικρότερη από τη βέλτιστη ή και εγκαταλείπονται. Η υποβόσκηση σε κάποιες περιοχές, όπως π.χ. στην Τσεχία, προκαλεί τη μείωση της βιοποικιλότητας φυτικών ειδών ενώ στο νότο της Ευρώπης, όπως στην Ελλάδα, όταν αφήνεται να αυξηθεί υπερβολικά η βιομάζα, σε συνδυασμό με τη θερινή ξηρασία δημιουργείται ένα ευνοϊκό υπόστρωμα για πυρκαγιές με όλες τις επιπτώσεις εξ αιτίας αυτών όπως διάβρωση, απώλεια ειδών αλλά καταστροφή ενδιαιτημάτων και οικοσυστημάτων. Οι πιέσεις οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ακόμα περισσότερο σημαντικές όταν ασκούνται σε γεωργικά οικοσυστήματα στα οποία απαντώνται πολλά σημαντικά φυτικά είδη και ποικιλίες, αποτελούν ενδιαιτήματα για πολλά είδη πανίδας ή αποτελούν μέρος τοπίων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ιστορικής η πολιτιστικής αξίας. Αυτά τα γεωργικά οικοσυστήματα, σε πολλές περιπτώσεις δεν καλύπτονται από τα μέτρα για την προστασία της βιοποικιλότητας, αλλά δεν παύουν να είναι σημαντικά για τη φύση, το τοπίο ή και τον πολιτισμό. Τέλος, καινοφανείς απειλές για τη βιοποικιλότητα θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυτές που πιθανό να δημιουργηθούν από την εκτεταμένη καλλιέργεια μη δοκιμασμένων, ως προς τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, ενεργειακών φυτών αλλά και γενετικά τροποποιημένων ειδών.
Πίνακας Σφάλμα! Δεν υπάρχει κείμενο καθορισμένου στυλ στο έγγραφο.-1 Χρήσεις γης- διαχειριστικές πρακτικές που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον Φυσικοί πόροι Ζήτημα Νερό Ποιότητα (ρύπανση) νερού Χρήση - Διαχειριστική Πρακτική - Πίεση Υπερβολική χρήση λιπασμάτων - Απορροή περίσσειας αζώτου και φωσφόρου στα επιφανειακά νερά. - Ευτροφισμός επιφανειακών γλυκών και θαλασσίων υδάτων Υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων Ποσότητα νερού (εξάντληση, υφαλμύρωση) Υπεράντληση (κυρίως σε παραθαλάσσιες περιοχές) Ζήτηση για αρδευτικό νερό - Ταπείνωση υδροφόρου ορίζοντα Αέρας Εφαρμογή κοπριάς και λιπασμάτων που εκλύουν αμμωνία. Άμεση μέσω χρήσης καυσίμων και έμμεση μέσω χρήσης ενεργοβόρων εισροών επιβάρυνση με αέρια θερμοκηπίου. Έδαφος Διάβρωση Υπερβόσκηση Υποβόσκηση (Κίνδυνος πυρκαγιάς) Γονιμότητα Υποβάθμιση εδαφικών οικοσυστημάτων Υποβόσκηση (Κίνδυνος πυρκαγιάς) Αλάτωση εδαφών Υπεράντληση σε παράκτιες περιοχές Χρήση στραγγιστικών υδάτων Μη επαρκής στράγγιση
Πίνακας Σφάλμα! Δεν υπάρχει κείμενο καθορισμένου στυλ στο έγγραφο.-2 Χρήσεις γης- διαχειριστικές πρακτικές που ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον (συνέχεια) Ζήτημα Χρήση - Διαχειριστική Πρακτική - Πίεση Βιοποικιλότητα Γενετική Εξειδίκευση της παραγωγής Εγκατάλειψη παραδοσιακών ποικιλιών και φυλών Ειδών Υπερβολική χρήση βιοκτόνων Εγκατάλειψη περιθωριακών γαιών Εγκατάλειψη με αποτέλεσμα την διείσδυση ζιζανίων ετήσιας και πολυετούς ανεπιθύμητης βλάστησης. Υπερβόσκηση Υποβόσκηση Ξενικά είδη, ενεργειακά φυτά, ΓΤΟ Οικοσυστημάτων Επέκταση καλλιέργειας σε υγροτόπους Μετατροπή λειμώνων και βοσκοτόπων σε καλλιεργούμενη γη. Εγκατάλειψη οριακών γαιών Εγκατάλειψη παραδοσιακών ποικιλιών Επέκταση καλλιεργούμενης γεωργικής γης σε βιοτόπους Τοπίο Γραμμικά στοιχεία Καταστροφή φρακτών, φυτοφρακτών. Εγκατάλειψη, καταστροφή αναβαθμίδων Καταστροφή βλάστησης στα περιθώρια των αγροτεμαχίων Πηγή: (Dimopoulos et al, 2006)