Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52



Σχετικά έγγραφα
Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1722/2010

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-226

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-91

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-50

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-214

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-85

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΚΟ ΟΣΙΑ

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-181


ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-300

Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Άρειος Πάγος: 1486/1995 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 4 (1996) σελ. 415, Ε.Ε..56/97, σ.325,.ε.ν. 52/96, σ. 238

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-66

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Άρθρο 4 Φορείς πιστοποίησης Άρθρο 5 Προσφυγή στη διαµεσολάβηση Άρθρο 6 Διαδικασία

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Φορολογικό 3-7 [ 2 ]

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-178

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Εργατικό Ατύχημα και αποζημίωση

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Πηγή: ΕΕΔ Τόμος 73/2014, Σελ. 460

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-175

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-158

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αµοιβή εργασίας - Επίσχεση εργασίας για καθυστέρηση καταβολής δεδουλευµένων αποδοχών ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1502 Έτος: 2010 - Επίσχεση εργασίας. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Καταγγελία σύµβασης εργασίας. Καταβολή αποζηµίωσης. - Κατά το άρθρο 648 του ΑΚ ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόµενο τις συµφωνηµένες αποδοχές του, µετά την παροχή της εργασίας που συµφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συµβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συµφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύµφωνα δε µε τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρµόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζοµένου στα πλαίσια της εργασιακής συµβάσεως, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο µισθωτής έχει ληξιπρόθεσµη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική µε την παροχή της εργασίας του (κατ' εξοχήν για την καταβολή του µισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωµα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόµενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήµερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερηµερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούµενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόµενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Όµως, το δικαίωµα επισχέσεως της µέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζοµένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωµα, υπόκειται στους περιορισµούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονοµικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. ιαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνοµη και δεν παράγει το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήµερο τον εργοδότη. - Από τα άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στο µισθωτό η νόµιµη αποζηµίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως από το λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόµενες στο νόµο περιπτώσεις (υποβολή µηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανωτέρα βία). Εποµένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζηµίωση αυτή και όταν κατάγγειλε τη σύµβαση εργασίας για κάθε άλλη, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, υπαίτια µη εκπλήρωση των από τη σύµβαση εργασίας υποχρεώσεων του µισθωτού. ΑΚ: 281, 325, 329, 353, 648, 656, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 1, Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 1, 5, ηµοσίευση: INLAW 2010

Αµοιβή εργασίας - Παραίτηση ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1554 Έτος: 2011 - Παραίτηση εργαζοµένου από τα κατά νόµο ελάχιστα όρια των αποδοχών. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του Αστικού Κώδικα, 8 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, 8 παρ. 4 του Ν 4020/1920 και 8 παρ. 4 του Ν 4020/1959 εφόσον ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζοµένου από το δικαίωµα να λάβει τα κατά νόµο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώµατά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δηµόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωµά του για την καταβολή της νόµιµης αµοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόµη γεννηθεί. - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολ προκύπτει ότι η παραβίαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως µόνον αν αυτά αφορούν την ερµηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγµατικών περιστατικών, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιµοποιεί εσφαλµένα ή παραλείπει εσφαλµένα να χρησιµοποιήσει διδάγµατα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγµατικά περιστατικά της διαφοράς όχι δε και όταν χρησιµεύουν για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της υπάρξεως πραγµατικών περιστατικών ή της αξιοπιστίας των µαρτύρων που εξετάσθηκαν γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίµηση πραγµάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη και εποµένως ο λόγος αναιρέσεως µε τέτοιο περιεχόµενο είναι, σύµφωνα µε το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, απαράδεκτος. - "Πράγµατα", κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολ, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και των οποίων η µη λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο, καίτοι προτάθηκαν νοµίµως, συνεπάγεται κατά τη διάταξη αυτή την αναίρεση της απόφασης, θεωρούνται οι ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεµελίωση ή κατάργηση δικαιώµατος, δικονοµικού ή ουσιαστικού, όχι δε και οι αρνητικοί ισχυρισµοί της αγωγής ή της ένστασης, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων ή αναφέρονται στην αξιοπιστία και την αξιολόγηση των αποδεικτικών µέσων. Επίσης, ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν το Εφετείο έλαβε υπόψη τον επικαλούµενο ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε τρόπο τυπικό ή ουσιαστικό. - Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 349 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση συνεκτιµά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν νόµιµα οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισµών τους. Και έχει µεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, ν' αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όµως και να κάµει ειδική µνεία καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι για άµεση ή έµµεση απόδειξη. Αν όµως από το όλο περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι ως προς το σχηµατισµό της δικανικής πεποιθήσεως του δικαστηρίου επί ενός ουσιώδους ζητήµατος δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα, που µε επίκληση προσκοµίσθηκαν, τότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολ. [4]

- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία. εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόµο δε αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. ΑΚ: 3, 174, 679, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 8, ΑΝ: 539/1945, άρθ. 1, Ν : 4020/1959, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αρχή της ίσης µεταχείρισης - Οικειοθελείς παροχές ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 793 Έτος: 2011 - Αρχή ίσης µεταχείρισης. ΟΤΕ. Αρµοδιότητα πολυµελών Πρωτοδικείων. Προβολή αυτοτελών ισχυρισµών στη διαδικασία εργατικών διαφορών. Προβολή νέων πραγµατικών ισχυρισµών στην κατ' έφεση δίκη. - Από τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ, 22 παρ.1 εδ.β' του Συντάγµατος και 119 της ΣυνθΕΟΚ, απορρέει η αρχή της ίσης µεταχείρισης των εργαζοµένων, σύµφωνα µε την οποία ο εργοδότης, αν προβεί σε εκούσια παροχή προς ορισµένους µισθωτούς, δεν µπορεί να εξαιρέσει από αυτήν άλλους, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και εκτελούν την ίδια εργασία, κάτω από όµοιες συνθήκες, εκτός αν η εξαίρεση επιβάλλεται από την καλή πίστη στη συγκεκριµένη περίπτωση και, συνεπώς, είναι εύλογη και κατ' αντικειµενική κρίση δίκαιη. Η αρχή της ίσης µεταχείρισης, όµως, έχει εφαρµογή µόνον επί οικειοθελών παροχών του εργοδότη και όχι επί παροχών που γίνονται σε εκπλήρωση νοµικής υποχρέωσης, οπότε η ανισότητα ελέγχεται µε βάση το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγµατος, σε συνδυασµό προς το άρθρο 22 παρ.1 εδ.β' αυτού. - Mε την από 14-3-1985 Ειδική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (ΕΣΣΕ), που καταρτίστηκε µεταξύ της ΟΤΕ-ΑΕ, ως εργοδότη και της ΟΜΕ-ΟΤΕ, ως συνδικαλιστικού φορέα των εργαζοµένων, όπως τροποποιήθηκε µε την από 10-5- 1985 ΕΣΣΕ (κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών µε αριθµούς 41/1985 και 66/1985, αντίστοιχα, και ισχύουν από 1-1-1985), θεσµοθετήθηκε και έχει εφαρµογή [5]

στο τακτικό προσωπικό της ΟΤΕ-ΑΕ το λεγόµενο "ενιαίο µισθολόγιο", σύµφωνα µε το οποίο το υπηρετούν προσωπικό, ανεξάρτητα από το βαθµό που κατέχει, εντάσσεται και εξελίσσεται σε µισθολογικά κλιµάκια (ΜΚ). Η ένταξη στα ΜΚ γίνεται µε βάση τη στάθµη της εκπαίδευσης εκάστου υπαλλήλου και το συνολικό χρόνο της υπηρεσίας του στην ΟΤΕ-ΑΕ. Ανάλογα µε τη στάθµη της εκπαίδευσης, το προσωπικό διακρίνεται σε µισθολογικές κατηγορίες, µεταξύ των οποίων η ΑΡ2 (ανώτερης διετούς εκπαίδευσης), η ΑΡ3 (ανώτερης τριετούς εκπαίδευσης) και η ΑΤ4 (ανώτατη τετραετούς εκπαίδευσης). Με τον όρο 11 παρ.1 του µισθολογίου, ως µεταβατική ρύθµιση, ορίσθηκε ότι το δόκιµο και µόνιµο προσωπικό που υπηρετούσε την 1-1-1985 στους κλάδους Ι, II και III του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού (ΓΚΠ-ΟΤΕ), ήτοι το ιοικητικό, Οικονοµικό και Τεχνικό προσωπικό, εντάσσεται στο µισθολόγιο µε βάση τους τίτλους σπουδών, ανεξάρτητα προς το αν οι τίτλοι αυτοί αναγνωρίζονται από το άρθρο 7 του ΓΚΠ-ΟΤΕ ως τυπικά προσόντα. Ακολούθως, υπογράφηκε η από 21-3-1989 ΕΣΣΕ (δηµοσιεύθηκε µε την ΥΑ 13468/1989 Εργασίας), που τροποποίησε και συµπλήρωσε το ενιαίο µισθολόγιο του 1985 και προέβλεψε, µεταξύ άλλων, ότι το προσωπικό της κατηγορίας ΑΡ2 εξελίσσεται σε 15 ΜΚ µε εισαγωγικό το 11ο και καταληκτικό το 25ο, το προσωπικό της κατηγορίας ΑΡ3 εξελίσσεται σε 15 ΜΚ µε εισαγωγικό το 12ο και καταληκτικό το 26ο και το προσωπικό της κατηγορίας ΑΤ4 εξελίσσεται σε 16 ΜΚ µε εισαγωγικό το 13ο και καταληκτικό το 28ο. Η ως άνω, µεταβατική ρύθµιση δεν ίσχυε για το προσωπικό που υπηρετούσε ως έκτακτο την 1-1-1985, καθώς και για το µόνιµο και δόκιµο προσωπικό που υπηρετούσε µεν την 1-1-1985, αλλά απέκτησε µετά την ηµεροµηνία αυτή τίτλους σπουδών που δεν προβλέπονται για την ειδικότητα του, αφού γι' αυτές τις κατηγορίες των υπαλλήλων ίσχυε η διάταξη του όρου 2 του µισθολογίου, σύµφωνα µε την οποία οι τίτλοι σπουδών που λαµβάνονται υπ' όψη για τη διάκριση κάθε κατηγορίας είναι αυτοί που για κάθε κλάδο του προσωπικού προσδιορίζονται στο ΓΚΠ-ΟΤΕ. Ειδικά, όµως, για το προσωπικό που είχε πτυχίο της Ανώτερης Τηλεπικοινωνιακής Σχολής του ΟΤΕ (ΑΤΣ-ΟΤΕ), αν και ο χρόνος απόκτησης του πτυχίου ήταν δεκαοκτώ (18) µήνες και, κατ' αρχήν, δικαιολογούσε κατάταξη στην κατηγορία ΑΡ2, ορίσθηκε µε τον όρο 3 παρ.7 της από 14-3-1985 ΕΣΣΕ ότι εξελίσσεται όπως το προσωπικό της κατηγορίας ΑΡ3. Αργότερα, µε την από 10-6- 1999 ΕΣΣΕ, αναµορφώθηκαν οι ως άνω κατηγορίες του προσωπικού και ορίσθηκε ότι, από 1-4-1999, το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης διετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΤΕ2 (τεχνολογικής διετούς εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΡ2), το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης τριετούς ή τετραετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΤΕ (τεχνολογικής εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΡ3) και το προσωπικό µε πτυχίο ανώτατης τετραετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΠΕ4 (πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΤ4). Τέλος, µε την από 25-6-2001 ΕΣΣΕ ορίσθηκε ότι στην κατηγορία ΤΕ εντάσσεται το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης ή τεχνολογικής εκπαίδευσης τριετούς φοίτησης, καθώς και το προσωπικό µε πτυχίο σχολών διετούς φοίτησης που προβλέπονται από το άρθρο 7 κεφ.β1ι του ΓΚΠ-ΟΤΕ, ήτοι πτυχίο ΤΕΙ τµήµατος ιοίκησης Επιχειρήσεων ή Λογιστικής ή Πληροφορικής ή Εµπορίας και ιαφήµισης ή άλλο ισότιµο αντίστοιχης ειδικότητας. - Από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, που ορίζει ότι "Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο (...) 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα (...)", συνάγεται ότι κατά της αποφάσεως του Πολυµελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο, επί εφέσεως κατ' αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, µπορεί παραδεκτώς να προβληθεί λόγος αναίρεσης για καθ' ύλην [6]

αναρµοδιότητα µόνο του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, όχι δε και του Ειρηνοδικείου. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολ, "Στην αρµοδιότητα των πολυµελών πρωτοδικείων υπάγονται (...) 2) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους". Εποµένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, µε τον οποίο αποδίδεται η πληµµέλεια ότι τόσο το Ειρηνοδικείο, που δίκασε σε πρώτο βαθµό, όσο και το Πολυµελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, δεν ήσαν καθ' ύλην αρµόδια να κρίνουν την ένδικη αγωγή, που έχει ως αντικείµενο την καταβολή περιοδικών παροχών από σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, κατά µεν το µέρος που αναφέρεται σε αναρµοδιότητα του Ειρηνοδικείου είναι απαράδεκτος, διότι η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της αποφάσεως του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, κατά δε το µέρος που αναφέρεται σε αναρµοδιότητα του Πολυµελούς Πρωτοδικείου είναι αβάσιµος, διότι για την εκδίκαση της εφέσεως της αναιρεσείουσας, που στρεφόταν κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, ήταν καθ' ύλην αρµόδιο το Πολυµελές Πρωτοδικείο. - Από τα άρθρα 591 παρ. 1β', 666 παρ.1, 115 παρ.3 και 256 παρ.1δ' ΚΠολ συνάγεται ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του µονοµελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς, πραγµατικούς ισχυρισµούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επί πλέον, οι ισχυρισµοί αυτοί πρέπει να καταχωριστούν στα πρακτικά, µε συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεµελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέµενες προτάσεις, απαιτείται, δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισµών που "ως γενόµενο κατά τη συζήτηση" σηµειώνεται στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόµενο αυτής (ΚΠολ 259). Η καταχώρηση της προφορικής προβολής των ισχυρισµών στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων των διαδίκων τµήµατος αυτών και δεν επιτρέπεται έµµεση συναγωγή της προβολής αυτής εκ του περιεχοµένου είτε των ακολούθως καταχωρηµένων µαρτυρικών καταθέσεων είτε των κατατεθεισών εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005). - Σύµφωνα µε το άρθρο 527 παρ. 2 και 3 ΚΠολ, στην κατ' έφεση δίκη είναι απαράδεκτη η προβολή πραγµατικών ισχυρισµών που δεν είχαν προταθεί στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν γεννήθηκαν µετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολ. Ο διάδικος, που ως εκκαλών προβάλλει τέτοιους ισχυρισµούς, οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τη συνδροµή των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την όψιµη προβολή τους. - Κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισµό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισµό που αφορά στη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της προσβαλλόµενης απόφασης, µε βάση τα πραγµατικά γεγονότα και τους ισχυρισµούς που τέθηκαν υπ' όψη του δικαστηρίου της ουσίας από τους διαδίκους. Αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόµενες εξαιρέσεις, ο λόγος αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε ισχυρισµό που δεν είχε προταθεί νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, προϋπόθεση την οποία ο Άρειος Πάγος οφείλει να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως µε την επισκόπηση των προσκοµιζόµενων διαδικαστικών εγγράφων, είναι απαράδεκτος. ΑΚ: 288, ΚΠολ : 18, 115, 256, 527, 529, 560, 562, 591, 666, [7]

ΣυνθΕΚ: 22, 119, ηµοσίευση: INLAW 2011 ηµόσιο - Παραγραφή κατά ηµοσίου & ΝΠ ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 584 Έτος: 2011 - ιετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων κατά του ηµοσίου. Τόκοι. Αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζοµένων. Αδίκαστη αίτηση. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 "περί ηµοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρµόζονται και επί των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 56 Ν.. 496/1974, 3 Ν.. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος µε το Π 410/1995 ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, η απαίτηση οποιουδήποτε των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται στην παρανοµία των οργάνων του ηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, παραγράφεται µετά διετία από τη γένεση της, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόµου µε την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόµου αυτού η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του ηµοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι µε την πρώτη απ' αυτές ρυθµίζεται ειδικά το θέµα της παραγραφής των αξιώσεων των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών και στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανοµία των οργάνων του ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, και ορίζεται ως χρονικό σηµείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση µε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω νόµου, µε την οποία ρυθµίζεται γενικά το θέµα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του ηµοσίου κ.λ.π. από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α' εποµένως κατισχύει αυτής (ΑΕ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006). Η παραπάνω διάταξη δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε µε το Ν 53/1974 που επιβάλλει τον σεβασµό της περιουσίας του προσώπου. - µε το άρθρο 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόµων περί δικών του ηµοσίου, που διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ µε το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 109 ΕισΝΑΚ ορίζονται τα ακόλουθα: "Ο νόµιµος και ο της υπερηµερίας τόκος πάσης του ηµοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συµβάσεως ή ειδικού νόµου. Ο ειρηµένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή (η διάταξη αυτή ισχύει και για τους ΟΤΑ, σύµφωνα µε το άρθρο 3 Ν.. 31/1968), συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας από την οποία αρχίζει η αµφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως για χρηµατική παροχή µε την άσκηση της αγωγής [8]

και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό ηµόσιο (ή ΟΤΑ) από την οποία λαµβάνει αυτό γνώση της αµφισβητήσεως. Εφόσον όµως ο νόµος (η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944) δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννοµη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτηµα της αγωγής αλλά µόνο προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτηµα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοούµενης και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτηµα περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό) δεδοµένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέµνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως µε δύναµη δεδικασµένου. Εξάλλου αναγνωριστική καθίσταται η αγωγή της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτηµα περιορίζεται σε αναγνωριστικό. Έννοµη εντεύθεν συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι στην περίπτωση περιορισµού του αρχικού καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό οφείλονται τόκοι (ΑΕ 7/2011). - από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενική αρχή της προστασίας των µισθωτών, που καθιερώνει το άρθρο 7 του Ν. 1876/1990, συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ αυτών δεν εφαρµόζεται µόνο στη σχέση ΣΣΕ και ατοµικής συµβάσεως εργασίας αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόµου, ΣΣΕ, κανονισµού, ατοµικής συµβάσεως) διαφορετικής ιεραρχικής βαθµίδας που ρυθµίζουν την εργασιακή σχέση. Ειδικότερα, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ.1, 10 και 19 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας για τους εργαζόµενους όλης της χώρας στους οποίους περιλαµβάνονται και οι εργαζόµενοι µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (στο ηµόσιο, τα ΝΠ και τους ΟΤΑ) και ότι οι κανονιστικοί όροι των ΕΓΣΣΕ, εφόσον είναι ευνοϊκότεροι, επικρατούν των αντιστοίχων όρων των λοιπών ΣΣΕ. Έτσι και οι µισθωτοί αυτοί δικαιούνται όλων των επιδοµάτων και παροχών, που προβλέπονται από τις ΕΓΣΣΕ, έστω και αν οι παροχές και τα επιδόµατα αυτά δεν προβλέπονται από τις αντίστοιχες ΣΣΕ, που ρυθµίζουν τους όρους αµοιβής και εργασίας των µισθωτών των ΟΤΑ ή αν οι τελευταίες περιέχουν δυσµενέστερες ρυθµίσεις για τα σχετικά θέµατα. Όταν δε µε ατοµική σύµβαση εργασίας καθορίσθηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας και συµφωνήθηκε µισθός µεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση, δηλαδή του αθροίσµατος βασικού µισθού και επιδοµάτων, τότε συγκεκριµένο επίδοµα προβλεπόµενο από τη συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και µε τις ίδιες συνθήκες, δεν οφείλεται στον εργαζόµενο επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, γιατί καλύπτεται από αυτόν, αφού οι όροι αµοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, οι περιεχόµενοι στην ατοµική και στη συλλογική σύµβαση δεν ισχύουν παραλλήλως, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθµιση, η οποία αποκλείει την εφαρµογή της δυσµενέστερης. ιαφορετική λύση δίνεται, όταν µε την ατοµική ή τη συλλογική σύµβαση ορίζεται το αντίθετο, δηλαδή ότι το θεσπιζόµενο µε τη συλλογική σύµβαση επίδοµα θα καταβάλλεται επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού. Περαιτέρω, µε το εδ. α' και β' της παρ. 2 της 10/01976 αποφάσεως του.... Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή µε την 21378/4732/17-5-1976 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης, η οποία δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β'671) και κυρώθηκε µε το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 435 /1976, ορίσθηκε ότι, από της ενάρξεως της ισχύος αυτής (στις 13-2-1976), στους µισθωτούς ανεξαρτήτως φύλου, συνεστώτος του γάµου, χορηγείται επίδοµα γάµου 5%, µε την προϋπόθεση ότι ο άλλος σύζυγος δεν ασκεί βιοποριστικό επάγγελµα ή δεν συνταξιοδοτείται και ότι το επίδοµα αυτό υπολογίζεται στο κατώτατο όριο του βασικού µισθού ή του βασικού ηµεροµισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία ΣΣΕ ή Α ή άλλη [9]

διάταξη και δεν συµψηφίζεται προς τις τυχόν υπέρτερες των κατωτάτων ορίων πράγµατι καταβαλλόµενες αποδοχές, συµψηφίζεται όµως σ' αυτό το τυχόν καταβαλλόµενο επίδοµα γάµου ή συζύγου. Με το εδ. β' της ίδιας παραγράφου ορίσθηκε ότι, "Συλλογικές συµβάσεις εργασίας, αποφάσεις διαιτησίας ή άλλες διατάξεις, που προβλέπουν τη χορήγηση επιδόµατος γάµου, σε ποσοστό ή πάγιο ποσό, δεν θίγονται µε την παρούσα απόφαση και εξακολουθούν να ισχύουν και να διέπουν τα της παροχής του επιδόµατος αυτού, εφόσον: αα) προβλέπουν την παροχή του στους µισθωτούς αµφοτέρων των φύλων και ββ) το βάσει αυτών οφειλόµενο ποσό επιδόµατος γάµου είναι υπέρτερο του βάσει της παρούσας διαµορφούµενου". Η µε βάση τις παραπάνω διατάξεις απαγόρευση συµψηφισµού έχει την έννοια ότι απαγορεύεται µόνον ο µονοµερής εκ µέρους του εργοδότη συµψηφισµός (καταλογισµός) ενώ επιτρέπεται εκείνος που γίνεται κατόπιν συµφωνίας µε τον εργαζόµενο. Ήδη, σύµφωνα µε το άρθρο 4 της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ (που δηµοσιεύθηκε µε την ΥΑ-12756/-1989, ΦΕΚ Β'213/1989 και καταλαµβάνει όλους τους µισθωτούς που εργάζονται µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και στους ΟΤΑ, άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β' Ν. 1876/1990), το επίδοµα γάµου που χορηγείται σε όλους τους έγγαµους µισθωτούς ανέρχεται σε 10%, ενώ κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 2 της 10/1976 Αθηνών. Τέλος, µε το άρθρο 20 παρ. 2 Ν. 1849/1989 ορίσθηκε ότι το προβλεπόµενο από την ως άνω από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ επίδοµα γάµου δικαιούνται και οι άγαµοι γονείς, καθώς και οι ευρισκόµενοι σε κατάσταση χηρείας και οι διαζευγµένοι. - Στην προκείµενη περίπτωση το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφαση δέχθηκε ότι η αξίωση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων για το επίδοµα γάµου, σε ποσοστό 10% επί του βασικού ηµεροµισθίου, καλύπτεται από το καταβαλλόµενο σ' αυτούς ηµεροµίσθιο των 35,22 ευρώ, το οποίο είναι κατά πολύ υπέρτερο του νόµιµου ηµεροµισθίου τους, δηλαδή του κατώτατου ορίου που καθορίζεται από τις ΕΓΣΣΕ µε το συνυπολογισµό και του επιδόµατος γάµου σε ποσοστό 10% και απέρριψε το σχετικό αίτηµα. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο εσφαλµένα εφάρµοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού µόνον η καταβολή υπέρτερων αποδοχών στους αναιρεσείοντες, από τα κατώτατα όρια που ορίζουν οι ΕΓΣΣΕ, δεν αρκεί για τον µονοµερή συµψηφισµό (καταλογισµό) αυτών από τον αναιρεσίβλητο εργοδότη, αλλ' απαιτείται επιπλέον και συµφωνία των µερών ότι στις υπέρτερες καταβαλλόµενες αποδοχές συµψηφίζεται (καταλογίζεται) και το επίδοµα γάµου, το οποίο δεν καταβάλλεται, υπολογιζόµενο σε ποσοστό 10% στο κατώτατο όριο του βασικού ηµεροµισθίου. Εποµένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολ, είναι βάσιµος. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 9 περ. γ' ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση µε την οποία ζητείται η παροχή έννοµης προστασίας µε οποιαδήποτε νόµιµη µορφή αυτής και η οποία δηµιουργεί αντίστοιχη εκκρεµότητα δίκης, τέτοια δε είναι ιδίως η αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέµβαση, αυτοτελής πρόσθετη παρέµβαση και κάθε ένδικο µέσο. ΚΠολ : 294, 296, 297, 495, 559 αριθ. 9, ΕισΝΑΚ: 109, Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 90, 91, ηµοσίευση: INLAW 2011 [10]

ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Εργολαβία δίκης ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1077 Έτος: 2010 - Εργολαβία δίκης.ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέτρων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 3 του Κώδικα περί ικηγόρων (Ν 3026/1954), επιτρέπεται συµφωνία που εξαρτά την αµοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσµατος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, η συµφωνία δε αυτή δεν µπορεί να υπερβαίνει τα 20% του αντικειµένου της δίκης. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, η συµφωνία που εξαρτά την αµοιβή από την έκβαση της δίκης, τότε µόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη µέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αµοιβή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αµοιβή του δικηγόρου, ο οποίος ανέλαβε εργολαβικώς τη διεξαγωγή της δίκης ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, δεν µπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό 20% του αντικειµένου της δίκης, η δε σχετική απαίτηση τελεί υπό αναβλητική αίρεση και γεννιέται όταν διεξαχθεί επιτυχώς η δίκη ή επιλυθεί µε συµβιβασµό η διαφορά ή περατωθεί η εργασία. Ως επιτυχής έκβαση της δίκης, άρα και ως πλήρωση της αιρέσεως κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο εντολέας έχει τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου µε ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς. Ως χρόνος υπολογισµού της αξίας του αντικειµένου λαµβάνεται ο χρόνος της τελεσιδικίας από την οποία (αξία) δεν αφαιρούνται τυχόν καταβληθέντες και παρακρατηθέντες από τον αντίδικο του εντολέα φόροι κληρονοµίας του ακινήτου. - Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η αναγόµενη στην παράθεση στο δικόγραφο αυτής των περιστατικών τα οποία συγκεκριµενοποιούν την ασκούµενη αξίωση και το προβαλλόµενο αίτηµα µε βάση αυτά, ώστε αυτό να είναι, ως λογικό επακόλουθο αυτών, σαφές, ελέγχεται αντίστοιχα ως παράβαση µε βάση τους από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολ λόγους αναιρέσεως. - Kατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας για έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν από την αιτιολογία αυτής δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή τα αναγκαία κατά νόµο για την εφαρµογή ή µη εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου πραγµατικά περιστατικά ή όταν η απόφαση έχει ελλιπείς αιτιολογίες σε ουσιώδες ουσιαστικό ζήτηµα, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, αν ορθώς ή όχι εφαρµόστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονοµικού. Έτσι, οι κανόνες δικονοµικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολ, η οποία ορίζει ποια ουσιώδη και απαραίτητα στοιχεία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής για να είναι ορισµένη, δεν αποτελούν αντικείµενο παραβιάσεως ευθείας ή εκ πλαγίου, δηµιουργικής λόγου αναίρεσης από τους αριθµούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολ. - Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολ προβλεπόµενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήµατος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισµών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 ΚΠολ, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό µέσο, γι' αυτό και πρέπει να γίνεται ρητή µνεία αυτών στην απόφαση, η δε αναφορά σ' αυτήν [11]

ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και όλα τα επικαλούµενα και νοµίµως προσκοµιζόµενα από τους διαδίκους έγγραφα, δεν αποδεικνύει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και αυτές. Για να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης ότι το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη ένορκη βεβαίωση που ο αναιρεσείων προσκόµισε και επικαλέστηκε, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό µέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του και η νόµιµη λήψη αυτού (αριθµός, όνοµα εξετασθέντος µάρτυρα, νόµιµη κλήτευση του αντιδίκου ή παράσταση αυτού κατά την εξέταση του µάρτυρα), να προσδιορίζεται το περιεχόµενο της και το παραδεκτό της προσαγωγής της στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο ισχυρισµός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό αυτό µέσο προσκοµίστηκε (ΑΠ 1551/2008). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση συνεκτιµά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισµών τους. Και έχει µεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, όχι όµως και να κάµει ειδική µνεία καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι για άµεση ή έµµεση απόδειξη. Αν όµως από το όλο περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ως προς το σχηµατισµό δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου επί ενός ουσιώδους ζητήµατος λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που µε επίκληση προσκοµίσθηκαν, τότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολ. ΚΠολ : 216, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, Κωδ ικ: 92, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελ νη 2011, σελίδα 753 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Εργολαβία δίκης ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1278 Έτος: 2010 - Εργολαβία δίκης. Αµοιβή δικηγόρου. Ανάκληση εντολής. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά το άρθρ. 96 παρ. 5 του Ν 3026/1954 "περί του Κώδικος των ικηγόρων", η συµφωνία που εξαρτά την αµοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης, τότε µόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη µέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αµοιβή. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου συνάγεται, ότι η αµοιβή του δικηγόρου που έχει συµφωνηθεί από την έκβαση της δίκης προϋποθέτει ότι η δίκη θα κερδηθεί τελεσιδίκως και συνεπώς ζήτηµα αµοιβής του δικηγόρου τότε µόνο δύναται να ανακύψει όταν κερδηθεί τελεσιδίκως η δίκη, από την έκβαση της οποίας είχε συµφωνηθεί ότι θα εξαρτάται η αµοιβή. Η περί εργολαβίας της δίκης ως άνω συµφωνία εξακολουθεί να υπάρχει και να ισχύει µέχρι περατώσεως τελεσιδίκως της δίκης, εκτός εάν καταργηθεί µε νεότερη αντίθετη συµφωνία, η οποία µπορεί να γίνει ατύπως και σιωπηρώς, αρκεί να προκύπτει ότι τα συµβαλλόµενα µέρη θέλησαν την κατάργηση της σύµβασης εργολαβίας δίκης και τον καθορισµό της αµοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου για κάθε δικαστική ή δικηγορική ενέργειά του, είτε µε βάση τη νέα συµφωνία, είτε µε βάση τα προβλεπόµενα ελάχιστα νόµιµα όρια της αµοιβής. - Κατά το άρθρ. 170 του ίδιου κώδικα, αν έχει συµφωνηθεί αµοιβή και ανακληθεί αδικαιολόγητα η εντολή προς τον δικηγόρο, ο εντολέας υποχρεούται να εκτελέσει [12]

αµέσως όλες τις υποχρεώσεις του από τη συµφωνία. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, στην οποία υπάρχει συµφωνία περί αµοιβής, αν η εντολή προς τον δικηγόρο ανακληθεί αδικαιολόγητα, ο τελευταίος δικαιούται τη συµφωνηµένη αµοιβή υπό την προϋπόθεση ότι, αν δεν µεσολαβούσε η ανάκληση της εντολής, θα διεξήγε επιτυχώς τη δίκη στην οποία αφορούσε η εντολή µε βέβαιη κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής για τον εντολέα του τελεσίδικης απόφασης. Η κρίση περί αυτού του δικαστηρίου της ουσίας είναι νοµική, διότι σχηµατίζεται από τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία ανέλεγκτα έγιναν δεκτά από αυτό, µε βάση α) γενικότερα κριτήρια αξίας, που αντλούνται από τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις πολιτισµού και β) τους κανόνες της κοινής πείρας και συνεπώς, ελέγχεται αναιρετικά για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, το δικαίωµα του εντολέα να άρει την εµπιστοσύνη του από τον εντολοδόχο και να αφαιρέσει από αυτόν την ανατεθείσα υπόθεση ασκείται, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 167 και 724 ΑΚ, µε µονοµερή και απευθυντέα στον αντισυµβαλλόµενο δήλωση βουλήσεως, η δε λύση της εντολής επέρχεται µε την περιέλευση αυτής στο πρόσωπο που απευθύνεται. Η ανάκληση της εντολής µπορεί να γίνει και σιωπηρά, αρκεί ο εντολέας να καταστήσει γνωστή τη βούλησή του αυτή στον εντολοδόχο. - Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αρ. 19 του ΚΠολ για έλλειψη νόµιµης βάσης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε, ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στον νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, διότι στην κρίση του αυτή προβαίνει το δικαστήριο ανέλεγκτα, κατά το άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για τον λόγο αυτό καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Κωδ ικ: 96, 167, 170, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ΑΚ: 167, 724, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελ νη 2011, σελίδα 1010 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Σύµβαση έµµισθης εντολής δικηγόρου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1396 Έτος: 2008 - Αξιώσεις δικηγόρων κατα ΝΠ. Η παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής. Παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Oι αξιώσεις των δικηγόρων από καθυστερούµενες αποδοχές, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους µε σχέση έµµισθης εντολής, κατέχοντες οργανική θέση δικηγόρου σε ΝΠ και αµοιβόµενοι µε πάγια περιοδική (µηνιαία) αµοιβή, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 190 του Κώδικος περί ικηγόρων, το οποίο, ως ειδική διάταξη για τις αξιώσεις αυτών, έχει εφαρµογή, σύµφωνα µε το άρθρο 50 παρ. 2 του Ν. 993/1979 και όχι στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν 496/1974 ''περί λογιστικού των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου (ΟλΑΠ 42/1990). [13]

- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ, ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρµόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή εάν εφαρµόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγµατικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόµο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγµατικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συµβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρµογή τους ή δεν εφάρµοσε το νόµο, παρότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρµογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλµένη υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγµατικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 502/2007). ΚΠολ : 559 αριθ. 1, Κωδ ικ: 63, Ν : 496/1974, άρθ. 48, 190, Νόµοι: 993/1979, άρθ. 50, ηµοσίευση: INLAW 2008 * ΝοΒ 2009, σελίδα 422 * ΝοΒ 2009, σελίδα 617* Ελ νη 2011, σελίδα 1010 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 555 Έτος: 2011 - Επίδοµα 176 Ευρώ. Εργαζόµενοι Οργανισµού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 "περί δηµοσίου λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρµόζεται και επί των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 56 Ν 496/1974, 3 Ν 31/1968 και 304 του κυρωθέντος µε το Π 410/1995 ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίµου εδώ χρόνου), η απαίτηση οποιουδήποτε των µε σχέσει δηµοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανοµία των οργάνων του ηµοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού διατάξεις, παραγράφεται µετά διετία από τη γένεση της, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόµου, µε την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του νόµου αυτού η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του ηµοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονοµικού έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Από το συνδυασµό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι µε την πρώτη απ' αυτές ρυθµίζεται ειδικά το θέµα της παραγραφής των αξιώσεων των µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του ηµοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζηµιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανοµία των οργάνων του ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, και ορίζεται ως χρονικό σηµείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση µε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω νόµου, µε την οποία ρυθµίζεται γενικά το θέµα της έναρξης της παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του δηµοσίου κ.λ.π. από το τέλος του οικονοµικού έτους µέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική [14]

επιδίωξη της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που διατυπώνονται στο άρθρο 91 εδ. α' και εποµένως κατισχύει αυτής (ΑΕ 32/2005, ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεπόµενη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, για τις πιο πάνω αξιώσεις τα ων υπαλλήλων του ηµοσίου και των ΟΤΑ βραχυπρόθεσµη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι µικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' άρθρο 350 αρ. 6 και 17 Α.Κ. για τις παρόµοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόµενο στο άρθρο 937 Α.Κ. χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος, η συνδροµή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (ΟλΑΠ 3/2006) και συγκεκριµένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του ηµοσίου και των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονοµικής καταστάσεως αυτών στην οποία συµβάλλουν οι φορολογούµενοι δηµότες µε την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτού (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005) και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται, 1) στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας (πρβλ. ΑΕ 9/2009 για την ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠ κατ' αυτών), 2) στη συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.) γιατί η µε την ανωτέρω διάταξη ρύθµιση δεν συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων που επιβάλλονται από την αρχή της αναλογικότητας, 3) στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ Α) που κυρώθηκε µε το Ν 53/1974 και ορίζει ότι, "Παν πρόσωπο έχει δικαίωµα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δηµοσία και εντός λογικής προθεσµίας υπό ανεξαρτήτου και αµερόληπτου δικαστηρίου, νοµίµως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως..." και 4) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (επίσης κυρωθέντος µε το Ν 53/1974 και την αυτή υπερνοµοθετική ισχύ έχοντος) Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύµβασης που επιβάλλουν το σεβασµό της περιουσίας του προσώπου (στην οποία περιλαµβάνονται όχι µόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγµατος προστατευόµενα εµπράγµατα δικαιώµατα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώµατα και τα νοµίµως κεκτηµένα οικονοµικά συµφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώµατα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νοµοθετικό καθεστώς, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1988), αφού οι διατάξεις αυτές εµποδίζουν το νοµοθέτη να καταργεί ακόµη και ενοχικά δικαιώµατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν µετά την έναρξη της ισχύος του. Εξάλλου, και από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει, ότι µ' αυτό αναγνωρίζεται ευθέως το δικαίωµα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόµους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, εποµένως και να θέτει νόµιµους περιορισµούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ευλόγου χρόνου προς διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, στην έννοια του οποίου εµπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του ηµοσίου και των ΟΤΑ (ΟλΑΠ 31/2007, ως προς την ερµηνεία της παροµοίου περιεχοµένου διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 Ν 496/1974 ). [15]

ΑΚ: 17, 350, 937, Ν : 31/1968, άρθ. 3, Ν : 496/1974, άρθ. 48, 56, Νόµοι: 2362/1995, άρθ. 90, 91, Π : 410/1995, άρθ. 304, ηµοσίευση: INLAW 2011 Εργατικό ατύχηµα - Ναυτεργατικό ατύχηµα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1111 Έτος: 2011 - Ναυτεργατικό ατύχηµα. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε µε το Β.. 24-7/25-8-1920 και εφαρµόζεται, κατά το άρθρο 66 του Ν. 3816/1958 "περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού ικαίου", και σε περίπτωση ατυχήµατος ναυτικού, ως ατύχηµα από βίαιο συµβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής της, για το οποίο παρέχεται αποζηµίωση κατά τις διατάξεις του ανωτέρω νόµου, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυµατισµός του εργαζοµένου όταν είναι αποτέλεσµα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, µη αναγοµένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο δεν θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η υπό συγκεκριµένες περιστάσεις προσφορά τους. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασµό µε το άρθρο 16 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Ν. 551/1915, προκύπτει ότι ατύχηµα από βίαιο συµβάν, κατά την προεκτεθείσα έννοια, είναι και εκείνο το οποίο επέρχεται ακόµη και εκτός του τόπου και του χρόνου της εργασίας, συνδέεται όµως µε αυτή µε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, όταν λόγω της εργασίας δηµιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγµατικές συνθήκες και περιστάσεις που ήταν αναγκαίες για την επέλευση του ατυχήµατος και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. - Kατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 1 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθµός 19 του ΚΠολ λόγος για αναίρεση απόφασης επειδή δεν έχει νόµιµη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριµένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρµόστηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά µε τον χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, το οποίο όµως διατυπώνεται σαφώς. ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, [16]

Νόµοι: 551/1915, άρθ. 1, Νόµοι: 3816/1958, άρθ. 66, ηµοσίευση: INLAW 2011 Εργατικό ατύχηµα - Συντρέχον πταίσµα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 2014 Έτος: 2009 - Εργατικό ατύχηµα. Προϋπόθεση ευθύνης για αποζηµίωση αποτελεί η υπαιτιότητα του υπόχρεου όταν δεν καταβάλλει τη δέουσα επιµέλεια. Μείωση της αποζηµίωσης σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσµατος του ζηµιωθέντος. Βίαιη διακοπή δίκης. Εκούσια επανάληψη δίκης που έχει διακοπεί. Παράνοµη αποδοχή ύπαρξης ή µη δεδικασµένου. Συνέπειες της αναίρεσης. ιαδικασία στο δικαστήριο της παραποµπής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Επί θανατώσεως εργάτη ή υπαλλήλου, εξ αιτίας εργατικού ατυχήµατος, δηλαδή συνεπεία βιαίου συµβάντος που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση ή εξ αφορµής της παρεχόµενης εργασίας σε επιχειρήσεις του άρθρου 2 Ν. 515/1915, η αξίωση των µελών της οικογένειας του θύµατος λόγω ψυχικής οδύνης, κρίνεται πάντοτε κατά κοινό δίκαιο των άρθρων 914, 922 και 932 ΑΚ. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολ. Αντίθετα, η κρίση, ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσµατος, είναι οντολογική και δεν ελέγχεται αναιρετικά. - Από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρµόζεται σε κάθε περίπτωση ζηµίας και συνεπώς και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή την επέλευση της ζηµίας συνετέλεσε και πταίσµα του ζηµιωθέντος, το δικαστήριο της ουσίας µπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθµίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθµό του πταίσµατος του ζηµιωθέντος και του ζηµιώσαντος, να µην επιδικάσει αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό της. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α' και 287 ΚΠολ συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση µετά την οποία [17]

εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, η διακοπή δε αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίησή της προς τον αντίδικο, που µπορεί να γίνει και µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή κατά τη επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, από εκείνον που έχει δικαίωµα να επαναλάβει τι δίκη ή τον πληρεξούσιο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 ΚΠολ, η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, µπορεί να γίνει εκούσια µε ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων τα οποία, ως κληρονόµοι εκείνου, υπεισέρχονται στην δικονοµική του θέση. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνοµολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόµιµη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά. Αν, αντίθετα, ο αντίδικος προβάλλει αντιρρήσεις, η κληρονοµική ιδιότητα εξετάζεται από το δικαστήριο, παρεµπιπτόντως, µε ελεύθερη απόδειξη. - Κατά τον αριθµό 16 του άρθρου 559 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο. Κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολ δεδικασµένο υπάρχει µεταξύ των ίδιων προσώπων µε την ίδια ιδιότητα µόνο για το δικαίωµα που κρίθηκε µε τελεσίδικη απόφαση και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείµενο και την αυτή ιστορική και νοµική αιτία. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, µόνο εφ' όσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση, που στηρίζεται σ' αυτήν που αναιρέθηκε, αναιρείται, εφ' όσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται σ' αυτήν. - Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ΚΠολ η υπόθεση συζητείται µέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου ασκηθούν αντίθετες εφέσεις από αµφότερα τα διάδικα µέρη και απορριφθούν ως αβάσιµες κατ' ουσίαν, ακολούθως δε ασκηθεί αίτηση αναίρεσης µόνο από έναν διάδικο και γίνει δεκτή, η απόφαση αυτή αναιρείται µόνο κατά το απορριπτικό της εφέσεως του αναιρεσείοντος µέρος της, όχι δε και ως προς το µέρος της, µε το οποίο απορρίφθηκε η έφεση του µη ασκήσαντος αναίρεση αντιδίκου του, παράγουσα κατά τούτο δεδικασµένο, µε συνέπεια το δικαστήριο της παραποµπής να υποχρεούται να εξετάσει µόνο την απορριφθείσα έφεση του αναιρεσείοντος, όχι όµως και εκείνη του αντιδίκου του, αν δε εξετάσει και την τελευταία υποπίπτει στις από τους αριθµούς 16 και 18 του άρθρου 559 ΚΠολ αναιρετικές πληµµέλειες. ΑΚ: 297, 298, 330, 914, 922, 932, ΚΠολ : 286, 287, 290, 321, 324, 559 αριθ. 16, 579, 581, Νόµοι: 515/1915, αρθ. 2, ηµοσίευση: INLAW 2009 * Ελ νη 2011, σελίδα 752 [18]

Εργατικό ατύχηµα - Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 127 Έτος: 2011 - Εργατικό ατύχηµα. Ευθύνη του κυρίου του έργου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τα άρθρα 1, 2 και 16 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε µε το β.δ. της 24ης Ιουλίου 25ης Αυγούστου 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ µε το άρθρο 38 εδ. α' του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι όταν η ηθική βλάβη του παθόντος προήλθε από τραυµατισµό του σε εργατικό ατύχηµα οφειλόµενο σε πταίσµα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή σε µη τήρηση των προβλεποµένων όρων ασφαλείας, η επιδίκαση της χρηµατικής ικανοποιήσεως ρυθµίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 299, 914 και 932 ΑΚ. Εποµένως, για να δικαιούται ο παθών χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήµατος πταίσµα που εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν µε την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αµέλεια των εν λόγω προσώπων και όχι µόνο η ειδική αµέλεια σχετικά µε την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1396/1983 "περί µέτρων ασφαλείας σε οικοδοµές και ιδιωτικά τεχνικά έργα", αν δεν ανατίθεται η εκτέλεση του έργου σ' έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωµένος να λαµβάνει πριν την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τµήµατος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα µέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τµήµατα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν οι εργολάβοι και υπεργολάβοι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κύριος του έργου δεν ευθύνεται ως προστήσας για τις παράνοµες πράξεις καi παραλείψεις του εργολάβου ή υπεργολάβου, αν µε εντολή του ολόκληρο το έργο ή τµήµατα αυτού µε σύµβαση µισθώσεως έργου ανατέθηκε σε εργολάβο και δεν επιφύλαξε στον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου. - Από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολ συνάγεται ότι ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο έλαβε υπόψη ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πράγµατα που δεν προτάθηκαν. Πράγµατα δε κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι και τα πραγµατικά περιστατικά που θεµελιώνουν κύρια ή επικουρική βάση της αγωγής. - Kατά τη διάταξη του άρθρ. 579 παρ. 2 ΚΠολ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις ή µε αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη Γραµµατεία του Αρείου Πάγου ως την παραµονή της συζητήσεως, διατάσσει µε την αναιρετική απόφαση, την επαναφορά των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. ΑΚ: 299, 914, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 579, Νόµοι: 551/1915, άρθ. 16, Νόµοι: 1396/1983, άρθ. 4, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη 2011, σελίδα 717 * Ελ νη 2011, σελίδα 775 [19]

Εργατικό ατύχηµα - Χρηµατική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 218 Έτος: 2011 - Εργατικό ατύχηµα. Θάνατος εργαζοµένου. Χρηµατική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη σε οικογένεια θύµατος. Ασφάλιση αστικής ευθύνης. ΑΚ: 287, 361, 648, 922, 932, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 865 Μεταβίβαση επιχείρησης - Προστασία εργαζοµένων ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 795 Έτος: 2011 - Μεταβίβαση επιχείρησης. Προστασία εργαζοµένων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Στο άρθρο 5 παρ. 1 του Π 178/2002 (που, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 αυτού, εκδόθηκε για την προσαρµογή της ελληνικής νοµοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 98/50/ΕΚ του Συµβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 "για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νοµοθεσιών των κρατών-µελών, σχετικά µε τη διατήρηση των δικαιωµάτων των εργαζοµένων σε περίπτωση µεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τµηµάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων"), ορίζεται ότι "Η µεταβίβαση µιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τµήµατος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ' αυτή λόγο απόλυσης εργαζοµένων. Η διάταξη του προηγούµενου εδαφίου δεν εµποδίζει, τηρουµένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονοµικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται µεταβολές του εργατικού δυναµικού". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η εκ µέρους του εργοδότη µεταβίβαση της επιχείρησης, στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται η εξαρτηµένη εργασία εκ µέρους του µισθωτού, επιφέρει απλή υποκατάσταση του νέου φορέα της επιχείρησης στη θέση του εργοδότη και δεν επηρεάζει κατά τα λοιπά τους όρους απασχόλησης και αµοιβής, που εξακολουθούν να ισχύουν όπως και προηγουµένως (αναλόγως και άρθρο 6 παρ.1 του Ν. 2112/1920 ή άρθρο 9 παρ. 1 του Β της 16/18-7-1920). Χάριν της προστασίας του δικαιώµατος των πολιτών στην εργασία (άρθρο 22 παρ.1 του Συντάγµατος), η µεταβίβαση της επιχείρησης δεν πρέπει να οδηγεί καθ' εαυτή στην καταγγελία της συµβάσεως εργασίας, οπότε, η εξ αυτού και µόνο του λόγου επιχειρούµενη απόλυση του µισθωτού, ως αντίθετη σε απαγορευτικές διατάξεις του νόµου, είναι άκυρη. Παρά ταύτα, χάριν της παράλληλης προστασίας του δικαιώµατος της ακώλυτης συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της Χώρας, η οποία, αν και δεν πρέπει να προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγµατος), δεν µπορεί να νοηθεί ως επιζήµια για το συµµετέχοντα, η καταγγελία της συµβάσεως εργασίας σε περίπτωση µεταβίβασης της επιχειρήσεως µπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή, όταν δεν οφείλεται στη µεταβίβαση και µόνο, αλλά επιβάλλεται από πρόσθετους λόγους (όπως οι λεγόµενοι "οικονοµοτεχνικοί", που συνίστανται στην αναδιοργάνωση της επιχείρησης και στη µείωση του προσωπικού αυτής χάριν ευελιξίας, οικονοµίας ή ανταγωνιστικότητας), η παραγνώριση των οποίων θα βλάψει την επιχείρηση µε κίνδυνο όχι µόνο για τα οικονοµικά συµφέροντα του φορέα αυτής, αλλά και για την τύχη των θέσεων εργασίας όσων απασχολούνται σ' αυτή. [20]