ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΣΤΟ Ι.Κ.Α.-



Σχετικά έγγραφα
Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Α) Ανάλογα με τη φύση των κονδυλίων που περιλαμβάνουν οι προϋπολογισμοί διακρίνονται σε:

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ. Μορφές δημόσιου δανεισμού. Σύνταξη: Παπαδόπουλος Θεοχάρης, Οικονομολόγος, MSc, PhD Candidate

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Διοικητικής Δικαιοσύνης

ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του έχει πρόσβαση στο περιβάλλον του φαρμακείου που παρέχει η εφαρμογή.

Ολοκληρωμένη Χωρική Ανάπτυξη. Ειδική Υπηρεσία Στρατηγικής, Σχεδιασμού Και Αξιολόγησης (ΕΥΣΣΑ) Μονάδα Α Στρατηγικής και Παρακολούθησης Πολιτικών

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

Άσκηση του δικαιώματος σημαίνει την εξουσία του δικαιούχου να ενεργήσει για την

Θέμα: «Ακλήρωτο θέμα 2008» Συντάκτης: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑΒΛΑΔΩΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΝΤΑΣ Πολιτικοί Επιστήμονες

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

Υπό Παναγιώτη Δαλκαφούκη, μέλους Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Ημέρα 4 η (α) Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης. (β) Η απόλυτη υπεραξία. Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

1. Η συγκεκριμένη εφαρμογή της λειτουργίας για τη λήψη φορολογικής ενημερότητας βρίσκεται στην αρχική σελίδα της ιστοσελίδας της Γ.Γ.Π.Σ.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Γιάννης Ι. Πασσάς. Γλώσσα. Οι λειτουργίες της γλώσσας Η γλωσσική 4εταβολή και ο δανεισ4ός

ΘΕΜΑ: Μελέτες Περιβαλλοντικών επιπτώσεων

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΑΙΡΕΣΙΜΟΤΗΤΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΘΕΜΑ: Aποτελεσματικότητα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ανοικτή οικονομία

Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 2006 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΤΟΠ. ΑΥΤ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΟΡΓ. & ΛΕΙΤ. ΟΤΑ TMHMA ΟΡΓ & ΛΕΙΤ.

Για τις απαντήσεις απευθυνθείτε στο 1

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ευρωπαϊκή κοινωνική ιθαγένεια

Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ημέρα 3 η. (α) Aπό την εργασιακή διαδικασία στη διαδικασία παραγωγής (β) Αξία του προϊόντος και αξία της εργασιακής δύναμης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος

Συμπεριφοριακή Επιχειρηματικότητα

21/11/2005 Διακριτά Μαθηματικά. Γραφήματα ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ : ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ Δ Ι. Γεώργιος Βούρος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Οι υπεράκτιες (offshore) εταιρίες 1.

Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής. Θεμελιώδεις αρχές της δημόσιας διοίκησης για τους υπαλλήλους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

1. Σε περίπτωση κατά την οποία η τιμή ενός αγαθού μειωθεί κατά 2% και η ζητούμενη

3. Με βάση τη βραχυχρόνια καμπύλη Phillips η σχέση πληθωρισμού και ανεργίας είναι:

Προτεινόμενα θέματα στο μάθημα. Αρχές Οικονομικής Θεωρίας ΟΜΑΔΑ Α. Στις προτάσεις από Α.1. μέχρι και Α10 να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της

Ταξινόμηση των μοντέλων διασποράς ατμοσφαιρικών ρύπων βασισμένη σε μαθηματικά κριτήρια.

Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

{ i f i == 0 and p > 0

Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος. A. Einstein Πηγή:

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επίλυση δικτύων διανομής

ελάχιστο δυνατό («ελάχιστο κράτος»), σε αυτό που χρειάζεται για την εξασφάλιση της τάξης

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Πρώτη Γραπτή Εργασία. Εισαγωγή στους υπολογιστές Μαθηματικά

Κεφάλαιο 2.3: Marketing Κοινωνικών Επιχειρήσεων. Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζονται εν τάχει τα βασικά

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Κεφάλαιο 2.2: Τα βασικά στοιχεία της επιτυχημένης. Διοίκησης των Κοινωνικών Επιχειρήσεων. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται λόγος για τη σημασία της σωστά

Συνιστώσες Βιώσιμης Ανάπτυξης

Επιμέλεια : Πομπιέρη Βασιλεία, Δικηγόρος, LLM UCL

Περιεχόμενο: Oδηγίες σε κράτη μέλη και αποφάσεις

Σχέσεις και ιδιότητές τους

ΜΑΙΟΣ 2011 Επιμέλεια : Mάρκου, Καρ. Μαρία, Δικηγόρος, Μs Ποινικού Δικαίου

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Άσκηση με θέμα τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας του καταναλωτή

Σύνταξη: Παπαδόπουλος Θεοχάρης, Οικονομολόγος, Οικονομολόγος, MSc, PhD Candidate, εισηγητής Φροντιστηρίων ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εργαστηριακή Άσκηση Θερμομόρφωση (Thermoforming)

Δημόσιες Κινητές Βιβλιοθήκες και παροχή υπηρεσιών στο κοινό: το νομικό πλαίσιο

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΕΠΕ ΟΑΕ ΙΚΑ ΕΤΑΜ ΡΟΕΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013

Εστω X σύνολο και A μια σ-άλγεβρα στο X. Ονομάζουμε το ζεύγος (X, A) μετρήσιμο χώρο.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ

1. Ας υποθέσουμε ότι η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης για όσπρια είναι ίση με το μηδέν. Αυτό σημαίνει ότι:

Περιεχόμενο: Κρατική γραφειοκρατία (Θεωρία Λειτουργίες Οργάνωση)

Ευρωπαϊκά παράγωγα Ευρωπαϊκά δικαιώματα

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΗ ΟΜΑΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΩΡΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ A ΛΥΚΕΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο Τμήμα

Μονάδες α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον παρακάτω πίνακα σωστά συµπληρωµένο.

1. Η Μακροοικονομική ασχολείται με τη λειτουργία και τα προβλήματα: α) των δημοσίων επιχειρήσεων και των οργανισμών. β) των ιδιωτικών επιχειρήσεων

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 22η. ΘΕΜΑ: Απαλλαγή από ΦΜΑ λόγω απόκτησης α κατοικίας για ρυθμισθέντες χώρους με το ν.4014/2011

Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.

Δ Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Α. 1η σειρά ασκήσεων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Εξαναγκασμένες ταλαντώσεις, Ιδιοτιμές με πολλαπλότητα, Εκθετικά πινάκων. 9 Απριλίου 2013, Βόλος

Σύνταξη: Αυλίδου Εύα, Ms Politikwissenschaft of Ludwig Maximilian Universitaet

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΕΙ

Κεφάλαιο 2.1: Οργάνωση Κοινωνικών Επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο αυτό ξεκινά με την παρουσίαση των μορφών με τις

Περιεχόμενο: Ανάπτυξη προτεινόμενου θέματος

Transcript:

1 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΣΤΟ Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Α. ΚΑΖΑΚΟΣ, Καθηγητής (επιβλέπων) Κ. ΦΙΝΟΚΑΛΙΩΤΗΣ, Καθηγητής Β. ΔΟΥΚΑ, Αν. Καθηγήτρια ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

2 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Δ Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ Ι. Ο ειδικός σκοπός της ασφαλιστικής εισφοράς : οι εισφορές ως μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης ΙΙ. Οι ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν σε ορισμένο χρονικό διάστημα απασχόλησης ΙΙΙ. Οι εισφορές ως αναγκαίος όρος πρόσβασης στην ασφαλιστική προστασία Α. Η έννομη σχέση κοινωνικής ασφάλισης, μια αμφοτεροβαρής σχέση ; Β. Ο ανταλλακτικός χαρακτήρας της εισφοράς ανάλογα με τη φυσιογνωμία του ισχύοντος συστήματος χρηματοδότησης α) Η ανταποδοτικότητα είναι σύμφυτη με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα β) Η ανταποδοτικότητα στο διανεμητικό σύστημα 1. Η νομική εξάρτηση εισφορών παροχών 2. Η οικονομική εξάρτηση εισφορών παροχών 3. Το δικαίωμα στις εισφορές 4. Η ανταποδοτικότητα ανάλογα με τον καλυπτόμενο κίνδυνο Γ. Απομάκρυνση από την ανταποδοτικότητα Δικαιολογητικοί λόγοι α) Λόγοι ιστορικοί β) Λόγοι επιχειρηματικοί

3 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ γ) Λόγοι θεσμικοί δ) Λόγοι οικονομικοί αναλογιστικοί Δ. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την ανταποδοτικότητα Ε. Η χαλάρωση της ανταποδοτικότητας στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας ΣΤ. Η κατοχύρωση της αναλογικότητας εισφορών προς παροχές ΙV. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της καταβολής των εισφορών V. Η κατανομή του βάρους της εισφοράς ανάμεσα στον εργοδότη και το μισθωτό VI. Το ενιαίο και αδιαίρετο της καταβολής VII. Το ομοιόμορφο ποσοστό της εισφοράς VIII. Ο υπολογισμός των εισφορών επί των αποδοχών IX. Οι εισφορές προϋποθέτουν ασφαλιστική σχέση με στους ασφαλιστικούς φορείς ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΕ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Ι. Ασφάλιστρα ιδιωτικής ασφάλισης ΙΙ. Δημόσια βάρη Α. Τα δημόσια βάρη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος Β. Το οικονομικό βάρος του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος Γ. Φόρος ΙΙΙ. Κοινωνικοί πόροι Α. Διάκριση των κοινωνικών πόρων από τις εισφορές Β. Νομολογιακές διευκρινίσεις Γ. Ο κοινωνικός πόρος ως «εισφορά υπό την ευρυτέραν έννοια» Δ. Ο αντικοινωνικός χαρακτήρας των κοινωνικών πόρων IV. Ανταποδοτικά τέλη V. Μισθός

4 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΑΠΟ ΤIΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Ι. Μια σύνθετη εξελικτική προσέγγιση ΙΙ. Μια ιδιότυπη και αυτόνομη έννοια (sui generis) ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΜΕ ΕΝΙΑΙΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ Ι. Η υποχρέωση καταβολής της εργοδοτικής εισφοράς ΙΙ. Η υποχρέωση καταβολής εισφορών υπόκειται στην αρχή της εδαφικότητας ΙΙΙ. Η υποχρέωση καταβολής εισφορών δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, αλλά εξαρτάται από το πραγματικό γεγονός της απασχόλησης IV. Η υποχρέωση παρακράτησης της εργατικής εισφοράς V. Κατανομή του βάρους των εισφορών ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο VI. Αλλαγή του βάρους κατανομής των εισφορών Α. Είναι δυνατή η μετάθεση του βάρους με ατομική συμφωνία ; Β. Είναι δυνατή η μετάθεση του βάρους με συλλογική σύμβαση εργασίας ; Γ. Είναι δυνατή η μετάθεση του βάρους με επιχειρηματική συνήθεια ; VII. Πότε η εισφορά βαρύνει συνολικώς τον εργοδότη ; VIII. Πότε η εισφορά βαρύνει συνολικώς τον ίδιο τον ασφαλισμένο;

5 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Α. Προαιρετική συνέχιση ασφάλισης Β. Ειδικός Λογαριασμός Αυτασφάλισης Γ. Αναγνώριση πλασματικών χρόνων ασφάλισης με εξαγορά Δ. Αυτασφάλιση αντί επιλογής φορέα Ε. Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης ασθένειας από τη διαζευγμένη γυναίκα IX. Πότε οι εισφορές βαρύνουν αποκλειστικά τρίτους; X. Παράλληλη απασχόληση ή ιδιότητα και υποχρεωτική καταβολή εισφορών Α. Ασφαλισμένοι μέχρι την 31.12.1992 Β. Ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993 α) Το άρθρο 39 του ν. 2084/92 (ασφάλιση σε ένα φορέα το περιεχόμενο της ρύθμισης) β) Εξαιρούμενα ταμεία από την επιλογή φορέα γ) Η πρακτική εφαρμογή ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΧΡΕΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ Ι. Διαφορετική κατά κλάδο ή ενιαία προσέγγιση της έννοιας του εργοδότη; ΙΙ. Η εξάρτηση της έννοιας από το εργατικό δίκαιο ή η έλξη που ασκεί το εργατικό δίκαιο ΙΙΙ. Η έννοια του εργοδότη στην κοινωνική ασφάλιση Α. Οι επισημάνσεις της θεωρίας Β. Οι εμμονές της νομολογίας Γ. Η αυτονόμηση της έννοιας από το εργατικό δίκαιο Δ. Η πραγματική σημασία του άρθρου 8, παρ. 5 του Α.Ν. 1846/51 IV. Η ενιαία οικονομική ενότητα ως εργοδότης V. Το νομικό πρόσωπο ως υπόχρεο εισφορών. Προσωπική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα VI. Περιπτώσεις πλασματικού εργοδότη

6 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ VII. Διεύρυνση της έννοιας του εργοδότη: αλληλέγγυα ευθύνη εργοδοτών A. Πλείονες εργοδότες B. Κατ επιχείρηση δανεισμός μισθωτού (Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης) VIII. Ειδικές περιπτώσεις υπόχρεων εργοδοτών Απλός δανεισμός μισθωτού Θυρωροί πολυκατοικιών Πτώχευση Αφανής εταιρία Οδηγοί ΚΤΕΛ IX.Έκταση ευθύνης του νέου εργοδότη σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΝΑΡΞΗ, ΛΗΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ Ι. Η προς εισφοράν υποχρέωση διαρκεί όσο διαρκεί η παροχή αμειβόμενης εργασίας ΙΙ. Περιπτώσεις οφειλής εισφορών χωρίς πραγματική απασχόληση ΙΙI. Πότε απαιτείται αναγγελία ; Α. Ασφάλιση συγγενών Β. Οικιακοί βοηθοί ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΕΙΣΦΟΡΩΝ Ι. Η έννοια των αποδοχών στο εργατικό δίκαιο ΙΙ. Η έννοια των αποδοχών στην κοινωνική ασφάλιση : προς μια χειραφέτηση από την έννοια του εργατικού μισθού ΙΙΙ. Ο οφειλόμενος μισθός ως βάση υπολογισμού

7 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ IV. Η έκταση της βάσης Α. Ποιες παροχές εμπίπτουν στη βάση υπολογισμού : μια νομολογιακή επισκόπηση α) Τακτικές παροχές β) Έκτακτες παροχές (οικειοθελείς παροχές) γ) Παροχές σε είδος Β. Ποιες παροχές δεν εμπίπτουν στη βάση υπολογισμού α) Παροχές για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης β) Διάφορες αποζημιώσεις V. Ανώτατο και κατώτατο όριο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΕΚΜΑΡΤΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ Ι. Αμειβόμενοι με κυμαινόμενες αποδοχές ΙΙ. Αμοιβή κατ αποκοπή ή κατά μονάδα εργασίας III. Σύστημα υπολογισμού ελάχιστων ασφαλιστικών εισφορών στα οικοδομικά και τεχνικά έργα Α. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση Β. Υπόχρεοι εργοδότες Γ. Αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού των εισφορών για οικοδομικές εργασίες : η νομολογιακή αποδοχή του τεκμηρίου ως μαχητού Δ. Ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών Ε. Τρόπος πληρωμής των εισφορών IV. Εισφορές συγγενών του εργοδότη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ

8 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ Ι. Προθεσμίες καταβολής των εισφορών ΙΙ. Διοικητικές κυρώσεις Α. Πράξη Επιβολής Πρόσθετου Τέλους (ΠΕΠΤ) B. Πράξη Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών (ΠΕΠΕΕ) Γ. Πράξη επιβολής προστίμου ακαταχώριστων εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ). Δ. Πράξη Επιβολής Αυτοτελούς Προστίμου (ΠΕΑΠ) Ε. Άλλες συνέπειες εκπρόθεσμης καταβολής ΙΙΙ. Ρύθμιση οφειλομένων εισφορών ΚΕΦΑΛΑΙΟ EΒΔΟΜΟ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΕΙΩΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΠΔ Ι. Ποσοστά εισφορών Α. Γενικά Β. Πρόσθετη εισφορά βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων Γ. Εισφορά επαγγελματικού κινδύνου Δ. Εισφορά ΕΛΔΕΟ (εισφορά αδειοδωροσήμων) Ε. Εισφορές απασχολουμένων συνταξιούχων ΙΙ. Μείωση εργοδοτικών εισφορών ΙΙΙ. Τρόποι υποβολής Α.Π.Δ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΙΚΑ ΕΤΑΜ Ι. Υποχρέωση απογραφής του ασφαλισμένου και του εργοδότη

9 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΙΙ. Υποχρέωση τήρησης βιβλίου νεοπροσλαμβανομένων μισθωτών ΙΙΙ. Υποχρέωση αναγγελίας αποχώρησης του μισθωτού ΙV. Έλεγχος εργοδοτών ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΩΣ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΩΝ Ι. Επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν πέραν των κανονικών ή παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης προς ασφάλιση ΙΙ. Πότε δεν επιστρέφονται οι αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΜΗ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ ΜΕ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ Ι.Κ.Α. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ Ι. Η Πράξη Επιβολής Εισφορών ως διοικητική πράξη A. Τύπος Β. Αιτιολογία

10 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Γ. Στοιχεία Π.Ε.Ε. Προϊσχύσαν δίκαιο Δ. Ισχύον δίκαιο Ε. Η δομή του νέου άρθρου 26 παρ. 11 του α.ν. 1846/1951 ΣΤ. Η προηγούμενη ακρόαση του υπόχρεου IΙ. Η Πράξη Επιβολής Εισφορών ως νόμιμος τίτλος ΙΙΙ. Η ασφαλιστική ενημερότητα Α. Η διασφάλιση είσπραξης των εισφορών μέσω της ασφαλιστικής ενημερότητας Β. Η άμυνα του εργοδότη Οι δίοδοι της νομολογίας ΙV. Ενδικοφανής διαδικασία Α. Η απόφαση του Διευθυντή Β. Η ένσταση ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής V. Ένδικα βοηθήματα Α. Η προσφυγή Β. Η αίτηση αναστολής Γ. Η προσφυγή από το Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ VΙ. Διοικητική εκτέλεση Α. Το ΙΚΑ ως προνομιούχος δανειστής Β. Το ΙΚΑ ως πτωχευτικός πιστωτής α) Προϊσχύον δίκαιο και η διεύρυνση του προνομίου β) Ο ν. 3588/07 και η συρρίκνωση του προνομίου γ) Διαχρονικό δίκαιο Γ. Επιβολή προσωπικής κράτησης ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ Ι. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό ΙΙ. Η δογματική και νομολογιακή αντιμετώπιση των δύο εγκλημάτων του Α.N.

11 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ 86/67 ΙΙΙ. Οργανισμοί υπέρ των οποίων ισχύει ο ΑΝ 86/67 ΙV. Η περιγραφή των ποινικών αδικημάτων A. Αντικειμενική υπόσταση B. Υποκειμενική υπόσταση V. Η ποινική αντιμετώπιση του οφειλέτη που εξοφλεί ολοσχερώς το χρέος του: εξάλειψη αξιοποίνου, αρχειοθέτηση, εξάλειψη ποινής VΙ. Ρύθμιση του χρέους πριν από την καταδίκη : αναστολή της ποινικής δίωξης VII. Ρύθμιση του χρέους μετά την καταδίκη: αναβολή και διακοπή εκτέλεσης της ποινής ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ Ι. Έννοια και αίτια του φαινομένου ΙΙ. Μέσα καταπολέμησης της εισφοροδιαφυγής ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ EΧΟΥΝ ΜΕΛΛΟΝ ; ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

12 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Ενώ όλοι διεκδικούμε τα δικαιώματά μας στις παροχές (συντάξεις), λίγοι αποδίδουμε την πρέπουσα σημασία στο κύριο μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, τις ασφαλιστικές εισφορές. Ωστόσο, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι αφενός το «αντίτιμο», στο πλαίσιο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, για την παρεχόμενη ασφαλιστική προστασία, αφετέρου η έμπρακτη εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης (πραγμάτωση της διανεμητικής δικαιοσύνης). Η αλληλεγγύη αυτή η τόσο κοινότοπα επαναλαμβανόμενη λέξη έχει και μια λησμονημένη (ή ίσως υποβαθμισμένη) πλευρά, εκείνη της συμμετοχής στη χρηματοδότηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης 1. Προτρέχοντας την ανάπτυξή μας, η ασφαλιστική εισφορά είναι η καταβολή (ή παρακράτηση) ενός χρηματικού ποσού γι έναν ειδικό σκοπό, τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Η καταβολή της είναι αναγκαίος όρος για την πρόσβαση του ασφαλισμένου στις ασφαλιστικές παροχές. Υπό αυτή την έννοια, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι ο κορμός της κοινωνικής ασφάλισης. Σε αυτές οικοδομείται κάθε δικαίωμα στις παροχές. Από αυτές πηγάζει ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της έννομης σχέσης. Να υπενθυμίσουμε ότι το δίκαιο κοινωνικών ασφαλίσεων συγκροτείται από ένα σύνολο αμοιβαίων δημοσίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ ασφαλιστικών φορέων και πολιτών 2. Πρόσθετα, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών επιτυγχάνεται μια αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων μισθωτών. Η εισφορά δεν είναι μια απλή πηγή χρηματοδότησης. Στα συστήματα τύπου Bismarck, από τις καταβολές του θεσμού, οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών αποτελούσαν την πρωταρχική πηγή εσόδων του 3. Γενικά, οι ασφαλιστικές εισφορές εκφράζουν τη λογική όλου του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Η αρχή της αναλογικότητας («ανταποδοτικότητα») οργανώνεται γύρω από την έννοια της ασφαλιστικής εισφοράς. Η σύνταξη οφείλει να βρίσκεται σε κάποια σχέση αναλογίας προς τις εισφορές. Αποδεσμευμένη από 1 Πρβλ. A. Euzéby, Pour une approche éthique de la protection sociale dans l Union Européenne, Revue du Marché commun et de l Union européenne 2009, σελ. 428 (431). 2 Βλ. Κ. Κρεμαλή, Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αθήνα Κομοτηνή, 1985, σελ. 28. 3 Βλ. BIT, Sécurité sociale : quelle méthode de financement? Une analyse internationale, 1983.

13 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ μια καθαρά οικονομική πρόσληψη, η κατανόηση της εισφοράς περνά, όπως τονίζεται, τόσο μέσα από την ανάλυση του (έμμεσου) μισθού, όσο και μέσα από την παρέμβαση του Κράτους για τη ρύθμιση (προστασία) της εργασιακής κατάστασης 4. Το αντικείμενο της διατριβής περιορίστηκε στο νομικό καθεστώς του ΙΚΑ ΕΤΑΜ για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών διαφοροποιούνται από εκείνες των αυτοαπασχολουμένων, και δεύτερον με την τάση ενοποίησης των Ταμείων, το ΙΚΑ ΕΤΑΜ αναδεικνύεται πλέον στον κύριο και αποκλειστικό γενικό φορέα (κύριας) ασφάλισης των μισθωτών. Σε αντίθεση με τους μισθωτούς, όπου στη χρηματοδότηση συμμετέχουν και οι εργοδότες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αναλαμβάνουν οι ίδιοι εξ ολοκλήρου το βάρος της χρηματοδότησης των φορέων τους 5. Μεθοδολογικά, η διατριβή αναπτύσσεται σε δύο μέρη. Σ ένα πρώτο μέρος, συγκροτείται δικαιικά η έννοια της ασφαλιστικής εισφοράς με τη βοήθεια των τυπολογικών της γνωρισμάτων. Η διευκρίνιση του ορισμού της ασφαλιστικής εισφοράς μέσω των χαρακτηριστικών της θα βοηθήσει, στο μέρος αυτό, στη διερεύνηση και της νομικής της φύσης. Η νομική φύση είναι ένα κλασικό πλέον ζήτημα του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, όπου είναι εμφανής και διαρκής η διχοστασία, όχι άμοιρο, όπως θα δούμε, πρακτικών συνεπειών. Σ ένα δεύτερο μέρος, εξετάζεται το νομοθετικό καθεστώς των ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ. Η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών έχουν γεννήσει μια πληθώρα νομικών προβλημάτων στα οποία κλήθηκε να δώσει τις δικές της λύσεις η νομολογία. Αυτές τις λύσεις προσπαθούμε να συστηματικοποιήσουμε (στο μέρος αυτό) και να προάγουμε ερμηνευτικά με την περαιτέρω ανάλυσή τους. Ιούνιος 2010 4 Βλ. J J. Dupeyroux, Droit de la sécurité sociale, 15 e éd., Paris, σελ. 222.

14 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ 5 Βλ. Α. Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 14.

15 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ Ο όρος «εισφορά», παρότι χρησιμοποιείται ευρέως, στο ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο δίκαιο, με τη σημασία της επιβάρυνσης, της καταβολής, είτε σε χρήμα είτε σε είδος, προσλαμβάνει μια ιδιαίτερη χροιά μέσα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το σημαινόμενο εδώ ταυτίζεται, ή ακόμη γίνεται και συνώνυμο τόσο με τη χρηματοδότηση όσο και με την πραγμάτωση των σκοπών του θεσμού. Γενικά, θα λέγαμε ότι οι καταβολές της έννοιας είναι μάλλον ιδιωτικού δικαίου. Η συνέχεια, όμως, ανήκει στο δημόσιο. Ωστόσο, ο όρος «εισφορά» στη γενική του διατύπωση δεν υπονοεί αναγκαστικά και τις ασφαλιστικές εισφορές. Η διαπίστωση αυτή συνάγεται και από το άρθρο 25 παρ. 11 του α.ν. 1846/1951, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι απαλλαγές από εισφορές που προβλέπονται σε ποικίλες διατάξεις «δεν καταλαμβάνουν και τις υπέρ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης εισφορές...» 6. Εκ προοιμίου γίνεται φανερό ότι οι ασφαλιστικές εισφορές υποδηλώνουν μια προτίμηση για το βισμαρκιανό μοντέλο, για μια ασφάλιση επαγγελματικού τύπου 7. Αντίθετα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας τύπου Βeveridge απομακρύνονται από την επαγγελματική ένταξη του ενδιαφερομένου και, προσφεύγοντας σε μια ευρύτερη χρηματοδότηση μέσω της φορολογίας, επικεντρώνονται περισσότερο στην κοινωνική ιδιότητα του πολίτη (social citizenship). Παρόλα αυτά δύσκολα απαντώνται αμιγώς χρηματοδοτούμενα από τη φορολογία συστήματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ανταποδοτικά συστήματα, 6 Βλ. ΣτΕ 1479/95, ΕΔΚΑ, ΛΖ (1995), σελ. 596 επ. με αντίθετη ωστόσο μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία ο όρος εισφορά καταλαμβάνει κάθε εισφορά και επομένως και τις εισφορές κοινωνικές ασφάλισης. 7 Βλ. J P. Chauchard, Droit de la sécurité sociale, LGDJ, Paris, 1994, σελ. 156.

16 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ όπου οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν το κυρίαρχο μέσο χρηματοδότησης. Και τα δύο πρότυπα στην πράξη στηρίζονται σε μικτές πηγές χρηματοδότησης 8. Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, παρά την προτίμησή του στην επαγγελματικού τύπου ασφάλιση και στον κύριο ρόλο της εισφοράς για τη χρηματοδότησή του, δεν έχει πάψει από τη στιγμή που «ανδρώθηκε» να αντλεί πόρους, με τη μορφή τακτικών ή έκτακτων επιχορηγήσεων, από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεν συγκεντρώνει, με άλλα λόγια, τους πόρους του αποκλειστικά από τα επαγγελματικά εισοδήματα, αλλά προσφεύγει και σε ευρύτερες πηγές χρηματοδότησης. Ο «τύπος» της ασφαλιστικής εισφοράς συγκροτείται από μια σειρά στοιχείων. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν διαχρονικά μέσα από διαδοχικές νομοθετικές επεμβάσεις. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι εκείνα που εντάσσουν, κατά τη διαδικασία της υπαγωγής, μια εισφορά στον τύπο της ασφαλιστικής εισφοράς. Η ασφαλιστική εισφορά δεν είναι «έννοια», με τη στενή της πρόσληψη, που συντρέχει μόνο όταν συγκεντρωθούν όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Πρόκειται, για την ακρίβεια για τύπο (Typus) ο οποίος, όπως γίνεται δεκτό για κάθε «τύπο», δεν μπορεί να οριστεί, αλλά μάλλον να περιγραφεί. Στον «τύπο» της ασφαλιστικής εισφοράς γίνεται ένταξη με βάση μια συνολική εκτίμηση των εμφανιζομένων χαρακτηριστικών η τυπολογική σκέψη είναι συνάμα, γι αυτό, και τελολογική 9. Συγκεκριμένα, η ασφαλιστική εισφορά είναι η καταβολή (ή παρακράτηση) ενός χρηματικού ποσού γι έναν ειδικό σκοπό, τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή ενός ασφαλιστικού φορέα 10. Συγχρόνως, η καταβολή της είναι ο αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στις ασφαλιστικές παροχές και γενικότερα για την πρόσβαση στην ασφαλιστική προστασία 11. Αυτός ο ειδικός σκοπός της εισφοράς τη διαφοροποιεί κατά κύριο λόγο από τη 8 Βλ. ILO, Financing pension systems in Social security pensions Development and reform, Geneva 2000, σελ. 139. Για συγκριτική επισκόπηση, πρβλ. J P. Visconti, L organisation financière du régime général de sécurité sociale, Bordeaux, 1978. 9 Βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, Αθήνα Κομοτηνή, 2000, σελ. 102. 10 Βλ. X. Prétot, not. CE, 26 oct. 1990, Dr.soc. 1991, 140.

17 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ γενικότητα του φόρου. Γενικά, τα ποσά που καταβάλλονται ως ασφαλιστικές εισφορές εμφανίζονται ως αντάλλαγμα για την ανάληψη του βάρους κάλυψης των ασφαλιστικών κινδύνων. Ωστόσο, ας διατηρήσουμε μια μικρή επιφύλαξη, αφού το χαρακτηριστικό αυτό δεν συναντάται πάντα, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις ποσών που ενώ εμπίπτουν στην έννοια της εισφοράς, δεν έχουν το ανωτέρω αντάλλαγμα. Η έννοια της ασφαλιστικής εισφοράς προκύπτει από τη συγκέντρωση των στοιχείων που θα αναπτύξουμε εκτενέστερα παρακάτω. Ο χαρακτηρισμός ενός ποσού ως εισφοράς ή όχι δεν εξαρτάται από τη νομοθετική του ονοματοδοσία, αλλά συνάγεται από τη φύση του. Το βάπτισμα που δίνει ο νομοθέτης σ ένα ποσό, δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της έννοιας και στον αποχαρακτηρισμό του ως ασφαλιστικής εισφοράς 12. Το πρόβλημα μπορεί να εμφανιστεί και αντίστροφα, δηλαδή κάποιοι πόροι αντί να χαρακτηριστούν ως ασφαλιστικές εισφορές χαρακτηρίζονται διαφορετικά. Με την υπαγωγή ενός ποσού στην έννοια της εισφοράς συνδέονται ορισμένες έννομες συνέπειες. Επομένως, η όλη συζήτηση δεν αποτελεί μια θεωρητική ομφαλοσκόπηση, αλλά έχει μια έντονα πρακτική ωφελιμότητα. Ο νομοθέτης επιφυλάσσει συγκεκριμένη έννομη μεταχείριση στις ασφαλιστικές εισφορές, διαφορετική απ ό,τι για τους κοινωνικούς πόρους ή τους φόρους, όπως λ.χ. ρητά προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 11 Α.Ν. 1846/1951 13 συγκεκριμένα, «απαλλαγές από εισφορές ή μειώσεις που έχουν θεσπιστεί υπέρ νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ιδρυμάτων και οποιουδήποτε άλλου οργανισμού ή λογαριασμού δεν καταλαμβάνουν και τις υπέρ οργανισμών 11 Βλ. S. Muckel, Sozialrecht, 2. Auflage, Munchen, 2007, σελ. 84. 12 Έτσι ο Γ. Βακαλόπουλος, Η ειδική εισφορά συνταξιούχων, Ε.Δ.Κ.Α. ΛΕ, 1993, σελ. 88 89. 13 Έτσι η ΣτΕ 84/1992, Δ.Ε.Ν. 49/1993, σελ. 139 για την απαλλαγή της ΔΕΗ από φόρους και τέλη όχι όμως από τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ΣτΕ 1479/1995 [Ε.Δ.Κ.Α. ΛΖ (1995), σελ. 596 επ.], για την μη υπαγωγή των ασφαλιστικών εισφορών στην παγιοποίηση των φόρων, τελών, εισφορών και άλλων επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων που θεσπίστηκαν με τον αναπτυξιακό νόμο 4171/1961, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η απαλλαγή τους. Βλ. όμως αντίθετη γνώμη μειοψηφίας, η οποία θεωρεί ότι η γενική αναφορά του όρου «εισφορές» «λόγω της αδιαστίκτου διατυπώσεώς της, αύτη καταλαμβάνει οιασδήποτε εισφοράς υπέρ πάσης φύσεως ταμείων, οία είναι και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως..»

18 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ κοινωνικής ασφάλισης εισφορές, εκτός αν ρητά προβλέπεται τούτο από σχετική διάταξη νόμου...». Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα όσα θα αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω, αφορούν τη δημόσια (υποχρεωτική) κοινωνική ασφάλιση είτε αυτή εμφανίζεται ως κύρια είτε ως επικουρική δηλαδή τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, η νομική φύση των εισφορών μπορεί να αλλάζει, όταν πρόκειται για συστήματα επαγγελματικής και ειδικότερα για Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης του ν. 3029/02. Ι. Ο ειδικός σκοπός των εισφορών : οι εισφορές ως μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης Τα μέσα χρηματοδότησης στα οποία μπορεί να στηριχθεί ένα κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα είναι συγκεκριμένα. Η επιλογή τους όμως δεν μπορεί να είναι τυχαία. Παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, κανένα σχεδόν σύστημα δεν στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα είδος οικονομικού πόρου, το κύριο μέσο είναι καθοριστικό για το όλο σύστημα. Η επιλογή της φορολογίας ως μέσου χρηματοδότησης συνεπάγεται τον καθολικό, ομοιόμορφο χαρακτήρα των παροχών. Αντίθετα, την πρωτοκαθεδρία στη χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (επαγγελματικού τύπου) έχει η ασφαλιστική εισφορά 14. Εδώ, η ασφαλιστική εισφορά βρίσκεται στον πυρήνα του θεσμού. «Εισφοροκεντρικός» είναι ο χαρακτήρας της πλειοψηφίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης 15. 14 Ο όρος «κοινωνική ασφάλιση» άλλωστε αυτό ακριβώς υποδηλώνει: την υιοθέτηση του βισμαρκιανού μοντέλου, της επαγγελματικού τύπου ασφάλισης. Αντίθετα, ο όρος «κοινωνική ασφάλεια» έχει στόχο την συνολική κάλυψη του πληθυσμού με την εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης μέσω της φορολογίας. Στην Ελλάδα, επικρατεί ο όρος κοινωνική ασφάλιση, υποδηλώνοντας την κύρια κατεύθυνση του θεσμού. Σε άλλες χώρες έχει καθιερωθεί ο όρος κοινωνική ασφάλεια (social security, securite sociale, soziale Versicherung) υποδηλώνοντας ίσως την ιδέα παρά την πραγματικότητα. 15 Εισφοροκεντρικό χαρακτήρα διατηρούν επίσης και τα μικτά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συγχρηματοδοτούνται και από άλλες πηγές, π.χ. μέσω της φορολογίας. Η αύξηση τα τελευταία χρόνια της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν σημαίνει αλλοίωση της φυσιογνωμίας των συστημάτων αυτών. Βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβανίδη (Η εξέλιξη στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως, Αθήνα Κομοτηνή 2004, σελ. 254), σύμφωνα με την οποία οι εισφορές

19 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας (social security) στηρίζονται κυρίως στη φορολογία. Ωστόσο, στην πράξη δεν απαντώνται συστήματα κοινωνικής ασφάλειας με αμιγή χαρακτήρα. Έτσι, ένα σύστημα τύπου Beveridge, χρηματοδοτούμενο εξολοκλήρου από τη φορολογία και έχοντας ως στόχο την εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης για κάθε πολίτη, συμπληρώνεται από ένα επαγγελματικού τύπου σύστημα, το οποίο αναγκαία στηρίζεται σε εισφορές και αναπληρώνει ως ένα βαθμό το εισόδημα των εργαζομένων. Από την άλλη μεριά, ας λάβουμε υπ όψιν μας ότι το κέντρο βάρους στη χρηματοδότηση ποικίλει ανάλογα με τον κλάδο παροχών 16. Λ.χ. συνήθως, τα συστήματα χορήγησης οικογενειακών παροχών χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, γιατί η προστασία της οικογένειας ανάγεται στη σφαίρα της εθνικής αλληλεγγύης 17. Στην Ελλάδα, να τονίσουμε ότι διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση, αφού ο ΔΛΟΕΜ (Διανεμητικός Λογαριασμός Οικογενειακών Επιδομάτων Μισθωτών) στηρίζεται στην προηγούμενη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών τα πολυτεκνικά επιδόματα αντιθέτως χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η επιλογή της ασφαλιστικής εισφοράς ως χρηματοδοτικού μέσου προκρίθηκε και από το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Τόσο τα συστήματα ασφάλισης μισθωτών (ΙΚΑ ΕΤΑΜ, ειδικά ταμεία μισθωτών 18 ), όσο και τα συστήματα ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, κλπ) στηρίζονται σε εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών στην περίπτωση των ανεξάρτητων επαγγελματιών μόνο σε εισφορές των ασφαλισμένων. Ομοίως, οι δημόσιοι υπάλληλοι καταβάλλουν κι αυτοί εισφορές, γνωστές περισσότερο ως «κρατήσεις» 19 οι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι το 1990 δεν κατέβαλαν εισφορές 20, παραμένουν το κύριο μέσο χρηματοδότησης ανεξάρτητα από τον τύπο του κάθε ασφαλιστικού συστήματος (Bismarck ή Beveridge). 16 Βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβανίδη, ό.π., σελ. 251 επ. 17 Βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβανίδη, Η προστασία από τον κίνδυνο των οικογενειακών βαρών με προσφυγή στην εθνική αλληλεγγύη. Πρόταση για τη δημιουργία ενιαίου ταμείου, ΕΔΚΑ ΜΖ (2005), σελ. 561 επ. 18 Με το ν. 3655/08 έχουν ενταχθεί πλέον, σε μεγάλο βαθμό, στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ. 19 Πρόκειται για όρο που πλησιάζει την έννοια του φόρου χωρίς ειδική αντιπαροχή. 20 Ο ν. 1902/90 καθιέρωσε για πρώτη φορά σε βάρος τους ασφαλιστικές εισφορές. Το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων συνδέεται άμεσα με υπηρεσιακό

20 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ καθώς κι οι ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ. Ο ΟΓΑ ιδρύθηκε με το ν. 4169/61 στο πρότυπο του Beveridge, αλλά σχετικά πρόσφατα με το ν. 2458/97 προσέλαβε μορφολογικά χαρακτηριστικά φορέα κοινωνικής ασφάλισης (τύπου Bismarck). Οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, επιβαλλόμενες υποχρεωτικά από το νόμο χάριν των σκοπών της κοινωνικής ασφαλίσεως, θεωρούνται από τη νομολογία πόροι των ασφαλιστικών οργανισμών. Η θεώρηση αυτή είναι αρκετά ευρεία για να περιορίζεται μόνο στις ασφαλιστικές εισφορές. Έτσι, έγινε δεκτό από τη νομολογία ότι οι προσαυξήσεις που επιβάλλονται στις ασφαλιστικές εισφορές, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής, δεν αποτελούν τόκους, αλλά πόρους των ασφαλιστικών οργανισμών 21. Οι εισφορές των ασφαλισμένων περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο. Κύριος πόρος των Ταμείων είναι η υποχρεωτική εισφορά ασφαλισμένων και εργοδοτών 22. Από την παραδοχή αυτή, η νομολογία συνάγει τη γενική αρχή ότι «δεν επιστρέφονται σ αυτούς που τις κατέβαλαν και όταν ακόμη, κατά περίπτωση, είναι βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση σε τούτους ασφαλιστικών παροχών» 23. Κάμψη της γενικής αυτής αρχής επιτρέπεται μόνο όταν υπάρχει αντίθετη ρητή νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών 24. Τα ασφαλιστικά ταμεία ως νομικά πρόσωπα ειδικών σκοπών απολαμβάνουν περιουσιακής αυτοτέλειας 25. Η περιουσία τους, δηλαδή το ασφαλιστικό τους κεφάλαιο, που αποβλέπει αποκλειστικά και μόνο στην πραγματοποίηση των κοινωνικοασφαλιστικών σκοπών, σχηματίζεται καθεστώς. Ωστόσο, η κάποια ιδιομορφία του δικαιώματος στη σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων ως συνέχεια του μισθού μετά τη λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης αρχίζει να υποχωρεί. Η κοινωνική ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων εξομοιώνεται κατά κάποιο τρόπο με την ασφάλιση των μισθωτών. 21 Βλ. ΔιοικΕφΑθ 34/1994, ΕΔΚΑ ΛΖ (1994), σελ. 611. 22 Βλ. Χρ. Αγαλλόπουλου, Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, Αθήναι, 1955, σελ. 155. Πρβλ. Π. Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβάνη, Η εξέλιξη στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σελ. 257 επ. 23 Βλ. ΤριμΔιοικΠρωτΘεσ 4177/96, ΕΔΚΑ Μ (1998), σελ. 127, ΔιοικΠρωτΑθ 2307/99, ΔιΔικ 2001, σελ. 1034. 24 Βλ. ΣτΕ 701/84, ΝοΒ 33, σελ. 177.

21 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ κυρίως από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, στην περίπτωση της ασφάλισης μισθωτών. Aς σημειώσουμε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές ως περιουσιακό στοιχείο των Ταμείων δεν προστατεύονται ως ιδιοκτησιακά δικαιώματα, στο πλαίσιο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή του άρθρου 17 του Συντ/τος. Η περιουσία ενός οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης ως νπδδ, όπως το διευκρίνισε η ΣτΕ 3096/01 26, δεν έχει αναγνωριστεί σε αυτό με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά με το σκοπό να εξυπηρετούνται με αυτή ή με τους πόρους από αυτή οι κρατικοί σκοποί για την εξυπηρέτηση των οποίων έχει συσταθεί οργανισμός. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος, μεταβιβάζοντας τις αρμοδιότητες ενός ταμείου σε άλλο (με τη διαδικασία της συγχώνευσης), να μεταβιβάσει και την περιουσία του (που σχηματίστηκε κυρίως από ασφαλιστικές εισφορές) 27. Ο σκοπός γενικά της εισφοράς προβάλλει και στο κοινοτικό δίκαιο κοινωνικής ασφάλειας. Εδώ, ο σκοπός είναι το μοναδικό στοιχείο, αποδεσμευμένο από το δικαίωμα σε παροχή. Από την πλευρά του κοινοτικού δικαίου, το οποίο καθοδηγείται από την ανάγκη συντονισμού που υποκρύπτει ωστόσο μια κάποια εναρμόνιση μέσω των κοινοτικών εννοιών 28 των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης 29, κάθε μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν αποτελεί εισφορά για το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ε.Ο.Κ. 1408/71 (883/04) 30. 25 Βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 19 η εκδ., ό.π., σελ. 365. 26 Βλ. ΤοΣ 1/2002, σελ. 124. 27 Βλ. ΣτΕ 283/95, Αρμ. 1995, σελ. 683. Πρβλ. Μ. Βροντάκη, Το ζήτημα της συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας των δημόσιων νομικών προσώπων, στο Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 1979, τομ. ΙΙ, Αθήναι Κομοτηνή, 1982, σελ. 397 επ. 28 Πρβλ. Ά. Στεργίου, Ο κοινοτικός δικαστής και ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, Θεσσαλονίκη, 1997. 29 Στο πλαίσιο των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της μιας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης, αυτής του τόπου εργασίας (lex loci laboris), η οποία στοχεύει στην αποφυγή διπλής οικονομικής επιβάρυνσης των εργαζομένων. 30 Βλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 15.2.2000, Υπόθεση C 34/98 Επιτροπή ΕΚ κατά Γαλλίας, ΕΔΚΑ 2000, σελ. 651.

22 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Ειδικότερα, τη σύνδεση της έννοιας της ασφαλιστικής εισφοράς με τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης επιχείρησε και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (υπόθεση C 34/98, CRDS), ακολουθώντας έτσι μια διευρυμένη πρόσληψη της έννοιας της εισφοράς. Το ΔΕΚ αντιλαμβάνεται ως εισφορά κοινωνικής ασφάλισης κάθε οικονομική επιβάρυνση η οποία αποσκοπεί στη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κι η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού ΕΟΚ 1408/71 (νέος Κανονισμός 883/04). Η νομολογία αυτή κατασκευάζει μια κοινή έννοια της ασφαλιστικής (κοινωνικής) εισφοράς. Σύμφωνα με τη νομολογιακή αυτή κατασκευή κρίσιμο παράγοντα στη διαμόρφωση της έννοιας της ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί η χρηματοδότηση, ενώ φαίνεται να αναγνωρίζεται ένας δευτερεύων ρόλος στο στοιχείο της αντιπαροχής ή του ανταλλάγματος στην προστασία που παρέχεται από τον ασφαλιστικό φορέα 31. Με βάση τα δεδομένα του ελληνικού κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, όπου οι κοινωνικοί πόροι εξακολουθούν να χρηματοδοτούν ορισμένους φορείς, η αβασάνιστη υιοθέτηση μιας τέτοιας άποψης ελλοχεύει κινδύνους, όπως την ένταξη των κοινωνικών πόρων ως εισφορών εν ευρεία εννοία στο σύστημα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς εφαρμογή των κανόνων ισότητας ως προς την επιβάρυνση των υποχρέων που δεν προσδοκούν ωφέλεια ούτε βρίσκονται στον κύκλο των υποχρέων που έμμεσα σχετίζονται με τους επωφελούμενους. Έτσι, ανεξάρτητα από τον τρόπο και το μέσο που επιλέγει για τη χρηματοδότησή του το κάθε εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ή κοινωνικής ασφάλειας), από όποια πηγή και αν προέρχονται οι πόροι του (φορολογία, επιβάρυνση ασφαλισμένων ή εργοδοτών) καλούνται εισφορές. Με τον τρόπο αυτό το κοινοτικό δίκαιο προβαίνει σε μια έμμεση αξιολόγηση των τυπολογικών στοιχείων της έννοιας της εισφοράς, χαρακτηρίζοντας ως 31 Βλ. παρακάτω, σελ. Πρβλ. Γ. Βακαλόπουλο, Η ειδική εισφορά συνταξιούχων, ό.π., σελ. 88 89. Η ασφαλιστική εισφορά προορίζεται μεν για την χρηματοδότηση, αποτελεί όμως ταυτόχρονα γενεσιουργό αιτία δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και αντίστοιχων υποχρεώσεων ων φορέων.

23 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ πρωταρχικό τον ειδικό προορισμό του επίδικου οικονομικού βάρους, τον ειδικό σκοπό, δηλαδή τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Η παραπάνω οπτική του κοινοτικού δικαίου της κοινωνικής ασφάλειας, δικαιολογημένη ενόψει της ιδιαίτερης αποστολής του, διευρύνει την έννοια της ασφαλιστικής εισφοράς αποδίδοντάς της ταυτόχρονα, μονοσήμαντη (μονοδιάστατη) ερμηνεία. Η προσέγγιση όμως αυτή, που αντιμετωπίζει την εισφορά ως απλή οικονομική επιβάρυνση, αποψιλώνει την εισφορά από τα λοιπά στοιχεία της φυσιογνωμίας της, υποβαθμίζοντάς τα, όπως λ.χ. τη σχέση της με τις ασφαλιστικές παροχές, που τη διαφοροποιούν από άλλες πηγές χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης (όπως τη φορολογία). Επιπρόσθετα, η κοινοτική προσέγγιση των εισφορών δεν μπορεί να έχει ως κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι προορίζονται για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με ενιαίο τρόπο οι ασφαλιστικές εισφορές και οι κοινωνικοί πόροι που ενισχύουν κι αυτοί τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων. Εξάλλου, ας λάβουμε υπόψη μας ότι τη στιγμή που η ασφαλιστική εισφορά συνδέεται μ ένα στόχο, σημαίνει ότι η έννοια της εξελίσσεται παράλληλα με το στόχο αυτό. Η έννοια της εισφοράς καταλήγει να εξαρτάται από την εξέλιξη της κοινωνικής ασφάλισης. Πώς γίνεται αντιληπτή σήμερα η κοινωνική ασφάλιση ; Όταν οι εισφορές αποτελούν ένα μέρος των πόρων ενός θεσμού που αναλαμβάνει μια ευρύτερη κοινωνική αποστολή, τότε η φύση της ασφαλιστικής εισφοράς έχει μεταβληθεί προς φορολογικά μορφώματα. Αν η κοινωνική ασφάλιση ολισθήσει προς πιο ανταποδοτικά σχήματα, τότε η εισφορά θα αποκτήσει έναν πιο «ιδιωτικό» και περιουσιακό χαρακτήρα. Ο σκοπός μετατρέπει την ασφαλιστική εισφορά σε μια έννοια με μεταβλητή γεωγραφία. Η ασφαλιστική εισφορά είναι το ζωτικό στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης. Αποτελεί τη βασική πηγή χρηματοδότησής της. Χωρίς την ασφαλιστική εισφορά δεν μπορεί να νοηθεί κοινωνική ασφάλιση που στηρίζει τη λειτουργία της (και) στην ασφαλιστική τεχνική 32. Σύμφωνα με την τελευταία, η 32 Βλ. Χρ. Αγαλλόπουλου, ό.π., σελ. 7 και 52.

24 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ εισφορά του ασφαλισμένου αποτελεί την αντιπαροχή, το αντάλλαγμα για την προστασία που του παρέχεται. Το στοιχείο αυτό φέρνει την κοινωνική ασφάλιση στο πλησιέστερο σημείο συνάντησης με την ιδιωτική ασφάλιση. Με τον ίδιο τρόπο, το ασφάλιστρο αποτελεί την αντιπαροχή στην προστασία που του παρέχεται μέσω της σύμβασης ιδιωτικής ασφάλισης. Από το σημείο αυτό όμως ξεκινά και η διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικού και ιδιωτικού μοντέλου ασφάλισης. Έτσι, η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν στηρίζεται αποκλειστικά στα ποσά που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι προσδοκώντας ανάλογη προστασία από τον ασφαλιστικό φορέα. Γενικά, ο ειδικός σκοπός των ασφαλιστικών εισφορών που είναι η συμπερίληψή τους στους πόρους ενός Ταμείου, αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, αλλά όχι το αποκλειστικό. Αν εμμείνουμε σε αυτό, κινδυνεύουμε να διαστείλουμε υπερβολικά την έννοια της ασφαλιστικής εισφοράς. Άλλωστε, η προηγούμενη καταβολή εισφορών αποτελεί ένα από τα κριτήρια που διαφοροποιούν την κοινωνική ασφάλιση (ασφαλιστική παροχή) από την κοινωνική πρόνοια (προνοιακή παροχή). Η τελευταία χρηματοδοτείται αποκλειστικά από φόρους (άμεσους ή έμμεσους). Ωστόσο, το κριτήριο της χρηματοδότησης, ένα ουσιαστικό κριτήριο, γνωρίζει μια σχετικότητα, αφού η κοινωνική ασφάλιση δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε εισφορές, αλλά περιλαμβάνει κι άλλους φορολογικής φύσης πόρους 33. Ίσως, αξία έχει ως κριτήριο όχι τόσο η αποκλειστικότητα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης από εισφορές όσο η αποκλειστικότητα χρηματοδότησης της κοινωνικής πρόνοιας από φόρους. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται γι ένα ασφαλές κριτήριο που δεν γνωρίζει εξαιρέσεις. ΙΙ. Οι ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν σε ορισμένο χρονικό διάστημα απασχόλησης 33 Βλ. Α. Ματθαίου, Αλληλεπίδραση κανόνων δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας στους κλάδους αναπηρίας, γήρατος και οικογενειακών βαρών, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ. 68 επ., M. Borgetto, Le droit de la protection sociale dans tous ses états : la clarification nécessaire, Dr.soc. 2003, σελ. 637.

25 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Η παροχή εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της εισφοράς. Για την ένταξη του ατόμου στο περιβάλλον της ασφαλιστικής προστασίας, απαιτείται η συμμετοχή του στον ενεργό εργασιακό βίο, ή για τους έμμεσα ασφαλισμένους η ένταξή τους στο οικογενειακό περιβάλλον του εργαζομένου. Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών συνδέεται με την παροχή εργασίας. Όταν κάποιος απασχολείται πραγματικά και για όσο χρόνο διαρκεί η απασχόλησή του, υπάγεται στην κοινωνική ασφάλιση (του ΙΚΑ ΕΤΑΜ), υποχρεούμενος στην καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών. Χωρίς εργασία, δεν υπάρχει, κατά κανόνα, και υποχρέωση καταβολής εισφορών, εκτός κι αν αυτό προβλέπεται από το νόμο (λ.χ. περιπτώσεις ασθένειας και διαθεσιμότητας όπου καταβάλλεται μέρος των αποδοχών). Όπως δέχθηκε το ΣτΕ, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος, η παροχή εργασίας αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται θεμιτώς υπ όψιν από το νομοθέτη για την αναγνώριση χρονικών περιόδων ως καλυπτομένων ασφαλιστικώς, εφόσον μάλιστα η πραγματική παροχή εργασίας συνεπάγεται την επίκαιρη καταβολή εισφορών 34. Έτσι, λ.χ. οι μέτοχοι των Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας που αποκαθίστανται διοικητικώς αλλά δεν επανέρχονται στην ενεργό υπηρεσία δεν δικαιούνται συμπληρωματικού μερίσματος ή εφάπαξ βοηθήματος. Οι ασφαλιστικές παροχές και εισφορές συναρτώνται από την παροχή εργασίας. Αντίθετα, οι παροχές μη ανταποδοτικού χαρακτήρα δεν εξαρτώνται από την παροχή εργασίας και κατά συνέπεια από την προηγούμενη καταβολή εισφορών 35. Αλλού πάλι έγινε δεκτό νομολογιακά ότι ασφαλιστέα είναι η πραγματική κατά πλήρη απασχόληση υπηρεσία (άρα δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος οιονεί διαθεσιμότητας) 36. Αν καταβληθούν τυχόν εισφορές από τον εργοδότη, δεν δημιουργούνται για το διάστημα αυτό που δεν αντιστοιχεί σε πραγματική απασχόληση προϋποθέσεις απόληψης επιπλέον παροχών. 34 Βλ. ΣτΕ 5030/97, ΕΔΚΑ Μ (1998), σελ. 474. 35 Βλ. Ελ.Συν. 592/02, ΕΔΚΑ ΜΕ (2003), σελ. 123. 36 Βλ. Βλ. ΣτΕ 3134/92, ΕΔΚΑ ΛΕ (1993), σελ. 241.

26 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ Εξάλλου, για την επίκληση της τυπικής ασφάλισης απαιτείται πραγματική απασχόληση του ασφαλισμένου 37. Κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ασφαλιστέο, κατ εφαρμογή της αρχής αυτής, χρονικό διάστημα που δεν αντιστοιχεί σε πραγματική απασχόληση, όπως ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης 38. Ωστόσο, η θέση αυτή φαίνεται ιδιαίτερα αυστηρή, αφού και στην περίπτωση της παράνομης αναγνώρισης στην ασφάλιση του φορέα χρόνου που δεν αντιστοιχεί σε χρόνο πραγματικής ασφάλισης, υπάρχει πραγματική κατάσταση δημιουργική δικαιωμάτων, καλόπιστη καταβολή εισφορών κι ανεπιφύλακτη είσπραξή τους 39. ΙΙΙ. Οι εισφορές ως αναγκαίος όρος πρόσβασης στην ασφαλιστική προστασία Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στοχεύει όχι μόνο στη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και σε κάποιο αντάλλαγμα από την πλευρά των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης από τους ασφαλισμένους γίνεται ενόψει ενός σκοπού, της παροχής προστασίας. Κατά βάση ο σκοπός των ασφαλιστικών εισφορών δεν είναι τόσο η χρηματοδότηση του θεσμού όσο η κάλυψη των ασφαλιστικών κινδύνων. Η καταβολή εισφορών είναι η κύρια προϋπόθεση για την πρόσβαση στην προστασία. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι από τα πιο βασικά του θεσμού. Όπως αναφέρει ο Γ. Βακαλόπουλος, η ασφαλιστική εισφορά προορίζεται για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης «αλλά ταυτόχρονα, αποτελεί γενεσιουργό αιτία δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και υποχρεώσεων των φορέων σχετικά με την εκπλήρωση των παροχών» 40. Το βασικό γνώρισμα της ασφαλιστικής εισφοράς πρέπει να αναζητηθεί στο δεσμό της με το δικαίωμα στις 37 Βλ. Β. Ρώτη, Νομικά κείμενα, Αθήνα, 1989, σελ. 720. 38 Βλ. ΣτΕ 4491/01, ΕΔΚΑ ΜΔ (2002), σελ. 660. 39 Βλ. έτσι ΤριμΔιοικΠρωτΑγρινίου 54/90, ΕΔΚΑ ΛΓ (1991), σελ. 528 40 Βλ. Γ. Βακαλόπουλου, Η ειδική εισφορά συνταξιούχων, ό.π., σελ. 88 και 89.

27 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ παροχές 41. Το ζητούμενο: ποια είναι η μορφή αυτού του ανταλλάγματος και σε ποιο βαθμό συνδέεται με τις εισφορές ; Γενικά, η έννοια της εισφοράς δεν είναι ανεξάρτητη από την ασφαλιστική παροχή. Η σχέση της με την τελευταία καθορίζει την ίδια τη νομική φύση της εισφοράς. Αυστηρή ανταποδοτικότητα ή μια χαλαρή αναλογικότητα ; Η απάντηση αποτελεί ταυτόχρονα και την επιλογή του συστήματος κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί ο νομοθέτης. Η σύνδεση ανάμεσα στις εισφορές και τον ανταποδοτικό χαρακτήρα απαντάται και στη νομολογία. Έτσι, η Ολομ. Α.Π. 7/99 42 δέχθηκε ότι οι εισφορές του άρθρου 26 του ν. 2020/92 υπέρ Δ.Λ.Ο.Ε.Μ. Ο.Α.Ε.Δ. θεωρούνται κοινωνικοί πόροι, δεν έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα και καταβάλλονται υπέρ των οργανισμών αυτών ανεξάρτητα από το αν οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα για όμοιες παροχές από τους εργοδότες τους ή άλλους φορείς και από το αν στο παρελθόν αυτοί κατέβαλλαν ή όχι τις εισφορές αυτές. Διαφαίνεται λοιπόν η αποδοχή μιας σχέσης ανάμεσα στην καταβολή των εισφορών και την απόλαυση των παροχών. Το αντίθετο, δηλαδή ο μη χαρακτηρισμός μιας εισφοράς ως ασφαλιστικής επέρχεται όχι απλώς όταν δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα, αλλά όταν η έλλειψη ανταποδοτικότητας είναι βέβαιη, αποκλεισμένη εξαρχής. Αξίζει να αφιερώσουμε κάποιες περαιτέρω αναπτύξεις της έννοιας της ανταποδοτικότητας αμέσως παρακάτω. Α. Η έννομη σχέση κοινωνικής ασφάλισης, μια αμφοτεροβαρής σχέση; Η ασφαλιστική εισφορά είναι η πρωταρχική πηγή χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και το «αντάλλαγμα» για την λήψη παροχών σε περίπτωση έλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών δημιουργεί προσδοκία παροχών. Ωστόσο, ο δικαιούχος παροχής δεν είναι αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστικού φορέα 43. Η αξίωση για 41 Πρβλ. X. Prétot, La notion de cotisation de Sécurité sociale, Dr.soc. 1993, σελ. 523. 42 Βλ. ΕΔΚΑ ΜΑ (1999), σελ. 440. Βλ. σχετικά Χρ. Χριστοφοράτου, Ο χαρακτήρας των παροχών του ΔΛΟΕΜ και οι ρυθμίσεις του άρθρου 18 του ν. 1346/83, ΕΔΚΑ 1983, σελ. 451 επ. 43 Βλ. ΔιοικΠρωτΑθ 9857/83, ΕΔΚΑ 1983, σελ. 176.

28 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ παροχή είναι ένα δημόσιο εξ υποκειμένου δικαίωμα. Το χαρακτήρα του ως δημοσίου αποκτά από το ότι χορηγείται από την Πολιτεία μέσω ΝΠΔΔ και προστατεύεται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Το χαρακτήρα του ως «εξ υποκειμένου» δικαίωμα αποκτά από το ότι χορηγείται, εφόσον το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος 44. α) Η κοινωνική ασφάλιση είναι ασφάλιση, δηλαδή η ανάληψη της προστασίας έναντι ανταλλάγματος. Η ασφάλιση επιμερίζει τη ζημία ανάμεσα σε περισσότερους. Αυτός ο επιμερισμός καθίσταται δυνατός λόγω συμμετοχής των ασφαλισμένων στη χρηματοδότηση. Με αναγωγή σε όρους του ιδιωτικού δικαίου, η ασφαλιστική εισφορά είναι η αντιπαροχή για την παροχή προστασίας από ασφαλιστικούς κινδύνους 45. Αν και ο ζωτικός χώρος των ενοχών είναι το ιδιωτικό και ειδικότερα το ενοχικό δίκαιο, είναι δογματικά επιτρεπτή η σύνδεσή τους με το δημόσιο δίκαιο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν και στο δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων δημιουργούνται σχέσεις ή καταστάσεις που συνάδουν σε μια διαφορετική ιδιωτικού προσανατολισμού προσέγγιση. Στο πεδίο του κοινωνικο ασφαλιστικού δικαίου η κύρια σχέση που αναπτύσσεται είναι αυτή που υποχρεώνει τον ασφαλισμένο από τη μια μεριά και τον ασφαλιστικό οργανισμό από την άλλη σε εκατέρωθεν παροχές. Αναπτύσσονται δηλαδή συμφέροντα και από τις δύο πλευρές, κατάσταση ανάλογη με εκείνη των ενοχών του ιδιωτικού δικαίου 46, 47. Το 44 Βλ. Α. Πετρόγλου, Δίκαιον Κοινωνικής Ασφαλίσεως, τ. Α, Αθήναι, 1974, σελ. 192. 45 Την έννοια της αντιπαροχής δέχεται και η γερμανική εκδοχή της ασφαλιστικής εισφοράς, «Gegenleistung für den Versicherungsschutz und Vorleistung für spätere Leistungen». 46 Βλ. Φραγκίστα, ΕρμΑΚ 287 αρ. 3, ο οποίος κατ αρχήν επισημαίνει την διάκριση του πεδίου των ενοχών από τις σχέσεις δημοσίου δικαίου, αναγνωρίζει, όμως, ότι συνηθέστατα και στο δημόσιο δίκαιο εμφανίζονται σχέσεις στις οποίες «υποχρεούται τις προς έτερον εις παροχήν». Σ αυτές τις περιπτώσεις υποστηρίζει ότι επιβάλλεται ανάλογη και όχι απ ευθείας εφαρμογή των διατάξεων του ενοχικού δικαίου, αφού οι σχέσεις δημοσίου δικαίου «δεν δύνανται να θεωρηθούν ως γνήσιαι ενοχαί». 47 Η έννοια της παροχής καθώς και η σχέση παροχής αντιπαροχής προκύπτει πρωτίστως από το ενοχικό δίκαιο, που αποτελεί πρόσφορο πεδίο αναφοράς. Η παροχή κατά το ενοχικό δίκαιο είναι το περιεχόμενο της υποχρέωσης του οφειλέτη και της αντίστοιχης εξουσίας του δανειστή. Βλ. Μ. Σταθόπουλου, Γενικό ενοχικό δίκαιο, Αθήνα Κομοτηνή, 1998, σελ.49 επ., Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό δίκαιο γενικό μέρος Ι, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 45 επ., Απ. Γεωργιάδη Μ. Σταθόπουλου, Αστικός κώδιξ, κατ άρθρο ερμηνεία, ΙΙ Γενικό

29 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ γενικότερο ερώτημα που προκύπτει είναι σε ποιο βαθμό μπορεί να εισχωρήσει το ιδιωτικό δίκαιο με τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις και αρχές στο πεδίο του δημοσίου και ειδικότερα του κοινωνικο ασφαλιστικού δικαίου. Από την άποψη αυτή, ορθώς γίνεται δεκτό ότι η κοινωνικοασφαλιστική σχέση εμφανίζεται ως ex lege ενοχή δημοσίου δικαίου 48. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η νομική θέση του ασφαλισμένου. Αντίθετα, στις κλασσικές έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου ισχύει το imperium, όπου είναι δύσκολη η αντιστοίχιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του διοικουμένου. β) Αυτή η ασφαλιστική προστασία, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στη χορήγηση παροχών με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η προστατευτική ομπρέλα της κοινωνικής ασφάλισης καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης, που ξεκινά με την εγγραφή στο μητρώο κοινωνικής ασφάλισης και την καταβολή της εισφοράς μέχρι και την εκπλήρωση των ασφαλιστικών παροχών. Ο εισερχόμενος στην κοινωνική ασφάλιση εργαζόμενος καλύπτεται από ένα αίσθημα ασφάλειας, όπως ακριβώς συμβαίνει με αυτόν που επιχειρεί πτώση με αλεξίπτωτο. Από τη στιγμή που θα βρεθεί μετέωρος και όσο διαρκεί η ελεύθερη πτώση προτού καν ανοίξει το αλεξίπτωτο, αισθάνεται ήδη ασφαλής και προστατευμένος αφού γνωρίζει ότι, όταν χρειαστεί την προστασία του εξοπλισμού του, θα την έχει. Η σύνθετη και διαρκής έννομη σχέση που ιδρύεται ανάμεσα στα δύο μέρηασφαλιστικό φορέα και ασφαλισμένο, η σχέση κοινωνικής ασφάλισης 49, στο πλαίσιο της οποίας οριοθετούνται τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, περιλαμβάνει δύο διακριτά μεταξύ τους χρονικά διαστήματα : το πρώτο, χαρακτηρίζεται από την καταβολή εισφορών, ενώ το δεύτερο από την χορήγηση παροχών. Και τα δύο όμως διαστήματα περικλείουν την έννοια της ασφαλιστικής προστασίας. Κατά το διάστημα καταβολής των εισφορών, ο ενοχικό, άρθρο 287, αριθμ. 24 επ., Ι.Σπυριδάκη Ε.Περάκη, Αστικός Κώδιξ Β/1 Ενοχικό δίκαιο (γενικό μέρος) Αθήναι, 1977, άρθρο 287 ΑΚ. 48 Βλ. Κ. Κρεμαλή, Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αθήνα, 1985, σελ. 61. 49 Για την έννομη σχέση κοινωνικής ασφάλισης, βλ. Κ. Κρεμαλή, Η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, Αθήνα 1982, σελ. 89 επ.

30 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ ασφαλισμένος γίνεται φορέας ενός δικαιώματος (ασφαλιστικής προσδοκίας), έστω και ατελούς 50, στη λήψη ασφαλιστικών παροχών. Αντίστοιχα, στην ιδιωτική ασφάλιση η αντιπαροχή του ασφαλιστικού φορέα κατά το στάδιο αυτό είναι παροχή «ετοιμότητας» 51 άλλως «ασφαλιστική ετοιμότητα» 52. Το δικαίωμα αυτό γίνεται πλήρες μετά την έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, οπότε η απλή προσδοκία παροχών μετατρέπεται σε αξίωση για χορήγηση παροχών. γ) Η ασφαλιστική εισφορά είναι ο κύριος χρηματοδότης της κοινωνικής ασφάλισης. Την άποψη αυτή υιοθετούν, όπως προαναφέραμε, οι αποφάσεις C 34/98 και C 169/98 53 του ΔΕΚ οι οποίες κατατάσσουν την επιβάρυνση επί των εισοδημάτων και των υποκατάστατων εισοδημάτων στην έννοια της εισφοράς. Κατά δεύτερο λόγο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, πέρα από τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, η ασφαλιστική εισφορά αποτελεί το ειδικό αντάλλαγμα για τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας κοινωνικής ασφάλισης ας θυμίσουμε ότι το ΔΕΚ με πολλές αποφάσεις του, αν και λαμβάνονται ενόψει συγκεκριμένων ζητημάτων, λειτουργεί ενοποιητικά των επιμέρους κοινοτικών τάξεων (κατασκευή κοινοτικών εννοιών). Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν απαντά πραγματικά στο ερώτημα ποιο είναι το αντάλλαγμα της ασφαλιστικής εισφοράς, διότι η λειτουργία της υπηρεσίας κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί αναγκαία συνέπεια του γεγονότος της χρηματοδότησης του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης η ασφαλιστική 50 Κατά τον Κ. Κρεμαλή, ό.π., σελ. 97, ο ασφαλισμένος μισθωτός έχει από την αρχή ένα ατελές δικαίωμα προσδοκίας και όχι μόνο απλή ελπίδα απόκτησης δικαιώματος. Βλ. αντίθετα Χ. Αγαλλόπουλο, Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, ό.π., σελ. 52 53, ο οποίος υποστηρίζει ότι προτού συντελεστεί το ζημιογόνο γεγονός δεν υφίσταται δικαίωμα αλλά απλώς και μόνο νομική δυνατότητα για απόκτηση αξίωσης. Για τα πλήρη δικαιώματα και τα δικαιώματα προσδοκίας βλ. αντί άλλων Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή 1996, σελ. 139 140, Κ. Σημαντήρα, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή 1988, σελ. 167 επ. 51 Βλ. Απ. Γεωργιάδη Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, κατ άρθρο ερμηνεία, ΙΙ Γενικό ενοχικό, Αθήνα, 1979, άρθρο 287, σελ. 18 αριθ. 25. 52 Βλ. Κ. Ρόκα, Ιδιωτικόν ασφαλιστικόν δίκαιον, Αθήναι, 1974, σελ. 55 57, παρ. 17, ΙΙ 4, Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιο ιδιωτικής ασφάλισης, 1999, σελ. 38. 53 Βλ. ΔΕΚ C 34/98, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας της 15.2.2000, Συλλογή, 2000, Ι 997 και C 169/98, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, Συλλογή, 2000, Ι 1049.

31 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΙΩΡΤΗ εισφορά, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί τη βασική πηγή χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης. Αξίζει να επισημάνουμε ότι, από άποψη κοινοτικού δικαίου (εφαρμογής του Κανονισμού 1408/71 και νέου 883/04), ο χαρακτηρισμός μιας παροχής ως παροχής κοινωνικής ασφάλειας δεν εξαρτάται από τον τρόπο χρηματοδότησής της. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, το ΔΕΚ αποσυνδέει την έννοια της εισφοράς από την ύπαρξη ή όχι ενός ανταλλάγματος 54. Από την αφηρημένη μορφή αντιστοιχίας εισφορών παροχών δεν συνάγεται αναπόδραστα ο «ανταποδοτικός» τους χαρακτήρας. Η ανταποδοτικότητα με την τεχνική του όρου έννοια, όπως αυτή χρησιμοποιείται στην ασφαλιστική τεχνική, απαιτεί συγκεκριμένη αντιστοιχία μεταξύ των δύο μεγεθών. Κάτι που δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλειστεί μέχρις ένα βαθμό από την κοινωνική ασφάλιση. Ο βαρυνόμενος με αυτήν (ασφαλιστική εισφορά) αποκτά την ιδιότητα του ασφαλισμένου στο συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα. Υποστηρίζεται μάλιστα η άποψη ότι ο ασφαλισμένος γίνεται φορέας δικαιώματος ασφαλιστικής προσδοκίας για τη λήψη παροχών σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Η ασφάλεια που παρέχεται στον ασφαλισμένο σε περίπτωση απώλειας της ικανότητας για εργασία και αντιμετώπισης των δαπανών περίθαλψης για ασθένεια ή μητρότητα είναι το «αντάλλαγμα». Η δικαιολογητική βάση της ασφαλιστικής προστασίας βρίσκει πλήρες έρεισμα στην ασφαλιστική εισφορά. Η σχέση εισφοράς και ανταλλάγματος παροχής δεν καθορίζεται μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις, αλλά εξουσιαστικά από το νομοθέτη. Ο νομοθέτης τυποποιεί τη σχέση με αναγκαστικούς όρους. Από αυτή την άποψη, η νομοθετική εξουσία απολαμβάνει, κατά το Σύνταγμα, ένα ευρύ περιθώριο ελευθερίας 55. Μόνο τα δύο άκρα είναι διακριτά : η απουσία κάθε σχέσης κι η απόλυτα στενή σχέση ανάμεσα στην εισφορά και την παροχή. 54 Βλ. P. Mavridis, La sécurité sociale à l épreuve de l intégration européenne, Athènes Bruxelles, 2003, σελ. 226. 55 Βλ. Α. Στεργίου, Η συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 208.