ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 18.04.2002 COM(2002) 159 τελικό 2002/0090 (CNS) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για µη αµφισβητούµενες αξιώσεις (υποβληθείσα από την Επιτροπή)
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Η έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άµστερνταµ είχε ως επακόλουθο τη µεταφοράτης δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις από τον τρίτο πυλώνα (άρθρο K.1 (6) ΣΕΕ) στον πρώτο πυλώνα. Σύµφωνα µε τα άρθρα 61 στοιχείο (γ) και 65 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κοινότητα θεσπίζει µέτρα στον τοµέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις µε διασυνοριακές επιπτώσεις και στο µέτρο που είναι αναγκαία για την οµαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα µέτρα αυτάπεριλαµβάνουν τη βελτίωση και απλούστευση της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις. Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου της 22ας εκεµβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις 1, που αρχίζει να ισχύει την 1η Μαρτίου 2002, αποτελεί σηµαντικό βήµα προόδου για τον εκσυγχρονισµό της διαδικασίας κήρυξης της εκτελεστότητας (exequatur) σε σχέση µε τη Σύµβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις, την οποία και θα αντικαταστήσει. Βάσει του κανονισµού αυτού η κήρυξη εκτελεστότητας χορηγείται µόνο µε τη διεκπεραίωση ορισµένων διατυπώσεων και εναντίον της µπορεί να ασκηθεί ένδικο µέσο µόνο από τον αντίδικο. Ο κανονισµός, παράαυτές τις αλλαγές και απλουστεύσεις δεν άρει όλα τα εµπόδια για την απρόσκοπτη κυκλοφορία των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αφήνει ενδιάµεσα µέτρα που ακόµα είναι υπέρ το δέον δεσµευτικά. Στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Τάµπερε, στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, εκτιµήθηκε ότι η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας εντός της Ένωσης. Όσον αφοράτις αστικές υποθέσεις το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο κάλεσε για την περαιτέρω µείωση των ενδιάµεσων µέτρων τα οποία απαιτούνται για την αναγνώριση και την εκτέλεση σε ένα κράτος µέλος µιας απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος µέλος. Ως πρώτο βήµα πρότεινε την εισαγωγή της αυτόµατης αναγνώρισης χωρίς ενδιάµεσες διαδικασίες ή λόγους άρνησης εκτέλεσης για ορισµένες ειδικές κατηγορίες αξιώσεων, που θα µπορούσε να συνοδεύεται από τη θέσπιση στοιχειωδών προτύπων για συγκεκριµένες πτυχές της πολιτικής δικονοµίας. Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ζήτησε από το Συµβούλιο και την Επιτροπή να θεσπίσουν έως τον εκέµβριο του 2000 ένα πρόγραµµα µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης, συµπεριλαµβανόµενης της έναρξης εργασιών για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο καθώς και για τις πτυχές της δικονοµίας για τις οποίες θεωρούνται αναγκαίοι κοινοί ελάχιστοι κανόνες προκειµένου να διευκολυνθεί η εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης. Το κοινό πρόγραµµα µέτρων της Επιτροπής και του Συµβουλίου για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί αστικών και εµπορικών υποθέσεων 2, που εγκρίθηκε από το Συµβούλιο στις 30 Νοεµβρίου 2000, επέλεξε την κατάργηση του exequatur για τις µη αµφισβητούµενες αξιώσεις ως µία από τις προτεραιότητες της Κοινότητας. Το γεγονός ότι το exequatur µπορεί να επιβραδύνει την εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν µη αµφισβητούµενες από τον πιστωτή αξιώσεις εµπεριέχει αντίφαση. Εποµένως, το πρόγραµµα θεώρησε ότι ο τοµέας αυτός είναι από τους πρώτους στους οποίους πρέπει να 1 2 ΕΕ L 12, 16.1.2001, σ. 1. ΕΕ C 12, 15.1.2001, σ. 1. 2
καταργηθεί το exequatur καθώς η ταχεία είσπραξη των εκκρεµών οφειλών συνιστάαπόλυτη ανάγκη για το εµπόριο και αντιπροσωπεύει το µόνιµο µέληµα των οικονοµικών κύκλων που ενδιαφέρονται για την εύρυθµη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Κατάτην άτυπη συνεδρίαση των Υπουργών ικαιοσύνης στην Στοκχόλµη στις 8-9 Φεβρουαρίου 2001 επιβεβαιώθηκε ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για µη αµφισβητούµενες αξιώσεις ως πιλοτικό σχέδιο για την κατάργηση του exequatur. Κατάτη διάρκεια της σουηδικής προεδρίας, η επιτροπή του Συµβουλίου για τις υποθέσεις αστικού δικαίου συζήτησε τη γενική προσέγγιση που θα υιοθετηθεί και σηµείωσε σηµαντική πρόοδο, ιδιαίτερα όσον αφοράτο πεδίο εφαρµογής του νοµικού µέσου που θα συνταχθεί 3. 2. ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ Η Επιτροπή, βάσει του προγράµµατος µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης και των προτεραιοτήτων που καθορίζονται σε αυτό και σύµφωνα µε τις προπαρασκευαστικές εργασίες, που διεξήχθησαν από την επιτροπή του Συµβουλίου για τις υποθέσεις αστικού δικαίου, υποβάλλει µε το παρόν έγγραφο πρόταση κανονισµού του Συµβουλίου για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο για µη αµφισβητούµενες χρηµατικές αξιώσεις, ο οποίος θα καταργήσει όλους τους ελέγχους των αποφάσεων που εκδίδονται σε ένα κράτος µέλος ως προαπαιτούµενο για την εκτέλεση σε άλλο κράτος µέλος. Η Επιτροπή γνωρίζει ότι ο όρος «ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος» χρησιµοποιήθηκε συχνάγια την ενιαία διαδικασία έκδοσης απόφασης που θα είναι επιλέξιµη για εκτέλεση χωρίς τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας στα κράτη µέλη. Η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Προς αύξηση της αποτελεσµατικότητας στην έκδοση και την εκτέλεση αποφάσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» 4 ήδη συνεκτίµησε αυτή τη χρήση του όρου. Ταυτόχρονα, όµως τόνισε ότι η θέσπιση ενιαίας διαδικασίας και η κατάργηση του exequatur αποτελούν δύο χωριστάθέµατα, χωρίς η επίλυση του ενός να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση του άλλου. Το πρόγραµµα µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης ασχολείται και µε τα δύο αυτάθέµατα και διατηρεί τη µεταξύ τους διάκριση καθώς δηλώνει ότι σε ορισµένους τοµείς η κατάργηση του exequatur µπορεί να συµπίπτει µε την υιοθέτηση ειδικής, οµοιόµορφης ή εναρµονισµένης διαδικασίας που θεσπίζεται εντός της Κοινότητας. Στον τοµέα των µη αµφισβητούµενων αξιώσεων, η Επιτροπή ενεργάεπιδιώκει και τους δύο στόχους αν και όχι ταυτόχρονα σε ένα νοµοθετικό µέσο: Η παρούσα πρόταση αποβλέπει στην κατάργηση όλων των ενδιάµεσων µέτρων ως προϋπόθεση για την εκτέλεση σε άλλο κράτος µέλος όλων των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί µε επαληθεύσιµη έλλειψη επίκλησης εκ µέρους του πιστωτή κάθε ένστασης όσον αφοράτο χαρακτήρα ή το µέγεθος της οφειλής. Σύµφωνα µε τις συζητήσεις στην επιτροπή του Συµβουλίου για τις υποθέσεις αστικού δικαίου, ο σκοπός της δεν περιορίζεται στους εκτελεστούς τίτλους που απορρέουν από ειδικές ταχείες διαδικασίες για την ανάκτηση οφειλών που αναµένεται ότι δεν θα αµφισβητηθούν. Η προσέγγιση αυτή αποβλέπει στην παροχή απτού πλεονεκτήµατος στους πιστωτές οι οποίοι αποκτούν πρόσβαση σε ταχεία και αποτελεσµατική εκτέλεση στην αλλοδαπή χωρίς τη συµµετοχή του δικαστικού σώµατος του κράτους µέλους στο οποίο ζητείται η εκτέλεση και τις παρεπόµενες καθυστερήσεις και δαπάνες. 3 4 Η περίληψη των εργασιών που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της σουηδικής προεδρίας µπορεί να ευρεθεί στο έγγραφο του Συµβουλίου 10480/01, JUSTCIV 88 (29.6.2001). COM(97) 609 τελικό, ΕΕ C 33, 31.1.1998, σ. 3,παράγραφος 9. 3
Ταυτόχρονα, η Επιτροπή προετοιµάζει Πράσινη Βίβλο για τη δηµιουργία οµοιόµορφης ή εναρµονισµένης διαδικασίας για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωµής («injonction de payer»), η παρουσίαση της οποίας προβλέπεται για το 2002 5. Αυτή η εναρµόνιση που µπορεί να επηρεάσει όχι µόνο τη διαδικασία της διαταγής πληρωµής αλλάκαι τους κανόνες σχετικάµε την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων εν γένει απαιτεί εµπεριστατωµένη έρευνα και ευρείες διαβουλεύσεις πριν την υποβολή νοµοθετικής πρότασης. Ο διαχωρισµός της κατάργησης του exequatur από την δικονοµική εναρµόνιση επιτρέχει την ταχεία πρόοδο στον πρώτο τοµέα ενώ παράλληλα επιτρέπει τον προσεκτικό σχεδιασµό των επόµενων βηµάτων για τον δεύτερο τοµέα. Προκειµένου να ενισχυθεί η αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ των νοµικών συστηµάτων των κρατών µελών, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την κατάργηση του exequatur και να διασφαλισθεί η αυστηρή τήρηση των απαιτήσεων για αµερόληπτο δικαστήριο σύµφωνα µε το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών καθώς και µε το άρθρο 47 του Χάρτη θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή θεωρεί ουσιώδη τη θέσπιση ορισµένων κοινών ελάχιστων δικονοµικών κανόνων. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της συντριπτικής πλειοψηφίας των αποφάσεων σε µη αµφισβητούµενες αξιώσεις είναι ότι εκδίδονται από το δικαστήριο κατόπιν ερηµοδικίας του οφειλέτη. Θεωρείται δεδοµένο ότι αυτή η παθητική στάση οφείλεται είτε σε συνειδητή απόφαση ενόψει του βάσιµου της επίµαχης αξίωσης είτε σε εσκεµµένη περιφρόνηση των ενεργειών του δικαστηρίου. Εάν ο οφειλέτης δεν αντιδράσει ρητά, τότε η ορθή και έγκαιρη επίδοση των εγγράφων που τον πληροφορούν για την αξίωση, τα δικονοµικάτου δικαιώµατα και υποχρεώσεις καθώς και τις συνέπειες της µη συµµετοχής του, αποτελεί τη µοναδική απόδειξη ότι ο αυτός βρίσκεται σε θέση που του επιτρέπει να επιλέξει συνειδητάτην αποχή του από τη δίκη. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η έκδοση κατ ερήµην απόφασης παράτην έλλειψη της δέουσας επίδοσης του εισαγωγικού της δίκη εγγράφου εγκαίρως ώστε ο εναγόµενος να είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του συνιστάτη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων όπου απορρίπτεται η αναγνώριση και η εκτέλεση σύµφωνα µε τη Σύµβαση των Βρυξελλών του 1968. Περαιτέρω, το πρόγραµµα για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης θεωρεί ότι η ασφάλεια, η αποτελεσµατικότητα και η ταχύτητα επίδοσης και κοινοποίησης των νοµικών εγγράφων αποτελούν τα θεµέλια της αµοιβαίας εµπιστοσύνης µεταξύ εθνικών νοµικών συστηµάτων και προβλέπει τη µελέτη της εναρµόνισης των εφαρµοστέων κανόνων ή της κατάρτισης ελάχιστων κανόνων. Εποµένως, η παρούσα πρόταση περιλαµβάνει ελάχιστους κανόνες όσον αφορά την επίδοση και κοινοποίηση των εγγράφων που να καλύπτουν τις παραδεκτές µεθόδους επίδοσης και κοινοποίησης, το χρόνο επίδοσης και κοινοποίησης ο οποίος επιτρέπει την προετοιµασία της υπεράσπισης και τη δέουσα ενηµέρωση του οφειλέτη. Μόνο η συµµόρφωση µε αυτούς τους ελάχιστους κανόνες δικαιολογεί την κατάργηση του ελέγχου της τήρησης των δικαιωµάτων υπεράσπισης στο κράτος µέλος όπου πρόκειται να εκτελεστεί η απόφαση. Αναπόφευκτη συνέπεια της κατάργησης του exequatur είναι το γεγονός ότι η ευθύνη για τον έλεγχο της συµµόρφωσης µε τις προϋποθέσεις της παρούσας πρότασης, ειδικότερα όσον αφοράτους ελάχιστους κανόνες, εναπόκειται στα δικαστήρια του κράτους µέλους όπου εκδόθηκε η απόφαση. Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, όπως σχεδιάζεται στην παρούσα 5 Η ίδια Πράσινη Βίβλος θα µελετήσει επίσης την απλούστευση και επιτάχυνση της εκδίκασης µικροδιαφορών µέσω της θέσπισης κοινών δικονοµικών κανόνων ή ελάχιστων προδιαγραφών. 4
πρόταση, συνιστάµια ολοκληρωµένη και ευδιάκριτη βεβαίωση της εκπλήρωσης όλων των όρων εκτέλεσης σε όλη την Κοινότητα χωρίς ενδιάµεσα µέτρα. Η παρούσα πρόταση έχει ως στόχο να προσφέρει µια επιπλέον επιλογή για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης τόσο στα κράτη µέλη όσο και στους πιστωτές χωρίς να τους υποχρεώνει να την χρησιµοποιήσουν. Εναπόκειται στα κράτη µέλη να αποφασίσουν εάν θα προσαρµόσουν ή όχι την εθνική τους νοµοθεσία στους ελάχιστους κανόνες του κεφαλαίου ΙΙΙ προκειµένου να διασφαλίσουν την επιλεξιµότητα του µεγαλύτερου δυνατού αριθµού αποφάσεων επί µη αµφισβητούµενων αξιώσεων για τις οποίες θα εκδοθεί βεβαίωση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Επίσης, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πιστωτή να επιλέξει τη διαδικασία για να επιτύχει εκτελεστή απόφαση σε άλλο κράτος µέλος κατόπιν υποβολής αίτησης είτε για την έκδοση βεβαίωσης ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου είτε για την κήρυξη της εκτελεστότητας σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. 3. Άρθρα Άρθρο 1 Αντικείµενο Το άρθρο αυτό συνοψίζει περιληπτικά το γενικό στόχο της πρότασης όπως προαναφέρθηκε. Άρθρο 2 Πεδίο εφαρµογής Το γενικό πεδίο εφαρµογής συµπίπτει µε το πεδίο του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Άρθρο 3 Ορισµοί Οι παράγραφοι 1 και 2 επαναλαµβάνουν τα άρθρα 32 και 62 (όσον αφοράτις διαταγές πληρωµών) του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Αξίωση Βάσει της συµφωνίας που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών, η δυνατότητα εφαρµογής του µέσου περιορίζεται σε χρηµατικές αξιώσεις για ορισµένο ποσό ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού. Μη αµφισβητούµενες αξιώσεις Οι διαφορετικές καταστάσεις που οδηγούν στην θεώρηση µιας αξίωσης ως µη αµφισβητούµενης µπορούν να χωρισθούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαµβάνει αυτές τις υποθέσεις όπου ο οφειλέτης συµµετέσχε ενεργά στις δικαστικές ή (για τα δηµόσια έγγραφα) στις εξωδικαστικές διαδικασίες και ρητάσυµφώνησε για το βάσιµο της αξίωσης. Αυτή η συναίνεση µπορεί να έχει τη µορφή αποδοχής της αξίωσης ενώπιον του δικαστηρίου, η οποία ακολουθείται από απόφαση βασιζόµενη στην εν λόγω αποδοχή, τη µορφή σύναψης συµβιβασµού εγκριθέντος από το δικαστήριο ή εγγράφου καταρτιζόµενου ως δηµόσιου εγγράφου. Η παράγραφος 4, στοιχεία και (δ) καλύπτει όλες αυτές τις υποθετικές περιπτώσεις. Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο οφειλέτης αγνόησε την εντολή του δικαστηρίου να προσφύγει κατάτης αξίωσης και εποµένως µπορεί να υποτεθεί ότι δεν 5
έχει ενστάσεις. Η παράγραφος απαιτεί την απόλυτη έλλειψη επίκλησης κάθε ένστασης κατάτης αξίωσης κατάτη διάρκεια της διαδικασίας, είτε πρόκειται για καθαράγραπτή διαδικασία είτε για διαδικασία που περιλαµβάνει ακροαµατική διαδικασία στην οποία δεν παραστάθηκε ή στην οποία παραστάθηκε αλλά δεν προσέφυγε κατά της αξίωσης. Η απλή δήλωση του οφειλέτη ότι αντιµετωπίζει δυσκολίες πληρωµής και η αίτησή του για αναβολή της πληρωµής ή για πληρωµή µε δόσεις της οφειλής χωρίς να επικαλείται ότι δικαιούται να τύχει των προαναφεροµένων δεν µπορεί να θεωρηθεί ένσταση διότι επ ουδενί θέτει υπό αµφισβήτηση το βάσιµο της αξίωσης. Αναφέρεται αποκλειστικάστην υλική αδυναµία καταβολής, ήτοι στις πιθανότητες επιτυχούς εκτέλεσης. Η παράγραφος (γ), αφετέρου, αφορά την ειδική περίπτωση µη παράστασης του οφειλέτη στην ακροαµατική διαδικασία ενώ έχει κλητευθεί σε αυτήν όταν προηγουµένως έχει εκφράσει τις ενστάσεις του. Η µη παράστασή του στην ακροαµατική διαδικασία µπορεί δικαιολογηµένα να ερµηνευθεί ως αποτέλεσµα της απόφασής του να µην εναντιωθεί πλέον στην αξίωση. Οι παράγραφοι και (δ) αφορούν τόσο κατ ερήµην εκδοθείσες αποφάσεις όσο και εντολές πληρωµών που χορηγήθηκαν σε εξαιρετικάταχείες διαδικασίες οι οποίες απαιτούν την έλλειψη προβολής ενστάσεων εκ µέρους του οφειλέτη, όπως την «injonction de payer» στη Γαλλία ή την «Mahnverfahren» στην Αυστρία ή τη Γερµανία. Τελεσίδικη απόφαση Η τελεσίδικη απόφαση, που απαιτείται για την έκδοση βεβαίωσης ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύµφωνα µε το άρθρο 5, παράγραφος 1, επιτυγχάνεται σύµφωνα µε τον αυτόνοµο ορισµό της παραγράφου 5 είτε εάν δεν µπορεί εκ των προτέρων να ασκηθεί τακτικό ένδικο µέσο κατά της απόφασης είτε εάν ο οφειλέτης δεν χρησιµοποίησε τη δυνατότητα άσκησης αυτού του ένδικου µέσου εντός της ταχθείσας προθεσµίας. Τακτικό ένδικο µέσο Η παράγραφος 6 κατ ουσία επαναλαµβάνει τον ορισµό του τακτικού ένδικου µέσου που διατυπώθηκε από το Ευρωπαϊκό ικαστήριο όσον αφοράτα άρθρα 30 και 38 της Σύµβασης των Βρυξελλών του 1968 6 και φαίνεται να είναι κατάλληλος και για τους σκοπούς της παρούσας πρότασης. ηµόσιο έγγραφο Αντίθετα από τη Σύµβαση των Βρυξελλών του 1968 και τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου που δεν περιλαµβάνουν ορισµό του δηµοσίου εγγράφου, αυτή η πρόταση ενσωµατώνει τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό ικαστήριο 7 στο κείµενο της παραγράφου 7, στοιχείο και, χάριν πληρότητας και συνοχής, προσθέτει στην παράγραφο 7, στοιχείο τις συµφωνίες διατροφής που αναγνωρίζονται ειδικάως δηµόσια έγγραφα στο άρθρο 57, παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Άρθρο 4 Κατάργηση του exequatur Το άρθρο αυτό καθορίζει την έννοια και τη σηµασία του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η διαδικασία του exequatur, που ήταν απαραίτητη σύµφωνα µε τη Σύµβαση των Βρυξελλών του 1968 και σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου πριν την εκτέλεση σε άλλο κράτος µέλος θα περιπέσει σε αχρηστία µε την χορήγηση πιστοποιητικού 6 7 Industrial Diamond Supplies κατά Luigi Riva, 22.11.1975, Συλλογή Νοµολογίας 1977, σ. 2175. Unibank A/S κατά Flemming G. Christensen, 17.6.1999, Συλλογή Νοµολογίας 1999, σ. 3715. 6
ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου (ΕΕΤ) για την απόφαση. Το πιστοποιητικό ΕΕΤ επιτρέπει στον πιστωτή να προβεί σε µέτρα εκτέλεσης σε όλα τα άλλα κράτη µέλη χωρίς να χρειάζεται να λάβει ενδιάµεσα µέτρα στο κράτος εκτέλεσης. Με την παρούσα πρόταση τα δικαστήρια του κράτους µέλους προέλευσης είναι αρµόδια να αποφασίζουν εάν µια απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να χορηγηθεί σχετικάπιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου ενώ κατάτη διαδικασία του exequatur εναπόκειται στα δικαστήρια του κράτους µέλους εκτέλεσης η εξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για τη κήρυξη της εκτελεστότητας. Άρθρο 5 Προϋποθέσεις για την πιστοποίηση ευρωπαϊκούεκτελεστούτίτλου Για µια εκτελεστέα απόφαση σε µια µη αµφισβητούµενη αξίωση πρέπει να χορηγείται πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου κατόπιν αίτησης του πιστωτή εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιλαµβάνονται στο άρθρο 5. Ο παρών κανονισµός δεν περιορίζει χρονικάτην υποβολή από τον πιστωτή αίτησης για χορήγηση πιστοποιητικού. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήµατα της παρούσας πρότασης έναντι της διαδικασίας exequatur, σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, έγκειται στο γεγονός ότι η χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου γίνεται από το δικαστήριο προέλευσης που είναι εξοικειωµένο µε την εν λόγω υπόθεση και µε τους δικονοµικούς κανόνες που έχουν εφαρµοσθεί, και ότι δεν απαιτείται η συµµετοχή δικαστικών ή άλλων αρχών από το κράτος µέλος εκτέλεσης. Η παραχώρηση αρµοδιότητας για την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου από το δικαστήριο προέλευσης δεν ρυθµίζεται από την παρούσα πρόταση και εποµένως η ρύθµισή της εναπόκειται στη νοµοθεσία των κρατών µελών. - Σύµφωνα µε το άρθρο 5, στοιχείο, η απόφαση πρέπει να έχει καταστεί τελεσίδικη. Κατ αρχήν αυτή η προϋπόθεση φαίνεται να είναι αυστηρότερη από την αντίστοιχη του άρθρου 38, παράγραφος 1 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου που ζητάµόνο την πιθανή εκτελεστότητα στο κράτος µέλος προέλευσης πριν να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση (π.χ. εάν το δικαστήριο έχει επιτρέψει την προσωρινή εκτέλεση). Ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι µπορεί να ασκηθεί ένδικο µέσο κατάτης ίδιας της κήρυξης της εκτελεστότητας εντός ενός µήνα από την επίδοση της - ήδύο µηνών εάν ο εναγόµενος έχει την κατοικία του εκτός του κράτους µέλους εκτέλεσης σύµφωνα µε το άρθρο 43, παράγραφος 5 του προαναφερόµενου κανονισµού. Σύµφωνα µε το άρθρο 47, παράγραφος 3 κατάτη διάρκεια της προθεσµίας προσφυγής δεν µπορούν να ληφθούν άλλα µέτρα εκτέλεσης πλην των ασφαλιστικών. Αυτή η υποχρεωτική «περίοδος αναµονής» για άλλα µέτρα πλην των ασφαλιστικών δεν προβλέπεται στην παρούσα πρόταση. Επιπλέον, στην περίπτωση απόφασης που είναι προσωρινάεκτελεστή αλλάδεν έχει ακόµα καταστεί τελεσίδικη υπό την έννοια του άρθρου 5, στοιχείο, µπορεί να χορηγηθεί στον πιστωτή πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για ασφαλιστικάµέτρα σύµφωνα µε το άρθρο 9. - Το άρθρο 5, στοιχείο απαιτεί συµµόρφωση µε τους κανόνες του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων, σε συµβάσεις καταναλωτών και για την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Η έλλειψη συµµόρφωσης µε αυτές τις διατάξεις για τη δικαιοδοσία, η οποία συνιστάλόγο άρνησης της κήρυξης της εκτελεστότητας σύµφωνα µε τα άρθρα 35 και 45 του κανονισµού αυτού, αποκλείει την χορήγηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύµφωνα µε την παρούσα πρόταση. - Το άρθρο 5, στοιχείο (γ) διασφαλίζει την προστασία των δικαιωµάτων υπεράσπισης σε όλες τις περιπτώσεις όπου η θεώρηση µιας αξίωσης ως µη αµφισβητούµενης 7
βασίζεται στην έλλειψη συµµετοχής του οφειλέτη στη δικαστική διαδικασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι ο οφειλέτης έχει ενηµερωθεί δεόντως για τη διαδικασία, για τις απαιτήσεις προσφυγής κατάτης αξίωσης και για τις συνέπειες της έλλειψης τήρησης των απαιτήσεων αυτών. Σύµφωνα µε τα άρθρα 34 παράγραφος 2, 41 και 45 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, εάν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν έχει επιδοθεί στον οφειλέτη εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να µπορεί αυτός να υπερασπίσει τον εαυτό του τότε υπάρχει λόγος απόρριψης της κήρυξης της εκτελεστότητας απόφασης που εκδόθηκε κατ ερήµην, µόνο κατόπιν άσκησης ένδικου µέσου από τον οφειλέτη. Η κατάργηση αυτού του µηχανισµού ελέγχου της διαδικασίας exequatur και η έλλειψη οµοιοµορφίας στη νοµοθεσία των κρατών µελών όσον αφοράτους συναφείς τοµείς του δικαίου - ιδίως την επίδοση εγγράφων - συνεπάγεται την ανάγκη θεσµοποιηµένου ελέγχου των ελάχιστων κανόνων, που θεσπίζονται στο κεφάλαιο III, ο οποίος θα διενεργείται από το δικαστήριο του κράτους µέλους προέλευσης. - Το άρθρο 5, στοιχείο (δ) επίσης αφοράτην επίδοση εγγράφων αλλάεφαρµόζεται µόνο εάν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του σε κράτος µέλος διαφορετικό του κράτους µέλους προέλευσης. Όπου συµβαίνει αυτό όλα τα δικαστικάέγγραφα πρέπει να επιδίδονται σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συµβουλίου. Το άρθρο 5, στοιχείο (δ) ορίζει ότι η συµµόρφωση µε τον εν λόγω κανονισµό συνιστά όρο για τη χορήγηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Άρθρο 6 Μερικός Ευρωπαϊκός Εκτελεστός Τίτλος Το άρθρο αυτό επαναλαµβάνει κατ ουσία το άρθρο 48 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, που προσαρµόζεται στα χαρακτηριστικάτης παρούσας πρότασης και περιγράφει λεπτοµερέστερα σε ποιες περιπτώσεις µπορεί να χορηγηθεί πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου µόνο για ορισµένα µέρη της απόφασης. Άρθρο 7 Περιεχόµενο του πιστοποιητικούευρωπαϊκούεκτελεστούτίτλου Το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου περιλαµβάνει: - µια ευδιάκριτη και τυποποιηµένη περίληψη όλων των πραγµατικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν και εξατοµικεύουν το περιεχόµενο της απόφασης και τα οποία είναι απαραίτητα για την εκτέλεση, και - ολοκληρωµένες πληροφορίες για τη συµµόρφωση µε τις προϋποθέσεις επιλεξιµότητας για χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Ο µάλλον λεπτοµερής χαρακτήρα του εντύπου που θα συµπληρώνεται αποτελεί εγγύηση ότι το δικαστήριο προέλευσης θα ασχοληθεί µε όλες τις πτυχές της εξέτασης και εποµένως ενισχύει την αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ των κρατών µελών όσον αφοράτην εξονυχιστική έρευνα που διενεργείται πριν επιτραπεί η εκτέλεση σε όλα τα άλλα κράτη µέλη χωρίς να ληφθούν ενδιάµεσα µέτρα. Το έντυπο υπόδειγµα που επισυνάπτεται στο Παράρτηµα Ι είναι πολύγλωσσο πράγµα που επιτρέπει στο δικαστήριο προέλευσης να το συµπληρώσει στην επίσηµη γλώσσα του. Εφόσον όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση παρέχονται µε τη συµπλήρωση ονοµάτων και αριθµών ή τετραγωνιδίων, η µετάφραση του πιστοποιητικού δεν είναι αναγκαία εκτός από τις πραγµατικάεξαιρετικές περιπτώσεις όπου το δικαστήριο προέλευσης πρέπει να δώσει 8
επιπρόσθετες γραπτές εξηγήσεις. Οι αρχές εκτέλεσης βρίσκουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται στο πολύγλωσσο τµήµα. Η παράγραφος 3, η οποία πρέπει να συνδυασθεί µε το άρθρο 21, παράγραφος 2, προβλέπει σαφή κανόνα για τον αριθµό των γνήσιων αντιγράφων της βεβαίωσης που θα εκδοθεί, ο οποίος θα προστατεύει τον οφειλέτη από πολλαπλάταυτόχρονα µέτρα εκτέλεσης στα κράτη µέλη µε τον ίδιο τρόπο όπως και στο κράτος µέλος προέλευσης. Όπου η εθνική νοµοθεσία ορίζει ότι χορηγούνται στον πιστωτή περισσότερα του ενός εκτελεστάαντίγραφα της απόφασης (π.χ. σε περίπτωση από κοινού ευθύνης διαφόρων οφειλετών), ο ίδιος κανόνας θα εφαρµόζεται για τη βεβαίωση ΕΕΤ. Άρθρο 8 Ένδικο µέσο Η αποτελεσµατικότητα της εκτέλεσης σε άλλο κράτος µέλος µέσω του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου βελτιώνεται λόγω του γεγονότος ότι, αντίθετα από την κήρυξη της εκτελεστότητας, δυνάµει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, αποκλείεται η άσκηση ενδίκου µέσου κατά του ίδιου του πιστοποιητικού. Εάν ο οφειλέτης θέλει να εµποδίσει την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου πρέπει να αµφισβητήσει την αξίωση και εποµένως να την αποκλείσει από το πεδίο εφαρµογής του παρόντος κανονισµού. Εάν η αξίωση παραµείνει µη αµφισβητούµενη, εναπόκειται στο δικαστήριο προέλευσης, κατόπιν αίτησης του πιστωτή, να εξετάσει την τήρηση των προϋποθέσεων για την χορήγηση πιστοποιητικού χωρίς τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου µέσου κατάτης εν λόγω απόφασης. Σχετικά, πρέπει να σηµειωθεί ότι το άρθρο 34, παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου όπως και το άρθρο 27, παράγραφος 2 της Σύµβασης των Βρυξελλών του 1968 καθορίζουν ένα ειδικό και ανεξάρτητο νοµικό πρότυπο όσον αφορά τα δικαιώµατα υπεράσπισης, το οποίο δεν ταυτίζεται µε την τήρηση των εθνικών κανόνων και το οποίο εποµένως θέτει ιδιαίτερα νοµικάζητήµατα. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό παρόλο που το δικαστήριο προέλευσης έχει εφαρµόσει τους εθνικούς του δικονοµικούς κανόνες χωρίς παρατυπίες να απορριφθεί η κήρυξη της εκτελεστότητας λόγω διαφοράς µεταξύ του εθνικού δικαίου και της αναγκαίας προστασίας των δικαιωµάτων υπεράσπισης σύµφωνα µε το άρθρο 34, παράγραφος 2 ή το άρθρο 27, παράγραφος 2 αντίστοιχα, όπως ερµηνεύθηκαν από το Ευρωπαϊκό ικαστήριο 8. Παρόλα αυτά, σύµφωνα µε τα άρθρα 34 παράγραφος 2 και 41 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου απαγορεύεται ρητάστο δικαστήριο που είναι αρµόδιο για τη διαδικασία του exequatur να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της συµµόρφωσης µε τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 34 και 35. Ακόµα και σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης του άρθρου 34, παράγραφος 2 είναι υποχρεωµένο να κηρύξει την εκτελεστότητα εάν πληρούνται οι καθαράτυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 41. Μόνο σε περίπτωση άσκησης ενδίκου µέσου από τον εναγόµενο το δικαστήριο µπορεί να εξετάσει τη συµµόρφωση µε τα δικαιώµατα υπεράσπισης. Όµως, ακόµα και τότε το δικαστήριο εµποδίζεται να απορρίψει ή να ανακαλέσει το exequatur, παράτην παραβίαση των δικαιωµάτων αυτών όπως καθορίζονται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, εάν ο οφειλέτης δεν χρησιµοποίησε τη δυνατότητα προσφυγής κατάτης απόφασης στο κράτος µέλος προέλευσης. Εποµένως, ο εναγόµενος υποχρεούται να χρησιµοποιήσει το δικαίωµα προσφυγής κατάτης κατ' ερηµοδικία εκδοθείσας απόφασης (ή 8 Debaecker κατά Bouwman, 11.6.1985, Συλλογή Νοµολογίας 1985, σ. 779 για τη σχέση µεταξύ του άρθρου 27 (2) της Σύµβασης των Βρυξελλών του 1968 και των εθνικών κανόνων επίδοσης και κοινοποίησης των κρατών µελών. 9
κατάτην ορολογία της παρούσας πρότασης να προσφύγει κατάτης αξίωσης) προκειµένου να δικαιούται του δικαστικού έλεγχου όσον αφοράτην τήρηση των κοινοτικών κανόνων σχετικά µε τα δικαιώµατα υπεράσπισης. Η άσκηση ενδίκου µέσου µόνο κατάτης κήρυξης εκτελεστότητας χωρίς την προσφυγή κατάτης επίµαχης αξίωσης δεν µπορεί να επιτύχει το σκοπό της. Η παρούσα πρόταση χρησιµοποιεί παρόµοια λογική. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές µεταξύ των προτύπων προστασίας των δικαιωµάτων του οφειλέτη σύµφωνα µε τα εθνικά συστήµατα των κρατών µελών και των κανόνων που θεσπίζονται από το κεφάλαιο ΙΙΙ. Παρόλα αυτά ενόψει: - του ενδελεχούς ελέγχου συµµόρφωσης µε τις προϋποθέσεις χορήγησης πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου που επιβάλλονται από το Κεφάλαιο ΙΙΙ και διευκρινίζονται στο πιστοποιητικό σύµφωνα µε το άρθρο 7 - της αµοιβαίας εµπιστοσύνης µεταξύ των κρατών µελών ως προς την άψογη απονοµή της δικαιοσύνης και - της εγγύησης απαλλαγής από τα αποτελέσµατα της παρόδου της προθεσµίας εάν ο οφειλέτης δεν µπορούσε στην πράξη να προσφύγει κατά της αξίωσης σύµφωνα µε το άρθρο 20, δικαιολογείται ο αποκλεισµός του ειδικού ενδίκου µέσου κατάτου πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, που περιορίζεται στις προϋποθέσεις της παρούσας πρότασης. Ο οφειλέτης µπορεί να χρησιµοποιήσει όλα τα µέσα που διαθέτει για την προσφυγή κατάτης αξίωσης, συµπεριλαµβανοµένης της άσκησης τακτικού ενδίκου µέσου κατά της απόφασης και της αίτησης απαλλαγής σύµφωνα µε το άρθρο 20. Άρθρο 9- Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για ασφαλιστικά µέτρα Πριν µια απόφαση καταστεί τελεσίδικη, µπορεί να διενεργηθεί µόνο προσωρινή εκτέλεσή της, τα αποτελέσµατα της οποίας θα ανατραπούν εάν η απόφαση ακυρωθεί κατόπιν άσκησης ένδικου µέσου. Το σύστηµα παροχής προσωρινής εκτελεστότητας στις αποφάσεις πάντα επιχειρεί να επιτύχει µια λεπτή ισορροπία µεταξύ του συµφέροντος του πιστωτή για ταχεία εκτέλεση και του συµφέροντος του οφειλέτη να αποφύγει την πιθανάανεπανόρθωτη ζηµία εάν οι απώλειες που υπέστη και οι οποίες οφείλονται στην προσωρινή εκτέλεση δεν µπορούν να ανακτηθούν. Τα κράτη µέλη έχουν υιοθετήσει πολύ διαφορετικές λύσεις σχετικά µε αυτό το θέµα. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η παροχή προσωρινής εκτελεστότητας υπό ορισµένες προϋποθέσεις συνδέεται άρρηκτα µε τη δυνατότητα του οφειλέτη να σταµατήσει ή να αναστείλει την εκτέλεση αυτή υπό ορισµένες προϋποθέσεις ή να την εξαρτήσει από την παροχή εγγυήσεων. Αυτές οι πολύπλοκες καταστάσεις θα συνεπάγονταν δυσεπίλυτα προβλήµατα εάν η προσωρινή εκτελεστότητα στο κράτος µέλος προέλευσης µπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για να επιτρέψει την απεριόριστη εκτέλεση που θα οδηγούσε στην ικανοποίηση της αξίωσης στο κράτος µέλος εκτέλεσης. Το δίκαιο του κράτους µέλους εκτέλεσης που διέπει τη διαδικασία εκτέλεσης, σύµφωνα µε το άρθρο 21, παράγραφος 1 για την αναστολή της εκτέλεσης, µπορεί να µην ταιριάζει στο είδος της προσωρινής εκτελεστότητας που προβλέπεται στο κράτος µέλος προέλευσης και να παράγει µη επιδιωκόµενα αποτελέσµατα ήτοι την ευκολότερη εκτέλεση µιας απόφασης στην αλλοδαπή παράστο κράτος µέλος προέλευσης. 10
Εποµένως, η παρούσα πρόταση παρουσιάζει µια σαφή λύση που αποφεύγει τις προαναφερόµενες δυσκολίες. Η πλήρης εκτέλεση µπορεί να διενεργηθεί µόνο αφού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση. Ωστόσο, εάν µια απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή στο κράτος µέλος προέλευσης, ο πιστωτής µπορεί να διασφαλίσει την επιτυχή εκτέλεση µε τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων που βασίζονται σε πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου µέχρι να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση. Το ίδιο το πιστοποιητικό δικαιολογεί πλήρως τα ασφαλιστικάµέτρα που προβλέπονται στο κράτος µέλος εκτέλεσης. Εάν η συµµετοχή των δικαστηρίων αυτού του κράτους µέλους είναι απαραίτητη για τη λήψη ανάλογων µέτρων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι απαιτήσεις για αυτά έχουν πληρωθεί µε την προσαγωγή του πιστοποιητικού. εν µπορεί να απαιτηθεί η πλήρωση πρόσθετων προϋποθέσεων (π.χ. συγκεκριµένος κίνδυνος εκποίησης της περιουσίας του οφειλέτη) ακόµα και εάν αυτό αποτελεί προαπαιτούµενο για τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους µέλους εκτέλεσης. Άρθρο 10 Πεδίο εφαρµογής των ελάχιστων κανόνων Με το άρθρο αυτό αρχίζει το κεφάλαιο III, το οποίο θεσπίζει ελάχιστους κανόνες όσον αφορά τα δικαιώµατα υπεράσπισης που πρέπει να τηρηθούν προκειµένου να καταστεί η απόφαση επιλέξιµη για χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η ουσία του κεφαλαίου αυτού έγκειται στη δέουσα επίδοση των πλέον σχετικών εγγράφων εγκαίρως και κατάτρόπο ώστε να µπορεί ο οφειλέτης να υπερασπίσει τον εαυτό του εάν το επιθυµεί. Οι σχετικές προϋποθέσεις εφαρµόζονται µόνο εάν ο οφειλέτης δεν συµµετέχει στη δίκη ή δεν παρίσταται στην ακροαµατική διαδικασία. Στις άλλες περιπτώσεις µη αµφισβητούµενων αξιώσεων, όπως καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί ρητά την αξίωση και εποµένως έχει ενεργάεκδηλώσει την απόφασή του να µην υπερασπίσει την υπόθεσή του. Η παρούσα πρόταση επιτρέπει την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για µια απόφαση µόνο εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου III, εποµένως εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών µελών εάν θέλουν ή όχι να προσαρµόσουν την εθνική τους νοµοθεσία σε αυτούς τους ελάχιστους κανόνες, εάν το θεωρούν απαραίτητο ή επιθυµητό. Η πρόταση αυτή δεν αποσκοπεί στην εναρµόνιση των κανόνων που διέπουν τις µη αµφισβητούµενες αξιώσεις ή τους κανόνες για την επίδοση εγγράφων. Άρθρα 11, 12, 13 και 14 Τρόποι επίδοσης του εισαγωγικούτης δίκης εγγράφου και της κλήτευσης για την ακροαµατική διαδικασία Στα άρθρα αυτάσυγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις αναφορικάµε τους κανόνες επίδοσης. Γίνεται διάκριση µεταξύ: - κυρίων τρόπων επίδοσης όπου υπάρχουν άµεσα αποδεικτικά στοιχεία ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο εγχειρίστηκε στον ίδιο τον οφειλέτη και - καθ υποκατάσταση µεθόδων επίδοσης όπου υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο παραδόθηκε όχι στον ίδιο τον οφειλέτη αλλάστο περιβάλλον του, οπότε αυτός είναι υπεύθυνος να µεριµνήσει ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο. Η καθ υποκατάσταση επίδοση επιτρέπεται δυνάµει του άρθρου 12 µόνον εάν αποτύχουν οι εύλογες προσπάθειες προσωπικής επίδοσης. Εάν η ταχυδροµική ή η ηλεκτρονική επίδοση 11
σύµφωνα µε το άρθρο 11 δεν αποφέρουν αποτελέσµατα, πρέπει να γίνει προσπάθεια προσωπικής επίδοσης πριν επιχειρηθεί η καθ υποκατάσταση επίδοση. Τα άρθρα 11 παράγραφος 2 και 12 παράγραφος 2 καλύπτουν τις δύο ακόλουθες διαφορετικές περιπτώσεις: - ο οφειλέτης δεν µπορεί να εκπροσωπήσει τον εαυτό του στο δικαστήριο (π.χ. είναι ανήλικος ή νοµικό πρόσωπο) και ένα φυσικό πρόσωπο καθορίζεται από τον νόµο για να τον εκπροσωπεί σε όλες τις νοµικές υποθέσεις (π.χ. οι γονείς ή ο διευθυντής µιας εταιρείας). Ο όρος«νόµιµος αντιπρόσωπος» αναφέρεται σε αυτή την περίπτωση - ο οφειλέτης έχει επιλέξει ένα δικηγόρο ή ένα απλό αντιπρόσωπο για να τον εκπροσωπήσει στη συγκεκριµένη δίκη. Ο όρος «πληρεξούσιος» αναφέρεται σε αυτή την περίπτωση. Ο αρµόδιος λειτουργός σύµφωνα µε το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο και το άρθρο 13 µπορεί να είναι ένας δηµόσιος λειτουργός ή κάθε πρόσωπο που έχει την εξουσία να διενεργεί και να βεβαιώνει την επίδοση στο κράτος µέλος όπου πραγµατοποιείται η επίδοση ή η κοινοποίηση. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, τονίζει ότι όλες οι µέθοδοι επίδοσης που καταφεύγουν σε πλάσµα δικαίου, ως προς τη διαβίβαση του εγγράφου στο περιβάλλον του οφειλέτη, λόγω έλλειψης στοιχείων για την παρούσα διεύθυνσή του, όπου µπορεί να διενεργηθεί η επίδοση, δεν αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της παρούσας πρότασης. Το άρθρο 14 έχει πρακτική αξία µόνο για την κλήτευση για την ακροαµατική διαδικασία που επιδίδεται ή κοινοποιείται στον οφειλέτη όχι µε το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο αλλά αργότερα. Το άρθρο 14, στοιχείο προστέθηκε για να καλύψει την ειδική υποθετική περίπτωση οφειλέτη που παραστάθηκε σε ακροαµατική διαδικασία και προσέφυγε κατά της αξίωσης αλλάκατόπιν επέλεξε να µην εναντιωθεί περαιτέρω και δεν παρίσταται στη δεύτερη ακροαµατική διαδικασία, στην οποία είχε κλητευθεί προφορικάκατάτη διάρκεια της πρώτης ακροαµατικής διαδικασίας. Άρθρο 15 Επίδοση εντός της αναγκαίας για την υπεράσπιση προθεσµίας Το άρθρο αυτό προβλέπει µια συγκεκριµένη και σαφή βάση όσον αφορά την προθεσµία που θεωρείται αναγκαία για την υπεράσπιση. Επιβάλλει µεγαλύτερη ελάχιστη περίοδο απάντησης στην αξίωση εάν ο οφειλέτης έχει την κατοικία του σε κράτος µέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο πραγµατοποιείται η δίκη, λαµβάνοντας υπόψη τον περισσότερο πολύπλοκο χαρακτήρα της διασυνοριακής εκδίκασης διαφορών. Τα ίδια ελάχιστα χρονικά όρια εφαρµόζονται στην παράσταση ή στην εκπροσώπηση στο δικαστήριο σε περίπτωση κλήτευσης σε ακροαµατική διαδικασία που δεν επιδίδεται ή κοινοποιείται µαζί µε το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Άρθρα 16, 17 και 18 έουσα ενηµέρωση του οφειλέτη Είναι προφανές ότι ο οφειλέτης είναι σε θέση να οργανώσει την υπεράσπισή του εάν γνωρίζει την αξίωση εναντίον του, τις προϋποθέσεις της συµµετοχής του στη δίκη και τις συνέπειες της µη συµµόρφωσής του µε τις προϋποθέσεις αυτές. Οι περισσότερες από τις υποχρεωτικές πτυχές της ενηµέρωσης του οφειλέτη είναι αυτονόητες. 12
Το άρθρο 17, στοιχείο (γ) λαµβάνει υπόψη της τις διαφορές µεταξύ των κανόνων των κρατών µελών όσον αφορά το βαθµό στον οποίο ένα δικαστήριο πρέπει να εξετάσει ή όχι το βάσιµο ή το κατ αρχήν βάσιµο της αξίωσης πριν εκδώσει απόφαση υπέρ του πιστωτή ακόµα και ελλείψει ενστάσεων. Εάν µια ανάλογη εξέταση δεν διενεργείται καθόλου ή είναι περιορισµένη και εποµένως ο οφειλέτης δεν µπορεί να βασισθεί στην αξιολόγηση της αξίωσης ως αβάσιµης από το δικαστήριο, ο οφειλέτης πρέπει να ενηµερωθεί σχετικά. Η ίδια ανάγκη προκύπτει εάν µια απόφαση δεν υπόκειται σε τακτικό ένδικο µέσο ή υπόκειται µόνο σε περιορισµένο δικαστικό έλεγχο το άρθρο 17, στοιχείο (δ) αναφέρεται σε ανάλογες περιπτώσεις. Τέλος, η δυνατότητα χορήγησης πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για απόφαση που εκδόθηκε ελλείψει ενστάσεων ή κατ ερήµην, εναντίον της οποίας δεν µπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητο ένδικο µέσο, εγγυάται ότι ο οφειλέτης θα αποδώσει µεγαλύτερη σηµασία σε αυτές τις ειδικές περιστάσεις, που καθορίζονται στο άρθρο 17, στοιχείο (ε). Ο οφειλέτης πρέπει να κατανοήσει την ανάγκη να προβάλλει ενστάσεις όσον αφορά την αξίωση για να αποφύγει τις εν λόγω συνέπειες. Άρθρο 19 Θεραπεία της µη συµµόρφωσης µε τους ελάχιστους κανόνες Σύµφωνα µε το άρθρο 34, παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, η κήρυξη της εκτελεστότητας δεν µπορεί να απορριφθεί για µια απόφαση που εκδόθηκε ερήµην ακόµα και εάν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν είχε επιδοθεί στον εναγόµενο εγκαίρως και κατάτέτοιο τρόπο ώστε να µπορεί να οργανώσει την υπεράσπισή του εάν ο εναγόµενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης ενώ µπορούσε να το πράξει. Εποµένως, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να συµµετάσχει στη δίκη για να προσπαθήσει να εµποδίσει την έκδοση απόφασης υπέρ του πιστωτή ή να ασκήσει ένδικο µέσο κατάτης εν λόγω απόφασης. Εάν ο εναγόµενος έχει λάβει γνώση της δίκης εναντίον του δεν µπορεί απλάνα επικαλεσθεί δικονοµικό ελάττωµα στην αρχή της δίκης και τις αυτόµατες συνέπειές του όσον αφοράτην εκτελεστότητα στο εξωτερικό. Το άρθρο αυτό διευρύνει τον ίδιο συλλογισµό στην παρούσα πρόταση και εξασφαλίζει τη συνοχή µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου στο θέµα αυτό. Το κεφάλαιο III συνολικά µεταφέρει τη γενική αρχή των δικαιωµάτων υπεράσπισης όπως διατυπώνεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου σε περισσότερο ειδικούς κανόνες. Συνεπώς ένας κανόνας που διέπει τη θεραπεία της µη συµµόρφωσης µε τους ελάχιστους δικονοµικούς κανόνες πρέπει να συνεκτιµά την κατάσταση αυτή και να αντιµετωπίζει την έλλειψη συµµόρφωσης µε περισσότερο λεπτοµερή τρόπο. Η παράγραφος 1 αναφέρεται σε όλες τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 11 έως 18 των οποίων η µη τήρηση θεραπεύεται εάν η ίδια η απόφαση που υπόκειται σε τακτικό ένδικο µέσο έχει επιδοθεί στον οφειλέτη µε παραδεκτή µέθοδο, συνοδευόµενη µε την απαραίτητη ενηµέρωση, ώστε αυτός να ασκήσει τακτικό ένδικο µέσο, αλλάο οφειλέτης δεν έκανε χρήση της δυνατότητας προσφυγής κατάτης απόφασης. Η παράγραφος 2 προβλέπει θεραπεία µόνο όσον αφοράτην µέθοδο επίδοσης που εφαρµόζεται. Ακόµα και εάν η µέθοδος δεν συµµορφώνεται µε τα άρθρα 11 έως 14 δεν υπάρχει λόγος αποκλεισµού της χορήγησης πιστοποιητικού ευρωπαϊκού τίτλου εάν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αµφιβολίας ότι ο οφειλέτης έχει προσωπικά παραλάβει το εν λόγω έγγραφο και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 15, 16, 17 και 18. 13
Άρθρο 20 Ελάχιστες προϋποθέσεις για την επαναφορά των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση Ακόµα και εάν όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο III, ειδικότερα όσον αφορά τις µεθόδους επίδοσης, έχουν πληρωθεί σχολαστικά, είναι αναπόφευκτο ότι σε εξαιρετικές καταστάσεις, όπως η ανώτερη βία (force majeure), ο οφειλέτης µπορεί να µην έλαβε γνώση των εγγράφων προς επίδοση χωρίς υπαιτιότητά του. Το άρθρο αυτό επιτρέπει στον οφειλέτη να απαλλαγεί σε τέτοιες περιπτώσεις µε την παροχή εξαιρετικής θεραπείας. Εάν η απόφαση δεν εγχειρίστηκε στον οφειλέτη εγκαίρως, αυτός έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την επαναφορά των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση. Εάν οι περιστάσεις που εµποδίζουν τον οφειλέτη να συµµετάσχει στη δίκη ανατρέχουν σε πρότερο χρόνο, π.χ. αυτός δεν έλαβε γνώση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου ή της κλήτευσης στην ακροαµατική διαδικασία δικαιούται να υποβάλει ανάλογη αίτηση εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, ήτοι εάν παρέλειψε να χρησιµοποιήσει τη δυνατότητα άσκησης τακτικού ενδίκου µέσου κατάτης απόφασης. Η παράγραφος 2 διευκρινίζει ότι στην περίπτωση που περιγράφεται στην παράγραφο 1 ο οφειλέτης έχει δικαίωµα πλήρους απαλλαγής. Εποµένως, στα κράτη µέλη όπου δεν µπορεί να ασκηθεί κανένα ένδικο µέσο κατάτης επίµαχης απόφασης ή το εν λόγω µέσο είναι περιορισµένο και δεν επιτρέπει την πλήρη εξέταση των πραγµατικών και νοµικών περιστατικών, η απαλλαγή πρέπει να χορηγηθεί σε µορφή διαφορετική του ένδικου µέσου, είτε ως αναψηλάφηση της δίκης, είτε ως έκτακτο ένδικο µέσο που επιτρέπει τον πλήρη δικαστικό έλεγχο. Η παράγραφος 3 θεσπίζει ελάχιστον κανόνα όσον αφορά την προθεσµία για την υποβολή αίτησης επαναφοράς των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση που αρχίζει να τρέχει όταν ο οφειλέτης λάβει γνώση της δίκης που εκκρεµεί εναντίον του. Το άρθρο αυτό θεσπίζει µόνο ελάχιστους κανόνες, εποµένως δεν εµποδίζει τα κράτη µέλη να είναι περισσότερο ευέλικτα κατάτη χορήγηση αυτού του δικαιώµατος. Άρθρο 21 ιαδικασία εκτέλεσης Η παράγραφος 2 περιλαµβάνει τα έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στις αρχές εκτέλεσης του κράτους µέλους εκτέλεσης, συµπεριλαµβανόµενης και της θεωρηµένης µετάφρασης των µερών του πολύγλωσσου τµήµατος της βεβαίωσης που µπορεί να απαιτούν µετάφραση σε εξαιρετικές περιπτώσεις σύµφωνα µε το άρθρο 7. Η παράγραφος 3, η οποία µοιάζει σε µεγάλο βαθµό µε τα άρθρα 51 και 52 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου αλλάσυνεκτιµάτο γεγονός ότι δεν είναι πλέον απαραίτητη η διαδικασία της κήρυξης της εκτελεστότητας στο κράτος µέλος εκτέλεσης, απαγορεύει όλα τα εµπόδια στην πρόσβαση στην εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ πιστωτών που έχουν την κατοικία τους σε κράτος µέλος διαφορετικό από το κράτος µέλος εκτέλεσης µε την επιβολή εγγύησης σε αυτούς τους πιστωτές. Η παράγραφος 4 ασχολείται µε άλλες προϋποθέσεις που µπορεί να εµποδίσουν την εκτέλεση για πιστωτές που έχουν την κατοικία τους εκτός του κράτους µέλους όπου θα διενεργηθεί η εκτέλεση. 14
Άρθρο 22 Πρόσβαση στη δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης Το άρθρο 22, παράγραφος 1 συνδέεται στενάµε τους λόγους απόρριψης του exequatur, σύµφωνα µε το άρθρο 34, παράγραφος 3 και 4 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, αλλάτροποποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ύπαρξη ασυµβίβαστης απόφασης µπορεί να αποκλείσει την εκτέλεση. Η παράγραφος αυτή απαλείφει τη διάκριση µεταξύ ασυµβίβαστων αποφάσεων που εκδίδονται είτε στο κράτος µέλος εκτέλεσης είτε σε άλλο κράτος µέλος είτε σε τρίτο κράτος. εν δίδεται αυτόµατα προτεραιότητα στις αποφάσεις που εκδίδονται στο κράτος µέλος εκτέλεσης, όπως γινόταν µε το άρθρο 34, παράγραφος 3 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Αντίθετα, ο ίδιος κανόνας εφαρµόζεται σε όλες τις ασυµβίβαστες αποφάσεις από όπου και εάν προέρχονται. Ως προς το περιεχόµενο αυτού του κανόνα προστίθεται συµπληρωµατική προϋπόθεση σε σύγκριση µε το άρθρο 34, παράγραφος 4 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Είναι εύλογη η επιβολή στον οφειλέτη της υποχρέωσης να επικαλεστεί την ύπαρξη ασυµβίβαστης απόφασης σε άλλο κράτος µέλος όσο το δυνατόν νωρίτερα επιτρέποντάς του να προβάλει αντίστοιχο επιχείρηµα στο στάδιο της εκτέλεσης µόνο εάν δεν µπορούσε να το πράξει κατά τη διάρκεια της αρχικής δίκης που οδήγησε στην εκτελεστή απόφαση, χωρίς υπαιτιότητάτου. Η παράγραφος 2 απαγορεύει κάθε δικαστικό έλεγχο της απόφασης συµπεριλαµβανόµενου και του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου ως προς την ουσία της από το κράτος µέλος εκτέλεσης. Αυτή η απαγόρευση περιλαµβάνει την εξέταση των λόγων απόρριψης ή ανάκλησης του exequatur σύµφωνα µε τα άρθρα 34 και 35 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Η συµµόρφωση µε τις σχετικές προϋποθέσεις - στο µέτρο που θεωρούνται δέουσες και αναγκαίες για την παρούσα πρόταση - διασφαλίζεται από τις προϋποθέσεις χορήγησης πιστοποιητικού. Η παράγραφος 2 δεν αφοράτην προσφυγή κατάτης ίδιας της εκτέλεσης που δεν περιλαµβάνει δικαστικό έλεγχο της απόφασης ως προς την ουσία της. Αυτή η διαδικασία διέπεται από την εθνική νοµοθεσία του κράτους µέλους προέλευσης σύµφωνα µε το άρθρο 21, παράγραφος 1. Άρθρο 23 Αναστολή ή περιορισµός της εκτέλεσης Εάν ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση απαλλαγής σύµφωνα µε το άρθρο 20 ή δικαστικού ελέγχου σύµφωνα µε το άρθρο 22, παράγραφος 1, το τελικό αποτέλεσµα της σχετικής δίκης θα καθορίσει εάν ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος θα παραµείνει εκτελεστός. Κατάτην περίοδο αβεβαιότητας µεταξύ της υποβολής ανάλογης αίτησης και της τελεσίδικης απόφασης η εκτελεστότητα του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν αναστέλλεται αυτόµατα. Το άρθρο αυτό εναποθέτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ή της αρµόδιας αρχής του κράτους µέλους εκτέλεσης την αναστολή ή τον περιορισµό της εκτέλεσης κατόπιν αίτησης του οφειλέτη µε έναν από τους προαναφερόµενους τρόπους. Η εκτίµηση των προοπτικών επιτυχίας της προσφυγής του οφειλέτη σύµφωνα µε τα άρθρα 20 ή 22 καθώς και η πιθανότητα ανεπανόρθωτης βλάβης που θα προκληθεί από την άνευ όρων εκτέλεση πρέπει να συµπεριλαµβάνονται µεταξύ των κατευθυντήριων συλλογισµών. Ο ίδιος κανόνας εφαρµόζεται εάν ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης στο κράτος µέλος προέλευσης. 15
Άρθρο 24 - Ενηµέρωση για τις διαδικασίες εκτέλεσης Η απάλειψη του exequatur διευκολύνει την εκτελεστότητα απόφασης σε άλλο κράτος µέλος αλλάδεν υπερβαίνει τα εµπόδια πρόσβασης στην εκτέλεση που αποτελούν οι σηµαντικές διαφορές στις νοµοθεσίες των κρατών µελών όσον αφοράτην ίδια τη διαδικασία εκτέλεσης. Η παρούσα πρόταση, παρόλο που δεν επιχειρεί να εναρµονίσει την εν λόγω διαδικασία, αποβλέπει στην άµβλυνση των προβληµάτων που δηµιουργούνται από την ύπαρξη ποικίλων εθνικών κανόνων µε τη θεσµοθέτηση συστήµατος ενηµέρωσης σχετικάµε τα συστήµατα εκτέλεσης των κρατών µελών µέσω του Ευρωπαϊκού ικαστικού ικτύου, όπως αυτό θεσπίστηκε µε την απόφαση του Συµβουλίου 2001/470/ΕΚ. Άρθρο 25 ικαστικοί συµβιβασµοί Οι δικαστικοί συµβιβασµοί επί χρηµατικών αξιώσεων για ορισµένα ποσάείναι επιλέξιµοι για την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Η εφαρµοσιµότητα του κεφαλαίου II όπου αρµόζει αναφέρεται στη διαδικασία χορήγησης πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου αλλάόχι στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5. Όσον αφοράτο κεφάλαιο IV, ο αποκλεισµός της δυνατότητας εφαρµογής του άρθρου 22, παράγραφος 1 συνάδει µε τα άρθρα 57 και 58 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου στο µέτρο που η ύπαρξη ασυµβίβαστης απόφασης δεν αποτελεί πιθανό εµπόδιο της εκτέλεσης. Άρθρο 26 - ηµόσια έγγραφα Οι παρατηρήσεις επί του άρθρου 25 ισχύουν και για το παρόν άρθρο. Η παράγραφος 1 παραχωρεί αρµοδιότητα για την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου όχι στο δικαστήριο αλλάστην αρχή που το συνέταξε, π.χ. στο συµβολαιογράφο. Εφόσον, αντίθετα από όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους που καλύπτονται από την παρούσα πρόταση ένα δικαστήριο δεν συµµετείχε στη σύνταξη του δηµοσίου εγγράφου, το µέτρο αυτό αποφεύγει τη συµµετοχή πρόσθετου θεσµικού οργάνου και τον επακόλουθο κίνδυνο καθυστερήσεων. ικαιολογείται από την αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ των κρατών µελών που ήδη αντανακλάται στο άρθρο 57, παράγραφος 1 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Η παράγραφος 3 καθορίζει ειδικό ελάχιστο κανόνα για τα δηµόσια έγγραφα όσον αφορά την ενηµέρωση του οφειλέτη για την άµεση εκτελεστότητά τους που δεν είναι τόσο αυτονόητη όπως συµβαίνει µε τους δικαστικούς συµβιβασµούς. Άρθρα 27 και άρθρο 28 Καθορισµός της κατοικίας του οφειλέτη Τα δύο αυτά άρθρα στην ουσία επαναλαµβάνουν τα άρθρα 59 και 60 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Άρθρο 29 Μεταβατική διάταξη Για τους σκοπούς της απλότητας και της συνοχής, το άρθρο αυτό θεσπίζει οµοιόµορφο και σαφή κανόνα που καθιστάεφαρµόσιµο τον παρόντα κανονισµό µόνο στις αγωγές που ασκούνται και στα δηµόσια έγγραφα που εκδίδονται µετάτην έναρξη ισχύος του. 16
Η παράγραφος 2 ουσιαστικά επαναλαµβάνει τη διάταξη του άρθρου 30 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Άρθρο 30 Σχέση µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου Η παρούσα πρόταση προσφέρει στον πιστωτή έναν αποτελεσµατικό τρόπο να καταστήσει µια απόφαση ή ένα µέσο σύµφωνα µε το κεφάλαιο V εκτελεστό σε άλλο κράτος µέλος χωρίς τη λήψη ενδιάµεσων µέτρων σε αυτό το κράτος. εν υποχρεώνει τον πιστωτή να επιλέξει αυτόν τον τρόπο. Εναπόκειται εξ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια του πιστωτή να επιλέξει είτε την χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου είτε την κήρυξη της εκτελεστότητας σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Οι διαδικασίες που ρυθµίζουν την αναγνώριση και την εκτέλεση, οι οποίες περιλαµβάνονται σε άλλα κοινοτικάνοµοθετήµατα σε ειδικάθέµατα ή σε συµβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 67 και 71 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου αντίστοιχα, εξακολουθούν επίσης να είναι διαθέσιµες. Εάν απορριφθεί η χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου ο πιστωτής µπορεί ακόµα να ζητήσει την αναγνώριση και την εκτέλεση σύµφωνα µε τα άλλα νοµοθετήµατα. Παρόλα αυτάοι διαδικασίες που ακολουθούν την αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου διέπονται αποκλειστικάαπό την παρούσα πρόταση, η οποία σε αυτό το πλαίσιο υπερισχύει των κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου. Άρθρο 31 Σχέση µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συµβουλίου Το άρθρο αυτό καθιστά σαφές ότι εάν η δίκη που οδήγησε σε απόφαση επί µη αµφισβητούµενης αξίωσης αφοράδιασυνοριακή επίδοση εγγράφων εφαρµόζονται ταυτόχρονα τόσο οι ελάχιστοι κανόνες του κεφαλαίου III της παρούσας πρότασης σχετικάµε τις µεθόδους επίδοσης όσο και ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συµβουλίου. Κατ αρχήν δεν υπάρχει πιθανή σύγκρουση µεταξύ των δύο αυτών νοµοθετηµάτων που πρέπει να επιλυθεί καθώς ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συµβουλίου δεν ασχολείται µε ειδικές µεθόδους επίδοσης στο πλαίσιο της εγγύησης της ορθής τήρησης των δικαιωµάτων υπεράσπισης. Ωστόσο, υπάρχει µια εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα, διότι το άρθρο 19, παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συµβουλίου επιτρέπει, υπό ορισµένες προϋποθέσεις την έκδοση απόφασης ακόµα και σε περίπτωση ερηµοδικίας του εναγόµενου ακόµα και εάν το δικαστήριο δεν γνωρίζει, ούτε έχει αποδείξεις ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εναγόµενο εγκαίρως και κατάτέτοιο τρόπο ώστε αυτός να είναι σε θέση να οργανώσει την υπεράσπισή του. Η εν λόγω απόφαση πρέπει να βασισθεί στο πλάσµα δικαίου ή τεκµήριο της τήρησης των δικαιωµάτων υπεράσπισης. Εποµένως, η απόφαση αυτή έρχεται σε αντίθεση µε τους ελάχιστους κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα πρόταση και δεν είναι επιλέξιµη για τη βεβαίωση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου. Άρθρα 32 και 33 Κανόνες εφαρµογής και επιτροπή Το άρθρο 33 αναφέρεται στη συµβουλευτική επιτροπή, η οποία προβλέπεται από τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συµβουλίου, που θα επικουρεί την Επιτροπή κατάτην εφαρµογή όπως απαιτείται σύµφωνα µε το άρθρο 32, ιδίως όσον αφοράτην ενηµέρωση των 17