ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Η έγερση των καθημερινών πραγμάτων Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ έναν ξερό μισθό; (Η εφηβεία της λήθης, 1994) «Μια φωνή πολύ διαφορετική και μάλλον αποξενωμένη από το κυρίαρχο κλίμα είναι η Κική Δημουλά. Η αποξένωση αυτή οφείλεται στο είδος της ποίησης που διακονεί η ποιήτρια, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ποίηση της σκέψης. Στην ποίηση αυτή οι επιτυχίες είναι μεγάλες, όταν η σκέψη έπεται του λυρισμού. Η Κική Λημουλά διαθέτει αυτήν ακριβώς την ικανότητα, να αφήνει δηλαδή το λυρισμό της να επιπολάζει». Η εκτίμηση αυτή της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Νέες Τομές [1 (93) (Άνοιξη 1985) 5], η οποία αποτελούνταν από τους Δημήτρη Γιακουμάκη, Βαγγέλη Κάσσο, Ηλία Κεφάλα και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου κι έκανε πρώτη τη χαρτογράφηση και την ανθολόγηση της δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, είναι ιδιαίτερα εύστοχη μέσα στην επιγραμματικότητά της. Πράγματι η Κική Δημουλά (Αθήνα 1931) είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της γενιάς της τόσο για την ιδιοτυπία των εκφραστικών της μέσων όσο και της θεματολογίας της. Με βάση τα θέματά της η Δημουλά θεωρείται από την κριτική ποιήτρια υπαρξιακή. Αυτό σημαίνει πως δεν ανήκει ούτε στην ομάδα των κοινωνικών ποιητών (Βύρων Λεοντάρης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου), καθώς τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής είναι έξω από το οπτικό της πεδίο, ούτε σ εκείνη των ερωτικών, με την ένταση και την αποκλειστικότητα του πάθους (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου), αλλά σε μια τρίτη, την υπαρξιακή (ό.π., σ. 6), η οποία αποτελεί συνέχεια της αντίστοιχης τάσης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως δείχνει και η φιλοσοφική της συγγένεια με τον ποιητή και σύζυγό της Άθω Δημουλά (1921-1985). Η ίδια άλλωστε σε συνέντευξή της προς τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Θ. Νιάρχο θα πει γι αυτήν τη σχέση: «Ο Άθως Δημουλάς επέδρασε διακριτικά, πολύτιμα και ανεξίτηλα σε κάθε τομέα του δικού μου Άλλοτε και αλλού. Μιμήθηκα ίσως τις τόσο διορατικές προτιμήσεις του για το παρερχόμενο και το παρελθόν - Ο,τι περίσσεψε απ τη μέρα, η μνήμη είναι, λέει σε κάποιο στίχο του. Ήμουν πράγματι καχύποπτη και αρνητική προς το εδώ και το τώρα. Και με δικαίωσαν. Ήταν ασφαλές καταφύγιό μου να θυμάμαι» [περ. Η Λέξη 84 (Μάιος 1989) 389 = Σε δεύτερο πρόσωπο, 1990, σ. 85]. Η Κική Δημουλά πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1952 με τη συλλογή Ποιήματα. Έκτοτε εξέδωσε άλλες εννιά συλλογές: Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001). Ολες οι ως το 1994 συλλογές συνεκδίδονται σ έναν τόμο το 1998. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ποίηση αυτήν παρουσιάζουν καταρχάς τα μορφολογικά της χαρακτηριστικά. Τα ποιήματα, συντομότερα στην αρχή, όλο και πιο εκτενή αργότερα, δομούνται με γλώσσα κατά βάση αντιλυρική, η οποία όμως αποχτά μια ξέχωρη γοητεία χάρη στους τρόπους που μετέρχεται στη σύναψη και τη σήμανση των λέξεων. Οι τρόποι αυτοί, όσο κι αν όλοι δεν είναι πρωτότυποι, ωστόσο, καθώς χρησιμοποιούνται συστηματικά και συσσωρευτικά, καθίστανται ειδοποιά στοιχεία ύφους της ενλόγω ποίησης. 1
Η πρόταξη της προσδιοριστικής γενικής είναι ένας από τους τρόπους αυτούς, τρόπος που ανάγεται βέβαια στην έμμετρη ποίηση, η οποία χρειαζόταν τη συντακτική αυτή ανατροπή για τις ανάγκες του ρυθμού της: της πλήξης τα τεχνάσματα («Απολογισμός», Έρεβος) της φαντασίας μου τη σκάλα («Έκστασις», Ερήμην) τοπίων καραβάνια («Μιμητική», Το λίγο του κόσμου) του θαλερού η ρυμοτομία («Ο ψυχισμός του δίτροπου», Το τελευταίο σώμα μου) χαμομηλιών αναπνοές («Μικροπωλητές μύρων», Χαίρε ποτέ) Άλλοτε η προσδιοριστική γενική παρεμβάλλεται ανάμεσα στην πρόθεση και στο ουσιαστικό στο οποίο η πρόθεση αναφέρεται, συνιστώντας μια μορφή υπερβατού, άλλη κληρονομιά αυτή του έμμετρου λόγου: στων επιθυμιών σας τα τοπία («Μην κόπτετε τα σύμβολα», Επί τα ίχνη) στων σκοταδιών την άμπωτη («Άωρα και παράωρα», Το λίγο του κόσμου) στων μαλλιών τον καλπασμό («Γενική κληρονόμος», Χαίρε ποτέ) Το σύμπλεγμα αυτό διευρύνεται και στις δυο εκδοχές του με την πρόταξη ενός επιθέτου που προσδιορίζει το βασικό ουσιαστικό: στα κλειστά του συναισθηματισμού μου παράθυρα («Επισκεπτήριο», Ερήμην) στη βουβή των ενστίκτων μου συναγωγή («Ars gratiae artis», Επί τα ίχνη) τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια («Τα μισανθή χέρια», Το τελευταίο σώμα μου) την αστραφτερή του τοπίου αγνότητα («Μεγάλη Πέμπτη», Χαίρε ποτέ) Ένα άλλο μορφοπλαστικό γνώρισμα είναι η ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου των επιθέτων. Το επίθετο αυτό συχνά ουσιαστικοποιείται, ιδίως όταν βρίσκεται σε γενική, λόγω της έλλειψης του αντίστοιχου ουσιαστικού, πράγμα που από μια άποψη θυμίζει την ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου των μετοχών που συνηθίζει ο Θουκυδίδης (το οργιζόμενον = η οργή): Στρώσαμε το τραπέζι του αναπάντεχου με δυο ποτήρια να κεράσουμε το ενδεχόμενο, («Προετοιμασία», Έρεβος) αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο, («Πλάγιος τρόπος, Επί τα ίχνη) δουλειά στα ορυχεία του δυσδιάκριτου («Το κεφαλαίο χώμα», Το τελευταίο σώμα μου) χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου 2
(«Χαίρε ποτέ», Χαίρε ποτέ) Η πρωτοτυπία είναι πιο εντυπωσιακή, όταν αυτό που ουσιαστικοποιείται είναι τύπος ρήματος ή φράση ολόκληρη, υπογραμμισμένη μάλιστα: Μια βαλίτσα στην άκρη, γεμάτη «θα φύγεις». («Εναντιοδρομία», Το λίγο του κόσμου) Άνθισε πάλι το «με ξέχασες» («Βίωμα κασέτας», Το τελευταίο σώμα μου) Μετά τη δωρεά του σώματός σου στο «θυμάμαι» («Βιογραφικό ένθετο», Χαίρε ποτέ) καταμεσίς τού κλαίγοντας. («2001 μεγαθήριο», Ήχος απομακρύνσεων) Η ανάδειξη του επιρρήματος πάλι σε θέση περιωπής, ουσιαστικού ή και προσώπου, αποτελεί ένα άλλο γνώρισμα αυτής της ποίησης των εκπλήξεων: Σ εσένα, «Αίφνης», απευθύνομαι. («Το τελευταίο σώμα μου», Το τελευταίο σώμα μου) Χαίρε ποτέ (τίτλος συλλογής και ποιήματος) απ το ευδιάκριτο εκείνο αδιακρίτως («Κωνσταντίνου και Ελένης», Η εφηβεία της λήθης) το νοσταλγούμε αυτό το διόλου. («Συμπληγάδες συγκρίσεις», Ήχος απομακρύνσεων) Πότε πότε τη σοβαρότητα των καταστάσεων ανακουφίζει το παιχνίδι του λόγου με την αξιοποίηση των τόνων, των παρηχήσεων και των ομόηχων λέξεων: ακόμα και τώρα που γράφω αυτό το δικό μου το μόνο δικό μου δικό μου ποίημα καταδικό μου. Κατάδικο ποίημα. («Ακαιρία») Θέρος, θερισμός δεμάτια φως, δεμάτια τα μάτια φορτώνονται σε κάρα, άρα δεν θα σε ξαναδώ. («Σημεία των καρπών») Κάτι βραδύπνοα διχαλωτά κατάρτια ρίχνουν ελεημοσύνη στο απένταρο απέραντο. («Τα υπο-κινούμενα», Το τελευταίο σώμα μου) Με ρωτάει ο καιρός από πού θέλω να περάσει 3
πού ακριβώς τονίζομαι στο γέρνω ή στο γερνώ. («Απροσδοκίες», Χαίρε ποτέ) Η απρόσμενη αντικατάσταση κάποιας λέξης με άλλη σε μια τυποποιημένη καθημερινή έκφραση είναι ένας άλλος τρόπος ανοικείωσης του λόγου που ανατρέπει ευχάριστα τις αναγνωστικές προσδοκίες: Άρχισε ψύχρα. Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση. («Οι αποδημητικές καλημέρες», Το λίγο του κόσμου) Εγώ, όταν θα μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος. («Βροχή επιστροφής», Το τελευταίο σώμα μου) Τον έχεις εσύ γραμμένο το θάνατο στα παλιά σου τα μάτια. («Υπεράνω πραγματικότητας», Χαίρε ποτέ) Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω; («Γενεά υπάγει και γενεά έρχεται», Η εφηβεία της λήθης) Ενός λεπτού μαζί (τίτλος συλλογής και ποιήματος) «Συγκοινωνούντα φαινόμενα» (Ήχος απομακρύνσεων) Ευδοκιμεί και στους εύστοχους νεολογισμούς η Κική Δημουλά, μια και δεν καταστρατηγεί τους κανόνες σύνθεσης των λέξεων, όπως παρατηρεί ο Σταύρος Βαβούρης [περ. Η λέξη 83 (Μάρτιος- Απρίλιος 1989) 316]: που ναι καταχνιά και ενάστρωση, («Παράκλησις», Έρεβος) Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη, («Πάσχα, προς Σούνιον», Επί τα ίχνη) Κάπως φιλόφωτη ακόμα του Οκτώβρη η διάθεση («Παραφασάδα», Το λίγο του κόσμου) σε βροχερούς αδειόδρομους. («Φωνή σε αδειόδρομους», Το τελευταίο σώμα μου) θα είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη («Απροσδοκίες», Χαίρε ποτέ) Η έκφραση συχνά, μέσα στην επιγραμματικότητά της, είναι τόσο καίρια, ώστε να γίνεται γνωμική, κατά τον τρόπο του Καβάφη, που είναι άλλωστε κι ο πρώτος της δάσκαλος: Οχι, δεν είμαι λυπημένη. Σε σωστή ώρα νυχτώνει. («Πέρασα», Το λίγο του κόσμου) Δαπανηρή ιδέα ο βίος. Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας. («Γιαλό - γιαλό», Χαίρε ποτέ) 4
Δεν μπορούσε όμως να απουσιάζει από αυτήν την ποίηση των διακριτικών παρατηρήσεων κι άλλη μια καβαφική παρακαταθήκη, ο τρόπος της ειρωνείας, ο οποίος στις τελευταίες συλλογές αναδεικνύεται όλο και περισσότερο, ενώ παράλληλα παίρνει το σχήμα του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού: Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ πού είν το πλησιέστερο ότι έχει και βαθμό συγκριτικό το ανύπαρκτο Πλησίον θα τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ, όλο κι απαραχώρητο, κι ας ψόφαγαν πουλάκια δίκαια και προτεραιότητες -κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο. («Το πλησιέστερο», Το τελευταίο σώμα μου) Ο φούρνος σου δεν καίει, φώναξε κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. («Πάσχα στο φούρνο», Ενός λεπτού μαζί) Ιδιοτυπία συνιστά προπάντων η απόδοση, σε άψυχα ουσιαστικά, επιθέτων που αρμόζουν σε έμψυχα, πράγμα που, όπως παρατήρησε ο Αντώνης Φωστιέρης, διαπιστώνεται και στο Νίκο Καρούζο [περ. Η Λέξη 5 (Ιούνιος 1981) σ. 403]: χθες ανάλγητο - αδηφάγο αύριο («Παράκλησις», Ερεβος) αλλοπρόσαλλους ανέμους - κυνηγημένο δρόμο - αποστεωμένο δέντρο («Μην κόπτετε τα σύμβολα», Επί τα ίχνη) ερωτευμένος δισταγμός - κλαψιάρικα καλάμια - ανίκανη σκιά («Ο ψυχισμός του δίτροπου», Το τελευταίο σώμα μου) ανόρεχτες ελπίδες - φαλακρούς ανέμους («Γιαλό-γιαλό», Χαίρε ποτέ) αποκεφαλισμένα περιβόλια («Σαν να διάλεξες», Η εφηβεία της λήθης) Τα επίθετα αυτά μπορεί να αντικαθίστανται από ουσιαστικά που φανερώνουν πρόσωπα: Μαγδαληνή ομίχλη - κοπελίτσα λεύκα («Παραφασάδα», Το λίγο του κόσμου) θάμνοι νάνοι - κυπαρίσσια δηλωσίες - τουρκογύφτισσες μολόχες («Ο ψυχισμός του δίτροπου», Το τελευταίο σώμα μου) νυχτικιά ψυχή - ψυχίατρος στάχτη («Δελτίο άμμου», Χαίρε ποτέ) γερόντισσες αξίες - μούμιες βασιλείες («Κλέφτες στη σκέψη», Ενός λεπτού μαζί) Άλλοτε πάλι, η αφηρημένη έννοια, όπως και το άψυχο αντικείμενο άλλωστε, αντιμετωπίζεται ως έμβιο ον, πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος στο σύνολό του προσλαμβάνεται ως έμψυχος: 5
Η μέρα ξύπνησε. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και είδε τον κόσμο («Ονειρικά», Ερήμην) Με βήμα περιπάτου πλησιάζουν τα σχήματα. Ξυπνάει ένα λευκό κουπί φτεροκοπάει μια στέγη ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρησε. Εντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό, ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη. («Άωρα και παράωρα», Το λίγο του κόσμου) Θα ξανάρθω λέει ο αφρός στα χαλίκια. Να ξανάρθεις. Ένα όστρακο άδειο κατάφερε τη μεγάλη περίληψη. Φεύγει η μέρα. Το μικρό όνομά της το αδειάζει βαφή στα μαλλιά της η δύση. («Τα υπο-κινούμενα», Το τελευταίο σώμα μου) Βρέχει. Καταφεύγουν στο εστιατόριο μεγάλες παρέες θορύβων. («Αναερείπωση, II», Χαίρε ποτέ) Μην τα πετάς με πρόλαβε η διορατικότης θα τύχει να περάσει από δω καμιά φτωχή ονειροπόληση, τα δίνεις. («Κοινή υπαιτιότητι», Η εφηβεία της λήθης) Ιδιαίτερα συχνά τέλος σ αυτήν την ποίηση της σκέψης το αφηρημένο με μια πρόσδεση στο συγκεκριμένο καθίσταται απτή πραγματικότητα: Σκοτώσαμε την επιφύλαξη με την αιχμή του απόλυτου και τη σιωπή μας μ ένα καΐκι προσωρινότητας φυγαδέψαμε. («Προετοιμασία», Έρεβος) Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας. («Οι αποδημητικές καλημέρες», Το λίγο του κόσμου) με χαιρετούν σκούρα μαντίλια ακυμαντότητας («Μικροπωλητές μύρων», Χαίρε ποτέ) Πέρα από τις ιδιαιτερότητες τεχνικού χαρακτήρα, ιδιάζουσα είναι και η θεματολογία της Κικής Δημουλά. Χαρακτηριστικά από την άποψη αυτήν είναι αρχικά δύο μοτίβα: τα αγάλματα και οι φωτογραφίες. Το πρώτο συνείρεται κυρίως με το χώρο του άστεως, το δεύτερο με το χώρο του δωματίου. Αυτοί είναι άλλωστε και οι φυσικοί χώροι αυτής της ποίησης. 6
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μια σειρά ποιήματα έχουν στο κέντρο τους, όχι απλώς στην περιφέρειά τους, αγάλματα και συμπλέγματα γλυπτών, τα οποία η ποιήτρια συναντά όχι μονάχα σε μουσεία αλλά και σε κήπους σπιτιών ή πλατείες και πάρκα του άστεως, εντός και εκτός του Ελλαδικού χώρου. Οι σχετικοί τίτλοι είναι ενδεικτικοί, όταν μάλιστα πλαισιώνονται από υπότιτλους διευκρινιστικούς: «Βρετανικό Μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα)», «Νέλσων» (Έρεβος), «Υπό φθινόπωρον... Σκηνή σε πάρκο με άγαλμα» (Επί τα ίχνη), «Σημείο αναγνωρίσεως Άγαλμα γυναικός με δεμένα χέρια», «Σε κάτοικο προαστίου Γλυπτό κύκνου και Λήδας» (Το λίγο του κόσμου), «Τα μισανθή χέρια Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου-Παρίσι» (Το τελευταίο σώμα μου), «Αναερείπωση ΙΙ», «Γας ομφαλός» (Χαίρε ποτέ), «Χορός αυθαιρεσιών Γλυπτό στην Πλατεία Κλαιθμώνος» (Η εφηβεία της λήθης). Η προτίμηση οφείλεται στο γεγονός ότι τα αγάλματα συνιστούν έκφραση της τέχνης, γνώση της μυθολογίας και εξωραϊσμό του τοπίου («Ορισμοί», Επί τα ίχνη). Ωστόσο, αν και μακρινά, τα αγάλματα αντιμετωπίζονται εδώ κατά βάση ως κοινοί άνθρωποι κι όχι ως ευρύτερα ιστορικά σύμβολα. «Ο Σεφέρης και ο Ρίτσος», γράφει ο Νίκος Δαββέτας στο κριτικό του σημείωμα «Η συμπεριφορά των αγαλμάτων στην ποίηση της Κικής Δημουλά», «βλέπουν το άγαλμα σαν σύμβολο μιας καθολικότερης απώλειας, που η αιτία της είναι εξωτερική, έχει δηλαδή να κάνει με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, που οδηγούν συχνά στη συντριβή των αγαλμάτων. Αντίθετα στη Δημουλά δεν υπάρχουν πουθενά ματωμένα αγάλματα ή αγάλματα που δραπέτευσαν από το μουσείο τα αγάλματα της Δημουλά κουβαλάνε από τη γέννησή τους ένα μικρό προπατορικό αμάρτημα, που τα καταδίκασε να ζήσουν μέσα στη φριχτή αθανασία του μαρμάρου. [...] Η μόνη αντίδραση των αγαλμάτων είναι κάποιες ψυχικές εντάσεις που συντελούνται υπόγεια, δημιουργώντας όμως ρήγματα στην ακεραιότητα της ύλης και κλονισμό της πίστης μας στην αιώνια ακαμψία τους» [περ. Η Λέξη 84 (Μάιος 1989) 345]». Πράγματι η Δημουλά απομυθοποιεί τα αγάλματα και τα φέρνει στα μέτρα της καθημερινότητας. Τα περιγράφει πρώτα πρώτα με τρόπο ανατρεπτικό της φωτογραφικής τους στατικότητας, τους αποδίδει κατόπιν αισθήματα και διαθέσεις, συσχετίζει τέλος τη δική της κατάσταση με τη δική τους. Είναι σπάνια η περίπτωση που τους προσδίδει έναν ιστορικό συμβολισμό, όπως αυτός της γυναικείας καταπίεσης στο «Σημείο Αναγνωρίσεως»: Ολοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παράδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. (Το λίγο του κόσμου) Οι φωτογραφίες, από την άλλη, συνδέονται με τον κλειστό χώρο του δωματίου. Ο χώρος αυτός διευρύνεται πρωτίστως μέσα από τις φωτογραφίες και δευτερευόντως μέσα από τα κάδρα και τους πίνακες. Ολες αυτές οι εικόνες επανέρχονται συχνότατα με μια σειρά ευρηματικές διατυπώσεις. Για μια ποίηση του κλειστού χώρου αυτό είναι βέβαια φυσικό, καθώς τα κάδρα και οι πίνακες, ανοίγοντας παράθυρα στον κόσμο, διευρύνουν το οπτικό πεδίο, ενώ οι φωτογραφίες πυροδοτούν τη μνήμη και καλύπτουν έτσι το κενό μιας απουσίας, η οποία δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στο θάνατο, όπως συμβαίνει στη, μετά την αποδημία του Άθω Δημουλά, συλλογή του 1988 Χαίρε ποτέ, μια και πρόκειται για μοτίβο που παρακολουθεί την ποιήτρια και στην προηγούμενη δημιουργία της: Ποτίζεις, φαίνεται, συχνά τους τοίχους με ρέμβη κι ευδοκιμούν εδώ-εκεί φωτογραφίες. («Εναντιοδρομία», Το λίγο του κόσμου) 7
Τουλάχιστον ν αλλάζεις πότε πότε το νερό στις φωτογραφίες μου. («Τα υπο-κινούμενα», Το τελευταίο σώμα μου) Νέα σου δεν έχω. Η φωτογραφία σου στάσιμη. Κοιτάξεις σαν ερχόμενος χαμογελάς σαν όχι. («Απροσδοκίες») Ανοίγω τα παράθυρα της φωτογραφίας ν αεριστεί. Έμεινε καιρό κλεισμένη όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα. («Passe - Partout») Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου. Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη. («Υποκατάστατο») Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής φωτογραφίας που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της: νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; θα πεις και πού δεν ήταν τότε θάλασσα. («Κονιάκ μηδέν αστέρων», Χαίρε ποτέ) Εκτός από τα αγάλματα και τις φωτογραφίες, βασική πηγή έμπνευσης συνιστά και η αλλοτριωτική καθημερινότητα. Η Κική Δημουλά διαθέτει την ικανότητα να αξιοποιεί τα ευτελέστερα αντικείμενα ή τις πιο κοινότοπες συμπεριφορές και να παράγει αισθητική συγκίνηση από αυτό που ως χθες θεωρούνταν πεζό και αντιποιητικό. Έτσι η σκόνη του σπιτιού, η επιτραπέζια λάμπα, το φαρμακείο, ο τηλεφωνικός κατάλογος, η λαϊκή, το αρνί στο φούρνο, γίνονται αφορμές έμπνευσης και θέμα του ποιήματος, κάτι που συστηματικότερα παρατηρείται στους ποιητές της γενιάς του 70. Εξάλλου η σχέση της Δημουλά με τα πράγματα που την περιβάλλουν είναι τόσο ζωντανή. Περισσότερο αυτά εγείρει και μ αυτά μιλά παρά με τους ανθρώπους: Άραγε τι βαθύτερο να είναι αυτά τα άψυχα. Μήπως τίποτα ζωές προηγούμενες εμψύχων που με την πρώτη επώδυνη ευκαιρία υποτροπιάζουν; («Passe - Partout», Χαίρε ποτέ) Για την αναστροφή αυτήν της Δημουλά με τον κόσμο της καθημερινότητας αλλά και την αισθητική του αξιοποίηση γράφει χαρακτηριστικά ο Τάκης Καρβέλης, κριτικός και ποιητής της ίδιας γενιάς: «Αν η γραφή αυτή αποφεύγει την ψυχρότητα και λειτουργεί ποιητικά, αυτό, νομίζω, οφείλεται στους μηχανισμούς της πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας και της λυρικής αφαίρεσης. Με τον πρώτο όρο εννοώ το πώς η Κ. Δημουλά κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με το δεύτερο, το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησής της, 8
να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις» (Δεύτερη ανάγνωση, 1984, σ. 96). Γενικεύοντας θα μπορούσε να πει κανείς πως η σύνολη διάθεση της Δημουλά, όπως διαφαίνεται κι από τους τίτλους των συλλογών, είναι μελαγχολική, ενώ η αγαπημένη της εποχή είναι το φθινόπωρο. Η θλίψη της πηγάζει, αφενός, από το αρνητικό παρόν, κι αφετέρου, από την ώσμωσή της με το θάνατο. Ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου, η απουσία ενγένει αυτού που υπήρξε, αλλά και οι ανάγκες της επιβίωσης, οι προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις και η κοινωνική απαξίωση της γυναίκας συγκροτούν μια τάξη πραγμάτων ιδιαίτερα απωθητική. Η καθημερινή τριβή και φθορά σκοτώνουν την ομορφιά, ο χρόνος κι ο έρωτας ζουν μονάχα ως ανάμνηση. Ακόμα και η πιο αισιόδοξη διαπίστωση θεμελιώνεται σ ένα θάνατο: Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας. («Υποκατάστατο», Χαίρε ποτέ) Το πολύ ν αγοράσω λίγο χώμα. Οχι για λουλούδια. Για εξοικείωση. («Σαν να διάλεξες», Η εφηβεία της λήθης) Φωνή χαμηλών τόνων η Κική Δημουλά αποζητά το μικρό ποίημα, αλλά, καθώς η κουβέντα με τα πράγματα την κάνει να ξεχνιέται, καταλήγει στο μακροσκελές, συχνά χαλαρό στη δόμηση, διανθισμένο όμως με υπέροχες ζώνες φωτός. Παρά την τάση διολίσθησης των τελευταίων συλλογών στη μανιέρα και μια ορισμένη αφυδάτωση που υφίστανται εσχάτως τα κείμενά της από την υποχώρηση του συναισθήματος μπροστά στο διανοητικισμό, η Κική Δημουλά είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές του καιρού μας: Κάθομαι στο άδειο παγκάκι με μιαν ηλιαχτίδα. Παλιά μου συμμαθήτρια, όμως αυτή πώς τα κατάφερε και μένει από τότε, όλο στην ίδια ωραία τάξη. («Αφετε τα παιδία ήσυχα») Κάτι αρχές Ιουνίου με παρέσυραν εδώ πρωτοετείς φοιτήτριες της άμμου. Απόφοιτος εγώ. Με άριστα λυπήθηκα. («Κατάνυξη αφρών», Χαίρε ποτέ) Περ. Φιλολογική 79 (Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2002) 61-66 9