2.2. ΣΤΑΣΕΙΣ AΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ Λουκάς. Tσιτσιπής



Σχετικά έγγραφα
Στάσεις των Ροµ απέναντι στη ροµανική και απέναντι στην ελληνική γλώσσα

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία

Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Δίγλωσση εκπαίδευση: Η περίπτωση των προγραμμάτων εμβάπτισης του Καναδά. Ανδρονίκη Χατζηαποστόλου Γιούλη Βαϊοπούλου Ευγενία Τσιουπλή

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

Λύδια Μίτιτς

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Αξιολόγηση στην εκπαίδευση

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Εισαγωγικά στοιχεία

ον Λουκά δεν τον γνώριζα τόσο καλά ώστε να είμαι σε θέση ν αφηγηθώ στιγμιότυπα του βίου του. Δε θα τολμούσα επίσης ν αφηγηθώ περιστατικά της σύντομης

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ & ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΤΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

2.3 ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ Λουκάς. Tσιτσιπής


Η στάση του δασκάλου απέναντι στον δίγλωσσο µαθητή 2. Ιωάννινα 2004

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Οδηγός διαφοροποίησης για την πρωτοβάθµια

Κοινωνικός µετασχηµατισµός:...

70055 Ζητήματα Διγλωσσίας

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Κείµενο [Η αξιολόγηση του µαθητή]

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Γραμματισμός στο νηπιαγωγείο. Μαρία Παπαδοπούλου

1976/77 και µια σειρά από νόµους που ψηφίστηκαν, κατά κύριο λόγο την τριετία Αν κάποιος προσπαθούσε να σκιαγραφήσει σε αδρές γραµµές την

Ο διάλογος στην εκπαίδευση. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 23 Οκτωβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Συνεργατική μάθηση]

Σύστημα Προώθησης Θετικής Συμπεριφοράς: Πώς Μετατρέπουμε τα Σχολεία μας σε Ασφαλή, Θετικά και Προβλέψιμα Περιβάλλοντα;

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ. Σπύρος Σπύρου Καθηγητής Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Θεωρητικές προσεγγίσεις της επιπολιτισμοποίησης. Επίπεδα ανάλυσης Περιγραφικά μοντέλα Στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α.ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Εκπαιδευτική Τεχνολογία - Πολυμέσα. Ελένη Περιστέρη, Msc, PhD

Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία με μετανάστες

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Οι πρώτες γλώσσες των μαθητών / μαθητριών μας & η διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας

Διαφοροποίηση αποδοχής και αναστολών σε μαθησιακές εμπειρίες εισαγωγής στελεχών και υπαλλήλων επιλεγμένων

Αθανάσιος Φ. Κατσούλης

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

Κοινωνιο-γνωστικές παράμετροι της σχολικής ζωής

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ Δ/ΛΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Μανώλης Πατσαδάκης

Στη θεωρία του L.S. Vygotsky ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΙΙ, Καλλιρρόη Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

και ρατσιστές και εθνικιστές;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία

«Ενισχύοντας την κοινωνική ένταξη των μαθητών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση»

«ΑΤΣΟΕΚΠΛΗΡΟΤΜΕΝΗ ΠΡΟΒΛΕΧΗ» ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟ ΣΨΝ ΠΡΟΔΟΚΙΨΝ ΣΨΝ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΨΝ

Η ανάπτυξη της κουλτούρας και του κλίματος του σχολείου

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

Συµφωνία Επιχορήγησης No: / Έργο No BG-2008-KA2-KA2MP

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Εκτίμηση Σχολικών Συμβούλων Δημοτικής Εκπαίδευσης Αττικής για την πορεία του ΕΑΕΠ στο σχολικό έτος

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Προς µια γλωσσική πολιτική την εποχή της παγκοσµιοποίησης και του διαδικτύου: ο σχεδιασµός του ΚΕΓ

Erasmus + EUROPEAN LANGUAGE LABEL ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 2016

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Σωτήρης Τοκαμάνης Φιλόλογος ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Ν. Ηρακλείου Διαπολιτισμική εκπαίδευση: σύγχρονη ανάγκη

Τάσεις, χαρακτηριστικά, προοπτικές και υποδοχή από την εκπαιδευτική κοινότητα ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 5 ο Συνέδριο EduPolicies Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014

ΠΩΣ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΙΛΕΚΟ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΓΥΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Βόλφγκανγκ Κορν

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

B-Project-2 «ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΓΩΙΣΤΙΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ»

LOGO

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ

Transcript:

2.2. ΣΤΑΣΕΙΣ AΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ Λουκάς. Tσιτσιπής Oι στάσεις των οµιλητών απέναντι στη γλώσσα/γλώσσες τους ή απέναντι σε γλώσσες άλλων κοινοτήτων είναι ένα κεφαλαιώδες θέµα της κοινωνιογλωσσολογίας, διότι αφορά την υποκειµενική διάσταση της γλωσσικής συµπεριφοράς. Όπως παρατηρεί η Gal (1993), η σύνδεση µιας κοινωνικής οµάδας µε τη γλώσσα που χρησιµοποιεί είναι δυνατό να γίνει µε την υιοθέτηση µιας σηµειωτικής προσέγγισης. Έτσι οι γλωσσικοί τύποι που χρησιµοποιούνται από τα µέλη µιας κοινότητας µπορούν να αποτελούν ενδείκτες [1] των κοινωνικών χαρακτηριστικών και ταυτοτήτων των οµιλούντων υποκειµένων. Σε ένα άλλο επίπεδο όµως, οι χρησιµοποιούµενοι γλωσσικοί τύποι µπορούν να συνδεθούν µε τις κοινωνικές οµάδες µέσω εκφρασµένων απόψεων και ιδεών για τη χρησιµοποίηση, αξία και λειτουργία της µίας ή της άλλης γλώσσας. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση η σχέση δεν είναι σχέση ενδείκτη, αλλά δεσµός µεταγλωσσικού συµβολικού [2] χαρακτήρα στηριζόµενος όχι στη χρήση της γλώσσας αλλά στον λόγο περί γλώσσας. Aυτή τη διάκριση την είχε ήδη συλλάβει σε πρώιµη µορφή ο κοινωνιογλωσσολόγος Labov (1972). Mε βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις είναι δυνατή η ένταξη της µελέτης των γλωσσικών στάσεων στο πεδίο της έρευνας αυτού που την τελευταία δεκαετία ονοµάζεται γλωσσική ιδεολογία, δηλ. το σύνολο των στάσεων και απόψεων που µια κοινότητα έχει για τη γλώσσα. Οι απόψεις αυτές αντανακλούν την υποκειµενική πρόσληψη της δοµής και της χρήσης της γλώσσας αυτής (Silverstein 1979). Όµως οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα ως πεδίο κοινωνιογλωσσικής έρευνας εκτείνονται και πέραν της γλωσσικής ιδεολογίας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή την τελευταία δεκαετία. Έχουν δηλαδή µια προϊστορία στην κλασική κοινωνιογλωσσολογία. Έτσι, µέλη κοινοτήτων που µιλούν µια γλώσσα, συχνά λόγω του ηγεµονικού ρόλου του σχολείου και άλλων κρατικών µηχανισµών, ωθούνται στο να ντρέπονται για τη γλώσσα τους και υιοθετούν την άποψη της υποτιθέµενης υπεροχής µιας στάνταρ ποικιλίας που συνυπάρχει σε σχέση κυριαρχίας µε την τοπική γλώσσα ή διάλεκτο (για προβλήµατα επαφής γλωσσών και των στάσεων που προκύπτουν από αυτή βλ. την κλασική εργασία του Weinreich [1953] 1974). Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα είναι ένα σύνθετο φαινόµενο, διότι εµπλέκει περισσότερες της µίας θέσεις, όπως π.χ. την επίσηµη άποψη του ηγεµονικού θεσµικού πλαισίου της κοινωνίας, η οποία κατά κανόνα τείνει στην προώθηση µιας καθαρολογικής αντίληψης υπέρ της στάνταρ ποικιλίας [official purism], και τις όποιες στάσεις των οµιλητών των κοινωνικά κυριαρχούµενων γλωσσών. Σε περιπτώσεις γλωσσικής µετατόπισης [language shift] π.χ. παρατηρείται το φαινόµενο της διαλεκτικοποίησης [dialectalization], το οποίο µπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τις γλωσσικές στάσεις. Aυτό το κατεξοχήν πολιτικό γεγονός αναφέρεται κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες όπου υφίσταται ή είναι δυνατό να δηµιουργηθεί αρκετά µεγάλη δοµική οµοιότητα ανάµεσα στην κυρίαρχη και τη µειονοτική γλώσσα, οπότε επιχειρείται να πειστούν οι οµιλητές της µειονοτικής γλώσσας ότι η δική τους είναι µια φθαρµένη, ατελής ποικιλία. Tέτοια φαινόµενα έχουν παρατηρηθεί σε σχέση µε τις γλώσσες gallego και καταλανικά στην πρώιµη περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο στην Iσπανία, σε σχέση µε τα patois (ιδιώµατα) της Γαλλίας (Woolard 1989) και αλλού. Aλλά και όταν οι γλώσσες είναι διαφορετικής ιστορικής προέλευσης όπως π.χ. τα ελληνικά και τα αρβανίτικα (τα δεύτερα αποτελούν ποικιλία της αλβανικής), µακράς ιστορικότητας ηγεµονικοί µηχανισµοί µπορούν να διαµορφώσουν αρνητικές στάσεις των οµιλητών απέναντι στη µειονοτική γλώσσα τους. Έτσι παρατηρούµε στην περίπτωση της αρβανίτικης τη στάση του αυτοϋποβιβασµού [self-deprecation] (Hamp 1978 Tsitsipis 1998 βλ. και Γλωσσική συρρίκνωση, όπου γίνεται λόγος για συµβολική κυριαρχία). H γλώσσα συνηθέστατα αποτελεί σύµβολο οµαδικής-εθνοτικής ταυτότητας και, ως εκ τούτου, ο όποιος εθνικός-κρατικός µηχανισµός επιχειρεί την όποια µορφή ενοποίησης, φοβάται την ποικιλία ή διαφορετικότητα των ταυτοτήτων αυτό π.χ. συνέβη µε το καθεστώς του Φράνκο στην Iσπανία απέναντι στα καταλανικά. Mε αυτό τον τρόπο επιχειρείται η γλωσσική υποταγή ως µέσο για την πολιτική υποταγή. Kαι αυτό διότι υπάρχει ο φόβος ότι η πίστη προς την

τοπική γλώσσα [language loyalty] είναι πιθανόν να είναι ισχυρότερη από την πίστη προς το έθνος (Trudgill [1974] 1995). Eνώ δεν υπάρχει κανείς επιστηµονικά θεµελιωµένος λόγος που να στηρίζει την άποψη ότι µια γλωσσική ποικιλία είναι υπέρτερη της άλλης σε δοµικο-λεξιλογικό επίπεδο, συχνά οι οµιλητές διατυπώνουν τέτοιες απόψεις, οι οποίες αντανακλούν συγκεκριµένες ιδεολογίες και όχι την αντικειµενική εικόνα του δυναµικού µιας γλώσσας ή διαλέκτου. Oι απόψεις αυτές µε τη σειρά τους εµπλέκονται σε ζητήµατα εκπαίδευσης και κοινωνικών διακρίσεων [3] µε θλιβερά συχνά αποτελέσµατα και συνέπειες ως προς τις συνθήκες που περιβάλλουν ταξικές και εθνοτικές ανισότητες. Oι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν προσφέρει µεθοδολογικά εργαλεία για τη µελέτη των γλωσσικών στάσεων, όπως τα τεστ των συνταιριασµένων αµφιέσεων [matched guise]. [4] Kατά τα πειράµατα αυτά, οµιλητές από µια οµάδα ή κοινότητα ακούν µαγνητοφωνηµένα αποσπάσµατα λόγου, ας υποθέσουµε έξι ατόµων, που µιλούν µε διαφορετική προφορά, και τους ζητάται να κρίνουν τα οµιλούντα υποκείµενα ως προς κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις, όπως ο βαθµός φιλικότητας ή διανοητικού επιπέδου κλπ. Oι διαφορές που υποδεικνύουν οι υπό εξέταση ακροατές συχνά παραπέµπουν στον ίδιο µαγνητοφωνηµένο οµιλητή κάτι που δεν το γνωρίζουν και έτσι συµπεραίνεται ότι η µόνη παράµετρος που επηρεάζει την κρίση τους είναι η γλωσσική ποικιλία (Trudgill [1974] 1995). H µελέτη των γλωσσικών στάσεων αποτελεί αναγκαίο πεδίο για την έρευνα ακόµη και αυτής της γλωσσικής δοµής, διότι η ιδεολογία µας για έναν κοινωνικο-γνωστικό χώρο βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση µε τον χώρο αυτό και µπορεί να κατευθύνει τη µεταβολή του. [5] Επιλεγµένη βιβλιογραφία GAL, S. 1993. Diversity and contestation in linguistic ideologies: German speakers in Hungary. Language in Society 22:337-359. HAMP, E. P. 1978. Problems of multilingualism in small linguistic communities. Στο International Dimensions of Bilingual Education, επιµ. J. E. Alatis, 155-164. Georgetown Round Table on Languages and Linguistics. Ουάσιγκτον, D.C.: Georgetown University Press. HANKS, W. 1990. Referential Practice: Language and Lived Space among the Maya. Σικάγο: Chicago University Press. LABOV, W. 1972. Sociolinguistic Patterns. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. SILVERSTEIN, M. 1979. Language structure and linguistic ideology. Στο The Elements: A Parasession on Linguistic Units and Levels, επιµ. P. R. Clyne, W. F. Hanks & C. L. Hofbauer, 193-247. Σικάγο: Chicago Linguistic Society. TRUDGILL, P. [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books. TSITSIPIS, L. D. 1998. A Linguistic Anthropology of Praxis and Language Shift: Arvanitika (Albanian) and Greek in Contact. Κλάρεντον: Oxford University Press. WEINREICH, U. [1953] 1974. Languages in Contact: Findings and Problems. Ανατύπωση. Publications of the Linguistic Circle of New York 1. Χάγη & Παρίσι: Mouton. WOOLARD, K. A. 1989. Language convergence and language death as social processes. Στο Investigating Obsolescence: Studies in Language Contraction and Death, επιµ. N. C. Dorian, 355-367. Κέµπριτζ: Cambridge University Press.

[1] Κατά τον σηµειωτικό-πραγµατιστή φιλόσοφο Peirce ενδείκτης είναι εκείνο το σηµείο το οποίο βρίσκεται σε σχέση γειτνίασης ή αιτιότητας µε το αντικείµενο αναφοράς του. Π.χ. οι αντωνυµίες ή ο χρόνος στα ρήµατα αποτελούν ενδεικτικές ή δεικτικές κατηγορίες της γλώσσας, καθόσον γίνονται κατανοητές µόνο στο πλαίσιο του εκφωνούµενου λόγου και όχι έξω από την περίσταση παραγωγής τους. Tο κοινωνικό ύφος οµιλίας ή η γλώσσα και η διάλεκτος λειτουργούν εγγενώς ως ενδείκτες, διότι µας πληροφορούν για τον τόπο και το χρόνο διεξαγωγής της επικοινωνίας, όπως και για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των οµιλητών. [2] Σε αντιδιαστολή προς τους ενδείκτες, τα σύµβολα συγκροτούν µια αυθαίρετη σχέση του σηµείου προς το αντικείµενο αναφοράς του. H λέξη τραπέζι π.χ. ουδεµία σχέση γειτνίασης, αιτιότητας ή και οµοιότητας (εικονικό σηµείο) έχει µε το αντικείµενο αναφοράς της. [3] Κείµενο 1: Trudgill, Peter [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 184-185. Penguin Books [...] Είναι σηµαντικό να αναλογιστούµε πώς πρέπει να χειριστούµε µέσα στα σχολεία τις διαφορές και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν για τις διαλέκτους. Στη Μεγάλη Βρετανία είναι πιθανόν µόλις το 12% των παιδιών που ξεκινούν το σχολείο να µιλούν την πρότυπη αγγλική. Εάν απαιτούµε ή επιδοκιµάζουµε τη χρήση της πρότυπης αγγλικής µέσα στο εκπαιδευτικό σύστηµα, το υπόλοιπο 88% των παιδιών θα βρίσκονται προφανώς σε µειονεκτική θέση. Τι θα κάνουµε λοιπόν για την πλειοψηφία των παιδιών που δεν είναι φυσικοί οµιλητές της πρότυπης αγγλικής; Μέχρι στιγµής µπορούµε να διακρίνουµε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν δοκιµαστεί για την επίλυση αυτού του προβλήµατος. Η πρώτη από αυτές έχει περιγραφεί ως «εξάλειψη της µη πρότυπης οµιλίας». Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, που είναι η παραδοσιακή στα περισσότερα µέρη του αγγλόφωνου κόσµου και συνεχίζει να είναι αρκετά διαδεδοµένη, γίνεται κάθε προσπάθεια ώστε να αποτραπούν τα παιδιά στα σχολεία από τη χρήση των τοπικών τους µη πρότυπων ποικιλιών, ενώ κάθε µη πρότυπο γλωσσικό χαρακτηριστικό που γίνεται αντιληπτό σχολιάζεται και διορθώνεται από τον δάσκαλο. Για παράδειγµα, το παιδί θα µάθει ότι είναι «λάθος» (ή ακόµα και κακό ή ντροπή) να πει I done it, I ain't got it, ή He a good guy. Από την άλλη µεριά, η πρότυπη αγγλική παρουσιάζεται ως «ορθή» και «καλή» το πρότυπο προς το οποίο πρέπει να προσανατολιζόµαστε. Οι µαθητές που αποκτούν επάρκεια στην πρότυπη αγγλική αντιµετωπίζονται συχνά πιο ευνοϊκά από τους υπόλοιπους. Γλωσσολόγοι, καθώς και πολλοί άλλοι, πιστεύουν πως αυτή η προσέγγιση είναι λανθασµένη, για αρκετούς λόγους. Πρώτον, είναι λανθασµένη από ψυχολογική άποψη. Η γλώσσα, όπως έχουµε δει, δεν είναι απλά ένας τρόπος µεταβίβασης µηνυµάτων. Είναι πολύ σηµαντική και ως σύµβολο ταυτότητας και συµµετοχής σε µια οµάδα. Tο να υποβάλλεις σε ένα παιδί ότι η γλώσσα του και η γλώσσα αυτών µε τους οποίους ταυτίζεται είναι µε κάποιον τρόπο κατώτερη, είναι σαν να εννοείς πως το ίδιο το παιδί είναι κατώτερο. Κατόπιν, αυτό θα οδηγήσει είτε στην αποξένωση του παιδιού από το σχολείο και τις σχολικές αξίες είτε στην απόρριψη της οµάδας στην οποία ανήκει. Η προσέγγιση αυτή είναι επίσης λανθασµένη και από κοινωνική άποψη, µια που µπορεί να θεωρηθεί πως υπαινίσσεται ότι κάποιες κοινωνικές οµάδες έχουν µικρότερη αξία από άλλες. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανεπιθύµητο, όταν η γλώσσα που στιγµατίζεται είναι αυτή που µιλιέται από τα µαύρα παιδιά της κατώτερης τάξης και αυτή που εκθειάζεται είναι η γλώσσα των λευκών δασκάλων της µεσαίας τάξης. Tέλος και ίσως το σηµαντικότερο, η άποψη αυτή είναι λανθασµένη και από πρακτική άποψη: είναι λανθασµένη γιατί δε λειτουργεί και ούτε πρόκειται να λειτουργήσει. Η εκµάθηση µιας νέας γλώσσας είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, όπως γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι, και από διάφορες απόψεις η εκµάθηση µιας άλλης διαλέκτου της µητρικής γλώσσας είναι ακόµη δυσκολότερο εξαιτίας της µεγάλης οµοιότητας των δύο είναι δύσκολο να µην τις µπερδεύουµε. Επίσης πρέπει να λάβουµε υπόψη το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι οµιλητές δεν θα ήθελαν να αλλάξουν γλώσσα ακόµα και αν αυτό ήταν εφικτό. Πρώτον, δεν αποκτούν επιπλέον επικοινωνιακά πλεονεκτήµατα (όπως θα γινόταν, για παράδειγµα, µε την εκµάθηση της

γαλλικής), µια που το παιδί είναι ήδη σε θέση να επικοινωνήσει µε τους οµιλητές της πρότυπης αγγλικής. εύτερον, οι πιέσεις της συλλογικής ταυτότητας και της αλληλεγγύης µεταξύ της οµάδας των συνοµηλίκων είναι πολύ ισχυρές. Η γλωσσολογική έρευνα έχει δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις η οµάδα των εφήβων ασκεί την πιο σηµαντική γλωσσική επιρροή. Καθώς τα παιδιά µεγαλώνουν, δεν µιλούν σαν τους γονείς τους και σίγουρα δε µιλούν σαν τους δασκάλους τους ο τρόπος οµιλίας τους είναι αυτός των φίλων τους. Με άλλα λόγια, ο χρόνος που αφιερώνεται µέσα στην τάξη για το ξερίζωµα της µη πρότυπης οµιλίας είναι χαµένος χρόνος. Αν τα παιδιά υποφέρουν γιατί µιλούν µη πρότυπα αγγλικά, η λύση δεν είναι η εξάλειψη των µη πρότυπων ποικιλιών [...] Μετάφραση Νίκος Γεωργίου [4] Κείµενο 2: Trudgill, P. [1974] 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 178-179. Penguin Books [...] Αν ακούς αρκετά συχνά από πλούσιους και ισχυρούς ανθρώπους, πιο αναπτυγµένους τεχνολογικά από σένα, ότι η γλώσσα σου είναι κατώτερη και ξεπερασµένη, µπορεί τελικά να τους πιστέψεις και να αρχίσεις να σκέφτεσαι και εσύ µε τον ίδιο τρόπο. Αν επίσης βλέπεις ότι οι άνθρωποι που µιλούν τη δική σου γλώσσα αντιµετωπίζονται αρνητικά και γίνονται θύµατα διακρίσεων, θα αποτελέσει και αυτό έναν ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για τη χρήση της. Τέτοιες αρνητικές αξιολογήσεις δεν γίνονται φυσικά µόνο στην περίπτωση των γλωσσών. Όπως είδαµε, γίνονται συχνά και στην περίπτωση των διαλέκτων. Αρνητικές και παράλογες στάσεις απέναντι σε µη πρότυπες ποικιλίες είναι και σε αυτήν την περίπτωση διαδεδοµένες. Παρόλο που δεν έχει καµία λογική ο ισχυρισµός ότι κάποια ποικιλία της αγγλικής, για παράδειγµα, είναι γλωσσικά ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πως κάτι τέτοιο ισχύει και ενεργούν σύµφωνα µε αυτή τους την παραδοχή. Για παράδειγµα, η ποικιλία της αγγλικής που χρησιµοποιείται στο σχολείο στον αγγλόφωνο κόσµο είναι η πρότυπη αγγλική, ενώ η γλώσσα των περισσότερων παιδιών και σε µεγαλύτερο βαθµό των παιδιών της εργατικής τάξης παρά της µεσαίας αποτελείται από διάφορους τύπους µη πρότυπης αγγλικής. Προφανώς από αυτή τη διαφορά µπορούν να προκύψουν εκπαιδευτικές δυσκολίες. Όµως, ένας σηµαντικός παράγοντας στη δηµιουργία τέτοιων δυσκολιών για τα παιδιά της εργατικής τάξης, µπορεί να είναι οι αρνητικές στάσεις κάποιων δασκάλων απέναντι σε µη πρότυπες ποικιλίες. Ακόµα και αν αυτές οι στάσεις είναι µόνο υποσυνείδητες, µπορούν να οδηγήσουν σε ασυνείδητη διάκριση προς όφελος των παιδιών που µιλούν διαλέκτους και έχουν την ιδιαίτερη προφορά της µεσαίας τάξης. Για τα παραπάνω βρίσκουµε αποδείξεις στο έργο των κοινωνικών ψυχολόγων, οι οποίοι έχουν αποκαλύψει, µέσα από πειράµατα εναρµονισµένων αµφιέσεων, τον βαθµό στον οποίο η οµιλία των ανθρώπων µπορεί να επηρεάσει την εξωτερική τους εικόνα. Σε αυτά τα πειράµατα οµάδες υποκειµένων ακούν µαγνητοφωνήσεις του ίδιου αποσπάσµατος λόγου, από π.χ. πέντε διαφορετικούς οµιλητές, ο καθένας από τους οποίους έχει µια διαφορετική προφορά της αγγλικής. Στη συνέχεια ζητείται από τα υποκείµενα να εκθέσουν τις απόψεις τους για τους πέντε οµιλητές, αφού προηγουµένως τους διευκρινιστεί ότι οι ερευνητές ενδιαφέρονται να δουν πόσο ικανά είναι τα υποκείµενα να ανιχνεύουν χαρακτηριστικά και προσόντα των οµιλητών µόνο από τη φωνή τους. Μπορεί για παράδειγµα να ζητηθεί από τα υποκείµενα να τοποθετήσουν τους οµιλητές σε κλίµακες που εκτείνονται από το «πολύ ευφυής» µέχρι το «καθόλου ευφυής», από το «πολύ φιλικός» µέχρι το «καθόλου φιλικός» κ.ο.κ. Συχνά βρίσκουµε πως τα υποκείµενα παρουσιάζουν υψηλό βαθµό συµφωνίας, όταν συµπεραίνουν πως, για παράδειγµα, ο τρίτος οµιλητής είναι περισσότερο ευφυής από τον δεύτερο οµιλητή, ο οποίος µε τη σειρά του είναι λιγότερο φιλικός από τον τέταρτο οµιλητή. Το ενδιαφέρον σηµείο σε αυτά τα πειράµατα είναι πως οι δύο από τους οµιλητές είναι χωρίς να το γνωρίζουν τα υποκείµενα ο ίδιος οµιλητής αλλά µε δύο διαφορετικές προφορές. Αν εποµένως οι οµιλητές 2 και.5 είναι το ίδιο άτοµο αλλά ο οµιλητής 2 αξιολογείται ως πιο ευφυής από τον 5, τότε αυτή η διαφορά πρέπει να οφείλεται στις διαφορετικές µορφές γλώσσας που το άτοµο αυτό χρησιµοποιούσε. Μάλιστα, πειράµατα στη Μ. Βρετανία έχουν

δείξει πως οι οµιλητές οι οποίοι χρησιµοποιούν την αµφίεση ενός οµιλητή ΠΠ (Παραδεδοµένης Προφοράς), θεωρούνται συνήθως πιο ευφυείς και πιο µορφωµένοι, αλλά λιγότερο φιλικοί και λιγότερο συµπαθείς από τους ίδιους οµιλητές, όταν αυτοί χρησιµοποιούν την αµφίεση ενός οµιλητή που έχει τοπική προφορά. Αυτό καταδεικνύει το πώς στηριζόµαστε από στερεότυπα στην πρώτη µας επαφή µε άλλους ανθρώπους (για παράδειγµα, µέσα σε ένα τρένο) και πώς χρησιµοποιούµε τον τρόπο οµιλίας τους, για να κατασκευάσουµε µια εικόνα που να ανταποκρίνεται στον τύπο του ατόµου στον οποίο πιστεύουµε ότι ανήκουν. Οι οµιλητές της ΠΠ µπορεί, µε το που θα αρχίσουν να µιλούν, να θεωρηθούν ως υπερόπτες και εχθρικοί από µη οµιλητές της ΠΠ, µέχρι να µπορέσουν να αποδείξουν το αντίθετο. Είναι, µε άλλα λόγια, ένοχοι µέχρις αποδείξεως της αθωότητάς τους. Mε ανάλογο τρόπο και αυτό είναι πολύ πιο ανησυχητικό είναι δυνατόν κάποιοι δάσκαλοι να αξιολογούν παιδιά µε προφορά και διάλεκτο της εργατικής τάξης ότι έχουν λιγότερη ικανότητα για µάθηση από παιδιά µε προφορά και διάλεκτο της µεσαίας τάξης, εάν και σε αυτά επίσης δεν δοθεί µια κατάλληλη ευκαιρία για να αποδείξουν το αντίθετο [...] Μετάφραση Νίκος Γεωργίου [5] Κείµενο 3: Gal, S. 1993. Diversity and Constitution in Linguistic Ideologies: German Speakers in Hungary. Language in Society 22:337-359, σελ. 338. [...] Η συµβολική κυριαρχία στον χώρο της γλωσσικής χρήσης στηρίζεται σε µια ασυµµετρία ανάµεσα στη γλωσσική ικανότητα αφενός και στις στάσεις αφετέρου. Για παράδειγµα, η κυρίαρχη, υπό την αιγίδα του κράτους ποικιλία της γλώσσας κρίνεται άξια κύρους και σεβασµού, ακόµα και από εκείνους που δεν την κατέχουν πλήρως όµως η µειονοτική ποικιλία κακολογείται ακόµα κι απ αυτούς που την κατέχουν και την αναγνωρίζουν ως δικιά τους. Η αντίσταση σε µια τέτοιου είδους γλωσσική κυριαρχία συχνά ενέχει την άρνηση της κρατικής εξουσίας και απαιτεί µια αυτοκαταστροφική προσκόλληση σε στιγµατισµένους γλωσσικούς τύπους. εν είναι «ένα απλό λύγισµα κάτω από το βάρος της εξουσίας, αλλά... παραδόξως µια δηµιουργική αντίδραση στην εξουσία αυτή, η οποία διαµεσολαβείται από την αντιτιθέµενη αξία της αλληλεγγύης» (Woolard 1985, 745). Αυτή η συµβολική διαµόρφωση, και η επίµονη διατήρηση µειονοτικών γλωσσών που συνεπάγεται, σίγουρα προσφέρει µια συναρπαστική ανάλυση πολλών εθνογραφικών περιπτώσεων. Ωστόσο, δεν διερευνά την εντυπωσιακή ετερογένεια πρακτικών που έχουν δηµιουργήσει τα µέλη µειονοτικών οµάδων, προκειµένου να αντέξουν στις κυρίαρχες γλωσσικές ιδεολογίες. Ούτε και δίνει έµφαση στη διαφοροποίηση και στον ανταγωνισµό που είναι συχνά προφανείς µεταξύ των κυρίαρχων ιδεών. Ο στόχος µου εδώ είναι διπλός. Πρώτον, προτείνω να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις αντιπαραθέσεις και στις αλλαγές των κυρίαρχων γλωσσικών ιδεολογιών, στις οποίες αντιδρούν οι τοπικοί πληθυσµοί. Όπως έχουν υποστηρίξει αρκετοί επιστήµονες, η αντίδραση αναπτύσσεται σε διάλογο µε τις κυρίαρχες ιδέες. Η κάθε πλευρά αποκαλύπτει πολλά για την άλλη [...]. Υπάρχουν πολλές πιθανές πηγές ώστε να αντληθούν στοιχεία για τις γλωσσικές ιδεολογίες σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύστηµα. Για τους δικούς µου στόχους, µια εξέταση γλωσσικών απογραφών υπόσχεται να είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Οι αντιπαραθέσεις µεταξύ στατιστικολόγων σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους σχετικά µε τις κατηγοριοποιήσεις που υιοθετούνται ή απορρίπτονται, την αιτιολόγηση των επιλογών αυτών και τη σχέση µεταξύ πολιτικών και γλωσσικών κατηγοριών όλες τους αποκαλύπτουν τις παραδοχές των ειδικών, οι οποίοι, τόσο αυτοί καθαυτοί όσο και µε την ιδιότητά τους υπό την υπηρεσία των κυβερνουσών ελίτ και της κρατικής γραφειοκρατίας, αποτελούν µείζον στοιχείο της αποκαλούµενης «επίσηµης» ή κυρίαρχης ιδεολογίας. Επιπλέον, η απογραφή είναι µια πρακτική που εισβάλλει ολοκληρωτικά στη ζωή των οµιλητών. Μπορεί να γίνει κατανοητή, µε τα λόγια του Foucault [...], ως µια «τεχνολογία της ισχύος», που όχι µόνο καταγράφει αλλά συµβάλλει και στη δηµιουργία ταυτοτήτων παρέχοντας κατηγορίες ταξινόµησης. Καθιστά δυνατή την άσκηση κυβερνητικού ελέγχου στους πληθυσµούς µέσω της γνώσης που χτίζει σχετικά µε αυτούς [...]. Η πολιτική δραστηριότητα και η τοπική αντιπαράθεση γύρω από αυτές τις κατηγορίες απογραφής µπορεί τότε να επιφέρει αλλαγές στην αίσθηση ταυτότητας των τοπικών πληθυσµών. Και τέλος, τα

αριθµητικά αποτελέσµατα της απογραφής γίνονται τα «ακράδαντα στοιχεία» που αποτελούν ισχυρά όπλα για παραπέρα πολιτικές και λεκτικές µάχες µεταξύ των ελίτ, καθώς και στα χέρια µειονοτικών αντιπολιτευτικών κινηµάτων [...] Μετάφραση Νίκος Γεωργίου