ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ"

Transcript

1 ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας, της διατροφής και του τρόπου ζωής στην εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ I. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ που υποβάλλεται στο ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2007

2 ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Τοκμακίδης Σάββας, Ph.D, Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. ΜΕΛΗ: Πυλιανίδης Θεόφιλος, Ph.D, Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Δούδα Ελένη, Ph.D, Επίκουρος Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Τοκμακίδης Σάββας, Ph.D, Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Κιουμουρτζόγλου Ευθύμιος, Ph.D, Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Ταξιλδάρης Κυριάκος, Ph.D, Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Μουντάκης Κωνσταντίνος, Ph.D, Αναπληρωτής Καθηγητής Σχολής Επιστημών Ανθρώπινης Κίνησης & Ποιότητας Ζωής, Τμήμα Οργάν. & Διαχ. Αθλητισμού, Παν. Πελοποννήσου. Λαπαρίδης Κωνσταντίνος, Ph.D, Αναπληρωτής Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Πυλιανίδης Θεόφιλος, Ph.D, Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. Δούδα Ελένη, Ph.D, Επίκουρος Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α.-Δ.Π.Θ. ii

3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΜΕΛΗΣ-ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ-Λέξεις κλειδιά ABSTRACT- Key words ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 1.1. Προσδιορισμός του προβλήματος 1.2. Σκοπός 1.3. Ερευνητικές υποθέσεις 1.4. Στατιστικές υποθέσεις 1.5. Συμβολή της μελέτης 1.6. Περιορισμοί μελέτης 1.7. Διευκρινήσεις όρων 1.8. Συντομογραφίες όρων Ελληνικοί όροι Αγγλικοί όροι ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Ιστορία της παχυσαρκίας 2.2. Ενεργειακή ισορροπία του ανθρώπου 2.3. Σύσταση ανθρώπινου σώματος Λιπώδης ιστός 2.4. Ορισμός της παχυσαρκίας Επιδημιολογία της παχυσαρκίας Περίοδοι ανάπτυξης της παχυσαρκίας Αξιολόγηση της παχυσαρκίας Μέθοδοι εκτίμησης δυο διαμερισμάτων Μέθοδος εκτίμησης πολλών διαμερισμάτων Εκτίμηση-ταξινόμηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ii iii vii ix xi xii xiv xvii xix iii

4 Επιπολασμός της παχυσαρκίας των ενηλίκων στον πλανήτη Επιπολασμός της παχυσαρκίας των ενηλίκων στην Ελλάδα Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στον πλανήτη Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα 2.5. Παθογένεια της παχυσαρκίας Η θεωρία του ενεργειακού ισοζυγίου Η λιποστατική θεωρία Η ψυχογενής θεωρία Η θεωρία της κληρονομικότητας 2.6. Αιτιολογία της παχυσαρκίας Γενετικοί παράγοντες Περιβαλλοντικοί παράγοντες Η σωματική δραστηριότητα και ο ρόλος της στην προάσπιση της υγείας Ο επιπολασμός της υποκινητικότητας των ενηλίκων Ο επιπολασμός της υποκινητικότητας στην παιδική και εφηβική ηλικία Η σύγχρονη διατροφή και η επιδημία της παχυσαρκίας Η διατροφή του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο Η διατροφή των παιδιών και εφήβων στον σύγχρονο κόσμο Η διατροφή των ενηλίκων στη σύγχρονη Ελλάδα Η διατροφή των παιδιών και εφήβων στη σύγχρονη Ελλάδα 2.7. Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία Μεταβολικές διαταραχές από την παχυσαρκία Μεταβολικό σύνδρομο Παθήσεις που σχετίζονται με την παιδική και εφηβική παχυσαρκία 2.8. Πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας Πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας των ενηλίκων Πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ 3.1. Σχεδιασμός μελέτης 3.2. Προκαταρκτικές μελέτες Διαδικασία δειγματοληψίας Πληθυσμός μελέτης 3.3. Χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μελέτης 3.4. Δημιουργία ερωτηματολογίων Στάθμιση ερωτηματολογίων 3.5. Κύριες διαδικασίες μέτρησης Συμπλήρωση ερωτηματολογίων Ανθρωπομετρικές μετρήσεις Αιμοδυναμικές μετρήσεις Πρωτόκολλο μέτρησης αρτηριακής πίεσης Δοκιμασίες φυσικής ικανότητας Καρτέλα καταγραφής δεδομένων Όργανα μέτρησης Λάθη μέτρησης 3.6. Στατιστική ανάλυση iv

5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ 4.1. Περιγραφική στατιστική 4.2. Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Διαγνωστική εγκυρότητα ανθρωπομετρικών δεικτών εκτίμησης της παχυσαρκίας Αποκλίσεις από την κανονική μάζα στη παιδική και εφηβική ηλικία Ποσοστά πληθυσμού με αποκλίσεις από την κανονική μάζα σε σχέση με το φύλο Αποκλίσεις από την κανονική μάζα σε σχέση με το φύλο και την γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού μελέτης Σχέση δεικτών εκτίμησης της ολικής με την κεντρικού τύπου παχυσαρκία Σχέση περιμέτρου κοιλιάς με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Σχέση περιμέτρου ισχίου με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Σχέση WHR με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα 4.3. Σχέση δεικτών εκτίμησης ολικής παχυσαρκίας και σύστασης σώματος 4.4. Αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης 4.5. Δείκτες εκτίμησης των αποκλίσεων από την κανονική μάζα και φυσική ικανότητα Σχέσεις δοκιμασίας ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Σχέσεις δοκιμασίας κοιλιακών-30s με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα 4.6. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με την διατροφή Οι διατροφικές συνήθειες σε σχέση με την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης Το φύλο και η διατροφή του πληθυσμού μελέτης Η διατροφή του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με την ηλικία 4.7. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με τη σωματική δραστηριότητα Σωματική δραστηριότητα σε σχέση με την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης Σωματική δραστηριότητα και φύλο Η σωματική δραστηριότητα σε σχέση με την ηλικία 4.8. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με τον τρόπο ζωής Τρόπος ζωής σε σχέση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Τρόπος ζωής και φύλο Τρόπος ζωής σε σχέση με την ηλικία 4.9. Αιτιολογία και παθογένεια εμφάνισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 5.1.Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα 5.2. Παχυσαρκία, ανθρωπομετρικοί δείκτες και σύσταση σώματος Παχυσαρκία και ανθρωπομετρικοί δείκτες Παχυσαρκία και σύσταση σώματος 5.3. Σωματική δραστηριότητα του πληθυσμού μελέτης Παχυσαρκία, φυσική ικανότητα και σωματική δραστηριότητα του πληθυσμού μελέτης v

6 5.4 Αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης 5.5. Διατροφικές στάσεις και συμπεριφορές του πληθυσμού μελέτης 5.6. Τρόπος ζωής του πληθυσμού μελέτης 5.7. Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στη σωματική και ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων 5.8. Αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας 5.9. Γενικά συμπεράσματα Προτάσεις για μελλοντική έρευνα ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ vi

7 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας, της διατροφής και του τρόπου ζωής στην εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας (Υπό την επίβλεψη του Καθηγητή κ. Τοκμακίδη Σάββα) Επιδημιολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν την ταχύτατη αύξηση της παχυσαρκίας παγκοσμίως στους πληθυσμούς ανηλίκων. Από πρόσφατες μελέτες επισημαίνεται ότι ο πληθυσμός ανήλικων στην Ελλάδα σήμερα, είναι ο πιο παχύσαρκος στην Ευρώπη και από τους πιο παχύσαρκους στον κόσμο. Σκοπός της επιδημιολογικής αυτής μελέτης είναι να καταγράψει τα ποσοστά της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους σχολικής ηλικίας και να αξιολογήσει τα αίτια εμφάνισής της, ερμηνεύοντας παράλληλα τους κοινωνικούς παράγοντες, τον τρόπο ζωής των μαθητών/τριων, το επίπεδο της σωματικής τους δραστηριότητας και τις διατροφικές τους συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο και κατά τον ελεύθερο χρόνο τους. Η παρούσα μελέτη διεξήχθη σε τυχαία επιλεγμένα 19 Δημοτικά σχολεία, 13 Γυμνάσια και 8 Γενικά Λύκεια της Ελλάδας. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 3546 μαθητές/τριες (1757 αγόρια & 1787 κορίτσια) ηλικίας 8-18 ετών. Για την αναζήτηση της αιτιολογίας εμφάνισης της παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο μαθητή/τριας καθώς και ένα ερωτηματολόγιο μητέρας για την διερεύνηση του ρόλου της οικογένειας. Στον πληθυσμό μελέτης μετρήθηκαν η σωματική μάζα, το ανάστημα, η περίμετρος κοιλιάς και ισχίου, οι δερματοπτυχές του τρικέφαλου βραχιόνιου και του γαστροκνήμιου, η αρτηριακή πίεση, οι αναδιπλώσεις κορμού στα 30s και το τεστ ταχύτητας-επιδεξιότητας των 10x5m. Παράλληλα, υπολογίστηκαν ο Δείκτης Μάζας/Αναστήματος, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, ο Δείκτης Rohrer και ο WHR. Η εκτίμηση της παχυσαρκίας έγινε με κριτήριο τους πίνακες του ΔΜΣ-ηλικία της IOTF. Η ανάλυση αξιοπιστίας, η Intra Class Correlation και η παραγοντική ανάλυση κυρίως αξόνων (Factor analysis) εφαρμόστηκαν κατά την διαδικασία στάθμισης των ερωτηματολογίων της μελέτης. Οι καμπύλες ελέγχου διαγνωστικής εγκυρότητας ανθρωπομετρικών δεικτών ROC, η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2, η ανάλυση Pearson, η ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) και η πολλαπλή ανάλυση διακύμανσης MANOVA εφαρμόστηκαν για την ανεύρεση επιδράσεων ή αλληλεπιδράσεων μεταξύ των εξαρτημένων μεταβλητών της μελέτης και των σταθερών παραγόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στον αντιπροσωπευτικό πληθυσμό της παρούσας μελέτης το 2,8% ήταν ελειποβαρείς, το 61,6% vii

8 κανονικής μάζας, το 25,2% υπέρβαροι, το 7,7% παχύσαρκοι και το 2,6% υπερβολικά παχύσαρκοι. Καταγράφοντας τα περιβαλλοντικά αίτια εμφάνισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας οι λανθασμένες διατροφικές στάσεις (η μη καθημερινή λήψη πρωινού πριν το σχολείο, η πρόσληψη έτοιμων, γρήγορων ή συσκευασμένων γευμάτων), το κοινωνικό προφίλ οικογένειας (εργασία μητέρας σε επάγγελμα εκτός σπιτιού) και η μειωμένη σωματική δραστηριότητα (απουσία άσκησης μέτριας έντασης διάρκειας 20-30min) επιβεβαιώνει ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής οδηγεί στην έξαρση της επιδημίας της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Λέξεις κλειδιά: παχυσαρκία, τρόπος ζωής, σωματική δραστηριότητα, φυσική κατάσταση, διατροφική συμπεριφορά. viii

9 ABSTRACT The effect of physical activity, dietary habits and lifestyle on the prevalence of obesity in school-aged students (Under the supervision of Prof. Tokmakidis Savvas) Epidemiological studies worldwide confirm a rapid increase in body fatness in young population. Recent studies show that young population in Greece is the most obese in Europe and one of the most obese in the world. The purpose of this epidemiological study was to record the prevalence of obesity in school-aged children and adolescents and to evaluate the obesity origins, interpreting at the same time, students social factors, lifestyle, their habitual physical activity and their eating behaviors in the family and school environment as well as during their leisure time activities. The present study was carried out in Greece in randomly selected 19 primary schools, 13 junior high schools and 8 high schools. A sample of 3546 students (1757 males & 1787 females) aged from 8 to 18 participated in this study. In order to assess the relationship between the students physical activity levels, dietary and sedentary behaviors, and the prevalence of childhood and adolescents obesity, a self-reported instrument was filled in while the students mothers completed a questionnaire which recorded the family s nutritional habits and lifestyle behaviors. In this study population the body mass, stature, waist and hip circumferences, triceps and calf skinfold thickness, blood pressure, 10x5m agility and 30s abdominal strength test performance were measured, while the Mass/Stature, BMI, RI and WHR were estimated. The population obesity classification was based on BMI-age cutoffs IOTF criteria. Principal components factor analysis alpha reliability and Intra Class Correlation were applied for the assessment of construct validity and internal consistency of the subscales of our questionnaires. The ROC curves for the anthropometric indices validity evaluation, the Χ 2 test, the Pearson correlation as well as the ANOVA and MANOVA analyses were applied in order to assess the relationships and interrelationships between obesity and the obtained from the questionnaire data. The results showed that in the representative population of this study the prevalence of underweight was 2,8%, the 61,6% was normal weighted, the 25,2% overweight, the 7,7% obese and the 2,6% severely obese. During the environmental obesity etiology evaluation the students dietary behavior (no daily breakfast consumption, and calorie-dense food consumption), the family s socioeconomic ix

10 profile (mother s employment away from home) and the limited physical activity from the participants (medium intensity exercise lasting from 20-30m/day) confirm that the students contemporary lifestyle behaviors lead to the epidemic of childhood and adolescents obesity in Greece. Key words: obesity, lifestyle, physical activity, eating behaviors x

11 Στη γυναίκα μου Βάνια και στο γιο μας xi

12 Ευχαριστίες Είναι γνωστό ότι η πραγματοποίηση οποιουδήποτε ερευνητικού έργου απαιτεί την αρμονική συνύπαρξη αρκετών προσώπων, το συνταίριασμα αγάπης για την επιστήμη, εμπειρίας, γνώσης και οργάνωσης, και προπάντων την ύπαρξη συνεχούς και επίπονης προσπάθειας. Μέσα από τις λίγες αυτές γραμμές θα ήθελα να ευχαριστήσω ολόθερμα όσους έβαλαν το στίγμα τους και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της μελέτης αυτής. Η αφιέρωση της διατριβής στην οικογένειά μου αντανακλά τα αισθήματα ευχαριστίας για την βαθιά κατανόηση που επέδειξε στις ατέλειωτες ώρες απουσίας μου από κοντά της. Η δημιουργία της δικής μου οικογένειας μου θεμελιώθηκε και απέκτησε νόημα και ουσία παράλληλα με τους ατέλειωτους κόπους της διδακτορικής αυτής διατριβής. Ευχαριστώ όλη μου την οικογένεια και ιδιαίτερα τη σύζυγό μου, που ταξίδεψε μαζί μου στις φουρτούνες της επιστήμης που λατρεύω και υπηρετώ για πάνω από είκοσι χρόνια, οφείλω ευγνωμοσύνη για την υπεράνθρωπη υπομονή και κατανόηση αλλά και την ηθική και συναισθηματική στήριξη που μου παρείχε τα χρόνια της κοινής μας ζωής. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα επιθυμούσα να εκφράσω ξεχωριστά στον επιβλέποντα Καθηγητή κ. Σάββα Τοκμακίδη, για το «επιστημονικό του αγκάλιασμα», τη συμπαράσταση, καθοδήγηση και υποστήριξη που επέδειξε από την πρώτη στιγμή της επιστημονικής μας συνεργασίας. Αποτέλεσε για μένα τον δάσκαλο που με ενέπνευσε και με κέρδισε με το επιστημονικό και ηθικό του ανάστημα και του οφείλω πολλά. Εγκάρδιες ευχαριστίες στον Επίκουρο Καθηγητή κ. Θεόφιλο Πυλιανίδη και στην Επίκουρο Καθηγήτρια κα. Ελένη Δούδα, μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την εκτίμηση, την φιλική στάση, τις πολύτιμες συμβουλές και επισημάνσεις τους, την αμέριστη συμπαράσταση και συνεργασία που μέσα από την ερευνητική τους εμπειρία μου παρείχαν σε οργανωτικά, διαδικαστικά και επιστημονικά θέματα της διατριβής. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα επίσης να εκφράσω: Στον Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Κωνσταντίνο Μουντάκη που το 2002 ως σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συνέβαλε ουσιαστικά στην έγκριση της μελέτης από τους αρμόδιους φορείς και βοήθησε αποφασιστικά στην αντιμετώπιση διοικητικών θεμάτων κατά την πραγματοποίηση της μελέτης. xii

13 Στην ΚΦΑ κα. Ευσταθία Βουζίκα (PhD) που ως αποσπασμένη στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με το προσωπικό της ενδιαφέρον και την διοικητική της αποφασιστικότητα δόθηκαν λύσεις σε θέματα επιλογής του πληθυσμού μελέτης και σχεδιασμού της έρευνας. Στον συνάδελφο και φίλο κ. Ηλία Σμήλιο (PhD), τον άνθρωπο που με έφερε στην οικογένεια του ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, για την επιστημονική του συμβολή και ηθική συμπαράσταση, τις σημαντικές επισημάνσεις και υποδείξεις και την παραχώρηση της εμπειρίας του σε θέματα σχεδιασμού της μελέτης. Στον συνάδελφο και φίλο κ. Ιωάννη Καραμανώλη (PhD) που άνοιξε δρόμους για την έρευνα στην παχυσαρκίας στο ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής και με βοήθησε σημαντικά με την μεθοδικότητα και οργάνωση της μελέτης του στην συγγραφή αυτής της διατριβής. Στους συναδέλφους ΚΦΑ κκ. Κωνσταντίνο Βόλακλη (PhD), Απόστολο Σπάση (PhD), Ανάργυρο Τουμπέκη (PhD) και υποψήφιους Διδάκτορες Χριστόδουλο Αντώνη, Μάριο Χρίστου και Γιώργο Παναγιώτου για την πολύτιμη επιστημονική τους βοήθεια σε θέματα οργάνωσης της μελέτης και στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων. Στους συναδέλφους ΕΦΑ/ΚΦΑ των σχολείων που είχαν επιλεγεί για την έρευνα, που με το προσωπικό τους ενδιαφέρον, τη διάθεσή τους για συνεργασία και τη συναδελφική τους αλληλεγγύη βοήθησαν στην επιτυχή ολοκλήρωση αυτής της μελέτης. Τέλος, ένα ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου αξίζει σε όλα αυτά τα 3546 παιδιά που με κοίταζαν με απορία λίγο πριν ανέβουν στη ζυγαριά. Τα ευχαριστώ γιατί έκαναν εμένα ερευνητή και τη μελέτη αυτή χρήσιμη και ουσιαστική. xiii

14 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 2.1.Αναλυτική παρουσίαση των τριών μεθόδων ανάλυσης σύστασης σώματος. Από Καπάνταη Ε, Πίνακας 2.2.Ανθρωπομετρικοί δείκτες αξιολόγησης και ταξινόμησης της μάζας σώματος. Πίνακας 2.3.Κατάταξη ενηλίκων ανδρών και γυναικών με βάση τον ΔΜΣ για αναγνώριση του βαθμού παχυσαρκίας, WHO Πίνακας 2.4.Ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων ηλικίας ετών στην Ελλάδα. Από Kapandais et al, 2004; Int J Obes 28:S71. Πίνακας 2.5.Ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 7-19 ετών. Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, Πίνακας 2.6.Μηχανισμοί γενετικής προδιάθεσης που συμμετέχουν στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Αρχικό από Henquin, Τροποποίηση από Παπαβραμίδη Σ., Πίνακας 2.7.Αλλαγές στην σειρά κατάταξης των 5 βασικότερων αιτιών νοσηρότητας και θνητότητας από το 1990 στο WHO Πίνακας 2.8.Ορμονικές διαταραχές που προκαλεί η αυξημένη κατανομή του σπλαχνικού λίπους. Από Seidell & Deerenberg, PharmacoEconomics, Πίνακας 2.9.Παράγοντες κινδύνου και κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του ΜΣ από NCEP-ATP III, WHO και EGIR. Πίνακας 2.10.Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία κατά την παιδική και εφηβική ηλικία και στην ενήλικη ζωή. Από Yanovski, Reviews in Endocrinology & Metabolism Disorders, Πίνακας 3.1.Δημογραφική κατανομή του πληθυσμού μελέτης Πίνακας 3.2.Κατανομή του πληθυσμού μελέτης ανά ηλικιακή κατηγορία σε σχέση με το ποσοστό του δημογραφικού κριτηρίου της περιοχής του σχολείου κατοικίας. Πίνακας 3.3.Πληθυσμός μελέτης ανά φύλο και ηλικιακή κατηγορία. Πίνακας 3.4.Ταξινόμηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών και κοριτσιών με βάση τον ΔΜΣ-ηλικία (Cole et al. BMJ, 2000). Πίνακας 4.1.Περιγραφική στατιστική ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού μελέτης. Πίνακας 4.2.Περιγραφική στατιστική σύστασης σώματος του πληθυσμού μελέτης xiv

15 Πίνακας 4.3.Περιγραφική στατιστική αιμοδυναμικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού μελέτης. Πίνακας 4.4.Περιγραφική στατιστική των επιδόσεων του πληθυσμού μελέτης στις υπαίθριες δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής ικανότητας. Πίνακας 4.5.Κατάταξη του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα όπως αυτές αξιολογούνται με το κριτήριο του ΔΜΣφύλο. Πίνακας 4.6.Κατάταξη αποκλίσεων από την κανονική μάζα του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με το φύλο. Πίνακας 4.7.Ποσοστιαία (%) κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες σε σχέση με το φύλο και τη γεωγραφική κατανομή. Πίνακας 4.8.Συσχετίσεις μεταξύ των μορφολογικών χαρακτηριστικών και των δεικτών εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας του πληθυσμού μελέτης. Πίνακας 4.9.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου κοιλιάς (cm) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.10.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου ισχίου (cm) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, το φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.11.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές του λόγου WHR σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.12.Συσχετίσεις μεταξύ του ποσοστού (%) σωματικού λίπους και μάζας λίπους σε σχέση με τους έμμεσους δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε κανονικής μάζας και υπέρβαρα παιδιά και εφήβους. Πίνακας 4.13.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (95%ΔΕ) του ποσοστού σωματικού λίπους σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.14.Συσχετίσεις μεταξύ της επίδοσης και απόδοσης του πληθυσμού μελέτης στις υπαίθριες δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής xv

16 ικανότητας σε σχέση με τους δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. Πίνακας 4.15.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της επίδοσης στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m (s) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.16.Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) στην επίδοση της δοκιμασίας κοιλιακών-30s (επαναλήψεις) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή. Πίνακας 4.17.Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης. Πίνακας 4.18.Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Πίνακας 4.19.Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία. Πίνακας 4.20.Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την δημογραφική κατανομή του πληθυσμού. Πίνακας 4.21.Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Πίνακας 4.22.Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία. Πίνακας 4.23.Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την δημογραφική κατανομή του πληθυσμού. Πίνακας 4.24.Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Πίνακας 4.25.Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία xvi

17 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 2.1.Ιστορική εξέλιξη των επιστημών που συνέβαλαν στην αναγνώριση, πρόληψη και αντιμετώπιση της νόσου της παχυσαρκίας. Σχήμα 2.2.Ερεθίσματα που έχουν αφετηρία τον λιπώδη ιστό. Ahima & Flier, ΤΕΜ, Τροποποίηση από Θαλασσινό Ν Σχήμα 2.3.Η σχέση της ενεργειακής πρόσληψης και δαπάνης στην ενεργειακή ισορροπία και στη αύξηση της σωματικής μάζας. Αρχικό από ΠΟΥ, Τροποποίηση από Παπαβραμιδη Σ Σχήμα 2.4.Πολυπαραγοντικό κοινωνικό-περιβαλλοντικό μοντέλο αξιολόγησης των παραγόντων που σχετίζονται με την σωματική δραστηριότητα παιδιών και εφήβων. Duncan, Duncan, Strycker, Chaumeton, Exerc Sport Sciences Reviews, Σχήμα 2.5.Βασικές διαδικασίες αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. ΠΟΥ, Σχήμα 3.1.Διάγραμμα σχεδιασμού συλλογής πληροφοριών και δεδομένων της μελέτης. Σχήμα 4.1.Καμπύλες ROC για τον έλεγχο της διαγνωστικής εγκυρότητας των δεικτών του ΔΜΥ, ΔΜΣ και δείκτη Rohrer σε κανονικής μάζας, υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Σχήμα 4.2.Καμπύλες ROC για τον έλεγχο της διαγνωστικής εγκυρότητας των δεικτών της περιμέτρου κοιλιάς και WHR για την εκτίμηση της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε κανονικής μάζας, υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Σχήμα 4.3.Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου κοιλιάς (cm) και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. Σχήμα 4.4.Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου ισχίου (cm) και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. Σχήμα 4.5.Μεταβολές στις μέσες τιμές του λόγου WHR και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. Σχήμα 4.6.Μεταβολές του ποσοστού (%) σωματικού λίπους (95%ΔΕ) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. Σχήμα 4.7.Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της μάζας λίπους (kg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. Σχήμα 4.8.Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της συστολικής αρτηριακής πίεσης (mmhg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο xvii

18 Σχήμα 4.9.Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της διαστολικής αρτηριακής πίεσης (mmhg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. Σχήμα 4.10.Μεταβολές της επίδοσης (±SD) στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m (s) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. Σχήμα 4.11.Γραφική απεικόνιση της απόδοσης (±SD) στη δοκιμασία κοιλιακών.30s (επαν.) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. Σχήμα 4.12.Σχέση μάζας γέννησης (±SD) και αποκλίσεων του πληθυσμού μελέτης από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.13.Γραφική απεικόνιση του ποσοστού μητέρων που εργάζονταν σε εργασία εκτός σπιτιού από την γέννηση του παιδιού ως την ηλικία των 6 ετών και αποκλίσεων από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.14.Γραφική απεικόνιση του ποσοστού μητέρων με τωρινή εργασία εκτός σπιτιού και αποκλίσεων από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.15.Μεταβολές του ποσοστού των παχύσαρκων μητέρων σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.16.Μεταβολές των ποσοστών (%) μη καθημερινής λήψης πρωινού σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.17.Μεταβολές των ποσοστών παιδιών και εφήβων που δεν έκαναν μέτριας έντασης και διάρκειας 20-30min άσκηση/ημέρα σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Σχήμα 4.18.Μεταβολές στη θετική εικόνα του σώματος σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Σχήμα 5.1.Μεταβολές του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ανάμεσα σε τρείς μεγάλης κλίμακας επιδημιολογικές μελέτες στην Ελλάδα. Σχήμα 5.2.Μεταβολές του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας από τρείς πρόσφατες μεγάλης κλίμακας επιδημιολογικές μελέτες στην Ελλάδα σε σχέση με το φύλο xviii

19 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 2.1.Διαγράμματα κατάταξης του ΔΜΣ σε σχέση με το φύλο και την ηλικία για υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια ηλικίας 2-18 ετών που συμμετείχαν στη μελέτη ΝΗΑΝΕS ΙΙΙ στις ΗΠΑ. Από NCCDPHP, Εικόνα 2.2.Διεθνή όρια ταξινόμησης ΔΜΣ για υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 2-18 ετών, με σημείο αναφοράς τις τιμές ΔΜΣ 25 και 30kg.m -2 στην ηλικία των 18 ετών, (δεδομένα από τις χώρες ΗΠΑ, Ολλανδία, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Βραζιλία και Μεγάλη Βρετανία). Από Cole, Bellizzi, Flegal, Dietz, 2000, BMJ 320: Εικόνα 2.3.Εθνικά Πρότυπα Ανάπτυξης με κριτήριο τον ΔΜΣ για αγόρια και κορίτσια ηλικίας 2-18 ετών. Από Χιώτης και συν Εικόνα 2.4.Πυραμίδα Μεσογειακής Διατροφής. Ανώτατο Ειδικό Επιστημονικό Συμβούλιο Υγείας, Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, xix

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Προσδιορισμός του προβλήματος Κατά την ατέρμονη εξελικτική πορεία του ανθρώπου όχι μόνο τα γονίδια αλλά και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που πιθανότατα έχουν υποστεί ποικίλες προσαρμογές και μεταλλάξεις, ευθύνονται για την έξαρση του φαινομένου της παχυσαρκίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Σήμερα η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται και ως «Σύνδρομο του Νέου Κόσμου», ενώ ο όρος επιδημία δόθηκε για να χαρακτηρίσει μια χρόνια πάθηση, που προσβάλει όλες τις ηλικιακές ομάδες και απαιτεί πρόληψη και αντιμετώπιση τόσο σε ατομικό όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και στην διατροφική συμπεριφορά του πληθυσμού είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας. Παράλληλα, τα τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μειοψηφίες των μεταναστών καθώς και κάποιες ομάδες ανθρώπων που ζουν στις ήδη αναπτυγμένες χώρες, σε πολλές περιπτώσεις, οδηγούν στην προκλητική συνύπαρξη της παχυσαρκίας και του υποσιτισμού. Στις μέρες μας 600εκατ. άνθρωποι στον πλανήτη βιώνουν την έντονη απειλή για την υγεία τους που προέρχεται από τον υποσιτισμό, ενώ 310εκατ. άνθρωποι στον κόσμο εμφανίζουν παράγοντες κινδύνου για την υγεία τους λόγω της υπερκατανάλωσης τροφής και της υποκινητικότητας που οδηγούν στην παχυσαρκία. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization-WHO) και την Διεθνή Ομάδα Δράσης για την Παχυσαρκία (International Obesity Task Force-IOTF) σήμερα περισσότεροι από 1δις άνθρωποι στον πλανήτη είναι υπέρβαροι και 300εκατ. είναι παχύσαρκοι (WHO, 2002a; IOTF, 2004). H ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία του πληθυσμού λόγω του σχετιζόμενου με αυτήν κινδύνου νοσηρότητας τόσο κατά την εφηβική όσο και κατά την ενήλικη ζωή του ανθρώπου. Επιπλέον, σήμερα 17,6εκατ. παιδιά ηλικίας ως 5 ετών είναι υπέρβαρα, ενώ τα ποσοστά των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις χώρες της Βόρειας Αμερικής, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, του Ειρηνικού, στην Αυστραλία και την

21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή Κίνα (IOTF, 2004). Η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες που έγιναν την τελευταία πενταετία στην χώρα μας (Kapantais et al., 2004; Karayiannis, Yannakoulia, Terzidou, Sidossis, Kokkevi, 2003) έδωσαν αντικρουόμενα αποτελέσματα, ενώ άλλες με επιλογή του πληθυσμού από συγκεκριμένες μόνο περιοχές (Krassas et al, 2001; Chiotis et al., 2004; Magkos, Manios, Christakis, Kafatos, 2005; Tokmakidis, Christodoulos, Mantzouranis, 2007) έδειξαν την τάση του φαινομένου χωρίς να έχουν την δυνατότητα γενίκευσης των αποτελέσματά τους για το σύνολο του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού της Ελλάδας. Η κρισιμότητα του θέματος, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση της ύπαρξης αλλαγών που έχουν γίνει στη σύγχρονη δημογραφική, οικονομική και πολιτισμική κατάσταση της Ελληνικής κοινωνίας, προκάλεσαν στον ερευνητή έντονες ανησυχίες για την βιολογική κατάσταση και την φυσική ικανότητα των παιδιών που θα αποτελέσουν τον πληθυσμό της χώρας μας στον 21 ο αιώνα. Οι ανησυχίες αυτές αποτέλεσαν τη πρωταρχική αιτία, που υπαγόρευσε την ανάγκη επιλογής προς μελέτη του φαινομένου της παχυσαρκίας στην πληθυσμιακή ομάδα των παιδιών σχολικής ηλικίας και όρισε τους σκοπούς της μελέτης. Η ανεύρεση των ποσοστών της παχυσαρκίας σε πληθυσμό παιδικής, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας που κατοικούν στην Ελλάδα, καθώς και τα αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας σ αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες αποτέλεσαν το βασικό λόγο πραγματοποίησης αυτής της μελέτης. Η εκπλήρωση του σκοπού της παρούσας μελέτης προϋποθέτει επαλήθευση ή απόρριψη των συγκεκριμένων ερευνητικών υποθέσεών της και σύγκριση των αποτελεσμάτων αυτής της μελέτης με άλλες ιδίου αντικειμένου και όμοιου σχεδιασμού μελέτες Σκοπός Σκοπός της επιδημιολογικής αυτής μελέτης ήταν να καταγράψει τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων και να αξιολογήσει τα αίτια εμφάνισής της στην Ελλάδα, ερμηνεύοντας παράλληλα τους κοινωνικούς-οικονομικούς παράγοντες, τον τρόπο ζωής των μαθητών/τριων, το επίπεδο της σωματικής τους δραστηριότητας και τις διατροφικές τους συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο και κατά τον ελεύθερο χρόνο τους. Η αντιπροσωπευτικότητα και το μέγεθος του πληθυσμού αυτής της μελέτης, προσφέρουν στον ερευνητή τη δυνατότητα για γενίκευση των αποτελεσμάτων στο συνολικό 2

22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή παιδικό και εφηβικό πληθυσμό στην Ελλάδα όσον αφορά τον επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας και της αιτιολογίας εμφάνισής της Ερευνητικές υποθέσεις Οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη είναι με ποιο τρόπο η σύγχρονη διατροφή ενοχοποιείται για την έξαρση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει ο καθιστικός τρόπος ζωής και πως η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας μπορεί να επηρεάσει την εμφάνιση της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους. Ακόμη θα εξετασθούν οι επιπτώσεις στην υγεία του υπέρβαρουπαχύσαρκου παιδιού και το πως η άσκηση μπορεί να αποτελέσει βασικό παράγοντα διατήρησης και βελτίωσης της βιολογικής κατάστασης του παιδιού και εφήβου. Τέλος, θα αξιολογηθεί ο ρόλος του σχολείου και του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος στην αντιμετώπιση του φαινομένου της παχυσαρκίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις της παρούσας μελέτης που θα εξετασθούν είναι: i. η σύγχρονη διατροφή ενοχοποιείται για την έξαρση της παχυσαρκίας ii. η μειωμένη σωματική δραστηριότητα επηρεάζει την εμφάνιση της παχυσαρκίας iii. η παχυσαρκία επηρεάζει την σωματική δραστηριότητα iv. η παχυσαρκία επηρεάζει την βιολογική κατάσταση του υπέρβαρου-παχύσαρκου παιδιού και έφηβου v. το σχολείο και το περιβάλλον (οικογένεια-κοινωνία) επηρεάζουν την εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους σχολικής ηλικίας Στατιστικές υποθέσεις Οι μηδενικές υποθέσεις με τις αντίστοιχες εναλλακτικές τους για τον πληθυσμό μελέτης στην παρούσα έρευνα ήταν: Η 0 : Δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού (αστικός, ημιαστικός, αγροτικός), του φύλου και της ηλικίας σε σχέση με τα ποσοστά της παχυσαρκίας Η 1 : Υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού (αστικός, ημιαστικός, αγροτικός), του φύλου και της ηλικίας σε σχέση με τα ποσοστά της παχυσαρκίας 3

23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή Η 0 : Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της σωματικής δραστηριότητας σε σχέση με τα επίπεδα της παχυσαρκίας Η 1 : Υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της σωματικής δραστηριότητας σε σχέση με τα επίπεδα της παχυσαρκίας Η 0 : Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της διατροφής και του τρόπου ζωής σε σχέση με τα επίπεδα της παχυσαρκίας Η 1 : Υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της διατροφής και του τρόπου ζωής σε σχέση με τα επίπεδα της παχυσαρκίας 1.5. Συμβολή της μελέτης Η μελέτη αυτή αξιολογώντας αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού καταγράφει με μεθοδολογική εγκυρότητα και αντικειμενικότητα τον σημειακό επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Παράλληλα, η εύρεση των αιτιών εμφάνισης της παχυσαρκίας θα ορίσει τους άξονες πάνω στους οποίους θα στηριχθεί η εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων για την υποστροφή της αρνητικής αυτής κατάστασης που υπάρχει σήμερα στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό της χώρας μας Περιορισμοί της μελέτης Οι περιορισμοί της παρούσας μελέτης είναι παράγοντες που δεν μπόρεσαν να αξιολογηθούν και η καταγραφή τους θα έδινε επιπλέον πληροφορίες στην επιβεβαίωση ή απόρριψη των ερευνητικών υποθέσεων. Οι περιορισμοί είναι οι ακόλουθοι: α) Η ανωνυμία του δείγματος εμποδίζει την ποιοτική καταγραφή δεδομένων και την δυνατότητα μελλοντικής επανεξέτασης του πληθυσμού της μελέτης β) Η μη καταγραφή πραγματικών οικονομικών παραμέτρων της κάθε οικογένειας μονάδας δείγματος καθώς και πιο εξειδικευμένα στοιχεία για την δομή της οικογένειας. γ) Η έλλειψη ποιοτικής καταγραφής διατροφικών πληροφοριών της κάθε μονάδας του δείγματος. δ) Η αδυναμία άμεσης καταγραφής του περιβάλλοντος που διέμεναν οι μονάδες του δείγματος (π.χ. τύπος κατοικίας, αισθητική γειτονιάς, επίπεδα εγκληματικότητας, δυνατότητες κίνησης και άσκησης, κυκλοφοριακό). 4

24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή 1.7. Διευκρινήσεις όρων Άσκηση: ένα υποσύνολο της σωματικής δραστηριότητας που είναι προγραμματισμένο, δομημένο και επαναλαμβανόμενο και εφαρμόζεται με σκοπό τη διατήρηση ή και βελτίωση της φυσικής κατάστασης και την προαγωγή της υγείας. Αστικοποίηση: αύξηση και επέκταση των αστικών κέντρων λόγω μετακίνησης πληθυσμών από την ύπαιθρο στις πόλεις. Γενετική: κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα και την ποικιλότητα. Δοκιμασία: συστηματική διαδικασία παρατήρησης και περιγραφής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με τη βοήθεια της αριθμητικής κλίμακας. Ελεύθερος χρόνος: χρόνος που δεν διατίθεται σε υποχρεωτικές δραστηριότητες του ατόμου (βιοτικές, εργασία κλπ) αλλά διατίθεται στην ελεύθερη διάθεση του σύμφωνα με τις ιδιαίτερες επιθυμίες. Επιπολασμός: ο αριθμός των ατόμων σε ένα πληθυσμό ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από μια συγκεκριμένη κατάσταση (συνήθως κατάστασης νοσηρότητας) σε συγκεκριμένη χρονική στιγμής. Επιδημία: ταυτόχρονη έκθεση ομάδας ανθρώπων στον ίδιο φυσικό ή χημικό ή λοιμογόνο παράγοντα. Κληρονομικότητα: το ποσοστό της συνολικής φαινοτυπικής διακύμανσης που οφείλεται στις γονιδιακές επιδράσεις. Κοορτή: κλειστός πληθυσμός που η ιδιότητα του μέλους χαρακτηρίζεται από ένα συμβάν. Χαρακτηριστικό της είναι η «στατιστική αθανασία». Κινητική μάθηση και συμπεριφορά: χαρακτηρίζεται από την ισορροπία, επιδεξιότητα, ισχύ, ταχύτητα αντίδρασης, ταχύτητα και συναρμογή. Νοσηρότητα: ονομάζεται η συχνότητα των νόσων σε ανθρώπινους πληθυσμούς Νόσημα: διαταραχή της υγείας που οφείλεται σε παροδική κυτταρική βλάβη και εκφράζει την νοσηρή διαδικασία. Έχει έναρξη, διάρκεια και πέρας. Περιβάλλον: καθετί που είναι εξωτερικό ως προς ένα άτομο, ένα κοινωνικό σύνολο ή ένα σύστημα. Το περιβάλλον διακρίνεται σε φυσικό, τεχνητό ή ανθρωπογενές Υγεία: είναι η σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία και όχι μόνο η απουσία νόσου Υποκινητικότητα: κατάσταση στην οποία οι κινήσεις του ανθρώπινου σώματος είναι ελάχιστες και η ενεργειακή κατανάλωση κοντά στον βασικό μεταβολικό ρυθμό. 5

25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή Φυσική κατάσταση: δείκτης του βιολογικού δυναμικού που αντανακλά την υγεία του ατόμου, με τη θετική, δυναμική έννοια και όχι απλά την έλλειψη νόσου, όσο και την ικανότητά του για σωματική απόδοση. Σωματική ή φυσική δραστηριότητα: κάθε κίνηση των σκελετικών μυών του ανθρώπου που προκαλούν ενεργειακή δαπάνη Συντομογραφίες όρων Ελληνικοί όροι AM: Άλιπη Μάζα ΒΜΡ: Βασικός Μεταβολικός Ρυθμός ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος ΔΦΔ: Δαπάνη Φυσικής Δραστηριότητας ΕΕΕ: Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία ΕΛΙΚΑΡ: Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας ΕΛΟ: Ελεύθερα Λιπαρά Οξέα ΕΙΕΠ: Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας ΙΝΚΑ: Ινστιτούτο Καταναλωτή ΚΕΕ: Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ΚΝΣ: Κεντρικό Νευρικό Σύστημα ΜΕΛΟ: Μη Εστεροποιημένα Λιπαρά Οξέα ΠΙ: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ΠΚ: Περίμετρος κοιλιάς ΠΙ: Περίμετρος ισχίου 6

26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή Αγγλικοί όροι AHA: American Heart Association CDC: Centers for Disease Control and Prevention CT: Computed Tomography CVD: Cardiovascular Disease DEXA: Dual Energy X-ray Absorptiometry EASO: European Association for the Study of Obesity EGIR: European Group for Insulin Resistance EPOC: Excess Post Oxygen Consumption FAO: Food and Agriculture Association FDA: Federal Drugs Association FHS: Framingham Heart Study GIP: Gastric Insulin Polypeptides ICD: International Classification of Diseases IGF-1: Insulin Growth Factor -1 IOTF: International Obesity Task Force IFSO: International Federation Surgery of Obesity LPL: Lipoprotein Lipase MONICA: MONItoring of trends and determinants in CΑrdiovascular diseases MRI: Magnetic Resonance Images NCD: Non Contaminate Disease NCEP-ATP III: National Cholesterol Education Program- Adult Treatment Panel III NCHS: National Center for Health Statistics NHANES I,II,III: National Health and Nutrition Examination Survey I,II,III NCCDPHP: National Center for Chronic Disease Prevention and Health Promotion PAL: Physical Activity Level PAI-1: Plasminogen Activator Inhibitor-1 TNF-a: Tumor Necrosis Factor-a WHO: World Health Organization WHR: Waist to Hip Ratio 7

27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Ιστορία της παχυσαρκίας Αν και είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι η επιδημική μορφή της παχυσαρκίας είναι απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής εδώ και χιλιάδες χρόνια. η ύπαρξη της με διάφορες ονομασίες (ευσαρκία, πολυσαρκία, κλπ) ήταν γνωστή. Από την παλαιολιθική εποχή, πριν από χρόνια, σημαντικές ενδείξεις επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της παχυσαρκίας. Μεγάλος αριθμός ειδωλίων που έχουν βρεθεί σε όλη την Ευρώπη απεικονίζουν γυναικείες θεότητες, όπως η Αφροδίτη του Willendorf που είχαν σαφή στεατοπυγική μορφή με κοιλιακή παχυσαρκία, υπερβολικά μεγάλο στήθος και φαρδείς γλουτούς. Οι μορφές αυτές που σήμερα θα τις κατατάσσαμε στις σοβαρά παχύσαρκες, αποτελούσαν θεότητες της γονιμότητας και ήταν τα σύμβολα ομορφιάς και σεξουαλικότητας της εποχής αυτής. Από τη νεολιθική εποχή ( π.Χ.) ως την εποχή του χαλκού (περίπου το 3000π.Χ.) βρίσκουμε θεότητες με ίδια στεατοπυγική μορφή (μεγάλο χαλαρό στήθος και περιφέρεια), με κάθε πολιτισμό να δίνει διαφορετικό όνομα σε αυτές τις «Μητέρες Θεές» σύμβολα μητρότητας και θηλυκότητας που στην εποχή τους λατρεύονταν για τη γονιμότητα τους (Bray, 1990). Τα περισσότερα γλυπτά της εποχής αυτής προέρχονται από την περιοχή της Ανατολίας, από Πρωτοκυκλαδικά ειδώλια και αγάλματα της Προμινωικής περιόδου που χρονολογούνται γύρω στο π.Χ (Bray,1990). Με το πέρασμα των αιώνων, παρόμοιες μορφές υπάρχουν σε αγαλματίδια στη Μεσοποταμία, σε μούμιες Φαραώ και σε τοιχογραφίες τάφων στην Αίγυπτο ( π.Χ.) (Bray, 1990). Ανάλογες αναφορές υπάρχουν στην Κινεζική, Θιβετιανή και Ινδική ιατρική, αλλά και στην ιατρική των Μάγια και Αζτέκων, καταδεικνύοντας ότι η παχυσαρκία αποτελούσε ιατρικό πρόβλημα ακόμα και στο μακρινό παρελθόν (Αργυρόπουλος, 2001). Στην Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ο Ιπποκράτης υπήρξε μελετητής και θεραπευτής της παχυσαρκίας. Στα γραπτά του υποστηρίζει ότι "ο αιφνίδιος θάνατος είναι συνηθέστερος στα παχύσαρκα άτομα απ' ότι στα αδύνατα" όπως επίσης, ότι η παχυσαρκία προκαλεί γυναικεία στειρότητα και πως οι παχύσαρκες γυναίκες παρουσιάζουν "ακανόνιστης συχνότητας έμμηνο ρύση" (Αργυρόπουλος, 2001). Ο φιλόσοφος Διοκλής, σύγχρονος του Αριστοτέλη, τόνιζε τη μεγάλη σημασία της διατροφής στην υγεία του ανθρώπου δημιουργώντας το πρώτο 8

28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας διαιτολόγιο, ενώ ο Γαληνός, σημαντικός ιατρός των ρωμαϊκών χρόνων, είχε κατατάξει την παχυσαρκία σε δύο κατηγορίες, τη μέτρια και τη βαριά όπου η πρώτη θεωρείτο φυσιολογική και η δεύτερη νοσογόνος. Επίσης, ο Γαληνός πίστευε ότι η εμφάνιση της παχυσαρκίας οφειλόταν σε ανεπάρκεια της προσωπικότητας του ατόμου και η θεραπεία που εφάρμοζε ήταν: έκανα έναν παχύσαρκο ασθενή λεπτό σε σύντομο χρονικό διάστημα αναγκάζοντας τον να τρέχει γρήγορα (Αργυρόπουλος, 2001). Από τους ρωμαϊκούς χρόνους, υπάρχουν περιγραφές που συνδέουν την παχυσαρκία με την άπνοια ύπνου και την υπνηλία και αναφέρονται περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν από υπερβολικό βάρος. Ο Σωρανός ο Εφέσιος, επιφανής ιατρός που έζησε το 2 ο μ.χ. αιώνα στο σύγγραμμα του "Περί των Οξείων και Χρονίων Νόσων" θεωρεί την παχυσαρκία ως χρόνια και νόσο μαρασμού που χρειάζεται θεραπεία και συνιστά αυστηρή πειθαρχία, δραστική περικοπή της τροφής, σωματική άσκηση, προκλητούς εμετούς, μπάνιο, μασάζ, περπάτημα και αλλαγή τρόπου σκέψης του ατόμου, που όλα στοχεύουν στη διατήρηση της καλής κατάστασης του σώματος (Αργυρόπουλος, 2001). Από το 400μ.Χ. η Αραβική ιατρική με τον Πέρση ιατρό Αβικέννα, ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, στον "Κανών της Ιατρικής" περιγράφει τη μέθοδο μείωσης βάρους για τα υπέρβαρα άτομα και προτείνει ταχεία κάθοδο της τροφής από το στομάχι και το έντερο έτσι ώστε να εμποδίζεται η ολοκλήρωση της απορρόφησης από το μεσεντέριο, κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, φτωχού όμως σε θρεπτική αξία, μπάνιο πριν το φαγητό και συχνά έντονη άσκηση (Αργυρόπουλος, 2001). Από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα στη Μεσαιωνική περίοδο η αισθητική αντίληψη του μέτρου και της αρμονίας αλλάζει μη αφήνοντας περιθώρια για αποδοχή της παχυσαρκίας η οποία, ανάλογα με τη βαρύτητα αλλά και το μέγεθος της βουλιμίας του ατόμου, θεωρούνται ως μικρότερη ή μεγαλύτερη αμαρτία. Η έλευση της Αναγέννησης στα τέλη του 16 ου και αρχές του 17 ου αιώνα έδωσε τις πρώτες μονογραφίες για την παχυσαρκία. Η Ιατρομηχανική σχολή που ιδρύθηκε στην Ιταλία από τον Borelli αυτή την εποχή έδωσε δυο διατριβές με θέμα την παχυσαρκία, οι οποίες είχαν σαν κύρια χαρακτηριστικά την αποποίηση της προσωπικής ευθύνης του παχύσαρκου, την τοποθέτηση της παχυσαρκίας σε επιστημονική βάση με λιγότερα ηθικολογικά στοιχεία που επικρατούσαν τους προηγουμένους αιώνες (Ευτυχιάδης, 1981). Τον 18 ο αιώνα με το ιδεολογικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού 34 τουλάχιστον διδακτορικές διατριβές είχαν ως θέμα την παχυσαρκία και επεσήμαιναν με επιχειρήματα την 9

29 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας αύξηση του επιπολασμού της (Ευτυχιάδης, 1981). Το 1769 ο Cullen ταξινόμησε την παχυσαρκία ανάμεσα στις ανθρώπινες καχεξίες ενώ λίγο αργότερα ο Beddoe από την Οξφόρδη πίστευε ότι η παχυσαρκία οφειλόταν σε μικρή οξείδωση του λίπους και συνιστούσε για θεραπεία την άσκηση σε περιοχές με πολύ οξυγόνο. Την ίδια χρονική περίοδο ο Tweedy παρά το γεγονός ότι προτείνει μία ή δύο αφαιμάξεις για την καταπολέμηση της «πολυσαρκίας», συνιστά: αύξηση της σωματικής άσκησης προοδευτικά ενώ ο Γάλλος πολιτικός, δικαστής και συγγραφέας Brillat-Savarin, αναφέρει ως αιτίες παχυσαρκίας την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και τις κακές διατροφικές συνήθειες προτείνοντας ένα τρίπτυχο θεραπείας που αποτελείται από σύνεση στη διατροφή, μέτρο στον ύπνο και άσκηση με τα πόδια ή πάνω σε άλογο (Bray, 1990). Τον 19 ο αιώνα, την εποχή της Ιατρικής των Παρισίων, για πρώτη φορά ο Chapman και αργότερα οι Rayer και Mohr περιγράφουν την υποφυσεογενή παχυσαρκία. Το 1835 ο Βέλγος αστρονόμος, μαθηματικός, στατιστικολόγος και κοινωνιολόγος Lambert Adolphe Jacques Quetelet, στο πλαίσιο της έρευνάς του εισήγαγε την έννοια του μέσου ανθρώπου και χρησιμοποίησε την αναλογία της μάζας σώματος ενός ατόμου προς το τετράγωνο του ύψους ως Δείκτη Μάζας Σώματος για την αξιολόγηση της παχυσαρκίας. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ή δείκτης Quetelet παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 270 χρόνια, αποτελεί μέχρι σήμερα το επικρατέστερο κριτήριο για την εκτίμηση και ταξινόμηση της παχυσαρκίας (Bray, 1990). Το 1863 ο William Banting, περιγράφει στο έντυπο που εξέδωσε με τίτλο "Επιστολή προς το Κοινό σχετικά με την Παχυσαρκία" την προσπάθεια που έκανε ο ίδιος να χάσει βάρος, όντας σοβαρά παχύσαρκος και με πολλά προβλήματα υγείας. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια προτεινόμενης διατροφής, για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, έγινε με τη βοήθεια του ιατρού Greg Harvey, αλλά στην πράξη ο ίδιος ο Banting ήταν αυτός που έγραψε και χρηματοδότησε την έκδοση και την προώθηση του εντύπου με σκοπό να βοηθήσει και άλλους παχύσαρκους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους. Η προτεινόμενη δίαιτα ήταν ιδιαίτερα αυστηρή αλλά το έντυπο έγινε ανάρπαστο και επανεκδόθηκε πολλές φορές, ο δε Banting έμεινε στην ιστορία, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρά ένας ξυλουργός (Bray, 1990). Ο 20 ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη και συνεχή προσπάθεια ανεύρεσης της παθογένειας της παχυσαρκίας και ανεύρεσης τρόπων πρόληψης και αντιμετώπισή της με την Αμερικανική Ιατρική σχολή να κυριαρχεί. Ταυτόχρονα αντικαθίστανται οι όροι «ευσαρκία» και «πολυσαρκία» από τον όρο «παχυσαρκία» ο οποίος και καθιερώνεται. Η μεγάλη 10

30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας με την ανακάλυψη το 1994 της ορμόνης λεπτίνης και μελέτες βασισμένες στην κυτταροκαλλιέργεια για την αξιολόγηση της μορφής και λειτουργίας του λιπώδους ιστού άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην κατανόηση της παθοφυσιολογίας της παχυσαρκίας (Sorensen, Echwald, Holm, 1996; Flier, 1998). Στην ανατολή του 21 ου αιώνα, 40 γονίδια σε 15 χρωμοσωμικές περιοχές ταυτοποιήθηκαν και 3 από αυτά κλωνοποιήθηκαν (ob,db,ay), (Barch, Farooqi, O Rahilly, 2000; Williams & Considine, 2001; Clement & Ferre, 2003). Σήμερα, επιστήμες και κλάδοι τους όπως η Ιατρική, η Επιστήμη του Αθλητισμού, η Διαιτολογία, η Φυσιολογία, η Γενετική, η Χημεία, η Βιοχημεία, η Ανατομία και η Ιστολογία συνέβαλαν τα μέγιστα, μέσα από ανακαλύψεις επιστημόνων και από έρευνες ινστιτούτων και φορέων που κατανόησαν από νωρίς τις αλλαγές που υφίσταται η σύσταση του ανθρώπινου σώματος, αποδεικνύοντας ότι τόσο η διάγνωση και πρόληψη όσο και η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με διαταραχές στην ενεργειακή ισορροπία του ανθρώπου (Σχήμα 2.1) Ενεργειακή ισορροπία του ανθρώπου Με τον όρο ενεργειακό ισοζύγιο ή ενεργειακή ομοιόσταση εννοούμε την δυναμική ισορροπία που υπάρχει στον ανθρώπινο οργανισμό ανάμεσα στη πρόσληψη και στην κατανάλωση ενέργειας. Το ενεργειακό ισοζύγιο είναι εμπλουτισμένο με γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και αποδίδεται με τον κλασσικό τρόπο: ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ = ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ - ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΑΠΑΝΗ Η ενεργειακή πρόσληψη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, ρυθμιζόμενη από εξειδικευμένα νευρικά κυκλώματα, νευροπεπτίδια, ορμόνες, ειδικούς μεταφορείς και υποδοχείς. Η ενέργεια της τροφής με τη μορφή θερμίδων προέρχεται αποκλειστικά από ενεργειογόνες μακρομοριακές τροφές που περιέχουν πρωτεΐνες, λίπη και υδατάνθρακες. 11

31 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 12

32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Σχήμα 2.1. Ιστορική εξέλιξη των επιστημών που συνέβαλαν στην αναγνώριση, πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Αρχικό από Bray, Τροποποίηση από Μαντζουράνη Ν, Η μετατροπή των ενεργειακών ενώσεων των τροφών σε ενεργειακές ενώσεις του ανθρωπίνου σώματος (μεταβολισμός) χρησιμοποιείται για την παραγωγή μηχανικού έργου, για την πραγματοποίηση της σύσπασης των μυϊκών ινών, για την συντήρηση και ανάπλαση των ιστών και για την σωματική ανάπτυξη. Αν η ενέργεια των τροφών που καταναλώνει ο άνθρωπος είναι σταθερά και επί μονίμου βάσεως μεγαλύτερη από την ενέργεια που χρειάζεται για την κάλυψη των καθημερινών του αναγκών, τότε η δυναμική και μακροχρόνια αυτή απορρύθμιση του ενεργειακού του ισοζυγίου οδηγεί σε αύξηση της σωματικής μάζας. Για 13

33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας παράδειγμα, ένας τυπικά παχύσαρκος με επιπλέον μάζα 20kg για περισσότερα από 10 χρόνια προσλάμβανε από την έναρξη αύξησης της μάζας του και κάθε μέρα 30-40kcal ( MJ) παραπάνω από αυτό που κατανάλωνε. Σήμερα ο εγκέφαλος θεωρείται ότι αποτελεί το κέντρο ελέγχου της ενεργειακής ισορροπίας. Αναγνωρίζει ένα πλήθος από προσαγωγά και απαγωγά σήματα τα οποία προέρχονται ή καταλήγουν σε όργανα του ανθρώπινου οργανισμού προκαλώντας τις απαιτούμενες μεταβολές στην προσλαμβανόμενη και αποβαλλόμενη ενέργεια για την πλήρη ρύθμιση του ενεργειακού ισοζυγίου. H ενέργεια που παράγεται κατά το μεταβολισμό χρησιμοποιείται για να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος στους 37 ο C, ενώ η περίσσεια της αποβάλλεται στο περιβάλλον, χωρίς να έχει πια τη δυνατότητα παραγωγής έργου και χωρίς να μπορεί να μετατραπεί σε άλλης μορφής ενέργεια. Η ενεργειακή δαπάνη του ανθρώπινου οργανισμού εξαρτάται από τρείς παράγοντες: α) την ενεργειακή κατανάλωση ηρεμίας, β) τη μεταγευματική θερμογένεση, και γ) το ενεργειακό κόστος των αυτοματοποιημένων κινήσεων και φυσικών δραστηριοτήτων (Spiegelman & Flier, 2001). α) η κατανάλωση ηρεμίας αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των ημερησίων αναγκών του οργανισμού (περίπου το 60-80% του συνόλου). Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ενεργειακή κατανάλωση ηρεμίας είναι η σωματική μάζα και ειδικά η ποσότητα και η ποιότητα του μυϊκού ιστού, η ηλικία και το φύλο με την κληρονομικότητα να επηρεάζει σε ποσοστό 7% το βασικό μεταβολισμό (Bogardus, Lilloja, Ravussin, 1986). Μικρές αποκλίσεις από το φυσιολογικό, οδηγούν σε σημαντικές μεταβολές των συνολικών ημερήσιων ενεργειακών αναγκών και επομένως και αύξηση της σωματικής μάζας, ενώ η ενεργειακή κατανάλωση ηρεμίας των παχύσαρκων είναι χαμηλότερη από αυτή των κανονικής μάζας ατόμων (Labib, 2003). Η αύξηση της κατανάλωσης ηρεμίας και επομένως αύξηση των ενεργειακών μας αναγκών παρατηρείται σε φυσιολογικές καταστάσεις, όπως η εφηβεία, η κύηση, ο θηλασμός, η συστηματική άσκηση, η χειρωνακτική εργασία και η πολύωρη έκθεση σε ψύχος και σε παθολογικές καταστάσεις, όπως βαριές λοιμώξεις, εκτεταμένα εγκαύματα, χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, υπερθυρεοειδισμό, κακοήθεις υπερπλασίες, αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (Flatt, 1992). Τέλος, αύξηση της κατανάλωσης ηρεμίας παρατηρείται μετά από χρήση συμπαθητικομιμητικών φαρμάκων, λήψη μεγάλων δόσεων θυρεοειδιτιδών ορμονών, χρόνια χρήση κορτικοειδών, ασπιρίνης, από το κάπνισμα και από την υπέρμετρη χρήση καφεΐνης και αλκοόλ (Flat, 1992). Αντίθετα, 14

34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας μείωση της κατανάλωσης ηρεμίας και επομένως μείωση των ενεργειακών μας αναγκών παρατηρείται σε παχύσαρκα παιδιά προεφηβικής ηλικίας, σε υπερήλικες, σε γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, σε συνθήκες ακινητοποίησης άνω των 10 ημερών, σε σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, σε υποθυρεοειδισμό, σε υπογοναδισμό (μείωση των ορμονών του φύλου), σε διάφορες διαταραχές του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ), σε χρήση β- αναστολέων, σε αναισθησία με πτητικά αέρια και σε δίαιτες απώλειας σωματικής μάζας (Flat, 1992). β) η μεταγευματική θερμογένεση που χαρακτηρίζεται ως η επιπλέον θερμότητα που παράγεται από τον οργανισμό μετά από λήψη τροφής οφείλεται στην αύξηση της δραστηριότητας του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος (ΣΝΣ) και στη θερμότητα που παράγεται κατά τη διαδικασία της πέψης των τροφών ενώ άμεσα εξαρτάται από το είδος και την ποσότητα της προσλαμβανόμενης τροφής. Μεγάλη αύξηση της μεταγευματικής θερμογένεσης έχουμε μετά από λήψη πρωτεϊνών, αλκοόλ και υδατανθράκων, ενώ μικρή αύξηση παρατηρείται μετά από πρόσληψη λίπους. H μεταγευματική θερμογένεση διαρκεί 4-6 ώρες από τη λήψη του τελευταίου γεύματος και βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα στους παχύσαρκους σε σχέση με τους κανονικής μάζας (James & Trayhurn, 1981). γ) η ενεργειακή κατανάλωση της φυσικής δραστηριότητας, η οποία χωρίζεται στο «ενεργειακό κόστος των αυτοματοποιημένων κινήσεων του σώματος» και στο «ενεργειακό κόστος των φυσικών δραστηριοτήτων και της άσκησης». Όσο υψηλότερος είναι ο βασικός μεταβολισμός τόσο περισσότερες είναι και οι θερμίδες που καταναλώνουμε κατά τη σωματική δραστηριότητα ενώ η ενεργειακή δαπάνη της δραστηριότητας εξαρτάται από το είδος, την ένταση, τη διάρκεια και τη συχνότητά της Σύσταση ανθρώπινου σώματος Σύσταση του ανθρώπινου σώματος καλείται η ποσοτική συμμετοχή των διαφόρων συστατικών από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος. Το τετρασυστατικό μοντέλο σύστασης σώματος χωρίζει τον ανθρώπινο οργανισμό σε τέσσερα συστατικά: στο νερό, στο λίπος, τις πρωτεΐνες και τα ανόργανα συστατικά, ενώ το δισυστατικό μοντέλο είναι η μάζα σώματος που χωρίζει τον οργανισμό σε δυο συστατικά: το σωματικό λίπος και την άλιπη μάζα (Ellis, 2000). Σωματικό λίπος θεωρείται το σύνολο των λιπιδίων που βρίσκονται στο ανθρώπινο σώμα και υπάρχουν είτε στον λιπώδη ιστό είτε σε άλλους ιστούς του σώματος. Τα λιπίδια χωρίζονται σε 2 κατηγορίες, στα ζωτικά και στα μη ζωτικά λιπίδια, με τα πρώτα να 15

35 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας σχηματίζουν το ζωτικό λίπος του οργανισμού (3% στους άνδρες και 8-12% στις γυναίκες) και τα μη ζωτικά λιπίδια να σχηματίζουν το αποθηκευτικό λίπος. Ως ποσοστό σωματικού λίπους υπολογίζεται το σύνολο του ζωτικού και αποθηκευτικού λίπους του ανθρώπινου οργανισμού που παρέχει θερμική μόνωση και μηχανική προστασία. (Roche, Heymsfield, Lochman 1996) Λιπώδης ιστός Ο άνθρωπος συγκαταλέγεται στα πλέον παχύσαρκα θηλαστικά του πλανήτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή είναι περιβαλλοντικά φυσιολογική. Σε αντίθεση με τα άλλα θηλαστικά στα οποία η εναπόθεση λιπώδους ιστού λειτουργεί ως θερμομονωτικό υλικό, στους ανθρώπους το μεγαλύτερο μέρος του συσσωρευμένου λίπους χρησιμοποιείται ως δεξαμενή αποθηκευμένης ενέργειας. Ο λιπώδης ιστός είναι ένας χαλαρός συνδετικός ιστός που περιλαμβάνει λιποκύτταρα, τα οποία περιβάλλονται από διάμεση ουσία αποτελούμενη από δίκτυο ινών κολλαγόνου, αιμοφόρα αγγεία, νεύρα, ινοβλάστες και ανοσοποιητικά κύτταρα και χωρίζεται στον φαιό και λευκό λιπώδη ιστό. Σε θηλαστικά όπως τα νεογέννητα αρνιά, τα μοσχάρια, τους σκύλους και τους μικρής ηλικίας πιθήκους κυριαρχεί ο φαιός λιπώδης ιστός (Himms-Hagen & Ricquer, 1998). Ο φαιός λιπώδης ιστός χαρακτηρίζεται από πλούσια αιμάτωση και πλούσια νεύρωση, με ίνες του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, καθώς η κύρια λειτουργία του είναι η θερμογένεση κατά την έκθεση στο ψύχος. Στον ανθρώπινο οργανισμό ο φαιός λιπώδης ιστός υπάρχει κυρίως στα νεογέννητα μωρά στην περιοχή του θώρακα, της κοιλιάς και γύρω από τα νεφρά, έχει θερμογενετική προστατευτική δράση όμοια με αυτή των ζώων με σκοπό να διατηρεί τη θερμοκρασία του βρέφους μεταξύ ο C ενώ για τα βρέφη που γεννιούνται υπερβολικά μεγάλα αυξάνει τον δείκτη θερμικής προστασίας ως τους 34 ο C (Nedergaard & Cannon, 1992). Με την αύξηση της ηλικίας, η ανάγκη για θερμογένεση χωρίς ρίγος μειώνεται και η συγκέντρωση του φαιού λιπώδους ιστού στο ανθρώπινο σώμα υποστρέφει. Στους ενήλικες ο φαιός λιπώδης ιστός υπάρχει στα ίδια σημεία που υπήρχε και στα βρέφη αλλά σε πολύ μικρότερη αναλογία και μακροσκοπικά δεν μπορεί να διακριθεί από τον λευκό λιπώδη ιστό ο οποίος και κυριαρχεί, ενώ ο φαιός είναι διάσπαρτος και όχι αναπτυγμένος. Ο λευκός λιπώδης ιστός κατανέμεται κυρίως στο υποδόριο και στα σπλάχνα με βασικότερη λειτουργία του την αποθήκευση ενέργειας (~560MJ) μέσω της σύνθεσης και αποθήκευσης των τριγλυκεριδίων, αλλά και της παροχής ενέργειας μέσω λιπόλυσης (Jequier & Tappy, 1999). Τα περισσότερα τριγλυκερίδια βρίσκονται στον λευκό λιπώδη ιστό (~17.500mmol σε 16

36 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας έναν ενήλικα άνδρα), ενδομυϊκά στους σκελετικούς μύες (~300mmol) και στο πλάσμα του αίματος (~0.5mmol). Ο λευκός λιπώδης ιστός προέρχεται από πρόδρομα κύτταρα, με μονήρη έκκεντρο πυρήνα πλήρης λίπους, αποτελεί τμήμα του συνδετικού ιστού με αναλογία στο 15-20% της μάζας των ανδρών και στο 20-30% των γυναικών και είναι ο βασικός ιστός αποθήκευσης ενέργειας, μέσω της σύνθεσης και αποθήκευσης τριγλυκεριδίων, αλλά και παροχής ενέργειας μέσω λιπόλυσης (Spiegelman & Flier, 2001). Επίσης, ο λευκός λιπώδης ιστός αποτελείται κατά 80% από λιποκύτταρα που περιβάλλονται από δίκτυο κολλαγόνου, αιμοφόρων αγγείων, ινοβλαστών και ανοσοκυττάρων, περίπου 2% πρωτεΐνες και 18% νερό, ενώ αποτελεί μηχανικό υπόστρωμα προστασίας του ανθρώπου από εξωτερικές πλήξεις, συμβάλει στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος και αποτελεί αποθήκη λιποδιαλυτών βιταμινών και άλλων ουσιών. Τα τελευταία 15 χρόνια κλινικές μελέτες in vitro έδειξαν ότι ο λιπώδης ιστός διαδραματίζει ενεργό ρόλο στον μεταβολισμό και την ενεργειακή ομοιοστασία του σώματος μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος σημάτων με ενδοκρινική, παρακρινική ή αυτοκρινική δράση (Trayhurn & Beattie, 2001), αναθεωρώντας την άποψη ότι ο λιπώδης ιστός αυτός αποτελεί απλά και μόνο ένα χώρο αποθήκευσης λιπιδίων (Fruhbeck, Gomez- Ambrosia, Muruzabal, Burrell, 2001; Siiteri, 1987). Επιπλέον, τα λιποκύτταρα του λιπώδους ιστού εκκρίνουν πεπτίδια και ορμόνες που συμμετέχουν στη ρύθμιση της όρεξης, σε ανοσολογικές διεργασίες, καθώς και στην εμφάνιση αγγειακών νόσων (Trayhurn & Beattie, 2001). Παράλληλα, υπολογίζεται ότι η ενδοκρινική λειτουργία του λιπώδους ιστού του επιτρέπει να αποτελεί ρυθμιστή και συντονιστή του περιφερικού ενεργειακού μεταβολισμού ανάλογα με τις μεταβολικές συνθήκες (Kissebah & Peris, 1989). Η ενδοκρινική δράση του λιποκυττάρου, που είναι το κυρίαρχο κύτταρο του λιπώδους ιστού, του επιτρέπει να παράγει πλήθος ορμονών, ενώ αποτελεί και κύτταρο-στόχο για πλήθος άλλων, μέσω ενός συστήματος ενδοκρινικών, παρακρινικών και αυτοκρινικών σημάτων με σημαντική επίδραση στο ισοζύγιο ενέργειας, (Σχήμα 2.2). 17

37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Σχήμα 2.2. Ερεθίσματα που έχουν αφετηρία το λιπώδη ιστό. Αρχικό από Ahima & Flier, ΤΕΜ, Τροποποίηση από Θαλασσινό, Το λιποκύτταρο του λευκού λιπώδους ιστού έχει σφαιρικό σχήμα, διάμετρο μm είναι πλήρες τριγλυκεριδίων και περιέχει μg λιπιδίων. Η αύξηση του μεγέθους του λιποκυττάρου επέρχεται κατά το πρώτο έτος της ζωής του ανθρώπου, ενώ το τελικό του μέγεθος καθορίζεται λίγο πριν την ολοκλήρωση της εφηβείας (Gregoire, Smas, Sul, 1998). Η ινσουλίνη, τα ινσουλινότροπα γαστρικά πολυπεπτίδια (GIP), ο ινσουλινοεξαρτόμενος παράγοντας-1 (IGF-1) και η λεπτίνη παίζουν σημαντικό ρόλο στην αυξομείωση και ρύθμιση του μεγέθους των λιποκυττάρων (Bjorntrop, 1991 a ). Επιπλέον, η αυξητική ορμόνη (GH) αποτελεί in vitro ισχυρό παράγοντα διαφοροποίησης και ωρίμανσης των λιποκυττάρων μόνο κατά την εμβρυική ζωή, ενώ τα οιστρογόνα δρουν εκλεκτικά στην περιοχή του ισχίου με τα γλυκοκορτικοειδή και τις κατεχολαμίνες να αποτελούν βασικούς παράγοντες μείωσης του μεγέθους του λιποκυττάρου. Σε περιόδους υπερβολικής αύξησης της προσλαμβανόμενης τροφής ο όγκος και η διάμετρος του λιποκυττάρου ανάλογα με την περιεκτικότητα του σε τριγλυκερίδια εκατονταπλασιάζεται. Παράλληλα, ο αριθμός των λιποκυττάρων αρχίζει να αυξάνεται στο τέλος της εμβρυικής ζωής, φτάνοντας στον μεγαλύτερο αριθμό τους λίγο πριν την γέννηση. Η αύξηση του αριθμού των λιποκυττάρων ολοκληρώνεται στο τέλος της εφηβικής ηλικίας και οι παράγοντες που επηρεάζουν τον αριθμό των λιποκυττάρων ονομάζονται παράγοντες ανάπτυξης λιποκυττάρων (adipocyte growth factors) και είναι πρωτεϊνικοί παράγοντες του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης οι οποίοι λειτουργούν σαν 18

38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας αγγελιοφόροι σε έναν άξονα ανάμεσα στον υποθάλαμο, την υπόφυση και το λιπώδη ιστό ρυθμίζοντας τη μάζα και τον αριθμό των λιποκυττάρων (Bjorntrop, 1991b). Ο συνολικός αριθμός των λιποκυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού ορίζεται από τη μάζα του λιπώδους ιστού του κάθε ανθρώπου προς το σύνολο του λίπους που περιέχεται σε κάθε κύτταρο. Οι μέθοδοι που εργαστηριακά εφαρμόζονται για τη μέτρηση του αριθμού και του μεγέθους των λιποκυττάρων στους ανθρώπους είναι η βιοψία με παρακέντηση και φωτομικρογραφικές τεχνικές. Τα λιποκύτταρα κατά τις διαδικασίες τόσο της υπερτροφίας όσο και της υπερπλασίας τους απελευθερώνουν διάφορες πρόδρομες ορμόνες όπως η λεπτίνη και η αδιψίνη, εκκρίνουν τον α-παράγοντα νέκρωσης των όγκων (TNF-a) και τον αναστολέα ενεργοποίησης πλασμινογόνου (PAI-1). Παράλληλα, τα λιποκύτταρα παράγουν και αγγειοτενσινογόνο το οποίο αυξάνεται με την αύξηση της σωματικής μάζας και μειώνεται με την απώλειά της, ενώ εκκρίνουν και το ένζυμο λιποπρωτεϊνική λιπάση (LPL) που υδρολύει τα τριγλυκερίδια σε χυλομικρά που είναι υπεύθυνα για την κυκλοφορία της VLDL (Kim & Moustaid-Moussa, 2000). Στις γυναίκες το λιποκύτταρο αποτελεί βασικό κύτταρο εξωαδενικής παραγωγής στεροειδών ορμονών, όπως η κορτιζόλη και τα οιστρογόνα οι οποίες υπερεκκρίνονται στην παχυσαρκία και είναι δυνατόν να ευθύνονται για την ανάπτυξη ινσουλινικής αντοχής (Kim & Moustaid-Moussa, 2000). Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι τα λιποκύτταρα του σπλαχνικού λιπώδους ιστού παράγουν το ένζυμο 11β-hydrosteroid dehydrogenate (11β-HSD) το οποίο μετατρέπει την ανενεργό κορτιζόνη σε ενεργό κορτιζόλη, προκαλώντας συσσώρευση λίπους στην κοιλιακή χώρα (Fruhbeck Gomez-Ambrosia, Muruzabal, Burrell, 2001). Το σπλαχνικό λίπος της κοιλιακής χώρας έχει μεγαλύτερη κινητικότητα από το υποδόριο λίπος της περιοχής του ισχίου, το οποίο ανάλογα με την κινητικότητα των λιπιδίων του χαρακτηρίζεται ως αργά αναπτυσσόμενο και αδρανές. Τα κύρια ρυθμιστικά ένζυμα για την απορρόφηση των λιπιδίων του λιπώδους ιστού της περιοχής του ισχίου είναι η LPL, που φαίνεται να εξαρτάται από την κορτιζόλη και από οιστρογόνα κυρίως από την προγεστερόνη (Bjorntrop, 1992). 19

39 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 2.4. Ορισμός της παχυσαρκίας Η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από υπερβολική συσσώρευση σωματικού λίπους, στο βαθμό που να επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής και την υγεία του ανθρώπου (Barlow & Dietz, 1998; James, 2004; Mclnnis, 2000; NIH/NHLBI, 1998; WHO, 1998 & 2000). Επίσης, η παχυσαρκία αναφέρεται ως μία πολύπλοκη κατάσταση του ενεργειακού μεταβολισμού και της ρύθμισης της όρεξης που ελέγχεται από ειδικούς βιολογικούς παράγοντες (Labib, 2003), ενώ θεωρείται μία χρόνια, προοδευτική, και υποτροπιάζουσα νόσος (HTA, 2004), η εξάπλωση της οποίας αυξάνεται γραμμικά, παίρνοντας διαστάσεις επιδημίας (WHO, 1998, Koplan & Dietz, 1999, NAOR, 2001). Η παχυσαρκία αυξάνεται σε όλους σχεδόν τους πληθυσμούς του πλανήτη (James, 2004; York et al., 2004), σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (Baur & O Connor, 2004; Janssen et al., 2005; York et al., 2004), τις εθνικότητες και τις φυλές (Cossrow & Falkner, 2004), και στα δύο φύλα (Aronne, 2002 a ; James, 2004; York et al., 2004). Σήμερα, η παχυσαρκία αποτελεί βασική αιτία νοσηρότητας (Aronne, 2002 b ) και θνησιμότητας (Seidell, Visscher, Hoogeveen, 1999; Allison et al., 1999), ενώ φαίνεται ότι συμβάλλει στη μείωση του προσδόκιμου ζωής (Drenick, Bale, Sheltzer, Johnson, 1980). H παχυσαρκία αναγνωρίσθηκε ως νόσος επίσημα το 1948, με την ίδρυση του WHO ο οποίος τη συμπεριέλαβε στη λίστα με τις νόσους της ανθρωπότητας (ICD, International Classification of Diseases). Στην ερώτηση γιατί η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται νόσος, και πρόσφατα επιδημία, η απάντηση ερμηνεύεται από τον εννοιολογικό ορισμό της νόσου ο οποίος αναφέρει ότι «ως νόσος ορίζεται κάθε κατάσταση που μειώνει το προσδόκιμο χρόνο ζωής και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου». Η επίδραση της νόσου (disease) της παχυσαρκίας είναι η παροδική βλάβη που προκαλεί σε οργανικό επίπεδο και μόνο εννοιολογικά διαφοροποιείται από την αρρώστια (illness) ή την ασθένεια (sickness) που μπορούν να προκαλέσουν ανικανότητα ή αναπηρία. Οι κίνδυνοι στην υγεία από την περίσσεια του λίπους στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνονται όχι μόνο μετά από σοβαρή παχυσαρκία αλλά και με μικρές αλλαγές στη μάζα του σώματος διαφοροποιώντας αρχικά την ποιότητα ζωής και υπό προϋποθέσεις μειώνουν το προσδόκιμο ζωής του παχύσαρκου ατόμου. Οι άμεσες επιδράσεις που συνοδεύουν την ύπαρξη της παχυσαρκίας είναι οι φυσικές και ψυχοκοινωνικές αλλαγές που εμφανίζονται στο άτομο, ενώ οι έμμεσες επιδράσεις είναι οι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με καρδιοαγγειακές παθήσεις, καθώς και η διατήρησή της με 20

40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας μακροπρόθεσμες συνέπειες που αυξάνουν τα ποσοστά θνησιμότητας στους παχύσαρκους ανθρώπους Επιδημιολογία της παχυσαρκίας Η παχυσαρκία ως φαινόμενο απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο για λόγους αισθητικής ή τον απειλεί για λόγους υγείας. O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) στην αναφορά του για την παχυσαρκία το 1997 επισημαίνει ότι: i. παίρνει διαστάσεις επιδημίας σε όλο τον κόσμο ii. οδηγεί σε άλλες ασθένειες με αυξημένο ιατρικό και κοινωνικό κόστος iii. τα βασικά αίτια είναι η καθιστική ζωή και η υψηλή σε λιπαρά και πλούσια σε θερμίδες διατροφή iv. είναι δυνατό να προληφθεί με την αλλαγή στον τρόπο ζωής και τις διατροφικές συνήθειες v. η πρόληψη δεν είναι προσωπικό θέμα, αλλά χρειάζονται κοινωνικές αλλαγές vi. τα υπέρβαρα άτομα που διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα πρέπει να έχουν ιατρική παρακολούθηση vii. η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να είναι μακροχρόνια με στόχους μέτριας απώλειας βάρους viii. ανάγκη δημιουργίας μιας στέρεας βάσης αξιολόγησης των διαφόρων παρεμβάσεων. Όπως έχει ήδη επιβεβαιωθεί η παχυσαρκία έχει μια ισχυρή γενετική προδιάθεση. Αυτή η πληροφορία που είναι καταγεγραμμένη στα ανθρώπινα γονίδια δεν έχει μέχρι σήμερα επαρκώς διαλευκανθεί και καθοριστεί. Παρότι η επιστημονική έρευνα εμπλέκει κάποια γονίδια που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της παχυσαρκίας, η έξαρσή της πιθανότατα προέρχεται από αλλαγές σε κάποιους περιβαλλοντικούς παράγοντες. H επικρατούσα επιστημονική άποψη σήμερα είναι ότι ο σημαντικότερος περιβαλλοντικός παράγοντας που επέδρασε στην έξαρση της επιδημίας της παχυσαρκίας είναι ο "μοντέρνος" τρόπος ζωής. Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα ενός περιβάλλοντος που ευνοεί την υποκινητικότητα και την περίσσια πρόσληψης τροφής. Ο σύγχρονος άνθρωπος παρουσιάζει μια αυξημένη καθημερινή πρόσληψη τροφής μεγάλης περιεκτικότητας σε λιπαρά και αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, ενώ εμφανίζει μειωμένη ενεργειακή κατανάλωση, τόσο από καθημερινές απλές δραστηριότητες όσο και από έλλειψη φυσικής δραστηριότητας. Άρα η επιδημία της παχυσαρκίας δεν είναι συνέπεια κάποιων νέων γονιδιακών αλλαγών, αντανακλά περισσότερο 21

41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας τις βαθιές αλλαγές της σύγχρονης κοινωνίας και ατομικές συμπεριφορές. Τέλος, επειδή ο επιδημικός χαρακτήρας της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας κατά 50% ως 80% ακολουθεί τον άνθρωπο και στην ενήλικη ζωή του (Guo & Chumlea, 1999) οι γενιές των παιδιών και εφήβων του σήμερα καλούνται να υποστρέψουν αυτή την αρνητική βιολογική κατάσταση προς όφελος της ίδιας της υγείας του πληθυσμού αλλά και για τη βελτίωση της "εικόνας" των μελλοντικών κοινωνιών Περίοδοι ανάπτυξης της παχυσαρκίας Οι κρίσιμοι περίοδοι ανάπτυξης της παχυσαρκίας εμφανίζονται αρχικά κατά την ενδομήτριο ζωή. Η λανθασμένη ενδομήτρια θρέψη του εμβρύου κατά τη διάρκεια της κύησης παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην πιθανά μελλοντική παχυσαρκία. Κατά την εμβρυϊκή περίοδο η υπερθρεψία ή η υποθρεψία, όπως αυτές εκφράζονται με αυξημένη ή μειωμένη μάζα γέννησης, αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα εμφάνισης παχυσαρκίας και μεταβολικού συνδρόμου (Whitaker, Wright, Pepe, Seidell, Dietz, 1997), υπέρτασης, εγκεφαλικών και καρδιαγγειακών επεισοδίων (Rich-Edwards et al., 1997; Eriksson et al., 1999; Leon et al., 1998) και αυξημένη συχνότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, (Lithell et al., 1996, Gurhan et al., 1996) κατά την ενήλικη ζωή του ανθρώπου. Τα νεογνά στη γέννησή τους έχουν 10-15% λίπος και κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής το ποσοστό του σωματικού λίπους του βρέφους αυξάνεται μέχρι και 25% (Forbes, 1989). Οι τιμές του ΔΜΣ κατά τη γέννηση είναι περίπου 13kg.m -2, αυξάνεται σε 17kg.m -2 στον πρώτο έτος ζωής, μειώνεται στο 15.5kg.m -2 στην ηλικία των έξι ετών, ενώ αυξάνεται κατακόρυφα κατά την εφηβεία φτάνοντας στην πρώτη ενήλικη ζωή του ανθρώπου στα 21kg.m -2 (Rolland-Cachera et al., 1982). Στη συνέχεια η επιστροφή της λιπώδους φάσης (adiposity rebound) στην ηλικία των 6-7 ετών προκαλεί μια αύξηση του ΔΜΣ λόγω της αλλαγής διατροφικών στάσεων και κινητικής συμπεριφοράς του παιδιού, που αρχίζει μέσα από τη σχολική ζωή να απομακρύνεται από το ελεγχόμενο περιβάλλον του σπιτιού. Τα ποσοστά του σωματικού λίπους μειώνονται και στα δυο φύλα μέχρι την ηλικία των 10 ετών, ηλικία στην οποία οι διαφορές μεταξύ των φύλων γίνονται εμφανέστερες. Όσο νωρίτερα από την ηλικία των 10 ετών εμφανιστεί αυτή η αύξηση του ΔΜΣ τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες εμφάνισης και παραμονής της παχυσαρκίας του παιδιού κατά την ενήλικη ζωή του (Wisemandle, Maryland, Guo, Siervogel, 2000). 22

42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Με την έναρξη της εφηβείας (ενήβωση) η αλλαγή του άξονα υπόφυσης-γονάδων οδηγεί σε αύξηση των ανδρογόνων για τα αγόρια και των οιστρογόνων για τα κορίτσια. Κατά την εφηβεία τα κορίτσια παρουσιάζουν μια αύξηση του σωματικού λίπους φτάνοντας περίπου στο 25%, ενώ τα αγόρια διατηρούν ποσοστό λίπους περίπου στο 15%, χωρίς δηλαδή μεγάλες διαφοροποιήσεις με το ποσοστό της προεφηβικής περιόδου. Η ανάπτυξη της παχυσαρκίας κατά την εφηβεία θέτει τις βάσεις για τη διατήρησή της και στην ενήλικη ζωή, θεωρώντας ότι η ηλικιακή ωρίμανση του παχύσαρκου έφηβου αυξάνει τις πιθανότητες παραμονής της και στην υπόλοιπη ζωή του (Wisemandle, Maryland, Guo, Siervogel, 2000) ενώ οι παχύσαρκοι έφηβοι ηλικίας ετών παρουσιάζουν εικοσαπλάσιες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες συγκριτικά με εφήβους κανονικής μάζας (Whitaker, Wright, Pepe, Seidell, Dietz, 1997). Στην πρώιμη ενήλικη ζωή η ελαττωμένη σωματική δραστηριότητα και η αυξημένη πρόσληψη ενέργειας προκαλεί μια αύξηση του ΔΜΣ που οδηγεί από την υπερπλαστική στην υπερτροφική παχυσαρκία ως αποτέλεσμα κυτταρικών διεργασιών στο λιποκύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού (Knittle et al., 1979). Η περίοδος της εγκυμοσύνης στη γυναίκα προκαλεί μόνιμες ή παροδικές μεταβολές του ΔΜΣ. Η κατακράτηση υγρών λόγω των υψηλών οιστρογόνων και προγεστερόνης κατά την κύηση συμβάλλει στην αύξηση της σωματικής μάζας. Παράγοντες που ευνοούν την παχυσαρκία της εγκύου είναι μεταξύ άλλων η διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες, η νεαρή ηλικία και η πρώτη κύηση. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης και η περίοδος αύξησης της σωματικής μάζας κατά την κύηση. Η απότομη αύξηση του ΔΜΣ το πρώτο τετράμηνο της κύησης αντιστοιχεί κυρίως σε ανάπτυξη λιπώδους ιστού στην έγκυο μητέρα, ενώ η αύξηση της σωματικής μάζας των τελευταίων μηνών της εγκύου κατά την κύηση αναλογούν στην ανάπτυξη του εμβρύου (Ohlin & Rossner, 1996). Τέλος, κατά τη διάρκεια της προ και μετά-εμμηνοπαυσιακής περιόδου οι ωοθήκες ελαττώνουν σταδιακά την παραγωγή οιστρογόνων και προγεστερόνης. Κατά τη περίοδο αυτή παρατηρείται μία μικρή αύξηση της μάζας η οποία ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα και οφείλεται α) στην αύξηση της όρεξης λόγω μείωσης των οιστρογόνων και λόγω ψυχολογικών παραγόντων (καταθλιπτικές τάσεις), β) στη μείωση της σωματικής δραστηριότητας, και γ) στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης λόγω ηλικίας. Ο μέσος όρος αύξησης της μάζας του σώματος στην περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο είναι περίπου 500gr ανά έτος, ενώ έντονες 23

43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας είναι οι αλλαγές που αφορούν στην κατανομή του λιπώδους ιστού στο σώμα της γυναίκας με αύξηση συσσώρευσης λίπους, ιδίως σπλαχνικού, στην περιοχή της κοιλιάς και σχετική μείωση συγκέντρωσης λίπους στην περιοχή του ισχίου ενώ παρατηρείται και μια μικρή μείωση συγκέντρωσης λίπους στα άνω άκρα και στο θώρακα (Rossner, 1997) Αξιολόγηση της παχυσαρκίας Η εξέλιξη των μεθόδων μέτρησης και αξιολόγησης της σύστασης του ανθρώπινου σώματος βοήθησε πολύ τόσο στην κλινική εξέταση όσο και στην επιδημιολογική καταγραφή της παχυσαρκίας. Η διαβάθμιση της σύστασης του σώματος επιτρέπει: α) ουσιαστικές συγκρίσεις εντός ενός πληθυσμού αλλά και μεταξύ των πληθυσμών, β) τον εντοπισμό ατόμων και ομάδων με αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας, γ) τον εντοπισμό προτεραιοτήτων για παρέμβαση σε ατομικό επίπεδο και επίπεδο κοινωνίας Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται για την μέτρηση της σύστασης του σώματος αναφέρονται στον Πίνακα 2.1. Πίνακας 2.1. Αναλυτική παρουσίαση των τριών μεθόδων ανάλυσης σύστασης σώματος. Από Καπάνταη Ε, Μέθοδοι εκτίμησης δυο διαμερισμάτων i. Υδροπυκνομετρία ii. Αεροπυκνομετρία iii. Μέτρηση ολοσωματικού ύδατος iv. Μέτρηση ολοσωματικού Κ 40 v. Βιοηλεκτρική αντίσταση των ιστών (BIA) vi. Ανθρωπομετρικές μετρήσεις vii. Κρεατινίνη & Μεθυλιστιδίνη ούρων 24ώρου viii. Ομοιοστασία αζώτου Μέθοδος εκτίμησης πολλών διαμερισμάτων i. Διπλή ενεργειακή απορρόφηση ακτινών Χ (DEXA) ii. Αξονική τομογραφία (CT) iii. Μαγνητική τομογραφία (MRI) Άμεσοι μέθοδοι i. Νεκροτομική ανάλυση ii. Ενεργοποίηση ουδετερονίων Η λιπώδης μάζα, θεωρείται ότι δεν περιέχει νερό και κάλιο και η πυκνότητά της στους ενήλικες στη φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος των 37 ο C, ανέρχεται στα 0,9kg.l -1 (Mendez, Keys, Andersen, Grande, 1960). Επίσης, η άλιπη μάζα στα ενήλικα άτομα και στην ίδια θερμοκρασία σώματος θεωρείται ότι περιέχει νερό σε ποσοστό 72-74%, η ποσότητα του καλίου είναι συγκεκριμένη (60-70mmol.kg -1 στους άνδρες και 50-60mmol.kg -1 στις γυναίκες) 24

44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας και η πυκνότητά της να παραμένει σταθερή στα 1,1kg.l -1 (Brozek, Grande, Anderson, Keys, 1963; Lohman, 1992). Με βάση τα παραπάνω ευρήματα εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι για τη μέτρηση του ολοσωματικού ύδατος (Total Body Water), της σωματικής πυκνότητας (υδροπυκνομέτρηση) και του ολοσωματικού Καλίου 40 (Κ 40 ), η μέθοδος εκτίμησης της βιοηλεκτρικής αντίστασης των ιστών (ΒΙΑ), οι διάφορες ανθρωπομετρικές μέθοδοι, η μέτρηση κρεατινίνης και 3-μεθυλιστιδίνης ούρων 24ώρου και τέλος η μέτρηση της ομοιοστασίας αζώτου (Forbes, 1999; Raskinen et al., 1999; Wamg, Heshka, Pierson, Heymsfield, 1995). Ωστόσο, οι παραπάνω μέθοδοι μέτρησης, οι προϋποθέσεις τους και συνεπώς οι μαθηματικοί τύποι που σχετίζονται με τη μέτρηση των ιδιοτήτων ενός άγνωστου συστατικού, μπορεί να είναι λιγότερο έγκυροι σε ειδική κατηγορία πληθυσμών όπως είναι τα παχύσαρκα άτομα. Τα προβλήματα με τη σύσταση της άλιπης μάζας του σώματος μπορεί εν μέρει να ξεπεραστούν από το δεύτερο μοντέλο που ονομάζεται μοντέλο εκτίμησης πολλών συστατικών του σώματος (multi component model) όπου εφαρμόζονται τεχνικές για την εκτίμηση και των επιμέρους συστατικών της άλιπης σωματικής μάζας όπως ο μυϊκός ιστός, τα οστά, οι διάφοροι μαλακοί ιστοί και το νερό, καθώς και η επιμέρους κατανομή του λιπώδους ιστού (Forbes, 1999; Lochman & Going, 1993). Στη κατηγορία αυτή ανήκουν μέθοδοι που εφαρμόζουν υψηλής τεχνολογίας τεχνικές, όπως η διπλή ενεργειακή απορρόφηση ακτίνων Χ-Dual Energy X-ray Absorptiometry (DEXA), η υπολογιστική τομογραφία-computer Tomography (CT), και η μαγνητική τομογραφία-magnetic Resonance Imaging (Bertin et al. 2000; Ellis, 2001; Forbes, 1999). Παρά τα ουσιώδη πλεονεκτήματα οι παραπάνω τεχνικές υπολογισμού της σωματικής σύστασης δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθούν στη καθημερινή πρακτική, λόγω κυρίως του υψηλού κόστους, της αναγκαιότητας για υψηλή εξειδίκευση του προσωπικού, όπως επίσης και των πολύπλοκων μηχανισμών κατά την εφαρμογή τους (Ellis, 2001; Jensen, Kanaley, Reed, Sheedy, 1995). Ωστόσο, η μέθοδος της διπλής ενεργειακής απορρόφησης ακτίνων Χ, αποτελεί σήμερα την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο ρουτίνας στη μελέτη της σύστασης του σώματος, εξαιτίας της ευκολίας στη χρήση, της ακρίβειας των αποτελεσμάτων, της χαμηλής δόσης ακτινοβολίας και του σχετικά χαμηλού κόστους (Forbes, 1999). 25

45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Μέθοδοι εκτίμησης δυο διαμερισμάτων α. Η υδροπυκνομέτρηση βασίζεται στη θεωρία του Αρχιμήδη, έχει καλή επαναληψιμότητα και θεωρείται μέθοδος αναφοράς για την εκτίμηση του λιπώδους ιστού (Jebb, 1998). Η μέθοδος στηρίζεται στο γεγονός ότι η λιπώδης μάζα είναι λιγότερο πυκνή από την άλιπη και το ανθρώπινο σώμα στο υγρό περιβάλλον όσο περισσότερο λιπώδη ιστό έχει τόσο ελαφρύτερα ζυγίζει. Η διαδοχική ζύγιση του ατόμου με ζυγό ακριβείας και εν συνεχεία η βύθισή του με ειδικό βαρούλκο στο νερό δίνει δυο διαφορετικές τιμές σωματικής μάζας. Η διαφορά μεταξύ των τιμών της μάζας από τη ζύγιση με ζυγό ακριβείας με τις τιμές της μάζας κατά την υποβρύχια ζύγιση ή των τιμών του όγκου του εξερχόμενου νερού κατά την υποβρύχια ζύγιση χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του σωματικού λίπους. Το ποσοστό του σωματικού λίπους (%ΣΛ) υπολογίζεται με την εξίσωση του Siri: %ΣΛ=4.95/d-4.5x100 όπου d είναι η μάζα σώματος/όγκο εξερχόμενου νερού. Η δυσκολία της μεθόδου αυτής είναι ότι οι παχύσαρκοι και οι ηλικιωμένοι αδυνατούν να ακολουθήσουν το πρωτόκολλο της υποβρύχιας ζύγισης. β. Η αεροπυκνομετρία είναι μια σχετικά νέα μέθοδος εκτίμησης της σωματικής σύστασης που βασίζεται σε μια πληθυσμογραφική συσκευή (αεροστεγούς ατομικού θαλάμου) καθορισμού του όγκου του σώματος (Dempster & Aitkens, 1995). Η τεχνική αυτή βασίζεται στους νόμους των αερίων σύμφωνα με την οποία ο όγκος του σώματος ισούται με τη μείωση του όγκου του αέρα στο θάλαμο όταν ο εξεταζόμενος εισέρχεται σε αυτόν. Η πυκνότητα του σώματος υπολογίζεται από τη σωματική μάζα/όγκο σώματος μετρούμενο από τη συσκευή. Η εξίσωση του Siri: %ΣΛ=4.95/d-4.5x100, όπου d είναι η μάζα σώματος/όγκο εξερχόμενου αέρα μετατρέπει την πυκνότητα σώματος σε ποσοστό σωματικού λίπους. γ. Η μέτρηση του ολοσωματικού ύδατος είναι μια μέθοδος που έχει λιγότερη ακρίβεια στην μέτρηση. Χρησιμοποιεί ραδιοϊσότοπα, τα οποία, διαλυμένα στο συνολικό όγκο του ύδατος του ανθρώπινου σώματος, μετράνε το ολοσωματικό ύδωρ. Η εκτίμηση της άλιπης μάζας (ΑΜ) γίνεται υπολογίζοντας ότι το 73% αυτής αποτελείται από νερό (ΑΜ=ολοσωματικό νερό/0.73), ενώ το ποσοστό του λιπώδους ιστού εκτιμάται από τη διαφορά της άλιπης μάζας από το ολοσωματικό νερό (%ΣΛ=ολοσωματικό νερό-αμ). Μειονέκτημά της είναι ότι, σε καταστάσεις παχυσαρκίας που χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό ενυδάτωσης της μυϊκής μάζας, το ποσοστό του ΣΛ υποτιμάται (Schultz, 1993). 26

46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας δ. Όμοια με τη μέτρηση του ολοσωματικού ύδατος είναι και η μέτρηση του ολοσωματικού καλίου που βασίζεται στον υπολογισμό των ενδοκυττάριων Κ +, το οποίο βρίσκεται στην άλιπη μάζα. Η μέτρηση της συγκέντρωσης του ολοσωματικού καλίου γίνεται με τη βοήθεια ραδιοσεσημασμένου Κ 40 που δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού της άλιπης μάζας. Η μέθοδος αυτή θεωρείται λιγότερο ακριβής και αξιόπιστη ακόμη και από τη μέτρηση της ολοσωματικού νερού λόγω του ότι τα Κ + υπάρχουν σε μικρές ποσότητες και στους μύες, ενώ η συγκέντρωσή τους επηρεάζεται από τη λήψη φαρμακευτικών ουσιών, ενώ τα επίπεδα Κ + διαφοροποιούνται και από την ηλικία (Schultz, 1993). ε. Η μέθοδος της βιοηλεκτρικής αντίστασης των ιστών (BIA) είναι περισσότερο έγκυρη από τις μεθόδους μέτρησης του ολοσωματικού ύδατος και καλίου ενώ είναι φθηνότερη και πιο εύχρηστη. Η τεχνική στηρίζεται στην υπόθεση ότι το λίπος είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού, ενώ η άλιπη μάζα με το νερό και τους ηλεκτρολύτες είναι καλός αγωγός. Στην πράξη, μέσω ηλεκτροδίων, ηλεκτρικό ρεύμα περνά σε ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα μετρώντας τη συνολική αντίσταση των ιστών ανάλογα με την ευκολία διέλευσης από το ολοσωματικό ύδωρ. Οι συχνότητες της ηλεκτρικής διέγερσης, που οι περισσότερες συσκευές χρησιμοποιούν, για τη συνολική εκτίμηση τόσο του ενδοκυττάριου όσο και του εξωκυττάριου σωματικού ύδατος είναι τουλάχιστον δυο. Με το δεδομένο ότι η ποσότητα του ολοσωματικού ύδατος αποτελεί το 73% της άλιπης μάζας η διαφορά της άλιπης μάζας από τη μάζα σώματος δίνει το ποσοστό του σωματικού λίπους. Στους παχύσαρκους με την ΒΙΑ υπερεκτιμώνται το ολοσωματικό ύδωρ και η μυϊκή μάζα, ενώ υποεκτιμάται το ποσοστό σωματικού λίπους (Wells, 2001). ζ. Σε μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακές μελέτες η σύσταση του σώματος και η ταξινόμηση της παχυσαρκίας καταγράφεται με έμμεσο κυρίως τρόπο. Οι ανθρωπομετρικοί αυτοί δείκτες υπολογισμού της σύστασης του σώματος δείχνουν την τάση και τις αποκλίσεις από τις κανονικές ή ιδανικές τιμές (Πίνακας 2.2). 27

47 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πίνακας 2.2. Ανθρωπομετρικοί δείκτες αξιολόγησης και ταξινόμησης της σύστασης σώματος. Δείκτης Μονάδα μέτρησης Μάζα σώματος (kg) Δείκτης μάζας/ύψος (kg.m -1 ) Δείκτης μάζας σώματος (kg.m -2 ) Δείκτης Rohrer (kg.m -3 ) Δείκτης Ponderal (m.kg) 1/3 Δείκτης Conicity Περίμετρος κοιλιάς(cm)/0.109 x (kg.m) 2 Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Δείκτης περιμέτρου κοιλιάς/ισχίο Πάχος δερματικών πτυχών (cm) Μάζα λίπους σώματος (kg) Άλιπη μάζα σώματος (kg) % λίπους σώματος Ο Δείκτης Μάζας/Ύψος (ΔΜΥ) χρησιμοποιείται περισσότερο για την αναγνώριση της υπερβάλλουσας μάζας του σώματος και λιγότερο ως δείκτης παχυσαρκίας. Δεν θεωρείται χρήσιμος δείκτης μέτρησης της σύστασης σώματος στην εφηβική ηλικία λόγω του ότι καταγράφει τα χαρακτηριστικά της μάζας και του αναστήματος που μεταβάλλονται συνεχώς, ενώ δεν αξιολογεί την αύξηση ή κατανομή του λίπους στο σώμα σε αυτή την ηλικία (Cole & Rolland-Cachera, 2002). O Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ή Body Mass Index (BMI) ορίζεται ως το πηλίκο της μάζας δια του τετραγώνου του ύψους και αποτελεί τον πλέον διαδεδομένο δείκτη εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας ή της λεγόμενης σχετικής μάζας. Ως δείκτης χρησιμοποιείται περισσότερο για την αναγνώριση των αποκλίσεων από την ιδανική σωματική μάζα σε σχέση με το ύψος, με τις αποκλίσεις αυτές να αποτελούν παράγοντες αναλογικής ταξινόμησης κινδύνου νοσηρότητας, ενώ αποτελεί και ένα διεθνή δείκτη σύγκρισης του φαινομένου της παχυσαρκίας σε επίπεδο πληθυσμιακών μελετών. Έτσι, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, με βάση τον ΔΜΣ, η κατάταξη της υπερβάλλουσας μάζας (>25kg.m -2 ) και της παχυσαρκίας (>30kg.m -2 ) των ενηλίκων απεικονίζεται στον Πίνακα

48 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πίνακας 2.3. Κατάταξη ενηλίκων ανδρών και γυναικών με βάση τον ΔΜΣ για αναγνώριση του βαθμού παχυσαρκίας. Από WHO Κατάταξη BMI Ελλειποβαρής <18.50 Κανονικής Μάζας Υπέρβαρος >25 Προ-παχυσαρκία Παχυσαρκία. βαθμού Ι Παχυσαρκία βαθμού ΙΙ Παχυσαρκία βαθμού ΙΙΙ >40 Μελέτη μετά-ανάλυσης υποστηρίζει ότι ο ΔΜΣ κάνει υποεκτίμηση της παχυσαρκίας (Reilly, Dorosty, Emmett, 2000), ενώ άλλες επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα του δείκτη που η συσχέτισή του κυμαίνεται από 0.50 σε 0.90, ανάλογα με τη μέθοδο αναφοράς που χρησιμοποιείται για την μέτρηση του λίπους (Roche et al., 1981; Himes & Dietz, 1994; Lazarus et al., 1996) και με συσχέτιση από 0.65 ως 0.87 ανάλογα με την ηλικία και το φύλο (Duerenberg, Weststrate, Seidell, 1991). Ο ΔΜΣ έχει υψηλή συσχέτιση με το συνολικό λίπος σώματος όταν αυτό μετράται με ακρίβεια εργαστηριακής μεθόδου (Heymsfield et al., 1995) και σε αρκετές επιδημιολογικές μελέτες βρέθηκε ότι συσχετίζεται γραμμικά με αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας (Baumgartner et al., 1995; Michels et al., 1998; WHO, 2000) και θνησιμότητας (Allison et al., 1999), με κύρια έμφαση στην καρδιοαγγειακή νόσο, καθώς και άλλες χρόνιες παθολογικές καταστάσεις, όπως το μεταβολικό σύνδρομο, την αντίσταση στην ινσουλίνη, την υπέρταση, τη δυσλιπιδαιμία, το σακχαρώδης διαβήτης, την υπνική άπνοια, την οστεοαρθρίτιδα και τη γυναικεία υπογονιμότητα (Barrett-O Connor, 1985; Drenick et al., 1980; Hoffmans et al., 1988; Janssen, Katzmartzyk, Ross, 2002; Lee et al., 1993; Lew & Garfinkel, 1979; Manson et al., 1995; Mokdad et al., 1999; Ross et al., 2000; Ross & Katzmarzyk, 2003; Stevens et al., 1998). Η συσχέτιση του ΔΜΣ με τη συνολική συσσώρευση λιπώδους ιστού στο ανθρώπινο σώμα διαφοροποιείται με την ηλικία, το φύλο και πιθανά με την εθνικότητα, εξαιτίας των διαφορών στη σύσταση του άλιπου ιστού, του αναστήματος και της κατάστασης ενυδάτωσης του οργανισμού (Gallagher et al., 1996; Norgan & Jones, 1995). Τα παραπάνω μειονεκτήματα καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να μεταβληθούν τα όρια των κατηγοριών παχυσαρκίας σε ορισμένες εθνικότητες, εξαιτίας των διαφοροποιήσεων στις συσχετίσεις μεταξύ ΔΜΣ, υπερβάλλουσας μάζας, νοσηρότητας και θνησιμότητας (Deurenberg, 2001). Οι Ινδοί και οι Ιάπωνες ερευνητές έθεσαν όρια για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και 29

49 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας καρδιοαγγειακής νόσου για τους ενήλικες κατοίκους των χωρών τους, όταν ο ΔΜΣ είναι άνω των 23kg.m -2 για την υπερβάλλουσα μάζα και άνω των 25kg.m -2 για την παχυσαρκία (Inoue & Zimmet, 2000; Yoshiike et al., 2002). Παράλληλα, ως όρια για αυξημένη νοσηρότητα οι Κινέζοι χαρακτηρίζουν υπέρβαρους ενήλικες με ΔΜΣ 24kg.m -2 και παχύσαρκους με ΔΜΣ 28kg.m -2 (Zhou et al., 2002). Επίσης, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι εξαιτίας της διαφορετικότητας στην ποσότητα και στην κατανομή του λιπώδους ιστού ανάμεσα στα φύλα, ο εκθέτης στο ανάστημα για τον υπολογισμό του ΔΜΣ των γυναικών θα ήταν καλύτερο να οριστεί στο 1.5 ή στο 1.6 αντί για τετράγωνο (2), (Gillum, 1987; Knapik, Burse, Voleg, 1983; Micozzi et al., 1986; James, 2004). Σε αντίθεση με τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω η εγκυρότητά του δείκτη αυτού ενισχύεται γιατί λαμβάνει υπόψη το ανάστημα, το οποίο μπορεί να διαφοροποιήσει τoν ΔΜΣ ιδιαίτερα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Για παράδειγμα στην αναπτυξιακή ηλικία για κάθε 10cm επιπλέον ύψους ο ΔΜΣ μειώνεται κατά 2.1kg.m -2. Παρόλα αυτά για την καταγραφή της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ο ΔΜΣ, ως δείκτης υπολογισμού του σωματικού λίπους, έχει αναφερθεί ότι έχει μικρότερη ευαισθησία, αναγνωρίζοντας μόλις το 60% ως 82% των υπέρβαρων παιδιών (Mast et al., 2002). Παραλλαγές των ανθρωπομετρικών δεικτών που βασίζονται στη μέτρηση του αναστήματος και της μάζας είναι ο Rohrer Index (RI) που μετράει τον όγκο του σώματος και ορίζεται ως το πηλίκο της μάζας δια του ύψους εις τον κύβο. Ένας παρόμοιας φιλοσοφίας δείκτης που έχει χρησιμοποιηθεί σε πληθυσμιακές μελέτες είναι ο Conicity Index (CΙ) που αξιολογεί κωνικά το σύνολο και την κατανομή του λίπους στο σώμα, ακολουθώντας την εξίσωση: περίμετρος κοιλιάς/0.109 x (μάζα/ύψος) 2 και ο Ponderal Index (ΡΙ) που είναι ο λόγος της μάζας/ύψος (kg.m) 1/3. Οι παραπάνω δείκτες έχουν ελάχιστα χρησιμοποιηθεί σε πληθυσμιακές μελέτες και οι συντελεστές συσχέτισής τους με εργαστηριακές άμεσες μεθόδους υπολογισμού της σύστασης σώματος είναι από μέτριοι ως χαμηλοί (Cole, 1991). Επειδή ο ΔΜΣ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αξιόπιστος δείκτης κατανομής του λίπους που συγκεντρώνεται στο άνω μέρος του σώματος, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται και άλλες ανθρωπομετρικές μετρήσεις για την εκτίμηση της τοπικής παχυσαρκίας. Αφενός η περίμετρος κοιλιάς (ΠΚ) και αφετέρου η περίμετρος ισχίου (ΠΙ) και ο λόγος περιμέτρων κοιλιάς/ισχίου (Waist to Hip ratio-whr) καταγράφουν την ανδροειδή και γυναικοειδή παχυσαρκία αντίστοιχα (Malina & Bouchard, 1988). 30

50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Η περίμετρος κοιλιάς είναι ένας πολύ καλός διαγνωστικός δείκτης αξιολόγησης της κοιλιακής παχυσαρκίας, μιας και αντανακλά το μέγεθος της εναπόθεσης λίπους στην κοιλιακή χώρα χωρίς όμως να αξιολογεί χωριστά το υποδόριο από το σπλαχνικό λίπος. Δεδομένα από επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η περίμετρος κοιλιάς αποτελεί μία αντιπροσωπευτική μέτρηση του συσσωρευμένου λίπους της κοιλιακής χώρας, και ιδιαίτερα του σπλαχνικού λίπους (Janssen, Katzmartzyk, Ross, 2002; NIH/NHLBI, 1998; Pouliot et al., 1994; Ross & Katzmarzyk, 2003) και συγκριτικά με το λόγο WHR εκφράζει με μεγαλύτερη αξιοπιστία τους παράγοντες κινδύνου (Despres et al., 1991; Lean, Han, Morrison, 1995; van der Kooy et al., 1993; Weits et al., 1988) και τις συσχετιζόμενες μεταβολικές διαταραχές με την ύπαρξη της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας (Despres et al., 1991; Ferland et al., 1989; Pouliot et al., 1994; Seidell et al., 1988). Η ΠΚ συσχετίζεται πολύ καλά (0.84) με το %ΣΛ όπως αυτό μετράται με τη μέθοδο αξιολόγησης σύστασης σώματος διπλής ενεργειακής απορρόφησης ακτινών Χ (Taylor, Jones, Williams, Coulding, 2000). Επίσης, η ΠΚ συσχετίζεται άριστα για τους άνδρες (0.90) και για τις γυναίκες (0.91) με την αξονική τομογραφία όταν αυτή μετράει το υποδόριο λίπος της κοιλιακής χώρας, ενώ επίσης συσχετίζεται πολύ καλά με την αξονική τομογραφία όταν αυτή καταγράφει το σπλαχνικό λίπος της κοιλιάς με συντελεστές συσχέτισης 0.77 για τους άνδρες και 0.87 για τις γυναίκες (Pouliot et al., 1994). Η ΠΚ αποτελεί ένα χρήσιμο δείκτη για την αναγνώριση των παχύσαρκων με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων ή σακχαρώδους διαβήτη μιας και συσχετίζεται πολύ καλά με την αιτιολογία και την παθογένειά τους (Janssen, Katzmartzyk, Ross, 2002). Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η ΠΚ είναι ισχυρότερος δείκτης κινδύνου υγείας συγκριτικά με τον ΔΜΣ (Janssen et al., 2005; Lean, Han, Morrison, 1995; Zhou et al., 2002). Στις ΗΠΑ το 1998 το National Institutes of Health, ανέφερε ότι ο κίνδυνος υγείας αυξάνει όσο αυξάνονται οι τιμές του ΔΜΣ και ότι εντός της κάθε κατηγορίας ΔΜΣ, άνδρες και γυναίκες με τις υψηλότερες τιμές ΠΚ βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο υγείας απ ότι τα άτομα με φυσιολογικές τιμές ΠΚ. Φαίνεται λοιπόν ότι oι ΔΜΣ και ΠΚ έχουν ανεξάρτητες επιδράσεις όσον αφορά στις παθολογικές καταστάσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία (Janssen et al., 2004). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η ΠΚ συσχετίζεται με το επίπεδο της φυσικής κατάστασης. Άτομα με υψηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα, ανεξάρτητα από το ΔΜΣ τους, εμφάνιζαν χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων νοσημάτων, γεγονός που οφείλονταν στις χαμηλότερες συγκεντρώσεις του κοιλιακού τους λίπους, ενώ η απώλεια σωματικής μάζας 31

51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας μετά την παρέμβαση της άσκησης, συσχετίστηκε με ανάλογες μειώσεις της ΠΚ, του κοιλιακού και του σπλαχνικού λίπους (Ross & Katzmarzyk, 2003; Lofgren et al., 2004), ενώ άτομα τα οποία μείωσαν την ΠΚ και το κοιλιακό τους λίπος μετά από παρέμβαση με άσκηση, χωρίς να μεταβληθεί ο ΔΜΣ τους, μείωσαν σημαντικά τον κίνδυνο για εμφάνιση CHD και διαβήτη τύπου 2. Η περίμετρος του ισχίου αξιολογεί τη συσσώρευση της λιπώδους μάζας και μέχρι σήμερα δεν έχει καμιά διαγνωστική χρησιμότητα εκτίμησης παραγόντων κινδύνου τόσο στην παιδική και εφηβική όσο και στην ενήλικη ζωή του ανθρώπου. Αντίθετα με την ΠΚ που συσχετίζεται με παράγοντες κίνδυνου για την υγεία, η ΠΙ δεν εμφανίζει σημαντικές συσχετίσεις, φανερά τουλάχιστον, με κανένα παράγοντα κινδύνου για την υγεία (Seidell et al., 1989, 1997, 2001; Snijder, Deller, Visser, 2003). Επομένως, για μία δεδομένη τιμή ΠΚ οι υψηλότερες τιμές του ΔΜΣ, εξαιτίας της συγκέντρωσης λίπους στα ισχία δεν ορίζουν και αυξημένο κίνδυνο για την υγεία. (Janssen et al., 2004). Ο λόγος περιμέτρων κοιλιάς/ισχίου (WHR) βρέθηκε να έχει χαμηλή συσχέτιση με την καταγραφή του σπλαχνικού λίπους της κοιλιάς και τείνει να αντικατασταθεί με το δείκτη της ΠΚ για τη διάγνωση της κεντρικής παχυσαρκίας τόσο σε παιδιά και εφήβους όσο και σε ενήλικες. Η αναλογία WHR συσχετίζεται ισχυρά με το σπλαχνικό λίπος (Ashwell, McCall, Cole, Dixon, 1985; Seidell, Oosterlee, Thijssen, 1987) και φαίνεται να είναι ένας αποδεκτός δείκτης εκτίμησης του ενδοκοιλιακού λίπους (Jakicic, 1993). Αν και η μέτρηση του WHR για επιδημιολογικές μελέτες είναι απλή, εφικτή και εξασφαλίζει μία χρήσιμη εκτίμηση της αναλογίας του κοιλιακού λίπους (Bjorntorp, 1984 & 1985; Kissebah Evans, Peiris, Wilson, 1985), δεν μπορεί να διακρίνει τη συγκέντρωση του σπλαχνικού από το υποδόριο κοιλιακό λίπος (Wajchenberg, 2000). Μελέτη σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού και των δυο φύλων έδειξε ότι για μία συγκεκριμένη τιμή WHR υπάρχει μία πολύ μεγάλη απόκλιση στα επίπεδα του συνολικού σωματικού λίπους και στα επίπεδα του σπλαχνικού λιπώδους ιστού τα οποία πιθανά συσχετίζονται με σημαντικές διαταραχές στο μεταβολικό προφίλ (Pouliot et al., 1994). Έτσι, ο WHR δείχνει να προσδιορίζει την περιφερική κατανομή του λιπώδους ιστού, η οποία είναι εν μέρει ανεξάρτητη από το βαθμό παχυσαρκίας και δεν φαίνεται να συσχετίζεται ισχυρά με το ποσό του σπλαχνικού λιπώδους ιστού (Despres, Lemieux, Prud homme, 2001; Pouliot et al, 1994; Sjostrom, 1996). Επιπλέον, η ακρίβεια του WHR στον προσδιορισμό του σπλαχνικού λίπους μειώνεται όσο αυξάνει το ποσοστό του σωματικού λίπους (Heyward & 32

52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Stolarczyk, 1996), ενώ ο λόγος αυτός μπορεί να διαφοροποιηθεί κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου των γυναικών (Weits, van der Beek, Wedel, Ter Haar, Romeny, 1988; Svendsen et al., 1991). Τέλος, υφίσταται η άποψη ότι ο λόγος του WHR δεν ενδείκνυται για την εκτίμηση της κατανομής του λίπους στην παιδική και προεφηβική ηλικία (Peters et al., 1992), ενώ κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο WHR δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακριβή πρόβλεψη των αλλαγών του σπλαχνικού λίπους (van der Kooy et al., 1993). Από την πλευρά της παθοφυσιολογίας οι υψηλές τιμές του λόγου WHR σχετίζονται με διαταραχές στα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης, λιπιδίων του πλάσματος και αρτηριακής πίεσης (Kissebah Evans, Peiris, Wilson, 1985), ενώ προμηνύουν μεταγενέστερη εμφάνιση διαβήτη στους άνδρες (Ohlson et al., 1985) και στεφανιαία νόσο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες (Lapidus et al., 1984; Larsson et al., 1984). Τα τελευταία χρόνια για την αμεσότερη ταξινόμηση της παχυσαρκίας στην αναπτυξιακή ηλικία πολλές επιδημιολογικές μελέτες εφαρμόζουν τη μέθοδο υπολογισμού της σύστασης σώματος με βάση τις δερματικές πτυχές. Η μεγαλύτερη ποσότητα του αποθηκευμένου λίπους του σώματος βρίσκεται κάτω από το δέρμα, συνεπώς η μέθοδος αυτή αποτελεί έναν καλό δείκτη υπολογισμού του συνολικού υποδόριου λίπους και της μάζας λίπους σώματος. Η μέτρηση όσο δυνατόν περισσότερων πτυχών και η επιλογή της κατάλληλης εξίσωσης ενισχύουν την εγκυρότητα της μεθόδου ενώ το συνολικό λάθος μέτρησης υπολογίζεται περίπου στο 3,5%, ενώ η ακρίβεια και η εγκυρότητα της μεθόδου μειώνεται σε υπερβολικά παχύσαρκα άτομα (Lukaski, 1987). Kατά την αναπτυξιακή περίοδο λόγω του ότι το περίγραμμα και το περιεχόμενο του σώματος αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, είναι πιθανό, με σταθερό ΔΜΣ, να αυξάνεται το ποσοστό σωματικού λίπους τόσο στα παιδιά όσο και στους εφήβους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι έμμεσοι ανθρωπομετρικοί δείκτες (π.χ. ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) στερούνται ευαισθησίας στην καταγραφή των διαφορών στα ποσοστά του σωματικού λίπους κατά την αναπτυξιακή ηλικία, η εφαρμογή του υπολογισμού της σύστασης του σώματος με τη μέθοδο των δερματοπτυχών θεωρείται απαραίτητη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τα ποσοστά σωματικού λίπους του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού. 33

53 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Μέθοδος εκτίμησης πολλών διαμερισμάτων α. Με τη μέθοδο της διπλής ενεργειακής απορρόφησης ακτίνων Χ (DEXA) διέρχεται από το σώμα μια δέσμη ακτίνων Χ δυο ενεργειακών πεδίων και ανάλογα με το βαθμό απορρόφησης των ακτίνων από τους ιστούς εκτιμάται η σύσταση του σώματος. Με τη μέθοδο DEXA προσδιορίζονται τρία διαμερίσματα του ανθρώπινου σώματος: ο μυϊκός ιστός, η οστική μάζα και ο λιπώδης ιστός. Ο περιορισμός της μεθόδου είναι ότι η επιφάνεια σάρωσης είναι σχετικά μικρή και συνεπώς ανεπαρκής στα άτομα με βαριά παχυσαρκία, ενώ η μέθοδος DEXA δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το υποδόριο από το σπλαχνικό λίπος στην εκτίμηση του ενδοκοιλιακού λίπους (Slosman, Casez, Pichard, Rochat, 1992). β. Η αξονική τομογραφία (CT) χρησιμοποιείται ως μέθοδος αναφοράς για τη μέτρηση της σύστασης του σώματος (Schultz, 1993). Οι τομές προσφέρουν σχεδόν ανατομική προσέγγιση της επιμέρους σύστασης του σώματος και παρέχουν ικανότητα διάκρισης κατά ιστούς, όργανα και περιοχές. Η CT δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη για την αξιολόγηση της παχυσαρκίας λόγω του υψηλού κόστους και της ακτινοβολίας που εκπέμπει. γ. Η μαγνητική τομογραφία (MRI) αποτελεί μια βελτιωμένη λύση της αξονικής τομογραφίας. Οι δυο αυτές μέθοδοι δίνουν διαφορετικά αποτελέσματα σε ότι αφορά την ποσότητα του σπλαχνικού και υποδόριου ενδοκοιλιακού λίπους σε απόλυτες τιμές, αλλά οι δυο τεχνικές έχουν υψηλή συσχέτιση στη μέτρηση του ποσοστού του ενδοκοιλιακού λίπους (Kamel, McNeil, Han, Smith, 1999). δ. Η ενεργοποίηση ουδετερονίων γνωστής ενέργειας και η ταυτοποίηση των ενεργοποιημένων ιστών του ανθρώπινου σώματος, μέσω ανιχνευτή ακτίνων γ, είναι μια άμεση τεχνική ανάλυσης σύστασης σώματος. Αν και η μέθοδος αυτή αποτελεί εξέταση αναφοράς σπάνια χρησιμοποιείται λόγω του παρεχόμενου υψηλού ποσοστού ακτινοβολίας που δέχεται ο ανθρώπινος οργανισμός. ε. η πτωματική ανάλυση του υπολογισμού της άλιπης μάζας του ανθρώπινου σώματος αποτελεί την αμεσότερη και ακριβέστερη μέθοδο αναφοράς πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν άλλες μέθοδοι. Είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και πολύπλοκη, πρωτοεφαρμόστηκε το 1945 και έδειξε ότι το σώμα αποτελείται κατά 72,6% από νερό, 20,5% από πρωτεΐνες και 6,9% από άλατα. 34

54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Εκτίμηση-ταξινόμηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας Οι ανθρωπομετρικοί δείκτες εκτίμησης της παχυσαρκίας των ενηλίκων ισχύουν και για παιδιά και εφήβους. Παρόλα αυτά η ταξινόμηση της παχυσαρκίας των ανηλίκων σε συγκριτικό επίπεδο τόσο εντός όσο και μεταξύ πληθυσμών μέχρι σήμερα στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ΔΜΣ, που αξιολογεί την υπερβάλλουσα μάζα και την ολική παχυσαρκία σε σχέση με το φύλο και την ηλικία με τη χρήση διαγραμμάτων ανάπτυξης. Διεθνείς οργανισμοί όπως ο WHO και η IOTF έχουν διαφορετικούς ορισμούς και διαγράμματα ανάπτυξης για την ταξινόμηση της παχυσαρκίας από τη βρεφική ως την εφηβική ηλικία. Ο WHO χρησιμοποιεί τις Ζ-τιμές του δείκτη μάζας/ύψος (WHZ) για παιδιά μικρότερα των 10 ετών, βασισμένες στα εκατοστιαία διαγράμματα της ΝΗΑΝΕS των ΗΠΑ, κατατάσσοντας ως παχύσαρκα τα παιδιά με τιμές WHZ>2 στο κατώφλι της 97.7 ης θέσης, ως υπέρβαρα τα παιδιά με τιμές WHZ=1.65 στο κατώφλι της 95 ης θέσης και τα παιδιά με WHZ=1.04 στην 85 η εκατοστιαία θέση σε κίνδυνο για ανάπτυξη παχυσαρκίας. Η κατάταξη αυτή της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας με βάση τα διαγράμματα των ΝΗΑΝΕS/WHO αποτελεί τον ορισμό για την ταξινόμηση της παχυσαρκίας σε πληθυσμιακές μελέτες σε πολλές χώρες της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής, Αφρικής και Ασίας. Ένας άλλος τρόπος σύγκρισης και κατηγοριοποίησης της παχυσαρκίας που προτείνεται από τον WHO από τη βρεφική ως την εφηβική ηλικία γίνεται με βάση τις Z-τιμές του ΔΜΣ ενός πληθυσμού αναφοράς. Έτσι Z-τιμές του ΔΜΣ που είναι ίσες με 0 ισοδυναμούν με τη διάμεση τιμή (median) ή το 50 ο εκατοστημόριο των διαγραμμάτων ανάπτυξης της ΝΗΑΝΕS των ΗΠΑ. Όταν οι Ζ-τιμές του ΔΜΣ είναι ίσες με +1 αυτό είναι το κατώφλι του 84 ου εκατοστημορίου που αντιστοιχεί σε υπέρβαρους, ενώ οι Ζ-τιμές του ΔΜΣ στο +2 αντιπροσωπεύουν το κατώφλι του 98 ου εκατοστημορίου που αντιστοιχεί στους παχύσαρκους (WHO, 2000). 35

55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Παράλληλα, τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Παθήσεων-Centers for Disease Control and Prevention (CDC) στις ΗΠΑ πρότειναν εκατοστιαία διαγράμματα για τον πληθυσμό ηλικίας 2-20 ετών (Εικόνα 2.1). Εικόνα 2.1. Διαγράμματα κατάταξης του ΔΜΣ σε σχέση με το φύλο και την ηλικία για υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια ηλικίας 2-18 ετών που συμμετείχαν στη μελέτη ΝΗΑΝΕS ΙΙΙ στις ΗΠΑ. Από NCCDPHP, Τα παραπάνω διαγράμματα ανάπτυξης αρχικά παρουσιάστηκαν το 1977 για την κλινική αξιολόγηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, ενώ το 2000 ανανεώθηκαν και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για την ταξινόμηση της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας των παιδιών και εφήβων στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου. Σύμφωνα με τα παραπάνω διαγράμματα ανάπτυξης τα βρέφη 0-36 μηνών κατατάσσονται ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα ανάλογα με το ύψος, τη σωματική μάζα και την περίμετρο κεφαλής σε σχέση με την ηλικία και το φύλο. Από την ηλικία των 2 ως 5 ετών η ταξινόμηση της παχυσαρκίας γίνεται με βάση το ανάστημα και τη σωματική μάζα σε σχέση με την ηλικία και το φύλο, ενώ τα διαγράμματα του CDC για τις ηλικίες 2-20 ετών και η ταξινόμηση της ομαλής ανάπτυξης του παιδιού και εφήβου γίνεται με βάση το ανάστημα, τη σωματική μάζα και το ΔΜΣ σε σχέση με την ηλικία και το φύλο. Σύμφωνα με τα διαγράμματα αυτά του ΔΜΣ-ηλικία οι ανήλικοι που βρίσκονται μεταξύ της 85 ης και 95 ης εκατοστιαίας θέσης χαρακτηρίζονται ως υπέρβαροι, ενώ παχύσαρκοι χαρακτηρίζονται όσο έχουν ΔΜΣ-ηλικία άνω της 95 ης εκατοστιαίας θέσης (NCCDPHP, 2000). 36

56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Αντίθετα, η Διεθνής Ομάδα Δράσης για την Έρευνα της Παχυσαρκίας-International Obesity Task Force (IOTF) ακολουθεί τα δικά της "κατωφλικά" όρια του ΔΜΣ-ηλικίας για την ταξινόμηση των παιδιών και εφήβων σε κανονικής μάζας, υπέρβαρα ή παχύσαρκα (Cole, Bellizzi, Flegal, Dietz, 2000). Τα κατώφλια του ΔΜΣ-ηλικία για παιδιά και εφήβους που πρότεινε ο Cole προήλθαν από τα όρια του ΔΜΣ των ενηλίκων στα 25kg.m -2 για τους υπέρβαρους και στα 30kg.m -2 για τους παχύσαρκους χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των μέσων ελαχίστων τετραγώνων (LMS) στις Ζ-τιμές του ΔΜΣ δείγματος πληθυσμού ατόμων ηλικίας 0-18 ετών από 6 χώρες (Εικόνα 2.2). Εικόνα 2.2. Διεθνή όρια ταξινόμησης ΔΜΣ για υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 2-18 ετών, με σημείο αναφοράς τις τιμές ΔΜΣ 25 και 30kg.m -2 στην ηλικία των 18 ετών, (δεδομένα από τις χώρες ΗΠΑ, Ολλανδία, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Βραζιλία και Μεγάλη Βρετανία). Από Cole, Bellizzi, Flegal, Dietz, 2000, BMJ 320: Τα κατώφλια ταξινόμησης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας της ΙΟΤF χρησιμοποιούνται σε πολλές κυρίως Ευρωπαϊκές χώρες, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής. Σε συγκριτική μελέτη επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας με βάση το ΔΜΣ-ηλικία των IOTF και CDC αντιπροσωπευτικού δείγματος πληθυσμών από τις ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία βρέθηκε ότι τα κριτήρια του ΔΜΣηλικία της IOTF των υπέρβαρων συμπίπτουν με την 85 η εκατοστιαία θέση του ΔΜΣ-ηλικία των διαγραμμάτων του CDC για τα παιδιά της παιδικής και προεφηβικής ηλικίας ενώ στους έφηβους τα κατώφλια της ΙΟΤF υποεκτιμούν την παχυσαρκία, ενώ η υποεκτίμηση της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας που προκύπτει από τα παραπάνω κατώφλια είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα διαγράμματα του CDC στις ηλικίες μεταξύ 10 και 12 ετών (Wang 37

57 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας & Wang, 2002). Σε άλλη συγκριτική μελέτη βρέθηκε ότι τα όρια της ΙΟΤF σε σχέση με τα διαγράμματα του CDC δίνουν στο ίδιο δείγμα 5% χαμηλότερα ποσοστά υπερβάλλουσας μάζας στα αγόρια στις ηλικίες 6-8 ετών, ενώ οι διαφορές στα ποσοστά παχυσαρκίας και στα δύο φύλα ηλικίας ετών είναι 3% χαμηλότερα, αν η κατάταξη της εφηβικής παχυσαρκίας γίνει με τα κατώφλια της ΙΟΤF σε σύγκριση με τα διαγράμματα του CDC που είναι σχεδιασμένα για τον πληθυσμό των ΗΠΑ (Flegal et al., 2001). Συγκρίνοντας την ευαισθησία στην ταξινόμηση της παχυσαρκίας με βάση τον ΔΜΣ-ηλικία της ΙΟΤF και του CDC για την παιδική και εφηβική ηλικία φάνηκε ότι η κατάταξη της ΙΟΤF είναι λιγότερο ευαίσθητη σε σχέση με του CDC κυρίως στα όρια διαχωρισμού μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων (Zimmerman, Gubeli, Puntener, Molinari, 2004), ενώ τα διαγράμματα της ΙΟΤF φαίνεται να δίνουν μια πιο συντηρητική εικόνα στην κατάταξη της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Πολλές Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία (Kromeyer-Hauschild, 2001), η Αυστρία (Widham & Dietrich, 2003), η Δημοκρατία της Τσεχίας (Blaha & Vingerova, 2002), η Γαλλία (Rolland-Cachera, 2000), η Ολλανδία (Fredriks, 1980), το Ηνωμένο Βασίλειο (Cole, Freeman, Preece, 1995) και η Σουηδία (He, Albertsson-Wikland, Karlsberg, 2000) έχουν δημιουργήσει δικά τους Εθνικά διαγράμματα ανάπτυξης για παιδιά και εφήβους με εκατοστιαίες αποκλίσεις και κατώφλια ΔΜΣ/ηλικίας για υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους που αναφέρονται στους δικό τους πληθυσμό. Στην Ελλάδα τα πρώτα διαγράμματα ανάπτυξης δημιουργήθηκαν το 1980 βασισμένα σε μελέτη παιδιών (Μαντζαριώτη-Μεϊμαρίδη, Πανταζίδη, Δοξιάδη, Ραφαήλ, 1981). Tα παραπάνω διαγράμματα μάζας, αναστήματος και περιμέτρου κεφαλής αναφερόταν σε ηλικίες 0-36μηνών, ενώ τα Εθνικά πρότυπα ανάπτυξης για το ανάστημα και τη μάζα αναφερόταν στις ηλικίες 6-18 ετών σε σχέση με το φύλο. Τα διαγράμματα αυτά υπήρχαν στα βιβλιάρια υγείας των βρεφών και παιδιών μέχρι το 2000 και αξιολογούσαν την ομαλότητα και τις αποκλίσεις στον ρυθμό ανάπτυξης των Ελληνοπαίδων. Το 1990 συμπληρώθηκαν τα ήδη υπάρχοντα Εθνικά διαγράμματα ανάπτυξης της ερευνητικής ομάδας Δοξιάδη από εκατοστιαίες θέσεις σωματικής μάζας και ύψους από όρθια θέση σε σχέση με την ηλικία για αγόρια και κορίτσια ετών (Αϊβάζης, 1990). Από το 2001 τα παραπάνω διαγράμματα αντικαταστάθηκαν από τα Πρότυπα Ανάπτυξης του Ελληνικού Πληθυσμού που αξιολόγησαν τη σωματική μάζα, το ανάστημα και την περίμετρο κεφαλής (για νεογνά και βρέφη 0-30 μηνών) και τη σωματική 38

58 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας μάζα, το ανάστημα και το ΔΜΣ για παιδιά και εφήβους από μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα πληθυσμού ανηλίκων που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή Αθηνών από την Α Παιδιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών (Εικόνα 2.3). Τα Πρότυπα Ανάπτυξης αυτά αποτελούν το πιο πρόσφατο εργαλείο καταγραφής της ομαλής ανάπτυξης από τη γέννηση του παιδιού μέχρι την ηλικία των 18 ετών με τη χρήση τους να έχει περισσότερο χαρακτήρα κλινικής αξιολόγησης των ατομικών αποκλίσεων ανάπτυξης και λιγότερο να προσανατολίζεται σε καταγραφή και συγκρίσεις επιπολασμού της παιδικής ή εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Εικόνα 2.3. Εθνικά Πρότυπα Ανάπτυξης με κριτήριο τον ΔΜΣ για αγόρια και κορίτσια ηλικίας 2-18 ετών. Από Χιώτης και συν Τέλος, η κλινική Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης παρουσίασε καμπύλες σωματικής ανάπτυξης ανά φύλο με βάση τη σωματική μάζα, το ανάστημα, το ΔΜΣ και την περίμετρο κοιλιάς σε πληθυσμό ηλικίας 6-16 ετών που κατοικούσαν στην Κρήτη (Καφάτος και συν., 1999) με σκοπό την καταγραφή των ιδιαιτεροτήτων του πληθυσμού της Κρήτης κυρίως στις διατροφικές συνήθειες, στάσεις και συμπεριφορές.. Τόσο τα Εθνικά όσο και τα Διεθνή διαγράμματα ανάπτυξης (WHO, ΙΟΤF, CDC) δεν αναγνωρίζουν ούτε κατατάσσουν με ακρίβεια τη λιποσαρκία και τη σοβαρή παχυσαρκία παιδιών και εφήβων. Το μεγαλύτερο πρόβλημά τους όμως είναι ότι μετατρέπουν τη συνεχή μεταβλητή του ΔΜΣ, που καταγράφει το λίπος του σώματος έστω και με έμμεσο τρόπο, σε 39

59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας διχοτόμο ταξινόμησης της παχυσαρκίας χάνοντας σημαντικές πληροφορίες για τον ανθρώπινο οργανισμό, μειώνοντας παράλληλα και την ευαισθησία της ταξινόμησης για παιδιά ή έφηβους που βρίσκονται οριακά κοντά ή μακριά από μια κατηγορία (Freedman, Ogden, Berenson, Horlick, 2005). Παράλληλα, πολλές χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Νέα Ζηλανδία και Ιταλία) έχουν δημιουργήσει εθνικά διαγράμματα αναφοράς ταξινόμησης της κεντρικής παχυσαρκίας με βάση την ΠΚ-ηλικία. Η έλλειψη όμως διεθνώς αποδεκτών ορίων για τη σύγκριση της κεντρικής παχυσαρκίας των παιδιών και εφήβων, όπως και διαγράμματα ανάπτυξης για την πιο ειδική κατανομή και ποιοτική κατηγοριοποίηση του ποσοστού σωματικού λίπους που θα μπορούσαν να κατατάξουν τα παιδιά και τους έφηβους, με ολική ή κεντρική παχυσαρκία σε άτομα χαμηλού ή υψηλού κινδύνου για την υγεία τους, οδηγεί τους ερευνητές στη διχοτομική μέθοδο της ποσοτικής εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας που στερείται ευαισθησίας κυρίως κατά την περίοδο ανάπτυξης του παιδιού και εφήβου Επιπολασμός της παχυσαρκίας των ενηλίκων στον πλανήτη Το 1997 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνώρισε ότι η παχυσαρκία εξαπλώνεται με ταχύτατους ρυθμούς και τείνει να γίνει μια παγκόσμια επιδημία επισημαίνοντας παράλληλα ότι το 5 έως 10% του πληθυσμού ανεξάρτητα από ηλικία είναι παχύσαρκοι, ενώ το 2000 παρατήρησε ότι ο ρυθμός εξάπλωσης του φαινομένου από το 1990 στο 2000 στον πλανήτη αυξήθηκε από 10% σε 40% (WHO, 2000). Την τελευταία δεκαετία η πλειοψηφία των αναδρομικών και προοπτικών πληθυσμιακών μελετών, στις οποίες αξιολογήθηκε η συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, έδειξαν σαφή ανοδική τάση παρατηρώντας παράλληλα ότι σε καμία χώρα δεν υπάρχει τάση μείωσης ή σταθεροποίησης του φαινομένου (IOTF, 2004). H έξαρση του φαινομένου είναι μεγαλύτερη σε περιοχές όπου ο αρχικός επιπολασμός της παχυσαρκίας στον πληθυσμό ήταν υψηλότερος. Παράλληλα, η διακύμανση στη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη έδειξε και μια ανάλογη διακύμανση του ρυθμού αύξησής της με ανησυχητικά ανοδική τάση να εμφανίζεται σε κράτη με "μοντέρνο" ή "Δυτικό" τρόπο ζωής, ενώ πληθυσμοί σε αναπτυσσόμενες χώρες που ακολουθούν διατροφικά τον Δυτικό τρόπο ζωής εμφανίζουν κατακόρυφη αύξηση στο ρυθμό εμφάνισης της παχυσαρκίας. Από τις χώρες της Βόρειας Αμερικής ο πληθυσμός του Καναδά είναι 33% υπέρβαροι και 15% παχύσαρκοι (Statistics Canada, 2003), ενώ στις ΗΠΑ το ένα τρίτο του πληθυσμού άνω των 20 ετών (60 εκατομμύρια 40

60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας άνθρωποι) είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (Baskin, Ard, Franklin, Allison, 2005). Τέλος, χώρες της Άπω Ανατολής με παράδοση σε λιπόσαρκους πληθυσμούς όπως η Ινδία και η Κίνα παρουσιάζουν αυξητική τάση στην εμφάνιση της παχυσαρκίας, παραμένουν όμως ακόμα σε χαμηλά επίπεδα φτάνοντας μόλις στο 1-2% του συνόλου του πληθυσμού τους. Το 2003 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στη μελέτη MONICA (MONItoring of trends and determinants in CΑrdiovascular diseases) σε 48 διαφορετικές περιοχές του πλανήτη βρήκε ότι το ποσοστό των ανδρών ηλικίας 35 έως 64 ετών που είναι παχύσαρκοι κυμαίνεται από 3% στο Πεκίνο έως 25% στη Βαλέτα στη Μάλτα και αντίστοιχα των γυναικών από το 9% στο Πεκίνο έως 45% στο Kάουνας της Λιθουανίας (MONICA, 2003) Επιπολασμός της παχυσαρκίας των ενηλίκων στην Ελλάδα Η Ελληνική Εταιρεία Αθλητικής Επιστήμης (ΕλΕΑθλΕ) σε διακήρυξή της το 2002 ανέφερε ότι «στο λυκαυγές του 21 ου αιώνα η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σύγχρονη επιδημία της ανθρώπινης υποκινητικότητας. Η επιδημία αυτή σε συνδυασμό με την κακή διατροφή και τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής χαρακτηρίζει την Ελληνική κοινωνία. Η βιολογική φθορά και ο εκφυλισμός των ατόμων που πάσχουν από τη νόσο της παχυσαρκίας έχει σαν συνέπεια τον κλονισμό της υγείας τους και τη διαταραχή της ψυχοσωματικής τους ισορροπίας». Με πρόσφατα στοιχεία υπολογίζεται ότι ένας στους τέσσερεις ενήλικες Έλληνες είναι παχύσαρκος. Με βάση στοιχεία της μελέτης CARDIO 2000 του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) το 25% των ανδρών και το 22% των γυναικών στην ενήλικη ζωή τους είναι σήμερα παχύσαρκοι, τη στιγμή που τα καρδιακά νοσήματα είναι η πρώτη αιτία θανάτου στην χώρα μας, ενώ 3 στα 10 κρούσματα καρκίνου σχετίζονται με τη διατροφή (Panagiotakos, Pitsavos, Chrysoxoou, Toutouzas, 2004). H επιβεβαίωση των ανησυχητικών ευρημάτων για τη δημόσια υγεία της παραπάνω μελέτης έρχεται από τα στοιχεία της Πανελλήνιας μελέτης της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας (ΕΙΕΠ) που έγινε σε δείγμα ατόμων ηλικίας ετών (Kapantais et al., 2004). Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή στη δημιουργική ηλικία των ετών σχεδόν οι μισοί άνδρες είναι υπέρβαροι, ενώ ένας στους τρείς άνδρες είναι παχύσαρκος. Παράλληλα, οι γυναίκες στην παραγωγική ηλικία των ετών εμφανίζουν χαμηλότερο επιπολασμό από τους άνδρες αλλά περίπου μια στις τέσσερεις γυναίκες και μια στις δέκα καταγράφεται ως παχύσαρκη. Στις ηλικίες από έτη τα ποσοστά της παχυσαρκίας αυξάνονται ανησυχητικά και συνήθως συνοδεύονται από 41

61 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας παράγοντες κινδύνου για αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Επιπλέον, σχεδόν οι μισοί άνδρες των παραπάνω ηλικιών στην Ελλάδα είναι σήμερα υπέρβαροι, ενώ περίπου ένας στους τρείς είναι παχύσαρκοι. Στις γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών μια στις τρείς χαρακτηρίζεται υπέρβαρη και περίπου μια γυναίκα στις τέσσερεις είναι παχύσαρκη (Πίνακας 2.4). Πίνακας 2.4. Ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων ηλικίας ετών στην Ελλάδα. Από Kapandais et al, 2004; Int J Obes 28:S71. Ηλικίες Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπέρβαρες Παχύσαρκες Άνδρες Άνδρες Γυναίκες Γυναίκες Συγκρίνοντας το συνολικό επιπολασμό των ενηλίκων της μελέτης αυτής με στοιχεία από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης φαίνεται ότι οι άνδρες που κατοικούν στην Ελλάδα είναι περισσότερο υπέρβαροι και παθολογικά παχύσαρκοι (35%) σε σχέση με την Ισπανούς (32%), τους κατοίκους του Λουξεμβούργου (31%), τους Βρετανούς (30%) και τους Ολλανδούς (17%). Επίσης, από την παραπάνω μελέτη φαίνεται ότι οι ενήλικες γυναίκες είναι πιο παχύσαρκες στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία (31%) και λιγότερο στη Γαλλία (15%) και Δανία (16%) ενώ μια στις τέσσερεις γυναίκες στην Γαλλία και μια στις πέντε γυναίκες στο Λουξεμβούργο και στην Ιταλία είναι αδύνατες ή υπερβολικά λιπόσαρκες Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στον πλανήτη Από στοιχεία της IOTF το 11% του συνολικού πληθυσμού ανηλίκων του πλανήτη σήμερα είναι παχύσαρκο. Ο πιο παχύσαρκος πληθυσμός ανηλίκων στον κόσμο αυτή τη στιγμή είναι ο πληθυσμός των ΗΠΑ με ποσοστό επιπολασμού που φτάνει περίπου στο 33% του συνολικού πληθυσμού (IOTF, 2004). Αντίθετα, στις χώρες της Νότιας Αμερικής μόλις το 6% των παιδιών στο Περού και το 4,8% των παιδιών στο Μεξικό είναι παχύσαρκα, ενώ τον χαμηλότερο επιπολασμό παιδικής παχυσαρκίας έχουν η Αϊτή και η Ονδούρα (1,4%). Στην Ευρώπη τα ποσοστά παχυσαρκίας πλησιάζουν το 20% στο σύνολο του ανήλικου πληθυσμού, ποσοστά αρκετά χαμηλότερα από τον επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας των ΗΠΑ. Όμοια, το ποσοστό του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού που είναι παχύσαρκοι στις χώρες της Μέσης και Άπω Ανατολής πλησιάζει το 17%. Τα ποσοστά της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας των παραπάνω περιοχών της Ασίας είναι χαμηλότερα από τα ποσοστά τόσο των ΗΠΑ όσο και των χωρών της Ευρώπης (IOTF, 2004) ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά 42

62 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας παχυσαρκίας στο σύγχρονο κόσμο βρίσκονται στους ανήλικους πληθυσμούς των χωρών της Ασίας που βρίσκονται στη χερσόνησο της Ινδοκίνας, στις χώρες του Ειρηνικού ωκεανού καθώς και στις χώρες της κεντρικής Αφρικής. Στις παραπάνω περιοχές του πλανήτη ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ χαμηλότερος από ότι των υπολοίπων περιοχών του πλανήτη με ποσοστά που φτάνει στο 5% στις χώρες της Ασίας και στις χώρες του Ειρηνικού. Στις χώρες της κεντρικής Αφρικής, που σπαράσσονται από εμφυλίους, ο δείκτης παιδικής θνησιμότητας λόγω υποσιτισμού είναι υψηλότερος (4,2%) από το δείκτη νοσηρότητας συνέπεια της παχυσαρκίας, που σε ποσοστό δεν ξεπερνάει το 2% του συνολικού ανήλικου πληθυσμού (WHO, 2000; IOTF, 2004). Παράλληλα, στην πρώτη μελέτη του ΠΟΥ με τίτλο Μελέτη Υγιεινής Συμπεριφοράς σε Παιδιά Σχολικής Ηλικίας-Health Behaviour in School-Aged Children Study (HBSC) το σε 13 χώρες της Ευρώπης, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ σε δείγμα αγοριών και κοριτσιών 13 και 15 ετών ο υψηλότερος επιπολασμός της υπερβάλλουσας μάζας εμφανίστηκε στις ΗΠΑ (29,2%) και στην Ελλάδα (28%) για τα αγόρια και στις ΗΠΑ (28,9%) και Ελλάδα (27,9%) για τα κορίτσια (Lissau et al., 2004). Στη δεύτερη μελέτη HBSC του ΠΟΥ που πραγματοποιήθηκε το σε 34 χώρες του κόσμου, ενταγμένη σε εθνικά προγράμματα αγωγής υγείας, με αυτοαναφερόμενες τιμές μάζας και ύψους από τους μαθητές/τριες σε δείγμα μαθητών/τριων 11, 13 και 15 ετών φάνηκε ότι οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά υπέρβαρων εφήβων ήταν η Μάλτα (25,4%), οι ΗΠΑ (25,1%) και η περιοχή της Ουαλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (21,2%). Στην ίδια μελέτη οι χώρες με τον υψηλότερο επιπολασμό παχυσαρκίας ήταν η Μάλτα (7,9%), οι ΗΠΑ (6,8%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5,1%). Συγκρίνοντας στη παραπάνω μελέτη τις περιοχές του πλανήτη ο επιπολασμός των παχύσαρκων εφήβων ήταν >15% στις χώρες της Βόρειας Αμερικής (ΗΠΑ & Καναδάς) και της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Μάλτα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία) σε σχέση με τις Σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία και Νορβηγία), τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και Ελβετία) και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Κροατία, Ουγγαρία, ΠΓΔΜ και Σλοβενία) όπου τα επίπεδα της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας βρισκόταν μεταξύ 10 και 15% (Janssen et al., 2005). Επίσης, στις χώρες της Βαλτικής και του πρώην Ανατολικού συνασπισμού (Τσεχία, Εσθονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Ρωσία και Πολωνία), που πραγματοποιήθηκε η μελέτη HBSC του ΠΟΥ, ο επιπολασμός των υπέρβαρων εφήβων ήταν μικρότερος του 10% με 43

63 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας αντίστοιχα όμοια χαμηλά ποσοστά παχύσαρκων εφήβων που κυμαίνονταν από 0,5 ως 2%, ενώ τον υψηλότερο επιπολασμό παχυσαρκίας στη μελέτη αυτή εμφάνισε η Μάλτα (7,9%), οι ΗΠΑ (6,8%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (4,8%), (Janssen et al., 2005). Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες του κόσμου η παιδική παχυσαρκία ήταν σε υποβόσκουσα κατάσταση τα τελευταία χρόνια, ενώ αυξητική τάση που παρατηρείται κατά έτος είναι της τάξης του 1% (Kohn & Booth, 2003). Στις ΗΠΑ από το 1971 ως το 1994 η αυξητική τάση της υπερβάλλουσας μάζας των παιδιών και εφήβων ήταν της τάξης του 6% φτάνοντας από το 15,2% στο 21,2%, ενώ τα ποσοστά της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στα 33 αυτά χρόνια έφτασαν από το 5,2% στο 8,8% (Flegal, Carroll, Kuczmarski, Johnson, 1998). Όμοια, στον Καναδά ο επιπολασμός της παχυσαρκίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας παρουσίασε δραματική αύξηση και από το 5% που καταγράφηκε το1981 έφτασε στο 15,3% για τα αγόρια και στο 11,8% για τα κορίτσια το 1996 (Tremblay & Wilms, 2000). Στην Ευρώπη η τάση που εμφανίζει η παιδική και εφηβική παχυσαρκία τα τελευταία 20 χρόνια είναι το ίδιο ανησυχητική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1984 στο 1994 ο πληθυσμός των παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 4-11 ετών αυξήθηκε από το 5,4% στο 9% (Chinn & Rona, 2001), ενώ στη Γερμανία ο επιπολασμός της παχυσαρκίας από το 1975 ως το 1985 αυξήθηκε από 15 ως 18% ενώ από το 1985 ως το 1995 τα ποσοστά της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας αυξήθηκαν από 34 ως 38% (Kromeyer-Hauschild, Zellner, Jaeger, Hoyer, 1999). Στο Μεσογειακό τμήμα της Ευρώπης η αυξητική τάση της παχυσαρκίας είναι περισσότερο ανησυχητική. Η Ισπανία σήμερα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη με τον επιπολασμό της από το 1985 στο 1995 να έχει αυξηθεί κατά 125% σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 6-15 ετών (Rios, Fluiters, Perez Mendez, 1999). Παράλληλα, στην Πορτογαλία αναδρομική μελέτη σε έφηβους ηλικίας 18 ετών από το 1960 στο 1990 βρέθηκε ότι στην αρχική μέτρηση το 8,1% του δείγματος ήταν υπέρβαρο, ενώ το 1990 οι υπέρβαροι έφτασαν το 18% του συνολικού δείγματος με τους παχύσαρκους το 1960 να είναι μόλις 0,8% και το 1990 να φτάνουν το 2,9% (Jacome de Castro, 1998). Εκτός από τις χώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω και που είχαν συγκριτικά στοιχεία του πληθυσμού τους από τις τελευταίες δεκαετίες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης δεν σημαίνει ότι έχουν χαμηλότερο ρυθμό αύξησης της παχυσαρκίας. Η έλλειψη επιδημιολογικών καταγραφών και δεδομένων κυρίως από χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν επιτρέπουν τη σύγκριση του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας σε εύρος χρόνου από 44

64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας το παρελθόν μέχρι σήμερα, άρα και την εξαγωγή συμπερασμάτων για την τάση της τα τελευταία τριάντα χρόνια Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα Τα παιδιά και οι έφηβοι ηλικίας μέχρι 18 ετών αποτελούν περίπου το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας. Αναλογιζόμενοι ότι το κομμάτι αυτό του πληθυσμού σταδιακά θα αντικαθιστά τις σημερινές γενιές και θα πάρει την ευθύνη της εξέλιξης και προόδου της κοινωνίας μας καταλαβαίνει κανείς πόσο σημαντική είναι η ομαλή ανάπτυξη της νέας γενιάς. Στη μοναδική προοπτική μελέτη που έγινε στην Ελλάδα για την αξιολόγηση της παχυσαρκίας και των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων παρατηρήθηκε σε χρονική διάρκεια μιας εικοσαετίας ( ) μια κατακόρυφη αύξηση της υπερβάλλουσας μάζας από 16,5% σε 26,9% και του επιπολασμού της παχυσαρκίας από 4,2% σε 12,7% σε αγόρια ηλικίας 12 ετών στην Κρήτη (Magkos, Manios, Christakis, Kafatos, 2005). Το 2000 σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Νοσοκομείο Παναγία σε δείγμα 2458 μαθητών/τριων ηλικίας 6-17 ετών σε 27 σχολεία της Θεσσαλονίκης βρέθηκε ότι το 22,2% του δείγματος ήταν υπέρβαροι και το 4,1% παχύσαρκοι. Στις ηλικίες 6-10 ετών το 26,6% των αγοριών ήταν υπέρβαρα έναντι του 25% των κοριτσιών και το 6,5% των αγοριών ήταν παχύσαρκα έναντι του 5% των κοριτσιών. Στις ηλικίες ετών τα αγόρια ήταν σε ποσοστό 25,3% υπέρβαρα έναντι 13% των κοριτσιών και 3,7% παχύσαρκα έναντι μόλις 1,5% των κοριτσιών (Krassas, Tzotzas, Tsametis, Konstandinidis, 2001). Σε άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2000 σε 1649 μαθητές/τριες σχολείων του Λεκανοπεδίου Αττικής φάνηκε ότι στο Δημοτικό τα αγόρια είναι πιο παχύσαρκα από τα κορίτσια (12,9% έναντι 11,6%), στο Γυμνάσιο τα αγόρια εμφανίζουν ποσοστά παχυσαρκίας 14,3% ενώ τα κορίτσια 5,7% και στην Α Λυκείου τα ποσοστά παχυσαρκίας στα αγόρια ήταν 14,5% με τα κορίτσια που φοιτούσαν στην Α Λυκείου, όλως παραδόξως, να μην εμφανίζουν σύμφωνα με τη μελέτη αυτή καθόλου παχυσαρκία (Ψαρρά, Παπαντάκου, Μανιός, Συντώσης, 2001). Στη μελέτη HBSC του ΠΟΥ για την ανεύρεση της συχνότητας παχυσαρκίας στον Ελληνικό πληθυσμό σε δείγμα 4299 μαθητών/τριων ηλικίας 11,5-13,5 και 15,5 ετών που πραγματοποιήθηκε το 2002 το 15,3% του συνολικού δείγματος ήταν υπέρβαροι και μόλις το 1,8% παχύσαρκοι (Karayiannis, Yannakoulia, Terzidou, Sidossis, Kokkevi, 2003). Η εξήγηση για τα χαμηλά ποσοστά επιπολασμού αυτής της μελέτης δίνεται από το ότι οι ανθρωπομετρικοί δείκτες καταγράφηκαν από αυτοαναφερόμενες τιμές μάζας και αναστήματος από τις μονάδες του δείγματος, που 45

65 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας πιθανότατα έκαναν υποεκτίμηση της μάζας και υπερεκτίμηση του αναστήματός τους, κάτι που συμβαίνει συχνά σε μελέτες που βασίζονται σε αυτοαναφερόμενα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (Elgar, Roberts, Tudor-Smith, Moore, 2005). Στην πιο πρόσφατη Πανελλήνια επιδημιολογική μελέτη της ΕΙΕΠ που ολοκληρώθηκε το 2003 σε δείγμα παιδιών και εφήβων φάνηκε ότι ο επιπολασμός της παχυσαρκίας στις ηλικίες 7-12 ετών ήταν 22,7% (12,7% υπέρβαρα και 10% παχύσαρκα) για τα αγόρια και 18,3% (11,1% υπέρβαρα και 7,2% παχύσαρκα) για τα κορίτσια, ενώ για τις ηλικίες ετών τα ποσοστά του επιπολασμού της παχυσαρκίας ήταν 29,6% (20,7% υπέρβαρα και 8,9% παχύσαρκα) για τα αγόρια και 16,1% (12,5% υπέρβαρα και 3,6% παχύσαρκα) για τα κορίτσια (Kapantais et al., 2004) (Πίνακας 2.5). Πίνακας 2.5. Ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων και των δύο φύλων ηλικίας 7-19 ετών. Από ΕΙΕΠ, ΗΛΙΚΙΑ ΑΓΟΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΓΟΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΥΠΕΡΒΑΡΑ ΠΑΧΥΣΑΡΚΑ ΥΠΕΡΒΑΡΑ ΠΑΧΥΣΑΡΚΑ ΥΠΕΡ+ΠΑΧ ΥΠΕΡ+ΠΑΧ ,7% 10,0% 11,1% 7,2% 22,7% 18,3% ,7% 8,9% 12,5% 3,6% 29,6% 16,1% Σε άλλη μελέτη επιπολασμού σε δείγμα παιδιών και εφήβων από την περιοχή των Αθηνών ηλικίας 0-18 ετών φάνηκε ότι στην ηλικία των 7-12 ετών τα ποσοστά παχυσαρκίας ήταν για τα κορίτσια 18,2% και για τα αγόρια 27,9% (συμπεριλαμβανομένων και των υπέρβαρων). Στην ηλικιακή ομάδα των ετών τα παχύσαρκα κορίτσια αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 18,1%, ενώ τα αγόρια σε ποσοστό 32,4% του συνολικού δείγματος (Χιώτης και συν. 2004). Η μελέτη Greek Infant Nutrition Survey σε δείγμα 2514 παιδιών ηλικίας από 1 ως 5 ετών που φοιτούσαν σε βρεφικούς, παιδικούς σταθμούς και σε Νηπιαγωγεία έδειξε ότι τα ποσοστά των υπέρβαρων παιδιών αυξάνονταν με την ηλικία, ενώ σε αντίθεση με τα ευρήματα όλων των προηγούμενων μελετών τα κορίτσια ήταν περισσότερο υπέρβαρα από τα αγόρια στις ηλικίες 1-5 ετών (Manios et al., 2005). Μικρότερης κλίμακας μελέτη σε δείγμα 330 μαθητών/τριων ηλικίας ετών στη Ν. Τρίγλια Χαλκιδικής έδειξε επιπολασμό παχυσαρκίας στο 24% για τα αγόρια και 17% για τα 46

66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας κορίτσια (συμπεριλαμβανομένων και των υπέρβαρων) με αυξητική τάση από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες ηλικίες (Παπαγεωργίου, Παπαγεωργίου, Μπουντίνα, Καζάρας, 1999), ενώ σε προοπτική μελέτη επιπολασμού 620 αγοριών ηλικίας 12 ετών στην Κρήτη βρέθηκε ότι συνολικά το 39,7% του δείγματος ήταν παχύσαρκοι (συμπεριλαμβανομένων και των υπέρβαρων) με το 26,9% να είναι υπέρβαροι και το 12,7% να είναι παχύσαρκοι (Magkos, Manios, Christakis, Kafatos, 2005). Σε άλλη μελέτη σε 1900 παιδιά και εφήβους ηλικίας ετών από την περιοχή της Θεσπρωτίας βρέθηκε ότι το 20,9% του δείγματος ήταν υπέρβαροι και το 6,7% παχύσαρκοι (Χαρίση, Βέρμπη, Γραμμενιάτης, Ντόκος, Ντούρος, 2004), ενώ σε μελέτη αξιολόγησης ανθρωπομετρικών δεικτών 1512 μαθητών/τριων Δημοτικών σχολείων του Νομού Δράμας βρέθηκε ότι το 42,2% των αγοριών και το 44,6% των κοριτσιών ήταν παχύσαρκοι (Παπαδοπούλου & Παπαδοπούλου, 2004). Οι παραπάνω μελέτες καταλήγουν ότι τα ποσοστά της παχυσαρκίας στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό της χώρα μας εμφανίζουν μια συνεχώς αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Σήμερα έχουν καταγραφεί τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας της τελευταίας εικοσαετίας πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η διαταραχή στη φυσική ανάπτυξη των ανηλίκων που προκαλείται από την παχυσαρκία αν παραμείνει και στην ενήλικη ζωή τους πιθανότατα θα δημιουργήσει παράγοντες κινδύνου για αυξημένη νοσηρότητα με αρνητικές συνέπειες για την Ελληνική κοινωνία του αύριο Παθογένεια της παχυσαρκίας Η καταγραφή του ρυθμού ανάπτυξης των παιδιών είναι ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο για την αξιολόγηση της υγείας ολόκληρου του πληθυσμού. Η παχυσαρκία τόσο στην παιδική και εφηβική όσο και στην ενήλικη ζωή του ανθρώπου αποτελεί μια απειλή για την υγεία. Διάφορες θεωρίες έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για την ερμηνεία της παθογένειας της παχυσαρκίας. Ο συνδυασμός τεσσάρων θεωριών γένεσής της συμβάλουν σε μια περισσότερο αποδεκτή και επιστημονική εξήγηση της αιτίας και των μηχανισμών δράσης που συμβάλουν στην έξαρση της νόσου αυτής Η θεωρία του ενεργειακού ισοζυγίου Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι παράγοντες εμφάνισης της παχυσαρκίας τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και οι διαφορές στη συχνότητα εμφάνισής της σε ποικίλες χρονικές περιόδους και σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές σε πληθυσμιακό επίπεδο, είναι οι διαταραχές στο 47

67 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας ενεργειακό ισοζύγιο. Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα διαταραχής του ενεργειακού ισοζυγίου, με την ενεργειακή πρόσληψη να υπερβαίνει την ενεργειακή δαπάνη για μια σημαντική χρονική περίοδο, η οποία οδηγεί σε σταδιακή αλλά σταθερή αύξηση της σωματικής μάζας (Σχήμα 2.3). Σχήμα 2.3. Η σχέση της ενεργειακής πρόσληψης και δαπάνης στην ενεργειακή ισορροπία και στην αύξηση της σωματικής μάζας. Αρχικό από WHO, Τροποποίηση από Παπαβραμιδη Σ., Το αυξανόμενο ποσοστό λιπαρών και η αυξημένη ενεργειακή περιεκτικότητα της τροφής, η καθιστική ζωή σε συνδυασμό με την ελάττωση του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας αποτελούν τους κύριους παράγοντες που συντελούν στην κατά μέσο όρο αύξηση της μάζας σώματος του πληθυσμού. Η θεωρία του ενεργειακού ισοζυγίου εμπλουτισμένη με γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες μερικώς εξηγεί την εμφάνιση της παχυσαρκίας (Park et al., 2003) Η λιποστατική θεωρία Η λιποστατική θεωρία του Kennedy υποστηρίζει ότι δημιουργούνται ερεθίσματα, που ενεργούν στον εγκέφαλο ανάλογα με τα αποθέματα λίπους του ανθρώπινου σώματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να ελαττώνουν ή να αυξάνουν το ρυθμό πρόσληψης τροφής. Τα κέντρα του υποθαλάμου αποτελούν ένα «λιποστάτη» που διατηρεί το σύνολο του σωματικού λίπους σταθερό και εμποδίζει την αύξηση του. Η υπόθεση της θεωρίας αυτής βασίζεται στο ότι ο «λιποστάτης» των παχύσαρκων μέσω πολύπλοκων δικτύων, νευρικών ινών και διαβιβαστικών ουσιών, αναγνωρίζει ως φυσιολογικά πολύ υψηλότερα επίπεδα λίπους σε σχέση με τα κανονικής μάζας άτομα (Goran, 2000) Οι πειραματικές διαπιστώσεις της θεωρίας αυτής 48

68 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας οδήγησαν αργότερα στην ανακάλυψη του ρόλου της ινσουλίνης, των πεπτιδίων του γαστρεντερικού σωλήνα και τελικά το 1994 στην ανακάλυψη της ορμόνης λεπτίνης Η ψυχογενής θεωρία Με τη ψυχογενή θεωρία η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα συναισθηματικής διαταραχής κατά την οποία η υπερβολική πρόσληψη τροφής είναι απόρροια της έντασης της σύγχρονης ζωής και της κατάθλιψης. Αποτελέσματα από συμπεριφοριστικές πληθυσμιακές μελέτες απέδωσαν την αυξημένη και συχνή πρόσληψη τροφής στο παρατεταμένο στοματικό στάδιο της «libido». Η μακροχρόνια παραμονή της «libido» καθιστά τους παχύσαρκους ευαίσθητους σε πρώιμες συναισθηματικές αποστερήσεις, οι οποίες επανενεργοποιούνται στη μετέπειτα ζωή τους. Με την επαναβίωση έντονων ή δύσκολων συναισθηματικών καταστάσεων οι παχύσαρκοι καταφεύγουν στη λύση του φαγητού με την ποσότητα, τη συχνότητα, τη σύνθεση, τη γεύση και το κόστος της να συμβάλουν στην εμφάνιση και στο μέγεθος της παχυσαρκίας (Warwick, Hall, Pappas, 1993) Η θεωρία της κληρονομικότητας Η κληρονομικότητα ως αποκλειστική αιτία παχυσαρκίας είναι δύσκολο να ενοχοποιηθεί, λόγω της σημαντικής ποικιλίας κοινωνικοοικονομικών και δημογραφικών παραγόντων της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Παρά την ανακάλυψη του γονιδίου ob/ob των παχύσαρκων ποντικών, στον άνθρωπο δεν απομονώθηκε μέχρι σήμερα γονίδιο στο οποίο να αποδίδεται ευθέως η κληρονομικότητα της νόσου. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι το 48% των νοσηρά παχύσαρκων είχαν τουλάχιστον ένα παχύσαρκο γονέα, ενώ το 79% αυτών είχαν ένα στενό συγγενή παχύσαρκο με τα αντίστοιχα ποσοστά του γενικού πληθυσμού να είναι μόλις 6% και 16% αντίστοιχα (Hill & Peters, 1998). Σε άλλες μελέτες υψηλό ποσοστό παιδιών με παχύσαρκους γονείς είχαν 8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα από ότι ο γενικός πληθυσμός να γίνουν τα ίδια παχύσαρκα γεγονός που αποτελεί μια επιπλέον αναμφισβήτητη ένδειξη της επίδρασης της κληρονομικής προδιάθεσης της νόσου (Hill, Melanson, 1999; Schwartz, Woods, Porte, 2000). 49

69 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 2.6. Αιτιολογία της παχυσαρκίας Η παχυσαρκία είναι μία ανταπόκριση τόσο στις συνθήκες του περιβάλλοντος, όσο και στη γενετική προδιάθεση (κληρονομικότητα) και τις γενετικές ανωμαλίες, έχοντας ένα κοινό σύνολο ενδείξεων και συμπτωμάτων με σταθερές ανατομικές μεταβολές (Conway & Rene, 2004). Η παχυσαρκία του σήμερα είναι πολυαιτιακή με το συνδυασμό των γενετικών, μεταβολικών, διατροφικών, ενδοκρινολογικών και ψυχολογικών μηχανισμών να ευθύνονται για την έξαρσή της. Στο ανθρώπινο είδος επήλθε ένας εντυπωσιακός μετασχηματισμός του τρόπου ζωής κατά τη μετάβασή του από τις προϊστορικές μικρές κοινωνίες της στέρησης προς τις πολυάριθμες και σύνθετες κοινωνίες, που εμφανίστηκαν πριν από 5000 χρόνια περίπου. Ο άνθρωπος διακρίνεται για την ικανότητά του να αναπτύσσει βίο-πολιτισμικούς μηχανισμούς προσαρμογής σε ένα συγκεκριμένο οικολογικό σύστημα, που εξασφαλίζει την επιβίωση και αναπαραγωγή του. Η παχυσαρκία είναι μια νόσος που δεν αναπτύσσεται αμέσως αλλά η βαθμιαία αύξηση του λίπους άρα και της μάζας του σώματος γίνεται σε εύρος χρόνου. Γενετικές και επιδημιολογικές μελέτες σε μεγάλο αριθμό πληθυσμών επιβεβαιώνουν ότι η παχυσαρκία επηρεάζεται από τις αλληλεπιδράσεις πολλών γενετικών, μεταβολικών, βιολογικών, κοινωνικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Μελέτες σε μονοζυγοτικούς διδύμους τοποθετούν το γενετικό παράγοντα στο 50-70% (Aronne, 2002 a ; Comuzzie & Allison, 1998; Lyznicki, Young, Riggs, Davis, 2001; Seidell, 1998), ενώ οι μελέτες καταγραφής του οικογενειακού ιστορικού ορίζουν γενετική συμμετοχή στο 25-50% στην εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας (Hill & Peters, 1998, Hill & Melanson, 1999). Η εκτίμηση της σημασίας των γενετικών παραγόντων ως αιτιών εμφάνισης της παχυσαρκίας συμβάλλει στην αλλαγή της άποψης ότι η ιδιοπαθής παχυσαρκία αποτελεί επίκτητη περιβαλλοντική νόσο χωρίς βιολογική βάση και μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης στην προσπάθεια αναγνώρισης των εμπλεκόμενων κληρονομικών παραγόντων. Αυτό σημαίνει ότι η τάση για παχυσαρκία στον άνθρωπο καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες, ενώ το περιβάλλον καθορίζει τη φαινοτυπική τους έκφραση Γενετικοί παράγοντες Η έρευνα της γενετικής έχει παρουσιάσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια ως προς την κατανόηση και αντιμετώπιση των μηχανισμών που προκαλούν τις διαταραχές στη μάζα του ανθρώπινου σώματος. Η γενετική έχει αποδείξει ότι η παχυσαρκία είναι ένας εξαιρετικά σύνθετος φαινότυπος που αποτελεί αρχέτυπο "πολύπλοκων" φαινοτύπων. Οι περισσότερες 50

70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας από τις μεταλλάξεις γονιδίων τρωκτικών που σχετίζονται με την παχυσαρκία έχουν πια κλωνοποιηθεί και μερικές βρέθηκε ότι ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της παχυσαρκίας στους ανθρώπους. Φαινότυποι κοινοί στα ποντίκια και στον άνθρωπο, με ομόλογες μεταλλάξεις που αφορούν την παχυσαρκία έδειξαν ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στο βάθος των υποκείμενων βιοχημικών μονοπατιών. Για τη μελέτη της παχυσαρκίας έχουν επινοηθεί και εφαρμοστεί νέες γενετικές τεχνικές σε ανθρώπινους πληθυσμούς και σε φυλές ποντικών με διαφορές στη σωματική τους σύνθεση. Σήμερα τα περισσότερα από τα γονίδια που προκαλούν μονογονιδιακές μορφές παχυσαρκίας στα τρωκτικά έχουν ταυτοποιηθεί και οι μηχανισμοί ανάπτυξης αυτών των μορφών παχυσαρκίας έχουν εν μέρει διαλευκανθεί με κάποια από αυτά τα γονίδια να ενοχοποιούνται περισσότερο στην ανάπτυξή της. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί περισσότερα από 300 γονίδια και χρωμοσωμικές περιοχές που έχουν συσχετιστεί ή συνδεθεί με την παχυσαρκία στον άνθρωπο (Williams & Considine, 2001). Παρόλα αυτά η γενετική συμμετοχή στις συνήθεις μορφές ανθρώπινης παχυσαρκίας είναι ελάχιστα κατανοητή, αν και διάφορες μελέτες συνηγορούν ότι μείζονα γονίδια (major genes) για τον έλεγχο των αποθεμάτων λίπους βρίσκονται στα χρωμοσώματα και 20 (Barch, Farooqi, O Rahilly, 2000). Παράλληλα, έχουν βρεθεί ήσσονα γονίδια (minor genes) που οι πολυμορφισμοί τους σχετίζονται με την παχυσαρκία, τη λιπόλυση και τη θερμογένεση. Η γενετική ευαισθησία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολυγονιδιακή, με το κάθε γονίδιο πιθανώς να συνεισφέρει κατά ένα μικρό τμήμα, ενώ είναι σπάνια η περίπτωση της μονογονιδιακής παχυσαρκίας (Clement & Ferre, 2003). Σχετικές έρευνες βρήκαν ότι οι παράγοντες UCP (uncoupling protein), TNF-α, LPL και DRD2, συσχετίζονται ή συνδέονται με το σωματικό λίπος ή το ΔΜΣ (Bouchard et al., 1998), ενώ περίπου το 4% των περιπτώσεων σοβαρής παχυσαρκίας παρουσιάζει μία μετάλλαξη στο γονίδιο του υποδοχέα της μελακορτίνης-4 (MC4R) (Eckel, 2003). Ο ρόλος της γενετικής επιστήμης αρχικά διευκρινίστηκε από μελέτη διδύμων όπου μία ομάδα ομοζυγωτικών διδύμων νεαρής ηλικίας κατανάλωνε επιπλέον 1000kcal/d για μία περίοδο άνω των εκατό ημερών. Η αύξηση της σωματικής τους μάζας κυμάνθηκε από 4,3 ως 13,3kg, αλλά η διακύμανση ήταν σημαντικά μικρότερη μεταξύ των διδύμων του ίδιου ζεύγους συγκριτικά με τη διακύμανση μεταξύ των διδύμων άλλων ζευγαριών. Εκτός της σωματικής μάζας παρόμοιες μεταβολές παρατηρήθηκαν και στο ποσοστό λίπους, στη λιπώδη μάζα και στο εκτιμούμενο υποδόριο λίπος. Έτσι λοιπόν, με δεδομένη την ίδια επιπλέον ενεργειακή 51

71 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας κατανάλωση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κάποια ζεύγη διδύμων παρουσίασαν μεγαλύτερη αύξηση μάζας από κάποια άλλα, κάτι που αποδεικνύει τη γενετική επίδραση στην αύξηση του σωματικής μάζας (Bouchard et al., 1990). Σε άλλη πιο πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι η παχυσαρκία του ενός εκ των δυο γονέων συνεπάγεται αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών τους κατά 5 μονάδες πάνω από το ΔΜΣ των γονέων, ενώ όταν και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι η αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών είναι πάνω από 10 μονάδες μεγαλύτερος από το μέσο όρο του ΔΜΣ των γονέων (Bouchard et al., 2000). Οι διαπιστώσεις των παραπάνω μελετών δηλώνουν ότι ο ρόλος της γενετικής συμμετοχής είναι περισσότερο σημαντικός σε περιπτώσεις βαριάς παχυσαρκίας παρά σε περιπτώσεις μέτριας παχυσαρκίας ή σε υπέρβαρα άτομα και σχετίζεται άμεσα με ορμονικούς, ενζυματικούς και μεταβολικούς παράγοντες (Πίνακας 2.6). Επίσης, μελέτη με 540 ενήλικες που είχαν υιοθετηθεί στην παιδική τους ηλικία έδειξε ότι υπήρχε πολύ ισχυρή συσχέτιση της σωματικής ταξινόμησης των υιοθετημένων (λιπόσαρκος, κανονικής μάζας, υπέρβαρος, παχύσαρκος) με το ΔΜΣ των πραγματικών τους γονέων, κάτι που δεν παρατηρήθηκε με το ΔΜΣ των θετών τους γονέων (Stunkard, Sorensen, Hanis, 1996). Πίνακας 2.6. Μηχανισμοί γενετικής προδιάθεσης που συμμετέχουν στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Αρχικό από Henquin, Τροποποίηση από Παπαβραμίδη Σ, Σχετικοί με μακροθρεπτικά συστατικά Λιπόλυση του λιπώδους ιστού Δραστηριότητα λιποπρωτεινικής λιπάσης (LPL) λιπώδους και μυϊκού ιστού Μυϊκή σύσταση και οξειδωτικό δυναμικό Δραστηριότητα ελεύθερων λιπαρών οξέων και β-υποδοχέων στο λιπώδη ιστό Δυνατότητες οξείδωσης λιπών και υδατανθράκων (αναπνευστικό πηλίκο) Διατροφική προτίμηση σε λιπαρά Ρύθμιση κέντρου όρεξης Ενεργειακής κατανάλωσης Μεταβολικός ρυθμός Θερμογενετική αντίδραση στην τροφή Τρόποι χρησιμοποίησης ενέργειας (καταμερισμός θρεπτικών συστατικών) Τάση για αυτόματη σωματική άσκηση Ορμονικοί παράγοντες Ευαισθησία στην ινσουλίνη Λειτουργία άξονα αυξητικής ορμόνης Δράσεις λεπτίνης Αν και η σχετική συνεισφορά γενετικής και περιβάλλοντος ποικίλει μεταξύ των μελετών, ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι η κληρονομικότητα εξηγεί περίπου το 50-70% των 52

72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας μεταβολών της σωματικής μάζας (Bouchard et al., 1990; Stunkard, Harris, Pedersen, McClearn, 1990; Yanovski & Yanovski, 1999), ενώ κάποιοι άλλοι μειώνουν το ποσοστό αυτό μεταξύ 30-40% (Pi-Sunyer, 2002). Σημαντική ωστόσο παραμένει και η αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικής και περιβάλλοντος. Έτσι, σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, τα άτομα που προδιαθέτουν γενετικά την ανάπτυξη παχυσαρκίας, θα μπορέσουν να εκφράσουν αυτό το γονότυπό τους μόνο κάτω από συγκεκριμένες δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως δίαιτες υψηλής περιεκτικότητας σε λίπη και καθιστικό τρόπο ζωής (Barch, Farooqi, O Rahilly, 2000; Stunkard, 1988). Οι παραπάνω μελέτες οδήγησαν στη διαμόρφωση των πρώτων γενετικών χαρτών της παχυσαρκίας και επιβεβαίωσαν την άποψη ότι η παχυσαρκία ρυθμίζεται από γενετικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί που βρέθηκε ότι έχουν γενετική ή γονιδιακή συνεισφορά στην εμφάνιση της παχυσαρκίας είναι πιθανοί πολυμορφισμοί και/ή μεταλλάξεις σε κάθε ένα από τα ακόλουθα: λεπτίνη, παράγων νέκρωσης-α (TNF-α), προοπιομελανοκορτίνη (POMC), ορεξιογόνα πεπτίδια ορεξίνη Α και Β, νευροπεπτίδιο Υ (NPY), γαλανίνη, σεροτονίνη, μελανινο-συγκεντρώνουσα ορμόνη (MCH) και το ανορεξιογόνο πεπτίδιο ουροκορτίνη (Schwartz, Woods, Porte, 2000). Η λεπτίνη, προϊόν του γονιδίου ob, υπάρχει στο χρωμόσωμα 7q32.1 αποτελείται από 167 αμινοξέα και παράγεται αποκλειστικά από το λευκό λιπώδη ιστό του ανθρώπου. Η συγκέντρωσή της στο πλάσμα κανονικής μάζας ατόμων είναι 9.6ng.ml -1, ενώ στους παχύσαρκους βρίσκεται αυξημένη σε ποσοστό πάνω από 300%. Αντίθετα η συγκέντρωση της λεπτίνης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό των παχύσαρκων είναι μόνο κατά 30% υψηλότερη από ότι σε κανονικής μάζας άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι η ορμόνη εισέρχεται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό με τέτοιο τρόπο ώστε από κάποιο σημείο και πέρα αυτό να υφίσταται κορεσμό (Zhang et al., 1994). Η μειωμένη αυτή ικανότητα εισόδου της λεπτίνης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό αποτελεί το φαινόμενο της αντίστασης στη λεπτίνη που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί στην έρευνα της παθογένειας της παχυσαρκίας Περιβαλλοντικοί παράγοντες Η ανατομία και η φυσιολογία του ανθρώπου έχουν μείνει σχετικά αμετάβλητες τα τελευταία χρόνια αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος στο περιβάλλον που ζει σήμερα δαπανά 38% λιγότερη ενέργεια από σωματική δραστηριότητα από ότι ο άνθρωπος της Παλαιολιθικής εποχής (Gordain, Gotschall, Eaton, Eaton, 1998). Η μετάπτωση από την παραδοσιακή οικονομία στην οικονομία της αγοράς είχε ως αποτέλεσμα την υποκινητικότητα. Οι σύγχρονοι 53

73 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας άνθρωποι ζουν με τις μηχανές, εξαρτώνται άμεσα από αυτές, ενώ είναι πλέον βαρύτεροι, ψηλότεροι και με μειωμένη σωματική δραστηριότητα τόσο στους χώρους εργασίας όσο και κατά την καθημερινή τους ζωή. Ο άνθρωπος του σήμερα συγκαταλέγεται στα πλέον αδρανή και παχύσαρκα θηλαστικά του πλανήτη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η βιολογική αυτή κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου είναι φυσιολογική. Στη ζωή της άγριας φύσης η μάζα, η σύσταση του σώματος και γενικά οι διαστάσεις των θηλαστικών και των ζώων δεν αλλάζουν εύκολα. Δεν θα συναντήσει κανείς πιο παχύσαρκα λιοντάρια στην Ασία σε σχέση με τα λιοντάρια της Αφρικής. Η μόνη περίπτωση να δημιουργηθούν προϋποθέσεις παχυσαρκίας στα θηλαστικά ή στα άγρια ζώα είναι αυτά να βρεθούν σε συνθήκες εγκλωβισμού ή αιχμαλωσίας. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι τα αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας του ανθρώπινου είδους θα πρέπει να αναζητηθούν στο "κινητικά τοξικό περιβάλλον" που ζει και αναπνέει o σύγχρονος άνθρωπος. Σύμφωνα με τον Seidell, πρώην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Μελέτη της Παχυσαρκίας-European Association for the Study of Obesity (EASO) «η παχυσαρκία είναι η φυσιολογική αντίδραση στο αφύσικο περιβάλλον που ζούμε. Ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση τροφής και κινητική αιχμαλωσία». Ο αστικός ιστός της σύγχρονης κοινωνίας είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζει άμεσα ή έμμεσα την κινητική δραστηριότητα του ανθρώπου. Η ενεργειακή δαπάνη την οποία αποτελούν ο βασικός μεταβολικός ρυθμός (ΒΜΡ) και η δαπάνη της σωματικής δραστηριότητας (ΔΣΔ) παίζουν σημαντικό ρόλο στην περιβαλλοντική αιτιολογία εμφάνισης της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ για να δράσει προστατευτικά η σωματική δραστηριότητα θα πρέπει η ημερήσια ενεργειακή δαπάνη του ατόμου να είναι 1,75 φορές πάνω από το ΒΜΡ. Από τις μέχρι τώρα μελέτες που αξιολόγησαν τη σχέση του ΒΜΡ με την παχυσαρκία επιβεβαιώνεται ότι τα άτομα που βρίσκονται στη "δυναμική" φάση της παχυσαρκίας χαρακτηρίζονται από χαμηλό ΒΜΡ και μειωμένη σωματική δραστηριότητα (Sallis, Bauman, Pratt, 1998; Hill, Wyatt, Reed, Peters, 2003). Μια κοινωνιοεθνολογική προσέγγιση στην προσπάθεια ερμηνείας των περιβαλλοντικών παραγόντων εμφάνισης της παχυσαρκίας αναφέρεται κυρίως σε φυλετικές διαφοροποιήσεις. Η επίδραση του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη της νόσου εξηγήθηκε από μελέτη των Ινδιάνων Pima (Tataranni, 2001; Ravussin, Valencia, Esparza, Benett, Schultz, 1994). Οι αυτόχθονες Ινδιάνοι Pima που ζούσαν στο Μεξικό, παρά την παρόμοια γενετική προδιάθεση, παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερο ΔΜΣ (24,9 έναντι 33,4kg.m -2 ), συγκριτικά με εκείνους 54

74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας που ζούσαν στην Αριζόνα των ΗΠΑ και οι οποίοι μετανάστευσαν εκεί πριν από χρόνια. Το διαιτολόγιο των Ινδιάνων Pima του Μεξικού περιελάμβανε λιγότερα ζωικά λίπη, τροφές με χαμηλή θερμιδική πυκνότητα και περισσότερους σύνθετους υδατάνθρακες από τους αντίστοιχους Ινδιάνους Pima της Αριζόνας, ενώ παρουσίασαν μεγαλύτερη ενεργειακή δαπάνη μέσα από τις φυσικές τους δραστηριότητες. Επίσης, από τα μέσα του 20 ου αιώνα και μετά οι εθνικές μειονότητες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική μετανάστευση σε πολλές βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του κόσμου εμφάνισαν αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας, με τη μαύρη φυλή να εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας από ότι η λευκή, (Saxena, Ambler, Cole, Majeed 2004; Taylor et al., 2005). Η εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι ότι, τόσο οι μαύροι στις χώρες της Βόρειας Αμερικής όσο και γενικότερα οι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στις χώρες της Δύσης αφομοιώθηκαν από την κοινωνικόοικονομική κουλτούρα της νέας τους πατρίδας διαφοροποιώντας παράλληλα τον τρόπο ζωής και τις διαιτητικές τους συμπεριφορές. Οι πληθυσμιακές αυτές ομάδες υιοθετώντας νέες διατροφικές συνήθειες ανέπτυξαν ταχύτερα τους περιβαλλοντικούς μηχανισμούς εμφάνισης της παχυσαρκίας. Μελέτη στην Ολλανδία με Τούρκους και Μαροκινούς οικονομικούς μετανάστες έδειξε ότι, τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους βρίσκονταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας (Brussaard, van Erp-Baart, Brants, Hulshof, Lowik, 2001). Παράλληλα, άτομα χαμηλών εισοδημάτων, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και χαμηλής κοινωνικής τάξης είναι πιο επιρρεπή στην πολυφαγία και την υποκινητικότητα και έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα σε σύγκριση με εκείνα υψηλών εισοδημάτων και κοινωνικής τάξης άτομα (Crooks, 1999). Σήμερα πολεοδόμοι, εργονόμοι, κοινωνιολόγοι, αρχιτέκτονες, εργοφυσιολόγοι, ιατροί, αθλητικοί επιστήμονες και διαιτολόγοι επανασχεδιάζουν τις πόλεις του μέλλοντος. Άμεση προτεραιότητά τους είναι ο πολεοδομικός σχεδιασμός πόλεων-γυμναστηρίων καθώς και ο σχεδιασμός ικανοποιητικού μεγέθους και αριθμού πεζοδρομίων, πάρκων και ποδηλατοδρόμων. Οι προτάσεις για τις πόλεις του μέλλοντος είναι να σχεδιαστούν γειτονιέςσυνοικίες που οι χώροι εργασίας, τα σχολεία και τα καταστήματα να βρίσκονται σε απόσταση τέτοια που οι κάτοικοι τους να μπορούν να μετακινηθούν με τα πόδια. Παράλληλα, η μείωση ή εξαφάνιση της εγκληματικότητας, είναι στόχος πρώτης προτεραιότητας έτσι ώστε τα άτομα κάθε ηλικίας και φύλου να μπορούν να περνάνε περισσότερες ώρες της ημέρας μακριά από το χώρο του σπιτιού. 55

75 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Όμοια με τους ενήλικες το περιβάλλον που ζουν και αναπτύσσονται τα παιδιά και οι έφηβοι χαρακτηρίζεται από κινητική αιχμαλωσία, πιθανότατα μεγαλύτερη από αυτή των ενηλίκων. Το πολυπαραγοντικό περιβαλλοντικό μοντέλο που ευθύνεται για την "κινητική αιχμαλωσία" και τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία σχετίζεται τόσο με το περιβάλλον-κύτταρο του παιδιού, την οικογένεια, όσο και με το περιβάλλον-δορυφόρο, την γειτονιά του. Τόσο το περιβάλλον της γειτονιάς με τις δυνατότητες πρόσβασης και τις διαθέσιμες εγκαταστάσεις όσο και ο ρόλος της οικογένειας επιδρούν στο παιδί ενισχύοντας ή εμποδίζοντας τη φυσική δραστηριότητα (Σχήμα 2.4). Παράλληλα, ο ρόλος της σύγχρονης οικογένειας στο αστικό περιβάλλον έχει αλλάξει με τη συμμετοχή της μητέρας στο οικογενειακό εισόδημα να οδηγεί στην απομάκρυνσή της από αυτήν. Η χαλάρωση του ιστού της οικογένειας με την αλλοίωση του παραδοσιακού ρόλου της μητέρας έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση της ποιότητας και αύξηση της ποσότητας της τροφής για τα μέλη της οικογένειας. Παράλληλα, οι πολλές μονογονικές οικογένειες με χαλαρές ή καθόλου σχέσεις μεταξύ παιδιών και γονέων αποτελούν έναν ισχυρό προδιαθεσικό παράγοντα για διαιτητικές ή συμπεριφοριστικές ακρότητες από πλευράς παιδιών ως αποτέλεσμα ανασφάλειας και αντίδρασης στο αστικοποιημένο περιβάλλον που ζουν (Rastam & Gillberg, 1991). Δυνατότητες γειτονιάς Εγκαταστάσεις γειτονιάς Φυσική δραστηριότητα παιδιού στη γειτονιά Επίπεδο γειτονιάς Στήριξη οικογένειας Στάση οικογένειας Φυσική δραστηριότητα μελών οικογένειας Επίπεδο οικογένειας Εσωτερική παρακίνηση Εξωγενείς παράγοντες Φυσική δραστηριότητα παιδιού Ατομικό επίπεδο Σχήμα 2.4. Πολυπαραγοντικό κοινωνικό-περιβαλλοντικό μοντέλο αξιολόγησης των παραγόντων που σχετίζονται με τη σωματική δραστηριότητα παιδιών και εφήβων. Αρχικό από Duncan, Duncan, Strycker, Chaumeton. Exerc Sport Sciences Reviews, 2004.Τροποποίηση από Μαντζουράνη,

76 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Τέλος, η χαλάρωση του ιστού της σύγχρονης οικογένειας που προέρχεται από την πολύωρη και διαρκή απομάκρυνση των μελών της κατά τη διάρκεια της ημέρας, εμποδίζει τα μέλη να αφιερώσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε δομημένη ή μη σωματική δραστηριότητα. Η στέρηση της διαπροσωπικής επαφής και επικοινωνίας των μελών της οικογένειας οδηγεί στην αντικατάσταση της σωματικής δραστηριότητας με καθιστική δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου, που σκοπό έχει την αναπλήρωση της ελλιπούς επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας (Giles-Corti & Donovan, 2002) Η σωματική δραστηριότητα και ο ρόλος της στην προάσπιση της υγείας Ο προϊστορικός άνθρωπος ήταν αναγκασμένος για να εξασφαλίσει την τροφή του να έχει άριστη φυσική κατάσταση και (υπέρ)φυσικές δυνάμεις. Αργότερα, με την απόκτηση μόνιμης κατοικίας, με τη συστηματική καλλιέργεια της γης και τη μαζικοποίηση της παραγωγής η ζωή των ανθρώπων χαρακτηρίστηκε από μια προοδευτική αύξηση της υποκινητικότητας. Σωματική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται η κάθε κίνηση που πραγματοποιείται με τη σύσπαση των σκελετικών μυών με σκοπό την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας πάνω από τα επίπεδα ηρεμίας και χαρακτηρίζεται ως συμπεριφορά ταυτόσημη με τη ζωή, αποτελεί βασική ιδιότητα και ανάγκη κάθε ζωντανού οργανισμού απαραίτητη για την προσαρμογή του στο περιβάλλον και την κάλυψη των βιολογικών του αναγκών. Όπως ήδη έχει αναφερθεί η σχέση της σωματικής δραστηριότητας με την υγεία του ατόμου είναι από αιώνες τεκμηριωμένη αλλά μέχρι σήμερα κανένας Διεθνής φορέας ή οργανισμός δεν έχει αναγνωρίσει την έλλειψή της ως νόσο ή πάθηση παρόλο που η ύπαρξή της στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου αποτελεί απειλή για την ποιότητα ζωής και παράγοντα κινδύνου για αυξημένη νοσηρότητα. Η κατάταξή της ανάλογα με τα επίπεδα του Physical Activity Level- PAL εκφράζει την ενεργειακή δαπάνη κατατάσσοντας τα άτομα χωρίς καμία σωματική δραστηριότητα όταν ο PAL είναι 1,40, τα άτομα με μικρή σωματική δραστηριότητα όταν ο PAL είναι από 1,55-1,60 και για άτομα με συνήθη σωματική δραστηριότητα όταν ο PAL είναι 1,75. Ένα υποσύνολο της σωματικής δραστηριότητας που είναι προγραμματισμένο, δομημένο, επαναλαμβανόμενο και εφαρμόζεται με σκοπό τη διατήρηση ή και βελτίωση της φυσικής ικανότητας ή υγείας είναι η άσκηση. Η φυσική αυτή ικανότητα χαρακτηρίζει το σύνολο της ανθρώπινης απόδοσης που σκοπό έχει να βελτιώσει την ικανότητα κινητικής μάθησης και υγείας, ενώ η φυσική υγεία περιλαμβάνει την καρδιοαναπνευστική αντοχή, τη μυϊκή δύναμη 57

77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας και αντοχή, την ευκαμψία, και τη σωματική σύσταση (AAHPERD, 1984). Η άσκηση αποτελεί μηχανισμό προστασίας της υγείας του ατόμου επιδρώντας ευεργετικά σε όλα τα συστήματα και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού ενώ χρησιμεύει και ως προστατευτικός παράγοντας για την εμφάνιση της παχυσαρκίας για τις καρδιαγγειακές παθήσεις (Twisk, Kemper, van Mechelen, 2002a), την υπέρταση (Williams et al., 2002), το σακχαρώδη διαβήτη (Telama & Yang, 2000), ενώ σημαντικά συμβάλλει και στη διασφάλιση της ψυχικής υγείας του ατόμου (Berger, 1996). Η ενεργειακή δαπάνη της άσκησης εκφράζεται σε θερμίδες ανά μάζα σώματος και ανά χρόνο ή απόσταση που διανύεται, με μονάδα μέτρησης το μεταβολικό ισοδύναμο ηρεμίας ή ΜΕΤ που αντιστοιχεί σε 1Kcal.kg.h -1. Η μέτριας έντασης και μεγάλης διάρκειας αερόβια άσκηση αυξάνει το βασικό μεταβολισμό κατά 5-8 φορές προκαλώντας οξείδωση σε μεγάλη αναλογία ελεύθερων λιπαρών οξέων από τις μυϊκές ίνες βραδείας συστολής (Costill et al., 1977). Όμοια η υψηλής έντασης άσκηση έχει ως αποτέλεσμα την περίσσεια κατανάλωσης οξυγόνου πάνω από την ενεργειακή δαπάνη ηρεμίας για αρκετή ώρα μετά την ολοκλήρωση της και ονομάζεται Excess Post Oxygen Consumption (EPOC). Η μεταβολική αυτή απάντηση του οργανισμού στην αερόβια άσκηση οφείλεται στην ανάγκη κατανάλωσης αποθηκευμένης ενέργειας, ειδικότερα ηπατικού και μυϊκού γλυκογόνου και έχει μεγάλη συνεισφορά στην ενεργειακή δαπάνη (Bahr, 1992). Τέλος, η άσκηση αυξάνει το μέγεθος των μιτοχονδρίων και τα αποθέματα των λιπιδίων στους σκελετικούς μύες, ενώ μειώνει τις τιμές της κυτοκίνης TNF-a (Jovinge, Hamsten, Tomvall, 1998) Ο επιπολασμός της υποκινητικότητας των ενηλίκων Η ανεπαρκής σωματική δραστηριότητα συνιστά παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση διαφόρων νοσημάτων και την πρόωρη θνησιμότητα, με συνεπακόλουθες κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις (Macera & Pratt, 2000; Lee & Paffenbarger, 2000), ενώ η διακοπή ή μείωση της σωματικής δραστηριότητας εν μέρει οδηγεί στην εμφάνιση της παχυσαρκίας (Bouchard, Shephard, Stephens, 1994). Είναι πραγματικά περίεργο το ότι, ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων γνωρίζουν την ευεργετική δράση της σωματικής δραστηριότητας για τη βιολογική και ψυχική υγεία τους, εντούτοις είναι λίγοι αυτοί που έχουν σωματική δραστηριότητα. Στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες η υποκινητικότητα αποτελεί τον δεύτερο πιο επιβαρυντικό παράγοντα νοσηρότητας μετά το κάπνισμα (WHO, 2002b). Ετησίως ως άνθρωποι πεθαίνουν στις ΗΠΑ εξαιτίας της υποκινητικότητας (McGinnis & Foege, 1993), ενώ το 31% των ενηλίκων στις ΗΠΑ έχει καθιστικές 58

78 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου και μόλις το 9,1% από αυτούς ασκείται με σκοπό την προάσπιση της υγείας του (Caspersen, Merritt, Stephens, 1995). Αναφερόμενοι στην παχυσαρκία περισσότεροι από το ένα τρίτο των υπέρβαρων ανδρών και γυναικών στις ΗΠΑ απέχουν από κάθε είδους σωματική δραστηριότητα στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους (CDCP, 1996; Kuczmarski, Flegal, Campbell, 1994) ενώ η αναλογία των υπέρβαρων ατόμων που απέχουν από σωματικές δραστηριότητες, αυξάνει με την ηλικία (Yusuf et al., 1996) και με το βαθμό παχυσαρκίας (Kraemer et al., 1997). Παρόμοια στοιχεία για μειωμένη σωματική δραστηριότητα σε επίπεδο πληθυσμού αναφέρονται και σε άλλες μελέτες επιβεβαιώνοντας ότι η κινητική δραστηριότητα δεν είναι μέρος της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν γίνει μελέτες καταγραφής του φαινομένου της υποκινητικότητας σε πληθυσμούς ενηλίκων. Στην αντιπροσωπευτικότερη όλων η μελέτη SENECA βρήκε ότι η ομάδα που είχε σωματική δραστηριότητα είχε μικρότερη πιθανότητα θνησιμότητας (relative risk) έναντι της ομάδας που δεν είχε καμία σωματική δραστηριότητα (Haveman-Nies et al., 2002). Στο Ηνωμένο Βασίλειο η επικράτηση της παχυσαρκίας αυξήθηκε πάνω από 150% μεταξύ 1980 και 1997, ενώ η κατανάλωση τροφών ανά νοικοκυριό μειώθηκε έως και 20% την ίδια χρονική περίοδο (Prentice & Jebb, 1995). Τα παραπάνω ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξάπλωση της παχυσαρκίας ανά τον κόσμο οφείλεται περισσότερο στην υποκινητικότητα παρά στις αυξήσεις της ενεργειακής πρόσληψης μέσω της κατανάλωσης των τροφών (Pescatello & VanHeest, 2000; Saris et al., 2003). Χωρίς να έχει γίνει μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη επιπολασμού της υποκινητικότητας στην Ελλάδα τα στοιχεία που υπάρχουν από μελέτη υγείας, που έμμεσα κατέγραψε και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας των ενηλίκων, έδειξε ότι οι Έλληνες τις τελευταίες τρείς δεκαετίες μείωσαν τη σωματική τους δραστηριότητα κατά 80%. Τα ποσοστά των ενηλίκων και των δυο φύλων που ασκούνταν τον ελεύθερο χρόνο τους ήταν μόλις 3,9% με το 67% αυτών να γυμνάζονται περιστασιακά και όχι συστηματικά (Αθυρός και συν., 2005). Τα ποσοστά αυτά της σωματικής δραστηριότητας του ενήλικου πληθυσμού είναι από τα χαμηλότερα συγκριτικά με τα ποσοστά συμμετοχής σε δομημένες ή κινητικές δραστηριότητες αναψυχής άλλων αναπτυγμένων χωρών (MONICA, 2003) επιβεβαιώνοντας ότι η επιδημία της υποκινητικότητας είναι πλέον παρούσα στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, η πρόσφατη πολυκεντρική μελέτη EPIC που έγινε στην Ελλάδα αξιολογώντας τη σωματική 59

79 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας δραστηριότητα ενηλίκων έδειξε ότι το 25% του δείγματος δεν έκανε καμία προσπάθεια σωματικής άσκησης πέρα από την αναγκαία καθημερινή δραστηριότητα. Επιπλέον, το ποσοστό αυτό αυξάνεται με την ηλικία, καθώς τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας τείνουν να περιορίζονται μόνο σε σωματικές δραστηριότητες απαραίτητες για την καθημερινή τους διαβίωση (Βαλάνου, Μπάμια, Χλόπτσιος, Κολυβά, Τριχοπούλου, 2006). Τα παραπάνω ανησυχητικά χαμηλά ποσοστά σωματικής δραστηριότητας ερμηνεύουν την έξαρση της παχυσαρκίας των ενηλίκων στην Ελλάδα, συνδέοντας την επιδημία της υποκινητικότητας με αυτή της παχυσαρκίας με απρόβλεπτες συνέπειες για την υγεία του σύγχρονου Έλληνα Ο επιπολασμός της υποκινητικότητας στην παιδική και εφηβική ηλικία Τα παιδιά και οι έφηβοι σήμερα συμμετέχουν όλο και λιγότερο σε δραστηριότητες αναψυχής και αγωνιστικό αθλητισμό. Παράλληλα, οι ενήλικες μεταφέρουν τις δικές τους στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς στα παιδιά τους, ενώ ο ρόλος τους στην εμφάνιση της υποκινητικότητας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι πολύ σημαντικός. Μελέτη σε παιδιά κινητικά δραστήριων μητέρων έδειξε ότι αυτά είναι δυο φορές πιο δραστήρια από ότι τα παιδιά με αδρανείς μητέρες, τρείς φορές πιο δραστήρια όταν ο πατέρας είναι κινητικά δραστήριος και έξι φορές πιο δραστήρια αν και οι δυο γονείς τους είναι κινητικά δραστήριοι (Aarnio, Winter, Kuala, Kaprio, 1997). Το κοινωνικό και οικονομικό προφίλ της οικογένειας, η πίεση των γονιών στο παιδί για αύξηση της σωματικής δραστηριότητάς του καθώς και το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας των ίδιων των γονιών συσχετίζονται άμεσα με την εμφάνιση της παχυσαρκίας και με τους παράγοντες κινδύνου που τη συνοδεύουν τόσο στην προεφηβική όσο και στην εφηβική και ενήλικη ζωή του ανθρώπου (Harsa,1995; Moore, Nguyen, Rothman, 1995). Παράλληλα, έχει πλέον τεκμηριωθεί ότι η σωματική δραστηριότητα, τόσο με τη μορφή άσκησης αναψυχής όσο και με τη μορφή αγωνιστικού αθλητισμού βελτιώνει τη βιολογική και ψυχολογική εικόνα του παιδιού δημιουργώντας μια σημαντική επένδυση για την υπόλοιπη ζωή του (Ekblom & Astrand, 2000; Landry, 2000). Βλέποντας στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου την υποκινητικότητα των ανηλίκων την τελευταία δεκαπενταετία να ακολουθεί την ίδια κατακόρυφη αύξηση που εμφανίζει και η υποκινητικότητα των ενηλίκων, οι οδηγίες πολλών Διεθνών αλλά και Εθνικών επιτροπών και φορέων που ασχολούνται με τη φυσική δραστηριότητα και την άσκηση στην παιδική και εφηβική ηλικία έχουν τροποποιηθεί. Οι περισσότεροι οργανισμοί για την αντιμετώπιση της υποκινητικότητας και παχυσαρκίας 60

80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας προτείνουν αύξηση της συχνότητας και της διάρκειας της άσκησης. Απώτερός τους σκοπός είναι κυρίως η υποστροφή της παιδικής παχυσαρκίας που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην έλλειψη ή μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Οι οδηγίες που ομόφωνα εγκρίθηκαν κατά τη συνάντηση επιστημόνων της Διεθνούς Ένωσης για τη Φυσική Αγωγή-International Consensus Conference on Physical Activity Guidelines for Adolescents το 1999 ήταν ότι «όλοι οι έφηβοι πρέπει να είναι κινητικά δραστήριοι κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα συμμετέχοντας σε παιχνίδια, αθλήματα, δουλειές, μετακινήσεις-κίνηση με τα πόδια, κινητική αναψυχή, Φυσική Αγωγή, ή οργανωμένη άσκηση στο περιβάλλον του σπιτιού, του σχολείου ή από άλλους φορείς» (ICCPAGA, 1999). Παράλληλα, πρόσφατες οδηγίες του American College of Sports Medicine για την παιδική και εφηβική ηλικία προτείνουν «άσκηση διάρκειας μεγαλύτερης των 30min την ημέρα, κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα» (ACSM, 2002). Μετά την Canada Fitness Survey η οδηγία για άσκηση ήταν «3 ώρες μέσης έντασης φυσική δραστηριότητα την εβδομάδα για τα παιδιά και καθημερινή άσκηση διάρκειας 90min για τους έφηβους» (Health Canada, 2002). Στο Ηνωμένο Βασίλειο η οδηγία του British Heart Foundation ήταν ότι τα παιδιά και οι έφηβοι ηλικίας 5-18 ετών «θα πρέπει να συμμετέχουν καθημερινά τουλάχιστον σε μέσης έντασης άσκηση διάρκειας 60min, ή όταν αυτό δεν είναι εφικτό η φυσική δραστηριότητα ας γίνεται με μέση ένταση για 30min και οι παραπάνω δραστηριότητες δυο φορές την εβδομάδα θα πρέπει να περιλαμβάνουν ασκήσεις που βελτιώνουν την υγεία των οστών, τη μυϊκή δύναμη και την ευλυγισία» (BHF, 2002), ενώ λίγο παλιότερα το Υπουργείο Υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο σε εισήγηση του πρότεινε για τους εφήβους «άσκηση τουλάχιστον 60min το λιγότερο 5 ημέρες την εβδομάδα» (Health Education Authority, 1998). Ενώ δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές διαφορές στη σωματική δραστηριότητα μεταξύ των ανηλίκων που κατοικούν στη Βόρεια Αμερική με αυτούς στην Ευρώπη, σύμφωνα με τις Διεθνείς ή Εθνικές οδηγίες έχει αποδειχθεί ότι στο σύνολο του πληθυσμού ανηλίκων του πλανήτη η υποκινητικότητα αυξάνεται προοδευτικά από την ηλικία των 12 στα 18 έτη για τα αγόρια και από τα 12 στα 15 έτη για τα κορίτσια (Telama & Yang, 2000). Μια από τις σημαντικότερες μελέτες συσχέτισης της παχυσαρκίας με την υποκινητικότητα παρατήρησε ότι τα κανονικής μάζας κατατάσσονταν σαν πιο κινητικά δραστήρια από τα υπέρβαρα παιδιά (Ross & Pate, 1987). Παράλληλα, άλλες μελέτες επιβεβαίωσαν την αρνητική συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης της παιδικής παχυσαρκίας με το επίπεδο της σωματικής 61

81 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας δραστηριότητας (Goran et al., 1998; Davies, Gregory, White, 1995), ενώ τα αποτελέσματα της Framingham Children Study έδειξαν ότι η σωματική δραστηριότητα εμποδίζει την εμφάνιση της παιδικής παχυσαρκίας (Moore et al., 2003). Παράλληλα, άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στον Καναδά επιβεβαίωσε την αρνητική σχέση μεταξύ της σωματικής δραστηριότητας και του ΔΜΣ, ενώ ποσοστό μικρότερο του 20% του πληθυσμού αυτής της μελέτης βρέθηκε να έχει κινητική δραστηριότητα μεγαλύτερη των 60min 6-7 ημέρες την εβδομάδα (Janssen et al., 2005). Σε συγκριτική μελέτη αξιολόγησης της σωματικής δραστηριότητας σε σχέση με το φύλο, τα αγόρια εφηβικής ηλικίας είχαν 5% περίπου υψηλότερη δραστηριότητα σε μέτρια ή έντονη άσκηση και με ασκήσεις αντιστάσεων, ενώ σε μικρότερο βαθμό προτιμούσαν την τακτική μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα, όπως είναι η ΦΑ, από ότι τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας με τις σημαντικότερες διαφορές να εμφανίζονται στις ηλικίες των 12 ως 16 ετών (Caspersen, Pereira, Curran, 2000). Επίσης, σε άλλη όμοιου σχεδιασμού μελέτη βρέθηκε ότι τα αγόρια ήταν περισσότερο δραστήρια από τα κορίτσια ενώ επιβεβαιώθηκε ότι η σωματική δραστηριότητα μειώνεται, ειδικά στα κορίτσια, με την αύξηση της ηλικίας, ενώ καταγράφηκε ότι τα παιδιά συνηθίζουν να συμμετέχουν λιγότερο σε μικρής διάρκειας έντονες δραστηριότητες και περισσότερο σε χαμηλής με μέσης έντασης σωματικές δραστηριότητες (Molnar & Livingstone, 2000). Σε αντίθεση με τις παραπάνω από την Amsterdam Growth and Health Study φάνηκε ότι μόνο στα αγόρια υπάρχει σημαντική πτώση στη σωματική δραστηριότητα της εβδομάδας από τα 13 στα 27 έτη, ενώ υπήρχε σημαντική μείωση στην υψηλής έντασης δραστηριότητα της εβδομάδας από τα 13 στα 27 έτη και στα δυο φύλα (van Mechelen, Twisk, Post, Snel, Kemper, 2000). Σε συγκριτική μελέτη καταγραφής του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας εφήβων από 34 χώρες του κόσμου βρέθηκε ότι το 35,5% των εφήβων στην Ελλάδα είχε σωματική δραστηριότητα τουλάχιστον 60min την ημέρα πέντε ή περισσότερες ημέρες την εβδομάδα. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται περίπου στη μέση όσον αφορά στην σωματική δραστηριότητα μεταξύ των εφήβων των 34 χωρών που συμμετείχαν στη μελέτη, με υψηλότερο ποσοστό υποκινητικότητας να εμφανίζεται στον εφηβικό πληθυσμού της Γαλλίας, ενώ τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες είχαν οι έφηβοι που κατοικούσαν στις ΗΠΑ, στη χώρα με τον υψηλότερο επιπολασμό παχυσαρκίας στον κόσμο (WHO, 2004). Στην Ελλάδα σε άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2000 φάνηκε ότι στην ηλικία των 12 ετών 62

82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας το 98% των αγοριών και το 95% των κοριτσιών είχε σωματική δραστηριότητα 60min την ημέρα μεταβολικού κόστους 3-6ΜΕΤs, ενώ το 46% των αγοριών και το 24% των κοριτσιών είχε σωματική δραστηριότητα 30min μεταβολικού κόστους >6ΜΕΤs (Bouziotas et al., 2001). Σε πιο πρόσφατη μελέτη επιπολασμού της υποκινητικότητας στην εφηβική ηλικία, βρέθηκε ότι το 39,6% των κοριτσιών και το 22% των αγοριών δεν είχαν καθόλου σωματική δραστηριότητα (Papadopoulou et al., 2004), ενώ σε μελέτη επιπολασμού της παχυσαρκίας σε παιδιά ηλικίας 6-13 ετών που κατοικούσαν στη περιοχή των Αθηνών φάνηκε ότι οι ανθρωπομετρικοί δείκτες των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών με υψηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα ήταν μικρότεροι από ότι των υπέρβαρων και παχύσαρκων με χαμηλότερες τιμές καρδιοαναπνευστικής αντοχής (Nassis, Psara, Sidossis, 2005). Επίσης, επιβεβαιώθηκε η αρνητική συσχέτιση της οργανωμένης σωματικής δραστηριότητας με το δείκτη της περιμέτρου κοιλιάς, υποθέτοντας ότι μια πιο εξειδικευμένη δράση της σωματικής δραστηριότητας θα λειτουργούσε θετικά στη συσσώρευση λίπους της κοιλιακής χώρας (Klein-Platat et al., 2005). Λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του σχολείου στην αντιμετώπιση της υποκινητικότητας ο κύριος στόχος των αναλυτικών προγραμμάτων Φυσικής Αγωγής (ΦΑ) διεθνώς είναι να δώσει τα κίνητρα στους μαθητές/τριες να υιοθετήσουν μια στάση ζωής θετική στη σωματική δραστηριότητα. Με λιγότερες ή περισσότερες ώρες ΦΑ στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας, με αθλητικό ή παιδαγωγικό προσανατολισμό και με εφαρμογή του από επιστήμονες Φυσικής Αγωγής, το μάθημα της ΦΑ έχει σκοπό να καλλιεργήσει τη σωματική δραστηριότητα ως συμπεριφορά σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη. Σήμερα το αναλυτικό πρόγραμμα ΦΑ στα σχολεία και των δυο βαθμίδων εκπαίδευσης της Ελλάδας δείχνει αδύναμο να προλάβει ή να αντιμετωπίσει την επιδημία της υποκινητικότητας, ενώ δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα στη βελτίωση του προφίλ της φυσικής κατάστασης των παιδιών και εφήβων σχολικής ηλικίας (Koutedakis, 2003). Από την πλευρά της εφαρμογής του μαθήματος στα σχολεία η μείωση των ωρών ΦΑ στο σχολικό πρόγραμμα μαθημάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου, από 200min.. wk -1 (40min x 5d/wk) σε 60min.. wk -1 (30min x 2d/wk) μειώνει την ενεργειακή κατανάλωση στα παιδιά σχολικής ηλικίας περίπου 100kcal.d -1. Με τη δυναμική που έχει το μάθημα της ΦΑ στη σχολική πραγματικότητα θα μπορούσε να βοηθήσει στην υποστροφή τόσο της υποκινητικότητας όσο και της παχυσαρκίας. Παράλληλα, στην Ελλάδα παρατηρείται μια μεγάλη μείωση στη 63

83 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας διάθεση και στο ενδιαφέρον για συμμετοχή στο μάθημα της ΦΑ από την ΣΤ Δημοτικού ως την Γ Λυκείου (από 85% σε 38%) ενώ τα κορίτσια αποφεύγουν τη συμμετοχή τους στο μάθημα της ΦΑ, ειδικά στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, γιατί αυξάνονται οι φόβοι τους για πιθανά λάθη ή αποτυχίες στο προσανατολισμένο στην κινητική μάθηση μάθημα της ΦΑ (Παπαϊωάννου, 2000). Οι παραπάνω αρνητικές στάσεις των μαθητών/τριων απέναντι στη ΦΑ ενισχύουν την εντύπωση ότι το μάθημα γίνεται για τους χαρισματικούς μαθητές/τριες μειώνοντας τις ελπίδες για αύξηση της ούτως η άλλως μειωμένης σωματικής δραστηριότητας των μαθητών/τριων στο σχολικό περιβάλλον στο βιολογικά κρίσιμο δεύτερο στάδιο της εφηβείας Η σύγχρονη διατροφή και η επιδημία της παχυσαρκίας Στα θηλαστικά ο μηχανισμός της όρεξης αποτελεί μια αυστηρά ρυθμιζόμενη λειτουργία που σκοπό έχει να διατηρήσει την ενεργειακή ομοιοστασία του οργανισμού. H επικρατούσα εξήγηση για την επιδημία της παχυσαρκίας είναι ότι, οι κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουν οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένη και συνεχή διάθεση του ανθρώπου για φαγητό και εξ αιτίας αυτής, σε αυξημένη κατανάλωση τροφίμων μεγάλης ενεργειακής πυκνότητας. Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι οι ατομικές διαφορές στις διαιτητικές συνήθειες μιας κοινωνίας επηρεάζουν την εμφάνισή της. H κύρια αιτία για αυτήν τη δυσκολία στην ερμηνεία του φαινομένου προέρχεται από το γεγονός ότι λίγες χώρες στον κόσμο (ΗΠΑ, Σκανδιναβικές χώρες, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) έχουν «διατροφική πολιτική» και έτσι είναι σχεδόν αδύνατον να έχουμε συγκριτικά διατροφικά δεδομένα σε ομάδες πληθυσμών για μεγάλες χρονικές περιόδους, τόσο σε ατομικό αλλά πολύ περισσότερο σε επιδημιολογικό επίπεδο (Ζηλίδης, 1995). Επιπρόσθετα, με τα μεθοδολογικά προβλήματα προσδιορισμού των διαιτητικών συνηθειών των ανθρώπων υπάρχει η εντύπωση ότι παράγοντες, όπως η αυξημένη ενεργειακή πρόσληψη και η αυξημένη κατανάλωση τροφίμων μεγάλης ενεργειακής πυκνότητας έχουν αυξομειούμενη επίδραση στην εμφάνιση της παχυσαρκίας λόγω της διαφορετικής, ατομικής και γενετικής τους προδιάθεσης με την εμφάνισή της να εξαρτάται από τη συνδυασμένη δράση της αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης ή «υπερφαγίας» και/ή της αυξημένης πρόσληψης διατροφικού λίπους ή «κακοφαγίας». Οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες επιδρώντας σε ένα γενετικά προδιατεθειμένο άτομο προκαλεί την εμφάνιση της παχυσαρκίας με μορφή επιδημίας στις Δυτικού τύπου σύγχρονες κοινωνίες. 64

84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Η διατροφή του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο Η διατροφή, όπως και πολλές άλλες στάσεις και συμπεριφορές του σύγχρονου ανθρώπου, ακολουθούν το ρυθμό της παγκοσμιοποίησης και σιγά-σιγά εξομοιώνονται παρακάμπτοντας σύνορα και κουλτούρες. Στις ΗΠΑ μεταξύ 1970 και 1998 η συνολική μέση κατανάλωση θερμίδων του πληθυσμού αυξήθηκε από 3250 σε 3800kcal.d -1 χωρίς ταυτόχρονη αύξηση της ενεργειακής δαπάνης. Στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι μεταξύ 1972 και 1997, στην περίοδο της μεγάλης έξαρσης του φαινομένου της παχυσαρκίας στις ΗΠΑ διπλασιάστηκε ο αριθμός των καταστημάτων γρήγορου φαγητού (fast food), ενώ αυξήθηκε κατά 35% και ο αριθμός των εστιατορίων (Chou, Grossman, Saffer, 2002). Σήμερα οι κάτοικοι των ΗΠΑ δαπανούν το 50% των χρημάτων που προορίζονται για τις διατροφικές τους ανάγκες για γρήγορο φαγητό, ενώ το 1970 το ποσοστό αυτό της δαπάνης ήταν μόλις 17% (Schlosser, 2002). Αξιολογώντας τη διατροφική συμπεριφορά των σύγχρονων Ευρωπαίων αξίζει να γίνει αναφορά στις διατροφικές συνθήκες κατά τον 2 ο Παγκόσμιο πόλεμο. Σε όλες τις χώρες που εμπλέκονταν στον πόλεμο, στον πληθυσμό των ενηλίκων υπήρξε μια κατακόρυφη μείωση των θανάτων που προέρχονταν από καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτό συνέβη γιατί δεν υπήρχε πληθώρα τροφίμων και αγαθών, με αποτέλεσμα η διατροφή του πληθυσμού να στηρίζεται εξ ανάγκης, σε σωστά πρότυπα καταναλώνοντας κυρίως προϊόντα της γης (π.χ. λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, πατάτες). Με τη λήξη του πολέμου οι περισσότερες Δυτικές χώρες της Ευρώπης επανήλθαν στις διαιτητικές συνήθειες και συμπεριφορές που ίσχυαν πριν την έναρξη του 2 ου Παγκοσμίου πολέμου (Ζηλίδης, 1995). Μελέτη που έγινε στη Δανία στις αρχές του 1950 έδειξε ότι η σχετική περιεκτικότητα του ημερήσιου διαιτολογίου σε λίπος αυξήθηκε οδηγώντας στη μετέπειτα αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας σ αυτή τη χώρα (Mikkelsen, Heitmann, Sorensen, 1995). Αντίθετα, μακροχρόνια συγκριτική ανάλυση της αυξητικής τάσης της παχυσαρκίας στη Μεγάλη Βρετανία στην περίοδο 1950 ως 1990 σε σχέση με τις αλλαγές στην ενεργειακή πρόσληψη και την πρόσληψη λίπους του πληθυσμού δεν έδειξε καμία συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και λανθασμένων διατροφικών συνηθειών, με τους ερευνητές να ερμηνεύουν το φαινόμενο αυτό με βάση τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα (Wright, Parker, Lamont, Graf, 2001). Σε παγκόσμια μελέτη του Food and Agriculture Organization που ξεκίνησε το 1961 και ολοκληρώθηκε πρόσφατα, με σκοπό την καταγραφή της ενεργειακής πρόσληψης λίπους, βρέθηκε ότι οι κάτοικοι στη Γαλλία και 65

85 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Ισπανία, χώρες με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας ενηλίκων, είχαν τιμές λίπους στην καθημερινή τους διατροφή που ξεπερνούσαν το 40% (FAO, 2004). Σήμερα που ο επιπολασμός της παχυσαρκίας των ενηλίκων κατοίκων της Ευρώπης τείνει να φτάσει των χωρών της Βόρειας Αμερικής, το 40% των Ευρωπαίων καταναλώνει έτοιμα γεύματα όλων των κατηγοριών, ενώ τη μεγαλύτερη κατά κεφαλή ημερήσια κατανάλωση ζωικών και φυτικών λιπιδίων στην Ευρώπη έχουν σήμερα το Βέλγιο (183gr), η Ολλανδία (165gr) και η Γερμανία (160gr) (FAO, 2001) Η διατροφή των παιδιών και εφήβων στο σύγχρονο κόσμο Οι ενήλικες αναμφίβολα μεταφέρουν τα λανθασμένα διατροφικά τους πρότυπα και στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειας τους. Η διατροφική συμπεριφορά των σύγχρονων γονιών που κινούνται και ζουν στις κοινωνίες της αφθονίας αγαθών, επιβεβαιώνει την άμεση ευθύνη που έχουν για την κατάσταση των παιδιών τους. Οι γονείς αναπτύσσουν τη διαιτητική συμπεριφορά των παιδιών τους όχι μόνο από τα τρόφιμα που τους προσφέρουν αλλά και από τη δική τους διατροφική στάση και συμπεριφορά (Cutting, Fisher, Grimm-Thomas, Birch, 1999), από συμπεριφορές που σχετίζονται με την ώρα των καθημερινών γευμάτων καθώς και από τον τρόπο διατροφής και το είδος του φαγητού των παιδιών τους (Drucker, Hammer, Agras, Bryson, 1999). Ειδικότερα, για τη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών υπάρχουν δυο επικίνδυνες στάσεις που οι γονείς συνήθως ακολουθούν για τη διατροφή του παιδιού τους, με άμεση επίδραση στην ανάπτυξη της παιδικής παχυσαρκίας (Birch et al., 2001). Η μια βασίζεται στην απαγόρευση και η άλλη στην πίεση του γονιού προς το παιδί του για φαγητό. Με την πρώτη στάση διατροφής οι γονείς απαγορεύουν στο παιδί τους να καταναλώσει ανθυγιεινά τρόφιμα. Αυτή η συμπεριφορά όμως έχει συσχετιστεί με τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, γιατί η εκ των πραγμάτων δομή της σύγχρονης οικογένειας αφήνει το παιδί πολλές ώρες την ημέρα χωρίς έλεγχο οδηγώντας το, ευκαιρίας δοθείσης, σε μια εκτός ελέγχου υπερκατανάλωση των απαγορευμένων από το οικογενειακό του περιβάλλον τροφίμων (Fisher & Birch, 1999). Αντίθετα, η πίεση από τους γονείς στο παιδί για υγιεινή διατροφή, συνήθως κατά τα γεύματα της οικογένειας, βασίζεται σε ένστικτα και συμπεριφορές που προέρχονται από προσωπικά ή κοινωνικά βιώματα στέρησης των ίδιων των γονιών ή του περιβάλλοντός τους. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά των γονιών αρχικά οδηγεί σε υιοθέτηση υγειών προτύπων διατροφής από πλευράς παιδιού αλλά με την αύξηση της ηλικίας αυτά τα πρότυπα διαφοροποιούνται από το περιβάλλον που διαμορφώνει το παιδί εκτός οικογένειας, οι στάσεις 66

86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας υγιεινής διατροφής εξασθενούν και τελικά μένει στο παιδί ή στον έφηβο το σύνδρομο της υπερφαγίας και η υπερβάλλουσα μάζα από τη συνεχή ανισορροπία που έχει προκληθεί στο ενεργειακό ισοζύγιο με την ηλικιακή του ανάπτυξη (Birch, McPhee, Shoba, Steinberg, Krehbiel, 1987). Με κριτήριο τα παραπάνω ερευνητικά ευρήματα, οι αλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών και εφήβων, τα σύνδρομα υπερφαγίας και/ή κακοφαγίας διαφοροποιούν τα υγιή πρότυπα διατροφής και παγιοποιούν λανθασμένες διατροφικές στάσεις. Η αυξημένη κατανάλωση αναψυκτικών και η μειωμένη πρόσληψη φρούτων και λαχανικών άμεσα ενοχοποιούνται για την έξαρση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας (French, Story, Jeffery, 2001). Παράλληλα, τα παιδιά και οι έφηβοι είναι ευάλωτοι σε διατροφική ενέργεια από πρόχειρο και γρήγορο φαγητό (fast-food) επειδή δεν έχουν ακόμη ώριμο γνωστικό διατροφικό έλεγχο (Prentice & Jebb, 2003) Η διατροφή των ενηλίκων στη σύγχρονη Ελλάδα Στην Ελλάδα το πρόβλημα της λανθασμένης διατροφής ενοχοποιείται για την έξαρση της παχυσαρκίας σε όλες τις ηλικίες μέσα από διαδικασίες που επιβάλλονται από το κοινωνικόπολιτισμικό μας περιβάλλον (Mamalakis & Kafatos, 1996). Η πείνα της κατοχής και η στέρηση τροφής κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα μας έδωσε την θέση της σε μια μακρά περίοδο οικονομικών δυσκολιών, που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίοδος οικονομικής ευμάρειας και αφθονίας αγαθών. Την δεκαετία του 1960 οι Έλληνες ήταν από τους φτωχότερους λαούς της Ευρώπης, αλλά με τον υψηλότερο δείκτη επιβίωσης σε σχέση με τους κατοίκους των υπόλοιπων Δυτικών χωρών και ειδικότερα με τους κατοίκους της Κρήτης να έχουν το χαμηλότερο ποσοστό θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα (Samaras & Elrick, 1999). Από τις αρχές του 1970 η αστικοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας έκανε το φαγητό να αποτελεί βασικό σημείο κοινωνικοποίησης των Ελλήνων που μέχρι τότε η ζωή τους χαρακτηρίζονταν από στερήσεις και ελλείψεις. Ο συνδυασμός της αστικοποίησης του πληθυσμού με το βαθιά ριζωμένο μοντέλο της κοινωνικής μας παράδοσης έκανε το φαγητό κύρια αιτία επικοινωνίας, διασκέδασης και αφορμή εκδήλωσης συναισθημάτων για τους νεοέλληνες. Με βάση την παραπάνω κοινωνική διαφοροποίηση και την προοδευτική αντικατάσταση της παραδοσιακής Μεσογειακής διατροφής (Εικόνα 2.4) με την Δυτικού τύπου διατροφή, οι σύγχρονοι Έλληνες έφτασαν στο σημείο να καταναλώνουν το υψηλότερο 67

87 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας ποσοστό ενέργειας από λιπαρά των τελευταίων πενήντα ετών και να οδηγούνται σε μια δυναμική φάση παχυσαρκίας (Samaras & Elrick, 1999). Εικόνα 2.4. Πυραμίδα Μεσογειακής Διατροφής. Ανώτατο Ειδικό Επιστημονικό Συμβούλιο Υγείας. Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας Σήμερα το 40% των Ευρωπαίων καταναλώνει έτοιμα γεύματα όλων των κατηγοριών, ενώ στην Ελλάδα, ευτυχώς ακόμη, το ποσοστό αυτό υπολογίζεται σε 10-12%, με τους Έλληνες να βρίσκονται κάτω από τη μέση κατανάλωση ενέργειας λιπαρών των κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 χωρών (36,9% έναντι 39%) (Eurostat, 2002). Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Καταναλωτή (ΙΝΚΑ) στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια οι κάτοικοι προσανατολίζονται σε επικίνδυνες διαιτητικές συμπεριφορές (π.χ. αύξηση κατανάλωσης κρέατος κατά 155%, ζάχαρης κατά 118% και μείωση κατανάλωσης οσπρίων κατά 36%). Με στοιχεία της μελέτης Dafne οι μισοί Έλληνες δεν τηρούν τις συστάσεις του ΠΟΥ για κατανάλωση τουλάχιστον 3 μερίδων λαχανικών την εβδομάδα (Trixopoulou, Costacou, Bamia, 2003), ενώ από στοιχεία του FAOSTAT από το 1989 στο 1999 αυξήθηκε στη διατροφή των κατοίκων της Ελλάδας περίπου 3% η κατανάλωση λιπαρών (FAO, 2001). Στην χώρα μας η ετήσια κατανάλωση τυποποιημένου και κατεψυγμένου φαγητού αυξήθηκε από το 1996 ως το 2001 κατά 6,5%, ενώ από το 2000 έως το 2002 αυξήθηκε κατά 2,6% η κατανάλωση προτηγανισμένης πατάτας, με αντίστοιχη αύξηση να παρατηρείται στην κατανάλωση προπαρασκευασμένων προϊόντων και πίτσας με αποτέλεσμα να μπορούμε σήμερα να μιλάμε με βεβαιότητα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες πάσχουν από την επιδημία των «fast-food» και των «delivery». Επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω οι Έλληνες το 1960 κατανάλωναν 35gr κρέατος την εβδομάδα ενώ το 2005 καταναλώνουν gr την εβδομάδα με την κατανάλωση των οσπρίων σήμερα να μην ξεπερνά τα 10gr την ημέρα και 68

88 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας την κατανάλωση λαχανικών, που πριν 40 χρόνια έφτανε τα 700gr, μετά βίας σήμερα να φτάνει τα 271gr ημερησίως (Trixopoulou, Costacou, Bamia, 2003). Επίσης, από τη μελέτη Dafne φάνηκε ότι το ποσοστό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος από τους κατοίκους στην Ελλάδα φτάνει στο 70% ή 80-85kg το χρόνο με παράλληλη κατανάλωση μόλις 10-15kg ψαριού το χρόνο, ενώ το κορεσμένο λίπος που πρέπει να καταναλώνει κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να ξεπερνά το 7% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας, με το μέσο Έλληνα να προσλαμβάνει καθημερινά κορεσμένο λίπος σε ποσοστό 16% ως 18%. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το κόκκινο κρέας περιέχει ως και 40% κορεσμένα λίπη που ενοχοποιούνται για την αύξηση της χοληστερόλης, ο μέσος Έλληνας τριπλασιάζει τις πιθανότητες να νοσήσει από κάποιας μορφής καρδιαγγειακή νόσο (Trixopoulou, Costacou, Bamia, 2003) Η διατροφή των παιδιών και εφήβων στη σύγχρονη Ελλάδα Στη μελέτη Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) του ΠΟΥ καταγράφηκαν οι διατροφικές συμπεριφορές εφήβων και 15 ετών μέσω ερωτηματολογίων Η ημερήσια κατανάλωση φρούτων για τους εφήβους στην Ελλάδα ήταν 38,1%, η κατανάλωση δημητριακών 21,4%, γλυκών 15,5% και αναψυκτικών 18,3% (Janssen et al., 2005). Παλιότερη μελέτη αξιολόγησης του λιπιδαιμικού προφίλ 302 έφηβων βρήκε ότι, οι τιμές των λιπιδίων αίματος ήταν υψηλές, πράγμα που σημαίνει ότι οι έφηβοι δεν ακολουθούσαν την παραδοσιακή Μεσογειακή διατροφή με την γνωστή προστατευτική της δράση στην εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων (Petridou et al., 1995). Από προοπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά ηλικίας 12 ετών που κατοικούσαν στην Κρήτη βρέθηκε ότι από το 1982 έως το 2002 η ολική χοληστερόλη αυξήθηκε κατά 3,6%, η HDL-C έπεσε κατά 24,9%, η LDL-C αυξήθηκε κατά 25,3% ενώ τα τριγλυκερίδια αυξήθηκαν κατά 19,4% επιβεβαιώνοντας ότι ο παιδικός και εφηβικός πληθυσμός στην Ελλάδα δεν υιοθετεί υγιή διατροφικά πρότυπα συμπεριφοράς (Manios, Magkos, Chirstakis, Kafatos, 2005) Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία Υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλά η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας (WHO, 1998). Η παχυσαρκία έχει αποδειχθεί ότι, έμμεσα ή άμεσα, επηρεάζει τον άνθρωπο τόσο σε βιολογικό όσο και σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Η έξαρση του φαινομένου αυτού έχει οδηγήσει σε αύξηση της συχνότητας παθήσεων 69

89 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας με σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια δημόσια υγεία. Δύο δις άνθρωποι στον πλανήτη σήμερα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, εκ των οποίων 135 εκατ. ζουν στην Ευρώπη. Η αύξηση των θανάτων σε πληθυσμούς ενηλίκων συνέπεια της εμφάνισης της παχυσαρκίας έχει τεκμηριωθεί μέσα από σημαντικές μελέτες, ενώ έχει βρεθεί ότι υπάρχει υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ θνησιμότητας και ΔΜΣ (Calle et al., 1999; Manson et al., 1995; Rosengren, Wedel, Wilhelmsen, 1999; Shaper, Wannamethee, Walker, 1997; Wei et al., 1999). Παγκόσμια 2,5 εκατ. θάνατοι ετησίως σχετίζονται με την παχυσαρκία, ενώ το 2020 οι θάνατοι από αυτή την αιτία θα φτάνουν τα 50 εκατ. Στις ΗΠΑ, 280 ως 325 χιλιάδες θάνατοι ετησίως θα μπορούσαν ευθέως να αποδοθούν στην παχυσαρκία με το 80% των θανάτων αυτών να παρουσιάζονται σε άτομα με ΔΜΣ>30kg.m -2, ενώ ο συνδυασμός της παχυσαρκίας και υποκινητικότητας προκαλεί συνολικά το 14-23% των θανάτων στις ΗΠΑ ετησίως (Allison et al., 1999). Στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι θάνατοι που σχετίζονται με την παχυσαρκία φτάνουν τους τον χρόνο (EESC, 2005). Στην Finnish Heart Study, γυναίκες, ηλικίας ετών, παρακολουθήθηκαν για 15 χρόνια και βρέθηκε ότι για κάθε αύξηση της σωματικής τους μάζας κατά ένα κιλό, ο κίνδυνος θανάτου από στεφανιαία νόσο αυξανόταν από 1 ως 1,5% (Jousilahti et al., 1996). Επίσης, σε άλλη προοπτική μελέτη στη Νορβηγία σε παιδιά φάνηκε ότι μετά από 32 χρόνια τα παιδιά του δείγματος που στην αρχική τους μέτρηση είχαν ΔΜΣ 95 η εκατοστιαία θέση εμφάνισαν 100% θνησιμότητα για τις γυναίκες και 80% θνησιμότητα για τους άνδρες στην ηλικία των 50 ετών (Engeland, Bjorge, Sogaard, Tverdal, 2003). Σύμφωνα με τον ΠΟΥ ο παγκόσμιος χάρτης της νοσηρότητας και θνησιμότητας θα διαφοροποιηθεί ως το 2020 (Πίνακας 2.7), με τα ισχαιμικά επεισόδια να βρίσκονται σε 15 περίπου χρόνια στην πρώτη θέση των παθήσεων (WHO, 2000). Πίνακας 2.7. Αλλαγές στην σειρά κατάταξης των 5 βασικότερων αιτιών νοσηρότητας και θνητότητας από το 1990 στο WHO, Νόσοι το 1990 Νόσοι το Λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού 1. Ισχαιμικά καρδιακά επεισόδια 2. Διαρροϊκές λοιμώξεις 2. Σύνδρομα κατάθλιψης 3. Περιγεννητικές νοσογόνες καταστάσεις 3. Αυτοκινητιστικά ατυχήματα 4. Σύνδρομα κατάθλιψης 4. Παθήσεις σκελετο-αγγειακού συστήματος 5. Ισχαιμικά καρδιακά επεισόδια 5. Αποφρακτική πνευμονοπάθεια 70

90 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Οι σοβαρές παθήσεις που συνοδεύουν τόσο την ολική όσο και την κοιλιακή παχυσαρκία, επιβαρύνουν αρχικά την ποιότητα ζωής του ατόμου, ενώ αν δεν υπάρξει αντιμετώπιση της επιβαρυντικής αυτής για τον οργανισμό κατάστασης το άτομο οδηγείται σε παροδική ή μόνιμη νοσηρότητα ακόμα και στο θάνατο (Katzmarzyk, Janssen, Arden 2003). Διανύουμε ήδη την περίοδο που τα ισχαιμικά επεισόδια αποτελούν τη βασικότερη αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Ως νόσος η παχυσαρκία αρχικά επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Μια τέτοια παθολογική κατάσταση που επηρεάζει την ποιότητα ζωής του παχύσαρκου είναι το σύνδρομο της αποφρακτικής υπνικής άπνοιας (sleep apnea) το οποίο συναντάται με 10πλάσια συχνότητα σε άτομα με ΔΜΣ>30kg.m -2. Η αυξημένη εναπόθεση λίπους στην περιοχή του λαιμού προκαλεί πρόσκαιρη απόφραξη του ανώτερου αναπνευστικού κατά τη διάρκεια του ύπνου προδιαθέτοντας για νυχτερινή υποξαιμία και υπερσυγκέντρωση CO 2 στο αίμα. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η αύξηση ενεργοποίησης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που προκαλεί περιοδική σωματική διέγερση, αύξηση της αγγειοδιαστολής και τις προϋποθέσεις εμφάνισης καρδιακής αρρυθμίας (Loke, 2002). Εκτός της διαταραχής που προκαλείται στην ποιότητα ζωής του παχύσαρκου ατόμου μια σειρά από παθήσεις συνυπάρχουν ή εμφανίζονται με την έναρξη της παχύσαρκης κατάστασης ενός ανθρώπου. Τα πλέον απειλητικά για τη ζωή χρόνια προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την παχυσαρκία κατανέμονται σε 4 κύριες κατηγορίες: α) στα καρδιαγγειακά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων της υπέρτασης, των εγκεφαλικών επεισοδίων και της στεφανιαίας νόσου β) σε καταστάσεις που συνδέονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη γ) σε ορισμένες μορφές καρκίνου, ειδικά ορμονοεξαρτώμενους και του παχέος εντέρου δ) σε παθήσεις της χοληδόχου κύστης Μεταβολικές διαταραχές από την παχυσαρκία Οι φυσιολογικοί μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για τη ρύθμιση της σωματικής μάζας σχετίζονται με έναν αριθμό αισθητηρίων μηχανισμών μέσα στο έντερο, στο λιπώδη ιστό, στον εγκέφαλο και πιθανά και σε άλλους ιστούς, που σηματοδοτούν την παρουσία των θρεπτικών συστατικών, την κατανομή και την αποθήκευσή τους. Οι μηχανισμοί αυτοί συντονίζονται από τον εγκέφαλο και οδηγούν σε αλλαγές στον τρόπο διατροφής, σωματικής δραστηριότητας και στο μεταβολισμό, έτσι ώστε να μπορούν να διατηρηθούν οι ενεργειακές αποθήκες του 71

91 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας σώματος. Η ανακάλυψη της ορμόνης λεπτίνης η οποία εκκρίνεται από τα λιποκύτταρα συνδέεται με υποδοχείς του υποθαλάμου και παρέχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα πιθανά ρυθμιστικά συστήματα ελέγχου, τα οποία με τη δράση τους διατηρούν την ενεργειακή ισορροπία. Μεταβολικά η μείωση των επιπέδων λεπτίνης στα λιποκύτταρα οδηγεί σε μείωση του λιπώδους ιστού, ενώ η αύξησή της προκαλεί αύξηση της λιπώδους μάζας στον ανθρώπινο οργανισμό (Zhang et al., 1994). Οι μεταβολικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας επιβεβαιώθηκε ότι προέρχονται από τη δυσλειτουργία του συστήματος σημάτων που έχουν αφετηρία το λιπώδη ιστό ή από την αύξηση του αριθμού των σημάτων που ξεκινούν από το λιπώδη ιστό προς περισσότερα όργανα στόχους (Flier, 1998). Η κατανομή του λιπώδους ιστού στον ανθρώπινο οργανισμό επηρεάζει και τα προερχόμενα από αυτόν σήματα και χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική όταν για μεν τις γυναίκες αφορά την περιοχή του ισχίου και των γλουτών, για δε τους άνδρες όταν αφορά την κοιλιακή χώρα, το υποδόριο και το θώρακα. Η σπλαχνική εναπόθεση λίπους συνοδεύεται από πολλές ενδοκρινικές διαταραχές, όπως αύξηση των επιπέδων κορτιζόλης και ανδρογόνων στις γυναίκες, καθώς και μείωση των επιπέδων αυξητικής ορμόνης (GH) και τεστοστερόνης (Testo) στους άνδρες (Πίνακας 2.8). Οι παραπάνω διαφορές στην κατανομή του λίπους στο ανθρώπινο σώμα καθιστούν τον ενδοκοιλιακό λιπώδη ιστό, που χαρακτηρίζει την ανδροειδή παχυσαρκία, πιο ευαίσθητο στο μεταβολισμό, σε ορμονικά ερεθίσματα και σε μεταβολές στην εναπόθεση λιπαρών οξέων σε σχέση με το αδρανές λίπος που χαρακτηρίζει τη γυναικοειδή παχυσαρκία. Σε άτομα με ανδροειδή παχυσαρκία τα ενδοκοιλιακά κύτταρα βρίσκονται κοντά στη ροή αίματος προς το ήπαρ στην πυλαία κυκλοφορία προκαλώντας μια σημαντική αύξηση ροής μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων (ΜΕΛΟ) διαμέσου της πυλαίας κυκλοφορικής οδού προς το ήπαρ. Οι ενδοκρινικές διαταραχές που γίνονται αισθητές στην κεντρικού τύπου παχυσαρκία χαρακτηρίζονται από αφθονία ορμονών (κορτιζόλη), που ευνοούν τη συγκέντρωση λιπιδίων, τη χαμηλή έκκριση άλλων ορμονών (SHBG & GH), ενώ ευνοούν και την κινητοποίηση των λιπιδίων. Παράλληλα, η αύξηση του σπλαχνικού και υποδόριου λίπους στην ανδροειδή παχυσαρκία προκαλεί και αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που είναι σημαντικά υψηλότερη στους παχύσαρκους σε σχέση με τους κανονικής μάζας ανθρώπους κάθε ηλικίας. 72

92 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πίνακας 2.8. Ορμονικές διαταραχές που προκαλεί η αυξημένη κατανομή του σπλαχνικού λίπους. Από Seidell & Deerenberg, PharmacoEconomics, 1998 b.. Περισσότερα κύτταρα ανά μονάδα μάζας Μεγαλύτερη παροχή αίματος Περισσότερους υποδοχείς γλυκορτικοειδών (κορτιζόλης) Αυξημένη λιπόλυση επαγόμενη από τις κατεκολαμίνες Αντίσταση στην ινσουλίνη και υπερινσουλιναιμία Χαμηλά επίπεδα αυξητικής ορμόνης Υψηλά επίπεδα ανδρογόνων (τεστοστερόνης και ανδροστενδιόνης) στις γυναίκες Ελαττωμένα επίπεδα συνδετικής σφαιρίνης-φυλετικών ορμονών στις γυναίκες Χαμηλά επίπεδα προγεστερόνης στις γυναίκες Χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες Παράλληλα, μια άλλη μεταβολική διαταραχή που σχετίζεται με την αύξηση του λιπώδους ιστού είναι η αυξημένη απελευθέρωση ΕΛΟ μετά την απορρόφηση των τροφών, προκαλώντας παρεμπόδιση στη μεσολάβηση της ινσουλίνης για την καταστολή της απελευθέρωσης των ΕΛΟ. Αυτή η διαταραχή πιθανόν οφείλεται στην υπερευαισθησία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων που επιδρούν στο μεταβολισμό και στην κατανομή του λίπους (Wajchenberg, 2005). Στο λιποκύτταρο, τα επίπεδα της ινσουλίνης προάγουν τη συγκέντρωση λιπιδίων, ευνοώντας τη δράση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης (LPL), ενώ η τεστοστερόνη, η αυξητική ορμόνη και πιθανόν τα οιστρογόνα ασκούν αντίθετη δράση. Η απελευθέρωση ΕΛΟ προκαλείται πρωτοπαθώς από το λιπώδη ιστό του άνω μέρους του σώματος σε ποσοστό περίπου 75%, πιθανόν λόγω της μεγαλύτερης κυτταροβρίθειας νεύρωσης και αγγείωσης αυτού. Για αυτό, η πυκνότητα των υποδοχέων ανδρογόνων και κορτιζόλης φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερη στην κοιλιακή χώρα και στο θώρακα από ότι σε άλλες περιοχές του σώματος (Jern, Bergbrant, Bjorntrop, Hansson, 1992). Η αυξημένη συγκέντρωση κυκλοφορούντων λιπιδίων έχει ανάλογη δράση με αυτή της ινσουλίνης συνδέοντας το μη ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη (NIDDM) με την παχυσαρκία. Ο σακχαρώδης διαβήτης των παχύσαρκων σε ποσοστό 90-95% είναι μη ινσουλινοεξαρτώμενος, ενώ από το σύνολο των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 το 80% είναι παχύσαρκοι (Bogardus, Lilloja, Mott, Hollenbeck, Reaven, 1985). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παχύσαρκων που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη, εκτός της ηλικίας και της κληρονομικής προδιάθεσης, περιλαμβάνουν την πρώιμη έναρξη της παχυσαρκίας, την απότομη αύξηση της μάζας σώματος στην ηλικία των 18 ετών, την κοιλιακή εναπόθεση λίπους, τον καθιστικό τρόπο ζωής, την κακή διατροφή και τη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Ο σακχαρώδης διαβήτης των παχύσαρκων 73

93 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, μειωμένη έκκριση ινσουλίνης, περιφερική αντίσταση σε αυτήν και αυξημένη παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ. Οι μεταβολικές αυτές διαταραχές προκαλούνται από παθογενετικούς μηχανισμούς που οδηγούν από την παχυσαρκία στο διαβήτη. Οι περισσότερες μεταβολικές διαταραχές της παχυσαρκίας που σχετίζονται με τη δυσλιπιδαιμία προκαλούνται από τη συνεργική δράση διατροφικών, περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Η δυσλιπαιδιμία είναι αποτέλεσμα συνδυασμού αυξημένης παραγωγής ή μειωμένης κάθαρσης των λιποπρωτεινών και αυξημένης διακίνησης λιπιδίων. Η υπερτριγλυκεριδαιμία μπορεί να είναι ο συνδυασμός της αυξημένης παραγωγής και μειωμένης διάσπασης των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεινών που έχει ως αποτέλεσμα χαμηλά επίπεδα ΗDL ευνοώντας με αυτόν τον τρόπο τον εμπλουτισμό των LDL με τριγλυκερίδια. Στη συνέχεια η πλούσια σε τριγλυκερίδια LDL λιποπρωτεΐνη διασπάται ενζυμικά από την ηπατική λιπάση σε μικροσωματίδια μικρής-πυκνής LDL, ενώ ο καλύτερος δείκτης εκτίμησης των επιπέδων της μικρής-πυκνής LDL είναι η αυξημένη αναλογία LDLapoB/LDL (Brotons et al., 1998). Η υπερβολική ενδοκοιλιακή συσσώρευση λίπους συνδέεται με την παρουσία μεγαλύτερου ποσοστού μικρής-πυκνής LDL. Το μεγάλο ποσοστό αυτών των μικροσωματιδίων LDL είναι πιθανά αποτέλεσμα μεταβολικών διαταραχών, που σχετίζονται με τα συνυπάρχοντα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων ή τα χαμηλά επίπεδα της ΗDL. Το παραπάνω μεταβολικό προφίλ εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα με αυξημένη ενδοκοιλιακή συσσώρευση λίπους από ότι σε άτομα που χαρακτηρίζονται από ολική παχυσαρκία και έχει συνδεθεί σταθερά με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις. Παράλληλα, άτομα με κοιλιακή παχυσαρκία εμφανίζουν διπλάσιο αριθμό σύνθεσης ΕΛΟ από ότι της κανονικής μάζας άτομα καθώς επίσης και σημαντική μείωση καταστολής της παραγωγής τους από την ινσουλίνη με βασικό ρόλο σε αυτό να παίζει το σπλαχνικό λίπος, ίσως λόγω της απευθείας φλεβικής παροχέτευσης του αίματος στο ήπαρ Μεταβολικό Σύνδρομο Η συγκέντρωση παραγόντων κινδύνου που προκαλούν αυξημένη νοσηρότητα είναι παγκοσμίως ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Το Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜετΣ) είναι ο επιπολασμός μεταβολικών διαταραχών που αποτελούν τις συνιστώσες ενός πολυδύναμου συνδρόμου, χρήσιμου ως διαγνωστικό εργαλείο για την πρόβλεψη νοσηρότητας τόσο του σακχαρώδη διαβήτη όσο και των καρδιαγγειακών νόσων. Το ΜετΣ, ενώ 74

94 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου, αυτοί δεν έχουν κοινή παθογενετική καταγωγή άρα και ό όρος "σύνδρομο" τίθεται πλέον σε αμφισβήτηση για την από κοινού αξιολόγηση των πιθανοτήτων νοσηρότητας, τόσο από σακχαρώδη διαβήτη όσο και από καρδιαγγειακή νόσο. Μπορεί ο όρος του ΜετΣ να μην είναι διεθνώς αποδεκτός, λόγω της μη κοινής παθογενετικής του προέλευσης, οι αιτιολογικοί παράγοντές του όμως, που είναι το περιβάλλον και ο τρόπος ζωής, έχουν οδηγήσει σήμερα στην αναγνώρισή του ως νόσου των ενηλίκων (Λυμπερόπουλος & Ελισάφ, 2005). Η πρώτη περιγραφή του ΜετΣ παρουσιάστηκε από τον Reaven το 1988 σαν δυσμεταβολικό σύνδρομο ή σύνδρομο Χ, αναγνωρίζοντας ότι όλες οι συνιστώσες του συνδρόμου είχαν άμεση εξάρτηση από την αντίσταση στην ινσουλίνη και ότι η συνύπαρξη των συνιστωσών αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Επίσημα ο πρώτος ορισμός προήλθε από τον WHO το 1998 με προσανατολισμό στην ινσουλινοαντίσταση και με προαπαίτηση την υπεργλυκαιμία, το διαγνωσμένο διαβήτη ή την υπερινσουλιναιμία και δυο ή περισσότερους από τους υπόλοιπους παράγοντες (Alberti & Zimmet, 1998). Το 1999 το European Group for Insulin Resistance (EGIR) όρισε κριτήρια που είχαν ως αφετηρία την ύπαρξη υπεργλυκαιμίας ή ΣΔ και τουλάχιστον δυο ακόμη παραγόντων (Balkau & Charles, 1999). Το 2001 το National Cholesterol Education Program-Adult Treatment Panel III παρουσίασε κριτήρια που χρησιμοποιούνται κυρίως σήμερα στη διάγνωση του ΜετΣ για τον ενήλικο πληθυσμό (NCEP, 2001). Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του ΜετΣ απαιτούνται τουλάχιστον τρεις από τους πέντε παράγοντες, με μια σαφή μετάβαση από την προσανατολισμένη στον ΣΔ νοσηρότητα στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα κριτήρια του ΜετΣ όπως παρουσιάστηκαν ανά επιστημονικό φορέα ή οργανισμό αναγράφονται στον Πίνακα 2.9. Το 2005 η International Diabetes Federation (IDF) και η American Heart Association (AHA) αποδέχθηκαν τον ορισμό του ΜετΣ της NCEP-ATP III προτείνοντας αφενός η IDF μείωση στο όριο της περιμέτρου κοιλιάς από 102cm σε 94cm για τους Ευρωπαίους ενήλικες άνδρες και από 88cm σε 80cm για τις Ευρωπαίες ενήλικες γυναίκες, αφετέρου η AHA πρότεινε τη μείωση των τιμών της γλυκόζης νηστείας από 110mg.dL -1 σε 100mg.dL

95 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πίνακας 2.9. Παράγοντες κινδύνου και κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του ΜΣ από NCEP- ATP III, WHO και EGIR. Κριτήρια NCEP ΑΤΡ ΙΙΙ* WHO EGIR Συστολική πίεση Συστολική πίεση Συστολική πίεση Υπέρταση Παχυσαρκία Δυσλιπιδαιμία Υπεργλυκαιμία Υπερινσουλιναιμία Μικρολευκωματινουρία 130mmHg Διαστολική πίεση 85mmHg Περ. κοιλιάς 102cm για άνδρες Περ. κοιλιάς 88cm για γυναίκες 160mmHg Διαστολική πίεση 90mmHg WHR > 0,90 για άνδρες 140mmHg Διαστολική πίεση 90mmHg Περ. κοιλιάς 94cm για άνδρες Περ. κοιλιάς 80cm για γυναίκες WHR > 0,85 για γυναίκες ή ΔΜΣ > 30kg.m -2 TG 150mg/dL TG 150mg/dL TG > 180mg/dL HDL < 40mg/dL για άνδρες HDL < 35mg/dL για άνδρες HDL < 40mg/dL HDL < 50mg/dL για γυναίκες Γλυκόζη νηστείας 110mg/dL HDL < 39mg/dL για γυναίκες Γλυκόζη νηστείας 110mg/dL Ινσουλίνη νηστείας 75ης εκατ. θέσης Ρυθμός έκκρισης 20 μg/min ή Λευκωματίνη/κρεατινίνη 20mg/g Γλυκόζη νηστείας 110mg/dL Ινσουλίνη νηστείας 75ης εκατ. θέσης *National Cholesterol Education Program - Adult Treatment Panel III: απαιτούνται τουλάχιστον 3 από τους 5 παράγοντες World Health Organization: προαπαίτηση η υπεργλυκαιμία ή ο διαβήτης ή η υπερινσουλιναιμία και 2 ή περισσότεροι από τους υπόλοιπους παράγοντες European Group for the Study of Insulin Resistance: προαπαίτηση η υπερινσουλιναιμία και 2 από τους υπόλοιπους παράγοντες Με βάση τους ορισμούς τόσο του NCEP-ATP III όσο και του WHO τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές επιδημιολογικές μελέτες που έδειξαν τον επιπολασμό και τα χαρακτηριστικά του ΜετΣ σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ενηλίκων (Alexander, Landsman, Teutsch, Haffner, 2003; Ford, Giles, Dietz, 2002; Meigs,et al., 2003; Isomaa et al., 2001; Lakka et al., 2002; Laaksonen et al., 2002; Hanson, Imperatore, Bennett, Knowler, 2002). Σε συγκριτική μελέτη του NHANES III στις ΗΠΑ σε πληθυσμό 8608 ενηλίκων βρέθηκε ότι ο επιπολασμός του ΜετΣ ήταν 23,9% με τα κριτήρια του NCEP-ATP III, ενώ τα ποσοστά του ΜετΣ στο σύνολο του πληθυσμού με τα κριτήρια του WHO ήταν 25,1% (Ford & Giles, 2003). Επίσης, άλλες μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα με ΜετΣ είχαν μεγαλύτερη αντίσταση στην ινσουλίνη (Meigs et al, 2003) και κινδυνεύουν περισσότερο να εκδηλώσουν στεφανιαία νόσο (Meigs et al., 2003; Isomaa et al., 2001; Lakka et al., 2002) ή διαβήτη τύπου 2 (Laaksonen et al., 2002; Hanson, Imperatore, Bennett, Knowler, 2002). 76

96 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Αυτά όμως που μέχρι σήμερα κανένας επιστημονικός φορέας ή οργανισμός δεν έχει διευκρινίσει είναι α) αν τα κριτήρια του ΜετΣ συρρέουν σε κάποιο άτομο με συχνότητα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ως αποτέλεσμα επιβαρημένου φαινοτύπου, β) αν η συγκέντρωση των κριτηρίων οφείλεται σε κοινό παράγοντα (πχ αντίσταση στην ινσουλίνη) και γ) αν το ΜετΣ αποτελεί ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιαγγειακών παθήσεων, απ ότι το άθροισμα του κινδύνου που επιφέρει το κάθε κριτήριο από μόνο του. Πριν από μερικά χρόνια το ΜετΣ θεωρείτο μηχανισμός για αυξημένη νοσηρότητα που υπήρχε μόνο στους ενήλικες. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι το ΜετΣ μπορεί να υπάρχει με τη μορφή παραγόντων κινδύνου και όχι άμεσης νοσηρότητας σε παιδιά προεφηβικής ηλικίας και σε εφήβους (Csabi, Török, Jeges, Molnar, 2000; Lambert et al., 2004). Οι περιβαλλοντικές αλλαγές και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, που θεωρούνται σήμερα οι πλέον επιβαρυντικοί παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση ΜετΣ, δε διαφέρουν πλέον ανάμεσα στον ενήλικο και ανήλικο πληθυσμό. Προφανώς, επειδή η παχυσαρκία αποτελεί το κλειδί για την εμφάνιση παραγόντων που οδηγούν στο σακχαρώδη διαβήτη και σε καρδιαγγειακές παθήσεις η παθογένεια του ΜετΣ ξεκινάει με την έναρξη της εφηβείας. Έχει αποδειχθεί ότι η εμφάνιση της παχυσαρκίας στην προεφηβική και εφηβική ηλικία επιβαρύνει την παθογένεια παραγόντων κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (Mo-Suwan & Lebel,1996; Jessup & Harell, 2005). Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν διεθνώς αποδεκτά κριτήρια αναγνώρισης του ΜετΣ ή συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου για παιδιά και εφήβους, ενώ κοινός παράγοντας για την εμφάνιση του ΜετΣ στον ανήλικο πληθυσμό αποτελούν η ολική και κυρίως η κεντρική παχυσαρκία. Οι έρευνες που έχουν γίνει για τη διερεύνηση του ΜετΣ σε παιδιά και εφήβους κατά βάση χρησιμοποίησαν τα κριτήρια των ενηλίκων, επειδή το ποσοστό σωματικού λίπους, η αρτηριακή πίεση και το επίπεδο των λιπιδίων αυξάνονται γραμμικά με την έναρξη της εφηβείας και φτάνουν σχεδόν στα επίπεδα των ενηλίκων, ενώ άλλες χρησιμοποίησαν κατώφλια των κριτηρίων παραγόντων κινδύνου σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα των χωρών τους ή βάση της συχνότητας κατανομής του πληθυσμού μελέτης τους. Σε συγκριτική μελέτη επιπολασμού ΜετΣ σε έφηβους με τη χρήση των κριτηρίων του NCEP-ATP III και του WHO βρέθηκε ότι στον ίδιο πληθυσμό τα κριτήρια του NCEP-ATP III δίνουν χαμηλότερο επιπολασμό (4,2%), ενώ με τον ορισμό του WHO ο επιπολασμός του 77

97 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας ΜετΣ στην εφηβική ηλικία φτάνει στο (8,4%), πράγμα που σημαίνει ότι τα κριτήρια του WHO είναι πιο αυστηρά (Goodman, Daniels, Morrison, Huang, Dolan, 2004). Στην NHANES III βρέθηκε ότι περίπου ένα εκατομμύριο έφηβοι και των δυο φύλων ηλικίας ετών στις ΗΠΑ πληρούσαν κριτήρια του ΜετΣ με βάση τον ορισμό του NCEP-ATP ΙΙΙ. Στην ίδια μελέτη το ποσοστό των εφήβων με ΜετΣ έφτασε στο 4,2% του συνολικού δείγματος, με συχνότερη εμφάνιση στα αγόρια (6,1%) από ότι στα κορίτσια (2,1%), ενώ το 30% ως 50% των εφήβων με ΜετΣ ήταν παχύσαρκοι. Στην ίδια μελέτη το 89% των παχύσαρκων εφήβων είχαν τουλάχιστον ένα κριτήριο, με το 56% αυτών να έχουν δυο κριτήρια ΜετΣ (Cook, Weitzman, Auinger, Nguyen, Dietz, 2003). Επίσης, στη μελέτη Bogalusa Heart Study σε δείγμα παιδιών και εφήβων ηλικίας 8-17 ετών στις ΗΠΑ, βρέθηκε ότι το 6,8% των υπέρβαρων και το 28,7% των παχύσαρκων νοσούσαν από ΜετΣ (Cruz et al., 2004). Σε μελέτη επιπολασμού του ΜετΣ σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 4153 ενηλίκων στην Ελλάδα με βάση τον ορισμό του NCEP-ATP III, βρέθηκε ότι το 23% του πληθυσμού είχαν κριτήρια ΜετΣ, που σημαίνει ότι περίπου 2,3 εκατ. κάτοικοι στην Ελλάδα πάσχουν από ΜετΣ (Athyros et al., 2004). Παρόλο που δεν έχει γίνει μελέτη επιπολασμού του ΜετΣ με συγκεκριμένα κριτήρια σε πληθυσμό ανηλίκων της Ελλάδας, πρόσφατες μελέτες με σημείο αναφοράς την παχυσαρκία αξιολόγησαν παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι ως σύνολο ή ανεξάρτητα ο καθένας χαρακτηρίζουν το ΜετΣ. Ο Τομέας Διατροφής του Τμήματος Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κρήτης στα πλαίσια του παρεμβατικού προγράμματος «Μάθε το Σώμα σου» κατέγραψε κάποια από τα κριτήρια του ΜετΣ σε μαθητές/τριες της Κρήτης. Από τη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι από το 1982 έως το 2002 ο επιπολασμός της δυσλιπιδαιμίας στον παιδικό πληθυσμό επταπλασιάστηκε, έμμεσα υποδηλώνοντας ότι πιθανότατα και ο επιπολασμός του ΜετΣ θα έχει αναλογικά την ίδια αυξητική τάση (Manios, Magkos, Chirstakis, Kafatos, 2005; Magkos, Manios, Christakis, Kafatos, 2005). Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πραγματοποίησε μελέτη καταγραφής παραγόντων κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων σε μαθητικό πληθυσμό ηλικίας ετών από την πόλη της Κατερίνης. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής έδειξαν ότι το 6% του συνολικού δείγματος είχε τιμές λιπιδίων αίματος που πληρούν τα κριτήρια ορισμού του ΜετΣ ενηλίκων, με τα αγόρια να έχουν υψηλότερες τιμές από τα κορίτσια, ενώ κανένα παιδί δεν πληρούσε κριτήριο 78

98 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας κινδύνου αυξημένης συστολικής ή διαστολικής αρτηριακής πίεσης (Bouziotas, Koutedakis, Shiner, Pananakakis, Fotopoulou, 2001) Παθήσεις που σχετίζονται με την παιδική και εφηβική παχυσαρκία Στο Δυτικό κόσμο η υποκινητικότητα και η υπερκατανάλωση αγαθών δημιούργησε ενήλικες με νοσηρότητα και παιδιά με αυξημένο κίνδυνο για νοσηρότητα στην εφηβεία ή πολύ περισσότερο στην ενήλικη ζωή τους. Η παιδική και εφηβική παχυσαρκία αποτελεί πλέον επιδημία και οι συνέπειές της στην υγεία του ανήλικου πληθυσμού είναι σήμερα επιβεβαιωμένες. Η πιο σημαντική συνέπεια της παιδικής παχυσαρκίας είναι η αυξημένη πιθανότητα για συνέχισή της στην εφηβική ηλικία με όλους τους κινδύνους υγείας που αυτό συνεπάγεται (Baur & O Connor, 2004). Αν ένα παιδί 3 ετών είναι υπέρβαρο δε σημαίνει απαραίτητα ότι μελλοντικά θα γίνει και παχύσαρκο, εκτός αν τουλάχιστον ένας από τους γονείς του είναι παχύσαρκος. Όταν όμως στην ηλικία των 6 ετών ένα παιδί είναι παχύσαρκο, η πιθανότητα να εξακολουθήσει να είναι παχύσαρκο αυξάνεται κατά 50% (Whitaker, Wright, Pepe, Seidel, Dietz, 1997), ενώ το 70-80% των εφήβων που είναι παχύσαρκοι παραμένουν παχύσαρκοι και ως ενήλικες (Epstein, Myers, Raynor, Saelens, 1998; Malina, 1988). Αυτό είναι πιθανότερο να συμβεί όταν η έναρξη της παχυσαρκίας οριοθετείται στη δεύτερη περίοδο της παιδικής ηλικίας (10-12 ετών) ή με την έναρξη της εφηβείας, με την πιθανότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας να είναι αυξημένη όταν ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι (Whitaker et al., 1997). Αρχικά οι επιπλοκές που σχετίζονται με την παιδική και εφηβική παχυσαρκία επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής χωρίς όμως να αποτελούν παράγοντες κινδύνου νοσηρότητας. Οι συνηθέστερες επιπλοκές της υπερβάλλουσας μάζας ή παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι α) διαταραχές στην εξωτερική εμφάνιση με άμεσες ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις, ειδικότερα κατά την εφηβεία, β) άπνοια ύπνου, γ) ορθοπεδικές διαταραχές δ) πτώση του ανοσοποιητικού για τα παχύσαρκα παιδιά και τους εφήβους και ε) δερματικές λοιμώξεις που σχετίζονται με αυξημένη εφίδρωση και τριβή του δέρματος κατά τις κινήσεις του σώματος (Wabitsch, 2000). α) Οι ψυχολογικές δυσλειτουργίες και η κοινωνική απομόνωση συμβαδίζουν με την παχυσαρκία. Θεμελιώδεις μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι από την προσχολική ηλικία εκδηλώνουν αρνητικές συμπεριφορές προς τα παχύσαρκα άτομα και προτιμούν να συναναστρέφονται με κάποιο παιδί με κινητική αναπηρία ή με παιδί που 79

99 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας παρουσιάζει σοβαρές κινητικές δυσκολίες παρά με ένα παχύσαρκο συνομήλικο τους (French, Story, Perry, 1995; Must & Strauss, 1999b). Παράλληλα, η εφηβεία είναι μια περίοδος όπου τα νεαρά άτομα ασχολούνται έντονα με την εξωτερική τους εμφάνιση με την κακή εικόνα του εαυτού τους να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτήρα ενός εφήβου. Η παραμόρφωση της εικόνας του εαυτού τους οδηγεί τους παχύσαρκους έφηβους συχνά σε απομόνωση με συνηθέστερο σύμπτωμα της παχυσαρκίας την κατάθλιψη. Επίσης, η παρουσία των ψυχολογικών προβλημάτων που προκαλεί η παχυσαρκία στην προεφηβική και εφηβική ηλικία συνδέονται με χαμηλή κοινωνικότητα, κακή σχολική απόδοση, χαμηλή φυσική κατάσταση, επιπλοκές στην υγεία καθώς και με προβλήματα συμπεριφοράς (Strauss, 2000). Συχνότερα οι παραπάνω ψυχικές διαταραχές παραμένουν και δεν αλλάζουν ακόμη και αν στην ενήλικη ζωή του το παχύσαρκο παιδί ή ο έφηβος αποκτήσει κανονική σωματική μάζα (Hill & Silver, 1995). Παράλληλα, στις έφηβες κοπέλες, η περίσσεια σωματικής μάζας φάνηκε ότι σχετίζεται άμεσα με έντονη δυσαρέσκεια για την εικόνα του σώματος τους που οδηγεί στη νευρική βουλιμία (Freidman, Wilfley, Pike, 1995). β) η αποφρακτική άπνοια του ύπνου μπορεί να παρουσιαστεί συχνότερα σε παχύσαρκα παιδιά, κατάσταση που συνήθως επηρεάζεται άμεσα από την κοιλιακή παχυσαρκία και την υπερβολική συσσώρευση λιπώδους ιστού στην περιοχή του θώρακα, ενώ έμμεσα συσχετίζεται και με την αντίσταση στην ινσουλίνη (de laeva, Baur, Donaghue, Waters, 2002). γ) τα ορθοπεδικά προβλήματα που προκύπτουν από γλιστρήματα και πτώσεις, όπως κακώσεις της κνήμης, παρουσιάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα παχύσαρκα παιδιά (Loder, 1996), ενώ υψηλότεροι ρυθμοί εμφανίζονται και στις περισσότερες δευτερεύουσες ορθοπεδικές ανωμαλίες όπως μία αυξημένη ευαισθησία στην εξάρθρωση του αστραγάλου, στα χτυπήματα γονάτου και την πλατυποδία (Baur & O Connor, 2004). δ) τα παχύσαρκα παιδιά και οι προέφηβοι εμφανίζουν ασθενέστερη ανταπόκριση σε εμβολιασμούς και σε μακροχρόνιες θεραπείες, ενώ μετά από χειρουργεία ή λοιμώξεις απαιτείται μεγαλύτερος χρόνος χορήγησης αντιβιοτικών φαρμάκων, συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους κανονικής μάζας (Marti, Marcos, Martinez, 2001; Lamas & Martinez, 2002). Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι η ικανότητα δημιουργίας των λεμφοκυττάρων, μειώνεται στα παχύσαρκα άτομα εφηβικής ηλικίας (Lamas & Martinez, 2002). ε) η παχυσαρκία διευκολύνει τις μολυσματικές νόσους με πάνω από το 50% των παχύσαρκων ατόμων να παρουσιάζουν δερματικές λοιμώξεις (Mousa, Soliman, Hamza, 80

100 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 1977). Η παιδική και εφηβική παχυσαρκία σχετίζεται με μολύνσεις που κυρίως συμβαίνουν στις πτυχές του δέρματος όπως η καντιντίαση (Daus & Hafez, 1975), η θυλακίτιδα της κάντιντας (Ross & Baxter, 1992), η δοθιήνωση και το ερύθρασμα (Montes, Dobson, Dodge, 1969), η δερματοφυτία των μηρογεννητικών πτυχών (Scheinfeld, 2004) καθώς επίσης και οι διάφορες μυκητιάσεις (Cheng & Chong, 2002; Lecerf, Reitz, de Chasteigner, 2003). Σοβαρότερες των παραπάνω επιπλοκές, όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου νοσηρότητας της ολικής παχυσαρκίας στην εφηβική ηλικία είναι οι δυσλιπιδαιμίες, η αυξημένη αρτηριακή πίεση καθώς και η σημαντική μεταβολική διαταραχή του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (Πίνακας 2.10). Επιπλέον, η κοιλιακή παχυσαρκία συσχετίζεται με παράγοντες κινδύνου για καρδιακές νόσους, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, δισλιπιδαιμία (αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, ολικής χοληστερόλης και LDL-C και μειωμένα επίπεδα HDL-C), υπέρταση, υπερινσουλιναιμία και αντίσταση στην ινσουλίνη (Freedman, Dietz, Srinivasan, Berenson, 1999). Επίσης, η σχέση αρτηριακής πίεσης και μάζας σώματος στα παιδιά είναι όμοια με εκείνη των ενηλίκων ενεργοποιώντας τους ίδιους παθογενετικούς μηχανισμούς που ισχύουν και στους ενήλικες. Μελέτη σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ηλικίας δέκα ετών κατέγραψε την ταχύτητα ροής του αίματος από τη βραχιόνια αρτηρία με τη βοήθεια υπερήχου και βρήκε ότι τα αγγεία των παιδιών αυτών είχαν την ίδια συμπεριφορά με εκείνη ενός μεσήλικα καπνιστή, αυξάνοντας τον κίνδυνο για έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο στην ενήλικη ζωή του παιδιού (Dietz, 1998). Το ενθαρρυντικό στοιχείο για τα προβλήματα υγείας εξαιτίας της παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι ότι η απώλεια της υπερβάλλουσας μάζας υποστρέφει τη νόσο και τις επιπλοκές που τη συνοδεύουν μειώνοντας παράλληλα τον κίνδυνο η παχυσαρκία να υφίσταται και στην ενήλικη ζωή τους με τις γνωστές και σοβαρές επιπτώσεις της στην υγεία του ατόμου. 81

101 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πίνακας Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία κατά την παιδική και εφηβική ηλικία και στην ενήλικη ζωή. Yanovski, Reviews in Endocrinology & Metabolism Disorders, Σύστημα επιρροής Επιπτώσεις Ποσοστό παχύσαρκων παιδιών και εφήβων που επηρεάζει Ορθοπεδικό Επιφυσιολίσθηση 70% επιγονατίδας Ορθοπεδικό Σύνδρομο Blount 80% Νευρολογικό Ψευδοόγκοι εγκεφάλου 20πλάσια πιθανότητα Αναπνευστικό Άσθμα 30% Ανωμαλίες ύπνου 33-94% Γαστρεντερολογικό Χολολιθίαση 4πλάσια πιθανότητα Υπατική Στεάτωση 20-25%, 40-50% σε νοσηρά παχυσαρκία Ενδοκρινικό Ινσουλινοαντίσταση 20 ως 45% μείωση της ινσουλινοεξαρτώμενης γλυκόζης Πρόωρη ανάπτυξη 1 χρόνος πρόωρη οστική ωρίμανση Σύνδρομο 50% πολυκυστικών ωοθηκών Ανωμαλίες έμμηνου 50% κύκλου Μεταβολικό Δυσλιπιδαιμίες 2.4 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα Ψυχολογικό Χαμηλή σχολική 50% απόδοση Καρδιοαγγειακό Αυξημένη συστολική 20-30% και διαστολική πίεση Νοσηρότητα Ποσοστό παχύσαρκων ενηλίκων που επηρεάζει Καρδιοαγγειακές 1.8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα παθήσεις Αρτηριοσκλήρυνση 7.6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα Καρκίνος του παχέος 5.6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα εντέρου Ουρική αρθρίτιδα 2.7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα Αρθρίτιδα 1.2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα Θνησιμότητα Πολυαιτιακή 1.5 ως 1.8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα Καρδιαγγειακές παθήσεις 1.3 ως 2.5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα 2.8. Πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας Με τον όρο πρόληψη περιγράφονται οι προσπάθειες και οι μέθοδοι που εφαρμόζονται σε Εθνικό, ομαδικό και ατομικό επίπεδο για τη διατήρηση της μάζας του σώματος σε φυσιολογικά επίπεδα. Στην πρόληψη ανήκουν επίσης τα μέτρα που λαμβάνονται ώστε οι κανονικής μάζας άνθρωποι να μη γίνουν υπέρβαροι, οι υπέρβαροι να μη γίνουν παχύσαρκοι, καθώς επίσης και τα μέτρα που στοχεύουν στη μη ανάκτηση της χαμένης μάζας ατόμων που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα και κατάφεραν να χάσουν την επιπλέον μάζα τους. 82

102 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Με τον όρο αντιμετώπιση περιγράφονται οι προσπάθειες που στοχεύουν στην απώλεια της πλεονάζουσας μάζας και στην αποκατάσταση του ΔΜΣ ενός ατόμου, ομάδας ή πληθυσμού σε φυσιολογικά επίπεδα. Στην αντιμετώπιση υπάγονται και οι προσπάθειες θεραπείας των παθήσεων που συνυπάρχουν με την παχυσαρκία. Το Σχήμα 2.5 περιγράφει αναλογικά τις βασικές διαδικασίες πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. Πρόληψη απόκτησης επιπλέον μάζας Διατήρηση σταθερής μάζας σώματος Αντιμετώπιση συνοδών νόσων παχυσαρκίας Απώλεια πλεονάζουσας μάζας Σχήμα 2.5. Βασικές διαδικασίες πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. ΠΟΥ, Πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας των ενηλίκων Η παχυσαρκία είναι μια σοβαρή μη μεταδοτική νόσος αλλά η εκδήλωσή της μπορεί να αποφευχθεί ή να προληφθεί κυρίως μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής. Τα προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας των ενηλίκων μπορεί να είναι Εθνικά, ομαδικά ή ατομικά και να αφορούν τη βελτίωση της διατροφής, μέσα από αλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά και στον τρόπο ζωής καθώς και μέσω της αύξησης της σωματικής δραστηριότητας του ατόμου. Η εφαρμογή των παραπάνω παρεμβατικών προγραμμάτων είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε ομαδικά μέσα από φορείς υλοποίησης που μπορεί να είναι κάποιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα Διεθνούς ή Ευρωπαϊκής συνεργασίας, το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση, ένα Πανεπιστημιακό ίδρυμα ή ένας μη κερδοσκοπικός επιστημονικός φορέας μπορούν να προσφέρουν τόσο στην πρόληψη εμφάνισης όσο και στην υποστροφή της νόσου της παχυσαρκίας. Πρόσφατα η European Economic and Social Committee (EESC) μέσω της Obesity Check Campaign αναγνώρισε την ανάγκη έκδοσης συστάσεων και οδηγιών με μορφή παρέμβασης για την αντιμετώπιση της επιδημίας της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά η υποστροφή της επιδημίας θα πρέπει να βασιστεί στην κοινωνία. Οι κοινωνικές παρεμβάσεις αφορούν την εκπαίδευση, τους αθλητικούς φορείς και οργανώσεις που ασχολούνται με τη 83

103 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας φυσική δραστηριότητα, τις βιομηχανίες τροφίμων, τις υπηρεσίες υγείας, την αγροτική παραγωγή και τα ΜΜΕ. Σύμφωνα λοιπόν με το Obesity Check Campaign (EESC, 2005) οι προσπάθειες στον τομέα αυτόν θα πρέπει να στοχεύουν στις εξής κατευθύνσεις: i. στην πρόληψη ανάπτυξης πλεονάζουσας μάζας από φυσιολογικά άτομα. ii. στην πρόληψη μετάβασης από την κατάσταση του υπέρβαρου στου παχύσαρκου. iii. στη αναγνώριση των επιμέρους κοινωνικών, πολιτιστικών, φυσικών και δομικών στοιχείων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την αύξηση της μάζας του σώματος. iv. στη συνειδητοποίηση ότι οι μέθοδοι πρόληψης είναι απλούστερες, οικονομικότερες και αποτελεσματικότερες από εκείνες που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της. v. στις μεγάλες δαπάνες που απαιτούνται για την αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού για τη θεραπεία της παχυσαρκίας και των συνοδών της νόσων. vi. στο μικρότερο αριθμό ενηλίκων παχύσαρκων μετά από επιτυχή πρόληψη της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας Πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας Η παχυσαρκία σήμερα μπορεί να ευθύνεται για την κακή φυσική κατάσταση του παιδιού και του εφήβου, να επηρεάζει δυσμενώς τον ψυχισμό του και να αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου νοσηρότητας και πρώιμου θανάτου στην ενήλικη ζωή του, μιας και τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά εξελίσσονται συχνά σε παχύσαρκους ενήλικες. Η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που η κοινωνία θα πρέπει να δει με την πρέπουσα σημασία για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Τα κύρια χαρακτηριστικά που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι: i. η αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς την οποία θα πρέπει να συνηθίσει το παιδί. ii. η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, η οποία βοηθάει στη μείωση των καθιστικών δραστηριοτήτων και στην αύξηση της οργανωμένης και επιστημονικής αθλητικής δραστηριότητας. iii. η ουσιαστική συμμετοχή της οικογένειας τόσο στην πρόληψη όσο και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας του παιδιού και εφήβου iv. ο ρόλος του σχολείου τόσο στη πρόληψη όσο και αντιμετώπιση της νόσου 84

104 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας v. η βοήθεια από ειδικευμένους επιστήμονες τόσο για τα παιδιά και τους εφήβους όσο και για τις οικογένειες τους για την πρόληψη και αντιμετώπιση της επιδημίας της παχυσαρκίας Οι αλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά του παιδιού και του έφηβου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη μείωση της ενεργειακής πρόσληψης, την ποιοτική βελτίωση του προσλαμβανόμενων τροφών, τη μείωση του μεγέθους των μερίδων, την ελαχιστοποίηση των γρήγορων/έτοιμων γευμάτων και την αυξημένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών Οι παραπάνω αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες μειώνουν την αυξημένη ενεργειακή πρόσληψη συμβάλλοντας σημαντικά στην υποστροφή των αιτιών εμφάνισης της παχυσαρκίας που οφείλονται στη διατροφή. Παράλληλα, όπως έχει ήδη αναφερθεί η αλλαγή του τρόπου ζωής των παιδιών και των εφήβων είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη. Η μείωση των καθιστικών δραστηριοτήτων και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας προκαλεί μια αύξηση του ΒΜΡ, αύξηση της μεταβολικής ικανότητας, βελτίωση της σύνθεσης σώματος, ενεργοποίηση της θερμογένεσης, αλλαγές στη μυϊκή μορφολογία και στις βιοχημικές τους αντιδράσεις, αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, βελτίωση των επιπέδων λιπιδίων και λιποπρωτεινών πλάσματος, ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και θετικές ψυχολογικές επιδράσεις στο παιδί και στον έφηβο (Harsa, 1995). Παράλληλα, ο συνδυασμός της αλλαγής διατροφικής συμπεριφοράς και τρόπου ζωής συμβάλει τόσο στην πρόληψη όσο και στη αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Οι παρεμβάσεις αναφορικά με την ποιότητα και τη συχνότητα της σωματικής δραστηριότητας και άσκησης αλλά και με τις αλλαγές στις διατροφικές στάσεις θα πρέπει να ξεκινάνε αρκετά νωρίς στη ζωή του ανθρώπου για να έχουν καλύτερα αποτελέσματα (Boreham et al., 2004). Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου είναι σημαντικός και πολλά παρεμβατικά προγράμματα έχουν στηριχθεί σε αυτά τόσο για την πρόληψη όσο και για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Τα πλεονεκτήματα της επίλυσης προβλημάτων, αξιολόγησης, ελέγχου, αμοιβής, επαίνου και της ανατροφοδότησης που υπάρχουν τόσο στο περιβάλλον της οικογένειας όσο και του σχολείου αυξάνουν το αίσθημα της στήριξης στη δύσκολη προσπάθεια του παιδιού ή του εφήβου για τη διατήρηση της σωματικής του μάζας σε ιδανικά επίπεδα. 85

105 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Πολλές χώρες, αναγνωρίζοντας νωρίς το πρόβλημα που προκαλεί ή που μπορεί να προκαλέσει μελλοντικά η παχυσαρκία στη δημόσια υγεία, έχουν εκδώσει οδηγίες και προτάσεις με σκοπό την πρόληψη και αντιμετώπιση της επιδημίας αυτής. Κυβερνητικοί οργανισμοί και επιστημονικοί φορείς έχουν προτείνει οργανωμένα σχέδια δράσης και συστάσεις με ποικίλα χαρακτηριστικά. Οδηγίες όπως αυτές του προγράμματος Trim and Fit στην Σιγκαπούρη, που βασίστηκε σε κρατική παρέμβαση, στο σχολικό περιβάλλον για αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και βελτίωση της διατροφικής συμπεριφοράς των παιδιών σχολικής ηλικίας, έδωσαν θετικά αποτελέσματα μείωσης του ποσοστού παχυσαρκίας στον ανήλικο πληθυσμό αυτής της χώρας από το 1992 έως το 2000 κατά 2% (Toh, Cutter, Chew, 2002). Στην Ταϊλάνδη το πρόγραμμα Exercise Program for Pre-school Children προσανατολίστηκε στην αύξηση της σωματικής δραστηριότητας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (Mo-Suvan, Pongprapai, Junjana, Puetpaiboon, 1998), ενώ το πρόγραμμα Kiel Obesity Prevention Study στη Γερμανία έκανε παρέμβαση στη βελτίωση των διατροφικών στάσεων και σωματικής δραστηριότητας βασισμένη τόσο στο σχολικό περιβάλλον όσο και στην οικογένεια σε παιδιά ηλικίας 5 ως 7 ετών (Muller, Asbeck, Mast, Langase, Grund, 2001). Στην Ιταλία σε παρεμβατικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε σε παιδιά ηλικίας 3 ως 9 ετών οι δράσεις στηρίχθηκαν στην ηλεκτρονική τεχνολογία και στα Media (Simonetti et al., 1986). Στις ΗΠΑ το πρόγραμμα Planet Health βασίστηκε σε παρεμβάσεις αύξησης της σωματικής δραστηριότητας και αύξησης της πρόσληψης φρούτων και λαχανικών με παράλληλη μείωση των ωρών τηλεθέασης σε παιδιά ηλικίας 11 και 12 ετών (Gortmaker et al., 1999), ενώ παρόμοιο πρόγραμμα παρέμβασης στις ΗΠΑ με τίτλο Dance for Health εφαρμόστηκε σε αγόρια και κορίτσια ηλικίας 10 ως 13 ετών και βασίστηκε στην αύξηση της σωματικής δραστηριότητας μέσω των ρυθμικών και χορευτικών ασκήσεων (Flores, 1995). Το πληρέστερο και πιο πολυπαραγοντικό πρόγραμμα παρέμβασης για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας ήταν το Active Programme Promoting Lifestyle Education in School (APPLES) που εφαρμόστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο σε παιδιά ηλικίας 7 ως 11 ετών (Sahota et al., 2001). Οι τεχνικές παρέμβασης του προγράμματος αυτού αφορούσαν την επιμόρφωση των ΚΦΑ σε θέματα υγείας, τη βελτίωση της ποιότητας των γευμάτων στο σχολείο, κάποιες διαφοροποιήσεις στο πρόγραμμα θεωρητικών μαθημάτων και Φυσικής Αγωγής, αλλαγής των τροφίμων που πωλούνταν στα κυλικεία καθώς και καταγραφή των μη δομημένων δραστηριοτήτων παιχνιδιού των μαθητών/τριων στο σχολικό περιβάλλον. Όλα τα παραπάνω 86

106 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας παρεμβατικά προγράμματα είχαν διάρκεια από 12 εβδομάδες μέχρι ένα χρόνο, ενώ με την εφαρμογή τους τα παιδιά και οι έφηβοι που αποτέλεσαν το δείγμα των παρεμβατικών αυτών προγραμμάτων μείωσαν τα ποσοστά παχυσαρκίας τους και βελτίωσαν την εικόνα του σώματος τους. Στην Ελλάδα το μοναδικό παρεμβατικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε για 6 χρόνια σε 831 παιδιά ηλικίας 6 ετών στην Κρήτη βασίστηκε στο πολυπαραγοντικό μοντέλο ενημέρωσης με σκοπό την αλλαγή του τρόπου ζωής, με προτάσεις υγιεινής διατροφής και αύξησης της σωματικής δραστηριότητας. Η αρχική και τελική μέτρηση του δείγματος έδειξε μικρές θετικές διαφορές στην ομάδα παρέμβασης όσον αφορά τους ανθρωπομετρικούς δείκτες (Manios, Moschandreas, Hatzis, Kafatos, 2002). 87

107 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ 3.1. Σχεδιασμός της μελέτης H γεωγραφική διαστρωμάτωση του πληθυσμού μελέτης εφαρμόστηκε για να καλύψει τις ιδιαιτερότητες ενός ετερογενούς πληθυσμού εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την αντιπροσωπευτικότητα των δειγματικών κοορτών. Παράλληλα, το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού ήταν το κατάλληλο για την επιδημιολογική αυτή μελέτη (Neuman & Bacon, 1997), δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον ερευνητή για γενίκευση των αποτελεσμάτων στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδας. Εκτός της γεωγραφικής διαστρωμάτωσης του πληθυσμού αναφοράς έγινε και διαστρωμάτωση ανά φύλο και ηλικία. Η αφορμή για την εφαρμογή των παραπάνω τεχνικών διαστρωμάτωσης στη μελέτη αυτή ήταν η εκτίμηση της "σύγχυσης", η οποία προκύπτει όταν περισσότερες από μια αιτίες (πχ γεωγραφική περιοχή, φύλο, ηλικία) επηρεάζουν τον πληθυσμό αναφοράς ως προς την παχυσαρκία, ενώ ένας άλλος λόγος που έκανε αναγκαία την χρήση διαστρωμάτωσης στην παρούσα μελέτη ήταν η ανάλυση του μέτρου αποτελέσματος (effect measure modification), που σημαίνει ότι η επιρροή της αιτιολογίας εμφάνισης της παχυσαρκίας θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη σε κάποια στρώματα πληθυσμού σε σχέση με κάποια άλλα (Δημόπουλος, 2004). Για την αποφυγή των λαθών μέτρησης γίνεται αναφορά στις ενότητες των προκαταρκτικών και κυρίων μετρήσεων ενώ ο σχεδιασμός της μελέτης για τη συλλογή και καταγραφή των δεδομένων βασίστηκε τόσο σε μετρήσεις πεδίου όσο και σε στοιχεία που προήλθαν από συμπλήρωση ερωτηματολογίων (Σχήμα 3.1). Έρευνα επιπολασμού παχυσαρκίας Μετρήσεις Ανθρωπομετρικές Αιμοδυναμικές Φυσικής Ικανότητας Ερωτηματολόγια Διχοτομικού τύπου Πολλαπλών επιλογών Σχήμα 3.1. Διάγραμμα σχεδιασμού συλλογής πληροφοριών και δεδομένων της μελέτης 88

108 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου 3.2. Προκαταρκτικές μελέτες Διαδικασία δειγματοληψίας Με κριτήριο τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος που αφορούσαν την κατανομή κατοίκων της Επικράτειας με το δημογραφικό κριτήριο των κατ.km -2 ο πληθυσμός της χώρας κατά την έναρξη της παρούσας μελέτης ήταν 47% μητροπολιτικόςαστικός, 37% ημιαστικός και 16% αγροτικός, (ΕΣΥΕ, 2002). Από τα βιοστατιστικά στοιχεία της Ελλάδας για τη μελέτη αυτή επιλέχθηκε τυχαία "στρώμα" πληθυσμού ανδρών και γυναικών που αντιστοιχούσε στο 30% του συνόλου των κατοίκων που διέμεναν νόμιμα στην Ελλάδα. Ο παραπάνω πληθυσμός ήταν αναλογικά κατανεμημένος σε 20 Νομούς όλων των διοικητικών Περιφερειών της χώρας και αποτέλεσε τον στατιστικό πληθυσμό από τον οποίο θα γινόταν η επιλογή του δείγματος των μαθητών/τριων που θα αποτελούσαν τον πληθυσμό της μελέτης. Στη συνέχεια από το πληθυσμογράφημα του μητροπολιτικού-αστικού πληθυσμού των κατοίκων, των κατοίκων του ημιαστικού και των κατοίκων του αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδας (Πίνακας 3.1) έγινε αναγωγή στο μαθητικό πληθυσμό που αποτέλεσε στατιστικό στρώμα του παραπάνω πληθυσμού με την επιλογή των δημόσιων σχολείων που οι μαθητές/τριες τους θα αποτελούσαν τις μονάδες του πληθυσμού. Πίνακας 3.1. Δημογραφική κατανομή του πληθυσμού μελέτης Περιοχή Κάτοικοι/ανά km 2 Ποσοστό (%) Σύνολο κατοίκων περιοχής Μητροπολιτική-Αστική > κατ.km -2 47% κάτοικοι Ημιαστική κατ.km -2 37% κάτοικοι Αγροτική κατ.km -2 16% κάτοικοι Για την αναλογική διαστρωμάτωση της επιδημιολογικής αυτής μελέτης ελήφθησαν υπόψη: α) το σύνολο του μαθητικού δυναμικού της Επικράτειας το σχολικό έτος 2003, β) ότι το 33,8% των Δημοτικών σχολείων, το 34,7% των Γυμνασίων και το 37,2% των Λυκείων της χώρας, όσον αφορά την συγκέντρωση του σχολικού πληθυσμού, βρίσκονται στο λεκανοπέδιο της Αττικής και γ) η γεωγραφική αντιπροσώπευση των σχολείων ανά ηπειρωτική ή νησιωτική περιοχή (Γεωργιάδου, Κατσή, Πατούνα, Παπακυριακόπουλος, Κουλαιδής, 2003). Κατά την διαδικασία υπολογισμού των σχολείων της μελέτης αποκλείστηκαν τα Εσπερινά, Μουσικά, Εκκλησιαστικά, Μειονοτικά, σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας και Αθλητικά Γυμνάσια και Λύκεια καθώς και τα ΤΕΕ-ΕΠΑΛ λόγω της έντονης διαφοροποίησης των μαθητών/τριων τους ως προς τα κινητικά πρότυπα συμπεριφοράς, της διαφοροποίησης του εβδομαδιαίου 89

109 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου προγράμματος διδασκαλίας του μαθήματος της Φ.Α. καθώς και λόγω της μεγάλης διακύμανσης της ηλικίας που θα αποτελούσε απειλή για την ομοιογένεια του δείγματος. Η ηλικιακή αφετηρία του πληθυσμού μελέτης ήταν αυτή των 8 ετών, που οριοθετεί την έναρξη της 3 ης ηλικιακής κατηγορίας στις μελέτες της παιδικής παχυσαρκίας (1 η 0-4 ετών, 2 η 4-8 ετών, 3 η 8-12 ετών), η οποία καλύπτει την ηλικία ανάκτησης του λίπους (adiposity rebound). Οι ηλικιακές ομάδες που σχηματίστηκαν με τη διαστρωμάτωση του μαθητικού πληθυσμού από τα σχολεία των αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών της Ελλάδας αναφέρονται στο Πίνακα 3.2. Οι μονάδες του πληθυσμού κάθε γεωγραφικής περιοχής ανεξάρτητα από ηλικία και βαθμίδα εκπαίδευσης αποτέλεσαν την κάθε κοορτή (cohort) που η διαστρωματική τους ανάλυση (stratification) θα έδινε τον επιπολασμό της παχυσαρκίας του ανήλικου πληθυσμού της Ελλάδας (Τριχόπουλος, 2002). Πίνακας 3.2. Κατανομή του πληθυσμού μελέτης ανά ηλικία σε σχέση με το ποσοστό του δημογραφικού κριτηρίου της περιοχής του σχολείου κατοικίας Περιοχή Ηλικία (έτη) Αστική (54%) Ημιαστική (30%) Αγροτική (16%) Σύνολο Ν=3546 N=1909 N=1082 N= Πληθυσμός μελέτης Το σύνολο του πληθυσμού της μελέτης ήταν τρεις χιλιάδες εξακόσιοι εξήντα επτά (3667) μαθητές και μαθήτριες από την Γ Δημοτικού ως την Γ Λυκείου. Από τον πληθυσμό αυτό εκατόν είκοσι εννιά (129) μαθητές/τριες (3,6% επί του συνόλου) αρνήθηκε να συμμετάσχει στη μελέτη, απουσίαζε λόγω ασθένειας ή τραυματισμού ή δεν ολοκλήρωσε τις μετρήσεις και γι αυτό το λόγο δεν καταγράφηκε. Τα κριτήρια εξαίρεσης των μονάδων από τον πληθυσμό μελέτης ήταν: α) ο διαγνωσμένος θυρεοειδής (υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός) που ως πάθηση θα προκαλούσε δευτεροπαθείς μεταβολές της σωματικής μάζας των 90

110 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου μαθητών/τριων, β) τα καρδιαγγειακά, νεφρικά ή σοβαρά μυοσκελετικά προβλήματα, ενώ γ) καταγράφηκαν αλλά εξαιρέθηκαν οι μαθητές/τριες με ελαφράς μορφής νοητική στέρηση που φοιτούσαν στις ειδικές τάξεις κανονικών σχολείων. Επίσης, καταγράφηκαν αλλά δεν αξιολογήθηκαν εξήντα τρείς (63) μαθητές/τριες ηλικίας μικρότερης των 8 ετών καθώς και πενήντα οκτώ (58) μαθητές/τριες ηλικίας μεγαλύτερης των 18 ετών. Παράλληλα, στην παρούσα μελέτη καταγράφηκαν και υπολογίστηκαν δεδομένα αλλοδαπών μαθητών/τριων από οικογένειες οικονομικών μεταναστών που διέμεναν στην Ελλάδα. Για την εξουδετέρωση των συγχυτών και την ανάδειξη της αιτιακής σχέσης της παχυσαρκίας στο σύνολο του πληθυσμού καθώς και για την αποφυγή συστηματικού σφάλματος έγινε ατομική εξομοίωση (individual matching), επιλέγοντας όμοια άτομα στις ίδιες περίπου αναλογίες για τη διαμόρφωση των κοορτών του δείγματος. Εφαρμόζοντας την κατά συστάδες δειγματοληψία (cluster sampling) μετρήθηκαν και καταγράφηκαν όλοι οι μαθητές/τριες κάθε σχολείου που είχε επιλεγεί προς μελέτη, επιλέγοντας και σχολεία που φοιτούσαν αλλοδαποί ή μαθητές/τριες από οικογένειες οικονομικών μεταναστών. Έτσι, ο τελικός πληθυσμός μελέτης ήταν τρείς χιλιάδες πεντακόσιοι σαράντα έξι (3546) μαθητές/τριες (1759 αγόρια & 1787 κορίτσια) και από τις δυο βαθμίδες της εκπαίδευσης. Από αυτούς οι χίλιοι εξακόσιοι εξήντα έξι (1637) ήταν μαθητές/τριες των Γ ως ΣΤ τάξεων των Δημοτικών αντιπροσώπευαν το 0,42% του μαθητικού δυναμικού των Δημοτικών σχολείων της Ελλάδας (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β), οι χίλιοι εκατόν τριάντα έξι (1136) ήταν μαθητές/τριες Γυμνασίων και οι επτακόσιοι εβδομήντα τρεις (773) μαθητές/τριες Γενικών Λυκείων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ) αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα το 0,33% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού των δημόσιων Γυμνασίων και Γενικών Λυκείων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα παραπάνω ποσοστά ο πληθυσμός μελέτης, σε σχέση με τον συνολικό μαθητικό πληθυσμό της χώρας μας ήταν κατάλληλος πληθυσμιακά, ενώ η ετερογένεια του πληθυσμού έκανε επιτακτική την ανάγκη πραγματοποίησης της μελέτης σε πληθυσμό αυτού του μεγέθους. Επιπλέον, το σύνολο των μαθητών/τριων ήταν ποσοτικά το κατάλληλο για την επιδημιολογική αυτή μελέτη, δίνοντας την δυνατότητα για γενίκευση των αποτελεσμάτων της μελέτης στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδας (Neuman & Bacon, 1997). Οι ηλικιακές κατηγορίες (έτη) του πληθυσμού μελέτης και η κατανομή τους ανά φύλο παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.3, ενώ η κατανομή του ανά διοικητική Περιφέρεια και Νομό της Ελλάδας αναγράφονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α. 91

111 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Πίνακας 3.3. Πληθυσμός μελέτης ανά φύλο και ηλικιακή κατηγορία Ηλικία (έτη) Φύλο Σύνολο Αγόρι Κορίτσι Ν=1759 Ν=1787 Ν= Χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μελέτης Η μελέτη αυτή διεξήχθη το διάστημα από 29/ ως 11/5/2005 σε δέκα εννέα (19) Δημοτικά σχολεία, δεκατρία (13) Γυμνάσια και οκτώ (8) Γενικά Λύκεια της Επικράτειας (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ). Λόγω του ότι το σύνολο των μετρήσεων και καταγραφών θα πραγματοποιείτο σε περιβάλλον σχολείου υποβλήθηκε φάκελος αίτησης για έγκριση διεξαγωγής μελέτης αρχικά στους τομείς Φυσικής Αγωγής και Αγωγής Υγείας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και εν συνεχεία στη Διεύθυνση Σπουδών Α/θμιας Εκπαίδευσης (Τμήμα Β, Αγωγής Υγείας & Περιβαλλοντικής Αγωγής) και Διεύθυνση Σπουδών Β/θμιας Εκπαίδευσης (Τμήμα Α ) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι εγκρίσεις χορηγήθηκαν στον ερευνητή μετά από γνωμοδότηση του Τμήματος Ερευνών Τεκμηρίωσης και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Πράξη 12/2003) και αρ.πρωτ.:88683/γ7/22/8/2003 ΥΠΕΠΘ, Τμήμα Β Αγωγής Υγείας & Περιβαλλοντικής Αγωγής και Αρ.Πρωτ /Γ2/19/8/2003, Διεύθυνση Σπουδών Δ/θμιας Εκπ/σης, Τμήμα Α του ΥΠΕΠΘ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Η). Για την υλοποίηση της μελέτης αρχικά πραγματοποιήθηκε μια επίσκεψη ανά σχολικό συγκρότημα για συνάντηση με το Διευθυντή/τρια και ενημέρωση των Επιστημόνων Φυσικής Αγωγής του κάθε σχολείου για τον σκοπό της μελέτης. Η διάρκεια της επιτόπιας πειραματικής φάσης στο δείγμα των μαθητών/τριων ανά τάξη ή τμήμα ήταν 2-3 διδακτικές ώρες, σε 2 διαδοχικές ημέρες, και πραγματοποιείτο κατά την διάρκεια του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής (2 διδακτικές ώρες) ή της Ολυμπιακής Παιδείας (1 διδακτική ώρα). 92

112 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου 3.4. Δημιουργία ερωτηματολογίων Σε μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακές μελέτες πολλά προσωπικά δεδομένα συλλέγονται με τη χρήση ερωτηματολογίων. Ο έλεγχος εγκυρότητας του κάθε ερωτηματολογίου γίνεται εξετάζοντας το μέγεθος της συμφωνίας με άλλα αξιόπιστα όργανα μέτρησης. Για την διερεύνηση της συντρέχουσας εγκυρότητας (concurrent validity) ενός οργάνου αξιολόγησης σωματικής δραστηριότητας και τρόπου ζωής γίνεται σύγκριση των δεδομένων που καταγράφει το ερωτηματολόγιο, με αξιόπιστα όργανα μέτρησης, όπως η χρήση αισθητήρων κίνησης και καταγραφής της καρδιακής συχνότητας, ισότοπο doubly labeled water ή μέτρηση της ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης. Οι μέτριες ή υψηλές συσχετίσεις των περισσοτέρων ερωτηματολογίων καταγραφής του τρόπου ζωής και της σωματικής δραστηριότητας αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι η έμμεση αξιολόγηση των παραπάνω μεταβλητών μέσω του ερωτηματολογίου χαρακτηρίζονται από την απαιτούμενη ερευνητική εγκυρότητα (Ross, 1989; Kolbe, 1990; Aaron et al., 1995). Αντίθετα, η διερεύνηση της διατροφικής συμπεριφοράς μέσω ερωτηματολογίου περιέχει κινδύνους γιατί δεν υπάρχει έγκυρος και εύκολος τρόπος καταγραφής της ημερήσιας διατροφής σε ατομικό επίπεδο. Η χρήση της προσωπικής συνέντευξης, της ημερήσιας διατροφικής καταγραφής (food record) και η χημική ανάλυση του κάθε τροφίμου εφαρμόζονται κυρίως σε μικρής κλίμακας ή εργαστηριακές μελέτες στις οποίες απαιτείται η ποιοτική ανάλυση της τροφής. Σε επιδημιολογικές μελέτες και κυρίως σε πληθυσμούς ανηλίκων είναι πολύ δύσκολο σε κάθε μονάδα του δείγματος να εφαρμοστεί άμεση ημερήσια διατροφική καταγραφή, με αποτέλεσμα η χρήση της έμμεσης καταγραφής των διατροφικών πληροφοριών που προσφέρει το ερωτηματολόγιο να κρίνεται απαραίτητη γνωρίζοντας ότι η συγκλίνουσα εγκυρότητα του είναι χαμηλότερη. Παράλληλα, η αποκλίνουσα εγκυρότητα (discriminant validity) λόγω των χαμηλών συσχετίσεων που παρατηρούνται σε μελέτες στάθμισης ερωτηματολόγιου σε σχέση με την άμεση καταγραφή, μειώνει την εγκυρότητα της κλίμακας μέτρησης της ποιοτικής καταγραφής των δεδομένων αλλά όχι της ποσοτικής καταγραφής της διατροφικής συμπεριφοράς που απαιτείται σε μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακές μελέτες (Field et al., 1999) και επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεγάλης κλίμακας μελέτες. Για τη συμπλήρωση ποσοτικών στοιχείων χρήσιμων στην αναζήτηση των αιτιών εμφάνισης της παχυσαρκίας στα παιδιά και στους εφήβους σχολικής ηλικίας στη Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν δυο ερωτηματολόγια αξιολόγησης σωματικής δραστηριότητας και τρόπου 93

113 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου ζωής, καθώς και ένα ερωτηματολόγιο μητέρας για την αξιολόγηση του ρόλου της οικογένειας αλλά και ειδικότερα του ρόλου της μητέρας στον επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Σε κάθε μονάδα του πληθυσμού μελέτης αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν συνολικά τα δεδομένα που προέκυψαν από την συμπλήρωση των ερωτηματολογίων μαθητή/τριας και μητέρας. Η επιλογή του σχεδιασμού της μνημονικής ανάκλησης (recall) των υποκλιμάκων για τα παραπάνω ερωτηματολόγια έγινε γιατί η τεχνική αυτή πλεονεκτεί τόσο σε αντικειμενικότητα όσο και σε αξιοπιστία, λόγω της καταγραφής στοιχείων που αφορούν μικρότερο χρονικό διάστημα (time-frame), άρα και ευκολία απάντησης έναντι της μεθόδου καταγραφής συχνότητας ερωτηματολογίου σε ετερογενή και ποικιλομορφίες πληθυσμό. Επιπλέον, για να συμπληρώνονται οι ερωτήσεις γρήγορα από μεγάλο αριθμό απαντητών, τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη αυτή σχεδιάστηκαν να είναι μικρά, εύχρηστα, περιεκτικά και υποχρεωτικά ανώνυμα ακολουθώντας το άρθρο 13 του Ν. 2472/97 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα. Το ερωτηματολόγιο μαθητών/τριων Δημοτικών περιλάμβανε ονομαστικές ερωτήσεις που αποτελούνταν από διχοτομικές ερωτήσεις (π.χ. ναι-όχι), αλλά και ερωτήσεις τακτικής κλίμακας Likert (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ). Το ερωτηματολόγιο μοιράστηκε για συμπλήρωση μόνο σε αγόρια και κορίτσια της Ε και ΣΤ τάξης των Δημοτικών σχολείων. Η χρήση αυτού του ερωτηματολογίου έδινε συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τη διατροφή, τη σωματική δραστηριότητα και τον τρόπο ζωής από τους μαθητές/τριες ηλικίας 11 και 12 ετών. Η διατύπωση των 31 ερωτήσεων έγινε με λέξεις και όρους γνωστούς στα παιδιά και με ερωτήσεις σωστά διατυπωμένες που κυρίως κατέγραφαν ποσοτικές πληροφορίες. Επίσης, οι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου αυτού δεν ήταν ασαφείς ή αφηρημένες και δεν περιείχαν αρνητικά διατυπωμένες έννοιες. Οι 17 ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ήταν διχοτομικού τύπου και οι υπόλοιπες 14 ερωτήσεις ήταν κλειστής μορφής κλίμακας Likert με στόχο να απαντώνται ευκολότερα από μεγάλο αριθμό απαντητών. Οι 12 ερωτήσεις της υποκλίμακας της διατροφικής συμπεριφοράς, οι 3 ερωτήσεις της υποκλίμακας της αντίληψης προθέσεων και εαυτού, οι 8 ερωτήσεις της υποκλίμακας της κινητικής συμπεριφοράς και οι 8 ερωτήσεις της υποκλίμακας στάσης του τρόπου ζωής αναγράφονται στο ερωτηματολόγιο/κλίμακα που ακολουθεί και που με μικρές διαφοροποιήσεις μοιράστηκε στους μαθητές/τριες των Δημοτικών σχολείων της μελέτης. Το ερωτηματολόγιο και οι κλίμακες καταγραφής στάσεων και συμπεριφορών αναγράφονται παρακάτω. 94

114 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Ερωτήσεις Απαντήσεις Κλίμακα Έχεις ενημερωθεί σχετικά με την υγιεινή διατροφή ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά Τις τελευταίες 4 ημέρες πόσες φορές πήρες πρωινό καμία, 1-2, 3-4 Διατροφική συμπεριφορά πριν το σχολείο κάθε μέρα Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες στο σχολείο φαγητό ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά που ετοίμασε η μητέρα σου από το σπίτι Τις τελευταίες 4 ημέρες αγόρασες τρόφιμα από το ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά κυλικείο του σχολείου Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες πάνω από 3 φρούτα ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά την ημέρα Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά λαχανικά ή πράσινες σαλάτες Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά δημητριακά Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και μια φορά ένα ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά ποτήρι γάλα Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έτοιμα χάμπουργκερ, ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά άσπρες σάλτσες, πατατάκια, γαριδάκια, κρουασάν ή άλλα σνακ Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και ένα ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά ανθρακούχο αναψυκτικό Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τις πριν τις 9μμ Διατροφική συμπεριφορά ημέρες του σχολείου μεταξύ 9 και 10μμ Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Σε ποια προσωπικότητα θα ήθελες περισσότερο να μοιάσεις μετά τις 10μμ πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ πατέρα μητέρα δάσκαλο/α φίλο/η αθλητή/τρια ηθοποιό τραγουδιστή/τρια κανέναν Διατροφική συμπεριφορά Αντίληψη προθέσεων Είσαι ικανοποιημένος/η με την εικόνα του σώματος ΝΑΙ ΟΧΙ Αντίληψη εαυτού σου Τις τελευταίες 4 ημέρες πήγες και επέστρεψες είτε με ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά τα πόδια είτε με ποδήλατο στο σχολείο Τις τελευταίες 4 ημέρες ασχολήθηκες τον ελεύθερο ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά χρόνο σου με παιχνίδι κίνησης Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες στον ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά ελεύθερο χρόνο σου συστηματικά με αθλητισμό σε κάποιο σύλλογο Τους τελευταίους 12 μήνες πλήρωσες για την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου ΝΑΙ ΟΧΙ Εσωτερική παρακίνηση Τι ζητάς περισσότερο από την αθλητική γύμναση του σώματος Εσωτερική παρακίνηση δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου διασκέδαση γνωριμίες Με ποιους προτιμάς να μοιράζεσαι την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου γονείς αδέρφια φίλους συναθλητές κανέναν Εσωτερική παρακίνηση Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες σε κάποια ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά αθλητική δραστηριότητα οργανωμένη από το σχολείο σου Τις τελευταίες 4 ημέρες έπαιξες σε ώρες εκτός ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά γυμναστικής (Φ.Α.) στο σχολείο Θα ήθελες να κάνεις περισσότερες ώρες γυμναστική ΝΑΙ ΟΧΙ Αντίληψη προθέσεων (Φ.Α.) την εβδομάδα στο σχολείο Πόσες ώρες την ημέρα χρειάζεσαι, συνήθως, για να λιγότερες από Στάση τρόπου ζωής διαβάσεις τα μαθήματα του σχολείου περισσότερες από 5 Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνεις συνήθως για καμία Στάση τρόπου ζωής φροντιστήρια μαθημάτων, ξένων γλωσσών, μουσικής ή υπολογιστών περισσότερες από 5 Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις, συνήθως, τηλεόραση καμία , Στάση τρόπου ζωής 95

115 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου τις ημέρες του σχολείου περισσότερες από 5 Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις συνήθως τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες καμία περισσότερες από 5 Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον καμία υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του περισσότερες από 5 σχολείου Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τις μέρες του σχολείου Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες καμία περισσότερες από 5 λιγότερες από περισσότερες από 8 λιγότερες από περισσότερες από 8 Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Το ερωτηματολόγιο μαθητών/τριων που μοιράστηκε στους μαθητές/τριες των Γυμνασίων και Γενικών Λυκείων αποτελούνταν από διχοτομικές ερωτήσεις (π.χ. ναι-όχι), αλλά και ερωτήσεις τακτικής κλίμακας Likert (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε). Το ερωτηματολόγιο ζητήθηκε να συμπληρωθεί από έφηβους και των δύο φύλων ηλικίας 12 ως 18 ετών. Η διατύπωση των 35 ερωτήσεων έγινε με ορολογία ανάλογη για μαθητές/τριες που φοιτούν στο Γυμνάσιο και στο Γενικό Λύκειο ενώ, οι ερωτήσεις ήταν διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο και σειρά για να καταγράφουν κυρίως ποσοτικά αλλά και κάποια ποιοτικά στοιχεία της κάθε μονάδας του πληθυσμού μελέτης. Οι ερωτήσεις της κλίμακας αυτής δεν ήταν ασαφείς ή αφηρημένες και δεν περιείχαν αρνητικά διατυπωμένες έννοιες. Οι 21 ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ήταν διχοτομικού τύπου, ενώ οι υπόλοιπες 14 είναι κλειστής μορφής κλίμακας Likert. Ο σκοπός της δημιουργίας αυτού του ερωτηματολογίου ήταν να συλλέξει τόσο ποσοτικά δεδομένα σχετικά με την διατροφή και τον τρόπο ζωής, όσο και να καταγράψει τόσο ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για την σωματική δραστηριότητα των εφήβων σχολικής ηλικίας. Οι 12 ερωτήσεις της υποκλίμακας της διατροφικής συμπεριφοράς, οι 3 ερωτήσεις της υποκλίμακας αντίληψης προθέσεων και εαυτού, οι 9 ερωτήσεις της υποκλίμακας της κινητικής συμπεριφοράς, οι 3 ερωτήσεις της υποκλίμακας της εσωτερικής παρακίνησης και οι 8 ερωτήσεις της υποκλίμακας της στάσης του τρόπου ζωής αναγράφονται στο ερωτηματολόγιο που ακολουθεί και που με μικρές διαφοροποιήσεις μοιράστηκε στους μαθητές/τριες σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην μελέτη. 96

116 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Το ερωτηματολόγιο και οι κλίμακες καταγραφής στάσεων και συμπεριφορών αναγράφονται παρακάτω. Ερωτήσεις Απαντήσεις Κλίμακα Έχεις ενημερωθεί σχετικά με την υγιεινή διατροφή ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά Τις τελευταίες 4 ημέρες πόσες φορές πήρες πρωινό καμία κάθε μέρα Διατροφική συμπεριφορά πριν το σχολείο Τις τελευταίες 4 ημέρες αγόρασες τρόφιμα από το ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά κυλικείο του σχολείου Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες πάνω από 3 φρούτα ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά την ημέρα Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά λαχανικά ή πράσινες σαλάτες Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά δημητριακά Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και μια φορά ένα ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά ποτήρι γάλα Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έτοιμα χάμπουργκερ ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά,άσπρες σάλτσες, πατατάκια, γαριδάκια, κρουασάν ή άλλα σνακ Τις τελευταίες 4 ημέρες κατανάλωσες έστω και μια ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά φορά ένα ποτήρι αλκοολούχο ποτό Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και ένα ανθρακούχο αναψυκτικό ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τις ημέρες του σχολείου πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ Διατροφική συμπεριφορά Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Σε ποια προσωπικότητα θα ήθελες περισσότερο να μοιάσεις μετά τις 10μμ πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ πατέρα μητέρα δάσκαλο/α φίλο/η αθλητή/τρια ηθοποιό τραγουδιστή/τρια κανέναν Διατροφική συμπεριφορά Αντίληψη προθέσεων Είσαι ικανοποιημένος/η με την εικόνα του σώματος ΝΑΙ ΟΧΙ Αντίληψη εαυτού σου Τις τελευταίες 4 ημέρες πήγες και επέστρεψες είτε με ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά τα πόδια είτε με ποδήλατο στο σχολείο Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες στον ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά ελεύθερο χρόνο σου συστηματικά με αθλητισμό σε κάποιο σύλλογο Τους τελευταίους 12 μήνες πλήρωσες για την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου ΝΑΙ ΟΧΙ Εσωτερική παρακίνηση Τι ζητάς περισσότερο από την αθλητική γύμναση του σώματος Εσωτερική παρακίνηση δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου διασκέδαση γνωριμίες Με ποιους προτιμάς να μοιράζεσαι την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου γονείς αδέρφια φίλους συναθλητές κανέναν Εσωτερική παρακίνηση Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες σε κάποια ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά αθλητική δραστηριότητα οργανωμένη από το σχολείο σου Θα ήθελες να κάνεις περισσότερες ώρες γυμναστική ΝΑΙ ΟΧΙ Αντίληψη προθέσεων (Φ.Α.) την εβδομάδα στο σχολείο Τις τελευταίες 4 ημέρες έπαιξες σε ώρες εκτός ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά γυμναστικής (Φ.Α.) στο σχολείο Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά έκανες μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας τουλάχιστον 20min Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά έκανες μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας 20-30min Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά 97

117 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου έκανες μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας μεγαλύτερης των 30min Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες έντονη άσκηση διάρκειας τουλάχιστον 20min Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min Πόσες ώρες την ημέρα χρειάζεσαι, συνήθως, για να διαβάσεις τα μαθήματα του σχολείου Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνεις συνήθως για φροντιστήρια μαθημάτων, ξένων γλωσσών, μουσικής ή υπολογιστών Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις, συνήθως, τηλεόραση τις ημέρες του σχολείου Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις συνήθως τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τις μέρες του σχολείου Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά λιγότερες από περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία , περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 λιγότερες από περισσότερες από 8 λιγότερες από 6 6-8, περισσότερες από 8 Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Στάση τρόπου ζωής Κάθε μαθητής/τριας που φοιτούσε από την Ε Δημοτικού ως την Γ Λυκείου παρέδωσε στον ερευνητή ένα ερωτηματολόγιο (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ) που ζητήθηκε να συμπληρώσει η φυσική του μητέρα και να επιστραφεί την επόμενη μέρα έτσι ώστε να επισυναφθεί στην αντίστοιχη καρτέλα δεδομένων και στο δικό του συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο. Σε περίπτωση που η φυσική μητέρα του παιδιού δεν ήταν δυνατό να συμπληρώσει το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο ο φυσικός πατέρας ή ο/η κηδεμόνας του μαθητή/τριας ζητήθηκε να συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο μητέρας. Οι 28 ερωτήσεις της κλίμακας αυτής κατέγραφαν σημαντικές πληροφορίες για το μαθητή/τρια, όπως η μάζα γέννησης, η πρόωρη ή τελειόμηνη κύηση της φυσικής μητέρας του παιδιού ή εφήβου, η διάρκεια θηλασμού του συγκεκριμένου παιδιού, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, τα σωματικά χαρακτηριστικά μελών της συγκεκριμένης οικογένειας καθώς και διατροφικές στάσεις και συμπεριφορές της οικογένειας. Οι 19 ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ήταν διχοτομικού τύπου, οι 8 ήταν κλειστής μορφής κλίμακας Likert και 1 ερώτηση που αναφερόταν στην μάζα γέννησης του παιδιού ή εφήβου που αποτέλεσε την μονάδα μελέτης ήταν ανοικτής μορφής. Οι 13 ερωτήσεις κατέγραφαν γενικές πληροφορίες για το παιδί/έφηβο που συμμετέχει στην μελέτη και τους γονείς του, οι 11 ερωτήσεις κατέγραφαν στάσεις και προθέσεις συμπεριφοράς της μητέρας, η 1 ερώτηση κατέγραφε στάση συμπεριφοράς πατέρα και οι 3 ερωτήσεις κατέγραφαν στάσεις 98

118 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου συμπεριφοράς παιδιού και μητέρας. Οι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου μητέρας αναγράφονται παρακάτω. Ερωτήσεις Απαντήσεις Κλίμακα Είναι το παιδί σας στην οικογένεια: μοναχοπαίδι 1 ο 2 ο 3 ο 4 ο 5 o Γενικών στοιχείων Είχατε πρόωρη γέννηση στο παιδί που σας έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων Μάζας γέννησης παιδιού που σας Συμπλήρωση ποιοτικής μεταβλητής Γενικών στοιχείων έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο (gr) Διάρκεια θηλασμού του παιδιού που σας έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο (μήνες): καθόλου λιγότερο από περισσότερο απο12 Γενικών στοιχείων Γνωρίζετε αν το παιδί σας έχει το κανονικό για την ηλικία του βάρος τώρα ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων Ήσασταν εργαζόμενη από την ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων γέννηση του παιδιού σας ως την ηλικία των 6 ετών Εργάζεστε με πλήρες ωράριο ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων εργασίας τώρα Υπήρχε βοήθεια στο μεγάλωμα του παιδιού από την γέννηση του ως την ηλικία των 6 ετών ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων Αν ΝΑΙ τότε περισσότερο από ποιον: σύζυγο γιαγιά-παππού νταντά Γενικών στοιχείων ιδιωτικό βρεφικό σταθμό κρατικό βρεφικό σταθμό ιδιωτικό νηπιακό σταθμό κρατικό νηπιακό σταθμό ιδιωτικό νηπιαγωγείο δημόσιο νηπιαγωγείο Γραμματικές γνώσεις μητέρας απόφοιτη Δημοτικού απόφοιτη Γενικών στοιχείων Γυμνασίου απόφοιτη Λυκείου απόφοιτη ΙΕΚ απόφοιτη ΤΕΙ- Πανεπιστημίου Γραμματικές γνώσεις πατέρα απόφοιτος Δημοτικού απόφοιτος Γενικών στοιχείων Γυμνασίου απόφοιτος Λυκείου απόφοιτος ΙΕΚ απόφοιτος ΤΕΙ- Πανεπιστημίου Υπάρχει, κατά την εκτίμηση σας εσείς σύζυγος 1 ο παιδί 2 ο παιδί Γενικών στοιχείων έστω και ένας υπέρβαρος ή παχύσαρκος στην οικογένεια σας: 3 ο παιδί 4 ο παιδί κανένας Έχει δυσκολίες ύπνου το παιδί σας ΝΑΙ ΟΧΙ Γενικών στοιχείων Κάνατε τις τελευταίες 7 ημέρες, κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα διάρκειας τουλάχιστον 20min Έκανε ο σύζυγος σας τις τελευταίες 7 ημέρες, κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα διάρκειας τουλάχιστον 20min Υπάρχει τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο του παιδιού σας Ενθαρρύνετε το παιδί σας να έχει κάποιας μορφής σωματική δραστηριότητα τον ελεύθερο χρόνο του ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Κινητική συμπεριφορά πατέρα ΝΑΙ ΟΧΙ Συμπεριφορά μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας 99

119 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Ακολουθείτε την Ελληνική κουζίνα για την διατροφή της οικογένειας σας Υπάρχει σταθερός και εβδομαδιαίος προγραμματισμός στην διατροφή της οικογένειας σας Υπάρχει ποικιλία τροφίμων στα καθημερινά σας γεύματα Λαμβάνεται υπόψη την γνώμη του παιδιού σας για την διατροφή της οικογένειας Παρακολουθεί τηλεόραση το παιδί σας την ώρα του γεύματος ή του δείπνου Ελέγχετε στις ετικέτες τροφίμων τις πληροφορίες που δίνονται για τα συσκευασμένα προϊόντα Επηρεάζεστε από τις διαφημίσεις που προβάλουν προϊόντα διατροφής Πόσες φορές τις τελευταίες 7 ημέρες το παιδί σας έφαγε έτοιμο φαγητό εστιατορίου εντός σπιτιού Πόσες φορές τις τελευταίες 7 ημέρες το παιδί σας έφαγε έτοιμο φαγητό εστιατορίου εκτός σπιτιού Επιβραβεύετε την καλή συμπεριφορά ή επιτυχία του παιδιού σας προσφέροντας του το αγαπημένο του φαγητό ή τρόφιμο Τιμωρείτε την κακή συμπεριφορά του παιδιού σας στερώντας του το αγαπημένο του φαγητό ή τρόφιμο ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Στάση τρόπου ζωής παιδιού-μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Διατροφική συμπεριφορά μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας καμία καμία Διατροφική συμπεριφορά μητέραςπαιδιού Διατροφική συμπεριφορά μητέραςπαιδιού ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας ΝΑΙ ΟΧΙ Προθέσεις συμπεριφοράς μητέρας Στάθμιση ερωτηματολογίων Για τη στάθμιση των ερωτηματολογίων αρχικά έγινε ο έλεγχος εγκυρότητας της μετάφρασης αξιολογώντας τόσο την εγκυρότητα προσώπου (face validity) όσο και την εγκυρότητα περιεχομένου (content validity) της κάθε υποκλίμακας των ερωτηματολογίων. Οι ερωτήσεις της κάθε υποκλίμακας μεταφράστηκαν στην Ελληνική γλώσσα από τον ερευνητή, ενώ ταυτόχρονα έγινε και μετάφραση των ερωτήσεων της κάθε υποκλίμακας του Ελληνικού ερωτηματολογίου από την Ελληνική γλώσσα στην Αγγλική από πτυχιούχο καθηγητή Αγγλικής φιλολογίας για να ελεγχθεί ο βαθμός συμφωνίας με τις πρωτότυπες εκδόσεις (backtranslation procedure). Ο έλεγχος αξιοπιστίας των τριών ερωτηματολογίων ανάκλησης μαθητή/τριας Δημοτικού, μαθητή/τριας Γυμνασίου και Γενικού Λυκείου καθώς και μητέραςκηδεμόνα μαθητή/τριας έγινε στο ίδιο δείγμα με την μέθοδο εξέτασης-επανεξέτασης (testretest). Το δείγμα των τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων (434) μαθητών/τριων που χρησιμοποιήθηκε στην προκαταρκτική μελέτη στάθμισης και ελέγχου αξιοπιστίας των συγκεκριμένων κλιμάκων (Bland & Altman, 1999), άγγιξε το 17% του συνόλου του δείγματος 100

120 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου της κύριας μελέτης μιας και ο αριθμός τόσο των μαθητών/τριων όσο και των μητέρων/κηδεμόνων που θα συμπλήρωναν ερωτηματολόγια στην κύρια μελέτη ήταν της τάξης των δυο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων (2834). Οι μαθητές/τριες και οι μητέρες/κηδεμόνες τους που συμμετείχαν στην προκαταρκτική μελέτη στάθμισης των ερωτηματολογίων δεν συμπεριελήφθησαν στον τελικό πληθυσμό της κύριας μελέτης. Για την μέτρηση της εσωτερικής συνέπειας (internal consistency) των ερωτηματολογίων, που αφορά την ομοιογένεια των απαντήσεων στα ερωτήματα εφαρμόστηκε η ανάλυση αξιοπιστίας (reliability analysis), ενώ για τον έλεγχο της δομικής εγκυρότητας (construct validity) των ερωτηματολογίων χρησιμοποιήθηκε η παραγοντική ανάλυση κλιμάκων. Η μέθοδος ελέγχου της παραγοντικής εγκυρότητας (factorial validity) ήταν η ανάλυση κύριων αξόνων (principal component analysis) και σύμφωνα με το κριτήριο του Kaiser επιλέχθηκαν οι παράγοντες που είχαν ιδιοτιμές (eigenvalues) μεγαλύτερες της μονάδας. Τα ερωτηματολόγια των μαθητών/τριων μοιράστηκαν την ίδια μέρα, σε δυο διαφορετικές διδακτικές ώρες με διαφορετική σειρά ερωτήσεων σε μαθητές/τριες οκτώ σχολείων από τρεις περιοχές της Ελλάδας. Το ερωτηματολόγιο του μαθητή/τριας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης συμπληρώθηκε από διακόσια τριάντα τρία (233) παιδιά (127 αγόρια & 106 κορίτσια) τεσσάρων Δημοτικών σχολείων. Οι πρωτότυπες ερωτήσεις για τη δημιουργία των υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου μελέτης των μαθητών/τριων των δυο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού σχολείου προήλθαν από τα έγκυρα και σταθμισμένα ερωτηματολόγια NCYFS II (Ross, 1989) και PYPARQ (Aaron et al., 1995) για την αξιολόγηση της σωματικής και καθιστικής δραστηριότητας και του τρόπου ζωής. Παράλληλα, τα ερωτηματολόγια του RSEI (Rosenberg, 1979) και FFQ (Field et al., 1999) έδωσαν τις πρωτότυπες ερωτήσεις για την καταγραφή προθέσεων συμπεριφοράς και στάσεων της προσωπικότητας καθώς και ερωτήσεις που κατέγραφαν την διατροφική συμπεριφορά του παιδιού. Τα αποτελέσματα του ελέγχου της εσωτερικής συνέπειας των παραγόντων του ερωτηματολογίου έδωσαν υψηλούς δείκτες αξιοπιστίας με τις τιμές α του Cronbach να κυμαίνονται από 0.74 ως Δείκτες εσωτερικής συνέπειας του ερωτηματολογίου για τις υποκλίμακες α) κινητική συμπεριφορά=0.87 β) διατροφική συμπεριφορά=0.86 γ) στάση τρόπου ζωής=

121 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Η παραγοντική ανάλυση επιβεβαίωσε την ύπαρξη των τριών παραγόντων με ιδιοτιμή μεγαλύτερη του 1 που ερμηνεύουν το 52,1% της συνολικής διακύμανσης. Η τελική στατιστική επεξεργασία των παραγόντων του ερωτηματολογίου μείωσε τις ερωτήσεις από 37 σε 31. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δομή του ερωτηματολογίου μελέτης σε σημαντικό βαθμό συμφωνεί με την παραγοντική δομή των πρωτότυπων εκδόσεων και μπορεί να θεωρηθεί ένα έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο καταγραφής και αξιολόγησης της σωματικής δραστηριότητας, του τρόπου ζωής και των διατροφικών συνηθειών των παιδιών έντεκα και δώδεκα ετών στην Ελλάδα. Παράλληλα, το ερωτηματολόγιο του μαθητή/τριας Γυμνασίων και Λυκείων συμπληρώθηκε από διακόσιους έναν (201) έφηβους (109 αγόρια & 92 κορίτσια) τριών Γυμνασίων. Οι πρωτότυπες ερωτήσεις για τη δημιουργία των υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου μελέτης των μαθητών/τριων του Γυμνασίου και Λυκείου προήλθαν από τα έγκυρα και σταθμισμένα ερωτηματολόγια YRBS (Kolbe, 1990) για την αξιολόγηση της σωματικής και καθιστικής δραστηριότητας και του τρόπου ζωής. Παράλληλα, τα σταθμισμένα ερωτηματολόγια του RSEI (Rosenberg, 1979) και FFQ (Field et al, 1999) έδωσαν τις πρωτότυπες ερωτήσεις για την καταγραφή προθέσεων συμπεριφοράς και στάσεων της προσωπικότητας καθώς και ερωτήσεις που κατέγραφαν την διατροφική συμπεριφορά των εφήβων. Τα αποτελέσματα του ελέγχου της εσωτερικής συνέπειας των παραγόντων του ερωτηματολογίου έδωσαν υψηλούς δείκτες αξιοπιστίας με τις τιμές α του Cronbach να κυμαίνονται από 0.75 ως Δείκτες εσωτερικής συνέπειας του ερωτηματολογίου για τις υποκλίμακες α) κινητική συμπεριφορά=0.86 β) διατροφική συμπεριφορά=0.83 γ) στάση τρόπου ζωής=0.75 Η παραγοντική ανάλυση επιβεβαίωσε την ύπαρξη των τριών παραγόντων που ερμηνεύουν το 57,8% της συνολικής διακύμανσης. Οι συντελεστές πολλαπλής συσχέτισης μιας μεταβλητής με τις υπόλοιπες μεταβλητές του ερωτηματολογίου (communalities) κυμάνθηκαν σε υψηλό επίπεδο (0.58 ως 0.86), εκτός των ερωτημάτων 14 και 18 που εμφάνισαν τιμές 0.45 και 0.46 αντίστοιχα. Τέλος, οι φορτίσεις των τριών παραγόντων ήταν ικανοποιητικές από 0.43 ως Η τελική στατιστική επεξεργασία των παραγόντων του ερωτηματολογίου μείωσε τις ερωτήσεις από 37 σε 35. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δομή του ερωτηματολογίου σε 102

122 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου σημαντικό βαθμό συμφωνεί με την παραγοντική δομή των πρωτότυπων εκδόσεων οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι το ερωτηματολόγιο αυτό είναι ένα έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο καταγραφής και αξιολόγησης της κινητικής δραστηριότητας, του τρόπου ζωής και των διατροφικών συνηθειών των εφήβων στην Ελλάδα. Τέλος, στο δείγμα της προκαταρκτικής μελέτης μοιράστηκε και το ερωτηματολόγιο μητέρας/κηδεμόνα και ζητήθηκε να συμπληρωθεί από τις φυσικές μητέρες ή κηδεμόνες του κάθε μαθητή/τριας. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τον έλεγχο της αξιοπιστίας της κλίμακας ήταν η εξέταση-επανεξέταση στο ίδιο δείγμα του ίδιου ερωτηματολογίου αλλά με διαφορετική σειρά ερωτήσεων και με συμπλήρωση του με διαφορά μιας ημέρας. Οι πρωτότυπες ερωτήσεις για την δημιουργία της υποκλίμακας των γενικών στοιχείων που αφορούν το παιδί/έφηβο του ερωτηματολογίου μητέρας προήλθαν από το έγκυρο και σταθμισμένο ερωτηματολόγιο NCYFS II (Ross, 1989). Παράλληλα, η διατροφική, κινητική και καθιστική δραστηριότητα της φυσικής μητέρας ή κηδεμόνα και του πατέρα ή κηδεμόνα προήλθαν από την κλίμακα IPAQ (Booth, 2000), ενώ το ερωτηματολόγιο KPAS (Ainsworth, Sternfeld, Richardson, Jackson, 2000) έδωσε τις πρωτότυπες ερωτήσεις για στάσεις και αντιλήψεις προθέσεων που σχετίζονται με την διατροφή του παιδιού και της οικογένειας. Ο έλεγχος αξιοπιστίας και επαναληπτικότητας έγινε με τον συντελεστή συσχέτισης Ιntra-class correlation (ICC) δίνοντας τιμές στην εξέταση-επανεξέταση από 0.95 ως 0.99 για τις υποκλίμακες του Ελληνικού ερωτηματολογίου. Για τον έλεγχο της δομικής εγκυρότητας του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε η παραγοντική ανάλυση κλιμάκων που έδωσε τρείς παράγοντες με ιδιοτιμή μεγαλύτερη του 1 ερμηνεύοντας το 53,1% της συνολικής διακύμανσης. Όπως τα προηγούμενα έτσι και αυτό το ερωτηματολόγιο μητέρας/κηδεμόνα βρέθηκε να είναι ένα έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο καταγραφής και αξιολόγησης δεδομένων σχετικών με την βρεφική ζωή του μαθητή/τριας, του τρόπου ζωής, της σωματικής δραστηριότητας των γονέων και των διατροφικών συνηθειών τόσο της οικογένειας όσο και των παιδιών και των εφήβων στην Ελλάδα. 103

123 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου 3.5. Κύριες διαδικασίες μέτρησης Συμπλήρωση ερωτηματολογίων Το σύνολο των μαθητών/τριων που συμμετείχαν στην κύρια μελέτη κλήθηκαν να συμπληρώσουν, στο περιβάλλον της τάξης τους, τα ερωτηματολόγια σε χρόνο 10 ως 15min. Κατά την διάρκεια της συμπλήρωσης των ανώνυμων ερωτηματολογίων του μαθητή/τριας ο ερευνητής έλυνε απορίες και έδινε τις απαραίτητες διευκρινήσεις, όπου αυτό απαιτείτο, για την σωστή συμπλήρωση της κλίμακας μελέτης. Με την ολοκλήρωση της συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου μοιραζόταν στον κάθε μαθητή/τρια το ερωτηματολόγιο μητέρας με την οδηγία να δοθεί για συμπλήρωση στη φυσική μητέρα ή κηδεμόνα τους και να επιστραφεί την επόμενη διδακτική ώρα που το συγκεκριμένο τμήμα θα ολοκλήρωνε το πρωτόκολλο μέτρησης. Κάθε καρτέλα δοκιμαζόμενου προσδιοριζόταν από ένα σειριακό αριθμό που επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση στα δεδομένα της κάθε μονάδας του πληθυσμού σε περίπτωση ελέγχου ή ανάκτησης πρόσθετων δεδομένων Ανθρωπομετρικές μετρήσεις Σε όλους τους μαθητές και μαθήτριες που συμμετείχαν στη μελέτη αυτή αξιολογήθηκαν ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά για την καταγραφή τόσο της ολικής όσο και της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. Συστήθηκε στους μαθητές/τριες που συμμετείχαν στη μελέτη να αποφύγουν πριν τις μετρήσεις την πρόσληψη πολυθερμικού φαγητού και την πραγματοποίηση υψηλής έντασης παιχνιδιού ή άσκησης. Μετρήθηκαν η σωματική μάζα, το ανάστημα, η περίμετρος της κοιλιάς και η περίμετρος του ισχίου. Το ανάστημα μετρήθηκε χωρίς παπούτσια, σε όρθια στάση με τα πόδια ενωμένα. Οι φτέρνες, οι γλουτοί και οι ωμοπλάτες ήταν σε επαφή με τοίχο, ενώ οι ώμοι ήταν σε οριζόντια θέση και τα χέρια στο πλάι. Η σωστή θέση του κεφαλιού εξασφαλίστηκε με έλεγχο της καθετότητας του επιπέδου Frankfort (το νοητό επίπεδο που διέρχεται από το κατώτερο όριο της κοιλότητας του ματιού και από την εντομή πάνω από το αυτί). Η μέτρηση του ύψους από όρθια θέση έγινε από την κορυφή του κεφαλιού με φορητό αναστημόμετρο με ακρίβεια μέτρησης 1mm. Η σωματική μάζα μετρήθηκε με ζυγαριά ακριβείας με τα προς μελέτη άτομα να ζυγίζονται χωρίς παπούτσια και με ελαφρά ρούχα (t-shirt και αθλητική φόρμα). Οι μετρήσεις της περιμέτρου κοιλιάς και ισχίου έγιναν με ακρίβεια χιλιοστού (mm) με ειδική μη ελαστική μετροταινία. Η μέτρηση της περιμέτρου της κοιλιάς έγινε σε όρθια θέση τοποθετώντας τη μεζούρα πάνω από τον ομφαλό στην κοιλιακή προεξοχή μεταξύ του θωρακικού κλωβού και 104

124 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου της κορυφής της λαγόνιας ακρολοφίας, στο τέλος εκπνοής. H περίμετρος του ισχίου μετρήθηκε σε όρθια θέση με τα πόδια κλειστά στο ανώτερο σημείο των τροχαντήρων, τοποθετώντας τη μεζούρα περιφερειακά από κάθε μείζονα τροχαντήρα. Υπολογίστηκαν ο ΔΜΥ διαιρώντας την σωματική μάζα προς το ύψος, ο ΔΜΣ διαιρώντας τα κιλά της σωματικής μάζας προς το τετράγωνο του ύψους (kg.m -2 ), ο δείκτης Rohrer διαιρώντας τα κιλά της σωματικής μάζας προς το ύψος στον κύβο (kg.m -3 ) ως δείκτης πυκνότητας σώματος, δηλαδή πόση λιπώδης μάζα υπάρχει στη μονάδα όγκου του σώματος και ο λόγος περιμέτρων κοιλιάς/ισχίου (WHR). Στα παιδιά και τους εφήβους ο ΔΜΣ χρησιμοποιείται ως διαγνωστικό εργαλείο κατάταξης του σωματικού λίπους και σχετίζεται με την ηλικία και φύλο. Από τις μετρήσεις των περιμέτρων κοιλιάς και ισχίου καθώς και από τον λόγο περιμέτρου κοιλιάς/ισχίου καταγράφηκε η κεντρική παχυσαρκία χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ταξινόμησής της, αφού δεν έχουν παρουσιαστεί νόρμες σύγκρισης των παραπάνω δεικτών που να κατατάσσουν τα παιδιά και τους εφήβους ανάλογα με τις τιμές τους. Για την αξιολόγηση της σχετικής σύνθεσης του σώματος και της ολικής περιεκτικότητάς του σε λίπος ως δείκτης κατανομής του λίπους χρησιμοποιήθηκε η έγκυρη και αξιόπιστη μέθοδος της μέτρησης σύστασης σώματος των δερματοπτυχών. Στην παρούσα μελέτη μετρήθηκε το εύρος των πτυχών του τρικέφαλου βραχιόνιου και του γαστροκνημίου από την δεξιά πλευρά του σώματος. Οι τιμές που καταγράφηκαν από τις πτυχές του τρικέφαλου βραχιόνιου και γαστροκνημίου με την χρήση εξισώσεων: % ΣΛ= x ΣSF + 1 (για τα αγόρια) % ΣΛ= x ΣSF (για τα κορίτσια) όπου ΣSF=άθροισμα δερματοπτυχών τρικέφαλου + γαστροκνημίου, έδωσαν το ποσοστό (%) του σωματικού λίπους στον πληθυσμό μελέτης (Slaughter et al., 1988). Για την απομόνωση της κάθε δερματοπτυχής τραβήχτηκε ελαφρώς με το δείκτη και τον αντίχειρα το σημείο μέτρησης ώστε να ξεχωρίσει το υποδόριο λίπος από το δέρμα. Για τον υπολογισμό της δερματοπτυχής του τρικέφαλου βραχιόνιου το ανατομικό σημείο μέτρησης ορίστηκε το μέσο της απόστασης μεταξύ ακρώμιου και ωλέκρανου στην οπίσθια επιφάνεια ενώ, για τον υπολογισμό της δερματοπτυχής του γαστροκνημίου ο/η εξεταζόμενος από την όρθια θέση τοποθέτησε το δεξί πόδι πάνω σε μια καρέκλα ώστε να σχηματίζει το γόνατο ορθή γωνία. Η δερματοπτυχή μετρήθηκε από την εσωτερική επιφάνεια στη μέγιστη περιφέρεια. 105

125 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Αιμοδυναμικές μετρήσεις Η αρτηριακή πίεση στην παρούσα μελέτη μετρήθηκε όχι για την διάγνωση της ιδιοπαθούς αρτηριακής υπέρτασης, η οποία απαιτεί τρείς διαδοχικές μετρήσεις σε τρείς διαφορετικές ημέρες για την κάθε μονάδα δείγματος, αλλά για τη σημειακή αξιολόγηση της συστολικής και διαστολικής πίεσης. Οι μαθητές/τριες ενημερώθηκαν από τον ερευνητή για τη μέτρηση που θα ακολουθήσει και τους συστήθηκε πριν την αιμοδυναμική μέτρηση να αποφύγουν τη λήψη σκευασμάτων που περιέχουν καφεΐνη, πολυθερμικού φαγητού και την συμμετοχή τους σε υψηλής έντασης παιχνίδι ή άσκηση. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στους μαθητές/τριες έγινε μετά την συμπλήρωση του ερωτηματολογίου, χρονικού διαστήματος πλήρους ανάπαυσης 15min, σε ώρες από τις 10π.μ. ως τις 12π.μ σε περιβάλλον δωματίου θερμοκρασίας ο C Πρωτόκολλο μέτρησης αρτηριακής πίεσης Ο κάθε εξεταζόμενος/η μετρήθηκε σε καθιστή θέση, με το δεξί χέρι ακουμπισμένο και την κοιλότητα του αντιβραχίου στο ύψος της καρδιάς. Η επιλογή του δεξιού χεριού έγινε για αποφευχθεί η στένωση της υποκλειδίου αρτηρίας, κάτι που συμβαίνει στην βραχιόνια μέτρηση της αρτηριακής πίεσης από το αριστερό χέρι και που μερικές φορές οδηγεί σε περίπου 20mmHg αύξηση της τιμής της αρτηριακής πίεσης. Η κεφαλή του στηθοσκοπίου τοποθετήθηκε περίπου 2cm πάνω από την κοιλότητα του αντιβραχίου επί της βραχείας αρτηρίας, ενώ το πλάτος της περιχειρίδας είχε διαστάσεις στο 40% της περιμέτρου βραχίονα της κάθε μονάδας δείγματος. O πρώτος ήχος Korotkoff καταγράφηκε ως συστολική πίεση και ο πέμπτος ήχος Korotkoff καταγράφηκε ως διαστολική πίεση. Στον πληθυσμό μελέτης η αρτηριακή πίεση μετρήθηκε 3 φορές από τον ίδιο εξεταστή, σύμφωνα με τις τελευταίες εγκεκριμένες οδηγίες, και καταγράφηκε ο μέσος όρος της δεύτερης και τρίτης μέτρησης (NHHLBI, 1998). Αν οι δυο τελευταίες μετρήσεις παρουσίαζαν διαφορά συστολικής πίεσης >10mmHg ή διαστολικής πίεσης >5mmHg γίνονταν και άλλες δυο μετρήσεις με τουλάχιστον 1min διαφορά μεταξύ των μετρήσεων. Σε περιπτώσεις αδυναμίας καταγραφής της διαστολικής πίεσης λόγω του ότι ο πέμπτος Korotkoff ήχος δεν ακουγόταν, η μέτρηση επαναλαμβανόταν με μικρότερη πίεση της κεφαλής του στηθοσκοπίου στον βραχίονα του παιδιού ή εφήβου. Σε περιπτώσεις που ο ερευνητής ήθελε να επιβεβαιώσει μετρήσεις συστολικής ή διαστολικής πίεσης που είχαν υποψία λάθους στη μέτρηση επαναλάμβανε στην αρχή της επόμενης ερευνητικής συνεδρίας τη μέτρηση, ακολουθώντας όμοιο με της αρχικής 106

126 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου μέτρησης πρωτόκολλο. Το πιεσόμετρο που χρησιμοποιήθηκε για τις μετρήσεις των μαθητών/τριων Γυμνασίου-Λυκείου ήταν αναλογικό σφυγμομανόμετρο, περιχειρίδα με αεροθάλαμο με κούμπωμα αυτοκόλλητης ταινίας και βαλβίδα ελεγχόμενης διέλευσης αέρα. Για τις μετρήσεις της συστολικής και διαστολικής πίεσης των μαθητών/τριων Δημοτικού χρησιμοποιήθηκε ίδιου τύπου πιεσόμετρο με μεταβλητά μεγέθη περιχειρίδας από 5x19.8cm ως 8x13cm ανάλογα με την ηλικία καλύπτοντας το 80% της περιμέτρου βραχίονα του κάθε μαθητή/τριας. Οι τιμές της ΣΑΠ και ΔΑΠ που ορίζουν την αυξημένη αρτηριακή πίεση έγινε μέσω της ανάλυσης συχνοτήτων (frequencies) με κριτήριο για τιμές αυξημένης αρτηριακής πίεσης στην 95 η εκατοστιαία θέση των ΣΑΠ και ΔΑΠ αντίστοιχα του συνόλου του πληθυσμού μελέτης Δοκιμασίες φυσικής ικανότητας Για την πληρέστερη καταγραφή του προφίλ της φυσικής και κινητικής ικανότητας των μαθητών/τριων όλες οι μονάδες του πληθυσμού μελέτης εκτέλεσαν δύο υπαίθριες δοκιμασίες της δέσμης μετρήσεων EUROFIT (EUROFIT, 1992) Οι πρακτικές δοκιμασίες της μελέτης πραγματοποιήθηκαν μια φορά για κάθε εξεταζόμενο μαθητή/τρια σε παρόμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες (18-23 ο C). Όλοι οι δοκιμαζόμενοι συμμετείχαν στις πρακτικές δοκιμασίες υποχρεωτικά με αθλητική περιβολή, ενώ συστήθηκε στους μαθητές/τριες που συμμετείχαν στη μελέτη να αποφύγουν πριν τις μετρήσεις την πρόσληψη πολυθερμικού φαγητού και την πραγματοποίηση υψηλής έντασης παιχνιδιού ή άσκησης. Οι δοκιμασίες που πραγματοποιήθηκαν στη μελέτη αυτή ήταν α) οι αναδιπλώσεις κορμού στα 30s, και β) το τεστ ταχύτητας-επιδεξιότητας των 10x5m. α) άρσεις κορμού από την ύπτια κατάκλιση: τεστ αξιολόγησης της δύναμης και αντοχής στη δύναμη των κοιλιακών μυών. Η μέτρηση της δύναμης και αντοχής των κοιλιακών είναι πολύ σημαντικός δείκτης για την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης σε παιδιά και ενήλικες. Η δοκιμασία έχει υψηλό δείκτη αξιοπιστίας ο οποίος κυμαίνεται από 0.57 ως 0.93 για έφηβους και των δυο φύλων (Saftit, & Wood, 1987) και 0.83 για νέους (Tsigilis, Douda, Tokmakidis, 2002). Αντίθετα, μόνο μια μελέτη έχει ελέγξει την εγκυρότητα της δοκιμασίας χρησιμοποιώντας ως δοκιμασία αναφοράς το ισοκινητικό δυναμόμετρο (Hall, Heltzler, Weltman, 1992). Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης έδειξαν χαμηλή εγκυρότητα στο τεστ των άρσεων του κορμού από την ύπτια κατάκλιση κυρίως λόγω του ότι η ταχύτητα εκτέλεσης στο δυναμόμετρο ήταν 15 ο /s η οποία δεν προσομοιάζει με την ταχύτητα εκτέλεσης του τεστ 107

127 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου άρσεις κορμού από την ύπτια κατάκλιση, η οποία φτάνει σε o /s (Sparling, Millard- Stafford, Snow, 1997). Το τεστ αυτό εκτός από την δέσμη μετρήσεων του EUROFIT υπάρχει και σε άλλες δέσμες δοκιμασιών όπως του National Youth Physical Fitness (NYPF) που παρουσιάστηκε το 1995 στις ΗΠΑ και του AAHPERD. Από τους μαθητές/τριες ζητήθηκε να εκτελέσουν όσες περισσότερες αναδιπλώσεις μπορούσαν σε χρόνο 30s. Οι αναδιπλώσεις εκτελέστηκαν πάνω σε στρώμα γυμναστικής από την ύπτια κατάκλιση, μέχρι το μέτωπο να φτάσει στα γόνατα, που ήταν ενωμένα και λυγισμένα στις 90. Τα πέλματα ήταν σταθερά και ενωμένα (κράτημα από βοηθό) και οι παλάμες ακουμπούσαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού στο ύψος των αυτιών, ενώ οι αγκώνες έβλεπαν προς τα έξω. Για εξοικείωση με τη δοκιμασία όλοι οι δοκιμαζόμενοι έκαναν 1-2 υποβοηθούμενες από τον ερευνητή αναδιπλώσεις με σκοπό την κατανόηση και διόρθωση της άσκησης. Στην δοκιμασία αυτή για την αξιολόγηση της μυϊκής αντοχής του κορμού καταγράφθηκε ο μέγιστος αριθμός επαναλήψεων στα 30s. β) παλίνδρομο τρέξιμο 10Χ5m: τεστ αξιολόγησης της ταχύτητας και επιδεξιότητας. Αποτελεί ενεργό χαρακτηριστικό τόσο της μη δομημένης όσο και της οργανωμένης κινητικής δραστηριότητας των παιδιών και εφήβων σχολικής ηλικίας με υψηλή (0.86) επαναληπτικότητα και αξιοπιστία (Tsigilis, Douda, Tokmakidis, 2002). Το σύνολο του δείγματος κατά την εκτέλεση της δοκιμασίας χρονομετρήθηκε με χρονόμετρο χειρός καταγραφής ενδιάμεσων χρόνων. Οι μαθητές/τριες σε μορφή αγώνα, με σκοπό την επίτευξη της μέγιστής τους ταχύτητας και απόδοσης, ξεκινούσαν την δοκιμασία τρέχοντας ανά τρεις την απόσταση των 5m με δέκα φορές παλινδρόμηση. Από το τεστ αυτό καταγράφηκε ο χρόνος που χρειάστηκε κάθε μονάδα του δείγματος για να διανύσει την απόσταση των 50m. Το τεστ πραγματοποιήθηκε σε καθαρό αντιολισθητικό δάπεδο στο οποίο η απόσταση των 5m μετρήθηκε με μετροταινία και οριοθετήθηκε με αυτοκόλλητη ταινία και κώνους. Για εξοικείωση με τη δοκιμασία όλοι οι ασκούμενοι έκαναν μια παλινδρόμηση 10m (2x5m) με σκοπό την κατανόησή της. Οι επιδόσεις των μαθητών/τριων που δεν έληγαν σε 0 στο δεύτερο δεκαδικό τους στρογγυλοποιήθηκαν στο αμέσως επόμενο μεγαλύτερο δέκατο του δευτερολέπτου. Έτσι αν ένα παιδί/έφηβος κατά την εκτέλεση της δοκιμασίας 10 παλινδρομήσεων των 5m είχε επίδοση 19.65s η καταγραφή του χρόνου ήταν 19.7s, (ΣΕΓΑΣ, 2003). 108

128 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Καρτέλα καταγραφής δεδομένων Τα στοιχεία που αρχικά κατεγράφησαν στον πληθυσμό μελέτης ήταν δημογραφικά (αστική-ημιαστική-αγροτική). Στοιχεία που αφορούσαν την κατάσταση υγείας της κάθε μονάδας κατεγράφησαν στην καρτέλα μελέτης, αφού αναζητήθηκαν πληροφορίες από τα δελτία υγείας των μαθητών/τριων σε συνεργασία με τον ΕΦΑ/ΚΦΑ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Θ). Για τη χώρα καταγωγής ή προέλευσης των γονέων και των μαθητών/τριων που συμμετείχαν στην μελέτη, με σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα, ελήφθησαν στοιχεία από τις ατομικές καρτέλες των φοιτούντων στο κάθε σχολείο. Από τους παράγοντες κινδύνου για την υγεία που εμφανίζονται λόγω της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην παρούσα μελέτη μετρήθηκε η αρτηριακή πίεση (παράγων κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις), ενώ καταχωρήθηκαν ως ενδοκρινικά προβλήματα υγείας ο διαγνωσμένος διαβήτης τύπου 2 και ο νεανικός διαβήτης τύπου 1 (Lobstein, Baur, Uauy, 2004). Στη συνέχεια το σύνολο των μετρήσιμων δεδομένων του κάθε μαθητή/τριας ηλικίας οκτώ έως δεκαοκτώ ετών (Γ Δημοτικού έως Γ Λυκείου) συμπληρώθηκαν σε μια ατομική καρτέλα. Η μελέτη αυτή κατέταξε τον πληθυσμό ως κανονικής μάζας, υπέρβαρο και παχύσαρκο με βάση τους πίνακες και τα κατώφλια του ΔΜΣηλικία της IOTF (Πίνακας 3.4), καταγράφοντας και υπολογίζοντας το σημειακό επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διαγράμματα της IOTF για την ταξινόμηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων της μελέτης έγινε με βάση τον ΔΜΣ-ηλικία ως προς το φύλο με αναγωγή των ορίων ΔΜΣ υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας ενηλίκων, ο υπολογισμός των ελλειποβαρών και παθολογικά παχύσαρκων μαθητών/τριων της 2 ης παιδικής ηλικίας (8-9.9 ετών), της προεφηβικής ( ετών), της 1 ης εφηβικής ( ετών) και 2 ης εφηβικής ηλικίας (15-18 ετών) έγινε αντίστοιχα με βάση τους πίνακες του ΔΜΣ για Ευρωπαϊκό πληθυσμό ενηλίκων που προτάθηκε από το International Dietary Energy Consultative Group (James, Ferro-Luzzi, Waterlow, 1988). Έτσι, με κριτήριο τον παραπάνω πίνακα η λιποσαρκία για τις ηλικίες οκτώ ως δώδεκα ετών ορίστηκε όταν ο ΔΜΣ του παιδιού είναι μικρότερος του 14.8kg.m -2 για τα αγόρια και 14.65kg.m -2 για τα κορίτσια που αντιστοιχεί σε τιμές ΔΜΣ< στο 3% του δείγματος αυτής της ηλικιακής ομάδας της μελέτης. Παράλληλα, η λιποσαρκία για τα αγόρια ηλικίας δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών ορίστηκε όταν ο ΔΜΣ είναι μικρότερος του 15kg.m -2 για τα αγόρια και 14.8kg.m -2 για τα κορίτσια. Παράλληλα, η υπερβολική παχυσαρκία ορίστηκε όταν οι μονάδες του δείγματος είχαν τιμές ΔΜΣ>31kg.m

129 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου για τις ηλικίες οκτώ ως δώδεκα ετών και τιμές ΔΜΣ>35kg.m -2 για τους έφηβους ηλικίας δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών και για τα δύο φύλα με τις παραπάνω τιμές να αντιστοιχούν σε τιμές ΔΜΣ> του 97% του δείγματος της μελέτης αυτής Πίνακας 3.4. Ταξινόμηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών και κοριτσιών με βάση τον ΔΜΣηλικία. (Cole et al., BMJ, 2000). Ηλικία Υπέρβαρα Αγόρια Κορίτσια Παχύσαρκα Αγόρια Κορίτσια

130 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Όργανα μέτρησης i) Ψηφιακός ζυγός δαπέδου SECA 770 Œ μέγιστου μετρήσιμου βάρους 200kg διαβάθμισης ανά 100gr ii) Φορητό αναστημόμετρο SECA 208 Œ με διαστάσεις μέτρησης από cm και διαβάθμιση 1mm iii) Δερματοπτυχόμετρο Harpenden HSK-BI Œ /93/42/EEC της Lafayette iv) Μετροταινία (Myotape, AccuFitness) v) Στηθοσκόπιο 3M Littmann Dual Stethoscope vi) Πιεσόμετρο FOCAL FC-101, Bunkyo, KY-Tokyo, Japan vii) Χρονόμετρο ψηφιακό χεριού CASIO Lap time S361 Œ Λάθη μέτρησης Ο έλεγχος αξιοπιστίας στις ανθρωπομετρικές και αιμοδυναμικές μετρήσεις έγινε στο δείγμα των τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων (434) μαθητών/τριων της προκαταρκτικής μελέτης που χρησιμοποιήθηκε για τη στάθμιση των ερωτηματολογίων. Το σύνολο του δείγματος αντιπροσώπευε το 12,4% του πληθυσμού της κύριας μελέτης και ήταν κατάλληλο από πλευράς μεγέθους για τον έλεγχο των συντελεστών επαναληπτικότητας και αξιοπιστίας των μετρήσεων (Foster, 1980). Σε όλες τις καταγραφές μάζας, ύψους και περιμέτρων πραγματοποιήθηκαν 2 μετρήσεις ανά μονάδα δείγματος, ενώ όπου υπήρχαν αποκλίσεις ή διαφορές στις παραπάνω μετρήσεις γινόταν και 3 η μέτρηση με καταγραφή του μέσου όρου των 3 μετρήσεων. Για τη μέτρηση των δερματοπτυχών πραγματοποιήθηκαν 3 μετρήσεις σε κυκλική σειρά σε κάθε μαθητή/τρια και ως τελική τιμή υπολογίστηκε η μέση τιμή τους. Για τις αιμοδυναμικές μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν από 3 ως 4 καταγραφές της αρτηριακής πίεσης, ανάλογα με το βαθμό ευκολίας καταγραφής ή τις πιθανές αποκλίσεις των τιμών πίεσης στους μαθητές/τριες και καταγράφηκε ο μέσος όρος της 2 ης και 3 ης μέτρησης. Το Ιntra λάθος στον ίδιο ερευνητή για τη μέτρηση των δερματοπτυχών αξιολογήθηκε με την μέθοδο της εξέτασης-επανεξέτασης στο ίδιο δείγμα διακοσίων εξήντα τεσσάρων (264) μαθητών/τριων δύο Δημοτικών σχολείων (108 ο Αθηνών & Παμφίλων Λέσβου). Οι μετρήσεις επανελήφθησαν σε δυο συνεχείς σχολικές ημέρες με το ίδιο πρωτόκολλο μέτρησης και εξοπλισμό. Στην πρώτη μέτρηση η πτυχή του τρικέφαλου καταγράφηκε με μέση τιμή 19.4±7.8mm, ενώ στη δεύτερη μέτρηση από τον ίδιο ερευνητή η μέση τιμή μετρήθηκε στο 19.1±7.9mm. Η διαφορά για την πτυχή του τρικέφαλου ήταν 0.3mm, με την Ιntra ερευνητή 111

131 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου αξιοπιστία να είναι 99,3% για την μέτρηση της συγκεκριμένης πτυχής. Αντίστοιχα, στην πρώτη μέτρηση η πτυχή του γαστροκνημίου καταγράφηκε με μέση τιμή 19.4±7.8mm, ενώ στη 2 η μέτρηση από τον ίδιο ερευνητή η μέση τιμή της πτυχής μετρήθηκε στο 19.7±7.9mm Η διαφορά, για την πτυχή του γαστροκνημίου ήταν -0.27mm με την Ιntra ερευνητή αξιοπιστία να είναι 99,7% για την μέτρηση της συγκεκριμένης πτυχής. Ο Inter ή μεταξύ ερευνητών έλεγχος αξιοπιστίας έγινε σε δείγμα διακοσίων ενενήντα τριών (293) μαθητών/τριων ενός Γυμνασίου (1 ο Γυμνάσιο Γαλατσίου) και ενός Γενικού Λυκείου (8 ο Γενικό Λύκειο Καλλιθέας). Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στο παραπάνω δείγμα την ίδια μέρα και ώρα από δυο ερευνητές με το ίδιο πρωτόκολλο μετρήσεων. Οι ανθρωπομετρικές και αιμοδυναμικές μετρήσεις πραγματοποιούνταν εναλλάξ από κάθε ερευνητή σε κάθε μαθητή/τρια με την εξής σειρά: μάζα, ύψος, περίμετρος κοιλιάς, περίμετρος ισχίου, συστολική αρτηριακή πίεση και διαστολική αρτηριακή πίεση. Οι διαφορές μεταξύ των δυο ερευνητών ήταν για την σωματική μάζα 102gr με συντελεστή αξιοπιστίας 0.99 και για το ύψος από όρθια θέση οι διαφορές ήταν 168mm με συντελεστή αξιοπιστίας Επίσης, για την περίμετρο κοιλιάς οι διαφορές ήταν 178mm με συντελεστή αξιοπιστίας 0.97 και για την περίμετρο ισχίου 188mm με συντελεστή αξιοπιστίας Τέλος, για την συστολική αρτηριακή πίεση και για την διαστολική αρτηριακή πίεση οι διαφορές μεταξύ των ερευνητών ήταν 1.88mmHg με συντελεστή αξιοπιστίας 0.94 και 1.08mmHg με συντελεστή αξιοπιστίας 0.89 αντίστοιχα Στατιστική ανάλυση Για τον έλεγχο της τυχαιότητας του δείγματος στις αναλογικές ποσοτικές μεταβλητές εφαρμόστηκε το κριτήριο των ροών (Runs) με ορισμό στατιστικού μέτρου που θα διχοτομήσει τις τιμές της κάθε μεταβλητής στην διάμεσο (median). Λόγω του ότι οι τιμές των προς αξιολόγηση μεταβλητών παρουσίαζαν μεγάλη διασπορά στον έλεγχο τυχαιότητας του δείγματος ο ακριβής υπολογισμός των ζητούμενων πιθανοτήτων έγινε με την τεχνική προσομοίωσης Επακριβώς (exact). Επίσης, για τον έλεγχο της αλληλεξάρτησης μεταξύ των φυσιολογικών, ανθρωπομετρικών, αιμοδυναμικών και αθλητικών μετρήσεων από τον ερευνητή που έγιναν σε διαφορετική χρονική σειρά για κάθε σχολείο μελέτης όπως και για την ενίσχυση της αρχικής υπόθεσης της τυχαίας δειγματοληψίας εφαρμόστηκε η τεχνική της αυτοσυσχέτισης (autocorrelation). Ο έλεγχος της παρατηρούμενης συνάρτησης αθροιστικής κατανομής των μεταβλητών και αν αυτή συμπίπτει με την κανονική έγινε με την εφαρμογή 112

132 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου του τεστ των Kolmogorov-Smirnof. Παράλληλα, η γραφική τεχνική αναζήτησης της κανονικής κατανομής, με παραμέτρους τη μέση τιμή (location) και την τυπική απόκλιση (scale), στη κάθε μεταβλητή και ο εντοπισμός ασυμμετρίας και ακραίων τιμών των συνεχών μεταβλητών βασίστηκε στο πιθανοθεωρητικό γράφημα P-P. Ο αλγόριθμος του Van De Waerden επιλέχθηκε για την εκτίμηση της αθροιστικής συνάρτησης αξιολογώντας τις τιμές της παρατηρούμενης αθροιστικής συχνότητας (άξονας των x), και της αθροιστικής συχνότητας της υποτιθέμενης κατανομής που ακολουθεί η κάθε προς εξέταση μεταβλητή (άξονας των y). Για τον έλεγχο της καλής προσαρμογής της διχοτομικής μεταβλητής του φύλου εφαρμόστηκε η δυωνιμική τεχνική (Binomial test) με σκοπό να αξιολογηθεί αν οι παρατηρούμενες συχνότητες απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες αναμενόμενες μιας δυωνιμικής κατανομής. Η περιγραφική στατιστική εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό του μέσου όρου (mean), της τυπικής απόκλισης (standard deviation), της ελάχιστης (minimum) και μέγιστης τιμής (maximum), της διάμεσου τιμής (median), του τυπικού σφάλματος (standard error) καθώς και του εύρους τιμών (range) όλων των ποσοτικών μεταβλητών. Η περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε στην παρούσα μελέτη ήταν α) ποσοστά (frequencies) και επικρατούσα τιμή (mode) για τις κατηγορικές μεταβλητές, β) ανάλυση συχνοτήτων και διάμεσος (median) για την μεταβλητή διάταξης της ταξινόμησης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, γ) το εύρος, ο μέσος όρος και η τυπική απόκλιση για την μεταβλητή διαστήματος της ηλικίας και δ) ο γεωμετρικός και αρμονικός μέσος (mean) για τις αναλογικές ποσοτικές μεταβλητές. Για τον έλεγχο της αξιοπιστίας των ερωτηματολογίων της μελέτης εφαρμόστηκε η ανάλυση αξιοπιστίας του Cronbach για τα ερωτηματολόγια μαθητή/τριας και η Intraclass Correlation (ICC) για τον έλεγχο αξιοπιστίας (εξέταση-επανεξέταση) των κλιμάκων του ερωτηματολογίου μητέρας/κηδεμόνα. Η δομική εγκυρότητα των κλιμάκων των παραπάνω ερωτηματολογίων εξασφαλίστηκε με παραγοντική ανάλυση κυρίων αξόνων με την μέθοδο των κυρίως συνιστωσών. Οι καμπύλες Receiver-Operating-Characteristic (ROC) εφαρμόστηκαν για να αξιολογηθεί η διαγνωστική εγκυρότητας των έμμεσων μεθόδων κατάταξης της ολικής και κεντρικής παχυσαρκίας του πληθυσμού μελέτης. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη Area under the curve (AUC) χρησιμοποιήθηκε για να μετρήσει την συνολική απόδοση της ROC η οποία είναι ίση με την πιθανότητα μιας τυχαίας μονάδας του δείγματος με παχυσαρκία να έχει μεγαλύτερες 113

133 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου τιμές μέτρησης από μια άλλη τυχαία μονάδα δείγματος κανονικής μάζας. Οι θετικοί και αρνητικοί λόγοι πιθανοτήτων εκφράστηκαν για τους διαγνωστικούς δείκτες ΔΜΥ, ΔΜΣ και δείκτη Rohrer σε σχέση με την κατάταξη των αποκλίσεων από την κανονική μάζα (υπέρβαρος, παχύσαρκος, υπερβολικά παχύσαρκος). Η ανάλυση του Pearson εφαρμόστηκε για τον έλεγχο συσχετίσεων ανάμεσα στους μορφολογικούς παράγοντες της σωματικής μάζας και του αναστήματος καθώς και τους ανθρωπομετρικούς δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) σε σχέση με τους δείκτες της κεντρικής παχυσαρκίας (ΠΚ, ΠΙ, WHR), σύστασης σώματος (% ΣΛ, μάζα λίπους), αιμοδυναμικών μετρήσεων (ΣΑΠ & ΔΑΠ) και επίδοσης στις υπαίθριες δοκιμασίες αξιολόγησης φυσικής ικανότητας. Η μονή απλή ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) αξιολόγησε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της γεωγραφικής κατανομής (αστικός, ημιαστικός, αγροτικός πληθυσμός), του φύλου και της ηλικίας σε σχέση με την ταξινόμηση του πληθυσμού μελέτης με βάση τον λιπώδη ιστό (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία). Οι πολλαπλές συγκρίσεις στις παραπάνω μεταβλητές έγιναν με την τεχνική Bonferroni post hoc. Μέσα από το γενικό γραμμικό μοντέλο η διπλή μικτή ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) με εξαρτημένες τις ποσοτικές μεταβλητές διάταξης των ανθρωπομετρικών δεικτών και απόδοσης στις δοκιμασίες φυσικής ικανότητας εφαρμόστηκε για την αξιολόγηση των αλληλεπιδράσεων σε σχέση με τη δημογραφική και ηλικιακή κατανομή καθώς και σε συνάρτηση με το φύλο. Οι πολλαπλές συγκρίσεις στις παραπάνω μεταβλητές έγιναν με την τεχνική Bonferroni post hoc. Η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (MANOVA) εφαρμόστηκε για να αξιολογήσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του σταθερού παράγοντα των αποκλίσεων από την κανονική μάζα, της ηλικίας, του φύλου και της γεωγραφικής κατανομής με εξαρτημένες μεταβλητές τις τιμές των μέσων όρων των μεταβλητών του ποσοστού σωματικού λίπους και μάζας λίπους. Οι πολλαπλές συγκρίσεις στις παραπάνω μεταβλητές έγιναν με την τεχνική Bonferroni post hoc. Η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (MANOVA) με εξαρτημένες μεταβλητές την συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική περιοχή εφαρμόστηκε για τον έλεγχο αλληλεπιδράσεων των σταθερών παραγόντων στην αρτηριακή πίεση. 114

134 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών συχνοτήτων για τις ασυνεχείς μεταβλητές της γεωγραφικής κατανομής του δείγματος, του φύλου και της ηλικίας σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές, την σωματική δραστηριότητα και τον τρόπο ζωής. Για την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας των συχνοτήτων για τις διχοτομικού τύπου μεταβλητές σε σχέση με το φύλο εφαρμόστηκε η τεχνική Mantel-Haenszel και ο συντελεστής συνάφειας C του Pearson, ενώ για την ένταση της γραμμικής σχέσης μεταξύ των μεταβλητών της γεωγραφικής κατανομής και της ηλικίας του δείγματος, χρησιμοποιήθηκε μόνο ο συντελεστής συνάφειας C του Pearson. Η μέθοδος ελέγχου ομοιογένειας και ανεξαρτησίας Χ 2 εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες της κατηγορικής μεταβλητής των αποκλίσεων από την κανονική μάζα (λιποσαρκία ή παχυσαρκία) σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφει το ερωτηματολόγιο ανάκλησης της μητέρας/κηδεμόνα κάθε μαθητή/τριας που συμμετείχε στην παρούσα μελέτη. Ο συντελεστής Lambda (λ) χρησιμοποιήθηκε για να αξιολογηθεί η συνεισφορά παραγόντων που σχετίζονται με την αιτιολογία εμφάνισης των αποκλίσεων από την κανονική μάζα του σώματος (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία). Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS 14 για Windows, ενώ διάστημα εμπιστοσύνης ορίστηκε το p<0.05. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές της μελέτης είναι οι ακόλουθες: i. Φύλο (ποιοτική-κατηγορική) ii. Ηλικία (ποσοτική-διαστήματος) iii. Εθνικότητα/χώρα καταγωγής (ποιοτική-κατηγορική) iv. Νόσος Σακχαρώδη Διαβήτη (ποιοτική-κατηγορική) Οι εξαρτημένες μεταβλητές της μελέτης είναι οι ακόλουθες: i. Μάζα σώματος (αναλογίας-ποσοτική) ii. Ανάστημα (αναλογίας-ποσοτική) iii. ΔΜΣ (αναλογίας-ποσοτική) iv. ΔΜΣ-ηλικία για κατάταξη αποκλίνουσας μάζας (διάταξης-ποιοτική) v. Δείκτης RI (αναλογίας-ποσοτική) 115

135 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία ερευνητικού έργου vi. Περίμετρος κοιλιάς (αναλογίας-ποσοτική) vii. Περίμετρος ισχίου (αναλογίας-ποσοτική) viii. WHR (αναλογίας-ποσοτική) ix. Δερματοπτυχή τρικέφαλου (αναλογίας-ποσοτική) x. Δερματοπτυχή γαστροκνημίου (αναλογίας-ποσοτική) xi. Ποσοστό λίπους (αναλογίας-ποσοτική) xii. Μάζα λίπους (αναλογίας-ποσοτική) xiii. Άλιπη μάζα σώματος (αναλογίας-ποσοτική) xiv. Συστολική αρτηριακή πίεση (αναλογίας-ποσοτική) xv. Διαστολική αρτηριακή πίεση (αναλογίας-ποσοτική) xvi. Παλίνδρομο τρέξιμο ταχύτητας 10x5m (αναλογίας-ποσοτική) xvii. Αναδιπλώσεις από την κατάκλιση 30s (αναλογίας-ποσοτική) xviii. Οι μεταβλητές της σωματικής, καθιστικής δραστηριότητας και τρόπου ζωής (ποιοτικέςκατηγορίας) xix. Οι μεταβλητές της διατροφικής συμπεριφοράς (ποιοτικές-κατηγορίας) 116

136 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ 4.1. Περιγραφική στατιστική Για τον έλεγχο της τυχαίας δειγματοληψίας στις ποσοτικές-συνεχείς μεταβλητές της μελέτης χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο των ροών (runs) με την εφαρμογή της τεχνικής προσομοίωσης επακριβώς (exact). Οι παραπάνω τεχνικές ανάλυσης έδειξαν ότι με βάση το στατιστικό μέτρο της διαμέσου οι τιμές των ανθρωπομετρικών, αιμοδυναμικών και μετρήσεων φυσικής κατάστασης ήταν τυχαίες (πιθανότητα λάθους α=0.00) απορρίπτοντας την περίπτωση της δειγματικής μεροληψίας. Τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης που αξιολογήθηκαν ήταν η σωματική μάζα (50,8±16,4kg), το ανάστημα (153,9±13,9cm), o ΔΜΥ (32,44±8,4kg.m -1 ), ο ΔΜΣ (20,9±4,3kg.m -2 ), ο δείκτης Rohrer (13,6±4,3kg.m -3 ), η περίμετρος κοιλίας (72,3±12,4cm), η περίμετρος ισχίου (86,9±12,5cm) και ο WHR 0,82±0,06 (Πίνακας 4.1). Οι μεγάλες διακυμάνσεις που καταγράφηκαν στη σωματική μάζα (17,5-134,5kg), στο ύψος από όρθια θέση ( ,5cm), στην περίμετρο κοιλιάς (42-129cm) και στην περίμετρο ισχίου (54-118cm) εξηγούν τις μεγάλες διακυμάνσεις που βρέθηκαν και στους έμμεσους δείκτες εκτίμησης της σύστασης του σώματος (ΔΜΥ, ΔΜΣ, Δείκτη Rohrer, WHR) και ερμηνεύονται από το εύρος ηλικίας του πληθυσμού μελέτης. Με βάση τη μέση τιμή της σωματικής μάζας (49kg) 1726 άτομα καταγράφηκαν με τιμές κάτω και 1783 με τιμές άνω της διαμέσου. Για το ανάστημα η μέση τιμή των 153,9cm έδωσε 1696 τιμές κάτω της διαμέσου, ενώ 1811 τιμές καταγράφηκαν να βρίσκονται άνω της διαμέσου. Για την περίμετρο κοιλιάς η διάμεσος τιμή (70,5cm) σχεδόν διχοτόμησε τον πληθυσμό μελέτης και έδωσε 1748 άτομα κάτω και 1753 άτομα άνω της διαμέσου. Όμοια, η διάμεσος της περιμέτρου ισχίου διχοτόμησε το δείγμα μελέτης δίνοντας 1736 άνω και 1765 άτομα κάτω των 86,5cm που ορίζαν τη διάμεσο τιμή της συγκεκριμένης μεταβλητής. 118

137 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας 4.1. Περιγραφική στατιστική φυσιολογικών και ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού μελέτης. Στατιστικό μέτρο Ηλικία (yr) Μάζα (kg) Ανάστημα (cm) ΔΜΥ (kg.m -1 ) # ΔΜΣ (kg.m -2 ) ## RI (kg.m -3 )* Περ. κοιλιάς (cm) Περ. ισχίου (cm) WHR Μέση τιμή 12,5 50,8 153,9 32,44 20,93 13,62 72,27 86,86 0,82 Διαστ.εμπιστ.95% 12,5-12,6 49,4-50,5 152,5-153,4 31,84-32,42 20,68-20,98 13,53-13,71 71,43-72,29 85,78-86,65,82-,83 Τυπικό σφάλμα 0,04 0,27 0,23 0,14 0,07 0,04 0,2 0,21 0,001 Διάμεσος 12, ,56 20,26 13,15 70,5 86,5 0,82 Επικρατούσα τιμή 11, ,33 19,04 12,50 72,0 83 0,84 Τυπική απόκλιση 2,6 16,45 13,9 8,39 4,30 2,49 12,34 12,5 0,06 Διακύμανση 2,8 270,7 192,54 70,429 18,56 6,24 152,46 156,5 0,004 Λοξότητα 0,15 0,8-0,029 0,88 1,1 1,18 0,86 0,34 0,28 Κύρτωση -0,99 1,06-0,66 1,56 2,44 2,68,94,22 0,56 Ελάχιστη τιμή 8 17, ,04 10,26 6, ,63 Μέγιστη τιμή ,5 192,5 78,17 50,92 33, ,2 # ΔΜΥ: Δείκτης Μάζας/Ύψος ## ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος *RI: Δείκτης Rohrer WHR: λόγος περιμέτρου κοιλιάς/ισχίου 119

138 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Στην καταγραφή της σύστασης σώματος η μέση τιμή της δερματοπτυχής του τρικέφαλου βραχιόνιου του πληθυσμού μελέτης ήταν 18,1±8mm, της δερματοπτυχής του γαστροκνημίου 18,6±8,3mm ενώ το άθροισμα των δυο (2) δερματοπτυχών του πληθυσμού της παρούσας μελέτης ήταν 36,7±16mm και η μέση τιμή σωματικού λίπους 28,8% (Πίνακας 4.2). Παράλληλα, η μέση τιμή της δερματοπτυχής του γαστροκνημίου (17,5mm) χώρισε τον πληθυσμό μελέτης στις ίδιες αναλογίες (1603 κάτω έναντι 1611 άνω), ενώ η διάμεσος της δερματοπτυχής του τρικέφαλου βραχιόνιου (17mm) έδειξε ότι το 52% του πληθυσμού μελέτης (Ν=1669) είχε τιμές μεγαλύτερες της διαμέσου. Πίνακας 4.2. Περιγραφική στατιστική σύστασης σώματος του πληθυσμού μελέτης. Στατιστικό μέτρο Δερμ. τρικέφαλου (mm) Δερμ. γαστροκνημίου (mm) Άθροισ. πτυχών (mm) Λίπος (%) Μέση τιμή 18,08 18,65 36,72 28,78 Διαστ. Εμπιστ. 95% 17,8-18,35 18,37-18,94 36,27-37,38 28,43-29,21 Τυπικό σφάλμα 0,14 0,14 0,28 0,19 Διάμεσος 17 17, ,04 Επικρατούσα τιμή 10,0 20,0 32,0 15,70 Τυπική απόκλιση 7,96 8,31 15,94 11,14 Διακύμανση 63,46 69,13 254,12 124,27 Λοξότητα 1 0,94 0,97 0,8 Κύρτωση 1,48 0,95 1,23 0,81 Ελάχιστη τιμή ,8 Μέγιστη τιμή ,3 Επιπλέον, οι μέσες τιμές της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν 102±14,8mmHg και 60,1±11,2mmHg αντίστοιχα (Πίνακας 4.3). Στις μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης του πληθυσμού μελέτης η διάμεσος τιμή τόσο της συστολικής (100mmHg) όσο και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης (60mmHg) έδειξε ότι ποσοστό 59,7% του πληθυσμού αναφοράς (2088 άτομα) είχαν τιμές μεγαλύτερες της διαμέσου ενώ το ποσοστό των μαθητών/τριων που μετρήθηκε με τιμές αρτηριακής πίεσης άνω της διαμέσου ήταν 57,2% (2000 άτομα). 120

139 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας 4.3. Περιγραφική στατιστική αιμοδυναμικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού μελέτης. Στατιστικό μέτρο ΣΑΠ (mmhg)* ΔΑΠ (mmhg)** Μέση τιμή ,1 Διάστημα εμπιστοσύνης 95% 100,4-101,4 59,1-59,9 Τυπικό σφάλμα 0,25 0,19 Διάμεσος Επικρατούσα τιμή Τυπική απόκλιση 14,81 11,22 Διακύμανση 219,43 126,01 Λοξότητα 0,38 0,43 Κύρτωση 0,02-0,10 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή *ΣΑΠ: Συστολική αρτηριακή πίεση **ΔΑΠ: Διαστολική αρτηριακή πίεση Στις πρακτικές δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής ικανότητας των παιδιών, προέφηβων και εφήβων οι μέσες τιμές στο παλίνδρομο τεστ ταχύτητας και επιδεξιότητας 10x5m ήταν 22,9±2,3s ενώ στο τεστ των αναδιπλώσεων από την ύπτια κατάκλιση των 30s η μέση τιμή του συνόλου των επαναλήψεων στον πληθυσμό μελέτης ήταν 16±6 επαναλήψεις (Πίνακας 4.4). Οι διάμεσοι τόσο της επίδοσης στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m (22,8s) όσο και της απόδοσης στη δοκιμασία των αναδιπλώσεων του κορμού 30s (17επαν.) σχεδόν διχοτόμησαν το δείγμα μοιράζοντας σε ίσο ποσοστό τόσο άνω όσο και κάτω της διαμέσου σε σχέση με την φυσική τους ικανότητα.. Πίνακας 4.4. Περιγραφική στατιστική των επιδόσεων του πληθυσμού μελέτης στις υπαίθριες δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής ικανότητας. Στατιστικό μέτρο Τεστ 10x5m (s) Τεστ κοιλιακών 30s (επαν.) Μέση τιμή 22,93 16,2 Διάστημα εμπιστοσύνης 95% 22,95-23,11 15,91-16,36 Τυπικό σφάλμα 0,03 0,1 Διάμεσος 22,8 17 Επικρατούσα τιμή 23,1 17 Τυπική απόκλιση 2,26 6,26 Διακύμανση 5,11 39,20 Λοξότητα 0,53-0,54 Κύρτωση 0,89 0,44 Ελάχιστη τιμή 12,5 0 Μέγιστη τιμή 37,

140 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Η συνάρτηση αυτοσυσχέτισης (autocorrelation) των φυσιολογικών, ανθρωπομετρικών, και αιμοδυναμικών μετρήσεων καθώς και των μετρήσεων στις υπαίθριες δοκιμασίες που πραγματοποιήθηκαν από τον ερευνητή σε διαφορετική χρονική περίοδο για κάθε σχολείο που συμμετείχε στη μελέτη έδειξε ότι οι αυτοσυσχετίσεις όλων των τάξεων (Lags) ήταν σημαντικές (κριτήριο Box-Ljung, p<0.001) δείχνοντας ότι οι διαφορετικές χρονικές περίοδοι πραγματοποίησης των μετρήσεων δεν επηρέασαν την αξιοπιστία τους. Ο δυωνιμικός έλεγχος (Binomial test) της μεταβλητής του φύλου εφαρμόστηκε με σκοπό να αξιολογηθεί αν οι παρατηρούμενες συχνότητες του πληθυσμού μελέτης απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες αναμενόμενες της δυωνιμικής κατανομής του φύλου στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού της Ελλάδας. Ο παραπάνω έλεγχος έδειξε ότι η παρατηρούμενη αναλογία τόσο στα αγόρια (Ν=1759) όσο και στα κορίτσια (Ν=1787) συμπίπτει με την αναμενόμενη (50%=50%). Έτσι, η πιθανότητα της ίσης αναλογίας των κοριτσιών και αγοριών στον πληθυσμό μελέτης είναι μεγαλύτερη από το 0.50 (p=0.65) και συνεπώς γίνεται δεκτή η υπόθεση των ίσων αναλογιών. Τέλος, ο έλεγχος της ύπαρξης ή όχι ομαλής κατανομής με την εφαρμογή του κριτηρίου των Kolmogorov-Smirnov επιβεβαίωσε ότι οι συνεχείς μεταβλητές των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών (σωματική μάζα, ανάστημα, περίμετρος κοιλιάς, περίμετρος ισχίου, δερματοπτυχή γαστροκνημίου και δερματοπτυχή τρικέφαλου βραχιόνιου), των αιμοδυναμικών χαρακτηριστικών (συστολική & διαστολική πίεση) και της απόδοσης στις δοκιμασίες (ταχύτητα-επιδεξιότητα 10x5m & αναδιπλώσεις κορμού 30s) εμφάνισαν ομαλή κατανομή. Για την επιβεβαίωση της ομαλότητας στην κατανομή των παραπάνω μεταβλητών, με βάση τις γραφικές τεχνικές αναζήτησης της κατανομής, εφαρμόστηκε το πιθανοθεωρητικό γράφημα Ρ-Ρ το οποίο έδειξε ότι σε όλες τις μεταβλητές τα σημεία που αντιστοιχούν σε μετρήσεις και καταγραφές του πληθυσμού μελέτης είναι συγκεντρωμένα κοντά στην διχοτόμο της γωνίας των αξόνων x-y και κατά συνέπεια τα δεδομένα ακολουθούν την κανονική κατανομή. 122

141 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.2. Ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Διαγνωστική εγκυρότητα ανθρωπομετρικών δεικτών εκτίμησης της παχυσαρκίας Οι καμπύλες Receiver Operating Characteristics (ROC) που εφαρμόστηκαν για να αξιολογηθεί η διαγνωστική εγκυρότητα των ανθρωπομετρικών δεικτών εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RΙ). Στη μελέτη αυτή ο έλεγχος της διαγνωστικής ακρίβειας έγινε με σκοπό να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα της ταξινόμησης του πληθυσμού μελέτης σε κανονικής μάζας, υπέρβαρους και παχύσαρκους με κριτήριο τα όρια του ΔΜΣ/φύλο και ηλικία της ΙOTF. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (Area Under the Curve-AUC) χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της συνολικής απόδοσης της ROC η οποία είναι ίση με την πιθανότητα μιας τυχαίας μονάδας του δείγματος με παχυσαρκία να έχει μεγαλύτερες τιμές μέτρησης από μια άλλη τυχαία μονάδα δείγματος κανονικής μάζας. Οι καμπύλες ROC επιβεβαίωσαν την εγκυρότητα των δεικτών του ΔΜΥ, ΔΜΣ και RΙ που αξιολογήθηκαν με κριτήριο την ταξινόμηση της υπερβάλλουσας μάζας και της παχυσαρκίας του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού της παρούσας μελέτης. Έτσι, με βάση τα στατιστικά μέτρα της εξειδίκευσης (specificity) και ευαισθησίας (sensitivity) βρέθηκε ότι δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των παραπάνω μέτρων, οι τιμές των ΔΜΥ, ΔΜΣ και RΙ δεν εφάπτονται στη γραμμή αναφοράς και συνεπώς δεν υπάρχει συστηματική μεροληψία (selected bias) στους παραπάνω δείκτες, ενώ η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) εμφανίζει το ποσοστό των αληθώς αρνητικών (%ΑΑ) αποτελεσμάτων (Σχήμα 4.1). Σύμφωνα με τα παραπάνω την χαμηλότερη των παραπάνω δεικτών διαγνωστική αξία για την κατάταξη των υπέρβαρων παιδιών και εφήβων εμφάνισε ο ΔΜΥ %ΑΑ=0.72 ( ), την αμέσως ισχυρότερη ο ΔΜΣ %ΑΑ=0.8 ( ), που ως δείκτης άλλωστε κατατάσσει την υπερβάλλουσα μάζα, ενώ την υψηλότερη επιβεβαιωτική για την υπερβάλλουσα μάζα εγκυρότητα έδειξε ο RΙ %ΑΑ=0.83 ( ). Αντίστοιχα, η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) στον έλεγχο διαγνωστικής εγκυρότητας της ROC για τους δείκτες ΔΜΥ, ΔΜΣ και RΙ των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων, έδειξε ότι την χαμηλότερη έναντι των άλλων αλλά στατιστικά ισχυρή διαγνωστική εγκυρότητα έχει ο ΔΜΥ %ΑΑ=0.83 ( ), την αμέσως μεγαλύτερη στατιστικά και διαγνωστικά εμφάνισε ο ΔΜΣ %ΑΑ=0.92 ( ), ενώ σχεδόν άριστη διαγνωστική αξία στον παχύσαρκο πληθυσμό της μελέτης αυτής εμφάνισε ο RΙ. Ο RΙ που με έμμεσο τρόπο την 123

142 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου πυκνότητα του ανθρώπινου σώματος (kg.m -3 ), εμφάνισε πολύ υψηλή εγκυρότητα %ΑΑ=0.95 ( ). Επιπλέον, για τον έλεγχο της διαγνωστικής εγκυρότητας των δεικτών εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας αξιολογήθηκαν η περίμετρος κοιλιάς και ο WHR σε σχέση με την κατάταξη του πληθυσμού σε κανονικής μάζας, υπέρβαρους και παχύσαρκους. Οι καμπύλες ROC επιβεβαίωσαν την εγκυρότητα των δεικτών της περιμέτρου κοιλιάς και WHR που αξιολογήθηκαν σε συνάρτηση με την ταξινόμηση της υπερβάλλουσας μάζας και της παχυσαρκίας. Έτσι, με βάση τα στατιστικά μέτρα της εξειδίκευσης (specificity) και ευαισθησίας (sensitivity) βρέθηκε ότι δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των παραπάνω μέτρων, οι τιμές των δεικτών της περιμέτρου κοιλιάς και WHR δεν εφάπτονται στη γραμμή αναφοράς και συνεπώς δεν υπάρχει συστηματική μεροληψία (selected bias) στους παραπάνω δείκτες διάγνωσης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας (Σχήμα 4.2). Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) έδειξε ότι η χαμηλότερη των παραπάνω δεικτών διαγνωστική αξία για την κατάταξη της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας στα υπέρβαρα παιδιά και εφήβους εμφάνισε ο WHR %ΑΑ=0.65 ( ), ενώ ισχυρότερη αλλά όχι επιβεβαιωτική της υπερβάλλουσας μάζας ήταν η διαγνωστική συνεισφορά της περιμέτρου κοιλιάς %ΑΑ=0.75 ( ). Παράλληλα, η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) για τον έλεγχο της διαγνωστικής αξίας των δεικτών της περιμέτρου κοιλιάς και WHR για τα παχύσαρκα παιδιά και εφήβους έδειξε ότι την χαμηλότερη και μη ισχυρή διαγνωστική εγκυρότητα είχε ο WHR %ΑΑ=0.76 ( ) ενώ την αμέσως υψηλότερη στατιστικά και διαγνωστικά εμφάνισε η περίμετρος κοιλιάς %ΑΑ=0.85 ( ) λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιωτικά στην υπόθεση ότι η ολική παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία, όπως αυτή κατατάσσεται με τα όρια του ΔΜΣ/φύλο και ηλικία της IOTF, συνυπάρχει κυρίως με την κοιλιακή παχυσαρκία όπως αυτή εκτιμάται από τον δείκτη της περιμέτρου κοιλιάς. 124

143 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Καμπύλες ROC πληθυσμού κανονικής μάζας Καμπύλες ROC υπέρβαρου πληθυσμού Καμπύλες ROC για παχύσαρκο πληθυσμό 1,0 0,8 ΔΜΥ ΔΜΣ Δείκτης Rohrer Γραμμή Αναφοράς 1,0 0,8 ΔΜΥ ΔΜΣ Δείκτης Rohrer Γραμμή Αναφοράς 1,0 0,8 ΔΜΥ ΔΜΣ Δείκτης Rohrer Γραμμή Αναφοράς Ευαισθησία 0,6 0,4 Ευαισθησία 0,6 0,4 Ευαισθησία 0,6 0,4 0,2 0,2 0,2 0,0 0,0 0,0 0,0 0,2 0,4 0,6 0,8 1,0 0,0 0,2 0,4 0,6 0,8 1,0 0,0 0,2 0,4 0,6 0,8 1,0 Ειδικότητα Ειδικότητα Ειδικότητα Σχήμα 4.1. Καμπύλες ROC για τον έλεγχο της διαγνωστικής εγκυρότητας των δεικτών του ΔΜΥ, ΔΜΣ και δείκτη Rohrer σε κανονικής μάζας, υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Καμπύλες ROC για πληθυσμό κανονικής μάζας Καμπύλες ROC για υπέρβαρο πληθυσμό Καμπύλες ROC για παχύσαρκο πληθυσμό 1,0 0,8 Περιμ. κοιλιάς WHR Γραμμή Αναφοράς 1,0 0,8 Περιμ. κοιλιάς WHR Γραμμή Αναφοράς 1,0 0,8 Περιμ. κοιλιάς WHR Γραμμή Αναφοράς Ευαισθησία 0,6 0,4 Ευαισθησία 0,6 0,4 Ευαισθησία 0,6 0,4 0,2 0,2 0,2 0,0 0,0 0,2 0,4 0,6 Ειδικότητα 0,8 1,0 0,0 0,0 0,2 0,4 0,6 Ειδικότητα 0,8 1,0 0,0 0,0 0,2 0,4 0,6 Ειδικότητα 0,8 1,0 Σχήμα 4.2. Καμπύλες ROC για τον έλεγχο της διαγνωστικής εγκυρότητας των δεικτών εκτίμησης της κοιλιακής παχυσαρκίας (ΠΚ & WHR) σε κανονικής μάζας, υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. 125

144 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Αποκλίσεις από την κανονική μάζα στην παιδική και εφηβική ηλικία Αρχικά από τον έλεγχο συχνοτήτων της περιγραφικής στατιστικής για τη καταγραφή των ενδοκρινικών προβλημάτων υγείας του πληθυσμού μελέτης βρέθηκε ότι στο 1,4% του συνολικού πληθυσμού υπήρχε διαγνωσμένος διαβήτης τύπου 2. Με την μέθοδο υπολογισμού του Χ 2 καταγράφηκε ότι στο σύνολο των παιδιών και εφήβων που αξιολογήθηκαν στη μελέτη φάνηκε ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και παιδικής ή εφηβικής παχυσαρκίας (Χ 2 =31.8, df=4, p=0.001). Από τους μαθητές/τριες που είχε διαγνωστεί σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 το 33,3% ήταν κανονικής μάζας, το 31,3% υπέρβαροι, το 25% παχύσαρκοι και το 8,3% υπερβολικά παχύσαρκοι. Στη συνέχεια με αναγωγή στην ημερολογιακή ηλικία των παιδιών και εφήβων και με την χρήση του κριτηρίου του ΔΜΣ/φύλο και ηλικία της IOTF για την εκτίμηση της υπερβάλλουσας μάζας και της παχυσαρκίας καταγράφηκαν τα ποσοστά του επιπολασμού της νόσου στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης. Η εκτίμηση των ελλειποβαρών και υπερβολικά παχύσαρκων παιδιών και εφήβων έγινε με βάση τους πίνακες του ΔΜΣ για Ευρωπαϊκό πληθυσμό ενηλίκων που προτάθηκε από το International Dietary Energy Consultative Group- IDECG μιας και οι πίνακες της IOTF δεν έχουν την δυνατότητα εκτίμησης της λιποσαρκίας του ανήλικου πληθυσμού. Από την περιγραφική στατιστική προέκυψε ότι στο σύνολο του πληθυσμού μελέτης το 2,8% (2,3-3,3) ήταν ελειποβαρείς, το 61,6% (60-63,2) κανονικής μάζας, το 25,2% (23,7-26,6) υπέρβαροι, το 7,7% (6,8-8,6) παχύσαρκοι και το 2,6% (2,1-3,1) υπερβολικά παχύσαρκοι (Πίνακας 4.5). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι συνολικά το 35,5% (33,9-37,1) των παιδιών και εφήβων ηλικίας 8-18 ετών του αντιπροσωπευτικού δείγματος πληθυσμού της παρούσας μελέτης που κατοικεί στην Ελλάδα είχαν συσσώρευση λιπώδους ιστού άνω του φυσιολογικού. Πίνακας 4.5. Κατάταξη του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα όπως αυτές αξιολογούνται με το κριτήριο του ΔΜΣ-φύλο. Κατάταξη Σύνολο % επιπολασμού Διαστ. εμπιστοσύνης 95% Ελειποβαρείς Ν=99 2,8 2,3-3,3 Κανονικής μάζας Ν= , ,2 Υπέρβαροι Ν=884 25,2 23,7-26,6 Παχύσαρκοι Ν=271 7,7 6,8-8,6 Υπερβολικά παχύσαρκοι Ν=92 2,6 2,1-3,1 126

145 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Ποσοστά πληθυσμού με αποκλίσεις από την κανονική μάζα σε σχέση με το φύλο Τα ποσοστά των αποκλίσεων από την κανονική μάζα σε σχέση με το φύλο που προέκυψαν από την ανάλυση διασταυρώσεων φαίνονται στον Πίνακα 4.6. Πίνακας 4.6. Κατάταξη αποκλίσεων από την κανονική μάζα του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με το φύλο Κατάταξη Αγόρια Κορίτσια Σύνολο Ελειποβαρείς Ν % επιπολασμού 2,7% 2,9% 2,8% p<0.05 Κανονικής μάζας Ν % επιπολασμού 58,1% 65% 61,6% Υπέρβαροι Ν % επιπολασμού 26,9% 23,5% 25,2% Παχύσαρκοι Ν % επιπολασμού 9,4% 6,1% 7,7% Υπερβολικά παχύσαρκοι Ν % επιπολασμού 2,8% 2,5% 2,6% Η ανάλυση διακύμανσης (one-way ANOVA) με εξαρτημένη την μεταβλητή της ταξινόμησης του πληθυσμού μελέτης ανάλογα με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, όπως αυτές εκτιμούνται από τον ΔΜΣ/ηλικία και με σταθερό παράγοντα το φύλο κατέγραψε στατιστικά σημαντικές διαφορές μόνο μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών και κοριτσιών, (F 2,3504 =17.9, p=0.00) απορρίπτοντας την αρχική ερευνητική υπόθεση των μη διαφορών μεταξύ των φύλων (Πίνακας 4.6). Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι το ποσοστό των υπέρβαρων αγοριών ήταν σημαντικά υψηλότερο (26,9% έναντι 23,5%) από αυτό των κοριτσιών (p<0.001). Επίσης, το ποσοστό των παχύσαρκων αγοριών ήταν σημαντικά υψηλότερο (9,4% έναντι 6,1%) από το αντίστοιχο των κοριτσιών (p<0.05). Αντίθετα, δεν καταγράφηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών τόσο στους ελλειποβαρείς (2,7% έναντι 2,9%) όσο και στους υπερβολικά παχύσαρκους (2,8% έναντι 2,5%). Τα κορίτσια που καταγράφηκαν σε κατάσταση λιποσαρκίας ήταν σε ποσοστό 0,2% περισσότερα από τα αγόρια. Σε πλήρη αντιστοιχία με τα ευρήματα που αποδεικνύουν ότι τα αγόρια του πληθυσμού είναι πιο υπέρβαρα και παχύσαρκα από τα κορίτσια, ο άρρεν πληθυσμός ανηλίκων της μελέτης ήταν σε ποσοστό 0,3% περισσότερο υπερβολικά παχύσαρκος έναντι των κοριτσιών. 127

146 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Αποκλίσεις από την κανονική μάζα σε σχέση με το φύλο και την γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού μελέτης Η μονή ανάλυση διακύμανσης (one-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την ταξινόμηση του πληθυσμού ανάλογα με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, όπως αυτή εκτιμάται από τον ΔΜΣ/ηλικία και με σταθερό παράγοντα τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των οικογενειών και των μονάδων του πληθυσμού μελέτης κατέγραψε στατιστικά σημαντικές διαφορές (F 2,3504 =8.9, p=0.00). Η τεχνική των πολλαπλών συγκρίσεων δεν επιβεβαίωσε την αρχική ερευνητική υπόθεση αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν διαφορές σε όλες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) μεταξύ μαθητών/τριων αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών (Πίνακας 4.7). Συγκεκριμένα, το ποσοστό των λιπόσαρκων αγοριών ηλικίας 8-10 ετών ήταν σημαντικά υψηλότερο στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας (14,3%) έναντι του ποσοστού των λιπόσαρκων αγοριών που κατοικούσαν σε αστικές και ημιαστικές περιοχές (p<0.05). Επίσης, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια ηλικίας 8-10 ετών κατέγραψαν σημαντικά χαμηλότερο επιπολασμό στις αγροτικές περιοχές έναντι του επιπολασμού της παχυσαρκίας των αγοριών ηλικίας 8-10 ετών που διέμεναν σε αστικές και ημιαστικές περιοχές (p<0.05). Η προσαρμογή του πληθυσμού ηλικίας 8-10 ετών ανά φύλο έδειξε ότι τα κορίτσια των αγροτικών περιοχών ήταν σημαντικά πιο υπέρβαρα (25,8% έναντι 14,3%) καθώς και περισσότερο παχύσαρκα (12,9% έναντι 3,6%) από τα αγόρια που κατοικούσαν στις αγροτικές περιοχές (p<0.05). Στις ηλικίες ετών τα αγόρια των ημιαστικών περιοχών της Ελλάδας ήταν σημαντικά λιγότερο υπέρβαρα από τα αγόρια των αστικών και αγροτικών περιοχών (p<0.05). Παράλληλα, τα κορίτσια ηλικίας ετών των αγροτικών περιοχών είχαν χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας τόσο ανάμεσα στον πληθυσμό των κοριτσιών σε αστικές και αγροτικές περιοχές (p<0.05) όσο και σε σχέση με τον επιπολασμό της παχυσαρκίας στις αγροτικές περιοχές μεταξύ των φύλων (2% κοριτσιών έναντι 14%αγοριών) (p<0.05). Όμοια, στις ηλικίες ετών τα αγόρια που κατοικούσαν σε ημιαστικές περιοχές εμφάνισαν υψηλότερο επιπολασμό εφηβικής παχυσαρκίας (15,7%) έναντι αυτών που κατοικούσαν σε αστικές (8,3%) και αγροτικές (6,8%) περιοχές (p<0.05), ενώ σημαντικά μικρότερο ποσοστό υπέρβαρων κοριτσιών βρέθηκε στις ηλικίες ετών στις αγροτικές (11,9%) έναντι των αστικών (21,6%) και ημιαστικών (37,9%) περιοχών (p<0.05). 128

147 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Τα αγόρια εφηβικής ηλικίας ετών που κατοικούσαν σε ημιαστικές περιοχές εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερο επιπολασμό υπερβολικής παχυσαρκίας (11,5%) έναντι του επιπολασμού των αστικών (3,8%) και αγροτικών (4,9%) περιοχών (p<0.05). Στις συγκρίσεις μεταξύ των φύλων τα αγόρια των ημιαστικών περιοχών εμφάνισαν υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας έναντι των κοριτσιών (7,2% έναντι 2%), ενώ τα αγόρια είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής παχυσαρκίας από τα κορίτσια (11,5% έναντι 2,6%) στις ημιαστικές περιοχές (p<0.05) Σχέση δεικτών εκτίμησης της ολικής με την κεντρικού τύπου παχυσαρκία Η ανάλυση συσχέτισης του Pearson έδειξε ότι οι φυσιολογικοί παράγοντες της σωματικής μάζας και του αναστήματος καθώς και οι ανθρωπομετρικοί δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας συσχετίζονται σημαντικά με τους δείκτες της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας (Πίνακας 4.8). Συγκεκριμένα, η σωματική μάζα συσχετίζεται σημαντικά τόσο με την περίμετρο κοιλιάς (r=0.88, df=3496, p<0.001) όσο και με την περίμετρο ισχίου (r=0.93, df=3496, p<0.01), ενώ η συσχέτιση της σωματικής μάζας με τον WHR παρατηρήθηκε ότι ήταν χαμηλή (r=0.17, df=3496, p<0.05). Όμοια, το ανάστημα βρέθηκε ότι συσχετίζεται σημαντικά, αλλά με χαμηλότερους συντελεστές συσχέτισης έναντι αυτών της σωματικής μάζας, τόσο με την περίμετρο κοιλιάς (r=0.57, df=3496, p<0.05) όσο και με την περίμετρο ισχίου (r=0.71, df=3496, p<0.01) ενώ η συσχέτιση της σωματικής μάζας με τον WHR ήταν πολύ χαμηλή (r=-0.08, df=3496, p<0.05). Παράλληλα, ο έλεγχος των συσχετίσεων των δεικτών εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) με τους δείκτες αξιολόγησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας έδειξε ότι η κεντρικού τύπου παχυσαρκία συνυπάρχει με την ολική παχυσαρκία στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό της παρούσας μελέτης. 129

148 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας 4.7. Ποσοστιαία (%) κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες σε σχέση με το φύλο και τη γεωγραφική κατανομή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Ελλειποβαρείς (%) 5,7 β,γ 6,2 β,γ 14,3 8,9 7,6 12,9 3,7 2,3 4,7 3,8 3,7 0 Κανονικής μάζας (%) 55 57,4 64,3 57,6 56,1 48,4 53,1 68,2 51,2 58,2 58,8 76 Υπέρβαροι (%) 24,9 24,7 14,3 26,2 23,5 25,8 31,7 18,2 α,γ 30,2 25,5 29,4 20 Παχύσαρκοι (%) 13,9 11,7 3,6 7,3 12,9 12,9 10,7 9,1 14 9,6 6,6 2 β,γ Υπερ παχύσαρκοι (%) 0,5 β,γ 3,6 0,8 2,3 2,9 1, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Ελλειποβαρείς (%) 1,1 0,9 1,7 1, ,6 0 0 Κανονικής μάζας (%) 56,4 49,1 67,5 67,5 56,9 81,2 66, ,1 68,6 71,9 82,2 Υπέρβαροι (%) 30,8 30,6 23,1 21,6 37,9 11,9 β,γ 26,5 27,3 19,7 20,5 23,5 13,9 Παχύσαρκοι (%) 8,3 15,7 α,γ 6,8 6,2 3, ,2 3,3 3,2 2 1 Υπερ παχύσαρκοι (%) 3,3 3,7 0,9 3,4 1,7 2 3,8 11,5 α,γ 4,9 7,1 2,6 3 Σημείωση: Σημαντικές διαφορές στα τεστ Bonferroni α. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με αγροτικές περιοχές β. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ημιαστικές περιοχές γ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με αστικές περιοχές Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κορίτσια 130

149 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Ο ΔΜΥ εμφάνισε πολύ υψηλή θετική συσχέτιση σε σχέση τόσο με την περίμετρο κοιλιάς (r=0.91, df=3496, p<0.001) όσο και με την περίμετρο ισχίου (r=0.93, df=3496, p<0.001). Οι συντελεστές συσχέτισης του ΔΜΣ με τις περιμέτρους κοιλιάς (r=0.89, df=3496, p<0.001) και ισχίου (r=0.86, df=3496, p<0.001) ήταν στατιστικά σημαντικές και υψηλότερες από τους αντίστοιχους συντελεστές που προέκυψαν από τον έλεγχο γραμμικών συσχετίσεων του RI σε σχέση με τις περιμέτρους κοιλιάς (r=0.69, df=3496, p<0.01) και ισχίου (r=0.61, df=3496, p<0.05). Αντίθετα οι συντελεστές συσχέτισης όλων των δεικτών εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας ήταν χαμηλοί σε σχέση με τον δείκτη εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας WHR. Συγκεκριμένα, ο WHR έδειξε την χαμηλότερη συσχέτιση με τον ΔΜΥ (r=0.23, df=3496, p<0.05) έναντι του ΔΜΣ (r=0.31, df=3496, p<0.001) και RI (r=0.38, df=3496, p<0.05) που οι συντελεστές συσχέτισής τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέτριες. 131

150 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας 4.8. Συσχετίσεις μεταξύ των μορφολογικών χαρακτηριστικών και των δεικτών εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας του πληθυσμού μελέτης. Σωμ. Μάζα Ανάστημα ΔΜΥ # ΔΜΣ ## RI Περιμ. κοιλιάς Περιμ. ισχίου WHR Σωμ. Μάζα Pearson s r 0,8(**) 0,98(**) 0,87(**) 0,56(**) 0,88(**) 0,93(**) 0,17(*) Ανάστημα Pearson s r 0,68(**) 0,44(**) 0,001 0,57(*) 0,71(**) -0,08(*) ΔΜΥ # Pearson s r 0,95(**) 0,7(**) 0,91(**) 0,93(**) 0,24(*) ΔΜΣ ## Pearson s r 0,88(**) 0,89(**) 0,87(**) 0,31(*) RI Pearson s r 0,67(**) 0,61(**) 0,38(*) Περιμ. κοιλιάς Pearson s r 0,88(**) 0,51(**) Περιμ. ισχίου Pearson s r 0,07(*) WHR Pearson s r * p< 0.05 ** p< 0.01 # ΔΜΥ: Δείκτης Μάζας/Ύψος ## ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος RI: Δείκτης Rohrer WHR: λόγος περιμέτρου κοιλιάς/ισχίου 132

151 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Σχέση περιμέτρου κοιλιάς με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Η ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την περίμετρο κοιλιάς και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού εφαρμόστηκε για τον έλεγχο των αλληλεπιδράσεων των παραπάνω παραγόντων στην περίμετρο κοιλιάς. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η υπερβάλλουσα μάζα και η παχυσαρκία είχαν σημαντική επίδραση στην περίμετρο κοιλιάς σε όλες τις ηλικίες του πληθυσμού μελέτης (F 2,3544 =5.66, p=0.00) (Πίνακας 4.9). Σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές η περίσσεια μάζας, όπως αξιολογείται από τα διαγράμματα του ΔΜΣ/ηλικίας και φύλου, φάνηκε ότι επιδρά σημαντικά στην περίμετρο κοιλιάς (p<0.05). Η αύξηση της κλίμακας από την υπερβάλλουσα μάζα προς την παχυσαρκία έδειξε μια παράλληλη αύξηση και στις μέσες τιμές της περιμέτρου κοιλιάς του πληθυσμού μελέτης, ενώ διέφεραν σημαντικά οι μέσες τιμές της περιμέτρου κοιλιάς των κανονικής μάζας έναντι των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων (p<0.05). Παράλληλα, σημαντικές διαφορές στις τιμές της περιμέτρου κοιλιάς και στα δυο φύλα βρέθηκαν μεταξύ των υπέρβαρων, παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων και στις τρείς γεωγραφικές περιοχές με την αύξηση της ηλικίας (p<0.05). Ο έλεγχος κατά Bonferroni έδειξε ότι η ηλικιακή κατηγορία των 8-10 ετών έναντι των άλλων ηλικιών εμφάνισε τις σημαντικά χαμηλότερες μέσες τιμές περιμέτρου κοιλιάς τόσο στους υπέρβαρους όσο και στους παχύσαρκους και υπερβολικά παχύσαρκους και στα δύο φύλα (p<0.05). Σε σχέση με την γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού μελέτης η εφαρμογή ανάλυσης πολλαπλών συγκρίσεων (post-hoc test) που ακολούθησε έδειξε ότι μόνο τα παχύσαρκα αγόρια ηλικίας ετών που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές διέφεραν σημαντικά με τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας στην περίμετρο κοιλίας (p<0.001). Με εξαίρεση την ηλικιακή κατηγορία ετών όπου βρέθηκαν στατιστικά υψηλότερες τιμές περιμέτρου κοιλιάς στα αγόρια έναντι των κοριτσιών, η έλλειψη διαφορών στην παραπάνω μεταβλητή στις ηλικιακές κατηγορίες 8-10, και ετών σε σχέση με την υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία ανάμεσα στα φύλα δείχνει ότι το φαινόμενο της κοιλιακής παχυσαρκίας υπάρχει τόσο στον άρρεν όσο και στον θήλυ παιδικό και εφηβικό πληθυσμό. 133

152 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας 4.9. Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου κοιλιάς (cm) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Ελλειποβαρείς 54,6±3,6 54,1±3,8 53,5±3,8 50,8±4,1 51,3±3,1 51±3,8 58,1±4,5 56,4±4,3 53,5±4 55,3±4,1 55,4±4,7 Κανονικής μάζας 59,9±4,3 β,γ,δ 60±3,2 β,γ 57,9±4,5 β,γ,δ 58,9±3,2 β,γ 58,3±4,7 β,γ 58,9±3 β,γ 65,6±5,6 β,γ,δ 64,3±4,8 β,γ,δ 64,6±6,2 β,γ,δ 63,8±5,9 β,γ,δ 62,2±6 β,γ,δ 64±5,5 β,γ,δ Υπέρβαροι 70,3±4,7 b,c,d 68,8±3,8 b,c,d 69±3,9 b,c,d 68,6±3,3 b,c,d 68±4,9 b,c,d 68,9±3,6 b,c,d 76,7±6,1 77,6±6 77,2±6,5 75,4±6,3 73,8±6,7 76,1±7 Παχύσαρκοι 79,5±6,2 b,c,d 78,4±6,8 b,c,d 71±5,6 b,c,d 77,3±7 b,c,d 76,3±6,1 b,c,d 76±6,7 b,c,d 88,1±7,4 86,3±7,9 89,7±6,9 83,1±7,8 85,7±7,7 82±7 Υπερ παχύσαρκοι 96±7 c,d 106±7,9 c 94,5±14,5 105±10,6 91,8±9,8 96,5±11,3 108±13, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Περίμετρος κοιλιάς (cm) Ελλειποβαρείς 62,3±4,6 63±4,1 57,8±5 59,2±4,8 53±5,2 57±5,8 Κανονικής μάζας 69,5±6,2 β,γ,δ 69,4±5,2 β,γ,δ 68,8±6,4 β,γ,δ 68,6±6,2 β,γ,δ 69±7 β,γ,δ 68,4±7,2 β,γ,δ 76,2±5,9 β,γ,δ 76±6,6 β,γ,δ 79±6,3 β,γ,δ 71,5±6,9 β,γ,δ 72,7±7 β,γ,δ 74,8±7,4 β,γ,δ Υπέρβαροι 84±7,4 83,8±7,1 84,5±7,8 80,4±8,1 82,2±7,9 81,5±8,3 88,4±7,2 88,1±7 92,1±8,4 80±9 87,4±7,9 90±9,3 Παχύσαρκοι 97,7±8,9 94,3±8,7 99±8,1 91,1±9,1 87,5±8,4 81,4±8 103,8±9,2 96,7±9 99,5±8,7 95,1±9,3 89,4±9,2 87±10,7 Υπερ παχύσαρκοι 107±11 107,5±13,5 117±12,9 98±11,7 108,5±10,9 106±11,9 109±12,1 108±12 107,4±11,1 100,7±13,6 114,3±10,8 103±10,9 Σημείωση: Σημαντικές διαφορές στα τεστ Bonferroni α. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κανονικής μάζας a. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία 8-10 ετών β. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπέρβαρους b. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών γ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με παχύσαρκους c. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών δ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπερβολικά παχύσαρκους d. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.001) με κορίτσια 134

153 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η κοιλιακή παχυσαρκία συνυπάρχει με την ολική παχυσαρκία από την παιδική ηλικία και αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία δεν διαφοροποιείται σε σχέση με το φύλο με τις συνέπειες που αυτή η μεταβολική κατάσταση έχει στη μετέπειτα ενήλικη ζωή του παιδιού και εφήβου (Σχήμα 4.3) Περίμ. κοιλιάς (cm) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 8-10 ετών ετών ετών ετών Λιπόσαρκοι Κανονικής μάζας Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπερβολικά παχύσαρκοι Σχήμα 4.3. Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου κοιλιάς (cm) και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο Σχέση περιμέτρου ισχίου με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Η ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την περίμετρο ισχίου και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, το φύλο, την ηλικία και την γεωγραφική περιοχή κατέγραψε σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δυο σταθερών παραγόντων και της περιμέτρου ισχίου (F 10,3488 =11.7, p=0.00) (Πίνακας 4.10). Η περίσσεια μάζας φάνηκε ότι έχει σημαντική επίδραση στην περίμετρο ισχίου σε σχέση με την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης (p<0.05). Ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων κατά Bonferroni έδειξε ότι η υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία και υπερβολική παχυσαρκία και στα δυο φύλα είχαν μια σημαντική επίδραση στις μέσες τιμές της περιμέτρου ισχίου, τιμές οι οποίες ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες τιμές της περιμέτρου ισχίου των κανονικής μάζας παιδιών και εφήβων (F 4,3488 =112.7, p=0.00). Παράλληλα, σημαντικές διαφορές στις μέσες τιμές της περιμέτρου ισχίου βρέθηκαν και στα δυο φύλα στο πληθυσμό των υπέρβαρων, παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων και 135

154 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου στις τρείς γεωγραφικές περιοχές σε σχέση με την ηλικία (F 4,3488 =45.1, p=0.00). Η ηλικιακή κατηγορία των 8-10 ετών, έναντι των άλλων, είχε τις χαμηλότερες μέσες τιμές της περιμέτρου ισχίου στους υπέρβαρους, παχύσαρκους και υπερβολικά παχύσαρκους και των δύο φύλων (p<0.05) ενώ οι τιμές της παραπάνω μεταβλητής αυξανόταν ανάλογα με την ηλικία και στα δυο φύλα. Με κριτήριο τα παραπάνω ευρήματα αποδεικνύεται ότι η περίμετρος ισχίου, που ορίζει την γυναικοειδή παχυσαρκία, εμφανίζει μια γραμμική αυξητική τάση ανάλογη με την συσσώρευση περίσσειας λιπώδους ιστού αλλά κα σε σχέση με την ηλικία και για τα δυο φύλα (Σχήμα 4.4) Περίμετρος ισχίου (cm) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 8-10 ετών ετών ετών ετών Λιπόσαρκοι Κανονικής μάζας Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπερβολικά παχύσαρκοι Σχήμα 4.4. Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου ισχίου (cm) και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. 136

155 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της περιμέτρου ισχίου (cm) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, το φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Ελλειποβαρείς 64,9±3 65±3,9 64,8±3,2 62,9±3,1 63±4,2 60,5±3,2 68,1±4,6 68,2±4,7 63,9±7 71,9±6,3 69,8±6,8 Κανονικής μάζας 71,1±5 β,γ,δ 71,9±5,2 β,γ 69,2±4,9 β,γ,δ 71,8±5,6 β,γ 71,6±6,3 β,γ 70,2±6 β,γ 78,1±5,9 β,γ,δ 77,7±6 β,γ,δ 76,4±7,3 β,γ 79,4±5,3 β,γ,δ 79±6,1 β,γ,δ 78,4±6,8 β,γ,δ Υπέρβαροι 80,4±4,7 b,c,d 79,6±4,8 b,c,d 79±5,5 b,c,d 80,9±4 b,c,d 81,9±4,2 b,c,d 80,4±5,1 b,c,d 86,4±5,8 90±5,7 85,3±5,3 88,6±6,2 81,4±6,7 88,7±6,5 Παχύσαρκοι 89,3±5,5 b,c,d 89,5±5,2 b,c,d 84±5,8 b,c,d 88,4±6,2 b,c,d 88,5±6,9 b,c,d 87±7,3 b,c,d 95,2±5,5 98±6,3 93,2±5,3 96,9±6,1 100±6 94±5,9 Υπερ παχύσαρκοι 118±21,2 b,c 88±12,7 b,c,d 99,5±12,9 110,7±13,8 103,3±11,4 111±14 108±12, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Περίμετρος ισχίου (cm) Ελλειποβαρείς 73±4,1 69±4,3 72,5±4 73,4±4,8 68±3,9 77,5±4,4 Κανονικής μάζας 83,2±7,3 β,γ,δ 85,1±6,9 β,γ,δ 82,2±7 β,γ,δ 86,5±8,1 β,γ,δ 88,9±7,7 β,γ,δ 87,5±8,2 β,γ,δ 93±5,7 β,γ,δ 92,6±6,1 β,γ,δ 94,8±6 β,γ,δ 93,1±6,2 β,γ,δ 94,4±6,1 β,γ,δ 93,9±7,2 β,γ,δ Υπέρβαροι 95,9±6,8 97±6,9 96,4±7,3 96,5±6,7 99,5±6,9 97±7,2 103,2±5,7 101,7±7 105,2±6,8 103,1±7,1 104,3±7,7 106,9±7,5 Παχύσαρκοι 106,2±6,6 105±6,7 105,4±7,1 105,5±7,3 104,5±7,5 105,9±8 113,6±4,7 109±7,4 105±6,5 109,6±7 108±6,1 107±7,4 Υπερ παχύσαρκοι 113,8±10,5 111,4±11,2 117±12,1 116,4±11,4 114±12,3 122±15 122,2±8,3 121,6±11,1 112±10,4 115,8±9,3 129,5±12,7 120±12,1 Σημείωση: Σημαντικές διαφορές στα τεστ Bonferroni α. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κανονικής μάζας a. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία 8-10 ετών β. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπέρβαρους b. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών γ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με παχύσαρκους c. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών δ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπερβολικά παχύσαρκους d. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών 137

156 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Σχέση WHR με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Η ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή τον WHR και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική περιοχή κατέγραψε στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του WHR και των σταθερών παραγόντων (F 2,3544 =2.5, p=0.00) (Πίνακας 4.11). Οι έλεγχοι πολλαπλών συγκρίσεων κατά Bonferroni επιβεβαίωσαν ότι ο WHR, ως δείκτης εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας, επηρεάζεται από την υπερβάλλουσα μάζα και την παχυσαρκία ενώ διαφοροποιείται και από την ηλικία. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες μέσες τιμές του WHR στα υπέρβαρα αγόρια που διέμεναν σε ημιαστικές περιοχές έναντι των κοριτσιών που κατοικούσαν στις ίδιες περιοχές στις ηλικίες 8-10 και ετών (p<0.05), ενώ σημαντικές διαφορές καταγράφηκαν μεταξύ των παχύσαρκων και των δύο φύλων που κατοικούσαν σε αστικές περιοχές με τους κανονικής μάζας και λιπόσαρκους ηλικίας 8-10 ετών (p<0.05). Η τάση του WHR από την παιδική στην εφηβική ηλικία σε αντίθεση με την γραμμικά αυξητική τάση των περιμέτρων κοιλιάς και ισχίου, από τις οποίες προκύπτει ο λόγος WHR, είναι επίπεδη. Έτσι με βάση τα παραπάνω ευρήματα ο WHR δεν ακολουθεί γραμμική τάση αύξησης ούτε ανάλογα με την ηλικία αλλά ούτε και σε συνάρτηση με την υπερβάλλουσα μάζας, παχυσαρκία και υπερβολική παχυσαρκία (Σχήμα 4.5). Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα και WHR ανά ηλικακή κατηγορία 1,2 1,15 1,1 1,05 1 0,95 0,9 WHR 0,85 0,8 0,75 0,7 0,65 0,6 0,55 0, ετών ετών ετών ετών Ηλικιακές κατηγορίες Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Σχήμα 4.5. Μεταβολές στις μέσες τιμές του λόγου WHR και αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. 138

157 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές του λόγου WHR σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. WHR WHR WHR WHR Ελλειποβαρείς 0,84 0,83 0,82 0,80 0,81 0,84 0,85 0,80 0,84 0,77 0,79 Κανονικής μάζας 0,84 γ 0,83 γ 0,83 0,82 γ 0,81 γ 0,84 0,84 0,82 0,84 0,80 0,79 0,81 Υπέρβαροι 0,87 0,86 0,87 0,85 0,83 0,85 0,89 0,86 0,90 0,85 0,83 0,86 Παχύσαρκοι 0,89 0,88 0,84 0,87 0,86 0,87 0,92 0,88 0,96 0,86 0,86 0,87 Υπερ παχύσαρκοι 0,81 1,2 0,95 0,94 0,88 0, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. WHR WHR WHR WHR Ελλειποβαρείς 0,85 0,91 0,80 0,81 0,77 Κανονικής μάζας 0,84 0,81 0,83 0,80 0,77 0,78 0,83 0,82 0,83 0,76 0,77 0,79 Υπέρβαροι 0,88 0,86 0,87 0,83 0,82 0,84 0,85 0,86 0,88 0,76 0,83 0,84 Παχύσαρκοι 0,92 0,90 0,94 0,87 0,84 0,76 0,90 0,88 0,95 0,84 0,82 0,81 Υπερ παχύσαρκοι ,96 1 0,83 0,95 0,86 0,90 0,88 0,96 0,88 0,88 0,85 Σημείωση: Σημαντικές διαφορές στα τεστ Bonferroni α. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κανονικής μάζας a. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία 8-10 ετών β. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπέρβαρους b. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών γ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με παχύσαρκους c. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών δ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπερβολικά παχύσαρκους d. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με ηλικιακή κατηγορία ετών Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κορίτσια 139

158 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.3. Σχέση δεικτών εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας και σύσταση σώματος Η ανάλυση συσχέτισης του Pearson έδειξε ότι ο παράγοντας της σωματικής μάζας καθώς και οι ανθρωπομετρικοί δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας (ΠΚ,ΠΙ) συσχετίζονται θετικά με την σύσταση του σώματος, όπως αυτή καταγράφεται με την μέθοδο των δερματοπτυχών, τόσο στους κανονικής μάζας όσο και στους υπέρβαρους και παχύσαρκους παιδικής και εφηβικής ηλικίας (Πίνακας 4.12). Συγκεκριμένα για τον κανονικής μάζας πληθυσμό ο ΔΜΥ (r=0.40, df=2157, p<0.05) και ο RI (r=0.41, df=2157, p<0.01) είχαν μια θετική αλλά μέτρια συσχέτιση με το ποσοστό του σωματικού λίπους, ενώ την υψηλότερη συσχέτιση έναντι των παραπάνω δεικτών κατέγραψε ο ΔΜΣ (r=0.50, df=2157, p<0.01). Όμοια, με τους παραπάνω δείκτες αξιολόγησης της ολικής παχυσαρκίας, οι δείκτες εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε κανονικής μάζας παιδιά και εφήβους εμφάνισαν σημαντικά θετικές αλλά μέτριες συσχετίσεις σε σχέση με το ποσοστό του σωματικού λίπους [ΠΚ (r=0.38, df=2157, p<0.05& ΠΙ (r=0.48, df=2157, p<0.05)]. Παράλληλα, για τους παχύσαρκους οι συσχετίσεις των δεικτών εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας με το ποσοστό σωματικού λίπους ήταν σημαντικά θετικές. Οι συσχετίσεις του ποσοστού σωματικού λίπους των παχύσαρκων σε σχέση με τους έμμεσους δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας ήταν χαμηλότερες από αυτές των κανονικής μάζας. Ο ΔΜΥ έδωσε συσχέτιση (r=0.36, df=271, p<0.05), ο ΔΜΣ (r=0.37, df=271, p<0.05) και ο RI (r=0.12, df=271, p<0.05), συσχετίσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μέτριες στη διαδικασία αξιολόγησης συντελεστών συσχέτισης για την εκτίμηση της ολικής παχυσαρκίας με έμμεσους (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) και άμεσους τρόπους (%ΣΛ). Όμοια, με τους παραπάνω δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας οι δείκτες της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους εμφάνισαν σημαντικά θετικές αλλά μέτριες συσχετίσεις σε σχέση με το ποσοστό του σωματικού λίπους [ΠΚ (r=0.39, df=271, p<0.01-πι (r=0.36, df=271, p<0.01)]. Επιπλέον, η μάζα λίπους που προκύπτει από την εξίσωση του Slaughter et al 1988 μέσω της μεθόδου αξιολόγησης σύστασης σώματος των δερματοπτυχών στη συγκεκριμένη μελέτη εμφάνισε υψηλή συσχέτιση σε κανονικής μάζας και σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους (Πίνακας 4.14). Σε σχέση με τη μάζα λίπους υψηλή θετική συσχέτιση σε κανονικής μάζας παιδιά και εφήβους εμφάνισαν ο ΔΜΥ (r=0.77, df=2157, p<0.01) και ο ΔΜΣ (r=0.77, 140

159 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου df=2157, p<0.01), ενώ ο RI εμφάνισε σημαντικά θετική αλλά μέτρια συσχέτιση (r=0.35, df=2157, p<0.01) έναντι των άλλων δεικτών. Εκτιμώντας την σχέση μεταξύ μάζας λίπους και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας η ΠΚ (r=0.68, df=2157, p<0.01) και η ΠΙ (r=0.79, df=2157, p<0.01) είχαν σημαντικά θετικές και υψηλές συσχετίσεις ενώ ο WHR (r=-0.20, df=2157, p<0.05) κατέγραψε μια σημαντικά αρνητική αλλά χαμηλή συσχέτιση έναντι της μάζας λίπους. Παράλληλα, για τον παχύσαρκο πληθυσμό της παρούσας μελέτης οι συσχετίσεις των δεικτών εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας με την μάζα λίπους ήταν σημαντικά θετικές. Οι συσχετίσεις της μάζας λίπους των παχύσαρκων σε σχέση με τους έμμεσους δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας ήταν για τον ΔΜΥ (r=0.78, df=271, p<0.01), για τον ΔΜΣ (r=0.71, df=271, p<0.01) ενώ δεν βρέθηκε καμία συσχέτιση μεταξύ του RI (r=0.03, df=271, p<0.98) και της μάζας λίπους. Όμοια, με τους παραπάνω δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας οι δείκτες της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους εμφάνισαν σημαντικά θετικές και υψηλές συσχετίσεις σε σχέση με την μάζα λίπους [ΠΚ (r=0.72, df=271, p<0.01-πι (r=0.74, df=271, p<0.01)]. Η ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή το ποσοστό σωματικού λίπους και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική περιοχή κατέγραψε σημαντικές διαφορές και αλληλεπιδράσεις. Αρχικά στο σύνολο του πληθυσμού βρέθηκε ότι τα κορίτσια είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά σωματικού λίπους σε σχέση με τα αγόρια (F 1,3210 =58.4, p=0.00). Αξιολογώντας τις αλληλεπιδράσεις του φύλου και των αποκλίσεων από την κανονική μάζα σε σχέση με το ποσοστό σωματικού λίπους βρέθηκε ότι οι παραπάνω σταθεροί παράγοντες είχαν σημαντική αλληλεπίδραση στις μέσες τιμές του ποσοστού σωματικού λίπους (F 4,3210 =25, p=0.00). Το ποσοστό του σωματικού λίπους σε σχέση με τον σταθερό παράγοντα των αποκλίσεων από την κανονική μάζα εμφανίζει μια σημαντική και γραμμική αύξηση ανάλογη με αυτή της περίσσειας λίπους (F 2,3544 =7.4, p=0.00). Ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων έδειξε ότι το ποσοστό σωματικού λίπους των υπέρβαρων, παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων όλων των ηλικιακών κατηγοριών διέφερε σημαντικά με το αντίστοιχο ποσοστό των κανονικής μάζας και λιπόσαρκων της ίδιας ηλικιακής κατηγορίας και στα δυο φύλα (p<0.001). 141

160 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ του ποσοστού (%) σωματικού λίπους και μάζας λίπους σε σχέση με τους έμμεσους δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε κανονικής μάζας και υπέρβαρα παιδιά και εφήβους. % Σωμ. λίπους Mάζα λίπους ΔΜΥ # ΔΜΣ ## RΙ Περιμ. κοιλιάς Περιμ. ισχίου WHR Κανονικής μάζας (Ν=3127) % Σωμ. λίπους Pearson s r -- 0,86(**) 0,40(*) 0,50(**) 0,41(*) 0,38(*) 0,48(*) -0,17(*) Mάζα λίπους Pearson s r -- 0,77(**) 0,77(**) 0,35(*) 0,68(**) 0,79(**) -0,20(*) ΔΜΥ # Pearson s r -- 0,9(**) 0,29(*) 0,84(**) 0,90(**) -0,14(*) ΔΜΣ ## Pearson s r -- 0,60(**) 0,78(**) 0,83(**) -0,09(*) RΙ Pearson s r -- 0,26(**) 0,23(*) 0,06(*) Περιμ. κοιλιάς Pearson s r -- 0,83(**) 0,26(*) Περιμ. ισχίου Pearson s r -- 0-,29(*) WHR Pearson s r -- % Σωμ. λίπους Mάζα λίπους ΔΜΥ # ΔΜΣ ## RΙ Περιμ. κοιλιάς Περιμ. ισχίου WHR Παχύσαρκοι (Ν=419) % Σωμ. λίπους Pearson s r -- 0,83(**) 0,36(**) 0,37(*) 0,12(*) 0,39(*) 0,36(*) 0,16(*) Mάζα λίπους Pearson s r -- 0,78(**) 0,71(**) 0,03 0,72(**) 0,74(**) 0,20(*) ΔΜΥ # Pearson s r -- 0,92(**) 0,08 0,85(**) 0,92(**) 0,17(*) ΔΜΣ ## Pearson s r -- 0,41(**) 0,77(**) 0,84(**) 0,17(*) RΙ Pearson s r -- 0,05 0,08 0,02 Περιμ. κοιλιάς Pearson s r -- 0,81(**) 0,59(**) Περιμ. ισχίου Pearson s r -- -0,00 WHR Pearson s r -- *p<0.05 **p<0.01 # ΔΜΥ: Δείκτης Μάζας/Ύψος ## ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος RI: Δείκτης Rohrer WHR: λόγος περιμέτρου κοιλιάς/ισχίου 142

161 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Χωρίς τον σταθερό παράγοντα της περιοχής κατοικίας τα ποσοστά σωματικού λίπους δεν καταγράφουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις σε σχέση με την υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία, την ηλικία και το φύλο (F 10,3488 =1,1, p=0.36). Όταν η σύγκριση του ποσοστού σωματικού λίπους γίνει σε συνάρτηση μόνο με την υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία και το φύλο τότε καταγράφονται στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις του παράγοντα φύλο στο ποσοστό σωματικού λίπους σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (F 4,3488 =11,25, p=0.00). Εκτός των λιπόσαρκων, από την ηλικία των 8 στην ηλικία των 18 ετών στον πληθυσμό αυτής της μελέτης η υπερβάλλουσα μάζα, η παχυσαρκία και η υπερβολική παχυσαρκία χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλά ποσοστά σωματικού λίπους (Πίνακας 4.13). Παρόλα αυτά το post-hoc τεστ του Bonferroni δεν έδειξε ότι η αύξηση της ηλικίας, ανεξάρτητα από την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης, επηρεάζει σημαντικά τα ποσοστά σωματικού λίπους σε υπέρβαρους, παχύσαρκους και υπερβολικά παχύσαρκους (p<0.05). Αυτό δείχνει ότι η περίσσεια μάζας, όπως καταγράφεται τόσο από τους δείκτες του ΔΜΣ/φύλου και ηλικίας της IOTF όσο και από το ποσοστό σωματικού λίπους της μεθόδου των δερματοπτυχών, αν είναι αυξημένη στην προεφηβική ηλικία (8-10 ετών) συνοδεύει τον έφηβο στην αναπτυξιακή του πορεία και υφίσταται μέχρι το τέλος της εφηβικής του ζωής. Το Σχήμα 4.6 δείχνει την τάση του ποσοστού σωματικού λίπους σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα από την ηλικία των 8 ως αυτή των 18 ετών σε σχέση με το φύλο Ποσοστό σωματικού λίπους (%) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 8-10 ετών ετών ετών ετών Λιπόσαρκοι Κανονικής μάζας Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπερβολικά παχύσαρκοι Σχήμα 4.6. Μεταβολές του ποσοστού (%) σωματικού λίπους (95%ΔΕ) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. 143

162 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (95%ΔΕ) του ποσοστού σωματικού λίπους σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Ελλειποβαρείς 13,9±3,6 α,β,γ,δ 13,7±3,9 α,β,γ,δ 13,9±3,7 α,β,γ,δ 18,1± α,β,γ,δ 17,7± α,β,γ,δ 16,34± α,β,γ,δ 14±4,9 α,β,γ,δ 14,1±5,2 α,β,γ,δ 12,2±6,2 α,β,γ,δ 18,1±4,9 α,β,γ,δ 17,6±5,1 α,β,γ,δ Κανονικής μάζας 20,8±5,9 β,γ,δ 20,2±6 β,γ 17,5±6,3 β,γ,δ 22,8± β,γ 22,5± β,γ 22± β,γ 23,5±6,4 β,γ 22,1±6,7 β,γ,δ 20,9±7,1 β,γ 25,3± β7,3,γ,δ 23,1±7 β,γ,δ 24,5±7,7 β,γ,δ Υπέρβαροι 32,8±6,2 29,8±6,3 26,6±6,2 31,4± 32,8± 33± 35,3±7,3 34,8±7,9 36,7±7,5 35,9±7,2 31±7,6 32,5±8 Παχύσαρκοι 39,5±7,6 35,8±7,9 34,1±8 38,8± 36,7± 35,1± 50,9±9,3 39,8±10 51,3±9,9 43,9±10 35,7±9,7 37,5±10,3 Υπερ παχύσαρκοι 39,9±10 55,8±13,2 46,5±12,8 52,3±13,6 47,7±12,6 46,1±10,3 48,3±12, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Σωματικό Λίπος (%) Ελλειποβαρείς 15,1±3,7 α,β,γ,δ 12±4 α,β,γ,δ 11,7±4,2 α,β,γ,δ 18,6 ±4,3 α,β,γ,δ 12,7±5 α,β,γ,δ Κανονικής μάζας 21±8 β,γ,δ 18±7,6 β,γ,δ 19,5±8,2 β,γ,δ 27,7±7,8 β,γ,δ 28,5±8,9 β,γ,δ 28±8,2 β,γ,δ 19,6±8,9 β,γ,δ 19,6±9 β,γ,δ 19,6±9,7 β,γ,δ 32±10,8 β,γ,δ 31±10,2 β,γ,δ 31,2±9,8 β,γ,δ Υπέρβαροι 37,1±9,1 34,2±9,4 34,7±9,8 39,3±9 38,2±9,4 39,6±10 33,5±9,2 30,3± 31,2± 40,4± 38,4± 41,7± Παχύσαρκοι 50,8±11,3 41±10,8 46,3±11,3 46,5±11,5 41,6±11,7 48,3±11,6 36,2±9 37,7±9,5 44,8±10,4 48,8±10 39,3±9,8 45,2±10,3 Υπερ παχύσαρκοι 59,7±12,2 55,2±13 65,2±12,1 51,6±13 51,7±11,7 59,9±12,7 62,5±11,1 48,4±11,7 59,7±12 64,3±12,3 61±13,1 59±12,3 Σημείωση: Σημαντικές διαφορές στα τεστ Bonferroni α. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με κανονικής μάζας β. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπέρβαρους γ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με παχύσαρκους δ. Στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με υπερβολικά παχύσαρκους 144

163 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Όμοια με το ποσοστό σωματικού λίπους, η μάζα λίπους που προκύπτει από την αξιολόγηση της σύστασης του σώματος με την εφαρμογή της μεθόδου των δερματοπτυχών έδειξε τάση αύξησης ανάλογη με αυτή της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας που προέρχεται από την ταξινόμηση μέσω του ΔΜΣ/φύλου και ηλικίας της IOTF (F 2,3544 =29.4, p=0.00). Εκτός των λιπόσαρκων, από την παιδική στην εφηβική ηλικία παρατηρείται μια στατιστικά σημαντική αύξηση της μάζας λίπους (F 11,3544 =3.6, p=0.00) με τις υψηλότερες τιμές της να καταγράφονται στις ηλικίες των ετών (Σχήμα 4.7). Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα και μάζα λίπους Μάζα Λίπους (kg) ετών ετών ετών ετών Ηλικιακές κατηγορίες Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Σχήμα Μεταβολές των μέσων τιμών (±SD) της μάζας λίπους (kg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. 145

164 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.4. Αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Οι μέσες τιμές της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης του πληθυσμού μελέτης ήταν 102±14,8 και 60,1±11,2mmHg αντίστοιχα. Η διακύμανση των τιμών των αιμοδυναμικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού είναι μεγάλη με τιμές της ΣΑΠ να κυμαίνονται από 68 ως 180mmHg και τις αντίστοιχες τιμές της ΔΑΠ να έχουν εύρος διασποράς από 35 ως 101mmHg. Η ανάλυση συσχέτισης του Pearson έδειξε ότι οι ανθρωπομετρικοί δείκτες εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) συσχετίζονται σημαντικά και θετικά με την συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ). Την υψηλότερη αποδεκτή συσχέτιση μεταξύ της ΣΑΠ και των δεικτών εκτίμησης της παχυσαρκίας εμφάνισε ο ΔΜΥ (r=0.58, df=3211, p<0.01), ενώ τόσο ο ΔΜΣ (r=0.54, df=3211, p<0.01) όσο και ο RI (r=0.4, df=3211, p<0.01) εμφάνισαν θετικές αλλά μέτριες συσχετίσεις. Επιπλέον, η συσχέτιση του Pearson ανάμεσα στη διαστολική αρτηριακή πίεση (ΔΑΠ) και τους ανθρωπομετρικούς δείκτες εκτίμησης της παχυσαρκίας ήταν μέτριες. Οι τιμές του r και για τους τρείς δείκτες (ΔΜΥ, ΔΜΣ, RI) ήταν όμοιες με αυτές της ΣΑΠ. Για αυτόν το λόγο οι συσχετίσεις ανάμεσα στην ΔΑΠ και στον RI (r=0.4, df=3211, p<0.05), ΔΜΥ (r=0.53, df=3211, p<0.01) και ΔΜΣ (r=0.58, df=3211, p<0.01) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέτριες. Η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (MANOVA) με εξαρτημένες μεταβλητές την συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική περιοχή εφαρμόστηκε για να διερευνηθούν οι αλληλεπιδράσεις των σταθερών παραγόντων στις εξαρτημένες μεταβλητές. Ως προς το γραμμικό μοντέλο δεν καταγράφηκαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις Wilks Λ=0.12, F 2,3468 =11876, p=0.51) μεταξύ των εξαρτημένων μεταβλητών και του συνόλου των σταθερών παραγόντων. Ο έλεγχος των πολλαπλών συγκρίσεων όσον αφορά την ηλικία του πληθυσμού μελέτης έδειξε στατιστικά χαμηλότερες τιμές τόσο στην ΣΑΠ (F 2,3468 =9, p=0.00) όσο και στην ΔΑΠ (F 2,3468 =8.4, p=0.00) μόνο στην ηλικιακή κατηγορία των 8-10 ετών έναντι των εφήβων και των δυο φύλων στις ηλικίες ετών. Επίσης, σε σχέση με το φύλο οι διαφορές της ΣΑΠ (F 2,3468 =11, p=0.00) και ΔΑΠ (F 2,3468 =8.9, p=0.00) βρέθηκε να είναι στατιστικά σημαντικές, με τα αγόρια να εμφανίζουν συνολικά σημαντικά υψηλότερες μέσες τιμές αρτηριακής πίεσης από τα κορίτσια (F 2,3468 =1, p=0.96), ενώ η αλληλεπίδραση των 146

165 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου παραπάνω παραγόντων (φύλου & ηλικίας) σε συνάρτηση με την ΔΑΠ (F 3,3468 =4.4, p=0.00) και ΣΑΠ (F 3,3468 =8.5, p=0.00) ήταν στατιστικά σημαντική. Παρόλο που οι μέσες τιμές ΣΑΠ και ΔΑΠ των παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων, κυρίως αγοριών, στις ηλικίες των (~125,5mmHg) και ετών (~130mmHg) καταγράφηκαν υψηλές για την εφηβική ηλικία οι τιμές αυτές δεν διέφεραν σημαντικά με τις αντίστοιχες τιμές ΣΑΠ (F 12,3468 =0.45, p=0.93) και ΔΑΠ (F 12,3468 =1.14, p=0.31) των κανονικής μάζας παιδιών και εφήβων έτσι ώστε να μπορέσει να επιβεβαιωθεί η άμεση σχέση μεταξύ εφηβικής παχυσαρκίας και αυξημένης αρτηριακής πίεσης σε σχέση με το φύλο (Σχήμα 4.8). Επίσης, δεν καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές ή επίδραση του φύλου ή της περιοχής κατοικίας τόσο στην ΣΑΠ (F 2,3468 =0.9, p=0.54) όσο και στην ΔΑΠ (F 2,3468 =1.5, p=0.14) σε συνάρτηση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Συστολική αρτηριακή πίεση (mmhg) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 8-10 ετών ετών ετών ετών Λιπόσαρκοι Κανονικής μάζας Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπερβολικά παχύσαρκοι Σχήμα 4.8. Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της συστολικής αρτηριακής πίεσης (mmhg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. 147

166 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Επίσης, η διαστολική αρτηριακή πίεση (ΔΑΠ) παρά του ότι οι μέσες τιμές εκκίνησής της στην ηλικία των 8-10 ετών είναι στα παχύσαρκα παιδιά ψηλές η ΔΑΠ αυξάνεται γραμμικά αλλά όχι στατιστικά σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας και παράλληλα με την αύξηση της υπερβάλλουσας μάζας και της παχυσαρκίας δείχνοντας ότι τα παχύσαρκα παιδιά και οι έφηβοι έχουν και τις υψηλότερες τιμές διαστολικής αρτηριακής πίεσης (Σχήμα 4.9) Διαστολική αρτηριακή πίεση (mmhg) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 8-10 ετών ετών ετών ετών Λιπόσαρκοι Κανονικής μάζας Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Υπερβολικά παχύσαρκοι Σχήμα 4.9. Μεταβολές στις μέσες τιμές (±SD) της διαστολικής αρτηριακής πίεσης (mmhg) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο. 148

167 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.5 Δείκτες εκτίμησης των αποκλίσεων από την κανονική μάζα και φυσική ικανότητα Στις πρακτικές δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής ικανότητας των παιδιών, προέφηβων και εφήβων της μελέτης αυτής οι μέσες τιμές στο παλίνδρομο τεστ ταχύτητας και επιδεξιότητας 10x5m ήταν 22,9±2,3s ενώ στο τεστ των αναδιπλώσεων από την ύπτια κατάκλιση των 30s η μέση τιμή του αριθμού των επαναλήψεων στον πληθυσμό μελέτης ήταν 16±6 επαναλήψεις. Η ανάλυση του Pearson έδειξε ότι οι συσχετίσεις μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας ήταν σημαντικές αλλά πολύ χαμηλές σε σχέση με την επίδοση (s) του πληθυσμού μελέτης στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m. Παρόλο που οι συσχετίσεις μεταξύ της επίδοσης στη δοκιμασία ταχύτηταςεπιδεξιότητας 10x5m με τον ΔΜΣ (r=0.13, df=3211, p<0.05) και RI (r=0.25, df=3211, p<0.05) ήταν υψηλότερες έναντι των άλλων ανθρωπομετρικών δεικτών (ΔΜΥ, ΠΚ, ΠΙ, WHR) οι γενικά πολύ χαμηλές συσχετίσεις μεταξύ των παραπάνω δεικτών με την επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m δείχνει ότι οι αποκλίσεις από την κανονική μάζα δεν επηρεάζουν την τελική επίδοση στην παραπάνω δοκιμασία. Στη συνέχεια καταγράφηκαν οι πιθανές συσχετίσεις της απόδοσης (επαν.) στη δοκιμασία των κοιλιακών μυών-30s τόσο με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. Ειδικότερα οι συσχετίσεις της απόδοσης μεταξύ της δοκιμασίας των κοιλιακών μυών-30s και όλων των δεικτών εκτίμησης της ολικής παχυσαρκίας ήταν αρνητικές αλλά πολύ χαμηλές. Συγκεκριμένα, ο αριθμός επαναλήψεων της δοκιμασίας αντοχής στη δύναμη των κοιλιακών μυών-30s βρέθηκε ότι έχει αρνητική, αλλά χαμηλή συσχέτιση τόσο με τον ΔΜΣ (r=-0.32, df=3454, p<0.05) όσο και με τον ΔΜΥ (r=- 0.24, df=3454, p<0.05) και RI (r=-0.38, df=3454, p<0.05). Οι παραπάνω συσχετίσεις σε συνδυασμό με τους χαμηλότερους συντελεστές συσχέτισης που κατέγραψε η παρούσα μελέτη μεταξύ των δεικτών της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας [ΠΚ(r=-0.26, df=3454, p<0.01, ΠΙ (r=- 0.24, df=3454, p<0.01-whr (r=-0.12, df=3454, p<0.01)] σε σχέση με την απόδοση στη δοκιμασία κοιλιακών 30s δείχνουν ότι η ολική και η κεντρικού τύπου παχυσαρκία έχουν μια αρνητική επίδραση στην απόδοση των παιδιών και εφήβων της παρούσας μελέτης στη συγκεκριμένη δοκιμασία. Στον Πίνακα 4.14 αναγράφονται οι συντελεστές συσχέτισης μεταξύ της επίδοσης και απόδοσης των παραπάνω δοκιμασιών σε σχέση με τους δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. 149

168 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ της επίδοσης και απόδοσης του πληθυσμού μελέτης στις υπαίθριες δοκιμασίες αξιολόγησης της φυσικής ικανότητας σε σχέση με τους δείκτες εκτίμησης της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. *p<0.05 **p<0.01 ΔΜΥ # ΔΜΣ ## RΙ Περίμετρος ισχίου WHR Περίμετρος κοιλιάς Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία κοιλιακών 30s ΔΜΥ # Pearson s r -- 0,95(**) 0,72(**) 0,93(**) 0,23(**) 0,91(**) 0,03-0,24(*) ΔΜΣ ## Pearson s r -- 0,88(**) 0,87(**) 0,31(**) 0,89(**) 0,13(*) -0,32(*) RΙ Pearson s r -- 0,61(**) 0,38(**) 0,7(**) 0,25(*) -0,38(*) Περίμετρος ισχίου Pearson s r -- 0,07(**) 0,88(**) 0,02-0,24(**) WHR Pearson s r -- 0,51(**) 0,01(*) -0,12(**) Περίμετρος κοιλιάς Pearson s r -- 0,06(**) -0,26(**) Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Pearson s r -- -0,46(**) Δοκιμασία κοιλιακών 30s Pearson s r -- # ΔΜΥ: Δείκτης Μάζας/Ύψος ## ΔΜΣ: Δείκτης Μάζας Σώματος RI: Δείκτης Rohrer WHR: λόγος περιμέτρου κοιλιάς/ισχίου 150

169 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Σχέση δοκιμασίας ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα H ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική περιοχή για τον έλεγχο της αλληλεπίδρασης κάθε σταθερού παράγοντα στην επίδοση δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m του πληθυσμού μελέτης έδειξε σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σταθερών παραγόντων και της επίδοσης στη παραπάνω δοκιμασία (F 4,3420 =16.14, p=0.00) (Πίνακας 4.15). Σημαντικές διαφορές βρέθηκαν στην επίδοση του πληθυσμού μελέτης στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (F 4,3420 =37, p=0.00), το φύλο (F 4,3420 =40.8, p=0.00), την ηλικία (F 4,3420 =11.8, p=0.00), ενώ δεν καταγράφηκε σημαντική επίδραση μεταξύ της επίδοσης στη δοκιμασία ταχύτηταςεπιδεξιότητας 10x5m και της γεωγραφικής περιοχής (F 4,3420 =0.8, p=0.46). Παρά τις σημαντικές επιδράσεις των παραπάνω παραγόντων, ο έλεγχος των συνόλου των παραπάνω παραγόντων σε σχέση με την επίδοση στη δοκιμασία δεν έδειξε στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις ούτε μεταξύ αποκλίσεων από την κανονική μάζα και φύλου (F 4,3420 =1.63, p=0.16), ούτε μεταξύ των αποκλίσεων από την κανονική μάζα και ηλικίας (F 3,3420 =1.1, p=0.38) αλλά ούτε και μεταξύ αποκλίσεων από την κανονική μάζα και περιοχής κατοικίας του πληθυσμού μελέτης (F 8,3420 =1.85, p=0.06). Έτσι, παρά του ότι η αύξηση της ηλικίας θα έπρεπε να καταγράψει μια βελτίωση στην επίδοση της δοκιμασίας ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m από τις ηλικίες των 8 στα 18 έτη εντούτοις αυτό δεν επιβεβαιώθηκε. 151

170 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) της επίδοσης στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m (s) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Ελλειποβαρείς 23,9±2,3 22,8±2,1 24,5±1,8 25,9±2 23,5±1,9 24,3±1,2 22,5±2,3 22,6±2,3 25±2,7 23,3±2,1 21,7±2,8 Κανονικής μάζας 23,5±2,1 22,3±2 23,5±2 25±2,7 23±2,4 23,8±2,6 22,2±1,9 21,3±1,8 22,2±2 23,5±2 22,3±2.4 22,9±0,9 Υπέρβαροι 23,8±2,2 22,9±2,1 24,2±1,8 25,4±2,2 23,9±2,5 24,6±2 23±1,9 23±1,7 23,1±2,2 24,3±2,1 22,7±2,8 24,1±2,9 Παχύσαρκοι 25±2,1 23,5±2,8 24,3±2,1 26,4±2,1 23,8±0,9 26,2±2,7 24,6±2,5 22,6±2 24,2±2,6 25,3±2 22,5±1,6 21,9±3 Υπερ παχύσαρκοι 27,1±0,1 26,9±2,7 24,8±1,8 22±2,1 24,2±2,3 25,4±2,9 26,3±2, ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Δοκιμασία ταχύτητας 10x5m Ελλειποβαρείς 21,3±2 19,9±2,1 21,7±2,1 23,6±2,5 21,8±2,3 22,6 Κανονικής μάζας 21,3±1,9 21,7±2,1 21±1,2 22,9±2 23,2±1,8 23±1,9 20,1±2,6 22±2,4 20±2,3 23,6±2,2 24,4±2 23,5±2,9 Υπέρβαροι 22±2 22,3±2,2 21,8±1,7 23,8±2 23,7±2,6 24±2,7 20,1±2,5 23,7±2,4 22,2± 23,6± 25,6± 23,8± Παχύσαρκοι 22,3±1,9 23±2,3 23±2,8 23,9±2 23,6±1,6 24±2,5 19,9±2,1 24,4±2,2 21,2±2,4 24±2 24±2,6 22,4±2,8 Υπερ παχύσαρκοι 23,6±2,2 25,4±2 30,6±1,3 25±2,6 25±2,6 25,4±2,9 21,8±2,8 25,6±2,9 20,8±3,4 24,9±1,7 27,5±3,3 26,8±

171 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Παράλληλα, η επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m δεν διέφερε στο πληθυσμό της παρούσας μελέτης από την ηλικία των 8 ως την ηλικία των 18 ετών ούτε σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Έτσι, οι παχύσαρκοι ηλικίας 8-10 ετών είχαν μέση επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m 24.7s ενώ οι παχύσαρκοι έφηβοι ηλικίας ετών είχαν μέση επίδοση στην παραπάνω δοκιμασία 23.5s η οποία ήταν πολύ λίγο αλλά όχι σημαντικά καλύτερη (Σχήμα 4.10). Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα και επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m Επίδοση στη δοκιμασία 10x5m (s) 30 29, , , , , , , , , , ετών ετών ετών ετών Ηλικιακές κατηγορίες Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Σχήμα Μεταβολές της επίδοσης (±SD) στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m (s) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία Σχέση δοκιμασίας κοιλιακών-30s με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Η ανάλυση διακύμανσης (four-way ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την απόδοση στη δοκιμασία των κοιλιακών (επαν.) και με σταθερούς παράγοντες τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα, την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική κατανομή δεν κατέγραψε σημαντικές αλληλεπιδράσεις (F 2,3410 =1.1, p=0.32) μεταξύ του συνόλου των σταθερών παραγόντων στην εξαρτημένη μεταβλητή (Πίνακας 4.16). Ενώ οι αποκλίσεις από την κανονική μάζα φαίνεται να επηρεάζουν την απόδοση στη δοκιμασία (F 4,3410 =36.5, p=0.00) ούτε η γεωγραφική περιοχή (F 4,3410 =1.1, p=0.19) ούτε το φύλο (F 4,3410 =0.8, p=0.45) φάνηκε να επηρεάζουν σημαντικά την απόδοση του πληθυσμού μελέτης στη δοκιμασία κοιλιακών 30s. Στην ανάλυση και των τεσσάρων σταθερών παραγόντων (αποκλίσεις από την κανονική μάζα, φύλο, ηλικία, 153

172 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου γεωγραφική περιοχή) σε συνάρτηση με την απόδοση κατά την εφαρμογή της δοκιμασίας δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις που να επιβεβαιώνουν τις επιδράσεις των παραπάνω παραγόντων στην απόδοση κατά την δοκιμασία κοιλιακών 30s του πληθυσμού μελέτης. Η κατάσταση της μη στατιστικά σημαντικής αλληλεπίδρασης στην απόδοση στη συγκεκριμένη δοκιμασία με κανέναν σταθερό παράγοντα και για τα δυο φύλα καταδεικνύει ότι η βιολογική ωρίμανση δεν επιφέρει την ανάλογη βελτίωση στην απόδοση στη δοκιμασία. Χαρακτηριστικό εύρημα είναι ότι οι παχύσαρκοι ηλικίας 8-10 ετών είχαν την ίδια μέση απόδοση στην δοκιμασία των κοιλιακών 30s (~11 επαναλήψεις) με τους έφηβους ηλικίας ετών (Σχήμα 4.11). Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα και απόδοση στη δοκιμασία αναδιπλώσεων απο ύπτια κατάκλιση Δοκιμασία κοιλιακών 30s (επαν.) ετών ετών ετών ετών Ηλικιακές κατηγορίες Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Σχήμα Γραφική απεικόνιση της απόδοσης (±SD) στη δοκιμασία κοιλιακών.30s (επαν.) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα ανά ηλικιακή κατηγορία. 154

173 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Κατάταξη του πληθυσμού ανάλογα με τις μέσες τιμές (±SD) στην επίδοση της δοκιμασίας κοιλιακών-30s (επαναλήψεις) σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) ανά ηλικιακές κατηγορίες, φύλο και γεωγραφική περιοχή ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Ελλειποβαρείς 18±5 19±5 12±5 13±5 17±4 15±5 19±5 22±4 14±5 19±5 19±5 Κανονικής μάζας 17±5 18±5 15±5 15±5 17±5 11±5 20±5 21±6 19±4 16±6 18±5 17±5 Υπέρβαροι 14±6 15±4 14±5 12±5 14±5 12±5 17±6 18±5 17±5 14±5 17±5 13±4 Παχύσαρκοι 11±6 14±5 17±5 8±6 9±5 4±6 13±7 13±5 11±6 11±6 15±6 17±5 Υπερ παχύσαρκοι 0 0 8±7 4±6 0 8±6 0 7± ετών ετών Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Γεωγραφική περιοχή Γεωγραφική περιοχή Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Αστ. Ημιαστ Αγρ. Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Δοκιμασία κοιλιακών 30s Ελλειποβαρείς 20±3 22±2 19±4 19±4 19±4 19±4 Κανονικής μάζας 20±5 20±4 19±4 17±5 14±5 15±5 22±3 20±6 22±3 17±4 13±5 16±6 Υπέρβαροι 17±6 16±6 17±5 14±5 12±5 14±5 21±4 14±5 20±3 15±3 7±5 14±4 Παχύσαρκοι 11±7 13±5 14±6 9±6 06±5 12±5 19±5 8±6 17±4 8±3 15±3 11±4 Υπερ παχύσαρκοι 10± ±5 1±6 13±2 15±2 3±5 24±3 8±3 0 9±5 155

174 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.6. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με την διατροφή Οι διατροφικές συνήθειες σε σχέση με την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης Η στατιστική που εφαρμόστηκε με τους πίνακες διασταυρώσεων έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στους δείκτες της διατροφικής συμπεριφοράς και συνηθειών των μαθητών/τριων σε σχέση με την περιοχή κατοικίας (Πίνακας 4.17). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση των διαφορών των συχνοτήτων για τις ασυνεχείς μεταβλητές της γεωγραφικής κατανομής του δείγματος σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές έδειξε σημαντικές διαφορές. Τα ποσοστά των μαθητών/τριων και των δυο βαθμίδων εκπαίδευσης που είχαν ενημερωθεί για την υγιεινή διατροφή ήταν 82,6% από αστική, 81,1% από ημιαστική και 78,8% από αγροτική περιοχή χωρίς οι συχνότητες αυτές να έχουν σημαντική διαφορά μεταξύ τους (X 2 =5.5, df=4, p=0.24). Από το σύνολο του δείγματος οι μαθητές/τριες που δεν έπαιρναν καθόλου πρωινό πριν το σχολείο ήταν σε ποσοστό 37,8% από αστικές, 36,4% από ημιαστικές και 32,3% από αγροτικές περιοχές, ενώ οι μαθητές/τριες που κατανάλωναν πλήρες πρωινό πριν από το σχολείο καθημερινά ανήκαν κατά 28,9% σε αστικό, κατά 40,8% σε ημιαστικό και κατά 46% σε αγροτικό πληθυσμό με σημαντικές διαφορές στα ποσοστά κατανάλωσης πρωινού να παρατηρούνται και στις τρείς κατηγορίες δημογραφικής κατανομής του δείγματος (X 2 =68, df=6, p=0.001). Παράλληλα, τα ποσοστά των μαθητών/τριων που αγόραζαν και κατανάλωναν προϊόντα από τα κυλικεία των σχολείων τους εμφάνισαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (X 2 =20.2, df=2, p=0.001). Το 71,9% των μαθητών/τριων από αστικές, το 68,2% από ημιαστικές και το 71% από αγροτικές περιοχές αγόραζαν και κατανάλωναν προϊόντα από το κυλικείο του σχολείου τους, ενώ τα ποσοστά των παιδιών της Ε και ΣΤ τάξεων Δημοτικού που κατανάλωναν στο σχολείο φαγητό που τους έδινε η μητέρα τους από το σπίτι δεν εμφάνισαν σημαντικές διαφορές και ήταν κατά 66,1% από αστικές, 60,4% από ημιαστικές και 71,9% από αγροτικές περιοχές (X 2 =3.9, df=2, p=0.14). 156

175 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης. Μεταβλητές διατροφής Αστική (95%ΔΕ) Ημιαστική (95%ΔΕ) Αγροτική (95%ΔΕ) Γνώση υγιεινής διατροφής Ναι Όχι Ν= (82.6%) 190 (17.4%) ( ,8) ( ) Ν= (81.1%) 195 (18.8%) ( ) ( ) Ν= (78.8%) 92 (21.2%) ( ) ( ) Πρωινό πριν το σχολείο Καμία ημέρα 1-2 ημέρες 3-4 ημέρες Καθημερινά Φαγητό της μητέρας στο σχολείο Ναι Όχι Φαγητό από το κυλικείο Ναι Όχι Κατανάλωση > από 3 φρούτα/ημέρα Ναι Όχι Κατανάλωση λαχανικών Ναι Όχι Κατανάλωση δημητριακών Ναι Όχι Κατανάλωση γάλατος Ναι Όχι Κατανάλωση σνακ Ναι Όχι Κατανάλωση αλκοόλ Ναι Όχι Κατανάλωση αναψυκτικών Ναι Όχι Ώρες δείπνου τις εργάσιμες ημέρες Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 Ώρες δείπνου τα Σαββατοκύριακα Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 Ν= (37.8%) 211 (19.1%) 157 (14.2%) 319 (28.9%) Ν= (66.1%) 149 (33.9%) Ν= (71.9%) 319 (28.1%) Ν= (68.5%) 357 (31.5%) Ν= (61.5%) 432 (38.5%) Ν= (74.7%) 286 (25.3%) Ν= (62.9%) 419 (37.1%) Ν= (58.3%) 473 (41.7%) Ν= (31.7%) 771 (68.3%) Ν= (64.2%) 403 (35.8%) Ν= (41.1%) 481 (43.1%) 176 (15.8%) Ν= (39.6%) 368 (43.7%) 141 (16.7%) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) 157 Ν= (36.4%) 190 (18.3%) 47 (4.5%) 424 (40.8%) Ν= (60.4%) 105 (39.6%) Ν= (68.2%) 331 (31.8%) Ν= (47.9%) 545 (52.1%) Ν= (76.9%) 241 (23.1%) Ν= (63.1%) 385 (36.9%) Ν= (77.7%) 233 (22.3%) Ν= (70.5%) 308 (29.5%) Ν= (27.8%) 755 (72.2%) Ν= (66.3%) 351 (33.7%) Ν= (52%) 414 (39.7%) 86 (8.3%) Ν= (42.6%) 405 (39.2%) 188 (18.2%) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) Ν= (32.3%) 85 (19.5%) 10 (2.3%) 201 (46%) Ν=57 41 (71.9%) 16 (28.1%) Ν= (71%) 134 (29%) Ν= (49%) 235 (51%) Ν= (73.8%) 121 (26.2%) Ν= (57.1%) 199 (42.9%) Ν= (81.3%) 87 (18.8%) Ν= (68.3%) 147 (31.7%) Ν= (27.6%) 338 (72.4%) Ν= (76.9%) 106 (23.1%) Ν= (46.7%) 217 (47.2%) 28 (6.1%) Ν= (33.8%) 230 (49.9%) 75 (16.3%) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( )

176 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Αναφορικά με την περιοχή κατοικίας το 68,5% του μαθητικού πληθυσμού των αστικών περιοχών κατανάλωνε τουλάχιστον τρία φρούτα την ημέρα ποσοστό που είναι σημαντικά περισσότερο (X 2 =83.3,df=2, p=0.001) σε σχέση με το 47,9% και 49% των μαθητών/τριων των ημιαστικών και αγροτικών περιοχών. Παράλληλα η κατανάλωση λαχανικών και δημητριακών από τους μαθητές/τριες για τις αστικές περιοχές έφτανε στο 61,5% και 74,7%, για τις ημιαστικές περιοχές στο 76,9% και 63,1% και για τις αγροτικές περιοχές στο 73,8% και 57,1% αντίστοιχα. Τα ποσοστά των παραπάνω μεταβλητών είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους τόσο για την κατανάλωση λαχανικών (X 2 =18.5, df=2, p=0.001) όσο και για την κατανάλωση δημητριακών (X 2 =29.9, df=2, p=0.001) και για τις τρείς κατηγορίες δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού. Στην πρόσληψη γάλατος οι διαφορές των ποσοστών εμφανίζονται σημαντικές (X 2 =38.6, df=2, p=0.001) ανάμεσα και στις τρείς δημογραφικές κατηγορίες πληθυσμού με την υψηλότερη κατανάλωση να έχουν οι μαθητές/τριες που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές (81,3%) σε σχέση τόσο με την κατανάλωση γάλατος των μαθητών/τριων που κατοικούσαν σε ημιαστικές περιοχές (77,7%) όσο και με την ημερήσια κατανάλωση γάλατος των παιδιών και εφήβων που διέμεναν σε αστικές περιοχές της Ελλάδας (62,9%). Όσον αφορά με την διατροφική συμπεριφορά που ευθύνεται για την ενεργειακή επιβάρυνση του οργανισμού σημαντικές διαφορές βρέθηκαν στην κατανάλωση συσκευασμένων γρήγορων γευμάτων (X 2 =56.9, df=2, p=0.001) και αναψυκτικών (X 2 =24.1, df=2, p=0.001). Τα ποσοστά των μεταβλητών της κατανάλωσης σνακ και αναψυκτικών ήταν 58,3% και 64,2% στους μαθητές/τριες που κατοικούσαν σε αστικές περιοχές, 70,5% και 66,3% στον πληθυσμό που διέμεναν σε ημιαστικές περιοχές και 68,3% και 76,9% αντίστοιχα για τους μαθητές/τριες που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Τέλος, η κατανάλωση αλκοόλ από τους μαθητές/τριες των Γυμνασίων και Λυκείων δεν διέφερε σημαντικά ανά γεωγραφική περιοχή (X 2 =8.8, df=2, p=0.12) και ήταν 31,7% για τον αστικό, 27,8% για τον ημιαστικό και 27,6% για τον αγροτικό μαθητικό πληθυσμό Το φύλο και η διατροφή του πληθυσμού μελέτης Η μονομεταβλητή περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε με τους πίνακες διασταυρώσεων έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα της διατροφικής συμπεριφοράς και συνηθειών των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο (Πίνακας 4.18). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση των 158

177 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου διαφορών συχνοτήτων για τις ασυνεχείς μεταβλητές του φύλου σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές έδειξε σημαντικές διαφορές. Πίνακας Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Μεταβλητές διατροφής Αγόρια (95%ΔΕ) Κορίτσια (95%ΔΕ) Γνώση υγιεινής διατροφής Ναι Όχι Ν= (77.3%) 279 (22.7%) Ν= (85.1%) 199 (14.9%) Πρωινό πριν το σχολείο Καμία ημέρα 1-2 ημέρες 3-4 ημέρες Καθημερινά Φαγητό της μητέρας στο σχολείο Ναι Όχι Φαγητό από το κυλικείο Ναι Όχι Κατανάλωση > από 3 φρούτα/ημέρα Ναι Όχι Κατανάλωση λαχανικών Ναι Όχι Κατανάλωση δημητριακών Ναι Όχι Κατανάλωση γάλατος Ναι Όχι Κατανάλωση σνακ Ναι Όχι Κατανάλωση αλκοόλ Ναι Όχι Κατανάλωση αναψυκτικών Ναι Όχι Ώρες δείπνου τις εργάσιμες ημέρες Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 Ώρες δείπνου τα Σαββατοκύριακα Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 Ν= (33.5%) 208 (16.8%) 114 (9.2%) 203 (40.6%) Ν= (65.5%) 131 (34.5%) Ν= (69.3%) 392 (30.7%) Ν= (58%) 539 (42%) Ν= (67.9%) 410 (32.1%) Ν= (69.7%) 387 (30.3%) Ν= (74.7%) 323 (25.3%) Ν= (66.5%) 429 (33.5%) Ν= (34.6%) 840 (65.4%) Ν= (73.7%) 334 (26.3%) Ν= (45.5%) 529 (41.7%) 163 (12.8%) Ν= (35.9%) 497 (44.1%) 225 (20%) Ν= (38.9%) 278 (20.7% 100 (7.5%) 441 (32.9%) Ν= (63.6%) 139 (36.4%) Ν= (71.2%) 392 (28.8%) Ν= (56%) 598 (44%) Ν= (71.6%) 384 (28.4%) Ν= (64.4%) 483 (35.6%) Ν= (69.4%) 416 (30.6%) Ν= (63.4%) 499 (36.6%) Ν= (24.5%) 1024 (75.5%) Ν= (61.2%) 526 (38.8%) Ν= (47.4%) 583 (43.2%) 127 (9.4%) Ν= (43.4%) 506 (41.8%) 179 (14.8%) Στο σύνολο του δείγματος τα κορίτσια ήταν σημαντικά πιο ενημερωμένα (X 2 =27.1, df=2, p=0.001) από τα αγόρια για την υγιεινή διατροφή (85,1% έναντι 77,3%), ενώ τα αγόρια είχαν σημαντική διαφορά στην καθημερινή κατανάλωση πρωινού πριν από το σχολείο (X 2 =23.7, df=3, p=0.001) σε σχέση με τα κορίτσια (40,6% έναντι 32,9%). Επίσης, το 65,5% των αγοριών και το 63,6% των κοριτσιών της Ε και ΣΤ τάξης του Δημοτικού έτρωγαν στο 159

178 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου σχολείο φαγητό που τους είχε ετοιμάσει η μητέρα τους από το σπίτι χωρίς όμως να καταγραφούν σημαντικές διαφορές (X 2 =0.35, df=1, p=0.58), ενώ το 69,3% των αγοριών και το 71,2% των κοριτσιών τις ώρες του σχολείου αγόραζε και κατανάλωνε τρόφιμα και προϊόντα από το κυλικείο του σχολείου χωρίς να υπάρχουν και στην μεταβλητή αυτή σημαντικές διαφορές μεταξύ των φύλων (X 2 =1.2, df=1, p=0.27). Όσον αφορά την διατροφική στάση των μαθητών/τριων και των οικογενειών τους χωρίς να ανιχνευτούν σημαντικές διαφορές (X 2 =1.1, df=1, p=0.30) το 58% των αγοριών και το 56% των κοριτσιών έτρωγαν καθημερινά πάνω από τρία φρούτα, τα κορίτσια έτρωγαν σημαντικά περισσότερα λαχανικά (X 2 =4.2, df=1, p=0.04) από τα αγόρια (71,6% έναντι 67,9%), το 69,7%,των αγοριών και το 64,4% των κοριτσιών έτρωγαν δημητριακά (X 2 =8.5, df=1, p=0.004), ενώ το 74,7% των αγοριών και το 69,4% των κοριτσιών έπιναν ένα ποτήρι γάλα την ημέρα (X 2 =9, df=1, p=0.002). Καταγράφοντας τα λανθασμένα πρότυπα διατροφικών συνηθειών χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (X 2 =2.7, df=1, p=0.09) το 66,5% των αγοριών και το 63,4% των κοριτσιών κατανάλωναν έτοιμα συσκευασμένα προϊόντα ή έτοιμο γρήγορο φαγητό, τα αγόρια κατανάλωναν σε ποσοστό 10% τις τελευταίες τέσσερεις ημέρες περισσότερο αλκοόλ από τα κορίτσια (X 2 =35.8, df=1, p=0.001), ενώ το 73,7% των αγοριών και το 61,2% των κοριτσιών είχαν πιεί αναψυκτικά με την κατανάλωση αναψυκτικών μεταξύ των φύλων να καταγράφει σημαντικές διαφορές (X 2 =45.9, df=1, p=0.001) Η διατροφή του πληθυσμού μελέτης σε σχέση με την ηλικία Η περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε με τους πίνακες διασταυρώσεων έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα της διατροφικής συμπεριφοράς και συνηθειών των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία (Πίνακας 4.19). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες για τις ασυνεχείς μεταβλητές της ηλικίας σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές έδειξε σημαντικές διαφορές. Στο σύνολο του πληθυσμού μελέτης σημαντικές διαφορές βρέθηκαν στα ποσοστά γνώσηενημέρωση για την υγιεινή διατροφή σε σχέση με την ηλικία των μαθητών/τριων (X 2 =13.9, df=4, p=0.008). Το 78,1% των παιδιών και προέφηβων ηλικίας ετών, το 80,9% των μαθητών/τριων Γυμνασίου ηλικίας ετών και το 85,3% των μαθητών/τριων ηλικίας

179 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 18 ετών που φοιτούσαν στα Γενικά Λύκεια απάντησαν θετικά στην ερώτηση της γνώσης για την υγιεινή διατροφή. Αξιολογώντας την διατροφική συμπεριφορά της μη λήψης πρωινού πριν το σχολείο σε καθημερινή βάση από τους μαθητές/τριες δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών ηλικιακών κατηγοριών (X 2 =3.5, df=6, p=0.74). Το 37,4% των μαθητών/τριων των Ε και ΣΤ τάξεων Δημοτικού, το 35,2% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών και το 36,8% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών δεν έπαιρναν καμία μέρα πρωινό πριν το σχολείο. Στην ερώτηση για την κατανάλωση στο σχολείο φαγητού που είχε από το σπίτι ετοιμάσει η μητέρα και που αναφέρεται μόνο στο ερωτηματολόγιο των μαθητών/τριων των Ε και ΣΤ τάξεων του Δημοτικού το 64,5% των μαθητών/τριων προεφηβικής ηλικίας απάντησε θετικά ενώ το 35,5% αυτών απάντησε ότι δεν τρώει κατά τις σχολικές ώρες φαγητό ή κάποιο άλλο τρόφιμο που έχει φέρει στο σχολείο από το σπίτι. Παράλληλα, η κατανάλωση τροφίμων και προϊόντων από το κυλικείο του σχολείου έφτασε το 66,5% για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών, και το 66,9% για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών ενώ σημαντικά υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης προϊόντων από το κυλικείο του σχολείου (74,9%) καταγράφηκε από τους έφηβους μαθητές/τριες Γυμνασίων ηλικίας ετών (X 2 =21, df=6, p=0.001). Αναφορικά με την κατανάλωση φρούτων το 62% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών των τάξεων Ε και ΣΤ Δημοτικού, το 58,7% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών και το 49,2% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών έτρωγαν τουλάχιστον τρία φρούτα την ημέρα με σημαντικές διαφορές να καταγράφονται και στις τρείς ηλικιακές κατηγορίες (X 2 =27.4, df=2, p=0.001). Αντίστοιχα το 58% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών, το 73% των εφήβων ηλικίας ετών και το 77,2% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό έναντι των δυο προηγούμενων ηλιακών κατηγοριών έτρωγαν λαχανικά ή πράσινες σαλάτες (X 2 =74.9, df=2, p=0.001). Επίσης, η πρόσληψη δημητριακών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη (77,6%) στα παιδιά ηλικίας ετών, έναντι του 66,8% για τους έφηβους και των δυο φύλων ηλικίας ετών και 56.7% για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών (X 2 =73.3, df=2, p=0.001), ενώ η κατανάλωση γάλατος για τους προέφηβους ήταν 62,5%, σημαντικά χαμηλότερη (X 2 =48.9, df=2, p=0.001) τόσο από την ημερήσια κατανάλωση γάλατος των έφηβων ηλικίας ετών (76.2%) όσο και εκείνης των μαθητών/τριων ηλικίας ετών (75,6%). 161

180 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Επιπλέον, η υιοθέτηση ανθυγιεινών στάσεων διατροφής όπως αυτή εκφράζεται με την πρόσληψη ή κατανάλωση τροφών και προϊόντων υψηλού γλυκαιμικού φορτίου καταγράφηκε και στις τρείς ηλικιακές κατηγορίες του δείγματος μελέτης μέσω των ερωτηματολογίων καταγραφής διατροφικών στάσεων. Το 86,8% των μαθητών/τριων των ηλικίας ετών κατανάλωνε έτοιμα γρήγορα γεύματα και συσκευασμένα προϊόντα ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των μαθητών/τριων στις ηλικίες και ήταν σημαντικά μικρότερα της τάξης του 55,4% και 57,2% αντίστοιχα (X 2 =223.3, df=2, p=0.001). Η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών στους μαθητές/τριες Γυμνασίου ηλικίας ετών ήταν μόλις 16,3% με σημαντικές αυξητικές τάσεις να καταγράφονται στην κατανάλωση αλκοόλ στην ηλικιακή κατηγορία των ετών φτάνοντας στο ποσοστό του 34,7% για τους μαθητές/τριες του Γενικού Λυκείου (X 2 =100.3, df=2, p=0.001). Όμοια, τα ποσοστά των μαθητών/τριων όλων των ηλικιών που κατανάλωναν ανθρακούχα ή μη αναψυκτικά ήταν πολύ υψηλά με σημαντικές διαφορές να καταγράφονται και στις τρείς ηλικιακές κατηγορίες του δείγματος μελέτης (X 2 =30.1, df=2, p=0.001). Έτσι, το 60,8% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών, το 72,6% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών και το 65,7% των μαθητών/τριων του Γενικού Λυκείου ηλικίας ετών είχε πιει τις τελευταίες τέσσερεις ημέρες έστω και ένα αναψυκτικό. 162

181 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της διατροφικής στάσης και συμπεριφοράς (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία. Μεταβλητές διατροφής ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) Γνώση υγιεινής διατροφής Ναι Όχι N= (78.1%) 163 (21.9%) Ν= (80.9%) 208 (19.1%) Ν= (85.3%) 105 (14.7%) Πρωινό πριν το σχολείο Καμία ημέρα 1-2 ημέρες 3-4 ημέρες Καθημερινά Φαγητό της μητέρας στο σχολείο Ναι Όχι Φαγητό από το κυλικείο Ναι Όχι Κατανάλωση > από 3 φρούτα/ημέρα Ναι Όχι Κατανάλωση λαχανικών Ναι Όχι Κατανάλωση δημητριακών Ναι Όχι Κατανάλωση γάλατος Ναι Όχι Κατανάλωση σνακ Ναι Όχι Κατανάλωση αλκοόλ Ναι Όχι Κατανάλωση αναψυκτικών Ναι Όχι Ώρες δείπνου τις εργάσιμες ημέρες Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 Ώρες δείπνου τα Σαββατοκύριακα Πριν τις 21:00 Μεταξύ 21:00 και 22:00 Μετά τις 22:00 N= (37.4%) 143 (19.3%) 53 (7.2%) 268 (36.2%) Ν= (64.5%) 270 (35.5%) Ν= (66.5%) 252 (33.5%) Ν= (62%) 289 (38%) Ν= (58%) 317 (42%) Ν= (77.6%) 169 (22.4%) Ν= (62.5%) 285 (37.5%) Ν= (86.8%) 100 (13.2%) Ν= (60.8%) 297 (39.2%) Ν= (52.9%) 287 (38.5%) 64 (8.6%) Ν= (42.5%) 326 (43.7%) 103 (13.8%) Ν= (35.2%) 212 (19%) 103 (9.2%) 408 (36.6%) Ν= (74.9%) 285 (25.1%) Ν= (58.7%) 470 (41.3%) Ν= (73%) 307 (27%) Ν= (66.8%) 378 (33.2%) Ν= (76.2%) 271 (23.8%) Ν= (55.4%) 508 (44.6%) Ν= (16.3%) 888 (83.7%) Ν= (72.6%) 310 (27.4%) Ν= (45.9%) 493 (43.6%) 119 (10.5%) Ν= (38.4%) 433 (44.7%) 164 (16.9%) Ν= (36.8%) 130 (18.1%) 58 (8.1%) 267 (37.1%) Ν= (66.9%) 246 (33.1%) Ν= (49.2%) 375 (50.8%) Ν= (77.2%) 167 (22.8%) Ν= (56.7%) 321 (43.3%) Ν= (75.6%) 180 (24.4%) Ν= (57.2%) 317 (42.8%) Ν= (34.7%) 483 (65.3%) Ν= (65.7%) 252 (34.3%) Ν= (40.5%) 331 (45%) 107 (14.5%) Ν= (38.7%) 242 (39.2) 137 (22.2%)

182 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.7. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με τη σωματική δραστηριότητα Σωματική δραστηριότητα σε σχέση με την περιοχή κατοικίας του πληθυσμού μελέτης Οι πίνακες διασταυρώσεων έδωσαν τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα της σωματικής δραστηριότητας των μαθητών/τριων σε σχέση με την περιοχή κατοικίας (Πίνακας 4.20). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες για τις ασυνεχείς μεταβλητές της περιοχής κατοικίας σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Το 55% των μαθητών/τριων του δείγματος μελέτης που κατοικούσε σε αγροτικές περιοχές πήγαιναν και επέστρεφαν στο σχολείο τους με τα πόδια, ενώ το ποσοστό αυτό αυξανόταν σημαντικά τόσο στις ημιαστικές (66%) όσο και στις αστικές (77%) περιοχές (X 2 =87.8, df=2, p=0.001). Το ποσοστό των παιδιών και προέφηβων που είναι μαθητές/τριες των Δημοτικών σχολείων και ασχολούνται με παιχνίδι τον ελεύθερο χρόνο τους είναι πολύ ψηλό και στις τρείς δημογραφικές ομάδες που καθορίζονται από τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά του δείγματος χωρίς όμως να εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών κατηγοριών δημογραφικής κατανομής του πληθυσμού μελέτης (X 2 =2.7, df=2, p=0.26). Τα παραπάνω ποσοστά ήταν 83,5% για τα παιδιά που κατοικούσαν σε αστικές περιοχές, 87,6% για τα παιδιά που διέμεναν σε ημιαστικές περιοχές ενώ το ποσοστό των μαθητών/τριων Δημοτικών σχολείων των αγροτικών περιοχών που ασχολούνται με παιχνίδι κίνησης τον ελεύθερο χρόνο τους φτάνει στο 88%. Χαμηλότερα από τα ποσοστά των παιδιών και προέφηβων ηλικίας ετών που ασχολούνται με παιχνίδι κίνησης ελεύθερου χρόνου είναι τα ποσοστά των παιδιών που παίζουν εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Χωρίς να καταγράφονται σημαντικές διαφορές στις αστικές περιοχές το 65%, στις ημιαστικές περιοχές το 62% και στις αγροτικές περιοχές το 67% ασχολούνται με παιχνίδι κίνησης σε κενές ώρες μαθημάτων ή πριν και μετά την έναρξη και λήξη του προγράμματος μαθημάτων του σχολείου (X 2 =4.2, df=2, p=0.12). 164

183 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την δημογραφική κατανομή του πληθυσμού. Μεταβλητές σωματικής δραστηριότητας Αστική (95%ΔΕ) Ημιαστική (95%ΔΕ) Αγροτική (95%ΔΕ) Σχολείο με τα πόδια Ναι Όχι N= (77.2%) 321 (22.8%) Ν= (65.7%) 262 (34.3%) Ν= (55.6%) 206 (44.4%) Παιχνίδι ελεύθερου χρόνου Ναι Όχι Παιχνίδι στο σχολείο Ναι Όχι Συμμετοχή σε σχολικούς αγώνες Ναι Όχι Συμμετοχή σε διασυλλογικούς αγώνες Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20-30min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 30min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min Ναι Όχι N= (83.5%) 74 (16.5%) N= (65.4%) 486 (34.6%) N= (38.1%) 877 (61.9%) N= (42.8%) 803 (57.2%) N= (71.7%) 273 (28.3%) N= (57%) 415 (43%) N= (41.9%) 559 (58.1%) N= (46.5%) 514 (53.5%) N= (34.3%) 630 (65.7%) Ν= (87.6%) 31 (12.4%) Ν= (61.9%) 289 (38.1%) Ν= (32.1%) 513 (67.9%) Ν= (43%) 434 (57%) Ν= (72.4%) 139 (27.6%) Ν= (54%) 232 (46%) Ν= (38.7%) 309 (61.3%) Ν= (41.6%) 295 (58.4%) Ν= (30.7%) 350 (69.3%) Ν= (88.4%) 8 (11.6%) Ν= (67.3%) 152 (32.7%) Ν= (42.2%) 266 (57.8%) Ν= (37.2%) 280 (62.8%) Ν= (73.9%) 102 (26.1%) Ν= (56.3%) 173 (43.7%) Ν= (40,6%) 234 (59.4%) Ν= (47.1%) 209 (52.9%) Ν= (32.6%) 267 (67.4%)

184 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Καταγράφοντας την συμμετοχή των μαθητών/τριων και των δυο βαθμίδων εκπαίδευσης σε σχολικούς αγώνες ή πρωταθλήματα τα ποσοστά του πληθυσμού μελέτης που το προηγούμενο σχολικό έτος συμμετείχαν σε διοργανώσεις με το σχολείο τους, τόσο σε ατομικά ή ομαδικά αθλήματα ανάλογα με τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά του τόπου κατοικίας τους με ποσοστό συμμετοχής στο 38% για τους μαθητές/τριες του αστικού και 32% για τους μαθητές του ημιαστικού πληθυσμού ενώ σημαντικά υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής (42%) σε σχολικές διοργανώσεις, έναντι των άλλων δυο κατηγοριών, εμφάνισαν οι μαθητές/τριες που διέμεναν σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας (X 2 =30.1, df=2, p=0.001). Επιπλέον, τα ποσοστά συμμετοχής των μαθητών/τριων που συμμετείχαν σε σωματειακές ή οργανωμένες δραστηριότητες μη οργανωμένες από το σχολείο τους δεν διέφεραν πολύ από αυτά των ποσοστών συμμετοχής των μαθητών/τριων όλων των ηλικιών σε σχολικούς αγώνες. Έτσι, το 43% του πληθυσμού μελέτης που κατοικούσε σε αστικές και ημιαστικές περιοχές και το 37% των μαθητών/τριων και των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης συμμετείχαν κατά το τελευταίο σχολικό έτος σε αθλητικές δραστηριότητες συλλογικού επιπέδου χωρίς να παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής ανάμεσα στις τρείς δημογραφικές κατηγορίες πληθυσμού (X 2 =4.8, df=2, p=0.09). Εξειδικεύοντας την σωματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις Διεθνείς οδηγίες για τους έφηβους ηλικίας 13 ως 18 ετών καταγράφηκε ότι μόλις το 42% του δείγματος που διέμενε σε αστικές περιοχές και το 39% των εφήβων και των δυο φύλων που διέμεναν σε ημιαστικές περιοχές της Ελλάδας είχε κάνει τις τελευταίες επτά ημέρες μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας άνω των 30min, ενώ για τους έφηβους που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές το ποσοστό συμμετοχής σε μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας άνω των 30min ήταν περίπου 41% χωρίς όμως να βρεθούν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής σε άσκηση μέτριας έντασης και διάρκειας άνω των 30min μεταξύ των τριών δημογραφικών κατηγοριών του πληθυσμού (X 2 =1.4, df=2, p=0.49). Τέλος, στην ερώτηση της συμμετοχής την τελευταία εβδομάδα σε έντονη σωματική δραστηριότητα διάρκειας 20-30min μόλις το 34% των εφήβων αστικού πληθυσμού, το 31% του ημιαστικού πληθυσμού και το 32% του αγροτικού πληθυσμού απάντησε θετικά χωρίς να καταγραφούν και σε αυτή την μεταβλητή σωματικής δραστηριότητας διαφορές μεταξύ των τριων κατηγοριών πληθυσμού σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της περιοχής κατοικίας τους (X 2 =2, df=2, p=0.37). 166

185 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Σωματική δραστηριότητα και φύλο Η μονομεταβλητή περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα της σωματικής δραστηριότητας των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο (Πίνακας 4.21). Η μέθοδος Χ 2 ελέγχου ανεξαρτησίας που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες για την μεταβλητή του φύλου σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Αρχικά προέκυψε ότι τα αγόρια σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό πηγαίνουν και έρχονται με τα πόδια στο σχολείο σε σχέση με τα κορίτσια (68% έναντι 72%), (X 2 =4.1, df=1, p=0.04). Στο παιχνίδι κίνησης ελεύθερου χρόνου δεν καταγράφηκαν διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής (86% έναντι 84%) ανάμεσα στα φύλα (X 2 =1.1, df=1, p=0.30) ενώ τα ποσοστά συμμετοχής διέφεραν σημαντικά σε σχέση με το φύλο στην ερώτηση που αναφερόταν στο παιχνίδι κίνησης στον χώρο του σχολείου (X 2 =125.3, df=1, p=0.001). Συγκεκριμένα το 75% των αγοριών απάντησαν θετικά για συμμετοχή σε κινητικά παιχνίδια στο περιβάλλον του σχολείου έναντι μόλις του 54,6% των κοριτσιών. Όμοια, η συμμετοχή των αγοριών σε σχολικά πρωταθλήματα και αγώνες ήταν σχεδόν διπλάσια (X 2 =97.8, df=1, p=0.001) από αυτή των κοριτσιών (47% έναντι 28%), ενώ στα ίδια πλαίσια η συμμετοχή των αγοριών σε διασυλλογικά πρωταθλήματα και αγώνες ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή των κοριτσιών (53% έναντι 31%), (X 2 =135.9, df=1, p=0.001). Στις υποκλίμακες καταγραφής της σωματικής δραστηριότητας από το ερωτηματολόγιο ανάκλησης που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά άσκησης που έχουν προταθεί από Διεθνείς οργανισμούς και φορείς που ασχολούνται με την υγεία των εφήβων προέκυψε ότι εκτός της μεταβλητής της συμμετοχής σε άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας μέχρι 20min όπου οι διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής υπέρ των αγοριών ήταν μικρές (75% έναντι 69%) αλλά σημαντικές (X 2 =8.9, df=1, p=0.003) όσο αυξανόταν η ένταση και η διάρκεια της άσκησης τόσο και οι διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής αυξάνονταν υπέρ των αγοριών τα οποία είχαν κατά μέσο όρο 20% υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής έναντι των κοριτσιών σε άσκηση που βρίσκονταν από πλευράς έντασης κοντά στις Διεθνείς οδηγίες οργανισμών και φορέων υγείας. Συγκεκριμένα σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής καταγράφηκαν για τα αγόρια έναντι των κοριτσιών τόσο σε μέτριας έντασης άσκηση διάρκειας άνω των 30min (X 2 =77.9, df=1, p=0.001) όσο και σε έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min (X 2 =150.8, df=1, p=0.001). 167

186 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Μεταβλητές σωματικής δραστηριότητας Αγόρι (95%ΔΕ) Κορίτσι (95%ΔΕ) Σχολείο με τα πόδια Ναι Όχι Ν= (68.2%) 406 (31.8%) Ν= (71.8%) 383 (28.2%) Παιχνίδι ελεύθερου χρόνου Ναι Όχι Παιχνίδι στο σχολείο Ναι Όχι Συμμετοχή σε σχολικούς αγώνες Ναι Όχι Συμμετοχή σε διασυλλογικούς αγώνες Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20-30min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 30min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min Ναι Όχι Ν= (86.6%) 52 (13.4%) Ν= (75.5%) 312 (24.5%) Ν= (46.7%) 680 (53.3%) Ν= (53.5%) 589 (46.5%) Ν= (75.6%) 215 (24.4%) Ν= (64.5%) 315 (35.5%) Ν= (51.1%) 431 (48.9%) Ν= (55.6%) 392 (44.4%) Ν= (47%) 469 (53%) Ν= (83.9%) 61 (16.1%) Νn= (54.6%) 615 (45.4%) Ν= (28.1%) 976 (71.9%) Ν= (31%) 928 (69%) Ν= (69.4%) 299 (30.6%) Ν= (48.3%) 505 (51.7%) Ν= (31.4%) 671 (68.6%) Ν= (36.1%) 626 (63.9%) Ν= (20.2%) 778 (79.8%) Η σωματική δραστηριότητα σε σχέση με την ηλικία Η περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα της σωματικής δραστηριότητας των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία (Πίνακας 4.22). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες για την μεταβλητή της ηλικίας σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Αρχικά βρέθηκε ότι οι μαθητές/τριες των δυο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού σχολείου πήγαιναν και επέστρεφαν στο σχολείο με τα πόδια σε ποσοστό 75% που είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το ποσοστό (68%) τόσο των μαθητών/τριων ηλικίας ετών όσο και των εφήβων ηλικίας ετών (X 2 =10.4, df=2, p=0.001). Επίσης, βρέθηκε ότι τα ποσοστά συμμετοχής σε παιγνιώδους μορφής σωματικές δραστηριότητες στο περιβάλλον του σχολείου μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Η συμμετοχή σε παιχνίδι κίνησης στο χώρο του σχολείου βρέθηκε να είναι σε ποσοστό 67% για τις ηλικίες ετών ενώ κατά τις ηλικίες ετών το ποσοστό συμμετοχής μειώνεται δραματικά στο 46% (X 2 =183, df=2, p=0.001). Επιπλέον τα ποσοστά 168

187 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου συμμετοχής τόσο σε σχολικές (X 2 =10.7, df=2, p=0.005) όσο και διασυλλογικές αθλητικές δραστηριότητες (X 2 =60.9, df=2, p=0.001) μειώνονται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας. Έτσι τα ποσοστά συμμετοχής για τις παραπάνω αθλητικές δραστηριότητες είναι 40% και 50% αντίστοιχα για τις ηλικίες ετών με τα ποσοστά συμμετοχής και στις σχολικές και συλλογικές δραστηριότητες να πέφτουν στο 38% και 44% για την ηλικιακή κατηγορία των μαθητών/τριων ηλικίας ετών ενώ τα ποσοστά συμμετοχής φτάνουν στο 32% για τις σχολικές δραστηριότητες και στο 30% για τις συλλογικές δραστηριότητες στις ηλικίες ετών. Όμοια στις μεταβλητές της πιο εξειδικευμένης άσκησης κατά την περίοδο της εφηβείας φαίνεται ότι η συμμετοχή σε σωματικές δραστηριότητες μειώνεται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας. Η κατά μέσο όρο σημαντική μείωση των ποσοστών συμμετοχής τόσο σε μέτριας (X 2 =28.8, df=2, p=0.001) όσο και σε υψηλής έντασης άσκηση (X 2 =33.3, df=2, p=0.001) από τις ηλικίες των ετών σ αυτές των ετών φτάνει το 10% με τον ρυθμό μείωσης συμμετοχής να αυξάνεται παράλληλα με την αύξηση της έντασης της άσκησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι στις ηλικίες των ετών με αφετηρία την άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20min ως την άσκηση υψηλής έντασης και διάρκειας 20-30min η μείωση στο ποσοστό συμμετοχής φτάνει το 36% ενώ στις ηλικίες ετών η αντίστοιχη μείωση στο ποσοστό συμμετοχής από την άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20min ως την άσκηση υψηλής έντασης και διάρκειας 20-30min είναι της τάξης του 44%. 169

188 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες της σωματικής δραστηριότητας (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία. Μεταβλητές σωματικής δραστηριότητας 8-12 ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) Σχολείο με τα πόδια Ναι Όχι Ν= (74.6%) 193 (25.4%) Ν= (68.6%) 356 (31.4%) Ν= (67.8%) 238 (32.2%) Παιχνίδι ελεύθερου χρόνου Ναι Όχι Παιχνίδι στο σχολείο Ναι Όχι Συμμετοχή σε σχολικούς αγώνες Ναι Όχι Συμμετοχή σε διασυλλογικούς αγώνες Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 20-30min Ναι Όχι Άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας 30min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20min Ναι Όχι Έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min Ναι Όχι Ν= (84.9%) 104 (15.1%) Ν= (79.3%) 154 (20.3%) Ν= (39.8%) 455 (60.2%) Ν= (49.5%) 381 (50.5%) Ν= (66.6%) 378 (33.4%) Ν= (38.4%) 699 (61.6%) Ν= (44.1%) 626 (55.9%) Ν= (74.2%) 272 (25.8%) Ν= (59.5%) 429 (40.5%) Ν= (46.1%) 568 (53.9%) Ν= (51.6%) 512 (48.4%) Ν= (38.3%) 652 (61.7%) Ν= (46.5%) 393 (53.5%) Ν= (32.2%) 500 (67.8%) Ν= (30.3%) 509 (69.7%) Ν= (69.1%) 228 (30.9%) Ν= (51.5%) 359 (48.5%) Ν= (33.6%) 493 (66.4%) Ν= (34.6%) 484 (65.4%) Ν= (25.3%) 552 (74.7%)

189 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.8. Παρουσίαση στοιχείων του πληθυσμού μελέτης σχετικών με τον τρόπο ζωής Τρόπος ζωής σε σχέση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Η περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε με τους πίνακες διασταυρώσεων έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων για την υποκλίμακα του τρόπου ζωής των μαθητών/τριων σε σχέση με την περιοχή κατοικίας (Πίνακας 4.23). Η μέθοδος ελέγχου ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες των δημογραφικών χαρακτηριστικών του μαθητικού πληθυσμού σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τον τρόπο ζωής κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Καταγράφοντας τις μεταβλητές της κλίμακας της καθιστικής δραστηριότητας βρέθηκε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό καθημερινής μελέτης (7,3%) άνω των πέντε (5) ωρών για τις απαιτήσεις του σχολείου να έχουν οι μαθητές/τριες που κατοικούσαν σε αστικές περιοχές σε σχέση με το 3,5% των μαθητών/τριων που διέμενε σε ημιαστικές και το 5,2% των παιδιών και εφήβων αγροτικών περιοχών που αφιέρωναν πάνω από πέντε (5) ώρες καθημερινής μελέτης για τις ανάγκες του σχολείου (X 2 =63.4, df=6, p=0.001). Αντίστοιχα τα ποσοστά του μαθητικού πληθυσμού ηλικίας ετών που είχαν καθημερινά πάνω από πέντε (5) ώρες προετοιμασίας ή φροντιστηρίου ήταν σημαντικά υψηλότερο (6,9%) για τους μαθητές/τριες που διέμεναν σε αστικές σε σχέση τόσο με το ποσοστό των μαθητών/τριων που κατοικούσαν σε ημιαστικές (4,8%) όσο και με το ποσοστό των μαθητών/τριων (5,3%) που η καθημερινή τους ζωή λάμβανε χώρα σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας (X 2 =75.1, df=6, p=0.001). Αξιολογώντας την καθιστική δραστηριότητα της παρακολούθησης τηλεόρασης τις ημέρες του σχολείου καταγράφηκε ότι το 9,1% των μαθητών/τριων των αστικών, το 7,3% των μαθητών/τριων των ημιαστικών και το 11,3% των αγροτικών περιοχών έβλεπαν πάνω από τρείς (3) ώρες τηλεόραση/ημέρα τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (X 2 =32.7, df=6, p=0.001). Παράλληλα, οι ώρες τηλεθέασης για τους μαθητές/τριες αυξανόταν τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες φτάνοντας σε τιμές που ήταν ως και τριπλάσιες από αυτές που καταγράφηκαν ως ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης από τους μαθητές/τριες τις εργάσιμες ημέρες του σχολείου. Συγκεκριμένα, το 17,4% του δείγματος αστικών, το 23,5% των μαθητών/τριων ημιαστικών και το 30,1% του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού που διέμενε σε αγροτικές περιοχές έβλεπε πάνω από τρείς ώρες τηλεόραση την ημέρα τα Σαββατοκύριακα 171

190 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου και τις αργίες (X 2 =79.6, df=6, p=0.001). Συγκρίνοντας τα ποσοστά τηλεθέασης άνω των τριών ωρών/ημέρα τις εργάσιμες με τις μη εργάσιμες ημέρες παρατηρείται διπλασιασμός των ποσοστών στους μαθητές/τριες των αστικών περιοχών και τριπλασιασμός των ποσοστών τηλεθέασης στο δείγμα τόσο των ημιαστικών όσο και των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας. Όμοια, με τις ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης οι ώρες ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή χρήση υπολογιστή που ορίζουν στις μέρες μας την καθιστική δραστηριότητα παιδιών και εφήβων καταγράφηκαν στην παρούσα μελέτη. Τα ποσοστά των μαθητών/τριων που είχαν πάνω από τρείς ώρες/ημέρα ενασχόληση με την ηλεκτρονική τεχνολογία τις εργάσιμες ημέρες ήταν σημαντικά υψηλότερη (12,5%) για τον αστικό, 2% για τον ημιαστικό και 4% για τον αγροτικό πληθυσμό ηλικίας ετών που αξιολογήθηκε στην μελέτη αυτή (X 2 =109.9, df=6, p=0.001). Παράλληλα, τα ποσοστά ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή χρήση υπολογιστή άνω των τριών/ημέρα συγκρίνοντας τα με αντίστοιχα ποσοστά ενασχόλησης των μη εργάσιμων ημερών καταγράφεται μια μικρή αύξηση των ποσοστών για τους μαθητές/τριες των αστικών (12,5 έναντι 13,4%), τετραπλασιασμός των ποσοστών ενασχόλησης στους μαθητές/τριες των ημιαστικών (2 έναντι 8,4%) και διπλασιασμός των ποσοστών ενασχόλησης (4 έναντι 7,8%) άνω των τριών/ημέρα με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή υπολογιστή στους μαθητές/τριες των αγροτικών περιοχών (X 2 =27.8, df=6, p=0.001). 172

191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την δημογραφική κατανομή του πληθυσμού. Μεταβλητές τρόπου ζωής Αστική (95%ΔΕ) Ημιαστική (95%ΔΕ) Αγροτική (95%ΔΕ) Ώρες μελέτης την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ν= (11.3%) 723 (51.5%) 420 (29.9%) 102 (7.3%) Ν= (19.2%) 440 (57.7%) 149 (19.6%) 27 (3.5%) Ν= (17%) 258 (56.1%) 100 (21.7%) 24 (5.2%) Ώρες φροντιστηρίων την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ώρες τηλεθέασης/ημέρα σε εργάσιμες ημέρες Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες τηλεθέασης τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ν= (12.5%) 751 (53.8%) 374 (26.8%) 97 (6.9%) Ν= (28.9%) 610 (43.5%) 259 (18.5%) 128 (9.1%) Ν= (15.7%) 482 (34.3%) 459 (32.7%) 244 (17.4%) Ν= (59.9%) 271 (19.4%) 115 (8.2%) 175 (12.5%) Ν= (40.6%) 423 (30.3%) 220 (15.7%) 188 (13.4%) Ν= (12.4%) 484 (63.3%) 149 (19.5%) 37 (4.8%) Ν= (24.1%) 409 (53.7%) 113 (14.8%) 56 (7.3%) Ν= (6.9%) 300 (39.5%) 229 (30.2%) 178 (23.5%) Ν= (64.2%) 220 (29.1%) 36 (4.8%) 15 (2%) Ν= (43%) 265 (35%) 105 (13.9%) 62 (8.2%) Ν= (25.6%) 227 (49.7%) 89 (19.5%) 24 (5.3%) Ν= (26.6%) 181 (40.1%) 99 (22%) 51 (11.3%) Ν= (7.4%) 135 (29.5%) 151 (33%) 138 (30.1%) Ν= (64.4%) 110 (24.3%) 33 (7.3%) 18 (4%) Ν= (48.4%) 137 (29.8%) 64 (13.9%) 36 (7.8%)

192 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Τρόπος ζωής και φύλο Η περιγραφική στατιστική που εφαρμόστηκε με τους πίνακες διασταυρώσεων έδωσε τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα του τρόπου ζωής των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο (Πίνακας 4.24). Η μέθοδος Χ 2 ελέγχου ομοιογένειας και ανεξαρτησίας που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες της μεταβλητής του φύλου σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τον τρόπο ζωής κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Αξιολογώντας τις καθιστικές δραστηριότητες του πληθυσμού μελέτης καταγράφηκε ότι το 6,6% των κοριτσιών διαβάζει περισσότερες από πέντε ώρες/ημέρα τα μαθήματα του σχολείου σε σύγκριση με το 5% των αγοριών που μελετάει τις ίδιες ώρες την ημέρα. Όμοια, τα κορίτσια εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τα αγόρια (29,8% έναντι 20,9%) όταν οι ώρες μελέτης είναι από τρείς ως πέντε/ημέρα (X 2 =64.4, df=3, p=0.001). Παράλληλα, πάνω από πέντε ώρες/ημέρα φροντιστηρίων εμφανίστηκε να κάνουν το 6,4% των αγοριών και το 5,7% των κοριτσιών ενώ από τρείς ως πέντε ώρες φροντιστηρίου, εκτός των ωρών της μελέτης στο σπίτι για τις ανάγκες του σχολείου, έκανε το 21,3% των αγοριών και το 25,3% των κοριτσιών (X 2 =23.7, df=3, p=0.001). Στη μεταβλητή της τηλεθέασης τις ημέρες του σχολείου περισσότερες από τρείς ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης είχε το 9,6% των αγοριών και το 8,4% των κοριτσιών (X 2 =16.2, df=3, p=0.001) με τα παραπάνω ποσοστά να διπλασιάζονται αλλά χωρίς να καταγράφονται σημαντικές διαφορές (X 2 =5, df=3, p=0.17) κατά τις μη εργάσιμες ημέρες τόσο για τα αγόρια (22%) όσο και για τα κορίτσια (20,8%). Επιπλέον, αξιολογώντας την καθιστική δραστηριότητα όπως αυτή καταγράφεται μέσω της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή χρήση υπολογιστή τόσο για εκπαιδευτικούς όσο και για ψυχαγωγικούς λόγους και στα δυο φύλα παρατηρήθηκε ίδιο ποσοστό (8%) για τις πάνω από τρείς ώρες ενασχόλησης/ημέρα τις ημέρες του σχολείου ενώ σημαντικές διαφορές μεταξύ των φύλων καταγράφηκαν στην καθόλου ενασχόληση με τις νέες τεχνολογίες (X 2 =114.1, df=3, p=0.001). Συγκεκριμένα, τα 52,5% των αγοριών δεν είχε καμία ενασχόληση/ημέρα με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή υπολογιστή ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των κοριτσιών με καθόλου ενασχόληση ήταν σημαντικά υψηλότερο (70,5%). Αντίθετα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες το ποσοστό ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστή άνω των τριών ωρών/ημέρα αυξήθηκε 174

193 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου σημαντικά μόνο στα αγόρια (13,4%) ενώ στα κορίτσια το αντίστοιχο ποσοστό παρέμεινε σχεδόν σταθερό (8,6%) (X 2 =122.5, df=3, p=0.001). Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με το φύλο. Μεταβλητές τρόπου ζωής Αγόρια (95%ΔΕ) Κορίτσια (95%ΔΕ) Ώρες μελέτης την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ν= (19.5%) 694 (54.7%) 265 (20.9%) 63 (5%) Ν= (10%) 727 (53.6%) 404 (29.8%) 90 (6.6%) Ώρες φροντιστηρίων την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ώρες τηλεθέασης/ημέρα σε εργάσιμες ημέρες Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες τηλεθέασης τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ν= (18%) 683 (54.2%) 269 (21.3%) 81 (6.4%) Ν= (24.3%) 578 (45.7%) 258 (20.4%) 121 (9.6%) Ν= (12%) 417 (32.8%) 422 (33.2%) 279 (22%) Ν= (52.5%) 368 (29.1%) 132 (10.4%) 101 (8%) Ν= (32.9%) 420 (33.2%) 259 (20.5%) 170 (13.4%) Ν= (11.7%) 779 (57.4%) 343 (25.3%) 77 (5.7%) Ν= (29.8%) 622 (46%) 213 (15.8%) 114 (8.4%) Ν= (11.4%) 500 (37%) 417 (30.8%) 281 (20.8%) Ν= (70.8%) 233 (17.3%) 52 (3.9%) 107 (8%) Ν= (51.8%) 405 (30%) 130 (9.6%) 116 (8.6%) Τρόπος ζωής σε σχέση με την ηλικία Οι πίνακες διασταυρώσεων έδωσαν τα ποσοστά στις απαντήσεις των ερωτήσεων στην υποκλίμακα του τρόπου ζωής των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία (Πίνακας 4.25). Η μέθοδος ελέγχου ομοιογένειας και ανεξαρτησίας Χ 2 που εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες της κατηγορικής μεταβλητής της ηλικίας σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφουν τα ερωτηματολόγια ανάκλησης των μαθητών/τριων σχετικά με τον τρόπο ζωής κατέγραψε σημαντικές διαφορές. Αξιολογώντας την καθιστική δραστηριότητα της μελέτης για τις απαιτήσεις του σχολείου το ποσοστό των μαθητών/τριων που μελετούσε περισσότερες των πέντε ωρών/ημέρα ήταν σημαντικά χαμηλότερο (4,6%) για τα παιδιά και τους προέφηβους ηλικίας ετών, 6,2% για τους μαθητές του Γυμνασίου ετών και 6,5% για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών που φοιτούν στο Γενικό Λύκειο (X 2 =41, df=6, p=0.001). Όμοια, τα ποσοστά των 175

194 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου μαθητών/τριων που έκαναν φροντιστήρια για περισσότερες από πέντε ώρες ημερησίως ήταν σε αντιστοιχία με αυτά που καταγράφηκαν στις ίδιες ώρες μελέτης για τις ανάγκες του σχολείου των παιδιών και εφήβων. Έτσι, το 6,2% των παιδιών ηλικίας ετών, το 4,9% των εφήβων ηλικίας ετών και το 7,6% των εφήβων μαθητών/τριων Γενικού Λυκείου έκαναν περισσότερες από πέντε ώρες/ημέρα φροντιστήρια (X 2 =101.3, df=6, p=0.001). Στις ώρες τηλεθέασης το 4,6% των παιδιών ηλικίας ετών, το 11,1% των εφήβων ηλικίας ετών και το 10,2% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών έβλεπαν πάνω από τρείς ώρες τηλεόραση/ημέρα τις ημέρες του σχολείου (X 2 =78.6, df=6, p=0.001). Παράλληλα, τα ποσοστά τηλεθέασης άνω των τριών ωρών/ημέρα τις μη εργάσιμες ημέρες τριπλασιάζονταν για τους μαθητές/τριες της παρούσας μελέτης φτάνοντας το 15,7% για τα παιδιά ετών με τα ποσοστά τηλεθέασης να διπλασιάζονται τόσο για τους εφήβους ηλικίας ετών όσο και για τους εφήβους ηλικίας ετών (X 2 =61.6, df=6, p=0.001). Επιπλέον, καταγράφοντας τις ώρες ενασχόλησης με τις νέες τεχνολογίες μόλις το 0,8% των μαθητών/τριων των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, το 10,3% των εφήβων ηλικίας ετών και το 11,8% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών ασχολούνταν πάνω από τρείς ώρες/ημέρα με ηλεκτρονικά παιχνίδια και με υπολογιστή τις εργάσιμες ημέρες του σχολείου (X 2 =103.1, df=6, p=0.001). Παράλληλα, τα ποσοστά ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια και με υπολογιστή άνω των τριών ωρών/ημέρα αυξάνονται κατά τις μη εργάσιμες ημέρες και φτάνουν για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών στο 3,7%, για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών στο 13,7% και για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών το 13,9% (X 2 =92.5, df=6, p=0.001). 176

195 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Πίνακας Απαντήσεις στους δείκτες του τρόπου ζωής (95%ΔΕ) του ερωτηματολογίου των μαθητών/τριων σε σχέση με την ηλικία. Μεταβλητές τρόπου ζωής 8-12 ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) ετών (95%ΔΕ) Ώρες μελέτης την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ν= (14.5%) 474 (62.5%) 139 (18.3%) 35 (4.6%) N= (13.8%) 567 (50.4%) 334 (29.7%) 70 (6.2%) N= (15.6%) 378 (51.4%) 195 (26.5%) 48 (6.5%) Ώρες φροντιστηρίων την ημέρα Λιγότερες από 1 1 ως 3 3 ως 5 Περισσότερες από 5 Ώρες τηλεθέασης/ημέρα σε εργάσιμες ημέρες Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες τηλεθέασης τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ώρες ενασχόλησης με υπολογιστές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα Καμία 1 ως 2 2 ως 3 Περισσότερες από 3 Ν= (12.4%) 504 (66.7%) 111 (14.7%) 47 (6.2%) Ν= (24.8%) 433 (58%) 94 (12.6%) 34 (4.6%) Ν= (7.9%) 334 (44.7%) 237 (31.7%) 117 (15.7%) Ν= (72%) 170 (22.8%) 32 (4.3%) 6 (0.8%) Ν= (48.9%) 277 (37.1%) 77 (10.3%) 28 (3.7%) N= (16.8%) 627 (55.8%) 253 (22.5%) 55 (4.9%) N= (26.5%) 479 (42.5%) 225 (19.9%) 125 (11.1%) N= (12.3%) 348 (30.7%) 363 (32%) 283 (25%) Ν= (56.4%) 284 (25.1%) 93 (8.2%) 116 (10.3%) Ν= (37.5%) 353 (31.2%) 199 (17.6%) 155 (13.7%) N= (14.1%) 328 (44.7%) 246 (33.6%) 56 (7.6%) N= (30.3%) 288 (39.1%) 151 (20.5%) 75 (10.2%) N= (14.7%) 235 (31.9%) 238 (32.3%) 156 (21.2%) Ν= (60%) 146 (20.1%) 59 (8.1%) 86 (11.8%) Ν= (44%) 195 (26.6%) 113 (15.4%) 102 (13.9%)

196 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου 4.9. Αιτιολογία και παθογένεια εμφάνισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας Η μέθοδος ελέγχου ομοιογένειας και ανεξαρτησίας Χ 2 εφαρμόστηκε για την ανίχνευση διαφορών στις συχνότητες της κατηγορικής μεταβλητής των αποκλίσεων από την κανονική μάζα (λιποσαρκία, υπερβάλλουσα μάζα, παχυσαρκία, υπερβολική παχυσαρκία) σε σχέση με τις μεταβλητές που καταγράφει το ερωτηματολόγιο ανάκλησης της μητέρας/κηδεμόνα κάθε μαθητή/τριας που συμμετείχε στην παρούσα μελέτη. Αρχικά αξιολογήθηκε η προωρότητα γέννησης ως επιβαρυντικός παράγοντας εμφάνισης αποκλίσεων από την κανονική μάζα στη μετέπειτα ζωή του πληθυσμού μελέτης. Παρά του ότι το 9,1% των ελλειποβαρών, το 5,8% των υπέρβαρων, το 3,4% των παχύσαρκων και το 7,1% των υπερβολικά παχύσαρκων παιδιών και εφήβων γεννήθηκαν πρόωρα δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των αποκλίσεων από την κανονική μάζα και της προωρότητας γέννησης (X 2 =2.7, df=4, p=0.61) ενώ και ο συντελεστής Lambda ήταν χαμηλός, πράγμα που σημαίνει ότι η συνεισφορά του συγκεκριμένου παράγοντα στην εμφάνιση αποκλίσεων από την κανονική μάζα σώματος ήταν αμελητέα. Στη συνέχεια η αξιολόγηση της μάζας γέννησης της κάθε μονάδας του πληθυσμού που αυτή η επιδημιολογική μελέτη δεν έδωσε καμία στατιστικά σημαντική επίδραση όσον αφορά την εμφάνιση αποκλίσεων από την κανονική μάζα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία (X 2 =10.4, df=8, p=0.23). Έτσι, ενώ το 16,3% των μονάδων του πληθυσμού γεννήθηκαν ελλειποβαρή (μάζα γέννησης <2500gr) εξακολουθούσαν μέχρι σήμερα να είναι λιπόσαρκα. Παράλληλα, το 7,5% των υπέρβαρων, το 6% των υπέρβαρων και το 5,4% των υπερβολικά παχύσαρκων γεννήθηκαν με μάζα γέννησης μεγαλύτερη των 4000gr με τον συντελεστή Lambda όμως να εμφανίζεται πολύ χαμηλός πράγμα που σημαίνει ότι η συνεισφορά της μάζας γέννησης στην εμφάνιση αποκλίσεων από την κανονική μάζα σώματος στην παιδική και εφηβική ηλικία να είναι πολύ μικρή. Επίσης, η ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) με εξαρτημένη μεταβλητή την μάζα γέννησης και σταθερούς παράγοντες την ηλικία και τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα επιβεβαίωσαν την μη στατιστικά σημαντική επίδραση της μάζας γέννησης (F 1,1913 =1.1, p=0.33) στην εμφάνιση του φαινομένου της παχυσαρκίας. Το Σχήμα 4.12 παρουσιάζει την σχέση της μάζας γέννησης με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα με την αύξηση της ηλικίας. 178

197 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα και μάζα γέννησης Μάζα γέννησης (gr) ετών ετών ετών ετών Ηλικιακές κατηγορίες Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Σχήμα Σχέση μάζας (gr) γέννησης (±SD) και αποκλίσεων του πληθυσμού μελέτης από την κανονική μάζα. Στη συνέχεια καταγράφοντας τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη βρεφική ηλικία του πληθυσμού μελέτης και σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ αξιολογήθηκε η διάρκεια θηλασμού και αν αυτή επιδρά στην εμφάνιση υπερβάλλουσας μάζας ή παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία. Ο έλεγχος Χ 2 δεν επιβεβαίωσε την επίδραση (X 2 =17.2, df=20, p=0.63) ενώ ο συντελεστής Lambda ήταν κοντά στο 0 πράγμα που σημαίνει ότι η συνεισφορά του μητρικού θηλασμού στην εμφάνιση αποκλίσεων από την κανονική μάζα σώματος κατά την παιδική και εφηβική ηλικία ήταν ασήμαντη. Στις μεταβλητές της εργασίας/απασχόλησης της μητέρας από την γέννηση του παιδιού της ως την ηλικία των έξι (6) ετών και της τωρινής εργασίας της μητέρας βρέθηκαν σημαντικές επιδράσεις. Στο 51% των υπέρβαρων και στο 52% των παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων παιδιών και εφήβων της μελέτης αυτής οι μητέρες τους εργάζονταν ή απασχολούνταν σε εργασίες μακριά από το σπίτι (X 2 =10.6, df=4, p=0.03) (Σχήμα 4.13). 179

198 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Εργασία μητέρας (%) Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Γραφική απεικόνιση του ποσοστού (%) μητέρων που εργάζονταν σε εργασία εκτός σπιτιού από την γέννηση του παιδιού ως την ηλικία των 6 ετών και αποκλίσεων από την κανονική μάζα. Όμοια, στο 55% των υπέρβαρων, στο 53% των παχύσαρκων και στο 57,1% των υπερβολικά παχύσαρκων οι μητέρες τους εργαζόταν κατά το χρονικό διάστημα των μετρήσεων της μελέτης αυτής καταγράφοντας την σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των μεταβλητών αυτών (X 2 =12.8, df=4, p=0.01). Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι η εργασία της μητέρας εκτός σπιτιού επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Το Σχήμα 4.14 παρουσιάζει τα ποσοστά των μητέρων με τωρινή εργασία σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα Τωρινή εργασία μητέρας (%) Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Γραφική απεικόνιση του ποσοστού (%) μητέρων με τωρινή εργασία εκτός σπιτιού και αποκλίσεων από την κανονική μάζα. 180

199 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Παρόλα αυτά η εργασία της μητέρας από την γέννηση του παιδιού της ως την ηλικία των έξι ετών αλλά και η τωρινή εργασία της μητέρας φαίνεται σύμφωνα με τον συντελεστή Lambda να ερμηνεύουν ελάχιστα στην αιτιολογία εμφάνισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Παράλληλα, η μόρφωση της μητέρας (X 2 =8.6, df=16, p=0.92) και του πατέρα (X 2 =23.8, df=16, p=0.09) δεν βρέθηκε να επιδρά σημαντικά στις αποκλίσεις από την κανονική μάζα των παιδιών και εφήβων που συμμετείχαν στη μελέτη αυτή. Αντίθετα, σημαντικές επιδράσεις καταγράφηκαν μεταξύ της παχυσαρκίας της μητέρας με την υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία του παιδιού και έφηβου (X 2 =174.7, df=28, p=0.001). Το 15,3% των υπέρβαρων, το 25,9% των παχύσαρκων και το 30,9% των υπερβολικά παχύσαρκων παιδιών και εφήβων είχαν παχύσαρκες μητέρες (Σχήμα 4.15), ενώ η ύπαρξη τηλεόρασης στο υπνοδωμάτιο του παιδιού ή έφηβου φάνηκε ότι δεν επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση παιδικής ή εφηβικής παχυσαρκίας (X 2 =9.2, df=4, p=0.06) Παχυσαρκία μητέρας (%) Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Μεταβολές του ποσοστού (%) των παχύσαρκων μητέρων σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα των παιδιών και εφήβων. Επιπλέον, κατά την διαδικασία αναζήτησης των αιτιών εμφάνισης των αποκλίσεων από την κανονική μάζα αξιολογήθηκαν στοιχεία από τα ερωτηματολόγια μαθητή/τριας. Από τις μεταβλητές της διατροφικής συμπεριφοράς που συγκρίθηκαν για τυχόν επιδράσεις η μη λήψη πρωινού καθημερινά πριν το σχολείο (X 2 =29.6, df=12, p=0.003) και η πρόσληψη έτοιμων και γρήγορων ή συσκευασμένων γευμάτων (X 2 =22.8, df=4, p=0.00) είχαν άμεση επίδραση στην εμφάνιση υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας. 181

200 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Συγκεκριμένα, όσο αυξανόταν η κατάταξη της υπερβάλλουσας μάζας προς την παχυσαρκία τόσο η καθημερινή λήψη πρωινού τις ημέρες του σχολείου μειώνονταν. Έτσι, ενώ το 10% των κανονικής μάζας παιδιών και εφήβων κατανάλωνε καθημερινά πρωινό παρατηρήθηκε μια μείωση 1,3% στο ποσοστό καθημερινής λήψης πρωινού (8,7%) στους υπέρβαρους, μια επιπλέον μείωση 2,3% στο ποσοστό των παχύσαρκων που έπαιρναν καθημερινά πρωινό (7,7%) και μια περεταίρω μείωση της τάξης του 3,3% στο ποσοστό (6,7%) καθημερινής λήψης πρωινού τις ημέρες του σχολείου των υπερβολικά παχύσαρκων (Σχήμα 4.16) Ποσοστό (%) κατανάλωσης πρωινού Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Μεταβολές των ποσοστών (%) μη καθημερινής λήψης πρωινού σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα παιδιών και εφήβων. Από τις μεταβλητές της σωματικής δραστηριότητας που καταγράφηκαν από τις κλίμακες των ερωτηματολογίων μαθητών/τριων η μοναδική που είχε σημαντική επίδραση στην εμφάνιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ήταν η μεταβλητή της άσκησης μέτριας έντασης διάρκειας 20-30min (X 2 =15.8, df=4, p=0.003). (Σχήμα 4.17). 182

201 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αποτελέσματα ερευνητικού έργου Μη πραγματοποίηση άσκησης (%) Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Μεταβολές των ποσοστών παιδιών και εφήβων που δεν έκαναν μέτριας έντασης και διάρκειας 20-30min άσκηση/ημέρα σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. Τέλος, οι αποκλίσεις από την κανονική μάζα αποδείχθηκε ότι έχουν σημαντική επίδραση σε σχέση με τον βαθμό ικανοποίησης από την εικόνα του σώματος των παιδιών και εφήβων (X 2 =239.4, df=4, p=0.001). Παρατηρήθηκε μια γραμμική μείωση της θετικής εικόνας ανάλογα με την αύξηση της υπερβάλλουσας μάζας με το 69,1% των κανονικής μάζας, το 45,8% των υπέρβαρων, το 30,2% των παχύσαρκων και μόλις το 20,2% των υπερβολικά παχύσαρκων να έχουν θετική εικόνα για το σώμα του και την εξωτερική του εμφάνιση (Σχήμα 4.18) Θετική εικόνα σώματος (%) Λιπόσαρκα Κανονικής μάζας Υπέρβαρα Παχύσαρκα Υπερβολικά παχύσαρκα Αποκλίσεις απο την κανονική μάζα Σχήμα Μεταβολές στη θετική εικόνα του σώματος σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα. 183

202 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 5.1. Επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα Το φαινόμενο της παχυσαρκίας απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο για λόγους αισθητικής ή τον απειλεί για λόγους υγείας. Στις μέρες μας η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται ως χρόνια νόσος, ωστόσο η γενική εντύπωση που επικρατεί συγκλίνει στην άποψη ότι το άτομο μπορεί να την αντιμετωπίσει με την λήψη μέτρων πρόληψης. Ιδιαίτερα ανησυχητικό θεωρείται το γεγονός, ότι χρόνο με το χρόνο το φαινόμενο της παχυσαρκίας αυξάνεται σημαντικά σε πληθυσμούς ανηλίκων σχεδόν σε όλες τις Δυτικού τύπου κοινωνίες, χωρίς η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά και εφήβους σχολικής ηλικίας καταγράφηκε ότι το 2,8% (2,3-3,3) του μαθητικού πληθυσμού ήταν λιπόσαρκοι, το 61,6% (60-63,2) κανονικής μάζας, το 25,2% (23,7-26,6) υπέρβαροι, το 7,7% (6,8-8,6) παχύσαρκοι και το 2,6% (2,1-3,1) υπερβολικά παχύσαρκοι. Αρχικά η μελέτη αυτή λόγω του ότι είναι η μοναδική που ως τώρα σε επιδημιολογικό επίπεδο κατέγραψε το φαινόμενο της λιποσαρκίας (εκτίμηση υποθρεψίας) στην Ελλάδα, η σύγκριση των δεδομένων της παρούσας μελέτης έγινε με αντίστοιχη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο (Taylor et al., 2005). Από την σύγκριση των δυο μελετών φάνηκε ότι το ποσοστό των λιπόσαρκων παιδιών και εφήβων και των δυο φύλων που κατέγραψε η μελέτη αυτή είναι χαμηλότερο (2,8% έναντι 4%) από ότι της μελέτης που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο καταδεικνύοντας ότι το ποσοστό των παιδιών και εφήβων σε κατάσταση υποθρεψίας στην Ελλάδα είναι χαμηλό. Για τη δυνατότητα σύγκρισης του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην παρούσα επιδημιολογική μελέτη ελήφθησαν υπόψη τα όρια του ΔΜΣ/φύλου και ηλικίας της IOTF τα οποία όμως δεν ταξινομούν την λιποσαρκία και την υπερβολική παχυσαρκία. Για τις συγκρίσεις του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας τόσο σε Διεθνές όσο και σε Εθνικό επίπεδο, οι λιπόσαρκοι συμπεριελήφθησαν στη κατηγορία των κανονικής μάζας και οι υπερβολικά παχύσαρκοι στη κατηγορία των παχύσαρκων. Έτσι, τα τελικά ποσοστά της παρούσας μελέτης σύμφωνα με το παραπάνω κριτήριο ταξινόμησης κατατάσσουν τον παιδικό 184

203 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα και εφηβικό πληθυσμό σε 64,4% κανονικής μάζας, 25,2% υπέρβαρους και 10,3% παχύσαρκους. Συγκρίνοντας τα παραπάνω ποσοστά με αυτά του πιο παχύσαρκου πληθυσμού του πλανήτη, που είναι τα παιδιά και οι έφηβοι που κατοικούν στις ΗΠΑ και με κριτήριο τα πιο πρόσφατα δεδομένα της Αμερικανικής Εταιρείας Παχυσαρκίας (American Obesity Association, 2002) οι κάτοικοι στις ΗΠΑ ηλικίας 7-19 ετών είναι κατά 5,1% πιο υπέρβαροι από τα παιδιά και τους έφηβους που κατοικούν στην Ελλάδα (30,3% έναντι 25,2%), ενώ η διαφορά στο ποσοστό παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών και εφήβων στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα είναι επίσης 5,1% υψηλότερο στις ΗΠΑ (15,4% έναντι 10,3%). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάταξη της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας στους παραπάνω πληθυσμούς έγινε με διαφορετικά κριτήρια (CDC διαγράμματα ανάπτυξης για πληθυσμό ΗΠΑ έναντι των ορίων της IOTF για πληθυσμό Ελλάδας) και υπολογίζοντας ότι η κατάταξη της ΙΟΤF είναι λιγότερο ευαίσθητη (~3% χαμηλότερα ποσοστά υπερβάλλουσας μάζας & παχυσαρκίας) έναντι αυτής του CDC, κυρίως στα όρια διαχωρισμού μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων, ο πληθυσμός της επιδημιολογικής αυτής μελέτης εμφανίζει σήμερα σχεδόν όμοια ποσοστά παχυσαρκίας με αυτά του πιο παχύσαρκου πληθυσμού ανηλίκων του πλανήτη. Στην Ευρώπη σήμερα ο επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι κατά μέσο όρο 20% ποσοστό αρκετά χαμηλότερα από το αντίστοιχο του πληθυσμού των ΗΠΑ. Σε πρόσφατη μελέτη του ΠΟΥ, με αυτοαναφερόμενες τιμές μάζας και ύψους από τους μαθητές/τριες για την εκτίμηση του ΔΜΣ και με ταξινόμηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων με βάση τα διαγράμματα του CDC φάνηκε ότι οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά υπέρβαρων ήταν η Μάλτα (25,4%) και η περιοχή της Ουαλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (21,2%), ενώ οι χώρες με τον υψηλότερο επιπολασμό παχυσαρκίας στην Ευρώπη ήταν η Μάλτα (7,9%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5,1%). Συγκρίνοντας τον επιπολασμό της εφηβικής παχυσαρκίας της παραπάνω με τον επιπολασμό της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνεται ότι ο πληθυσμός των εφήβων που κατοικεί στην Ελλάδα σήμερα είναι ο πιο υπέρβαρος και ο περισσότερο παχύσαρκος ανάμεσα στους πληθυσμούς της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Παράλληλα, φαίνεται ότι συνολικά υπάρχει υψηλότερος επιπολασμός παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στις χώρες της Νότιας έναντι των χωρών και Βόρειας Ευρώπης (Lobstein & Flelut, 2003). Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού αρχικά δίνεται από το ότι οι μελέτες επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα) είναι πιο αντιπροσωπευτικές και έγιναν από το 1995 και μετά, σε αντίθεση με 185

204 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα τις μελέτες των χωρών της Βόρειας Ευρώπης (Σκανδιναβικές χώρες). Παράλληλα, η γενετική τροποποίηση που φαίνεται να επιταχύνει την αύξηση μάζας βρέθηκε περισσότερο σε περιοχές της Νότιας Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Ελλάδα και μένει να διερευνηθεί περισσότερο. Επιπλέον, μια άλλη εξήγηση προέρχεται από τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες ερμηνεύοντας τις διαφορές του επιπολασμού μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης μέσα από την θεωρία ότι το θερμό κλίμα ελαττώνει τη θερμογένεση άρα μειώνει και την ανάγκη του παιδιού και έφηβου για κατανάλωση ενέργειας που αποσκοπεί στην διατήρηση της θερμότητας του σώματός του. Τέλος, μια άλλη εξήγηση για την έξαρση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στις Μεσογειακές χώρες είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν λιγότερες κινητικές δραστηριότητες λόγω της δυσφορίας που προκαλείται από την άσκηση σε ζεστό περιβάλλον για μεγάλα χρονικά διαστήματα ενός έτους (Lobstein & Flelut, 2003). Στη συνέχεια συγκρίνοντας τα ποσοστά παχυσαρκίας που κατέγραψε η παρούσα μελέτη ελήφθησαν υπόψη τα επιδημιολογικά στοιχεία της Πανελλήνιας μελέτης της ΕΙΕΠ (Kapantais et al, 2004) και της μελέτης της Α Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Χιώτης και συν. 2004). Σύμφωνα με τα δεδομένα και των τριών επιδημιολογικών μελετών τα υψηλότερα ποσοστά επιπολασμού παχυσαρκίας (συμπεριλαμβανομένης και της υπερβάλλουσας μάζας) κατέγραψε η παρούσα μελέτη, που ήταν και η πιο πρόσφατη. Η σύγκριση του σημειακού επιπολασμού της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας της επιδημιολογικής αυτής μελέτης σε σχέση με την μελέτη της ΕΙΕΠ που χρησιμοποίησε το ίδιο κριτήριο ταξινόμησης της παχυσαρκίας με την παρούσα έδειξε ότι στις ηλικίες 8-12 ετών ο επιπολασμός διπλασιάστηκε στην υπερβάλλουσα μάζα, ενώ τα ποσοστά της παχυσαρκίας εμφανίστηκαν να είναι κατά 3% υψηλότερα στην παρούσα μελέτη έναντι της μελέτης της ΕΙΕΠ. Παράλληλα, στις ηλικίες ετών ο επιπολασμός για την υπερβάλλουσα μάζα ήταν 8,1% υψηλότερος στη παρούσα μελέτη έναντι της μελέτης της ΕΙΕΠ. Επιπλέον, τα ποσοστά της παχυσαρκίας στις ηλικίες ετών καταγράφηκαν να είναι 6,5% υψηλότερα στη παρούσα μελέτη σε σχέση με την μελέτη της ΕΙΕΠ, επιβεβαιώνοντας όχι μόνο τον υψηλό επιπολασμό της παχυσαρκίας σήμερα αλλά και την αυξητική τάση του φαινομένου. Συγκρίνοντας τον επιπολασμό της παχυσαρκίας της παρούσας και της μελέτης της ΕΙΕΠ με αυτή της Α Παιδ. Κλιν. του Πανεπ. Αθηνών, που από το 2000 καθόρισε τα νέα πρότυπα ανάπτυξης του πληθυσμού της Ελλάδας ηλικίας 0-18 ετών, φάνηκε ότι ο επιπολασμός της παχυσαρκίας (συμπεριλαμβανομένης και της υπερβάλλουσας μάζας) ήταν στη μελέτη της Α 186

205 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Παιδ. Κλιν. του Πανεπ. Αθηνών κατά 2,5% υψηλότερος από αυτόν που κατέγραψε η ΕΙΕΠ (24,1% έναντι 21,6%) και κατά 11,4% χαμηλότερος από τον επιπολασμό της παχυσαρκίας για τις ηλικίες 8-18 ετών που κατέγραψε η παρούσα μελέτη (24,1% έναντι 35,5%). Συγκρίνοντας τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ελλάδα (21,6%) που κατέγραψε η ΕΙΕΠ το 2003 σε σχέση με τα ποσοστά (35,5%) που βρέθηκαν στην παρούσα μελέτη το 2005 φαίνεται ότι η αύξηση της τάξης ~ 70% που παρατηρήθηκε την τριετία στον επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στη χώρα μας είναι ανησυχητικά υψηλή για ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Τα ποσοστά επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας των τριών αντιπροσωπευτικού πληθυσμού μελετών απεικονίζονται στο Σχήμα 5.1. Συγκριτική μελέτη επιπολασμού παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας αντιπροσωπευτικών μελέτων 40% 35% 30% Επιπολασμός (%) 25% 20% 15% 10% 5% 0% ΕΙΕΠ, 2004 Α ΠΑΙΔΙΑΤΡ ΚΛΙΝ ΠΑΝΕΠ ΑΘΗΝΩΝ, 2004 ΤΕΦΑΑ-ΔΠΘ, 2007 Επιδημιολογικές μελέτες Σχήμα 5.1. Μεταβολές του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας ανάμεσα σε τρείς μεγάλης κλίμακας επιδημιολογικές μελέτες στην Ελλάδα. Καταγράφοντας τον επιπολασμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας με κριτήριο το φύλο οι μελέτες μετα-ανάλυσης αναφέρουν ότι τα αγόρια εμφανίζουν υψηλότερο επιπολασμό έναντι των κοριτσιών με διαφορές που κυμαίνονται από ~3% (Lissau et al., 2004) μέχρι και ~10% (Janssen et al., 2005). Σε πλήρη συμφωνία με την βιβλιογραφία βρέθηκε ότι ο επιπολασμός της παχυσαρκίας των αγοριών της παρούσας μελέτης ήταν 39,1% έναντι του 30,1% της μελέτης της Α Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του 26,2% της μελέτης της ΕΙΕΠ. Όμοια, ο επιπολασμός των κοριτσιών της παρούσας μελέτης ήταν 187

206 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα 32,1% έναντι 18,1% της μελέτης της Α Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και 17,2% της μελέτης της ΕΙΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας των κοριτσιών στην Ελλάδα από το 2000 στο 2005 αυξήθηκαν κατακόρυφα σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο (14%) από αυτό των αγοριών με τα αγόρια όμως να έχουν πάντα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας έναντι των κοριτσιών. Το πιο ανησυχητικό εύρημα όμως είναι ότι ο ρυθμός αύξησης επιπολασμού του φαινομένου τα τελευταία χρόνια είναι γραμμικός και ιδιαίτερα υψηλός για τα αγόρια (R 2 =0.95), ενώ το φαινόμενο της παχυσαρκίας αυξάνεται με λογαριθμική πρόοδο και στα κορίτσια (R 2 =0.66) (Σχήμα 5.2). 45% 40% 35% 30% y = 0,0645x + 0,189 R 2 = 0,9505 Επιπολασμός (%) 25% 20% y = 0,1224Ln(x) + 0,1516 R 2 = 0, % 10% 5% 0% ΕΙΕΠ, 2004 Α ΠΑΙΔΙΑΤΡ ΚΛΙΝ ΠΑΝΕΠ ΑΘΗΝΩΝ, 2004 ΤΕΦΑΑ-ΔΠΘ, 2007 Επιδημιολογικές μελέτες Αγόρια Κορίτσια Γραμμική (Αγόρια) Λογαριθμική (Κορίτσια) Σχήμα 5.2. Μεταβολές του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας από τρείς πρόσφατες μεγάλης κλίμακας επιδημιολογικές μελέτες στην Ελλάδα σε σχέση με το φύλο. Τέλος, σημαντικό εύρημα της παρούσας μελέτης ήταν ότι ο επιπολασμός της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι σημαντικά χαμηλότερος σε αγροτικές περιοχές έναντι των αστικών και ημιαστικών της Ελλάδας. Χωρίς να υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία του επιπολασμού της παχυσαρκίας με κριτήριο την γεωγραφική διαστρωμάτωση του πληθυσμού στη χώρα μας το παραπάνω εύρημα είναι σε συμφωνία με αποτελέσματα άλλων μελετών που καταγράφουν χαμηλότερο επιπολασμό παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στις αγροτικές περιοχές των χωρών τους με ερμηνεία που προέρχεται από την αυξημένη σωματική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τον ανήλικο πληθυσμό που κατοικεί σε αγροτικές περιοχές (Jansen & Hazebroek-Kampschreur, 1997; Twisk, Kemper, van Mechelen, 2002). 188

207 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα 5.2. Παχυσαρκία, ανθρωπομετρικοί δείκτες και σύσταση σώματος Παχυσαρκία και ανθρωπομετρικοί δείκτες Στην παρούσα μελέτη οι καμπύλες Receiver Operator Characteristic-ROC και οι συντελεστές συσχέτισης του Pearson επιβεβαίωσαν την υψηλή εγκυρότητα των ΔΜΣ, RΙ και ΠΚ που αξιολογήθηκαν στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβου ηλικίας οκτώ ως δεκαοκτώ ετών. Από την πλευρά της παθοφυσιολογίας η υψηλή εγκυρότητα των παραπάνω δεικτών δείχνει ότι η συνύπαρξη της ολικής και κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σχετίζεται με διαταραχές στα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης, λιπιδίων του πλάσματος και αρτηριακής πίεσης (Kissebah, Evans, Peiris, Wilson, 1985), ενώ προμηνύουν μεταγενέστερη εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη στους άνδρες (Ohlson et al., 1985) και στεφανιαία νόσο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες (Lapidus et al., 1984; Larsson et al., 1984). Ο δείκτης Rohrer εμφάνισε πολύ ισχυρή συσχέτιση με την κατηγορική μεταβλητή των αποκλίσεων από την κανονική μάζα. Υπολογίζοντας από τις καμπύλες ROC ότι ο παραπάνω δείκτης είχε την υψηλότερη επιβεβαιωτική εγκυρότητα για την υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία έναντι του ΔΜΣ και ΔΜΥ όπως επίσης ότι είναι ένας δείκτης που υπολογίζει την πυκνότητα του σώματος (m 3 ) θα μπορούσε να αποτελέσει ο ίδιος δείκτη κατάταξης της παχυσαρκίας μέσω διαγραμμάτων ανά ηλικία και φύλο αντικαθιστώντας τα διαγράμματα ανάπτυξης του ΔΜΣ που τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί αρκετή κριτική. Παράλληλα, κατά την σύγκριση της ολικής παχυσαρκίας με την κοιλιακή και γυναικοειδή παχυσαρκία φάνηκε ότι η περίμετρος κοιλιάς και η περίμετρος ισχίου και για τα δυο φύλα αυξάνονταν ανάλογα με την μετάβαση από την κατηγορία της υπερβάλλουσας μάζας σε αυτή της παχυσαρκίας και από αυτή της παχυσαρκίας στην κατηγορία της υπερβολικής παχυσαρκίας επιβεβαιώνοντας ευρήματα άλλων μελετών που υποστηρίζουν ότι τόσο η κοιλιακή παχυσαρκία όσο και η γυναικοειδή παχυσαρκία συνυπάρχουν με την ολική παχυσαρκία στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό (Dietz, 1998; Neovius, Linne, Rossner, 2005). Αντίθετα, ο WHR φάνηκε ότι έχει χαμηλότερη διαγνωστική εγκυρότητα και συσχέτιση στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους από ότι οι ΔΜΣ, RΙ και ΠΚ επιβεβαιώνοντας ότι δεν αποτελεί το εγκυρότερο διαγνωστικό εργαλείο εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας σε παιδιά και έφηβους που είναι ήδη υπέρβαρα ή παχύσαρκα 189

208 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα (Neovius, Linne, Rossner, 2005) και δεν ενδείκνυται για την εκτίμηση της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία (Peters et al., 1992). Στην εκτίμηση της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας τα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια είχαν σημαντικά υψηλότερες μέσες τιμές στην περίμετρο κοιλιάς μόνο στις ηλικίες ετών. Η μη εύρεση διαφορών στην περίμετρο κοιλιάς στις ηλικίες 8-10 ετών και ετών καταγράφεται για πρώτη φορά σε επιδημιολογική μελέτη και έρχεται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα άλλων μελετών που υποστηρίζουν ότι η περίμετρος κοιλιάς είναι σημαντικά μεγαλύτερη στα παχύσαρκα αγόρια έναντι των κοριτσιών (Donahue & Abbot, 1987a; Flodmark, Sveger, Nilsson-Ehle, 1994; Moreno et al., 1998). Το εύρημα αυτό της παρούσας μελέτης αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί στην παιδική και εφηβική ηλικία η κοιλιακή παχυσαρκία καταγράφεται όχι μόνο στα αγόρια αλλά και στα κορίτσια κάτι που ως τώρα δεν έχει καταγραφεί σε επιδημιολογικές μελέτες σύγκρισης της ολικής με την κοιλιακή παχυσαρκία σε πληθυσμούς ανηλίκων. Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου είναι διττή. Η πρώτη θεωρία στην ερμηνεία των μη διαφορών της κοιλιακής παχυσαρκίας μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ξεκινάει από την βρεφική ηλικία. Νεογέννητα μωρά και των δύο φύλων με μάζα γέννησης μεγαλύτερη των 4000gr αν διατηρήσουν την περίσσεια του λιπώδους ιστού στην περιοχή της κοιλιάς κατά την ανάπτυξη τους βρέθηκε ότι η κοιλιακή αυτή παχυσαρκία είναι ίδια τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια στη νηπιακή, παιδική και εφηβική ηλικία (Nedergaard & Cannon, 1992). Η δεύτερη ερμηνεία της μη εύρεσης διαφορών στην κοιλιακή παχυσαρκία μεταξύ των αγοριών και κοριτσιών προέρχεται από κλινικές μελέτες in vitro που αξιολογούν την ενδοκρινική, παρακρινική ή αυτοκρινική δράση του λιπώδους ιστού. Σε περιόδους υπερβολικής αύξησης της προσλαμβανόμενης τροφής η κορτιζόλη και τα οιστρογόνα δρουν εκλεκτικά στην περιοχή της κοιλιάς και είναι δυνατόν να ευθύνονται για την ανάπτυξη της κοιλιακής παχυσαρκίας και ινσουλινικής αντοχής όχι μόνο στον άρρεν αλλά και στον θήλυ πληθυσμό (Kim & Moustaid-Moussa, 2000). Παράλληλα, άλλη μελέτη έδειξε ότι τα λιποκύτταρα του σπλαχνικού λιπώδους ιστού παράγουν το ένζυμο 11β-hydrosteroid dehydrogenate (11β-HSD) το οποίο μετατρέπει την ανενεργό κορτιζόνη σε ενεργό κορτιζόλη, προκαλώντας την ίδια συσσώρευση λίπους στη κοιλιακή χώρα και στα δυο φύλα (Fruhbeck Gomez-Ambrosia, Muruzabal, Burrell, 2001). Παράλληλα, η μη επιβεβαίωση σημαντικών διαφορών στις μέσες τιμές της περιμέτρου ισχίου σε σχέση με την ηλικία και την παχυσαρκία ανάμεσα στα φύλα έρχεται σε αντίθεση με 190

209 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα μελέτες που υποστηρίζουν ότι τα κορίτσια εμφανίζουν μεγαλύτερες τιμές περιμέτρου ισχίου τόσο στη παιδική όσο και στην εφηβική ηλικία. (Moreno, Fleta, Sarria, Bueno, 1998; Goran & Gower, 1999). Αυτό σημαίνει ότι η ολική παχυσαρκία στα αγόρια συνυπάρχει με την γυναικοειδή παχυσαρκία κάτι που μέχρι σήμερα χαρακτήριζε τα κορίτσια προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Ερμηνεύοντας το παραπάνω εύρημα φαίνεται ότι τα οιστρογόνα δρουν εκλεκτικά στη περιοχή του ισχίου, αποτελούν βασικούς παράγοντες αύξησης του μεγέθους του λιποκυττάρου στα αγόρια παιδικής και εφηβικής ηλικίας υποστρέφοντας την δράση της αυξητικής ορμόνης (GH) που αποτελούσε ισχυρό παράγοντα διαφοροποίησης των λιποκυττάρων της περιοχής του ισχίου στον άρρεν πληθυσμό (Bjorntrop, 1991 a ; Gregoire, Smas, Sul, 1998). Τέλος, η επίδραση της ολικής παχυσαρκίας στον WHR ήταν σημαντική μεταξύ των φύλων μόνο στον υπέρβαρο πληθυσμό ηλικίας 8-12 ετών. Σε αντίθεση με ευρήματα μελετών που υποστηρίζουν ότι τα κορίτσια κατά την αναπτυξιακή ηλικία έχουν μεγαλύτερες τιμές WHR τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης αποδεικνύουν το αντίθετο. Ως συνέχεια των μη σημαντικών διαφορών μεταξύ των φύλων στις περιμέτρους κοιλιάς και ισχίου επιβεβαιώνεται ότι τα κορίτσια εμφανίζουν κοιλιακή παχυσαρκία ενώ τα αγόρια εμφανίζουν υψηλές τιμές περιμέτρου ισχίου. Ο WHR επιβεβαιώνει τις παραπάνω ανισορροπίες στη δράση και συσσώρευση του λιπώδους ιστού με τα αγόρια παιδικής και εφηβικής ηλικίας να εμφανίζουν αυξημένη συγκέντρωση αδρανούς λίπους στην περιοχή των ισχίων ή γυναικοειδή παχυσαρκία και τα κορίτσια να έχουν αυξημένη συγκέντρωση λιπώδους ιστού στην περιοχή της κοιλιάς και να χαρακτηρίζονται από ανδροειδή ή κοιλιακή παχυσαρκία. Η μεταβολική αυτή κατάσταση που καταγράφηκε στη παρούσα μελέτη μέχρι σήμερα χαρακτήριζε τους ενήλικες με νοσογόνο παχυσαρκία ή ΔΜΣ >40kg.m -2 (Lean, Han, Morrison, 1995; Zhou et al., 2002; Janssen et al., 2005) και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα ανησυχητική. 191

210 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Παχυσαρκία και σύσταση σώματος Οι μέσες τιμές του ποσοστού σωματικού λίπους βρέθηκε ότι αυξάνονταν σημαντικά από τους ελλειποβαρείς στους κανονικής μάζας, από τους κανονικής μάζας στους υπέρβαρους, από τους υπέρβαρους στους παχύσαρκους και από τους παχύσαρκους στους υπερβολικά παχύσαρκους. Τα ποσοστά του σωματικού λίπους και στα δυο φύλα ηλικίας 12 ως 18 ετών ήταν υπερβολικά υψηλά όχι μόνο στον παχύσαρκο αλλά και στον υπέρβαρο και κανονικής μάζας πληθυσμό. Χωρίς να υπάρχει διεθνώς σταθμισμένο κριτήριο ταξινόμησης της παχυσαρκίας με βάση το ποσοστό σωματικού λίπους μέσω διαγραμμάτων ή πινάκων και γνωρίζοντας ότι η υπερβολική εναπόθεση λίπους στο ανθρώπινο σώμα αποτελεί μεταβολικό παράγοντα κινδύνου (Βell, Macek, Rutenfranz, Saris, 1987) το κριτήριο του ΔΜΣ/ηλικίας και φύλου της IOTF δείχνει αδύναμο να ερμηνεύει το πραγματικό ποσοστό της περίσσειας του λιπώδους ιστού στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό. Έρευνα μετα-ανάλυσης απέδειξε ότι ο ΔΜΣ κάνει υποεκτίμηση της εφηβικής παχυσαρκίας εμφανίζοντας χαμηλή ταύτιση (10-40%) ανάμεσα στη ταξινόμηση του εφηβικού πληθυσμού για υπερβάλλουσα μάζα και παχυσαρκία με το κριτήριο του ΔΜΣ/ηλικίας και φύλου της IOTF σε σχέση με το ποσοστό σωματικού λίπους που προκύπτει από την μέθοδο των δερματοπτυχών (Reilly, Dorosty, Emmett, 2000). Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τα στοιχεία της παραπάνω μελέτης ανασκόπησης δείχνοντας ότι τα ποσοστά ταύτισης στην αξιολόγηση του επιπολασμού της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας μεταξύ του κριτηρίου του ΔΜΣ/ηλικίας και φύλου της IOTF και του ποσοστού σωματικού λίπους που προκύπτει με την χρήση της μεθόδου των δερματοπτυχών είναι μόλις 10-25%. Σημαντικό είναι ότι κατά την συγκριτική αξιολόγηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας σε σχέση με τα ποσοστά σωματικού λίπους, η παρούσα μελέτη ενώ βρήκε ότι τα αγόρια έχουν υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας από τα κορίτσια, τα κορίτσια εμφάνιζαν υψηλότερα ποσοστά σωματικού λίπους από τα αγόρια. Παράλληλα, έχει αποδειχθεί ότι το κατώφλι μελλοντικού κινδύνου στο ποσοστό σωματικού λίπους για αγόρια και κορίτσια ηλικίας 8 ως 12 ετών είναι 15% και 20% αντίστοιχα (Roche, Heymsfield, Lochman, 1996). Τα ποσοστά του σωματικού λίπους που κατέγραψε η παρούσα μελέτη είναι σχεδόν διπλάσια από το παραπάνω κατώφλι μελλοντικού κινδύνου για τα αγόρια (25,8%) και 50% πάνω από το κατώφλι μελλοντικού κινδύνου (30,2%) για τα κορίτσια για τις ηλικίες 8-12 ετών. Όμοια, για τις ηλικίες 12 ως 18 ετών εργαστηριακή μελέτη ανέφερε ότι με αφετηρία τα 12 έτη και μέχρι την ηλικία των 18 ετών το 192

211 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα ιδανικό ποσοστό σωματικού λίπους είναι 16-18% για τα αγόρια ενώ για τα κορίτσια το ποσοστό σωματικού λίπους θα πρέπει να κυμαίνεται από 22 ως 24% (Roche, Heymsfield, Lochman, 1996). Αναλογιζόμενοι ότι η υπερβολική εναπόθεση λίπους στο ανθρώπινο σώμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου (Βell, Macek, Rutenfranz, Saris, 1986) και λαμβάνοντας υπόψη ότι όχι μόνο τα υπέρβαρα και παχύσαρκα αλλά και τα κανονικής μάζας αγόρια και κορίτσια της παρούσας μελέτης έχουν ποσοστά πολύ πάνω από το κατώφλι σωματικού λίπους που αποτελεί κίνδυνο για την υγεία, μπορούμε να αντιληφτούμε ότι αυτή η υπερβολική συσσώρευση λιπώδους ιστού στον εφηβικό πληθυσμό της μελέτης αποτελεί σοβαρό μεταβολικό παράγοντα μελλοντικού κινδύνου για την υγεία του έφηβου στην ενήλικη ζωή του (Gidding, Bao, Srinivasan, Berenson, 1995; King, 1996; Gracey, 2000; Freedman, Khan, Dietz, Srinivasan, Rosenson, 2001). Παράλληλα, τα υψηλά ποσοστά σωματικού λίπους που κατέγραψε η παρούσα μελέτη και για τα δυο φύλα συμφωνούν απόλυτα με τα ποσοστά που κατέγραψαν άλλες μελέτες στην Ελλάδα (Bouziotas et al, 2001; Bouziotas & Koutedakis, 2003) καταδεικνύοντας το μέγεθος του προβλήματος. Με κριτήριο την υγεία των παιδιών και εφήβων είναι πλέον ανάγκη να δημιουργηθούν διαγράμματα κατάταξης με βάση το ποσοστό σωματικού λίπους που προκύπτει από την μέτρηση με την μέθοδο των δερματοπτυχών που θα ταξινομούν με μεγαλύτερη εγκυρότητα και ακρίβεια την παχυσαρκία. Επίσης, η δημιουργία πινάκων μέσω ενός αλγόριθμου που θα λάμβανε υπόψη το ποσοστό σωματικού λίπους σε συνδυασμό με τον ΔΜΣ ή/και την περίμετρο κοιλιάς θα κάλυπτε με μεγαλύτερη προγνωστική εγκυρότητα την τάση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας Σωματική δραστηριότητα του πληθυσμού μελέτης Από την καταγραφή της σωματικής δραστηριότητας στο σύνολο του πληθυσμού προέκυψε ότι τα μισά αγόρια και μόλις ένα στα τρία κορίτσια είχαν αγωνιστική αθλητική συμμετοχή. Αυτό δείχνει ότι η συμμετοχή των παιδιών και εφήβων σε αγωνιστικές δραστηριότητες στην Ελλάδα είναι μικρή, ενώ το «αγωνιστικό προφίλ» των κοριτσιών ήταν χαμηλότερο από αυτό των αγοριών. Συγκρίνοντας στοιχεία που προκύπτουν από μελέτη καταγραφής του «αγωνιστικού προφίλ» στις ΗΠΑ η παρούσα μελέτη καταγράφει χαμηλότερα ποσοστά αγωνιστικής συμμετοχής των εφήβων έναντι των εφήβων στις ΗΠΑ (Bailey et al., 1995). Επιπλέον, το ποσοστό συμμετοχής σε άσκηση αναψυχής υψηλής έντασης διάρκειας 20-30min στις ηλικίες ετών ήταν 38% ενώ στις ηλικίες ετών έφτανε μόλις στο 193

212 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα 25%. Αυτός ο ρυθμός μείωσης συμμετοχής που κατέγραψε η παρούσα μελέτη ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την αύξηση της ηλικίας και σχεδόν διπλάσιος μελέτης στο Ηνωμένο Βασίλειο που παρουσίασε ότι ο ρυθμός μείωσης συμμετοχής στη συγκεκριμένη σωματική δραστηριότητα ήταν μόλις 6% (Armstrong & Welsman, 1997). Με βάση τα παραπάνω ευρήματα φαίνεται ότι ο πληθυσμός της μελέτης αυτής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πληθυσμός με χαμηλή κινητική δραστηριότητα. Σήμερα η σωματική δραστηριότητα, τόσο με τη μορφή αγωνιστικού αθλητισμού όσο και ως άσκηση αναψυχής αποδεδειγμένα βελτιώνει τη βιολογική και ψυχολογική εικόνα του παιδιού και εφήβου δημιουργώντας μια σημαντική επένδυση για την ποιότητα ζωής και την υγεία για την ενήλικη ζωή του (ISSP, 1992; Raitakari et al., 1994; Ekblom & Astrand, 2000; Landry, 2000). Από την παρούσα μελέτη προκύπτει ότι μόλις τα μισά αγόρια συμμετείχαν την τελευταία σχολική χρονιά σε σχολικά και διασυλλογικά πρωταθλήματα και αγώνες, ενώ μόλις ένα στα τρία κορίτσια συμμετείχε σε σχολικά και διασυλλογικά πρωταθλήματα. Τα παραπάνω ποσοστά είναι χαμηλότερα άλλης μελέτης επιπολασμού της υποκινητικότητας που κατέγραψε ότι το 68,7% των αγοριών και το 42,7% των κοριτσιών ασχολείται με αγωνιστικό αθλητισμό (Κυπάρος, Σωτηριάδου, Κυπάρος, Ματζιάρη, 2000). Η αναγωγή των παραπάνω ποσοστών σε σχέση με το φύλο δείχνει ότι ο «αθλητικός ανταγωνισμός» των κοριτσιών, ως στάση, είναι χαμηλότερος από ότι των αγοριών φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι ο υψηλός αθλητισμός δεν αποτελεί κίνητρο συμμετοχής για τα κορίτσια. Επιπλέον, η καταγραφή της σωματικής δραστηριότητας με κριτήριο τις Διεθνείς και Εθνικές οδηγίες για την άσκηση έδειξε υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής για τα αγόρια έναντι των κοριτσιών σε έντονη άσκηση διάρκειας 20-30min αποδεικνύοντας ότι τα αγόρια είναι πιο κινητικά δραστήρια από τα κορίτσια (Molnar & Livingstone, 2000). Σε άσκηση μέτριας έντασης διάρκειας μέχρι 20min οι διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής ήταν 6% υπέρ των αγοριών, ενώ όσο αυξανόταν η ένταση και η διάρκεια της άσκησης τόσο οι διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής αυξάνονταν υπέρ των αγοριών. Τα αγόρια είχαν κατά μέσο όρο 20% υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής έναντι των κοριτσιών σε άσκηση που βρίσκονταν από πλευράς έντασης και διάρκειας κοντά στις συστάσεις των οργανισμών και φορέων. Οι διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής σε σωματική δραστηριότητα υπέρ των αγοριών, ανάλογα με την ένταση της άσκησης, κυμαινόταν από 6% ως 20% ποσοστά που είναι υψηλότερα μελέτης που κατέγραψε με το ίδιο πρωτόκολλο την σωματική δραστηριότητα και βρήκε ότι οι 194

213 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα έφηβοι είχαν κατά μέσο όρο 5% υψηλότερη σωματική δραστηριότητα από τα κορίτσια εφηβικής ηλικίας τόσο σε μέτριας όσο και υψηλής έντασης σωματικές δραστηριότητες (Caspersen, Pereira, Curran, 2000). Παράλληλα, συγκρίνοντας τα ποσοστά συμμετοχής μελέτης που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα (Bouziotas et al., 2001) και κατέγραψε ότι το 46% των αγοριών και το 24% των κοριτσιών έκανε έντονη άσκηση διάρκειας 30min τα ποσοστά σε αντίστοιχης έντασης και διάρκειας άσκηση του πληθυσμού της παρούσας μελέτης είναι σε απόλυτη συμφωνία με την παραπάνω μελέτη. Επιπλέον, το ποσοστό συμμετοχής σε άσκηση υψηλής έντασης και διάρκειας 20-30min στις ηλικίες των ετών φτάνει το 38% ενώ στις ηλικίες ετών η συμμετοχή σε όμοιας έντασης και διάρκειας άσκηση πέφτει στο 25%. Αυτή η μείωση της σωματικής δραστηριότητας από την ηλικία των 13 στην ηλικία των 18 ετών που η παρούσα μελέτη κατέγραψε επιβεβαιώνεται (Telama & Yang, 2000) ισχυροποιώντας την βιολογική υπόθεση που ερμηνεύει την μείωση της σωματικής δραστηριότητας με την αύξηση της ηλικίας ως αποτέλεσμα της μείωσης έκκρισης Ντοπαμίνης, που είναι υπεύθυνη για την ενεργοποίηση των κινήτρων για έναρξη κινητικής δραστηριότητας (Sallis, 2000). Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του σχολείου στην αντιμετώπιση της μειωμένης συμμετοχής σε σωματικές δραστηριότητες ο κύριος στόχος του σχολείου είναι να δώσει τα κίνητρα στους μαθητές/τριες να υιοθετήσουν μια θετική στάση σε αυτές. Παρόλα αυτά η συμμετοχή των μαθητών/τριων σε παιχνίδι αναψυχής στο περιβάλλον του σχολείου βρέθηκε να καταγράφει ποσοστό 67% για τις ηλικίες ετών ενώ κατά τις ηλικίες ετών το ποσοστό συμμετοχής σε κινητικές δραστηριότητες αναψυχής στο χώρο του σχολείου μειώθηκε στο 46% επιβεβαιώνοντας ότι η σωματική δραστηριότητα στο σχολικό περιβάλλον στη χώρα μας μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας (Αυγερινός, Γιαννικοπούλου, Ταυρίδου, 2001) δικαιολογώντας την άποψη ότι το σύγχρονο σχολείο στην Ελλάδα με τη δομή και οργάνωση του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εχθρικό» στην κίνηση. 195

214 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Παχυσαρκία, φυσική ικανότητα και σωματική δραστηριότητα του πληθυσμού μελέτης Αξιολογώντας την φυσική ικανότητα από τα 8 στα 18 έτη με κριτήριο τις δοκιμασίες της δέσμης μετρήσεων EUROFIT βρέθηκε ότι σημαντικά καλύτερες επιδόσεις είχαν οι έφηβοι ηλικίας ετών. Η επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m των εφήβων ηλικίας ετών είναι η καλύτερη όχι μόνο από αυτή των μικρότερων ηλικιακά μαθητών/τριων αλλά και από εκείνη των μεγαλύτερων σε ηλικία εφήβων ηλικίας ετών, ενώ κατά την δοκιμασία της δύναμης των κοιλιακών μυών δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην απόδοση των μαθητών/τριων από την ηλικία των 8 στα 18 έτη. Τα παραπάνω ευρήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανησυχητικά γιατί το σύνολο των επαναλήψεων στις αναδιπλώσεις από την ύπτια κατάκλιση στα 30s άρα και η δύναμη αντοχής των κοιλιακών μυών ενός παιδιού ηλικίας 8 ετών είναι ίδια με εκείνη ενός έφηβου ηλικίας 18 ετών. Παράλληλα, ιδιαίτερα ανησυχητικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι η επίδοση των εφήβων ετών στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m ήταν μόλις 1,7% καλύτερη από αυτή των μαθητών/τριων του Δημοτικού σχολείου. Ερμηνεία στο φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να δοθεί από τα ποσοστά συμμετοχής τόσο στις σχολικές όσο και στις διασυλλογικές αθλητικές δραστηριότητες που μειώνονται σημαντικά με την αύξηση της ηλικίας επηρεάζοντας αρνητικά το «κινητικό προφίλ» του εφήβου. Επιπλέον, η σημαντική μείωση των ποσοστών συμμετοχής τόσο σε μέτριας όσο και σε υψηλής έντασης δραστηριότητες αναψυχής ανάλογα με την ηλικία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι έφηβοι ηλικίας 16 ως 18 ετών στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες κινητικής αιχμαλωσίας, δεν πληρούν τα επιθυμητά επίπεδα κινητικής δραστηριότητας για την ηλικία τους (Rowland, 1991; Bar-Or & Malina, 1995; Pate, Baranowski, Dowda, Trost, 1996) με τις συνέπειες της υποκινητικότητας που χαρακτηρίζει τη γενιά τους πιθανά να τους συνοδεύει και στην ενήλικη ζωή τους. Αναφορικά με τη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m βρέθηκε ότι οι μαθητές/τριες που κατοικούσαν σε αγροτικές αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας μας είχαν κατά 1,7% καλύτερη επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m από τα παιδιά και τους έφηβους που κατοικούσαν σε αστικές και ημιαστικές περιοχές της Ελλάδας. Η παρατηρούμενη καλύτερη επίδοση των μαθητών/τριων που κατοικούσε σε αγροτικές περιοχές στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m πιθανά οφείλεται στο ότι αυτά τα παιδιά και 196

215 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα οι έφηβοι βρέθηκε να έχουν υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε αγωνιστικές δραστηριότητες (σχολικές & διασυλλογικές) που χαρακτηρίζονται από κινήσεις έντονες και εκρηκτικές που προσομοιάζουν με τα κινητικά χαρακτηριστικά της δοκιμασίας βελτιώνοντας έμμεσα και την επίδοση τους στη συγκεκριμένη δοκιμασία. Παράλληλα, η επίδοση των αγοριών στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m ήταν κατά 6,7% υψηλότερη από τα κορίτσια, ενώ οι διαφορές στην απόδοση κατά την δοκιμασία των αναδιπλώσεων από την ύπτια κατάκλιση 30s των αγοριών σε σχέση με τα κορίτσια ήταν κατά 16,4% καλύτερη. Επιβεβαιώνοντας την βιβλιογραφία η καλύτερη απόδοση των αγοριών έναντι των κοριτσιών στις παραπάνω δοκιμασίες οφείλεται στα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής των αγοριών έναντι των κοριτσιών τόσο σε αγωνιστικές όσο και σε δραστηριότητες αναψυχής που στην ουσία προετοιμάζουν καλύτερα τους συμμετέχοντες για τέτοιου τύπου κινητικές δραστηριότητες (Beunen et al., 1992; Janz, Golden, Hansen, Mahoney, 1992; Janz, Dawson, Mahoney, 2000; Baquet, Twisk, Kemper, van Praagh, Berrthoin, 2006). Συγκρίνοντας την επίδοση και απόδοση μεταξύ των φύλων στις παραπάνω δοκιμασίες στην Ελλάδα από τα αποτελέσματα άλλης μελέτης επιβεβαιώνεται ότι τα αγόρια, έναντι των κοριτσιών, έχουν καλύτερη φυσική ικανότητα, όταν αυτή αξιολογείται από υπαίθριες δοκιμασίες (Manios, Kafatos, Cordington, 1999). Κατά την αξιολόγηση της φυσικής ικανότητας σε σχέση με τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m τα κανονικής μάζας παιδιά και οι έφηβοι δεν εμφάνισαν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τα υπέρβαρα, τα παχύσαρκα και τα υπερβολικά παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Σε σύγκριση με όμοιου σχεδιασμού μελέτες που αναφέρουν ότι η επίδοση των κανονικής μάζας παιδιών και εφήβων είναι σημαντικά καλύτερη έναντι των υπέρβαρων και παχύσαρκων (Bar-Or & Baranowski, 1994; Deforche et al., 2003; Tokmakidis, Kasambalis, Christodoulos, 2006) η παρούσα μελέτη δεν επιβεβαίωσε την επίδραση της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας στην επίδοση σε σχέση με την ηλικία, το φύλο και την γεωγραφική διαστρωμάτωση των παιδιών και εφήβων στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m. Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι η υπερβάλλουσα μάζα και η παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία δεν επηρεάζουν την επίδοση στη δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m γιατί οι επιδόσεις των κανονικής μάζας παιδιών και εφήβων είναι εξίσου χαμηλές και όχι μακριά από τις επιδόσεις στη συγκεκριμένη δοκιμασία των υπέρβαρων και παχύσαρκων. 197

216 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Αξιολογώντας την δύναμη των κοιλιακών μυών η παρούσα μελέτη δεν κατέγραψε σημαντικές διαφορές στην απόδοση της δοκιμασίας αναδιπλώσεων από την ύπτια κατάκλιση 30s σε σχέση με την παχυσαρκία, το φύλο, την ηλικία και την γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού συμφωνώντας με μελέτη που επίσης δεν κατέγραψε επίδραση της εφηβικής παχυσαρκίας στην απόδοση της παραπάνω δοκιμασίας (Westerstahl, Barnekow-Bergkvist, Hedberg, Jansson, 2003). Αντίθετα, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης για την επίδραση της περίσσειας λίπους στην απόδοση της δοκιμασίας σε παιδιά και εφήβους στη χώρα μας έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα μελέτης που έγινε στην Ελλάδα και κατέγραψε ότι η παιδική παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά την απόδοση στη δοκιμασία αναδιπλώσεων από την ύπτια κατάκλιση 30s (Tokmakidis, Kasambalis, Christodoulos, 2006). Ειδικότερα, οι ελειποβαρείς και τα κανονικής μάζας παιδιά και έφηβοι είχαν μεν την καλύτερη απόδοση στη δοκιμασία (17.7επαν.) σε σχέση με τους υπέρβαρους (15.1επαν.), τους παχύσαρκους (11.4επαν.) και υπερβολικά παχύσαρκους (7.3επαν.) αλλά οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Παρά τις μη σημαντικές διαφορές στην απόδοση μεταξύ των κανονικής μάζας και υπέρβαρων ή παχύσαρκων παιδιών και εφήβων η μείωση του συνολικού αριθμού των επαναλήψεων/30s στη δοκιμασία των υπέρβαρων και παχύσαρκων εκτός από την υπερβολική αύξηση του όγκου στη περιοχή της κοιλιάς που περιορίζει την κίνηση του κορμού ερμηνεύεται και από την πιθανή μείωση της δύναμης των καμπτήρων μυών του ισχίου (Westerstahl, Barnekow-Bergkvist, Hedberg, Jansson, 2003). Τέλος, κατά την συνολική αξιολόγηση της σωματικής δραστηριότητας και της φυσικής ικανότητας αποδεικνύεται ότι ο αντιπροσωπευτικός πληθυσμός της Ελλάδας σ αυτή τη μελέτη εκτός της μικρής συμμετοχής σε αγωνιστικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες αναψυχής έχει προφίλ φυσικής ικανότητας και ποσοστά παχυσαρκίας σε βαθμό που ο συνδυασμός των παραπάνω να αποτελεί κίνδυνο για την ομαλή βιολογική του ανάπτυξη. Αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ τα αγόρια είχαν σημαντικά μεγαλύτερη συμμετοχή σε αγωνιστικές δραστηριότητες και δράσεις αναψυχής καθώς και καλύτερο προφίλ φυσικής ικανότητας εντούτοις εμφάνισαν υψηλότερο επιπολασμό υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας από τα κορίτσια. Συμπερασματικά, για τη σωματική δραστηριότητα και την φυσική ικανότητα του πληθυσμού μελέτης φαίνεται ότι ή τα αγόρια παιδικής και εφηβικής ηλικίας που συμμετέχουν σε αγωνιστικές δραστηριότητες είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα ή ότι οι σωματικές δραστηριότητες (αγωνιστικές και αναψυχής) και η καλύτερη φυσική ικανότητα 198

217 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα των αγοριών αδυνατούν να υποστρέψουν το φαινόμενο της παχυσαρκίας που είναι εντονότερο στον πληθυσμό των αγοριών παιδικής και εφηβικής ηλικίας Αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μελέτης Οι μέσες τιμές της ΣΑΠ και ΔΑΠ στη μελέτη αυτή ήταν υψηλότερες στα αγόρια αλλά όχι στατιστικά σημαντικές σε σχέση με αυτές των κοριτσιών επιβεβαιώνοντας τις μελέτες που υποστηρίζουν ότι τα αγόρια έχουν υψηλότερη αρτηριακή πίεση (Williams et al., 1992; Cruz & Goran, 2004; Weiss et al., 2004). Η ερμηνεία του μηχανισμού της αυξημένης αρτηριακής πίεσης στα αγόρια δίνεται από την περίσσεια λίπους η οποία μέσω της λεπτίνης αυξάνει την συμπαθητική της δράση και επιδρά στην αύξηση έκκρισης των κατεχολαμινών ή δρα στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτεσίνης (Messerli, Christie, DeCarvaiho, 1981; Weir, Stafford, Gregory, Lawson, Pearl, 1988; Bloomgarden, 2002). Οι μέσες τιμές της αρτηριακής πίεσης ήταν φυσιολογικά χαμηλότερες στην ηλικία των 8-12 ετών τόσο σε σχέση με τις ηλικίες των 13 ως 15 ετών όσο και σε συνάρτηση με τις ηλικίες των 16 ως 18 ετών χωρίς όμως να καταγράφονται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ηλικιών και στα δυο φύλα. Ορίζοντας τον κίνδυνο αυξημένης αρτηριακής πίεσης στην ηλικία των 13 ετών την 95 η εκατοστιαία θέση του πληθυσμού της παρούσας μελέτης οι τιμές της αρτηριακής πίεσης ήταν 130/85mmHg τιμές που βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τις αντίστοιχες τιμές της 95 ης εκατοστιαίας θέσης του CDC για την ηλικία των 13 ετών (130/84mmHg) (NHBPEPWG, 1996). Αντίθετα για τον ορισμό του κινδύνου εμφάνισης ιδιοπαθούς υπέρτασης στη δεύτερη εφηβεία (16-18 ετών) η 95 η εκατοστιαία θέση του πληθυσμού της παρούσας μελέτης κατέγραψε τιμές αρτηριακής πίεσης 145/90mmHg που ήταν κοντά και λίγο υψηλότερες (κυρίως της ΣΑΠ) από τις αντίστοιχες τιμές της 95 ης εκατοστιαίας θέσης του CDC για την ηλικία των 17 ετών (140/89mmHg) που σημαίνει ότι τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης του εφηβικού πληθυσμού της παρούσας μελέτης είναι όμοια με αυτά των εφήβων στις ΗΠΑ. Συγκρίνοντας τις μέσες τιμές ΣΑΠ και ΔΑΠ της παρούσας μελέτης με αντίστοιχες τιμές μελέτης σε Καυκάσια παιδιά και εφήβους και των δυο φύλων ηλικίας 5-18 ετών φάνηκε ότι οι μέσες τιμές της ΣΑΠ τόσο στα αγόρια (104,3±15 έναντι ±11.9) όσο και στα κορίτσια (99,7±14,3 έναντι 95±9.3) της παρούσας μελέτης καταγράφονται υψηλότερες (Clarke, Woolson, Lauer, 1986; Dyer & Elliott, 1989; Βray, 2004). Παράλληλα, συγκρίνοντας συνολικά το αιμοδυναμικό προφίλ του πληθυσμού μελέτης φαίνεται ότι οι μέσες τιμές της ΔΑΠ ήταν χαμηλότερες από τις τιμές της ΔΑΠ άλλη μελέτης 199

218 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα στις ΗΠΑ τόσο στα αγόρια (61,5±11,4 έναντι ±9.2mmHg) όσο και στα κορίτσια (58,7±10,8 έναντι 64.2±8.3mmHg), (He et al., 2001). Τέλος, η ΣΑΠ και η ΔΑΠ του παιδικού πληθυσμού της παρούσας μελέτης βρέθηκε ότι ήταν υψηλότερες άλλης μελέτης που κατέγραψε χαμηλότερες τιμές αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ/ΔΑΠ) σε προέφηβους και έφηβους στην Ελλάδα (Bouziotas et al., 2001) Διατροφικές στάσεις και συμπεριφορές του πληθυσμού μελέτης Οι έφηβοι σήμερα γνωρίζουν ότι η διατροφή πλούσια σε λίπη είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας για την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων παρόλα αυτά δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν αυτή την άσχημη για την υγεία τους κατάσταση. Στο σύνολο του πληθυσμού μελέτης τα κορίτσια (85%) ήταν σημαντικά πιο ενημερωμένα για την υγιεινή διατροφή από τα αγόρια (77%) ενισχύοντας την άποψη ότι τα κορίτσια έχουν μια υγιεινότερη διατροφική στάση από τα αγόρια (Fraser, 1999; Smalley, Wittler, Oliverson, 2004). Παρά του ότι τα κορίτσια φαίνεται να είναι πιο ενημερωμένα από τα αγόρια σε θέματα διατροφής τα κορίτσια σε ποσοστό 39% έναντι 33% των αγοριών δεν κατανάλωναν καμία ημέρα πρωινό πριν από το σχολείο. Τα παραπάνω ποσοστά είναι ανησυχητικά υψηλότερα συγκριτικά με άλλες μελέτες που καταγράφουν την μη καθημερινή λήψη πρωινού από παιδιά και εφήβους. Συγκεκριμένα, τα παραπάνω ποσοστά μη καθημερινής λήψης πρωινού του πληθυσμού της παρούσας μελέτης ήταν πολύ υψηλότερα άλλων μελετών που αναφέρουν ότι το ποσοστό των παιδιών και εφήβων που δεν παίρνουν καθημερινά πρωινό πριν το σχολείο δεν ξεπέρνα το 20% (Barker, Robinson, Wilman, Barker, 2000; Salbe et al., 2002). Συγκρίνοντας τα ποσοστά καθημερινής λήψης πρωινού πριν το σχολείο στην Ελλάδα φαίνεται ότι τα ποσοστά κυμαίνονται από 26,2% (Πατερόπουλος, Σχοινά, Σχοινάς, Κωνσταντινίδης, 2004), 20,3% (Papadopoulou, Karachaliou, Koula, Siligari, Tsarmaklis, 2005) ως 14,5% (Διακουμάκου, Παπαχατζή, Πιτταροκοίλης, Καλαθέρη, 2004) περίπου 10% χαμηλότερα από τα ποσοστά που κατέγραψε η παρούσα μελέτη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι όσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό της καθημερινής λήψης πρωινού τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό της παχυσαρκίας στον συγκεκριμένο πληθυσμό (Gortmarker, Dietz, Cheung, 1990) ερμηνεύεται με βάση αυτήν την διατροφική στάση η αιτιολογία εμφάνισης της παχυσαρκίας στη παρούσα μελέτη. Η ερμηνεία στην αιτιολογία στηρίζεται στο ότι τα παιδιά και οι έφηβοι και των δυο φύλων που δεν λαμβάνουν πρωινό καθημερινά παρουσιάζουν μια ενεργειακή ανισορροπία κατά τη διάρκεια της ημέρας με 200

219 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα πρόσληψη περιττής ενέργειας κατά την διάρκεια της ημέρας (Berkey, Rockett, Gillman, Field, Colditz, 2003) κατάσταση που προκαλεί μια προδιάθεση για μακροχρόνια ανισορροπία του ενεργειακού ισοζυγίου και εμφάνιση παχυσαρκίας. Αναφορικά με την κατανάλωση έτοιμων προϊόντων τις ώρες του σχολείου περίπου το 70% του μαθητικού πληθυσμού και των δύο φύλων αγόραζε τρόφιμα και προϊόντα από το κυλικείο του σχολείου. Συγκρίνοντας τα παραπάνω ποσοστά με αντίστοιχα άλλων σύγχρονων της παρούσας μελετών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα και δείχνουν την αγορά και κατανάλωση προϊόντων από τους μαθητές/τριες από το κυλικείο του σχολείου τους, φαίνεται ότι στη μια μελέτη το ποσοστό αυτών που προτιμούν να αγοράζουν προϊόντα του κυλικείου κατά τις σχολικές ώρες είναι αρκετά χαμηλότερο (57%) (Διακουμάκου, Παπαχατζή, Πιτταροκοίλης, Καλαθέρη, 2004), ενώ στην άλλη καταγράφηκε ότι το 61,8% τρώνε τρόφιμα από το κυλικείο του σχολείου τους (Πατερόπουλος, Σχοινά, Σχοινάς, Κωνσταντινίδης, 2004). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι μαθητές/τριες της μελέτης αυτής προτιμούν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό, έναντι των παραπάνω μελετών, να καταναλώνουν έτοιμα προϊόντα αμφίβολης θρεπτικής αξίας και υψηλού γλυκαιμικού φορτίου από το κυλικείο του σχολείου τους. Έτσι επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα ότι παρά του ότι τα παιδιά και οι έφηβοι γνωρίζουν ότι η λανθασμένη διατροφική συμπεριφορά είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας εμφάνισης παχυσαρκίας παρόλα αυτά δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν αυτή την άσχημη για την οργανισμό τους κατάσταση. Όσον αφορά τη διατροφική στάση των μαθητών/τριων και των οικογενειών τους το 58% των αγοριών και το 56% των κοριτσιών έτρωγαν καθημερινά πάνω από τρία φρούτα, το 71,6% των κοριτσιών έναντι του 67,9% των αγοριών έτρωγαν λαχανικά, το 69,7%,των αγοριών και το 64,4% των κοριτσιών έτρωγαν δημητριακά, ενώ το 74,7% των αγοριών και το 69,4% των κοριτσιών έπιναν τουλάχιστον ένα ποτήρι γάλα την ημέρα. Σύμφωνα με την μελέτη HBSC του ΠΟΥ (WHO, 2004) φαίνεται ότι στην Ελλάδα η ημερήσια κατανάλωση φρούτων από μαθητές/τριες ήταν 38,1% και η κατανάλωση δημητριακών 21,4%, ενώ άλλη μελέτη κατέγραψε ότι το 77% των παιδιών έτρωγαν φρούτα και το 61% έπιναν γάλα (Βαλάνου, Μπογδάνης, Τζούλη, Σιάτης, Σπηλιωτόπουλος, 2001). Συγκρίνοντας τα παραπάνω ποσοστά φαίνεται ότι ο πληθυσμός της παρούσας μελέτης είχε καλύτερες διατροφικές συνήθειες από ότι ο παιδικός πληθυσμός των παραπάνω μελετών. 201

220 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Η κατανάλωση αλκοόλ στην εφηβική ηλικία είναι χαρακτηριστικό των σύγχρονων, κυρίως αστικών κοινωνιών, και παρουσιάζει έξαρση τα τελευταία χρόνια (Graham, 1996). Καταγράφοντας την κατανάλωση αλκοόλ στην εφηβική ηλικία βρέθηκε ότι τα αγόρια κατανάλωναν αλκοόλ σε ποσοστό 34,6% ενώ τα κορίτσια μόλις 24,5% πράγμα που σημαίνει ότι ένας στους τρείς έφηβους και μια στις τέσσερεις έφηβες προσλάμβαναν από τα αλκοολούχα ποτά περιττή ενέργεια που εκτός του ότι αποτελεί απειλή για την υγεία ευνοεί την έξαρση κυρίως της κοιλιακής παχυσαρκίας (French, Story, Jeffery, 2001). Επιπλέον, τα αγόρια σε ποσοστό 73,7% κατανάλωναν ανθρακούχα αναψυκτικά ενώ στα κορίτσια η κατανάλωση ήταν 61,2%. Τα παραπάνω ποσοστά και για τα δυο φύλα εμφανίζονται ιδιαίτερα ψηλά αν συγκριθούν με τα ποσοστά κατανάλωσης αναψυκτικών (18,3%) της μελέτης HBSC για τους εφήβους της Ελλάδας (WHO, 2004) και είναι σε συμφωνία με τα ποσοστά μελέτης που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου το 70% των εφήβων έπινε ανθρακούχα αναψυκτικά σε καθημερινή βάση (Gregory & Lowe, 2000). Επειδή η κατανάλωση αναψυκτικών θεωρείται επιβαρυντικός παράγων εμφάνισης της παχυσαρκίας λόγω του ότι τα αναψυκτικά έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη και θεωρούνται ποτά υψηλού γλυκαιμικού φορτίου τα παιδιά και οι έφηβοι που πίνουν καθημερινά και σε μόνιμη βάση ένα ανθρακούχο αναψυκτικό παίρνουν 10% (835kJ) περισσότερη ενέργεια (Harnack, Stang, Story, 1999) ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την πιθανότητα εμφάνισης έρπουσας παχυσαρκίας (Boumtje, Huang, Lee, Lin, 2005). Τέλος, από τον έλεγχο των διατροφικών στάσεων καταγράφηκε ότι το 86,8% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών κατανάλωνε έτοιμα και γρήγορα γεύματα καθώς και συσκευασμένα προϊόντα ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των μαθητών/τριων για τις ηλικίες και ήταν 55,4% και 57,2% αντίστοιχα. Το ποσοστό της κατανάλωσης έτοιμων, γρήγορων και συσκευασμένων γευμάτων από τους μαθητές/τριες που συμμετείχαν στη μελέτη αυτή ήταν 20% υψηλότερο από το ποσοστό άλλης μελέτης που βρήκε ότι το 65% στις ηλικίες ετών κατανάλωνε τρόφιμα από φαστ-φουντ (Λαμπρόπουλος, Βασιλακόπουλος, Δρογούτη, Λαπαρίδου, Μιχαηλίδης, 2003). 202

221 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα 5.6. Τρόπος ζωής του πληθυσμού μελέτης Οι γονείς σήμερα φαίνεται ότι χρησιμοποιούν την τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ως ένα τεχνολογικό baby-sitting, ενώ τα παιδιά και οι έφηβοι οδηγούνται με αυτόν τον τρόπο σε υποκινητικότητα σε ώρες που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με σωματική και όχι καθιστική δραστηριότητα. Στη παρούσα μελέτη βρέθηκε ότι περισσότερες από τρεις ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης τις εργάσιμες ημέρες είχε το 9,6% των αγοριών και το 8,4% των κοριτσιών με τα παραπάνω ποσοστά να διπλασιάζονται κατά τις μη εργάσιμες ημέρες τόσο για τα αγόρια (22%) όσο και για τα κορίτσια (20,8%). Μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Σουηδία (Magnusson, Hulthen, Kleiigrent, 2005) έδειξε ότι το 34% των παιδιών και εφήβων πέρναγαν τρεις ή περισσότερες ώρες την ημέρα μπροστά στη τηλεόραση. Τα ποσοστά τηλεθέασης της παρούσας μελέτης καταγράφονται να είναι πολύ χαμηλότερα έναντι της παραπάνω μελέτης κυρίως λόγω του ότι σήμερα η έλλειψη ελεύθερου χρόνου των εφήβων στη χώρα μας δεν επιτρέπει την αύξηση των ωρών παρακολούθησης τηλεόρασης τόσο στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας όσο και στις αργίες. Σε σύγκριση με άλλη επιστημονική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια (Anastassea-Vlachou, Fryssira-Kanioura, Papathansiou-Klotza, Xilopita-Zaxariadi, Matsaniotis, 1996) για την καταγραφή τριών ή περισσοτέρων ωρών τηλεθέασης/ημέρα σε παιδικό και εφηβικό πληθυσμό, βρέθηκε ότι τα ποσοστά της παρούσας μελέτης είναι σχεδόν όμοια με τα ποσοστά τηλεθέασης της παραπάνω μελέτης δείχνοντας ότι δεν υπάρχει αυξητική τάση του φαινομένου ανάμεσα στον ανήλικο πληθυσμό της Ελλάδας. Αναφορικά με την ηλικία οι ώρες υπερβολικής τηλεθέασης (>3 ώρες/ημέρα) των παιδιών ηλικίας ετών ήταν αρκετά χαμηλό (4,6%), ενώ το 11,1% των εφήβων ηλικίας ετών και το 10,2% των μαθητών/τριων ηλικίας ετών έβλεπαν τηλεόραση πάνω από τρείς ώρες/ημέρα τις ημέρες του σχολείου. Αντίθετα, τα ποσοστά τηλεθέασης άνω των τριών ωρών/ημέρα τις μη εργάσιμες ημέρες τριπλασιάζονταν για τους μαθητές/τριες της μελέτης για τις ηλικίες ετών, ενώ τα ποσοστά τηλεθέασης διπλασιάζονται τόσο για τους εφήβους ηλικίας ετών όσο και για τους εφήβους ηλικίας ετών. Επίσης, κατά την αξιολόγηση της καθιστικής δραστηριότητας όπως αυτή καταγράφεται μέσω της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή χρήση υπολογιστή το ποσοστό της άνω των 3 ωρών ενασχόλησης/ημέρα τις καθημερινές εμφανίζεται και στα δυο φύλα αρκετά χαμηλό (8%), ενώ τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες το ποσοστό ενασχόλησης με 203

222 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστή άνω των 3 ωρών/ημέρα αυξήθηκε σημαντικά μόνο στα αγόρια (13,4%) ενώ στα κορίτσια παρέμεινε σχεδόν σταθερό (8,6%). Με βάση τα παραπάνω φαίνεται ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που συμμετείχαν σ αυτή τη μελέτη δεν χαρακτηρίζονται από υπερβολική τηλεθέαση ή ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστές (>3ώρες/ημέρα) τις ημέρες του σχολείου. Σε σύγκριση με τα ποσοστά τηλεθέασης και ενασχόλησης με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τις νέες τεχνολογίες άλλων χωρών (Santos, Ribeiro, Gomes, Mota, 2005; Ross & Pate,1987; Prentice & Jebb, 2003) τα ποσοστά των καθιστικών δραστηριοτήτων του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού της παρούσας μελέτης τις ημέρες του σχολείου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χαμηλά και λογικά για τον τρόπο ζωής της σύγχρονης Ελλάδας. Αντίθετα, τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες τα ποσοστά ενασχόλησης τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια παιδικής και εφηβικής ηλικίας αυξάνονται αλλά εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων χωρών (Hancox, & Poulton, 2006; Santos, Ribeiro, Gomes, Mota, 2005). Θετικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι στην Ελλάδα πιθανά δεν έχει απλωθεί ακόμη η «επιδημία» των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και υπολογιστών διατηρώντας χαμηλά τα ποσοστά υπερβολικής ενασχόλησης με τις νέες τεχνολογίες (>3ώρες/ημέρα) κυρίως τις μη εργάσιμες ημέρες δίνοντας την δυνατότητα στα παιδιά και τους εφήβους να αντικαταστήσουν την καθιστική δραστηριότητα τους με σωματική δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου. Σε σχέση με την ηλικία λιγότερα από ένα στα εκατό παιδιά ηλικίας ετών και ένας στους δέκα έφηβους ηλικίας από ετών ασχολούνταν πάνω από τρείς ώρες/ημέρα με ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστή τις εργάσιμες ημέρες του σχολείου. Αντίθετα, τα ποσοστά ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστή άνω των τριών ωρών/ημέρα αυξάνονται σε σχέση με τις ημέρες του σχολείου τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες και φτάνουν για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών στο 3,7%, για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών στο 13,7% και για τους μαθητές/τριες ηλικίας ετών το 13,9%. Τα παραπάνω ευρήματα συμφωνούν με μελέτες αξιολόγησης της δραστηριότητας κατά την εφηβεία (Gilliam, Freedson, Geenen, Shahraray, 1981; Corbin, Pangrazi, Welk, 1990; Armstrong & Welsman, 1997; Malina, 2001) που αποδεικνύουν ότι κατά την αναπτυξιακή περίοδο της ζωής του ανθρώπου η αύξηση της ηλικίας επιφέρει μια παράλληλη αύξηση και στις καθιστικές δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αύξηση της σωματικής μάζας και εμφάνιση της παχυσαρκίας. 204

223 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Τέλος, φαίνεται ότι τα ποσοστά που χαρακτηρίζουν την καθιστική δραστηριότητα της τηλεθέασης και ενασχόλησης με νέες τεχνολογίες είναι σημαντικά χαμηλότερα στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης από αντίστοιχα ποσοστά που καταγράφηκαν σε άλλες περιγραφικές μελέτες (Marshall, Biddle, Gorely, Cameron, Murdey, 2004). Αυτό σημαίνει ότι η τηλεόραση και οι νέες τεχνολογίες δεν αποτελούν ακόμα την προτεραιότητα για ενασχόληση ελευθέρου χρόνου στα παιδιά και στους έφηβους στην Ελλάδα. Με βάση αυτό κίνητρα συμμετοχής σε σωματικές δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια πιο κινητικά δραστήρια και υγιή νέα γενιά Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στη σωματική και ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων Μια από τις σημαντικότερες διαταραχές όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου νοσηρότητας για τον εφηβικό πληθυσμό συνέπεια της παχυσαρκίας είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση (Kopelman, 2000) με την σχέση αρτηριακής πίεσης και μάζας σώματος στα παιδιά να είναι όμοια με εκείνη των ενηλίκων ενεργοποιώντας τους ίδιους παθογενετικούς μηχανισμούς. Παρόλα αυτά σε αντίθεση με τους ενήλικες οι τιμές της αρτηριακής πίεσης στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης βρέθηκε ότι δεν συσχετίζονταν σημαντικά με την παχυσαρκία με τις μέσες τιμές της αρτηριακής πίεσης να αυξάνονται μεν γραμμικά αλλά όχι στατιστικά σημαντικά ανάμεσα στους ελλειποβαρείς και κανονικής μάζας, κανονικής μάζας και υπέρβαρους, κανονικής μάζας και παχύσαρκους και κανονικής μάζας και υπερβολικά παχύσαρκους. Ορίζοντας τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση τις τιμές των ΣΑΠ/ΔΑΠ άνω της 95 ης εκατοστιαίας θέσης του πληθυσμού μελέτης βρέθηκε ότι το 7,4% των υπέρβαρων, το 14,3% των παχύσαρκων και το 60,9% των υπερβολικά παχύσαρκων είχαν αυξημένη αρτηριακή πίεση. Τα ποσοστά αυτά είναι κατά πολύ υψηλότερα από αντίστοιχα ποσοστά επιπολασμού υψηλής αρτηριακής πίεσης όμοιου σχεδιασμού μελέτης, που κατέγραψε ότι μόλις το 29% των παχύσαρκων εφήβων εμφανίζει υψηλή αρτηριακή πίεση (Csabi, Molnar, Hartmann, 1996). Παράλληλα, τα ποσοστά υψηλής αρτηριακής πίεσης του υπέρβαρου, παχύσαρκου και υπερβολικά παχύσαρκου πληθυσμού της παρούσας μελέτης και των δύο φύλων είναι ανησυχητικά ψηλότερα από αντίστοιχα ποσοστά μελέτης που έγινε στην Ελλάδα το 2004 (Χαρίση, Βέρμπη, Γραμμενιάτης, Ντόκος, Ντούρος, 2004) και κατέγραψε ότι μόλις το 4,8% των υπέρβαρων και το 11,9% των παχύσαρκων είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση. 205

224 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Γνωρίζοντας ότι οι έφηβοι με υψηλή αρτηριακή πίεση εμφανίζουν υπερτροφία της αριστερής κοιλίας του μυοκαρδίου (Daniels, Loggie, Khoury, Kimball, 1998) είναι πιθανό η πλειοψηφία των παχύσαρκων και υπερβολικά παχύσαρκων της μελέτης αυτής, κυρίως όταν συνυπάρχει και κοιλιακή παχυσαρκία, να πάσχουν από αποφρακτική υπνική άπνοια συνέπεια της υψηλής αρτηριακής πίεσης (Koenig & Suratt 1998; Leung & Bradley, 2001). Εκτός από τους παράγοντες νοσηρότητας οι δυσμενείς ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας είναι σημαντικές. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής επιβεβαιώνουν ότι τα παχύσαρκα παιδιά και οι έφηβοι δεν έχουν θετική εικόνα για το σώμα και την εξωτερική τους εμφάνιση. Σε συμφωνία με ευρήματα άλλων μελετών που απέδειξαν ότι η αυτοεκτίμηση των παχύσαρκων παιδιών είναι σχετικά μειωμένη σε σύγκριση με αυτή των παιδιών και εφήβων με κανονική σωματική μάζα (Franklin, Denyer, Steinbeck, Caterson, Hill, 2005; Eisenberg, Neumark-Sztainer, Story, 2003) η παρούσα μελέτη απέδειξε ότι η αυτοεκτίμηση είναι αντιστρόφως ανάλογη της αύξησης της παχυσαρκίας Αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας Η επιστημονική έρευνα αναφέρει ότι κάποια γονίδια ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της παχυσαρκίας. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι η έξαρσή της παχυσαρκίας σήμερα προέρχεται περισσότερο από αλλαγές σε κάποιους περιβαλλοντικούς παράγοντες. H επικρατούσα επιστημονική άποψη είναι ότι ο σημαντικότερος περιβαλλοντικός παράγοντας που επέδρασε στην έξαρση της επιδημίας της παχυσαρκίας είναι ο "μοντέρνος" τρόπος ζωής που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων στις Δυτικού τύπου καταναλωτικές κοινωνίες. Από τις διατροφικές στάσεις που ελέχθησαν στην αιτιολογία εμφάνισης της παχυσαρκίας η μη καθημερινή λήψη πρωινού πριν το σχολείο και η πρόσληψη έτοιμων και γρήγορων ή συσκευασμένων γευμάτων επιβεβαιώθηκε ότι ενοχοποιείται στην εμφάνιση της παχυσαρκίας στον πληθυσμό της παρούσας μελέτης. Η μη λήψη πρωινού σε καθημερινή βάση διαταράσσει την ενεργειακή ισορροπία κατά την διάρκεια της ημέρας ενισχύει την συσσώρευση περιττής ενέργειας οδηγώντας το παιδί ή τον έφηβο σε κατανάλωση έτοιμων και γρήγορων ή συσκευασμένων γευμάτων (Berkey, Rockett, Gillman, Field, Colditz, 2003) αποδεικνύοντας τη θετική σχέση των παραπάνω παραγόντων με την παχυσαρκία. Οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των τελευταίων χρόνων στις χώρες της Δύσης είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα σημεία πώλησης και κατανάλωσης έτοιμου φαγητού με τροφές πλούσιες σε λίπη, ζάχαρη και αλάτι που είναι ελκυστικές στα παιδιά. Τα ευρήματα της 206

225 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα παρούσας μελέτης συμφωνούν με αυτά αντίστοιχης μελέτης που αποδεικνύει ότι τα πρόχειρα, έτοιμα και συχνά γεύματα (snacks) σε παιδιά και εφήβους προκαλούν την λεγόμενη «παθητική υπερκατανάλωση» οδηγώντας σε θετικό ισοζύγιο ενέργειας που μακροπρόθεσμα προκαλεί αύξηση της παχυσαρκίας τόσο στην παιδική όσο και στην εφηβική ηλικία (Prentice & Jebb, 2003). Κατά την καταγραφή του κοινωνικού και οικονομικού προφίλ της οικογένειας, στη παρούσα μελέτη φάνηκε ότι η απουσία της μητέρας λόγω εργασίας από το σπίτι κατά την σχολική ζωή του παιδιού επιδρά αρνητικά στην ομαλή βιολογική ανάπτυξη του παιδιού συμβάλλοντας στην εμφάνιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας. Τα παραπάνω αποτελέσματα συμφωνούν με τα ευρήματα πολυκεντρικής μελέτης που απέδειξε την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους που η μητέρα τους εργάζεται σε επάγγελμα εκτός σπιτιού (Anderson, Butcher, Levine, 2003). Παράλληλα, το επίπεδο μόρφωσης της μητέρας δεν φάνηκε στη μελέτη αυτή να ενοχοποιείται στην εμφάνιση της παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία σε αντίθεση με πρόσφατη μελέτη στην Ελλάδα (Manios et al., 2005) στην οποία φάνηκε ότι οι μητέρες που είχαν μικρότερη των 9 ετών μόρφωση είχαν κατά 22,5% περισσότερες πιθανότητες να έχουν υπέρβαρα παιδιά σε σχέση με τις μητέρες που είχαν μόρφωση μεγαλύτερη των 12 ετών. Τέλος, στην αξιολόγηση της σωματικής δραστηριότητας μόνο η έλλειψη άσκησης μέτριας έντασης (3-6ΜΕΤs) διάρκειας 20-30min φάνηκε ότι είχε θετική επίδραση στην εμφάνιση της υπερβάλλουσας μάζας και παχυσαρκίας στον ανήλικο πληθυσμό. Το παραπάνω εύρημα θεωρείται πολύ σημαντικό για την αντιμετώπιση του φαινομένου της παχυσαρκίας μιας και έχει αποδειχθεί εργαστηριακά ότι η μέτριας έντασης και μεγάλης διάρκειας άσκηση αυξάνει τον βασικό μεταβολισμό προκαλώντας οξείδωση σε μεγάλη αναλογία ελεύθερων λιπαρών οξέων από τις μυϊκές ίνες βραδείας συστολής (Costill et al., 1977), έχει μεγάλη συνεισφορά στην ενεργειακή δαπάνη (Bahr, 1992), αυξάνει το μέγεθος των μιτοχονδρίων και τα αποθέματα των λιπιδίων στους σκελετικούς μύες, ενώ μειώνει τις τιμές της κυτοκίνης TNF-a (Jovinge, Hamsten, Tomvall, 1998). 207

226 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα 5.9. Γενικά συμπεράσματα Καταγράφοντας τα περιβαλλοντικά αίτια εμφάνισης της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας (λανθασμένες διατροφικές στάσεις, κοινωνικό προφίλ οικογένειας, μειωμένη σωματική δραστηριότητα) αποδεικνύεται ότι ο μοντέρνος τρόπος ζωής οδηγεί στην έξαρση της επιδημίας της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα. Σε μελέτες επιπολασμού της παχυσαρκίας επισημάνθηκε ότι ο σημερινός ανήλικος πληθυσμός στην Ελλάδα είναι ο πιο παχύσαρκος στην Ευρώπη και απ τους πιο παχύσαρκους στον κόσμο. Υπολογίζοντας ότι ο παιδικός και εφηβικός πληθυσμός της Ελλάδας έχει σήμερα σχεδόν τα ίδια ποσοστά παχυσαρκίας και όμοιο ρυθμό αύξησης με αυτόν στις ΗΠΑ με βάση στατιστικά στοιχεία που προβλέπουν ότι το έτος 2030 το 100% του ανήλικου πληθυσμού στις ΗΠΑ θα είναι παχύσαρκοι μπορούμε να υποθέσουμε ότι με τα σημερινά ποσοστά και με την τάση αύξησης του φαινομένου η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα σε 23 χρόνια θα είναι παχύσαρκοι. Αναλογιζόμενοι τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις (χαμηλή αυτοεκτίμηση) και τον αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας (υψηλή αρτηριακή πίεση, σακχαρώδης διαβήτης) που η παχυσαρκία προκαλεί και με το σκεπτικό ότι οι σημερινοί παχύσαρκοι έφηβοι το 2030 θα είναι παχύσαρκοι ενήλικες μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η Ελληνική κοινωνία την επόμενη 20ετία θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Η «θηλυκοποίηση» των παχύσαρκων αγοριών και η «αρρενοποίηση» των παχύσαρκων κοριτσιών που η παρούσα μελέτη κατέγραψε μέσω της αξιολόγησης των ανθρωπομετρικών δεικτών εκτίμησης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας (περίμετροι κοιλιάς και ισχίου, WHR) μπορεί να δημιουργήσει ορμονικές διαταραχές ή δυσλειτουργίες πιθανότατα μη αναστρέψιμες για την εξωτερική εμφάνιση και την υγεία κατά την ενήλικη ζωή του παχύσαρκου παιδιού ή εφήβου. Επιπλέον, η έλλειψη βελτίωσης της ικανότητας απόδοσης σε φυσικές δοκιμασίες (δοκιμασία ταχύτητας-επιδεξιότητας 10x5m & αναδιπλώσεις από την ύπτια κατάκλιση-30s) από την παιδική στην εφηβική ηλικία συνέπεια της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας και της αύξησης περίσσειας λίπους στον οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα έφηβοι βιολογικής ηλικίας 18 ετών να έχουν ικανότητα φυσικής απόδοσης όμοια με αυτή ενός παιδιού ηλικίας 8 ετών με ότι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητα και το προφίλ υγείας του σημερινού εφήβου αλλά και του αυριανού ενήλικα. 208

227 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Συζήτηση-συμπεράσματα Η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που η Ελληνική κοινωνία θα πρέπει να δει με την πρέπουσα σημασία για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Τα ευρήματα της παρούσας επιδημιολογικής μελέτης επιβεβαιώνουν ότι οι αλλαγές σε στάσεις και συμπεριφορές που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας είναι α) αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς, β) αύξηση της σωματικής δραστηριότητας η οποία βοηθάει στη μείωση των καθιστικών δραστηριοτήτων, γ) αύξηση της οργανωμένης και επιστημονικής αθλητικής δραστηριότητας, και δ) ουσιαστική συμμετοχή της οικογένειας και του σχολείου, σε συνεργασία με ειδικευμένους επιστήμονες, για την πρόληψη αλλά και αντιμετώπιση της επιδημίας της παχυσαρκίας των παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα Προτάσεις για μελλοντική έρευνα Σ όλη τη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας μελέτης αναπτύχθηκαν ορισμένοι προβληματισμοί και σκέψεις οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για μελλοντικές μελέτες τόσο στο επιδημιολογικό κομμάτι της παχυσαρκίας (προοπτικές μελέτες) όσο και στους τρόπους αντιμετώπισής της. Σημαντικές λοιπόν περιοχές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αφετηρία για μελέτη περιλαμβάνουν τα παρακάτω: α) άμεση καταγραφή οικονομικών παραμέτρων της κάθε οικογένειας μονάδας του πληθυσμού καθώς και πιο εξειδικευμένα στοιχεία για την δομή της οικογένειας. β) αξιολόγηση του ρόλου της γενετικής-κληρονομικότητας στην εμφάνιση της παχυσαρκίας. στ) ποιοτική καταγραφή διατροφικών πληροφοριών (ημερήσια φύλλα διατροφής) της κάθε μονάδας του πληθυσμού αναφοράς. γ) άμεση περιβαλλοντική καταγραφή του τόπου διαμονής των μονάδων του πληθυσμού (π.χ. τύπος κατοικίας, αισθητική γειτονιάς, επίπεδα εγκληματικότητας, δυνατότητες κίνησης και άσκησης, κυκλοφοριακό) και οι επιδράσεις τους στο φαινόμενο της παχυσαρκίας. δ) εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων επιστημονικά οργανωμένων και με ενιαία πολιτική ώστε να υπάρχει η δυνατότητα συγκριτικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων μακροπρόθεσμα σε επίπεδο πληθυσμού. 209

228 Βιβλιογραφία ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ελληνική Βιβλιογραφία Αθυρός Γ.Β., Γανωτάκης Σ.Ε., Μπαθιανάκη Μ., Μονέδας Ι., Γουδεβένος Α.Ι., Παπαγεωργίου Α.Α., Παπαθανασίου Α., Κακαφήκα Ι.Α., Μιχαηλίδης Π.Δ., Ελισάφ Μ. (2005). Επίγνωση, Θεραπεία και Αποτελεσματικός Έλεγχος του Μεταβολικού Συνδρόμου και των Συστατικών του: μια Πολυκεντρική Ελληνική Μελέτη. Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση, 46, Αιβάζης, Β. (1990). Το φυσιολογικό παιδί. Πρότυπα στοιχεία ανάπτυξης. Θεσσαλονίκη, Αρις,. Ασκηση, Ευρωστία, Υγεία. (2002). Κότινος, ΕλΕΑθλΕ; 1,1:7-8. Αργυρόπουλος, Α.Β. (2001). Εντατική Εκπαίδευση στην Ενδοκρινολογία, 4 ος κύκλος: παχυσαρκία. Αθήνα, Επιμέλεια έκδοσης Βλασοπούλου Β & Τζανέλα Μ, Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία & Πανελλήνια Ένωση Ενδοκρινολόγων. Αυγερινός, Α., Γιαννικοπούλου, Β., Ταυρίδου, Π. (2001). Προφίλ της φυσικής δραστηριότητας μαθητών της Θεσσαλονίκης: επιπτώσεις στο σχεδιασμό προγραμμάτων παρέμβασης. Πρακτικά 9 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Κομοτηνή, ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ΔΠΘ. Βαλάνου, Ε.Μ., Μπάμια, Χ., Χλόπτσιος, Γ., Κολυβά, Μ., Τριχοπούλου, Α. (2006). Σωματική δραστηριότητα ανδρών και γυναικών στην Ελληνική έρευνα του ΕΠΙΚ. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 23, 2, Βαλάνου, Ε.Μ., Μπογδάνης, Γ., Τζούλη, Μ., Σιάτης, Δ., Σπηλιωτόπουλος, Ν. (2001). Διατροφικές συνήθειες μαθητών ηλικίας ετών. Πρακτικά 9 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Κομοτηνή, ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ΔΠΘ. Γεωργιάδου, Σ., Κατσή, Α., Πατούνα, Α., Παπακυριακόπουλος, Χ., Κουλαιδής Β. (2003). Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα. Συνοπτική Εικόνα σε Αριθμούς. Αθήνα, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας-ΥΠΕΠΘ. Δημόπουλος, Π. (2004). Βιομετρία Βιοστατιστική. Αθήνα, Σταμούλης. Διακουμάκου, Ε., Παπαχατζή, Α., Πιτταροκοίλης, Γ., Καλαθέρη, Μ. (2004). Διατροφικές συνήθειες των παιδιών σχολικής ηλικίας στους νομούς Λακωνίας και Εύβοιας. Πρακτικά 12 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Κομοτηνή, ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ΔΠΘ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. (2002). Η Ελλάδα σε αριθμούς.. Αθήνα, ΓΓΣΥΕ. Ευτυχιάδης, Α. (1981). Η παχυσαρκία και η αντιμετώπισις αυτής κατά την βυζαντινήν ιατρικήν. Νοσοκομειακά Χρονικά, 43, Ζηλίδης, Δ.Χ. (1995). Διατροφή και Δημόσια υγεία, Θεσσαλονίκη, University Studio Press. 210

229 Βιβλιογραφία Θαλασσινός, Ν. (2001). Φυσιολογία και Παθοφυσιολογία του λιπώδους ιστού. Το λιποκύτταρο ως ενδοκρινής αδένας. Εντατική Εκπαίδευση στην Ενδοκρινολογία, 4 ος κύκλος: παχυσαρκία. (σελ. 13). Αθήνα., Επιμέλεια έκδοσης Βλασοπούλου Β & Τζανέλα Μ, Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία & Πανελλήνια Ένωση Ενδοκρινολόγων. Καπάνταης, Ε. (2004). Η παχυσαρκία στην κλινική πράξη. Αθήνα, Βήτα,. Καφάτος, Α., Χατζής, Χ., Μανιός, Γ., Λιναρδάκης, Μ., Μάρκατζη, Ε. (1999). Αγωγή Υγείας στα σχολεία της Κρήτης. Ο τρόπος επεξεργασίας και παρουσίασης στους γονείς των κλινικών και εργαστηριακών αποτελεσμάτων των παιδιών τους ως μέρος της εκπαιδευτικής παρέμβασης. Παιδιατρική, 62, Κυπάρος, Δ., Σωτηριάδου, Σ., Κυπάρος, Α., Ματζιάρη, Χ. (2000). Εξωσχολικές δραστηριότητες παιδιών. Πρακτικά 8 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Κομοτηνή, ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ΔΠΘ. Λαμπρόπουλος, Σ., Βασιλακόπουλος, Β., Δρογούτη, Π., Λαπαρίδου, Σ., Μιχαηλίδης, Γ. (2003). Διατροφικές συνήθειες μαθητών Λυκείων Κοζάνης. Πρακτικά 1 ου Βαλκανικού & 5 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παχυσαρκίας. Αθήνα,ΕΙΕΠ. Λυμπερόπουλος, Ν.Ε., & Ελισάφ Σ.Μ. (2005). Διάγνωση του Μεταβολικού Συνδρόμου: ποιόν ορισμό πρέπει να χρησιμοποιούμε? Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση, 46, Μαντζαριώτη-Μεϊμαρίδη, Μ., Πανταζίδης, Ν., Δοξιάδης, Σ., Ραφαήλ, Μ. (1986). Εθνικά πρότυπα ανάπτυξης: βάρος και ύψος παιδικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Παιδιατρική, 49, Παπαβραμίδης Θ.Σ. (2002). Παχυσαρκία Θεωρία και Πράξη. Θεσσαλονίκη, Σιώκης. Παπαδοπούλου, Ν., & Παπαδοπούλου, Φ. (2004). Η εκτίμηση του βαθμού παχυσαρκίας και οι επιπτώσεις σε μαθητές Δημοτικού σχολείου. Πρακτικά 6 ου Μακεδονικού Συνεδρίου Διατροφής με θέμα «Η επιστήμη της Διατροφής στην εποχή της τεκμηρίωσης». Θεσσαλονίκη, Τμήμα Διαιτολογίας ΤΕΙ Θεσσαλονίκης-ΠΕΔΤΔ. Παπαγεωργίου, Β., Παπαγεωργίου, Β., Μπουντίνα, Μ., Καζάρας, Ι. (1999). Επιδημιολογική μελέτη εκτίμησης υπερβάλλοντος βάρους και παχυσαρκίας σε μαθητικές κοινότητες Γυμνασίου και Λυκείου Ν. Τριγλιάς Χαλκιδικής, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,, 11, 2, Παπαϊωάννου, Α. (2000). Ο ρόλος της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού στην προώθηση ενός υγιούς τρόπου ζωής. Πρακτικά 1 ου Συνεδρίου Άσκηση-Ευρωστία-Υγεία, Θεσσαλονίκη, ΕλΕΑθλΕ. Πατερόπουλος, Κ., Σχοινά, Μ., Σχοινάς, Γ., Κωνσταντινίδης, Μ. (2004). Πως τρέφονται τα παιδιά του δημοτικού της Θράκης. Πρακτικά 12 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Κομοτηνή, ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, ΔΠΘ. ΣΕΓΑΣ-ΙΑΑF. (2003). Κανονισμοί Στίβου Τριχόπουλος, Δ. (2002). Γενική και κλινική Επιδημιολογία. Εγχειρίδιο Επιδημιολογίας και αρχών κλινικής έρευνας,, Αθήνα, Παρισιάνος. 211

230 Βιβλιογραφία Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. (1999). Ενημερωτικό φυλλάδιο για την Διατροφή. Αθήνα, Ανώτατο Ειδικό Επιστημονικό Συμβούλιο Υγείας. Χιώτης, Δ., Κρίκος, Ξ., Τσίφτης, Γ., Χατζησυμεών, Μ., Μανιάτη-Χρηστίδη, Μ., Δάκου- Βουτετάκη Α. (2004). Δείκτης μάζας σώματος (BMI) και ποσοστό παχυσαρκίας σε άτομα της ευρύτερης περιοχής Αθηνών, ηλικίας 0-18 ετών. Δελτ Α Παιδ Κλιν Πανεπ Αθηνών, 51, 2, Χαρίση, Μ., Βέρμπη, Μ., Γραμμενιάτης, Β., Ντόκος, Μ., Ντούρος, Θ. (2004). Υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά σχολικής ηλικίας στο νομό Θεσπρωτίας. Πρακτικά 6 ου Μακεδονικού Συνεδρίου Διατροφής με θέμα «Η επιστήμη της Διατροφής στην εποχή της τεκμηρίωσης». Θεσσαλονίκη,Τμήμα Διαιτολογίας, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης-ΠΕΔΤΔ.. Ψαρά, Γ., Παπαντάκου, Κ., Μανιός, Γ., Συντώσης, Λ. (2001). Συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας σε μαθητές ηλικίας 6-15 ετών: επίδραση φύλου και ηλικίας. Πρακτικά 2 ου Συνεδρίου Αθλητισμός κατά την παιδική & εφηβική ηλικία. Θεσσαλονίκη, ΕλΕΑθλΕ. 212

231 Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία AAHPERD. (1984). Technical manual, health related physical fitness. Reston VA: American Association for Health, Physical Education, Recreation and Dance. Aarnio, M., Winter, T., Kuala, U.M., Kaprio, J. (1997). Familiar aggregation of leisure-time physical activity-a three generation study. Int J Sports Med, 18, Aaron, D., Kriska, S., Dearwater, S., Cauley, J., Metz, K., LaPorte, R. (1995). Reproducibility and validity of an epidemiologic questionnaire to assess past year physical activity in adolescents. Am J Epidemiol, 142, Abate, N. (1999). Obesity as a risk factor for cardiovascular disease. Am J Med, 107, S ACSM s Guidelines for Exercise Testing and Prescription. (2002). American College of Sports Medicine (6 th Ed.), Lippincott, Williams & Wilkins. Ainsworth, E.B., Sternfeld, B., Richardson, T.M., Jackson, K. (2000). Evaluation of the Kaiser Physical Activity Survey in women. Med Sci Sports Exerc, 32, 7, Alberti, K.G. & Zimmet, P.Z. (1998). Definition, diagnosis and classification of diabetes mellitus and its complications, Part 1: diagnosis and classification of diabetes mellitus provisional report of a WHO consultation. Diabet Med, 15, Alexander, C.M., Landsman, P.B., Teutsch, S.M., Haffner, S.M. (2003). NCEP-defined metabolic syndrome, diabetes, and prevalence of coronary heart disease among NHANES III participants age 50 years and older. Diabetes, 52, Allison, D.B., Fontaine, K.R., Manson, J.E., Stevens, J., VanItallie, T.B. (1999). Annual deaths attributable to obesity in the United States. JAMA, 282, American Obesity Association. (2002). Guidance for treatment of adult obesity. 2 nd ed. Bethesda, Md.: Shape Up America. American Obesity Association (2002). Obesity in youth. Anastassea-Vlachou, Κ., Fryssira-Kanioura, Η., Papathansiou-Klotza, D., Xilopita-Zaxariadi, A., Matsaniotis, N. (1996). The effects of television viewing in Greece and the role of pediatrician: a familiar triangle revisited. Eur J Pediatr, 155, Anderson, M.P., Butcher, F.K., Levine, B.P. (2003). Maternal employment and overweight children. J Health Econ, 22, Armstrong, N. & Welsman, J. (1997). Young people and Physical activity (pp ), Oxford: Oxford University Press. Aronne, L.J. (2002 a ). Obesity as a disease: Etiology, treatment, and management considerations for the obese patient. Obes Research, 10, S

232 Βιβλιογραφία Aronne, L.J. (2002 b ). Classification of obesity and assessment of obesity-related health risks. Obes Research, 10, S Ashwell, M., McCall, S.A., Cole, T.J., Dixon, A.K. (1985 b ). Fat distribution and its metabolic complications: Interpretations. In: Norgan, N.G. (Eds.). Human body composition and fat distribution (pp ). Waginegen, Netherlands: Euronut. Athyros, V.G., Bouloukos, V.I., Pehlivanidis, A.N., Papageorgiou, A.A., Dionysopoulou, S.G., Symeonidis, A.N., Petridis, D.I., Kapousouzi, M.I., Satsoglou, E.A., Mikhailidis, D.P. for The MetS-Greece Collaborative Group. (2004). The prevalence of the metabolic syndrome in Greece: The MetS-Greece Multicentre Study. Diab Obes Metabol, doi: /j x. Bahr, R. (1992). Excess postexercise oxygen consumption-magnitude, mechanisms and practical implications. Acta Physiol Scand, S1, 605. Bailey, R.C., Olson, J., Pepper, S.L., Poszasz, J., Barstow, T.T., Cooper, D.M. (1995). The level and tempo of children s physical activities: an observational study. Med. Sci. Sports Exercise, 27, Balkau, B. & Charles, M.A. (1999). Comment on the provisional report from the WHO consultation: European Group for the Study of Insulin Resistance (EGIR). Diabet Med, 16, Baquet, G., Twisk, J.W.R., Kemper, H.C.G., van Praagh, E., Berthoin, S. (2006). Longitudinal Follow-up of Fitness during Childhood: Interaction with Physical Activity. Am J Human Biol, 18, Bar-Or, O. & Malina, R.M. (1995). Activity fitness, and health of children and adolescents In: Child Health Nutrition and Physical Activity (pp ) L. Cheung and J. Richmont (Eds.) Champaign, IL,, Human Kinetics Publishers. Bar-Or, O. & Baranowski, T. (1994). Physical Activity, Adiposity and Obesity Among Adolescents. Pediatr Exerc Science, 6, Barch, G.S., Farooqi, I.S., O Rahilly, S. (2000). Genetics of body-weight regulation. Nature, 404, Barker, M., Robinson, S., Wilman, C., Barker, D.J.P. (2000). Behaviour, Body composition and Diet in adolescent girls. Appetite, 35, Barlow, E.S. & Dietz, H.W. (1998). Obesity Evaluation and Treatment: Expert Committee Recommendations. Pediatrics, 102, 3, Barrett-O Connor, E.L. (1985). Obesity, atherosclerosis, and coronary artery disease. Ann Intern Med, 103, Baskin, M.L., Ard, J., Franklin, F., Alison, D.B. (2005). National Prevalence of Obesity. Prevalence of obesity in the United States. Obes Reviews, 6,

233 Βιβλιογραφία Baumgartner, R.N., Heymsfield, S.B., Roche, A.F. (1995). Human body composition and the epidemiology of chronic disease. Obes Research, 3, Baur, L.A. & O Connor, F.J. (2004). Special considerations in childhood and adolescent obesity. Clinics in Dermatology, 22, Bell, R.D., Macek, M, Rutenfranz, J., Saris, W.H.M. (1986). Health indicators and risk factors of cardiovascular diseases during childhood and adolescence. In: International Series on Sport Science, Vol 17, Children and Exercise XIII (pp.19-27). Rutenfranz, J., Mocellin and Klimt (Eds.). Champaign, IL: Human Kinetics Publishers. Berger, B. (1996) Psychological benefits of an active lifestyle: What we know and what we need to know? Quest, 48, Berkey, S.C., Rockett, H.R.H., Gillman, M.W., Field, A.E., Colditz, E.A. (2003). Longitudinal study of skipping breakfast and weight change in adolescents. Int J Obesity, 27, Bertin, E., Marcus, C., Ruiz, J.C., Eschard, J.P., Leutenegger, M. (2000). Measurement of visceral adipose tissue by DXA combined with anthropometry in obese humans. Int J Obesity, 24, Beunen, G.P., Malina, R.M., Renson, R., Simons, J., Ostyn, M., Lefevre, J. (1992). Physical activity and growth, maturation and performance: a longitudinal study, Med Sci Spor Exerc, 24, Birch, L.L., Fisher, J.O., Markey, C.N., Grimm-Thomas, K., Sawyer, R., Johnson, S.L. (2001). Confirmatory factor analysis of The Child Feeding Questionnaire: A measure of parental attitudes, beliefs and practices about child feeding and obesity proneness. Appetite, 36, Birch, L.L., McPhee, L., Shoba, B.C., Steinberg, L., Krehbiel, R. (1987). Clean up your plate : Effects of child feeding practices on the conditioning of meal size. Learning Motivation, 18, Bjorntrop, P. (1992). Regional adipocity. In: Bjorntrop P, Brodoff BN, Eds. Obesity (pp ), Philadelphia: Lippincott. Bjorntrop P. (1991 a ). Metabolic implications of body fat distribution. Diabetes Care; 14: Bjorntorp, P. (1991 b ). Visceral fat accumulation: the missing link between psychosocial factors and cardiovascular disease? J Intern Medicine, 230, Bjorntorp, P. (1985). Obesity and the risk of cardiovascular disease. Ann Clin Res, 17, 3 9. Bjorntorp, P. (1984). Hazards in subgroups of human obesity. Eur J Clin Invest, 14, Bland, J.M. & Altman, D.G. (1999). Measuring agreement in the method comparison studies. Stat Methods Med Research, 8,

234 Βιβλιογραφία Bloomgarden, T.Z. (2002). Obesity, Hypertension and Insulin Resistance. Diab Care, 25, 11, Bouchard, C. (2000). Inhibition of food intake by inhibitors of fatty acid synthase. N Engl J Medicine, 21, 343, Bouchard C., Pare C., Dutasta J.P., Chauvet J.P., Gicquard C., Auger M. (1998). Interation between G-actin and various types of liposomes: A 19F, 31P and 2H nuclear magnetic resonance study. Biochemistry, 3, 37, 9, Bogardus, C., Lilloja, S., Ravussin, E. (1986). Familiar dependence of the resting metabolic rate. N Engl J Medicine, 315, Bouchard C., Tremblay A., Despres J.P., Nadeau A., Lupien P.J., Theriault G., Dussault J., Moorjani S., Pinault S., Fournier G. (1990). The response to long-term overffeiding in identical twins. N Engl J Med, 24, 322, 21, Bogardus, C., Lilloja, S., Mott, D.M., Hollenbeck, C., Reaven, G. (1985). Relationship between degree of obesity and in vivo insulin action in man. Am J Physiol, 248, Booth, M.L. (2000). Assessment of Physical Activity: An International Perspective. Resear Quart Exerc Sports, 71, 2, S Boreham, C., Robson, J.P., Gallagher, M.A., Cran, W.G., Savage, J.M., Murray, J.L. (2004). Tracking of physical activity, fitness, body composition and diet from adolescence to young adulthood: The Young Hearts Project, Northern Ireland. Int J Behev Nutr Phys Act, 43, 1-8. Boreham, C. & Riddoch, C. (2001). The physical activity and health of children. J Sports Science, 19, Bouchard, C., Shephard, R.J., Stephens, T. (1994). Physical activity, fitness and health. Champaign: Human Kinetics Publishers. Boumtje, I.P., Huang, L.C., Lee, J.Y., Lin, H.B. (2005). Dietary habits, demographics, and the development of overweight and obesity among children in the United States. Food Policy, 30, Bouziotas, C. & Koutedakis, Y. (2003). Α three year study of coronary heart disease risk factors in Greek adolescents. Pediatr Exerc Science, 15, Bouziotas, C., Koutedakis, Y., Nevill, A., Ageli, E., Tsigilis, N., Nikolaou, A., Nakou, A. (2004). Greek adolescents, fitness, fatness, fat intake, activity, and coronary heart disease risk. Arch Dis Child, 89, Bouziotas, C, Koutedakis, Y., Shiner, R., Pananakakis, Y., Fotopoulou, V. (2001). The Prevalence of Selected Modifiable Heart Disease Risk Factors in 12-Year-Old Greek Boys and Girls. Pediatr Exer Science, 13, Bray, G.A. (2004). Medical consequences of obesity. J Clin Endocrinol Metabol, 89,

235 Βιβλιογραφία Bray, G.A. (1990). Obesity: Historical, development of scientific and cultural ideas. Int J Obesity, 14, British Heart Foundation. (2002). Young at Heart: a Healthy Start for a New Generation. London. Brotons, C., Ribera, A., Perich, M.R., Abrodos, D., Magana, P., Pablo, S., Terradas, D., Fernandez, F., Permanyer, G. (1998). Worlwide distribution of blood lipids and liporoteins in childhood and adolescence: a review study. Atherosclirosis, 139, 1-9. Brozek, J., Grande, F., Anderson, J.T., Keys, A. (1963). Densinometric analysis of body composition: revision of some quantitative assumptions. Ann N Y Acad Sci, 110, Brussaard, J.H., van Erp-Baart, M.A., Brants, H.A., Hulshof, K.F., Lowik, M.R. (2001). Nutrition and health among migrants in The Netherlands. Public Health Nutrition, 4, Calle, E.E, Thun, M.J, Petrelli, J.M, Rodriguez, C, Heath, C.W Jr. (1999). Body-mass index and mortality in a prospective cohort of U.S. adults. New Engl J Med, 341, Cameron, Ν. & Demerath, W.E. (2002). Critical Periods in Human Growth and Their Relationship to Diseases of Aging. Yearbook Physical Antropology, 45, Caspersen, J.C., Pereira, A.M., Curran, M.K. (2000). Changes in physical activity patterns in the United States, by sex and cross-sectional age. Med Sci Sports Exercice, 32, 9, Caspersen, J.C., Merritt, R.K., Stephens, T. (1995). International physical activity patterns: A methodological perspective. In R.K. Dishman (Eds), Advances in exercise adherence (pp ). Champaign, IL, Human Kinetics Publishers. Centers for Disease Control and Prevention. (1996). Prevalence of physical inactivity during leisure time among overweight persons. Behavioural Risk Factor Surveillance System. Morb Mortal Wkly Reports, 45, Cheng, S. & Chong, L. (2002). A prospective epidemiological study on tinea pedis and onychomycosis in Hong Kong. Chin Med, 15, Chinn, S. & Rona, J.R. (2001). Prevalence and trends in overweight and obesity in three cross sectional studies of British children, BMJ, 322, Chiotis, D., Krikos, X., Tsiftis, G., Hatzisymeaon, M., Maniati-Christidi, M., Dacou-Voutedaki, A. (2004) Body mass index and prevalence of obesity in subjects of Hellenic origin aged 0-18 years, living in the Athens area. Ann Clin Pediatr Univestity Atheniensis, 51, 2, Chou, S., Grossman, M., Saffer, H. (2002). An economic analysis of adult obesity: results from the behavioral risk factor surveillance system. National Bureau of Economic Research Working Paper Cambridge: National Bureau of Economic Research. Clarke, W.R., Woolson, R.F., Lauer, R.M. (1986). Changes in ponderosity and blood pressure in childhood: the Muscative Study. Am J Epidiol, 124,

236 Βιβλιογραφία Cole, T.J. & Rolland-Cachera, M.F. (2002). Measurements and definition. In: Burniat W, Cole T, Lissau I, Poskitt E.M.E. (Eds.). Child and Adolescents Obesity. Causes and Consequences; Prevention and Management (pp. 3-27). Cambridge: Cambridge University Press. Cole T.J, Bellizzi M.C, Flegal K.M, Dietz W.H.(2000). Establishing a standard definition for child overweight and obesity worldwide: international survey. BMJ, 320, 1-6. Cole, T.J., Freeman, J.V., Preece, M.A. (1995). Body mass index reference curves for the UK, Arch Dis Child, 73, Cole, T.J. (1991). Weight-stature indices to measure underweight, overweight and obesity. In: Himes JH, Eds. Anthropometric assessment of nutritional status (pp ). New York: Wiley-Liss. Comuzzie, A.G. & Allison, D.B. (1998). The search for human obesity genes. Science, 280, Conway, B. & Rene, A. (2004). Obesity as a disease: no lightweight matter. Obes Rev, 5, Cook, S., Weitzman, M., Auinger, P., Nguyen, M., Dietz, W.H. (2003). Prevalence of a metabolic syndrome phenotype in adolescents: findings from the third National Health and Nutrition Examination Survey Arch Pediatr Adolesc Med, 157, Corbin, C.B., Pangrazi, R.P., Welk G.J. (1990). Toward an understanding of appropriate physical activity levels for youth. Phys. Activity Fitness Res Dig, 1, 8, 1-8. Cossrow, N. & Falkner, B. (2004). Race/ethnic issues in obesity and obesity-related comorbidities. J Clin Endocrinol Metab, 89, Costill, D.L., Coyle, E., Dalsky, G., Evans, W., Fink, W., Hoopes, D. (1977). Effects of elevated plasma FFA and insulin on muscle glycogen usage during exercise. JAP, 43, Crooks, L.D. (1999). Child Growth and Nutritional Habits in a High-Poverty Community in Eastern Kentucky. Am J Phys Antropol, 109, Cruz, L.M. & Goran, I.M. (2004). The Metabolic Syndrome in Children and Adolescents. Current Diabetes Report, 4, Cruz, M.L., Weigensberg, M.L., Huang, T.T., Ball, G., Shaibi, G.O., Goran, M.I. (2004). The metabolic syndrome in overweight Hispanic youth and the role of insulin sensitivity. J Clin Endocrin Metab, 89, Csabi, G., Török, K., Jeges, S., Molnar, D. (2000). Presence of metabolic cardiovascular syndrome in obese children. Eur J Pediatr, 159, Csabi, G., Molnar, D., Hartmann, G. (1996). Urinary sodium excretion: association with hyperinsulinaemia, hypertension and sympathetic nervous system activity in obese and control children. Eur J Pediatr, 155,

237 Βιβλιογραφία Cutting, T.M., Fisher, J.O., Grimm-Thomas, K., Birch, L.L. (1999). Like mother, like daughter: Familiar patterns of overweight are mediated by mothers dietary disinhibition. Am J Clin Nutr, 69, Daniels, S.R., Loggie, J.M.H., Khoury, P., Kimball, T.R. (1998). Left ventricular geometry and severe left ventricular hypertrophy in children and adolescents with essential hypertension. Circulation, 97, Daus, A.D. & Hafez, E.S. (1975). Candida albicans in women. Nurs Research, 24, Davies, P.S.W., Gregory, J., White, A. (1995). Physical activity and body fatness in preschool children. Int J Obes, 19, Deforche, B., Lefevre, J., De Bourdeaudhuij, I., Hills, A.P., Duquet, W., Bouckaert, J. (2003). Physical fitness and Physical Activity in Obese and Nonobese Flemish Youth. Obes Research, 11, de la Eva, R.C., Baur, L.A., Donaghue, K., Waters, K.A. (2002). Metabolic correlates with obstructive sleep apnea. J Pediatr, 140, Dempster, P. & Aitkens, S. (1995). A new air displacement method for the determination of human body composition. Med Sci Sports Exerc, 27, Despres, J.P., Prud homme, D., Pouliot, M.C., Tremblay, A., Bouchard, C. (1991). Estimation of deep abdominal adipose-tissue accumulation from simple anthropometric measurements in men. Am J Clin Nutr, 54, Despres, J.P., Lemieux, I., Prud homme, D. (2001). Treatment of obesity: need to focus on high risk abdominally obese patients. BMJ, 322, Dietz,W.H. (1998). Health consequences of obesity in youth: childhood predictors of adult disease. Pediatrics, 101, Donahue, R.P. & Abbot, R.D. (1987 a ). Central obesity and coronary heart disease. The Lancet, 2, Drenick, E.J., Bale, G.S., Seltzer, F., Johnson, D.G. (1980). Excessive mortality and causes of death in morbidly obese men. JAMA, 243, Drucker, R.R., Hammer, L.D., Agras, W.S., Bryson, S. (1999). Can mothers influence their child s eating behaviour? Develop Behav Pediatr, 20, Duncan, C.S., Duncan, E.T., Strycker, A.L., Chaumeton, R.N. (2004). A Multilevel Approach to Youth Physical Activity Research. Exerc Sport Sciences Reviews, 32, 3, Duerenberg, P., Weststrate, J.A., Seidell, J.C. (1991). Body mass index as a measure of body fatness:age and sex specific prediction formulas. Br J Nutrition, 65, Deurenberg, P. (2001). Universal cut-off points for obesity are not appropriate. Br J Nutrition, 85,

238 Βιβλιογραφία Dyer, A.R. & Elliott, P. (1989). The INTERSALT study: relations of body mass index to blood pressure. INTERSALT Co-operative Research Group. J Hum Hypertention, 3, Eckel, R.H. (2003). A new look at dietary protein in diabetes. Am J Clin Nutr, 78, 4, EESC. (2005). Obesity in Europe-role and responsibility of civil society partners. SOC/201: Section for Employment, Social Affairs and Citizenship. Eisenberg, M.A., Neumark-Sztainer, D., Story, M. (2003). Associations of Weight-Based Teasing and Emotional Well-being Among Adolescents. Arch of Pediatr Adolescent Med, 157, Ekblom, B. & Astrand, P.O. (2000). Role of physical activity on health in children and adolescents. Acta Pediatr, 89, Elgar, J.F., Roberts, C., Tudor-Smith, C., Moore, L. (2005). Validity of self-reported height and weight and predictors of bias in adolescents. J Adolescent Health, 37, Ellis, K.J. (2001). Selected body composition methods can be used in field studies. J Nutr; 131:S Ellis K.J. (2000). Human Body Composition: In Vivo Methods. Physiol Reviews, 80, 2, Engeland, A., Bjorge, T., Soggard, A.J., Tverdal, A. (2003). Body Mass Index in Adolescence in Relation to Total Mortality: 32-Year Follow-up of 227,000 Norwegian Boys and Girls. Am J Epidemiol, 157, 6, Epstein, L.H., Myers, M.D., Raynor, H.A., Saelens, B.E. (1998). Treatment of pediatric obesity. Pediatrics, 101, S Eriksson, J.G., Forsen, T., Tuomilehto, J., Winter, P.D., Osmond, C., Barker, D.J.B. (1999). Catchup growth in childhood and death from coronary heart disease: longitudinal study.bmj, 318, EUROFIT. (1988). European test of physical fitness. Rome: Council of Europe, Committee for the Development of Sport. Eurostat. (2002). Health and Safety Statistics. Luxembourg: European Communities. Expert Panel on Detection Evaluation, and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults. (2001). Executive Summary of the Third Report of the National Cholesterol Education Program (NCEP) Expert Panel on Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults (Adult Treatment Panel III). JAMA, 285, Ferland, M., Despres, J.P., Tremblay, A., Pinault, S., Nadeau, A., Moorjani, S., Lupien, P.J., Theriault, G., Bouchard, C. (1989). Assessment of adipose tissue distribution by computed axial tomography in obese women: association with body density and anthropometric measurements. Br J Nutrition, 61, Field, E.A., Peterson, E.K., Gortmaker, L.S., Cheung, L., Rockett, H., Kay-Fox, M., Colditz, A.G. (1999). Reproducibility and validity of a food frequency questionnaire among fourth to seventh 220

239 Βιβλιογραφία grade inner-city school children: implications of age and day-to-day variation in dietary intake. Public Health Nutrition, 2, 3, Fisher, J.O. & Birch, L.L. (1999). Restricting access to palatable foods affects children s behavioral response, food selection and intake. Am J Clin Nutrition, 69, Flatt J.P. (1992). The biochemistry of energy expenditure. In: Bjorntorp P., Brotoff B.N. (Eds.). Obesity (pp ). Hagerstown: J.B. Lippincott & Co. Flegal, K.M., Ogden, C.L., Wei, R., Kuczmarski, R.L., Johnson, C.L. (2001). Prevalence of overweight in US children: comparison of US growth charts from Centers for Disease Control and Prevention with other reference values for body mass index. Am J Clin Nutrition, 73, Flegal, K.M., Carroll, M.D., Kuczmarski, R.J., Johnson, C.L. (1998). Overweight and obesity in the United States: prevalence and trends, Int J Obesity, 22, Flier, J.S. (1998). Clinical review 94: What s in a name? In search of leptin s physiologic role. Endocrin Metab, 83, Flodmark, C.E., Sveger, T., Nilsson-Ehle, P. (1994). Waist measurements correlates to a potentially atherogenic lipoprotein profile in obese year old children. Acta Paediatr, 83, Flores, R. (1995). Dance for health: improving fitness in African American and Hispanic adolescents. Pub Health Rep, 110, Food and Agriculture Organization. (2004). Food Balance Sheets. Rome, FAO. Food and Agriculture Organization. (2001). Production Yearbook. Rome, FAO. Forbes, G.B. (1999). Body composition: Overview. J Nutrition, 125, S Forbes, G.B. (1989). Growth of the lean body mass during childhood and adolescence. J Pediatr, 64, Ford, S.E. & Giles, H.W. (2003). A Comparison of the Prevalence of the Metabolic Syndrome Using Two Proposed Definitions. Diabetes Care, 26, Ford, S.E., Giles, W.H., Dietz, W.H. (2002). Prevalence of the metabolic syndrome among US adults: findings from the third National Health and Nutrition Survey. JAMA, 287, Foster, T.A., Webber, L.S., Srinivasan, S.R., Voors, A.W., Berenson, G.S. (1980). Measurements error of risk factor variables in an epidemiologic study of children Bogalusa Heart Study. J Chron Disease, 33, Franklin, J., Denyer, G., Steinbeck, K.S., Caterson, I.D., Hill, F. (2005). Low self-esteem in obese Australian children. Obes Reviews, S126. Frazer, E. (1999). Indicators for Health Education in Scotland: Summary of Finding from the 1997 Health Education Population Survey. Edinburgh: Health Education Board for Scotland. 221

240 Βιβλιογραφία Freedman, S.D., Ogden, L.C., Berenson, S.G., Horlick, M. (2005). Body mass index and body fatness in childhood. Curr Opin Clin Nutr Met Care, 8, Freedman, S.D., Khan, L.K., Dietz, W.H., Srinivasan, S.R., Rosenson, R.S. (2001). Relationship of childhood obesity to coronary heart disease risk factors in adulthood: The Bogalusa Heart Study. Pediatrics, 108, Freedman, S.D., Dietz, W.H., Srinivasan, S.R., Berenson, G.S. (1999). The relation of overweight to cardiovascular risk factors among children and adolescents: The Bogalusa Heart Study. Pediatrics, 103, Freidman, M.A., Wilfley, D.E., Pike, K.M. (1995). The relationship between weight and psychological functioning among adolescent girls. Obes Research, 57, French, S.A., Story, M., Jeffery, R. (2001). Environmental influences on eating and physical activity. Annu Rev Public Health, 22, French, S.A., Story, M., Perry, C.L. (1995). Self-esteem and obesity in children and adolescents: a literature review. Obes Research, 3, Fruhbeck, G., Gomez-Ambrosia, J., Muruzabal, F., Burrell, M. (2001). The adipocyte: a model for integration and metabolic signaling in energy metabolism regulation. Am J Physiol Endocrinol Metab, 280, E Gallagher, D., Visser, M., Sepulveda, D., Pierson, R.N., Harris, T., Heymsfield, S.B. (1996). How useful is body mass index for comparison of body fatness across age, sex, and ethnic groups? Am J Epidemiol, 143, Gidding, S.S., Bao, W., Srinivasan, S.R., Berenson, G.W. (1995). Effects of secular trends in obesity on coronary risk factors in children: the Bogalusa Heart Study. J Pediatr, 127, Giles-Corti, B. & Donovan, R.J. (2002). The relative influence of individual social and physical environment determinants of physical activity. Soc Sci Med, 54, 12, Gilliam, T.B., Freedson, P.S., Geenen, D.L., Shahraray, B. (1981). Physical activity patterns determined by heart rate monitoring in 6-7 year-old children. Med.Sci Sports Exerc, 13, Gillum, R.F. (1987). Overweight and obesity in black women: a review of published data from the National Center for Health Statistics. J Nat Med Assoc, 79, Goodman, E., Daniels, R.S., Morrison, A.J., Huang, B., Dolan, M.L. (2004). Contrasting prevalence of and demographic disparities in the World Health Organization and National Cholesterol Education Program Adult Treatment Panel III definitions of Metabolic Syndrome among adolescents. J Pediatr, 145, Goran, M.I. (2000). Energy metabolism and obesity. Med C N Amer, 84, Goran, M.I. & Gower, B.A. (1999). Relation between visceral fat and disease risk in children and adolescents. Am J Clin Nutrition, 70, S

241 Βιβλιογραφία Goran, M.I., Shewchuk, R., Gower, B.A., Nagy, T.R., Hunter, G. (1998). Longitudinal changes in fatness in white children: no effect of childhood energy expenditure. Am J Clin Nutrition, 67, Gordain, L., Gotschall, R.W., Eaton, S.B., Eaton, S.B. (1998). Physical activity, energy expenditure and fitness: An evolutionary perspective. Int J Sports Med, 19, Gortmaker, S.L., Peterson, K., Wiecha, J., Sobol, A.M., Dixit, S., Fox, M.K. (1999). Reducing obesity via a school-based interdisciplinary intervention among youth: Planet Health. Arch Pediatr Adolesc Med, 153, Gortmaker, S.L., Dietz, W.H., Cheung, L. (1990). Inactivity, diet and the fattening in America. J Am Diet Assoc, 90, Gracey, M. (2000). Child health in the new millennium. Pediatrics International, 42, Graham, P. (1996). Alcohol and the young. Arch Dis Child, 75, Gregoire, F.M., Smas, C.M., Sul, H.S. (1998). Understanding adipocyte differentiation. Physiol Rev, 78, Gregory, J. & Lowe, S. (2000). National diet and nutrition survey: young people aged 4 to 18 years. London: Stationery Office. Guo, S.S. & Chumlea, W.C. (1999). Tracking of body mass index in children in relation to overweight in adulthood. Am J Clin Nutr, 70, S S. Gurhan, G.C., Willett, E.C., Rimm, E.B., Spiegelman, D., Ascerio, A.L., Stampfer, M.J. (1996). Birth weight and adult hypertension, diabetes mellitus, and obesity in US men. Circulation, 94, Hall, G.L., Heltzler, R.K., Weltman, A. (1992). Relationship of timed sit-up tests to isokinetic abdominal strength. Research Quarterly for Exercise and Sport, 63, Hancox, J.R. & Poulton, R. (2006). Watching television is associated with childhood obesity: but is it clinically important? Int J Obesity, 30, Hanson, R.L., Imperatore, G., Bennett, P.H., Knowler, W.C. (2002). Components of the metabolic syndrome and incidence of type 2 diabetes. Diabetes, 51, Harnack, L., Stang, J., Story, M. (1999). Soft drinks consumption among US children and adolescents: nutritional consequences. J Am Diet Assoc, 99, Harsa, D.W. (1995). The benefits of physical activity in childhood. Am J Med Sci, 310, S Haveman-Nies, A., de Groot, L.P., Burema, J., Cruz, J.A., Olsen, M., van Staveren, W.A. (2002). Dietary quality and lifestyle factors in relation to 10-year mortality in older Europeans: the SENECA study. Am J Epidemiol, 156,

242 Βιβλιογραφία Havlik, R., Hubert, H., Fabsitz, R. (1983). Weight and hypertension. Ann Intern Med, 98, He, Q., Horlick, M., Fedum, B., Wang, J., Pierson, N.R., Heshka, S, Gallagher, D. (2001). Trunk Fat and Blood Pressure in Children Through Puberty. Circulation, 105, He, Q., Albertsson-Wikland, K., Karlsberg, J. (2000). Population-based body mass index reference values from Gotenborg, Sweden: birth to 18 years of age. Acta Paediatr, 89, Health Canada. (2002). Canada s Physical activity Guide to Healthy Active Living: Family Guide to Physical Activity for Youth Years of Age. Minister of Health: Ottawa, ON. Health Education Authority. (1998). Young and Active? Young people and health-enhancing physical activity-evidence and implications (pp. 3-16). London: Health Education Authority. Health Technology Assessment. (2004). Systematic review of the long-term effects and economic consequences of treatments for obesity and implications for health improvement. Vol. 8:No. 21. Avenell, A., Broom, J., Brown, T.J., Poobalan, A., Auvott, L, Stearns, S.C., Smith, W.C.S., Jung, R.T., Campbell, M.K., and Grant, A.M. Health Technology Assessment NHS R&D HTA Programme. Gray Publishing. Heymsfield, S.B., Allison, D.B., Heshka, S., Pierson, R.N Jr. (1995). Assessment of human body composition. (pp ). In Allison DB, (Eds.). Handbook of Assessment Methods for Eating Behaviors and Weight Related Problems: Measures, Theory, and Research.Thousand Oaks, CA: Sage Publications. Heyward, V.H. & Stolarczyk, L.M. (1996). Applied Body Composition Assessment. Human Kinetics Publishers. Hill, A.J. & Silver, E.K. (1995). Fat, friendless and unhealthy: 9-year old children s perception of body shape stereotypes. Int J Obes Relat Metab Disord, 19, Hill, J.O. & Peters, J.C. (1998). Environmental contributions to the obesity epidemic. Science, 280, Hill, J.O., Wyatt, H.R., Reed, G.W., Peters, J.C. (2003). Obesity and the environment: Where do we go from here? Science, 299, Hill, J.O. & Melanson, E.L. (1999). Overview of the determinants of overweight and obesity: current evidence and research issues. Med Sci Sports Exerc, 31, S515. Himes, J.H. & Dietz, W.H. (1994). Guidelines for overweight in adolescent preventive services: Recommendation from an expert committee. Am J Clin Nutrition, 59, 307. Himms-Hagen, J. & Ricquier, D. (1998). Brown Adipose Tissue. (pp ). Handbook of obesity. Marcel Dekker Inc. Hoffmans, M.D., Kromhout, D., Lezenne Coulander, C. (1988). The impact of body mass index of 78, year old Dutch men on 32-year mortality from all causes. J Clin Epidemiol, 41,

243 Βιβλιογραφία Iannuzzi, A., Licenziati, M.R., Acampora, C., Salvatore, V., DeMarco, D., Mayer, M.C., DeMichele, M., Russo, V. (2004). Preclinical Changes in the Mechanical Properties of Abdominal Aorta in Obese Children. Metabolism, 53, 9, Inoue, S. & Zimmet, P. (2000). The Asia-Pacific Perspective: Redefining Obesity and Its Treatment. Hong Kong: World Health Organization/International Obesity Task Force/International Association for the Study of Obesity (WHO/IOTF/IASO). International Obesity Task Force. (2004). Data based on population-weighted estimated from published and unpublished surveys, (latest available) using IOTF-recommended cut-offs for overweight and obesity. Copenhagen, IOTF. International Obesity Task Force. (2002). With the European Childhood Obesity Group. Obesity in Europe. Copenhagen, IOTF. International Society of Sport Psychology. (1992). Physical activity and psychological benetits: a position statement. Sport Psychol, 6, 2, Isomaa, B., Almgren, P., Tuomi, T., Forsen, B., Lahti, K., Nissen, M., Taskinen, M-R., Groop, L. (2001). Cardiovascular morbidity and mortality associated with metabolic syndrome. Diabetes Care, 24, Jacome de Castro, J., Alexio Dias, J., Baptista, F., Garcia e Costa, J., Galvao-Teles, A., Camilo- Alves, A. (1998). Secular trends of weight, height and obesity in cohorts of young Portoguese males in the District of Lisbon: 1960 to Eur J Epidemiol, 14, Jakicic, J.M., Donnelly, J.E., Jawad, A.F., Jacobsen, D.J., Gunderson, S.C., Pascale, R. (1993). Association between blood lipids and different measures of body fat distribution: Effects of BMI and age. Int J Obes, 17, James, P.T. (2004). Obesity: The worldwide epidemic. Clin Dermatol, 22, James, W.P.T. & Trayhurn, P. (1981). Thermogenesis and odesity. Br Med Bulletin, 37, James, W.P.T., Ferro-Luzzi, A., Waterlow, J.C. (1988). Definition of chronic energy deficiency in adults. Report of a working party of the International Dietary Energy Consultative Group. Eur J Clin Nutr, 42, Jansen, W. & Hazebroek-Kampschreur, A.A. (1997). Differences in height and weight between children living in neighbourhoods of different socioeconomic status. Acta Pediatr, 86, Janssen, I., Katzmarzyk, P.T., Boyce, W.F., Vereecken, C., Mulvihill, C., Roberts, C., Currie, C., Pickett, W., HBSC Obesity Working Group. (2005). Comparison of overweight and obesity prevalence in school-aged youth from 34 countries and their relationships with physical activity and dietary patterns. Obes Reviews, 6, Janssen, I., Katzmarzyk, T.P., Boyce, F.W., King, A.M., Pickett, W. (2004). Overweight and Obesity in Canadian Adolescents and their Associations with Dietary Habits and Physical Activity Patterns. J Adol Health, 35,

244 Βιβλιογραφία Janssen, I., Katzmartzyk, P.T., Ross, R. (2002). Body mass index, waist circumference, and health risk: evidence in support of current National Institutes of Health guidelines. Arc Intern Med, 162, Janz, F.K., Dawson, D.J., Mahoney, T.L. (2000). Tracking physical fitness and physical activity from childhood to adolescence: the Muscative study. Med Sci Sport Exerc, 32, 7, Janz, F.K., Golden, J.C., Hansen, J.R., Mahoney, L.T. (1992). Heart rate monitoring of physical activity in children and adolescents: the Muscatine study. Pediatrics, 89, Jebb, S.A. (1998). Measuring body composition: from the laboratory to the clinic. Inc PG Kopelman, MJ. Clinical Obesity (pp.18-49). Blackwell Science Stock Ltd (Eds.). London, UK. Jensen, M.D., Kanaley, J.A., Reed, J.E., Sheedy, P.F. (1995). Measurement of abdominal and visceral fat with computed tomography and dual-energy x-ray absorpiometry. Am J Clin Nutr, 61, Jequier, E. & Tappy, L. (1999). Regulation of Body Weight in Humans. Physiol Reviews, 79, 2, Jern, S., Bergbrant, A., Bjorntrop, P., Hansson, L. (1992). Relation to central hemodynamics to obesity and body fat distribution. Hypertension, 19, Jessup, A. & Harell, S.J. (2005). The Metabolic Syndrome: Look for it in children and adolescents, too! Clinical Diabetes, 23, 1, Jousilahti, P., Tuomilehto, J., Vartiainen, E., Pekkanen, J., Puska, P. (1996). Body weight, cardiovascular risk factors, and coronary mortality. 15 year follow-up of middle-aged men and women in Eastern Finland. Circulation, 93, Jovinge, S., Hamsten, A., Tomvall, P. (1998). Evidence for a role of tumor necrosis factor alpha in disturbances of triglyceride and glucose metabolism predisposing to coronary heart disease. Metabolism, 47, 113. Kamel, E.G., McNeil, G., Han, T.S., Smith, F.W. (1999). Measurement of abdominal fat by magnetic resonance imaging, dual-energy X-ray absorptiometry and anthropometry in non obese men and women. Int J Obes, 23, Kapantais, E., Haralambides, V., Tzotzas, T., Mortoglou, A., Bakatselos, S., Kaklamanou, M., Ioannidis, I., Lanaras, L., Kaklamanos, I. (2004). First National epidemiological large survey on the prevalence of childhood and adolescent obesity in Greece. Int J Obes, 28, S71. Karayiannis, D., Yannakoulia, M., Terzidou, M., Sidossis, L.S., Kokkevi, A. (2003). Prevalence of overweight and obesity in Greek school-aged children and adolescents. Eur J Clin Nutrition, 57, 9, Katzmarzyk, T.P., Janssen, I., Arden, I.C. (2003). Physical inactivity, excess adiposity and premature mortality. Obes Reviews, 4, Kim, S. & Moustaid-Moussa, N. (2000). Secretory, endocrine and autocrine/paracrine function of the adipocyte. J Nutrition, 130, S

245 Βιβλιογραφία King, A. (1996). The health of youth. A cross-national survey. WHO, Regional Office for Europe, Copenhagen. Kissebah, A.H., Evans, D.J., Peiris, A., Wilson, C.R. (1985). Endocrine characteristics in regional obesities: role of sex steroids. In: Vague, J., Bjorntorp P., Guy Grand, B., Rebuffe -Scrive, M., Vague, P. (Eds.). Metabolic Complications of Human Obesity (pp ). Amsterdam: Elsevier Science Publishers. Kissebah, A.H. & Peris. A.N. (1989). Biology and regional fat distribution: relationship to noninsulin dependent diabetes mellitus. Diabetes Metab Reviews, 5, Klein-Platat, C., Oujaa, M., Wagner, A., Haan, M.C., Arveiler, D., Schlienger, J.L., Simon, C. (2005). Physical activity is inversely related to waist circumference in 12-y-old French adolescents. Int J Obes, 29, Knapik, J.J., Burse, R.L., Voleg, J.A. (1983). Height, weight, percent body fat, and indices of adiposity for young men and women entering the US Army. Aviation Space Environ Med, 54, Knittle, J.L., Timmers, K., Ginsberg-Fellner, F., Brown, R.E., Katz, D.P. (1979). The growth of adipose tissue in children and adolescents. Cross-sectional and longitudinal studies of adipose cell number and size. J Clin Invest, 63, Koenig, S.M., & Suratt, P.M. (1998). Obesity and sleep-disorders breathing. In: Alpert MA, Alexander JK (Eds.) The heart and lung in obesity. Armonk, NY: Futura Publishing Company, Inc. Kohn, M. & Booth, M. (2003). The Worldwide Epidemic of Obesity in Adolescents. Adolesc Medicine, 14, 1, 1-9. Kolbe, L.J. (1990). An epidemiological surveillance system to monitor the prevalence of youth behaviors that most affect health. Health Education, 12, Kopelman, P.G. (2000). Obesity as a medical problem. Nature, 404, Koplan, J.P. & Dietz, W.H. (1999). Caloric imbalance and public healthy policy. JAMA, 282, Kortelainen, M.L. (1997). Adiposity, cardiac size and precursors of coronary atherosclerosis in 5- to 15-year old children: A retrospective study of 210 violent deaths. Int J Obesity, 21, Kraemer, W.J., Volek, J.S., Clark, K.L., Gordon, S.E., Incledon, T., Puhl, S.M., Triplett-McBride, N.T., McBride, J.M., Putukian, M., Sebastianelli, W.J. (1997). Physiological adaptations to a weight-loss dietary regimen and exercise programs in women. J Appl Physiol, 83, 1, Krassas, G.E., Tzotzas, T., Tsametis, C., Konstandinidis, T. (2001) Prevalence and Trends in Overweight among Children and Adolescents in Thessaloniki, Greece. J Ped Endocr & Metab, 14,

246 Βιβλιογραφία Kromeyer-Hauschild, K., Zellner, K., Jaeger, U., Hoyer, H. (1999). Prevalence of overweight and obesity among school children in Jena. Int J Obes Relat Disord, 23, Kuczmarski, R.J., Flegal, K.M., Campbell, S.M. (1994). Increasing prevalence of overweight among U.S. adults: The National Health and Nutrition Examination Surveys, JAMA, 272, Laaksonen, D.E., Lakka, H.M., Niskanen, L.K., Kaplan, G.A., Salonen, J.T., Lakka, T.A. (2002) Metabolic syndrome and development of diabetes mellitus: application and validation of recently suggested definitions of the metabolic syndrome in a prospective cohort study. Am J Epidemiol, 156, Labib, M. (2003). The investigation and management of obesity. J Clin Pathology, 56, Lakka, H.M., Laaksonen, D.E., Lakka, T.A., Niskanen, L.K., Kumpusalo, E., Tuomilehto, J., Salonen, J.T. (2002). The metabolic syndrome and total and cardiovascular disease mortality in middle-aged men. JAMA, 288, Lamas, O. & Martinez, J. (2002). Obesity and immunocompetence. Eur J Clin Nutr, 56, S Lambert, M., Paradis, G., O`Loughlin, J., Delvin, E.E., Hanley, J.A., Levy, E. (2004). Insulin resistance syndrome in representative sample of children and adolescents from Quebec, Canada.. Int J Obes, 28, Landry, G.L. (2000). Benefits of sports participation. In Sullivan, J.A. Andersson, S.J. (Eds.). Care of the Young Athlete (pp. 1-8). Rosemont, IL: American Academy of Orthopedics Surgeons- American Academy of Pediatrics. Lapidus, L., Bengtsson, C., Larsson, B., Pennert, K., Rybo, E., Sjostrom, L. (1984). Distribution of adipose tissue and risk of cardiovascular disease and death: a 12 year follow-up of participants in the population study of women in Gothenburg, Sweden. BMJ, 289, Larsson, B., Svardsudd, K., Welin, L., Wilhemsen, L., Bjorntorp, P., Tibblin, G. (1984). Abdominal adipose tissue distribution, obesity and risk of cardiovascular disease and death: 13 year follow-up of participants in the study of men born in BMJ, 288, Lean, M.E.J., Han, T.S., Morrison, C.E. (1995). Waist circumference as a measure for indicating need for weight management. Br Med J, 311, Lecerf, J.M., Reitz, C., de Chasteigner, A. (2003). Evaluation of discomfort and complications in a population of 18,102 patients overweight or obese patients. Press Med, 32, Lee, I.M., Manson, J.E., Hennekens, C.H., Paffenbarger, R.S. (1993). Body weight and mortality. A 27-year follow-up of middle-aged men. JAMA, 270, Lee, I. & Paffenbarger, R.S. (2000). Associations of light, moderate, and vigorous intensity physical activity with longevity. Am J Epidimiol, 151,

247 Βιβλιογραφία Leon, D.A., Lithell, H.O., Vagero, D., Koupilova, Ι., Mohsen, R., Berglund, L., Lithell, U.B., McKeigue, P.M. (1998). Reduced fetal growth rate and increased risk of death from ischaemic heart disease: cohort study of Swedish men and women born BMJ, 317, Leung, R.S. & Bradley, T.D. (2001). Sleep apnea and cardiovascular disease. Am J Respir Crit Care Med, 164, Lew, E.A. & Garfinkel, L. (1979). Variations in mortality by weight among 750,000 men and women. J Chron Disease, 32, Lissau, I., Overpeck, M.D., Ruan, W.J., Due, P., Holstein, B.E., Hediger, M.L., the School-aged Children Obesity Working Group. (2004). Body Mass Index and Overweight in Adolescents in 13 European Countries, Israel, and the United States. Arch Pediatr Adolesc Med, 158, Lithell, H.O., McKeigue, M., Berglund, L., Mohsen, R., Lithell, U.B., Leon, D.A. (1996). Relation of size at birth to non-insulin dependent diabetes and insulin concentrations in men years. BMJ, 312, Lobstein, T., Baur, L., Uauy, R. for the IASO International Obesity Task Force. (2004). Obes Reviews, 5, S4-85. Lobstein, T.J. & Flelut, M.L. (2003). Prevalence of overweight children in Europe. Obes Reviews, 4, Loder, R.T. (1996). The demographics of slipped capital femoral epiphysis. An international multicenter study. Clinical Orthop, 322, Lofgren, I., Herron, K., Zern, T., West, K., Patalay, M., Shachter, N.S., Koo, S.I., Fernandez, M.L. (2004). Waist circumference is a better predictor than body mass index of coronary heart disease risk in overweight premenopausal women. J Nutr, 134, Lohman, T.G. & Going, S.B. (1993). Multicomponent models in body composition research: Opportunities and pitfalls. In Ellis, KJ & Eastman, JD (Eds.). Human Body Composition (pp ). New York, NY: Plenum. Lohman, T.G. (1992). Advances in Body Composition Assessment. Champaign, IL: Human Kinetics Publishers. Loke, Y.K. (2002). Consequences of childhood and adolescent obesity. Asia Pacif J Clin Nutr, 11, 3, S Lukaski, H.C. (1987). Methods for the assessment of human body composition: traditional and new. Am J Clin Nutr, 46, Lyznicki, J.M., Young, D.C., Riggs, J.A., Davis, R.M. (2001). Obesity: assessment and management in primary care. Am Family Physician, 63, Macera, C.A. & Pratt, M. (2000). Public health surveillance of physical activity. Res Quarterly Exerc Sport, 71, S

248 Βιβλιογραφία Magkos, F., Manios, Y., Christakis, G., Kafatos, A.G. (2005). Secular trends in cardiovascular risk factors among school-aged boys from Crete, Greece, Europ J Clin Nutrition, 59, 1-7. Magnusson, B.M., Hulthen, L., Kleiigrent, I.K. (2005). Obesity, dietary and physical activity among children in a suburb with a high proportions of immigrants. J Hum Nutr Dietetics, 18, Malina, M.R. & Bouchard, C. (1988). Subcutaneous fat distribution during growth. In Bouchard, C & Johnston, FE (Eds.). Fat Distribution during Growth and Later Health Outcomes (pp ). New York: Alan R. Liss. Malina, M.R. (2001). Physical Activity and Fitness: Pathways from Childhood to Adulthood. Am J Hum Biol, 13, Mamalakis, G. & Kafatos, A. (1996). Prevalence of obesity in Greece. Int J Obes, 20, Manios, Y., Grammatikaki, E., Oikonomou, E., Birbilis, M., Moschonis, G., Mpartsota, M. (2005). Prevalence of overweight in a national representative sample of Greek infants and preschool children: the Greek Infant Nutrition Survey (GINS). Obes Reviews, 6, S20. Manios, Y., Magkos, F., Chirstakis, G., Kafatos, GA. (2005). Changing relationship of obesity and dyslipidemia in Greek children: Preventive Med, 41, Manios, Y., Moschandreas, J., Hatzis, C., Kafatos, A. (2002). Health and nutrition education in primary schools of Crete: changes in chronic disease risk factors following a 6-year intervention programme. Br J Nutr, 88, Manios, Y., Kafatos, A., Cordington, C. (1999). Gender differences in physical activity and physical fitness in young children in Crete. J Sports Med Phys Fitness, 39, Manson, J.E., Willett, W.C., Stamper, M.J., Colditz, G.A., Hunter D.J., Hankinson, S.E. (1995). Body weight and mortality among women. N Engl J Med, 333, Marshall, S.J., Biddle, S.J., Gorely, T., Cameron, N., Murdey, I. (2004). Relationships between media use, body fatness and physical activity in children and youth: a meta-analysis. Int J Obes Relat Metab Disord, 28, Marti, A., Marcos, A., Martinez, J. (2001). Obesity and immune function relationships. Obes Reviews, 2, Mast, M., Langnase, K., Labitzke, K., Bruse, U., Preub, U., Muller, J.M. (2002). Use of BMI as a measure of overweight and obesity in a field study on 5-7 year old children. Eur J Nutr, 41, McGinnis, J.M. & Foege, W.H. (1993). Actual causes of death in the United States. JAMA, 270, Mclnnis, K.J. (2000). Exercise and obesity. Cor Art Disease, 11,

249 Βιβλιογραφία Meigs, J.B., Wilson, P.W.F., Nathan, D.M., D Agostino, R.B., Sr Williams, K., Haffner, S.M. (2003). Prevalence and Characteristics of the Metabolic Syndrome in the San Antonio Heart and Framingham Offspring Studies. Diabetes, 52, Mendez, J, Keys, A, Andersen, J.T, Grande, F. (1960). Density of fat and bone mineral of mammalian body. Metabolism, 9, Messerli, F.H., Christie, B., DeCarvaiho, J.G. (1981). Obesity and essential hypertension. Hemodynamics, intravascular volume, sodium excretion, and plasma renin activity. Arch Intern Med, 141, Michels, K.B., Greenland, S., Rosnner, B.A. (1998). Does body mass index adequately capture the relation of body composition and body size to health outcomes? Am J Epidemiol, 147, Micozzi, M.S., Albanes, D., Jones, D.Y., Chumlea, W.C. (1986). Correlations of body mass indices with weight, stature, and body composition in men and women in NHANES I and II. Am J Clin Nutrition, 44, Mikkelsen, K.L., Heitmann, B.L., Sorensen, T.I.A. (1995). Secular changes in mean body mass index and its prevalence of obesity-three Danish population studies. Int J Obesity, 19, 2, S30. Mokdad, A.H., Serdula, M.K., Dietz, W.H., Bowman, B.A., Marks, J.S., Koplan, J.P. (1999). The spread of the obesity epidemic in the United States, JAMA, 282, Molnar, D. & Livingstone B. (2000). Physical activity in relation to overweight and obesity in children and adolescents. Eur J Pediatr, 1591, S MONICA. (2003). Multinational monitoring of trends and determinants in cardiovascular disease. New York: WHO. Montes, L.F., Dobson, H., Dodge, B.G. (1969). Erythrasma and diabetes mellitus. Arch Dermatology, 99, Moore, L.L., Gao, D., Bradlee, M.L., Cupples, L.A., Sundarajan-Ramamutri, A., Proctor, H.M., Hood, Y.M., Singer, R.M., Ellison, R.C. (2003). Does early physical activity predict body fat change throughout childhood. Preventive Med, 37, Moore, L.L., Nguyen, U.S., Rothman, K.J. (1995). Preschool physical activity level and change in body fatness in young children. The Framingham Children s Study. Am J Epedimiol, 142, 9, Moreno, L.A., Pineda, I., Rodriguez, G., Fleta, J., Sarria, A., Bueno, M. (2002). Waist circumfernce for the screening of the metabolic syndrome in children. Acta Paediatr, 91, Moreno, L.A., Fleta, J., Sarria, A., Bueno, M. (1998). Fat distribution in obese and non-obese children and adolescents. J Paed Gastr Nutrition, 27,

250 Βιβλιογραφία Mo-Suwan, L., Pongprapai, S., Junjana, C., Puetpaiboon, A. (1998). Effects of a controlled trial of a school trial of a school-based exercise program on the obesity indexes of preschool children. Am J Clin Nutrition, 68, Mo-Suwan, L. & Lebel, L. (1996). Risk factors for cardiovascular disease in obese and normal school children: association of insulin with other cardiovascular risk factors. Biomed Environ Sci, 9, Mousa, A.M., Soliman, M.M., Hamza, M.R. (1977). Obesity and skin diseases. J Egypt Public Health Assoc, 52, Muller, M.J., Asbeck, I., Mast, M., Langase, K., Grund, A. (2001). Prevention of obesity-more than an intention. Concept and first results of the Kiel Obesity Prevention Study (KOPS). Int J Obes Relat Metab Disord, 25, S Murray, C.J., Lopez, A.D., Jamison, D.T. (1990). The global burden of disease in 1990: summary results, sensitivity analysis and future directions. WHO, 72, Must, A. & Strauss, R.S. (1999). Risks and consequences of childhood and adolescent obesity. Int J Obesity, 23, 2, S2 11. Nassis, G.P., Psarra, G., Sidossis, L.S. (2005). Central and total adiposity are lower in overweight and obese children with cardiorespiratory fitness. Eur J Clin Nutr, 59, National Audit Office Report. (2001). Tackling obesity in England. Report of the Comptroller and Auditor General (HC220). London: the Stationary Office. National High Blood Pressure Education Program Working Group on High Blood Pressure in Children and Adolescents. (1996). Task Force Report on High Blood Pressure in Children and Adolescents. Pediatrics, 98, National Institutes of Health, Heart, Lung, and Blood Institute. (1998). Clinical guidelines for the identification, evaluation, and treatment of overweight and obesity in adults- the evidence report. Obes Research, 6, 2, S51. Nedergaard, J. & Cannon, B. (1992). Brown adipose tissue: development and function. In: Polin, R.A., Fox, W.W (Eds.). Obesity (pp ). Philadelphia: JB & WD Saunders. Neovius, M., Linne, Y., Rossner, S. (2005). BMI, waist-circumference and waist-to-hip-ratio as diagnostic tests for fatness in adolescents. Int J Obes, 29, Neuman, S. & Bacon, R. (1997). Social Research Methods: Qualitative and quantitative approaches. 3 rd edition, Boston: Allyn and Bacon. Norgan, N.G. & Jones, P.R. (1995). The effect of standardising the body mass index for relative sitting height. Int J Obes Relat Metab Disord, 19, Ohlin, A. & Rossner, S. (1996). Factors related to body weight changes during and after pregnancy: The Stockholm Pregnancy Weight Development Study. Obes Reviews, 4,

251 Βιβλιογραφία Ohlson, L.O., Larsson, B., Svardsudd, K., Welin, L., Eriksson, H., Wilhelmsen, L., Bjorntorp, P., Tibblin, G. (1985). The influence of body fat distribution on the incidence of diabetes mellitus 13.5 years of follow-up of the participants in the study of men born in Diabetes, 34, Panagiotakos, D.B., Pitsavos, C., Chrysohoou, C., Toutouzas, P. (2004). Impact of lifestyle habits on the prevalence of the metabolic syndrome among Greek adults from the ATTICA study. Am Heart J, 147, Papadopoulou, Ν., Karachaliou, F., Koula, M., Siligari, T., Tsarmaklis, G. (2005). Eating habits of children aged 7-12 years, within the District of Attica, Greece. Obes Reviews, 6, S131. Park, S.K, Park, J.H, Kwon, Y.C, Kim, H.S, Yoon, M.S, Park, H.T. (2003). The Effect of Combined Aerobic and Resistance Exercise Training on Abdominal Fat in Obese Middle-aged Women. J Physiol Anthropology, 22, 3, Papadopoulou, S.K., Hassapidou, M., Papadopoulou, S.D., Pitrakis, A., Konstandinidou, K., Fahantidou, A. (2004). Physical Activity in Thessaloniki. Proceedings of 7 th International-13 th Balkan & 4 th Greek-Cypriot Sports Medicine Congress. Drama. Prefecture of Drama-SMAG- CASM-BSMA & Clinic of Orthopaedics of General Hospital of Drama. Pate, R.R., Baranowski, T., Dowda, M., Trost, S.G. (1996). Tracking of physical activity in young children. Med.Sci. Sports Exerc, 28, Pescatello, L.S. & VanHeest, J.L. (2000). Physical activity mediates a healthier body weight in the presence of obesity Br J Sports Med, 34, Peters, D., Fox, K., Armstrong, N., Sharpe, P., Bell, M. (1992). Assessment of children s abdominal fat distribution by magnetic resonance imaging and anthropometry. Int J Obes, 16, 2, S35. Petridou, E., Malamou, E., Doxiadis, S., Pantelakis, S., Kanelopoulou, G., Toupadaki, N., Trichopoulou, A., Flytzani, V., Trichopoulos, D. (1995). Blood lipids in Greek adolescents and their relation to diet, obesity and socioeconomic factors. Ann Epidemiol, 5, Pi-Sunyer, F.X. (2002). The obesity epidemic: Pathophysiology and consequences of obesity. Obes Research, 10, S Pouliot, M-C., Despres, J.P., Lemieux, S., Moorjani, S., Bouchard, C., Tremblay, A., Nadeau, A., Lupien, P.J. (1994). Waist circumference and abdominal sagittal diameter: best simple anthropometric indexes of abdominal visceral adipose tissue accumulation and related cardiovascular risk in men and women. Am J Cardiology, 73, Prentice, A.M. & Jebb, S.A.. (2003). Obesity in Britain: gluttony or sloth? BMJ, 311, Raitakari, O.T., Porkka, K.V.K., Taimelo, S., Telama, R., Rasenen, L., Viikari, J.S.A. (1994). Effects of persistent physical activity and inactivity on coronary risk factors in children and young adults. Am. J. Epidemiol, 140,

252 Βιβλιογραφία Raskinen, T., Kim, S.V., Perusse, L., Despres, J.P., Bouchard, C. (1999). The prediction of abdominal visceral fat level from composition and anthropometry: ROC analysis. Int J Obes, 23, Rastam, M. & Gillberg, C. (1991). The family background in anorexia nervosa: a population based study. Psychiatry, 30, Ravusssin, E.M.E., Valencia, J., Esparza, P., Benett, P.H., Schultz, L.O. (1994). Effects of a traditional lifestyle on obesity in Pima Indians. Diab Care, 17, Redon, J. (2001). Hypertension in obesity. Nutr Metab Cardiov Disease, 11, Reilly, J.J., Dorosty, A.R., Emmett, P.M. (2000). The ALSPAC Study Team. The identification of the obese child: adequacy of the body mass index for clinical practice and epidemiology. Int J Obes Relat Metab Disord, 24, Rich-Edwards, J.W., Stampfer, M.J., Manson, J.A.E., Rosnner, B., Colditz, G.A., Willett, W.C., Hennekens, C.H. (1997). Birth weight and risk of cardiovascular disease in a cohort of women followed up since BMJ, 315, Rios, M., Fluiters, E., Perez Mendez, L.F. (1999). Prevalence of childhood overweight in Northwestern Spain: a comparative study of two periods with a ten year interval. Int J Obes Relat Metab Disord, 23, Roche, A.F., Heymsfield, S.B., Lohman, T.G. (1996). Human body composition. Champaign, IL: Human Kinetics Publishers. Roche, A.F., Garn, S.M., Reynolds, E.L., Robinow, M., Sontag, L.W. (1981). The first seriatim study of human growth and middle aging. Am J Phys Anthropol, 54, 1, Rolland-Cachera, M.F., Sempe, M., Guillourd-Bataille, M., Patois, E., Pequignot-Guggenbuhl, F., Fautrad, V. (1982). Adiposity indices in children. Am J Clin Nutrition, 36, 8, Rosenberg, M. (1979). Conceiving the self. New York: Basic Books. Rosengren, A., Wedel, J., Wilhelmsen, L. (1999). Body weight and weight gain during adult life in men in relationship to coronary heart disease and mortality. A prospective population study. Eur Heart J, 20, Ross, J.G. (1989). National Center Health Statistics (pp ). Ross, J.G. & Pate, R.R. (1987). The National Children and Youth Fitness Study II, A summary of findings. J Phys Educat Recr Dance, 58, Ross, E.V & Baxter, D.L., Jr. (1992). Widespread candida folliculitis in a nontoxic patient. Cutis, 49, Ross, R. & Katzmarzyk, P.T. (2003). Cardiorespiratory fitness is associated with diminished total and abdominal obesity independent of body mass index. Int J Obes, 27,

253 Βιβλιογραφία Ross, R., Dagnone, D., Jones, P., Smith, H., Paddags, A., Hudson, R., Janssen, I. (2000 a ). Reduction in obesity and related comorbid conditions after diet-induced weight loss or exercise-induced weight loss in men. Ann Intern Med, 133, Rossner, S. (1997). Weight gain in pregnancy. Human Reproduction, 12, Rowland, T.W. (1991). Exercise and children s health. Champaign IL: Human Kinetics Publishers. Saftit, M.J. & Wood, T.M. (1987). The test battery reliability of the health related physical fitness test. Res Quarterly Exerc Sport, 58, Sahota, P., Rudolf, M.C., Dixey, R., Hill, A.J., Barth, J.H., Cade, J. (2001). Randomized controlled trial of primary school based intervention to reduce risk factors for obesity. BMJ, 323, Salbe, D.A., Weyer, C., Harper, I., Lindsay, S.R., Ravussin, E., Tataranni, A. (2002). Assesing Risk Factors for Obesity Between Childhood and Adolescence: II. Energy Metabolism and Physical Activity. Pediatrics, 110, 2, Sallis, J.F., Bauman, A., Pratt, M. (1998). Environmental and policy interventions to promote physical activity. Am. J Prev. Med, 15, Sallis, F.G. (2000). Age-related decline in physical activity: a synthesis of human and animal studies. Med Sci Sports Exerc, 32, 9, Samaras, T.T. & Elrick, H. (1999). Height, body size and longevity. Acta Med Okayama, 53, Santos, P., Ribeiro, J., Gomes, H., Mota, J. (2005). Differences in physical activity and sedentary behaviors among Portoguese obese and non-obese adolescents. Obes Reviews, 6, S128. Saris, W.H.M., Blair, S.N., van Baak, M.A., Eaton, S.B., Davies, P.S.W., Di Pietro, L, Fogelholm, M, Rissanen, A, Schoeller, D, Swinburn, B, Tremblay, A, Westerterp, K.R, Wyatt, H. (2003). How much physical activity is enough to prevent unhealthy weight gain? Outcome of the IASO 1 st Stock Conference and consensus statement. Obes Reviews, 4, Saxena, S., Ambler, G., Cole, T.J., Majeed, A. (2004). Ethnic group differences in overweight and obese children and young people in England: cross sectional survey. Arch Dis Child, 89, Scheinfeld, N.S. (2004). Obesity and dermatology. Clinics of Dermatology, 22, Schlosser, E. (2002). Fast Food Nation: The Dark Side of the All-American Meal. New York: Houghton Mifflin. Schultz, L.O. (1993). Methods of body composition analysis. The status of the gold standard. Trends Endocrinol Metab, 4, Schwartz, M.W., Woods, S.C., Porte, D. (2000). Central nervous system control of food intake. Nature, 404,

254 Βιβλιογραφία Seidell J.C., Perusse L., Despres J.P., Bouchard C. (2001). Waist and hip circumferences have independent and opposite effects on cardiovascular disease risk factors: the Quebec Family Study. Am J Clin Nutr; 74, Seidell, J.C., Visscher, T.L.S., Hoogeveen, R.T. (1999). Overweight and obesity in the mortality rate data: current evidence and research issues. Med Sci Sports Exerc, 31, S Seidell, J.C. & Deerenberg I. (1998 b ). Obesity in Europe: Prevalence and consequences for use of medical care. Pharmacoeconomics, 5, Seidell, J.C. (1998 c ). Societal and personal costs of obesity. Exp Clin Endocrinol Diabetes, 106, 2, S7-9. Seidell, J.C., Han, T.S., Feskens, E.J., Lean, M.E. (1997). Narrow hips and broad waist circumferences independently contribute to increased risk of non-insulin-dependent diabetes mellitus. J Intern Med, 242, Seidell, J.C., Bjorntorp, P., Sjostrom, L. (1989). Regional distribution of muscle and fat mass in men: new insight into the risk of abdominal obesity using computed tomography. Int J Obes, 13, Seidell, J.C., Oosterlee, A., Deurenberg, P., Hautavast, J.G., Ruijs, J.H. (1988). Abdominal fat depots measured by computed tomography: effects of degree of obesity, sex, and age. Eur J Clin Nutrition, 42, Seidell, J.C., Oosterlee, A., Thijssen, M. (1987). Assessment of intra-abdominal and subcutaneous abdominal fat: relation between anthropometry and computed tomography. Am J Clin Nutrition, 45, Shaper, A.G., Wannamethee, S.G., Walker, M. (1997). Body weight: Implications for the prevention of coronary heart disease, stroke, and diabetes mellitus in a cohort study of middle aged men. BMJ, 314, Siiteri, P.K. (1987). Adipose tissue as a source of hormones. Am J Clin Nutrition, 45, 1, Simonetti, D.A., Tarsitani, G., Cairella, M., Siani, V., DeFilippis, S., Mancinelli, S. (1986). Prevention of obesity in elementary and nursery school children. Pub Health, 100, Sjostrom, L. (1996). Amulticompartment body composition technique based on computerized tomography. In: Angel, A., Anderson, H., Bouchard, C., Lau, D., Leiter L., Mendelson R. (Eds.). Progress in Obesity Research: Proceedings of the Seventh International Congress on Obesity, Toronto, Canada, 7, John Libbey & Company: London. Slaughter, M.H., Lohman, T.G., Boileau, R.A., Horswill, C.A., Stillman, R.J., vanloan, M.D., Bemben, D.A. (1988). Skinfold equations for estimation of body fatness in children and youth. Human Biol, 60, Slosman, D.O., Casez, J.P., Pichard, C., Rochat, T. (1992). Assessment of whole body composition with dual energy X-Ray absorptiometry. Radiology, 185,

255 Βιβλιογραφία Smalley, S.E., Wittler, R.R., Oliverson, H.R. (2004). Adolescent Assessment of Cardiovascular Heart Disease Risk Factor Attitudes and Habits. J Adolesc Health, 35, Snijder, M.B., Deller, J.M., Visser, M. (2003). Lange thigh and hip circumferences are associated with better glucose tolerance: the Huron Study. Obes Research, 11, Sorensen, T.I.A, Echwald, S.M, Holm, J-C. (1996). Leptin in obesity. BMJ, 313, Sparling, P.B., Millard-Stafford, M., Snow, T.K. (1997). Development of a cadence curl-up test for college students. Res Quarterly Exerc Sport, 68, Spiegelman, B.M. & Flier, J.S. (2001). Obesity and the regulation of energy balance. Cell, 104, Stevens, J., Cai, J., Pamuk, E.R., Williamson, D.F., Thun, M.J., Wood, J.L. (1998). The effect of age on the association between body mass index and mortality. N Engl J Med, 338, 1-7. Strauss, S.R. (2000). Childhood Obesity and Self-Esteem. Pediatrics, 105, 1, 1-5. Stunkard, A.J., Sorensen, T.I., Hanis, C. (1996). An adoption study of human obesity. N Engl J Med, 314, Stunkard, A.J., Harris, J., Pedersen, N., McClearn, G. (1990). The body-mass index of twins who have been reared apart. N Engl J Med, 322, Stunkard, A.J. (1988). The Salmon lecture. Some perspectives on human obesity: its causes. Bull NY Acad Medicine, 64, Svendsen, O.L., Haarbo, J., Heitmann, B.L., Gotfredsen, A., Christiansen, C. (1991). Measurement of body fat in elderly subjects by dual-energy x-ray absorptiometry, bioelectrical impedance, and anthropometry. Am J Clin Nutrition, 53, Sweeting, Η., Wright, C., Minnis, H. (2005). Psychological correlates of adolescent obesity, slimming down and becoming obese. J Adolesc Health, 37, Tataranni, A.P. (2001). Obesity in the Pimas. Rev Endocr & Metab Disord, 2, Taylor, J.C.S., Viner, R., Booy, R., Head, J., Tate, H., Brenthall, L.S., Haines, M., Bhui, K., Hillier, S., Stanfield, S. (2005). Ethnicity, Socio-economic Status, Overweight and Underweight in East London Adolescents. Ethnicity & Health, 10, 2, Taylor, R.W., Jones, I.E., Williams, S.M., Coulding, A. (2000). Evaluation of waist circumference, waist-to-hip ratio, and the conicity index as screening tools for high trunk fat mass, as measured by dual-energy X-ray absorptiometry, in children aged 3-19y. Am J Clin Nutrition, 72, Telama, R. & Yang, X. (2000). Decline of physical activity from youth to young adulthood in Finland. Med Sci Sports Exerc, 32, Toh, C.M., Cutter, J., Chew, S.K. (2002). School based intervention has reduced obesity in Singapore. BMJ, 324,

256 Βιβλιογραφία Tokmakidis, S.P., Christodoulos, A., Mantzouranis, N. (2007). Validity of Self-Reported Anthropometric Values Used to Assess Body Mass Index and Estimate Obesity in Greek School Children. J Adolescent Health, 40, 4, Tokmakidis, S.P., Kasambalis, A., Christodoulos, A. (2006). Fitness levels of Greek primary schoolchildren in relationship to overweight and obesity. Eur J Pediatr, 165, 12, Trayhurn, P. & Beattie, J.H. (2001). Physiological role of adipose tissue as an endocrine and secretory organ. Proc Nutr Soc, 60, Tremblay, M.S., Katzmarzyk, P.T., Willms, J.D. (2002). Temporal trends in overweight and obesity in Canada Int J Obes, 26, Tremblay, M.S. & Wilms, J.D. (2000). Secular trends in the body mass index of Canadian children. Can Med Assoc J, 163, Trixopoulou, A., Costacou, T., Bamia, C. (2003). Adherence to a Mediteranean diet and survival in a Greek population. N Engl J Med, 348, Tsigilis, H., Douda, H., Tokmakidis, S.P. (2002). Test-retest reliability of the Eurofit test baterry administrated to university students. Perceptual and Motor Skills, 95, Twisk, J.W.R., Kemper, H.C.G., van Mechelen, W. (2002). The Relationship Between Physical Fitness and Physical Activity During Adolescence and Cardiovascular Disease Risk Factors at Adult Age. The Amsterdam Growth and Health Longitudinal Study. Int J Sports Med, 23, S8-14. Twisk, J.W.R., Kemper, H.C.G., van Mechelen, W. (2002). Prediction of cardiovascular disease risk factors later in life by physical activity and physical fitness in youth: general comments and conclusions. Int J Sports Med, 23, 1, S1-50. Van Der Kooy, K, & Seidell, J.C. (1993). Techniques for the measurement of visceral fat: a predicted guide. Int J Obes Relat Metab Disord, 17, Van Mechelen, W., Twisk, W.R.J, Post, B, Snel, J, Kemper, C.G.H. (2000). Physical activity of young people: the Amsterdam Longitudinal Growth and Health Study. Med Sci Sport Exerc, 32, 9, Wabitsch, M. (2000). Overweight and Obesity in European children: definition and diagnostic procedures, risk factors for later health outcome. Eur. J. Pediatrics, 159, S8-13. Wajchenberg, L.B. (2005). Subcutaneous and Visceral Adipose Tissue: Their Relation to the Metabolic Syndrome. Endocr Reviews, 21, 6, Wajchenberg, L.B. (2000). Subcutaneous and visceral adipose tissue: Their relation to metabolic syndrome. Endocr Reviews, 21, Wamg, Z.M., Heshka, S., Pierson, R.N. Jr, Heymsfield, S.B. (1995). Systematic organization of body composition methodology: An overview with emphasis on component based methods. Am J Clin Nutrition, 61,

257 Βιβλιογραφία Wang, Y. & Wang, J.Q. (2002). A comparison of international references of the assessment of child and adolescents overweight and obesity in different populations. Eur J Clin Nutrition, 56, Warwick, Z.S., Hall, W.G., Pappas, T.N. (1993). Taste and smell sensations enhance the satiating effect of both a high-carbohydrate and high-fat meal in humans. Physiol Behav, 53, Wie, M., Kampert, J., Barlow, C., Nichaman, M.Z., Gibbons, L.W., Paffenbarger, R.S. Jr, Blair, S.N. (1999). Relationship between low cardiorespiratory fitness and mortality in normalweight, overweight and obese men. JAMA, 282, Weir, M.R., Stafford, E.M., Gregory, G., Lawson, M.A., Pearl, W. (1988). The relationship between sexual maturity rating, age, and increased blood pressure in adolescents. J Adol Health Care, 9, Weiss, R., Dziura, J., Burgert, TS., Tamborlane, WV, Taksali, SE, Yeckel, CW, Allen, K, Lopes, M, Savoye, M., Morrison, J., Sherwin, RS., Caprio, S. (2004). Obesity and the metabolic syndrome in children and adolescents. N Engl J Med, 350, Weits, T., van der Beek, E.J., Wedel, M., Ter Haar Romeny, B.M. (1988). Computer tomography measurement of abdominal fat deposition in relation to anthropometry. Int J Obes, 12, Wells, J.C.K. (2001). A critique of the expression of pediatric body composition data. Arch Dis Child, 85, Westerstahl, M., Barnekow-Bergkvist, M., Hedberg, G., Jansson, E. (2003). Secular trends in body dimensions and physical fitness among adolescents in Sweden from 1974 to Scand J Med Sci Sport, 13, Whitaker, R.C., Wright, J.A., Pepe, M.S., Seidell, K.D., Dietz, W.H. (1997). Predicting obesity in young adulthood from childhood and parental obesity. N Eng J Med, 337, WHO. (2004). Young People s Health in Context. Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) study: international report from the 2001/2002 Survey. Denmark: World Health Organization. WHO. (2002 a ). World Health Report 2002: Reducing Risks, Promoting Healthy Life. Geneva: World Health Organization. WHO. (2002 b ). Regional Office in Europe. Media Centre. 30 minutes for a healthy life span. Press relase EURO/07/02. Copenhagen and Rome. www. euro.who.int). WHO. (2000). Obesity: Preventing and Managing the Global Epidemic. World Health Organization. Geneva, (ISBN Number for the Obesity TRS Is ). Technical Report Ser no WHO MONICA Project. (1988). Geographical variation in the major risk factors of coronary heart disease in men and women aged years. World Health Statistics Quarterly, 41,

258 Βιβλιογραφία Williams, D.P., Going, S.B., Lohman, T.G., Harsha, D.W., Srinivasan, S.R., Webber, L.S., Berenson, G.S. (1992). Body fatness and risk for elevated blood pressure, total cholesterol, and serum lipoprotein ratios in children and adolescents. Am J Public Health, 82, Williams, L.C., Hayman, L.L., Daniels, R.S., Robinson, N.T., Steinberger, J., Padison, S., Bazzarre, T. (2002). Cardiovascular Health in Childhood. A Statement for Health Professionals From the Committee on Atherosclerosis, Hypertension, and Obesity in the Young, American Heart Association. Circulation, 106, Williams, L. & Considine, R. (2001). Etiology of obesity. In: Gumbier, B. (Eds.). Obesity (pp ). Philadelphia: American College of Physicians. Wisemandle, W., Maryland, L.M., Guo, S.S., Siervogel, R.M. (2000). Childhood weight, stature, and body mass index among never overweight, early-onset overweight, and late-onset overweight groups. Pediatrics, 106, 14. Wright, M.C., Parker, L., Lamont, D., Graf, W.A. (2001). Implications of childhood obesity for adult health: findings from thousand families cohort study. BMJ, 323, Wurtman, R.J. & Wurtman, J.J. (1995). Brain serotonin, carbohydrate-craving, obesity and depression. Obes Research, 3, 4, S Yanovski, J.A. (2001). Pediatric obesity. Rev Endocr Metab Disord, 2, 4, Yanovski, J.A. & Yanovski, S. (1999). Recent advances in basic obesity research. JAMA, 282, York, D.A., Rossner, S., Caterson, I., James, W.P.T., Kumanyika, S., Martorell, R., Vorster, H.H. (2004). Obesity, a world epidemic related to heart disease and stroke. Group I: Worldwide demographics of obesity. AHA Conference Proceedings, Prevention Conference VII. Circulation. 110, :e463-e470. Yoshiike, N., Seino, F., Tajima, S., Arai, Y., Kawano, M., Furuhata, T., Inoue, S. (2002). Twentyyear changes in the prevalence of overweight in Japanese adults: the National Nutrition Survey Obes Reviews, 3, Yusuf, H.R., Croft, J.B., Giles, W.H., Anda, R.F., Casper, M.L., Caspersen, C.J., Jones, D.A. (1996). Leisure-time physical activity among older adults. United States, Arch Intern Medicine, 156, Zhang, Y., Proenca, R., Maffei, M., Barone, M., Leopold, L., Friedman, J.M. (1994). Positional cloning of the mouse obese gene and its human homologue. Nature, 72, Zhou, B.F. (2002). Cooperative Meta-Analysis Group of the Working Group on Obesity in China. Predictive values of body mass index and waist circumference for risk factors of certain related diseases in Chinese adults study on optimal cut-off points of body mass index and waist circumference in Chinese adults. Biomed Environ Science, 15, Zimmerman, M.B., Gubeli, C., Puntener, C., Molinari, L. (2004). Detection of overweight and obesity in a national sample of 6-12-y-old Swiss children: accuracy and validity of reference values for body mass index from the US Centers for Disease Control and Prevention and the International Obesity Task Force. Am J Clin Nutrition, 79, 5,

259 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Σύνολο του πληθυσμού μελέτης ανά Διοικητική περιφέρεια της Επικράτειας. α/α Διοικητική περιφέρεια Σύνολο πληθυσμού N= Αττικής Ηπείρου 87 3 Δυτικής Ελλάδας Κεντρικής Μακεδονίας Νοτίου Αιγαίου Ανατ. Μακεδονίας-Θράκης Πελοποννήσου- Ιονίων Νήσων Κρήτης 92 9 Δυτικής Μακεδονίας Θεσσαλίας Βόρειου Αιγαίου Στερεάς Ελλάδας

260 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B Στοιχεία Δημοτικών σχολείων της Ελλάδας ανά Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και ΕΦΑ που βάση της στρωσιγενούς κατανομής του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε η μελέτη. α/α Kωδικός Σχολείο Διεύθυνση Α/θμιας Εκπαιδευτικός. Φ.Α ο Δ.Σ. Άρτας Άρτας Σερδενές Δημ ο Δ.Σ. Ναυπάκτου Αιτωλοακαρνανίας Καμουτσής Ευθ ο Δ.Σ. Αθηνών Α Αθήνας Βροντίση Δεσπ ο Δ.Σ. Αθηνών Α Αθήνας Βροντίση Δεσπ ο Δ.Σ. Αθηνών Α Αθήνας Βροντίση Δεσπ ο Δ.Σ. Συκεών Θεσσαλονίκης Νικολαίδης Γεώργιος ο Δ.Σ. Συκεών Θεσσαλονίκης Ματάκη Σταματία ο Δ.Σ. Χρυσούπολης Καβάλας Κιουτσίκ-Βασίλογλου Δημ ο Δ.Σ. Καστοριάς Καστοριάς Πλούσιος Κων/νος ο Δ.Σ. Ερμούπολης Κυκλάδων Τσούκος Αθαν ο Δ.Σ. Ληξουρίου Κεφαλληνίας Κατσαρός Κων ο Δ.Σ. Μυτιλήνης Λέσβου Πολυχρόνης Απόστ Δ.Σ. Σκοπέλου Λέσβου Γλιγλής Γεώργ Δ.Σ. Περάματος Λέσβου Γλιγλής Γεώργ ο Δ.Σ. Ξάνθης Ξάνθης Μελετιάδου Δέσπ ο Δ.Σ. Ξάνθης Ξάνθης Κρουστάλλης Θαν ο Δ.Σ. Κομοτηνής Ροδόπης Καραγκίοζης Θωμ Δ.Σ. Ευπαλίου Φωκίδας Καμουτσής Ευθ ο Δ.Σ. Πολύγυρου Χαλκιδικής Γιγήνη Σουλτάνα 242

261 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Στοιχεία Γυμνασίων και Γενικών Λυκείων της Ελλάδας ανά Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας και ΚΦΑ που βάση της στρωσιγενούς κατανομής του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε η μελέτη. α/α Κωδικός Σχολείο Διεύθυνση ΚΦΑ Β/θμιας ο Γυμνάσιο Καλλιθέας Δ Αθήνας Ράπτη Ασημ ο Γυμνάσιο Καλλιθέας Δ Αθήνας Ράπτη Ασημ ο Γενικό Λύκειο Καλλιθέας Δ Αθήνας Κακαριάς Κων ο Γυμνάσιο Περιστερίου Γ Αθήνας Τερζοπούλου Δημ ο Γυμνάσιο Δράμας Δράμας Γιοβάνη Δημ ο Γυμνάσιο Ρόδου Δωδεκανήσου Παπαδοπούλου Ήβη ο Γεν. Λύκειο Αλεξανδρούπολης Έβρου Κοτσιάμπαση Αικατ ο Γενικό Λύκειο Πύργου Ηλείας Πίτσος Κων ο Γυμνάσιο Ηρακλείου Ηρακλείου Πατρουδάκης Μ ο Γυμνάσιο Λάρισας Λάρισας Σουλιώτη Βασ Γυμνάσιο Άντισσας Λέσβου Ευκαρπίδης Δημ Γενικό Λύκειο Άντισσας Λέσβου Χατζημηχαϊλίδου Κυρ Γυμνάσιο Ερεσού Λέσβου Χατζημηχαϊλίδου Κυρ Γυμνάσιο Ιππείου Λέσβου Μίχος Χρήστος Γενικό Λύκειο Ιππείου Λέσβου Σταυρακέλλης Ευστρ ο Γυμνάσιο Κομοτηνής Ροδόπης Καρράς Ιωαν ο Γεν. Λύκειο Κομοτηνής Ροδόπης Πιπλίδης Δημ Γυμνάσιο Ευπαλίου Φωκίδας Μπέλλος Σταύρ Γενικό Λύκειο Ευπαλίου Φωκίδας Μπέλλος Σταύρ Γυμνάσιο Βροντάδου Χίου Χανδράς Ιωαν ο Γενικό Λύκειο Χίου Χίου Κοκκινάκης Ιωαν. 243

262 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Άθλησης Κατεύθυνση Εργοφυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής Ανώνυμο Ερωτηματολόγιο Μαθητή/τριας Ε - ΣΤ ημοτικού Σημείωση: το ερωτηματολόγιο αυτό είναι μέρος μιας μελέτης που σκοπό έχει να καταγράψει την φυσική δραστηριότητα και να αξιολογήσει τον καθημερινό τρόπο ζωής, των μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας. Παρακαλώ οι απαντήσεις που θα δοθούν σ αυτό το ερωτηματολόγιο να είναι ειλικρινείς και αληθινές γιατί θα χρησιμοποιηθούν, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, από επιστήμονες μόνο για ερευνητικούς σκοπούς. Σχολείο: Τάξη: Τμήμα: Παρακάτω, μαύρισε το τετράγωνο στην απάντηση που σε αντιπροσωπεύει 1. Έχεις ενημερωθεί σχετικά με την υγιεινή διατροφή (από το σχολείο, ΝΑΙ ΟΧΙ τηλεόραση, ομιλίες, προγράμματα, κτλ) 2. Τις τελευταίες 4 ημέρες πόσες φορές πήρες πρωινό πριν το σχολείο καμία κάθε μέρα 3. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες στο σχολείο φαγητό που ετοίμασε η ΝΑΙ ΟΧΙ μητέρα σου από το σπίτι 4. Τις τελευταίες 4 ημέρες αγόρασες τρόφιμα από το κυλικείο του σχολείου ΝΑΙ ΟΧΙ 5. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες πάνω από 3 φρούτα την ημέρα ΝΑΙ ΟΧΙ 6. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά λαχανικά ή πράσινες ΝΑΙ ΟΧΙ σαλάτες 7. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά δημητριακά ΝΑΙ ΟΧΙ 8. Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και μια φορά ένα ποτήρι γάλα ΝΑΙ ΟΧΙ 9. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έτοιμα χάμπουργκερ,άσπρες σάλτσες, πατατάκια, γαριδάκια, κρουασάν ή άλλα σνακ ΝΑΙ ΟΧΙ 10. Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και ένα ανθρακούχο αναψυκτικό ΝΑΙ ΟΧΙ 11. Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τις ημέρες του σχολείου πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ 12. Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ 13. Σε ποια προσωπικότητα θα ήθελες περισσότερο να μοιάσεις (μόνο μια απάντηση) πατέρα μητέρα δάσκαλο/α φίλο/η αθλητή/τρια ηθοποιό τραγουδιστή/τρια κανέναν 14. Είσαι ικανοποιημένος/η με την εικόνα του σώματος σου ΝΑΙ ΟΧΙ 15. Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες σε κάποια αθλητική ΝΑΙ ΟΧΙ δραστηριότητα οργανωμένη από το σχολείο σου (σχολικούς αγώνες) 16. Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες στον ελεύθερο χρόνο σου ΝΑΙ ΟΧΙ συστηματικά με αθλητισμό σε κάποιο σύλλογο 17. Τις τελευταίες 4 ημέρες ασχολήθηκες στον ελεύθερο χρόνο σου με ΝΑΙ ΟΧΙ 244

263 παιχνίδι κίνησης 18. Τι ζητάς περισσότερο από την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου (μόνο μια απάντηση) 19. Με ποιους προτιμάς να μοιράζεσαι την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου (μόνο μια απάντηση) 20. Τις τελευταίους 12 μήνες πλήρωσες για την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου (π.χ. αθλητικό σύλλογο, γυμναστήριο) 21. Τις τελευταίες 4 ημέρες πήγες και επέστρεψες είτε με τα πόδια είτε με ποδήλατο στο σχολείο 22. Θα ήθελες να κάνεις περισσότερες ώρες γυμναστική (Φ.Α.) την εβδομάδα στο σχολείο 23. Τις τελευταίες 4 ημέρες έπαιξες σε ώρες εκτός γυμναστικής (Φ.Α.) στο σχολείο (π.χ. κενές ώρες, πριν ή αμέσως μετά το σχολείο) 24. Πόσες ώρες την ημέρα χρειάζεσαι, συνήθως, για να διαβάσεις τα μαθήματα του σχολείου 25. Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνεις συνήθως για φροντιστήρια μαθημάτων, ξένων γλωσσών, μουσικής ή υπολογιστών 26. Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις, συνήθως, τηλεόραση τις ημέρες του σχολείου 27. Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις συνήθως τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες 28. Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου 29. Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες γύμναση σώματος διασκέδαση γνωριμίες γονείς αδέρφια φίλους συναθλητές κανέναν ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ λιγότερες από περισσότερεςαπ ό5 καμία περισσότερ ες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τις μέρες του σχολείου λιγότερες από περισσότερες από Πόσες ώρες συνήθως κοιμάσαι το βράδυ τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Ευχαριστώ πολύ για την συνεργασία λιγότερες από περισσότερες από 8 245

264 Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Άθλησης Κατεύθυνση Αθλητικής Φυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ E ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ανώνυμο Ερωτηματολόγιο Μαθητή/τριας Γυμνασίου-Λυκείου Σημείωση: το ερωτηματολόγιο αυτό είναι μέρος μιας μελέτης που σκοπό έχει να καταγράψει την φυσική δραστηριότητα και να αξιολογήσει τον καθημερινό τρόπο ζωής των μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας. Παρακαλώ οι απαντήσεις που θα δοθούν σ αυτό το ερωτηματολόγιο να είναι ειλικρινείς και αληθινές γιατί θα χρησιμοποιηθούν, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, από επιστήμονες μόνο για ερευνητικούς σκοπούς. Σχολείο: Τάξη: Τμήμα: Παρακάτω, μαύρισε το τετράγωνο στην απάντηση που σε αντιπροσωπεύει 1. Έχεις ενημερωθεί σχετικά με την υγιεινή διατροφή (από το σχολείο, ΤV, ομιλίες, προγράμματα κτλ) 2. Τις τελευταίες 4 ημέρες πόσες ημέρες την εβδομάδα πήρες πρωινό πριν το σχολείο ΝΑΙ καμία 1-2 φορές 3-4 φορές κάθε μέρα 3. Τις τελευταίες 4 ημέρες αγόρασες τρόφιμα από το κυλικείο του σχολείου ΝΑΙ ΟΧΙ 4. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες πάνω από 3 φρούτα την ημέρα ΝΑΙ ΟΧΙ 5. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά λαχανικά-πράσινες σαλάτες ΝΑΙ ΟΧΙ 6. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έστω και μια φορά δημητριακά ΝΑΙ ΟΧΙ 7. Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες, έστω και μια φορά ένα ποτήρι γάλα ΝΑΙ ΟΧΙ 8. Τις τελευταίες 4 ημέρες έφαγες έτοιμα χάμπουργκερ, λουκάνικα, άσπρες ΝΑΙ ΟΧΙ σάλτσες, πατατάκια, γαριδάκια, κρουασανάκια ή άλλα σνακ 9. Τις τελευταίες 4 ημέρες κατανάλωσες έστω και μια φορά ένα ποτήρι ΝΑΙ ΟΧΙ αλκοολούχο ποτό 10. Τις τελευταίες 4 ημέρες ήπιες έστω και μια φορά ένα ανθρακούχο αναψυκτικό ΝΑΙ ΟΧΙ 11. Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τις ημέρες του σχολείου πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ 12. Συνήθως τι ώρα τρως το βραδινό σου φαγητό τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες πριν τις 9μμ μεταξύ 9 και 10μμ μετά τις 10μμ 13. Είσαι ικανοποιημένος/η με την εμφάνιση του σώματος σου ΝΑΙ ΟΧΙ 14. Σε ποια προσωπικότητα θα ήθελες περισσότερο να μοιάσεις (μόνο μια απάντηση) 15. Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες σε κάποια αθλητική δραστηριότητα οργανωμένη από το σχολείο σου (σχολικοί αγώνες) 16. Τι ζητάς περισσότερο από την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου (μόνο μια απάντηση) 17. Τους τελευταίους 12 μήνες συμμετείχες συστηματικά με αθλητισμό σε κάποιο σύλλογο στον ελεύθερο χρόνο σου 18. Με ποιους προτιμάς να μοιράζεσαι την αθλητική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου σου (μόνο μια απάντηση) πατέρα μητέρα καθηγητή/α φίλο/η αθλητή/τρια ηθοποιό τραγουδιστή/τρια κανέναν ΝΑΙ γύμναση σώματος ΝΑΙ γονείς αδέρφια ΟΧΙ ΟΧΙ διασκέδαση γνωριμίες ΟΧΙ 246

265 φίλους συναθλητές κανέναν 19. Τους τελευταίους 12 μήνες πλήρωσες για την αθλητική δραστηριότητα του ΝΑΙ ΟΧΙ ελεύθερου χρόνου σου 20. Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες μέτριας έντασης ΝΑΙ ΟΧΙ άσκηση (περπάτημα ή ποδήλατο) διάρκειας τουλάχιστον 20 λεπτών 21. Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες μέτριας έντασης ΝΑΙ ΟΧΙ άσκηση (περπάτημα ή ποδήλατο) διάρκειας λεπτών 22. Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες μέτριας έντασης ΝΑΙ ΟΧΙ άσκηση (περπάτημα ή ποδήλατο) διάρκειας μεγαλύτερης των 30 λεπτών 23. Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες έντονη άσκηση ΝΑΙ ΟΧΙ (τρέξιμο, ποδήλατο, κολύμβηση) διάρκειας τουλάχιστον 20 λεπτών 24. Τις τελευταίες 7 ημέρες, στον ελεύθερο χρόνο σου, έκανες έντονη άσκηση ΝΑΙ ΟΧΙ (τρέξιμο, ποδήλατο, κολύμβηση) διάρκειας λεπτών 25. Τις τελευταίες 4 ημέρες πήγες ή επέστρεψες με τα πόδια ή με ποδήλατο στο ΝΑΙ ΟΧΙ σχολείο 26. Θα ήθελες να κάνεις περισσότερες ώρες γυμναστική (Φ.Α.) την εβδομάδα στο ΝΑΙ ΟΧΙ σχολείο 27. Τις τελευταίες 4 ημέρες έπαιξες σε ώρες εκτός γυμναστικής στο σχολείο (κενές ώρες, πριν ή μετά το σχολείο) ΝΑΙ ΟΧΙ 28. Σε πόσες ώρες την ημέρα διαβάζεις συνήθως τα μαθήματα του σχολείου λιγότερες από περισσότερες από Πόσες ώρες αφιερώνεις συνήθως την ημέρα για φροντιστήρια μαθημάτων, ξένων γλωσσών, μουσικής, υπολογιστών κ.α. 30. Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις συνήθως τηλεόραση τις ημέρες του σχολείου 31. Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις συνήθως τηλεόραση τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες 32. Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τις ημέρες του σχολείου 33. Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι συνήθως με τον υπολογιστή και ηλεκτρονικά παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες καμία περισσότερες από 5 καμία περισσότερες από 3 καμία περισσότερες από 3 καμία περισσότερες από 3 καμία περισσότερες από Πόσες ώρες κοιμάσαι το βράδυ συνήθως τις μέρες του σχολείου λιγότερες από περισσότερες από Πόσες ώρες κοιμάσαι το βράδυ συνήθως τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες Ευχαριστώ πολύ για την συνεργασία λιγότερες από περισσότερες από 8 247

266 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Άθλησης Κατεύθυνση Εργοφυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής Ανώνυμο Ερωτηματολόγιο μητέρας-κηδεμόνα μαθητή/τριας Σημείωση: το ερωτηματολόγιο αυτό είναι μέρος της Πανελλήνιας έρευνας ΠΑΙ Ι & ΥΓΕΙΑ 2003, που σκοπό έχει να καταγράψει τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών, να αξιολογήσει την σωματική δραστηριότητα και τον τρόπο ζωής των μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας. Η οικογένεια επηρεάζει τις συνήθειες του παιδιού δίνοντας παραδείγματα προς μάθηση και μίμηση. Η συνεισφορά σας σ αυτήν την επιστημονική μελέτη είναι πολύτιμη για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το μέλλον. Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που θα προκύψουν απ το ερωτηματολόγιο αυτό θα χρησιμοποιηθούν, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, από επιστήμονες, μόνο για ερευνητικούς σκοπούς. Παρακάτω, μαυρίστε το τετράγωνο στην απάντηση που σας αντιπροσωπεύει περισσότερο Είναι το παιδί σας στην οικογένεια: μοναχοπαίδι, 1 ο, 2 ο, 3 ο, 4 ο, 5 o Είχατε πρόωρη γέννηση στο παιδί που σας έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο ΝΑΙ ΟΧΙ Βάρος γέννησης παιδιού: που σας έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο σε γραμμάρια (gr): Διάρκεια θηλασμού του παιδιού που σας έφερε το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο (μήνες): καθόλου, λιγότερο από 3, 3-6, 7-9, 10-12, περισσότερο απο12 Ήσασταν εργαζόμενη από την γέννηση του παιδιού σας ως την ηλικία των 6 ετών ΝΑΙ ΟΧΙ Εργάζεστε με πλήρες ωράριο εργασίας τώρα ΝΑΙ ΟΧΙ Υπήρχε βοήθεια στο μεγάλωμα του παιδιού από την γέννηση του ως την ηλικία των 6 ετών ΝΑΙ ΟΧΙ Αν ΝΑΙ τότε περισσότερο από ποιον: Γραμματικές γνώσεις μητέρας Γραμματικές γνώσεις πατέρα σύζυγο, γιαγιά-παππού, νταντά, ιδιωτικό βρεφικό σταθμό, κρατικό βρεφικό σταθμό, ιδιωτικό νηπιακό σταθμό, κρατικό νηπιακό σταθμό, ιδιωτικό νηπιαγωγείο, δημόσιο νηπιαγωγείο απόφοιτη Δημοτικού, απόφοιτη Γυμνασίου, απόφοιτη Λυκείου, απόφοιτη ΙΕΚ, απόφοιτη ΤΕΙ-Πανεπιστημίου. απόφοιτος Δημοτικού, απόφοιτος Γυμνασίου, απόφοιτος Λυκείου, απόφοιτος ΙΕΚ, απόφοιτος ΤΕΙ-Πανεπιστημίου. Υπάρχει, κατά την εκτίμηση σας έστω και ένας υπέρβαρος ή παχύσαρκος στην οικογένεια σας (μόνο μία απάντηση): εσείς, σύζυγος, 1 ο παιδί, 2 ο παιδί, 3 ο παιδί, 4 ο παιδί, κανένας Κάνατε τις τελευταίες 7 ημέρες, κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα (π.χ. περπάτημα, ποδήλατο, κολύμβηση) διάρκειας τουλάχιστον 20 λεπτών ΝΑΙ ΟΧΙ Έκανε ο σύζυγος σας τις τελευταίες 7 ημέρες, κάποια μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα (π.χ. περπάτημα, ποδήλατο, κολύμβηση) διάρκειας τουλάχιστον 20 λεπτών ΝΑΙ ΟΧΙ Γνωρίζετε αν το παιδί σας έχει το κανονικό για την ηλικία του βάρος ΝΑΙ ΟΧΙ Υπάρχει τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο του παιδιού σας ΝΑΙ ΟΧΙ Έχει δυσκολίες ύπνου το παιδί σας ΝΑΙ ΟΧΙ Ενθαρρύνετε το παιδί σας να έχει κάποιας μορφής σωματική δραστηριότητα τον ελεύθερο χρόνο του ΝΑΙ ΟΧΙ 248

267 Ακολουθείτε την Ελληνική κουζίνα για την διατροφή της οικογένειας σας ΝΑΙ ΟΧΙ Υπάρχει σταθερός και εβδομαδιαίος προγραμματισμός στην διατροφή της οικογένειας σας ΝΑΙ ΟΧΙ Υπάρχει ποικιλία τροφίμων στα καθημερινά σας γεύματα ΝΑΙ ΟΧΙ Λαμβάνεται υπόψη την γνώμη του παιδιού σας για την διατροφή της οικογένειας ΝΑΙ ΟΧΙ Παρακολουθεί τηλεόραση το παιδί σας την ώρα του γεύματος ή του δείπνου ΝΑΙ ΟΧΙ Ελέγχετε στις ετικέτες τροφίμων τις πληροφορίες που δίνονται για τα συσκευασμένα ΝΑΙ ΟΧΙ προϊόντα Επηρεάζεστε από τις διαφημίσεις που προβάλουν προϊόντα διατροφής ΝΑΙ ΟΧΙ Πόσες φορές τις τελευταίες 7 ημέρες το παιδί σας έφαγε έτοιμο φαγητό εστιατορίου εντός σπιτιού Πόσες φορές τις τελευταίες 7 ημέρες το παιδί σας έφαγε έτοιμο φαγητό εστιατορίου εκτός σπιτιού Επιβραβεύετε την καλή συμπεριφορά ή επιτυχία του παιδιού σας προσφέροντας του το αγαπημένο του φαγητό ή τρόφιμο Τιμωρείτε την κακή συμπεριφορά του παιδιού σας στερώντας του το αγαπημένο του φαγητό η τρόφιμο καμία 4-5 καμία 4-5 Παρατήρηση: η επόμενη σελίδα σας ανήκει. Μπορείτε να την κρατήσετε για ενημέρωση σε θέματα που αφορούν την σωστή ανάπτυξη και διατροφή του παιδιού και της οικογένειας. Συμβουλές για την αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού ΝΑΙ ΝΑΙ ΟΧΙ ΟΧΙ 1. Μετά το 5 ο έτος της ηλικίας η διατροφή του παιδιού θα πρέπει να είναι πλουσιότερη σε πρωτεΐνες με παράλληλη μείωση των υδατανθράκων και λιπών 2. H κατανάλωση λιπαρών στην καθημερινή διατροφή του παιδιού να μην ξεπερνάει το 20% 3. Σωστή κατανομή θερμίδων στα 5 συνήθη γεύματα της ημέρας ανάλογα με την δραστηριότητα του παιδιού 4. Θα πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση light προϊόντων 5. Προσεκτικός έλεγχος στις ετικέτες των τροφίμων με τις διατροφικές πληροφορίες κάθε προϊόντος 6. Προτροπή για άσκηση μικρής ή μέτριας έντασης 4-5 φορές την εβδομάδα διάρκειας min 7. Προτροπή για περιορισμό της τηλεθέασης και των βίντεο παιχνιδιών στον ελεύθερο χρόνο του παιδιού. Χρήσιμες ηλεκτρονικές διευθύνσεις για αναζήτηση πληροφοριών

268 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ζ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ Σχολείο Σύνολο δείγματος Έτος Ημερομηνίες διεξαγωγής μετρήσεων 2 ο Δ.Σ. Ληξουρίου Κεφαλληνίας Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου 26 ο Δ.Σ. Αθηνών Οκτωβρίου 110 ο Δ.Σ. Αθηνών Οκτωβρίου 7 ο Γυμνάσιο Περιστερίου Οκτωβρίου 1 ο Γυμνάσιο Κομοτηνής Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου 131 ο Δ.Σ. Αθηνών Νοεμβρίου Δ.Σ. Ευπαλίου Φωκίδας Νοεμβρίου Γυμνάσιο Ευπαλίου Φωκίδας Νοεμβρίου 1 ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής Δεκεμβρίου 2 ο Γυμνάσιο Δράμας Δεκεμβρίου 4 ο Δ.Σ. Κομοτηνής Ιανουαρίου- 4 ο Γενικό Λύκειο Αλεξανδρούπολης Φεβρουαρίου Γενικό Λύκειο Ευπαλίου Φωκίδας Μαρτίου 5 ο Δ.Σ. Ξάνθης Απριλίου-7 Μαΐου 10 Δ.Σ. Ξάνθης Μαΐου Γενικό Λύκειο Ιππείου Λέσβου Σεπτεμβρίου Γυμνάσιο Ιππείου Λέσβου Σεπτεμβρίου Γυμνάσιο Άντισσας Λέσβου Σεπτεμβρίου Γυμνάσιο Ερεσού Λέσβου Οκτωβρίου Γενικό Λύκειο Άντισσας Λέσβου Οκτωβρίου 2 ο Δ.Σ. Ναυπάκτου Αιτωλοακαρνανίας Οκτωβρίου 14 ο Δ.Σ. Μυτιλήνης Λέσβου Νοεμβρίου 4 ο Γενικό Λύκειο Καλλιθέας Νοεμβρίου 3 ο Γυμνάσιο Καλλιθέας Νοεμβρίου 3 ο Γενικό Λύκειο Πύργου Ηλείας Νοεμβρίου Γυμνάσιο Βροντάδου Χίου Δεκεμβρίου 8 ο Γυμνάσιο Ηρακλείου Κρήτης Φεβρουαρίου 13 ο Γυμνάσιο Λάρισας Φεβρουαρίου 6 ο Γυμνάσιο Ρόδου Μαρτίου 1 ο Δ.Σ. Άρτας Μαρτίου-1 Απριλίου 2 ο Δ.Σ. Ερμούπολης Σύρου Απριλίου 2 ο Γενικό Λύκειο Χίου Απριλίου 10 ο Γυμνάσιο Καλλιθέας Ιανουαρίου 1 ο Δ.Σ. Πολύγυρου Χαλκιδικής Φεβρουαρίου 4 ο Δ.Σ. Χρυσούπολης Καβάλας Φεβρουαρίου 3 ο Δ.Σ. Καστοριάς Μαρτίου 4 ο Δ.Σ. Συκεών Θεσσαλονίκης Μαρτίου 11 ο Δ.Σ. Συκεών Θεσσαλονίκης Απριλίου Δ. Σ. Περάματος Λέσβου Μαΐου Δ.Σ. Σκοπέλου Λέσβου Μαΐου 250

269 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Θ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Άθλησης Κατεύθυνση Εργοφυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής ΚΑΡΤΕΛΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 1. α/α 2. Σχολείο 3. Περιοχή 4. Τάξη 5. Φύλο 6. Ημερομηνία μέτρησης 7. Ημερομηνία γέννησης (χρόνια-μήνες-ημέρες) 8. Εθνικότητα- χώρα καταγωγής Πρόβλημα υγείας ΝΑΙ ΟΧΙ 10. Μάζα σώματος (kg) 11. Σωματικό ύψος (cm) 12. Δείκτης μάζας/ύψος (ΔΜΥ) 13. Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 14. Κατάταξη του μαθητή/τριας με βάση τις αποκλίσεις από την κανονική μάζα 15. Δείκτης Rohrer (RI) 16. Περίμετρος κοιλιάς (cm) 17. Περίμετρος ισχύου (cm) 18. WHR 19. Δερματοπτυχή δεξιού τρικέφαλου (mm) 20. Δερματοπτυχή δεξιού γαστροκνημίου (mm) 21. Άθροισμα δυο δερματοπτυχών 22. Ποσοστό σωματικού λίπους (%) 23. Μάζα λίπους (kg) 24. Αλιπη μάζα σώματος (kg) 25. Παλίνδρομο τρέξιμο ταχύτητας 10x5m (s) 26. Αναδιπλώσεις από την ύπτια κατάκλιση 30sec (επαν) 27. Συστολική αρτηριακή πίεση (mmhg) 28. Διαστολική αρτηριακή πίεση (mmhg) 251

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία»

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία» ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ «Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική

Διαβάστε περισσότερα

Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης. Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican

Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης. Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican Επιμέρους θέματα Οι διαστάσεις της παχυσαρκίας Επίπτωση και

Διαβάστε περισσότερα

Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο. Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού

Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο. Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού Επιδημία Παχυσαρκίας Source: IASOWebsite 2013 Αν δεν πάρουμε σύντομα αποτελεσματικά μέτρα,

Διαβάστε περισσότερα

Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα

Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Αποτελέσματα σωματομετρικών μετρήσεων Ελένη Πέππα, Διατροφολόγος Επιστημονική Συνεργάτις Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός ΠΕΡΙΛΗΨΗ Εισαγωγή Η παιδική παχυσαρκία έχει φτάσει σε επίπεδα επιδημίας στις μέρες μας. Μαστίζει παιδιά από μικρές ηλικίες μέχρι και σε εφήβους. Συντείνουν αρκετοί παράγοντες που ένα παιδί γίνεται παχύσαρκο

Διαβάστε περισσότερα

Από τον Κώστα κουραβανα

Από τον Κώστα κουραβανα Από τον Κώστα κουραβανα Περιεχόμενα Γενικός ορισμός παχυσαρκίας Ορμονικοί-Γονιδιακοί-παράγοντες Επιπτώσεις στην υγεία Θεραπεία-Δίαιτα Γενικός ορισμός παχυσαρκίας Παχυσαρκία είναι κλινική κατάσταση στην

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα»

Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα» Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα» Πως υπολογίζουµε εάν ένα παιδί έχει φυσιολογικό βάρος ; ΒΜΙ = Βάρος/Ύψος² (σε kg/m²) Χρησιμοποιείται

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων

Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων Η συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας έχει παγκοσμίως αυξηθεί και καθίσταται ολοένα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Ραφαέλα Χριστοδούλου Α.Φ.Τ.: 2010335637 Λεμεσός,

Διαβάστε περισσότερα

Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου

Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου Χριστιάνα Γ. Παυλίδου D.U., MSc Κλινικός ιατροφολόγος ιαιτολόγος Επιστηµονικός σύµβουλος ΠΑΙ ΕΙΑΤΡΟΦΗ by Epode Παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα Το

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ONOMATEΠΩΝΥΜΟ: ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΤΑΞΗ/ΤΜΗΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΟΙΤΗΣΗΣ:

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ONOMATEΠΩΝΥΜΟ:   ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΤΑΞΗ/ΤΜΗΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΟΙΤΗΣΗΣ: ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ONOMATEΠΩΝΥΜΟ: E-MAIL: ΤΗΛΕΦΩΝΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΤΑΞΗ/ΤΜΗΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΟΙΤΗΣΗΣ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ: ΗΛΙΚΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΕΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

& Xρόνια. Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο. Τρόπος Zωής. Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής

& Xρόνια. Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο. Τρόπος Zωής. Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής Τρόπος Zωής & Xρόνια Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο στα παιδιά και τους έφηβους Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής Παχυσαρκίας Α Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Nοσοκομείο

Διαβάστε περισσότερα

Αδραμερινά Άλκηστις Ειδικευόμενη Ιατρός Παιδιατρικής Κλινικής ΓΝ Δράμας

Αδραμερινά Άλκηστις Ειδικευόμενη Ιατρός Παιδιατρικής Κλινικής ΓΝ Δράμας Αδραμερινά Άλκηστις Ειδικευόμενη Ιατρός Παιδιατρικής Κλινικής ΓΝ Δράμας Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ) από το 1997 αναγνώρισε την παχυσαρκία ως μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας Παγκόσμιο πρόβλημα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία.

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία. Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία. Παχυσαρκία είναι η παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια των σπουδών για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ που απονέμει η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, σε

Διαβάστε περισσότερα

Συνοπτικά τα αποτελέσματα της μελέτης κατέγραψαν:

Συνοπτικά τα αποτελέσματα της μελέτης κατέγραψαν: Θέμα: Νέα Επιδημιολογική Μελέτη για τις Διατροφικές Συνήθειες, τη Συχνότητα της Παχυσαρκίας και τις Διατροφικές Διαταραχές στον Παιδικό και Εφηβικό Πληθυσμό της Κύπρου [Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑςΗς ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟςΙΑ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟΤΥΠΩςΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙςΗ ΤΗς ΠΑΙΔΙΚΗς ΠΑΧΥςΑΡΚΙΑς ΔΡΑςΕΙς ΓΙΑ ΤΗΝ ΑςΚΗςΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΙΕΙΝΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑςΗς ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟςΙΑ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟΤΥΠΩςΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙςΗ ΤΗς ΠΑΙΔΙΚΗς ΠΑΧΥςΑΡΚΙΑς ΔΡΑςΕΙς ΓΙΑ ΤΗΝ ΑςΚΗςΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΙΕΙΝΗ ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑςΗς ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟςΙΑ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟΤΥΠΩςΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙςΗ ΤΗς ΠΑΙΔΙΚΗς ΠΑΧΥςΑΡΚΙΑς ΔΡΑςΕΙς ΓΙΑ ΤΗΝ ΑςΚΗςΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Πρόσφατες ευρωπαϊκές

Διαβάστε περισσότερα

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας Μεταβολικό Σύνδρομο Δεν είναι ασθένεια αλλά ένα σύμπλεγμα από ιατρικές διαταραχές που

Διαβάστε περισσότερα

ΗΥ-SPSS Statistical Package for Social Sciences 1 ο ΜΑΘΗΜΑ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘ. ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ Διδάσκων Τ.Ε.Φ.Α.Α., Π.Θ.

ΗΥ-SPSS Statistical Package for Social Sciences 1 ο ΜΑΘΗΜΑ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘ. ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ Διδάσκων Τ.Ε.Φ.Α.Α., Π.Θ. ΗΥ-SPSS Statistical Package for Social Sciences 1 ο ΜΑΘΗΜΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘ. ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ Διδάσκων Τ.Ε.Φ.Α.Α., Π.Θ. Στατιστική με το SPSS Ως επιστήμονες, χρειαζόμαστε τη Στατιστική για 2 κυρίους λόγους: 1. Για

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Μιχαέλλα Σάββα Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Σελίδα1 Η ΑΝΑΓΚΗ Η αντιμετώπιση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Γνώση και στάση νοσηλευτών στη διαχείριση του πόνου καρκινοπαθών που νοσηλεύονται Παναγιώτης Χαραλάμπους Λεμεσός, 2014 i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΒΗΤΗ ΚΥΗΣΗΣ Χρυστάλλα, Γεωργίου Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου1

Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου1 Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου 1, Φ. Καραχάλιου 1, Θ. Ψαλτοπούλου 2, Δ. Κουτσούκη 3, Ι. Μανιός 4, Γ. Μπογδάνης 3, Β. Καραγιάννη 5, Α. Καψάλη 6, Α. Χατζάκης 2, Σ. Μιχαλάκος 1 1 Ενδοκρινολογικό Τμ. Νοσοκ. Παίδων,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η αφορμή για την επιλογή του θέματος δόθηκε από δημοσίευση των αποτελεσμάτων έρευνας με θέμα «Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία». Έρευνα που έγινε σε όλη την Ε.Ε. κατέδειξε την Ελλάδα πρώτη σε

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης ί>ηγο^η 26 Επιστήμες της Αγωγής 26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΣΕΛΟΥ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΟΣ-ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους είναι συχνότερο φαινόμενο από ότι πιστεύουν οι περισσότεροι

Η υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους είναι συχνότερο φαινόμενο από ότι πιστεύουν οι περισσότεροι Η υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους είναι συχνότερο φαινόμενο από ότι πιστεύουν οι περισσότεροι ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αρτηριακή υπέρταση προσβάλλει το 25% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως Ο επιπολασμός της αναμένεται

Διαβάστε περισσότερα

Πηγή: Πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ (MIS 346816) 6/10/2015. Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα

Πηγή: Πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ (MIS 346816) 6/10/2015. Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Υπέρταση Υπερχοληστερολαιμία Χρόνια Κατάθλιψη Φαρμακοληψία Ελένη-Μαρία Παπατέστα, Iατρός Επιστημονική Συνεργάτις Ελληνικού Ιδρύματος

Διαβάστε περισσότερα

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ «Η μεγαλύτερη δύναμη της δημόσιας υγείας είναι η πρόληψη»

Διαβάστε περισσότερα

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2) Ο Σακχαρώδης Διαβήτης γενικά είναι μια πάθηση κατά την οποία ο οργανισμός και συγκεκριμένα το πάγκρεας δεν παράγει ή δεν

Διαβάστε περισσότερα

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο.

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο. ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Παχυσαρκία σημαίνει υπέρμετρη αύξηση του σωματικού λίπους σε ποσοστό τέτοιο, ώστε να δυσχεραί- νει την υγεία του ανθρώπου. Η παιδική & εφηβική παχυσαρκία συνήθως διατηρείται και στην

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΤΕ, Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Π.Θ. Γ.Ν.Θ. «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ» ΜSc Εργαστήριο Ιατρικής της Άθλησης Α.Π.Θ. Πτυχιούχος

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17 Περιεχόμενα Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17 1 Εισαγωγή 21 1.1 Γιατί χρησιμοποιούμε τη στατιστική; 21 1.2 Τι είναι η στατιστική; 22 1.3 Περισσότερα για την επαγωγική στατιστική 23 1.4 Τρεις

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς Μεταβολικό Σύνδρομο Γλυκόζης νηστείας 110mg/dl Σπλαχνική παχυσαρκία [>102cm (m) >88cm (f)] TG 150mg/dl αρτηριακή

Διαβάστε περισσότερα

Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2

Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2 Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2 Ελένη Αθανασιάδου, Κωνσταντίνος Παλέτας, Μαρία Σαρηγιάννη, Πασχάλης Πάσχος, Ελένη Μπεκιάρη, Απόστολος Τσάπας Β Παθολογική Κλινική,

Διαβάστε περισσότερα

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Β. Α. Παπαγεωργίου MD, Med, Δρ. Α.Π.Θ. Παιδοψυχίατρος - TEACCH Consultant τ. Επίκουρος Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής Οι Δ.Π.Τ. Δεν είναι απλώς αποκλίνουσες διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης Ενότητα 7: Προγραμματισμός προπόνησης ανάπτυξης φυσικής κατάστασης Γεροδήμος Βασίλειος, Καρατράντου Κωνσταντίνα Τμήμα Επιστήμης

Διαβάστε περισσότερα

Παιδική παχυσαρκία στα ηµοτικά Σχολεία Βροντούς, Αγίου Σπυρίδωνα και ίου - Προτάσεις για αντιµετώπιση της επιδηµίας

Παιδική παχυσαρκία στα ηµοτικά Σχολεία Βροντούς, Αγίου Σπυρίδωνα και ίου - Προτάσεις για αντιµετώπιση της επιδηµίας Παιδική παχυσαρκία στα ηµοτικά Σχολεία Βροντούς, Αγίου Σπυρίδωνα και ίου - Προτάσεις για αντιµετώπιση της επιδηµίας Πρόσφατα υλοποιήθηκε µία σειρά ενηµερωτικών εκδηλώσεων στα ηµοτικά Σχολεία Βροντούς,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ. Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου

ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ. Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου Χαράλαμπος Χατζηγεωργίου MD, Μιχάλης Τορναρίτης PhD, Σάββας Χρ Σάββα MD, Αντώνης Καφάτος MD

Διαβάστε περισσότερα

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ: EΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. Με την αποκλειστική συνεργασία και χορηγία της Boehringer Ingelheim Ellas

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ: EΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. Με την αποκλειστική συνεργασία και χορηγία της Boehringer Ingelheim Ellas ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ: EΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ /ΠΡΟΦΙΛ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ Ποσοτική έρευνα πολλαπλής συμμετοχής (Omnibus) - Εταιρεία ερευνών Centrum Research Στρωματοποιημένης,

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής. Πρακτική Άσκηση στην Κοινότητα

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής. Πρακτική Άσκηση στην Κοινότητα ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής Πρακτική Άσκηση στην Κοινότητα 2016 2017 ΦΟΡΕΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ: Διαιτολογικό Γραφείο κυρίου Κανελλάκη Σπυρίδωνα Αιμιλία Κουτρουλάκη (ds213036)

Διαβάστε περισσότερα

Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού»

Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑςΗς ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟςΙΑ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟΤΥΠΩςΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙςΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετιζόμενα με το βρογχικό άσθμα στα παιδιά και στους έφηβους Κουρομπίνα Αλεξάνδρα Λεμεσός [2014] i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

«ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ»

«ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ» Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ» Yποχρεωτική άσκηση επιλογής Διατροφική επιδημιολογία Σχετικά θεωρητικά θέματα

Διαβάστε περισσότερα

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή;

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή; Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή; Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε μία μεγάλη έρευνα, γνωστή ως η μελέτη των 7 χωρών, όπου μελετήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες ανθρώπων από τις εξής

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Είδη μεταβλητών Ποσοτικά δεδομένα (π.χ. ηλικία, ύψος, αιμοσφαιρίνη) Ποιοτικά δεδομένα (π.χ. άνδρας/γυναίκα, ναι/όχι) Διατεταγμένα (π.χ. καλό/μέτριο/κακό) 2 Περιγραφή ποσοτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Όνοµα µαθητή ΕΠΙ ΟΣΗ (cm) 2 2 0 0 1 1 1 1 1 1 0 1 ΑΛΜΑ ΣΕ ΜΗΚΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΟΡΑ ΑΓΟΡΙΩΝ Οµαλοποιηµένα δεδοµένα ( ου, ου και 5 ου εκατοστηµορίου) πανελλήνιας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ Η Σημασία της σωστής διατροφής και της άσκησης στην εφηβεία Οι διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ, PROLEPSIS Η ΑΝΑΓΚΗ Η οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεόραση και Παχυσαρκία Ερευνητική Εργασία (Project) Τμήμα: ΑΠ4 1 ο ΕΠΑ.Λ. Κορωπίου Σχ. Έτος: Υπεύθ. Καθηγητές: Λέκκας Λ. Ράπτης Τ.

Τηλεόραση και Παχυσαρκία Ερευνητική Εργασία (Project) Τμήμα: ΑΠ4 1 ο ΕΠΑ.Λ. Κορωπίου Σχ. Έτος: Υπεύθ. Καθηγητές: Λέκκας Λ. Ράπτης Τ. Τηλεόραση και Παχυσαρκία Ερευνητική Εργασία (Project) Τμήμα: ΑΠ4 1 ο ΕΠΑ.Λ. Κορωπίου Σχ. Έτος: 2012-2013 Υπεύθ. Καθηγητές: Λέκκας Λ. Ράπτης Τ. διαλέξαμε το θέμα αφορμή Στατιστικά έχουμε τα πιο παχύσαρκα

Διαβάστε περισσότερα

Γ.Βαλσαμάκης1,2, Ε.Λ.Κυριαζή2, Ε.Καπάνταης3, Γ.Μαστοράκος2

Γ.Βαλσαμάκης1,2, Ε.Λ.Κυριαζή2, Ε.Καπάνταης3, Γ.Μαστοράκος2 Γ.Βαλσαμάκης1,2, Ε.Λ.Κυριαζή2, Ε.Καπάνταης3, Γ.Μαστοράκος2 1Ιδιωτικό ιατρείο Παχυσαρκίας, Βριλήσσια 2Ενδοκρινολογική Μονάδα, Β Πανεπιστημιακή,Μαιευτική-Γυναικολογική κλινική, Αρεταίειο Νοσοκομείο, ΕΚΠΑ.

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ Δημήτρης Κουρέτας, PhD Τμήμα Βιοχημείας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Η παχυσαρκία θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλήτρια - Εισηγήτρια : Κουτσή Αγορίτσα ιατροφολόγος - ιαιτολόγος

Ομιλήτρια - Εισηγήτρια : Κουτσή Αγορίτσα ιατροφολόγος - ιαιτολόγος Ομιλήτρια - Εισηγήτρια : Κουτσή Αγορίτσα ιατροφολόγος - ιαιτολόγος Συχνότερο πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως Έχει πάρει χαρακτήρα «επιδημίας» Μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία (Manios Y. et al,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

Η δημιουργία και η πιλοτική εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου αξιολόγησης νευρογενών διαταραχών κατάποσης.

Η δημιουργία και η πιλοτική εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου αξιολόγησης νευρογενών διαταραχών κατάποσης. Α.Τ.Ε.Ι. ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Η δημιουργία και η πιλοτική εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου αξιολόγησης νευρογενών διαταραχών κατάποσης. Σπουδαστές: Κάτανα Ελευθερία

Διαβάστε περισσότερα

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Διάλεξη 5: Σακχαρώδης Διαβήτης και Άσκηση Υπεύθυνη Μαθήματος: Χ. Καρατζαφέρη Διδάσκοντες: Χ. Καρατζαφέρη, Γ. Σακκάς, Α. Καλτσάτου 2013-2014 Διάλεξη 5 ΤΕΦΑΑ, ΠΘ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΓΕΛ ΜΕΤΣΟΒΟΥ 2016/17 ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ Σχολείο: ΓΕΛ Μετσόβου Τάξη Β Υπεύθυνοι προγράμματος: Τρομπούκη Χαριτίνη Μυλωνάς Πέτρος Σκοπός Έρευνας Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μαθητών σε ότι

Διαβάστε περισσότερα

Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14. Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου. Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο

Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14. Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου. Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14 Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου Η Διατροφή των Εφήβων Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο Περιεχόμενο παρουσίασης Περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων

Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ 1 ο βήμα : καταγραφή δεδομένων Το πιο πρακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Επιδημιολογία. Ενότητα 1η: Εισαγωγή Ορισμοί, Αιτιολογία των Νοσημάτων. Προσπάθεια λογικής εξήγησης της εμφάνισης νόσου.

Επιδημιολογία. Ενότητα 1η: Εισαγωγή Ορισμοί, Αιτιολογία των Νοσημάτων. Προσπάθεια λογικής εξήγησης της εμφάνισης νόσου. Επιδημιολογία Ενότητα 1η: Εισαγωγή Ορισμοί, Αιτιολογία των Νοσημάτων Ροβίθης Μιχαήλ 2006 1 Ιπποκράτης (400 Π.Χ) Προσπάθεια λογικής εξήγησης της εμφάνισης νόσου. «Η εμφάνιση νόσου δεν οφείλεται σε θεϊκή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΑ05: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ: ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ

ΕΑ05: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ: ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη Διοίκηση, τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας ΕΑ05: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ: ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗΣ Αθήνα, 10/12/2015

Διαβάστε περισσότερα

24/1/ ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

24/1/ ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014 1 2 Σχετικά με την παχυσαρκία Η παχυσαρκία αναγνωρίστηκε παγκοσμίως μία από τις πιο επικίνδυνες και σοβαρές ασθένειες

Διαβάστε περισσότερα

Πόσο μπορούμε να εξατομικεύσουμε ένα διατροφικό πρόγραμμα απώλειας βάρους; Γιάννης Δημακόπουλος, RD, MSc

Πόσο μπορούμε να εξατομικεύσουμε ένα διατροφικό πρόγραμμα απώλειας βάρους; Γιάννης Δημακόπουλος, RD, MSc Πόσο μπορούμε να εξατομικεύσουμε ένα διατροφικό πρόγραμμα απώλειας βάρους; Γιάννης Δημακόπουλος, RD, MSc Χωρίς εξατομίκευση (ισορροπημένο) Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε το άτομο. Φύλο Ηλικία Σωματικό βάρος

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμη και Τεχνολογία Τροφίμων και Διατροφή του Ανθρώπου» Κατεύθυνση: «Διατροφή, Δημόσια

Διαβάστε περισσότερα

Χρήστος Γαλανάκης, Μάρκος Δασκαλάκης, Ιωάννης Μελισσάς

Χρήστος Γαλανάκης, Μάρκος Δασκαλάκης, Ιωάννης Μελισσάς ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ, ΓΛΥΚΟΖΗΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΕ ΝΟΣΟΓΟΝΑ ΠΑΧΥΣΑΡΚΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΒΑΡΟΥΣ ΜΕ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ. Χρήστος Γαλανάκης, Μάρκος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ. Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ. Τμήμα Νοσηλευτικής

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ. Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ. Τμήμα Νοσηλευτικής ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ Τμήμα Νοσηλευτικής ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Το παιδί από τη γέννησή του μέχρι την ηλικία των 19 έως 20 ετών παρουσιάζει μία αύξηση του βάρους αλλά και του ύψους. Αν

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΗ & ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ & ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ Αθηνά Λινού, MD, PhD, MPH Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Διευθύντρια του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Πρόεδρος Ινστιτούτου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ Παναγιώτου Νεοφύτα 2008969752 Επιβλέπων καθηγητής Δρ. Νίκος Μίτλεττον,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Γεωργίου Μύρια Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S Θυρεοειδής κα παραθυροειδείς αδένες Θυρεοειδικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Παχυσαρκία και νεφρική νόσος ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΝΟΣΟΣ Κριτήρια* Η διαπίστωση για 3 μήνες: Νεφρικής βλάβης GFR < 60 ml/min/1.73m2 με ή χωρίς νεφρική

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Χριστίνα Κανακά- Gantenbein Αναπλ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας-Νεανικού ιαβήτη Α Παιδιατρική Κλινική Παν/µίου Αθηνών

ρ. Χριστίνα Κανακά- Gantenbein Αναπλ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας-Νεανικού ιαβήτη Α Παιδιατρική Κλινική Παν/µίου Αθηνών Απότοµη πρόσληψη βάρους κατά την παιδική ηλικία και µελλοντική παχυσαρκία ρ. Χριστίνα Κανακά- Gantenbein Αναπλ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας-Νεανικού ιαβήτη Α Παιδιατρική Κλινική Παν/µίου Αθηνών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Σπυρίδωνας Μαντζανίκας 1, Μαρία Αγαπίου 1, Ελένη Τριανταφυλλίδη 2, Χαρίλαος Κούτης 3, Ιωάννης Λεκάκης 4 1 RN, Γ.Ν. Αθηνών «Ιπποκράτειο» 2

Διαβάστε περισσότερα

ΙΔΡΥΜΑ. Θεσσαλονίκη, ύλα

ΙΔΡΥΜΑ. Θεσσαλονίκη, ύλα ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ, ΤΡΟΦΙΜΩΝ & ΔΙΑΤΡΟΦΗΔ ΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ & ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ Πτυχιακή

Διαβάστε περισσότερα

http://eyzin.minedu.gov.gr/pages/e-learning.aspx Πρόγραμμα Διαδικτυακής Τηλεκπαίδευσης (e-learning)

http://eyzin.minedu.gov.gr/pages/e-learning.aspx Πρόγραμμα Διαδικτυακής Τηλεκπαίδευσης (e-learning) http://eyzin.minedu.gov.gr/pages/e-learning.aspx Πρόγραμμα Διαδικτυακής Τηλεκπαίδευσης (e-learning), Το πρόγραμμα ΕΥΖΗΝ παρεμβαίνει, μέσω συγκεκριμένων δράσεων, στην καθημερινότητα τόσο του σχολείου και

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. iii

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. iii ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Χανίων κύριο Βασίλειο Γλυμιδάκη, για τη διευκόλυνση που μου παρείχε έτσι ώστε να έχω πρόσβαση στα δεδομένα κάθε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση:

Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜ Α ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση: επιπτώσεις στην έκβαση της κύησης και στο έμβρυο Ονοματεπώνυμο: Στέλλα Ριαλά Αριθμός

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ Η παχυσαρκία αποτελεί μία ασθένεια η οποία τείνει να εκλάβει διαστάσεις επιδημίας ή κοινωνικής μάστιγας τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οργανισμό

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ. Δειγματοληψία & Μετρήσεις

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ. Δειγματοληψία & Μετρήσεις ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Δειγματοληψία & Μετρήσεις Μέρη της Έρευνας Ποιο είναι το πρόβλημα? Εισαγωγή Πώς ερευνήθηκε το πρόβλημα? Μέθοδος Τι βρέθηκε? Αποτελέσματα Τι σημαίνει αυτό που βρέθηκε? -

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΡΓΙΛΑ ΕΛΕΝΗ Απαρτιωμένη Διδασκαλία ΕΙΣΑΓΩΓΗ Διάγνωση: είναι η πολύπλοκη διαδικασία αναγνώρισης και ταυτοποίησης μιας διαταραχής που γίνεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Μαστρογιάννη Μαρία Διπλωματική Εργασία υποβληθείσα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Κωνσταντινίδου Ελίζα

Διαβάστε περισσότερα

Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παχυσαρκίας των ενηλίκων. Ιωάννα Πασπάλα, Άννα Τσιλιγκίρογλου - Φαχαντίδου

Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παχυσαρκίας των ενηλίκων. Ιωάννα Πασπάλα, Άννα Τσιλιγκίρογλου - Φαχαντίδου Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παχυσαρκίας των ενηλίκων Ιωάννα Πασπάλα, Άννα Τσιλιγκίρογλου - Φαχαντίδου Θεσσαλονίκη 2007 2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στην αναφορά του για την παχυσαρκία

Διαβάστε περισσότερα

Η διατροφή των μαθητών: Η περίπτωση των Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων

Η διατροφή των μαθητών: Η περίπτωση των Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων IHPCBG: Επένδυση για την υγεία και ευημερία των παιδιών σε Βουλγαρία και Ελλάδα IHPCBG: Investment in the health and the prosperity of the children in the Bulgarian Greek region 10-12 Οκτωβρίου 2013 Η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή διατριβή ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας. Δημοσκοπική Έρευνα

Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας. Δημοσκοπική Έρευνα Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας Δημοσκοπική Έρευνα Εισαγωγή Στην εφηβική ηλικία μπορεί να παρατηρηθούν διαταραχές πρόσληψης της τροφής, για παράδειγμα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ PASW ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ: Η ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΣ... 29

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ PASW ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ: Η ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΣ... 29 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 Μεταβλητές...5 Πληθυσμός, δείγμα...7 Το ευρύτερο γραμμικό μοντέλο...8 Αναφορές στη βιβλιογραφία... 11 2 ΤΟ PASW ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ... 13 Περίληψη... 13 Εισαγωγή... 13 Με μια ματιά...

Διαβάστε περισσότερα

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» «Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» Θεοδώρα Πάσχου α.μ 12181 Τμήμα Λογοθεραπείας-Τ.Ε.Ι ΗΠΕΙΡΟΥ Εισαγωγικές επισημάνσεις 1) η εκδήλωση διαταραχών στην κατάκτηση μαθησιακών δεξιοτήτων προκαλεί

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία Αξιολόγησης Μαθητών

Στοιχεία Αξιολόγησης Μαθητών Στοιχεία Αξιολόγησης Μαθητών ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013-2014 ΝΟΜΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ Με την επιστημονική ευθύνη του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Περιγραφή & Στόχοι του Προγράμματος Τ

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτική Στατιστική

Αναλυτική Στατιστική Αναλυτική Στατιστική Συμπερασματολογία Στόχος: εξαγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο ενός πληθυσμού, αντλώντας πληροφορίες από ένα μικρό υποσύνολο αυτού Ορισμοί Πληθυσμός: σύνολο όλων των υπό εξέταση μονάδων

Διαβάστε περισσότερα

Έναρξη προγράμματος διαδικτυακής τηλεκπαίδευσης του ΕΥΖΗΝ

Έναρξη προγράμματος διαδικτυακής τηλεκπαίδευσης του ΕΥΖΗΝ Έναρξη προγράμματος διαδικτυακής τηλεκπαίδευσης του ΕΥΖΗΝ Το πρόγραμμα ΕΥΖΗΝ παρεμβαίνει, μέσω συγκεκριμένων δράσεων, στην καθημερινότητα του σχολείου και της ελληνικής οικογένειας, παρέχοντας διαρκή συμβουλευτική

Διαβάστε περισσότερα

Σακχαρώδης Διαβήτης. Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης

Σακχαρώδης Διαβήτης. Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Σακχαρώδης Διαβήτης Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Number of people with diabetes by IDF Region, 2013 IDF Diabetes Atlas.

Διαβάστε περισσότερα

Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Από τη

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος της Φυσικής δραστηριότητας στην κινητική επάρκεια και την ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος του παιδιού

Ο ρόλος της Φυσικής δραστηριότητας στην κινητική επάρκεια και την ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος του παιδιού Ο ρόλος της Φυσικής δραστηριότητας στην κινητική επάρκεια και την ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος του παιδιού Ελευθέριος Κέλλης, Ph.D Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνής προβληματισμός Μη σωστή στάση Προβλήματα

Διαβάστε περισσότερα

Ιδέες για ένα σωστό πρωινό

Ιδέες για ένα σωστό πρωινό Ιδέες για ένα σωστό πρωινό Υγιεινή Διατροφή Ισορροπία Ποικιλία Μέτρο Ομάδες τροφίμων Γάλα-γαλακτοκομικά προϊόντα (γιαούρτι) Φρούτα-απλοί υδατάνθρακες Λαχανικά (κυρίως πράσινα φυλλώδη) Ψωμί-αμυλώδη τρόφιμα

Διαβάστε περισσότερα