Παλαιοοικολογική μελέτη Πλειο-πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Παλαιοοικολογική μελέτη Πλειο-πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου"

Transcript

1 ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Διπλωματική Εργασία Παλαιοοικολογική μελέτη Πλειο-πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου Βικτωρία Κούρτσου ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Πάτρα 2014

2 1 Αφιερωμένο στην οικογένεια μου

3 Ευχαριστίες. Η παρούσα Διπλωματική Εργασία εκπονήθηκε στον Τομέα Γενικής Θαλάσσιας Γεωλογίας και Γεωδυναμικής του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστήμιου Πατρών, στα πλαίσια διδακτορικής διατριβής του υποψήφιου Διδάκτορα, Πηνελόπης Παπαδοπούλου και υπό την επίβλεψη του Επίκουρου Καθηγητή, Γιώργου Ηλιόπουλου. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον Επίκουρο Καθηγητή Γιώργο Ηλιόπουλο, ο οποίος μου προσέφερε το ενδιαφέρον θέμα και την εμπιστοσύνη του, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω την πτυχιακή μου εργασία στο συγκεκριμένο επιστημονικό τομέα. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω εκ βαθέων την υποψήφια Διδάκτορα Πηνελόπη Παπαδοπούλου για το αμείωτο ενδιαφέρον, τις σημαντικές υποδείξεις, τις συμβουλές, τις πολύτιμες γνώσεις καθώς και τον χρόνο που αφιέρωσε στη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας εργασίας, όλα αυτά μαζί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχημένη ολοκλήρωσή της. Τέλος, θέλω να εκφράσω ένα τεράστιο ευχαριστώ στην οικογένεια μου, για την στήριξη και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μου. Πέραν όμως από την πολύτιμη αυτή στήριξη, μου έδωσαν όλα τα εφόδια ώστε να γίνω ένας σωστός Άνθρωπος και αυτό είναι κάτι που δεν μαθαίνεται, αλλά μεταδίδεται. 2

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ευχαριστίες ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της εργασίας Μικροπαλαιοντολογία Παλαιοοικολογία ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Γεωλογία ευρύτερης περιοχής Γεωλογία περιοχής μελέτης Θέση μελέτης Λιθοστρωματογραφία τομής ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Τεκτονική- γενικά Τεκτονική ευρύτερης περιοχής Τεκτονική της τομής μελέτης ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΙΚΡΟΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Γενική περιγραφή οστρακωδών Μορφολογικά χαρακτηριστικά Αναπαραγωγή και ενηλικίωση Οικολογία Γενική περιγραφή τρηματοφόρων Το κέλυφος των τρηματοφόρων Μορφολογικά στοιχεία του κελύφους Δίκτυο ψευδοποδίων Κύκλος ζωής Παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και την εξάπλωση των τρηματοφόρων

5 5.2.6 Εξέλιξη και Στρωματογραφική εξάπλωση ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Παρουσίαση αποτελεσμάτων Συστηματική Ταξινόμηση Ανάλυση δειγμάτων Χρονοστρωματογραφία Στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων Συζήτηση ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...80 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...81 Παράρτημα με φωτογραφικό υλικό

6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Σκοπός εργασίας Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι ο καθορισμός και η εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος και της παλαιοοικολογίας της υπό έρευνας περιοχής. Για τον λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε η στρωματογραφική, τεκτονική και κυρίως μικροπαλαιοντολογική μελέτη της τομής και των αντίστοιχων δειγμάτων. 1.2 Μικροπαλαιοντολογία Μικροπαλαιοντολογία είναι ένας κλάδος της Παλαιοντολογίας που μελετά μικροαπολιθώματα. Με τον όρο μικροαπολιθώματα εννοούμε μικροσκοπικού μεγέθους απολιθωμένους ζωικούς οργανισμούς (Τρηματοφόρα, Οστρακώδη, Ακτινόζωα κ.λπ.) ή φυτικούς οργανισμούς (Διάτομα κ.λπ.) ή απολιθωμένα μικροσκοπικά τμήματα μεγαλύτερων οργανισμών (βελόνες Σπόγγων ή αχινών, Κωνόδοντα, λέπια Ιχθύων, κόκκους γύρης κ.λπ.). Η μελέτη στη Μικροπαλαιοντολογία απαιτεί πάντοτε τη χρήση του στερεοσκοπίου και του μικροσκοπίου. Η επιστήμη αυτή, εκτός από τη λεπτοδομή και μορφολογία των μικροαπολιθωμάτων, μελετά τη συστηματική ταξινόμησή τους, την φυλογενετική τους εξέλιξη, την οικολογία, παλαιοβιολογία και γεωγραφική και στρωματογραφική τους εξάπλωση. Κατά τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε πολύ σπουδαία εφαρμοσμένη επιστήμη και συμβάλλει θετικά ιδιαίτερα σε έρευνες για πετρελαιοφόρα ή μεταλλοφόρα κοιτάσματα. Επίσης με την εφαρμογή των μικροπαλαιοντολογικών μεθόδων, προσδιορίζεται η ηλικία των διαφόρων στρωμάτων της γης και δίνονται λύσεις σε προβλήματα, που σχετίζονται γενικά με τη γεωλογία, τεκτονική, στρωματογραφία, παλαιοοικολογία, παλαιογεωγραφία και παλαιοκλιματολογία μιας περιοχής (Δερμιτζάκης Μ. & Γεωργιάδου Δ., 1985). 1.3 Παλαιοοικολογία Παλαιοοικολογία είναι η επιστήμη που εξετάζει τα απολιθώματα και εξηγεί τη σχέση τους στα παλαιοοικοσυστήματα. Περιλαμβάνει παλαιοντολογική ταξινόμηση, γεωχημεία, παλαιοβιολογία, παλαιοκλιματολογία, παλαιοωκεανογραφία, γεωλογία, ιζηματολογία. Οι στόχοι της παλαιοοικολογίας είναι οι εξής: η αναπαράσταση των παλαιών περιβαλλόντων, η κατανόηση του τρόπου ζωής των παλαιών οργανισμών από την μελέτη των απολιθωμάτων, η αναγνώριση επαναλαμβανόμενων συναθροίσεων των παλαιών οργανισμών που καθορίζουν τα απομεινάρια (παλαιοκοινοτήτων), η αναδημιουργία των αλληλεπιδράσεων των οργανισμών με τα περιβάλλοντα τους καθώς και μεταξύ τους και τέλος η δημιουργία μεγάλης κλίμακας και μακροπρόθεσμων μοντέλων οικοσυστημάτων. Οι βασικές αρχές της παλαιοοικολογίας πρεσβεύουν ότι κάθε οργανισμός είναι προσαρμοσμένος να ζει σε 5

7 ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, κάθε οργανισμός εξαρτάται έμμεσα ή άμεσα από τα περισσότερα ή όλα τα μέλη της κοινωνίας στην οποία ζει και τέλος, κάθε οργανισμός εξαρτάται από τους περιορισμούς του περιβάλλοντος στο οποίο έχει προσαρμοστεί και ζει. Έτσι συμπεραίνουμε ότι για μια περιβαλλοντική-παλαιοοικολογική αναπαράσταση πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας κάποιες παραμέτρους, οι οποίες είναι πρώτον ένα καλά τεκμηριωμένο στρωματογραφικό πλαίσιο που παρέχει το χώρο και το χρόνο απαραίτητα για συγκρίσεις των απολιθωμάτων, δεύτερον μια καλή συστηματική ταξινόμηση που είναι τα βασικά στοιχειά της παλαιοοικολογίας, συνεπάγετε ότι αυτά πρέπει να ορίζονται επακριβώς και σωστά εντός του στρωματογραφικού πλαισίου και τρίτον ένα κατανοητό οικολογικό πλαίσιο δηλαδή η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ζωντανοί οργανισμοί λειτουργούν εντός του οικοσυστήματος τους, πως η μορφολογία και η φυσιολογία τους προσαρμόζεται στις συνθήκες της ζωής τους και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (Γιαννάκου, Α., 2013) Γεωλογία ευρύτερης περιοχής 2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Η Ελληνική χερσόνησος βρίσκεται σε καθεστώς σύγκλισης - σύγκρουσης της Ευρασιατικής λιθοσφαιρικής πλάκας με την Αφρικανική (Εικόνα 1). Το καθεστώς αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την καταβύθιση ωκεάνιου φλοιού της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική σχηματίζοντας την Ελληνική δίαυλο του νοτίου Αιγαίου. Θεωρείται επίσης ότι στην παραμόρφωση της Ελληνικής χερσονήσου συνεισφέρει η τεκτονική διαφυγή (εξώθηση) της πλάκας της Ανατολίας προς τα δυτικά (Taymaz et al., 1991, Jackson, 1994, Le Pichon et al.1995) καθώς και η οπισθοχώρηση της καταδυόμενης Αφρικανικής πλάκας προς το νότο (Le Pichon & Angelier, 1979, Hatzfeld et al., 1997, Meijer & Wortel, 1997) κατά την οποία η Αιγιακή πλάκα έλκεται και προωθείται προς την ίδια κατεύθυνση, λόγω καταβύθισης της ψυχρότερης και πυκνότερης Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική αλλά και λόγω βαρυτικής ολίσθησης του ρηχού Αιγαίου προς την βαθύτερη Μεσόγειο. Αυτά προκαλούν γενικά ιδιαίτερα πολύπλοκη ενεργό τεκτονική σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο, καθώς και την δημιουργία του Ελληνικού τόξου. Το Ελληνικό τόξο λοιπόν έχει τις κύριες ιδιότητες ενός τυπικού νησιωτικού τόξου, δηλαδή αποτελείται από ένα εξωτερικό ιζηματογενές τόξο, και ένα εσωτερικό ηφαιστειακό τόξο με Τεταρτογενή ηφαίστεια βορειότερα (Papazachos & Panagiotopoulos, 1993), το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 120 km από το αντίστοιχο ιζηματογενές. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα ηφαιστειακά κέντρα των Σουσακίου, Μεθάνων-Μήλου-Θήρας και Νισύρου-Κω. Έχει μήκος περισσότερο από 450 χιλιόμετρα (Fyticas et al.,1984) και αναπτύσσεται χιλιόμετρα πάνω από την αμφιθεατρική ζώνη καταβύθισης του ωκεάνιου φλοιού (κλίση ζώνης καταβύθισης μοίρες) (Koukouvelas & Aydin, 2002). 6

8 Εικόνα 1. Απεικόνιση του ηφαιστειακού τόξου Νότιου Αιγαίου. ( Το Σουσάκι αποτελεί το δυτικότερο άκρο του ηφαιστειακού τόξου του Νοτίου Αιγαίου και βρίσκεται περίπου 15 km ανατολικά της Κορίνθου, στην Δυτική Ελλάδα (Γαλανόπουλος et al., 1998). Δεν μπορεί απλώς να θεωρηθεί ως ηφαιστειακό κέντρο, γιατί το μόνο πράγμα που απομένει σήμερα είναι μερικές εμφανίσεις ηφαιστειακών πετρωμάτων περιορισμένης έκτασης (με συνολικό όγκο λιγότερο από 1 km 3 ) που είναι διασκορπισμένες σε μια σχετικά μεγάλη περιοχή (Francalanci et al., 2005). Παράλληλα, η περιοχή του Σουσακίου, παρότι οι ηφαιστειακές εμφανίσεις εκεί είναι σημαντικά μικρότερες από ότι στα υπόλοιπα ηφαιστειακά κέντρα του τόξου, παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή είναι η δυτικότερη και παλαιότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα του Καινοζωικού αιώνα στο τόξο. Βρίσκεται κατά μήκος του βορειοανατολικού άκρου του κόλπου της Κορίνθου, που είναι ένα από τις πιο τεκτονικά και σεισμικά ενεργές περιοχές στην Ευρώπη (Leeder et al., 2008) και η μόνη περιοχή του βόρειου τμήματος της λεκάνης, όπου Νεογενή ιζήματα έχουν επηρεαστεί από νεότερα, λόγω ανύψωσης της Αλπικής βάσης (Schroeder, 1976). Επιπλέον βρίσκεται στο σημείο με την παχύτερη κρούστα φλοιού από ότι τα άλλα ηφαιστειακά κέντρα του τόξου (Pe-Piper και Χατζηπαναγιώτου, 1997). 7

9 2.2 Γεωλογία περιοχής μελέτης Θέση μελέτης Εικόνα 2: Δορυφορική φωτογραφία απ τον Google Earth που απεικονίζει την θέση της τομής στην οποία πραγματοποιήθηκε η δειγματοληψία. Η θέση της τομής που μελετήθηκε, βρίσκεται ΒΔ των Αγίων Θεοδώρων νομού Κορινθίας με τις συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος : 37 55'26.84"Β, γεωγραφικό μήκος : 23 7'5.76"Α) (Google Earth). Πρόκειται ουσιαστικά για μία τεχνητή τομή (στις παρυφές του προαστιακού σιδηροδρόμου), μήκους 240 m στην οποία και έγινε η δειγματοληψία. Η τομή αποτελείται από 3 τμήματα, το δυτικό με μάργες, το κεντρικό με ρηξιγενή ζώνη και το ανατολικό με κροκαλοπαγή, τα οποία θα αναλυθούν χωριστά παρακάτω. Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα που βλέπουμε στον παρακάτω γεωλογικό χάρτη (Εικόνα 3) της ευρύτερης περιοχής του Σουσακίου γνωρίζουμε ότι η τομή μας βρίσκεται στην περιοχή με μάργες, μαργαϊκούς ψαμμίτες και μαργαϊκά κροκαλοπαγή. Επίσης υπάρχουν 2 σχεδόν παράλληλα μεταξύ τους ρήγματα διεύθυνσης Α-Δ πάνω από την θέση της τομής, καθώς επίσης δυτικά της τομής ένα ρήγμα ΝΑ-ΒΔ διεύθυνσης. Η στρωματογραφία γενικά της ευρύτερης περιοχής μελέτης δίνεται λεπτομερώς από τους ( Mettos et al., 1988) και είναι η εξής : η ηφαίστειο-ιζηματογενής ακολουθία επικαλύπτει ένα Ανώτερου Τριαδικού -Κατώτερου Ιουρασικού ασβεστόλιθο και ένα παχύ οφιολιθικό μπλοκ (πιθανώς παχύτερο από 1000 m) ηλικίας Ανώτερου Κρητιδικού, το οποίο παρουσιάζει έντονη υδροθερμική εξαλλοίωση. Τέλος, τα Ολόκαινικά ιζήματα επικαλύπτουν όλη την παραπάνω ακολουθία (Γαλανόπουλος et al., 1998). 8

10 Εικόνα 3. Απόσπασμα γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ - ΦΥΛΛΟ ΣΟΦΙΚΟ (κλίμακα 1:50.000) όπου εμφανίζεται η περιοχή μελέτης. (H-sl: πηλοί τεναγών,el: ελλουβιακός μανδύας, al: αλλουβιακές αποθέσεις,pl-plc/pl-plm: μάργες, μαργαϊκοί ψαμμίτες, μαργαϊκά κροκαλοπαγή, δα: δακίτες, ο: οφιόλιθοι, γραμμώσεις: ρήγματα). Η θέση μελέτης είναι σημειωμένη περίπου με κόκκινου χρώματος ορθογώνιο Λιθοστρωματογραφία τομής Τα στρώματα γενικά της τομής είναι υποπαράλληλα (Εικόνα 4), η στρώση συνεχόμενη ενώ προς τα δυτικά οι ορίζοντες δείχνουν να αποσφηνόνονται και η κλίση των κάτω στρωμάτων να αυξάνεται. Στο πάνω μέρος της τομής βρίσκεται ένας ορίζοντας σκουρόχρωμου υλικού, ο οποίος χωρίζεται από αυτήν με μια διαβρωσιγενής ασυμφωνία (διακεκομένες κόκκινες γραμμές). Εικόνα 4. Απεικόνιση της τομής μελέτης, στην οποία φαίνονται τα τρία τμήματά της με τη στρωματογραφία τους. 9

11 Δυτικό τμήμα Αποτελείται από μια ιζηματογενή ακολουθία όπως φαίνεται στην (Εικόνα 5), η οποία στη βάση της έχει κροκαλοπαγές. Το αμέσως επόμενο στρώμα είναι μόλις 3mm καφεκόκκινου χρώματος και αποτελεί την επαφή του προηγούμενου στρώματος από κροκαλοπαγές με το επόμενο που είναι επίσης κροκαλοπαγές πάχους 0,20 m. Στη συνέχεια ακολουθεί ένα στρώμα από μαλακή μάργα πάχους 0,05 m. Μετά το επόμενο στρώμα που ακολουθεί, αποτελείται από υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα πάχους 0,15 m, στην οποία και έγινε η πρώτη δειγματοληψία (Δ1). Παραπάνω επαναλαμβάνεται η ίδια λιθολογία με την προηγούμενη, δηλαδή η υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα πάχους 1,60 m, στην οποία έγινε η δεύτερη δειγματοληψία (Δ2). Ακολουθεί ένας ορίζοντας από υπόλευκη έως κίτρινη ασβεστολιθική μάργα πάχους 0,2 m που από πάνω είναι πιο κόκκινος, στον οποίο πραγματοποιήθηκε η τρίτη δειγματοληψία (Δ3). Στη συνέχεια υπάρχει ένα στρώμα από υπόλευκη μάργα, χωρίς στρώση με πάχος 0,3 m, στο οποίο επίσης έγινε η τέταρτη δειγματοληψία (Δ4). Έπειτα παρατηρείται ένας σχηματισμός πάχους 2m, που αποτελείται από εναλλαγές υπόλευκης μάργας και υπόλευκης ασβεστολιθικής μάργας, στο πάνω μέρος του οποίου διακρίνεται υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα με λίγο κροκαλοπαγές και παρουσία οργανικού σε κάποια τμήματά της. Επίσης στον σχηματισμό αυτόν πραγματοποιήθηκαν, η πέμπτη (Δ5) και η έκτη (Δ6) δειγματοληψίες, μάλιστα η έκτη δειγματοληψία έγινε ακριβώς στην επαφή της υπόλευκης μάργας με την ασβεστολιθική που έχει το λίγο κροκαλοπαγές και οργανικό. Μετά ακολουθεί ένα στρώμα πάχους 1,5 m, το οποίο αποτελείται από συμπαγοποιημένη λεπτόκοκκη άμμο καστανοκίτρινου χρώματος. Στο στρώμα αυτό πραγματοποιήθηκε η τελευταία δειγματοληψία του δυτικού τμήματος, (Δ9). Τέλος, η ιζηματογενής ακολουθία ολοκληρώνεται με μια διαβρωσιγενή ασυμφωνία, η οποία καλύπτεται από ένα παχύ ορίζοντα καφέ υλικού, αλλά για τεχνικούς λόγους δεν έγινε η ακριβής καταγραφή του και η λήψη άλλον δειγμάτων. 10

12 Εικόνα 5. Στρωματογραφική στήλη και θέσεις δειγματοληψίας Δυτικού τμήματος της τομής. Κεντρικό τμήμα (ρήγμα) Η περιγραφή του συγκεκριμένου τμήματος θα γίνεται στο παρακάτω κεφάλαιο της τεκτονικής. Ανατολικό τμήμα Αποτελείται από ιζηματογενή ακολουθία στρωμάτων κλίσης 33 ο /18 ο όπως φαίνεται στην (Εικόνα 6). Στη βάση της ακολουθίας βρίσκεται ένα στρώμα πάχους 0,5m, το οποίο είναι μαζώδες και αποσαθρωμένο υλικό με χαλίκια. Έπειτα ακολουθεί ένα στρώμα 0,4m που είναι υπόλευκη έως ελαφρώς γκρι πλακώδης ασβεστολιθική μάργα με ευδιάκριτες μικροστρώσεις οργανικού υλικού, μάλιστα στο στρώμα αυτό έγινε η πρώτη δειγματοληψία (Δ7), του τμήματος αυτού. Από πάνω παρατηρείται ένα στρώμα πάχους 1,30m, το οποίο αποτελείται από συμπαγοποιημένο κροκαλοπαγές με κροκάλες (2-10cm) και σχετικά αποστογγυλεμένες. Στη συνέχεια ακολουθεί ένα μεγάλο στρώμα πάχους 2,5m από λεπτόκοκκη έως μεσόκοκκη άμμο, καστανοκίτρινου χρώματος, που περιέχει πολλά θραύσματα απολιθωμάτων (μάκρο). Επίσης στο στρώμα αυτό πραγματοποιήθηκε η δεύτερη δειγματοληψία (Δ8) του τμήματος. Έπειτα διακρίνεται ένας σχηματισμός πάχους 1m από εναλλαγές λεπτόκοκκου με χονδρόκοκκο κροκαλοπαγές, ο οποίος ακολουθείται από έναν άλλον 11

13 σχηματισμό ίδιου πάχους, ο οποίος όμως αποτελείται από εναλλαγές μαργών και λεπτόκοκκου κροκαλοπαγούς. Μετά από πάνω βρίσκεται ένα στρώμα από μάργες, πάχους 1,5m. Τέλος, η ακολουθία καλύπτεται από έναν ορίζοντα καφεκόκκινου χρώματος (χερσογενούς προέλευσης), που αποσφηνόνεται και διακόπτεται από μια διαβρωσιγενής ασυμφωνία, η οποία σκεπάζεται από ένα παχύ ορίζοντα καφέ υλικού. Για τεχνικούς λόγους δεν έγινε η ακριβής καταγραφή των δύο πάνω οριζόντων και η λήψη επιπλέον δειγμάτων. Εικόνα 6. Στρωματογραφική στήλη και θέσεις δειγματοληψίας Ανατολικού τμήματος της τομής. 12

14 3. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 3.1 Τεκτονική - γενικά Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι το Ελληνικό τόξο είναι δημιούργημα της σύγκλισης της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής και της Ευρώπης και της βύθισης της πρώτης κάτω από τη δεύτερη. Το σύστημα όμως αυτό της σύγκλισης δεν είναι απλό αλλά ιδιαίτερα σύνθετο. Οι σεισμολογικές μελέτες, αλλά και οι διάφορες γεωλογικές (νεοτεκτονικές) έρευνες απέδειξαν ότι στο εξωτερικό (κυρτό) μέρος του Ελληνικού τόξου ασκούνται ισχυρές συμπιεστικές τάσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των ιζημάτων στην περιφερειακή τάφρο, αλλά και στο εξωτερικό κράσπεδο του ιζηματογενούς τόξου. Οι παραμορφώσεις αυτές είναι κυρίως ανάστροφα ρήγματα που διαπιστώνονται μέσα στα νέα θαλάσσια ιζήματα νότια της Κρήτης και Πελοποννήσου με γεωφυσικές μεθόδους και βαθιές γεωτρήσεις, αλλά και με υπαίθριες παρατηρήσεις πάνω στα πετρώματα των Ιόνιων νησιών. Αντίθετα, σε όλο το χώρο εσωτερικά του Ελληνικού τόξου από την Κρήτη μέχρι Βόρεια στη Μακεδονία - Θράκη σ' ολόκληρο το Αιγαίο και τον ηπειρωτικό χώρο, ασκούνται εφελκυστικές τάσεις, όπως διαπιστώνεται τόσο από τους μηχανισμούς γένεσης των σεισμών, όσο και από γεωλογικές παρατηρήσεις, αλλά και από επιτόπου γεωφυσικές μετρήσεις των τάσεων που ασκούνται ενεργά στα πετρώματα. Οι εφελκυστικές τάσεις έχουν γενική διεύθυνση Β-Ν και προκαλούν κανονικά ρήγματα, κυρίως Α-Δ διεύθυνσης. Αποτέλεσμα των ασκούμενων εφελκυστικών τάσεων και των κανονικών ρηγμάτων που προκαλούν είναι να δημιουργηθούν αλλεπάλληλοι τεκτονικοί τάφροι (Εικόνα 7) (Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης). Εικόνα 7. Τεκτονική Ελληνικού Τόξου με συμπιεστικές και εφελκυστικές τάσεις. (Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) 13

15 3.2 Τεκτονική ευρύτερης περιοχής Η περιοχή χαρακτηρίζεται από την ενεργό εφελκυστική τεκτονική και μικρότερη γενικά σεισμικότητα σε σχέση με το δίπλα Κορινθιακού Κόλπου (Μακρής et al., 2004). Ο γεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής (Εικόνα 8) παρουσιάστηκε από τους Dietrich και Γαϊτανάκης (1995) και απεικονίζει πολλά συστήματα ρηγμάτων. Τα μεγάλα Ολόκαινικά συστήματα είναι προσανατολισμένα ΝΔ-ΒΑ (περίπου ), Δ-Α (περίπου 90 ) και Β-Ν (περίπου ) κατευθύνσεις. Άλλα σημαντικά συστήματα ρηγμάτων, τα οποία ήταν ενεργά κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου και ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου, έχουν ΔΒΔ-ΑΝΑ (περίπου ), ΒΔ-ΝΑ (περίπου ) και NΝΔ-ΒΒΑ (περίπου ) κατευθύνσεις. Η τεκτονική της περιοχής γενικά όπως αναφέρθηκε απ τους Μέττος Α., Ροντογιάννη Θ., Bavay Ph., (1986) είναι πολυφασική, με την εναλλαγή εφελκυστικών και συμπιεστικών τάσεων. Συγκεκριμένα από το Πλειστόκαινο επικρατεί έντονος εφελκυσμός, με αποτέλεσμα την εκδήλωση μεγάλης σεισμικότητας. Η περιοχή έχει υποστεί τα παρακάτω τεκτονικά επεισόδια: Το πρώτο επεισόδιο διαστολής ηλικίας Πλειο - Πλειστόκαινου, δεύτερο επεισόδιο συμπίεσης στη διάρκεια του Κάτω Πλειστοκαίνου και τρίτο πρόσφατο επεισόδιο διαστολής κατά τη διάρκεια από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα, το οποίο είχε διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ διαφορετική από τη διεύθυνση εφελκυσμού (κυρίως Β-Ν) που είναι γνωστή από την μελέτη περιοχών του Κορινθιακού Κόλπου. Εικόνα 8. Γεωλογικός χάρτης Κορινθιακού κόλπου, όπου με κόκκινο παρουσιάζεται η γεωλογία της ευρύτερης περιοχής κοντά όμως στην περιοχή μελέτης (Collier R. E. LI. & Dart C.J., 1991). 14

16 3.3 Τεκτονική της τομής μελέτης Η τομή μελέτης αποτελείται από δύο τμήματα, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με ένα κανονικό ρήγμα (Εικόνα 9) κλίσης 60 ο και ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης όπως και τα περισσότερα ρήγματα της ευρύτερης περιοχής που είναι διαστολής, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη διεύθυνση. Πρόκειται για ένα παλιό σεισμικό ρήγμα, παλαιότερο των 2,5 εκ. χρόνων, το οποίο χωρίζεται σε επιμέρους μικρότερα συνιζηματογενή ληστρικά ρήγματα και έχει άλμα 20m (Παρατηρήσεις υπαίθρου, Κουκουβέλας, 2013). Απ την δράση του ρήγματος δημιουργείται στο πάνω μέρος μια επίπεδη σφήνα (Εικόνες 9,10) από χερσογενούς προέλευσης κόκκινο υλικό με διασταυρούμενη στρώση. Επίσης ακριβώς από πάνω υπάρχει μια διαβρωσιγενής ασυμφωνία, η οποία δεν επηρεάζεται από την δράση του ρήγματος. Ανατολικά του ρήγματος παρατηρείται η ύπαρξη παλαιοαύλακας σχήματος V (shaped valley) (Εικόνα 10). Εικόνα 9. Η ρηξιγενής ζώνη τομής μελέτης, μήκους περίπου 17m. 15

17 Εικόνα 10. Η ρηξιγενής ζώνη τομής μελέτης με την παλαιοαύλακα ανατολικά, συνολικού μήκους περίπου 40m. 16

18 4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Εικόνα 11. Βασικός εργαστηριακός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε. Εργασία υπαίθρου Κατά την υπαίθρια παρατήρηση Βορειοδυτικά των Αγίων Θεοδώρων, στις 3 Ιουλίου το 2012, μελετήθηκε η τομή που αναφέραμε παραπάνω. Στην συγκεκριμένη τομή έγινε προσδιορισμός λιθολογίας, στρωματογραφίας, συλλογή δειγμάτων, λήψη φωτογραφιών και καταγραφή μετρήσεων (διεύθυνση και κλίση), τεκτονικών ασυνεχειών και δομών με την γεωλογική πυξίδα. Εργαστηριακή επεξεργασία Τα δείγματα που επεξεργάστηκαν συνολικά ήταν 9 από τα οποία τα 5 αποτελούνταν από υπόλευκη ασβεστολιθική μαργών, τα 2 από υπόλευκη μάργα και τα υπόλοιπα 2 από λεπτόκοκκη έως μεσόκοκκη άμμο καστανού έως καστανοκίτρινου χρώματος. Η επεξεργασία τους πραγματοποιήθηκε σε διάφορα στάδια. Στο πρώτο στάδιο όλα τα δείγματα ζυγίστηκαν και πάρθηκαν μόνο τα 50 gr ιζήματος απ το καθένα. Το ίζημα αυτό στη συνέχεια τοποθετήθηκε μέσα σε δοχεία ανά δείγμα, στα οποία ρίχτηκε νερό βρύσης μέχρι να καλυφτεί απόλυτα. Τα δείγματα λοιπόν παρέμειναν στο νερό για ένα 24ωρό τουλάχιστον, ώστε να εμποτιστούν πλήρως με νερό και να αποσυνδεθούν καλά οι κόκκοι μεταξύ τους. Για να επισπεύδεται η διαδικασία της διάλυσής τους, ανακατεύεται πολύ προσεκτικά το υλικό με γυάλινη ράβδο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Παρατηρήθηκε ότι τα δείγματα 4, 5 (υπόλευκη μάργα) και 8 (λεπτόκκοκη-μεσόκοκκη άμμος καστανού χρώματος) διαλύθηκαν γρήγορα, σε 17

19 αντίθεση με τα υπόλοιπα δείγματα 1,2,3,6,7,9 (υπόλευκες ασβεστολιθικές μάργες). Επομένως στα δυσδιάλυτα δείγματα χρησιμοποιήθηκε διάλυμα 50ml υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2) σε 250ml νερό, το οποίο θα διέλυε πιο εύκολα το ανθρακικό ασβέστιο που κυριαρχούσε στα δείγματα αυτά.. Αφού διαλύθηκαν πλέον όλα τα δείγματα, έχουμε το δεύτερο στάδιο, στο οποίο εφαρμόστηκε η διαδικασία της υγρής κοσκίνισης. Συγκεκριμένα, τοποθετήθηκαν στον νεροχύτη τα κόσκινα με την σειρά από πάνω προς τα κάτω 2mm, 500μm, 250μm, 125μm και 63μm, στα οποία ρίχτηκε το κάθε δείγμα χωριστά, και πλύθηκε με νερό βρύσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν τη χρήση τους τα κόσκινα καθαρίστηκαν με πινέλο, νερό και μπλέ του αιθυλίου. Στη συνέχεια κατά το τρίτο στάδιο, το υλικό που έμεινε από κάθε κόσκινο του κάθε δείγματος, συλλέχθηκε, αφού πρώτα ξεπλυθεί με απιονισμένο νερό, σε πυρίμαχα σκεύη, ανάλογα με το κοκκομετρικό του μέγεθος. Στη συνέχεια αναμένεται η πλήρης εξάτμιση του νερού απ τα σκεύη αυτά είτε με φυσικό τρόπο είτε μέσου φούρνου στους 60 ο C. Τέλος, το αποξεραμένο υλικό πλέον του κάθε δείγματος, τοποθετείται ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων σε πλαστικά δοχειάκια για την μικροπαλαιοντολογική ανάλυση που θα ακολουθήσει παρακάτω. Μικροπαλαιοντολογική ανάλυση Κατά την μικροπαλαιοντολογική ανάλυση, έγινε η διαλογή, η συλλογή και η αναγνώριση των μικροαπολιθωμάτων σε όλα τα δείγματα με τη βοήθεια του στερεοσκοπίου. Πρώτα, στη διαλογή των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν ένα μαύρο ταψάκι συλλογής χωρισμένο σε τετράγωνα του ενός εκατοστού, μια λεπτή μεταλλική βελόνα και ένα στερεοσκόπιο CARL ZEISS (Μεγεθύνσεις 4Χ και 1,6Χ). Συγκεκριμένα, τοποθετείται ομοιογενώς μια μικρή ποσότητα από το υλικό του ιζήματος στο ταψάκι, το οποίο μπαίνει κάτω από το στερεοσκόπιο και γίνεται έτσι η συλλογή των απολιθωμάτων με την βοήθεια της βελόνας, τα οποία μπήκαν σε ειδικά πλαστικά φιαλίδια, που το καθένα έφερε αριθμό δείγματος και κόσκινου. Έτσι εξετάστηκαν ανά κόσκινο το κάθε δείγμα ξεχωριστά, ξεκινώντας από το πιο χονδρόκοκκο 2mm μέχρι και το πιο λεπτόκοκκο 64μm. Συνήθως τα κόσκινα 2 mm και 64 μm περιείχαν πολύ λίγα έως και καθόλου απολιθώματα, ενώ τα κόσκινα 500 μm, 250 μm και 125μm είχαν περισσότερα απολιθώματα, με διαφορά ειδικά το κόσκινο 250μm που είχε πάντα τα περισσότερα. Ο στόχος ήταν να συλλεχθούν από κάθε κόσκινο του αντιπροσωπευτικού ιζήματος τουλάχιστον 300 απολιθώματα. Εάν αυτό ήταν αδύνατο γίνεται η συλλογή τουλάχιστον 50 για στατιστικούς λόγους. Στη συνέχεια, τα απολιθώματα που συλλέχθηκαν, ταξινομήθηκαν σε επίπεδο οικογένειας, γένους ή και είδους όπου είναι εφικτό και φωτογραφήθηκαν με τη φωτογραφική μηχανή (Canon, G11). Η ταξινόμηση βασίστηκε κυρίως στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των μικροαπολιθωμάτων, τα οποία καταγράφηκαν και συγκρίθηκαν με άλλα μέσω της βιβλιογραφίας (έγκυρες επιστημονικές ιστοσελίδες, επιστημονικές εργασίες και βιβλία μικροπαλαιοντολογίας), έτσι ώστε προέκυψε κάποιος συσχετισμός με τα ήδη γνωστά μικροαπολιθώματα. Ολοκληρώνοντας την επεξεργασία και ερμηνεία των δειγμάτων, τα αναγνωρισμένα είδη καταχωρήθηκαν σε πίνακες του Excel, μέσω του οποίου επεξεργάστηκαν στατιστικά και 18

20 δημιουργήθηκαν διαγράμματα με μορφή πίτας. Τέλος, χρησιμοποιήθηκαν τα πρόγραμματα Autocad 2011 και Grapher 8 για να κατασκευαστούν οι στρωματογραφικές στήλες και τα διάγραμματα εκατοστιαίας συχνότητας αντίστοιχα. 5. ΜΙΚΡΟΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ 5.1 Γενική περιγραφή οστρακωδών Τα οστρακώδη είναι μικρά υδρόβια αρθρόποδα και αποτελούν ένα από τους πιο σύνθετους οργανισμούς που μελετάμε στην μικροπαλαιοντολογία ενώ έρχονται δεύτερα σε σπουδαιότητα μετά τα τρηματοφόρα. Αποτελούν υφομοταξία της ομοταξίας των Καρκινοειδών, της συνομοταξίας των Αρθροπόδων. Από το Κάμβριο μέχρι σήμερα καταγράφονται οστρακώδη που το μέγεθος τους κυμαίνεται από 0,15-2,0mm. Κατά τον Παλαιοζωικό αιώνα ζούσαν τα μεγαλύτερα σε μέγεθος οστρακώδη που έφταναν σε μήκος τα 80 mm. Τα είδη που ζούνε σήμερα στη θάλασσα έχουν την ικανότητα να κολυμπάνε και μπορούν να φθάσουν σε μήκος τα 25 mm. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των οστρακωδών όπως και των άλλων αρθροπόδων είναι η αμφίπλευρη συμμετρία του κελύφους τους. Τα μέρη του σώματος τους περικλείονται από κέλυφος που αποτελείται από ασβεστίτη με μικρές περιεκτικότητες σε μαγνήσιο. Το κέλυφος των οστρακωδών είναι αυτό που διατηρείται στο αρχείο των απολιθωμάτων. Βρίσκονται σε όλα σχεδόν τα υδάτινα περιβάλλοντα όπως ιαματικές πηγές, σπήλαια, μέσα στον υδροφόρο ορίζοντα, σε ημι-χερσαίο περιβάλλον και θαλάσσια ύδατα, εντός της υδάτινης στήλης καθώς και στο υπόστρωμα. Στην πραγματικότητα οπουδήποτε σχεδόν σε υγρό περιβάλλον, έστω και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Έχουν λοιπόν, ένα ευρύτατο φάσμα διαβίωσης τόσο από θαλάσσιο μέχρι και υπεραλμυρό, όσο και από υφάλμυρο μέχρι τα γλυκά νερά και βρίσκονται σε αφθονία από την παράκτια ως την αβυσική ζώνη (0-5000m βάθος). Τα δίθυρα, ασβεστολιθικά κελύφη τους παρουσιάζουν εξαιρετική μορφολογική ποικιλία που μας επιτρέπει να τα προσδιορίσουμε εύκολα και να βγάλουμε συμπεράσματα τόσο για την στρωματογραφική τους εξάπλωση όσο και για το παλαιοπεριβάλλον τους. Η μελέτη των οστρακωδών αποδεικνύεται πως είναι ένα μοναδικό εργαλείο στην σύνθεση ενός παλαιοπεριβάλλοντος ειδικά σε περιπτώσεις όπου καμιά άλλη ομάδα οργανισμών δεν διατηρείται. Αυτό συμβαίνει επειδή τα οστρακώδη έχουν ευρεία εξάπλωση στο υδρόβιο περιβάλλον, μεγάλη ευαισθησία στις διάφορες περιβαλλοντικές παραμέτρους (Τσουρού, 2008), βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς και διατηρούνται εύκολα στο αρχείο των απολιθωμάτων και τέλος ο τύπος του κελύφους τους (δίθυρα κελύφη με πολλά στάδια έκδυσης) μπορεί εύκολα να μας δώσει στοιχεία για τις διάφορες ταφοκοινωνίες. Οστρακώδη περιέγραψαν για πρώτη φορά ο C. Linneus το 1758 και ο F. Μuller τo 1776 (Τσουρού, 2008).Το πρώτο ήμισυ του 20 ου αιώνα αρχίζει να εκδηλώνεται το μεγάλο ενδιαφέρον των παλαιοντολόγων για την μελέτη των οστρακωδών που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην συνεχώς αυξανόμενη αναζήτηση πετρελαίου. Η στρωματογραφική και παλαιοοικολογική 19

21 σημασία των οστρακωδών οδήγησαν στη γρήγορη εξέλιξη της έρευνας. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η μελέτη των οστρακωδών μπήκε στο στάδιο της σύνδεσης και αλληλοσυσχέτισης των νεοντολογικών και παλαιοντολογικών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα στη νεοντολογική ταξινόμηση λαμβάνονται υπόψη εκτός από τις φυλογενετικές σχέσεις των οργανισμών και τα μορφολογικά τους γνωρίσματα καθώς και η γενετική κατάσταση τους, που είναι δυνατόν να ελεγθούν και πειραματικά. Αντίθετα, στην παλαιοντολογική, ως βασικό κριτήριο για την ταξινόμηση χρησιμοποιούνται τα μορφολογικά γνωρίσματα των απολιθωμένων μορφών, χωρίς όμως να παραμελείται ή να μην λαμβάνεται υπόψη η φυλογενετική εξέλιξη και η συγγένεια των απολιθωμένων οργανισμών, που εντάσσονται στις διαδοχικές και με ιεραρχική σειρά συστηματικές κατηγορίες. Η ταξινόμηση των σύγχρονων οστρακωδών γίνεται με βάση τον συνδυασμό ανατομίας μαλακών ( όπως π.χ. τα αναπαραγωγικά όργανα) και σκληρών μερών στις θυρίδες (όπως ουλές μυών, σύνδεση των αρθρώσεων, και μικροδομικά στοιχεία). Η πρόοδος στη συστηματική ταξινόμηση συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη και άλλων πεδίων έρευνας που αφορούν την οντογένεση, την μορφολογική λειτουργικότητα, τη φυλογένεση, την οικολογία, την παλαιοντολογία, τη βιογεωγραφία και την παλαιογεωγραφία κλπ. Σήμερα είναι γνωστό ότι η χρήση των απολιθωμένων οστρακωδών για στρωματογραφικούς σκοπούς πρέπει να γίνεται με προσοχή, καθώς είναι εξαιρετικά ευαίσθητα σε περιβαλλοντικούς παράγοντες Μορφολογικά χαρακτηριστικά Η μορφολογία των μαλακών μερών των οστρακωδών δεν περιγράφεται εδώ με λεπτομέρεια καθώς τα μαλακά μέρη δεν απολιθώνονται, ωστόσο για την πληρέστερη κατανόηση του κύκλου της ζωής ενός ατόμου τα μαλακά του μέρη φαίνονται στην εικόνα 1.Τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής του κελύφους που διατηρούνται στα απολιθώματα και αξιοποιούνται για την κατάταξή τους περιγράφονται στην συνέχεια (Εικόνα 12). E S Fd Rg A.1 Es As Vp An Ov T.3 T.1 F L Md A.2 Mx T.1 T.2 Εικόνα 12 :Α.1: μικρή κεραία - Α.2: κεραία - An: έδρα - e: οφθαλμός - Es: οισοφάγος - As: προσαγωγοί μύες - F: διχαλωτή απόφυση - Fd: τροφή στο πεπτικό σύστημα -H: συκώτι - L: άνω χείλος Μd: κάτω σιαγώνα - Mx: άνω σιαγώνα Ov: ωοθήκη - Rg: 20

22 οπίσθιο έντερο S: στομάχι - T.1 ως Τ.3: πλευρικά άρθρα (πόδια) - Vp: παλμικό πλακίδιο στην κάτω σιαγώνα. Το κέλυφος των οστρακωδών έχει συνήθως ωοειδές, νεφροειδές ή ελαφρώς τριγωνικό σχήμα και χωρίζεται σε δεξιά και αριστερή θυρίδα. Συνήθως η μία θυρίδα είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη. Ένα σημαντικό διαγνωστικό χαρακτηριστικό από άποψη ταξινόμησης και κατάταξης τον οστρακωδών είναι το κλείθρο. Διακρίνονται τα ομοιόμορφα, τα μονόπλευρα και τα αμφίδοντα κλείθρα. Αυτά χωρίζονται σε επιμέρους κατηγορίες οι οποίες περιγράφονται με λεπτομέρεια στην ( Εικόνα.13 ). Ορθογώνια Πριονόδοντα Λοφιόδοντα } } 1.Ομοιόμορφα Κλείθρα (ομογενή) Αντιμονόπλευρα 2.Μονόπλευρα Κλείθρα Ημιμονόπλευρα Παλαιομονόπλευρα } Τοξόδοντα Λοβόδοντα Παρααμφίδοντα 3.Αμφίδοντα κλείθρα Ημιαμφίδοντα Ολοαμφίδοντα Σχιζόδοντα Εικόνα 13 :Τα κυριότερα κλείθρα των Οστρακωδών. Πιο συγκεκριμένα οι βασικοί τύποι κλείθρων των οστρακωδών έχουν ως εξής: 1:Ομοιόμορφα κλείθρα: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που δεν υποδιαιρούνται σε ακραία και μεσαία τμήματα 2:Μονόπλευρα κλείθρα: Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που διαθέτουν δόντια στις άκρες της μιας μόνο θυρίδας 3:Αμφίδοντα κλείθρα: Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα κλείθρα που έχουν δόντια και φατνία (κοιλότητες) και στις δύο θυρίδες. Αυτά προέρχονται από την εξέλιξη των μονόπλευρων κλείθρων με διαφοροποίηση των μεσαίων στοιχείων σε προ- και μετά-μονόπλευρα τμήματα. Στην ταξινόμηση των οστρακωδών σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης τα μυϊκά αποτυπώματα που εντοπίζονται στο κεντρικό τμήμα της θυρίδας ή ελαφρώς προς το εμπρόσθιο τμήμα. Ο αριθμός τους, η μορφή τους και η θέση τους ποικίλλουν σημαντικά στα διάφορα γένη των οστρακωδών (Bignot, 1985). 21

23 Εικόνα 14 : Συνοπτική παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών των θυρίδων και των μαλακών τμημάτων των οστρακωδών. Επάνω εσωτερική πλευρά αριστερής θυρίδας. Κάτω εξωτερική πλευρά αριστερής θυρίδας (Από Τσουρού, 2008). Όσον αφορά την μορφολογία των θυρίδων, κάθε μια φέρει δύο ελάσματα, το εξωτερικό και το εσωτερικό, τα οποία πολλές φορές δεν εφάπτονται περιφερειακά, αλλά αφήνουν ένα διάκενο (vestibulum). Επιπλέον οι θυρίδες στην εξωτερική επιφάνειά τους φέρουν αγωγούς που ονομάζουμε πόρους επιφανείας και που διακρίνονται σε δύο τύπους: τον ανοιχτό και τον ηθμοειδή τύπο (ηθμός = κόσκινο). Αγωγοί παρατηρούνται επίσης και στη ζώνη περιθωρίου, δηλαδή στην επαφή του εξωτερικού με το εσωτερικό έλασμα και ονομάζονται αγωγοί περιθωρίου. Διακρίνονται σε κύριους και ψευδείς. Η εξωτερική επιφάνεια των θυρίδων είναι λεία ή φέρει διακόσμηση, που στην πιο απλή περίπτωση μπορεί να είναι ένα αδιαφοροποίητο, λεπτό, διχτυωτό πλέγμα. Με λέπτυνση ή πάχυνση των «κορδονιών» που διαμορφώνουν το διχτυωτό πλέγμα, είναι δυνατόν να σχηματιστούν μεγάλοι βρόγχοι, ράχες, φυμάτια, αγκάθια, και άλλα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα θαλάσσια οστρακώδη, σε αντίθεση με τα λιμναία, φέρουν μεγάλη 22

24 ποικιλία διακόσμησης. Σε πολλά είδη μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξελικτική πορεία της διαφοροποίησης των εξωτερικών μορφολογικών χαρακτηριστικών κατά τη διάρκεια της οντογένεσης (Τσαπραλής, Β. 1981) Αναπαραγωγή και ενηλικίωση Τα οστρακώδη διακρίνονται σε δύο διαφορετικά φύλα αλλά δεν αναπαράγονται πάντα με την διαδικασία της εγγενούς γονιμοποίησης. Συνηθισμένο φαινόμενο για την αναπαραγωγή των οστρακωδών είναι η παρθενογένεση η οποία συμβαίνει κυρίως στα σύγχρονα οστρακώδη και σε αυτά που ζουν σε περιβάλλοντα γλυκών υδάτων. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές ολόκληροι πληθυσμοί αποτελούνται μόνο από θηλυκά άτομα τα οποία γεννούν αυγά από τα οποία θα προέλθουν πάλι μόνο θηλυκού γένους άτομα (Tσαπραλής, Β., 1981). Εικόνα 15: Hungarocypris madaraszi (Orley), αρτίγονο είδος γλυκών νερών. Α: Αριστερή θυρίδα των αρσενικών. Τέσσερα καμπυλωτά αρσενικά γονάγγεια βρίσκονται στο πίσω μέρος του σώματος. Κάτω από αυτά εκτείνεται το συκώτι από τους προσαγωγούς μυς προς την οπίσθια κοιλιακή χώρα. Β: Αριστερή θυρίδα των θηλυκών. Πάνω από το συκώτι βρίσκεται η ωοθήκη. Συχνά μπορεί να διατηρηθούν ίχνη στη θυρίδα τα οποία προέρχονται από τα γονάγγεια και το συκώτι ( Εικόνα 15 ). Από τα αυγά των οστρακωδών, είτε αυτά προέρχονται ύστερα από γονιμοποίηση είτε από παρθενογένεση, εξέρχονται προνύμφες οι οποίες είναι χαρακτηριστικές και σε πολλές άλλες ομάδες καρκινοειδών. Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα καρκινοειδή έτσι και τα 23

25 οστρακώδη μεγαλώνουν με διαδοχικές εκδύσεις, δηλαδή αποβάλλουν το παλαιό κάλυμμα του σώματος και εκκρίνουν καινούργιο. Κατά τη σύντομη χρονική διάρκεια της έκδυσης τα οστρακώδη διπλασιάζουν περίπου τον όγκο τους και προσθέτουν καινούρια ζεύγη άρθρων. Στα σύγχρονα οστρακώδη κατά την οντογένεση, έχουν παρατηρηθεί εννέα στάδια αύξησης, το τελευταίο των οποίων αντιπροσωπεύει το ενήλικο άτομο. Η ταχύτητα αύξησης φαίνεται να έχει σχέση με τη θερμοκρασία του νερού. Τα οστρακώδη των γλυκών υδάτων ενηλικιώνονται σε ένα μήνα περίπου, ενώ εκείνα που διαβιούν σε θαλάσσιο περιβάλλον χρειάζονται μερικές εβδομάδες έως τρία χρόνια. (Tσαπραλής, Β, 1981) Οικολογία Σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών των οστρακωδών κατοικεί σε θαλάσσιο περιβάλλον γεγονός που υποδηλώνει ότι τα οστρακώδη είναι πολύ πιθανόν να πρωτοαναπτύχθηκαν σε θαλάσσιο περιβάλλον (Τσαπραλής, Β., 1981, Τσουρού, Θ., 2008,). Αρκετά είδη αναπτύσσονται σε υφάλμυρα ή γλυκά ύδατα και άλλα μπορεί να διαβιούν σε υπερύαλα περιβάλλοντα. Τα οστρακώδη εξαπλώνονται από την ακτή μέχρι βάθους μερικών χιλιάδων μέτρων και από τον ισημερινό έως τις πολικές περιοχές. Ένας πολύ μικρός αριθμός των οστρακωδών έχουν πελαγική διαβίωση και ελάχιστα ζουν στην επιφάνεια του νερού ή είναι κατανεμημένα κατά μήκος της στήλης του. Τα περισσότερα των ειδών των θαλασσίων οστρακωδών διαβιούν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται στο βυθό της θάλασσας ή είναι αναρριχημένα πάνω στα φύκη και η κατανομή τους εξαρτάται από ένα μεγάλο αριθμό φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων. Οι σπουδαιότεροι παράγοντες από αυτούς είναι η αλμυρότητα, η θερμοκρασία, η λιθολογική σύσταση του υποβάθρου, η διατροφή ενώ λιγότερο σημαντικοί είναι το ph, η ποσότητα οξυγόνου, η διατροφή, η κίνηση των νερών κ.α. Πιο συγκεκριμένα οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των βιοκοινοτήτων των οστρακωδών αναλύονται παρακάτω. Αλμυρότητα: Η αλμυρότητα είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη και κατανομή των οστρακωδών, αφού έχει άμεση επίδραση επάνω στη φυσιολογία του οργανισμού. Οι πανίδες των οστρακωδών που διαβιούν σε γλυκά νερά διακρίνονται μέσω μορφολογικών διαφοροποιήσεων από τις θαλάσσιες πανίδες. Πολύ λίγα είναι τα είδη που μπορούν να εξελιχθούν τόσο στα θαλάσσια όσο και στα υφάλμυρα περιβάλλοντα αλλάζει όμως η μορφολογία του κελύφους τους. Τα παράκτια είδη είναι ευρύαλα και μερικά είναι ικανά να ανεχθούν ολιγόαλες έως κανονικές θαλάσσιες συνθήκες ενώ τα γένη που ζούνε σε βαθιές θάλασσες είναι γενικά στενόαλα. Ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων των Οστρακωδών παρατηρείται στα υφάλμυρα νερά και ιδιαίτερα στα μειόαλα και μεσόαλα. Σε αλμυρότητα <17 είναι πολύ δύσκολο να επιζήσουν και ακόμη περισσότερο να αναπαραχθούν τα θαλάσσια Οστρακώδη. Αντίθετα, τα υφάλμυρα Οστρακώδη μπορούν μερικές φορές να επιβιώσουν σε μια αλμυρότητα μεγαλύτερη του 17, αλλά όμως χωρίς τη δυνατότητα αναπαραγωγής. Είναι 24

26 σημαντικό να αναφερθεί ότι καθώς ελαττώνεται η αλμυρότητα οι περισσότερες ομάδες οργανισμών εξαφανίζονται σταδιακά ενώ τα οστρακώδη παραμένουν και κυριαρχούν με μικρό αριθμό ειδών λόγω αστάθειας των περιβαλλόντων αυτών. Παρόλα αυτά ο αριθμός των ατόμων του κάθε είδους σε αυτήν την περίπτωση εμφανίζεται αυξημένος (Τσαπραλής, 1981). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γένος Cyprideis. Είναι τυπικό υφάλμυρο γένος, που μπορεί να προσαρμοστεί σε διαβίωση τόσο στα θαλάσσια όσο και στα γλυκά νερά. Το είδος Cyprideis torosa απαντάται κυρίως σε νερά με αλμυρότητα 2-3 ως 15-17, αλλά όταν αυξομειώνεται η αλατότητα αυτό παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες σε ότι αφορά στην μορφολογία του κελύφους. Συγκεκριμένα, οι λείες μορφές του είδους αυτού-που παλαιότερα αποτελούσαν ιδιαίτερο είδος, το C. torosa littoralis απαντώνται συνήθως σε βραχύαλα ύδατα. Όταν όμως ελαττώνεται η αλμυρότητα (ολιγόαλα) εμφανίζονται άλλες μορφές, που φέρνουν κόμβους στο κέλυφός τους που χαρακτηρίζουν το είδος C.torosa torosa. Η ιδιομορφία του παραπάνω είδους αποτελεί πολλές φορές κριτήριο για τη διαπίστωση ανάμιξης υφάλμυρων λιμναίων μορφών στα θαλάσσια νερά. Το C. torosa ζει κατά προτίμηση σε επίπεδες λιμνοθάλασσες και στις εκβολές ποταμών και αποτελεί καθοδηγητική μορφή των υφάλμυρων νερών (Athersuch et al.1989). Τέλος ορισμένα Οστρακώδη, όπως το γένος Candona, μπορούν να αντέξουν σε αυξημένη αλμυρότητα, ενώ σύγχρονα είδη του γένους αυτού απαντώνται και σε ολιγόαλα νερά με αλμυρότητα μέχρι 1,0 (γλυκά νερά). Θερμοκρασία: Μεταξύ των οστρακωδών υπάρχουν είδη που είναι ευρύθερμα, ενώ άλλα είναι στενόθερμα, δηλαδή κατά την διαβίωσή τους περιορίζονται σε στενά όρια θερμοκρασιακών μεταβολών. Ομοίως τα είδη που προτιμούν τα ψυχρά νερά των ρηχών θαλάσσιων περιοχών τα ονομάζουμε ψυχρόφιλα ενώ εκείνα που διαβιούν στα ψυχρά νερά των βαθιών θαλασσών τα λέμε ψυχροσφαιρικά, αντίθετα άλλα που ζουν στα θερμά ύδατα τα χαρακτηρίζουμε θερμόφιλα. Εξάλλου όπως συμβαίνει με πολλούς οργανισμούς, έτσι και τα θαλάσσια οστρακώδη που διαβιούν σε αβαθή νερά στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη παρουσιάζουν αισθητά μεγαλύτερες ταξινομικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με εκείνα που ζουν στα αντίστοιχα νερά των υψηλών γεωγραφικών πλατών. Εντούτοις η μεταβολή των θερμοκρασιών δεν είναι η μοναδική αιτία διαφοροποίησης των πανίδων των οστρακωδών (Τσαπραλής, 1981). Αναφορικά με το θερμοκρασιακό εύρος επιβίωσης των ειδών των οστρακωδών μπορούμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: τα είδη Aurila convexa και Pterygocythereis jonesi μπορούν να αναπτυχθούν σε θερμοκρασία μέχρι 25 ο C. Επίσης το γένος Callistocythere απαντάται μόνο σε ζεστά νερά. Αντίθετα, ορισμένα γένη, όπως τα Loxoconcha, Cytherura, και Leptocythere μπορούν να αντέξουν σε ευρύτερα όρια θερμοκρασίας (0-30 ο C) και αλμυρότητας (2-35 ). Επίσης,το είδος Ilyocypris gibba αναπτύσσεται, κατά προτίμηση, σε υψηλές θερμοκρασίες και δεν μπορεί να επιζήσει σε θερμοκρασία κάτω από 10 ο C (Athersuch et al.1989). 25

27 Μορφολογία και λιθολογική σύσταση υποβάθρου: η μορφολογία και κυρίως η λιθολογική σύσταση του υποβάθρου επηρεάζουν πολύ τη σύνθεση των βιοκοινοτήτων των οστρακωδών. Τα οστρακώδη διαβιούν είτε στο βυθό είτε προσκολλημένα επάνω σε θαλάσσια φύκη. Τα πρώτα διαβιούν πάνω στα ιζήματα ή μέσα σε αυτά (ενδοβενθονικά). Επιπλέον η σύνθεση των βιοκοινοτήτων των οστρακωδών όπως επίσης και η πυκνότητα του πληθυσμού τους, εξαρτώνται κατά πολύ από τον τύπο του ιζήματος του βυθού. Έτσι πληθυσμοί που διαβιούν στην ίδια περιοχή, στο ίδιο βάθος και κάτω από της ίδιες συνθήκες αλμυρότητας και θερμοκρασίας, παρουσιάζουν διαφορετική σύνθεση και πυκνότητα. Συγκεκριμένα τα αδρόκοκκα ιζήματα όπως είναι οι καθαρές άμμοι και οι ωόλιθοι, περιέχουν μόνο μικρούς πληθυσμούς οστρακωδών, ενώ σε άλλα ιζήματα όπως είναι για παράδειγμα ένα μίγμα άμμου με ιλύ ή πηλιτικά ιζήματα, συνήθως εγκλείουν μεγαλύτερες και περισσότερο διαφοροποιημένες πανίδες οστρακωδών. Το σχήμα και το μέγεθος των κόκκων που συνθέτουν το ίζημα, όπως επίσης και ο βαθμός συμπίεσής τους είναι ρυθμιστικοί παράγοντες της ανάπτυξης, εξέλιξης και κατανομής των διαφόρων βιοκοινοτήτων. Επίσης το μέγεθος των κενών διαστημάτων μεταξύ των κόκκων της άμμου είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας για το μέγεθος των οστρακωδών τα οποία διαβιούν μέσα στα κενά αυτά. Επίσης οι βιοκοινότητες των οστρακωδών που ζουν επιφυτικά παρουσιάζονται πολύ διαφοροποιημένες (Τσαπραλής, 1981). Έτσι, παραδείγματος χάριν, το είδος Aurila convexa εμφανίζεται κυρίως σε ψαμμούχο υπόβαθρο, ενώ το Pterygocythereis jonesi απαντάται σε ιλυώδες υπόβαθρο. Βάθος: Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η επίδραση του βάθους πάνω στην ανάπτυξη, εξέλιξη και κατανομή των οστρακωδών, αφού πολλοί άλλοι παράγοντες μεταβάλλονται σε στενή σχέση με την αλλαγή του βάθους. Αυξανόμενου του βάθους η σταθερότητα του περιβάλλοντος γενικά αυξάνεται, ενώ ο βαθμός ενέργειας ελαττώνεται. Η προοδευτική αύξηση του βάθους συνοδεύεται και με αντίστοιχη ελάττωση του μεγέθους των κόκκων του ιζήματος, προοδευτική ελάττωση του φωτός και γενικά ελάττωση της βλάστησης. Κάτω από την ευφωτική ζώνη ελαττώνεται ακόμη και η παροχή τροφής. Σε αβαθείς θαλάσσιους χώρους διαβίωσης με υψηλή ενέργεια, τόσο η διαφοροποίηση όσο και η πυκνότητα των οστρακωδών είναι μικρότερες από ότι είναι στους βαθύτερους και περισσότερο σταθερούς εξωπαράκτιους χώρους. Εντούτοις λίγο κάτω από τη ζώνη του φωτός και πάλι οι πληθυσμοί των οστρακωδών παρουσιάζονται λιγότερο διαφοροποιημένοι και λιγότερο πυκνοί. Επίσης οι ρηχές βιοφάσεις επηρεάζονται από πιθανές κλιματικές αλλαγές περισσότερο από τις βαθιές βιοφάσεις (Τσαπραλής, 1981). Τέλος, στα σύγχρονα οστρακώδη φαίνεται να υπάρχει σχέση μεταξύ του βάθους διαβίωσης και της εξωτερικής διακόσμησης του κελύφους τους. Είδη που χαρακτηρίζονται από μεγάλο και σχετικά παχύ κέλυφος και σημαντικό διάκοσμο, συναντώνται κυρίως σε ρηχά νερά και τέτοια είδη δείχνουν να επιβιώνουν και σε ταραγμένα νερά (π.χ. Aurila sp.). Σε ότι 26

28 αφορά στο βάθος χαρακτηριστικά παραδείγματα οστρακωδών που ζουν σε συγκεκριμένα βάθη αναφέρονται παρακάτω. Το Aurila speyeri speyeri ζει σήμερα στον κόλπο της Νεάπολης στην Ιταλία σε βάθος 20-40μ.και το Cytheridea neapolitana συναντιέται σε παράκτιους σχηματισμούς. Το Trachyleberis hystix απαντάται στην Κεφαλλονιά σε βάθος 20-90μ., ενώ στον κόλπο της Manfredonia στην Ιταλία ζει στα 20μ. αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι και 200μ.βάθος. Σε ανάλογο βάθος απαντώνται και τα Aurila convexa, A.punctata, A.lancaeformis.Το Quadracythere prava αντίθετα χαρακτηρίζει παράκτιες αποθέσεις. Γενικά, τα περισσότερα είδη βρίσκονται συνήθως σε βάθος λίγων δεκάδων μέτρων (Athersuch et al.,1989). Τέλος όπως έχει ήδη προαναφερθεί, πλήθος δευτερευόντων παραγόντων επηρεάζουν την κατανομή των οστρακωδών στις διάφορες κοινωνίες. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά επηρεάζονται εξαρτάται κατά πολύ από τοπικούς παράγοντες και πρέπει να μελετάται κάθε φορά σε συνάρτηση με τις τοπικές συνθήκες. 5.2 Γενική περιγραφή τρηματοφόρων Τα τρηματοφόρα αποτελούν συνομοταξία της ομοταξίας των Ριζόποδων και ανήκουν στο βασίλειο Πρώτιστα. Είναι μονοκύτταροι, θαλάσσιοι οργανισμοί που κινούνται με ψευδοπόδια και περιβάλλονται από σκληρό εξωτερικό κέλυφος αποτελούμενο από ένα ή περισσότερους θαλάμους που φέρουν τρήματα, δηλαδή οπές. Τα τρηματοφόρα είναι η σπουδαιότερη ομάδα μικροαπολιθωμάτων και είναι γνωστά από το Κάμβριο μέχρι σήμερα. Μέχρι πρόσφατα, περίπου 6000 είδη είχαν περιγραφεί (Ζαμπετάκη, 2008). Πρόκειται για ετερότροφους, μικρό-παμφάγους οργανισμούς που τρέφονται συνήθως με διάτομα, βακτήρια, δινομαστιγωτά, ακτινόζωα, φύκη, κοκκολιθοφόρα, τμήματα από άλλα φυτά και άλλα τρηματοφόρα. Το μέγεθος τους κυμαίνεται συνήθως από 0.1 μέχρι 1mm όμως κατά το γεωλογικό παρελθόν δεν σπάνιζαν και τρηματοφόρα με διάμετρο κελύφους μεγαλύτερη των 10cm. Λόγω της εύκολης διατήρησης και διάγνωσης του κελύφους τους, ταξινομούνται με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του τοιχώματος του κελύφους τους, της μορφής του θαλάμου τους καθώς και της σχετικής θέσης του στοματικού ανοίγματος τους, (Ντρίνια, 2007). Τα τρηματοφόρα επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαισθησία στις μεταβολές της θερμοκρασίας και της χημικής σύστασης του ύδατος, στοιχεία που τα καθιστά χρήσιμους παλαιοκλιματικούς, παλαιοοικολογικούς και παλαιοωκεανογραφικούς δείκτες (Ζαμπετάκη, 2008). Καθώς οι αντιπρόσωποι των πλαγκτονικών τρηματοφόρων, παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική κατανομή, με ταχείες εξελικτικές τάσεις, αποτελούν ένα εξαιρετικό εργαλείο για το σχετικό προσδιορισμό της ηλικίας των στρωμάτων στις στρωματογραφικές και λεπτομερείς χρονόστρωματογραφικές μελέτες (Τριανταφύλλου, 2011). Σύμφωνα με τον τρόπο ζωής τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους βενθονικούς οργανισμούς που ζουν προσκολλημένοι ή ελεύθεροι πάνω ή μέσα στον πυθμένα και στους πλαγκτονικούς οργανισμούς που ζουν ελεύθεροι στα επιφανειακά ύδατα (Ζαμπετάκη, 2008). 27

29 5.2.1 Το κέλυφος των τρηματοφόρων Ένα βασικό κριτήριο για την ταξινόμηση τόσο των απολιθωμένων όσο και των σύγχρονων τρηματοφόρων είναι η φύση, η δομή και το σχήμα του κελύφους τους. Το κέλυφος των τρηματοφόρων εκκρίνεται από τον ίδιο των οργανισμό ή δημιουργείται από την συσσώρευση και συγκόλληση εξωγενών υλικών. Η φύση του κελύφους ανάλογα με την προέλευση των υλικών που αποτελείται χωρίζεται σε οργανικό, εκκρινόμενο και συμφυρματοπαγές. Τα εκκρινόμενα κελύφη ανάλογα με την ορυκτολογική σύσταση τους διακρίνονται σε πυριτικά, αραγωνιτικά και ασβεστολιθικά. Η δομή του τοιχώματος με βάση την διάταξη και την δομή των κρυστάλλων των ορυκτών που σχηματίζουν το κέλυφος διακρίνεται σε τρεις κύριους τύπους: μικροκοκκώδης, αδιάτρητη ή πορσελανώδης και διάτρητη ή υαλώδης. Το σχήμα του κελύφους παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλομορφία και μπορεί να είναι ευθυτενές ή περιελιγμένο. Ανάλογα με την ανάπτυξη τους τα ευθυτενή κελύφη μπορεί να είναι μονόσειρα, δίσειρα ή τρίσειρα. Αντίθετα τα περιελιγμένα κελύφη μπορεί να χαρακτηριστούν ως επιπεδοσπειροειδής, τροχοσπειροειδής, στρεπτοσπειροειδής ή αγαθιστεγής. Τα επιπεδοσπειροειδή κελύφη ανάλογα με τον βαθμό ανέλιξης των περιελίξεών τους μπορεί να θεωρούνται ενειλιγμένα ή ανελιγμένα (Τριανταφύλλου, 2011) Μορφολογικά στοιχεία του κελύφους Ο αρχικός θάλαμος ονομάζεται πρωτοκόγχη. Οι θάλαμοι διαχωρίζονται μεταξύ τους από διαφράγματα. Οι προβολικές γραμμές της επαφής των διαφραγμάτων των θαλάμων με το εσωτερικό του τοιχώματος του κελύφους καλούνται γραμμές ραφών (Εικόνα 16). Η μορφολογία των γραμμών ραφών ποικίλει, μπορεί να είναι ανυψωμένες, πεπιεσμένες, πεπαχυσμένες, ευθείες, καμπύλες κ.τ.λ. Στον τελικό θάλαμο παρατηρείται το στοματικό άνοιγμα από το οποίο εξέρχονται τα ψευδοπόδια. Το σχήμα και η θέση του στοματικού ανοίγματος παραμένουν σταθερά κατά την οντογένεση και αποτελούν σημαντικό χαρακτηριστικό στοιχείο για την ταξινόμηση κυρίως σε επίπεδο γένους και είδους. Ως προς τη θέση, το στοματικό άνοιγμα μπορεί να είναι ακραίο ή τελικό, βασικό, μετέωρο, ενδοπεριθωριακό, εξωομφαλικό, ομφαλικό. Το στοματικό άνοιγμα μπορεί να είναι απλό, αν αποτελείται από ένα, ή πολλαπλό, αν αποτελείται από περισσότερα ανοίγματα, ενώ ως προς το σχήμα μπορεί να εμφανίζεται ως κυκλικό, σχισμοειδές, ακτινωτό, τοξοειδές, ως σειρά πόρων, σε σχήμα κόμματος κ.τ.λ. Στο στοματικό άνοιγμα μπορεί να παρατηρούνται διάφοροι εξωτερικοί σχηματισμοί, με τη μορφή πλάκας, όπως είναι το χείλος ή το πτερύγιο, ο οδόντας, αλλά και φλυκταινοειδείς κατασκευές, όπως η φυσαλίδα. Επίσης, στο κέλυφος μπορεί να υπάρχουν δευτερογενή ή συμπληρωματικά στοματικά ανοίγματα, για παράδειγμα κατά μήκος των γραμμών ραφής ή στην περιφέρεια το κελύφους. 28

30 Εικόνα 16 : Μορφολογικά στοιχεία του κελύφους. Η εξωτερική επιφάνεια του κελύφους παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και μπορεί να είναι λεία ή να φέρει πλούσιο στολισμό, όπως άκανθες, πάχυνση στην περιφέρεια του κελύφους, γνωστή ως τρόπιδα ή καρίνα, γραμμώσεις, ραβδώσεις, κόκκους, ή δικτυωτή διακόσμηση κ.λ.π. Ο στολισμός του κελύφους βοηθά στην πλευστότητα, στην προσκόλληση του τρηματοφόρου, αλλά επίσης και στην άμυνα του ενάντια στις επιθέσεις των αρπακτικών οργανισμών (Τριανταφύλλου, 2011) Δίκτυο ψευδοποδίων Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των τρηματοφόρων αποτελεί το δίκτυο ψευδοποδίων που φέρουν. Πρόκειται για μακριές ταινίες από εξώπλασμα που μπορούν να φτάσουν σε μήκος έως και 20 φορές την διάμετρο του κελύφους. Πολλές φορές διακλαδίζονται, δημιουργώντας ένα πλέγμα γύρω από το κέλυφος (Ντρίνια, 2007). Τα ψευδοπόδια αποτελούν τον μηχανισμό με τον οποίο τα τρηματοφόρα αντιδρούν και επικοινωνούν με το περιβάλλον. Χρησιμοποιούνται για την προσκόλληση του οργανισμού, την συλλογή και μεταφορά της τροφής, την σταθεροποίηση και μετακίνηση, αλλά και την κατασκευή του κελύφους (Τριανταφύλλου, 2011). Τα βενθονικά τρηματοφόρα είναι ευκίνητα η ακίνητα ενώ τα πλαγκτονικά μετακινούνται χωρίς την χρήση των ψευδοποδιών τους, και μετακινούνται μόνο με την επίδραση των κυμάτων και του αέρα (Ντρίνια, 2007) Κύκλος ζωής Τα τρηματοφόρα έχουν δύο φάσεις αναπαραγωγής (ετεροφασικά). Αναπαράγονται τόσο ασεξουαλικά δηλαδή με αγενή τρόπο όσο και σεξουαλικά με εγγενή τρόπο. Η αγενής αναπαραγωγή γίνετε με σχιζογονία και λαμβάνει χώρα κατά τους χειμερινούς μήνες ενώ η εγγενής γίνεται με γαμογονία και λαμβάνει χώρα κατά τους θερινούς 29

31 μήνες. Τα βενθονικά τρηματοφόρα αναπαράγονται και με τους δυο τρόπους ενώ τα πλαγκτονικά μονό με εγγενή τρόπο. Τα κελύφη των τρηματοφόρων που παράγονται κατά τους δύο τρόπους παρουσιάζουν μορφολογική διαφοροποίηση (διμορφισμός). Κατά την εγγενή αναπαραγωγή παράγεται ο αγαμόντης που χαρακτηρίζεται από κέλυφος με μικρή πρωτοκόγχη και σχετικά μεγάλη διάμετρο κελύφους, το οποίο καλείται μικροσφαιρικό κέλυφος και αποτελεί την μικροσφαιρική γενεά. Κατά την αγενή αναπαραγωγή παράγεται ο γαμόντης που χαρακτηρίζεται από κέλυφος με μεγάλη πρωτοκόγχη και σχετικά μικρή διάμετρο κελύφους, το οποίο καλείται μακροσφαιρικό κέλυφος και αποτελεί την μακροσφαιρική γενεά (Τριανταφύλλου, 2011) Παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και την εξάπλωση των τρηματοφόρων Τροφή : Όπως είναι γνωστό, τα τρηματοφόρα είναι ετερότροφοι οργανισμοί κυρίως παμφάγοι, που τρέφονται συνήθως με τόνους διατομα, βακτήρια, δινομαστιγωτά, ακτινόζωα, φύκη, κοκκολιθοφόρα, τμήματα από άλλα φυτά και άλλα τρηματοφόρα. Οι διαφορετικές τροφικές συμπεριφορές διαμορφώνουν αντίστοιχα την διαβίωση των ειδών από τις παράκτιες έως τις αβυσσικές περιοχές, η επιπανίδα που ζει κυρίως στην ευφωτική ζώνη θρέφεται κυρίως με διάτομα και άλλους αντιπροσώπους του φυτοζωοπλαγκτού, αλλά και μικρά ασπόνδυλα, η ενδοπανίδα που συνήθως ζει κάτω από την ευφωτική ζώνη θρέφεται με οργανικά μόρια και βακτήρια, ενώ τα τρηματοφόρα που ζουν στις αβυσσικές περιοχές με τη βοήθεια των ψευδοποδίων συλλαμβάνουν την τροφή τους η οποία αποτελείται από φυτικά θρύμματα. Σε ένα σταθερό περιβάλλον, όπου ένα ευρύ φάσμα θρεπτικών πόρων είναι διαθέσιμο, παρατηρείται υψηλή ποικιλότητα τρηματοφόρων. Ωστόσο, σε περιοχές με εποχική διακύμανση στην διαθεσιμότητα της τροφής ή σε περιοχές με αυξημένη πρωτογενή παραγωγικότητα, όπως είναι οι περιοχές με ανοδικά ρεύματα, στις συναθροίσεις των τρηματοφόρων επικρατούν λιγοστά ευκαιριακά είδη που χαρακτηρίζονται από γρήγορους ρυθμούς αναπαραγωγής και συνεπώς μικρού μεγέθους κελύφη (Τριανταφύλλου, 2011). Τα επίπεδα του φωτός : Τα περισσότερα τρηματοφόρα διαβιούν στο ανώτερο τμήμα της θαλάσσιας στήλης όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί η φωτοσύνθεση (ευφωτική ζώνη). Στην ζώνη αυτή εντοπίζεται το μεγαλύτερο μέρος των φυτοβενθονικών και φυτοπλαγκτονικών οργανισμών, τα οποία αποτελούν βασική πηγή τροφής για τα τρηματοφόρα. Επίσης, εκεί περιορίζονται και τα συμβιωτικά είδη των τρηματοφόρων που φέρουν στο σκελετό τους κελύφη φωτοσυνθετικών οργανισμών, όπως διάφορα φύκη, διάτομα ή δινομαστιγωτά. Ωστόσο, επειδή υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός ειδών τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα ευρύ φάσμα τροφικών 30

32 στρατηγικών και μπορούν να διαβιούν στα σκοτεινά και βαθύτερα τμήματα των ωκεανών άρα και να κυριαρχούν στις απολιθωμένες βενθονικές συναθροίσεις των βαθέων θαλάσσιων περιβαλλόντων (Τριανταφύλλου, 2011). Ο τύπος του υποστρώματος : Υψηλές συγκεντρώσεις τρηματοφόρων που ζουν ελεύθερα, με λεπτά, ευθυτενή κελύφη συναντώνται σε χαμηλής ενέργειας, ιλυώδη υποστρώματα πλούσια σε οργανικό υλικό και φυτικά θρύμματα όπου υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για βακτηριακή δράση. Αντίθετα, χαμηλές συγκεντρώσεις τρηματοφόρων που ζουν ελεύθερα ή προσκολλημένα με παχύ κέλυφος στο οποίο παρατηρείται έντονος στολισμός κυριαρχούν σε περιβάλλοντα υψηλής ενέργειας μαζί με χονδρόκοκκα ιζήματα, όπου τα θρεπτικά συστατικά παρουσιάζουν μικρότερα επίπεδα τιμών. Τέλος τρηματοφόρα που ζουν προσκολλημένα με μία επίπεδη ή κοίλη βασική επιφάνεια προτιμούν τα σκληρά υποστρώματα (Τριανταφύλλου,2011). Αλατότητα: Σε περιβάλλοντα με γλυκά ύδατα κυριαρχούν αρκετοί αντιπρόσωποι της Τάξης Allogromiida. Στα χαμηλής αλατότητας περιβάλλοντα όπως είναι τα υφάλμυρα, λιμνοθαλάσσια και ελώδη περιβάλλοντα συναντάμε είδη με συμφυρματοπαγή κυρίως κελύφη και ορισμένα τυπικά είδη με ασβεστολιθικό, διάτρητο τοίχωμα (π.χ., Ammonia, Elphidium). Τα ύδατα κανονικής θαλάσσιας αλατότητας προτιμούνται από τα περισσότερα βενθονικά τρηματοφόρα. Τα υπερύαλα περιβάλλοντα προτιμούνται κυρίως από τρηματοφόρα με ασβεστολιθικά αδιάτρητα κελύφη. Τέλος, περιβάλλοντα με κυμαινόμενα επίπεδα τιμών της αλατότητας χαρακτηρίζονται από χαμηλές τιμές συναθροίσεων και ποικιλότητας (Τριανταφύλλου,2011). Θερμοκρασία: Κάθε είδος τρηματοφόρου ζει σε συγκεκριμένο θερμοκρασιακό εύρος. Περιορισμένο θερμοκρασιακό εύρος έχουν τα είδη τρηματοφόρων που διαβιούν στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη των τροπικών περιοχών. Σε περιοχές όπου αναπτύσσεται στρωμάτωση στην υδάτινη στήλη και μάλιστα, στα βαθύτερα ύδατα η θερμοκρασία μειώνεται και οι συναθροίσεις των τρηματοφόρων χαρακτηρίζονται από την παρουσία ψυχρών ειδών. Παρόμοιες συναθροίσεις ψυχρών ειδών παρατηρούνται στα ρηχότερα ύδατα σε περιοχές υψηλότερων γεωγραφικών πλατών κοντά στους πόλους. Η βιογεωγραφική εξάπλωση των σύγχρονων τρηματοφόρων στις υποθαλάσσιες κρηπίδες έχει αποδειχθεί ότι ελέγχεται κυρίως από τη θερμοκρασία. Η μελέτη της γεωγραφικής εξάπλωσης των σημερινών μορφών και η σύγκρισή τους με τα απολιθωμένα γένη και είδη που βρίσκονται στα διάφορα στρώματα της γης οδηγεί σε συμπεράσματα για την παλαιογεωγραφία των διάφορων γεωλογικών εποχών (Τριανταφύλλου, 2011). 31

33 Ποιότητα των υδάτων : Η μεταβολή της σύστασης των υδάτων προσβάλλει άμεσα τη σύνθεση των τρηματοφόρων που είναι επιρρεπή σε κάθε είδους περιβαλλοντικές διαταράξεις, είτε από φυσικούς παράγοντες (π.χ. ένα πλημμυρικό συμβάν), είτε από ανθρωπογενή δραστηριότητα (υπέρμετρος εμπλουτισμός των υδάτων με θρεπτικά συστατικά, που προέρχονται από λιπάσματα και λύματα, υψηλές περιεκτικότητες βαρέων μετάλλων από εκχύσεις βιομηχανικών αποβλήτων). Ορισμένα είδη εξαφανίζονται, ενώ άλλα επωφελούνται από τις νέες συνθήκες και αυξάνουν τον πληθυσμό τους. Μεταβολές, επίσης, παρουσιάζονται στα κελύφη με μείωση του μεγέθους ή την ανάπτυξη μορφολογικών ανωμαλιών (παραμόρφωση, δυσμορφία) (Τριανταφύλλου, 2011). Διαθεσιμότητα των ανθρακικών : Η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCΟ3) είναι μικρότερη στα θερμά σε σχέση με τα ψυχρά ύδατα. Το γεγονός αυτό ευνοεί στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη, την ανάπτυξη τρηματοφόρων με εύρωστα κελύφη. Όσον αφορά, στην κατακόρυφη μεταβολή του ανθρακικού ασβεστίου στην υδάτινη στήλη, η διάλυση επηρεάζεται από τη μείωση της θερμοκρασίας και την αύξηση της πίεσης σε σχέση με το βάθος. Επίσης, η αύξηση στη συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) η οποία αυξάνεται κάτω από την ευφωτική ζώνη, καθώς δεν λειτουργεί η φωτοσύνθεση, ενώ η λειτουργία της αναπνοής συνεχίζει να λαμβάνει χώρα από τα ζώα και τα βακτήρια- έχει ως συνέπεια τη μείωση του ph και επακόλουθα τη μείωση στα επίπεδα κορεσμού του ανθρακικού ασβεστίου (Τριανταφύλλου, 2011) Εξέλιξη και Στρωματογραφική εξάπλωση Τα πρώτα τρηματοφόρα είναι απλές, συμφυρματοπαγείς, σωληνοειδείς μορφές που έχουν βρεθεί σε πετρώματα του Καμβρίου. Τα συμφυρματοπαγή κελύφη παρουσίασαν υψηλή διαφοροποίηση κατά το Ορδοβίσιο, αλλά πολυθάλαμες μορφές δεν εμφανίστηκαν πριν από το Δεβόνιο, όταν αναπτύσσονται τα τρηματοφόρα με ασβεστολιθικό κέλυφος. Οι αντιπρόσωποι της Τάξης Fusulinida παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη κατά το Λιθανθρακοφόρο και το Πέρμιο και αναπτύσσουν μία μεγάλη ποικιλία στην κατασκευή των κελυφών τους, με πολύπλοκη εσωτερική δομή. Επίσης, στο τέλος του Παλαιοζωικού εμφανίζονται οι πρώτες διάτρητες και αδιάτρητες ασβεστολιθικές μορφές. Μετά το συμβάν της μαζικής εξαφάνισης που έλαβε χώρα στο τέλος του Παλαιοζωικού, τα βενθονικά τρηματοφόρα παρουσιάζουν σημαντική εξέλιξη, καταλαμβάνοντας νέους βιότοπους (λιμνοθάλασσες, υφάλους και ελώδεις περιοχές), ενώ παράλληλα εξαπλώνονται και σε βαθύτερα υδάτινα περιβάλλοντα. Τα πλαγκτονικά τρηματοφόρα εμφανίζονται στο Ιουρασικό. Κατά τη διάρκεια του Κρητιδικού παρουσιάζουν μεγάλη εξέλιξη, ενώ η παγκόσμια γεωγραφική κατανομή και οι ταχείες εξελικτικές τάσεις που επιδεικνύουν, τα καθιστούν σημαντικούς βιοστρωματογραφικούς δείκτες για αυτή την περίοδο. Από την μεγάλη πληθώρα πλαγκτονικών ειδών που έχουν πιστοποιηθεί σε ιζήματα του 32

34 Κρητιδικού, ελάχιστα επέζησαν από το συμβάν της μαζικής εξαφάνισης που σημειώθηκε στο τέλος του Κρητιδικού. Μια μεγάλη ανάπτυξη των τρηματοφόρων σημειώνεται στις αρχές του Καινοζωικού, αν και μια σημαντική εξαφάνιση βενθονικών μορφών χαρακτηρίζει το όριο Παλαιοκαίνου-Ηωκαίνου. Τα τρηματοφόρα παρουσιάζουν υψηλή ποικιλομορφία κατά τη διάρκεια του Ηωκαίνου (π.χ. Nummulites, Alveolina), αλλά οι ψυχρές συνθήκες στο τέλος αυτής της περιόδου οδήγησαν σε μία περαιτέρω εξαφάνιση των τροπικών μορφών. Η ανάπτυξή που ακολούθησε στο Μειόκαινο συνδέεται με τις θερμότερες κλιματικές συνθήκες αυτής της εποχής (Τριανταφύλλου, 2011). 6.1 Παρουσίαση αποτελεσμάτων 6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η Μικροπαλαιοντολογική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε σε 9 συνολικά δείγματα έδωσε μια σχετικά πλούσια μικροπανίδα αποτελούμενη κυρίως από οστρακώδη και τρηματοφόρα. Παρατηρηθήκαν επίσης σε μικρότερη συχνότητα γαστερόποδα και δίθυρα. Τα αναλυτικά αποτελέσματα της Μικροπαλαιοντολογικής ανάλυσης απεικονίζονται στους παρακάτω Πίνακες 1,2,3 και 4, ενώ ακολουθεί η υποενότητα με την ανάλυση του κάθε δείγματος ξεχωριστά. Πίνακας 1. Οστρακώδη 33

35 Πίνακας 2. Τρηματοφόρα Πίνακας 3. Γαστερόποδα και δίθυρα. 34

36 6.2 Συστηματική Ταξινόμηση Πίνακας 4. Διάφορα Η συστηματική ταξινόμηση των οστρακωδών, τρηματοφόρων αλλά γενικά και άλλων μικροαπολιθωμάτων βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην περιγραφή των σκληρών σκελετικών στοιχείων τους διότι τα μαλακά τους μέρη σπάνια έως σχεδόν ποτέ δεν διατηρούνται. Για τον λόγο αυτό για τον προσδιορισμό των ειδών βασιζόμαστε κυρίως στο σχήμα, εσωτερικά και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κελύφους. Στην παρούσα εργασία προσδιορίστηκαν 34 είδη οστρακωδών, 14 είδη τρηματοφόρων, 9 είδη γαστερόποδων και 9 είδη δίθυρων. Παρακάτω παρατίθεται η συστηματική ταξινόμηση των μικροαπολιθωμάτων που προσδιορίστηκαν μέχρι και επίπεδο είδους όπου ήταν δυνατόν. ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Υπερβασίλειο : Eukaryota Βασίλειο : Animalia Συνομοταξία : Arthropoda Ομοταξία : Ostracoda LATREILLE,1806 Τάξη : Podocopida, SARS,

37 Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Loxoconcha elliptica BRADY (1868) Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Loxoconchinidae Sars, 1925 Γένος : Loxoconcha SARS 1866 Είδος : Loxoconcha ellpitica BRADY (1868) Περιγραφή : Το κέλυφος τους έχει τραπεζοειδές έως ωοειδές σχήμα. Υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Τα θηλυκά είναι πιο ογκώδη και στρογγυλεμένα από τα αρσενικά τα οποία είναι επιμηκυμένα προς τα πίσω και εμφανίζονται πιο μυτερά στο οπίσθιο μέρος. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο, το κέλυφος είναι λείο και αρκετά παχύ. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας. Στην εσωτερική όψη διακρίνεται ομοιόμορφο κλείθρο. Ανάμεσα στο εξωτερικό και εσωτερικό περιθώριο διακρίνεται ένα μάλλον πλατύ διάκενο. Στο εξωτερικό περιθώριο διακρίνονται ευθύγραμμοι αγωγοί περιθωρίου. (Εικόνα παρ. 25) Οικολογία : Το είδος αυτό έχει ευρύτερη εξάπλωση στην Μεσόγειο. Απαντάται σε μεσαία και χαμηλά γεωγραφικά πλάτη και μπορεί να αντέξει σε ευρεία όρια θερμοκρασίας (0-30 ο C) και αλμυρότητας (2-35 ). Διαβιεί κυρίως σε λιμνοθαλάσσιο, υφάλμυρο και παράκτιο περιβάλλον (Bignot, 1985). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο σήμερα (Danatsas, 1989) Loxoconcha rhomboidea Fischer 1855 Περιγραφή: Το είδος αυτό έχει το ίδιο σχήμα κελύφους με το είδος Loxoconcha ellpitica. Υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός, όπως επίσης στο είδος Loxoconcha ellpitica, με διαφορά επίσης ότι στα θηλυκά το ραχιαίο περιθώριο είναι τοξωτό, ενώ στα αρσενικά σχεδόν ευθείο. Γενικά το κοιλιακό περιθώριο είναι με μεγάλη κυρτότητα στην οπισθοκοιλιακής περιοχή, ενώ το ραχιαίο στρογγυλεμένο. Η εξωτερική επιφάνεια έχει διάκοσμο, συγκεκριμένα διακρίνεται μια δικτυωτή υφή και σε μερικά μάλιστα οστρακώδη λίγα μικρά εξογκώματα. Η εμπρόσθια πλευρά είναι πιο στρογγυλεμένη, με πλατύ διάκενο και η οπίσθια πιο μυτερή αλλά με ένα ακόμα πιο πλατύ διάκενο. Γενικά κατά την πλάγια όψη το είδος αυτό φαίνεται να έχει μεγάλο πάχος ( Roger; Williams, 1966). (Εικόνα παρ. 26) Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος ζει σε θαλάσσια περιβάλλοντα με υψηλή αλατότητα, μεταξύ 32-36% ο. Επίσης μπορεί να βρεθεί σε τμήματα εκβολών ποταμών με χαμηλή υδροδυναμική ενέργεια (Ruiz et al. 2000). 36

38 Εμφάνιση: Ανώτερο Μειόκαινο σήμερα (Guillaume et al., 1985; Yassini, 1979; Bonaduce et al.,1976; Athersuch et al., 1985, 1989; Arbulla et al., 2001). Υπόταξη: Platycopina Υπεροικογένεια: Cypridoidea Baird, 1845 Οικογένεια: Candonidae Kaufmann, 1900 Γένος: Candona Baird, 1845 Είδος: Candona neglecta Sars, 1888 Candona neglecta Sars, 1888 Περιγραφή: Το κέλυφος έχει νεφροειδές σχήμα. Δεν διακρίνουμε έντονο φυλετικό διμορφισμό. Το εμπρόσθιο περιθώριο είναι αποστρογγυλεμένο, με διάκενο και μεγαλύτερο σε αντίθεση με το οπίσθιο περιθώριο που είναι στρογγυλεμένο, μικρότερο και επίσης με πιο μικρό διάκενο. Το ραχιαίο περιθώριο είναι καμπυλωτό. Το κοιλιακό περιθώριο είναι κοίλο. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας. Το κέλυφος είναι σχετικά εύθραυστο. Στην εσωτερική όψη διακρίνεται μονόπλευρο κλείθρο. (Εικόνα παρ. 22) Οικολογία: Το είδος αυτό έχει ευρεία γεωγραφική κατανομή σε όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, την Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Απαντάται σε ολιγόαλα, σχετικά ψυχρά ύδατα με αλμυρότητα από 0,5 16 και είναι ευρέως διαδεδομένο σε πηγές, ρυάκια και λίμνες. (Meisch and Wouters, 2004). Το είδος αυτό επίσης είναι σε θέση να επιβιώσει ακόμη και σε μέρη όπου το νερό εξατμίζεται (Wagner, 1957). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Μειόκαινο σήμερα (Sciuto, 2011). Candona candida O. F. Müller, 1776 Περιγραφή: Είναι όμοιο αρκετά με το προηγούμενο είδος Candona neglecta, με τη διαφορά ότι το ραχιαίο περιθώριο είναι καμπυλωτό και σχηματίζει μια μικρή γωνία. Επίσης στο εμπρόσθιο τμήμα το διάκενο που υπάρχει είναι πολύ πλατύ, με απότομη κλίση και στο οπίσθιο λιγότερο πλατύ με μικρότερη κλίση. Τέλος, το είδος αυτό είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος. (Εικόνα παρ. 23) Οικολογία : Έχει μια παρόμοια γεωγραφική κατανομή με το Candona neglecta. Ζει σε πηγές, ρυάκια, λίμνες και σε μια ποικιλία από διάφορα βάθη νερού. Ωστόσο, αυτό δεν ανέχεται αλατότητες πάνω από 5,3 % ο. Επίσης δεν ανέχεται θερμοκρασίες του νερού το καλοκαίρι άνω των 18 ο C (Hartmann and Hiller, 1977). Τέλος, είναι ένα από τα πιο οξύ-ανθεκτικά είδη, που αντέχει σε ρη μικρότερο από 5,0 (Fryer 1980, 1993). Στρωματογραφική εξάπλωση: Άνω Πλειόκαινο σήμερα (Bubikyan, 1984). 37

39 Candona angulata G.W. Müller, 1900 Περιγραφή: Το κέλυφος έχει νεφροειδές σχήμα. Δεν διακρίνουμε έντονο φυλετικό διμορφισμό. Το εμπρόσθιο περιθώριο είναι αποστρογγυλεμένο. όπως στο Candona neglecta, ενώ σημαντική διαφορά παρατηρούμε στο οπίσθιο περιθώριο, το οποίο σχηματίζει μια γωνία στην άκρη του και στα δύο φύλα. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας, οι οποίοι μάλιστα σχηματίζουν ένα πλέγμα πιο ευδιάκριτο προς το οπίσθιο περιθώριο. Το κέλυφος είναι σχετικά εύθραυστο. Στην εσωτερική όψη διακρίνεται μονόπλευρο κλείθρο. (Εικόνα παρ. 24) Οικολογία : Είναι ένα είδος που ζει σε περιβάλλοντα μέσης αλατότητας που φτάνει μέχρι και 13,4% ο (De Decker, 1979). Αντέχει επίσης σε αυξομειώσεις αλατότητας (Marco-Barba, 2010). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Πλειστόκαινο σήμερα (Krzymiñska & Namiotko, 2012). Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967 Cyprideis torosa Jones, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Cytherideidae Sars, 1925 Γένος : Cyprideis Jones, 1856 Είδος : Cyprideis torosa Jones, 1850 Περιγραφή: Το κέλυφος του έχει ωοειδές έως νεφροειδές σχήμα. Η αριστερή θυρίδα είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από τη δεξιά. Το περιθώριο της εμπρόσθιας πλευράς είναι σχετικά αποστρογγυλεμένο. Υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Τα θηλυκά είναι πιο ογκώδη και στρογγυλεμένα από τα αρσενικά τα οποία είναι επιμηκυμένα προς τα πίσω και εμφανίζονται πιο μυτερά στο οπίσθιο μέρος. Το κοιλιακό περιθώριο είναι σχεδόν ευθύγραμμο. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Διακρίνονται ωστόσο οι πόροι επιφάνειας. Στο εξωτερικό περιθώριο διακρίνονται ευθύγραμμοι αγωγοί περιθωρίου. Στην εσωτερική όψη διακρίνεται ομοιόμορφο κλείθρο. Ανάμεσα στο εξωτερικό και εσωτερικό περιθώριο διακρίνεται ένα μάλλον πλατύ διάκενο. Στην εσωτερική όψη και στο κεντρικό τμήμα της θυρίδας ή ελαφρώς προς το εμπρόσθιο τμήμα εντοπίζονται μυϊκά αποτυπώματα. (Εικόνες παρ. 17,18) Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος απαντάται κυρίως σε νερά με αλμυρότητα 2-3 ως αλλά όταν αυξομειώνεται η αλατότητα αυτό παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες σε ότι αφορά στην μορφολογία του κελύφους. Συγκεκριμένα, οι λείες μορφές του είδους αυτού-που παλαιότερα αποτελούσαν ιδιαίτερο είδος, το C. torosa 38

40 littoralis απαντώνται συνήθως σε βραχύαλα ύδατα. Όταν όμως ελαττώνεται η αλμυρότητα (ολιγόαλα) εμφανίζονται άλλες μορφές, που φέρνουν κόμβους στο κέλυφός τους που χαρακτηρίζουν το είδος C.torosa torosa. Η ιδιομορφία του παραπάνω είδους αποτελεί πολλές φορές κριτήριο για τη διαπίστωση ανάμιξης υφάλμυρων λιμναίων μορφών στα θαλάσσια νερά. Το C. torosa ζει κατά προτίμηση σε επίπεδες λιμνοθάλασσες και στις εκβολές ποταμών και αποτελεί καθοδηγητική μορφή των υφάλμυρων νερών (Athersuch et al.1989). Στρωματογραφική εξάπλωση: Μειόκαινο σήμερα (Krzymiñska & Namiotko, 2012). Cyprideis longitesta Kristic 1968 Περιγραφή: Έχει ένα ελαφρώς τετραγωνισμένο σχήμα. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι παχύ και αποστρογγυλεμένο με ένα σχετικά στενό διάκενο, ενώ το οπίσθιο είναι πιο στενό, με μικρότερο διάκενο και επίσης αποστρογγυλεμένο. Επίσης διακρίνεται στην εξωτερική του επιφάνεια διάκοσμος, συγκεκριμένα υπάρχουν μικρά εξογκωματάκια. Οικολογία : προτιμά ένα υφάλμυρο περιβάλλον (Olteanu, 2011). (Εικόνα παρ. 19) Στρωματογραφική εξάπλωση: συχνό στο Ανώτερο Μειόκαινο και Πλειόκαινο της Βόρειας Πελοποννήσου (Danatsas, 1994). Cyprideis cf. gramanni Bassiouni 1979 Περιγραφή: Το σχήμα του κελύφους του είναι οβάλ. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο και μεγαλύτερο απ το οπίσθιο. Έχει στενό διάκενο ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό περιθώρια. Στην εξωτερική του επιφάνεια δεν παρατηρείται διάκοσμος, είναι λεία με λίγους πόρους. (Εικόνα παρ. 20) Οικολογία : υφάλμυρο περιβάλλον (Danatsas, 1994). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ολιγόκαινο σήμερα (Reihe,1979). Cyprideis dictyoti Danatsas 1994 Περιγραφή: Το είδος αυτό μοιάζει λίγο με το Cyprideis torosa, αλλά έχει σημαντικά χαρακτηριστικά που το κάνουν να διαφέρει. Συγκεκριμένα, είναι μικρότερο σε μέγεθος, είναι λιγότερο μακρόστενο, έχει διάκοσμο με εξογκώματα και δικτυωτή υφή στην εξωτερική του επιφάνεια. (Εικόνα παρ.21) Οικολογία : υφάλμυρο περιβάλλον (Danatsas, 1994). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο Πλειόκαινο (Danatsas, 1994). 39

41 Υπόταξη : Cytherocopina Gründel, 1967 Leptocythere ramosa Rome, 1942 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Leptocytheridae Hanai, 1957 Γένος : Leptocythere Müller, 1927 Είδος : Leptocythere ramosa Rome, 1942 Περιγραφή: Το σχήμα του κελύφους είναι σχεδόν οβάλ. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο και μεγαλύτερο απ το οπίσθιο που είναι στενότερο και ελαφρώς μυτερό. Έχει στενό διάκενο ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό περιθώρια. Στην εξωτερική του επιφάνεια παρατηρείται διάκοσμος, υπάρχουν μικρά εξογκώματα και στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήματα δικτυωτή υφή. (Εικόνα παρ. 28) Οικολογία : Ζει σε περιβάλλοντα με μικτό υφάλμυρο νερό (όπως εξωτερικές εκβολές ποταμών, κόλπους ή προδελταικές περιοχές) (Di Bella et al., 2010). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Πλειόκαινο - σήμερα (Gliozzi et al., 2005). Leptocythere sp1. Περιγραφή: Είναι όμοιο με το Leptocythere ramosa, με τη διαφορά ότι έχει πιο πλατύ διάκενο με μικρή κλίση σε όλη την περίμετρο του οστρακώδους και είναι πιο κοντό. (Εικόνα παρ. 27) Παρατηρήσεις: υφάλμυρο λόγω του ότι ανήκει σε οικογένεια Leptocytheridae. Δεν είναι γνωστά τα υπόλοιπα στοιχεία για το είδος αυτό. Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Roundstonia cf. robertsoni Brady, 1868 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Loxoconchidae Brady, 1868 Γένος : Roundstonia Brady, 1868 Είδος : Roundstonia cf. robertsoni Brady, 1868 Περιγραφή: Έχει λίγο ορθογώνιο σχήμα. Υπάρχει όχι τόσο εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Το ραχιαίο περιθώριο του είναι ευθείο και σχηματίζει μια μικρή γωνία προς την εμπρόσθια πλευρά, ενώ το κοιλιακό περιθώριο είναι λίγο κοίλο. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι μεγαλύτερο, αποστρογγυλεμένο και με πλατύ διάκενο σε 40

42 αντίθεση με το οπίσθιο που είναι μικρότερο, επίσης αποστρογγυλεμένο και με στενό διάκενο. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο, η επιφάνειά του είναι λεία με ευδιάκριτους πόρους. (Εικόνα παρ. 29) Οικολογία : Είναι ένα βενθονικό είδος υφάλμυρου νερού, που ανέχεται χαμηλή και κυμαινόμενη περιεκτικότητα σε αλάτι (Wastegafird, 1999). Στρωματογραφική εξάπλωση: Μειόκαινο σήμερα (Faranda et al., 2007). Limnocytherina sanctipatricii Brady & Robertson, 1869 Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Limnocytheridae Brady & Robertson, 1869 Γένος : Limnocytherina Brady & Robertson, 1869 Είδος : Limnocytherina sanctipatricii Brady & Robertson, 1869 Περιγραφή: Έχει ένα ορθογώνιο σχήμα. Υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Τα αρσενικά είναι πιο επιμηκυσμένα, το ραχιαίο τους περιθώριο είναι σχεδόν ευθείο με μια μικρή γωνία προς το οπίσθιο τμήμα. Επίσης το εμπρόσθιο τμήμα τους είναι αποστρογγυλεμένο και με πλατύ διάκενο, σε αντίθεση με το οπίσθιο που είναι λίγο μυτερό και με στενό διάκενο. Τα θηλυκά με τη σειρά τους είναι στρουμπουλά, το ραχιαίο περιθώριο τους είναι κοίλο και το εμπρόσθιο με το οπίσθιο τμήματα είναι αποστρογγυλεμένα περισσότερο με στενά διάκενα. Τέλος, όσον αφορά την εξωτερική του επιφάνεια, υπάρχει διάκοσμος. Συγκεκριμένα διακρίνεται δικτυωτή υφή και μερικά μικρά εξογκώματα με εμπροσθοκεντρική αύλακα. (Εικόνα παρ. 30) Οικολογία : Εμφανίζεται στην παράκτια ζώνη λιμνών. Είναι ένα θερμόφιλο και αλόφιλο είδος που προτιμά στάσιμα νερά (Meisch, 2000). Στρωματογραφική εξάπλωση: Πλειστόκαινο σήμερα (Κrzymiñska & Namiotko, 2012). Tyrrhenocythere cf. ruggierii Ruggieri, 1953 Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Hemicytheridae Puri, 1953 Γένος : Tyrrhenocythere Ruggieri, 1953 Είδος : Tyrrhenocythere cf. ruggierii Ruggieri,

43 Περιγραφή: Έχει ένα τραπεζoειδές σχήμα. To ραχιαίο του περιθώριο είναι λίγο ευθείο προς κοίλο, ενώ το κοιλιακό είναι ευθείο προς λίγο κυρτό. Το εμπρόσθιο τμήμα του είναι αποστρογγυλεμένο με στενό διάκενο, ενώ το οπίσθιο τμήμα του είναι σχεδόν αποστρογγυλεμένο, σχηματίζει μια μικρή γωνία και έχει επίσης στενό διάκενο. Ο τύπος οδόντωσης είναι αμφίδοντος. Η εξωτερική του επιφάνεια έχει διάκοσμο, συγκεκριμένα έχει δικτυωτή υφή με διαφορετικούς επιμήκεις λακκίσκους και οφθαλμικό φυμάτιο προς το εμπρόσθιο τμήμα του. (Εικόνα παρ. 31) Οικολογία : Το είδος αυτό απαντάται σε περιβάλλοντα γλυκού νερού ή πολύ χαμηλής αλατότητας (Devoto, 1965; Griffiths et al. 2002; Grossi, et al. 2008). Επίσης ζει σε βάθος περίπου 30 m (ενδεχομένως έως 50 m) και σε ένα εύρος αλατότητας Παράλληλα είναι ένας δείκτης θερμού κλίματος, με μέση ετήσια θερμοκρασία ο C (Bronshtein, 1947; Schornikov, 1974; Krstić, 1977; Yassini and Ghahreman, 1976). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο σήμερα (Uliczny, 1969) Tyrrhenocythere amnicola Sars 1888 Περιγραφή: Το είδος αυτό μοιάζει αρκετά με το προηγούμενο Tyrrhenocythere cf. ruggierii, με τη διαφορά ότι έχει πιο πλατύ διάκενο σε όλη τη περίμετρο του κελύφους, αλλά κυρίως στο εμπρόσθιο τμήμα. Επίσης έχει διάκοσμο, αλλά με δικτυωτή υφή στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήματα, ενώ οι λακκίσκοι είναι πιο μικροί σε μέγεθος και δεν διακρίνεται οφθαλμικό φυμάτιο. (Εικόνα παρ. 33) Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος ζει γενικά σε ποτάμια και λιμναία περιβάλλοντα γλυκού νερού (Griffiths et al. 2002) και επίσης σε ακατοίκητα νερά μέσης αλατότητας (9-13 ), αλλά ανέχεται και χαμηλή αλατότητα μέχρι 1. Ακόμα μπορούμε να πούμε ότι κατοικεί σε βάθη από 0 έως 30 m (Krstic, 1977). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Πλειόκαινο σήμερα (Μaness & Kaesler, 1985) Tyrrhenocythere strunchi Danatsas 1989 Περιγραφή: Το σχήμα του είναι ορθογώνιο και λίγο μακρόστενο. Υπάρχει ο φυλετικός διμορφισμός. Ο τύπος οδόντωσης είναι επίσης αμφιδοντικός. Το ραχιαίο περιθώριο του είναι ευθείο, ενώ το κοιλιακό κοίλο. Το εμπρόσθιο τμήμα του είναι αποστρογγυλεμένο, με πλατύ σχετικά διάκενο με λίγο απότομη κλίση, ενώ το οπίσθιο λιγότερο αποστρογγυλεμένο, με στενό διάκενο και σχηματίζει μια γωνία, σαν μικρή ουραία προεξοχή. Έχει στην εξωτερική του επιφάνεια διάκοσμο, με επιμήκεις λακκίσκους. Επίσης στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήματα διακρίνονται μικρές πεπαχυσμένες άκανθες. (Εικόνα παρ. 34) 42

44 Οικολογία : είναι χαρακτηριστικό είδος υφάλμυρων νερών και λιμναίων νερών (Danatsas, 1989). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο - σήμερα (Pipík, 2007). Tyrrhenocythere kaeveri Danatsas 1989 Περιγραφή: Το είδος αυτό έχει ένα τραπεζοειδές σχήμα. Υπάρχει έντονος φυλετικός διμορφισμός. Ο τύπος οδόντωσης είναι επίσης αμφιδοντικός. Το ραχιαίο του περιθώριο είναι σχεδόν ευθείο, ενώ το κοιλιακό λίγο ευθείο προς κοίλο. Το εμπρόσθιο τμήμα του είναι στρογγυλεμένο με πολύ πλατύ διάκενο με απότομη κλίση, ενώ το οπίσθιο είναι πολύ πιο στενό και με ουραία προεξοχή. Στην εξωτερική του επιφάνεια, πάνω απ το ραχιαίο περιθώριο σχηματίζεται μια ράχη. Επίσης έχει διάκοσμο με επιμήκεις λακκίσκους και οφθαλμικό φυμάτιο προς το εμπρόσθιο τμήμα του. (Εικόνα παρ. 32) Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος ζει σε λιμναία περιβάλλοντα με υφάλμυρα νερά (Danatsas, 1994). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο - σήμερα (Pipík, R. 2007). Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Aurila lancaeformis Uliczny, 1969 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Hemicytheridae Puri, 1953 Γένος : Aurila Pokorny, 1955 Είδος : Aurila lancaeformis Uliczny, 1969 Περιγραφή: Το σχήμα του είναι υπο-τριγωνικό σε πλάγια όψη. Αριστερή θυρίδα είναι μεγαλύτερη απ την δεξιά. Το κοιλιακό περιθώριο είναι κυρτό στην κεντρική κοιλιακή περιοχή και κοίλο στο εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήμα. Ενώ το ραχιαίο περιθώριο είναι τοξωτό. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο με ένα πλατύ διάκενο, ενώ το οπίσθιο τμήμα έχει ουριαία προεξοχή και ένα μικρότερο διάκενο. Η εξωτερική του επιφάνεια έχει διάκοσμο, συγκεκριμένα διακρίνονται επιμήκεις λακκίσκοι, μερικά έχουν οφθαλμικά φυμάτια και μεταοφθαλμική αύλακα. (Εικόνα παρ. 35) Οικολογία : Το γένος αυτό γενικά είναι ένα τυπικό θαλάσσιο και λιμνοθαλάσσιο. Εμφάνιση : Ανώτερο Μέσο Πλειόκαινο (Danatsas, 1989) Xestoleberis df. decipiens Müller, 1894 Υπόταξη : Cytherocopina Baird,

45 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Xestoleberididae Sars, 1866 Γένος : Xestoleberis Sars, 1866 Είδος : Xestoleberis df. decipiens Müller, 1894 Περιγραφή: To σχήμα του κελύφους έχει σχήμα αυγού. Η δεξιά θυρίδα ελαφρώς πιο μικρή απ τη αριστερή. Το ραχιαίο περιθώριο είναι ευθείο σχεδόν και το κοιλιακό κοίλο. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι πιο μεγάλο και αποστρογγυλεμένο, με πλατύ σχετικά διάκενο, ενώ το οπίσθιο είναι επίσης αποστρογγυλεμένο αλλά πιο στενό, με παρόμοιο διάκενο. Δεν διακρίνεται στην εξωτερική του επιφάνεια διάκοσμος, είναι λεία με λίγο ευδιάκριτους πόρους. Ο τύπος οδόντωσης είναι μονόπλευρος. (Εικόνα παρ. 36) Οικολογία : Είναι ένα χαρακτηριστικό οστρακώδες της παράκτιας ζώνης θαλασσών, όπου ζει στα ανώτερα 2-3 cm απ τα ιζήματα του πυθμένα (Lachenal 1989; Llano, 1981; Ruiz et al. 2000b and Yassini, 1979), προτιμά υποστρώματα με φύκια (Boomer & Eisenhauer, 2002). Εμφάνιση: Ανώτερο Πλειόκαινο (Danatsas, 1989). Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Potamocypris sp. Υπεροικογένεια : Cypridoidea Baird, 1845 Οικογένεια : Cyprididae Baird, 1845 Γένος : Potamocypris Brady, 1870 Είδος : Potamocypris sp. Περιγραφή: Το σχήμα είναι περίπου ορθογώνιο. Φυλετικός διμορφισμός αμελητέος. Το εμπρόσθιο τμήμα του είναι στρογγυλεμένο με μεσαίο διάκενο, ενώ το οπίσθιο είναι λοξό με επίσης μεσαίο διάκενο. Το ραχιαίο περιθώριο είναι σχεδόν ευθείο και το κοιλιακό κοίλο. Στην εξωτερική του επιφάνεια δεν διακρίνεται διάκοσμος, είναι λεία με λίγο ευδιάκριτους πόρους. Τέλος, το κλείθρο είναι ομοιόμορφο (Lister, 1975). (Εικόνα παρ. 37) Οικολογία : Είναι ένα τυπικό γένος που ζει σε περιβάλλον γλυκού νερού, ποτάμιο ή λιμναίο. Προτιμά να βρίσκεται σε πολύ μικρό βάθος, ρυάκια ή ρηχές λίμνες (Carboni et al., 2002). Εμφάνιση : Ανώτερο Μειόκαινο και Πλειστόκαινο (Danatsas, 1989). 44

46 Neocytherideis sp. Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Neocytherideididae Puri, 1957 Γένος : Neocytherideis Puri, 1952 Είδος : Neocytherideis sp. Περιγραφή: Το κέλυφος είναι επίμηκες. Το εμπρόσθιο τμήμα του είναι ελαφρώς αιχμηρό με μικρό διάκενο και το οπίσθιο στρογγυλεμένο με επίσης μικρό διάκενο. Το ραχιαίο περιθώριο είναι ελαφρώς ελικοειδές, ενώ το κοιλιακό σχεδόν ευθείο. Η εξωτερική του επιφάνεια είναι λεία με λίγους ευδιάκριτους πόρους, χωρίς διάκοσμο. Επίσης ο τύπος οδόντωσης είναι λοβόδοντος. (Εικόνα παρ. 38) Οικολογία : Το γένος αυτό ζει γενικά σε ρηχά νερά παράκτιας ζώνης (~ 8 m) το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι το είδος αυτό μπορεί να μετανάστευαν προς βαθύτερες περιοχές της ζώνης αυτής (10-5 m l) λόγω παρουσίας ανθρώπινου παράγοντα. Περιορίζεται σε αλατότητες μεταξύ 34-37% ο (Carbonel, 1973; Pascual, 1990). Εμφάνιση: Τεταρτογενές κυρίως (Ruggieri, 1959) και γενικά κάτω απ το όριο Πλειοπλειστόκαινο συναντάται πολύ σπάνια (Colalongo, 1968). Darwinula stevensoni Brady & Robertson 1870 Υπόταξη : Darwinulocopina Sohn, 1988 Υπεροικογένεια : Darwinuloidea Brady & Norman, 1889 Οικογένεια : Darwinulidae Brady & Norman, 1889 Γένος : Darwinula Brady & Robertson in Jones 1885 Είδος : Darwinula stevensoni Brady & Robertson 1870 Περιγραφή: Το κέλυφος του έχει επιμηκυσμένο σχήμα. Η αριστερή θυρίδα είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από τη δεξιά. Δεν υπάρχει εμφανής φυλετικός διμορφισμός. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Το οπίσθιο μέρος είναι περισσότερο αποστρογγυλεμένο από ότι το εμπρόσθιο που είναι πιο τριγωνικό. Το ραχιαίο περιθώριο είναι ελαφρώς κυρτό ενώ το κοιλιακό περιθώριο είναι σχεδόν ευθύγραμμο. Ο τύπος κλείθρου είναι ομοιόμορφος. (Lister, 1975) (Εικόνα παρ. 39) Οικολογία : Το συγκεκριμένο είδος είναι κοσμοπολίτικο είδος των ολιγόαλων υδάτων και μπορεί να αντέξει ή και να προσαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών (Ranta, 1979). 45

47 Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Μειόκαινο σήμερα (Straub, 1952). Cytheromorpha sp. Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Loxoconchidae Sars, 1925 Γένος : Cytheromorpha Hirschmann, 1909 Είδος : Cytheromorpha sp. Περιγραφή: Το οστρακώδες αυτό χαρακτηρίζεται από συμπυκνωμένη δικτύωση στην κεντρική περιοχή του κελύφους του, δίνοντας εντύπωση της ύπαρξης μιας ψεύτικης πλευρικής ράχης. Έχει έναν έντονο σεξουαλικό διμορφισμός. Συγκεκριμένα, στα θηλυκά παρατηρείται το ραχιαίο περιθώριο να είναι ευθείο και το κοιλιακό περιθώριο να έχει μια κλίση προς τα επάνω στο οπίσθιο άκρο. Τα αρσενικά με τη σειρά τους είναι πιο επιμηκυσμένα και τετραγωνισμένα, με ραχιαίο και το κοιλιακό περιθώρια υποπαράλληλα μεταξύ τους. Τέλος, ο τύπος οδόντωσης είναι λοβόδοντος. (Εικόνα παρ. 40) Οικολογία : Είναι ένα χαρακτηριστικό οστρακώδες που ζει σε εκβολές ποταμών Στρωματογραφική εξάπλωση: Κρητιδικό σήμερα (Viviers, et al., 2000). Ilyocypris decipiens Masi 1905 Υπόταξη : Cypridocopina Jones, 1901 Υπεροικογένεια : Cypridoidea Baird, 1845 Οικογένεια : Ilyocyprididae Γένος : Ilyocypris Brady & Norman 1889 Είδος : Ilyocypris decipiens Masi 1905 Περιγραφή: Έχουν ένα ορθογώνιο σχήμα κελύφους που χαρακτηρίζει όλα τα είδη του γένους αυτού. Η δεξιά θυρίδα είναι μικρότερη απ την αριστερή (Musacchio & Simeoni, 1991). Οι θυρίδες φέρουν κοντά δόντια, ενώ ο τύπος οδόντωσης είναι λοβόδοντος. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι πλατύ, στρογγυλεμένο με σχετικά μεγάλο διάκενο, ενώ το οπίσθιο τμήμα είναι λιγότερο πλατύ, στρογγυλεμένο, με μικρότερο διάκενο. Το ραχιαίο περιθώριο είναι σχεδόν ευθείο και σχηματίζει δυο μικρές γωνίες προς το εμπρόσθιο και οπίσθιο τμήματα. Στην εξωτερική του επιφάνεια διακρίνεται 46

48 διάκοσμος, συγκεκριμένα μια δικτυωτή υφή και σε μερικά σημεία μικρά εξογκώματα, επίσης υπάρχει η εμπροσθοκεντρική αύλακα. (Εικόνα παρ. 41) Οικολογία : Το είδος αυτό κατοικεί σε περιβάλλοντα γλυκού νερού με μικρή αλατότητα, συγκεκριμένα σε λιμναία περιβάλλοντα, σπάνια σε ποταμούς εκβολές ποταμών (Henderson, 1990; Meisch, 2000). Επίσης ανέχεται θερμοκρασίες ο C. Στρωματογραφική εξάπλωση: Πλειστόκαινο σήμερα (Κrzymiñska & Namiotko, 2012). Cyclocypris meischi και Υπόταξη : Cypridocopina Jones, 1901 Υπεροικογένεια : Cypridoidea Baird, 1845 Οικογένεια : Cyprididae Baird, 1845 Γένος : Cyclocypris Brady & Norman, 1889 Είδος : Cyclocypris meischi Περιγραφή: Το σχήμα του κελύφους του είναι σχεδόν κυκλικό. Το εμπρόσθιο και το οπίσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένα και τα διάκενά τους είναι στενά. Κατά την πλάγια όψη φαίνεται το κέλυφός του αρκετά Ο φυλετικός διαχωρισμός είναι αδύνατος. Η εξωτερική του επιφάνεια είναι λεία, δεν έχει διάκοσμο, παρά μόνο έχει μικρούς ευδιάκριτους πόρους. (Εικόνα παρ. 43) Οικολογία : Οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους αυτού δεν είναι γνωστές με λεπτομέρειες μέχρι στιγμής, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι προτιμούν στάσιμα νερά λιμνών, πηγών και βάλτοι, όπου η περιεκτικότητα σε οξυγόνο είναι μειωμένη και αλατότητα φτάνει έως 6,4 % ο (Meisch, 2000). Στρωματογραφική εξάπλωση: Μειόκαινο, Πλειστόκαινο σήμερα (Κrzymiñska & Namiotko, 2012). Hiltermanicythere sp. Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Trachyleberididae Sylvester-Bradley, 1948 Γένος : Hiltermanicythere Bassiouni, 1970 Είδος : Hiltermanicythere sp. 47

49 Περιγραφή: Το σχήμα του κελύφους είναι κάπως υποτριγωνικό. Το ραχιαίο περιθώριο είναι σχεδόν ευθείο, ενώ το κοιλιακό είναι σχεδόν ημικυκλικό. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο, με πλατύ διάκενο και το οπίσθιο τμήμα είναι μυτερό, με στενό διάκενο και σχηματίζει ουραία προεξοχή. Στην εξωτερική του επιφάνεια υπάρχει διάκοσμος, συγκεκριμένα διακρίνεται μια μεγάλη ράχη προς το ραχιαίο περιθώριο και διαφόρου μεγέθους επιμήκεις λακκίσκοι. Τέλος, ο τύπος οδόντωσης είναι λοβόδοντος. (Εικόνα παρ. 42) Οικολογία : Κατοικεί στην ηπειρωτική κατωφέρεια, έως 200 m βάθος και είναι ευρύαλο (Hmaidi et al., 2002). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Μειόκαινο σήμερα (Hmaidi et al., 2002). Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Cytheretta adriatica Ruggieri, 1952 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Cytherettidae Baird, 1850 Γένος : Cytheretta Mueller, 1894 Είδος : Cytheretta adriatica Ruggieri, 1952 Περιγραφή: Σε πλευρική όψη, το κέλυφος είναι σχετικά επίμηκες και οβάλ. Υπάρχει φυλετικός διμορφισμός, συγκεκριμένα τα αρσενικά έχουν πιο επιμηκυσμένα κελύφη σε σχέση με τα θηλυκά. Ο τύπος οδόντωσης είναι αμφίδοντος. Το εμπρόσθιο τμήμα είναι στρογγυλεμένο με πολύ πλατύ διάκενο που έχει απότομη κλίση. Το οπίσθιο τμήμα είναι πιο στενό, το ίδιο στρογγυλεμένο και με λιγότερο πλατύ διάκενο που επίσης έχει απότομη κλίση. Η εξωτερική επιφάνεια έχει ακτινωτά κανάλια πόρων και διαμήκη νευρώσεις. (Εικόνα παρ. 44) Οικολογία : Είναι ένα καθαρά θαλάσσιο είδος, περιορίζεται όμως στη Μεσόγειο. Απαντάται σε βάθη από 5 έως 30 m (Ilani et al., 2008). Εμφάνιση : Κατώτερο - Ανώτερο Πλειόκαινο και Πλειστόκαινο (Danatsas, 1989). Υπόταξη : Cytherocopina Baird, 1850 Cytherissa lacustris Sars, 1863 Υπεροικογένεια : Cytheroidea Baird, 1850 Οικογένεια : Cytherideidae Sars, 1925 Γένος : Cytherissa Sars, 1925 Είδος : Cytherissa lacustris Sars,

50 Περιγραφή: Είναι ένα οστρακώδες που έχει υποτραπεζοειδές και επιμηκυσμένο κέλυφος. Το εμπρόσθιο τμήμα έχει πιο πλατύ περιθώριο με ένα παχύ διάκενο και στρογγυλεμένο ενώ το οπίσθιο πιο λεπτό με ένα μικρότερο διάκενο και επίσης στρογγυλεμένο περιθώριο. Ο τύπος οδόντωσης είναι λοβόδοντος (Lister, 1975). Η εξωτερική επιφάνεια είναι σχετικά λεία με μερικά καλά ευδιάκριτα εξογκώματα. Τέλος, οι δυο θυρίδες είναι ίδιου μεγέθους. (Εικόνα παρ. 45) Οικολογία : Το είδος αυτό έχει παγκόσμια κατανομή και απαντάται σε κρύα γλυκά νερά λιμνών (Delorme, 1970d; Smith, et al., 1997), κορεσμένα σε οξυγόνο (περισσότερο από 3 mg/l) (Carbonel et al., 1988), καθώς επίσης σε ολιγοτροφικά περιβάλλοντα. Μπορούμε ακόμα να το συναντήσουμε κυρίως σε βαθιά ζώνη λιμνών ενώ κατά ψυχρές περιόδους σε ρηχά νερά (Danielopol et al., 1990 and Meischi, 2000). Επίσης στο εργαστήριο έχει αποδειχθεί ότι αντέχει μόνο σε θερμοκρασίες κάτω από 18 ο C (Geiger, 1990b; Loffler, 1997). Υπήρχαν όμως περιπτώσεις να συναντιέται και σε λίμνες με μεγαλύτερη ετήσια θερμοκρασία και αλμυρότητα (Danielopol et al.,1990; Meisch, 2000). Στρωματογραφική εξάπλωση: Πλειόκαινο - σήμερα (Κrzymiñska & Namiotko, 2012). Υπόταξη : Cypridocopina Jones, 1901 Paracypria sp. Υπεροικογένεια : Cypridoidea Baird, 1845 Οικογένεια : Candonidae Kaufmann, 1900 Γένος : Paracypria Sars, 1910 Είδος : Paracypria sp. Περιγραφή: Έχει το κέλυφός του επίμηκες κατά την πλάγια όψη. Το ραχιαίο περιθώριο είναι ελαφρώς κυρτό, ενώ το κοιλιακό σχεδόν ευθύγραμμο (υποευθύγραμμο). Επίσης η οπίσθια πλευρά είναι επιμήκης και βρίσκεται χαμηλότερα σε αντίθεση με την εμπρόσθια που είναι πιο στρουμπουλή και βρίσκεται λίγο πιο ψηλά. Στην εξωτερική του όψη δεν διακρίνεται διάκοσμος, παρά μόνο πόροι, γενικά είναι λεία. Ακόμα η αριστερή θυρίδα επικαλύπτει ελαφρώς την δεξιά. Δεν παρατηρείται φυλετικός διμορφισμός. (Εικόνα παρ. 46) Οικολογία : Είναι ένα τυπικό οστρακώδες που ζει σε λίμνες, οι οποίες έχουν υπόγεια σύνδεση με θάλασσα ή ωκεανό και όπου το νερό της επιφάνειας είναι γλυκό ή υφάλμυρο και γίνεται όλο και περισσότερο αλμυρό με το βάθος (Smith & Kamiya 2005). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Κρητιδικό σήμερα (Benson et al. 1961, Maddocks 1992, and Maddocks et al. 1993). 49

51 ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ Υπερβασίλειο : Eukaryota, Whittaker & Margulis, 1978 Βασίλειο : Protista Haeckel,1866 Συνομοταξία : Foraminifera Fichtel & Moll, 1798 Ομοταξία : Globothalamea Fichtel & Moll, 1798 Τάξη : Rotaliida Fichtel & Moll, 1798 Rotalia trochidiformis Lamarck, 1804 Υπεροικογένεια : Rotalioidea Ehrenberg, 1839 Oικογένεια : Rotaliidae Ehrenberg, 1839 Γένος : Rotalia Lamarck, 1804 Είδος : Rotalia trochidiformis Lamarck, 1804 Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ελεύθερο, τροχοσπειροειδές περιελιγμένο, φακοειδές. Η ραχιαία όψη του είναι περισσότερο κυρτή απ την κοιλιακή. Οι θάλαμοι είναι απλοί 8-10 σε κάθε περιέλιξη. Η ραχιαία όψη επίσης είναι λεία, ενώ η κοιλιακή καλύπτεται από ένα κωνικού σχήματος πώμα που φέρει ρωγμές (Γεωργιάδου- Δικαιούλια & Δερμητζάκης,1985). (Εικόνα παρ. 47) Οικολογία : Απαντάται συνήθως σε νηριτική ζώνη, συγκεκριμένα προτιμά βάθη m ( Levin, 1957). Επίσης προτιμά κανονική αλατότητα. Στρωματογραφική εξάπλωση: Κρητιδικό σήμερα (Γεωργιάδου - Δικαιούλια & Δερμητζάκης,1985). Elphidium crispum Linnaeus, 1758 Υπεροικογένεια : Rotalioidea Ehrenberg, 1839 Oικογένεια : Elphidiidae Galloway, 1933 Γένος : Elphidium de Montfort, 1808 Είδος : Elphidium crispum Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Το κέλυφος είναι επιπεδοσπειροειδές και ενειλιγμένο. Το τοίχωμα του κελύφους είναι ακτινωτό και αποτελείται από πολλά στρώματα. Κατά μήκος των γραμμών ραφής υπάρχει ένα σύστημα αγωγών που αποτελείται από δύο σπειροειδείς 50

52 αγωγούς, που συνδέονται με τόξα μεταξύ των γραμμών ραφής. Το σύστημα αυτό των αγωγών καταλήγει στις γραμμές ραφής σε απλό ή διπλό τόξο. Το στοματικό άνοιγμα είναι ενδοπεριθωριακό και βρίσκεται στο εσωτερικό περιθώριο του τελευταίου θαλάμου. Στο συγκεκριμένο είδος παρατηρήθηκε λεπτή καρίνα και πώμα στην ομφαλική περιοχή. (Εικόνα παρ. 48) Οικολογία : Ενδοβιόν, ελεύθερο και απαντάται σε ιλυώδη άμμο. Είναι φυτοφάγο, υφάλμυρο, θαλάσσιο και ζει σε υπεράλμυρα νερά, θερμά εύκρατα - τροπικά κλίματα, σε βάθη 0-50 m, ενώ συναντάται σε υφάλμυρες - υπεράλμυρες λιμνοθάλασσες και στην έσω νηρητική ζώνη (Sen Gupta, 2003). Ως ενδοεπιφανειακή πανίδα, παρατηρείται σε λασπώδη και αµµώδη ιζήµατα. Είναι φυτοφάγο, βρίσκεται σε σηµεία µε αλατότητα από 0-70 εκεί που υπάρχουν υφάλµυρα έως υπεράλµυρα έλη και σε λιµνοθάλασσες. Βρίσκεται στη εσωτερική υφαλοκρηπίδα (πάνω από τη βαθύαλη ζώνη) (Λιονάκη, 2012). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ολιγόκαινο σήμερα (Loeblich & Tappan, 1988) Elphidium aculeatum d'orbigny, 1846 Περιγραφή: Το συγκεκριμένο είδος έχει ίδια χαρακτηριστικά με το προηγούμενο Elphidium crispum Linnaeus, 1758 με μόνη διαφορά ότι στην καρίνα του υπάρχουν άκανθες. (Εικόνα παρ. 49) Οικολογία : Προτιμά ένα θαλάσσιο περιβάλλον μικρού βάθους, αλλά ζεστό, με πυκνή βλάστηση και αμμώδες υπόστρωμα (Cushman, 1939). Στρωματογραφική εξάπλωση: Παλαιόκαινο σήμερα ( Ammonia beccarii Linnaeus, 1758 Υπεροικογένεια: Rotalioidea Ehrenberg, 1839 Οικογένεια: Rotaliidae Ehrenberg, 1839 Γένος: Ammonia Brünnich, 1772 Είδος: Ammonia becarii Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Ασβεστολιθικό κέλυφος με τροχοσπειροειδές συναρμογή θαλάμων και αμφίκυρτο. Στην ραχιαία ή σπειροειδής όψη διακρίνονται η γραμμή σπείρας, οι γραμμές ραφών και η πρωτοκόγχη. Στην πλάγια όψη διακρίνεται η μετωπική επιφάνεια με το στοματικό άνοιγμα (βασικό εξωομφαλικό). Στην κοιλιακή ή ομφαλική όψη εντοπίζεται ο ομφαλός με σχήμα αστεριού και οι γραμμές ραφών. (Εικόνα παρ. 50) 51

53 Οικολογία : Το παραπάνω είδος αποτελεί ένα είδος ευρύαλο, ευρύθερµο και στενόβαθο που συχνά κυριαρχεί στο εσωτερικό τµήµα της κρηπίδας σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις διακυμάνσεις της αλµυρότητας (Murray,2006). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ολιγόκαινο σήμερα (Loeblich & Tappan, 1988). Αmmonia perlucida Heron-Allen & Earland, 1913 Περιγραφή: Ασβεστολιθικό κέλυφος με επιπεδοσπειροειδή συναρμογή θαλάμων και αμφίκυρτο. Η ραχιαία ή σπειροειδής όψη εμφανίζεται ανειλιγμένη. Σε αυτήν την όψη διακρίνονται η γραμμή σπείρας, γραμμές ραφών και οι πρωτοκόγχη. Στην πλάγια όψη διακρίνεται η μετωπική επιφάνεια με το στοματικό άνοιγμα. Η κοιλιακή ή ομφαλική όψη εμφανίζεται ενειλιγμένη, επίσης σε αυτήν την όψη εντοπίζεται ο ομφαλός που είναι πεπιεσμένος (ανοιχτός) και οι γραμμές ραφών. Οικολογία : Το είδος συγκεκριμένο ζει σε ένα τυπικό υφάλμυρο περιβάλλον ή λιμνοθαλάσσιο βαλτώδες ( υφάλμυρο υγρότοπο) ή μόνο λιμνοθαλάσσιο (Fiorini and Vaiani, 2001; Carboni et al., 2002; Bergamin et al., 2006) ή υφάλμυρο λιμνοθαλάσσιο (Amorosi et al., 2004). Αmmonia parkinsonia d'orbigny, 1839 Περιγραφή: Το είδος αυτό είναι όμοιο με την Αmmonia perlucida μόνο που ο ομφαλός του είναι σε σχήμα κουμπιού. (Εικόνα παρ. 52) Οικολογία : Το είδος αυτό το συναντάμε σε περιβάλλοντα με υφάλμυρο νερό, είναι χαρακτηριστικό είδος υφαλοκρηπίδας και παράκτιας ζώνης όπου υπάρχουν εκβολές ποταμών. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο είδος αντέχει σε δισοξεικές συνθήκες (Mazzini et al., 1999; Carboni et al., 2002; Amorosi et al., 2004; Curzi et al., 2006; Rossi and Vaiani, 2008; Carboni et al., 2010). Ammonia tepida Cushman, 1926 Περιγραφή: Το είδος αυτό είναι όμοιο με την Αmmonia parkinsonia, με τη διαφορά ότι η σπείρα της είναι αρκετά πιο ανοιχτή. (Εικόνα παρ. 51) Οικολογία : Το είδος αυτό το συναντάμε επίσης σε περιβάλλοντα με υφάλμυρο νερό, στις εκβολές ποταμών (Mazzini et al., 1999; Carboni et al., 2002; Amorosi et al., 2004, 2009; Curzi et al., 2006; Rossi and Vaiani, 2008; Carboni et al., 2010). 52

54 Hanzawaia sp. Υπεροικογένεια : Chilostomelloidea Brady, 1881 Oικογένεια : Gavelinellidae Hofker, 1956 Γένος : Hanzawaia Asano, 1944 Είδος : Hanzawaia sp. Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ελεύθερο, τροχοσπειροειδές, επιπεδόκυρτο. Η περιφέρεια είναι μετρίως γωνιώδης, με περιθωριακή μικρή προεξοχή. Η επίπεδη κοιλιακή όψη είναι εν μέρει ενειλιγμένη με ανυψωμένες πτερυγιοειδείς αδιάτρητες πλάκες στο κατώτερο περιθώριο των θαλάμων. Η αντίθετη πλευρά του κελύφους είναι ενειλιγμένη, αλλά χωρίς ανοικτό ομφαλό. Η κεντρική περιοχή καλύπτεται με ένα ευκρινές κομβίο. Οι γραμμές ραφής είναι πολύ κυρτές και παχιές. Το τοίχωμα του κελύφους είναι ασβεστιτικό, κοκκώδες στη μικροδομή, διάτρητο εκτός από την περιοχή πάνω από το στοματικό άνοιγμα. Το στοματικό άνοιγμα είναι αψιδοειδούς μορφής επί της περιφέρειας, εκτεινόμενο ελαφρώς προς την κυρτή ενειλιγμένη πλευρά, αλλά επίσης συνεχίζεται πλευρικώς με άνοιγμα επί της επίπεδης πλευράς κάτω από το κεντρικό πτερύγιο του τελικού θαλάμου. Οικολογία : Πρόκειται για επιβιόν και ζει προσκολλημένο σε σκληρές επιφάνειες. Είναι παθητικό αιωρηματοφάγο, θαλάσσιο, απαντάται σε εύκρατα - θερμά κλίματα, στην έσω νηρητική (μέχρι τα 100 m). Οξικό είδος (Van der Zwaan, 1982). Σύμφωνα με τον (Kouwenhoven, 2000) συναντάται από την άνω ως την μέση βαθύαλη ζώνη κατά το Ανώτερο Μειόκαινο. Γύρω στα 1000 m κατά το Σερραβάλλιο στα ιζήματα των νησιών Tremiti (Russo et al., 2002). Από τον (Van der Zwaan, 1982) θεωρείται ως είδος με ιδιαίτερη ανοχή σε αυξημένες αλατότητες, όχι όμως τόση αντοχή σε ανεπάρκεια οξυγόνου. Στρωματογραφική εξάπλωση: Τριαδικό σήμερα (Δερμιτζάκης et al., 1985). Discorbis cf. colliculus Υπεροικογένεια : Discorboidea Ehrenberg, 1838 Oικογένεια : Discorbidae Ehrenberg, 1838 Γένος : Discorbis Lamarck, 1804 Είδος : Discorbis cf. colliculus Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ελεύθερο ή προσκολλάται με την κοιλιακή όψη. Έχει σχήμα τροχοσπειροειδές, επιπεδόκυρτο, με επίπεδη ή κοίλη την ομφαλική επιφάνεια, που είναι ενειλιγμένη. Η ραχιαία επιφάνεια είναι αναθολωτή και ανειλιγμένη.ο ομφαλός στη σπειροειδή όψη είναι κλειστός. Το στοματικό άνοιγμα είναι μια 53

55 τοξοειδής σχισμή, που βρίσκεται στη βάση του τελευταίου θαλάμου και εκτίνεται απ τον ομφαλό προς την περιφέρεια του κελύφους. Οικολογία : Αποτελεί επιφανειακή πανίδα, είναι γαντζωµένο ή κολληµένο και παρατηρείται σε σκληρά υποστρώµατα. Είναι φυτοφάγο, θαλάσσιο, ζει σε θερµό ή εύκρατο κλίµα, το βρίσκουµε από 0-50 m βάθος, στην εσωτερική υφαλοκρηπίδα (Λιονάκη, 2012). Haynesina germanica (Nonion germanica) Ehrenberg, 1840 Υπεροικογένεια : Nonionoidea Schultze, 1854 Oικογένεια : Nonionidae Schultze, 1854 Γένος : Haynesina Banner & Culver, 1978 Είδος : Haynesina germanica Ehrenberg, 1840 Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ελεύθερο, τροχοσπειροειδές, επιπεδόκυρτο. Η επίπεδη κοιλιακή όψη είναι εν μέρει ενειλιγμένη με ανυψωμένες πτερυγιοειδείς αδιάτρητες πλάκες στο κατώτερο περιθώριο των θαλάμων. Η αντίθετη πλευρά του κελύφους είναι ενειλιγμένη, αλλά χωρίς ανοικτό ομφαλό. Οι γραμμές ραφής είναι πολύ κυρτές και παχιές. Το τοίχωμα του κελύφους είναι ασβεστιτικό, κοκκώδες στη μικροδομή, διάτρητο εκτός από την περιοχή πάνω από το στοματικό άνοιγμα. Το στοματικό άνοιγμα είναι αψιδοειδούς μορφής επί της περιφέρειας, εκτεινόμενο ελαφρώς προς την κυρτή ενειλιγμένη πλευρά, αλλά επίσης συνεχίζεται πλευρικώς με άνοιγμα επί της επίπεδης πλευράς κάτω από το κεντρικό πτερύγιο του τελικού θαλάμου. (Εικόνα παρ. 53) Οικολογία : Ζεί στην ενδοεπιφανειακή πανίδα, είναι ελεύθερο και παρατηρείται σε αµµώδη και λασπώδη ιζήµατα. Παρουσιάζεται σε υφάλµυρα νερά και ζει σε ψυχρό και θερµό κλίµα, σε έλη και λιµνοθάλασσες. Βρίσκεται στην εσωτερική υφαλοκρηπίδα (Λιονάκη, 2012). Στρωματογραφική εξάπλωση: Πλειστόκαινο σήμερα (Λιονάκη, 2012). Quinqueloculina seminulum Linnaeus, 1758 Ομοταξία : Tubothalamea Vella, 1957 Τάξη : Miliolida Delage & Hérouard, 1896 Υπεροικογένεια : Milioloidea Ehrenberg, 1839 Oικογένεια : Hauerinidae Schwager, 1876 Υποοικογένεια : Hauerininae Schwager, 1876 Γένος : Quinqueloculina d'orbigny,

56 Είδος : Quinqueloculina seminulum Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ασβεστολιθικό πορσελανώδες, αγαθιστεγές και σχήματος μακρόστενου. Οι θάλαμοι του είναι περιελιγμένοι σε 5 επίπεδα που σχηματίζουν 72º. Οι διαδοχικοί θάλαμοι ελίσσονται σε πέντε επίπεδα που σχηματίζουν γωνία 144º. Εξωτερικά φαίνονται 5 θάλαμοι. Στοματικό άνοιγμα τελικό, κυκλικό, με απλό ή διφυή οδόντα. (Εικόνα παρ. 56) Οικολογία : Βρίσκεται συνήθως ως επιφανειακή πανίδα σε σταθερά υποστρώµατα και ιζήµατα. Στην ενδοεπιφανειακή πανίδα συναντάτε έως τα 10 cm κάτω από την επιφάνεια του πυθµένα. Κυριαρχεί σε λιµνοθάλασσες και έλη στη Μεσόγειο, σε φιόρδ στη νότια Σκανδιναβία και βρίσκεται στην εσωτερική υφαλοκρηπίδα (Λιονάκη, 2012). Στρωματογραφική εξάπλωση: Τριτογενές σήμερα (Brodniewicz, 1972). Quinqueloculina longirostra d'orbigny, 1826 Περιγραφή: Όμοιο με το προηγούμενο γενικά, αλλά με τη διαφορά ότι είναι πολύ πιο στρουμπουλό, κοντό και με θαλάμους πιο γωνιώδει. (Εικόνα παρ. 54) Οικολογία : Χαρακτηριστικό είδος ρηχής θάλασσας ή λιμνοθάλασσας, το οποίο ζει σε σταθερά υποστρώματα και ιζήματα, επίσης δείχνει ανοχή και σε υπεράλμυρα νερά (Hageman, 1979). Quinqueloculina berthelotiana d'orbigny, 1839 Περιγραφή: Μοιάζει αρκετά με το είδος Quinqueloculina longirostra με τη διαφορά ότι οι θάλαμοι είναι λιγότερο γωνιώδεις και γενικά λιγότερο φουσκωμένοι. (Εικόνα παρ. 55) Οικολογία : Χαρακτηριστικό είδος ρηχής θάλασσας ή λιμνοθάλασσας, το οποίο ζει σε σταθερά υποστρώματα και ιζήματα, επίσης δείχνει ανοχή και σε υπεράλμυρα νερά (Hageman,1979). Triloculina adriatica Le Calvez, J. & Y., 1958 Oικογένεια : Hauerinidae Schwager, 1876 Υποοικογένεια : Miliolinellinae Ehrenberg, 1839 Γένος : Triloculina d'orbigny, 1826 Είδος : Triloculina adriatica Le Calvez, J. & Y.,

57 Περιγραφή: Το κέλυφος είναι ελεύθερο και ασβεστολιθικό. Κατά το αρχικό στάδιο ανάπτύξεως του κελύφους τη μικροσφαιρική μορφή οι θάλαμοι διατάσσονται όπως στο Quinqueloculina (d'orbigny, 1826). Κατόπιν προστίθενται περιελισσόμενοι σε τρία επίπεδα, τα οποία σχηματίζουν γωνίες 120 ο και έτσι εξωτερικά είναι ορατοί μόνο οι τρείς θάλαμοι. Το στοματικό άνοιγμα είναι απλό, μεγάλο, κυκλικό με απλό όδοντα. (Εικόνα παρ. 57) Οικολογία : Αποτελεί την επιφανειακή πανίδα, είναι ελεύθερο ή γαντζωµένο και παρατηρείται σε αµµώδη ή λασπώδη ιζήµατα ή σε φυτά. Είναι φυτοφάγο ή θρυµατοφάγο, θαλάσσιο ή σε υπεράλµυρα νερά, σε σηµεία µε αλατότητα από 32-55, ζει σε θερµό ή εύκρατο κλίµα, το βρίσκουµε από 0-40 m βάθος, σε υπεράλµυρες λιµνοθάλασσες ή θάλασσες, στην εσωτερική υφαλοκρηπίδα ή και κάποια είδη είναι στη βαθύαλη ζώνη (Λιονάκη, 2012). Τάξη : Thecosomata Blainville, 1824 ΓΑΣΤΕΡΟΠΟΔΑ Υπερβασίλειο : Eukaryota Βασίλειο : Animalia Συνομοταξία : Mollusca Ομοταξία : Gastropoda Cuvier, 1797 Limacina inflate d'orbigny, 1834 Υπόταξη : Euthecosomata Meisenheimer, 1905 Υπεροικογένεια : Limacinoidea Gray, 1840 Οικογένεια : Limacinidae Gray, 1840 Γένος : Limacina Είδος : Limacina inflata d'orbigny, 1834 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, επιπεδοσπειροειδές γαστερόποδο, που δεν ξεπερνάει τα 15 mm. Επίσης είναι δισκοειδές, με μεγάλο και σχεδόν ορθογώνιο πολύ μεγάλο στοματικό άνοιγμα στην τελευταία σωματική περιέλιξη. Οι τελευταίες περιελίξεις δεν συναντιούνται κάπου κεντρικά και σχηματίζουν τον ομφαλό. Τέλος, η εξωτερική επιφάνεια είναι λεία. (Εικόνα παρ. 58) Οικολογία : Είναι ένα κοινό θαλάσσιο κοσμοπολίτικο γαστερόποδο, ζεστών νερών (Sabine & RuKdiger, 2001). Ζει στα ανώτερα 300 m απ τη στήλη του νερού (BeH and Gilmer, 1977). 56

58 Potamides conicus Blainville, 1829 Τάξη : Caenogastropoda Cox, 1960 Υπεροικογένεια : Cerithioidea Fleming, 1822 Οικογένεια : Potamididae H. Adams & A. Adams, 1854 Γένος : Potamides Brongniart, 1810 Είδος : Potamides conicus Blainville, 1829 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδές γαστερόποδο, που δεν ξεπερνάει τα 14 mm (The Marine Biology Resource Network). Επίσης είναι πυργοειδές, με πολύ υψηλή σπείρα (περίπου 9 περιελίξεις), μυτερή κορυφή, σχεδόν οβάλ στοματικό άνοιγμα με τύλο, εσωτερικό χείλος και εξωτερικό χείλος. Τέλος, στην εξωτερική του επιφάνεια υπάρχουν σπειροειδείς γραμμώσεις παράλληλες στη γραμμή ραφής, σχετικά χοντρές με μικρές ακανθωτές προεξοχές. (Εικόνα παρ. 59) Οικολογία : Είναι ένα ευρύαλο είδος, που κατοικεί στις παράκτιες και εσωτερικές λιμνοθάλασσες, συγκεκριμένα σε αμμώδες ή λασπώδες υπόστρωμα. Εμφανίζεται επίσης στα δέλτα ποταμών, όπως στο Δέλτα του Νείλου. Τέλος, μπορεί να ανεχθεί ακραίες θερμοκρασίες (5-45 C) και η αλμυρότητα (15-90% ο ) (Taraschewski & Paperna, 1981). Hydrobia acuta Draparnaud, 1805 Τάξη : Littorinimorpha Golikov & Starobogatov, 1975 Υπεροικογένεια : Truncatelloidea Gray, 1840 Οικογένεια : Hydrobiidae Stimpson, 1865 Γένος : Hydrobia Hartmann, 1821 Είδος : Hydrobia acuta Draparnaud, 1805 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδής γαστερόποδο, που δεν ξεπερνάει τα 4-6 mm (Northern Ireland priority species). Επίσης είναι τουρμπινοειδές, με σχετικά υψηλή σπείρα ( 4 περιελίξεις), λίγο αποστρογγυλεμένη κορυφή, σχεδόν οβάλ στοματικό άνοιγμα στην πιο μεγάλη σωματική περιέλιξη. Τέλος, στην εξωτερική του επιφάνεια έχει πολλές λεπτές σπειροειδείς γραμμώσεις, εγκάρσιες στη γραμμή ραφής. (Εικόνα παρ. 60) Οικολογία : Είναι ένα τυπικό είδος υφάλμυρου νερού (ανέχεται αλατότητα μέχρι και 33% ο ) (Meric et al., 2001), που ζει σε στρώματα λάσπης παράκτιων ζωνών και σε βάθη μεταξύ 3-40 m. (Northern Ireland priority species). 57

59 Valvata piscinalis O.F. Muller 1774 Τάξη : Ectobranchia Υπεροικογένεια : Valvatoidea Gray, 1840 Οικογένεια : Valvatidae O. F. Müller, 1774 Γένος : Valvata O.F. Muller 1773 Είδος : Valvata piscinalis O.F. Muller 1774 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδής γαστερόποδο, που δεν ξεπερνάει τα 7 mm (NAS - Nonindigenous Aquatic Species). Επίσης είναι τουρμπινοειδές, με χαμηλή σπείρα ( 2 περιελίξεις), λίγο αποστρογγυλεμένη κορυφή, η τελευταία σωματική περιέλιξη είναι πάρα πολύ μεγάλη σε σχέση με τις υπόλοιπες, όπως επίσης και το ολοστρόγγυλο στοματικό άνοιγμα. Τέλος,. στην εξωτερική του επιφάνεια έχει πολλές λεπτές σπειροειδείς γραμμώσεις, εγκάρσιες στην γραμμή ραφής. (Εικόνα παρ. 61) Οικολογία : Είναι ένα είδος υφάλμυρων νερών, αλλά μπορεί να ανεχθεί και πολύ χαμηλές αλατότητες έως 0,2% ο (Fretter & Graham, 1978). Τάξη : Ectobranchia Gibbula racketti Payraudeau, 1826 Υπεροικογένεια : Trochoidea Rafinesque, 1815 Οικογένεια : Trochidae Rafinesque, 1815 Γένος : Gibbula Risso, 1826 Είδος : Gibbula racketti Payraudeau, 1826 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδές γαστερόποδο, μεγέθους το πολύ 4 mm. Επίσης είναι τροχοσπειροειδές, με χαμηλή σπείρα (4 περιελίξεις) και με γραμμώσεις παράλληλα στη γραμμή ραφής. Η βάση είναι επίπεδη με μικρό ομφαλό και το στοματικό άνοιγμα είναι σχεδόν τετράγωνο, με λοξό προς την άτρακτο, ο οποίος φέρει πτυχές ή λεπτές σπειροειδείς γραμμώσεις (Manousis, 2012). (Εικόνα παρ. 62) Οικολογία : Ζει περιφερόμενο σε βράχους από την υπερπαράλια ζώνη μέχρι και τα μεγάλα βάθη (Manousis, 2012). 58

60 Τάξη : Heterostropha Fischer, 1885 Odostomia sp. Υπεροικογένεια : Pyramidelloidea Gray, 1840 Οικογένεια : Pyramidellidae Gray, 1840 Γένος : Odostomia Fleming, 1813 Είδος : Odostomia sp. Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδές γαστερόποδο, μεγέθους το πολύ 4-5 mm. Επίσης είναι σχεδόν κουκουλόμορφο, με αποστρογγυλεμένη κορυφή και με σχετικά υψηλή σπείρα ( 4 περιελίξεις). Η σωματική περιέλιξη του περιλαμβάνει τύλο, εσωτερικό χείλος, εξωτερικό χείλος και σχεδόν οβάλ στοματικό άνοιγμα μεσαίου μεγέθους. Τέλος, στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει λεπτές σπειροειδείς γραμμώσεις, εγκάρσιες στην γραμμή ραφής. (Εικόνα παρ. 63) Οικολογία : Ζει σε ήρεμους βυθούς με ιλύ και βιογενή θρύμματα σε διάφορα βάθη της μέσης και κατώτερης υποπαράλιας ζώνης (Manousis, 2012). Tornus sp. Τάξη : Littorinimorpha Golikov & Starobogatov, 1975 Υπεροικογένεια : Truncatelloidea Gray, 1840 Οικογένεια : Tornidae Sacco, 1896 (1884) Γένος : Tornus Turton & Kingston, 1830 Είδος : Tornus sp. Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο, κωνικοσπειροειδές γαστερόποδο, που δεν ξεπερνάει τα 2,5 mm (Encyclopedia of Life). Επίσης είναι τουρμπινοειδές ή και τροχοσπειροειδές, με πεπιεσμένη κορυφή και με πολύ χαμηλή σπείρα (3 περιελίξεις, πολύ μικρές). Επίσης έχει ένα σχεδόν τετραγωνισμένο μεγάλο στοματικό άνοιγμα στην τελευταία σωματική περιέλιξη που είναι μεγαλύτερη σε διάμετρο με τις προηγούμενες. Τέλος στην εξωτερική του επιφάνεια έχει έναν έντονο γλυπτό διάκοσμο αποτελούμενο από σπειροειδείς και εγκάρσιες στην γραμμή ραφής γραμμώσεις και αύλακες. (Εικόνα παρ. 64) Οικολογία : Ζει σε βυθούς με ήρεμα νερά, μέσα σε στρώμα λεπτής άμμου και ιλύος, σε βάθη μεταξύ m (Manousis, 2012). 59

61 Τάξη : Cephalaspidea P. Fischer, 1883 Retusa truncatula Bruguière, 1792 Υπεροικογένεια : Philinoidea Gray, 1850 (1815) Οικογένεια : Retusidae Thiele, 1925 Γένος : Retusa T. Brown, 1827 Είδος : Retusa trucatula Bruguière, 1792 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δεξιόστροφο γαστερόποδο, με μέγεθος που κυμαίνεται από 5 mm έως 7 mm (Marine Species Identification Portal). Επίσης είναι κυλινδρικού σχήματος, με σπείρα βυθισμένη και σχισμή σε όλο το μήκος. Επίσης το στοματικό του άνοιγμα έχει λίγο επίμηκες και παρουσιάζεται μικρός τύλος. Τέλος, η εξωτερική του επιφάνειά είναι λεία με αχνές σπειροειδείς ραβδώσεις. (Εικόνα παρ. 65) Οικολογία : Ζει σε διάφορα βιογενή ιζήματα από ρηχά μέχρι τα βαθιά νερά και μάλιστα είναι ένα χαρακτηριστικό σαρκοφάγο (Manousis, 2012). ΔΙΘΥΡΑ Ομοταξία : Bivalvia Linnaeus, 1758 Τάξη : Lucinoida Gray, 1854 Lucinella divaricata Linnaeus, 1758 Υπεροικογένεια : Lucinoidea J. Fleming, 1828 Οικογένεια : Lucinidae Fleming, 1828 Γένος : Lucinella Monterosato, 1884 Είδος : Lucinella divaricata Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα μικρό δίθυρο, μεγέθους μέχρι 1 cm (MarLIN, The Marine Life Information Network) και σχήματος οβάλ έως σχεδόν κυκλικό. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται, ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο και χωρίς διάκοσμο, αλλά με εμφανείς ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 66) 60

62 Οικολογία : Ζει κυρίως στην Μεσόγειο, την Μαύρη θάλασσα και τα Κανάρια νησιά (Marine Species Identification Portal), σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 60 m και με αλατότητα περίπου 25% ο (Meric et al., 2001). Τάξη : Lucinoida Gray, 1854 Radiolucina sp. Υπεροικογένεια : Lucinoidea J. Fleming, 1828 Οικογένεια : Fleming, 1828 Γένος : Radiolucina Britton, 1972 Είδος : Radiolucina sp. Περιγραφή: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό δίθυρο, μεγέθους έως 6 mm (Marine Species Identification Portal) και σχήματος οβάλ. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο με εμφανείς ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους και παρουσιάζει μικρό διάκοσμο, συγκεκριμένα βαθιές ακτινωτές νευρώσεις με μικρές άκανθες. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 67) Acanthocardia tuberculata Linnaeus, 1758 Τάξη : Veneroida Gray, 1854 Υπεροικογένεια : Cardioidea Lamarck, 1809 Οικογένεια : Cardiidae Lamarck, 1809 Γένος : Acanthocardia J.E. Gray, 1851 Είδος : Acanthocardia tuberculata Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα σχετικά μεγάλο δίθυρο, φτάνει σε μέγεθος μέχρι και 95 mm (The Conchological Society of Great Britain and Ireland) και έχει σχήμα σχεδόν στρογγυλό. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ελαφρώς εμπροσθόγυρο έως ισόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο και παρουσιάζει διάκοσμο, συγκεκριμένα βαθιές ακτινωτές νευρώσεις (The Conchological Society of Great Britain and Ireland), οι οποίες φέρουν μικρές άκανθες. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 68) Οικολογία : Αυτό το είδος το συναντάμε στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή βάθος έως 200 m. Όπως τα περισσότερα άλλα δίθυρα, τρέφεται με φυτοπλαγκτόν (The Conchological Society of Great Britain and Ireland). 61

63 Τάξη : Veneroida Gray, 1854 Plagiocardium papillosum Poli, 1795 Υπεροικογένεια : Cardioidea Lamarck, 1809 Οικογένεια : Cardiidae Lamarck, 1809 Γένος : Plagiocardium Cossmann, 1886 Είδος : Plagiocardium papillosum Poli, 1795 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα μικρό δίθυρο, που φτάνει σε μέγεθος μέχρι και 15 mm (The Conchological Society of Great Britain and Ireland) και έχει σχήμα στρογγυλό προς οβάλ. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο και παρουσιάζει διάκοσμο, συγκεκριμένα βαθιές ακτινωτές νευρώσεις (The Conchological Society of Great Britain and Ireland), οι οποίες φέρουν μικρές άκανθες. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 69) Οικολογία : Αυτό το είδος το συναντάμε στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή βάθος έως 200 m και γενικά προτιμά άμμο και χονδρόκοκκα χαλίκια (The Conchological Society of Great Britain and Ireland). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Μειόκαινο σήμερα (Paleobiology Database). Cerastoderma edule Linnaeus, 1758 Τάξη : Veneroida Gray, 1854 Υπεροικογένεια : Cardioidea Lamarck, 1809 Οικογένεια : Cardiidae Lamarck, 1809 Γένος : Cerastoderma Poli, 1795 Είδος : Cerastoderma edule Linnaeus, 1758 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα σχετικά πολύ μικρό δίθυρο, που το μέγεθός της κυμαίνεται μεταξύ 3-10 mm (Marine Species Identification Portal) και έχει σχήμα στρογγυλό προς οβάλ. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο και με εμφανείς ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους. Επίσης παρουσιάζει διάκοσμο, συγκεκριμένα βαθιές ακτινωτές νευρώσεις (Fisheries and Aquaculture Department). Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 70) Οικολογία : Ζει ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του πυθμένα, σε άμμο, λάσπη και χαλίκι. Προτιμούν αμμώδεις παραλίες, με παρουσία γλυκού νερού (Fisheries and 62

64 AquacultureDepartment). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κατώτερο Ολιγόκαινο - σήμερα (Kowalke, 2005). Τάξη : Veneroida Gray, 1854 Abra alba W. Wood, 1802 Υπεροικογένεια : Tellinoidea Blainville, 1814 Οικογένεια : Semelidae Stoliczka, 1870 (1825) Γένος : Abra Lamarck, 1818 Είδος : Abra alba W. Wood, 1802 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα μικρό δίθυρο, που φτάνει σε μέγεθος μέχρι και 25 mm και έχει αρκετά επιμηκυσμένο σχήμα, οβάλ. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο, χωρίς εξωτερικό διάκοσμο, αλλά με εμφανείς ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι δεσμοδοντικό, ισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 71) Οικολογία : Ζει μέχρι τα πρώτα 70 m βάθος (Tebble, 1976), κάτω απ τον πυθμένα (περίπου 7 cm), στη λάσπη και λασπώδη άμμο (The Conchological Society of Great Britain and Ireland). Τάξη : Veneroida Gray, 1854 Gouldia minima Montagu, 1803 Υπεροικογένεια : Veneroidea Rafinesque, 1815 Οικογένεια : Veneridae Rafinesque, 1815 Γένος : Gouldia C. B. Adams, 1847 Είδος : Gouldia minima Montagu, 1803 Περιγραφή: Πρόκειται για ένα μικρό δίθυρο, μεγέθους έως 15 mm (Marine Species Identification Portal) και σχήματος σχεδόν στρογγυλού. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται, ότι είναι εμπροσθόγυρο, ανισόπλευρο, ισόθυρο και χωρίς διάκοσμο, αλλά με πολύ έντονους ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ετερόδοντο, ανισομυάριο, με ασθενές μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 72) Οικολογία : Αυτό το είδος το συναντάμε στην υποπαλοιρριακή ζώνη και υφαλοκρηπίδα, δηλαδή βάθος έως 200 m (Marine Bivalve shells of the British isles). 63

65 Glycymeris sp. Τάξη : Arcoida Stoliczka, 1871 Υπεροικογένεια : Arcoidea Lamarck, 1809 Οικογένεια : Glycymerididae Dall, 1908 (1847) Γένος : Glycymeris E. M. da Costa, 1778 Είδος : Glycymeris sp. Περιγραφή: Πρόκειται για ένα σχετικά μεγάλο δίθυρο, με μέγεθος που ξεκινάει από 3-10 mm και φτάνει μέχρι 65 mm (Marine Species Identification Portal), με σχήμα σχεδόν κυκλικό. Απ την εξωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι εμπροσθόγυρο, ισόπλευρο, ισόθυρο, χωρίς διάκοσμο, αλλά με πολύ έντονους ομόκεντρους αυξητικούς δακτυλίους και πάρα πολλές μικροσκοπικές ακτινωτές νευρώσεις. Απ την εσωτερική του όψη παρατηρείται ότι είναι ταξοδοντικό, ισομυάριο, άκολπο με έντονο μανδυακό αποτύπωμα. (Εικόνα παρ. 73) Οικολογία : Αυτό το είδος το συναντάμε στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή βάθος έως 200 m (Marine Bivalve shells of the British isles). Στρωματογραφική εξάπλωση: Κρητιδικό σήμερα (Εργαστήριο Παλαιοντολογίας Ασπόνδυλων, Τμήμα Γεωλογίας Θεσσαλονίκης). 6.3 Ανάλυση δειγμάτων ΔΕΙΓΜΑ 1 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Cyprideis longitesta, Cyprideis cf. gramanni, Candona neglecta, Candona angulata, Candona sp., Loxoconcha elliptica, Loxoconcha sp., Leptocythere sp1., Leptocythere ramose, Tyrrhenocythere cf. ruggierii, Tyrrhenocythere kaeveri, Haynesina germanica, νεαρά-μη αναγνωρίσημα, θραύσματα από οστρακώδη-μη αναγνωρίσιμα, γυρεόκοκκος, εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από δίθυρα (Εικόνα παρ. 79) και εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από οστρακώδη. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (13) είναι σχετικά υψηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει σχετικά υγιέστερες συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 52% με ελάχιστη διαφορά από τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, που καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα 48%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα κυριαρχεί το είδος Candona 64

66 neglecta και ακολουθεί μια μικρότερη συνάθροιση από το είδος Cyprideis torosa f. littoralis. Ο συνδυασμός αυτός υποδηλώνει ένα κατά βάση υφάλμυρο περιβάλλον (αλατότητας από 5-15 % ο. ). Αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία όλων των υπολοίπων γενών οστρακωδών καθώς επίσης και του βενθονικού τρηματοφόρου H. germanica. Η επικράτηση του γένους Candona δείχνει σχετικά ψυχρά νερά από ποτάμια δραστηριότητα, ενώ η συνοδευτική παρουσία του γένους Tyrrhenocythere μαρτυρά ύπαρξη θερμού κλίματος. Επομένως, πρόκειται για περιβάλλον ολιγόαλο λιμνοθαλάσσιο δελταϊκό περιβάλλον. Τέλος, ο συνδυασμός της C. neglecta και C. angulata μας δίνουν ηλικία από Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα. ΔΕΙΓΜΑ 2 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Cyprideis longitesta, Cyprideis dictyoti, Cyprideis sp., Candona neglecta, Candona sp., Loxoconcha elliptica, Leptocythere sp1., Leptocythere ramose, Tyrrhenocythere amnicola, Potamocypris sp., Neocytherideis sp., Darwinula stevansoni, Cytheromorpha sp., Ilyocypris sp., Hiltermanicythere sp., Cyclocypris meischi, Cytherissa lacustris, Paracypria sp., Haynesina germanica, νεαρά οστρακώδη-μη αναγνωρίσημα, πόμα από γαστερόποδο (Εικόνα παρ. 77), θραύσματα από οστρακώδη -μη αναγνωρίσιμα, γυρεόκοκκοι, εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από γαστεροποδα και χαρόφυτα (Εικόνα παρ. 81). ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (20) είναι ο υψηλότερος σε σχέση με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει υγιείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, 67% τα οποία είναι σχεδόν διπλάσια από τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας με ποσοστό σχεδόν 33%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα τα κυρίαρχα είδη είναι το Cyprideis torosa f. littoralis μαζι με το Cytherissa lacustris. Η επικράτηση των διαφόρων ειδών Cyprideis, συνοδευόμενα από Leptocythere μας υποδήλώνει κατά βάση ένα υφάλμυρο περιβάλλον. Η έντονη παρουσία του είδους C. lacustris μας δείχνει ψυχρά, κορεσμένα σε οξυγόνο (περισσότερο από 3 mg/l) λιμναία νερά (Viehberg et al.,2008) σε συνδυασμό με το λιμναίο είδος Paracypria sp., υποδηλώνει πιθανή υπόγεια σύνδεση με θάλασσα ή ωκεανό και όπου το νερό της επιφάνειας είναι γλυκό ή υφάλμυρο και γίνεται όλο και περισσότερο αλμυρό με το βάθος. Επομένως, πρόκειται για μια υφάλμυρη λίμνη στις όχθες της οποίας έχουμε βλάστηση λόγω της παρουσίας των χαρόφυτων, με σχετική επικοινωνία με τη θάλασσα. 65

67 ΔΕΙΓΜΑ 3 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη έως κίτρινη ασβεστολιθική μάργα με οξειδώσεις (χαρακτηριστικού ελαφρώς κόκκινου χρώματος συσσωματώματα) ΒΙΟΦΑΣΗ: Cyprideis longitesta, Candona neglecta, Loxoconcha elliptica, Loxoconcha sp., Leptocythere sp1., Limnocytherina sanctipatricii, Cytherissa lacustris, θήκες από Centraless (διάτομα) (Εικόνα παρ. 78), νεαρά οστρακώδη-μη αναγνωρίσημα και θραύσματα από οστρακώδη -μη αναγνωρίσιμα ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (7) είναι χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει σχετικά δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των ειδών του γλυκού νερού, περίπου 63%, ενώ τα υπόλοιπα είδη είναι τα υφάλμυρα, που είναι καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα σχεδόν 37%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα τα κυρίαρχα είδη είναι το C. lacustris μαζι με το C. neglecta, ο συνδυασμός των οποίων μας υποδηλώνει ολιγόαλα, ψυχρά, βαθιά, κορεσμένα σε οξυγόνο νερά με αλατότητα μέχρι 16 % ο. Παράλληλα το ολιγόαλο περιβάλλον επιβεβαιώνει την ύπαρξη του είδους L. sanctipatricii, το οποίο όμως παρατηρείται σε θερμά περιβάλλοντα. Στη συνάθροιση συνυπάρχουν και υφάλμυρα είδη όπως το Leptocythere sp., L. elliptica C. longitesta που μας δείχνουν υφάλμυρη λίμνη. ΛΙΘΟΦΑΣΗ: υπόλευκη μάργα ΔΕΙΓΜΑ 4 ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Candona neglecta, Candona angulata, Candona sp., Loxoconcha elliptica, Darwinula stevansoni, Ilyocypris decipiens και εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από γαστεροποδα (Εικόνα παρ. 79). ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (7) είναι χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει πάλι σχετικά δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 83%, με αρκετή διαφορά απ τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, που αποτελούν τα υπόλοιπα 17%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα το κυρίαρχο είδος είναι το C. torosa f. littoralis, το οποίο συνοδεύεται από ένα δευτερεύον γένος Candona, που μας δηλώνουν ένα κατά βάση υφάλμυρο περιβάλλον (αλατότητας από 5-15 % ο. ) και γενικά ψυχρά νερά από ποτάμια δραστηριότητα εξαιτίας της παρουσίας του γένους Candona κυρίως. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια μικρότερη συνάθροιση υφάλμυρων νερών, του είδους L. elliptica. Παράλληλα μια ακόμα μικρότερη συνάθροιση από D. stevansoni και I. decipiens μας αποδεικνύουν την ύπαρξη ολιγόαλων και γλυκών νερών με θερμοκρασίες μεταξύ ο C. Επομένως, πρόκειται για ένα κυρίως λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον με υφάλμυρα νερά, το οποίο βρίσκεται κοντά στις εκβολές ενός ποταμού. 66

68 ΔΕΙΓΜΑ 5 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη μάργα ΒΙΟΦΑΣΗ: Cyprideis torosa f. littoralis, Candona neglecta, Candona sp., Loxoconcha elliptica, Roundstonia cf. robertsoni, Elphidium crispum, Ammonia tepida, Haynesina germanica, νεαρά οστρακώδη-μη αναγνωρίσημα, γυρεόκοκκος και θραύσματα από δίθυρα-μη αναγνωρίσημα. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (8) είναι χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει πάλι σχετικά δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 91%, τα οποία ακολουθούν με ποσοστό σχεδόν 9% τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας. Τέλος, τα θαλάσσια είδη αποτελούν λιγότερο από 1 %. Συγκεκριμένα το κυρίαρχο είδος είναι το C. torosa f. littoralis, συνοδευόμενο με μια μικρότερη συνάθροιση από το είδος C. neglecta, ο συνδυασμός των δυο μας δηλώνει ένα κατά βάση υφάλμυρο περιβάλλον (αλατότητας από 5-15 % ο. ). Αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία όλων των υπολοίπων γενών οστρακωδών όπως L. elliptica, R. cf. robertsoni καθώς επίσης και των βενθονικών θαλάσσιων - λιμνοθαλάσσιων τρηματοφόρων E. crispum, A. tepida, H. germanica. Επομένως, πρόκειται για ένα λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον που έχει σχετικά καλή επικοινωνία με τη θάλασσα λόγω παρουσίας των τρηματοφόρων και όπου υπάρχει κάποιο δέλτα. ΔΕΙΓΜΑ 6 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη ασβεστολιθική μάργα με παρουσία οργανικού υλικού σε κάποια τμήματα ( χαρακτηριστικού μαύρου χρώματος). ΒΙΟΦΑΣΗ : Elphidium crispum, ωτόλιθος ψαριού (Εικόνα παρ. 76), θραύσμα από οστρακώδη -μη αναγνωρίσιμο, γυρεόκοκκοι κωνοφόρου, βελόνες αχινού (Εικόνα παρ. 74), θραύσμα από σκαφόποδα-μη αναγνωρίσημο (Εικόνα παρ. 75), θραύσματα από δίθυρα-μη αναγνωρίσημα και εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από γαστεροποδα. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ : Διακρίνονται γενικά μακροσκοπικά εσωτερικά και εξωτερικά εκμαγεία από δίθυρα. Στη συνέχεια μπορούμε να πούμε ότι ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (1) είναι πάρα πολύ χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει πολύ δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται μόνο ένα κυρίαρχο θαλάσσιο είδους με ποσοστό 100%, ενώ τα υφάλμυρα και γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας δεν υπάρχουν καθόλου. Όμως γενικά εδώ τα στοιχεία είναι ελλιπή. Συγκεκριμένα ο συνδυασμός του μοναδικού θαλάσσιου-λιμνοθαλάσσιου βενθονικού τρηματοφόρου E. crispum με μεγάλο αριθμό από γυρεόκοκκους κωνοφόρων δέντρων, μας υποδηλώνει ότι το περιβάλλον μας είναι μια αφιλόξενη λιμνοθάλασσα ή αφιλόξενη ρηχή θάλασσα, η οποία βρίσκεται αρκετά κοντά σε ένα δάσος με κωνοφόρα δέντρα. Γενικά, έχουμε ελλιπή στοιχεία στο δείγμα αυτό για να βγάλουμε περισσότερα συμπεράσματα. 67

69 ΔΕΙΓΜΑ 7 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : υπόλευκη έως ελαφρώς γκρι πλακώδης ασβεστολιθική μάργα με ευδιάκριτες στρώσεις οργανικού υλικού. ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Discorbis cf. colliculus, Limacina inflate, θραύσματα από οστρακώδη - μη αναγνωρίσιμα, βελόνες αχινού και θραύσματα από γαστερόποδα-μη αναγνωρίσημα. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ : Τα απολιθώματα γενικά στο δείγμα αυτό έχουν καλή διατήρηση. Στη συνέχεια μπορούμε να πούμε ότι ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (2) είναι πάρα πολύ χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει πολύ δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών με ποσοστό μέχρι και 96,5%, ενώ ακολουθούν με πολύ μικρότερο ποσοστό, σχεδόν 3,5 % τα θαλάσσια είδη. Τέλος, του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα το κυρίαρχο είδος εδώ είναι το C. torosa f. littoralis, που μας υποδηλώνει ένα υφάλμυρο περιβάλλον. Αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία ενός βενθονικού τρηματοφόρου, του D. cf. colliculus, το οποίο μάλιστα ζει σε σκληρά υποστρώματα της υφαλοκρηπίδας, σε ένα σχετικά θερμό κλίμα. Επομένως, με αυτά τα λίγα στοιχεία που έχουμε στο συγκεκριμένο δείγμα, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρόκειται πιθανά για μια αφιλόξενη λιμνοθάλασσα που έχει σχετικά καλή επικοινωνία με τη θάλασσα. ΔΕΙΓΜΑ 8 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : στρώμα λεπτόκοκκης- μεσόκοκκης άμμου, καστανοκίτρινου χρώματος ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Candona candida, Loxoconcha rhomboidea, Tyrrhenocythere strauchi, Aurila lancaeformis, Xestoleberis df. decipiens, Cytheretta adriatica, Rotalia trochidiformis, Elphidium aculeatum, Elphidium crispum, Ammonia beccarii, Hanzawaia sp. Quinqueloculina longirostra, Quinqueloculina berthelotiana, Quinqueloculina seminulum, Triloculina adriatica, Potamides conicus, Hydrobia acuta, Valvata piscinalis, Gibbula racketti, Odostomia sp., Tornus sp., Retusa sp., Retusa truncatula, Lucinella sp., Radiolucina sp., Acanthocardia tuberculata, Plagiocardium papillosum, Cerastoderma edule, Lucinella divaricata, Abra alba, Gouldia minima, Glycymeris cf. confer, ωτόλιθος ψαριού, πόμα από γαστερόποδο, θραύσματα από οστρακώδη -μη αναγνωρίσιμα, γυρεόκοκκοι, βελόνες αχινού, δαγκάνες (δεκάποδου), θραύσματα από κοράλια, θραύσματα από βρυόζωα (Εικόνα παρ. 80), θραύσματα από δίθυρα-μη αναγνωρίσημα και θραύσματα από γαστερόποδα-μη αναγνωρίσημα. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: : Διακρίνονται γενικά μακροσκοπικά πολλά θραύσματα στην άμμο από απολιθώματα μη αναγνωρίσιμα. Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (12) είναι σχετικά υψηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που 68

70 φανερώνει σχετικά υγιέστερες συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των θαλάσσιων ειδών με ποσοστό μέχρι και 99,2 %, τα οποία ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά τα υφάλμυρα, σχεδόν 0,7 % και γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, περίπου 0,1 %. Συγκεκριμένα κυριαρχεί μια συνάθροιση από βενθονικά τρηματοφόρα, όπως R. trochidiformis, E. crispum και Ammonia beccarii, που μας δηλώνουν ένα θαλάσσιο, θερμό περιβάλλον, μέχρι 50m βάθος ή και υφάλμυρηυπεράλμυρη λιμνοθάλασσα. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και η παρουσία των κυρίαρχων ειδών από τη συνάθροισης των οστρακωδών, όπως L. rhomboidea, X. df. decipiens, A. lancaeformis και C. adriatica, που είναι χαρακτηριστικά θαλάσσια ή λιμνοθαλάσσια είδη. Επίσης η ύπαρξη της συνάθροισης από Q. longirostra, Q. seminulum, Q. berthelotiana και T. adriatica και σε συνδυασμό με την ομάδα από συγκεκριμένα κυρίαρχα γαστερόποδα και δίθυρα, όπως το είδος P. conicus, L. divaricata, P. papillosum και A. αlba μας δείχνουν επίσης ένα θαλάσσιο περιβάλλον εσωτερικής υφαλοκρηπίδας ή υφάλμυρης λιμνοθάλασσας. Επομένως, πρόκειται για μια ρηχή θάλασσα ( μέχρι 50m) ή λιμνοθάλασσα με σχετικά υψηλή αλατότητα, που φτάνει έως και τα 36% ο., η οποία γύρο της έχει βλάστηση, λόγω παρουσίας γυρεόκοκκων. ΔΕΙΓΜΑ 9 ΛΙΘΟΦΑΣΗ : συμπαγοποιημένη λεπτόκοκκη άμμος καστανοκίτρινου χρώματος ΒΙΟΦΑΣΗ : Cyprideis torosa f. littoralis, Elphidium crispum, Αmmonia perlucida, Αmmonia parkinsonia, Ammonia tepida, τρηματοφόρα μη αναγνωρίσημα, νεαρά οστρακώδη -μη αναγνωρίσημα, θραύσματα από οστρακώδη -μη αναγνωρίσιμα γυρεόκοκκοι, βελόνες αχινού, θραύσμα από δίθυρο-μη αναγνωρίσημο, θραύσμα από γαστερόποδο-μη αναγνωρίσημο, εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από δίθυρα και εσωτερικα-εξωτερικα εκμαγεία από γαστεροποδα. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ο αριθμός των ειδών σε αυτό το δείγμα (5) είναι χαμηλός συγκρινόμενος με τα υπόλοιπα δείγματα, γεγονός που φανερώνει πάλι σχετικά δυσμενείς συνθήκες περιβάλλοντος. Επίσης παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών με ποσοστό μέχρι και 95,8%, ενώ ακολουθούν με πολύ μικρότερο ποσοστό, σχεδόν 4,2 % τα θαλάσσια είδη. Τέλος, του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Συγκεκριμένα το κυρίαρχο είδος είναι το C. torosa f. littoralis, το οποίο φανερώνει κατά βάση ένα υφάλμυρο περιβάλλον. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη μιας συνάθροισης βενθονικών τρηματοφόρων, όπως το E. crispum, Α. perlucida, Α. parkinsonia, A. tepida, τα οποία μας δηλώνουν επίσης και την παρουσία ποτάμιας δραστηριότητας. Επομένως, πρόκειται για ένα σχετικά αφιλόξενο λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον με βλάστηση γύρο του, λόγω παρουσίας γυρεόκοκκων, που επικοινωνεί λίγο με τη θάλασσα και βρίσκεται κοντά σε κάποια εκβολή ποταμού. 69

71 6.4 Χρονοστρωματογραφία Παρακάτω παρουσιάζονται οι Πίνακες 5 και 6 των στρωματογραφικών εξαπλώσεων στο Ανατολικό και Δυτικό τμήματα της τομής μελέτης. Παρατηρούμε ότι στο Δυτικό τμήμα της τομής, τα στρώματα 1, 2, 3, 4 και 5 αποτέθηκαν στο Κατώτερο Πλειστόκαινο, ενώ τα στρώματα 6 και 9 στο Κατώτερο Μειόκαινο. Όλα τα στρώματα όμως είναι συνεχόμενα και δεν υπάρχει κάποιο κενό, επομένως τα στρώματα 6 και 9 μιας και ακολουθούν τα υπόλοιπα στρώματα θα μπορούσαν άνετα να έχουν την ηλικία τους, δηλαδή το Κατώτερο Πλειστόκαινο. Άρα γενικά μπορούμε να πούμε ότι η ηλικία του Δυτικού τμήματος της τομής μας είναι Κατώτερο Πλειστόκαινο. Όσον αφορά τα στρώματα του Ανατολικού τμήματος, τα στρώματα έχουν αποτεθεί οποιαδήποτε στιγμή απ το Ανώτερο Πλειόκαινο έως σήμερα και άρα μπορεί να έχουν αποτεθεί και στο Κατώτερο Πλειστόκαινο. Όμως δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σίγουρα αν είναι παλαιότερα ή νεότερα με βάση τον πίνακα και υποθέτουμε ότι είναι νεότερα επειδή έχουμε ένα κανονικό ρήγμα που τα ενώνει κάτι το οποίο το επιβεβαιώνει και η τεκτονική της ευρύτερης περιοχής. Τέλος, παρατηρείται η ξαφνική αλλαγή του περιβάλλοντος απόθεσης των στρωμάτων στα δύο τμήματα, γίνεται δηλαδή μετάβαση από καθαρά λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον σε ρηχό θαλάσσιο κρίνοντας απ τα καθοδηγητικά απολιθώματα. Πίνακας 5. Η στρωματογραφική εξάπλωση Ανατολικού τμήματος της τομής μελέτης. 70

72 Πίνακας 6. Η στρωματογραφική εξάπλωση Δυτικού τμήματος της τομής μελέτης. 71

73 6.5 Στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων Συζήτηση Παρακάτω παρουσιάζονται οι διαγραμματικές πίτες ανά κάθε δείγμα ξεχωριστά, προκειμένου να δούμε αναλογική συμμετοχή των καθαρά υφάλμυρων ειδών, των θαλάσσιων και των ειδών του γλυκού/χαμηλής αλατότητας νερού. Τα στοιχεία αυτά θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε παρακάτω το περιβάλλον του κάθε δείγματος, άρα και αντίστοιχου στρώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πίτες αντιπροσωπεύουν μόνο την συνάθροιση από οστρακώδη και βενθονικά τρηματοφόρα. ΔΕΙΓΜΑ 1 θαλάσσια γλυκού νερού/χαμηλή ς αλατότητας υφάλμυρα Διάγραμμα 1. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 52% με ελάχιστη διαφορά από τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, που καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα 48%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. ΔΕΙΓΜΑ 2 0% 33% θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % 67% γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 2. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, 67% τα οποία είναι σχεδόν διπλάσια από τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας με ποσοστό σχεδόν 33%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. 72

74 ΔΕΙΓΜΑ 3 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 3. Παρατηρείται η κυριαρχία των ειδών του γλυκού νερού, περίπου 63%, ενώ τα υπόλοιπα είδη είναι τα υφάλμυρα, που είναι καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα σχεδόν 37%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. ΔΕΙΓΜΑ 4 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 4. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 83%, με αρκετή διαφορά απ τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, που αποτελούν τα υπόλοιπα 17%. Αντίθετα τα θαλάσσια είδη δεν υπάρχουν καθόλου. 73

75 ΔΕΙΓΜΑ 5 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 5. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών, σχεδόν 91%, τα οποία ακολουθούν με ποσοστό σχεδόν 9% τα είδη του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας. Τέλος, τα θαλάσσια είδη αποτελούν λιγότερο από 1 %. ΔΕΙΓΜΑ 6 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 6. Παρατηρείται μόνο ένα κυρίαρχο θαλάσσιο είδους με ποσοστό 100%, ενώ τα υφάλμυρα και γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας δεν υπάρχουν καθόλου. Όμως γενικά εδώ τα στοιχεία είναι ελλιπή. 74

76 ΔΕΙΓΜΑ 7 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 7. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών με ποσοστό μέχρι και 96,5%, ενώ ακολουθούν με πολύ μικρότερο ποσοστό, σχεδόν 3,5 % τα θαλάσσια είδη. Τέλος, του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας είδη δεν υπάρχουν καθόλου. ΔΕΙΓΜΑ 8 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 8. Παρατηρείται η κυριαρχία των θαλάσσιων ειδών με ποσοστό μέχρι και 99,2 %, τα οποία ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά τα υφάλμυρα, σχεδόν 0,7 % και γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας, περίπου 0,1 %. 75

77 ΔΕΙΓΜΑ 9 θαλάσσια(οστρακώδητρηματοφόρα) % υφάλμυρα(οστρακώδητρηματοφόρα) % γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας(οστρακώδητρηματοφόρα) % Διάγραμμα 9. Παρατηρείται η κυριαρχία των υφάλμυρων ειδών με ποσοστό μέχρι και 95,8%, ενώ ακολουθούν με πολύ μικρότερο ποσοστό, σχεδόν 4,2 % τα θαλάσσια είδη. Τέλος, του γλυκού νερού/χαμηλής αλατότητας είδη δεν υπάρχουν καθόλου. Παρακάτω απεικονίζονται με ραυδοδιαγράμματα η συμμετοχή γαστερόποδων και δίθυρων στα αντίστοιχα δείγματα που υπάρχουν. ΔΕΙΓΜΑ 7 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Limacina inflata Διάγραμμα 10. Παρατηρείται η αποκλειστική συμμετοχή ενός μόνο είδους δίθυρου. 76

78 ΔΕΙΓΜΑ Διάγραμμα 11. Παρατηρείται η συμμετοχή πολλών διαφόρων ειδών από δίθυρα και γαστερόποδα, με κυριαρχία του είδους Potamides conicus σε ποσοστό 42,6%, ενώ μετά το ακολουθεί το είδος Lucinella divaricata σε ποσοστό 23,5%. Τα υπόλοιπα είδη κυμαίνονται μεταξύ 0,8% - 9,5%. 77

79 Παρακάτω παρουσιάζονται τα διάγραμμα εκατοστιαίας συχνότητας, με τη βοήθεια των οποίων θα καταλήξουμε στα περιβάλλοντα που επικρατούν διακρίνουμε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη ενότητα φτάνει έως τα πρώτα 2,5 m ύψος, η δεύτερη ξεκινάει απ τα 2,5 m και φτάνει τα 3,15 m, η τρίτη ξεκινάει απ τα 3,15 m μέχρι 5 m και τέλος η τέταρτη απ τα 5 m μέχρι και τα 6,13 m. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τα διαγράμματα είναι κατασκευασμένα μόνο για το Δυτικό τμήμα της τομής, επειδή στο Ανατολικό τμλημα είχαμε μόνο δύο δείγματα τα οποία μάλιστα δεν ήταν συνεχόμενα, οπότε τα αποτελέσματα των διαγραμμάτων δεν θα ήταν έγκαιρα. Διάγραμμα 12. Διάγραμμα εκατοστιαίας συχνότητας όπου φαίνονται οι τρείς ενότητες με διαφορετικά χρώματα. 0 2,5m : είναι ένα καθαρά υφάλμυρο περιβάλλον, πιθανόν μια λιμνοθάλασσα. Αυτό αποδεικνύεται απ την αυξανόμενη προς τα πάνω κυριαρχία υφάλμυρων ειδών και μειούμενη προς τα πάνω συμμετοχή ειδών του γλυκού νερού, ενώ τα θαλάσσια είδη απουσιάζουν τελείως. Συγκεκριμένα παρατηρείται η κυριαρχεί του είδους Candona neglecta με μικρότερη συνάθροιση από το είδος Cyprideis torosa f. littoralis και γενικότερα γένος Cyprideis. Ο συνδυασμός αυτός υποδηλώνει ένα κατά βάση υφάλμυρο περιβάλλον (αλατότητας από 5-15 % ο. ). Επίσης η έντονη αυξανόμενη προς τα πάνω παρουσία του είδους C. lacustris μας δείχνει ψυχρά, κορεσμένα σε οξυγόνο λιμναία νερά (περισσότερο από 3 mg/l). Παράλληλα τα προηγούμενα επιβεβαιώνονται από την παρουσία όλων των υπολοίπων γενών οστρακωδών καθώς επίσης και του βενθονικού τρηματοφόρου H. germanica. Τέλος, ο δείκτης βιοποικιλότητας είναι υψηλός και αυξάνεται έντονα προς τα πάνω, πράγμα που δείχνει υγιείς συνθήκες για ζωή στην λιμνοθάλασσα αυτή. 2,5 3,15m : είναι ένα λιγότερο υφάλμυρο περιβάλλον με έντονη ανάμειξη με γλυκό νερό και μάλιστα η μετάβαση απ το προηγούμενο περιβάλλον σε αυτό 78

80 ήταν αρκετά απότομη. Πιθανόν έχουμε ένα περιβάλλον, όπου ένα ποτάμι εκβάλει στη θάλασσα. Αυτό μας το αποδεικνύει η μειούμενη προς τα πάνω κυριαρχία υφάλμυρων ειδών και αυξανόμενη προς τα πάνω συμμετοχή ειδών του γλυκού νερού, ενώ τα θαλάσσια είδη εξακολουθούν να απουσιάζουν. Συγκεκριμένα μειώνεται η παρουσία της συνάθροισης γενικά του γένους Cyprideis και του είδους H. germanica που είναι τυπικά οστρακώδη των υφάλμυρων νερών, ενώ αυξάνεται έντονα η παρουσία των ειδών C. lacustris και C. neglecta, ο συνδυασμός των οποίων μας υποδηλώνει ολιγόαλα, ψυχρά, βαθιά, κορεσμένα σε οξυγόνο νερά με αλατότητα μέχρι 16 % ο, καθώς είσης αυξάνεται έντονα η παρουσία του και του γένους Loxoconcha που είναι χαρακτηριστικό σε περιοχές δέλτα. Τέλος. ο δείκτης βιοποικιλότητας παρουσιάζει είναι μικρότερος σε σχέση με τον προηγούμενο, ενώ μείωνεται προς τα πάνω, πράγμα που δείχνει λιγότερο υγιείς συνθήκες για ζωή στην περιοχή αυτή. 3,15 5m : είναι ένα τυπικό λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον, με έντονη επιρροή από τη θάλασσα, με λίγα λόγια είναι μια λιμνοθάλασσα η οποία είναι γίνεται όλο και πιο ανοιχτή προς τη θάλασσα όσο ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Το γεγονός αυτό μας το αποδεικνύει η κυριαρχία καθαρά υφάλμυρων ειδών, όπως το είδος Cyprideis torosa f. littoralis σε συνδυασμό με το είδος H. germanica και παράλληλα έντονη μείωση των ειδών του γλυκού νερού. Μάλιστα απ το ύψος των 4m παρατηρείται αύξηση των αποκλειστικά θαλάσσιων ειδών, όπως του βενθονικού τρηματοφόρου γένους Elphidium. Παράλληλα επιβεβαίωνεται η πιο έντονη επικοινωνία με τη θάλασσα και από τη μείωση του είδους Cyprideis torosa f. littoralis σε συνδυασμό με το είδος H. germanica. Ο δείκτης της βιοποικιλότητας επίσης είναι χαμηλός και μειούμενος πολύ προς τα πάνω, άρα οι συνθήκες για ζωή γενικά δεν ήταν καθόλου υγιείς. Τέλος, παρατηρείται μια ομαλή μετάβαση του προηγούμενου περιβάλλοντος σε αυτό. 5 6,13m : είναι ένα υφάλμυρο περιβάλλον, με μικρότερη επικοινωνία με τη θάλασσα. Έχουμε δηλαδή μια λιμνοθάλασσα που γίνεται σταδιακά πιο κλειστή. Το γεγονός αυτό μας το αποδεικνύει η σταδιακή αύξηση των καθαρά υφάλμυρων ειδών σε συνδυασμό με την μείωση των θαλάσσιων ειδών και μάλιστα τα είδη του γλυκού νερού εξαφανίζονται εντελώς. Συγκεκριμένα παρουσιάζεται η αύξηση στο χαρακτηριστικό υφάλμυρων νερών είδος Cyprideis torosa f. littoralis και στο βενθονικό τρηματοφόρο του γένους Ammonia, ενώ παρατηρείται η μείωση στο θαλάσσιο βενθονικό τρηματοφόρο γένους Elphidium. Ο δείκτης της βιοποικιλότητας επίσης είναι πολύ χαμηλός, αλλά αυξάνεται ελαφρώς με το ύψος, άρα η συνθήκες ζωής από σχεδόν μηδαμινές άρχισαν να βελτιώνονται. 79

81 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Οι συναθροίσεις των οστρακωδών και των τρηματοφόρων στα δείγματα Δυτικού τμήματος της τομής μελέτης, αποδεικνύουν την ύπαρξη αρχικά ενός καθαρά λιμνοθαλάσσιου περιβάλλοντος με καλές συνθήκες ζωής. Με τη πάροδο του γεωλογικού χρόνου η λιμνοθάλασσα αυτή δέχεται απότομα επιρροή από κάποιο κοντινό ποτάμι που εκβάλει σε αυτή και πιθανά σπάει τον φραγμό που την χωρίζει απ την ανοιχτή θάλασσα, οπότε γίνεται πιο ανοιχτή λιμνοθάλασσα. Στη συνέχεια παρατηρείται να υπάρχει ένα τυπικό λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον πάλι το οποίο σταδιακά γίνεται πιο θαλάσσιο, δηλαδή η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί όλο και περισσότερο με τη θάλασσα. Τελικά, διακρίνεται ακόμη ένα τυπικό λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον που σταδιακά μεταβαίνει σε πιο κλειστό, με λίγα λόγια η λιμνοθάλασσα δέχεται όλο και μικρότερη επιρροή από την θάλασσα. Όσον αφορά το Ανατολικό τμήμα της υπό μελέτης τομής, οι συναθροίσεις κυρίως τρηματοφόρων, δίθυρων και γαστερόποδων, ενώ σε μικρότερο ποσοστό των οστρακωδών, αποδεικνύουν την υπάρξει ενός αρχικά λιμνοθαλάσσιου αφιλόξενου για ζωή περιβάλλοντος, το οποίο έχει σχετικά καλή επικοινωνία με τη θάλασσα. Με τη πάροδο του γεωλογικού χρόνου παρατηρείται ένα τυπικό ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον ή λιμνοθάλασσα που έχει πολύ μεγάλη επικοινωνία με την ανοιχτή θάλασσα. Όμως και η Τεκτονική διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή, επειδή υπάρχει ένα μεγάλο κανονικό ρήγμα το οποίο φέρει σε επαφή την ακολουθία των στρωμάτων του Δυτικού τμήματος της τομής μελέτης με την ακολουθία του Ανατολικού τμήματος της τομής. Έτσι ενώνονται δύο αρκετά διαφορετικά περιβάλλοντα μεταξύ τους. Ολοκληρώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι τα αίτια που συνετέλεσαν στην παλαιοπεριβαλλοντική εξέλιξη της τομής που μελετήθηκε οφείλονται πιθανά στους κύκλους Milankovitch που εξηγούν την περιοδικότητα των κλιματικών μεταβολών της γης ή στις εναλλαγές των παγετωδών και μεσοπαγετωδών περιόδων που προκαλούν μια σταδιακή κάθοδο και άνοδο της στάθμης της θάλασσας, που είχε αντίκτυπο στη δράση των θαλάσσιων ρευμάτων και στη μορφογενετική εξέλιξη της χέρσου. Εξαιτίας της κατακράτησης μεγάλων ποσοτήτων νερού από τους πάγους, κατά τη διάρκεια των παγετωδών περιόδων η στάθμη των ωκεανών χαμήλωνε σημαντικά. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια των μεσοπαγετωδών περιόδων, η στάθμη του νερού ανέβαινε. Άρα μπορούμε έτσι να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι λιμνοθάλασσες γινόντουσαν περιοδικά πιο κλειστές ή πιο ανοιχτές ως προς τη θάλασσα. 80

82 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γιαννάκου, Α., Παλαιοοικολογική μελέτη Κάτω Πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου με την χρήση οστρακωδών. Τσουρού, Θ., 2008, Οι πανίδες των Οστρακωδών στα θαλάσσια περιβάλλοντα του Κεντρικού Αιγαίου (Ν. Άνδρος) και η εξέλιξή τους σε σχέση με αντίστοιχες πανίδες του Ανώτ. Καινοζωϊκού, Διδακτορική διατριβή, Ε.Κ.Π.Α. Ντερμιτζάκης, Μ. & Γεωργιάδου Δ., Εισαγωγή στην Θαλάσσια Μικροπαλαιοντολογία. Τσαπραλής, Β., 1981, Συμβολή στη μελέτη του Πλειστοκαίνου της Ζακύνθου (Οστρακώδη - Παλαιοπεριβάλλον), Διδακτορική διατριβή, Φυσ/κη σχολή πανεπιστημίου Πατρών Μέττος, Α., Ροντογίαννη, Θ., Bavay, Ph., Πλειο- Πλειστοκαινικές αποθέσεις περιοχής Σουσακίου-Αγ. Θεόδωρων (Κορινθίας): Στρωματογραφία-Παραμόρφωση. Τριανταφύλλου, Μ., & Δήμιζα, Μ., Σημειώσεις στο μάθημα Μικροπαλαιοντολογίας, σχολή γεωλογίας και γεωπεριβάλλοντος Πανεπιστημίου Αθηνών Ντρίνια, Χ., Εισαγωγή στην βιολογία και βασική οικολογία των Τρηματοφόρων, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, σχολή γεωλογίας και γεωπεριβάλλοντος Πανεπιστημίου Αθηνών.14-32, 46. Ζαμπετάκη, Α., Σημειώσεις στο μάθημα Μικροπαλαιοντολογίας, σχολή γεωλογίας και γεωπεριβάλλοντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Λιονάκη, Ν., Εντοπισμός παλαιοωκεανογεωγραφικών συνθηκών στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του Κρητικού πελάγους με τη μελέτη βενθονικών τρηματοφόρων. Γεωργιάδου-Δικαιούλια, Ε., & Δερμητζάκης, Μ., Εισαγωγή στη Θαλάσσια Μικροπαλαιοντολογία, Τόμος Α, Αθήνα. Μουντράκης, Δ. Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Athersuch, J.; Horne, D.J.; Whittaker, J.E., Marine and brackish water ostracods (superfamilies Cypridacea and Cytheracea): keys and notes for the identification of the species. Synopses of the British fauna (New Series), 43. E.J. Brill: Leiden. ISBN VII, 345 pp. Danatsas, I., Zur Entwicklung der miozänen-altpleitozänen Ostrakoden- Fauna des Korinth-Beckens, Griechenland - Münster. Forsch. Geol. Paläont., 76, Danatsas, I., Die känozoischen Ostrakoden des NW - und N-Peloponnes und ihre stratigraphische, paläoökologische und paläogeographische Bedeutung. Inaug. Diss. Münster, 171p. Papazachos, B.C. & Panagiotopoulos, D.G., Normal faults associated with volcanic activity and deep rupture zones in the southern aegean volcanic arc. tectonophysics, 220:

83 Taymaz, T., et al., Active tectonics of the north and central Aegean Sea. Geophys. J. Int., 106, Jackson, J.A., Active tectonics of the Aegean region. Annual Rev. Earth & Planet. Sci. Lett., 22, Le-Pichon, X., Geodetic determination of the kinematics of central Greece with respect to Europe: Implications for eastern Mediterranean tectonics. J. Geophys. Res., 100, 12,675-12,690. Le-Pichon, X. & Angelier, J., The Hellenic arc and trench system a key to the neotectonic evolution of the eastern Mediterranean area. Tectonophysics, 60, Hatzfeld, D., et al., An analog experiment for the Aegean to describe the contribution of gravitational potential energy. J. Geophys. Res., 102, Meijer, P.T., Wortel, M.J.R., Present-day dynamics of the Aegean region: A model analysis of the horizontal pattern of stress and deformation. Tectonics 16, 879±895. Koukouvelas, I., & Aydin, A., Fault structure and related basins of the North Aegean Sea and its surroundings. Fyticas, Μ., et al.,1984. Tertiary to Quaternary evolution of the volcanism in the Aegean Region. In The Geological Evolution of the Eastern Mediterranean, Dixon JE, Robertson AHF (eds). Geological Society of London, Special Publications, Bath, UK 17: Collier, R. E. LI. & Dart, C.J., Neogene to Quaternary rifting, sedimentation and uplift in the Corinth Basin, Greece. Journal of the Geological Society, London 148, Galanopoulos, D., Lagios, E., Dawes, G.J.K., Hobbs, B.A., Geoelectric structure of Sousaki Geothermal Area (Greece) deduced from two dimensional Magnetotelluric Studies. Journal of the Balkan Geophysical Society 1, Frenzel, P., Keyser, D., and Viehberg, F., An illustrated key and (paleo)ecological primer for Postglacial to Recent Ostracoda (Crustacea) of the Baltic Sea. Straub, E. B., Mikropaläontologische Untersuchungen im Tertiär zwischen Ehingen und Ulm a.d. Donau. Geologisches Jahrbuch, 66: Schroder, B., Volcanism, neotectonics and post-volcanic phenomena east of Corinth (Greece). Proceedings of the International Congress on Thermal Waters, Geothermal Energy and Volcanism of the Mediterranean area. Athens, pp Pe-Piper, G., Hatzipanagiotou, K., The Pliocene volcanic rocks of Crommyonia, western Greece and their implications for the early evolution of the South Aegean arc. Geol. Mag., 134, Mettos, A., Rontogianni, Th., Bavay, Ph., Plio-Pleistocene deposits of the Sousaki Ag. Theodori area (Corinth): stratigraphy-deformation. Bulletin of the Geological Society of Greece 20,

84 Francalanci, L., Vougioukalakis, G.E., Perini, G., Manetti, P., A West East traverse along the magmatism of the South Aegean Volcanic Arc in the light of volcanological, chemical and isotope data, in: Fytikas, M., Vougioukalakis, G.E. (Eds.), Developments in Volcanology (Amsterdam, Holland) The South Aegean Active Volcanic Arc, Present Knowledge and Future Perspectives, vol. 7, pp Leeder, M.R., Mack, G.H., Brasier, A.T., Parrish, R.R., McIntosh, W.C., Andrews, J.E., Duermeijer, C.E., Late-Pliocene timing of Corinth (Greece) rift-margin fault migration. Earth Planet. Sci. Lett. 274, Meisch, C, Wouters, K Valve surface structure of Candona neglecta Sars, 1887 (crustacea, ostracoda). Brussels, pp. Heip, C The life-cycle of Cyprideis torosa (crustacean, ostracoda). New York, p. Hayward, B., et al., Morphological distinction of molecular types in Ammonia towards a taxonomic revision of the world s most commonly misidentified foraminifera. Ranta, E., Population biology of Darwinula stevensoni (Crustacea, Ostracoda) in an oligotrophic lake. Kluwer Academic Publicers. Belgium, pp Bignot, G., Elements of Micropalaeontology: the microfossils - their geological and paleobiological applications, Graham & Tortman. Paris, p. Williams R., Recent marine podocopid ostracoda of narragansett bay, Rhode island. Ruiz, F. et al., Comparative ecological analysis of the ostracod faunas from low- and hight-polluted southwestern Spanish estuaries: a multivariate approach.marine Micropaleontology, 40, Faranda, C., Gliozzi, E., Ostracods of the Plio-Pleistocene Monte Mario succession. Sciuto, F., Distribution of some species of freshand brackish-water Ostracoda from the lower Pleistocene of SE Sicily. Hartmann, G. and Hiller, D., Beitrag zur Kenntnis der Ostracodenfauna des Harzes und seines nördlichen Vorlandes (unter besonderer Berücksichtigung des Männchens von Candona candida). 125 Jahre Naturwissenschaftlicher Verein Goslar, Fryer, G., Acidity and species diversity in freshwater crustaccea faunas. Freshwater Biology 10: Fryer, G., 1993.The freshwater crustacean of Yorkshire:a faunistic and ecological survey. Yorkshire Naturalists Union and Leeds Philosophical and Literary Society. 312 pp. Bubikyan, S. A., Recent Ostracoda from the bottom beds of thesouthwestern part of Lake Sevan. Izvestiya Akadeii NaukiArmyanskoy SSR, Naukii o Zemlye 37: ( in Russian). 83

85 De Decker, P., The Middle Pleistocene Ostrakod fauna of the West Runton freshwater bed, Norfolk, Paleontology, 22/2, Marco-Barba, J., Freshwater ostracods ecology and geochemistry as palaeoenviromental indicators in marginal marine ecosystems: a case of study the Albufera of Valencia. (Ph. D. thesis) University of Valencia. Κrzymiñska, J. & Namiotko, T., Late Glacial and Holocene Ostracoda of the Gulf of Gdañsk, the Baltic Sea, Poland. Internat. Rev. Hydrobiol., 97, 4: Olteanu, R., Atlas of the Pannonian and Pontian ostracods from the Eastern area of the Pannonian Basin. Geo-Eco-Marina 17, Reihe, B., Geologisches Jahrbuch 31 : Yassini, I., The littoral system Ostracodes from the bay of Bou-Ismail, Algiers, Algeria. Revista Española de Micropaleontología, 11 (3): Bonaduce G., Ciampo G. & Masoli M., Distribution of Ostracoda in the Adriatic Sea. Pubblicazioni della Stazione Zoologica di Napoli, 40, supplemento 1: Arbulla, D., Pugliese N. & Russo, A., Ostracodi del Golfo Saline (Sardegna nord-orientale). Studi Trentini di Scienze Naturali - Acta Geologica, 77: Athersuch, J., Horne D.J. & Whittaker, J.E., Marine and Brackish Water Ostracods. In Kermack D.M. & Barnes R.S.K. (eds.), Synopses of the British Fauna (new series), 43: 343 pp. Gliozzi, E., et al., Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology 225: Di Bella, L., et al., Paleoclimatic and Paleoecological reconstruction of the Pleistocene-Holocene succession of the Tyeehenian margin (Central Italy). Micropaleontological results from the Tiber deltaic area. Faranda, C., & Gliozzi E., Ostracods of the Plio-Pleistocene Monte Mario succession. Meisch, C., Freshwater Ostracoda of Western and Central Europe. Germany: Spektrum Akademischer Verlag, Heidelberg, Berlin. Devoto, G., Lacustrine Pleistocene in the Lower Liri Valley. Geologica Romana 4: Griffiths, S.J., Griffiths, H.I., Altinsaçli, S., and Tzedakis, Ch., Interpreting the Tyrrhenocythere (Ostracoda) signal from Palaeolake Kopais, central Greece. Boreas 31: Grossi, F., et al., Late Messinian Lago-Mare ostracods and palaeoenvironments of the central and eastern Mediterranean Basin. Bronshtein, Z.S Fauna SSSR, Rakoobraznye, Tom II, Vypusk 1 Ostracoda Presnyh Vod. 370 pp. Academy of Sciences of the USSR Publishers, Moscow. (English translation 1988: Freshwater Ostracoda Fauna of the USSR: Crustaceans, Vol. II, No pp.aa Balkema, Rotterdam). 84

86 Schornikov, E.I., Subclass Ostracoda, shelled Crustacea [in Russian]. In: F.D. Morduhaj Boltovskoj, N.N. Kondakova, E.L. Markova, N.N. Romanova, and E.A. Âblonskaâ (eds.), Atlas bespozvonočnyh Aral skogo morâ, Piščevaya promyšlennost, Moskva. Krstić, N., The ostracod genus Tyrrhenocythere. In: H. Löffler and D. Danielopol (eds.), Aspects of Ecology and Zoogeography of Recent and Fossil Ostracoda, W. Junk Publishers, The Hague. Yassini, I. and Ghahreman, A., Récapitulation de la distribution des ostracodes et des foraminifères du lagon de Pahlavi, province de Gilan, Iran du nord. Revue de Micropaléntologie 19: Uliczny, F., Hemicytheridae und Trachyleberididae (Ostracoda) aus dem Pliozän der Insel Kephallinia (Westgriechenland). Inaugual dessertation, Ludwig- Maximilians University, München, 152 pp. Griffiths, S.J., Griffiths, H.I., Altinsaçli, S., and Tzedakis, Ch., Interpreting the Tyrrhenocythere (Ostracoda) signal from Palaeolake Kopais, central Greece. Boreas 31: Krstić, N., The ostracod genus Tyrrhenocythere. In: H. Löffler and D. Danielopol (eds.), Aspects of Ecology and Zoogeography of Recent and Fossil Ostracoda, W. Junk Publishers, The Hague. Maness, T. R. and Kaesler, R. L., On Tyrrhenocythere amnicola (Sars). Stereo-Atlas of Ostracod Shells 12(13): Pipik, R., Phylogeny, palaeoecology, and invasion of non-marine waters by the late Miocene hemicytherid ostracod Tyrrhenocythere from Lake Pannon. Acta Palaeontologica Polonica, 52: Lachenal, A.M., Écologie des ostracodes du domaine méditerranéen : application au golfe de Gabès (Tunisie orientale). Les variations du niveau marin depuis ans. Documents du Laboratoire de Géologie de Lyon 108, Llano, M., Intérêt des Ostracodes dans l interprétation des phénomènes hydrologiques sur les plateaux continentaux: la plate-forme atlantique marocaine: (Ph.D. Thesis, University of Bordeaux). Yassini, I., Répartition des ostracodes dans une série marine régressive d âge pliocène dansla région d Alger, Algérie. Revue de Micropaléontologie, 22: Ruiz, F., et al., 2000b. Comparative ecological analysis of the ostracod faunas from low- and high-polluted Spanish estuaries : a multivariate approach. Mar. Micropaleontol. 40, 345^376. Boomer, I., & Eisenhauer, G., Ostracod faunas as palaeoenvironmental indicators in marginal marine environments. In: Holmes, A.H., Chivas, A.R. (Eds.), The Ostracoda: Applications to Quaternary Research, pp. 135e149. Lister, K.H., Quaternary freshwater ostracoda from the great salt lake basin, Utah'. 85

87 Carboni et al., Palaeoecological evidences from foraminifers and ostracods on Late Quaternary sea-level changes in the Ombrone river plain (central Tyrrhenian coast, Italy). Geobios 35, ternacional de Hidrologia Subterrânea: Barcelona (internal). Pascual, J. M., Hidrogeoqufmica del macizo carbonatado de Garraf: anâlisis de los procesos relacionados con la mezcla de aguas subterrâneas dulces y saladas en el literal de Calafell-Bellvei (Tarragona). Carbonel, P., Les ensembles fauniques d ostracodes de l estuaire de la Gironde. Bulletin de l institut de géologie du bassin d Aquitaine 14, Ruggieri, G., Enumerazione degli Ostracodi marini del Neogene, Quaternario e Recente italiani descritti o elencati nell ultimo decennio. Atti della Società Italiana di Scienze Naturali, 98: Colalongo, M. L., Cenozone a Foraminiferi Ostracodi nel Pliocene e basso Pleistocene della serie del Santerno nell'appennino romagnolo. G.Geol., 35: Viviers, M. C., et al., Stratigraphy and biogeographic affinities of the late Aptian Campanian ostracods of the Potiguar and Sergipe basins in northeastern Brazil. Musacchio, E. & Simeoni, M Taxonomy of some Cretaceous nonmarine ostracods of palaeobiogeographical interest. Neues Jahrbuch fu r Geolog ıe und Pala ontologie Abhandlugen, 180: Henderson, P. A., Freshwater Ostracods. Leiden: E. J. Brill. Synopses of the British Fauna (New Series), no. 42, 228 pp. Hmaidi, Α., et al., Distribution et caractères de la microfaune d ostracodes dans les dépôts superficiels de la partie occidentale de la marge méditerranéenne marocaine. Ilani, S. et al., The Pliocene Pleshet Formation near Khassif, southern Israel, and its shallow marine ostracode fauna. Delorme, L.D., 1970d. Freshwater ostracodes of Canada. Part IV. Families Ilyocyprididae, Notodromadidae, Darwinulidae, Cytherideidae, and Entocytheridae. Canadian Journal of Zoology 48: Smith, A.J. et al., Ground-water processes controlling a prairie lake s response to middle Holocene drought, Geology, v. 25, p Carbonel, P. et al., Paleoecology of limnic ostracodes: a review of some major topics, Palaeogeogr. Paaeoclimatol. Palaeoecol., 62, Danielopol, D. L. et al., Cytherissa: The Drosophila of paleolimnology. Bull. Insr. Gkol. Bassin d'aquitaine pp. Löffler, H., The role of ostracods for reconstructing climatic change in Holocene and Late Pleistocene lake environment in Central Europe. Journal of Paleolimnology 18, Geiger, W., 1990b. Field and laboratory studies on the life cycle of Cytherissa lacustris (Sars) with special emphasis on the role of temperature. Bulletin de l'institute de Geologie Bassin d'acquitaine 47,

88 Smith, J., Kamiya T., Six new species of fresh and brackish water ostracods (Crustacea) from Yakushima, Southern Japan. Maddocks, R., Anchialine Cyprididae (Ostracoda) from the Galapagos Islands, with a review of the Subfamily Paracypridinae. Zoological Journal of the Linnean Society, 104:1 29. Maddocks, R., T. et al., Anchialine podocopid Ostracoda of New Caledonia, p In K. G. McKenzie and P. J. Jones (eds.), Ostracoda in the Earth and Life Sciences. Balkema, London. Benson, R. H., et al., Systematic descriptions, p. Q99 Q421. In R. C. Moore and C. W. Pitrat (eds.), Treatise on Invertebrate Paleontology, Pt. Q. Arthropoda 3. Geological Society of America and University of Kansas Press, Lawrence. Levin, H.L., Micropaleontology of the Oldsman Limestone (Eocene) of Florida, Micropaleontology, Vol. 3, No. 2, pp Sen Gupta, B.K.E., Modern Foraminifera. Kluwer Academic Publishers, Dordrecht. Loeblich, A.R., Jr., Tappan, H., Foraminiferal genera and their classifications. N.Y.: Van Noslrand Reinhold. 970 p., 847 pls. Cushman, U.S. Ceol. Surv., Prof. Paper 191, p. 44, pi. 11, figs. 6a, b. Murray, J., Ecology and applications of benthic foraminifera. Cambridge University Press. Fiorini, F., Vaiani, S.C., Benthic foraminifer and transgressiveregressive cycles in the Late Quaternary subsurface sediments of the Po Plain near Ravenna (Northern Italy). Bollettino della Società Palaeontologica Italiana 40 (3), Carboni, M.G., et al., Palaeoecological evidences from foraminifers and ostracods on Late Quaternary sea-level changes in the Ombrone river plain (central Tyrrhenian coast, Italy). Geobios 24, Bergamin, L., et al., Late Quaternary palaeoenvironmental evolution and sea-level changes at the Versilian coast (Tuscany, Italy): micropalaeontological proxies. In: Coccioni, R., Marsili, A. (Eds.), Proceedings of the Second and Third Italian Meetings of Environmental Micropalaeontology: Grzybozsky Foundation Special Publication, 11, pp Amorosi, A., et al., Palaeogeographic and palaeoclimatic evolution of the Po Plain from 150-ky core records. Global and Planetary Change 40, Mazzini, I., et al., 1999.Late Quaternary sea-level changes along the Tyrrhenian coast near Orbetello (Tuscany, central Italy): palaeoenvironmental reconstruction using ostracods. Marine Micropaleontology, 37: Rossi, V. & Vaiani, S.C., Benthic foraminiferal evidence of sediment supply changes and fluvial drainage reorganization in Holocene deposits of the Po Delta. Marine Micropaleontology, 69 (2):

89 Curzi, P., et al., Palaeoenvironmental control on sediment composition and provenance in the late Quaternary deltaic successions: a case studyfrom the Po delta area (Northern Italy). Geological Journal, 41: Carboni, M. G., et al., 2010.Palaeoenvironmental reconstruction of late Quaternary foraminifera and molluscs from the ENEA borehole (Versilian plain,tuscany, Italy). Quaternary Research, 74: Van der Zwaan, G.J., Paleoecology of Late Miocene Mediterranean Foraminifera. Utrecht Micropaleontological Bulletins, 25, 202 pp. Kouwenhoven, T.J., Survival under stress: benthic foraminiferal patterns and Cenozoic biotic crises. Geologica Ultraiectina, 186: 206 pp. Russo, B., et al., Benthic foraminifera as indicators of paleoecological bottom conditions in the Serravallian Tremiti sections (eastern Mediterranean, Italy). Rivista Italiana di Paleontologia e Stratigrafia, 108 (2): Brodniewicz, Ι., Pleistocene foraminifers of the area of the lower vistula river (northern Poland). Hageman, J., Benthic foraminiferal assemblages from Plio-pleistocene open bay to lagoonal sediments of the western Peloponnesus (Greece). Sabine, G. & RuKdiger H., Deep-Sea Research I 48. Bé, A.W.H. & Gilmer, R.W., A zoogeographic and taxonomic review of euthecosomatous pteropoda. pp In: Oceanic Micropaleontology, Vol. 1. A.T.S. Ramsey (ed.). Academic Press, London. Taraschewski, H. and Paperna, I., Distribution of the Snail Pirenella conica in Sinai and Israel and its infection by heterophydae and other trematodes. Mar. Ecol. Prog. Ser., 5: Meric, E., et al., Twin forms in recent benthic foraminifera from the northern Aegean Sea and western Black Sea regions (Turkey). Revue Paléobiologie, 20 (1): Fretter, V., & Graham, A., The prosobranch molluscs of Britain and Denmark; Part 3: Neritacea, Viviparacea, Valvatacea, terrestrial and freshwater Littorinacea and Rissoacea. Journal of Molluscan Studies Supplement 5: Manousis, T., The Sea Shells of Greece. Kyriakidis Bros. S.A. Thessaloniki. 384 pages. Kowalke, T., Mollusca in marginal and inland saline aquatic ecosystems - examples of Cretaceous to extant evolutionary dynamics. Zitteliana, A45: Tebble, N., British Bivalve Seashells. A Handbook for Identification. Trustees of The British Museum (Natural History). H.M.S.O. Edinburgh publ. (U.K.):

90 Earth.com alue= Limacinidae df&page=

91 Παράρτημα με φωτογραφικό υλικό Εικόνα 17. Η εσωτερική όψη του είδους Cyprideis torosa f. littoralis, αριστερά είναι η αριστερή θυρίδα αρσενικού και δεξιά η αριστερή θυρίδα θηλυκού. Εικόνα 18. Η εξωτερική όψη του είδους Cyprideis torosa f. littoralis, αριστερά είναι η δεξιά θυρίδα αρσενικού και δεξιά η δεξιά θυρίδα θηλυκού. 90

92 Εικόνα 19. Αριστερά είναι εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας ενήλικου Cyprideis longitesta, κέντρο είναι εξωτερική όψη απ την ίδια θυρίδα και δεξιά η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας ενός ανήλικου του ίδιου είδους. Εικόνα 20. Αριστερή θυρίδα από ένα ενήλικο Cyprideis cf. gramanni 91

93 Εικόνα 21. Δεξιά θυρίδα από ένα ενήλικο Cyprideis dictyoti Εικόνα 22. Πάνω είναι η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας από μια ενήλικη Candona neglecta και κάτω η εσωτερική όψη της ίδιας θυρίδας του ίδιου είδους. 92

94 Εικόνα 23. Η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας μιας ενήλικης Candona candida Εικόνα 24. Πάνω είναι η εσωτερική όψη της δεξιάς θυρίδας μιας ενήλικης Candona angulata και κάτω η εξωτερική όψη της ίδιας θυρίδας του ίδιου είδους. 93

95 Εικόνα 25. Πάνω είναι δύο εξωτερικές όψεις από θηλυκά του είδους Loxoconcha elliptica και κάτω εξωτερική όψη από αρσενικό του ίδιου είδους. Εικόνα 26. Αριστερά είναι ένα ολόκληρο αρσενικό απ το είδος Loxoconcha rhomboidea και δεξιά ένα επίσης ολόκληρο θηλυκό απ το ίδιο είδος. 94

96 Εικόνα 27. Αριστερά είναι η εξωτερική όψη του είδους Leptocythere sp1. και δεξιά η εσωτερική όψη του ίδιου είδους. Εικόνα 28. Η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Leptocythere ramosa. 95

97 Εικόνα 29. Πάνω είναι η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας του είδους Roundstonia cf. robertsoni και κάτω η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. Εικόνα 30. Αριστερά είναι η εσωτερική όψη δεξιάς θυρίδας αρσενικού του είδους Limnocytherina sanctipatricii, ενώ πάνω δεξιά η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας αρσενικού και από κάτω η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας θηλυκού του ίδιου είδους. 96

98 Εικόνα 31. Αριστερά είναι η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Tyrrhenocythere cf. ruggierii και δεξιά η εσωτερική όψη της αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. Εικόνα 32. Πάνω είναι η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Tyrrhenocythere kaeveri και κάτω η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. 97

99 Εικόνα 33. Αριστερά είναι η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Tyrrhenocythere amnicola και δεξιά η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους με πολύ ίζημα. Εικόνα 34. Αριστερά είναι εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Tyrrhenocythere strauchi και δεξιά η εξωτερική όψη της αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. 98

100 Εικόνα 35. Αριστερά είναι η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας ενός ενήλικου είδους Aurila lancaeformis και δεξιά η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας ενός νεαρού του ίδιου είδους. Εικόνα 36. Αριστερά είναι ένα ενήλικο ολόκληρο οστρακώδες του είδους Xestoleberis df. decipiens, κέντρο η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας νεαρού του ίδιου είδους, όπως και δεξιά η εσωτερική όψη δεξιάς θυρίδας πάλι του ίδιου είδους. 99

101 Εικόνα 37. Αριστερά είναι η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Potamocypris sp. και δεξιά η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους που είναι καλυμμένη με ίζημα. Εικόνα 38. Η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδα του είδους Neocytherideis sp., το οποίο όπως φαίνεται είναι σπασμένο στη μέση. 100

102 Εικόνα 39. Η εξωτερική όψη του είδους Darwinula stevansoni Εικόνα 40. Πάνω η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας θηλυκού του είδους Cytheromorpha sp. και κάτω η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας αρσενικού του ίδιου είδους. 101

103 Εικόνα 41. Αριστερά η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας του είδους Ilyocypris decipiens και δεξιά η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας ελαφρώς σπασμένης του ίδιου είδους. Εικόνα 42. Η εξωτερική όψη δεξιάς θυρίδας του είδους Hiltermanicythere sp. 102

104 Εικόνα 43. Πάνω είναι η εξωτερική όψη ενός σπασμένου ενήλικου του είδους Cyclocypris meischi και κάτω είναι δύο εξωτερικές όψεις από νεαρά του ίδιου είδους γεμάτα με ίζημα. Εικόνα 44. Αριστερά η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Cytheretta adriatica και δεξιά ένα ολόκληρο του ίδιου είδος. 103

105 Εικόνα 45. Αριστερά η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Cytherissa lacustris και δεξιά η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. Εικόνα 46. Πάνω η εσωτερική όψη αριστερής θυρίδας του είδους Paracypria sp. και κάτω η εξωτερική όψη αριστερής θυρίδας του ίδιου είδους. 104

106 Εικόνα 47. Ραχιαίες και κοιλιακές όψεις του είδους Rotalia trochidiformis Εικόνα 48. Ραχιαίες και κοιλιακές όψεις του είδους Elphidium crispum 105

107 Εικόνα 49. Ραχιαίες και κοιλιακές όψεις του είδους Elphidium aculeatum Εικόνα 50. Ραχιαίες και κοιλιακές όψεις του είδους Ammonia beccarii 106

108 Εικόνα 51. Πάνω είναι η ραχιαία όψη του είδους Ammonia tepida και κάτω η κοιλιακή όψη του ίδιου είδους. Εικόνα 52. Ραχιαία όψη του είδους Αmmonia parcinsonia. 107

109 Εικόνα 53. Η κοιλιακή όψη του είδους Haynesina germanica. Εικόνα 54. Πάνω είναι με στοματικό άνοιγμα προς τα πάνω η μια όψη του είδους Quinqueloculina longirostra και κάτω με στοματικό άνοιγμα προς τα κάτω η άλλη όψη του ίδιου είδους. 108

110 Εικόνα 55. Οι δύο όψεις του είδους Quinqueloculina berthelotiana Εικόνα 56. Αριστερά είναι η μια όψη του είδους Quinqueloculina seminulum, κέντρο η άλλη όψη και αριστερά είναι το νεαρό του ίδιου είδους. 109

111 Εικόνα 57. Η όψη όπου φαίνεται το στοματικό άνοιγμα του είδους Triloculina adriatica. Εικόνα 58. Θραύσματα απ το είδος Limacina inflata 110

112 Εικόνα 59. Το είδος Potamides conicus απ τις δύο όψεις. Εικόνα 60. Το είδος Hydrobia acuta 111

113 Εικόνα 61. Οι δύο όψεις του είδους Valvata piscinalis. Εικόνα 62. Οι δύο όψεις του είδους Gibbula racketti. 112

114 Εικόνα 63. Πάνω ένα ολόκληρο νεαρό του είδους Odostomia sp. και κάτω ένα μέρος ενήλικου του ίδιου είδους. Εικόνα 64. Η μία όψη του είδους Tornus sp. αρκετά σπασμένου. 113

115 Εικόνα 65. Δεξιά η εσωτερική όψη του σπασμένου είδους Retusa truncatula και αριστερά ένα μέρος του ίδιου είδους. Εικόνα 66. Πάνω είναι οι εξωτερικές όψεις του είδους Lucinella divaricata που είναι λίγο σπασμένα και κάτω κέντρο η εσωτερική όψη του ίδιου είδους επίσης σπασμένο. 114

116 Εικόνα 67. Η εξωτερική όψη ενός σπασμένου είδους Radiolucina sp. Εικόνα 68. Αριστερά η εξωτερική όψη του είδους Acanthocardia tuberculata και δεξιά η εσωτερική όψη του ίδιου είδους. 115

117 Εικόνα 69. Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές όψεις του είδους Plagiocardium papillosum, μερικά αρκετά σπασμένα. Εικόνα 70. Η εξωτερική όψη του είδους Cerastoderma edule. 116

118 Εικόνα 71. Πάνω αριστερά είναι η εξωτερική όψη ενός σπασμένου ενήλικου είδους Abra alba και τα υπόλοιπα μικρότερα και σπασμένα είναι εσωτερικές και εξωτερικές όψεις μάλλον νεαρών του ίδιου είδους. Εικόνα 72. Αριστερά η εξωτερική όψη του είδους Gouldia minima και δεξιά η εσωτερική όψη του ίδιου είδους. 117

119 Εικόνα 73. Πάνω δεξιά η εξωτερική όψη του είδους Glycymeris sp. και κάτω αριστερά η εσωτερική όψη του ίδιου είδους. Εικόνα 74. Διάφορες βελόνες από αχινούς. 118

120 Εικόνα 75. Διάφορες δαγκάνες από κεφαλόποδα. Εικόνα 76. Ένας ωτόλιθος από ψάρι. 119

121 Εικόνα 77. Αριστερά η εξωτερική όψη ενός πώματος από γαστερόποδο και δεξιά η εσωτερική του όψη. Εικόνα 78. Δύο θήκες από διάτομα του γένους Centraless. 120

122 Εικόνα 79. Μακροσκοπική απεικόνιση εσωτερικών και εξωτερικών εκμαγείων από γαστερόποδα και δίθυρα. Εικόνα 80. Τέσσερα μη αναγνωρίσιμα θραύσματα από βρυόζωα. 121

123 Εικόνα 81. Ένα χαρόφυτο μέσα σε ίζημα. 122

Παλαιοοικολογική μελέτη Κάτω Πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου με την χρήση οστρακωδών. Γιαννακού Αναστασία

Παλαιοοικολογική μελέτη Κάτω Πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου με την χρήση οστρακωδών. Γιαννακού Αναστασία ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Διπλωματική Εργασία Παλαιοοικολογική μελέτη Κάτω Πλειστοκαινικών στρωμάτων της περιοχής Σουσακίου

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Ο Ελλαδικός χώρος µε την ευρεία γεωγραφική έννοια του όρου, έχει µια σύνθετη γεωλογικοτεκτονική

Διαβάστε περισσότερα

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική Έχει διαπιστωθεί διεθνώς ότι τα περιθώρια τεκτονικών πλακών σε ηπειρωτικές περιοχές είναι πολύ ευρύτερα από τις ωκεάνιες (Ευρασία: π.χ. Ελλάδα, Κίνα), αναφορικά με την κατανομή των σεισμικών εστιών. Στην

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ Εισαγωγή: Η σεισμικότητα μιας περιοχής χρησιμοποιείται συχνά για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τις τεκτονικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί. Από τα τέλη του

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας ΛΙΘΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Μαγνητοστρωματογραφία Σεισμική στρωματογραφία ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ Παραλληλισμός στρωμάτων από περιοχή σε περιοχή με στόχο

Διαβάστε περισσότερα

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~100.000 είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο

2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~100.000 είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο 2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~100.000 είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο Απολιθώματα πολλά και σε όλο το γεωλογικό χρόνο Οικοσυστήματα Μέγεθος Διάρκεια ζωής Θηρευτές χρήσεις από τον άνθρωπο κόσμηματα τέχνη

Διαβάστε περισσότερα

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Κεφάλαιο 11 ο : Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις δευτερογενείς μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη δράση της

Διαβάστε περισσότερα

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας. ii. Μορφές Διάβρωσης 1. Μορφές Κυψελοειδούς Αποσάθρωσης-Tafoni Ο όρος Tafoni θεσπίστηκε ως γεωμορφολογικός από τον A. Penck (1894), εξαιτίας των γεωμορφών σε περιοχή της Κορσικής, που φέρει το όνομα αυτό.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Νικ. Δελήμπασης Τομέας Γεωφυσικής Γεωθερμίας Πανεπιστημίου Αθηνών Η έρευνα για την ανίχνευση τυχόν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Ο.ΑΝ.Α.Κ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Σ.Ν. ΠΑΡΙΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2001

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σίνα 32, Αθήνα 106 72, τηλ.210-3617824, φαξ 210-3643476, e- mails: ellspe@otenet.gr & info@speleologicalsociety.gr website: www.speleologicalsociety.gr ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ» «ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΑΨΑΡΝΩΝ ΛΕΣΒΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Habitat: κυρίαρχη μορφή, γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένας οικότοπος Χλωρίδα (π.χ. φυτό-φύκος) Πανίδα (π.χ. ύφαλος διθύρων) Γεωλογική μορφή (π.χ.

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος

Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος Ατμόσφαιρα Μοναδική μεταξύ των πλανητών Λόγω βαρύτητας Απορροφά ανεπιθύμητα φάσματα ακτινοβολίας Επιδρά στους ωκεανούς και χέρσο

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών... ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη 1 ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Χριστίνα Στουραϊτη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016-2017 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΗΜ/ΝΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ 1 η Τετ 22/2/17 Εισαγωγή-

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 1 ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ : πώς γίνεται αντιληπτή στην επιφάνεια

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ Θαλάσσια ρεύματα και Ωκεάνια κυκλοφορία Οι θαλάσσιες μάζες δεν είναι σταθερές ΑΙΤΙΑ: Υπάρχει (αλληλ)επίδραση με την ατμόσφαιρα (π.χ., ο άνεμος ασκεί τριβή στην επιφάνεια της θάλασσας,

Διαβάστε περισσότερα

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο Κοκκομετρική ανάλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων Λιθοστρωματογραφία Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων σε ΕΝΟΤΗΤΕΣ με βάση τα λιθολογικά τους χαρακτηριστικά (σύσταση, χρώμα, στρώσεις, υφή,

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Ανάλυση πλαγκτονικών τρηματοφόρων και μελέτη παλαιοωκεανογραφικών συνθηκών στο Λιβυκό πέλαγος.

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Ανάλυση πλαγκτονικών τρηματοφόρων και μελέτη παλαιοωκεανογραφικών συνθηκών στο Λιβυκό πέλαγος. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΦΥΣΙΚΗΣ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ανάλυση πλαγκτονικών τρηματοφόρων και μελέτη παλαιοωκεανογραφικών συνθηκών στο Λιβυκό πέλαγος.

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. 1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 1 Σχηματισμός μέσα σε λεκάνες απόθεσης κυρίως στη θάλασσα Θαλάσσια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΣΚΗΣΗ 3 ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου.

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Δρ. Παρασκευή Νομικού Λέκτωρ Ωκεανογραφίας Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η ηφαιστειακή εξέλιξη της Νισύρου άρχισε

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας. Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας. Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η γνωριμία με τα σημαντικότερα γεγονότα που

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα; ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ 1 ο (Μονάδες 3,3) 1. Ποια είναι η διοικητική ιεραρχία των πόλεων στην Ελλάδα; Πως λέγεται ο διοικητής του κάθε διοικητικού τομέα; 2. Ποιους γεωλογικούς αιώνες περιλαμβάνει η γεωλογική

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2018 2019 ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ- ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 Περιεχόμενα ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΧΑΡΤΕΣ Α1.4 Ποιον χάρτη να διαλέξω;. 3 Α1.3 Η χρήση των χαρτών στην καθημερινή

Διαβάστε περισσότερα

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Ποτάμι είναι το ρεύμα γλυκού νερού που κινείται από τα ψηλότερα (πηγές) προς τα χαμηλότερα μέρη της επιφάνειας της Γης (πεδινά) και

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Κύρια είδη ιζηµατογενών πετρωµάτων Tα ιζηµατογενή πετρώµατα σχηµατίζονται από τα υλικά αποσάθρωσης όλων των πετρωµάτων, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης κάτω

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία» ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο:

Διαβάστε περισσότερα

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2 78 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΦΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (μακροφύκη φυτοπλαγκτόν) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠAΡΑΓΩΓΟΙ ( μετατρέπουν ανόργανα συστατικά σε οργανικές ενώσεις ) φωτοσύνθεση 6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρίες της Εξέλιξης

Θεωρίες της Εξέλιξης 1 ο ΘΕΜΑ Θεωρίες της Εξέλιξης Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Στις παρακάτω ερωτήσεις, να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση. 1.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Καθ. Γεώργιος Χαραλαμπίδης ΤΜΗΜΑ: Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης 1 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου Αριστομένης Π. Καραγεώργης 1, Χρήστος Αναγνώστου 1, Θεόδωρος Κανελλόπουλος 1, Rolf O.

Διαβάστε περισσότερα

Δυναμική Γεωλογία. Ενότητα 1: Οι Κύριες Τεκτονικές Μεγαδομές του Πλανήτη

Δυναμική Γεωλογία. Ενότητα 1: Οι Κύριες Τεκτονικές Μεγαδομές του Πλανήτη Δυναμική Γεωλογία Ενότητα 1: Οι Κύριες Τεκτονικές Μεγαδομές του Πλανήτη Στυλιανός Λόζιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Οι Κύριες Τεκτονικές Μεγαδομές του Πλανήτη Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1-4 Ιουνίου 2010 Πρόγραμμα - Δρομολόγιο Σύνταξη Επιμέλεια: Καθηγητής Μιχ. Σταματάκης

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1. Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Η γεωλογία της Κρήτης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη κυρίως αλπικών και προαλπικών πετρωμάτων τα οποία συνθέτουν ένα πολύπλοκο οικοδόμημα τεκτονικών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005 Μετά από πρόσκληση του Δημάρχου κ. Τοτονίδη Νίκο προς το Τοπικό Τμήμα Βόρειας Ελλάδας (ΤΟ.Τ.Β.Ε.) της Ελληνικής Σπηλαιολογικής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΞΩΜΑΛΥΝΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ Δρ Γεώργιος Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ Ο πλανήτης Γη έτσι όπως φωτογραφήθηκε το 1972 από τους αστροναύτες του Απόλλωνα 17 στην πορεία τους για τη σελήνη. Η

Διαβάστε περισσότερα

Κατεύθυνση:«Τεχνικής Γεωλογία και Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία»

Κατεύθυνση:«Τεχνικής Γεωλογία και Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ» Κατεύθυνση:«Τεχνικής Γεωλογία και Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία» Βασικά εργαλεία Τεχνικής Γεωλογίας και Υδρογεωλογίας Επικ. Καθηγ. Μαρίνος

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ροή του νερού μεταξύ των άλλων καθορίζει τη ζωή και τις λειτουργίες των έμβιων οργανισμών στο ποτάμι. Διαμορφώνει το σχήμα του σώματός τους, τους

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΔΑΦΟ- -ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Τι είναι η Γεωλογία; Γεωλογία είναι η επιστήμη που μελετά την Γη, και κυρίως το στερεό τμήμα της, δηλαδή τα

Διαβάστε περισσότερα

Άνθρωπος και Περιβάλλον

Άνθρωπος και Περιβάλλον Άνθρωπος και Περιβάλλον Οικολογία είναι: η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών (και φυσικά του ανθρώπου) με: τους αβιοτικούς παράγοντες του περιβάλλοντός τους, δηλαδή το κλίμα (υγρασία, θερμοκρασία,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας Τί είναι ένα Οικοσύστημα; Ένα οικοσύστημα είναι μια αυτο-συντηρούμενη και αυτορυθμιζόμενη κοινότητα ζώντων

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Θεωρούμε ότι ο βορράς βρίσκεται προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Αυλακογένεση. Ιδανικές συνθήκες: ένα μανδυακό μανιτάρι κινείται κατακόρυφα σε όλους τους βραχίονες (ράχες).

Αυλακογένεση. Ιδανικές συνθήκες: ένα μανδυακό μανιτάρι κινείται κατακόρυφα σε όλους τους βραχίονες (ράχες). Αυλακογένεση Αυλακογένεση Γένεση αύλακας Δημιουργία τάφρου, οριοθετημένης από ρήγματα μεγάλου μήκους και μεγάλης κλίσης Θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης ενός τριπλού σημείου Τ-Τ-Τ ή Τ-Τ-F

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ Λιμνοθάλασσες οι λιμνοθάλασσες είναι παράκτιες υδάτινες περιοχές με μικρό βάθος και συνήθως χωρίζονται από τη γειτονική θαλάσσια περιοχή με φυσικό φράκτη την αμμολουρίδα η οποία διαχωρίζει και ουσιαστικά

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφική μελέτη Πλειο-Πλειστοκαινικών αποθέσεων σε ένα lowstandingvolcano στην περιοχή Σουσάκι Κορινθίας.

Στρωματογραφική μελέτη Πλειο-Πλειστοκαινικών αποθέσεων σε ένα lowstandingvolcano στην περιοχή Σουσάκι Κορινθίας. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Στρωματογραφική μελέτη Πλειο-Πλειστοκαινικών αποθέσεων σε ένα lowstandingvolcano στην

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΑΙΣΘΗΤΗΡΩΝ Για τον καθηγητή ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Στόχοι - Να εξοικειωθούν οι μαθητές στην χρήση των αισθητήρων για την μέτρηση φυσικών μεγεθών. - Να διαπιστώσουν

Διαβάστε περισσότερα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε 1 i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία Οικολογία Οικολογία είναι η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών (συνεπώς και του ανθρώπου)

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. Σύσταση του θαλάσσιου νερού και παράγοντες ελέγχου συγκέντρωσης στοιχείων 2. Συντηρητικά, ανακυκλώσιμα (θρεπτικά), προσροφημένα

Διαβάστε περισσότερα

Ιζήματα. Οι κόκκοι των ιζημάτων προέρχονται από

Ιζήματα. Οι κόκκοι των ιζημάτων προέρχονται από Ιζήματα Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται στον ωκεάνιο πυθμένα σχηματίζοντας ένα κάλυμμα, στο πέρασμα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ : Ι. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΑΓΡΙΝΙΟ, 2016 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3:

Διαβάστε περισσότερα

YΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΙΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ/-ΩΝ ΠΕ17.01

YΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΙΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ/-ΩΝ ΠΕ17.01 YΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΙΙ - ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ/-ΩΝ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ Μανουρά Μαρία ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΠΕ17.01 1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 1.1 ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Σεισμική

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται;

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ Α) Τι ονομάζουμε ατομικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Γ) Πως συμβολίζεται

Διαβάστε περισσότερα

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα). Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα). Περίληψη Η περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ευρύτερης

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.gr) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...) Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Ενότητα 4: Μεταβολές στάθμης θάλασσας Νίκη Ευελπίδου Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Δείκτες µεταβολής στάθµης θάλασσας Οι

Διαβάστε περισσότερα

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία 10 η Ενότητα Επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων στη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ Δρ. Κώστας Ποϊραζίδης, Δασολόγος ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2009-2010 ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1: Ορισμός είδους, Συστηματική, Οικολογία και Εξέλιξη, Φυσική επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟ: 7 ο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Β. ΧΡΗΣΤΑΡΑΣ, Καθηγητής Β. ΜΑΡΙΝΟΣ, Επ. Καθηγητής 6η ΑΣΚΗΣΗ: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? ΘΕΙΟ (S) 26 Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? σημαντικό στοιχείο στη δομή των πρωτεϊνών (*) συνήθως δεν δρα ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και την κατανομή των οργανισμών στα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ INTERREG IIIA / PHARE CBC ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Καθηγητής Βασίλειος A. Τσιχριντζής Διευθυντής, Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής και Τεχνολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ Υδατικά οικοσυστήματα Στη βιόσφαιρα υπάρχουν δύο είδη οικοσυστημάτων: τα υδάτινα και τα χερσαία. Tα υδάτινα οικοσυστήματα διαχωρίζονται ανάλογα με την αλατότητα του νερού

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία.

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία. Ενότητα Ηπειροι (στιγμιότυπα): Η Αφρική Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής Γεωλογία - Γεωγραφία A Γυμνασίου Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία. Πρώτη εργασία : Η θέση της Αφρικής στον παγκόσμιο

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον Οικολογία: η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών, και φυσικά του ανθρώπου, με τους βιοτικούς (ζωντανούς οργανισμούς του ίδιου

Διαβάστε περισσότερα

Άρης Ασλανίδης Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια Οδηγός προετοιμασίας για τα Φυσικά

Άρης Ασλανίδης Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια Οδηγός προετοιμασίας για τα Φυσικά Άρης Ασλανίδης Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια Οδηγός προετοιμασίας για τα Φυσικά Ε Δημοτικού 5 Υλικά σώματα Μαθαίνω χρήσιμες πληροφορίες του Βιβλίου Μαθητή Παντού γύρω μας υπάρχει ύλη. Η ύλη μπορεί να είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2010 ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2010 ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2009-2010 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2010 ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Θέμα 1 ο : Να μεταφέρετε στο γραπτό σας τον αριθμό της κάθε ερώτησης και δίπλα το γράμμα

Διαβάστε περισσότερα

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9 ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ Ακαδημαϊκό Έτος 2016-2017 ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ (Ο ΩΚΕΑΝΙΟΣ ΠΥΘΜΕΝΑΣ) Βασίλης ΚΑΨΙΜΑΛΗΣ Γεωλόγος-Ωκεανογράφος Κύριος Ερευνητής, ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Τηλ. Γραφείου: 22910 76378 Κιν.: 6944

Διαβάστε περισσότερα

Εξελικτική Οικολογία. Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014

Εξελικτική Οικολογία. Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014 Εξελικτική Οικολογία Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014 Εξελικτική Οικολογία - Σίνος Γκιώκας - Παν. Πατρών - Τμ. Βιολογίας - 2014 1 Πού συναντιούνται τα δύο πεδία; Οι κιχλίδες των Μεγάλων

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ 9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Στρωματογραφική τομή Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Στρωματογραφική τομή Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Στρωματογραφική τομή Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της παρούσας ενότητας είναι η απεικόνιση όλων των λιθολογικών

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ 333 Πανεπιστήμιο Πατρών Τομέας Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Εργαστήριο Τεκτονικής ΔIΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα