ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ: Βασικών Επιστημών ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: Βιολογίας ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Καθ. Ν. Βαμβακόπουλος ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΙΩΝ ΜΕ ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΑ ΚΑΙ ΓΟΝΟΤΥΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ: ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΙΑΤΡΟΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑ Α.

2 -νa**10 Θ. % ΙΙΒΛΙΟΘΗΚΗ? ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Ειδική Συλλογή «Γκρίζα Βιβλιογραφία» Αριθ. Εισ.: 7740/1 Ημερ. Εισ.: Δωρεά: Π.Θ. Ταξιθετικός Κωδικός: Δ ΑΘΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ V

3 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ: Βασικών Επιστημών ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: Βιολογίας ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Καθ. Ν. Βαμβακόπουλος ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΙΩΝ ΜΕ ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΑ ΚΑΙ ΓΟΝΟΤΥΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ: ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΙΑΤΡΟΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑ 2005

4

5 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ Ασπασία Τσέζου, Επικ. Καθηγήτρια Ιατρικής Γενετικής ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Παναγούλα Κάλλια, Επικ. Καθηγήτρια Βιολογίας Νικόλαος Σταθάκης, Καθηγητής Παθολογίας Ασπασία Τσέζου, Επικ. Καθηγήτρια Ιατρικής Γενετικής ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Νικόλαος Βαμβακόπουλος, Καθηγητής Βιολογίας Παναγούλα Κάλλια, Επικ. Καθηγήτρια Βιολογίας Γεώργιος Κουκούλης, Καθηγητής Παθολογοανατομίας Δέσποινα Κυριάκου, Επικ. Καθηγήτρια Ιατρικών Μεταγγίσεων Νικόλαος Σακελλαρίδης, Καθηγητής Φαρμακολογίας Νικόλαος Σταθάκης, Καθηγητής Παθολογίας Ασπασία Τσέζου, Επικ. Καθηγήτρια Ιατρικής Γενετικής

6 4 4 s I

7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία: γενικές πληροφορίες Διαφοροποίηση φυσιολογικών Β λεμφοκυττάρων Η ανεξάρτητη από το αντιγόνο φάση διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων Η εξαρτώμενη από το αντιγόνο φάση διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων Σωματική υπερμεταλλαξιγένεση και μεταστροφή ισοτόπου Βλαστικά κέντρα χωρίς Τ-κύτταρα Έκτοπες δομές που μοιάζουν με βλαστικά κέντρα Άνοσες απαντήσεις ανεξάρτητες από Τ-κύτταρα (Τ-ανεξάρτητες) Δομή και λειτουργία των ανοσοσφαιρινών Γενετική οργάνωση των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Επιδημιολογία Διαγνωστικά κριτήρια Σταδιοποίηση - Προγνωστικοί παράγοντες Γενετικές ανωμαλίες στη Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία Τρισωμία του χρωμοσώματος Ελλείψεις στη χρωμοσωμική ζώνη 13q Ελλείψεις στις χρωμοσωμικές ζώνες 11q22-q Ελλείψεις στο χρωμόσωμα 17ρ και μεταλλάξεις του ρ Ελλείψεις στη χρωμοσωμική ζώνη 6q Κυτταρογενετικές ανωμαλίες - Προγνωστική σημασία Τα γονίδια των ανοσοσφαιρινών στη Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Ενεργοποίηση και στάδια ωρίμανσης των λευχαιμικών κυττάρων στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Ανοσοφαινοτυπικές μελέτες 42

8

9 ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 45 ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ 47 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 51 Α. Κυτταρογενετική ανάλυση Κυτταρικά δείγματα Κυτταρικές καλλιέργειες Αναστολή της μίτωσης Κατεργασία με υττότονο διάλυμα Μονιμοποίηση των κυττάρων Επίστρωση των κυττάρων σε πλακίδια Χρώση των χρωμοσωμάτων - Τεχνική G-banding Μικροσκοπική μελέτη των χρωμοσωμάτων 54 Β. Μοριακή ανάλυση γονιδίων ανοσοσφαιρινών Απομόνωση μονοπύρηνων κυττάρων από περιφερικό αίμα Απομόνωση RNA Σύνθεση cdna Ενίσχυση κλωνικών αναδιατάξεων της μεταβλητής περιοχής των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) Καθαρισμός των προϊόντων PCR Ανάλυση αλληλουχίας των προϊόντων PCR Ανάλυση της κατανομής των μεταλλάξεων στα αναδιαταγμένα γονίδια της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών Ανάλυση μεταλλάξεων 63 Γ. Ανοσοφαινοτυπική ανάλυση με κυτταρομετρία ροής 63 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 67 Α. Κυτταρογενετική ανάλυση Γενικά Κυτταρογενετικές υποομάδες στην παρούσα μελέτη Νέες χρωμοσωμικές μεταθέσεις 80 Β. Ανοσοφαινοτυπική ανάλυση 86 Γ. Μοριακή ανάλυση Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV Ρεπερτόριο IGKV Ρεπερτόριο iglv 94

10

11 Δ. Ανοσοφαινοτυπικές - Μοριακές - Κυτταρογενετικές - Κλινικές συσχετίσεις Δημογραφικά χαρακτηριστικά, κλινική σταδιοποίηση κατά τη διάγνωση και εξέλιξη νόσου: συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά και συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Μοριακά χαρακτηριστικά και συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Εξέλιξη νόσου και ολική επιβίωση: συσχέτιση με κυτταρογενετικά, ανοσοφαινοτυπικά και μοριακά ευρήματα 105 ΣΥΖΗΤΗΣΗ Γενικά Κυτταρογενετικές ανωμαλίες στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Νέες κυτταρογενετικές ανωμαλίες στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Ρεπερτόριο και status μεταλλάξεων γονιδίων ανοσοσφαιρινών - Συσχετίσεις με κυτταρογενετικά ευρήματα Ανοσοφαινοτυπική ανάλυση - Συσχετίσεις με κυτταρογενετικά ευρήματα Εξέλιξη νόσου - Ολική επιβίωση ασθενών στις κυτταρογενετικές ομάδες 123 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 129 ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ/SUMMARY 131 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 133

12

13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Β χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία θεωρείται η πιο συχνή λευχαιμία των ενηλίκων στο δυτικό κόσμο. Χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και συσσώρευση στο μυελό και στο περιφερικό αίμα κακοηθών Β-κυττάρων της λεμφικής σειράς, σχετικά ώριμων που παρουσιάζουν θετικότητα στα αντιγόνα επιφάνειας CD5, CD23, CD19, ενώ είναι αρνητικά στα αντιγόνα CD22 και FMC7. Η κλινική πορεία των ασθενών με Β ΧΛΛ ποικίλει. Ορισμένοι ασθενείς επιβιώνουν για μακρό χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάσει τα 20 χρόνια ή και περισσότερο, ενώ άλλοι παρουσιάζουν επιθετική νόσο και πεθαίνουν σε λίγα χρόνια από τη διάγνωση. Η διαφορά στην επιβίωση αντικατοπτρίζει τη μεγάλη γενετική ετερογένεια της νόσου. Η σταδιοποίηση της νόσου κατά Binet ή κατά Rai βοηθά στην πρόγνωση όσον αφορά στην επιβίωση των ασθενών με ΧΛΛ, δεν μπορεί όμως να συμβάλει στον καθορισμό της εξέλιξης της νόσου (αργή ή επιθετική πορεία) και της επιβίωσης κυρίως των ασθενών στους οποίους η διάγνωση της νόσου έγινε σε αρχικά στάδια (στάδιο Λ κατά Binet ή στάδιο 0-1 κατά Rai). Τα τελευταία χρόνια γίνονται σημαντικές προσπάθειες, με μελέτη διαφόρων παραμέτρων, για των καθορισμό νέων προγνωστικών υποκατηγοριών, με σκοπό το σχεδίασμά νέων, πιο αποτελεσματικών θεραπευτικών παρεμβάσεων με βάση τις γενετικές διαταραχές τις νόσου. Η καρυοτυπική ανάλυση ασθενών με Β χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία φαίνεται ότι μπορεί να δώσει πληροφορίες όσον αφορά την πρόγνωση. Η κυτταρογενετική μελέτη παρουσιάζει δυσκολίες εξαιτίας του χαμηλού μιτωτικού δείκτη των λευχαιμικών κυττάρων και της μικρής απαντητικής ικανότητάς τους σε μιτογόνα. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έδειξαν αύξηση της ευαισθησίας ως προς την ανίχνευση κλωνικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών στη ΧΛΛ, μετά τη προσθήκη κυτταροκινών στις καλλιέργειες των λευχαιμικών κυττάρων, όπως συνδυασμό της ιντερλευκίνης-2 με την φυτοαιμογλουτινίνη (ΡΗΑ). Η κυτταρογενετική ανάλυση καταδεικνύει την ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών σε ποσοστό 30-50% των ασθενών, με παρουσία πολλαπλών χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο 10% αυτών. Περισσότερο συχνές ανωμαλίες είναι οι μεταθέσεις και οι ελλείψεις του χρωμοσώματος 13 [ t/ del (13q)], οι ελλείψεις του χρωμοσώματος 11 [del(llq)], η τρισωμία του χρωμοσώματος 12, η προσθήκη χρωμοσωμικού υλικού στο χρωμόσωμα 14q+, και η έλλειψη του χρωμοσώματος 6 [del (6q)]. Οι διάφορες κυτταρογενετικές ανωμαλίες σχετίζονται με πολύ διαφορετική πρόγνωση. Από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια φάνηκε ότι η ΧΛΛ είναι ετερογενές νόσημα το οποίο πλέον διακρίνεται σε δύο υπότυπους με 13

14 διαφορετική πρόγνωση. Ο ένας υπότυπος περιλαμβάνει κύτταρα με μεταλλαγμένες αλληλουχίες της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών, ενώ ο άλλος υπότυπος διακρίνεται από κύτταρα με αμετάλλακτες αλληλουχίες της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών. Αρχικά, τα κύτταρα του δευτέρου υποτύπου θεωρήθηκε ότι αντιστοιχούν σε παρθένα Β κύτταρα, τα οποία δεν έχουν εμπλακεί σε διεργασίες αναγνώρισης και επιλογής από αντιγόνο. Ωστόσο, πρόσφατα φάνηκε ότι αντιπροσωπεύουν Β κύτταρα τα οποία έχουν υποκινηθεί από αντιγόνο αλλά δεν έχουν συσσωρεύσει μεταλλάξεις. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και από ανοσοφαινοτυπικές μελέτες που υποδεικνύουν ότι όλα τα λευχαιμικά κύτταρα της ΧΛΛ έχουν έρθει σε επαφή με αντιγόνο και είναι ενεργοποιημένα Β λεμφοκύτταρα. Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η κυτταρογενετική μελέτη ασθενών με ΧΛΛ και η συσχέτιση των κυτταρογενετικών ευρημάτων αφενός με ποικίλα γονοτυπικά και φαινοτυπικά γνωρίσματα των λευχαιμικών λεμφοκυττάρων (παρουσία μεταλλάξεων στη μεταβλητή περιοχή των ανοσοσφαιρινών, έκφραση αντιγόνου CD38) και αφετέρου με την κλινική εικόνα, την εξέλιξη της νόσου καθώς και με την επιβίωση των ασθενών. Επιδίωξη της διατριβής είναι να εξετασθεί κατά πόσο η μελέτη των τριών αναφερόμενων παραμέτρων (κυτταρογενετικός έλεγχος, γονοτυπικός έλεγχος και ανοσοφαινότυπος) συμβάλλει στον καθορισμό υποκατηγοριών ασθενών με ΧΛΛ με διαφορετική κλινική πορεία. Η μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο γενικό μέρος αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την προέλευση του νεοπλασματικού λεμφοκυττάρου και την παθογένεια της ΧΛΛ, Αναφέρονται επίσης στοιχεία σχετικά με τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και τους προγνωστικούς παράγοντες της νόσου. Στο ειδικό μέρος περιγράφονται ο σκοπός, το υλικό και οι μέθοδοι και τα αποτελέσματα της έρευνας. Ακολουθεί συζήτηση των ευρημάτων και συσχέτιση τους με τα βιβλιογραφικά δεδομένα και η περίληψη με τα κύρια ευρήματα και συμπεράσματα της εργασίας. Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Βιολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό την καθοδήγηση της κας Ασπασίας Τσέζου, Επίκουρης Καθηγήτριας Ιατρικής Γενετικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ευχαριστώ θερμά την κα Τσέζου για την πολύπλευρη συμπαράσταση που μου παρείχε σε όλες τις φάσεις εκπόνησης της διατριβής. Εκφράζω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον κ. Νικόλαο Σταθάκη, Καθηγητή Παθολογίας 14

15 του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και στην κα. Παναγούλα Κάλλια, Επικ. Καθηγήτρια Βιολογίας του ίδιου Τμήματος, για την καθοδήγηση και την υποστήριξή τους ως μέλη της τριμελούς επιτροπής της διδακτορικής διατριβής. Η συλλογή και ο χαρακτηρισμός των δειγμάτων της μελέτης, πραγματοποιήθηκε στην Αιματολογική Κλινική και Μονάδα Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου» που διευθύνουν οι κύριοι Αθανάσιος Φάσσας και Αχιλλέας Αναγνωστόπουλος. Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά τους κ.κ. Φάσσα και Αναγνωστόπουλο για την ηθική συμπαράσταση και την συνεχή παρότρυνση και ενθάρρυνση σε κάθε βήμα της παρούσας εργασίας. Επίσης, εκφράζω θερμές ευχαριστίες στον κ. Ριάντ Σαλούμ, Αιματολόγο, Αναπληρωτή Διευθυντή της Αιματολογικής Κλινικής και Μονάδας Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου», ο οποίος με ενθάρρυνε καθ όλη τη διάρκεια αυτής της διατριβής. Η παρούσα διατριβή ολοκληρώθηκε χάρη στη πολύτιμη συνδρομή των φίλων συνεργατών μου. Ο κ. Κώστας Σταματόπουλος, Αιματολόγος, Συνεργάτης της Αιματολογικής Κλινικής και Μονάδας Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου», παρακολούθησε ενεργά όλες τις φάσεις εκπόνησης της διατριβής μου και με βοήθησε ιδιαίτερα στη κατανόηση της μοριακής μελέτης των ασθενών με ΧΛΛ. Η κα. Αλίκη Τσομπανάκου, Αιματολόγος, Επιμελήτρια Α' της Αιματολογικής Κλινικής και Μονάδας Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων του ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου», υπεύθυνη του εργαστηρίου κυτταρομετρίας ροής συνέβαλε στον ανοσοφαινοτυπικό χαρακτηρισμό των ασθενών που συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα μελέτη. Τέλος, ευχαριστώ τους κ.κ Μαρία Γκαιτατζή και Όλγα Αστεριού καθώς και τους Ιωάννη Ζορμπά, Βαρβάρα Ταχυνοπούλου, Tatjana Smilevska, Αναστασία Χατζηδημητρίου, Έφη Κωσταρέλη, Δήμο Φουτσιτσάκη, Ζωγραφιά Λαζάρου και Αγγελική Παλέτα, οι οποίοι συνέβαλαν ουσιαστικά στη συλλογή και επεξεργασία των δειγμάτων. Λάρισα, Νοέμβριος

16 16

17 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

18 i i * i i i 18

19 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία: γενικές πληροφορίες Η Β χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι κακοήθεια των Β λεμφοκυττάρων και πιθανόν προκύπτει από κακοήθη εξαλλαγή ενός αργά πολλαπλασιαζόμενου Β1 λεμφοκυττάρου(ι). Τα Β1 λεμφοκύτταρα αποτελούν υποπληθυσμό Β-κυττάρων που δημιουργούνται νωρίς κατά την οντογένεση, από την εμβρυϊκή περίοδο, κυριαρχούν στην περιτοναϊκή και τις υπεζωκοτικές κοιλότητες, συμβάλλουν σε Τ ανεξάρτητες ανοσολογικές αποκρίσεις, είναι αυτοανανεούμενα και οι υποδοχείς τους χαρακτηρίζονται από πολύ-ειδικότητα και αυτοαντιδραστικότητα. Η πρωτεΐνη CD5 εκφράζεται ειδικά στα εν λόγω κύτταρα, τα οποία χαρακτηρίζονται και ως CD5+ Β κύτταρα (2). Τα στάδια διαφοροποίησης στη Β λεμφική σειρά καθορίζονται από τις αναδιατάξεις των γονίδιων των ανοσοσφαιρινών αλλά και από την έκφραση ανοσοσφαιρινών, μορίων προσκόλλησης και υποδοχέων αυξητικών παραγόντων στην επιφάνεια των Β λεμφοκυττάρων. Η μοριακή ανάλυση των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών ασθενών με ΧΛΛ οδήγησε στη διάκριση της νόσου σε δύο τύπους με διαφορετική βιολογική υπόσταση αλλά και κλινική πρόγνωση (1, 3-4). Ο ένας τύπος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεταλλάξεων στα γονίδια της μεταβλητής περιοχής της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών. Οι μεταλλάξεις αποδίδονται στην επαφή των κλωνογενών νεοπλασματικών λεμφοκυττάρων με αντιγόνα. Ο άλλος τύπος χαρακτηρίζεται από την απουσία μεταλλάξεων στα γονίδια της μεταβλητής περιοχής της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών, τα οποία όμως δεν είναι αμετάλλακτα επειδή δεν έχουν αντιγονική εμπειρία αλλά επειδή πιθανότατα αναγνωρίζουν ιδιαίτερα αντιγόνα χωρίς την ανάγκη για μεταλλάξεις, ώστε η σύνδεση αντιγόνου-αντισώματος να είναι αποτελεσματική. Εναλλακτικά έχει διατυπωθεί η πρόταση ότι ίσως πρόκειται για Β- λεμφοκύτταρα του βλαστικού κέντρου με ανενεργό μηχανισμό σωματικής υπερμεταλλαξιογένεσης. Ως αμετάλλακτο χαρακτηρίζεται ένα γονίδιο VH όταν το ποσοστό ομολογίας με το αντίστοιχο γονίδιο των άωρων κυττάρων είναι τουλάχιστον 98%. Το όριο αυτό καθιερώθηκε επειδή η ποικιλότητα μέχρι του βαθμού αυτού αποδίδεται στους συνήθεις πολυμορφισμούς των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών (5). Πρόσφατα δεδομένα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι όλα τα λευχαιμικά κύτταρα στη ΧΛΛ προέρχονται από Β λεμφοκύτταρα που ήρθαν σε επαφή με αντιγόνο και συνεπώς δεν είναι «παρθένα» Β λεμφοκύτταρα (1, 3-4). Επίσης, πρόσφατα 19

20 διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η διέγερση από αντιγόνο είναι προαπαιτούμενο για την εξέλιξη της Β-ΧΛΛ ακόμη και σε περιπτώσεις χωρίς σωματικές μεταλλάξεις. Στην προσπάθεια να γίνει κατανοητή η προέλευση του λευχαιμικού κυττάρου της ΧΛΛ και να διαλευκανθούν οι μηχανισμοί παθογένεσης της ΧΛΛ, θεωρείται σκόπιμη η αναφορά στη οδό διαφοροποίησης των φυσιολογικών Β λεμφοκυττάρων. 2. Διαφοροποίηση φυσιολογικών Β λεμφοκυττάρων Η διάκριση της διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων σε δύο φάσεις, ανεξάρτητη και εξαρτώμενη από αντιγόνο, είναι χρήσιμη αλλά πιθανότατα αποτελεί υπεραπλούστευση (6). Κατά την οντογένεση, ήδη από τα πρωιμότερα στάδια της ανάπτυξής τους, τα Β λεμφοκύτταρα εκτίθενται σε αυτοαντιγόνα. Συνεπώς, δεν υπάρχει σαφής οριοθέτηση κάποιας ειδικής χρονικής στιγμής κατά την οποία συμβαίνει η επαφή με αντιγόνο (7). Για το λόγο αυτό, η διάκριση σε δύο φάσεις ίσως είναι σωστότερο να περιοριστεί για την ανάπτυξη Β λεμφοκυττάρων που αναγνωρίζουν κλασικά, ξένα και θυμοεξαρτώμενα αντιγόνα. Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά και σε πρόσφατες πληροφορίες σχετικά με τη διαφοροποίηση ώριμων Β λεμφοκυττάρων εκτός βλαστικών κέντρων. 2.1 Η ανεξάρτητη από το αντιγόνο φάση διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων Τα Β λεμφοκύτταρα προέρχονται από τα αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα του μυελού των οστών. Η ανεξάρτητη από το αντιγόνο πρώτη φάση ανάπτυξης των Β λεμφοκυττάρων οδηγεί στη δημιουργία ώριμων, «παρθένων» Β λεμφοκυττάρων που εκφράζουν μια και μοναδική ανοσοσφαιρίνη επιφάνειας IgM. Αυτή η φάση διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων διαδραματίζεται στο εμβρυϊκό ήπαρ και στον μυελό των οστών πριν την γέννηση και αποκλειστικά στον μυελό των οστών στην συνέχεια. Στο χρόνο αυτό ενεργοποιούνται γονίδια ειδικά για την λεμφική σειρά, τα οποία κωδικοποιούν πρωτεΐνες απαραίτητες για τη μεταγραφή και την αναδιάταξη των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών καθώς και βοηθητικοί παράγοντες απαραίτητοι για την επαφή με το αντιγόνο και συστατικά διαφόρων κυτταρικών οδών μεταβίβασης σήματος (7). Ο σκοπός αυτής της πρώτης φάσης ανάπτυξης είναι η έκφραση λειτουργικής ανοσοσφαιρίνης (ή αλλιώς υποδοχέα του Β κυττάρου, Β cell receptor, BCR) στην επιφάνεια του κυττάρου. Το σήμα του BCR είναι καθοριστικής σημασίας για το κύτταρο, το οποίο αν δεν καταφέρει να εκφράσει επιφανειακή ανοσοσφαιρίνη πεθαίνει με απόπτωση. Φαίνεται πιθανό ότι ο υποδοχέας αυτός είτε παρέχει στο 20

21 κύτταρο κάποια σημαντικά σήματα για επιβίωση χωρίς να εξαρτάται από κάποιο προσδέτη, ή πιθανόν ότι τα αυτοαντιγόνα αναγνωρίζουν τους συγγενείς BCRs στα ανώριμα Β κύτταρα και με τον τρόπο αυτό μεταβιβάζουν τα απαραίτητα σήματα (7-11). Κατά το πρώτο στάδιο ανάπτυξης η προσκόλληση των προγονικών κυττάρων στα στρωματικά κύτταρα του μυελού των οστών είναι απαραίτητη. Η προσκόλληση του επιφανειακού μορίου VLA-4 (very late antigen-4) των προγονικών Β κυττάρων στο μόριο VCAM-1 των στρωματικών κυττάρων είναι η πρωταρχική μοριακή αλληλεπίδραση που διευκολύνει την σύναψη των δύο κυτταρικών τύπων. Οι κυτταροκίνες που εκφράζονται ελέγχουν τα επίπεδα έκφρασης του μορίου VCAM-1, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την κυτταρική σύναψη, η οποία με την σειρά της ενεργοποιεί διάφορα σηματοδοτικά μονοπάτια και έχει ως αποτέλεσμα την επαγωγή της έκφρασης του συμπλόκου της V(D)J ρεκομπινάσης (RAG1, RAG2, TdT) (12-15). Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια ν αρχίσει η διαδικασία του ανασυνδυασμού των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο αλληλόμορφα για τα γονίδια των βαριών αλυσίδων και τέσσερα αλληλόμορφα για τα γονίδια των ελαφριών αλυσίδων (2 για τις κ και 2 για τις λ). Για την παραγωγή του αντισώματος, το Β κύτταρο χρησιμοποιεί ένα μόνο είδος βαριάς και ένα είδος ελαφριάς αλυσίδας. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αποκλεισμός αλληλομόρφου (allelic exclusion). Ο ανασυνδυασμός ξεκινά από τις βαριές αλυσίδες και συγκεκριμένα από τα γονίδια DH και JH. Το σημαντικό αυτό γεγονός «δεσμεύει» τα αρχέγονα κύτταρα (stem cells) ν ακολουθήσουν τη Β λεμφική σειρά. Σε αυτή τη φάση, το κύτταρο ονομάζεται πρώιμο προ-προ Β κύτταρο (early pro-b cell) (12). Στη συνέχεια, ακολουθεί ο ανασυνδυασμός μεταξύ του τμήματος IGHD-J και ενός από τα γονίδια IGHV της βαριάς αλυσίδας. Στα 2/3 των περιπτώσεων, το γενετικό σύμπλοκο που παράγεται είναι εκτός πλαισίου ανάγνωσης, οπότε το κύτταρο προχωρεί στον ανασυνδυασμό του δεύτερου αλληλόμορφου. Εάν το κύτταρο κατορθώσει ν αποκτήσει βαριά αλυσίδα περνά στη φάση του όψιμου προ-προ Β κυττάρου (late pro-b cell) και στην επιφάνειά του εκφράζεται ο υποδοχέας της IL-7, ο οποίος προσδένει την IL-7 που εκκρίνεται σε μικρές ποσότητες από τα στρωματικά κύτταρα του μυελού των οστών. Το γεγονός αυτό συνεισφέρει στον πολλαπλασιασμό και στην επιβίωση των προ-β κυττάρων. Προς το τέλος αυτού του σταδίου, παρατηρείται μεταγραφή των γονιδίων VDJ-Cp, Iga, ^β, λ5 και VpreB και η βαριά αλυσίδα εντοπίζεται πλέον στο κυτταρόπλασμα, ενώ τα γονίδια της ελαφριάς αλυσίδας δεν έχουν ακόμη αναδιαταχθεί. Στην επιφάνεια του κυττάρου εκφράζεται ο προ-β υποδοχέας (pre-bcr: pre Β cell receptor) (16-17), ο οποίος αποτελείται από τη βαριά αλυσίδα μ και μια υποκατάστατη ελαφριά αλυσίδα (surrogate light chain) 21

22 όπως και από τους συνυποδοχείς (co-receptors) Iga και Igp. Η υποκατάστατη ελαφριά αλυσίδα βοηθά στο σωστό δίπλωμα της βαριάς αλυσίδας μ και κωδικοποιείται από τα γονίδια λ5 και VpreB (17). Όταν μια παραγωγική αναδιάταξη VHDHJH παράγει μια μ βαριά αλυσίδα ανίκανη να συνδεθεί με την υποκατάστατη ελαφριά αλυσίδα ή την κανονική ελαφριά αλυσίδα όπως στην περίπτωση των αναδιατάξεων εκτός πλαισίου, σε αυτή την περίπτωση το κύτταρο πεθαίνει με απόπτωση, αν δεν διασωθεί από λειτουργικό δευτερογενή ανασυνδυασμό και διόρθωση υποδοχέα (receptor editing) (12-19), Το στάδιο αυτό του προ Β λεμφοκυττάρου θεωρείται πολύ σημαντικό επειδή ο προ-β υποδοχέας μεταβιβάζει πολλαπλά σήματα στο αναπτυσσόμενο Β κύτταρο με συνέπεια: την αναστολή της απόπτωσης, τον πολλαπλασιασμό του κυττάρου με 3 ή 4 κυτταρικές διαιρέσεις, παύση περαιτέρω V-DJ ανασυνδυασμού, αποκλεισμό αλληλομόρφου, έναρξη του ανασυνδυασμού IGKV-J της κ ελαφριάς αλυσίδας και την διαφοροποίηση της έκφρασης ποικίλων γονιδίων (π.χ. καταστολή της TdT). Ο προ-β υποδοχέας πιθανόν προσδένει άγνωστο σηματοδοτικό μόριο της επιφάνειας των στρωματικών κυττάρων (18). Όταν ο πολλαπλασιασμός σταματήσει, ο προ-β υποδοχέας παύει να εκφράζεται (μικρό προ Β κύτταρο/small pre Β cell), τα γονίδια RAG (recombination activating genes), που είχαν προσωρινά κατασταλεί, ενεργοποιούνται ξανά και αρχίζει η αναδιάταξη των γονιδίων των ελαφριών αλυσίδων. Ο γενετικός τόπος IGK κατά κανόνα αναδιατάσσεται μετά τα γονίδια της βαριάς αλυσίδας. Μερικά αναπτυσσόμενα Β λεμφοκύτταρα και κυρίως όσα έχουν μη παραγωγικές αναδιατάξεις στα γονίδια της κ ελαφριάς αλυσίδας, προχωρούν στην αναδιάταξη των γονιδίων της λ ελαφριάς αλυσίδας. Όταν το κύτταρο αποκτήσει και μια λειτουργική ελαφριά αλυσίδα, τότε εκφράζεται το μόριο της επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης IgM με τους συνυποδοχείς Iga και ^β και το κύτταρο πλέον συνεχίζει να αναπτύσσεται χωρίς να διαιρείται. Τότε βρίσκεται στο στάδιο του ανώριμου Β κυττάρου (immature Β cell). Στο στάδιο αυτό, η επιφανειακή IgM είναι πιθανό ν αναγνωρίζει αυτοαντιγόνα (self-antigens). Για το λόγο αυτό, το κύτταρο πρέπει να ελέγχεται για αυτοανοχή (self-tolerance) προτού εγκαταλείψει τον μυελό των οστών και εξέλθει στην περιφέρεια. Ο έλεγχος αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι περίπου το 60-70% των ανώριμων Β- κυττάρων είναι αυτοαντιδραστικά (16, 19). Η αυτοανοχή (self tolerance) εξασφαλίζεται με κλωνική απαλειφή, ανεργία ή διόρθωση υποδοχέα Αφού πλέον το ανώριμο κύτταρο έχει ελεγχθεί για αυτοαντιδραστικότητα ωριμάζει και εγκαταλείπει τον μυελό των οστών (16). Στη φάση αυτή εκφράζει στην επιφάνειά του τις ανοσοσφαιρίνες IgM και IgD. 22

23 2.2 Η εξαρτώμενη από το αντιγόνο φάση διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων Οι απαντήσεις των Β-κυττάρων σε αντιγόνα κατά τη διάρκεια της εξαρτώμενης από το αντιγόνο φάσης διαφοροποίησης μπορεί να διαχωριστούν σε δύο κύριες κατηγορίες, κλασσικές Τ-εξαρτώμενες και ανεξάρτητες από τα Τ4-βοηθητικά λεμφοκύτταρα. Πρώτα θ αναλυθούν οι Τ-εξαρτώμενες (κλασικές) απαντήσεις. Τα παρθένα Β κύτταρα αφού ωριμάσουν εγκαταλείπουν τον μυελό των οστών και με την κυκλοφορία του αίματος εισέρχονται στα δευτερογενή λεμφικά όργανα (σπλήνας, λεμφαδένες, πλάκες του Peyer και αμυγδαλές). Εάν δεν έλθουν σε επαφή με αντιγόνο ειδικό για τον αντιγονικό υποδοχέα που εκφράζουν, τότε εξέρχονται και επιστρέφουν στην κυκλοφορία μέσω των απαγωγών λεμφαγγείων. Σε περίπτωση όμως που συναντήσουν αντιγόνο και ενεργοποιηθούν κατάλληλα από τα βοηθητικά Τ-κύτταρα (ΤΗ2 cells), πρώτα πολλαπλασιάζονται στις περιοχές των Τ κυττάρων και έπειτα μερικά από τα διαιρούμενα Β λεμφοκύτταρα μεταναστεύουν στις περιοχές των Β κυττάρων και εισέρχονται στα πρωτογενή λεμφοζίδια (20). Ο αρχικός πολλαπλασιασμός συμβαίνει μετά από 6-8 ώρες και δημιουργεί μεγάλες IgDαρνητικές περιοχές μέσα στα πρωτογενή λεμφοζίδια, τα οποία πλέον ονομάζονται δευτερογενή. Ακριβώς 7-10 ημέρες μετά την ανοσοποίηση, τα δευτερογενή λεμφοζίδια αποκτούν πολικότητα: η περιοχή που βρίσκεται προς την πλευρά της περιοχής των Τ-κυττάρων περιέχει ταχέως πολλαπλασιαζόμενα Β κύτταρα (κεντροβλάστες) και ονομάζεται σκοτεινή ζώνη και η περιοχή στον αντίθετο πόλο περιέχει ήρεμα, μη διαιρούμενα Β κύτταρα (γνωστά ως κεντροκύτταρα) και σχηματίζει την φωτεινή ζώνη. Από την στιγμή που εγκαθίσταται αυτή η πολικότητα, το δυναμικό μικροπεριβάλλον ονομάζεται βλαστικό κέντρο (germinal center) (20-23). Η «σκοτεινή ζώνη» του βλαστικού κέντρου είναι η περιοχή όπου συμπιέζονται οι διαιρούμενοι κεντροβλάστες, οι οποίοι υπόκεινται στη διαδικασία της σωματικής υπερμεταλλαξιγένεσης (somatic hypermutation) (20) Σωματική υπερμεταλλαξιγένεση και μεταστροφή ισοτόπου Η σωματική υπερμεταλλαξιγένεση (somatic hypermutation) είναι ένας από τους μηχανισμούς που αυξάνουν την ποικιλότητα των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών και αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγή ανοσοσφαιρινών επιφάνειας με υψηλή συγγένεια για το αντιγόνο (24-26). Η σωματική υπερμεταλλαξιγένεση επηρεάζει τόσο τα εκφρασμένα («παραγωγικά») γονίδια όσο και τα «μη παραγωγικά», με διαφορετικό όμως πρότυπο κατανομής των μεταλλάξεων. Στα εκφρασμένα γονίδια, οι μεταλλάξεις νουκλεοτιδίων που οδηγούν σε αντικατάσταση αμινοξέος 23

24 (replacement mutations, R) συγκεντρώνονται στις περιοχές CDRs, δηλαδή στις περιοχές άμεσης επαφής με το αντιγόνο. Αντίθετα, οι «σιωπηλές» μεταλλάξεις (silent mutations, S) κατανέμονται σε όλες τις περιοχές πλαισίου (27). Στα μη παραγωγικώς αναδιαταγμένα γονίδια δεν παρατηρείται κάποια εστίαση, οι μεταλλάξεις δηλαδή συμβαίνουν σε τυχαίες θέσεις (28-29). Σήμερα, βασικό ρόλο στη διεργασία της σωματικής υπερμεταλλαξιγένεσης θεωρείται ότι παίζουν DNA πολυμεράσες επιρρεπείς σε λάθη (error-prone DNA polymerases) (30) και το ένζυμο AID (activation-induced cytidine deaminase) (31-33). H AID πιθανόν εμπλέκεται στη σωματική υπερμεταλλαξιγένεση μέσω της δημιουργίας μονόκλωνων εντομών του DNA. Μέχρι πρόσφατα, επικρατούσε η άποψη ότι η σωματική υπερμεταλλαξιγένεση προϋποθέτει επαφή με το αντιγόνο και συμβαίνει σε ώριμα κύτταρα. Ωστόσο, πρόσφατα δεδομένα από μελέτες σε ποντίκια κατέρριψαν αυτό το «δόγμα» (34). Από τις κεντροβλάστες που ωριμάζουν προκύπτουν τα κεντροκύτταρα (centrocytes), μικρά, μη διαιρούμενα κύτταρα που συγκεντρώνονται στον αντίθετο πόλο του βλαστικού κέντρου και σχηματίζουν τη «φωτεινή ζώνη». Τα κεντροκύτταρα εκφράζουν τη μεταλλαγμένη ανοσοσφαιρίνη επιφάνειας που μπορεί να δεσμεύει το αντιγόνο καλύτερα, λιγότερο καλά ή καθόλου. Στη φωτεινή ζώνη υπάρχουν επίσης τα δενδριτικά κύτταρα των λεμφοζιδίων (follicular dendritic cells, FDC), κύτταρα παρουσίασης αντιγόνου (antigen presenting cells, APC) που παρουσιάζουν το αντιγόνο για μεγάλες περιόδους στην επιφάνεια τους και παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή των κεντροκυττάρων τα οποία δεσμεύουν το αντιγόνο με υψηλή συγγένεια. Τα κεντροκύτταρα δέχονται συνδιεγερτικά σήματα από τα Τ λεμφοκύτταρα και τα FDC. Αν η σωματική υπερμεταλλαξιγένεση έχει ελαττώσει τη συγγένεια της επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης για το αντιγόνο, τα κεντροκύτταρα πεθαίνουν γρήγορα με απόπτωση, ενώ αντίθετα, τα κεντροκύτταρα που εκφράζουν μεταλλαγμένη ανοσοσφαιρίνη που προσδένει ικανοποιητικά το αντιγόνο ενεργοποιούν την έκφραση του αντιαποπτωτικού γονιδίου bcl-2 και διασώζονται από την απόπτωση. Αμέσως μετά τη σωματική υπερμεταλλαξιγένεση, στη φωτεινή ζώνη του βλαστικού κέντρου συμβαίνει ακόμη μια διεργασία τροποποίησης των γονιδίων της βαριάς αλυσίδας, γνωστή ως μεταστροφή ισοτύπου (class switch recombination, CSR) (35). Ο συνδυασμός μιας μεταβλητής περιοχής με διαφορετικές σταθερές περιοχές διασφαλίζει ότι τα αντισώματα μιας ορισμένης ειδικότητας μπορεί να εκφράζονται με διαφορετικούς ισοτύπους και κατά συνέπεια να έχουν διαφορετική λειτουργία, για την επίτευξη καλύτερης απάντησης στο αντιγόνο. Η μεταστροφή ισοτύπου είναι μη αντιστρεπτή διαδικασία, η οποία επιτυγχάνεται με ανασυνδυασμό μεταξύ ειδικών 24

25 αλληλουχιών μεταστροφής (switch regions), που εντοπίζονται περίπου 2 kb στην 5 θέση κάθε C γονιδίου (εκτός του C5) (35-37). Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στο ανασυνδυασμένο V-D-J γονίδιο, που μέχρι τώρα μπορούσε να συνδεθεί μόνο με τα γονίδια Ομ και Οδ, να συνδέεται και να εκφράζεται και με τα υπόλοιπα γονίδια της σταθερής περιοχής. Κατά τη μεταστροφή ισοτύπου, οι αλληλουχίες μεταστροφής (S) των σταθερών περιοχών ανασυνδυάζονται και το ενδιάμεσο DNA αποκόπτεται, άρα το κύτταρο δεν είναι πλέον σε θέση να εκφράσει τους ισοτύπους που βρίσκονταν στο τμήμα που έχει απομακρυνθεί (35-37). Η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί έως ότου εκφραστεί ο επιθυμητός ισότυπος. Το ένζυμο AID φαίνεται ότι παίζει κύριο ρόλο και σε αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα με το μοντέλο απαμίνωσης του DNA, το ένζυμο απαμινώνει διάφορες C στο DNA-στόχο και η UNG ( γλυκοζυλάση της ουρακίλης ) απομακρύνει τις U που σχηματίζονται δημιουργώντας εντομές (31-33). Η εισαγωγή εντομών γίνεται συχνότερα απ ότι κατά τη σωματική υπερμεταλλαξιγένεση και με τον τρόπο αυτό δημιουργείται δίκλωνο σπάσιμο στο DNA. Η κομμένη S περιοχή εντοπίζεται από τις πρωτεΐνες ATM/ATR και DNA-PK, οι οποίες φωσφορυλιώνουν την Η2ΑΧ για να ξεκινήσει ο μηχανισμός NHEJ (non-homologous end joining, σύνδεση μη ομόλογων άκρων). Για να μπορεί το ένζυμο AID να διακρίνει τους μηχανισμούς της SHM και της CSR, φαίνεται ότι αλληλεπιδρά με τουλάχιστον δύο διαφορετικούς συμπαράγοντες, των οποίων η λειτουργία παραμένει άγνωστη. Τα Β λεμφοκύτταρα με υποδοχείς υψηλής συγγένειας που έχουν επιλεχθεί από αντιγόνο στο σημείο αυτό αφήνουν το βλαστικό κέντρο και μετατρέπονται σε πλασματοκύτταρα (Β κύτταρα που εκκρίνουν αντισώματα) ή σε Β-κύτταρα μνήμης (κύτταρα που όταν έλθουν ξανά σε επαφή με αντιγόνο διαφοροποιούνται σε πλασματοκύτταρα και εκδηλώνουν ταχύτερη και εντονότερη δευτερογενή άνοση απάντηση) (38-40) Βλαστικά κέντρα χωρίς Τ- κύτταρα Η αλληλεπίδραση Β και βοηθητικών Τ-κυττάρων κατά την ωρίμανση συγγένειας στα βλαστικά κέντρα είναι καθοριστική για τη διατήρηση και τη διαφοροποίηση των Β κυττάρων. Η θεωρία αυτή έδειξε να κλονίζεται μετά από μια έρευνα που έγινε σε QM ποντίκια, η οποία απέδειξε την ύπαρξη μεγάλων βλαστικών κέντρων σε όλα τα σπληνικά λεμφοζίδια σε απάντηση προς το αντιγόνο 4 -hydroxy-3-nitrophenyl acetyl (NP)-Ficoll (41). Από αυτά τα βλαστικά κέντρα απουσιάζουν τα Τ-κύτταρα: ωστόσο, ο φαινότυπος των Β κυττάρων δεν εμφανίζει διαφορές από τον αντίστοιχο των Β λεμφοκυττάρων σε φυσιολογικά («κλασσικά») βλαστικά κέντρα. Η ομοιότητα με τα 25

26 κανονικά βλαστικά κέντρα συνεχίζεται μέχρι και την 5η ημέρα, όπου τα βλαστικά κέντρα που δημιουργήθηκαν μέσω της ΝΡ-φικόλλης σε ποντίκια καταστρέφονται με ταχύ ρυθμό. Μέσα σε 24 ώρες (την 6η ημέρα) δεν υπάρχει κανένα ίχνος τους. Η διάλυση οφείλεται σε προοδευτική εξάλειψη των κεντροβλαστών και σε μαζική απόπτωση των κεντροκυττάρων. Η αυθόρμητη εξαφάνιση των βλαστικών κέντρων την 5η ημέρα ίσως αντικατοπτρίζει την απουσία Τ-κυτταρικών σημάτων (42-43) ή στην αποτυχία επιλογής των κεντροκυττάρων. Έτσι αποτρέπεται η διάσωση αυτοαντιδραστικών κυττάρων που μπορεί να προκόψουν από σωματική υπερμεταλλαξιγένεση απαλλαγμένη από επιλογή από τα Τ-κύτταρα (43) Έκτοπες δομές που μοιάζουν με βλαστικά κέντρα Η ανακάλυψη δομών που μοιάζουν με βλαστικά κέντρα έξω από τα Β λεμφοζίδια ή ακόμη και εκτός δευτερογενών λεμφικών οργάνων αποτέλεσε το ισχυρότερο πλήγμα εναντίον των κλασσικών θεωριών διαφοροποίησης. Η μελέτη της εντόπισης και της δραστηριότητας των Β κυττάρων σε θέσεις φλεγμονής σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα παρείχε την πρώτη ένδειξη για τον σχηματισμό τέτοιων δομών σε έκτοπη θέση (43). Στις έκτοπες θέσεις συμβαίνουν διεργασίες όπως υπερμεταλλαξιγένεση και επιλογή του Β κυτταρικού υποδοχέα, όπως επίσης και κλωνική επαύξηση και διαφοροποίηση σε κύτταρα τα οποία παράγουν αντίσωμα. Οι παράγοντες που οδηγούν στο σχηματισμό τους παραμένουν άγνωστοι. Φαίνεται πιθανό ότι τα έκτοπα βλαστικά κέντρα συγκροτούνται από ενεργοποιημένα Β κύτταρα τα οποία παράγουν LT (lymphotoxin) και TNF (tumor necrosis factor) και συγκρατούν το δίκτυο των FDCs (44) Άνοσες απαντήσεις ανεξάρτητες από Τ-κύτταρα (Τ-ανεξάρτητες) Τα Β κύτταρα που είναι υπεύθυνα για τις άνοσες απαντήσεις χωρίς να απαιτούν την βοήθεια των Τ-κυττάρων ανήκουν σε τρεις μεγάλους υποπληθυσμούς ώριμων παρθένων Β κυττάρων: Τα ώριμα λεμφοζιδιακά ή θυλακιώδη (follicular, FO) κύτταρα είναι Β κύτταρα που εμπλέκονται στις κλασσικές Τ-εξαρτώμενες απαντήσεις (45). Παρ όλ αυτά, σε περίπτωση που δεχθούν κάποιο σχετικά ισχυρό σήμα από αντιγόνα, όπως συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος βακτηρίων, τότε μπορεί να επάγουν Τ- ανεξάρτητες απαντήσεις στα περισσότερα δευτερογενή λεμφικά όργανα (46). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των FO κυττάρων που αναγνωρίζουν τέτοιου είδους αντιγόνα είναι η έκφραση του μορίου CD21 στην επιφάνεια τους (47). Τα κύτταρα της οριακής ζώνης (marginal zone cells) ΜΖ Β κύτταρα προκύπτουν από τα αναπτυσσόμενα Β κύτταρα που δέχονται σχετικά ασθενή σήματα (48-49). 26

27 Εντοπίζονται στην οριακή ζώνη του σπλήνα, εντόπιση που τους επιτρέπει να είναι συνεχώς εκτεθειμένα σε μεγάλες ποσότητες αίματος, καθώς και στα αντιγόνα που κυκλοφορούν στο αίμα. Τα κύτταρα αυτά αναγνωρίζουν κυρίως αντιγόνα με πολύ επαναληπτικές δομές, όπως π.χ. τα βακτηριακά τοιχώματα και η μοναδική εντόπισή τους επιτρέπει να επάγουν ταχύτατες άνοσες απαντήσεις. Στην οριακή ζώνη υπάρχει επίσης ένας ιδιαίτερος υποπληθυσμός μακροφάγων (μακροφάγα της οριακής ζώνης, MZMs) (50). Η σωστή ανάπτυξη της οριακής ζώνης και του συνόλου των ΜΖ Β κυττάρων καθυστερεί έως την ηλικία των 2 ετών στον άνθρωπο και των 3-4 εβδομάδων μετά τη γέννηση στα ποντίκια (51-54). Αυτή η καθυστέρηση σχετίζεται με την ανικανότητα των βρεφών ηλικίας κάτω των 2 ετών να εκδηλώσουν ικανοποιητική άνοση απάντηση σε πολυσακχαριτιδικά αντιγόνα. Τα Β-Ια κύτταρα είναι κύτταρα που προέρχονται από τα αρχέγονα κύτταρα του μυελού των οστών και εκφράζουν στην επιφάνειά τους το μόριο CD5 (CD5+ κύτταρα) (2, 55). Τα κύτταρα αυτά συχνά παράγουν ανοσοσφαιρίνες έναντι βακτηριακών υδατανθράκων ή και πολυσθενών αυτοαντιγόνων. Οι ανοσοσφαιρίνες αυτές είναι χαμηλής συγγένειας, προσδένουν πολλά αντιγόνα (πολυ-αντιδραστικά φυσικά αντισώματα) και πολλές φορές είναι αυτοαντιδραστικές, επειδή αναγνωρίζουν ως αντιγόνα συστατικά όπως οι IgG, ssdna, dsdna, οι ιστόνες, η καρδιολιπίνη, η ακτίνη και ο κυτταροσκελετός (56). Τα Β-Ια κύτταρα συμμετέχουν στην «πρώτη γραμμή άμυνας» του οργανισμού και, όπως και τα FO κύτταρα, απαιτούν ισχυρά σήματα μέσω του BCR για την ανάπτυξή τους. Τελευταία διατυπώθηκε η άποψη ότι με κατάλληλη διέγερση κάθε Β κύτταρο θα μπορούσε ν αποκτήσει Β-Ια φαινότυπο. Πολύ πρόσφατα βρέθηκε ότι από την αλληλεπίδραση των σπληνικών Β-2 κυττάρων με αντιγόνα όπως βακτηριακοί υδατάνθρακες και αυτοαντιγόνα προέκυπταν Β-Ια κύτταρα (49). 3. Δομή και λειτουργία των ανοσοσφαιρινών Η παραγωγή των ανοσοσφαιρινών σε απάντηση προς το αντιγόνο αποτελεί την κύρια συμβολή των Β κυττάρων στην ειδική ανοσία. Καθημερινά στον ανθρώπινο οργανισμό παράγονται ΙΟ3 7 *καινούργια * * * Β κύτταρα, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετική αντιγονική ειδικότητα. Το συνολικό ρεπερτόριο των αντιγονικών ειδικοτήτων είναι περίπου ΙΟ9, * ενώ ο συνολικός αριθμός των Β κυττάρων σε ένα ενήλικο άτομο είναι περίπου Η ειδική ανοσία προϋποθέτει ικανότητα διάκρισης «εαυτού» - «ξένου» (self/non-self) ώστε ν αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταστροφής 27

28 ιστών του ξενιστή. Έτσι, οι βασικότερες ιδιότητες της επίκτητης ανοσίας είναι η ειδικότητα, η ποικιλότητα, η μνήμη και η αυτοανοχή (self tolerance). Το μόριο του αντισώματος έχει δυο διακριτές λειτουργίες. Η πρώτη είναι η ειδική πρόσδεση σε επιτόπους του παθογόνου που προκάλεσε την άνοση απάντηση, ενώ η δεύτερη είναι η επιστράτευση άλλων κυττάρων και μορίων για την καταστροφή του αντιγόνου μετά την πρόσδεση του αντισώματος σε αυτό. Η περιοχή πρόσδεσης του αντιγόνου ποικίλει πολύ ανάμεσα στα διαφορετικά αντισώματα και είναι γνωστή ως μεταβλητή περιοχή (variable region), ενώ η περιοχή για τη δεύτερη λειτουργική δράση του αντισώματος δεν ποικίλει κατά τον ίδιο τρόπο και ονομάζεται σταθερή περιοχή (constant region) (57). Όλα τα αντισώματα αποτελούνται από δυο ταυτόσημες βαριές και δυο ταυτόσημες ελαφριές πολυπεπτιδικές αλυσίδες, 50 και 25 kda αντιστοίχως. Οι δυο βαριές αλυσίδες συνδέονται μεταξύ τους με δισουλφυδριλικούς δεσμούς αλλά και κάθε βαριά αλυσίδα συνδέεται με μια ελαφριά αλυσίδα μ έναν δισουλφυδριλικό δεσμό (58). Υπάρχουν δύο τύποι ελαφριάς αλυσίδας, κ και λ, χωρίς γνωστές λειτουργικές διαφορές. Αντίθετα, υπάρχουν πέντε κύριες τάξεις βαριάς αλυσίδας, καθεμία από τις οποίες καθορίζει διαφορετική λειτουργία για το μόριο του αντισώματος. Οι πέντε διαφορετικές τάξεις των μορίων των ανοσοσφαιρινών είναι οι IgM, IgD, IgE, IgA, IgG, και οι βαριές αλυσίδες τους συμβολίζονται ως μ, δ, ε, α και γ, αντιστοίχως (59). Οι σταθερές περιοχές είναι όμοιες μεταξύ των αλυσίδων που ανήκουν στην ίδια τάξη ή υποομάδα. Υπάρχει μια περιοχή C στις ελαφριές αλυσίδες κ και λ, τρεις (CH1, CH2, CH3) στις αλυσίδες δ, γ και α, με μια ελαστική περιοχή άρθρωσης (hinge region) μεταξύ των CH1 και CH2 και τέσσερις (CH1-CH4) στις αλυσίδες μ και ε. Στις ανοσοσφαιρίνες IgM και IgE, η περιοχή CH2 αντικαθιστά την άρθρωση και οι περιοχές CH3 και CH4 αντιστοιχούν στις CH2 και CH3 των IgG, IgD και IgA. Κάθε αλυσίδα ανοσοσφαιρίνης διπλώνεται σε διακριτές πρωτεϊνικές περιοχές μήκους περίπου 100 με 110 αμινοξέων. Σχηματίζονται 2 τέτοιες περιοχές σε μια ελαφριά αλυσίδα και τέσσερις ή πέντε (ανάλογα του ισοτύπου) για κάθε βαριά αλυσίδα. Η μεταβλητότητα της αλληλουχίας δεν κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλη τη μεταβλητή περιοχή. Πολλά από τα αμινοξέα είναι αρκετά συντηρημένα, ειδικά εκείνα που είναι σημαντικά για τον καθορισμό της τεταρτοταγούς δομής της μεταβλητής περιοχής. Οι σχετικά σταθερές περιοχές ονομάζονται περιοχές πλαισίου (framework regions, FRs), ορίζονται ως FR1, FR2, FR3 και FR4 και σχηματίζουν β πτυχωτά φύλλα που παρέχουν το δομικό πλαίσιο για την μεταβλητή περιοχή. F1 περιοχή αυτή περιλαμβάνει επίσης και τρεις υποπεριοχές, στις οποίες παρατηρείται πολύ μεγάλη μεταβλητότητα. Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν σε τρεις θηλιές (loops), στο άκρο 28

29 κάθε φύλλου, που τοποθετούνται παράπλευρα στην αναδιπλωμένη πρωτεΐνη και σχηματίζουν το σημείο αντιγονικής σύνδεσης. Εφόσον οι υποπεριοχές αυτές συνθέτουν το σημείο σύνδεσης των αντιγόνων καθορίζουν και την εξειδίκευση του αντισώματος και για το λόγο αυτό ονομάζονται περιοχές καθορισμού της συμπληρωματικότητας (complementarity determining regions, CDRs) και συγκεκριμένα CDR1, CDR2 και CDR3. Έτσι, σε κάθε αντίσωμα το λειτουργικό σημείο πρόσδεσης του αντιγόνου αποτελείται από τις περιοχές CDRs της βαριάς και της ελαφριάς αλυσίδας. Η συνεισφορά και των δύο αλυσίδων στην διαμόρφωση της αντιγονικής ειδικότητας συμβάλλει στην ετερογένεια των αντιγονικών ειδικοτήτων και ονομάζεται συνδυαστική ετερογένεια (combinatorial diversity) (60-63). 4. Γενετική οργάνωση των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών Στους ανθρώπους, τα γονίδια που κωδικοποιούν τις βαριές αλυσίδες, τις κ ελαφριές και τις λ ελαφριές αλυσίδες εντοπίζονται στους γονιδιακούς τόπους IGH, IGK και IGL στα χρωμοσώματα 14 (14q32.33)), 2 (2ρ11.2) και 22 (22q11.2), αντιστοίχως. Οι μεταβλητές περιοχές των ελαφριών αλυσίδων σχηματίζονται από την συμβολή των γονιδιακών τμημάτων V (variable) και J (junctional). Το τμήμα V κωδικοποιεί τα πρώτα αμινοξέα της αλυσίδας, ενώ το J κωδικοποιεί τα επόμενα 13 αμινοξέα της περιοχής. Η σταθερή περιοχή της αλυσίδας προκύπτει από τα γονιδιακά τμήματα C (constant). Ο γενετικός τόπος της βαριάς αλυσίδας (IgH) περιλαμβάνει επιπλέον και τα γονιδιακά τμήματα D (Diversity) ανάμεσα στα γονίδια V και J. Πριν από κάθε γονίδιο V υπάρχει μια μικρή αλληλουχία-οδηγός (L, leader), η οποία κατευθύνει τις συντιθέμενες βαριές και ελαφριές αλυσίδες στο ενδοπλασματικό δίκτυο. Η αλληλουχία αυτή αφαιρείται από την αλυσίδα κατά την τελική επεξεργασία. Κάθε γονίδιο V διαχωρίζεται από το επόμενο με ένα ιντρόνιο. Η ίδια διάταξη υπάρχει και στους γενετικούς τόπους των ελαφριών αλυσίδων. Ο αριθμός των λειτουργικών γονιδίων που υπολογίζεται για κάθε τόπο στον άνθρωπο παρουσιάζεται στον πίνακα 1 (62-63). Από τα γονίδια αυτά επιλέγεται ένα από κάθε ομάδα και χρησιμοποιείται για να κωδικοποιήσει το τελικό μόριο του αντισώματος. Έτσι, με την οργάνωση αυτή επιτυγχάνεται η δημιουργία του τεράστιου ρεπερτορίου των αντισωμάτων. 29

30 Πίνακας 1. Γονιδιακή σύσταση των γενετικών τόπων των ανοσοσφαιρινών Γονιδιακό τμήμα Ελαφριές αλυσίδες Βαριά αλυσίδα K λ Η Variable (V) j Diversity (D) Junctional (J) Constant (C) Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία 5.1 Επιδημιολογία Η Β χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΑ) είναι η πιο κοινή μορφή λευχαιμίας στο Δυτικό ημισφαίριο (64). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάθε χρόνο περίπου 7500 άνθρωποι εμφανίζουν ΧΛΑ και σχεδόν 5000 πεθαίνουν από την ασθένεια. Η ΧΛΑ προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένους. Η αναλογία ανδρών:γυναικών ασθενών είναι 2:1 και ίσως η νόσος έχει χειρότερη κλινική εξέλιξη στους άνδρες. Η ΧΛΑ χαρακτηρίζεται από σταδιακή συγκέντρωση μικρών, ώριμων λεμφοκυττάρων στο αίμα, στο μυελό των οστών και στο λεμφικό ιστό (65). Τα νεοπλασματικά λεμφοκύτταρα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και ευδιάκριτα μορφολογικά χαρακτηριστικά (μικρά λεμφοκύτταρα με στρογγυλό πυρήνα, πυκνή χρωματίνη και λιγοστό κυτταρόπλασμα). Τα περισσότερα από τα κύτταρα διαιρούνται αργά, έχουν χαρακτηριστικό φαινότυπο (CD19+, CD5+, CD23+ Β λεμφοκύτταρα) και φέρουν στην επιφάνεια τους χαμηλά επίπεδα επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης. Δεν υπάρχει σαφής γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη ΧΛΑ, ενώ δεν έχει παρατηρηθεί κάποια κοινή χρωμοσωμική ανωμαλία ανάμεσα στους ασθενείς. Έτσι, η αιτιολογία της νόσου είναι μέχρι τώρα άγνωστη. 30

31 5.2 Διαγνωστικά κριτήρια Η διάγνωση της ΧΑΛ συνήθως είναι εύκολη. Η παρουσία αυξημένου αριθμού ώριμων λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα θέτει την υπόνοια της ΧΛΛ (66). Ωστόσο, έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένα κριτήρια, ως εξής (67): Απόλυτη λεμφοκυττάρωση στο περιφερικό αίμα που επιμένει και δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλη αιτία, με μορφολογικά ώριμα λεμφοκύτταρα που ο αριθμός τους υπερβαίνει τις 5x109/L Υπερκυτταρικός ή νορμοκυτταρικός μυελός με διήθηση σε ποσοστό >30% των εμπύρηνων κυττάρων από ώριμα λεμφοκύτταρα. Ανοσοφαινότυπος των κυττάρων του περιφερικού αίματος που δείχνει χαρακτηριστικά μονοκλωνικού Β-κυτταρικού πληθυσμού 5.3 Σταδιοποίηση - Προγνωστικοί παράγοντες Υπάρχουν δύο συστήματα ταξινόμησης των ασθενών που πάσχουν από χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία. Και τα δύο συστήματα δίνουν πολύτιμες, ισάξιες προγνωστικές πληροφορίες. Στο σύστημα Rai (68) οι ασθενείς κατατάσσονται σε πέντε ομάδες ανάλογα με την ύπαρξη λεμφαδενοπάθειας, σπληνομεγαλίας και αναιμίας ή θρομβοπενίας. Το Στάδιο 0 καθορίζεται από την ύπαρξη μόνο λεμφοκυττάρωσης. Στο Στάδιο I οι ασθενείς παρουσιάζουν λεμφοκυττάρωση και διόγκωση λεμφαδένων. Στο Στάδιο II οι ασθενείς παρουσιάζουν λεμφοκυττάρωση και σπληνομεγαλία ή και ηπατομεγαλία. Στο Στάδιο III παρουσιάζουν αναιμία ενώ στο IV θρομβοπενία. Η μέση επιβίωση των ασθενών που υπάγονται σε κάθε στάδιο του συστήματος Rai είναι, αντιστοίχως, >120 μήνες, 95, 72, 30, <30 μήνες (69). ΣΤΑΔΙΟ ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΣΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ 0 Λεμφοκυττάρωση στο αίμα και στον μυελό των οστών >120 μήνες 1 Λεμφοκυττάρωση και διόγκωση λεμφαδένων 95 μήνες II Λεμφοκυττάρωση και σπληνομεγαλία ή και ηπατομεγαλία 72 μήνες III Λεμφοκυττάρωση και αναιμία(ηό <11 g/dl) 30 μήνες IV Λεμφοκυττάρωση και θρομβοπενία (PLT <1 ΟΟχΙ 0a/L) <30 μήνες Ηάιαιμοσφαιρίνη/ PLT: αιμοπετάλια 31

32 Σύμφωνα με το σύστημα Binet (70), η ταξινόμηση πραγματοποιείται με βάση τον αριθμό των προσβεβλημένων περιοχών, το επίπεδο της αιμοσφαιρίνης και τον αριθμό των αιμοπεταλίων. Οι πέντε περιοχές που περιλαμβάνονται στην ταξινόμηση είναι: τρεις λεμφαδενικές περιοχές (τραχηλική, βουβωνική και μασχαλιαία), ο σπλήνας και το ήπαρ. Ασθενείς με λιγότερες από τρεις προσβεβλημένες λεμφαδενικές περιοχές ανήκουν στο στάδιο Α, ασθενείς με τρεις και περισσότερες από τρεις προσβεβλημένες περιοχές ανήκουν στο στάδιο Β και τέλος οι ασθενείς με αναιμία και θρομβοπενία ανήκουν στο στάδιο C (69). Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ταξινόμηση με βάση το σύστημα Binet, καθώς και τον μέσο χρόνο επιβίωσης (σε έτη) σε κάθε στάδιο (69). ΣΤΑΔΙΟ ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΣΗ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ Α Hb>1 Og/dl και PLT >100x10a/L <3 >10 έτη Β Hb>1 Og/dl και ΡΙ_Τ>100χ10Μ/1_ 3 ή >3 5-7 έτη C Hb<1 Og/dl, PLT<100x10M/L ή και τα δύο οποιεσδήποτε 2 έτη Ηά:αιμοσφαιρίνη/ PLT: αιμοπετάλια Η σταδιοποίηση της νόσου κατά Binet ή κατά Rai βοηθά στην πρόγνωση όσον αφορά στην επιβίωση των ασθενών με ΧΛΛ, δεν μπορεί όμως να συμβάλει στη πρόγνωση της εξέλιξης της νόσου (αργή ή επιθετική πορεία) ούτε και στον ακριβή καθορισμό της πρόγνωσης των ασθενών στους οποίους η διάγνωση της νόσου έγινε σε αρχικά στάδια (στάδιο Α κατά Binet ή στάδιο 0-1 κατά Rai). Αλλοι προγνωστικοί παράγοντες που συμβάλλουν στον προσδιορισμό των κλινικών υποομάδων των ασθενών με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία είναι ο χρόνος υποδιπλασιασμού των λεμφοκυττάρων, τα επίπεδα της β2 μικροσφαιρίνης και του διαλυτού CD23 στον ορό, τα επίπεδα της κινάσης της θυμιδίνης στον ορό και ο τύπος διήθησης του μυελού των οστών (71). Τα τελευταία χρόνια, οι κλινικές μελέτες κατευθύνονται στον καθορισμό νέων προγνωστικών παραγόντων που βασίζονται σε γενετικά χαρακτηριστικά των νεοπλασματικών κυττάρων της νόσου όπως είναι η ύπαρξη μεταλλάξεων στα γονίδια των ανοσοσφαιρινών, οι κυτταρογενετικές ανωμαλίες, η συνέκφραση του αντιγόνου CD38 και της πρωτεΐνης ΖΑΡ70 (εκτενής αναφορά θα γίνει σε επόμενες παραγράφους). 32

33 5.4 Γενετικές ανωμαλίες στη Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία Η κυτταρογενετική μελέτη των ασθενών με ΧΛΛ παρουσιάζει δυσκολίες εξ αιτίας του χαμηλού μιτωτικού δείκτη, της κακής ποιότητας των μεταφάσεων και της μικρής απαντητικότητας των νεοπλασματικών κυττάρων στα μιτογόνα. Την δεκαετία του 1960 και 1970 η φυτοαιμογλουτινίνη (ΡΗΑ) ήταν το μόνο διαθέσιμο μιτογόνο που ήταν μιτογόνο κυρίως για τα Τ λεμφοκύτταρα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν μιτογόνα των Β λεμφοκυττάρων όπως: ιός Ebstein-Barr, λιποπολυσακχαρίτης του Ε coli (LPS), πρωτεΐνη Α, εστέρας φορβόλης (ΤΡΑ/ΡΜΑ) και κυτταροκίνες (72). Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι η ευαισθησία της συμβατικής κυτταρογενετικής ανάλυσης ως προς την ανίχνευση κλωνικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών στη ΧΛΛ αυξάνει σημαντικά με προσθήκη κυτταροκινών στις καλλιέργειες των λευχαιμικών κυττάρων, όπως συνδυασμό της ιντερλευκίνης-2 με την φυτοαιμογλουτινίνη (ΡΗΑ) (73). Παρότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη κυτταρογενετική βλάβη που να θεωρείται διαγνωστική (ειδική) για τη ΧΛΛ, κάποιες κυτταρογενετικές ανωμαλίες παρατηρούνται συχνότερα. Στο 30-50% των περιπτώσεων εντοπίζονται κλωνικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες με μεθόδους κλασσικής κυτταρογενετικής. Η κλασσική κυτταρογενετική βοηθά στη μελέτη ολόκληρου του γονιδιώματος και στην ανακάλυψη νέων κυτταρογενετικών ανωμαλιών. Η ανεύρεση κλωνικής ανωμαλίας πιστοποιείται από την ύπαρξη δύο τουλάχιστον κύτταρων με το ίδιο επιπλέον χρωμόσωμα ή την ίδια δομική αναδιάταξη ή τριών κυττάρων με απώλεια του ίδιου χρωμοσώματος. Η μέθοδος του φθορίζοντος in situ υβριδισμού (FISH) αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ανιχνεύσιμων χρωμοσωμικών ανωμαλιών, επειδή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε μη διαιρούμενα κύτταρα. Χρησιμοποιώντας τη μοριακή κυτταρογενετική μέθοδο FISH με μεγάλη ομάδα ανιχνευτών, γενετικές ανωμαλίες εντοπίζονται στο 80% των περιπτώσεων ΧΛΛ (74) Τρισωμία του χρωμοσώματος 12 Η τρισωμία του χρωμοσώματος 12 θεωρείται ως η συχνότερη χρωμοσωμική ανωμαλία σε μελέτες με κλασσική κυτταρογενετική (75). Η συχνότητά της στις διάφορες μελέτες κυμαίνεται από 7% έως 25% ή και περισσότερο. Οφείλεται κυρίως σε διπλασιασμό του τμήματος 12q13-q21.2, γεγονός που υποδεικνύει ότι η περιοχή αυτή μπορεί να περιέχει το αντίστοιχο ογκογονίδιο που παίζει παθογενετικό ρόλο για τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία. Μελέτες με ανάλυση RFLP (Restriction Fragment Length Polymorphisms) έδειξαν ότι η τρισωμία 12 είναι αποτέλεσμα διπλασιασμού του ενός ομόλογου χρωμοσώματος και όχι απώλειας του ενός και τριπλασιασμού του άλλου χρωμοσώματος που παραμένει. Η ανωμαλία αυτή 33

34 συσχετίσθηκε με αυξημένη πολλαπλασιαστική ικανότητα των κυττάρων, άτυπη μορφολογία και ταχεία εξέλιξη της νόσου (76-79). Είναι συχνότερη στον τύπο της ΧΛΛ από κύτταρα με αμετάλλακτες αλληλουχίες της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών. Η τρισωμία 12 θεωρείται χρωμοσωμική ανωμαλία ενδιάμεσης ή φτωχής πρόγνωσης (76-79), Ελλείψεις στη χρωμοσωμική ζώνη 13q14 Οι δομικές ανωμαλίες στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 13 είναι οι πιο συχνές χρωμοσωμικές ανωμαλίες στη ΧΛΛ, όταν η μελέτη γίνεται με την μέθοδο του φθορίζοντος in situ υβριδισμού (FISH) (64-65). Κυρίως είναι ελλείψεις, ενώ κάποιες είναι αποτέλεσμα αμοιβαίων μεταθέσεων. Στη χρωμοσωμική ζώνη 13q14 εντοπίζεται το ογκοκατασταλτικό γονίδιο του ρετινοβλαστώματος RB1, που αρχικά θεωρήθηκε ότι ενέχεται στη λευχαιμογένεση. Ωστόσο ανωμαλίες που να επιφέρουν απώλεια και των δύο αλληλομόρφων του RB1 σπάνια παρατηρούνται στη ΧΛΛ, γεγονός που υποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο γονίδιο δεν έχει σημαντικό παθογενετικό ρόλο (80). Η περιοχή που χάνεται περιέχει ένα μη μεταγραφόμενο γονίδιο και δύο micro-rna γονίδια (81-82). Micro-RNA παράγονται φυσιολογικά από κύτταρα όπως τα Β λεμφοκύτταρα και ρυθμίζουν την λειτουργία πολλών γονιδίων. Δύο micro-rna γονίδια που εντοπίζονται στην περιοχή 13q14 λείπουν ή υπολειτουργούν σε πολλούς ασθενείς με ΧΛΛ. Η συχνότητα της έλλειψης αυτής υποδηλώνει ότι πιθανόν παρέχει στα λευχαιμικά κύτταρα ένα πλεονέκτημα επιβίωσης έναντι των φυσιολογικών λεμφοκυττάρων. Το «τίμημα» για την αυξημένη επιβίωση πιθανόν είναι η γενωμική αστάθεια που εκφράζεται με την εμφάνιση κυτταρογενετικών ανωμαλιών ή άλλων μεταλλάξεων. Οι περισσότεροι ασθενείς με έλλειψη 13q 14 ανήκουν στον τύπο της ΧΛΛ από κύτταρα με μεταλλαγμένες αλληλουχίες της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών (75, 83). Σχετικά με την κλινική σημασία των ανωμαλιών στη χρωμοσωμική ζώνη 13q 14, αποδείχθηκε ότι οι ασθενείς με τέτοιες δομικές ανωμαλίες φαίνεται να έχουν καλή πρόγνωση (74-75, 83) Ελλείψεις στις χρωμοσωμικές ζώνες 11q22-q23 Η έλλειψη στο μακρύ βραχίονα του χρωμοσώματος 11 καθορίζει μια ομάδα ασθενών με μεγάλη διόγκωση λεμφαδένων, ταχεία εξέλιξη της νόσου και μικρή επιβίωση (74-75, 83). Ανάμεσα στα γονίδια που εντοπίζονται σε αυτό το χρωμοσωμικό τμήμα, πιο σημαντικά από παθογενετική άποψη μάλλον είναι τα γονίδια RDX (radixin) και ΑΤΜ (ataxia telangiectasia mutated) (84). Το γονίδιο ATM εμπλέκεται στην παθογένεση 34

35 της αταξίας-τελαγγειεκτασίας (ataxia-telangiectasia, AT). Η AT είναι αυτοσωματική υπολειπόμενη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από εγκεφαλική εκφύλιση, ανοσοανεπάρκεια, αυξημένη προδιάθεση για καρκίνο και ανωμαλίες του κυτταρικού κύκλου. Ο συγκεκριμένος φαινότυπος προκαλείται από μεταλλάξεις του γονιδίου ΑΤΜ. Οι ομοζυγώτες με μετάλλαξη του γονιδίου ΑΤΜ εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη κακοηθειών του αιμοποιητικού ιστού, ιδίως της λεμφικής σειράς (οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, λεμφώματα, προλεμφοκυτταρική λευχαιμία). Στη ΧΛΛ παρατηρήθηκε ότι οι μεταλλάξεις του γονιδίου ΑΤΜ δεν συμβαίνουν μόνο στα νεοπλασματικά κύτταρα αλλά και στα φυσιολογικά λεμφοκύτταρα των ασθενών, εύρημα που υποδηλώνει ότι οι ετερόζυγοι φορείς ΑΤΜ μεταλλάξεων ίσως έχουν αυξημένη προδιάθεση για ανάπτυξη ΧΛΛ (85) Ελλείψεις στο χρωμόσωμα 17ρ και μεταλλάξεις του ρ53 Οι δομικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 17, οι περισσότερες με απώλεια του μικρού βραχίονα, αναφέρονταν σε μικρή συχνότητα στις παλαιότερες μελέτες (86). Η ανακάλυψη του ογκοκατασταλτικού γονιδίου ρ53 που εντοπίζεται στη χρωμοσωμική ζώνη 17ρ13 και η εξακρίβωση της σημασίας του στην εξέλιξη της νόσου αλλά και στη μικρή απάντηση στη θεραπεία υποκίνησαν αρκετές μελέτες που έδειξαν μεταλλάξεις του ρ53 σε ποσοστό 10-20% των περιπτώσεων ΧΛΛ (74-75). Επίσης, 15-20% των ασθενών με ΧΛΛ παρουσιάζουν αδρανοποίηση ή απώλεια του γονιδίου που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη ΑΤΜ η οποία έχει θετική επίδραση στην έκφραση της πρωτεΐνης ρ53 (87). Η πρωτεΐνη ρ53 έχει καίριο ρόλο στον έλεγχο της κυτταρικής απάντησης σε βλάβη του DNA, στον κυτταρικό θάνατο και στην εξέλιξη του κυτταρικού κύκλου (88). Αδρανοποίηση ή έλλειψη του ρ53 παρατηρείται στο 50% ασθενών με καρκίνο και συνδέεται με αστάθεια του γονιδιώματος και ανθεκτικότητα στη χημειοθεραπεία. Έτσι, δεν είναι παράδοξο ότι η παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο ρ53 σχετίζεται με κακή πρόγνωση και αντοχή στη θεραπεία σε ασθενείς με ΧΛΛ (86). Η ανίχνευση των ελλείψεων 17ρ έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή ταυτοποιεί μια ομάδα ασθενών με φτωχή απάντηση στη φλουνταραμπίνη και στο Rituximab: έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μοναδικές αποτελεσματικές θεραπείες για αυτούς τους ασθενείς είναι το μονοκλωνικό αντίσωμα Alemtuzumab (Campath) και κυρίως η μεταμόσχευση αλλογενών αιμοποιητικών κυττάρων (89). 35

36 5.4.6 Ελλείψεις στη χρωμοσωμική ζώνη 6q21 Η παρουσία χρωμοσωμικής ανωμαλίας στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 6 είναι συχνή χρωμοσωμική βλάβη των νοεπλασμάτων της λεμφικής σειράς. Στη 2η Διεθνή Συνάντηση Εργασίας για τη ΧΑΛ (2nd IWCCLL), δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 6 παρατηρήθηκαν σε ποσοστό 6% των ασθενών, με πιο συχνή εντόπιση στις χρωμοσωμικές ζώνες 6q15 και 6q23 (90). Οι Merup και συν. ανακοίνωσαν την παρουσία έλλειψης που εκτείνεται από τους δείκτες D6S283 έως D6S270 στη ζώνη 6q21 στο 6% των ασθενών με ΧΛΛ (91). Στη μελέτη των Stilgenbauer και συν. (92) χρησιμοποιώντας την τεχνική FISH με ειδικούς DNA ανιχνευτές για τις χρωμοσωμικές ζώνες 6q21 και 6q27 διαπιστώθηκε ότι όλες οι ελλείψεις 6q αναγνωρίσθηκαν με την χρήση του ανιχνευτή για την ζώνη 6q21, ενώ μόνο στο 1/3 των ασθενών παρατηρήθηκε και έλλειψη της ζώνης 6q27. Η έλλειψη 6q δεν συσχετίσθηκε με κακή πρόγνωση. Στη μελέτη των Oscier και συν. (93) φάνηκε ότι ασθενείς με έλλειψη στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 6 παρουσίασαν μικρότερο χρονικό διάστημα από την διάγνωση ως την λήψη θεραπείας. Σε δύο πολυκεντρικές μελέτες της IWCCLL, η έλλειψη 6q δεν φάνηκε να έχει αρνητική προγνωστική σημασία (90) Κυτταρογενετικές ανωμαλίες - Προγνωστική σημασία Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μελέτες με κλασσική κυτταρογενετική κατέδειξαν ότι η τρισωμία 12 αποτελεί την συχνότερη χρωμοσωμική ανωμαλία στους ασθενείς με ΧΛΛ. Οι μελέτες που επακολούθησαν κατέληξαν σε παρόμοια αποτελέσματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε διάφορες μελέτες φάνηκε ότι η έλλειψη (κυρίως και λιγότερο συχνά η μετάθεση) του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 13 στην περιοχή q14 ήταν η δεύτερη πιο συχνή χρωμοσωμική ανωμαλία. Με την κλασσική κυτταρογενετική, άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες βρέθηκαν με ποικίλη συχνότητα, όπως έλλειψη τμήματος του μακρού βραχίονα των χρωμοσωμάτων 11 και 6, έλλειψη του μικρού βραχίονα του χρωμοσώματος 17, μερική ή πλήρης τρισωμία 3q και ελλείψεις ή μεταθέσεις του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 14 στην περιοχή q32. Το 1990 και τοί991, στην 1η και στη 2η Διεθνή Συνάντηση Εργασίας για τη ΧΛΛ (IWCCLL) ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της μεγαλύτερης ομάδας μελέτης που περιελάμβανε 662 ασθενείς (90). Κυτταρογενετική μελέτη ήταν δυνατή στους 604 ασθενείς, παθολογικός καρυότυπος βρέθηκε σε 311 ασθενείς. Η τρισωμία 12 ήταν η συχνότερη 36

37 χρωμοσωμική ανωμαλία (19%) και ακολουθούσαν οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 13 (10%), 14 (8%), 11 (8%), 6 (6%) και 17 (4%). Σε 351 ασθενείς δεν βρέθηκε παθολογικός κλώνος. Δύο μεγάλες μελέτες που επακολούθησαν κατέδειξαν ότι το ποσοστό της τρισωμίας 12 μπορεί να κυμαίνεται από 6,1% έως και πάνω από 25%. Όσον αφορά τις δομικές ανωμαλίες στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 13, βρέθηκαν σε ποσοστό 7% και 11,7% αντιστοίχως, ενώ άλλες μελέτες αναφέρουν πολύ μικρότερα ποσοστά (<4%). Η συχνότητα ανωμαλιών των χρωμοσωμάτων 11 και 17 ποικίλει από 2,8% έως 21%. Τα πρώτα συμπεράσματα όσον αφορά την προγνωστική αξία των χρωμοσωμικών ανωμαλιών έδειξαν ότι η τρισωμία 12 και ο σύνθετος καρυότυπος συσχετίζεται με επιθετική κλινική πορεία (94). Αντίθετα η παρουσία της έλλειψης 13q ως μόνης χρωμοσωμικής ανωμαλίας συσχετίσθηκε με καλή κλινική πορεία (94). Στην προσπάθεια να ξεπερασθούν τα προβλήματα του χαμηλού μιτωτικού δείκτη των νεοπλασματικών κυττάρων της ΧΛΑ και βασιζόμενοι στα συμπεράσματα που προέκυπταν από την κλασσική κυτταρογενετική, έγινε προσπάθεια μελέτης ασθενών με ΧΑΛ με την μέθοδο FISH. Το 2000 ο Dohner παρουσίασε τη μεγαλύτερη κυτταρογενετική μελέτη με FISH σε 325 ασθενείς με ΧΑΛ. Χρησιμοποιώντας 8 ανιχνευτές για αναζήτηση ελλείψεων στις περιοχές 6q21, 11q22-23, 13q14, 17p13, την ύπαρξη τρισωμίας στις περιοχές 3q26, 8q24, 12q 13, καθώς και την ύπαρξη μεταθέσεων στην περιοχή 14q32 ανέφερε χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε ποσοστό 82% των ασθενών (74). Σε στατιστική ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 5 ομάδες ασθενών: ασθενείς που παρουσίαζαν μόνο έλλειψη 17ρ13 ή έλλειψη 11q22-23, τρισωμία 12 ή φυσιολογικό καρυότυπο, ή έλλειψη 13q14 ως μοναδική χρωμοσωμική ανωμαλία. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά σε κάθε ομάδα ως προς την πιθανότητα ολικής επιβίωσης, που ήταν αντιστοίχως 32, 79, 114, 111 και 133 μήνες, καθώς και ως προς την πιθανότητα διάμεσης επιβίωσης χωρίς πρόοδο νόσου, που ήταν αντιστοίχως 9,13, 33, 49 και 92 μήνες. Η Γερμανική ομάδα μελέτης ασθενών με ΧΑΛ (German CLL Study Group) έδειξε διαφορετική κατανομή των χρωμοσωμικών ανωμαλιών ανάλογα με το στάδιο των ασθενών αλλά και με την επιθετική ή σταθερή πορεία της νόσου (95-96). Έτσι στην ομάδα CLL1 που περιλάμβανε ασθενείς σταδίου Α κατά Binet χωρίς ανάγκη έναρξης θεραπείας, η συχνότητα της έλλειψης 13q ήταν 59%, ενώ η συχνότητά της ως μεμονωμένη βλάβη ήταν 40%. Η έλλειψη 11 q- βρέθηκε σε ποσοστό 10%, η έλλειψη 17ρ- σε ποσοστό 7%, η τρισωμία 12q+ σε ποσοστό 10%. Η συχνότητα των χρωμοσωμικών ανωμαλιών στην ομάδα CLL3 που περιλάμβανε ασθενείς σταδίου B/C κατά Binet ηλικίας πάνω από 60 ετών με λήψη μόνο μιας γραμμής θεραπείας ήταν 52% για την 13q-, ενώ μεμονωμένη 13q- βρέθηκε σε ποσοστό 27%. Η έλλειψη 37

38 11 q- παρατηρήθηκε σε ποσοστό 22%, η έλλειψη 17ρ- σε ποσοστό 3%, ενώ η τρισωμία 12q+ σε ποσοστό 12%. Στην ομάδα CLL2H, που περιλάμβανε ασθενείς με προχωρημένη νόσο ανθεκτικούς στην θεραπεία με φλουνταραμπίνη, η συχνότητα ήταν 48% για την 13q- και μόλις 14% για τη μεμονωμένη 13q-. Η έλλειψη 11 q- και η έλλειψη 17ρ βρέθηκαν σε ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα ( 32% και 27% αντίστοιχα). Η ΧΑΛ θεωρήθηκε αρχικά ότι είναι βραδέως εξελισσόμενη νόσος, σταθερή από γενετική άποψη. Λίγες μελέτες αναφέρονται στην κλωνική εξέλιξη της νόσου. Μερικοί ερευνητές αναφέρουν κλωνική εξέλιξη σε 16% των ασθενών, χωρίς συσχέτιση της κλωνικής εξέλιξης με την εξέλιξη της νόσου (97), ενώ άλλοι αναφέρουν κλωνική εξέλιξη σε 38% των ασθενών με ανεύρεση σημαντικής συσχέτισης μεταξύ της κλωνικής εξέλιξης και της εξέλιξης της νόσου (98,99). Σε αυτές τις μελέτες, οι ελλείψεις 6q και 11 q ήταν οι πιο συχνές δευτεροπαθείς χρωμοσωμικές ανωμαλίες που συσχετίζονταν με γρήγορη εξέλιξη νόσου. Στην μελέτη των Leupolt και συν. (100), χρησιμοποιώντας μεθόδους μοριακής κυτταρογενετικής (FISH), το 16% των ασθενών παρουσίασαν εξέλιξη νόσου με εμφάνιση έλλειψης 17 ρ (4 ασθενείς), έλλειψη 6q (3 ασθενείς), 11q (1 ασθενής) και εξέλιξη της έλλειψης 13q (που αρχικά υπήρχε στο ένα χρωμόσωμα 13) και στα δύο χρωμοσώματα 13. Και στη μελέτη αυτή διαπιστώθηκε σημαντική συσχέτιση της κλωνικής εξέλιξης και της εξέλιξης της νόσου. Μόνο 20% των ασθενών με σταθερό καρυότυπο πέθαναν έναντι 75% των ασθενών με εξέλιξη κλώνου. 6. Τα γονίδια των ανοσοσφαιρινών στη Χρόνια Λεμφοκυτταρική Λευχαιμία Η ανάλυση των μεταλλάξεων στα γονίδια των ανοσοσφαιρινών συμβάλλει στην κατανόηση της οντογένεσης των λεμφοκυττάρων. Σήμερα, οι σχετικές πληροφορίες αξιολογούνται παράλληλα με την κλινική εικόνα, τον ανοσοφαινότυπο, τον καρυότυπο και το προφίλ της γονιδιακής έκφρασης (cdna πιίοτοαπαγε) για την αναγνώριση των υποτύπων των λευχαιμιών και λεμφωμάτων. Οι μεταλλάξεις των αναδιαταγμένων γονιδίων της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών (IGHV) καταμετρούνται από την αρχή της περιοχής FR1 έως το τέλος της περιοχής FR3. Ο ορισμός της αλλαγής ενός νουκλεοτιδίου ως μετάλλαξης και όχι ως πολυμορφισμού εξαρτάται από τη σύγκριση της κλωνικής αλληλουχίας με τη φυσιολογική μη αναδιαταγμένη αλληλουχία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με βάση την ανάλυση των αλληλουχιών IGHV σε λίγες περιπτώσεις ΧΛΛ, διατυπώθηκε η άποψη ότι τα λευχαιμικά κύτταρα φέρουν ανοσοσφαιρίνη με λίγες ή καθόλου σωματικές μεταλλάξεις. Έτσι, πιθανολογήθηκε ότι 38

39 η νόσος προέρχεται από λευχαιμική εκτροπή παρθένων Β λεμφοκυττάρων χωρίς εμπειρία επαφής με αντιγόνο. Ωστόσο, φάνηκε εκ των υστέρων, ότι οι αρχικές μελέτες εμφάνιζαν σοβαρά προβλήματα επιλογής ασθενών: συγκεκριμένα, ανέλυσαν μια ομάδα ασθενών κακής πρόγνωσης με αντοχή στη θεραπεία, η οποία σαφώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική για τη νοσολογία της ΧΛΛ. Οι παλαιότερες απόψεις ανατράπηκαν το 1999, όταν από την ομάδα του Chiorazzi στη Νέα Υόρκη και την ομάδα του Hamblin στο Bournemouth αναφέρθηκε η ύπαρξη δύο κατηγοριών ΧΛΛ, με ή χωρίς σωματικές μεταλλάξεις ( ). Στις σχετικές μελέτες, τα γονίδια IGHV με διαφορές ομολογίας >2% από το αντίστοιχο μη αναδιαταγμένο γονίδιο θεωρήθηκαν ως «μεταλλαγμένα» (το όριο του 2% επιλέχθηκε ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κάποιες από τις διαφορές ν αντιστοιχούν σε άγνωστους πολυμορφισμούς του γενετικού τόπου IGH) (5). Οι αλληλουχίες των γονιδίων VH που είχαν διαφορές <2% σε σχέση με το αντίστοιχο μη αναδιαταγμένο γονίδιο θεωρήθηκαν ως «αμετάλλακτες» και βρέθηκε να έχουν πολύ χειρότερη πρόγνωση ( ). Οι μισές περίπου περιπτώσεις ΧΛΛ που εκφράζουν IgM, όπως και σχεδόν 75% των περιπτώσεων που εκφράζουν IgG (ή σπανιότατα IgA) παρουσιάζουν διαφορές >2% από το πλησιέστερο μη αναδιαταγμένο γονίδιο ( ). Η παρουσία και το φορτίο των μεταλλάξεων ποικίλει ανάμεσα στις διαφορετικές περιπτώσεις ΧΛΛ: έτσι, οι μεταλλάξεις είναι συχνότερες σε γονίδια IGHV4 και σπανιότερες σε γονίδια IGHV1 ( ). Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι μελέτες των Chiorazzi και Hamblin επιβεβαιώθηκαν από όλες τις ομάδες που ανέλυσαν ασθενείς με ΧΛΛ. Τα αποτελέσματα των σχετικών μελετών αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Ταξινόμησης των κακοηθειών του λεμφικού ιστού της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO). Η Επιτροπή της WHO πρότεινε ότι η μεταλλαγμένη υποομάδα της ΧΛΛ προέρχεται από τη λευχαιμική εκτροπή ενός Β λεμφοκυττάρου που διαθέτει αντιγονική «εμπειρία», ενώ η αμετάλλακτη υποομάδα εξακολούθησε να θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε εξαλλαγμένα, παρθένα Β λεμφοκύτταρα ( ). Σήμερα, για διάφορους λόγους, οι απόψεις της WHO για την οντογενετική προέλευση της ΧΛΛ θεωρούνται ήδη ξεπερασμένες. Όπως προαναφέραμε στο κεφάλαιο για τις φάσεις διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων, σωματικές μεταλλάξεις εισάγονται στα γονίδια των ανοσοσφαιρινών και σε άλλες ανατομικές «μικροπεριοχές» εκτός από τα βλαστικά κέντρα ή σπανιότατα ακόμα και χωρίς προηγούμενη επαφή με αντιγόνο. Συνεπώς, η ανεύρεση μεταλλάξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τεκμήριο για την προέλευση των λευχαιμικών λεμφοκυττάρων από φυσιολογικά Β λεμφοκύτταρα των βλαστικών κέντρων. Από την άλλη πλευρά, η προσεκτική εξέταση του ανοσοφαινοτύπου των λευχαιμικών κυττάρων και των δύο υποομάδων 39

40 («μεταλλαγμένη», «αμετάλλακτη») και των μοριακών χαρακτηριστικών των περιοχών CDR των ανοσοσφαιρινών τους (βλέπε παρακάτω) προσέφερε ισχυρότατες ενδείξεις για το γεγονός ότι οι πρόδρομοι των λευχαιμικών κυττάρων όλων των περιπτώσεων ΧΛΛ διεγέρθηκαν από διαφορετικούς τύπους αντιγόνου πριν την λευχαιμική εξαλλαγή ή ότι οι πρόδρομοι μεταμορφώθηκαν σε λευχαιμικά κύτταρα σε διαφορετικά οντογενετικά στάδια της Β λεμφικής σειράς. 6.1 Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Το ρεπερτόριο των γονιδίων IGHV στη ΧΛΛ διαφέρει από το ρεπερτόριο στα φυσιολογικά CD5+ κύτταρα του περιφερικού αίματος (1, 3-4, 90, ). Στη ΧΛΛ χρησιμοποιούνται κυρίως γονίδια των υποομάδων (subgroups) 1GHV1, 3 και 4 και η κατανομή τους είναι διαφορετική από την αντίστοιχη στα φυσιολογικά περιφερικά CD5+ Β λεμφοκύτταρα. Συχνότερα γονίδια είναι τα IGHV1-69, IGHV3-07, IGHV3-23 και IGHV4-34, μολονότι η σχετική συχνότητά τους ποικίλει στις διάφορες σειρές (1, 3-4, ). Το ρεπερτόριο των γονιδίων IGHV στη ΧΛΛ πιθανόν σχετίζεται και με περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως και να διαφέρει ανάλογα με την καταγωγή ή τον τόπο διαμονής των ασθενών ( ). Τα δεδομένα για τα γονίδια των ελαφριών αλυσίδων είναι πολύ επιλεκτικά και περιορισμένα. 6.2 Ενεργοποίηση και στάδια ωρίμανσης των λευχαιμικών κυττάρων στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Σύμφωνα με την κλασική ανοσολογία, η απάντηση σε ξένα αντιγόνα οδηγεί σε εισαγωγή μεταλλάξεων στα αναδιαταγμένα γονίδια των ανοσοσφαιρινών μέσα στο μικροπεριβάλλον των βλαστικών κέντρων (111). Με αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο, όταν διαπιστώθηκε ότι περίπου οι μισές περιπτώσεις ΧΛΛ φέρουν μεταλλαγμένη ανοσοσφαιρίνη επιφάνειας, θεωρήθηκε ότι τα αντίστοιχα κλωνογενή κύτταρα πιθανόν προκύπτουν από νεοπλασματική εξαλλαγή αντιγονικά διεγερμένων Β λεμφοκυττάρων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα λευχαιμικά κύτταρα της «αμετάλλακτης» υποομάδας της ΧΛΛ θα μπορούσε να είναι απόγονοι ώριμων «παρθένων» Β λεμφοκυττάρων. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτή η ερμηνεία δεν ευσταθεί: η απουσία μεταλλάξεων δεν σημαίνει αναγκαστικά και απουσία προηγούμενης διέγερσης από αντιγόνο, ιδίως στην περίπτωση λεμφοκυττάρων με αυτοαντιδραστικότητα που αναγνωρίζουν αυτοαντιγόνα. 40

41 Η αναγνώριση αυτοαντιγόνων επιτελείται από μια ειδική κατηγορία φυσικών αυτοαντιδραστικών κυττάρων που φαίνεται ότι αναγνωρίζουν καλύτερα τους στόχους (αυτοαντιγόνα) όταν οι υποδοχείς τους είναι αμετάλλακτοι (49, 51-52), Τα φυσικά αυτοαντιδραστικά κύτταρα παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της ανοσοσφαιρίνης IgM στον ορό. Τα αντισώματα που παράγουν έχουν μικρή συγγένεια σύνδεσης με τα αντίστοιχα αυτοαντιγόνα: έτσι, κανονικά αποτρέπεται το ενδεχόμενο υπέρμετρης ενεργοποίησης με δυσμενείς επιπτώσεις για τον οργανισμό. Από την άλλη πλευρά, έχει βρεθεί ότι τα φυσικά αυτοαντισώματα εμφανίζουν διασταυρούμενη αντίδραση με συστατικά μικροβίων (κυρίως πολυσακχαρίτες του βακτηριακού τοιχώματος): έτσι αποτελούν μια «πρώτη γραμμή άμυνας» εναντίον επικίνδυνων μικροβιακών παθογόνων (51). Ωστόσο, η διατήρηση αυτών των κυττάρων στο λειτουργικό ρεπερτόριο του οργανισμού εμπεριέχει κινδύνους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ρευματικού πυρετού (αυτοάνοση καρδιοπάθεια) που επιπλέκει σποραδικά τις λοιμώξεις με Streptococcus (112). Στην περίπτωση αυτή, τα φυσικά αυτοαντιδραστικά κύτταρα αναγνωρίζουν με χαμηλή συγγένεια κάποιο συστατικό της καρδιάς αλλά διατηρούνται σε έλεγχο όταν όμως διεγερθούν από κάποιο συστατικό του Streptococcus που εμφανίζει μοριακή συγγένεια (μοριακή απομίμηση, molecular mimicry) με το συστατικό της καρδιάς, ξεφεύγουν από τους φυσιολογικούς μηχανισμούς επιτήρησης, ενεργοποιούνται υπέρμετρα και απρόσφορα και οδηγούν σε αυτοανοσία. Σύμφωνα με πολύ πρόσφατες απόψεις, όλες οι περιπτώσεις ΧΛΛ πιθανόν προέρχονται από νεοπλασματική εξαλλαγή φυσικών αυτοαντιδραστικών λεμφοκυττάρων. Σχετικές ενδείξεις είναι: (ί) η συσχέτιση της ΧΛΛ με αυτοάνοσες εκδηλώσεις, (Ν) η αυτοαντιδραστικότητα των ανοσοσφαιρινών της ΧΛΛ εναντίον ποικίλων αντιγόνων (π.χ., DNA, καρδιολιπίνη, ιστόνες, ακτίνη, θυρεοσφαιρίνη, αντιγόνα ερυθροκυττάρων) ( ), (iii) τα μοριακά χαρακτηριστικά των περιοχών CDR3, που αποκαλύπτουν την ύπαρξη υποομάδων ασθενών με ΧΛΛ με πανομοιότυπους, «ομόλογους» υποδοχείς (106, ). Η δομική ομολογία θεωρείται ως ισχυρότατη ένδειξη για την αναγνώριση κοινού επιτόπου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι τέτοια υποσύνολα ασθενών συνήθως περιλαμβάνουν αμετάλλακτες περιπτώσεις, όπως επίσης και ότι ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, παρότι αμετάλλακτες, εκφράζουν ανοσοσφαιρίνη G, δηλαδή έχουν σαφώς έλθει σε επαφή με αντιγόνο. Συνεπώς, οι αμετάλλακτες περιπτώσεις ίσως προέρχονται από Β λεμφοκύτταρα που είχαν διεγερθεί από αντιγόνο αλλά δεν συγκέντρωσαν μεταλλάξεις (1, 3-4, 106, ). Αυτό θα μπορούσε να είναι συνέπεια του τύπου της αντιγονικής διέγερσης (πχ Τ ανεξάρτητη διέγερση) ή του χρόνου στον οποίο συνέβη η νεοπλασματική εξαλλαγή. 41

42 7. Ανοσοφαινοτυπικές μελέτες Με βάση την αρχή ότι τα νεοπλασματικά λεμφοκύτταρα διατηρούν φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του αντίστοιχου φυσιολογικού λεμφοκυττάρου από το οποίο προήλθαν, η μελέτη των κυτταρικών δεικτών βοηθά ν' αναγνωριστεί η κυτταρική προέλευση των νεοπλασματικών κυττάρων. Οι κυτταρικοί δείκτες ανιχνεύονται είτε με ανοσοφθορισμό και κυτταρομετρία ροής είτε με ανοσοενζυμικές τεχνικές και ανοσοϊστοχημεία. Σήμερα, η ανοσοφαινοτυπική ανάλυση με τη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων χρησιμοποιείται ευρέως για την αναγνώριση και καταμέτρηση των κυττάρων του αίματος, του μυελού των οστών και των λεμφικών ιστών όπως επίσης και για τη διάγνωση, πρόγνωση και παρακολούθηση ασθενών με λευχαιμίες και λεμφώματα. Ο νεοπλασματικός Β- κυτταρικός πληθυσμός της ΧΛΛ ποσοτικοποιείται από τη μέτρηση των κυττάρων που εκφράζουν τους παν-β δείκτες CD19 και CD20. Η κλωνικότητα του Β κυτταρικού πληθυσμού προσδιορίζεται από το λόγο των κ και λ ελαφριών αλυσίδων των ανοσοσφαιρινών που εκφράζουν τα λεμφοκύτταρα σε συνέκφραση με τους Β δείκτες. Επίσης μετράται η συνέκφραση CD5 και CD20, ενώ στο διαγνωστικό πρωτόκολλο περιλαμβάνονται επίσης οι δείκτες CD10, CD23, FMC7 και HLA DR ( ). Χαρακτηριστικός φαινότυπος της ΧΛΛ είναι ένας μονοκλωνικός Β-λεμφοκυτταρικός πληθυσμός (CD19+) με χαμηλή ένταση (dim) έκφρασης των ανοσοσφαιρινών επιφάνειας, μονοτυπική ελαφριά αλυσίδα (κ ή λ), CD20+ (ασθενές), CD5+, CD23+ και CD22 αρνητικό. Σύμφωνα με το σύστημα βαθμολόγησης που προτάθηκε από τη Matutes, χαρακτηριστικό της ΧΛΛ είναι η έλλειψη έκφρασης του FMC7, που την διαφοροποιεί από άλλα Β κυτταρικά νεοπλάσματα ( ). Άλλος παν-β δείκτης είναι το CD79b, μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη η οποία σε ετεροδιμερές σύμπλοκο με το CD79a μεσολαβεί στη διαβίβαση σήματος από την ανοσοσφαιρίνη στο εσωτερικό του Β-λεμφοκυττάρου. Η έκφραση του CD79b στη ΧΛΛ είναι ασθενής ( ). Γι' αυτό το λόγο η προσθήκη του CD79b στο πρωτόκολλο με τους προαναφερόμενους κύριους δείκτες (CD5, CD22, CD23, FMC7, slg) βελτιώνει περαιτέρω τη διαγνωστική ακρίβεια (ειδικότητα). Οι ανοσοφαινοτυπικές μελέτες υποδεικνύουν ότι όλα τα λευχαιμικά κύτταρα της ΧΛΛ έχουν έρθει σε επαφή με αντιγόνο και είναι ενεργοποιημένα Β λεμφοκύτταρα. Τα κύτταρα αυτά σε όλες τις περιπτώσεις ΧΛΛ υπερεκφράζουν τους δείκτες ενεργοποίησης CD23, CD25, CD69 και CD71 και υποεκφράζουν δείκτες που καταστέλλονται μετά από κυτταρική διέγερση και ενεργοποίηση, όπως οι CD22, FcYRIIb, CD79b και IgD (123). Τα λευχαιμικά κύτταρα αντιστοιχούν σε κύτταρα που 42

43 έχουν έρθει σε επαφή με αντιγόνο: αυτό τεκμηριώνεται και από την ομοιογενή έκφραση του CD27, ενός δείκτη που ταυτοποιεί τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης ( ). Όταν συγκριθεί ο φαινότυπος της επιφάνειας των λευχαιμικών κυττάρων στις «αμετάλλακτες» και στις «μεταλλαγμένες» περιπτώσεις ΧΛΛ, παρατηρούνται διαφορές ως προς την έκφραση των δεικτών CD38, CD69, CD40 και HLA-DR. Οι παρατηρήσεις αυτές υποδεικνύουν ότι τα λευχαιμικά κύτταρα όλων των περιπτώσεων ΧΛΛ, ανεξάρτητα από την παρουσία μεταλλάξεων, είναι κύτταρα που έχουν έρθει σε επαφή με το αντιγόνό και έχουν ενεργοποιηθεί. Το αντιγόνο CD38 είναι διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη που εμπλέκεται σε διεργασίες μεταβίβασης σήματος και σχετίζεται με τη δραστηριότητα και την ωρίμανση του κυττάρου. Έκφραση του CD38 παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς με ΧΛΛ και άτυπη μορφολογία λεμφοκυττάρων, διάχυτη διήθηση μυελού, υψηλό αριθμό λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος και λιγότερο ευνοϊκή πρόγνωση (136). Για το λόγο αυτό, η έκφραση του CD38 φαίνεται να διαχωρίζει σαφώς δύο φαινοτυπικές υποομάδες (103, ). Σε κάποιες περιπτώσεις ελάχιστα νεοπλασματικά Β λεμφοκύτταρα (ή και κανένα) εκφράζουν το δείκτη CD38, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα και μπορεί να πλησιάζουν το 100%. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η έκφραση του CD38 ποικίλει σε διαφορετικά χρονικά στιγμιότυπα της νόσου στον ίδιο ασθενή. Χαμηλή έκφραση CD38 παρατηρείται συχνότερα στις «μεταλλαγμένες» περιπτώσεις Β-ΧΛΛ, και αντίστροφα (103). Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες δεν επιβεβαιώνουν αυτή την ισχυρή συσχέτιση και η έκφραση του CD38 φαίνεται πως δεν αποτελεί έναν έγκυρο δείκτη που θα υποκαταστήσει το ποσοστό των μεταλλάξεων στα γονίδια VH στη ΧΛΛ ( ). Η έκφραση του CD38 θεωρείται σήμερα ως ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης ενδεικτικός ταχύτερης εξέλιξης της νόσου. Μελέτες που ερεύνησαν το γονιδιακό προφίλ έκφρασης των νεοπλασματικών κυττάρων της ΧΛΛ με την τεχνολογία των cdna μικροσυστοιχιών (cdna microarrays) αναγνώρισαν γονίδια με διαφορική έκφραση στους δύο υποτύπους της νόσου (μεταλλαγμένος/αμετάλλακτος) ( ). Ανάμεσα σε αυτά τα γονίδια περιλαμβάνεται και μια υποομάδα γονιδίων που κωδικοποιούν το ένζυμο ΖΑΡ-70, το ΙΜ και την λεκτίνη τύπου C. Η πρωτεΐνη ΖΑΡ-70 εκφράζεται φυσιολογικά στα Τ-λεμφοκύτταρα και ΝΚ λεμφοκύτταρα. Συμμετέχει άμεσα στην ενεργοποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων από το αντιγόνο (143). Η έκφραση του ΖΑΡ-70 από τα Β λεμφοκύτταρα στη ΧΛΛ αρχικά θεωρήθηκε ως μη αναμενόμενη, αφού η συγκεκριμένη πρωτεΐνη ήταν γνωστό ότι δεν εκφράζεται από τα φυσιολογικά Β λεμφοκύτταρα. Η έκφραση της ΖΑΡ-70 43

44 ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα της κακοήθους εξαλλαγής, ωστόσο, πρόσφατες μελέτες επιβεβαίωσαν έκφραση της ΖΑΡ-70 σε φυσιολογικά λεμφοκύτταρα(144). Συγκεκριμένα, η ΖΑΡ-70 εκφράζεται σε υποπληθυσμούς Β λεμφοκυττάρων των αμυγδαλών και του σπλήνα με φαινότυπο διεγερμένων λεμφοκυττάρων (1, 3-4). Επίσης, η διέγερση του Β κυτταρικού υποδοχέα οδηγεί σε φωσφορυλίωση της ΖΑΡ- 70 πρωτεΐνης. Πιστεύεται ότι η έκφραση της ΖΑΡ-70 στα κύτταρα της ΧΛΛ τα καθιστά περισσότερο αποτελεσματικά στη μετάδοση σήματος μέσω IgM (145). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο των πρόσφατων αντιλήψεων για το ρόλο της αντιγονικής διέγερσης του λευχαιμικού κλώνου στην παθογένεση της ΧΛΛ. Έτσι, πιθανόν η έκφραση της ΖΑΡ-70 συμβάλλει στην ταχύτερη εξέλιξη της νόσου (145). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η πρωτεΐνη ΖΑΡ-70 εκφράζεται αποκλειστικά σε κύτταρα της ΧΛΛ με αμετάλλακτα γονίδια VH ( ). Απομένει να καθοριστούν ακριβή πρωτόκολλα προσδιορισμού της πρωτεΐνης ΖΑΡ-70 που θα είναι εφαρμόσιμα από πολλά εργαστήρια, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι εφικτό να συμπεριληφθεί η συγκεκριμένη εξέταση στον έλεγχο ρουτίνας των ασθενών με ΧΛΛ. 44

45 ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 45

46 46

47 ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ Η ομάδα μελέτης περιλαμβάνει 130 ασθενείς με τυπική χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (CD5+CD19+CD20+CD23+) που παρακολουθούνται στην Αιματολογική Κλινική του ΠΓΝ «Γ. Παπανικολάου», Η διάγνωση των ασθενών έγινε σύμφωνα με τα κριτήρια του National Cancer Institute. Η ομάδα μελέτης περιλάμβανε 81 άνδρες και 49 γυναίκες, διάμεσης ηλικίας 63 ετών (εύρος: έτη). Η κατάταξη των ασθενών σύμφωνα με το κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση είχε ως εξής: (1) Κλινικά στάδια 0/1/ κατά Rai: 65/ 25/ 27/ 7/ 4 ασθενείς, αντιστοίχως (2) Κλινικά στάδια Ν Β/ C κατά Binet: 92/ 27/ 9 ασθενείς, αντιστοίχως. Στις επόμενες σελίδες παρατίθεται αναλυτικός κατάλογος των ασθενών της παρούσας μελέτης και δίνονται δημογραφικές πληροφορίες (ημερομηνία διάγνωσης, ηλικία κατά τη διάγνωση, φύλο) και το κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση (κατά Rai/Binet) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑ ΦΥΛΟ RAI ΒΙΝΕΤ Ρ1000 ΧΛΛ λ 15/6/ Λ 0 Λ Ρ103 ΧΛΛκ 21/9/ Θ 0 Λ Ρ104 ΧΛΛ λ 24/10/ Λ 0 Λ Ρ1060 ΧΛΛκ 30/10/ Θ 0 A Ρ1080 ΧΛΛ λ 5/8/ Λ 4 C Ρ1082 ΧΛΛκ 21/10/ Θ 0 Λ Ρ1097 ΧΛΛ λ 12/10/ Λ 0 Λ Ρ1114 ΧΛΛκ 15/6/ Λ 1 Β Ρ1142 ΧΛΛκ 20/3/ Λ 0 Λ Ρ1156 ΧΛΛκ 18/6/ Θ 2 Λ Ρ1157 ΧΛΛκ 15/6/ Θ 0 Λ Ρ1165 ΧΛΛκ 20/11/ Θ 0 Λ Ρ1173 ΧΛΛκ 5/12/ Θ 0 Λ Ρ1182 ΧΛΛκ 5/11/ Λ 0 Λ Ρ1188 ΧΛΛ λ 2/12/ Λ 1 Β Ρ1191 ΧΛΛκ 6/11/ Θ 1 A Ρ1215 ΧΛΛ κ 14/11/ Λ 3 C Ρ1306 ΧΛΛκ 15/6/ A ΔΠ ΔΠ Ρ131 ΧΛΛ λ 15/3/ Θ 0 A Ρ1321 ΧΛΛ λ 15/7/ Λ 1 A Ρ1346 ΧΛΛ λ 12/1/ Λ 2 Β Ρ14 ΧΛΛκ 27/3/ Λ 2 Β Ρ1402 ΧΛΛ λ 13/1/ Θ 0 Λ Ρ1403 ΧΛΛκ 9/12/ Θ 2 Λ Ρ1404 ΧΛΛκ 21/6/ Λ 1 Λ Ρ141 ΧΛΛ κ 15/5/ Θ 1 Λ Ρ1456 ΧΛΛ λ 27/1/ Λ 0 Λ 47

48 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑ ΦΥΛΟ RAI ΒΙΝΕΤ Ρ1504 ΧΛΛκ 26/2/ Θ 1 Β Ρ1522 ΧΛΛ λ 2/3/ Λ 0 Λ Ρ1558 ΧΛΛ λ 15/8/ Λ 2 A Ρ1563 ΧΛΛκ 15/6/ Λ 2 Β Ρ1596 ΧΛΛκ 15/6/ Θ 0 A Ρ1597 ΧΛΛ λ 26/2/ Λ 1 Β Ρ160 ΧΛΛ λ 2/2/ Θ 1 A Ρ1610 ΧΛΛκ 17/11/ Λ 0 A Ρ1615 ΧΛΛκ 25/6/ Θ 0 A Ρ1618 ΧΛΛ λ 23/3/ Λ 0 A Ρ1626 ΧΛΛκ 15/6/ Λ ΔΠ ΔΠ Ρ1627 ΧΛΛκ 31/7/ Θ 0 A Ρ1659 ΧΛΛ λ 15/3/ Θ 0 A Ρ166 ΧΛΛ λ 15/9/ Λ 0 A Ρ1697 ΧΛΛκ 15/6/ Λ 2 A Ρ1707 ΧΛΛκ 2/3/ Θ 0 A Ρ173 ΧΛΛκ 15/11/ Θ 0 A Ρ1812 ΧΛΛ λ 15/3/ Λ 1 A Ρ1823 ΧΛΛκ 23/10/ Λ 3 C Ρ1837 ΧΛΛ λ 8/6/ Λ 0 A Ρ1894 ΧΛΛκ 16/6/ Λ 0 A Ρ1911 ΧΛΛκ 14/2/ Λ 0 A Ρ1939 ΧΛΛκ 13/7/ Λ 2 B Ρ195 ΧΛΛ λ 10/3/ Λ 0 A Ρ1971 ΧΛΛκ 27/7/ Λ 1 A Ρ1989 ΧΛΛ λ 15/6/ Θ 0 A Ρ202 ΧΛΛ λ 9/10/ Λ 1 A Ρ2033 ΧΛΛκ 10/8/ Λ 0 A Ρ2143 ΧΛΛκ 15/6/ Λ 1 A Ρ2251 ΧΛΛκ 15/6/ Λ 2 B Ρ2255 ΧΛΛκ 19/10/ Λ 0 A Ρ2355 ΧΛΛκ 1/11/ Λ 2 A Ρ2375 ΧΛΛκ 15/4/ Θ 0 A Ρ239 ΧΛΛ λ 5/12/ Λ 2 B Ρ242 ΧΛΛκ 24/11/ Θ 1 0 Ρ2422 ΧΛΛ λ 20/5/ Λ 0 A Ρ2451 ΧΛΛκ 15/9/ Θ 0 A Ρ2452 ΧΛΛκ 5/8/ Λ 1 A Ρ2512 ΧΛΛκ 15/9/ Θ 1 A Ρ2548 ΧΛΛκ 13/1/ Λ 1 A Ρ2577 ΧΛΛ λ 28/1/ A 0 A Ρ2703 ΧΛΛ λ 24/3/ Λ 2 B Ρ280 ΧΛΛ λ 15/12/ Λ 0 A Ρ283 ΧΛΛκ 9/9/ Λ 2 B Ρ297 ΧΛΛκ 15/5/ Λ 0 A Ρ307 ΧΛΛ λ 22/1/ Θ 1 B Ρ314 ΧΛΛ λ 15/9/ Θ 0 A 48

49 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑ ΦΥΛΟ RAI ΒΙΝΕΤ Ρ323 ΧΛΛ κ 17/4/ Θ 0 Λ Ρ324 ΧΛΛ κ 15/6/ Λ 0 A Ρ325 ΧΛΛ κ 24/4/ Θ 0 Λ Ρ326 ΧΛΛ λ 30/8/ Λ 2 Β Ρ333 ΧΛΛ κ 15/6/ Θ 2 Β Ρ341 ΧΛΛ κ 1/4/ Θ 2 Β Ρ343 ΧΛΛ κ 11/9/ Λ 0 Λ Ρ364 ΧΛΛ λ 30/5/ Θ 2 Λ Ρ373 ΧΛΛ λ 15/5/ Λ 3 C Ρ374 ΧΛΛ λ 19/4/ Λ 2 Β Ρ380 ΧΛΛ κ 4/10/ Θ 0 Λ Ρ409 ΧΛΛ κ 7/12/ Θ 0 A Ρ416 ΧΛΛ κ 15/6/ A 0 Λ Ρ417 ΧΛΛ κ 15/4/ Λ 0 Λ Ρ436 ΧΛΛ κ 15/12/ Θ 0 Λ Ρ437 ΧΛΛ λ 5/3/ Θ 0 A Ρ438 ΧΛΛ κ 15/6/ Λ 2 Β Ρ439 ΧΛΛ κ 15/1/ Λ 4 C Ρ441 ΧΛΛ κ 15/1/ A 1 Λ Ρ452 ΧΛΛ κ 13/1/ A 3 C Ρ459 ΧΛΛ κ 12/9/ Θ 2 Β Ρ506 ΧΛΛ λ 15/6/ Λ 0 Λ Ρ512 ΧΛΛ κ 15/5/ Λ 0 A Ρ534 ΧΛΛ λ 22/1/ Λ 2 A Ρ545 ΧΛΛ κ 15/11/ Λ 0 A Ρ571 ΧΛΛ κ 15/6/ Λ 0 A Ρ573 ΧΛΛ κ 17/8/ Λ 0 A Ρ585 ΧΛΛ κ 21/2/ A 0 A Ρ590 ΧΛΛ κ 15/6/ Λ 0 A Ρ608 ΧΛΛ κ 15/11/ Λ 0 A Ρ611 ΧΛΛ λ 28/6/ Λ 1 B Ρ630 ΧΛΛ λ 11/3/ Θ 1 A Ρ650 ΧΛΛ λ 15/8/ Λ 1 B Ρ66 ΧΛΛ λ 15/5/ Λ 2 B Ρ668 ΧΛΛ κ 19/3/ Λ 2 B Ρ675 ΧΛΛ λ 31/3/ Λ 4 C Ρ680 ΧΛΛ κ 23/1/ Θ 1 A Ρ684 ΧΛΛ λ 1/2/ Λ 0 A Ρ689 ΧΛΛ λ 31/3/ Λ 1 A Ρ690 ΧΛΛ κ 27/2/ Λ 2 B Ρ711 ΧΛΛ κ 17/2/ Λ 2 B Ρ717 ΧΛΛ κ 10/10/ Θ 0 A Ρ775 ΧΛΛ λ 21/5/ Θ 2 B Ρ781 ΧΛΛ κ 21/4/ Θ 2 A Ρ788 ΧΛΛ λ 29/5/ Λ 3 C Ρ79 ΧΛΛ κ 6/7/ Λ 1 A Ρ795 ΧΛΛ κ 31/5/ Θ 2 B 49

50 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑ ΦΥΛΟ RAI BINET Ρ84 ΧΛΛκ 20/10/ Θ 0 A Ρ860 ΧΛΛκ 1/2/ Θ 0 A Ρ886 ΧΛΛκ 8/7/ Θ 0 A Ρ896 ΧΛΛκ 8/7/ Λ 3 C Ρ906 ΧΛΛ λ 15/6/ Θ 0 A Ρ907 ΧΛΛκ 15/2/ Θ 0 A Ρ922 ΧΛΛ λ 15/4/ A 0 A Ρ948 ΧΛΛκ 6/8/ A 0 A Ρ975 ΧΛΛκ 20/8/ A 3 A 50

51 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Α. ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1. Κυτταρικά δείγματα Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε σε δείγματα μονοπύρηνων κυττάρων περιφερικού αίματος ή/και μυελού των οστών. Πενήντα έξι ασθενείς της παρούσας μελέτης αναλύθηκαν κατά τη διάγνωση της νόσου ή μέσα στους πρώτους 12 μήνες από τη διάγνωση. Οι υπόλοιποι ελέγχθηκαν σε διάμεσο χρόνο 52 μήνες (εύρος, 12,9-209,5 μήνες) από τη διάγνωση. Η απομόνωση των μονοπύρηνων κυττάρων του περιφερικού αίματος έγινε μετά από διαχωρισμό με φυγοκέντρηση σε βαθμίδωση φικόλλης (Ficoll-Hypaque). Διαδικασία: 1. Επιστοίβαση 5-7 ml ολικού αίματος σε 3 ml φικόλλης. 2. Φυγοκέντρηση σε rpm επί 15 λεπτά. 3. Συλλογή της στοιβάδας των μονοπύρηνων και μεταφορά σε νέο σωληνάριο. 4. Προσθήκη 8 ml διαλύματος PBS. 5. Φυγοκέντρηση του δείγματος μετά από ήπια ανακίνηση σε rpm επί 5 λεπτά. 6. Απόρριψη υπερκείμενου και επανάληψη της φυγοκέντρησης. 2. Κυτταρικές καλλιέργειες Οι καλλιέργειες πραγματοποιούνται σε θρεπτικό υλικό RPMI complete. To RPMI complete αποτελείται από 100 ml RPMI-1640, 20 ml ορό εμβρύου βοός (fetal calf serum, FCS), 1ml L-γλουταμίνη 200MM (Gibco ΙΟΟχ) και 1ml μείγμα πενικιλλίνης/στρεπτομυκίνης u/ pg/ml (Biochrom). Διαδικασία: 1. Ανάδευση ιζήματος και προσθήκη 5ml διαλύματος RPMI complete. 2. Μέτρηση των κυττάρων ανά ml του δείγματος σε πλάκα Neubauer. Ο συνολικός αριθμός κυττάρων σε κάθε καλλιέργεια πρέπει να είναι 2x107. Ο συνολικός όγκος της καλλιέργειας πρέπει να είναι 10ml. 3. Προσθήκη μιτογόνων. Στις καλλιέργειες χρησιμοποιήθηκαν ως μιτογόνα: (ί) συνδυασμός IL-2 (ιντερλευκίνη-2) 0,5ng/ml καλλιέργειας + φυτοαιμοσυγκολλητίνη PHA (phytohemagglytinin 1,2 mg protein / flask lyophilized BIOCHROM) 2,4pg/ml 51

52 καλλιέργειας (ii) ΤΡΑ/ΡΜΑ (εστέρας φορβόλης, phorbol 12-myristate 13-acetate) 0,05 pg/ml καλλιέργειας 4. Επώαση σε κλίβανο 37 0 C με 5% C02. Οι καλλιέργειες με ΤΡΑ επωάζονταν επί πέντε μέρες ενώ οι καλλιέργειες με ΡΗΑ και IL-2 για 72 ώρες. 3. Αναστολή της μίτωσης Μετά την πάροδο του προαναφερόμενου χρόνου, πραγματοποιείται διακοπή της μίτωσης των κυττάρων με προσθήκη κολχικίνης (δηλητήριο της μιτωτικής ατράκτου, μέσω αναστολής του πολυμερισμού των μικροσωληνίσκων). Διαδικασία: 1. Προσθήκη 0,1 ml κολχικίνης σε κάθε φιάλη καλλιέργειας. 2. Ήπια ανακίνηση φιάλης και επανατοποθέτηση στον κλίβανο επί μία ώρα (καλλιέργειες με IL-2 και ΡΗΑ) ή δύο ώρες (καλλιέργειες με ΤΡΑ). 4, Κατεργασία με υπότονο διάλυμα Διαδικασία: 1. Μεταφορά του δείγματος από τις φιάλες σε κωνικά φιαλίδια των 15ml. 2. Φυγοκέντρηση σε rpm επί δέκα λεπτά. 3. Απομάκρυνση του υπερκείμενου, ανάδευση του ιζήματος. 4. Προσθήκη 8-9 ml υπότονου διάλυματος KCL (0,075Μ) προθερμασμένου στους 37 C. 5. Επώαση επί 10 min στους 37 C. 5. Μονιμοποίηση των κυττάρων Μετά την επώαση στο υδατόλουτρο ακολουθεί η μονιμοποίηση των κυττάρων. Διαδικασία: 1. Προσθήκη 5-6 σταγόνων παγωμένου διαλύματος μονιμοποίησης και ανάδευση (το διάλυμα μονιμοποίησης αποτελείται από οξικό οξύ και μεθανόλη σε αναλογία 1:3 και διατηρείται παγωμένο στην κατάψυξη). 2. Φυγοκέντρηση στις rpm επί 10 min. 52

53 3. Απομάκρυνση υπερκειμένου, ανάδευση του ιζήματος και σταδιακή προσθήκη διαλύματος μονιμοποίησης, αρχικά στάγδην (υπό συνεχή ανάδευση) και στη συνέχεια με αυξημένη ροή έως συνολικό όγκο 10ml. 4. Φυγοκέντρηση στις rpm επί 10 min. 5. Επανάληψη των βημάτων 3-4 έως ότου το ίζημα γίνει καθαρό (λευκάζον). 6. Διατήρηση δειγμάτων με διάλυμα μονιμοποίησης σε θερμοκρασία 4 C τουλάχιστον επί 2 ώρες. 6. Επίστρωση των κυττάρων σε πλακίδια Πλυμένα γυάλινα πλακίδια τοποθετούνται σε δοχείο που περιέχει νερό που έχει ψυχθεί σε θερμοκρασία 4 C. Το δοχείο τοποθετείται σε μεγαλύτερο δοχείο που περιέχει θραύσματα πάγου. Διαδικασία: 1. Φυγοκέντρηση του δείγματος στις rpm επί 10 min. 2. Απομάκρυνση υπερκειμένου και προσθήκη διαλύματος μονιμοποίησης έως συνολικό όγκο 10ml. 3. Φυγοκέντρηση στις rpm επί 10 min. 4. Απομάκρυνση υπερκειμένου και προσθήκη διαλύματος μονιμοποίησης σε τόση ποσότητα (~0.5 ml) ώστε να παραχθεί ένα γαλακτώδες εναιώρημα κυττάρων. 5. Αναρρόφηση περίπου 0,5 ml του εναιώρηματος με λεπτή πιπέτα Pasteur και ρίψη 2-3 σταγόνων στο πλακίδιο από απόσταση περίπου 50cm. 6. Στέγνωμα σε θερμαινόμενη πλάκα 45 C για λίγα δευτερόλεπτα. 7. Φύλαξη πλακιδίων σε κλίβανο 70 C μέχρι την επόμενη μέρα (παλαίωση). 7. Χρώση των χρωμοσωμάτων - Τεχνική G-banding Η τεχνική αυτή βασίζεται στη χρήση πρωτεασών, όπως η θρυψίνη, και στη χρήση της χρωστικής Leisman που είναι παρόμοια με την Giemsa αλλά μικρότερου μοριακού βάρους για καλύτερη και ευκρινέστερη χρώση των χαρακτηριστικών ζωνών κάθε χρωμοσώματος (149). Οι ζώνες αντανακλούν τη δομή και λειτουργία των χρωμοσωμάτων. Έτσι, οι σκούρες ζώνες αντιστοιχούν σε περιοχές των χρωμοσωμάτων που περιέχουν DNA πλούσιο σε αδενίνη και θυμίνη, αντιγράφουν το DNA όψιμα στη φάση S του κυτταρικού κύκλου και περιέχουν σχετικά λίγα ενεργά γονίδια (150). Οι σκούρες ζώνες διαφέρουν από τις φωτεινές ζώνες ως προς την σύνθεση των πρωτεϊνών. 53

54 Για τη χρώση χρησιμοποιούνται εννέα δοχεία χρώσεων, το καθένα με διαφορετικό διάλυμα, ως εξής: 1 δοχείο: διάλυμα HanK s 2 δοχείο: διάλυμα NaCI 0,09% 3 δοχείο: 50ml NaCI και θρυψίνη 4 δοχείο: διάλυμα NaCI 0,09% 5 δοχείο: διάλυμα PBS 6 δοχείο: διάλυμα 40 ml PBS και 12 ml χρωστική Leisman 7-9 δοχείο: νερό βρύσης. Διαδικασία: 1. Εμβάπτιση πλακιδίων επί 5 min στο 1 δοχείο. 2. Διαδοχική εμβάπτιση στα δοχεία 2-6. Παραμονή στο δοχείο 6 επί 3,5 min. 3. Πλύσιμο πλακιδίων στα δοχεία Στέγνωμα σε θερμαινόμενη πλάκα. Το σημαντικότερο στάδιο της διαδικασίας είναι ο χρόνος παραμονής του πλακιδίου στο διάλυμα με τη θρυψίνη, επειδή η θρυψίνη καθορίζει την ποιοτική εικόνα των χρωμοσωμάτων στις μεταφάσεις ώστε να είναι εφικτή η ανίχνευση των ανωμαλιών, 8. Μικροσκοπική μελέτη των χρωμοσωμάτων Η μικροσκοπική εξέταση των παρασκευασμάτων πραγματοποιήθηκε σε μικροσκόπιο Zeiss Axioplan. Β. ΜΟΡΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΟΝΙΔΙΩΝ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΩΝ 1. Απομόνωση μονοπύρηνων κυττάρων από περιφερικό αίμα Η απομόνωση των μονοπύρηνων κυττάρων από περιφερικό αίμα έγινε μετά από διαχωρισμό με φυγοκέντρηση σε βαθμίδωση φικόλλης (Ficoll-Hypaque) με τη διαδικασία που περιγράφηκε προηγουμένως. 54

55 2. Απομόνωση RNA Η απομόνωση ολικού RNA έγινε με τη μέθοδο του θειοκυανικού γουανιδινίου (151) σύμφωνα με την παρακάτω διαδικασία: 1. Ομοιογενοποίηση. Λύση των κυττάρων με διαδοχικές αναρροφήσεις με πιπέτα σε 1.2 ml διαλύματος φαινόλης/θειοκυανικού γουανιδινίου (Phenozol). 2. Διαχωρισμός φάσεων. Οι χειρισμοί γίνονται ενώ τα δείγματα είναι στον πάγο. Προσθήκη 150 μι χλωροφορμίου και έντονη ανάδευση. Φυγοκέντρηση στις rpm επί 15 λεπτά στους 4 C. Μετά τη φυγοκέντρηση το δείγμα έχει διαχωριστεί στην υποκείμενη φάση που περιέχει φαινόλη-χλωροφόρμιο, στη μεσόφαση και στην υπερκείμενη υδατική φάση. To RNA έχει απομονωθεί στην υδατική φάση. 3. Κατακρήμνιση του RNA. Η υδατική φάση μεταφέρεται σε νέο σωληνάριο eppendorff. To RNA κατακρημνίζεται με προσθήκη ίσης ποσότητας ισοπροπανόλης και το δείγμα ψύχεται στους -20 C. Ακολουθεί φυγοκέντρηση στις rpm επί 15 λεπτά στους 4 C. Σχηματίζεται έτσι το ίζημα RNA, πλευρικά στον πυθμένα του σωληνάριου eppendorff. 4. Έκπλυση του RNA. Το υπερκείμενο απορρίπτεται και προστίθεται 1ml αιθανόλη 70%. Ανακίνηση και φυγοκέντρηση στις rpm επί 15 λεπτά στους 4 C. Αφαίρεση υπερκειμένου. Επανάληψη. 5. Ετταναδιάλυση του RNA. Το ίζημα του RNA στεγνώνει και στη συνέχεια διαλύεται σε νερό ελεύθερο από RNAάσες, 6. Αποθήκευση στους -80 C. 3. Σύνθεση cdna Η σύνθεση του cdna έγινε με αντίστροφη μεταγραφή (reverse transcription, RT) in vitro χρησιμοποιώντας ως εκκινητές εξανουκλεοτίδια τυχαίας αλληλουχίας (random hexamers, δοομρ/πιι). Η αντίδραση είχε τελικό όγκο 30μΙ (Βλ. Πίνακα 1). Το ένζυμο που χρησιμοποιήθηκε για την αντίδραση είναι η αντίστροφη μεταγραφάση MMLV (Moloney Murine Leukemia Virus reverse transcriptase, 200U/pl). Για την αντίδραση της αντίστροφης μεταγραφής χρησιμοποιήθηκαν επίσης RT buffer (5χ), dntps (10mM), αναστολέας RNAaaduv, DTT (0.1 Μ). Ως υπόστρωμα χρησιμοποιήθηκε ολικό κυτταρικό RNA, το οποίο αρχικά διαλύθηκε σε ddh20. Το διάλυμα RNA αρχικά θερμάνθηκε στους 65 C επί 10min για την αποδιάταξη δευτεροταγών δομών του RNA. 55

56 Πίνακας 1. Αντιδραστήρια και συγκεντρώσεις για τη αντίδραση σύνθεσης cdna, Αντιδραστήρια RT buffer 5χ* Αναστολέας RNAaawv(40U/pl) dntps(iomm) DTT(O.IM) Τυχαία εξανουκλεοτίδια(500μ9/ιπι) MMLV RT (200υ/μΙ) ddh20 Υπόστρωμα: Όγκοι/συγκεντρώσεις 6μΙ 1.5μΙ 1.5μΙ 3μΙ 3μΙ 1.5μΙ (300U) Μέχρι τελικό όγκο αντίδρασης 30 μΐ RNA... 1yg DdH20 *Σύνθεση ρυθμιστικού διαλύματος (RT buffer) 5χ: 250 mm Tris-HCI (ph 8.3), 375 mm KC1, 15 mm MgCI2 3.5μΙ Συνθήκες αντίδρασης: C, 60 λεπτά C, 10 λεπτά 3. τελική θερμοκρασία: 18 C Το ενδεχόμενο ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων από αδυναμία ενίσχυσης του RNA μπορεί να αποκλεισθεί με ενίσχυση αλληλουχιών που αντιστοιχούν σε μετάγραφα γονιδίων τα οποία εκφράζονται πάντοτε στον υπό ανάλυση ιστό (μετάγραφα αναφοράς ). Στην παρούσα μελέτη, ως μετάγραφο αναφοράς χρησιμοποιείται το mrna του γονιδίου RARa (retinoic acid receptor α) το οποίο κωδικοποιεί έναν από τους υποδοχείς του ρετινοϊκού οξέος. Έτσι, ως μάρτυρας για την αποτελεσματικότητα της σύνθεσης cdna, 3μί του προϊόντος cdna ενισχύθηκαν με PCR (Πίνακας 2) χρησιμοποιώντας τους ειδικούς εκκινητές για τις αλληλουχίες του RARa cdna (RAR6/RAR8, Πίνακας 4) (152). Συνθήκες αντίδρασης: -αρχική αποδιάταξη: 94 C, 5min -κυρίως αντίδραση: διεξάγεται σε 40 κύκλους. Κάθε κύκλος περιλαμβάνει: φάση αποδιάταξης: 94 C, Imin φάση σύνδεσης εκκινητών: 53 C, Imin 56

57 φάση επέκτασης μορίων DNA: 72 C, 1:30 min -τελική επέκταση συντεθειμένων μορίων DNA: 72 C, lomin Πίνακας 2. Αντιδραστήρια και συγκεντρώσεις για την αντίδραση ενίσχυσης RARa. Αντιδραστήρια Υπόστρωμα: Cdna RB 10χ MgCI2(50mM) dntps(iomm) RAR6 RAR8 Taq polymerase (5 units/μι) ddh20 Όγκοι/συγκεντρώσεις 3μΙ 5μΙ 2μΙ (2mM) 1 μι (200μΜ για κάθε ένα) 1.5 μι 1.5 μι 0,5 μι (2.5 units) Μέχρι τελικό όγκο αντίδρασης 50 μι 4. Ενίσχυση κλωνικών αναδιατάξεων της μεταβλητής περιοχής των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) Εκφραζόμενες κλωνικές αναδιατάξεις της μεταβλητής περιοχής της βαριάς και των ελαφριών (κ ή λ, κατά περίπτωση) αλυσίδων των ανοσοσφαιρινών ενισχύθηκαν με την τεχνική PCR. Για την ενίσχυση των συμβολών IGHV-D-J, IGKV-J και IGLV-J χρησιμοποιήθηκαν συναινετικοί εκκινητές (consensus primers) ως μείγμα ολιγονουκλεοτιδίων (βλ. Πίνακα VI). Οι εκκινητές αυτοί είναι αντιπροσωπευτικοί για καθεμιά από τις οικογένειες γονιδιακών τμημάτων IGV και αντίστοιχα για τα γονιδιακά τμήματα IGJ (153). Στις παραπάνω αντιδράσεις χρησιμοποιήθηκε ως υπόστρωμα cdna. Η αντίδραση PCR είχε τελικό όγκο ΙΟΟμΙ. Εκτός από εκκινητές, χρησιμοποιήθηκαν επίσης RB buffer 10χ, MgCI2 (50mM), dntps (10mM), Taq polymerase (5 units/μι). Οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις και ποσότητες των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν φαίνονται στον Πίνακα 3. 57

58 Πίνακας 3. Αντιδραστήρια και συγκεντρώσεις για την ενίσχυση των αναδιατάξεων IGHV-D-J, IGKV-J και IGLV-J. Αντιδραστήρια Υπόστρωμα RB ΙΟχ* MgCI2(50mM) dntps(iomm) μείγμα εκκινητών IGV** μείγμα εκκινητών IGJ** Όγκοι/συγκεντρώσεις CDNA:5 μι, DNA:1pg ΙΟμΙ 3 μι (1.5mM) 2 μι (0.2mM για κάθε ένα) 6 μι 6 μι Taq polymerase (5 units/μι) ddh20 0,5 μι Μέχρι τελικό όγκο αντίδρασης 100 μι Σύνθεση ρυθμιστικού διαλύματος RBlOx (PCR buffer): 500mM KCL, 200 mm Tris- HCI (ph 8.4). ** Αλληλουχίες εκκινητών: βλέπε Πίνακα 4. Για τον έλεγχο της ακρίβειας της αντίδρασης και τον έλεγχο τυχόν επιμόλυνσης των αντιδραστηρίων, σε κάθε πείραμα περιλαμβανόταν ένα σωληνάριο που περιείχε όλα τα αντιδραστήρια εκτός από υπόστρωμα (PCR control) (154). Οι συνθήκες αντίδρασης είναι κοινές για τις αντιδράσεις ενίσχυσης όλων των συμβολών. Τα στάδια της αντίδρασης PCR και οι αντίστοιχες θερμοκρασίες αναλύονται παρακάτω: Συνθήκες αντίδρασης: -αρχική αποδιάταξη: 94 C, 5min -κυρίως αντίδραση: διεξάγεται σε 40 κύκλους. Κάθε κύκλος περιλαμβάνει: φάση αποδιάταξης: 94 C, Imin φάση σύνδεσης εκκινητών: 59 C, Imin φάση επέκτασης μορίων DNA: 72 C, 1,5min -τελική επέκταση συντεθειμένων μορίων DNA: 72 C, 10min 5. Καθαρισμός των προϊόντων PCR Τα προϊόντα PCR ηλεκτροφορούνται σε πηκτή αγαρόζης (χαμηλού σημείου τήξης) 3% με χρώση βρωμιούχου αιθιδίου (EtBr,10mg/ml) σε ρυθμιστικό διάλυμα ΙχΤΑΕ buffer. Κάθε προϊόν PCR απομονώνεται κόβοντας με προσοχή την πηκτή ακριβώς δίπλα στη ζώνη του προϊόντος. Το κομμάτι πηκτής που περιέχει τη ζώνη 58

59 τοποθετείται σε σωληνάριο eppendorff. Για τον καθαρισμό του προϊόντος PCR από το gel αγαρόζης χρησιμοποιείται το QIAquick Gel Extraction Kit (QIAGEN). Χρησιμοποιούνται στήλες με ικανότητα δέσμευσης του προϊόντος PCR σε μεμβράνη από πηκτή σιλικόνης. Τα διαλύματα του kit βοηθούν την σωστή ανάκτηση του DNA το οποίο προσροφάται στη μεμβράνη παρουσία υψηλής αλατότητας, ενώ τα υπόλοιπα συστατικά διέρχονται από τη στήλη. Το προϊόν PCR τελικά εκλούεται με διάλυμα Tris. Διαλύματα που περιέχονται στο kit: Διάλυμα QG : περιέχει θειοκυανικό γουανιδίνιο Διάλυμα ΡΕ : απαιτεί προσθήκη αιθανόλης (96-100%) Διάλυμα ΕΒ : (10 πιμ Tris-CI, ph 8.5) Διαδικασία: Ζύγισμα του κομματιού πηκτής και προσθήκη 3 όγκων διάλυματος QG για 1 όγκο πηκτής (100mg ~ ΙΟΟμΙ). 1 Επώαση στους 50 C επί ΙΟλεπτά. Έντονη ανάδευση σε Vortex κάθε 2-3 λεπτά. Πλήρης διαλυτοποίηση της αγαρόζης. 2. Προσθήκη ενός όγκου ισοπροπανόλης στο δείγμα και ανάδευση. 3. Μεταφορά του μείγματος στη στήλη που είναι τοποθετημένη σε δοχείο συλλογής 2 ml 4. Φυγοκέντρηση (12,000 rpm, 2 λεπτά) 5. Απόρριψη του διηθήματος και επανατοποθέτηση της στήλης στο δοχείο συλλογής. 6. Προσθήκη 0.5ml διαλύματος QG και φυγοκέντρηση (12,000 rpm, 2 λεπτά) 7. Απόρριψη διηθήματος, προσθήκη 0.75ml διαλύματος ΡΕ. 8. Αναμονή 2-5 λεπτά και φυγοκέντρηση (12,000 rpm, 2 λεπτά) 9. Απόρριψη διηθήματος και φυγοκέντρηση επί 1 λεπτό (13,000 rpm) 10. Τοποθέτηση της στήλης σε καθαρό σωληνάριο μικροφυγοκέντρου (1.5 ml) 11. Προσθήκη 50μΙ διαλύματος ΕΒ στο κέντρο της μεμβράνης της στήλης και φυγοκέντρηση (13,000 rpm, 1 min) για τηνέκλουση του DNA. 6. Ανάλυση αλληλουχίας των προϊόντων PCR Άμεση ανάλυση της αλληλουχίας νουκλεοτιδίων των καθαρισμένων προϊόντων PCR με τη μέθοδο τερματισμού των νεοσυντεθειμένων αλυσίδων DNA με διδεοξυριβονουκλεοτίδια (μέθοδος Sanger) (155) σε αυτόματο αναλυτή [Applied Biosystems ΑΒΙ 3730 sequencer, version 1 Big Dye dye-terminator chemistry 59

60 (ΑΒΙ)]. Για την ανάλυση του αντισυνθετικού (3 >5, antisense) κλώνου χρησιμοποιήθηκαν συναινετικά ολιγονουκλεοτίδια, συμπληρωματικά με τις αλληλουχίες των γονιδίων IGJ, ενώ για την ανάλυση του κωδικού κλώνου χρησιμοποιήθηκαν ειδικοί για την αλληλουχία εκκινητές, οι οποίοι σχεδιάστηκαν με βάση την αλληλουχία που προέκυψε από το πρώτο διάβασμα (αλληλουχία antisense κλώνου). Κάθε αντίδραση επαναλήφθηκε τουλάχιστον τρεις φορές σε προϊόντα PCR τριών ανεξάρτητων αντιδράσεων ενίσχυσης που είχαν πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές ημέρες. 7. Ανάλυση της κατανομής των μεταλλάξεων στα αναδιαταγμένα γονίδια της μεταβλητής περιοχής των ανοσοσφαιρινών Οι αλληλουχίες των γονιδίων που προέκυψαν μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν με τη βοήθεια του αλγορίθμου του προγράμματος BLAST (Basic Local Alignment Search Tool) με τις συγγενέστερες, μη αναδιαταγμένες αλληλουχίες των γονίδιων των ανοσοσφαιρινών που είναι καταχωρημένες στη βάση δεδομένων των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών του NCBI ( National Center for Biotechnology Information, Bethesda, MD) και στη διεθνή βάση δεδομένων ανοσογενετικής IMGT (international ImMunoGeneTics database, δηυιουονία και συντονισυός: Marie-Paule Lefranc, Montpellier, France) ( ), Υπολογίσθηκε η ομολογία του κάθε γονίδιου με το αντίστοιχό του μη αναδιαταγμένο γονίδιο (germline gene). Ονοματολογία Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιείται το σύστημα ονοματολογίας της IMGT (ονοματολογία εγκεκριμένη από το HUGO, Human Genome Organization,1999) για τα γονιδιακά τμήματα IGV και IGJ. Το σύστημα ονοματολογίας IMGT/HUGO εκτός από το όνομα κάθε γονιδίου παρέχει και πληροφορίες για τον αριθμό των αλληλομόρφων και τη λειτουργικότητα του κάθε γονιδίου (ως λειτουργικά ορίζονται τα γονίδια με ανοιχτό πλαίσιο ανάγνωσης χωρίς κωδικόνιο τερματισμού, που διαθέτουν λειτουργικά ρυθμιστικά στοιχεία, αλληλουχίες RSS ή αλληλουχίες συρραφής), όπως και τους αριθμούς πρόσβασης των αλληλουχιών αναφοράς (reference sequences) και τον κωδικό πρόσβασης ID στις βάσεις δεδομένων Genome Database GDB και NCBI LocusLink, όπου έχουν κατατεθεί οι αλληλουχίες όλων των γονιδίων IIGH, GK και IGL στον άνθρωπο. Ανάλογα με τη βαρύτητα των ελαττωμάτων σε κάποια γονίδια, αυτά θεωρήθηκαν ως ανοικτά πλαίσια ανάγνωσης (ORF), ψευδογονίδια ή υπολειμματικά ( ). 60

61 Οι αρχές ταξινόμησης και ονοματολογίας Το όνομα κάθε γονιδίου συντίθεται από τέσσερα μέρη: Γενετικός τόπος: ορίζεται ως IGH για τη βαριά και IGK/IGL για την κ/λ ελαφριά αλυσίδα των ανοσοσφαιρινών. Ομάδα: δηλώνει τον τύπο του γονιδιακού τμήματος (V, D, J ή C) πχ IGHV, IGKV, IGLV Υποομάδα: δηλώνει μια οικογένεια γονιδίων που ανήκουν στην ίδια ομάδα και η ελάχιστη ομολογία μεταξύ τους είναι 75%. (πχ. IGHV1, IGKV3, IGLV4) Γονίδιο: ένας αριθμός προστίθεται για να ορίσει την αλληλουχία ενός γονιδίου (πχ. IGKH1-69) Αλληλόμορφο: για κάθε γονίδιο έχουν βρεθεί πολυμορφισμοί σε επίπεδο αλληλουχίας. Οι αλληλουχίες αυτές συγκρίνονται με την αλληλουχία αναφοράς. Στην περίπτωση των γονιδίων IGKV και IGLV, τα παλαιότερα συστήματα ονοματολογίας (Zachau και Kawasaki, αντιστοίχως), παρότι εξακολουθούν να είναι σε χρήση από ορισμένους έχουν ουσιαστικά αντικατασταθεί από το σύστημα IMGT. Το σύστημα IMGT χρησιμοποιεί ένα σύστημα αρίθμησης για τα κωδικόνια των γονιδίων των μεταβλητών περιοχών των ανοσοσφαιρινών, που στηρίζεται στην ιδιαίτερα συντηρημένη δομή της μεταβλητής περιοχής. Για την αρίθμηση χρησιμοποιήθηκαν δομικά δεδομένα από περίθλαση ακτινών X, τα όρια των περιοχών FR και CDR και ο χαρακτηρισμός των υπερμεταβλητών βρόχων. Επίσης επαναπροσδιορίσθηκαν οι περιοχές FR και CDR (156). 61

62 Πίνακας 4. Αλληλουχίες ολιγονουκλεοτιδικών εκκινητών και ανιχνευτών Εκκινητής VH 1 VH 2 VH 3 VH 4 VH 5 VH 6 JH 1-2 JH 3 JH 4-5 JH 6 Vk 1 Vk 2 Vk 3 Vk 4 Vk 5 Vk 6 Jk 1 Jk 2 Jk 3 Jk 4 Jk 5 VL 1 VL 2 VL 3a VL 3b VL 4 VL 5 VL 6 JL 1 JL2-3 JL 4-5 JL 7 RAR6 RAR8 Αλληλουχία 5'-CAG GTG CAG CTG GTG CAG TCT GG -3' 5' - CAG GTC AAC TTA AGG GAG TCT GG -3' 5' - GAG GTG CAG CTG GTG GAG TCT GG -3' 5' - CAG GTG CAG CTG CAG GAG TCG GG -3' 5' - GAG GTG CAG CTG TTG CAG TCT GC -3' 5' - CAG GTA CAG CTG CAG CAG TCA GG -3' 5' - TGA GGA GAC GGT GAC CAG GGT GCC -3' 5' - TGA AGA GAC GGT GAC CAT TGT CCC -3' 5' - TGA GGA GAC GGT GAC CAG GGT TCC -3' 5' - TGA GGA GAC GGT GAC CGT GGT CCC -3' 5'-GAC ATC CAG ATG ACC CAG TCT CC -3' 5 -GAT GTT GTG ATG ACT CAG TCT CC-3' 5'-GAA ATT GTG TTG ACG CAG TCT CC -3' 5 -GAC ATC GTG ATG ACC CAG TCT CC -3' 5'-GAA ACG ACA CTC ACG CAG TCT CC -3' 5'-GAA ATT GTG CTG ACT CAG TCT CC -3' 5'-ACG TTT GAT TTC CAC CTT GGT CCC-3' 5'-ACG TTT GAT CTC CAG CTT GGT CCC -3' 5'-ACG TTT GAT ATC CAC TTT GGT CCC-3' 5 -ACG TTT GAT CTC CAC CTT GGT CCC-3' 5'-ACG TTT AAT CTC CAG TCG TGT CCC-3' 5' - CAG TCT GTG TTG ACG CAG CCG CC-3' 5' - CAG TCT GCC CTG ACT CAG CCT GC - 3' 5'- TCC TAT GTG CTG ACT CAG CCA CC- 3' 5' - TCT TCT GAG CTG ACT CAG GAC CC-3' 5' - CAC GTT ATA CTG ACT CAA CCG CC- 3' 5' - CAG GCT GTG CTC ACT CAG CCG TC- 3' 5' - AAT TTT ATG CTG ACT CAG CCC CA- 3' 5' - ACC TAG GAC GGT GAC CTT GGT CCC - 3' 5' - ACC TAG GAC GGT CAG CTT GGT CCC - 3' 5' - ACC TAA AAC GGT GAG CTG GGT CCC- 3' 5 - CGA GGG CGG TCA GCT GGG TGC C-3 5 -GGT GCCT CCCTACGCCTT CT-3 5 -GGCGCTGACCCCATAGTGGT-3 62

63 8. Ανάλυση μεταλλάξεων Τα γονίδια των ανοσοσφαιρινών που βρέθηκε να περιέχουν μεταλλάξεις υποβλήθηκαν σε ανάλυση της κατανομής των μεταλλάξεων προκειμένου να υπολογισθεί η πιθανότητα επιλογής από αντιγόνο, σύμφωνα με το πολυπαραμετρικό μοντέλο που προτάθηκε από τους Lossos et al (163). Τα γονίδια των ανοσοσφαιρινών που «επιλέγονται» από αντιγόνο κατά κανόνα δείχνουν υψηλότερη συγκέντρωση μεταλλάξεων που οδηγούν σε αντικατάσταση αμινοξέος (μεταλλάξεις R, replacement mutations) στις περιοχές CDR σε σχέση με τις περιοχές FR. Υπολογίσθηκε ο αριθμός των μεταλλάξεων R και ο αριθμός των «σιωπηρών» αντικαταστάσεων βάσεων (μεταλλάξεις S, silent mutations) στις περιοχές CDR και FR μελετώντας κάθε κωδικόνιο. Στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν περισσότερες από μια μεταλλάξεις σε ένα κωδικόνιο, κάθε μετάλλαξη ορίστηκε ανεξάρτητα ως μετάλλαξη R ή S. Το μαθηματικό μοντέλο των Lossos et al. (μικροεφαρμογή σε JAVA διαθέσιμη στο υπολογίζει τη στατιστική πιθανότητα μια αλληλουχία να έχει επιλεγεί από αντιγόνο με βάση τον αριθμό των μεταλλάξεων R και S στις περιοχές CDR και FR, εκτιμώντας παράλληλα τον συντελεστή Rf. Ο συντελεστής Rf χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ενδογενούς επιδεκτικότητας μιας αλληλουχίας σε εισαγωγή τυχαίων μεταλλάξεων αντικατάστασης βάσεων. Μια αλληλουχία θεωρήθηκε ότι έχει επιλεγεί από αντιγόνο μόνο στις περιπτώσεις όπου οι δυο στατιστικές πιθανότητες (P-values), PFrs και Ρcdrs δεν ξεπερνούσαν το Γ. ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ Το πάνελ των αντισωμάτων που περιγράφεται στον Πίνακα 5 χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση διαφόρων κυτταροπλασματικών και επιφανειακών κυτταρικών δεικτών. Η επεξεργασία των δειγμάτων έγινε σε ολικό αίμα και τα μονοκλωνικά αντισώματα χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Για την ανάλυση της έκφρασης κάποιου συγκεκριμένου δείκτη επιφάνειας, χρησιμοποιήθηκε συγκεκριμένο μονοκλωνικό αντίσωμα πάντα σε συνδυασμό με το CD19 (Πίνακας 5). Τα στάδια της ανάλυσης έχουν ως εξής: 1. Επώαση ολικού αίματος με τα μονοκλωνικά αντισώματα σε θερμοκρασία δωματίου επί 15 λεπτά. 2. Λύση των ερυθρών αιμοσφαιρίων με χλωριούχο αμμώνιο. 3. Φυγοκέντρηση για 5 λεπτά στις 2000 στροφές (rpm). 4. Διάλυση του ιζήματος σε 0.5 ml PBS. 63

64 5. Ανάλυση του δείγματος στον κυτταρομετρητή Coulter Epics XL-MCL. Στον πληθυσμό των CD 19+ κυττάρων μετράται το ποσοστό των θετικών κυττάρων για κάθε μονοκλωνικό αντίσωμα. Έχουμε τη δυνατότητα να επικεντρωνόμαστε στο πληθυσμό που μας ενδιαφέρει, αφού μαζί με κάθε μονοκλωνικό αντίσωμα έχουμε προσθέσει το CD19. Το ισοτυπικό κοντρόλ ορίζεται στο 1,5-2 % (θετικός ουδός, cutoff). Η ένταση έκφρασης των δεικτών ποσοτικοποιείται μ έναν νέο δείκτη που ονομάστηκε «δείκτης θετικότητας» (positivity index, pi). Αυτός ο «δείκτης θετικότητας» για κάθε μονοκλωνικό αντίσωμα είναι ο λόγος της μέσης έντασης του φθορισμοχρώματος για το συγκεκριμένο δείκτη προς την αντίστοιχη μέση ένταση φθορισμοχρώματος του κοντρόλ. Σε περιπτώσεις κυτταρικών δεικτών με δείκτη θετικότητας μικρότερο του 2 (ρί<2), η έκφραση ορίζεται ως ασθενής (dim). Αντίθετα, οι κυτταρικοί δείκτες που εκφράζονται έντονα (bright) έχουν δείκτη θετικότητας μεγαλύτερο του 2 (pi>2). Η κλωνικότητα του Β- λεμφοκυτταρικού πληθυσμού όσον αφορά την έκφραση των ελαφριών αλυσίδων, προσδιορίζεται από το λόγο του κ/λ. Στις περιπτώσεις των CD19+ κυττάρων που το κ/λ > 6, αυτά χαρακτηρίζονται ως κ-μονοκλωνίκά. Αντίθετα, έχουν λ μονοκλωνικότητα οι πληθυσμοί Β-λεμφοκυττάρων με λόγο κ/λ <0.3. Σε όλες τις περιπτώσεις το νεοπλασματικό φορτίο ήταν τουλάχιστον 70%. 64

65 Πίνακας 5. Μονοκλωνικά αντισώματα που χρησιμοποιήθηκαν για ανάλυση με κυτταρομετρία ροής. * Συνδυασμός δεικτών Εμπορικά διαθέσιμοι κλώνοι CD5 FITC/CD19 PE Immunotech BLIA/lmmunotech 89B (B4) CD20 FITC/CD19 PE Immunotech B9E9/lmmunotech 89B(B4) CD38 FITC/CD19 PE Immunotech T16/lmmunotech 89B (B4) CD23 FITC/CD19 PE Immunotech 9P25/lmmunotech 89B(B4) CD43 FITC/CD19 PE Immunotech DFTI/lmmunotech 89B(B4) CD11c FITC/ CD19 PE DAKO KB90/lmmunotech 89B(B4) CD9FITC/CD19PE DAKO P1/33/2/lmmunotech 89B(B4) FMC7 FITC/CD19 PE Immunotech Fmc7/lmmunotech 89B(B4) CD 79b FITC/CD19 PE DAKO SN8/lmmunotech 89B(B4) CD79a FITC/CD19 PE Serotec ZL7-4/lmmunotech 89B(B4) CD19 FITC/CD 10 PE Coulter(B4)/DAKO SS2/36 CD 19 FITC/CD 69 PE Coulter(B4)/lmmunotech TP1/55.3 CD19 FITC/CD71 PE Coulter(B4)/Caltag T56/14 CD19 FITC/CD27 PE Coulter(B4)/lmmunotech 1A4CD27 Ανοσοσφαιρίνες (επιφάνειας) Control FITC/CD19 PE DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) Kappa FITC/CD19 PE Lambda FITC/CD19 PE DAKO Rabbit F(ab')2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) IgM FITC/CD19 PE IgD FITC/CD19 PE IgG FITC/CD 19 PE IgA FITC/CD 19 PE DAKO Rabbit F(ab')2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) Ανοσοσφαιρίνες (κυτταροπλασματικές) Control FITC/CD19 PE Kappa FITC/CD19 PE Lambda FITC/CD19 PE IgM FITC/CD19 PE IgD FITC/CD19 PE IgG FITC/ CD19PE IgA FITC/CD19PE DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab')2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) DAKO Rabbit F(ab )2/lmmunotech 89B (B4) *FITC- fluorescein isothiocyanate, PE- phycoerythrin 65

66 66

67 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 67

68 68

69 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α. ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1. Γενικά Εκατόν τριάντα ασθενείς με ΧΛΛ ελέγχθηκαν με κλασική κυτταρογενετική ανάλυση. Ο διάμεσος χρόνος που μεσολάβησε από την διάγνωση έως τη μελέτη ήταν 20,7 μήνες (εύρος: 0-209,5). Σαράντα δύο ασθενείς μελετήθηκαν κατά τη διάγνωση της νόσου. Σε 56 ασθενείς η ανάλυση έγινε μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διάγνωση της νόσου. Όλα τα δείγματα που εξετάσθηκαν έδωσαν επαρκή αριθμό μεταφάσεων και αναλύθηκαν πλήρως (25 μεταφάσεις ανά δείγμα ). Ο αριθμός των μεταφάσεων ήταν ιδιαίτερα αυξημένος στις καλλιέργειες με συνδυασμό ΡΗΑ και IL2 σε σχέση με τις καλλιέργειες με ΤΡΑ. Σε ποσοστό 20% των καλλιεργειών με ΤΡΑ οι μεταφάσεις ήταν ελάχιστες. Όταν ο αριθμός των μεταφάσεων ήταν επαρκής και στις δύο καλλιέργειες, βρέθηκε παθολογικός κλώνος και στα δύο είδη καλλιεργειών. Η ποιότητα των χρωμοσωμάτων ήταν καλύτερη στις καλλιέργειες με συνδυασμό ΡΗΑ και IL2. 2. Κυτταρογενετικές υποομάδες στην παρούσα μελέτη Εβδομήντα τρεις ασθενείς (56,2%) παρουσίαζαν φυσιολογικό καρυότυπο ενώ πενήντα επτά ασθενείς (43,8%) παρουσίαζαν παθολογικό καρυότυπο (Πίνακας 1). Είκοσι δύο από τους 57 ασθενείς (38,59%) είχαν περισσότερες από μία χρωμοσωμική ανωμαλία. Έξι ασθενείς (4,6%) παρουσίαζαν >3 χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Τρισωμία 12 Η συχνότερη κυτταρογενετική ανωμαλία ήταν η τρισωμία 12 που ανιχνεύθηκε σε 26/130 ασθενείς (20%). Από αυτούς, οι 17 (65,4%) εμφάνιζαν αμιγή τρισωμία 12 (Εικόνα 1). Τέσσερις ασθενείς, εκτός από την τρισωμία 12 παρουσίαζαν και έλλειψη τμήματος του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 13, οι τρεις από τους τέσσερις στον ίδιο κλώνο και ένας σε διαφορετικό κλώνο (Εικόνα 2). Πέντρ ασθενείς παρουσίαζαν τρισωμία 12 σε συνδυασμό με άλλες χρωμοσωμικές! ανωμαλίες (Εικόνες 3-7). 69

70 Πίνακας 1. Αποτελέσματα κυτταρογενετικής ανάλυσης. ΑΣΘΕΝΗΣ Ρ1000 ΧΛΛ λ ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ 46,ΧΥ, del(3) (ρ23), del(13)(q12q14),add(18)(p13)[5]/46xy[15] Ρ103 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[36] Ρ104 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ [25] Ρ1060 ΧΛΛκ 47,ΧΧ,+12[3]/ 46,XX [26] Ρ1080 ΧΛΛ λ 46,ΧΧ[35] Ρ1082 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[25] Ρ1097 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ [25] Ρ1114 ΧΛΛκ 47,ΧΥ, +12 [2]/46,ΧΥ[25] Ρ1142 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[27] Ρ1156 ΧΛΛκ 47,XX,inv(9)(p13q21),+12[3}/47,XX,t(1 ;13)(ρ12 ;q12) inv(9)(p13q21),+12[3] / 46,ΧΧ[24] Ρ1157 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ1165 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[27] Ρ1173 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[26] Ρ1182 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ1188 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[25] Ρ1191 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[25] Ρ1215 ΧΛΛκ 46,XY,del(6) (q21 q27)[3]/ 46,ΧΥ[27] Ρ1306 ΧΛΛκ 47,XY,+i(17)(q10 )[5]/ 46,ΧΥ[20] Ρ131 ΧΛΛ λ 46,ΧΧ[40] Ρ1321 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[25] Ρ1346 ΧΛΛ λ 47,ΧΥ, +5 [3]/46,ΧΥ [28] Ρ14 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ1402 ΧΛΛ λ 46,ΧΧ[29] Ρ1403 ΧΛΛκ 47,ΧΧ,+12[2]/47, XX, del(13)(q12q14)+12[5]/46,xx[23] Ρ1404 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ141 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[25] Ρ1456 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[30] Ρ1504 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[26] Ρ1522 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[30] Ρ1558 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ [30] Ρ1563 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[30] Ρ1596 ΧΛΛκ 45,X, -X [7]/46,ΧΧ[18] Ρ1597 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[25] Ρ160 ΧΛΛ λ 47,XX,del(2)p(16),inv(6)(p21q25),inv(9)(p13q21) +del( 12)(q12q13Jadd20q13[14]/46,XX[11] Ρ1610 ΧΛΛκ 46,ΧΥ, add(17)(p13) [9]/46,ΧΥ, [28] Ρ1615 ΧΛΛκ 47,XX, + 12 [8]/46,ΧΧ[17] Ρ1618 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[26] Ρ1626 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[30] Ρ1627 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ1659 ΧΛΛ λ 46,XX [25] Ρ166 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[33] Ρ1697 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[40] Ρ1707 ΧΛΛκ 46,XX,del (11)(q2?1)[6]/ 46,XX, del(11)(q10) add(19)(p13)[4]/46,xx [16] Ρ173 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[26] Ρ1812 ΧΛΛ λ 47,ΧΥ, +12 [3]/46,ΧΥ[26] Ρ1823 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] 70

71 Πίνακας 1 (συνέχεια) ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ Ρ1837 ΧΛΛ λ 47,ΧΥ, +12 [3]/46,ΧΥ[22] Ρ1894 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[27] Ρ1911 ΧΛΛ κ 46,ΧΥ[36] Ρ1939 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[28] Ρ195 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[25] 43-44,X-Y,add(2)(q37),dic(3;11)(p21;q23),-8 add(8) (q24), add(16)(q24),-17,add(17)(p13),-18 Ρ1971 ΧΛΛκ +mar1,+mar2[cp18]/46,xy[11 ] 46,XX, del(14)(q22)[4]/46, XX, del(14)(q22) Ρ1989 ΧΛΛ λ +18[3]/46, XX [38] Ρ202 ΧΛΛ λ 46,XY,del (14)(q21q24)[10 ]/46,XY[42] Ρ2033 ΧΛΛκ 47,XY,+12[4]/46,XY[16] Ρ2143 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ2251 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ2255 ΧΛΛκ 46,XY[27] Ρ2355 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ2375 ΧΛΛκ 47,XX,+12[5]/46,XX[21] Ρ239 ΧΛΛ λ 46,XY[32] Ρ242 ΧΛΛκ 46,XX[35] Ρ2422 ΧΛΛ λ 46,XY, del(13)(q12q14)[4]/ 46,XY[21] Ρ2451 ΧΛΛκ 46, XX, del( 13)(q 12q 14)[2]/ 46,XY[23] Ρ2452 ΧΛΛκ 47,XY,+Y,del(4)(q21q31 )[2]/46,XY[30] 43-45, XX,add(2)(q27), t(8 ;17)(p2?3 ;q11) Ρ2512 ΧΛΛκ -13,-18, +mar [cp9]/ 46,XX [15] 46,X, t(y;11)(q12;q23), del(13)(q12q14)[11] Ρ2548 ΧΛΛκ 46,XY, t(3 ;5)(q29 ;q23) [2]/ 46,XY[25] Ρ2577 ΧΛΛ λ 46,XY, inv(9)(p13q21 )[25] Ρ2703 ΧΛΛ λ 47,XY, +12 [11]/46, XY[14] Ρ280 ΧΛΛ λ 46,XY,t(9 ;12)(p11 ;q11)[3]/46,xy[22] Ρ283 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ297 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ307 ΧΛΛ λ 46,XX[34] Ρ314 ΧΛΛ λ 46,XX[37] Ρ323 ΧΛΛκ 46,XX[25] Ρ324 ΧΛΛκ 46,XY[42] Ρ325 ΧΛΛκ 46,XX[25] 46,XY, add(10)(q26), t(13 ;18)(q14 ;q21)[8]/ Ρ326 ΧΛΛ λ 46,XY[27] Ρ333 ΧΛΛκ 47,XX,+8[9]/46,XX [11] Ρ341 ΧΛΛκ 46,XX [15] Ρ343 ΧΛΛκ 46,XY [50] Ρ364 ΧΛΛ λ 47,XX,+12 [6] /46,XX[20] 45,XY, inv(9)(p13q21 ),der( 12)t(12; 17)(p23;q12) -17[7]/45,XY, der(6)t(6; 17)(p2?3;q 12) Ρ373 ΧΛΛ λ inv(9)(p13q22),-17[5]/46,xy[18] Ρ374 ΧΛΛ Λ 46,XY,del(11 )(q23)[6]/46,xy [19] Ρ380 ΧΛΛκ 47,XX,+12[5]/46,XX[21] Ρ409 ΧΛΛκ 46, XX, t(3 ;22) (p21 ;q13)[7]/46,xx[23] 47, XY,+12[1]/ 47,XY,+add(12)(p13) Ρ416 ΧΛΛκ del(13)(q11q14)[2]/46,xy[23] Ρ417 ΧΛΛκ 46,XY[25] 71

72 Πίνακας 1 (συνέχεια) ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ Ρ436 ΧΛΛκ 46,ΧΧ[25] Ρ437 ΧΛΛ λ 46,XX,del(13)(q12q 14)[2]/46,ΧΧ [28] 46,XY,t(3 ; 13)(ρ14 ;q34)[2]/ Ρ438 ΧΛΛ κ 46,ΧΥ[26] Ρ439 ΧΛΛκ 46,ΧΥ[25] Ρ441 ΧΛΛκ 48,ΧΥ,+12,+19[8]/46,ΧΥ[12] Ρ452 ΧΛΛκ 46,ΧΥ,?del(13)(q12q14)[2]/46,ΧΥ[23] Ρ459 ΧΛΛκ 46,XX,del(13)(q121q14)[2]/ 46,ΧΧ[24] 46,XY,del(13)(q12q14)[2]/47,XY,+12,del(13)(q12q14)[3] Ρ506 ΧΛΛ λ 46,ΧΥ[20] Ρ512 ΧΛΛκ 46,ΧΥ, del(11)(q23)[9]/46,xx[16] Ρ534 ΧΛΛ λ 47,ΧΥ, +12 [3]/ 46, ΧΥ[22], Ρ545 ΧΛΛκ 46,ΧΥ [25] Ρ571 ΧΛΛκ 47,ΧΥ,+12[13]/46,ΧΥ[2] 40-41,X,-Y,-4,del(7)(p14),add(7)(p23),der(8)t(8 ;?17)(q24 ;q11-9,add(10)(p15),-13, -15, add(16)(q21 ),-17,-18,-18,+?21 Ρ573 ΧΛΛκ +mar1,+mar2,+mar3[cp13]/46,xy[3] Ρ585 ΧΛΛκ 46,XY[26] Ρ590 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ608 ΧΛΛκ 46,XY[25] Ρ611 ΧΛΛ λ 46,XY[25] Ρ630 ΧΛΛ λ 47,XX,+12[4}/46,XX[21] Ρ650 ΧΛΛ λ 46,XX[26] Ρ66 ΧΛΛ λ 46,XY [25] 46,XY,del(6) (q21q25)[6]/45,x,-y,del(6) (q21 q25),)[1 ] Ρ668 ΧΛΛκ 45,X,-Y[5]/46,XY[18] Ρ675 ΧΛΛ λ 46,XY[30] Ρ680 ΧΛΛκ 46,XX[29] Ρ684 ΧΛΛ λ 46,XY, 1qh+ [25] Ρ689 ΧΛΛ λ 48,XY,+3,+12 [9]/46,XY[16] Ρ690 ΧΛΛκ 46, XX[26] 47, XY,+12)[2]/ 46,XY,del(13)(q12q14)[2] Ρ711 ΧΛΛκ 46,XY,del(14)(q24)[2]/ 46,XY[25] Ρ717 ΧΛΛκ 46,XX,+7,-10, del(13)(q14q22)[2]/46,xx [25] Ρ775 ΧΛΛ λ 46,XX[25] Ρ781 ΧΛΛκ 46,XX[35] 44,XX,?der(1),del1(q22),+ der(1)(q22) del(2)(p22), der(5)t(5;13)(q35;q14) Ρ788 ΧΛΛ λ add(7)(q36), add(8)(q24),-13,-13[cp12]/46,xy[13] 46,XY,del(11)(q23),-13,+add(19)(p13) Ρ79 ΧΛΛκ?del(20)(q11)[5]/46,XY[25] Ρ795 ΧΛΛκ 47, XX+12[2]/46XX[30] Ρ84 ΧΛΛκ 46,XX[21] Ρ860 ΧΛΛκ 46,XX[25] Ρ886 ΧΛΛκ 46,X,-X,+12[3] /46,XX [24] Ρ896 ΧΛΛκ 47,XY,+12[6]/46,XY[19] Ρ906 ΧΛΛ λ 46,XY[25] Ρ907 ΧΛΛκ 46,XX[25] Ρ922 ΧΛΛ λ 46,XY[25] Ρ948 ΧΛΛκ 47,XY,+12[8]/46,XY[17] Ρ975 ΧΛΛκ 47,XY, +12 [7]/46,XY[18] 72

73 * ΐ η 1 ft II a k ji ft nt Mf feb IS S I X Εικόνα 1. Καρυότυπος ασθενούς με αμιγή τρισωμία , ΧΥ, +12. n 11 HI fl 11 tj M II ti S 1 3 I %% IS * * IS ll X Εικόνα 2. Καρυότυττος ασθενούς. 47, XX, del(13)(q12q14),

74 1 Εικόνα 4. Καρυότυττος ασθενούς. 48, ΧΥ, +3,

75 I * n m M i$ 8* m. ft Εικόνα 5. Καρυότυττος ασθενούς. 46, X, -X, * f 4h * * M J i n 4 & '<41 SR X T Εικόνα 6. Καρυότυπος ασθενούς. 47, XX, t(1;13)(p12;q12), inv(9)(p13q21),

76 Εικόνα 7. Καρυότυττος ασθενούς. 47, XX,del(2)(p16), inv(6)(p21q25), inv(9)(p13q21), add(20)(q13). +del(12)(q12q13),! η * ft* 4 it & A at H ft A ft A H X T Εικόνα 8. Καρυότυπος ασθενούς. 46, XX, del(13)(q12q14). 76

77 Χρωμόσωμα 13 Δεύτερη σε συχνότητα ήταν η χρωμοσωμική ανωμαλία του χρωμοσώματος 13 (19/130 περιπτώσεις, 14,6%), υπό μορφή έλλειψης τμήματος του μακρού βραχίονα del(13)(q12q14) (12/19 περιπτώσεις), συμμετοχής του μακρού βραχίονα σε μετάθεση t13q (4/19 περιπτώσεις) ή πλήρους έλλειψης του χρωμοσώματος 13 (4/19 περιπτώσεις). Ένας ασθενής αυτής της υποομάδας παρουσίαζε ταυτόχρονα έλλειψη του 13 και συμμετοχή του χρωμοσώματος 13 σε μετάθεση. Μόνο 5 ασθενείς παρουσίαζαν ως μόνη χρωμοσωμική ανωμαλία την έλλειψη τμήματος του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 13 (Εικόνα 8). Χρωμόσωμα 11 Πέντε ασθενείς (3,8%) παρουσίαζαν χρωμοσωμική ανωμαλία στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 11 (dell 1 q-, 3 περιπτώσεις/ t11q23, 2 περιπτώσεις). Δύο μόνο ασθενείς παρουσίαζαν ως μόνη χρωμοσωμική ανωμαλία την dell 1 q23 (Εικόνα 9). Χρωμόσωμα 17 Πέντε ασθενείς (3,8%) παρουσίαζαν χρωμοσωμική ανωμαλία του χρωμοσώματος 17, υπό μορφή έλλειψης/μετάθεσης της 17ρ13 ή πλήρους απώλειας του χρωμοσώματος 17 (Εικόνα 10). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις από τους πέντε ασθενείς παρουσίαζαν σύνθετο καρυότυπο. Ένας ασθενής παρουσίαζε ισοχρωμόσωμα 17q (Εικόνα 11). Χρωμόσωμα 6 Δύο ασθενείς παρουσίαζαν έλλειψη του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 6 (Εικόνα 12). Χρωμόσωμα 14 Δύο ασθενείς παρουσίαζαν χρωμοσωμική ανωμαλία του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 14. Φυλετικά χρωμοσώματα Τρεις ασθενείς παρουσίαζαν απώλεια του φυλετικού χρωμοσώματος Υ και ένας επιπρόσθετο Υ. Δύο γυναίκες ασθενείς παρουσίαζαν απώλεια του φυλετικού χρωμοσώματος X. 77

78 2 3 Λ δ» IX 11 «1 %% * II Jtm- * * S X Εικόνα 9. Καρυότυπος ασθενούς. 46, ΧΥ, del(11)(q23) δ * Εικόνα 10. Καρυότυπος ασθενούς. 46, ΧΥ, add(17)(p13). 78

79 Εικόνα 11. Καρυότυπος ασθενούς. 47, XX,+i(17)(q10). ρ η η δ tift 14 is ft 15 * 4 χκ 16 A* * ft» 18 a X τ Εικόνα 12. Καρυότυπος ασθενούς. 46, XY,del(6)(q21q27) 79

80 Χρωμόσωμα 18 Έξι ασθενείς (4,6%) παρουσίαζαν χρωμοσωμικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 18. Άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες Άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες όπως τρισωμία 3, τρισωμία 5, τρισωμία 8 παρατηρήθηκαν σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ανωμαλίες ή μεμονωμένα. Νέες χρωμοσωμικές ανωμαλίες Νέες χρωμοσωμικές ανωμαλίες ανιχνεύθηκαν σε επτά ασθενείς. Στην κατηγορία αυτή των ασθενών θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Κλωνική εξέλιξη Δώδεκα ασθενείς με παθολογικό καρυότυπο παρουσίαζαν κλωνική εξέλιξη. Οι τέσσερις από τους 12 ασθενείς (33%) εμφάνιζαν ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q ή 17 ρ. Τρεις ασθενείς μελετήθηκαν με κλασσική κυτταρογενετική τόσο κατά την διάγνωση όσο και κατά την εξέλιξη της νόσου. Οι δύο στη διάγνωση της νόσου παρουσίαζαν φυσιολογικό καρυότυπο, ενώ στη εξέλιξη της νόσου ο ένας έφερε χρωμοσωμική ανωμαλία στο 11 q και ο άλλος στο 17ρ. Ο τρίτος ασθενής στην αρχή της μελέτης παρουσίαζε τον εξής καρυότυπο: 46,XY,add(10)(q26), t(13;18)(q14;q21). Κατά την εξέλιξη της νόσου εμφάνισε εξελικτικό κλώνο, ο οποίος εκτός των προαναφερόμενων χρωμοσωμικών ανωμαλιών έφερε και έλλειψη 17ρ. Έτσι, κατά την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης, 7/15 ασθενείς (46,6%) με εξέλιξη κλώνου παρουσίαζαν βλάβες στα χρωμοσώματα 11 και Νέες χρωμοσωμικές μεταθέσεις Κατά τον έλεγχο των ασθενών με κλασσική κυτταρογενετική ανάλυση αναγνωρίσθηκαν 8 νέες χρωμοσωμικές μεταθέσεις σε επτά ασθενείς με ΧΑΛ. Οι μεταθέσεις αυτές ορίσθηκαν ως «νέες» μετά από αναζήτηση στη βάση δεδομένων National Cancer Institute Mitelman Database of Chromosome aberrations in Cancer ( που αποκάλυψε ότι καμία από τις οκτώ δεν έχει αναφερθεί σε ασθενείς με ΧΑΛ. Ασθενής 1. Άνδρας, 60 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 0/ Binet Α. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΑΛ. Ανοσοφαινότυπος περιφερικού αίματος: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38- slgm^). Γονίδιο IGHV: μεταλλαγμένο/ γονίδιο IGLV: μεταλλαγμένο. Ο ασθενής δεν 80

81 έχει λάβει θεραπεία και παραμένει σε σταθερή κατάσταση (42 μήνες από τη διάγνωση). Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 25 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος : 46, ΧΥ, t(9;12)(q12;p11) [3]/ 46, ΧΥ [22] (Εικόνα 13). χ» U. U Q p»> ν w m II δβ ii «Λ» W' if IS 88 fa as as S 8 δ S X Y Εικόνα 13. Καρυότυπος ασθενούς 46, ΧΥ, t(9;12)(q12;p11) Ασθενής 2. Άνδρας, 56 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 21 Binet Β. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ. Ανοσοφαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38-slgM^). Γονίδιο IGHV: αμετάλλακτο/ γονίδιο IGLV: αμετάλλακτο. Αρχική αντιμετώπιση: χλωραμβουκίλη/μεθυλπρεδνιζολόνη -> προοδευτική αύξηση μεγέθους λεμφαδένων προσθήκη βινκριστίνης στην ως άνω αγωγή -» προσωρινή βελτίωση και ταχεία επιδείνωση -> αντιμετώπιση με συνδυασμό Rituximab-Fludarabine- Cyclophosphamide μικρή ανταπόκριση. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 35 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος: 46, ΧΥ, add(10)(q26), t(13;18)(q14;q21) [8]/ 46, ΧΥ [27] (Εικόνα 14). 81

82 1 s Aft 81 m m m ## as m # i ύ X Y Εικόνα 14. Καρυότυπος ασθενούς 46, ΧΥ, add(10)(q26), t(13;18)(q14;q21) Ασθενής 3. Άνδρας, 46 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 2/ Binet Β. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ, Ανοσοφαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38-slgM(K). Ο ασθενής δεν έχει λάβει θεραπεία και παραμένει σε σταθερή κατάσταση (84 μήνες από τη διάγνωση). Γονίδιο IGHV: μεταλλαγμένο/ γονίδιο IGKV: μεταλλαγμένο. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 28 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος: 46, ΧΥ, t(3;13)(p14;q34) [2]/46, ΧΥ [26] (Εικόνα 15). Ασθενής 4. Άνδρας, 58 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 1/ Binet Α. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ. Ανοσοφαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38-slgM(K). Ο ασθενής δεν έχει λάβει θεραπεία και παραμένει σε σταθερή κατάσταση 10 μήνες μετά τη διάγνωση. Γονίδιο IGHV: αμετάλλακτο/ γονίδιο IGKV: αμετάλλακτο. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 29 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος: 44,X-Y,add(2)(q37), dic(3;11)(p21;q23), -8, add(8)(q24), add(16)(q24), -17,add(17)(p13),-18,+mar1,+mar2[cp18]/46,XY[11].(Εικόνα16). 82

83 II s X T Εικόνα 15. Καρυότυττος ασθενούς 46, XY, t(3;13)(p14;q34) Εικόνα 16. Καρυότυπος ασθενούς. 44, Χ-Υ, dic(3;11)(p21;q23), add(8)(q24), -17, add(17)(p13), -18, +mar1, +mar2. 83

84 Ασθενής 5. Άνδρας, 70 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 1/ Binet Α. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ. Ανοσοψαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38+slgM(K). Ο ασθενής δεν έχει λάβει θεραπεία και παραμένει σε σταθερή κατάσταση 5 μήνες μετά τη διάγνωση. Γονίδιο IGHV: αμετάλλακτο/ γονίδιο IGKV: δεν αναλύθηκε. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 36 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος: 46,X, t(y;11)(q12;q23), del(13)(q12q14)[11]/ 46,ΧΥ, t(3;5)(q29;q23) [2]/ 46,ΧΥ[25] (Εικόνες 17-18). 1 Ζ Η 11 Η 4 Μ «$ \ Μ 14 8* Μ f % Jtl * 4 4 1» X τ Εικόνα 17. Καρυότυπος ασθενούς. 46,X, t(y;11)(q12;q23), del(13)(q12q14). 84

85 HI Εικόνα 18. Καρυότυπος ασθενούς. 46,ΧΥ, t(3;5)(q29;q23) Ασθενής 6. Γυναίκα, 66 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 0/ Binet Α. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ. Ανοσοφαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38-slgM(K). Η ασθενής δεν έχει λάβει θεραπεία και παραμένει σε σταθερή κατάσταση (77 μήνες από τη διάγνωση). Γονίδιο IGHV: μεταλλαγμένο/ γονίδιο IGKV: μεταλλαγμένο. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 30 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος: 46,XX, t(3;22) (ρ21 ;q13)[7]/ 46,ΧΧ[23] (Εικόνα 19). Ασθενής 7. Γυναίκα, 63 ετών. Κλινικό στάδιο: Rai 2/ Binet Α. Μορφολογικά ευρήματα ΠΑ και μυελού οστών (ΜΟ) (αναρρόφημα και οστεομυελική βιοψία) συμβατά με ΧΛΛ. Ανοσοφαινότυπος ΠΑ: CD5+CD19+CD20+CD23+CD43+CD38+slgM(K). Η ασθενής εμφάνισε πρόοδο νόσου τρία χρόνια μετά τη διάγνωση, αλλά δεν χρειάστηκε να λάβει θεραπεία. Έκτοτε, παραμένει σε σταθερή κατάσταση, 9 χρόνια από τη διάγνωση. Γονίδιο IGHV: μεταλλαγμένο/ γονίδιο IGKV: μεταλλαγμένο. Κατά τον κυτταρογενετικό έλεγχο (ανάλυση 30 μεταφάσεων) βρέθηκε ο ακόλουθος καρυότυπος:47, XX inv(9)(p13q22), +12[3]/47, X\f(1;13)(p12;q12), inv(9)(p13q22), +12 [3] / 46, XX [24] (Εικόνα 6). 85

86 s β A * ft 13 Μ 1S λ η ^ ft * % It X Τ Εικόνα 191. Καρυότυπος ασθενούς,. 46,XX, t(3;22) (P21;q13) B. ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Η ανάλυση των επιφανειακών δεικτών του κακοήθους κλώνου πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της κυτταρομετρίας ροής σε δείγματα περιφερικού αίματος των ασθενών. Όλοι οι ασθενείς είχαν τυπική ανοσοφαινοτυπική εικόνα χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας με παρουσία CD5+CD19+CD20+CD23+ κυττάρων. Ογδόντα τρεις ασθενείς (63,8%) εξέφραζαν κ-ελαφριά αλυσίδα, ενώ 47 (36,1%) εξέφραζαν λ- ελαφριά αλυσίδα. Ο ισότυπος της βαριάς αλυσίδας των κλωνογενών κυττάρων προσδιορίσθηκε σε 124 περιπτώσεις (Πίνακας 2). Από αυτές, ισότυπο Μ/ Μ, D/ G/ Α είχαν 48/ 54/ 21/ 1 περιπτώσεις. Η έκφραση του CD38 (επι των CD19 θετικών κυττάρων) μελετήθηκε σε 129 περιπτώσεις: με ουδό θετικότητας το 20%, βρέθηκαν 29 ασθενείς (22.5%) με CD38 (+) κύταρα, ενώ οι υπόλοιποι 100 (77.5%) ήταν CD38 (-) (Πίνακας 2). Η έκφραση του FMC7 (επί των CD19 θετικών κυττάρων) μελετήθηκε σε 128 περιπτώσεις: βρέθηκαν 99 FMC7 (-) ασθενείς (77.3%), 17 FMC7 (+) ασθενείς (13.3%), ενώ οι υπόλοιποι 12 (9.4%) εμφάνιζαν ασθενή έκφραση του FMC7 (Πίνακας 2). 86

87 Πίνακας 2. Αποτελέσματα ανοσοφαινοτυπικής ανάλυσης με κυτταρομετρία ροής. IgH: εκφραζόμενος ισότυπος/ NEG: αρνητικό/ POS: θετικό/ DIM: ασθενής έκφραση/ ΔΑ: δεν αναλύθηκε. ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ IgH CD38 FMC7 Ρ1000 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ103 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ104 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ1060 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ1080 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ1082 ΧΛΛκ G NEG DIM Ρ1097 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1114 ΧΛΛκ G POS NEG Ρ1142 ΧΛΛκ Μ D POS NEG Ρ1156 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ1157 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ1165 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ1173 ΧΛΛκ Μ D POS NEG Ρ1182 ΧΛΛκ Μ NEG DIM Ρ1188 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1191 ΧΛΛ κ Μ D NEG NEG Ρ1215 ΧΛΛ κ Μ NEG NEG Ρ1306 ΧΛΛ κ Μ NEG NEG Ρ131 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1321 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1346 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ14 ΧΛΛκ Μ D POS NEG Ρ1402 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1403 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ1404 ΧΛΛκ ΔΑ NEG NEG Ρ141 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ1456 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1504 ΧΛΛκ Μ NEG DIM Ρ1522 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1558 ΧΛΛ λ G NEG NEG Ρ1563 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ1596 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ1597 ΧΛΛ λ ΔΑ NEG YES Ρ160 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1610 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ1615 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ1618 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1626 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ1627 ΧΛΛκ Μ D NEG YES Ρ1659 ΧΛΛ λ Μ NEG YES Ρ166 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1697 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ1707 ΧΛΛ κ Μ POS NEG 87

88 Πίνακας 2 (Συνέχεια) ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ igh CD38 FMC7 Ρ173 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ1812 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1823 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ1837 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ1894 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ1911 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ1939 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ195 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ1971 ΧΛΛκ Μ NEG DIM Ρ1989 ΧΛΛ λ G NEG NEG Ρ202 ΧΛΛ λ G NEG NEG Ρ2033 ΧΛΛκ Μ D NEG YES Ρ2143 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ2251 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ2255 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ2355 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ2375 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ239 ΧΛΛ λ G NEG NEG Ρ242 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ2422 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ2451 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ2452 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ2512 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ2548 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ2577 ΧΛΛ λ Μ NEG DIM Ρ2703 ΧΛΛ λ ΔΑ POS NEG Ρ280 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ283 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ297 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ307 ΧΛΛ λ G NEG NEG Ρ314 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ323 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ324 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ325 ΧΛΛκ Μ POS NEG Ρ326 ΧΛΛ λ Μ D NEG DIM Ρ333 ΧΛΛκ ΔΑ POS NEG Ρ341 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ343 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ364 ΧΛΛ λ Μ D NEG DIM Ρ373 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ374 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ380 ΧΛΛκ Μ D POS YES Ρ409 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ416 ΧΛΛκ Μ D NEG DIM Ρ417 ΧΛΛκ A NEG DIM Ρ436 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ437 ΧΛΛ λ Μ POS NEG Ρ438 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ439 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG 88

89 Πίνακας 2 (Συνέχεια) ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ igh CD38 FMC7 Ρ441 ΧΛΛκ G NEG YES Ρ452 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ459 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ506 ΧΛΛ λ Μ D POS ΔΑ Ρ512 ΧΛΛκ Μ NEG DIM Ρ534 ΧΛΛ λ Μ POS YES Ρ545 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ571 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ573 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ585 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ590 ΧΛΛκ Μ NEG DIM Ρ608 ΧΛΛκ Μ D NEG YES Ρ611 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ630 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ650 ΧΛΛ λ Μ D POS YES Ρ66 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ668 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ675 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ680 ΧΛΛκ Μ D NEG DIM Ρ684 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ689 ΧΛΛ λ Μ D POS NEG Ρ690 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ711 ΧΛΛκ Μ NEG YES Ρ717 ΧΛΛκ ΔΑ NEG NEG Ρ775 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ781 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ788 ΧΛΛ λ Μ NEG NEG Ρ79 ΧΛΛκ Μ D POS NEG Ρ795 ΧΛΛκ Μ D POS NEG Ρ84 ΧΛΛκ ΔΑ ΔΑ ΔΑ Ρ860 ΧΛΛκ Μ NEG NEG Ρ886 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ896 ΧΛΛκ Μ D NEG NEG Ρ906 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ907 ΧΛΛκ G NEG NEG Ρ922 ΧΛΛ λ Μ D NEG NEG Ρ948 ΧΛΛκ G NEG YES Ρ975 ΧΛΛκ Μ D POS YES 89

90 Γ. ΜΟΡΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1. Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV Με την τεχνική RT-PCR ενισχύθηκαν 130 μετάγραφα IGHV-D-J εντός αναγνωστικού πλαισίου (in frame) σε 130 ασθενείς με τυπική ΧΛΛ. Στο σύνολο των 130 περιπτώσεων αναγνωρίσθηκαν 34 διαφορετικά γονίδια IGHV. Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται τα 34 διαφορετικά γονίδια IGHV που αναγνωρίσθηκαν στις αναδιατάξεις και η συχνότητα τους (Εικόνα 20). Πίνακας 3. Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV στην παρούσα μελέτη. ΓΟΝΙΔΙΟ IGHV Ν % IGHV ,8 IGHV ,6 IGHV ,5 IGHV ,5 IGHV ,2 IGHV ,3 IGHV ,5 IGHV ,8 IGHV ,5 IGHV ,1 IGHV ,4 IGHV ,7 IGHV ,6 IGHV ,8 IGHV ,6 IGHV ,4 IGHV ,8 IGHV ,8 IGHV ,3 IGHV ,8 IGHV ,5 IGHV ,8 IGHV ,1 IGHV ,5 IGHV ,8 IGHV ,3 IGHV ,5 IGHV ,9 IGHV ,8 IGHV ,8 IGHV ,8 IGHV4-b 4 3,1 IGHV5-a 2 1,5 IGHV ,8 90

91 IGHV3-23 IGHV3-7 IGHV4-34 ΑΛΛΑ IGHV1-3 IGHV1-46 IGHV2-5 IGHV3-13 IGHV3-9 IGHV5-a IGHV1-8 IGHV3-64 IGHV4-31 IGHV3-15 IGHV4-39 IGHV3-74 IGHV4-b IGHV1-69 IGHV3-48 IGHV3-21 IGHV3-33 IGHV1-2 IGHV3-30 Εικόνα 20. Ρεπερτόριο γονιδίων IGHV στην παρούσα μελέτη. Μεταξύ των 34 διαφορετικών γονιδίων IGHV που αναγνωρίσθηκαν, συχνότερα ήταν τα IGHV4-34 (15 περιπτώσεις, 11,5%), IGHV3-07 (11, 8,5%), IGHV3-23 (10, 7,7%), IGHV4-39 (9, 6,9%) και IGHV1-69 (8, 6,2%). Συνολικά, τα πέντε προαναφερθέντα γονίδια αντιπροσωπεύουν 41% του ρεπερτορίου. Το ρεπερτόριο των γονιδίων IGHV της παρούσας μελέτης εμφανίζει ομοιότητες αλλά και διαφορές από αντίστοιχα ρεπερτόρια προηγούμενων μελετών. Πιθανές ερμηνείες του φαινομένου δίνονται στη Συζήτηση. Πενήντα επτά από τις 130 αναδιατάξεις IGHV-D-J (43,8 %) ήταν αμετάλλακτες (είχαν ποσοστό ομολογίας >98% με την αντίστοιχη αλληλουχία του μη αναδιαταγμένου γονίδιου). Από αυτές, οι 38 αλληλουχίες είχαν ομολογία 100%. Στην ομάδα των μεταλλαγμένων αναδιατάξεων, 54/73 αλληλουχίες IGHV-D-J είχαν ομολογία μικρότερη από 95%. Τα πιο συχνά γονίδια IGHV στις ομάδες των αμετάλλακτων και μεταλλαγμένων αλληλουχιών φαίνονται στον Πίνακα 4. 91

92 Πίνακας 4. Συχνότερα γονίδια IGHV στη μεταλλαγμένη και την αμετάλλακτη ομάδα. 0/ /ο Μεταλλαγμένη ομάδα Σειρά Αμετάλλακτη ομάδα 0/ /o 20,5 IGHV4-34*08 1 IGHV1-69*01 12,3 15,1 IGHV3-7*01 2 IGHV4-39*01 12,3 9,6 IGHV3-23*01 3 IGHV3-21*01 10,5 6,8 IGHV3-30*18 4 IGHV3-48*01 10,5 4,1 IGHV4-31*03 5 IGHV1-2*02 8,8 Οι αλληλουχίες των μεταλλαγμένων αναδιατάξεων εξετάσθηκαν για την πιθανότητα επιλογής από κλασικό Τ-εξαρτώμενο αντιγόνο. Ο υπολογισμός της πιθανότητας μια αναδιάταξη να έχει επιλεγεί από αντιγόνο έγινε μετά από ανάλυση της κατανομής των μεταλλάξεων στις περιοχές CDRs και FRs -με βάση την οριοθέτησή τους από το IMGT- σύμφωνα με το πολυπαραμετρικό μοντέλο (163). Από τη σχετική ανάλυση, ενδείξεις επιλογής από αντιγόνο από τις περιοχές CDR προέκυψαν για 21/73 μεταλλαγμένες αλληλουχίες (28,8%). Σε 17/21 αλληλουχίες επιλεγμένες από τις περιοχές CDR υπήρχαν επίσης ενδείξεις επιλογής και από τις περιοχές FR, 2. Ρεπερτόριο IGKV Με την τεχνική RT-PCR ενισχύθηκαν 81 μετάγραφα εντός αναγνωστικού πλαισίου (in frame) σε 81 ασθενείς με κλωνοτυπική κ ελαφριά αλυσίδα. Σε δύο ασθενείς δεν επιτεύχθηκε ενίσχυση της κλωνοτυπικής αναδιάταξης IGKV-J. Στον Πίνακα 5 παρουσιάζονται τα 17 διαφορετικά γονίδια IGKV που αναγνωρίσθηκαν στις αναδιατάξεις και η συχνότητα τους (Εικόνα 21). Πίνακας 5. Χρησιμοποίηση γονιδίων IGKV στο ρεπερτόριο της ΧΛΛ. ΓΟΝΙΔΙΟ IGKV Ν % IGKV ,5 IGKV ,2 IGKV ,2 IGKV ,5 IGKV ,6 IGKV ,7 IGKV ,5 IGKV1-33/1D ,7 IGKV1-39/1D ,8 IGKV ,5 IGKV ,9 IGKV2D ,7 IGKV2D ,5 IGKV ,9 IGKV ,7 IGKV ,0 IGKV ,1 92

93 IG K V1-12 IGKV1-13 IGKV1-9 IGKV1-33/1D-33 IGKV1-39/1D-39 Εικόνα 21. Ρεπερτόριο γονιδίων IGKV στην παρούσα μελέτη. Τα περισσότερα μετάγραφα χρησιμοποιούσαν IGKV γονίδια από το «εγγύς» σε σχέση με την περιοχή Jk-Ck άθροισμα γονιδίων (J-proximal cluster) (61/81 αναδιατάξεις), ενώ μόνο σε 2/81 αναδιατάξεις βρέθηκε το γονίδιο IGKV2D-29 από το «άπω» σε σχέση με την περιοχή Jk-Ck άθροισμα γονιδίων (J-distal cluster). Στις υπόλοιπες αναδιατάξεις (18/81) βρέθηκαν γονίδια που έχουν ίδια αλληλουχία τόσο στο «εγγύς» όσο και στο «άπω» σύμπλεγμα και δεν είναι δυνατό να διακριθούν στις αναδιατάξεις. Τα γονίδια αυτά ήταν τα IGKV1-39 και IGKV1D-39 (12/81), IGKV1-33 και IGKV1D-33 (3/81), IGKV2-28 και IGKV2D-28 (3/81). Το πιο συχνό γονίδιο στο ρεπερτόριο της κ-χλα ήταν το IGKV3-20 (13 περιπτώσεις, 16%) και ακολούθησαν τα γονίδια IGKV1-39/1D-39 (12 περιπτώσεις, 14,8%), IGKV4-1 (9 περιπτώσεις, 11,1%), IGKV3-11 και IGKV2-30 (από 8 περιπτώσεις, 9,9%) και, τέλος, IGKV1-5 (7 περιπτώσεις, 8,6%). Σαράντα μία από τις 81 αναδιατάξεις IGKV-J (50,6%) ήταν αμετάλλακτες. Από αυτές, οι 27 αλληλουχίες IGKV-J είχαν ομολογία 100%. Στην ομάδα των μεταλλαγμένων αναδιατάξεων, 7/40 αλληλουχίες IGKV είχαν ομολογία μικρότερη από 95%. Τα πιο συχνά γονίδια IGKV στις ομάδες των αμετάλλακτων και μεταλλαγμένων αλληλουχιών φαίνονται στον Πίνακα 6. 93

94 Πίνακας 6. Συχνότερα γονίδια IGKV στη μεταλλαγμένη και την αμετάλλακτη ομάδα. 0/ /ο Μεταλλαγμένη ομάδα Σειρά Αμετάλλακτη ομάδα 0/ /ο 17,5 IGKV IGKV1-39/1D-39 19,5 15 IGKV IGKV ,6 12,5 IGKV4-1 3 IGKV4-1 9,8 10 IGKV IGKV3-11 9,8 10 IGKV1-39/1D-39 5 IGKV1-5 7,3 10 IGKV1-5 6 IGKV2D-28 4,9 Οι αλληλουχίες των μεταλλαγμένων αναδιατάξεων εξετάσθηκαν για την πιθανότητα επιλογής από κλασικό Τ-εξαρτώμενο αντιγόνο. Από τη σχετική ανάλυση, ενδείξεις επιλογής από αντιγόνο από τις περιοχές CDR προέκυψαν για 11/40 μεταλλαγμένες αλληλουχίες (27,5%). Σε 6/11 αλληλουχίες επιλεγμένες από τις περιοχές CDR υπήρχαν επίσης ενδείξεις επιλογής και από τις περιοχές FR (με χαμηλό λόγο μεταλλάξεων R:S). Παράλληλη ανάλυση του προτύπου μεταλλάξεων σε αναδιατάξεις IGH και IGK ήταν δυνατή σε 81/83 περιπτώσεις κ-χλλ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μεταλλαγμένες αναδιατάξεις IGHV συνδυάστηκαν με μεταλλαγμένες αναδιατάξεις IGKV και αντιστρόφως. Μόνο μια περίπτωση έφερε αμετάλλακτα γονίδια IGH σε συνδυασμό με μεταλλαγμένα γονίδια 1GK με μικρό φορτίο μεταλλάξεων (ομολογία 97,9 %). 3. Ρεπερτόριο IGLV Με την τεχνική RT-PCR ενισχύθηκαν 42 μετάγραφα IGLV-J εντός αναγνωστικού πλαισίου (in ίγθπιβ) σε 42 ασθενείς με κλωνοτυπική λ ελαφριά αλυσίδα. Σε πέντε ασθενείς δεν επιτεύχθηκε ενίσχυση της κλωνοτυπικής αναδιάταξης IGLV-J. Στον Πίνακα 7 παρουσιάζονται τα 13 διαφορετικά γονίδια IGLV που αναγνωρίσθηκαν στις αναδιατάξεις και η συχνότητα τους (Εικόνα 22). Παρατηρείται ότι τα έξι συχνότερα γονίδια αντιπροσωπεύουν το 80,8% των αναδιατάξεων. Εικοσιτρείς από τις 42 αναδιατάξεις IGLV-J (54,7%) ήταν αμετάλλακτες. Από αυτές, οι 13 αλληλουχίες IGLV-J είχαν ομολογία 100%. Στην ομάδα των μεταλλαγμένων αναδιατάξεων, 4/19 αλληλουχίες IGLV είχαν ομολογία μικρότερη από 95%. Συχνότερα γονίδια IGLV στην ομάδα των αμετάλλακτων αλληλουχιών ήταν τα IGLV3-21 (7/23 περιπτώσεις, 30,4%) και IGLV1-40 (4/23 περιπτώσεις, 17,3%). Συχνότερα γονίδια IGLV στην ομάδα των μεταλλαγμένων αλληλουχιών ήταν τα IGLV2-8 (8/19 περιπτώσεις, 42,1%) και IGLV1-44 (3/19 περιπτώσεις, 15,8%). 94

95 Πίνακας 7. Χρησιμοποίηση γονιδίων IGLV στο ρεπερτόριο της ΧΛΛ. ΓΟΝΙΔΙΟ IGLV Ν % IGLV ,1 IGLV ,9 IGLV ,9 IGLV ,1 IGLV ,4 IGLV ,8 IGLV ,8 IGLV ,0 IGLV ,4 IGLV ,4 IGLV ,4 IGLV ,4 IGLV ,4 Εικόνα 22. Ρεπερτόριο γονιδίων IGLV στην παρούσα μελέτη. Από την ανάλυση με το πολυπαραμετρικό μοντέλο (163), ενδείξεις για πιθανότητα επιλογής από κλασικό Τ-εξαρτώμενο αντιγόνο από τις περιοχές CDR προέκυψαν για 10/19 μεταλλαγμένες αλληλουχίες (52%). Σε 4/10 αλληλουχίες επιλεγμένες από τις περιοχές CDR υπήρχαν επίσης ενδείξεις επιλογής και από τις περιοχές FR (με χαμηλό λόγο μεταλλάξεων R:S). Παράλληλη ανάλυση του προτύπου μεταλλάξεων σε αναδιατάξεις IGH και IGK ήταν δυνατή σε 42/47 περιπτώσεις λ-χλλ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μεταλλαγμένες αναδιατάξεις IGHV συνδυάστηκαν με μεταλλαγμένες αναδιατάξεις IGLV και αντιστρόφως. Μόνο δύο περιπτώσεις έφεραν αμετάλλακτα γονίδια IGH σε συνδυασμό με μεταλλαγμένα γονίδια IGL. 95

96 Δ. ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΕΣ - ΜΟΡΙΑΚΕΣ - ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΕΣ - ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ Οι ασθενείς της παρούσας μελέτης διαχωρίσθηκαν σύμφωνα με το τροποιημένο ιεραρχικό μοντέλο που έχει προταθεί από τους Dohner και συν. (74) σε τέσσερις κυτταρογενετικές κατηγορίες. Η τροποποίηση συνίσταται σε συνένωση των ομάδων των ασθενών με ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11q και 17ρ σε ενιαία υποομάδα. Οι δύο αυτές ανωμαλίες συμπεριλήφθηκαν στην ίδια κατηγορία επειδή συσχετίζονται με φτωχή πρόγνωση σε όλες τις σχετικές δημοσιεύσεις. Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή βρέθηκαν: (1) 73 ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο (2) 26 ασθενείς με τρισωμία 12 (μεμονωμένη ή σε συνδυασμό με άλλες ανωμαλίες) (3) 10 ασθενείς με ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q και 17ρ (4) 5 ασθενείς με αμιγή έλειψηΐ 3q. Δεν γίνεται αναφορά στους 16 ασθενείς που δεν ανήκουν στις προαναφερόμενες ομάδες λόγω της μεγάλης ετερογένειας που παρουσιάζουν εξαιτίας των διαφορετικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών που φέρουν. 1. Δημογραφικά χαρακτηριστικά, κλινική σταδιοκοίηση κατά τη διάγνωση και εξέλιξη νόσου: συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Οι ασθενείς της ομάδας με ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q και 17ρ (εφεξής θα αναφέρεται ως «ομάδα 11-17») είχαν διάμεση ηλικία 66,5 ετών, οι ασθενείς της ομάδας με τρισωμία 12 (εφεξής θα αναφέρεται ως «ομάδα +12») είχαν διάμεση ηλικία 64,5 ετών, οι ασθενείς της ομάδος με αμιγή έλλειψηΐ 3q (εφεξής θα αναφέρεται ως «ομάδα 13q») είχαν διάμεση ηλικία 68 έτη, ενώ οι ασθενείς της ομάδας με φυσιολογικό καρυότυπο (εφεξής θα αναφέρεται ως «φυσιολογική ομάδα») είχαν διάμεση ηλικία 62 ετών (Πίνακας 8). Οι προαναφερθείσες διαφορές δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές (ρ=0.36), Η αναλογία ανδρώνιγυναικών ήταν σαφώς υψηλότερη στην ομάδα (Α:Γ = 9:1). Η αναλογία Α:Γ στην ομάδα +12, στην ομάδα 13q και στη φυσιολογική ομάδα ήταν, αντιστοίχως, 15:11, 2:3 και 45:28 (Πίνακας 8). Παρά την υπεροχή των ανδρών στην «ομάδα 11-17» (Εικόνα 23), η κατανομή Α:Γ δεν αποδείχθηκε να έχει στατιστικά σημαντική διαφορά στις τέσσερις ομάδες (ρ=0.33). Σε ότι αφορά στην κλινική σταδιοποίηση των ασθενών κατά τη διάγνωση, δεν εντοπίσθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, πιθανότατα εξαιτίας του σχετικά μικρού αριθμού ασθενών της ομάδας (Πίνακας 8). 96

97 Πίνακας 8. Κλινικά χαρακτηριστικά ανά κυτταρογενετική ομάδα. ΦΥΣΙΟΛ. ΟΜΑΔΑ ΤΡΙΣΏΜΙΑ 12 ΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ Άνδρες Γ υναίκες Διάμεση ηλικία 62 64,5 66,5 68 Κλινικό στάδιο - Rai Κλινικό στάδιο - Binet A Β C Εξέλιξη νόσου Ανάγκη θεραπείας Ανταπόκριση Ανθεκτική νόσος Μη αξιολογήσιμοι 2 Θάνατος από τη νόσο Ο διάμεσος χρόνος παρακολούθησης όλων των ασθενών ήταν 39 μήνες. Ο διάμεσος χρόνος παρακολούθησης ανά κυτταρογενετική ομάδα ήταν ως εξής: «φυσιολογική ομάδα»/ «ομάδα +12»/ «ομάδα 11-17»/ «ομάδα 13η», αντιστοίχως, 37/ 32/ 30,5/ 70 μήνες. Εξέλιξη νόσου κατά την ανάλυση παρουσίαζαν 53/130 ασθενείς (40,8%) (Εικόνα 24). Ο προβλεπόμενος μέσος χρόνος για εξέλιξη νόσου στο 50% των ασθενών ήταν 72,8 μήνες (95% confidence interval (Cl): 61,2:84,4), ενώ ο αντίστοιχος διάμεσος χρόνος 77 μήνες (95% CI: 47:107). Από τους 53 ασθενείς με εξέλιξη νόσου οι 45 ανήκαν στις τέσσερις προαναφερόμενες ομάδες. Συνεπώς, εξέλιξη νόσου εμφάνισαν 24/73 ασθενείς (32.8%) της φυσιολογικής ομάδας, 13/26 ασθενείς (50%) της ομάδας +12 και 5/10 ασθενείς (50%) της ομάδας (Πίνακας 8 και Εικόνα 25). Στην ομάδα 13q, με διπλάσιο διάμεσο χρόνο παρακολούθησης (70 μήνες), 3/5 ασθενείς (60%) παρουσίασαν εξέλιξη νόσου αλλά μόνο ένας (33%) είχε ανάγκη θεραπείας. Ανάγκη θεραπείας είχαν οι 22/24 ασθενείς (91,6%) της φυσιολογικής ομάδας, 10/13 ασθενείς (76,9%) της ομάδας +12 και 5/5 ασθενείς (100%) της ομάδας Ανταπόκριση στη θεραπεία εμφάνισαν 14/20 ασθενείς της φυσιολογικής ομάδας έναντι 5/10 ασθενών της ομάδος +12 και 2/5 ασθενών της ομάδος και ο ένας ασθενής της 97

98 ομάδος 13q που χρειάσθηκε να λάβει θεραπεία. Η πιο διεξοδική ανάλυση της ανταπόκρισης στη θεραπεία δεν κρίνεται σκόπιμη, λόγω της ετερογένειας των θεραπευτικών σχημάτων που έλαβαν οι ασθενείς ,04 57,69 38,36 Ηέ,Ο I 10,00 ΦΚ Α Γ Εικόνα 23. Κατανομή (%) ασθενών με βάση το φύλο στις ομάδες του φυσιολογικού καρυοτύπου (ΦΚ), της τρισωμίας 12 (+12) και των ανωμαλιών 11q/17p (11-17). Μήνες Εικόνα 24. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου στο σύνολο των ασθενών (Kaplan-Meier). 98

99 Εικόνα 25. Κλινική εξέλιξη ασθενών στις ομάδες του φυσιολογικού καρυοτύπου (ΦΚ), της τρισωμίας 12 (+12) και των ανωμαλιών 11q/17p (11-17). 0 διάμεσος χρόνος από την διάγνωση έως την εξέλιξη της νόσου ήταν μεγαλύτερος στην ομάδα με φυσιολογικό καρυότυπο (100 μήνες/ εύρος, ), και στην ομάδα με 13q (75 μήνες/ εύρος, 18,7-137,2), έναντι της ομάδας +12 (45 μήνες/ εύρος, 34-56) και της ομάδας (41 μήνες/ εύρος, 0-91). Οι διαφορές αυτές δεν ανεδείχθηκαν στατιστικώς σημαντικές (ρ=0.16) (Εικόνα 26). ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΙ ΚΦ "11-17" Ρ=0,16 Εικόνα 26. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου (Kaplan-Meier) στους ασθενείς με φυσιολογικό καρυοτύπο (ΦΚ), τρισωμία 12 (+12) και ανωμαλίες 11q/17p (11-17). Δεν υπάρχει ιδιαίτερη καμπύλη για τους ασθενείς με del(13q) λόγω του μικρού αριθμού τους. 99

100 Επιπρόσθετη στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε για τους ασθενείς κλινικού σταδίου Α κατά Binet. Σε αυτή την υποομάδα περιλαμβάνονταν 82 ασθενείς με μέσο/διάμεσο χρόνο έως την εξέλιξη της νόσου 89.7/96 μήνες (95% CI.: / ). Από τη μονοπαραμετρική ανάλυση διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση μεταξύ του καρυοτύπου και της πιθανότητας εξέλιξης νόσου, υπό την έννοια ότι οι ασθενείς των ομάδων +12 και εμφάνιζαν σημαντικά αυξημένη πιθανότητα εξέλιξης σε σχέση με τους ασθενείς της φυσιολογικής ομάδας και της ομάδας 13q (ρ=0.005) (Εικόνα 27). ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ ΚΦ "11-17" Ρ=0,005 Εικόνα 27. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου (Kaplan-Meier) στους ασθενείς σταδίου Α κατά Binet με φυσιολογικό καρυοτύπο (ΦΚ), τρισωμία 12 (+12) και ανωμαλίες 11q/17p (11-17). Δεν υπάρχει ιδιαίτερη καμπύλη για τους ασθενείς με del(13q) λόγω του μικρού αριθμού τους. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως σταδίου ο χρόνος για την εξέλιξη της νόσου στους ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο και μεταλλαγμένες IGH αλληλουχίες ήταν μεγαλύτερος έναντι των ασθενών με φυσιολογικό καρυότυπο και αμετάλλακτες IGH αλληλουχίες ή των ασθενών με τρισωμία 12 με/χωρίς την παρουσία μεταλλάξεων ( Log rank test ρ< 0,001) (Εικόνα 28). 100

101 * i- r ΚΦ-ΜΕΤΑΛΛΑΓΕΝΕΣ - ΚΦ-ΑΜΕΤΑΛΛΑΚΤΕΣ Μ2-ΜΕΤΑΛΛΑΓΕΝΕΣ 12-AMETΑΛΛΑΚΤΕΣ P<0,001 ι,ο- 0, ,4-0,2-0,0- _T r 0, , ,0 120,0 140,0 Μήνες Εικόνα 28. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου (Kaplan-Meier) σε σχέση με τον καρυότυπο και το status μεταλλάξεων IGH. Αντιπαραβολή ασθενών με φυσιολογικό καρυότυπο (ΦΚ) έναντι ασθενών με τρισωμία 12 (+12). 101

102 2. Ανοσοφαινοτυτπκά χαρακτηριστικά και συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Οι ασθενείς της ομάδας εξέφραζαν στο σύνολό τους ισότυπο IgM ή IgM/D. Οι ασθενείς των τριών άλλων ομάδων εξέφραζαν ισότυπο IgM ή IgM/D σε συγκρίσιμα ποσοστά (81% στη φυσιολογική ομάδα έναντι 80% στην ομάδα +12 και 13 q). Επομένως, μεταστροφή ισοτόπου δεν εμφάνιζε κανένας ασθενής της ομάδας (Πίνακας 9). Έκφραση του αντιγόνου CD38 διαπιστώθηκε σε σημαντικά μεγαλύτερη συχνότητα στους ασθενείς της ομάδας+12, 10/26 (38.5%) και της ομάδας 11-17, 5/10 (50%) έναντι των ασθενών της φυσιολογικής ομάδας, 10/72 (13.9%) και 1/4 των ασθενών (25%) με 13q που μελετήθηκαν (Πίνακας 9 και Εικόνα 29). Οι προαναφερθείσες διαφορές ήταν στατιστικώς σημαντικές (ρ= 0,02). Στη φυσιολογική ομάδα, 15/72 (20.8%) ασθενείς εμφάνιζαν ασθενή έκφραση (7/15) ή ήταν θετικοί (8/15) για το αντιγόνο FMC7 (Πίνακας 9 και Εικόνα 30). Στην ομάδα +12, 10/25 (40%) ασθενείς εμφάνιζαν ασθενή έκφραση (2/10) ή ήταν θετικοί (8/10) για το αντιγόνο FMC7. Τέλος, στην ομάδα 11-17, δύο από τους 10 ασθενείς εμφάνιζαν ασθενή έκφραση του αντιγόνου FMC7. Μόνο ένας από τέσσερις αναλυθέντες ασθενείς της ομάδας 13q παρουσίαζε θετική έκφραση του αντιγόνου FMC7. Η μονοπαραμετρική ανάλυση ανέδειξε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση (ρ=0.035) μεταξύ της θετικότητας για το FMC7 και της τρισωμίας 12. Πίνακας 9, Ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά ανά κυτταρογενετική ομάδα Ισότυπος IgH lgm/m,d 57 IgG 12 IgA 1 Δεν προσδιορίστηκε 3 ΦΥΣΙΟΛ. ΟΜΑΔΑ ΤΡΙΣΩΜΙΑ 12 ΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ 13α CD38 Αρνητική έκφραση 62 Θετική έκφραση 10 Δεν προσδιορίστηκε FMC7 Αρνητική έκφραση 57 Θετική έκφραση 8 Ασθενής έκφραση 7 Δεν προσδιορίστηκε

103 ΛΑ ΦΚ ΑΡΝ ΘΕΤ Εικόνα 29. Κατανομή (%) ασθενών με βάση την έκφραση tou CD38 στις ομάδες του φυσιολογικού καρυοτύπου (ΦΚ), της τρισωμίας 12 (+12) και των ανωμαλιών 11q/17p (11-17). Εικόνα 30. Κατανομή (%) ασθενών με βάση την έκφραση του FMC7 στις ομάδες του φυσιολογικού καρυοτύπου (ΦΚ), της τρισωμίας 12 (+12) και των ανωμαλιών 11q/17p (11-17) (ΟΙΜ:ασθενής έκφραση) 103

104 3. Μοριακά χαρακτηριστικά και συσχέτιση με κυτταρογενετικά ευρήματα Το ρεπερτόριο των γονιδίων IGHV εμφάνισε σημαντικές διαφορές μεταξύ των κυτταρογενετικών ομάδων. Συγκεκριμένα, γονίδια της ομάδας IGHV1 χρησιμοποιήθηκαν σε 9/73 (12%) ασθενείς της φυσιολογικής ομάδας, έναντι 7/26 ασθενών (27%) της ομάδας +12, 2/10 ασθενών (20%) της ομάδας και 1/5 (20%) της ομάδος 13q (Πίνακας 10 και Εικόνα 31). Γονίδια της ομάδας IGHV4 χρησιμοποιήθηκαν σε 22/73 (30%) ασθενείς της φυσιολογικής ομάδας, έναντι 9/26 ασθενών (34%) της ομάδας +12 και 0/10 ασθενών (0%) της ομάδας Πίνακας 10. Μοριακά χαρακτηριστικά ανά κυτταρογενετική ομάδα. ΦΥΣΙΟΛ. ΤΡΙΣΩΜΙΑ ΟΜΑΔΑ 11- ΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ 13q Ρεπερτόριο IGHV IGHV IGHV IGHV IGHV IGHV IGHV Μεταλλάξεις IGH Αμετάλλακτες αλληλουχίες/100% 23/16 14/10 8/6 3/2 Μεταλλαγμένες αλληλουχίες Μεταλλάξεις IGK/IGL Αμετάλλακτες αλληλουχίες Μεταλλαγμένες αλληλουχίες Δεν προσδιορίσθηκε Εικόνα 31. Χρησιμοποίηση γονιδίων IGHV1 στις ομάδες του φυσιολογικού καρυοτύπου (ΦΚ), της τρισωμίας 12 (+12) και των ανωμαλιών 11q/17p (11-17). 104

105 Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά στην ύπαρξη μεταλλάξεων των γονιδίων IGH ανάμεσα στις κυτταρογενετικές ομάδες (ρ= 0,02). Συγκεκριμένα, μεγαλύτερο ποσοστό IGH αμετάλλακτων γονιδίων παρατηρήθηκε στις ομάδες +12 και Αναλυτικά στη φυσιολογική ομάδα, 50/73 ασθενείς (68.5%) είχαν μεταλλαγμένα γονίδια IGH, ενώ 23/73 ασθενείς είχαν αμετάλλακτα γονίδια. Από τους 23 αμετάλλακτους ασθενείς, οι 16 είχαν γονίδια IGH με ομολογία 100%. Στην ομάδα 13q, τρεις από τους πέντε είχαν αμετάλλακτα γονίδια, αν δούμε όμως συνολικά τους 16 ασθενείς με δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 13q, βρέθηκαν 6 με αμετάλλακτα γονίδια (ποσοστό 37,5%). Στην ομάδα +12, 12/26 ασθενείς (46.1%) είχαν μεταλλαγμένα γονίδια IGH, ενώ 14/26 (53.9%) ασθενείς είχαν αμετάλλακτα γονίδια. Από τους 14 αμετάλλακτους ασθενείς, οι 10 είχαν γονίδια IGH με ομολογία 100%. Τέλος, στην ομάδα 11-17, 2/10 ασθενείς (20%) είχαν μεταλλαγμένα γονίδια IGH, ενώ 8/10 (80%) ασθενείς είχαν αμετάλλακτα γονίδια. Από τους 8 αμετάλλακτους ασθενείς, οι 6 είχαν γονίδια IGH με ομολογία 100%. Οκτώ από τους 15 ασθενείς με εξέλιξη κλώνου (53,3%) παρουσίαζαν αμετάλλακτες αλληλουχίες. Αναφορικά με τα γονίδια των ελαφριών αλυσίδων, παρατηρήθηκε τάση για στατιστική σημαντικότητα (ρ= 0,06) ως προς την ύπαρξη μεταλλάξεων των γονιδίων IGK/IGL στις κυτταρογενετικές ομάδες, με μεγαλύτερη συχνότητα των αμετάλλακτων γονιδίων στις ομάδες +12 και Μεταλλαγμένες αλληλουχίες έφεραν 27/66 ασθενείς (41%) της φυσιολογικής ομάδας, έναντι 9/25 ασθενών (36%) της ομάδας +12 και 2/9 αναλυθέντων ασθενών (22%) της ομάδας Εξέλιξη νόσου και ολική επιβίωση: συσχέτιση με κυτταρογενετικά, ανοσοφαινοτυπικά και μοριακά ευρήματα Σε μονοπαραμετρική ανάλυση φάνηκε ότι το προχωρημένο κλινικό στάδιο, το φύλο (άρρεν), η έκφραση του CD38 και οι αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH σχετίζονταν άμεσα με την εξέλιξη της νόσου. Στην πολυπαραμετρική ανάλυση (Cox regression analysis), μόνο οι αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH και το προχωρημένο κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση παρέμειναν στατιστικώς σημαντικοί παράγοντες. Η επιπρόσθετη ανάλυση στην ομάδα των 82 ασθενών σταδίου Α (ομάδα των ασθενών στην οποία κατεξοχήν απαιτούνται περαιτέρω στοιχεία για την σωστότερη αντιμετώπιση) με διάμεσο χρόνο εξέλιξης 89,7 μήνες (95% CI: 75,5-104/77,6-114,4), η αυξημένη πιθανότητα για εξέλιξη νόσου συσχετίσθηκε με τις εξής παραμέτρους (ί) τρισωμία 12, ανωμαλίες (ρ=0.005), (ϋ) έκφραση CD38 (ρ=0,0033), (ίϋ) 105

106 αμετάλλακτες αλληλουχίες των γονιδίων IGH και IGKV/ IGLV (ρ<0.001). Η ττολυπαραμετρική ανάλυση έδειξε ότι η έκφραση του CD38 και οι αμετάλλακτες αλληλουχίες των γονιδίων IGH σχετίζονται σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με αυξημένο κίνδυνο για εξέλιξη της νόσου (Εικόνες 32-33). CD38 Αρνητικό * Θετικό Ρ=0,0033 Εικόνα 32. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου (Kaplan-Meier) σε σχέση με την έκφραση του CD38 σε ασθενείς κλινικού σταδίου Α κατά Binet. ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ Ρ<0,001 Εικόνα 33. Πιθανότητα εξέλιξης νόσου (Kaplan-Meier) σε σχέση με το status των μεταλλάξεων των γονιδίων IGH σε ασθενείς κλινικού σταδίου Α κατά Binet. 106

107 Στο σύνολο των ασθενών, η μέση ολική επιβίωση υπολογίσθηκε σε 180,6 μήνες (95% CI 140,1-221,0) (Εικόνα 34). Στη μονοπαραγοντική ανάλυση (Log-rank test), στατιστικώς σημαντικές παράμετροι για μικρότερη επιβίωση αναδείχθηκαν ο καρυότυπος (ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q/17ρ) (ρ=0.01) (Εικόνα 35), το προχωρημένο κλινικό στάδιο (ρ=0.001), η χρησιμοποίηση γονιδίων της ομάδας IGHV1 (ρ=0.01) και οι αμετάλλακτες αλληλουχίες των γονιδίων IGH (ρ=0.01) και IGKV/ IGLV (ρ=0,03). Εικόνα 34. Πιθανότητα ολικής επιβίωσης (Kaplan-Meier) στο σύνολο των ασθενών. Εικόνα 35. Πιθανότητα ολικής επιβίωσης (Kaplan-Meier) στους ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο (ΦΚ), τρισωμία 12 (+12) και ανωμαλίες 11 q/17ρ (11-17) (μονοπαραμετρική ανάλυση). Δεν υπάρχει ιδιαίτερη καμπύλη για τους ασθενείς με del(13q) λόγω του μικρού αριθμού τους. 107

108 Στην πολυπαραμετρική ανάλυση (Cox regression analysis), μόνο οι αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH (Εικόνα 36) και το προχωρημένο κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση παρέμειναν στατιστικώς σημαντικοί, δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες. Μειαλλαγμένες Αμειάλλαιπες Ρ=0,01 Μηνίς Εικόνα 36. Πιθανότητα ολικής επιβίωσης στο σύνολο των ασθενών σε σχέση με το status των μεταλλάξεων των γονιδίων IGH. 108

109 ΣΥΖΗΤΗΣΗ

110

111 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1. Γενικά Η ΧΛΛ είναι νόσημα που χαρακτηρίζεται από ετερογενή κλινική εικόνα και εξέλιξη (71). Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι η ΧΛΛ προκύπτει από την κακοήθη εξαλλαγή παρθένων, μη ανοσοϊκανών Β λεμφοκυττάρων, με μικρή ικανότητα αυτοανανέωσης, τα οποία συσσωρεύονται κυρίως λόγω μειωμένης απόπτωσης (1). Οι κύριοι παράγοντες που καθόριζαν την πορεία της νόσου σύμφωνα με τα προγνωστικά συστήματα κατά Rai (68) ή Binet (70) σχετίζονταν με το βαθμό προσβολής του λεμφικού συστήματος και διήθησης του μυελού. Σύμφωνα με τα κλινικά προγνωστικά συστήματα, οι ασθενείς κατατάσσονταν σε τρεις προγνωστικές υποομάδες χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου. Η θεραπεία των ασθενών κατευθυνόταν κυρίως από την κλινική εικόνα. Την τελευταία δεκαετία οι απόψεις αυτές έχουν πλήρως ανατραπεί από νέες πληροφορίες που σχετίζονται με την βιολογία των λευχαιμικών κυττάρων της νόσου (1, 3-4). Σήμερα, η ΧΛΛ θεωρείται νόσημα που συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον δύο οντότητες και προκύπτει από κακοήθη εξαλλαγή ώριμων Β λεμφοκύτταρων που έχουν έλθει σε επαφή με αντιγόνο και επιβίωσαν χάρη στη μεσολάβηση εξωτερικών ερεθισμάτων από το περιβάλλον, διαμέσου πολλών υποδοχέων και συνδετικών μορίων. Αυτά τα Β λεμφοκύτταρα διαφέρουν κατά περίπτωση ως προς το στάδιο ενεργοποίησης και ωρίμανσης: οι διαφορές αντικατοπτρίζονται, μεταξύ άλλων και σε διαφορές ως προς το επίπεδο μεταλλάξεων των γονιδίων της βαριάς αλυσίδας της ανοσοσφαιρίνης. Η νόσος είναι αποτέλεσμα περισσότερο της αυξημένης πολλαπλασιαστικής ικανότητας των λευχαιμικών κυττάρων παρά της ελαττωμένης απόπτωσής τους (1). Νέοι μοριακοί και πρωτεϊνικοί δείκτες φαίνεται ότι βοηθούν στην πρόγνωση των ασθενών με ΧΛΛ (69, 71, 75). Οι νέες πληροφορίες παρέχουν ενδείξεις για την ανάπτυξη νέων, πιο ορθολογικών και αποτελεσματικών μορφών θεραπείας. Η απόφαση για την έναρξη θεραπείας δεν βασίζεται πλέον μόνο στο κλινικό στάδιο της νόσου αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως η ύπαρξη μεταλλάξεων στα γονίδια της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών, η συμμετοχή συγκεκριμένων γονιδίων που λαμβάνουν μέρος στην αναδιάταξη, η έκφραση αντιγόνων στην επιφάνεια των λευχαιμικών κυττάρων (CD38, ΖΑΡ70) και η παρουσία συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Οι πληροφορίες αυτές πιστεύεται ότι θα βοηθήσουν ιδιαίτερα τους ασθενείς αρχικών σταδίων με κακούς προγνωστικούς παράγοντες, 111

112 όπου η τακτική της απλής παρακολούθησης χωρίς θεραπεία έως την κλινική εξέλιξη της νόσου έχει αποδειχθεί ανεπαρκής. Επίσης, αναμένεται να συμβάλλουν στη καλύτερη κατανόηση της παθοφυσιολογίας της νόσου. Σε απώτερο χρόνο, η αναγνώριση των αντιγόνων που δεσμεύονται από συγκεκριμένους υποδοχείς των λευχαιμικών κυττάρων και συνεισφέρουν στην επιβίωση και στον πολλαπλασιασμό τους θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη ειδικών μορφών «στοχευόμενης» θεραπείας. 2. Κυτταρογενετικές ανωμαλίες στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Η κυτταρογενετική μελέτη των ασθενών με ΧΛΛ είναι δύσκολη και επίπονη λόγω του χαμηλού μιτωτικού δείκτη των κυττάρων της νόσου, αλλά και επειδή μόνο ένα μέρος του νεοπλασματικού κλώνου εμφανίζει καρυοτυπικές ανωμαλίες (90, 94). Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των μεταφάσεων που θα αναλυθούν: οι καλής ποιότητας μεταφάσεις συνήθως προέρχονται από λεμφοκύτταρα που δεν ανήκουν στον κλώνο και η ανάλυσή τους δε βοηθά στην ανεύρεση της χρωμοσωμικής βλάβης. Λόγω των προαναφερόμενων δυσκολιών, διεθνώς λίγα εργαστήρια κυτταρογενετικής μελετούν δείγματα ασθενών με ΧΛΛ (164), ενώ δεν υπάρχουν σχετικές δημοσιεύσεις ή ανακοινώσεις που να αναφέρονται στην κυτταρογενετική μελέτη ασθενών με ΧΛΛ από την Ελλάδα. Οι περισσότεροι κυτταρογενετιστές προτιμούν να μελετούν το συγκεκριμένο νόσημα με την μέθοδο FISH που αυξάνει το ποσοστό των ανιχνεύσιμων χρωμοσωμικών ανωμαλιών επειδή μπορεί να ελέγχει μη διαιρούμενα (μεσοφασικά) κύτταρα. Η μέθοδος FISH υστερεί όμως κατά το γεγονός ότι ελέγχει την ύπαρξη μόνο συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών και δεν μπορεί να ελέγξει όλο το γονιδίωμα. Έτσι χάνονται σημαντικές πληροφορίες, όπως νέες ή σπάνιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες με ιδιαίτερη (ενδεχομένως) προγνωστική σημασία, ενώ δεν υπάρχει η δυνατότητα ν αναγνωρισθεί η κλωνική εξέλιξη της νόσου όταν εμφανίζεται με ποικίλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Στην παρούσα μελέτη έγινε προσπάθεια να αυξηθεί ο μιτωτικός δείκτης των καλλιεργούμενων κυττάρων με τη χρήση: (1) του καθιερωμένου τα τελευταία χρόνια μιτογόνου των Β λεμφοκυττάρων ΤΡΑ ή ΡΜΑ (phorbol myristate acetate), (2) συνδυασμού μιτογόνων και συγκεκριμένα ιντερλευκίνη-2 (IL-2) + φυτοαιμοσυγκολλητίνη (ΡΗΑ). Αρχικά οι Morgan και συνεργάτες παρατήρησαν ότι η χρήση του συνδυασμού IL-2+PHA σε καλλιέργειες κυττάρων από κακοήθη αιματολογικά νοσήματα βελτίωσε την πολλαπλασιαστική ικανότητα των κυττάρων και βοήθησε στη ανεύρεση παθολογικών κλώνων (73). Η IL-2 παλαιότερα θεωρείτο ως αυξητικός παράγοντας των Τ-κύτταρων, όμως περαιτέρω μελέτες έδειξαν ότι και τα 112

113 ενεργοποιημένα Β-κύτταρα πολλαπλασιάζονται μετά την αλληλεπίδρασή τους με την IL-2 (165). Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε σε μια ποσοτική σύγκριση των υποδοχέων της IL-2 σε Β και Τ κύτταρα. Στη μελέτη των Lowenthal και συν. χρησιμοποιήθηκε βιοσυνθετικά σημασμένη IL-2 και βρέθηκε ότι τόσο τα ενεργοποιημένα Β κύτταρα όσο και τα ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα εξέφρασαν υποδοχείς IL-2, υψηλής και χαμηλής συγγένειας (166). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η IL-2 μπορεί να ενεργήσει ως πολλαπλασιαστικός παράγοντας τόσο για τα Β- λεμφοκύτταρα, όσο και για τα Τ-λεμφοκύτταρα. Στην παρούσα μελέτη, όλα τα δείγματα που εξετάσθηκαν έδωσαν επαρκή αριθμό μεταφάσεων και αναλύθηκαν πλήρως. Ο αριθμός των μεταφάσεων ήταν ιδιαίτερα αυξημένος στις καλλιέργειες με συνδυασμό PHA+IL2 σε σχέση με τις καλλιέργειες με ΤΡΑ. Σε ποσοστό 20% των καλλιεργειών με ΤΡΑ οι μεταφάσεις ήταν ελάχιστες. Όταν ο αριθμός των μεταφάσεων ήταν επαρκής και στις δύο καλλιέργειες, βρέθηκε παθολογικός κλώνος και στα δύο είδη καλλιεργειών. Η ποιότητα των χρωμοσωμάτων ήταν καλύτερη στις καλλιέργειες με συνδυασμό PHA+IL2 και βοήθησε στον ακριβέστερο καθορισμό της χρωμοσωμικής βλάβης. Οι κυτταρογενετικές μελέτες των ασθενών με ΧΛΛ αναφέρουν ανεύρεση παθολογικού κλώνου σε ποσοστό 30-50% (75, 90, 94). Το ποσοστό ήταν υψηλότερο σε μελέτες που συμπεριλάμβαναν ασθενείς προχωρημένων σταδίων νόσου με ανάγκη έναρξης θεραπείας. Νεώτερες μελέτες που περιλάμβαναν αρκετούς ασθενείς κατά τη διάγνωση της νόσου αναφέρουν ανίχνευση παθολογικού κλώνου σε ποσοστό περίπου 30% (76, 90, 94). Η παρούσα κυτταρογενετική μελέτη 130 ασθενών με ΧΛΛ με τις προαναφερόμενες καλλιέργειες υπήρξε επιτυχής στο σύνολο των ασθενών. Χρωμοσωμικές ανωμαλίες βρέθηκαν σε 57 ασθενείς (43,8%), ενώ οι υπόλοιποι 73 ασθενείς (56,2%) είχαν φυσιολογικό καρυότυπο. Όπως φαίνεται από την αναδρομή στην παλαιότερη και πρόσφατη βιβλιογραφία, το ποσοστό παθολογικού καρυοτύπου της παρούσας μελέτης είναι από τα υψηλότερα διεθνώς. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι 97/130 ασθενείς της παρούσας μελέτης ήταν αρχικών σταδίων νόσου κατά Rai (0/ 1/ 2) και ότι η κυτταρογενετική μελέτη έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη της νόσου. Συγκεκριμένα, 42 ασθενείς μελετήθηκαν κατά τη διάγνωση της νόσου, ενώ σε άλλους 14 ασθενείς η ανάλυση έγινε μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διάγνωση της νόσου. Συνεπώς, η παρούσα μελέτη διαφέρει από πολλές παλαιότερες μελέτες ως προς την ομάδα των ασθενών και φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει καλύτερα τη «νοσολογία» της ΧΛΛ. Αντίθετα, πολλές μελέτες της βιβλιογραφίας ανέλυσαν κυρίως ασθενείς σε προχωρημένη νόσο ή αρκετά χρόνια από τη διάγνωση: επομένως, ασφαλώς και δεν αποτυπώνουν το πραγματικό «κυτταρογενετικό προφίλ» της ΧΛΛ, 113

114 καθώς πολλές από τις κυτταρογενετικές ανωμαλίες πιθανότατα σχετίζονται με την εξέλιξη της νόσου. Είκοσι δύο από τους 57 ασθενείς (38,59%) με παθολογικό καρυότυπο είχαν περισσότερες από μια χρωμομοσωμική ανωμαλία. Στο σύνολο των 130 ασθενών, έξι ασθενείς (4,6%) παρουσίαζαν >3 χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Συχνότερη κυτταρογενετική ανωμαλία ήταν η τρισωμία 12 που ανιχνεύθηκε σε 26/130 ασθενείς (20%). Το 1990 και το 1991, στην 1η και στη 2η Διεθνή Συνάντηση Εργασίας για τη ΧΑΛ ( IWCCLL) η τρισωμία 12 ήταν η συχνότερη χρωμοσωμική ανωμαλία (19%) (90). Σε διάφορες μελέτες κλασικής κυτταρογενετικής, η συχνότητα της τρισωμίας 12 κυμαινόταν από 6,1 (167) έως και 22% (168). Η υψηλή συχνότητα της τρισωμίας 12 στην παρούσα μελέτη με ασθενείς κυρίως πρώιμων σταδίων πιθανόν οφείλεται στη χρήση του συνδυασμού μιτογόνων (PHA+IL2) που πιθανόν αύξησε την πολλαπλασιαστική ικανότητα των Β νεοπλασματικών κυττάρων στις καλλιέργειες. Συνύπαρξη τρισωμίας 12 με ποικίλες άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες διαπιστώθηκε σε 9/26 ασθενείς: 4/9 παρουσίαζαν συνύπαρξη της τρισωμίας 12 με έλλειψη 13q στον ίδιο ή σε διαφορετικό κλώνο και οι υπόλοιποι έφεραν ποικίλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Είναι άγνωστη η προγνωστική σημασία της συνύπαρξης της τρισωμίας 12 με άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Στην παρούσα μελέτη, επί τεσσάρων ασθενών με συνύπαρξη τρισωμίας 12/έλλειψης 13q, με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 69 μήνες (14-103), όλοι οι ασθενείς είναι ζωντανοί αλλά οι τρεις παρουσίασαν εξέλιξη της νόσου. Η συνύπαρξη της τρισωμίας 12 και της έλλειψης 13q είναι σπάνια και έχει αναφερθεί σε μελέτες κλασσικής κυτταρογενετικής σε ποσοστό 0,6% -2,4% και με τη μέθοδο FISH σε ποσοστό 2%-9% ( ). Η ετερογενής κατανομή της τρισωμίας 12 και της έλλειψης 13q στο νεοπλασματικό κλώνο υποδηλώνουν ότι αποτελούν δευτερογενές παρά πρωτογενές γεγονός στη λευχαιμογένεση. Η δεύτερη σε συχνότητα χρωμοσωμική ανωμαλία στην παρούσα μελέτη αφορούσε στο χρωμόσωμα 13 (19/130 περιπτώσεις, 14,6%). Δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 13q βρέθηκαν σε ποσοστό 12%, εύρημα ανάλογο με τα αποτελέσματα δύο δημοσιευμένων, μεγάλων κυτταρογενετικών μελετών που ανέφεραν συχνότητα 7% και 11,7%, αντιστοίχως (83, 167). Άλλες κυτταρογενετικές μελέτες έχουν αναφέρει χαμηλότερα ποσοστά ανεύρεσης δομικών ανωμαλιών στο 13q (< 4%) ( , 173). Μόνο πέντε ασθενείς παρουσίαζαν αμιγή έλλειψη του 13q. Πέντε ασθενείς της παρούσας μελέτης (3,8%) παρουσίαζαν χρωμοσωμική ανωμαλία στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 11 q23 και επίσης 5 ασθενείς (3,8%) παρουσίαζαν χρωμοσωμική ανωμαλία του χρωμοσώματος 17ρ. Σε προηγούμενες 114

115 μελέτες η συχνότητα αυτών των ανωμαλιών κυμαινόταν από 2,8% (169) έως 21% (167). Η μεγάλη διαφορά ως προς τη συχνότητα στις διάφορες μελέτες οφείλεται κυρίως στη μεγάλη ανομοιογένεια των ομάδων μελέτης, στο διαφορετικό μεσοδιάστημα από τη διάγνωση έως την κυτταρογενετική μελέτη και στη μεθοδολογία που εφαρμόσθηκε. Η Γερμανική Ομάδα Μελέτης ασθενών με ΧΛΛ (German CLL Study Group) έδειξε διαφορετική κατανομή των χρωμοσωμικών ανωμαλιών (ανάλυση FISH) ανάλογα με το στάδιο των ασθενών αλλά και με την επιθετική ή σταθερή πορεία της νόσου (74-75). Οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος 11 q23 και 17ρ ήταν συχνότερες σε ασθενείς προχωρημένων σταδίων και με επιθετικότερη πορεία νόσου. Στη μελέτη μας οι περισσότεροι ασθενείς ήταν αρχικών σταδίων: αυτό μάλλον ερμηνεύει τη χαμηλή συχνότητα των συγκεκριμένων ανωμαλιών. Η κλασική κυτταρογενετική μελέτη αποκάλυψε χρωμοσωμικές ανωμαλίες που θα είχαν παραβλεφθεί κατά τη μελέτη με FISH χρησιμοποιώντας τους καθιερωμένους 5-8 ανιχνευτές για τη ΧΛΛ ( CLL-panel ). Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών των φυλετικών χρωμοσωμάτων ή των χρωμοσωμάτων 18, 5, 3 και άλλων, των οποίων η προγνωστική σημασία δεν είναι γνωστή. Τρεις ασθενείς της παρούσας μελέτης παρουσίαζαν απώλεια του φυλετικού χρωμοσώματος Υ και ένας επιπρόσθετο χρωμόσωμα Υ, ενώ δύο γυναίκες ασθενείς παρουσίαζαν απώλεια ενός φυλετικού χρωμοσώματος X. Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο, ένας ασθενής παρουσίαζε επιπρόσθετο ισοχρωμόσωμα 17q ενώ διατηρούσε φυσιολογικά τα δύο χρωμοσώματα 17, πληροφορία που δεν θα ήταν δυνατό ν αποκαλυφθεί με τη χρήση ανιχνευτών FISH για το γονίδιο ρ53 στην περιοχή 17ρ13. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η έλλειψη 13q συσχετίζεται με άριστη πρόγνωση όταν αποτελεί την μοναδική χρωμοσωμική ανωμαλία (74-75, 83). Ωστόσο, για να καθοριστεί αυτό απαιτείται πλήρης κυτταρογενετική μελέτη. Φαίνεται σαφέστατα η ανάγκη μελέτης των ασθενών με την μέθοδο της κλασσικής κυτταρογενετικής και μόνο όταν αυτό δεν είναι εφικτό συνιστάται η χρήση νεώτερων μεθόδων. Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία αρχικά θεωρήθηκε ως γενετικά σταθερή νόσος. Ωστόσο, κατά την έναρξη της νόσου οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι σπάνιες και δεν φαίνεται πιθανό να έχουν άμεση παθογενετική συσχέτιση με τη λευχαιμική εξαλλαγή. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ορισμένες κυτταρογενετικές ανωμαλίες εμφανίζονται κατά την εξέλιξη της νόσου. Λίγες μελέτες αναφέρονται στην κλωνική εξέλιξη της ΧΛΛ. Το 1991, οι Oscier και συν. παρατήρησαν κλωνική εξέλιξη σε 18/112 (16%) ασθενείς, αλλά δεν διαπίστωσαν συσχέτιση της κλωνικής εξέλιξης με την κλινική εξέλιξη (97). Σε μελέτη των Fegan και συν. (98) κλωνική εξέλιξη παρατηρήθηκε σε 17/45 ασθενείς (38%), αποτέλεσμα συγκρίσιμο με τη 115

116 μεταγενέστερη μελέτη των Finn και συν, (22/51 ασθενείς, 42%) (99). Και στις δύο τελευταίες μελέτες διαπιστώθηκε σημαντική συσχέτιση της κλωνικής εξέλιξης και της κλινικής εξέλιξης. Στις προαναφερθείσες μελέτες, η έλλειψη 6q και 11 q ήταν οι πιο συχνές δευτεροπαθείς χρωμοσωμικές ανωμαλίες που συσχετίζονταν με γρήγορη εξέλιξη νόσου. Στην παρούσα κυτταρογενετική μελέτη από τους 12 ασθενείς με εξελικτικό κλώνο ένας παρουσίαζε χρωμοσωμική ανωμαλία 11 q, ένας παρουσίαζε χρωμοσωμική ανωμαλία 11 q και 17ρ, δύο 17ρ και ένας ασθενής παρουσίαζε έλλειψη στο 6q. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, δύο επιπλέον ασθενείς παρουσίασαν έλλειψη στο μικρό βραχίονα του χρωμοσώματος17 (17ρ-) σε φάση εξέλιξης της νόσου. Συνεπώς, από την παρούσα μελέτη συνάγεται ότι κατά την εξέλιξη της νόσου μπορεί να προκύψει έλλειψη 17ρ. Το εύρημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό εφόσον οι ασθενείς με έλλειψη 17ρ δεν απαντούν στα κλασικά χημειοθεραπευτικά σχήματα, αλλά απαιτούν συνδυασμό χημειοθεραπείας με ανοσοθεραπεία (anti-cd52, Alemtuzumab/ επίσης βλέπε παρακάτω). 3. Νέες κυτταρογενετικές ανωμαλίες στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία Κατά τον έλεγχο 130 ασθενών με κλασική κυτταρογενετική ανάλυση, ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα αποτελεί η αναγνώριση 8 νέων χρωμοσωμικών μεταθέσεων σε επτά ασθενείς με ΧΛΛ. Οι μεταθέσεις αυτές ορίσθηκαν ως «νέες» μετά από αναζήτηση στη βάση δεδομένων National Cancer Institute Mitelman Database of Chromosome aberrations in Cancer ( που αποκάλυψε ότι καμία από τις οκτώ δεν έχει αναφερθεί σε ασθενείς με ΧΛΛ. Οι νέες μεταθέσεις παρουσιάζονται συνοπτικά στον παρακάτω Πίνακα. Ασθενής Μετάθεση 1 t(9;12)(q12;p11) 2 t(13;18)(q14;q21) 3 t(3; 13)(ρ14;q34) 4 dic(3;11)(p21;q23) 5 t(y;11)(q12;q23) 6 t(3;5)(q29;q23) 7 t(3;22) (P21;q13) 8 t(1; 13)(p12;q 12) 116

117 Σε ό,τι αφορά γενετικές βλάβες στις χρωμοσωμικές ζώνες που εμπλέκονται στις συγκεκριμένες μεταθέσεις, η αναζήτηση στη βάση δεδομένων National Cancer Institute Mitelman Database of Chromosome aberrations in Cancer αποκάλυψε τα εξής: 3.1 t(9;12)(q12;p11) Χρωμοσωμική ζώνη 9q12: 4 περιπτώσεις ΧΛΛ με del(9)(q12q31~q32), μεταξύ άλλων ανωμαλιών. Χρωμοσωμική ζώνη 12ρ11: 8 περιπτώσεις ΧΛΛ με ανωμαλίες σε αυτή τη ζώνη/ 4 με μεταθέσεις που συμπεριλάμβαναν τη ζώνη 12ρ11, 3 με add(12)(p11) και μια με del(12)(p11). Η χρωμοσωμική ζώνη 9q 12 φέρει τα γονίδια BARX1 (BarH-like homeo box gene 1) και DNCM (Cytoplasmic membrane DNA), ενώ η ζώνη 12p11 φέρει τα γονίδια ACLS (Acrocallosal syndrome) και LRP6 (Low density lipoprotein receptor-related protein 6). Από όσο γνωρίζουμε, κανένα από τα παραπάνω γονίδια δεν έχει αναφερθεί να εμπλέκεται στην παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Επίσης, υπάρχει μια μετάθεση t(9; 12), αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα (q34;p11). Η ανεύρεση της συγκεκριμένης μετάθεσης έχει ήδη δημοσιευθεί από την ομάδα μας (174). 3.2 t(13;18)(q14;q21) Χρωμοσωμική ζώνη 13q14: συχνότατες χρωμοσωμικές βλάβες στη ΧΛΛ (βλέπε Εισαγωγή και Συζήτηση). Χρωμοσωμική ζώνη 18q21: έχουν αναφερθεί 41 περιπτώσεις ΧΛΛ με βλάβη στη συγκεκριμένη ζώνη, κυρίως υπό μορφή της t(14;18)(q32;q21), η οποία συνδέεται με το οζώδες λέμφωμα. Η ζώνη 18q21 φέρει αρκετά γονίδια που κωδικοποιούν δομικές πρωτεΐνες, δίαυλους ιόντων ή ένζυμα που εμπλέκονται στο μεταβολισμό και στη μεταβίβαση του σήματος, τα οποία γενικά δεν έχουν συσχετιστεί με την παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Επίσης, φέρει τα γονίδια bcl-2 και MALT1, που εμπλέκονται άμεσα στην παθογένεση του οζώδους λεμφώματος και του λεμφώματος MALT, αντιστοίχως. Η συμμετοχή ενός από τα παραπάνω γονίδια στη συγκεκριμένη περίπτωση της μελέτης μας δεν μπορεί ν αποκλειστεί. Τέλος, έχουν αναφερθεί 4 μεταθέσεις t(13; 18), αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα: (q14;p11), (q 14;q23), (q14;p11), (q?14;p11). Η συγκεκριμένη μετάθεση έχει ήδη δημοσιευθεί από την ομάδα μας (174). 117

118 3.3 t(3;13)(p 14;q34) Χρωμοσωμική ζώνη 3p14: δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη συγκεκριμένη ζώνη. Η ζώνη 3ρ14 φέρει το γονίδιο SEP που κωδικοποιεί μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη, για την οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις παθογενετικής σημασίας για τα κακοήθη νοσήματα του αιμοποιητικού ιστού. Χρωμοσωμική ζώνη 13q34: έχουν αναφερθεί 11 περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη συγκεκριμένη ζώνη. Η ζώνη 13q34 φέρει τα γονίδια RAP2 (μέλος της οικογένειας Ras), RHOK (κινάση της ροδοψίνης) και SOX1 (εμπλέκεται στον καθορισμό του φύλου), για τα οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις παθογενετικής σημασίας για τα κακοήθη νοσήματα του αιμοποιητικού ιστού. Τέλος, έχουν αναφερθεί 5 μεταθέσεις t(3; 13), αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα: (p26;q14), (pi2-13;q12), (P25;q11), (p29;q 12-14), (q29;q14). 3.4 dic(3;11)(p21;q23) Χρωμοσωμική ζώνη 3p21: έχουν αναφερθεί 17 περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη ζώνη 3ρ21, υπό μορφή del, add ή der/dic. Η ζώνη 3ρ21 φέρει το γονίδιο της ορμόνης χολοκυστοκινίνη, το γονίδιο του υποδοχέα της χημειοκίνης CX3CR1 και του υποδοχέα της G-πρωτεΐνης GPR13. Από όσο γνωρίζουμε, κανένα από τα παραπάνω γονίδια δεν έχει αναφερθεί να εμπλέκεται στην παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Χρωμοσωμική ζώνη 11 q23: συχνότατες χρωμοσωμικές βλάβες στη ΧΛΛ (βλέπε Εισαγωγή και Συζήτηση). Τέλος, έχουν αναφερθεί 3 μεταθέσεις t(3; 11), αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα: (q25;q25), (q23;q23), (P22;q 12-13). 3.5 t(y;11)(q12;q23) Χρωμοσωμική ζώνη Yq12: έχουν αναφερθεί δύο περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη ζώνη Yq 12, υπό μορφή add(y)(q12). Η ζώνη Yq12 φέρει το γονίδιο GCY (TSY), το οποίο εμπλέκεται στον έλεγχο της αύξησης. Χρωμοσωμική ζώνη 11 q23: συχνότατες χρωμοσωμικές βλάβες στη ΧΛΛ (βλέπε Εισαγωγή και Συζήτηση). 3.6 t(3;5)(q29;q23) Χρωμοσωμική ζώνη 3q29: έχουν αναφερθεί δύο περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη ζώνη 3q29, υπό μορφή add(3)(q29). Η ζώνη 3q29 φέρει το γονίδιο της μουκίνης 118

119 4, το γονίδιο του υποδοχέα της τρανσφερρίνης τύπου 1, το γονίδιο ενός αναστολέα για την πρωτεϊνική φωσφατάση 1 (PPP1R2-IPP2) και το γονίδιο της ριβοσωματικής πρωτεΐνης L35A. Από όσο γνωρίζουμε, κανένα από τα παραπάνω γονίδια δεν έχει αναφερθεί να εμπλέκεται στην παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Χρωμοσωμική ζώνη 5q23: δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη ζώνη 5q23. Έως τώρα, δεν έχουν ταυτοποιηθεί γονίδια στη χρωμοσωμική ζώνη 5q (3;22) (p21;q13) Χρωμοσωμική ζώνη 3ρ21: βλέπε παραπάνω, στη συζήτηση για τη μετάθεση #4. Χρωμοσωμική ζώνη 22q13: δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη συγκεκριμένη ζώνη. Η ζώνη 22q13 φέρει το γονίδιο για μια ισομορφή της κρυστάλλινης (CRYBA4) και το γονίδιο για το ένζυμο πρόσδεσης στην ουμπικουϊτίνη E2L3. Από όσο γνωρίζουμε, κανένα από τα παραπάνω γονίδια δεν έχει αναφερθεί να εμπλέκεται στην παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Έχουν αναφερθεί 2 μεταθέσεις t(3;22) στη ΧΛΛ, αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα: (ρ21;ρ11), (q27;q11). 3.8 t(1;13)(p12;q12) Χρωμοσωμική ζώνη 1 ρΐ 2: δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη συγκεκριμένη ζώνη. Η ζώνη 1 ρΐ2 φέρει το γονίδιο για την εξοστοσίνη EXTL2 και το γονίδιο για την πρωτεΐνη NHLH2 με μοτίβο έλικας-θηλιάς-έλικας (helix-loop-helix). Από όσο γνωρίζουμε, κανένα από τα παραπάνω γονίδια δεν έχει αναφερθεί να εμπλέκεται στην παθογένεση κακοηθών νοσημάτων του αιμοποιητικού ιστού. Χρωμοσωμική ζώνη 13q12: έχουν αναφερθεί πολλές περιπτώσεις ΧΛΛ με γενετική βλάβη στη ζώνη 13q12, κυρίως υπό μορφή del. Η ζώνη 13q12 φέρει πολλά γονίδια, τα οποία κωδικοποιούν ένζυμα, αυξητικούς παράγοντες και πρωτεΐνες του εξωκυττάριου στρώματος. Από τα γονίδια αυτά, ιδιαίτερη σημασία για τη λευχαιμογένεση έχουν τα εξής: (ί) fms-1, (ii) flt-3 (κυρίως εμπλέκεται στην παθογένεση της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας), (ίϋ) CDK8 (κινάση εξαρτώμενη από την κυκλίνη), (iv) WAVE3 (εμπλέκεται στην παθογένεση του συνδρόμου Wiskott- Aldrich, το οποίο χαρακτηρίζεται από ανοσοανεπάρκεια και επιπλέκεται από την ανάπτυξη λευχαιμίας). Έχουν αναφερθεί 4 μεταθέσεις t(1; 13) στη ΧΛΛ, αλλά σε άλλες χρωμοσωμικές ζώνες από τις ζώνες της παρούσας περίπτωσης και συγκεκριμένα: (q31;q32), (q23;q14), (P34;q 14), (p22;q1?14). 119

120 4. Ρεπερτόριο και status μεταλλάξεων γονιδίων ανοσοσφαιρινών - Συσχετίσεις με κυτταρογενετικά ευρήματα Η ανάλυση του ρεπερτορίου των γονιδίων της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών σε 130 ασθενείς με ΧΛΛ της παρούσας μελέτης έδειξε ότι τα πιο συχνά γονίδια IGHV στη ΧΛΛ χρησιμοποιούνται με συχνότητα παρόμοια με την αντίστοιχη συχνότητα στο ρεπερτόριο των φυσιολογικών lgm+ Β λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος (τόσο CD5+ όσο και CD5') (175). Εξαίρεση αποτελεί η αυξημένη συχνότητα στη ΧΛΛ των γονιδίων IGHV1-69 (κυρίως σε αμετάλλακτες περιπτώσεις). Κατ' αντιστοιχία προς τα φυσιολογικά lgm+ Β λεμφοκύτταρα, στην παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε αυξημένη χρησιμοποίηση των γονιδίων IGHV3-23, IGHV3-07 και IGHV4-34 (σε συμφωνία με τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών) όπως επίσης και των γονιδίων IGHV4-39 και IGHV1-02. Η συχνότητα του γονιδίου IGHV4-39 στην παρούσα μελέτη είναι συγκρίσιμη με τη συχνότητα των CD5 Β λεμφοκυττάρων, ενώ η συχνότητα του γονιδίου IGHV1-02 είναι συγκρίσιμη με τη συχνότητα των lgm+ CD5+ Β λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος. Επίσης, στην παρούσα μελέτη η συχνότητα ορισμένων γονιδίων που είχαν αναφερθεί ως σπάνια στο ρεπερτόριο της ΧΛΛ (σε μικρότερες ομάδες ασθενών) βρέθηκε παρόμοια με τη συχνότητά τους στα φυσιολογικά Β λεμφοκύτταρα. Συνολικά, η αυξημένη συχνότητα γονιδίων των υποομάδων IGHV3 και IGHV4 στη μελέτη μας βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη βιβλιογραφία για το ρεπερτόριο της ΧΛΛ (101, , , 176). Επίσης είναι σύμφωνη με την αντίστοιχη συχνότητα στο φυσιολογικό ρεπερτόριο των lgm+ κυττάρων του περιφερικού αίματος (175), των κυττάρων της οριακής ζώνης του σπληνός ( ) αλλά και του σπληνικού λεμφώματος (179). Η υπερεκπροσώπηση της υποομάδας IGHV3 πιθανόν σχετίζεται και με τον αυξημένο αριθμό των λειτουργικών γονιδίων της. Οι διαφορές ως προς το ρεπερτόριο των γονιδίων IGHV μεταξύ της παρούσας μελέτης και παλαιότερων μελετών πιθανόν ερμηνεύονται, τουλάχιστον εν μέρει, από το μικρό μέγεθος των ομάδων μελέτης στις προηγούμενες αναφορές. Ωστόσο, πιθανόν αντικατοπτρίζουν επίσης και μια πραγματική γενετική διαφορά μεταξύ πληθυσμών από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές που θα μπορούσε να επιτρέπει σε ιδιαίτερους γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες να διαμορφώνουν διαφορετικά τόσο το φυσιολογικό όσο και το λευχαιμικό ρεπερτόριο ( ). Η ανάλυση του ρεπερτορίου των γονιδίων των ανοσοσφαιρινών ανά κυτταρογενετική ομάδα της παρούσας μελέτης αποκάλυψε αυξημένη συχνότητα των γονιδίων IGHV1 στην ομάδα +12 και, από την άλλη πλευρά, πλήρη απουσία των γονιδίων IGHV4 από την κυτταρογενετική ομάδα Λεπτομερή δεδομένα ρεπερτορίου των 120

121 γονιδίων των ανοσοσφαιρινών σε συσχέτιση με τα κυτταρογενετικά ευρήματα έχουν δημοσιευθεί μόνο από την ομάδα των Hamblin και συν. επί 84 ασθενών (104). Κατ αντιστοιχία προς τη μελέτη μας, οι ασθενείς με τρισωμία 12 συχνά εξέφραζαν γονίδια IGHV1, ενώ οι ασθενείς με ανωμαλίες 11 q/17ρ σπάνια χρησιμοποιούσαν γονίδια IGHV4. Στις περιπτώσεις ΧΛΑ της παρούσας μελέτης που εξέφραζαν κλωνοτυπική κ ελαφριά αλυσίδα, έξι γονίδια (IGKV3-20, 1-39/1D-39, 1-5, 4-1, 2-30, 3-11,) βρέθηκαν σε ποσοστό 70,3% των εκφραζόμενων αναδιατάξεων. Σε αντίθεση προς τις αναδιατάξεις των φυσιολογικών lgm+ Β λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος ( ), τα γονίδια IGKV4-1, IGKV2-30 και IGKV3-15 βρέθηκαν με υψηλότερη συχνότητα στην κ-χλλ. Επίσης, η συχνότητα των γονιδίων IGKV4-1 και IGKV2-30 ήταν υψηλότερη από την αναμενόμενη αν οι αναδιατάξεις είχαν συμβεί τυχαία. Αρκετά γονίδια IGKV που βρέθηκαν σε αυξημένη συχνότητα στην παρούσα μελέτη (π.χ., IGKV3-11, IGKV1-39/1D-39, IGKV3-20) είναι επίσης συχνά και σε αυτοαντιδραστικά κύτταρα ( ): ωστόσο, αυτό πιθανόν αντικατοπτρίζει τη συνολικά αυξημένη συχνότητά τους. Τα γονίδια IGKV4-1, 3-20, 1-5, 2-30 και D-39 που βρέθηκαν με αυξημένη συχνότητα στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιούνται συχνά και στα φυσιολογικά lgm+ Β κύτταρα του περιφερικού αίματος ( ), τόσο σε παραγωγικές όσο και σε μη παραγωγικές αναδιατάξεις IGKV-J. Η αυξημένη συχνότητα των συγκεκριμένων γονιδίων IGKV στο παραγωγικό ρεπερτόριο ίσως αντικατοπτρίζει ενδογενείς κυτταρικούς παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του μοριακού μηχανισμού του ανασυνδυασμού. Στις περιπτώσεις ΧΛΑ της παρούσας μελέτης με κλωνοτυπική λ ελαφριά αλυσίδα αναγνωρίσθηκαν γονίδια έξι υποομάδων IGLV. Επικρατούσαν γονίδια της υποομάδας IGLV2 και ακολουθούσαν τα γονίδια της υποομάδας IGLV1 και IGLV3. Αυτή η επιλεκτικότητα οφείλεται κυρίως σε αυξημένη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων γονιδίων IGLV. Από το σύνολο των γονιδίων IGLV, έξι (IGLV3-21, IGLV2-8, IGLV2-11, IGLV1-40, IGLV1-51, IGLV1-44) κωδικοποιούσαν το 80,8% του εκφραζόμενου ρεπερτορίου. Κατ αντιστοιχία προς το φυσιολογικό ρεπερτόριο ( ), τα γονίδια IGLV του αθροίσματος Α (πλησιέστερα προς τα ζεύγη γονιδίων IGLJ-IGLC) αντιπροσωπεύονταν σε ποσοστό 71% των περιπτώσεων, ενώ τα γονίδια των αθροισμάτων Β και C σε ποσοστά 23% και 6%, αντιστοίχως. Στη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, οι σωματικές μεταλλάξεις των γονιδίων IGH χρησιμοποιούνται ως κριτήριο για την κατάταξη των ασθενών σε δύο υποτύπους με διαφορετική κλινική πορεία και πρόγνωση: οι ασθενείς που φέρουν «μεταλλαγμένα» γονίδια IGH γενικά έχουν ήπια κλινική πορεία και το αντίστροφο (1, 3-4, ). Στην παρούσα μελέτη, 73/130 ασθενείς (56,2%) έφεραν «μεταλλαγμένα» γονίδια 121

122 IGH, ενώ 57/130 ασθενείς (43,8%) έφεραν «αμετάλλακτα» γονίδια IGH (38/57 πλήρως αμετάλλακτα - ομολογία 100%). Η κατανομή μεταλλαγμένων/αμετάλλακτων περιπτώσεων στις κυτταρογενετικές ομάδες της παρούσας μελέτης εμφάνιζε σημαντικές διαφορές: συγκεκριμένα, οι αμετάλλακτες περιπτώσεις επικρατούσαν στις ομάδες +12 και «11-17», ενώ οι μεταλλαγμένες περιπτώσεις επικρατούσαν στη «φυσιολογική» ομάδα και κυρίως στην ομάδα των ασθενών με δομικές ανωμαλίες του 13q. Αυτά τα ευρήματα είναι σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δύο μεγαλύτερων δημοσιευμένων μελετών (104, 171). Η παρούσα, παράλληλη ανάλυση των βαριών και ελαφριών αλυσίδων προσέφερε ακριβέστερες πληροφορίες για τη μοριακή «οργάνωση» των ανοσοσφαιρινών στις διάφορες κυτταρογενετικές ομάδες και έδειξε ότι οι ασθενείς των ομάδων +12 και «11-17» επίσης έφεραν σε υψηλότερη συχνότητα αμετάλλακτα γονίδια IGKV/IGLV. Από όσο γνωρίζουμε, δεδομένα για το ρεπερτόριο των ελαφριών αλυσίδων σε σχέση προς τα κυτταρογενετικά ευρήματα δεν έχουν αναφερθεί ποτέ στη βιβλιογραφία. 5. Ανοσοφαινοτυπική ανάλυση - Συσχετίσεις με κυτταρογενετικά ευρήματα Η ανάλυση των επιφανειακών δεικτών του κακοήθους κλώνου πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της κυτταρομετρίας ροής σε δείγματα περιφερικού αίματος των ασθενών. Όλοι οι ασθενείς είχαν τυπική ανοσοφαινοτυπική εικόνα χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας με παρουσία CD5+CD19+CD20+CD23+ κυττάρων. Πολλές μελέτες έχουν υποστηρίξει το CD38 ως προγνωστικό παράγοντα για τη ΧΛΛ (103, ). Η λειτουργία του CD38 στα Β κύτταρα δεν είναι πλήρως κατανοητή. Πιστεύεται ότι παίζει ρόλο στον πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με καλή πρόγνωση ΧΛΛ είχαν χαμηλά έκφραση του CD38 (< 20%), ενώ οι υπόλοιποι με κακή πρόγνωση είχαν υψηλά επίπεδα (>20%). Το CD38 θεωρείται αξιόπιστος προγνωστικός παράγοντας για τη ΧΛΛ, παρόλο που πολλές φορές τα αποτελέσματα δε συμβαδίζουν με τις μεταλλάξεις στα γονίδια IGH. Η έκφραση του CD38 (επί των CD19 θετικών κυττάρων) μελετήθηκε σε 129/130 περιπτώσεις της παρούσας μελέτης: με ουδό θετικότητας το 20%, βρέθηκαν 29 ασθενείς (22.5%) με CD38 (+) κύταρα, ενώ οι υπόλοιποι 100 (77.5%) ήταν CD38 (-). Έτσι, όπως και σε προηγούμενες μελέτες (αν και με διαφορετικό ουδό θετικότητας), η έκφραση του CD38 φάνηκε να διαχωρίζει σαφώς δύο φαινοτυπικές υποομάδες. Υπό άλλη θεώρηση και ανεξάρτητα από τον ουδό θετικότητας, όπως προτείνεται σήμερα από τους περισσότερους ερευνητές, σε κάποιες περιπτώσεις ΧΛΛ της παρούσας μελέτης ελάχιστα νεοπλασματικά Β λεμφοκύτταρα (ή και κανένα) εξέφραζαν το δείκτη CD38, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα ποσοστά ήταν πολύ υψηλότερα και πλησίαζαν 122

123 το 100%. Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι παρά τη σαφή προγνωστική σημασία του δείκτη CD38, η έκφρασή του ποικίλει σε διαφορετικά χρονικά στιγμιότυπα της νόσου στον ίδιο ασθενή (139). Στη μελέτη μας, η έκφραση του CD38 διαπιστώθηκε σε σημαντικά μεγαλύτερη συχνότητα στις ομάδες +12 και Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ήδη αναφερθεί συσχέτιση της τρισωμίας 12 με την έκφραση του CD38. Επίσης, στην παρούσα εργασία, σε συμφωνία με τ αποτελέσματα προηγούμενων μελετών (17, 21-22, 42-43), η έκφραση του FMC7 ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα των ασθενών με τρισωμία Εξέλιξη νόσου - Ολική επιβίωση ασθενών στις κυτταρογενετικές ομάδες Το 2000 δημοσιεύθηκε από τους Dohner και συν. η μεγαλύτερη κυτταρογενετική μελέτη με FISH που περιλάμβανε 325 ασθενείς με ΧΛΑ (74). Σε αυτή τη μελέτη, χρωμοσωμικές ανωμαλίες ανιχνεύθηκαν σε ποσοστό 82% των ασθενών. Στη στατιστική ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 5 ομάδες ασθενών: ασθενείς που παρουσίαζαν μόνο έλλειψη 17ρ13, ή έλλειψη 11 q22-23, τρισωμία 12 ή φυσιολογικό καρυότυπο, ή έλλειψη 13q 14 ως μοναδική χρωμοσωμική ανωμαλία. Μεταξύ των ομάδων παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ως προς την πιθανότητα ολικής επιβίωσης, που ήταν αντιστοίχως 32, 79, 114, 111 και 133 μήνες, καθώς και ως προς την πιθανότητα επιβίωσης χωρίς πρόοδο νόσου, που ήταν αντιστοίχως 9,13, 33, 49 και 92 μήνες. Στην παρούσα μελέτη οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 4 υποομάδες, σύμφωνα με μια μια μικρή τροποποίηση του ιεραρχικού μοντέλου που προτάθηκε από τους Dohner και συν (74). Η τροποποίηση αφορούσε την ενοποίηση της ομάδας των ασθενών με dell 1 q23 με την ομάδα των ασθενών με ανωμαλία 17ρ13 λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών στις δύο αυτές ομάδες. Οι κυτταρογενετικές ομάδες της παρούσας μελέτης δεν εμφάνιζαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ως προς την ηλικία κατά τη διάγνωση, το φύλο και το κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση. Ο διάμεσος χρόνος παρακολούθησης όλων των ασθενών ήταν 39 μήνες. Εξέλιξη νόσου κατά την ανάλυση παρουσίασαν 53/130 ασθενείς (40,8%) σε μέσο χρόνο 72,8 μηνών και διάμεσο χρόνο 77 μηνών. Ειδικότερα, στην ομάδα των 73 ασθενών με φυσιολογικό καρυότυπο, με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 36 μήνες, εξέλιξη νόσου παρουσίασαν 24/73 ασθενείς (32.8%) και ανάγκη έναρξης θεραπείας είχαν 22 ασθενείς. Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι στη ΧΛΛ είναι επιβεβλημένη η διάκριση των ασθενών που εμφάνισαν εξέλιξη νόσου σε σχέση με την ανάγκη θεραπείας, επειδή ορισμένοι ασθενείς απλώς αλλάζουν κλινικό στάδιο («εξέλιξη») αλλά δεν πληρούν τις διεθνώς 123

124 αποδεκτές προϋποθέσεις για έναρξη θεραπείας (64). Από τους ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο που εμφάνισαν εξέλιξη νόσου και έλαβαν θεραπεία, ανθεκτικότητα στη θεραπεία παρουσίασαν 6 ασθενείς, ενώ τρεις απεβίωσαν από τη νόσο. Στην ομάδα των ασθενών με έλλειψη 13q, με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 70 μήνες, εξέλιξη νόσου παρουσίασαν 3/5 ασθενείς. Ωστόσο, ανάγκη θεραπείας είχε μόνο ένας ασθενής, στον οποίο η διάγνωση έγινε σε προχωρημένο στάδιο νόσου, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι στον συγκεκριμένο ασθενή πιθανόν προϋπήρχε ασυμπτωματική νόσος. Ο ασθενής απάντησε άριστα στη θεραπεία και όπως όλοι οι ασθενείς αυτής της ομάδας είναι ζωντανός. Στην ομάδα των ασθενών με τρισωμία 12, με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 31,4 μήνες, εξέλιξη νόσου παρουσίαζαν 13/26 ασθενείς και ανάγκη έναρξης θεραπείας είχαν 10 ασθενείς. Ανθεκτικότητα στη θεραπεία παρουσίαζαν 5 ασθενείς. Δύο απεβίωσαν από τη νόσο. Στην ομάδα των ασθενών με dell 1 q23 και ανωμαλία 17ρ13, με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 30 μήνες, εξέλιξη νόσου παρουσίασαν 5/10 ασθενείς οι οποίοι είχαν όλοι ανάγκη έναρξης θεραπείας. Ανθεκτικότητα στη θεραπεία παρουσίαζαν 3/5 ασθενείς. Τρεις απεβίωσαν από τη νόσο. Συνοψίζοντας, υπογραμμίζεται η διαφορά μεταξύ των κυτταρογενετικών υποομάδων όχι μόνο ως προς την πιθανότητα εξέλιξης της νόσου αλλά και ως προς άλλες σημαντικές παραμέτρους όπως η ανάγκη θεραπείας και η ανθεκτικότητα στη θεραπεία. Οι ασθενείς των υποομάδων +12 και που εμφάνισαν εξέλιξη νόσου είχαν σαφώς υποδεέστερη ανταπόκριση στη θεραπεία από τους ασθενείς των δύο άλλων υποομάδων. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας βρίσκονται σε συμφωνία με τη βιβλιογραφία (74-75). Ωστόσο, τα δεδομένα είναι σαφέστερα για τους ασθενείς με dell 1 q ή ανωμαλία 17ρ παρά για τους ασθενείς με τρισωμία 12 («ενδιάμεσης ή κακής πρόγνωσης»). Οι ανωμαλίες 17ρ έχουν συσχετισθεί με ανθεκτικότητα στους αλκυλιούντες παράγοντες, στα ανάλογα πουρινών και στο rituximab (86, ). Σε κυτταρογενετική μελέτη ασθενών οι οποίοι εντάχθηκαν σε μια προοπτική μελέτη βασισμένη σε αλκυλιούντες παράγοντες, οι ανωμαλίες του 17ρ ήταν η μόνη χρωμοσωμική βλάβη με προγνωστική σημασία (187). Επίσης, μια άλλη μελέτη με FISH έδειξε ότι οι ασθενείς με 17ρ-/ρ53 είχαν πολύ μικρότερη επιβίωση και κακή ανταπόκριση στη θεραπεία. Χαρακτηριστικά, ενώ 56% των ασθενών χωρίς έλλειψη ρ53 επέτυχαν ύφεση με ανάλογα πουρινών, όλοι οι ασθενείς με έλλειψη ρ53 ήταν ανθεκτικοί στη θεραπεία (188). Εξίσου κακή είναι και η ανταπόκριση των ασθενών με έλλειψη ρ53 και στο μονοκλωνικό anti-cd20 αντίσωμα rituximab (189). Αντίθετα, αποτελέσματα από διάφορες μελέτες (κυρίως από τη Γερμανική Ομάδα μελέτης της 124

125 ΧΛΛ) δείχνουν ότι οι ασθενείς με 17ρ-/μετάλλαξη ρ53 ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στο μονοκλωνικό anti-cd52 αντίσωμα alemtuzumab ( ). Στην παρούσα μελέτη, ο διάμεσος χρόνος που μεσολάβησε από την διάγνωση της νόσου μέχρι την εξέλιξη ήταν σημαντικά μεγαλύτερος (100 μήνες) στην ομάδα με φυσιολογικό καρυότυπο και στην ομάδα με 13q (75 μήνες) έναντι της ομάδας +12 (45 μήνες) και της ομάδας (41 μήνες). Σε μονοπαραμετρική ανάλυση φάνηκε ότι το προχωρημένο κλινικό στάδιο, το φύλο (άρρεν), η έκφραση του CD 38 και οι αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH σχετίζονταν άμεσα με την εξέλιξη της νόσου. Στην πολυπαραμετρική ανάλυση μόνο οι αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH και το προχωρημένο κλινικό στάδιο ήταν δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες. Η μέση ολική επιβίωση των ασθενών υπολογίσθηκε σε 180,6 μήνες. Στη μονοπαραγοντική ανάλυση το προχωρημένο κλινικό στάδιο, ο καρυότυπος (ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q/17ρ), η χρησιμοποίηση γονιδίων της ομάδας IGHV1 και οι αμετάλλακτες αλληλουχίες των γονιδίων IGH και IGKV/ IGLV σχετίσθηκαν με μειωμένη επιβίωση. Το κλινικό στάδιο και η ύπαρξη αμετάλλακτων γονιδίων IGHV διατήρησαν την στατιστική σημασία στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Όπως προαναφέρθηκε, πολλές μελέτες έχουν δείξει την προγνωστική σημασία του CD38. Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η έκφραση του CD38 πιθανόν συσχετίζεται με το status μεταλλάξεων των γονιδίων 1GH, υπό την έννοια ότι οι ασθενείς με θετική έκφραση του CD38 φέρουν αμετάλλακτα γονίδια IGH και το αντίστροφο (83, 103). Ωστόσο, πολλές μεταγενέστερες μελέτες κατέρριψαν αυτή την άποψη και έτσι σήμερα η προγνωστική σημασία του CD38 είναι σχετικά αμφιλεγόμενη (139). Οι πρωτοποριακές μελέτες από τις ομάδες των Hamblin και Chiorazzi έδειξαν ότι οι ασθενείς με ΧΛΛ που εκφράζουν αμετάλλακτα γονίδια IGH έχουν σαφώς πιο επιθετική νόσο και σημαντικά μικρότερη επιβίωση σε σχέση με τους ασθενείς με μεταλλαγμένα γονίιδα IGH ( ). Έκτοτε, αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλές μελέτες (1, 3-4). Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ενισχύουν την άποψη που πρωτοδιατυπώθηκε το 2003 από την Γαλλική Ομάδα της ΧΛΛ ότι το status των μεταλλάξεων των γονιδίων IGH και το κλινικό στάδιο κατά τη διάγνωση έχουν συμπληρωματική προγνωστική αξία (192). Η ανάγκη για συνεκτίμηση πολλών γονοτυπικών, φαινοτυπικών και κλινικών δεικτών ώστε να προσδιοριστεί όσο γίνεται ακριβέστερα η πρόγνωση των ασθενών με ΧΛΛ φαίνεται σαφώς από τα αποτελέσματα της ανάλυσης που πραγματοποιήσαμε στην υποομάδα ασθενών της παρούσας μελέτης που κατατάσσονταν σε πρώιμο κλινικό στάδιο (Α κατά Binet). Όπως προαναφέρθηκε, η κλινική σταδιοποίηση προσφέρει σημαντικές προγνωστικές πληροφορίες όσον αφορά στην επιβίωση των ασθενών με 125

126 ΧΛΑ, υστερεί όμως στην πρόγνωση της εξέλιξης της νόσου (αργή ή επιθετική πορεία) και κυρίως στον καθορισμό της πρόγνωσης των ασθενών πρώιμων σταδίων. Στην παρούσα μελέτη, στην υποομάδα ασθενών σταδίου Α κατά Binet, ο χρόνος για εξέλιξη νόσου ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στην ομάδα με φυσιολογικό καρυότυπο και στην ομάδα 13q έναντι της ομάδας +12 και Επίσης, στην ομάδα ασθενών σταδίου Α εκτός του καρυοτύπου, η έκφραση του CD38 και η παρουσία αμετάλλακτων γονιδίων IGHV προδιέγραφαν επιθετική νόσο. To status μεταλλάξεων των γονιδίων IGH και η έκφραση του CD38 διατήρησαν προγνωστική αξία και στην πολυπαραμετρική ανάλυση. Η συμπληρωματικότητα των «βιολογικών» δεδομένων (καρυότυπος, status μεταλλάξεων γονιδίων IGH) διαφαίνεται επίσης και από τα αποτελέσματα της μελέτης μας σχετικά με την έκβαση των ασθενών συνεκτιμώντας τις κυτταρογενετικές ανωμαλίες και το «φορτίο» των μεταλλάξεων των γονιδίων IGH. Ανεξαρτήτως σταδίου, ο χρόνος εξέλιξης της νόσου στους ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο και μεταλλαγμένες αλληλουχίες IGH ήταν μεγαλύτερος σε στατιστικά σημαντικό βαθμό έναντι των ασθενών με φυσιολογικό καρυότυπο και αμετάλλακτες αλληλουχίες IGH ή των ασθενών με +12 (ανεξαρτήτως μεταλλάξεων στα γονίδια IGH). Συνεπώς, με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, θα ήταν λογικό να προτείνουμε ότι οι ασθενείς πρώιμων κλινικών σταδίων, χωρίς έκφραση του CD38, με φυσιολογικό καρυότυπο και μεταλλαγμένα γονίδια IGH συγκροτούν μια ομάδα με άριστη πρόγνωση. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ενισχύουν περαιτέρω την άποψη ότι η ΧΛΑ είναι ετερογενής νόσος με διαφορετικά, κλινικά, ανοσοφαινοτυπικά, μοριακά και κυτταρογενετικά χαρακτηριστικά. Συμπερασματικά, το προχωρημένο κλινικό στάδιο στη διάγνωση της νόσου ήταν και συνεχίζει να αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την εξέλιξη και επιβίωση των ασθενών. Η ύπαρξη αμετάλλακτων αλληλουχιών καθορίζει από τη διάγνωση την πρόγνωση, τόσο για την εξέλιξη όσο και την επιβίωση των ασθενών και φαίνεται πολύ πιθανό η πρόγνωση να διαφοροποιείται και από το είδος του γονιδίου που χρησιμοποιήθηκε. Η έκφραση του CD38 συσχετίσθηκε με γρήγορη εξέλιξη νόσου. Η παρουσία συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών επηρεάζει αποφασιστικά την πρόγνωση των ασθενών. Ωστόσο, απομένει ν αποσαφηνιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: (ί) η παθογενετική σημασία των κυτταρογενετικών βλαβών, εφόσον υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι αποτελούν δευτερογενή γενετικά συμβάντα (ϋ) η χρονική στιγμή της κυτταρογενετικής αξιολόγησης: με την πάροδο της νόσου (η οποία συχνά μπορεί να είναι ασυμπτωματική και να διαγνωσθεί μόνο αφού προηγουμένως «διατρέξει» μεγάλο μέρος της φυσικής πορείας της) είναι δυνατή η εμφάνιση χρωμοσωμικών ανωμαλιών 126

127 με κακή πρόγνωση, όπως 12, 11 q, και 17ρ. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και σε ασθενείς με μεταλλαγμένες αλληλουχίες και να επιβαρύνει σημαντικά την πρόγνωση. Συνεπώς, απαιτείται συστηματική κυτταρογενετική μελέτη τόσο κατά τη διάγνωση όσο και σε φάση διαφυγής της νόσου, αν και το ιδεατό ίσως θα ήταν ανά τακτά διαστήματα, ώστε να μπορεί να σχεδιαστεί ορθολογικά η αντιμετώπιση των ασθενών. Συνοψίζοντας, η κυτταρογενετική αξιολόγηση των ασθενών με ΧΛΛ (με βελτίωση των κυτταρογενετικών τεχνικών) σε συνδυασμό με την ανοσοφαινοτυπική και τη μοριακή μελέτη προσφέρουν πολύτιμες προγνωστικές πληροφορίες που συμβάλλουν στον καλύτερο σχεδίασμά της θεραπευτικής αντιμετώπισης των ασθενών. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη διερεύνηση των νεαρών ασθενών, αρχικών ή προχωρημένων σταδίων νόσου, όπου ο προσδιορισμός των ανωτέρω προγνωστικών πληροφοριών μπορεί να κατευθύνει έγκαιρα σε εντατικοποιημένα σχήματα θεραπείας ή ακόμη και σε πιο επιθετική αντιμετώπιση, όπως η μεταμόσχευση αυτόλογων ή αλλογενών αιμοποιητικών κυττάρων. 127

128 128

129 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η κυτταρογενετική μελέτη ασθενών με ΧΛΛ και η προσπάθεια συσχέτισης των ευρημάτων με διάφορες φαινοτυπικές και γονοτυπικές προγνωστικές παραμέτρους (παρουσία μεταλλάξεων στη μεταβλητή περιοχή των ανοσοσφαιρινών, έκφραση CD38 αντιγόνου), καθώς και με την κλινική εικόνα, την εξέλιξη της νόσου και την επιβίωση των ασθενών. Όλα τα δείγματα που εξετάσθηκαν με κλασική κυτταρογενετική ανάλυση έδωσαν επαρκή αριθμό μεταφάσεων και αναλύθηκαν πλήρως. Ο αριθμός των μεταφάσεων ήταν ιδιαίτερα αυξημένος στις καλλιέργειες με συνδυασμό ΡΗΑ και IL2 σε σχέση με τις καλλιέργειες με ΤΡΑ. Από την κυτταρογενετική μελέτη 130 ασθενών με ΧΛΛ βρέθηκε αρκετά υψηλό ποσοστό χρωμοσωμικών ανωμαλιών: 57 ασθενείς (43,8%) είχαν παθολογικό καρυότυπο, ενώ 73 ασθενείς (56,2%) είχαν φυσιολογικό καρυότυπο. Είκοσι δύο απο τους 57 ασθενείς (38,59%) είχαν περισσότερες από μία χρωμοσωμική ανωμαλία. Έξι ασθενείς (4,6%) παρουσίαζαν >3 χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Δώδεκα ασθενείς παρουσίαζαν εξελικτικό κλώνο στο αρχικό δείγμα. Επίσης, τρεις εμφάνισαν χρωμοσωμικές ανωμαλίες (11 q ο ένας και 17ρ οι δύο) σε φάση εξέλιξης της νόσου (2/3 είχαν φυσιολογικό καρυότυπο στη διάγνωση). Η τρισωμία 12 ήταν η συχνότερη κυτταρογενετική ανωμαλία (26/130 ασθενείς, 20%). Ανωμαλίες του χρωμοσώματος 13 (Del(13q)/t13q/-13) ανιχνεύθηκαν σε 19/130 ασθενείς (14,6%). Μόνο 5 ασθενείς παρουσίαζαν ως μόνη χρωμοσωμική ανωμαλία την έλλειψη τμήματος του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 13. Πέντε (3,8%) ασθενείς παρουσίαζαν ανωμαλία στο μακρό βραχίονα του χρωμοσώματος 11q23 και 5 ασθενείς (3,8%) παρουσίαζαν ανωμαλία του χρωμοσώματος 17. Δύο ασθενείς παρουσίαζαν έλλειψη του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 6q. Δύο ασθενείς παρουσίαζαν ανωμαλία του μακρού βραχίονα του χρωμοσώματος 14. Η κυτταρογενετική μελέτη αποκάλυψε χρωμοσωμικές ανωμαλίες που θα είχαν παραβλεφθεί κατά τη μελέτη με FISH (χρησιμοποιώντας τους καθιερωμένους ανιχνευτές για ΧΛΛ), όπως είναι οι ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων X, Υ, 3, 5, 8, και 18. Επτά ασθενείς έφεραν 8 νέες μεταθέσεις που δεν έχουν αναφερθεί στη ΧΛΛ. Συνολικά 15 ασθενείς εμφάνισαν εξέλιξη κλώνου. Κατά την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης, 7/15 ασθενείς (46,6%) με εξέλιξη κλώνου παρουσίαζαν βλάβες στα χρωμοσώματα 11 και 17. Από την παρούσα μελέτη συνάγεται ότι κατά την εξέλιξη της νόσου μπορεί να προκύψει έλλειψη 17ρ. Το εύρημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό εφόσον οι ασθενείς με έλλειψη 17ρ δεν απαντούν στα κλασικά χημειοθεραπευτικά σχήματα, αλλά απαιτούν συνδυασμό χημειοθεραπείας με ανοσοθεραπεία (anti-cd52, Alemtuzumab) 129

130 Στην παρούσα μελέτη για να γίνει σύγκριση των κυτταρογενετικών ευρημάτων με τα ανοσοφαινοτυπικά, μοριακά και κλινικά ευρήματα, οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 4 υποομάδες: ί) ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο (ΦΚ), Ν) ασθενείς με τρισωμία 12 (+12) χωρίς ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11/17 iii) ασθενείς με ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q ή 17ρ (11 q-17ρ). Οι δύο τελευταίες ομάδες ενοποιήθηκαν λόγω του μικρού αριθμού των ασθενών ίν) ασθενείς με μόνη χρωμοσωμική ανωμαλία την έλλειψη 13q. Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές ως προς την ηλικία, το φύλο και το κλινικό στάδιο στις προαναφερόμενες ομάδες. Η έκφραση του CD38 ήταν συχνότερη στη ομάδα των ασθενών με +12 και 11 q-17ρ συγκρινόμενη με αυτούς με φυσιολογικό καρυότυπο/ dell3q (ρ=0.002). Οι ασθενείς με +12 εμφάνιζαν συχνότερα έκφραση του FMC7 (ρ=0.035) και χρησιμοποίηση γονιδίων IGHV1. Αναδιατάξεις IGHV με αμετάλλακτα γονίδια βρέθηκαν συχνότερα στους ασθενείς με +12 και 11 q-17ρ (ρ=0.002). Οι ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο ή del(13q) παρουσίαζαν μακρύτερο χρονικό διάστημα για εξέλιξη νόσου (PFS) έναντι των ασθενών με +12/11 q-17ρ. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση για την PFS, το κλινικό στάδιο και η ύπαρξη μεταλλαγμένων γονιδίων IGHV βρέθηκαν σημαντικοί παράγοντες. Σε ασθενείς σταδίου Α κατά Binet, σημαντικοί παράγοντες για μικρότερο PFS ήταν η τρισωμία 12, οι ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q/17ρ, η έκφραση του CD38 και τα αμετάλλακτα γονίδια IGHV. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, μόνο η έκφραση του CD38 και αμετάλλακτα γονίδια IGHV διατήρησαν τη στατιστική σημαντικότητα για PFS (ρ=0.005). Το προχωρημένο κλινικό στάδιο, ο καρυότυπος (ανωμαλίες των χρωμοσωμάτων 11 q/17ρ), η χρήση γονιδίων IGHV1 και η παρουσία αμετάλλακτων γονιδίων IGHV συσχετίσθηκαν με μικρότερη επιβίωση στη μονοπαραγοντική ανάλυση. Το κλινικό στάδιο και η ύπαρξη αμετάλλακτων γονιδίων IGHV διατήρησαν στατιστική σημασία στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Συμπερασματικά, το προχωρημένο κλινικό στάδιο στη διάγνωση της νόσου ήταν και συνεχίζει να αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την εξέλιξη και επιβίωση των ασθενών. Η ύπαρξη αμετάλλακτων αλληλουχιών IGHV καθορίζει την πρόγνωση από τη διάγνωση, τόσο για την εξέλιξη όσο και την επιβίωση των ασθενών, και φαίνεται πολύ πιθανό η πρόγνωση να διαφοροποιείται και από το είδος του γονιδίου που χρησιμοποιήθηκε. Η έκφραση του CD38 συσχετίσθηκε με γρήγορη εξέλιξη νόσου. Η παρουσία συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών επηρεάζει αποφασιστικά την πρόγνωση των ασθενών. Η εμφάνιση χρωμοσωμικών ανωμαλιών με κακή πρόγνωση (+12, 11 q, 17ρ) στην εξέλιξη της νόσου ακόμη και σε ασθενείς με μεταλλαγμένες αλληλουχίες IGHV υποδεικνύει την ανάγκη επανελέγχου των ασθενών με καρυότυπο στην πορεία της νόσου. 130

131 SUMMARY One-hundred-and-thirty typical, unselected CLL cases were studied by conventional cytogenetic analysis. Seventy-three patients (56,2%) had normal karyotype ( normal subgroup ), while 57/130 patients (43,8%) had abnormal karyotype. Twenty-two out of 57 patients (38.6%) carried more than one abnormality. Trisomy 12 was the most common abnormality (26/130 cases; 20%). In the trisomy 12 subgroup, 17/26 cases carried isolated trisomy 12. Aberrations of chromosome 13 in the form of del(13q)/t13q/-13 were detected in 19/130 cases (14,6%); only 5/19 cases carried isolated del(13)(q12q14) ( del13q subgroup ). Other aberrations included del(11q23) (5/130 cases; 3,8%), del 17p/-17 (5/130 cases; 3,8%), -Y (3/130 cases; 2,3%), del(6q) and abnormality 14q (2/130 cases each; 1,5%), trisomy 5 and trisomy 8 (1/130 case each; 0,7%). Various aberrations of chromosome 18 were detected in 6/130 cases (4,6%). Six patients (4,6%) had complex karyotype. Twelve out of 57 patients with abnormal karyotype showed evidence for clonal evolution; 4/12 cases (33%) with clonal evolution carried abormalities of chromosomes 11 q and 17p.Finally, eight novel chromosomal abnormalities were identified in seven patients. Based on cytogenetic findings, the patients of the present study were divided in four subgroups: normal karyotype, trisomy 12, aberrations 11/17, del(13q). The four cytogenetic subgroups of the present study were comparable with respect to percentage of advanced stage cases and age. CD38 expression was significantly more frequent in the trisomy 12 and subgroups compared to the normal and dell3q subgroups (p=0.02). Strong FMC7 expression was significantly more frequently detected in the trisomy 12 subgroup compared to the other three subgroups (p=0.035). IGHV1 subgroup genes were used more frequently in the trisomy 12 subgroup. Using the 98% cut-off for homology to germline, 73/130 IGHV- D-J rearrangements (56,2%) were considered as mutated, while the remainder (57/130 cases; 43,8%) were considered as unmutated. Significant differences (p=0.02) were observed among cytogenetic subgroups with regard to IGHV mutation status, with greater percentages of IGHV-unmutated cases in the trisomy 12 and subgroups. At the time of the analysis, 53/130 patients (40.8%) had progressed; the incidence of progression was 32.8% in the normal karyotype subgroup (24/73 cases) vs. 50% in the trisomy 12 and subgroups (13/26 and 5/10 cases, respectively); in the dell 3q subgroup, 3/5 patients have progressed but only one required treatment. Patients with normal karyotype had a longer median time to progression than 131

132 patients in the trisomy 12 or subgroups; nevertheless, this difference was not statistically significant (p=0.16), most probably due to the relatively small number of patients in the last two subgroups. Among patients with clonal evolution, 7/12 progressed and 3/7 had mutated IGHV genes (5/7 required treatment). Advanced clinical stage, male sex, CD38 expression and unmutated IGVH genes were all associated with progression in a bivariate analysis. Evaluation of the prognostic impact of IGHV mutation status in the trisomy 12 and normal karyotype subgroups showed that IGHV-mutated patients with normal karyotype had significantly longer time to progression (p-value<0.001). On multivariate analysis, IGHV-mutated and/or early clinical stage patients had a lower relative risk to progression when compared with IGHV-unmutated and/or advanced stage patients, especially in patients carrying IGHV-rearranged genes with 100% homology to germline. Additional analyses in the subgroup of Binet stage A patients detected significant relationships between a shorter time to progression and the following parameters: (i) trisomy 12 or aberrations of chromosomes 11/17; (ii) CD38 expression; (iii) IGHV and IGKV/IGLV unmutated status. Based on multivariate analysis, CD38 expression and IGHV-unmutated status were the only parameters significantly related to a higher relative risk to progression. The mean survival time was calculated at months (95% C.1: ). On bivariate analysis, advanced clinical stage at presentation, aberrations of 11 q/17p, usage of IGHV1 subgroup genes and IGHV- and/or IGLV-unmutated status were associated with shorter survival. On multivariate analysis, IGHV-unmutated patients had 9 times higher hazard of death than IGHV-mutated ones. Furthermore, patients with advanced clinical stage at presentation had 7 times higher hazard of death than early stage (Rai 0-1, Binet A) patients. In conclusion, clinical stage at diagnosis and IGHV mutation status are the most important prognostic factors for patient outcome. Expression of CD38 was associated with a shorter time to progression. Cytogenetic analysis has a complementary role in predicting prognosis in CLL. Finally, the results of the present study further emphasize the need for regular karyotypic monitoring. 132

133 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Chiorazzi Ν, Rai KR, Ferrarini M. Chronic lymphocytic leukemia. N Engl J Med. 2005;352: Wortis HH, Berland R. Cutting edge commentary: origins of B-1 cells. J Immunol. 2001;166: Chiorazzi N, Ferrarini Μ. B cell chronic lymphocytic leukemia: Lessons Learned from studies of the B cell antigen receptor. Annu Rev Immunol. 2003;21: Stevenson FK, Caligaris-Cappio F. Chronic lymphocytic leukemia: revelations from the B-cell receptor. Blood. 2004;103: Forconi F, Sahota SS, Lauria F, Stevenson FK. Revisiting the definition of somatic mutational status in B-cell tumors: does 98% homology mean that a V(H)-gene is unmutated? Leukemia 2004;18(4): McHeyzer-Williams M, McHeyzer-Williams L, Panus J, Pogue-Caley R, Bikah G et al. Helper T-cell-regulated B-cell immunity. Microbes Infect. 2003;5: Carsetti R. The Development of B Cells in the Bone Marrow Is Controlled by the Balance Between Cell-autonomous Mechanisms and Signals from the Microenvironment, J Exp Med. 2000;191(1): Mostoslavsky R, Singh N, Tenzen T, Goldmit M, Gabay C, Elizur S et al. Asynchronous replication and allelic exclusion in the immune system. Nature. 2001;414: Goldmit M, Schlissel M, Cedar H, Bergman Y. Differential accessibility at the kappa chain locus plays a role in allelic exclusion. EMBO J. 2002;21: Liang HE, Hsu LY, Cado D, Schlissel MS. Variegated transcriptional activation of the immunoglobulin kappa locus in pre-b cells contributes to the allelic exclusion of light-chain expression. Cell. 2004;118: Hardy RR, Hayakawa K. B cell development pathways. Annu Rev Immunol. 2001;19: Karasuyama H, Rolink A, Melchers F. Surrogate light chain in B cell development. Adv Immunol 1996;63: Retter MW, Nemazee D. Receptor editing occurs frequently during normal B cell development. J Exp Med. 1998;188:

134 14. Tiegs SL, Russell DM, Nemazee D. Receptor editing in self reactive bone marrow B cells. J Exp Med 1993, 177: Nemazee D, Hogquist KA. Antigen receptor selection by editing or downregulation ofv(d)j recombination. CurrOpin Immunol. 2003;15: Wardemann H, Yurasov S, Schaefer A, Young JW, Meffre E, Nussenzweig MC. Predominant autoantibody production by early human B cell precursors. Science. 2003;301: Fang T, Smith BP, Roman CA. Conventional and surrogate light chains differentially regulate Ig mu and Dmu heavy chain maturation and surface expression. J Immunol. 2001;167(7): Burrows PD, Stephan RP,Wang YH, Lassoued K, Zhang Z, Cooper MD. The transient expression of pre-b cell receptors governs B cell development, Semin Immunol 2002;14: Nussenzweig MC. Immune receptor editing: revise and select. Cell 1998;95: McHeyzer-Williams L, Driver D, McHeyzer-Williams M, Germinal center reaction, Curr Opin Hematol 2001; 8: Davis DM, Igakura T, McCann FE, Carlin LM, Andersson K, Vanherberghen B et al. The protean immune cell synapse: a supramolecular structure with many functions. Semin Immunol. 2003;15: Friedl P, Storim J. Diversity in immune-cell interactions: states and functions of the immunological synapse. Trends Cell Biol. 2004;14: Iber D. Formation of the B cell synapse: retention or recruitment? Cell Mol Life Sci. 2005;62: French DL, Laskov R, Scharff MD. The role of somatic hypermutation in the generation of antibody diversity. Science 1989;244(4909): Papavasiliou FN, Schatz DG. Somatic hypermutation of immunoglobulin genes: merging mechanisms for genetic diversity. Cell. 2002; 109 Suppl:S van Es JH, Meyling FH, Logtenberg T. High frequency of somatically mutated IgM molecules in the human adult blood B cell repertoire. Eur J Immunol 1992;22(10): Chang B, Casali P. The CDR1 sequences of a major proportion of human germline IgVH genes are inherently susceptible to amino acid replacement. Immunol Today 1994; 15: Wagner SD, Milstein C, Neuberger MS. Codon bias targets mutation. Nature 1995; 376:

135 29. Betz AG, Rada C, Pannell R, Milstein C, Neuberger MS. Passenger transgenes reveal intrinsic specificity of the antibody hypermutation mechanism: clustering, polarity, and specific hot spots. Proc Natl Acad Sci USA 1993; 90: Chaudhuri J, Alt FW. Class-switch recombination: interplay of transcription, DNA deamination and DNA repair. Nat Rev Immunol. 2004;4: Bross L, Muramatsu M, Kinoshita K, Honjo T, Jacobs H. DNA double-strand breaks: prior to but not sufficient in targeting hypermutation. J Exp Med. 2002;195: Honjo T, Muramatsu M, Fagarasan S. AID: how does it aid antibody diversity? Immunity. 2004;20: Kotani A, Okazaki IM, Muramatsu M, Kinoshita K, Begum NA, Nakajima T et al. A target selection of somatic hypermutations is regulated similarly between T and B cells upon activation-induced cytidine deaminase expression. Proc Natl Acad Sci USA. 2005;102: Nagaoka H, Ito S, Muramatsu M, Nakata M, Honjo T. DNA cleavage in immunoglobulin somatic hypermutation depends on de novo protein synthesis but not on uracil DNA glycosylase. Proc Natl Acad Sci USA. 2005; 102: Manis JP, Tian M, Alt FW. Mechanism and control of class-switch recombination. Trends Immunol. 2002;23: Chaudhuri J, Alt FW. Class-switch recombination: interplay of transcription, DNA deamination and DNA repair. Nat Rev Immunol. 2004;4: Dudley DD, Chaudhuri J, Bassing CH, Alt FW. Mechanism and Control of V(D)J Recombination versus Class Switch Recombination: Similarities and Differences. Adv Immunol. 2005;86: Shapiro-Shelef M, Calame K. Plasma cell differentiation and multiple myeloma. CurrOpin Immunol. 2004;16: McHeyzer-Williams LJ, McHeyzer-Williams MG. Antigen-specific memory B cell development. Annu Rev Immunol. 2005;23: McHeyzer-Williams MG. B cells as effectors. Curr Opin Immunol. 2003;15: de Vinuesa CG, Cook MC, Ball J, Drew M, Sunners Y, Cascalho M et al. Germinal centers without T cells. J Exp Med. 2000;191: MacLennan 1C, Toellner KM, Cunningham AF, Serre K, Sze DM, Zuniga E et al. Extrafollicular antibody responses. Immunol Rev. 2003;194: Manser T. Textbook germinal centers? J Immunol. 2004;172:

136 44. Vinuesa CG, Sze DM, Cook MC, Toellner KM, Klaus GG, Ball J et al. Recirculating and germinal center B cells differentiate into cells responsive to polysaccharide antigens. Eur J Immunol. 2003;33: Pillai S, Cariappa A, Moran ST. Positive selection and lineage commitment during peripheral B-lymphocyte development. Immunol Rev. 2004; 97: Martin F, Kearney JF. Marginal-zone B cells, Nat Rev Immunol. 2002;2: Cariappa A, Tang M, Parng C, Nebelitskiy E, Carroll M, Georgopoulos K, Pillai S. The follicular versus marginal zone B lymphocyte cell fate decision is regulated by Aiolos, Btk, and CD21. Immunity. 2001;14: Cariappa A, Pillai S. Antigen-dependent B-cell development. Curr Opin Immunol. 2002;14: Pillai S, Cariappa A, Moran ST. Marginal zone B cells. Annu Rev Immunol. 2005;23: Aichele P, Zinke J, Grade L, Schwendener RA, Kaufmann SH, Seiler P. Macrophages of the splenic marginal zone are essential for trapping of bloodborne particulate antigen but dispensable for induction of specific T cell responses. J Immunol. 2003;171: Kruetzmann S, Rosado MM, Weber H, Germing U, Tourniihac O, Peter HH et al. Human immunoglobulin M memory B cells controlling Streptococcus pneumoniae infections are generated in the spleen. J Exp Med. 2003;197: Weller S, Braun MC, Tan BK, Rosenwald A, Cordier C, Conley ME et al. Human blood IgM "memory" B cells are circulating splenic marginal zone B cells harboring a prediversified immunoglobulin repertoire. Blood. 2004;104: Cariappa A, Liou HC, Horwitz BH, Pillai S. Nuclear factor kappa B is required for the development of marginal zone B lymphocytes. J Exp Med. 2000;192: Maillard I, Weng AP, Carpenter AC, Rodriguez CG, Sai H, Xu L et al. Mastermind critically regulates Notch-mediated lymphoid cell fate decisions. Blood. 2004;104: Berland R, Wortis HH. Origins and functions of B-1 cells with notes on the role of CD5. Annu Rev Immunol. 2002;20:

137 56. Martin F, Kearney JF. B-cell subsets and the mature preimmune repertoire. Marginal zone and B1 B cells as part of a "natural immune memory". Immunol Rev. 2000;175: Kuby, J, Immunology 4th edition, W.H. Freeman and Company, Davies DR, Padlan EA, Sheriff S. Antibody-antigen complexes. Annu Rev Biochem 1990;59: Stites DP, Terr Al. Medical Immunology, 9th edition, Appleton and Lange, Janeway, CA, Travers P, Immunobiology: The Immune System in Health and Disease, Garland Publishing, Rolink A, Melchers F. Molecular and Cellular Origins of B Lymphocyte Diversity. Cell, 1991; 66: Lefranc M-P and Lefranc G. The immunoglobulin FactsBook. Academic Press, London, Scaviner D, Barbie V, Ruiz M, Lefranc MP. Protein displays of the human immunoglobulin heavy, kappa and lambda variable and joining regions. Exp Clin Immunogenet. 1999;16: Cheson BD, Bennett JM, Grever M. National Cancer Institute-sponsored Working Group guidelines for chronic lymphocytic leukemia: revised guidelines for diagnosis and treatment. Blood. 1996;87: Rai K, Dohner H, Keating M, Montserrat E. Chronic Lymphocytic Leukemia: Case-Based Session. Hematology 2001: Rozman C, Bosch F, Montserrat E. Chronic lymphocytic leukemia: a changing natural history? Leukemia. 1997;11: Montillo M, Hamblin T, Hallek M, Montserrat E, Morra E. Chronic lymphocytic leukemia: novel prognostic factors and their relevance for risk-adapted therapeutic strategies. Haematologica. 2005;90: Rai KR, Sawitsky A, Cronkite EP, et al. Clinical staging of chronic lymphocytic leukemia. Blood. 1975;46: Kay N, Hamblin T, Jelinek D, Dewald G, Byrd J, Farag S et al. Chronic Lymphocytic Leukemia. Hematology 2002: Binet J-L, Leporier M, Dighiero G. A clinical staging system for chronic lymphocytic leukemia. Cancer. 1977;40: Byrd JC, Stilgenbauer S, Flinn IW. Chronic lymphocytic leukemia. Hematology (Am Soc Hematol Educ Program). 2004: Heim S, Mitelman F. Cancer Cytogenetics. 2nd Ed. Wiley-Liss, New York,

138 73. Morgan R, Chen Z, Richkind K, Roherty S, Velasco J, Sandberg AA, PHA/IL2: an efficient mitogen cocktail for cytogenetic studies of non-hodgkin lymphoma and chronic lymphocytic leukemia. Cancer Genet Cytogenet. 1999;109: Dohner H, Stilgenbauer S, Benner A, Leupolt E, Krober A, Bullinger L et al. Genomic aberrations and survival in chronic lymphocytic leukemia. N Engl J Med. 2000;343: Stilgenbauer S, Bullinger L, Lichter P, Dohner H. Genetics of chronic lymphocytic leukemia: genomic aberrations and V(H) gene mutation status in pathogenesis and clinical course. Leukemia. 2002;16: Criel A, Verhoef G, Vlietinck R, Mecucci C, Billiet J, Michaux L et al. Further characterization of morphologically defined typical and atypical CLL: a clinical, immunophenotypic, cytogenetic and prognostic study on 390 cases, Br J Haematol. 1997;97: Garcia-Marco JA, Price CM, Ellis J, Morey M, Matutes E, Lens D et al. Correlation of trisomy 12 with proliferating cells by combined immunocytochemistry and fluorescence in situ hybridization in chronic lymphocytic leukemia. Leukemia. 1996;10: Matutes E, Oscier D, Garcia-Marco J, Ellis J, Copplestone A, Gillingham R et al. Trisomy 12 defines a group of CLL with atypical morphology: correlation between cytogenetic, clinical and laboratory features in 544 patients. Br J Haematol. 1996;92: Su'ut L, O'Connor SJ, Richards SJ, Jones RA, Roberts BE, Davies FE et al. Trisomy 12 is seen within a specific subtype of B-cell chronic lymphoproliferative disease affecting the peripheral blood/bone marrow and co-segregates with elevated expression of CDIIa. Br J Haematol. 1998;101: Mertens D, Wolf S, Schroeter P, Schaffner C, Dohner H, Stilgenbauer S et al. Down-regulation of candidate tumor suppressor genes within chromosome band 13q14.3 is independent of the DNA methylation pattern in B-cell chronic lymphocytic leukemia. Blood 2002;99(11): Calin GA, Dumitru CD, Shimizu M, Bichi R, Zupo S, Noch E et al. Frequent deletions and down-regulation of micro- RNA genes mir15 and mir16 at 13q 14 in chronic lymphocytic leukemia, Proc Natl Acad Sci USA. 2002;99:

139 82. Calin GA, Liu CG, Sevignani C, Ferracin M, Felli N, Dumitru CD et al. MicroRNA profiling reveals distinct signatures in B cell chronic lymphocytic leukemias. Proc Natl Acad Sci USA. 2004;101: Oscier DG, Gardiner AC, Mould SJ, Glide S, Davis ZA, Ibbotson RE et al. Multivariate analysis of prognostic factors in CLL: clinical stage, IGVH gene mutational status, and loss or mutation of the p53 gene are independent prognostic factors. Blood. 2002;100: Schaffner C, Stilgenbauer S, Rappold A, Dohner H, Lichter P. Somatic ATM mutations indicate a pathogenic role of ATM in B-cell chronic lymphocytic leukemia. Blood 1999; 94: Bullrich F, Rasio D, Kitada S, Starostik P, Kipps T, Keating M et al. ATM mutations in B-cell chronic lymphocytic leukemia. Cancer Res 1999;59: el Rouby S, Thomas A, Costin D, Rosenberg CR, Potmesil M, Silber R et al. p53 gene mutation in B-cell chronic lymphocytic leukemia is associated with drug resistance and is independent of MDR1/MDR3 gene expression. Blood 1993;82(11 ): Pettitt AR, Sherrington PD, Stewart G, Cawley JC, Taylor AM, Stankovic T. p53 dysfunction in B-cell chronic lymphocytic leukemia: inactivation of ATM as an alternative to TP53 mutation. Blood. 2001;98: Stankovic T, Hubank M, Cronin D, Stewart GS, Fletcher D, Bignell CR et al. Microarray analysis reveals that TP53- and ATM-mutant B-CLLs share a defect in activating proapoptotic responses after DNA damage but are distinguished by major differences in activating prosurvival responses. Blood. 2004;103: Lin TS, Moran M, Lucas M, Waymer S, Jefferson S, Fischer DB et al. Antibody therapy for chronic lymphocytic leukemia: a promising new modality. Hematol Oncol Clin North Am 2004;18(4): Juliusson G, Oscier D, Gahrton G. Cytogenetic findings and survival in B-cell chronic lymphocytic leukemia. Second IWCCLL compilation of data on 662 patients. Leuk Lymphoma 1991; 5(Suppl): Merup M, Jansson M, Corcoran M, Liu Y, Wu X, Rasool O et al. A FISH cosmid 'cocktail' for detection of 13q deletions in chronic lymphocytic leukaemia-comparison with cytogenetics and Southern hybridization. Leukemia 1998; 12(5) Stilgenbauer S, Bullinger L, Benner A, Wildenberger K, Bentz M, Dohner K et al. Incidence and clinical significance of 6q deletions in B cell chronic lymphocytic leukemia. Leukemia 1999; 13(9):

140 93. Oscier DG, Stevens J, Hamblin TJ, Pickering RM, Lambert R, Fitchett M. Correlation of chromosome abnormalities with laboratory features and clinical course in B-cell chronic lymphocytic leukaemia. Br J Haematol 1990;76(3): Juliusson G, Oscier DG, Fitchett M, Ross FM, Stockdill G, Mackie MJ et al. Prognostic subgroups in B-cell chronic lymphocytic leukemia defined by specific chromosomal abnormalities. N Engl J Med 1990;323(11): Stilgenbauer S, Ritgen M, Bullinger L, Krober A, Lichter P, Dreger P, Dohner H. Genomic aberrations in the CLL3 trial of the German CLL Study Group (GCLLSG): deletion 11 q23 indentifies patients with molecular disease persistence after autologous high dose therapy. Blood 2001; 98 (Suppl. 1): Abstr Bullinger L, Krautle C, Busch R, Krober A, Emmerich B, Hallek M et al. Incidence and corralation of genomic aberrations with clinical and biological risk factors in B-CLL stage Binet-A within the CLL1 trial of the GCLLSG. Blood 2001; 98 (Suppl. 1): Abstr Oscier D, Fitchett M, Herbert T, Lambert R. Karyotypic evolution in B-cell chronic lymphocytic leukaemia. Genes Chromosomes Cancer 1991;3: Fegan C, Robinson H, Thompson P, Whittaker JA, White D. Karyotypic evolution in CLL: identification of a new sub-group of patients with deletions of 11 q and advanced or progressive disease. Leukemia. 1995;9: Finn WG, Kay NE, Kroft SH, Church S, Peterson LC. Secondary abnormalities of chromosome 6q in B-cell chronic lymphocytic leukemia: a sequential study of karyotypic instability in 51 patients. Am J Hematol. 1998;59: Leupolt E, Stilgenbauer S, Krober A, Bullinger L, Lichter P, Dohner H. Clonal evolution in B-CLL: acquisition of deletions involving 6q21, 11 q22 and 17p13 (TP53) associated with disease progression. Blood 2001; 98 (Suppl. 1): Abstr Fais F, Ghiotto F, Hashimoto S, Sellars B, Valetto A, Allen SL et al. Chronic lymphocytic leukemia B cells express restricted sets of mutated and unmutated antigen receptors. J Clin Invest 1998; 102(8): Schroeder HW Jr, Dighiero G. The pathogenesis of chronic lymphocytic leukemia: analysis of the antibody repertoire. Immunol. Today. 1994; 15:

141 103. Damle RN, Wasil T, Fais F, Ghiotto F, Valetto A, Allen SL et al. Ig V gene mutation status and CD38 expression as novel prognostic indicators in chronic lymphocytic leukemia. Blood. 1999;94: Hamblin TJ, Davis Z, Gardiner A, Oscier DG, Stevenson FK. Unmutated Ig V(H) genes are associated with a more aggressive form of chronic lymphocytic leukemia. Blood. 1999;94: Dighiero G. Unsolved issues in CLL biology and management. Leukemia. 2003;17: Ghia P, Stamatopoulos K, Belessi C, Moreno C, Stella S, Guida G et al. Geographic patterns and pathogenetic implications of IGHV gene usage in chronic lymphocytic leukemia: the lesson of the IGHV3-21 gene. Blood. 2005;105: Tobin G, Thunberg U, Johnson A, Thorn I, Soderberg O, Hultdin M et al. Somatically mutated Ig V(H)3-21 genes characterize a new subset of chronic lymphocytic leukemia. Blood 2002;99(6): Lin K, Manocha S, Harris RJ, Matrai Z, Sherrington PD, Pettitt AR. High frequency of p53 dysfunction and low level of VH mutation in chronic lymphocytic leukemia patients using the VH3-21 gene segment. Blood. 2003;102: Philippe J, Janssens A, Smits K. Prognostic value of specific VH-genes in CLL. Leuk Lymph. 2003;44:S Nollet F, Cauwelier B, Billiet J, Selleslag D, Van Hoof A, Louwagie A et al. Do B-cell chronic lymphocytic leukemia patients with Ig VH3-21 genes constitute a new subset of chronic lymphocytic leukemia? Blood 2002; 100(3): ; author reply Besmer E, Gourzi P, Papavasiliou FN. The regulation of somatic hypermutation. CurrOpin Immunol. 2004;16: Zhou J, Lottenbach KR, Barenkamp SJ, Lucas AH, Reason DC. Recurrent variable region gene usage and somatic mutation in the human antibody response to the capsular polysaccharide of Streptococcus pneumoniae type 23F. Infect Immun. 2002;70: Kipps TJ, Robbins BA, Kuster P, Carson DA. Autoantibody-associated cross-reactive idiotypes expressed at high frequency in chronic lymphocytic leukemia relative to B-cell lymphomas of follicular center cell origin. Blood. 1988;72: Kipps TJ, Tomhave E, Chen PP, Carson DA. Autoantibody-associated kappa light chain variable region gene expressed in chronic lymphocytic 141

142 leukemia with little or no somatic mutation. Implications for etiology and immunotherapy. J Exp Med. 1988;167: Sthoeger ZM, Wakai M, Tse DB, et al. Production of autoantibodies by CD5- expressing B lymphocytes from patients with chronic lymphocytic leukemia. J Exp Med. 1989;169: Borche L, Lim A, Binet JL, Dighiero G. Evidence that chronic lymphocytic leukemia B lymphocytes are frequently committed to production of natural autoantibodies. Blood. 1990;76: Rassenti LZ, Pratt LF, Chen PP, Carson DA, Kipps TJ. Autoantibodyencoding kappa L chain genes frequently rearranged in lambda L chainexpressing chronic lymphocytic leukemia. J Immunol. 1991;147: Widhopf GF 2nd, Kipps TJ. Normal B cells express 51p1-encoded Ig heavy chains that are distinct from those expressed by chronic lymphocytic leukemia B cells. J Immunol. 2001;166: Ghiotto F, Fais F, Valetto A. Remarkably similar antigen receptors among a subset of patients with chronic lymphocytic leukemia. J Clin Invest. 2004;113: Widhopf GF 2nd, Rassenti LZ, Toy TL, Gribben JG, Wierda WG, Kipps TJ. Chronic lymphocytic leukemia B cells of more than 1% of patients express virtually identical immunoglobulins. Blood. 2004;104: Messmer BT, Albesiano E, Efremov DG. Multiple distinct sets of stereotyped antigen receptors indicate a role for antigen in promoting chronic lymphocytic leukemia. J Exp Med. 2004;200: Tobin G, Thunberg U, Karlsson K. Subsets with restricted immunoglobulin gene rearrangement features indicate a role for antigen selection in the development of chronic lymphocytic leukemia. Blood. 2004;104: Damie RN, Ghiotto F, Valetto A, Albesiano E, Fais F, Yan XJ et al. B-cell chronic lymphocytic leukemia cells express a surface membrane phenotype of activated, antigen-experienced B lymphocytes. Blood 2002; 99: Patel DV, Rai KR. Chronic lymphocytic leukemia. In: Hoffman R, Benz EJ et al. Hematology Principles and Practice. 4th Edition. Philadelphia, Elsevier. Churchill and Livingstone, Matutes E, Polliack A. Morphological and immunophenotypic features of chronic lymphocytic leukemia. Rev Clin Exp Hematol. 2000;4: Matutes E, Owusu-Ankomah K, Morilla R, Garcia Marco J, Houlihan A, Que TH et al. The immunological profile of B-cell disorders and proposal of a scoring system for the diagnosis of CLL. Leukemia. 1994;8:

143 127. Delgado J, Matutes E, Morilla AM, Morilla RM, Owusu-Ankomah KA, Rafiq- Mohammed F et al. Diagnostic significance of CD20 and FMC7 expression in B-cell disorders. Am J Clin Pathol. 2003;120: Thompson AA, Talley JA, Do HN, Kagan HL, Kunkel L, Berenson J et al. Aberrations of the B-cell receptor B29 (CD79b) gene in chronic lymphocytic leukemia. Blood. 1997;90: Moreau EJ, Matutes E, A'Hern RP, Morilla AM, Morilla RM, Owusu- Ankomah KA et al. Improvement of the chronic lymphocytic leukemia scoring system with the monoclonal antibody SN8 (CD79b). Am J Clin Pathol. 1997;108: Klein U, Tu Y, Stolovitzky GA. Gene expression profiling of B cell chronic lymphocytic leukemia reveals a homogeneous phenotype related to memory B cells. J Exp Med. 2001;194: Cerutti A, Trentin L, Zambello R, Sancetta R, Milani A, Tassinari C et al. The CD5/CD72 receptor system is coexpressed with several functionally relevant counterstructures on human B cells and delivers a critical signaling activity. J Immunol 1996; 157(5): van Oers MH, Pals ST, Evers LM, van der Schoot CE, Koopman G, Bonfrer JM et al. Expression and release of CD27 in human B-cell malignancies. Blood 1993;82(11): Ranheim EA, Cantwell MJ, Kipps TJ. Expression of CD27 and its ligand, CD70, on chronic lymphocytic leukemia B cells. Blood 1995; 85: Agematsu K, Nagumo H, Yang FC, Nakazawa T, Fukushima K, Ito S et al. B cell subpopulations separated by CD27 and crucial collaboration of CD27+ B cells and helper T cells in immunoglobulin production. Eur J Immunol 1997;27(8): Agematsu K, Nagumo H, Shinozaki K, Hokibara S, Yasui K, Terada K, Kawamura N, Toba T, Nonoyama S, Ochs HD and others. Absence of IgD- CD27(+) memory B cell population in X-linked hyper-igm syndrome. J Clin Invest 1998; 102(4): Zupo S, Isnardi L, Megna M, Massara R, Malavasi F, Dono M et al. CD38 expression distinguishes two groups of B-cell chronic lymphocytic leukemias with different responses to anti-igm antibodies and propensity to apoptosis. Blood 1996;88(4): Krober A, Seiler T, Benner A, Bullinger L, Bruckle E, Lichter P et al. V(H) mutation status, CD38 expression level, genomic aberrations, and survival in chronic lymphocytic leukemia. Blood. 2002;100:

144 138. Lin K, Sherrington PD, Dennis M, Matrai Z, Cawley JC, Pettitt AR. Relationship between p53 dysfunction, CD38 expression, and IgV(H) mutation in chronic lymphocytic leukemia. Blood 2002; 100: Ghia P, Guida G, Stella S, Gottardi D, Geuna M, Strola G et al. The pattern of CD38 expression defines a distinct subset of chronic lymphocytic leukemia (CLL) patients at risk of disease progression. Blood 2003; 101: Klein U, Tu Y, Stolovitzky GA, Mattioli M, Cattoretti G, Husson H et al. Gene expression profiling of B cell chronic lymphocytic leukemia reveals a homogeneous phenotype related to memory B cells. J Exp Med. 2001;194: Rosenwald A, Staudt LM. Clinical translation of gene expression profiling in lymphomas and leukemias. Semin Oncol. 2002;29: Haslinger C, Schweifer N, Stilgenbauer S, Dohner H, Lichter P, Kraut N et al. Microarray gene expression profiling of B-cell chronic lymphocytic leukemia subgroups defined by genomic aberrations and VH mutation status. J Clin Oncol. 2004;22: Chan AC, Iwashima M, Turck CW, Weiss A. ZAP-70: a 70 kd proteintyrosine kinase that associates with the TCR zeta chain. Cell. 1992;71: Chen L, Widhopf G, Huynh L, Rassenti L, Rai KR, Weiss A et al. Expression of ZAP-70 is associated with increased B-cell receptor signaling in chronic lymphocytic leukemia. Blood. 2002;100: Wiestner A, Rosenwald A, Barry TS, Wright G, Davis RE, Henrickson SE et al. ZAP-70 expression identifies a chronic lymphocytic leukemia subtype with unmutated immunoglobulin genes, inferior clinical outcome, and distinct gene expression profile. Blood. 2003;101: Crespo M, Bosch F, Villamor N, Bellosillo B, Colomer D, Rozman M et al. ZAP-70 expression as a surrogate for immunoglobulin-variable-region mutations in chronic lymphocytic leukemia. N Engl J Med. 2003;348: Carreras J, Villamor N, Colomo L, Moreno C, Ramon y Cajal S, Crespo M et al. Immunohistochemical analysis of ZAP-70 expression in B-cell lymphoid neoplasms. J Pathol. 2005;205: Rassenti LZ, Huynh L, Toy TL, Chen L, Keating MJ, Gribben JG et al. ZAP- 70 compared with immunoglobulin heavy-chain gene mutation status as a predictor of disease progression in chronic lymphocytic leukemia. N Engl J Med. 2004;351:

145 149. Malecky Gustashaw K. Chromosome stains. In: The ACT Cytogenetic Laboratory Manual Second Edition. Ed: Barch MJ. Raven Press, New York, Bernard! G, Olofsson B, Filipski J. The mosaic genome of warm-blooded vertebrates.science. 1985; 228: Chomczynski P, Sacchi N. Single-step method of RNA isolation by acid guanidinium thiocyanate-phenol-chloroform extraction. Anal Biochem 1987; 162(1): Borrow J, Goddard AD, Gibbons B, Katz F, Swirsky D, Fioretos T et al. Diagnosis of acute promyelocytic leukaemia by RT-PCR: detection of PML- RARA and RARA-PML fusion transcripts. Br J Haematol 1992;82(3): Marks J, Hoogenboom H, Bonnert T, McCafferty J, Griffiths A, Winter G. Bypassing immunization: Human antibodies from V-gene libraries displayed on phage. J Mol Biol 1991; 222: Kwok S, Higuchi R. Avoiding false positives with PCR. Nature 1989;339(6221): Sanger F, Nicklen S, Coulson AR. DNA sequencing with chain-terminating inhibitors. Proc Natl Acad Sci U S A 1977;74(12): Lefranc M-P and Lefranc G. The immunoglobulin FactsBook. Academic Press, London, Lefranc MP, Giudicelli V, Kaas Q, Duprat E, Jabado-Michaloud J, Scaviner D et al. IMGT, the international ImMunoGeneTics information system. Nucleic Acids Res. 2005;33 Database lssue:d Lefranc MP. Nomenclature of the human immunoglobulin heavy (IGH) genes. Exp Clin Immunogenet. 2001; 18: Lefranc M-P. IMGT databases, web resources and tools for immunoglobulin and T cell receptor sequence analysis, Leukemia. 2003; 17: Lefranc MP. IMGT, the international ImMunoGeneTics database. Nucleic Acids Res. 2003;31: Lefranc MP. Nomenclature of the human immunoglobulin kappa (IGK) genes. Exp Clin Immunogenet. 2001;18: Lefranc MP. Nomenclature of the human immunoglobulin lambda (IGL) genes. Exp Clin Immunogenet. 2001;18: Lossos IS, Tibshirani R, Narasimhan B, Levy R. The inference of antigen selection on Ig genes. J Immunol. 2000; 165:

146 164. Hamblin TJ. Analysis of prognostic factors for B-cell chronic lymphocytic leukaemia. Leukemia. (EHA Educ Program) 2005; 1: Brizard A, Morel F, Lecron JC, Dreyfus B, Brizard F, Barra A et al. Proliferative response of B chronic lymphocytic leukemia lymphocytes stimulated with IL2 and soluble CD23. Leuk Lymphoma. 1994; 14: Lowenthal JW, Zubler RH, Nabholz M, MacDonald HR. Similarities between interleukin-2 receptor number and affinity on activated B and T lymphocytes. Nature. 1985; 315: Escudier SM, Pereira-Leahy JM, Drach JW, Weier HU, Goodacre AM, Cork MA et al. Fluorescent in situ hybridization and cytogenetic studies of trisomy 12 in chronic lymphocytic leukemia. Blood. 1993;81: Chena C, Arrossagaray G, Scolnik M, Palacios MF, Slavutsky I. Interphase cytogenetic analysis in Argentinean B-cell chronic lymphocytic leukemia patients: association of trisomy 12 and del(13q14). Cancer Genet Cytogenet. 2003;146: Aoun P, Blair HE, Smith LM, Dave BJ, Lynch J, Weisenburger DD et al. Fluorescence in situ hybridization detection of cytogenetic abnormalities in B- cell chronic lymphocytic leukemia/small lymphocytic lymphoma. Leuk Lymphoma. 2004;45: Mould S, Gardiner A, Corcoran M, Oscier DG. Trisomy 12 and structural abnormalities of 13q 14 occurring in the same clone in chronic lymphocytic leukaemia. Br J Haematol 1996; 92: Oscier DG, Thompsett A, Zhu D, Stevenson FK. Differential rates of somatic hypermutation in V(H) genes among subsets of chronic lymphocytic leukemia defined by chromosomal abnormalities. Blood 1997; 89: Navarro B, Garcia-Marco JA, Jones D, Price CM, Catovsky D. Association and clonal distribution of trisomy 12 and 13q14 deletions in chronic lymphocytic leukaemia. Br J Haematol. 1998;102: Glassman AB, Hayes KJ. The value of fluorescence in situ hybridization in the diagnosis and prognosis of chronic lymphocytic leukemia. Cancer Genet Cytogenet. 2005; 158: Athanasiadou A, Stamatopoulos K, Tsompanakou A, Foutsitsakis D, Fassas A, Anagnostopoulos A et al. Report of two novel chromosomal translocations in chronic lymphocytic leukemia. Leuk Lymphoma. 2005;46: Brezinschek HP, Foster SJ, Brezinschek Rl, Dorner T, Domiati-Saad R, Lipsky PE. Analysis of the human VH gene repertoire. Differential effects of 146

147 selection and somatic hypermutation on human peripheral CD5(+)/lgM+ and CD5(-)/lgM+ B cells. J Clin Invest. 1997;99: Stamatopoulos K, Belessi C, Hadzidimitriou A, Smilevska T, Kalagiakou E, Hatzi K et al. Immunoglobulin light chain repertoire in chronic lymphocytic leukemia. Blood Aug 2; [Epub ahead of print] 177. Dunn-Walters DK, Boursier L, Spencer J, Isaacson PG. Analysis of immunoglobulin genes in splenic marginal zone lymphoma suggests ongoing mutation. Hum Pathol. 1998;29: Dono M, Zupo S, Leanza N, Melioli G, Fogli M, Melagrana A et al. Heterogeneity of tonsillar subepithelial B lymphocytes, the splenic marginal zone equivalents. J Immunol. 2000;164: Stamatopoulos K, Belessi C, Papadaki T. Immunoglobulin Heavy- And Light-chain Repertoire in Splenic Marginal Zone Lymphoma. Mol Med. 2005; In press 180. Foster SJ, Brezinschek HP, Brezinschek Rl, Lipsky PE. Molecular mechanisms and selective influences that shape the kappa gene repertoire of lgm+ B cells. J Clin Invest. 1997;99: Juul L, Hougs L, Andersen V, Svejgaard A, Barington T. The normally expressed kappa immunoglobulin light chain gene repertoire and somatic mutations studied by single-sided specific polymerase chain reaction (PCR); frequent occurrence of features often assigned to autoimmunity. Clin Exp Immunol. 1997;109: Martin T, Blaison G, Levallois H, Pasquali JL. Molecular analysis of the V kappa lll-j kappa junctional diversity of polyclonal rheumatoid factors during rheumatoid arthritis frequently reveals N addition. Eur J Immunol. 1992;22: Moyes SP, Brown CM, Scott BB, Maini RN, Mageed RA. Analysis of V kappa genes in rheumatoid arthritis (RA) synovial B lymphocytes provides evidence for both polyclonal activation and antigen-driven selection. Clin Exp Immunol. 1996;105: Ignatovich O, Tomlinson IM, Jones PT, Winter G. The creation of diversity in the human immunoglobulin V(lambda) repertoire. J Mol Biol. 1997;268: Ignatovich O, Tomlinson IM, Popov AV, Bruggemann M, Winter G. Dominance of intrinsic genetic factors in shaping the human immunoglobulin Vlambda repertoire. J Mol Biol. 1999;294:

148 ^I0 % ^ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΝ ^ ^ 186. Farner NL, Dorner T, Lipsky PE. Molecular mechanisms and selection influence the generation of the human V lambda J lambda repertoire. J Immunol. 1999;162: Geisler CH, Philip P, Christensen BE, Hou-Jensen K, Pedersen NT, Jensen OM et al. In B-cell chronic lymphocytic leukaemia chromosome 17 abnormalities and not trisomy 12 are the single most important cytogenetic abnormalities for the prognosis: a cytogenetic and immunophenotypic study of 480 unselected newly diagnosed patients. Leuk Res 1997;21(11-12): Dohner H, Fischer K, Bentz M, Hansen K, Benner A, Cabot G et al. p53 gene deletion predicts for poor survival and non-response to therapy with purine analogs in chronic B-cell leukemias. Blood 1995;85(6): Byrd JC, Smith L, Hackbarth ML, Flinn IW, Young D, Proffitt JH et al. Interphase cytogenetic abnormalities in chronic lymphocytic leukemia may predict response to rituximab. Cancer Res 2003;63(1): Stilgenbauer S, Dohner H. Campath-IH-induced complete remission of chronic lymphocytic leukemia despite p53 gene mutation and resistance to chemotherapy. N Engl J Med 2002;347(6): Lozanski G, Heerema NA, Flinn IW, Smith L, Harbison J, Webb J et al. Alemtuzumab is an effective therapy for chronic lymphocytic leukemia with p53 mutations and deletions. Blood 2004;103(9): Vasconcelos Y, Davi F, Levy V, Oppezzo P, Magnac C, Michel A et al. Binet's staging system and VH genes are independent but complementary prognostic indicators in chronic lymphocytic leukemia. J Clin Oncol 2003;21(21):

Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα

Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα φυσική ή μη ειδική ανοσία δεν απαιτεί προηγούμενη έκθεση στο παθογόνο και δεν διαθέτει μνήμη. σε επίκτητη ή ειδική ανοσία χυμική ανοσία με παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ. 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ. 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΟ 3. Η πρόσληψη του αντιγόνου και η παρουσίασή του στα λεμφοκύτταρα 4. Η αναγνώριση του αντιγόνου. Αντιγονικοί

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ.

Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ. Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ. 14/10/2016 Φυσιολογία Συστημάτων Ακαδημαϊκό Ετος 2016-2017 Γενικά στοιχεία

Διαβάστε περισσότερα

7. Χυµικές ανοσοαπαντήσεις. Ενεργοποίηση των Β λεµφοκυττάρων και παραγωγή αντισωµάτων

7. Χυµικές ανοσοαπαντήσεις. Ενεργοποίηση των Β λεµφοκυττάρων και παραγωγή αντισωµάτων 7. Χυµικές ανοσοαπαντήσεις. Ενεργοποίηση των Β λεµφοκυττάρων και παραγωγή αντισωµάτων Οι φάσεις και οι τύποι των χυµικών ανοσοαπαντήσεων Η διέγερση των Β λεµφοκυττάρων από το αντιγόνο Ο ρόλος των βοηθητικών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Εξεταστική Ιανουαρίου 2010

ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Εξεταστική Ιανουαρίου 2010 Εξεταστική Ιανουαρίου 2010 Ποιες είναι οι διαφορές μιας πρωτογενούς από μια δευτερογενή χυμική ανοσολογική απόκριση; Περιγράψετε τους μηχανισμούς ενεργοποίησης στις δυο περιπτώσεις. ΘΕΜΑ 2 (1 μονάδα) Περιγράψετε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ Εργαστήριο Γεν. Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Α.Π.Θ. 5o ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΦΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Διδάσκοντες: Αγγελική Χέβα Παθολογοανατόμος, ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου» Επιστημονικός

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Α I Β IV Γ VI

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ Καθώς η επιστημονική γνώση και κατανόηση αναπτύσσονται, ο μελλοντικός σχεδιασμός βιοτεχνολογικών προϊόντων περιορίζεται μόνο από τη φαντασία μας Βιοτεχνολογία

Διαβάστε περισσότερα

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Απαντήσεις του κριτηρίου αξιολόγησης στη βιολογία γενικής παιδείας 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 ο Να γράψετε τον αριθμό καθεμίας από τις ημιτελείς προτάσεις 1 έως και 5, και δίπλα σε αυτόν το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: Aπόλυτη λεμφοκυττάρωση:

Διαβάστε περισσότερα

όλοι αναπνευστική οδός στομάχι στόμα

όλοι αναπνευστική οδός στομάχι στόμα κεράτινη στιβάδα περιέχει σμήγμα λιπαρά οξέα Μηχανισμοί που παρεμποδίζουν την είσοδο Δέρμα περιέχει ιδρώτας φυσιολογική μικροχλωρίδα λυσοζύμη γαλακτικό οξύ μικροοργανισμών Βλεννογόνοι όλοι αναπνευστική

Διαβάστε περισσότερα

αμινοξύ. Η αλλαγή αυτή έχει ελάχιστη επίδραση στη στερεοδιάταξη και τη λειτουργικότητα της πρωτεϊνης. Επιβλαβής

αμινοξύ. Η αλλαγή αυτή έχει ελάχιστη επίδραση στη στερεοδιάταξη και τη λειτουργικότητα της πρωτεϊνης. Επιβλαβής Κεφάλαιο 6: ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ -ΘΕΩΡΙΑ- Μεταλλάξεις είναι οι αλλαγές που συμβαίνουν στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού, τόσο σε γονιδιακό επίπεδο (γονιδιακές μεταλλάξεις) όσο και σε χρωμοσωμικό επίπεδο (χρωμοσωμικές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ 1ο 1. β 2. γ 3. α 4. γ 5. δ ΘΕΜΑ 2ο 1. Σχολικό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. (Ενδεικτικές Απαντήσεις)

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. (Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. β Α3. γ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ Β Β1. 1-ζ 2-στ

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ. Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου»

ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ. Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου» ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου» Η αξιοποίηση του εύρους των δυνατοτήτων της κυτταρομετρίας ροής στην Ανοσολογία προσφέρει

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ 2017 ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Ι Α, ΙΙ Ε, ΙΙΙ ΣΤ, ΙV Β, V Ζ, VII Γ, VII Δ Β2. Η εικόνα 1 αντιστοιχεί σε προκαρυωτικό κύτταρο. Στους προκαρυωτικούς

Διαβάστε περισσότερα

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: Aπόλυτη λεμφοκυττάρωση:

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις

Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις ΕΛΕΓΧΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ 1. Τι ονομάζονται μεταλλάξεις και ποια τα κυριότερα είδη τους; 2. Ποιες οι διαφορές μεταξύ γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων; 3. Οι μεταλλάξεις στα σωματικά

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου

Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου ΘΕΜΑ Α Α1. Η αναλογία Α+G/T+C στο γενετικό υλικό ενός ιού είναι ίση με 2/3. Ο ιός μπορεί να είναι: α. ο φάγος λ. β. ο ιός της πολιομυελίτιδας. γ. φορέας κλωνοποίησης

Διαβάστε περισσότερα

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: > 4000 /mm 3

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε. 2004 ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε. 2004 ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε. 2004 ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε την ορθή πρόταση: ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1. Το κωδικόνιο του mrna που κωδικοποιεί το αµινοξύ µεθειονίνη είναι α. 5 GUA

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. α Α4. γ Α5. δ ΘΕΜΑ Β Β1.

Διαβάστε περισσότερα

οµή Ανοσιακού Συστήµατος Ελένη Φωτιάδου-Παππά Τµήµα Ανοσολογίας Γ.Ν. Νίκαιας-Πειραιά

οµή Ανοσιακού Συστήµατος Ελένη Φωτιάδου-Παππά Τµήµα Ανοσολογίας Γ.Ν. Νίκαιας-Πειραιά οµή Ανοσιακού Συστήµατος Ελένη Φωτιάδου-Παππά Τµήµα Ανοσολογίας Γ.Ν. Νίκαιας-Πειραιά Ανοσολογικό σύστηµα Βασικό σύστηµα του οργανισµού Λειτουργικές µονάδες του ανοσολογικού συστήµατος Οργανωµένος λεµφικός

Διαβάστε περισσότερα

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΩΛΕΤΤΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΩΛΕΤΤΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Ε Σ Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Θ Ε Μ Α Τ Ω Ν ΘΕΜΑ Α Α1-δ Α2-δ Α3-β

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑΣ

ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΙΔΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ Οικογενή υπερχοληστερολαιμία Αυτοσωμική επικρατής κληρονομικότητα Σχετίζεται με αυξημένο

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Ως φορείς κλωνοποίησης χρησιμοποιούνται:

ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Ως φορείς κλωνοποίησης χρησιμοποιούνται: ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 04/03/12 ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Ως φορείς κλωνοποίησης

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α. 1. δ 2. δ 3. β 4. γ 5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Α I Β IV Γ VI Δ VII Ε II ΣΤ III Ζ V Η -

ΘΕΜΑ Α. 1. δ 2. δ 3. β 4. γ 5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Α I Β IV Γ VI Δ VII Ε II ΣΤ III Ζ V Η - ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2017 ΛΥΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Π. ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΔΗΣ 1. δ 2. δ 3. β 4. γ 5. α ΘΕΜΑ Α Β1. Α I Β IV Γ VI Δ VII Ε II ΣΤ III Ζ V Η - ΘΕΜΑ Β Β2. Η εικόνα αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες

Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες Εργαστήριο Υγειοφυσικής & Περιβαλλοντικής Υγείας, ΙΠΤ-Α, Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος» Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες Μανωλά Καλλιόπη, Ph.D Ερευνήτρια Γ Κυτταρογενετική Κλάδος της Γενετικής

Διαβάστε περισσότερα

3. Σχ. Βιβλίο σελ «το βακτήριο Αgrobacterium.ξένο γονίδιο» Και σελ 133 «το βακτήριο Bacillus.Βt».

3. Σχ. Βιβλίο σελ «το βακτήριο Αgrobacterium.ξένο γονίδιο» Και σελ 133 «το βακτήριο Bacillus.Βt». 2 ο Διαγώνισμα Βιολογίας Γ Λυκείου Θέμα Α 1. Α 2. Β 3. Β 4. Α 5. C Θέμα Β 1. Σελ 40 «τα ριβοσώματα μπορούν..πρωτεινών» Και σελ 39 «ο γενετικός κώδικας είναι σχεδόν καθολικός πρωτείνη». 2. Σελ 98 «η φαινυλκετονουρία.φαινυλαλανίνης»

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Χυμικές ανοσοαπαντήσεις Ενεργοποίηση των Β λεμφοκυττάρων και παραγωγή των αντισωμάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Χυμικές ανοσοαπαντήσεις Ενεργοποίηση των Β λεμφοκυττάρων και παραγωγή των αντισωμάτων ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Χυμικές ανοσοαπαντήσεις Ενεργοποίηση των Β λεμφοκυττάρων και παραγωγή των αντισωμάτων Φάσεις και τύποι των χυμικών ανοσοαπαντήσεων Διέγερση των Β λεμφοκυττάρων από το αντιγόνο Μεταβίβαση σήματος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: 16 / 06 / 2017 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ Θέμα Α Α1: δ Α2:

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία 2015 Αργύρης Σ. Συμεωνίδης Οντότητες μη Hodgkin λεμφωμάτων που θα αναφερθούν Πρωτοπαθές Β-λέμφωμα

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογία ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ B

Βιολογία ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ B Βιολογία προσανατολισμού Α. 1. β 2. γ 3. δ 4. γ 5. δ ΘΕΜΑ Α B1. 4,1,2,6,8,3,5,7 ΘΕΜΑ B B2. Σχολικό βιβλίο σελ. 103 Η γενετική καθοδήγηση είναι.υγιών απογόνων. Σχολικό βιβλίο σελ. 103 Παρ ότι γενετική καθοδήγηση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. γ Α3. δ Α4. β Α5. α 2 β 5 γ 6 δ 1 ε 3 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010 ΘΕΜΑ Α 1. δ 2. β 3. α 4. β 5. γ ΘΕΜΑ Β 1. Σελ. 17 σχολ. Βιβλίου: Το γενετικό υλικό ενός κυττάρου αποτελεί το γονιδίωμά του όπως είναι τα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΜΕΣΗ COOMBS

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΜΕΣΗ COOMBS ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΜΕΣΗ COOMBS ΑΜΕΣΗ COOMBS Θεμελιώδες γνώρισμα του κάθε οργανισμού είναι ότι αναγνωρίζει τα κύτταρα των άλλων οργανισμών ως ξένα Αντιδρά με σκοπό την καταστροφή ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD)

Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - Γ ΜΕΡΟΣ «Η ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ» Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΙΡΗΝΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4

ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4 ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4 Τι εννοούμε με τον όρο μεταλλάξεις; Το γενετικό υλικό μπορεί να υποστεί αλλαγές με πολλούς διαφορετικούς

Διαβάστε περισσότερα

Αιμοσφαιρίνες. Αιμοσφαιρίνη Συμβολισμός Σύσταση A HbA α 2 β 2 F HbF α 2 γ 2 A 2 HbA 2 α 2 δ 2 s. Σύγκριση γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων

Αιμοσφαιρίνες. Αιμοσφαιρίνη Συμβολισμός Σύσταση A HbA α 2 β 2 F HbF α 2 γ 2 A 2 HbA 2 α 2 δ 2 s. Σύγκριση γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων A. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Αιμοσφαιρίνες Αιμοσφαιρίνη Συμβολισμός Σύσταση A HbA α 2 β 2 F HbF α 2 γ 2 A 2 HbA 2 α 2 δ 2 S HbS s α 2 β 2 Σύγκριση γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων ΓΟΝΙΔΙΑΚΕΣ Αλλαγή σε αζωτούχες

Διαβάστε περισσότερα

Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ÏÅÖÅ

Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ÏÅÖÅ 1 Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΜΑ 1 ο Α. 1 - Γ 2 - Β 3-4 - Γ 5 - Β. 1 - Σ 2 - Λ 3 - Λ 4 - Λ 5 - Σ ΘΕΜΑ 2 ο ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Κάθε είδος αντισώµατος που αναγνωρίζει έναν αντιγονικό καθοριστή παράγεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕ 2017 ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΣΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕ 2017 ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΣΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕ 2017 ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΣΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ 16/06/2017 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΠΑΡΑΧΗ ΘΕΜΑ Α A1. Δ Α2. Δ Α3. Β Α4. Γ Α5.Α ΘΕΜΑ Β Β1) I A II E III Σ IV Β V Ζ VI Γ VII Δ Β2) ε προκαρυωτικό γιατί

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 27 Μαΐου 2016 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων Γενικών Λυκείων (Νέο & Παλιό Σύστημα) ΘΕΜΑ Γ Γ.1 Ο χαρακτήρας της ομάδας αίματος στον άνθρωπο

Διαβάστε περισσότερα

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη 2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Ορολογία και λίγα λόγια για τον καρκίνο Χαρακτηριστικά του καρκίνου Μεταλλάξεις Μεταλλάξεις και καρκίνος

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ. Η τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA και οι εφαρμογές της...

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ. Η τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA και οι εφαρμογές της... ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ Η τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA και οι εφαρμογές της... Γενετική Μηχανική o Περιλαμβάνει όλες τις τεχνικές με τις οποίες μπορούμε να επεμβαίνουμε στο γενετικό υλικό των οργανισμών.

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ Διακρίνονται σε: - Πρωτογενή και - Δευτερογενή Πρωτογενή είναι τα όργανα στα οποία γίνεται η ωρίμανση των κυττάρων του ανοσοποιητικού: - Θύμος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1 α Α2 β Α3 γ Α4 γ Α5 β ΘΕΜΑ Β Β1. 1 ζ 2 στ 3

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ 1ο. 1. γ 2. γ 3. δ 4. α 5. β

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ 1ο. 1. γ 2. γ 3. δ 4. α 5. β ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β ) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ 1ο 1. γ 2. γ 3.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. δ Α4. γ Α5. β

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. δ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. δ Α4. γ Α5. β 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΜΑΪΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 7

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΜΑΪΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 7 ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΜΑΪΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 7 Θέμα 1 (Θ.κ. κεφ. 1,2,4,5,6,7,8,9) Για τις ημιτελείς προτάσεις 1 έως και 5, να

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. β Α3. δ Α4. γ Α5. γ. ΘΕΜΑ Β Β1. Στήλη Ι Στήλη ΙΙ 1 Α 2 Γ 3 Α 4 Β 5 Α 6 Α 7 Γ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. β Α3. δ Α4. γ Α5. γ. ΘΕΜΑ Β Β1. Στήλη Ι Στήλη ΙΙ 1 Α 2 Γ 3 Α 4 Β 5 Α 6 Α 7 Γ ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. β Α3. δ Α4. γ Α5. γ 1 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 27 ΜΑΪΟΥ 2016 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΒΙΟΛΟΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΠ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΡΙΝΑ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22/01/2017 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ: ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Από

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

Διαβάστε περισσότερα

φροντιστήρια Απαντήσεις Βιολογίας Γ λυκείου Προσανατολισμός Θετικών Σπουδών

φροντιστήρια   Απαντήσεις Βιολογίας Γ λυκείου Προσανατολισμός Θετικών Σπουδών Απαντήσεις Βιολογίας Γ λυκείου Προσανατολισμός Θετικών Σπουδών Θέμα Α Α1. α. 2 β. 1 γ. 4 δ. 1 ε. 2 Θέμα Β Β1. α. 1-Γ, 2-Γ, 3-Β, 4-Β, 5-Α, 6-B, 7-Α β. 1. Σύμπλοκο έναρξης πρωτεϊνοσύνθεσης: Το σύμπλοκο που

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α A1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Α A1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ ΘΕΜΑ Α A1. β Α2. γ Α3. γ Α4. α Α5. δ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ

Διαβάστε περισσότερα

Παραγωγή, απομόνωση και καθαρισμός της φαρμακευτικής πρωτεΐνης.

Παραγωγή, απομόνωση και καθαρισμός της φαρμακευτικής πρωτεΐνης. ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ 1o 1. δ 2. β 3. β 4. γ 5. δ ΘΕΜΑ 2o 1. Σχολικό βιβλίο, σελ.

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Είδαμε ότι οι ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ είναι 1. Ανατομικοί φραγμοί - Δέρμα - Βλεννώδεις

Διαβάστε περισσότερα

γ. δύο φορές δ. τέσσερεις φορές

γ. δύο φορές δ. τέσσερεις φορές 1 ο Διαγώνισμα Βιολογίας Γ Λυκείου Θέμα Α Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση Α1. Σε ένα ανασυνδυασμένο πλασμίδιο που σχηματίστηκε με την επίδραση της EcoRI, η αλληλουχία που αναγνωρίζει η συγκεκριμένη περιοριστική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2107 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2107 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ Β Β1. Ι: κωδική αλυσίδα (Δ) ΙΙ: μεταγραφόμενη αλυσίδα (Γ) ΙΙΙ: αμινομάδα (ΣΤ) ΙV: mrna (Β) V: RNA πολυμεράση (Ζ) VI: φωσφορική

Διαβάστε περισσότερα

Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 2/12/2016 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ: ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΝΟΤΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 2

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 2 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 2 ΘΕΜΑ 1 Ο Α. 1 β, 2 α, 3 δ, 4 δ, 5 γ Β. 1 Λ, 2 Σ, 3 Λ, 4 Λ, 5 Λ ΘΕΜΑ 2 Ο Α. 1) α- θαλασσαιμία Σελ 93 σχολικού βιβλίου: ʽʽΤα γονίδια

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ Β. Α1 δ. Α2 δ. Α3 β. Α4 γ. Α5 α. Β1 Ι Α ( φωσφορική ομάδα) ΙΙ Ε (υδροξυλομάδα) ΙΙΙ ΣΤ (αμινομάδα) IV B (mrna) V Z (RNA πολυμεράση)

ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ Β. Α1 δ. Α2 δ. Α3 β. Α4 γ. Α5 α. Β1 Ι Α ( φωσφορική ομάδα) ΙΙ Ε (υδροξυλομάδα) ΙΙΙ ΣΤ (αμινομάδα) IV B (mrna) V Z (RNA πολυμεράση) ΘΕΜΑ Α Α1 δ Α2 δ Α3 β Α4 γ Α5 α ΘΕΜΑ Β Β1 Ι Α ( φωσφορική ομάδα) ΙΙ Ε (υδροξυλομάδα) ΙΙΙ ΣΤ (αμινομάδα) IV B (mrna) V Z (RNA πολυμεράση) VI Γ (μεταγραφόμενη αλυσίδα) VII Δ (κωδική αλυσίδα) Β2 Αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ 2012-2013 ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Τι είναι ο καρκίνος ; Ο Καρκίνος είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας που παρατηρούνται σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες. Οι στατιστικές

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ Α. Α1. δ. Α2. δ. Α3. β. Α4. γ. Α5. α ΘΕΜΑ Β. Β1. I A. φωσφορική ομάδα. Ε. υδροξύλιο. ΣΤ. αμινομάδα. Β.

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ Α. Α1. δ. Α2. δ. Α3. β. Α4. γ. Α5. α ΘΕΜΑ Β. Β1. I A. φωσφορική ομάδα. Ε. υδροξύλιο. ΣΤ. αμινομάδα. Β. ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΘΕΜΑ Β Β1. I A. φωσφορική ομάδα II III IV V VI VII Ε. υδροξύλιο ΣΤ. αμινομάδα Β. mrna Ζ. RNA πολυμεράση Γ. μεταγραφόμενη

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 4: Ανασυνδυασμένο DNA

Κεφάλαιο 4: Ανασυνδυασμένο DNA Κεφάλαιο 4: Ανασυνδυασμένο DNA 1. Η ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής επέτρεψε: α. την κατανόηση των μηχανισμών αντιγραφής του γενετικού υλικού β. την απομόνωση των πλασμιδίων από τα βακτήρια γ. την πραγματοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

DEPARTMENT OF IMMUNOLOGY & HISTOCOMPATIBILITY UNIVERSITY OF THESSALY

DEPARTMENT OF IMMUNOLOGY & HISTOCOMPATIBILITY UNIVERSITY OF THESSALY Μαμάρα Α. (1), Καλαλά Φ. (1), Λιαδάκη Κ. (1), Παπαδούλης Ν. (2), Μανδαλά Ε. (3), Παπαδάκης Ε. (4), Γιαννακούλας N. (5), Παλασοπούλου M. (5), Λαφιωνιάτης Σ. (6), Κιουμή A. (4), Κοραντζής I. (4), Καρτάσης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Α1. γ Α2. β Α3. γ Α4. δ Α5. α ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Β Β1. Σχολικό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΝΤΟΥΦΑ ΒΙΟΛΟΓΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΝΤΟΥΦΑ ΒΙΟΛΟΓΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ & ΜΟΝΑΔΑ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗΣ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΓΝΘ «Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ» Ρεπερτόριο και λειτουργικότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ 1ο Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις 1 έως 5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί στη λέξη ή τη φράση, η οποία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΙΟΥ ΓΕΝΙΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΙΙΟΥΝΙΙΟΥ 2017 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΜΑ Α Α1. δ, Α2. δ, Α3. β, Α4. γ, Α5. α. ΘΕΜΑ Β Β1. I Α II Ε III ΣΤ IV

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήµατα προς απάντηση

Ερωτήµατα προς απάντηση Κεφ. 9. Ανοσιακή ανοχή και αυτοανοσία: Η διάκριση εαυτού-ξένου και οι διαταραχές της Ερωτήµατα προς απάντηση Πως διατηρεί το ανοσοποιητικό σύστηµα τηµη απαντητικότητα σε εαυτά αντιγόνα (=ανοχή); Ποιοι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 Σ ε λ ί δ α 1 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΓΑΒΡΙΗΛ ΘΕΜΑ Α Α1.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ Εισαγωγή στην αιματολογία Αιματολογία Κλινική και εργαστηριακή Διαγνωστική και θεραπευτική Αυτόνομη και συνεργατική Αίμα-Λειτουργίες Μεταφορά οξυγόνου Απομάκρυνση

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ Γενικά χαρακτηριστικά Απεικόνιση των κυτταρικών πληθυσμών με βάση: το μέγεθος την κοκκίωση το φθορισμό ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ Υδροδυναμική ροή Πρόσθιος

Διαβάστε περισσότερα

Οξεία μυελογενής λευχαιμία

Οξεία μυελογενής λευχαιμία Οξεία μυελογενής λευχαιμία Γενικά στοιχεία Ταξινόμηση και τύποι Ενδείξεις και συμπτώματα Αίτια πρόκλησης Διάγνωση Παρουσίαση και επαναστόχευση από Βικιπαίδεια Οξεία μυελογενής λευχαιμία : Ζήσου Ιωάννης

Διαβάστε περισσότερα

β) Σχολικό βιβλίο σελ. 96: «Αν κατά τη διάρκεια της µείωσης...τρισωµία», σελ. 97: «Η έλλειψη είναι η απώλεια γενετικού

β) Σχολικό βιβλίο σελ. 96: «Αν κατά τη διάρκεια της µείωσης...τρισωµία», σελ. 97: «Η έλλειψη είναι η απώλεια γενετικού ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Α1. α, Α2. β, Α3. δ, Α4. β, Α5. β ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Β Β1.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛAΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛAΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛAΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 16-06-2017 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Α. φωσφορική ομάδα (Ι) E. υδροξύλιο (II) Β. mrna

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΘΕΜΑ Α Α1. γ Α2. β Α3. β Α4. δ Α5. α ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Β Β1. Σχολικό

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 05/02/1017 ΘΕΜΑ 1 ο Α1. Τα βακτήρια του γένους Mycobacterium: α. είναι προκαρυωτικοί οργανισμοί. Α2. Η προσαρμογή των μικροοργανισμών

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α. α Α. β Α3. γ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ Β Β. ζ στ 3 α 4 ε 5 β 6 δ Β. Κάθε πολυνουκλεοτιδική αλυσίδα αποτελείται από νουκλεοτίδια ενωμένα μεταξύ τους με ομοιοπολικό δεσμό.

Διαβάστε περισσότερα

Έλεγχος κυτταρικού κύκλου-απόπτωση Πεφάνη Δάφνη Επίκουρη καθηγήτρια, Ιατρική σχολή ΕΚΠΑ Μιχαλακοπούλου 176, 1 ος όροφος

Έλεγχος κυτταρικού κύκλου-απόπτωση Πεφάνη Δάφνη Επίκουρη καθηγήτρια, Ιατρική σχολή ΕΚΠΑ Μιχαλακοπούλου 176, 1 ος όροφος Έλεγχος κυτταρικού κύκλου-απόπτωση Πεφάνη Δάφνη Επίκουρη καθηγήτρια, Ιατρική σχολή ΕΚΠΑ Μιχαλακοπούλου 176, 1 ος όροφος Κυτταρικός κύκλος Φάσεις του κυτταρικού κύκλου G1:Αύξηση του κυττάρου και προετοιμασία

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α Α1. γ Α2. γ Α3. α Α4. β Α5. β ΘΕΜΑ B B1. B2.

ΘΕΜΑ Α Α1. γ Α2. γ Α3. α Α4. β Α5. β ΘΕΜΑ B B1. B2. ΘΕΜΑ Α Α1. γ (το πριμόσωμα) Α2. γ (οι υποκινητές και οι μεταγραφικοί παράγοντες κάθε γονιδίου) Α3. α (μεταφέρει ένα συγκεκριμένο αμινοξύ στο ριβόσωμα) Α4. β (αποδιάταξη των δύο συμπληρωματικών αλυσίδων)

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. Β Α2. Γ Α3. Α Α4. Α5. Γ ΘΕΜΑ Β ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. Α (Σωµατικά κύτταρα στην αρχή της µεσόφασης): 1, 4, 5, 6 Β (Γαµέτες): 2, 3, 7, 8 Β2. (Κάθε

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία για το μάθημα της βιολογίας Υπεύθυνος Καθηγητής : Dr Κεραμάρης Κων/νος Συντελεστές : Αϊναλάκης Πέτρος Γ 1 Κυρίκος Κυριάκος Γ 1

Εργασία για το μάθημα της βιολογίας Υπεύθυνος Καθηγητής : Dr Κεραμάρης Κων/νος Συντελεστές : Αϊναλάκης Πέτρος Γ 1 Κυρίκος Κυριάκος Γ 1 Εργασία για το μάθημα της βιολογίας Υπεύθυνος Καθηγητής : Dr Κεραμάρης Κων/νος Συντελεστές : Αϊναλάκης Πέτρος Γ 1 Κυρίκος Κυριάκος Γ 1 Καρκίνος..1 Γενικά χαρακτηριστικά καρκινικών κυττάρων...2 Ανάλυση

Διαβάστε περισσότερα

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης, Ημ/νία: 04 Ιουνίου 2014. Απαντήσεις Θεμάτων

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης, Ημ/νία: 04 Ιουνίου 2014. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης, Ημ/νία: 04 Ιουνίου 2014 Απαντήσεις Θεμάτων ΘΕΜΑ Α A1. Τα πλασμίδια είναι: δ. κυκλικά δίκλωνα μόρια DNA

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY Κυτταρομετρία Ροής Η Κυτταρομετρία Ροής είναι μια τεχνική που εκμεταλλεύεται την μέτρηση ορισμένων βιοχημικών και βιοφυσικών παραμέτρων των κυττάρων μεμονωμένα, όταν αυτά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 IOYNIOY 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. δ Α3. β Α4. γ Α5. α ΘΕΜΑ Β Β1. Α I Β IV Γ VI

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Επαναληπτικό διαγώνισμα ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1-9 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 1/3/2015 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Σημείωση: η διπλή αρίθμηση στις σελίδες αφορά την παλιά και τη νέα έκδοση του σχολικού βιβλίου

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ 1ο Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις 1 έως 5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί στη λέξη ή τη φράση, η οποία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ Απαντήσεις Βιολογίας κατεύθυνσης (ΗΜΕΡΗΣΙΟ)

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ Απαντήσεις Βιολογίας κατεύθυνσης (ΗΜΕΡΗΣΙΟ) ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2016 Απαντήσεις Βιολογίας κατεύθυνσης (ΗΜΕΡΗΣΙΟ) Μιχάλης Χαλικιόπουλος ΘΕΜΑ Α Α1 β Α2 β Α3 δ Α4 γ Α5 γ ΘΕΜΑ Β Β1 Β2 1 Α 2 Γ 3 Α 4 Β 5 Α 6 Α 7 Γ Τα μεταφασικά χρωμοσώματα ενός κυττάρου διαφέρουν

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2015

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2015 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2015 ΘΕΜΑ Α Α1. β, Α2. γ, Α3. α, Α4. δ, Α5. γ ΘΕΜΑ Β Β1. 1-Α, 2-Β, 3-Β, 4-Α, 5-Α, 6-Α, 7-Β, 8-Β Β2. Το σύμπλοκο που δημιουργείται μετά την πρόσδεση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 27/5/2016

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 27/5/2016 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 27/5/2016 ΘΕΜΑ Α Α1 β Α2 β Α3 δ Α4 γ Α5 γ ΘΕΜΑ Β Β1 1 Α 2 Γ 3Α 4 Β 5 Α 6 Α 7 Γ Β2 Κάθε φυσιολογικό μεταφασικά χρωμόσωμα αποτελείται από δύο αδελφές χρωματίδες, οι οποίες

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου

Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου Βιολογία Ο.Π. Θετικών Σπουδών Γ' Λυκείου ΘΕΜΑ Α Α1. Στα χρωμοσώματα ενός ανθρώπινου σωματικού κυττάρου στο στάδιο της μετάφασης της μίτωσης υπάρχουν: Α. 23 μόρια DNA Β. 92 μόρια DNA Γ. 46 μόρια DNA Δ.

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 19/06/2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 19/06/2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 19/06/2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΘΕΜΑ Α Α1. δ Α2. β Α3. α Α4. α Α5. β ΘΕΜΑ Β Β1 1-γ 2-β 3-γ 4-α 5-γ 6-γ 7-β Β2 Μικροοργανισμός Β σχολικό βιβλίο σελ. 112 "Το PH επηρεάζει...σε

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 16/06/2017 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ

Αθήνα, 16/06/2017 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ Αθήνα, 16/06/2017 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ Σας αποστέλλουμε τις προτεινόμενες απαντήσεις και το Δελτίο Τύπου που αφορούν τα θέματα της Βιολογίας Προσανατολισμού των Ημερησίων Γενικών Λυκείων. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 27 ΜΑΪΟΥ 2008 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 27 ΜΑΪΟΥ 2008 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 27 ΜΑΪΟΥ 2008 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 1 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ 1ο 1. β 2. δ 3. β 4. δ 5. β ΘΕΜΑ 2ο 1. Σχολικό βιβλίο, σελ.

Διαβάστε περισσότερα

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών, Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2019

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών, Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2019 Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων Εξεταζόμενο Μάθημα: Βιολογία Θετικής Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών, Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2019 Απαντήσεις Θεμάτων ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. β Α3. γ Α4. γ Α5. β

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. δ Α3. α Α4. α Α5. γ

ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. δ Α3. α Α4. α Α5. γ ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. δ Α3. α Α4. α Α5. γ ΘΕΜΑ B B1. Η συχνότητα των ετερόζυγων ατόμων με δρεπανοκυτταρική αναιμία ή β- θαλασσαιμία είναι αυξημένη σε περιοχές όπως οι χώρες της Μεσογείου, της Δυτικής και Ανατολικής

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ Β ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Α1. β. Α2. γ. Α3. δ. Α4. γ. Α5. β Β1. 5, 4, 2, 1, 3. Β2. Τα δομικά μέρη του οπερονίου της λακτόζης είναι κατά σειρά τα εξής:

ΘΕΜΑ Α ΘΕΜΑ Β ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Α1. β. Α2. γ. Α3. δ. Α4. γ. Α5. β Β1. 5, 4, 2, 1, 3. Β2. Τα δομικά μέρη του οπερονίου της λακτόζης είναι κατά σειρά τα εξής: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. β Α2. γ Α3. δ Α4. γ Α5. β ΘΕΜΑ

Διαβάστε περισσότερα