Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΗ της Μαρίας Παυλίδου

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΗ της Μαρίας Παυλίδου"

Transcript

1 Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΗ της Μαρίας Παυλίδου Διδακτορική διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική ολοκλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 2008 Θεσσαλονίκη Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: 1 ος Επιβλέπων: Kαθηγητής.. Δογάνης Γεώργιος 2 ος Επιβλέπων: Kαθηγητής.. Θεοδωράκης Ιωάννης 3 ος Επιβλέπων: Λέκτορας... Κορώνας Κωνσταντίνος

2 1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ: Η Ψυχολογική Κατάρρευση στην Αντισφαίριση. (Υπό την επίβλεψη του κ. Δογάνη Γεωργίου) Ο σκοπός της έρευνας ήταν διπλός, αφενός μεν να εξετάσει την επίδραση της αυξημένης ψυχολογικής επιβάρυνσης από την παρουσία κοινού και την ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση, στην απόδοση των αθλητών σε μια εμπεδωμένη δραστηριότητα στο άθλημα της αντισφαίρισης και αφετέρου δε να μελετήσει την επίδραση ενός ολοκληρωμένου ψυχολογικού προγράμματος στην απόδοση των αθλητών αντισφαίρισης σε συνθήκες πίεσης, στη χρήση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους, στην αυτοπεποίθηση και γενικά στην πρόληψη του φαινομένου της ψυχολογικής κατάρρευσης. Προκειμένου να γίνει μία αναλυτική διερεύνηση των παραπάνω μεταβλητών η παρούσα διατριβή χωρίστηκε σε δύο επιμέρους μελέτες. Στην πρώτη έρευνα πήραν μέρος ογδόντα εννιά αθλητές και εξήντα φοιτητές του Τ.Ε.Φ.Α.Α Θεσσαλονίκης, καθώς και άτομα τα οποία ασχολούνται με την αντισφαίριση για διασκέδαση. Το δείγμα υποβλήθηκε σε μια δοκιμασία του σερβίς σε δύο διαφορετικές καταστάσεις, η πρώτη χωρίς την παρουσία κοινού και της βιντεοκάμερας και η δεύτερη με την παρουσία κοινού και την ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση της δραστηριότητας. Η δοκιμασία περιλάμβανε την εκτέλεση τριάντα σερβίς, δεκαπέντε σε κάθε πλευρά. Μετά την ολοκλήρωσή τους, καταγραφόταν η συνολική βαθμολογία του κάθε δοκιμαζομένου. Ως ψυχολογική κατάρρευση ορίστηκε η μείωση της απόδοσης μεταξύ των δύο μετρήσεων. Οι δευτερεύοντες σκοποί της έρευνας περιελάμβαναν τη μελέτη της αυτοσυνειδησίας, του άγχους και της αυτοπεποίθησης και τη σχέση τους με την απόδοση σε καταστάσεις υψηλής ψυχολογικής επιβάρυνσης. Τέλος, ελέχθησαν οι διαφορές μεταξύ αθλητών και ερασιτεχνών, καθώς και αθλητών και αθλητριών. Τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας επιβεβαίωσαν την υπόθεση ότι η παρουσία κοινού και η βιντεοσκόπηση οδηγούν σε μείωση της απόδοσης. Η αυξημένη πίεση, επίσης, οδήγησε σε αύξηση του σωματικού και του γνωστικού άγχους, καθώς και σε μείωση της αυτοπεποίθησης. Επιπλέον, βρέθηκε ότι τα άτομα με υψηλή κοινωνική ανησυχία επηρεάζονται περισσότερο από το κοινό και την κάμερα, ενώ κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε για τα άτομα με υψηλή ιδιωτική και κοινωνική αυτοσυνειδησία. Όσον αφορά στη σχέση αυτοσυνειδησίας και άγχους, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μόνοι προβλεπτικοί παράγοντες του σωματικού άγχους,

3 2 της ανησυχίας και της απόσπασης προσοχής ήταν η κοινωνική αυτοσυνειδησία και η κοινωνική ανησυχία και όχι η ιδιωτική αυτοσυνειδησία. Παρόλο που ο συνδυασμός των μεταβλητών γνωστικού και σωματικού άγχους προέβλεψε σημαντικά την αλλαγή της απόδοσης (R=14.8%) καμία μεταβλητή δεν ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας. Τα άτομα με υψηλή αυτοπεποίθηση παρουσίασαν μικρότερη μείωση στην απόδοσή τους, κατά τη δεύτερη μέτρηση. Τέλος, οι αθλητές παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση της απόδοσής τους μεταξύ των δύο μετρήσεων σε σχέση με τους ερασιτέχνες, ενώ δε βρέθηκαν διαφορές μεταξύ των αθλητριών και των αθλητών ως προς την απόδοση και ως προς το αντιλαμβανόμενο γνωστικό και σωματικό άγχος. Στη δεύτερη μελέτη το δείγμα ήταν είκοσι τρεις αθλητές του Ομίλου Αντισφαίρισης Ηρακλείου, οι οποίοι αποτέλεσαν την πειραματική ομάδα και είκοσι επτά αθλητές από τους ομίλους της Θεσσαλονίκης και της Καλαμαριάς, που αποτέλεσαν την ομάδα έλεγχου. Το δείγμα εκτέλεσε μια πολύπλοκη άσκηση, η οποία ήταν προσομοίωση ενός κρίσιμου πόντου, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, με παρουσία κοινού και κάμερας. Μετά την ολοκλήρωσή της, καταγραφόταν η συνολική βαθμολογία του κάθε αθλητή. Ακολούθησε η ψυχολογική παρέμβαση για την πειραματική ομάδα, διάρκειας 9 εβδομάδων, ενώ η ομάδα έλεγχου συνέχισε τις προπονήσεις χωρίς καμία παρέμβαση. Μετά το τέλος των εννέα εβδομάδων και οι δύο ομάδες επανεξετάστηκαν στην ίδια δοκιμασία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πειραματική ομάδα παρουσίασε σημαντική αύξηση στην απόδοση μετά το τέλος της παρέμβασης, κάτι το οποίο αποδεικνύει την επιτυχία του προγράμματος. Όσον αφορά στο γνωστικό και σωματικό άγχος η πειραματική ομάδα θεώρησε την ύπαρξη του άγχους ως δομικό και λειτουργικό στοιχείο για την απόδοσή τους. Επίσης, παρουσιάστηκε αύξηση στα επίπεδα της αυτοπεποίθησης της πειραματικής ομάδας. Παρόλα αυτά, η αυτοπεποίθηση (ένταση και κατεύθυνση) δεν αποτέλεσε προβλεπτικό παράγοντα της απόδοσης, κάτι που επιβεβαιώνει την απουσία σημαντικής συνάφειας μεταξύ αυτοπεποίθησης και απόδοσης. Αναφορικά με το άγχος και τη χρήση των τρόπων αντιμετώπισης του βρέθηκε ότι η αποφυγή προέβλεπε ποιο συστηματικά το γνωστικό άγχος ενώ η προσέγγιση το σωματικό. Η πειραματική ομάδα παρουσίασε αύξηση στη χρήση του τρόπου προσέγγισης αλλά οι αθλητές που τον χρησιμοποίησαν οδηγήθηκαν σε μείωση της απόδοσης. Η χρήση του αυτοδιαλόγου ήταν ιδιαίτερα αυξημένη στην πειραματική

4 3 ομάδα, κάτι που υποδηλώνει τη συνεισφορά του στην αύξηση της απόδοσης. Τέλος, ελέχθησαν οι σχέσεις μεταξύ των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους και της ομάδας, της ηλικίας και του φύλου, αλλά δε βρέθηκε καμία αλληλεπίδραση.

5 4 ABSTRACT MARIA PAVLIDOU: Choking in Tennis (Under the supervision of Dr. Doganis George) The purpose of the study was twofold, first to investigate the effect of pressure, using the presence of audience and the simultaneous videotaping, on the athletes performance in a well-learned activity in tennis and then to investigate the effect of a complete psychological program in performance under pressure, in the use of coping skills, in self-esteem and in the prevention of choking in general. In order to thorough investigate the above mentioned the thesis was divided in two separate studies. Eighty-nine athletes and sixty students from the Department of Physical Education in Thessaloniki, as well as recreational tennis players participated in the first study. The participants performed serves under two different conditions, the first without the presence of an audience and the camera and the second with audience and the videotaping of the activity. The study included thirty serves, fifteen in each side and, after their completion, the total score from each participant was recorded. Choking was considered as the decrease in performance between the two measurements. The secondary purposes of the study were the investigation of selfconsciousness, anxiety and self-esteem and their relationship with performance under pressure. Finally, the differences between athletes and recreational tennis players, as well as male and female athletes were examined. Results from the first study confirmed the hypothesis that the presence of the audience and the camera leads to performance reduction. The audience and the camera s presence also caused an increase in both somatic and cognitive anxiety as well as a decrease in self-esteem. In addition, the study showed that people high in social worry are more influenced by the presence of the audience and the camera, while people high in both private and public self-consciousness aren t. As far as selfconsciousness and anxiety are concerned, the results showed that the only predictors of somatic anxiety, worry, and attention disruption were public self-consciousness and social worry but not private self-consciousness. Even though the combination of cognitive and somatic anxiety predicted the change in performance, none of the variables were statistically significant. People with high self-esteem had less reduction in their performance in their second measurement. Finally, the athletes had bigger decrease in performance between the two measurements compared to the recreational tennis players, while no differences were found between

6 5 male and female athletes in both performance and perceived cognitive and somatic anxiety. The sample of the second study consisted of twenty-three athletes from Heraklio s tennis club, constituted the experimental group and twenty-seven athletes from Thessaloniki and Kalamaria s tennis clubs the control group, took part in the study. The sample executed a complicated exercise which was a point simulation with the presence of an audience and a camera. After the completion of the drill each person s performance was recorded. The experimental group followed a nine-week psychological intervention, while the control group continued its normal daily routine. After the end of the nine-week period the sample was re-examined. The results showed that the experimental group had an increased in performance after the intervention, which proves the success of the program. As far as the cognitive and somatic anxiety are concerned, the experimental group showed that both cognitive and somatic anxiety were productive aspects of performance. Even though there was an increase in self-esteem in the experimental group, self-esteem itself couldn t predict performance something that proves the absence of correlation between self-esteem and performance. It was, also, found that the avoidance coping skill was the one that predicted cognitive anxiety better, while the approach coping skill led to an increase in somatic anxiety. Even though, there was an increase in the use of the approach mechanism by the experimental group, the players who used it showed a decrease in their performance. Finally, the relationships between coping skills, group (experimental vs. control), age, and gender were examined but no interactions were found.

7 6 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου, Αλέξανδρο και Παναγιώτα, που είναι δίπλα μου και με στηρίζουν σε κάθε μου προσπάθεια γιατί χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα τα είχα καταφέρει. Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σύζυγό μου, Σάββα Παναγιωτίδη, για τη συνεχή ενθάρρυνση που μου παρείχε. Κατόπιν θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Γεώργιο Δογάνη για την καθοδήγηση που μου προσέφερε κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής μου. Επίσης, ευχαριστώ τον κ. Ιωάννη Θεοδωράκη, που μου έδειξε τα βασικά στοιχεία της ψυχολογικής προπόνησης. Τέλος, ευχαριστώ τον κ. Κωνσταντίνο Κορώνα. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους προπονητές Μάνο Βαζαίο και Χάρη Βάλαρη για την πολύτιμη βοήθεια τους στην ολοκλήρωση της ψυχολογικής παρέμβασης, καθώς και στους προπονητές των ομίλων «Όμιλος Αντισφαίρισης Θεσσαλονίκης» και «Απόλλων Καλαμαριάς», οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στη διεκπεραίωση της έρευνας μου.

8 7 «Οι νικητές μοιάζουν με τα ποτάμια, που ξεχειλίζουν, που φαίνονται μεγαλοπρεπή, αλλά που καταστρέφουν τις εύφορες πεδιάδες, τις οποίες έπρεπε μόνο να ποτίζουν» Μέγας Ναπολέων

9 8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ..1 ABSTRACT..4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ. 6 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ..8 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ.11 Κεφάλαιo I ΕΙΣΑΓΩΓΗ Καθορισμός του προβλήματος 12 Σκοποί της έρευνας.14 Κεφάλαιo II ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ..15 Αιτίες που προκαλούν ψυχολογική κατάρρευση.18 Σταθερές αιτίες 19 Αυτοσυνειδησία..19 Άγχος...22 Τρόποι αντιμετώπισης άγχους.23 Μεταβαλλόμενες αιτίες...28 Τιμωρίες και επιβραβεύσεις...28 Κοινό...30 Η παρουσία κάμερας...34 Προσδοκίες. 34 Τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας 36 Πιθανές ερμηνείες της ψυχολογικής κατάρρευσης. 37 Η Θεωρία των Ορμών Η Θεωρία του Αντιστραμμένου U Το Μοντέλο της Καταστροφής.. 39 Οι θεωρίες προσοχής.40 Παρεμβάσεις για εξομάλυνση της ψυχολογικής 42 ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ.44

10 9 Κεφάλαιo IΙΙ ΜΕΘΟΔΟΣ 1 η ΕΡΕΥΝΑ Συμμετέχοντες..47 Δραστηριότητα 47 Διαχείριση πίεσης 47 Όργανα μέτρησης.48 Διαδικασία Συλλογής Δεδομένων.49 2 η ΕΡΕΥΝΑ Συμμετέχοντες..51 Δραστηριότητα.51 Διαχείριση πίεσης 51 Όργανα μέτρησης.52 Διαδικασία 1 ης μέτρησης.53 Πειραματική ομάδα.54 Παρεμβατικό πρόγραμμα 54 Οργάνωση προπονήσεων 55 Ομάδα ελέγχου 56 Διαδικασία τελικής μέτρησης.56 Κεφάλαιo IV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1 η ΕΡΕΥΝΑ Διερευνητική παραγοντική ανάλυση στην Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας..58 Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων για την Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας...59 Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση στην Κλίμακα Αθλητικού Άγχους...60 Στατιστικές Αναλύσεις 62 2 η ΕΡΕΥΝΑ Στατιστικές Αναλύσεις 69

11 10 Κεφάλαιo V ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1 η ΕΡΕΥΝΑ 82 2 η ΕΡΕΥΝΑ...90 Κεφάλαιo VI ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..100 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ 101 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 103 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 104 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Α: Συναίνεση Συμμετοχής στην Έρευνα.121 Β: Συναίνεση Συμμετοχής στην Έρευνα.122 Γ: Φυλλάδιο Αξιολόγησης Άσκησης Σερβίς Δ: Φυλλάδιο Αξιολόγησης Πολύπλοκης Άσκησης.124 Ε: Φυλλάδιο Καταγραφής Στόχων ΣΤ: Πρόγραμμα Ψυχολογικής Προπόνησης 9 Εβδομάδων.126 Ζ: Φυλλάδιο Καταγραφής Ημερομηνίας και Ώρας Εξάσκησης Χαλάρωσης και Αυτοσυγκέντρωσης 131 Η: Φυλλάδιο Αξιολόγησης Ψυχολογικής Απόδοσης 132 Θ: Φυλλάδιο Αυτοδιαλόγου..133 Ι: Φυλλάδιο Υποθετικών Σεναρίων και Απεικόνιση Βασικών Χτυπημάτων στην Αντισφαίριση

12 11 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 1. Φορτίσεις των ερωτήσεων κατά την διερευνητική παραγοντική ανάλυση για την Κλίμακα Self-consciousness Scale Πίνακας 2. Φορτίσεις των ερωτήσεων κατά την διερευνητική παραγοντική ανάλυση για την Κλίμακα Sport Anxiety Scale ΣΧΗΜΑΤΑ Σχήμα 1. Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων για την Κλίμακα Self-consciousness Scale Σχήμα 2. Διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου στο σωματικό και γνωστικό άγχος. Σχήμα 3. Διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου στην αυτοπεποίθηση. Σχήμα 4. Πρόβλεψη της κατεύθυνσης του γνωστικού άγχους από τον τρόπο προσέγγισης. Σχήμα 5. Πρόβλεψη της κατεύθυνσης του σωματικού άγχους από τον τρόπο προσέγγισης. Σχήμα 6. Πρόβλεψη της απόδοσης ως συνάρτηση του τρόπου αντιμετώπισης του άγχους. Σχήμα 7. Διαφορές μεταξύ ομάδων αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους. Σχήμα 8. Διαφορές μεταξύ ομάδων αναφορικά με τη χρήση του αυτοδιαλόγου. Σχήμα 9. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και ηλικίας αναφορικά με την προσέγγιση. Σχήμα 10. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και ηλικίας αναφορικά με την αποφυγή. Σχήμα 11. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και φύλου αναφορικά με την προσέγγιση. Σχήμα 12. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και φύλου αναφορικά με την αποφυγή.

13 12 Κεφάλαιο Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ Καθορισμός του προβλήματος Η έννοια του αθλητισμού, όπως ήταν κάποτε γνωστή, έχει πλέον αλλάξει και από παιχνίδι, που είχε ως μοναδικό στόχο την προσωπική ικανοποίηση, έχει μετατραπεί σε μία κούρσα προσωπικής ανάδειξης, κοινωνικής καταξίωσης και οικονομικής ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα, οι αθλητές βρίσκονται στη δυσχερή θέση να αντιμετωπίζουν επιπλέον πίεση, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Η πίεση αυτή προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά και στην προσοχή των αθλητών, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης που επηρεάζει αθλητές όλων των επιπέδων και έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κορυφαίους αθλητές, ως μια από τις πιο δραματικές εμπειρίες της καριέρας τους. Δεν συμβαίνει συχνά, γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Sampras (2000), η αθλητική καριέρα των αθλητών θα ήταν πολύ μικρότερη σε διάρκεια. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετοί αθλητές που είναι γνωστοί ως «επιρρεπείς στην ψυχολογική κατάρρευση» («chokers») γιατί στα πιο κρίσιμα σημεία ενός αγώνα δε μπορούν να αντεπεξέλθουν. Μερικοί από αυτούς είναι ο γνωστός παίκτης του γκολφ Greg Norman, που κατέρρευσε στη διάρκεια του Αμερικάνικου Όπεν το 1996, η Jana Novotna, γνωστή τενίστρια, που ενώ βρισκόταν πολύ κοντά στην κατάκτηση του Wimbledon, το 1993, κατέρρευσε και ηττήθηκε από την Steffi Graf και τέλος η Jean Van de Velde, που ενώ προηγούταν στο σκορ στο Όπεν της Βρετανίας, δεν τα κατάφερε εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης. Ο Goorjian (2002) είπε «ότι το να σε αποκαλούν «επιρρεπή στην ψυχολογική κατάρρευση» είναι πολύ χειρότερο από το να σε κατηγορούν ότι εγκαταλείπεις τον αγώνα και την προσπάθεια». Επιπλέον, ο γνωστός τενίστας John McEnroe δήλωσε ότι «η ψυχολογική κατάρρευση συμβαίνει σε όλους. Το θέμα δεν είναι αν καταρρέεις ή όχι αλλά πώς, όταν καταρρέεις, αντιμετωπίζεις την κατάσταση. Η ψυχολογική κατάρρευση είναι μέρους του αθλητισμού και το να είσαι πρωταθλητής σημαίνει να είσαι ικανός να αντιμετωπίζεις αυτές τις δυσκολίες καλύτερα από όλους τους άλλους» (in Weinberg & Gould, 2003 p. 333). Η βιβλιογραφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ελλειπής, όσον αφορά στην έρευνα και στην αιτιολόγηση της ψυχολογικής κατάρρευσης, παρόλο που το συγκεκριμένο θέμα ερευνάται τα τελευταία χρόνια. Η παρούσα έρευνα είναι πολύ σημαντική, επειδή υπάρχουν ακόμη αρκετά προβλήματα και αναπάντητα ερωτήματα στη διερεύνηση του φαινομένου της ψυχολογικής κατάρρευσης.

14 13 Τρία πολύ σημαντικά προβλήματα παρουσιάζονται στην έρευνα της ψυχολογικής κατάρρευσης: 1) Ο αριθμός των ερευνών που εξετάζουν τους παράγοντες, που προδιαθέτουν τους αθλητές να καταρρέουν ψυχολογικά, είναι πολύ μικρός, 2) Η έρευνα αναφορικά με την αυτοσυνειδησία, ως αιτία της ψυχολογικής κατάρρευσης, έχει καταλήξει σε ασυμφωνία αποτελεσμάτων και 3) Παρόλο που υπάρχει ένας αριθμός μοντέλων που εξηγούν τους παράγοντες της ψυχολογικής κατάρρευσης, δεν υπάρχει ένα αποδεκτό μοντέλο που να μπορεί να αιτιολογήσει όλους τους παράγοντες συνδυαστικά (Baumeister & Showers, 1986). Επιπλέον προβλήματα είναι ότι, παρόλο που οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ψυχολογική κατάρρευση σχετίζεται με την αδυναμία του αθλητή να αντεπεξέλθει σε καταστάσεις πίεσης που προκαλούνται εξαιτίας της αύξησης του άγχους, λίγοι είναι αυτοί που έχουν ερευνήσει τη σχέση μεταξύ των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους και της ψυχολογικής κατάρρευσης. Επιπρόσθετα, ενώ το άγχος σχετίζεται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση, η έρευνα δεν επικεντρώνεται στη σχέση του αντιλαμβανόμενου άγχους και της ψυχολογικής κατάρρευσης (Wang, 2002). Περιορισμένη είναι η έρευνα ως προς τις παρεμβάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης (Mesagno, 2006). Τέλος, οι περισσότερες έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα επικεντρώνονται σε ομαδικά αθλήματα, όπως η καλαθοσφαίριση, και το μπέιζμπολ και όχι στα ατομικά (Baumeister & Steinhilber, 1984, Masters, 1992, Wang, 2002). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης αποτελεί ένα σημαντικό θέμα για την απόδοση των αθλητών, που όμως δεν μελετάται από πολλούς ερευνητές. Οι ήδη υπάρχουσες έρευνες παρουσιάζουν ασυμφωνία στα αποτελέσματα, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία, το άγχος και το επίπεδο των αθλητών και συνεπώς απαιτείται επιπλέον διερεύνηση σε αυτές τις μεταβλητές σε σχέση με την ψυχολογική κατάρρευση. Αυτός ήταν και ο στόχος της παρούσας διατριβής να εξετάσει δηλαδή, τις παραπάνω παραμέτρους, σε σχέση με το φαινόμενο, πιο διεξοδικά. Πιο συγκεκριμένα, ερευνήθηκαν στοιχεία της προσωπικότητας των αθλητών όπως η αυτοπεποίθηση, η κοινωνική ανησυχία, η ιδιωτική και κοινωνική αυτοσυνειδησία σε σχέση με την ψυχολογική κατάρρευση. Η αυτοπεποίθηση και η σχέση της με την αυτοσυνειδησία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη συμπεριφορά των αθλητών και τον τρόπο αντίδρασης τους σε καταστάσεις πίεσης (Wang, 2002) και γι αυτό το λόγο αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο προς έρευνα. Η επιλογή των παραπάνω

15 14 παραμέτρων έγινε με βάση τις προηγούμενες έρευνες που έχουν μελετήσει το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης καθώς και των προτάσεων που έκαναν οι ερευνητές (Baumeister & Showers, 1986, Wang, 2002, Mesagno, 2006). Σκοποί της έρευνας Η συγκεκριμένη διατριβή στοχεύει να ξεκαθαρίσει τα ασαφή αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνών και να εξετάσει τους παράγοντες, που προκαλούν την ψυχολογική κατάρρευση, οι οποίοι δεν έχουν μελετηθεί σε βάθος από άλλους ερευνητές, όπως για παράδειγμα η επίδραση των ψυχολογικών προγραμμάτων στην ψυχολογική κατάρρευση. Πιο συγκεκριμένα ο κύριος σκοπός της έρευνας είναι η διερεύνηση των αιτιών της ψυχολογικής κατάρρευσης στο άθλημα της αντισφαίρισης. Επιπλέον, να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα των τρόπων αντιμετώπισης άγχους, που χρησιμοποιούν οι τενίστες και η σχέση τους με την ψυχολογική κατάρρευση, διότι ένας από τους βασικούς λόγους που οι αθλητές αποτυγχάνουν είναι η αδυναμία τους να χειριστούν το άγχος στα κρίσιμα σημεία ενός αγώνα. Το άγχος προκαλείται από πολλές αιτίες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η παρουσία του κοινού και ο φόβος της αρνητικής κριτικής από αυτό, ο φόβος της αποτυχίας καθώς και η απειλή του εγώ, δηλαδή, η απειλή της προσωπικής εικόνας του αθλητή (Baumeister & Showers, 1986). Η παρούσα έρευνα εστίασε την προσοχή της στην επίδραση του κοινού στην απόδοση των αθλητών σε καταστάσεις υψηλής πίεσης. Ένας επιπλέον στόχος της έρευνας ήταν να εξετάσει τις διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα καθώς και ανάμεσα σε αθλητές και ερασιτέχνες, επειδή οι συγκεκριμένες σχέσεις δεν έχουν ερευνηθεί (Wang, 2002). Πιο συγκεκριμένα, οι πιο πολλοί ερευνητές δε διαχωρίζουν το επίπεδο των αθλητών που χρησιμοποιούν ως δείγμα και επιπλέον δεν επιλέγουν να εξετάσουν τη σχέση γυναικών-ανδρών αναφορικά με την ψυχολογική κατάρρευση (Baumeister & Showers, 1986, Baumeister, 1984). Συμπερασματικά η έρευνα στοχεύει στη διερεύνηση του φαινομένου της ψυχολογικής κατάρρευσης εξετάζοντας την αυτοσυνειδησία, το άγχος, τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους και την αυτοπεποίθηση σε καταστάσεις πίεσης, σε άντρες και γυναίκες καθώς και σε αθλητές και σε ερασιτέχνες.

16 15 Κεφάλαιο ΙΙ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ψυχολογική κατάρρευση έχει χαρακτηριστεί από πολλούς αθλητές, όπως ο Greg Norman και η Jana Novotna, ως μια από τις πιο επώδυνες εμπειρίες της αθλητικής καριέρας τους. Οι συγκεκριμένοι αθλητές είχαν χαρακτηριστεί από τον τύπο ως «επιρρεπείς στην ψυχολογική κατάρρευση» («chokers») γιατί παρουσίασαν δραματική πτώση στην απόδοσή τους, τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι θα κέρδιζαν ένα σημαντικό τουρνουά, ενώ το τελικό αποτέλεσμα ήταν να ηττηθούν. Ο μεγαλύτερος αριθμός των αθλητών, επαγγελματιών και μη, έχει αντιμετωπίσει την ψυχολογική κατάρρευση κάποια στιγμή στην καριέρα του (Landers & Boutcher, 1998). Αρκετοί είναι οι ερευνητές οι οποίοι έχουν προτείνει ορισμούς για την ψυχολογική κατάρρευση, αλλά παρόλα αυτά όλοι έχουν περιορισμούς (Daniel, 1981, Anshel, 1997, Baumeister, 1984, Nideffer, 1992, Lewis & Linder, 1997, Wang, 2002, Mesagno, 2006). Ο Daniel (1981) όρισε την ψυχολογική κατάρρευση ως «την ανικανότητα του αθλητή να αποδώσει σύμφωνα με προηγούμενες επιδόσεις και να πετύχει ανάλογα αποτελέσματα ή την αδυναμία του να κάνει πράξη αυτά που έχει προπονήσει» (σελ. 70). Παρόλο που ο συγκεκριμένος ορισμός είναι ικανοποιητικός, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που μπορεί να ωθήσουν έναν αθλητή να μην αποδώσει τόσο καλά όσο στο παρελθόν, όπως η μειωμένη συγκέντρωση ή ένας τραυματισμός. Ακόμη, ένας περιορισμός του συγκεκριμένου ορισμού είναι η απουσία της επίδρασης του άγχους στην απόδοση. Ένας από τους πιο αποδεκτούς ορισμούς είναι ότι ως ψυχολογική κατάρρευση νοείται «η μείωση της απόδοσης, εξαιτίας της αυξημένης πίεσης, η οποία προέρχεται από ένα συνδυασμό παραγόντων, που αυξάνουν τη σημασία της επιτυχίας» (Baumeister, 1984, σελ. 610). Το πλεονέκτημα αυτού του ορισμού είναι ότι περιλαμβάνει την πίεση αλλά έχει δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Πρώτον, η ποσότητα της μείωσης της απόδοσης που νοείται ως ψυχολογική κατάρρευση δεν περιλαμβάνεται στον ορισμό δηλαδή ένας αθλητής της καλαθοσφαίρισης καταρρέει ψυχολογικά όταν η απόδοσή του παρουσιάζει μείωση 60% ή 80%. Δεύτερον, δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το επίπεδο των αθλητών και πώς αυτό επηρεάζει το φαινόμενο. Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ψυχολογική κατάρρευση συμβαίνει σε αθλητές όλων των επιπέδων (Baumeister & Showers, 1986, Beilock et al., 2002), ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο συμβαίνει μόνο σε αθλητές υψηλού επιπέδου (Masters, 1992, Wang, 2002). Οι Baumeister και Showers (1986) υποστήριξαν ότι όσο η

17 16 αυξημένη απόδοση αποτελεί στόχο για τον αθλητή τότε υπάρχει πιθανότητα ο αθλητής να βιώσει την ψυχολογική κατάρρευση ανεξαρτήτως επιπέδου. Οι Baumeister και Showers (1986) υποστήριξαν ότι για να θεωρηθεί ότι ένας αθλητής αντιμετωπίζει το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης τέσσερις παράγοντες πρέπει να είναι εμφανείς: 1) Να υπάρχει βάσιμη υποψία ότι ο αθλητής θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα, 2) Ο αθλητής να είναι παρακινημένος γιατί σε περίπτωση που δεν είναι τότε, πιθανόν, δεν αισθάνεται πίεση με αποτέλεσμα να μειώνονται οι πιθανότητες εμφάνισης του φαινομένου, 3) Ο στόχος του αθλητή θα πρέπει να είναι η αύξηση της απόδοσης στην προπόνηση ή στον αγώνα, και 4) Η ψυχολογική κατάρρευση μπορεί να συμβεί σε όλα τα επίπεδα αθλητών, ερασιτεχνών και επαγγελματιών. Παρόλο που δεν υπάρχουν δημοσιευμένες έρευνες που να συζητούν αυτή την ασυμφωνία, για το ποιοι αθλητές είναι επιρρεπής στην ψυχολογική κατάρρευση, ο Hall (2004) κατέληξε ότι η ψυχολογική κατάρρευση συμβαίνει και σε ερασιτέχνες αλλά προϋποθέτει ότι έχουν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο αναφορικά με το άθλημά τους. Με τον όρο ψυχολογική κατάρρευση ο Nideffer (1992) εννοεί «τη μετατόπιση της προσοχής του αθλητή σε στοιχεία άσχετα με τη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την αδυναμία συλλογής χρήσιμων πληροφοριών» (σελ. 128). Το πρόβλημα με αυτόν τον ορισμό είναι ότι δεν περιλαμβάνει το άγχος, καθώς και τη μείωση της απόδοσης. Ενώ, ο Nideffer (1992) προτείνει ότι η ψυχολογική κατάρρευση είναι αποτέλεσμα μετατόπισης της προσοχής σε άσχετα για τη δραστηριότητα στοιχεία, οι Lewis και Linder (1997) υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο, ότι το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα υπερβολικής συγκέντρωσης του αθλητή σε σχετικά με τη δραστηριότητα στοιχεία. Δύο πιο νέοι ορισμοί προσπάθησαν να καλύψουν τις αδυναμίες των προηγούμενων ορισμών. Ο Wang (2002) όρισε την ψυχολογική κατάρρευση ως «τη μείωση της απόδοσης σε αυτοματοποιημένες δραστηριότητες εξαιτίας της αυξημένης πίεσης» (σελ. 141). Η διαφορά αυτού του ορισμού από αυτόν του Baumeister (1984) είναι ότι ο Wang (2002) αναφέρεται σε αυτοματοποιημένες δραστηριότητες και δε θεωρεί, όπως ο Baumeister (1984), ότι η ψυχολογική κατάρρευση μπορεί να συμβεί και σε άτομα που βρίσκονται στα αρχικά στάδια εκμάθησης μιας δραστηριότητας. Ο Hall (2004) προσπάθησε να συνδυάσει όλους τους ορισμούς και να καταλήξει σε έναν που θα περιελάμβανε όλα τα στοιχεία που εξηγούν το φαινόμενο. Ο ορισμός που κατέληξε είναι ότι η ψυχολογική κατάρρευση «είναι η αύξηση του άγχους και της διέγερσης εξαιτίας της πίεσης που ασκείται στον αθλητή και οδηγεί σε μείωση

18 17 της απόδοσης σε καλά μαθημένες δραστηριότητες» (σελ. ). Το πρόβλημα σε αυτόν τον ορισμό είναι ότι δεν περιλαμβάνει τη μετατόπιση της προσοχής. Τέλος, ο Mesagno (2006), χρησιμοποιώντας τους ορισμούς των Hall (2004) και Wang (2002), όρισε την ψυχολογική κατάρρευση «ως τη μείωση της απόδοσης σε καλά μαθημένες δραστηριότητες ως αποτέλεσμα των αυξημένων επιπέδων άγχους και πίεσης» (σελ. 9). Ο συγκεκριμένος ορισμός περιλαμβάνει όλες τις παραμέτρους των προηγούμενων ορισμών (πίεση, αύξηση άγχους, μείωση απόδοσης, αυτοματοποιημένες κινήσεις), είναι πιο ολοκληρωμένος και πιο πρόσφατος. Ο ακριβής ορισμός του φαινομένου είναι δύσκολο να διατυπωθεί, αλλά το σίγουρο και το κοινώς αποδεκτό είναι η ύπαρξη της ψυχολογικής κατάρρευσης μειώνει την απόδοση και δημιουργεί προβλήματα στον αθλητή. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι κανείς ορισμός δεν είναι επαρκής για να εξηγήσει το φαινόμενο. Για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διατριβής θα χρησιμοποιηθεί ο ορισμός του Mesagno (2006) που προαναφέρθηκε επειδή παρουσιάζεται ποιο ολοκληρωμένος και πολύπλευρος, δηλαδή, αποδίδει την ύπαρξη του φαινομένου σε έναν αριθμό μεταβλητών. Παρόλο που η ψυχολογική κατάρρευση είναι αποτέλεσμα παραγόντων όπως το άγχος και η απόσπαση προσοχής υπάρχουν και αρκετές φυσιολογικές μεταβολές που παρατηρούνται στον αθλητή. Το αυξημένο άγχος έχει ως αποτέλεσμα ο οισοφάγος να συστέλλεται και το σώμα να πλημμυρίζει με αδρεναλίνη (Clarkson, 1999). Παράλληλα, η αναπνοή γίνεται ρηχή και γρήγορη, οι μύες σφίγγουν, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται κινητικές δυσκολίες. Επιπλέον, το στόμα στεγνώνει και οι παλάμες ιδρώνουν (Weinberg & Gould, 2003). Το κυριότερο και το σοβαρότερο πρόβλημα παρουσιάζεται στην αλλαγή προσοχής, που μετατοπίζεται και από εξωτερική και ευρεία γίνεται εσωτερική και στενή (Nideffer, 1992). Τέλος, η κούραση, τα κινητικά προβλήματα, η λανθασμένη κρίση και η λήψη αποφάσεων είναι μερικά ακόμα από τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής κατάρρευσης (Weinberg & Gould, 2003). Όλες αυτές οι μεταβολές συνήθως οδηγούν σε μείωση της απόδοσης του αθλητή. Σύμφωνα με τον Nideffer (1993) η αύξηση της φυσιολογικής διέγερσης αυξάνει τις πιθανότητες του αθλητή να καταρρεύσει υπό πίεση. Αυτού του είδους οι φυσιολογικές αλλαγές επηρεάζουν την προσοχή η οποία γίνεται στενή και εσωτερική και μετατοπίζεται σε άσχετα για τη δραστηριότητα στοιχεία κάτι που επηρεάζει τον συγχρονισμό και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αθλητής αρχίζει να αμφισβητεί τις ικανότητες του και να κάνει αρνητικές σκέψεις, όταν βρίσκεται στα πρόθυρα της ψυχολογικής

19 18 κατάρρευσης (Nideffer, 1985). Ως αποτέλεσμα, οι έντονες αρνητικές σκέψεις αυξάνουν τα επίπεδα άγχους και φόβου, που με τη σειρά τους οδηγούν στην ψυχολογική κατάρρευση (Clarkson, 1999). Πολλές φορές ο αθλητής γίνεται υπεραναλυτικός κατά τη διάρκεια του αγώνα πράγμα που τον αποσυγκεντρώνει από το στόχο του. Η ανάλυση των κινήσεων, των τακτικών ή και των γεγονότων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του αγώνα, ωθεί τον αθλητή να συγκεντρώνεται σε αρνητικά και άσχετα στοιχεία με τη δραστηριότητα και συνεπώς προκαλεί σύγχυση και μείωση της απόδοσης (Νideffer, 1992). Αρκετοί αθλητές, σε κρίσιμα σημεία του αγώνα, ανακαλούν προηγούμενες δυσάρεστες ή αποτυχημένες εμπειρίες του παρελθόντος με αποτέλεσμα να μην καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του αγώνα και συνεπώς να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν ψυχολογικά (Nideffer, 1992). Αιτίες που προκαλούν ψυχολογική κατάρρευση Υπάρχει ένας αριθμός αιτιών, που προκαλούν την ψυχολογική κατάρρευση και έχουν εξεταστεί από τους ερευνητές αλλά παράλληλα υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί που δεν επιτρέπουν τη γενίκευση των αποτελεσμάτων των ερευνών. Για παράδειγμα οι Baumeister (1984) και Nideffer (1992) συμφωνούν στο ότι η ψυχολογική κατάρρευση είναι κυρίως πρόβλημα προσοχής. Παρόλα αυτά οι δύο ερευνητές ακολουθούν διαφορετικές θεωρίες προσοχής για να εξηγήσουν την ψυχολογική κατάρρευση. Ο Baumeister (1984) ισχυρίζεται ότι η ψυχολογική κατάρρευση επηρεάζεται από την αυτοσυνειδησία, ενώ ο Nideffer (1992) απέδωσε το φαινόμενο στην περίσπαση της προσοχής που προκαλείται από εσωτερικές (αρνητικός αυτοδιάλογος) ή εξωτερικές (καιρικές συνθήκες) αιτίες που δε σχετίζονται με τη δραστηριότητα. Ο Wang (2002) συγκέντρωσε όλες τις αιτίες, από τα αποτελέσματα ερευνών, στη διατριβή του και εξέτασε τις πιο αμφιλεγόμενες, όπως η αυτοσυνειδησία, το επίπεδο και η απόδοση των αθλητών και το φύλο. Σύμφωνα με τα παραπάνω δυο είναι οι κατηγορίες αιτιών που προκαλούν την ψυχολογική κατάρρευση: οι σταθερές και οι μεταβαλλόμενες. Οι σταθερές περιλαμβάνουν την αυτοσυνειδησία, το άγχος και τους τρόπους αντιμετώπισής του, ενώ οι μεταβαλλόμενες τις τιμωρίες, τις επιβραβεύσεις, το κοινό, την παρουσία κάμερας, τις προσδοκίες και τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας (Wang, 2002, Mesagno, 2006).

20 19 Σταθερές αιτίες Αυτoσυνειδησία Αυτοσυνειδησία είναι η τάση του ατόμου να διερευνά και να εξετάζει τις πράξεις του, ειδικά όταν βρίσκεται υπό επιτήρηση ή παρακολούθηση (Fenigstein, 1979). Σύμφωνα με τους Fenigstein, Scheir και Buss (1975) και τους Scheir και Carver (1985) τα άτομα, ασυναίσθητα, κατευθύνουν την προσοχή τους εσωτερικά ή εξωτερικά. Μερικά άτομα κατευθύνουν την προσοχή τους πιο εύκολα εσωτερικά από ό,τι άλλα, κάτι που συνήθως δείχνει ότι αυτά τα άτομα δεν ενδιαφέρονται για τη σχέση τους με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Οι Hull και οι συνεργάτες του (1991) τόνισαν ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα αυτοσυνειδησίας ανησυχούν για την εντύπωση που προκαλούν σε άλλα άτομα. Επιπλέον, ο Woody (1996) υποστήριξε ότι τα άτομα με υψηλή αυτοσυνειδησία πιστεύουν ότι αποτελούν για τους άλλους ένα στόχο παρατήρησης και σχολιασμού, κάτι που τους επηρεάζει αρνητικά και παράλληλα οδηγεί σε περαιτέρω αύξησή της. Η αυτοσυνειδησία χωρίζεται σε ιδιωτική και κοινωνική (Fenigstein et al., 1975). Ιδιωτική αυτοσυνειδησία είναι η τάση του ατόμου να συγκεντρώνεται σε εσωτερικές σκέψεις, αισθήματα, διαθέσεις και συμπεριφορές. Κοινωνική αυτοσυνειδησία, από την άλλη, είναι η τάση του ατόμου να επικεντρώνεται σε εξωτερικά στοιχεία του εαυτού του, όπως η εξωτερική του εμφάνιση. Τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία συνήθως προσπαθούν να κρύψουν πολλές πλευρές τις προσωπικότητας τους, ενώ τα άτομα με υψηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία πιστεύουν ότι αποτελούν το επίκεντρο του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Όταν υπάρχει αυξημένη πίεση, τα άτομα με υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία επικεντρώνονται στα αισθήματα και τα συναισθήματά τους, ενώ τα άτομα με χαμηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία συνήθως τα αγνοούν. Από την άλλη, τα άτομα με υψηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία επικεντρώνονται στο ποιος τους παρατηρεί, γιατί η προσωπική τους εικόνα και η κοινωνική αποδοχή είναι τα πιο σημαντικά γι αυτούς στοιχεία, ενώ τα άτομα με χαμηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία αδιαφορούν για τον κοινωνικό περίγυρο (Fenigstein et al., 1975). Τα άτομα που ενδιαφέρονται άμεσα για την εικόνα τους και την εντύπωση που έχουν οι άλλοι για αυτούς είναι πιο ευαίσθητα στην αρνητική κριτική (Fenigstein,

21 ). Γενικότερα, τα κοινωνικά ανήσυχα άτομα, εκείνα δηλαδή που ανησυχούν για την κοινωνική κριτική που τους ασκείται, τείνουν να εκτιμούν αρνητικά τους εαυτούς τους σε καταστάσεις αυξημένου άγχους ειδικά όταν απειλείται η προσωπική τους εικόνα (Cacioppo, Glass, & Merluzzi, 1979, Clark & Arkowitz, 1975, Lake & Arkin, 1985). Ως συνέπεια, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά ανήσυχα άτομα διακατέχονται από περισσότερες αρνητικές παρά θετικές σκέψεις, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μείωση στην απόδοσή τους, καθώς και μείωση στην αυτοπεποίθησή τους (Bruch, Mattia, Heimberg, & Holt, 1993). Σε μια σειρά πειραμάτων που διεξήγαγε ο Baumeister (1984) εξέτασε τους συμμετέχοντες σε μία δραστηριότητα υπό διαφορετικές συνθήκες. Στο πρώτο πείραμα οι μισοί συμμετέχοντες έπρεπε να συγκεντρωθούν στον τρόπο εκτέλεσης της δραστηριότητας, ενώ την εκτελούσαν. Στο επόμενο πείραμα συμπεριλήφθηκε και το στοιχείο του ανταγωνισμού, μεταξύ ομάδας ελέγχου και πειραματικής ομάδας, ως μέσο αύξησης της πίεσης. Στο τελευταίο πείραμα προστέθηκε ο παράγοντας επιβράβευση (οικονομική), ως μέσο πίεσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα που έχουν υψηλά επίπεδα ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας χειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις καταστάσεις πίεσης γιατί είναι συνηθισμένα να επικεντρώνονται στις εσωτερικές τους σκέψεις. Από την άλλη, τα άτομα με χαμηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία είναι πιο επιρρεπή στην ψυχολογική κατάρρευση γιατί δεν έχουν συνηθίζει να χειρίζονται καταστάσεις που απαιτούν εσωτερική συγκέντρωση και προσοχή. Οι Masters, Polman, και Hammond (1993) καθώς και οι Wang, Merchant, Morris, και Gibbs (2004) υποστήριξαν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η αυξημένη ιδιωτική αυτοσυνειδησία αποτελεί παράγοντα που οδηγεί στην ψυχολογική κατάρρευση. Η ερμηνεία που δόθηκε ήταν ότι η αυξημένη ιδιωτική αυτοσυνειδησία οδηγεί σε διακοπή της αυτοματοποίησης των κινήσεων με αποτέλεσμα να παρατηρείται μείωση της απόδοσης. Από την άλλη υπάρχουν έρευνες που δεν έχουν βρει διαφορές ως προς το είδος της αυτοσυνειδησίας και τη σχέση της με την απόδοση (Lewis & Linder, 1997, Kurosawa & Harackiewicz, 1995). Επιπλέον, οι Heaton και Sigall (1991) υποστήριξαν ότι και οι δύο κατηγορίες ατόμων μπορούν να βρεθούν αντιμέτωπες με το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης, ανάλογα με το είδος της πίεσης που ασκείται. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα με υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία πιθανόν να καταρρεύσουν εξαιτίας της τάσης τους να κατευθύνουν την προσοχή προς το εσωτερικό και να ασχολούνται με τις εσωτερικές τους σκέψεις, ενώ τα άτομα με υψηλή κοινωνική

22 21 αυτοσυνειδησία να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν υπάρχει κοινό, επειδή αυτά τα άτομα συνήθως κατευθύνουν την προσοχή τους προς το εξωτερικό περιβάλλον. Οι ίδιοι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ απόδοσης, αυτοσυνειδησίας και ανατροφοδότησης. Εβδομήντα οκτώ συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε έξι κατηγορίες, οι δύο κατηγορίες ήταν με κοινό που υποστήριζε τους συμμετέχοντες, αλλά η μία ομάδα ασκούσε θετική κριτική και η άλλη αρνητική. Οι επόμενες δύο κατηγορίες ήταν με μη υποστηρικτό κοινό που ασκούσε θετική ή αρνητική κριτική ανάλογα με την ομάδα και τέλος υπήρχαν δύο ομάδες ελέγχου που έδιναν θετική ή αρνητική ανατροφοδότηση. Η κάθε ομάδα αγωνίστηκε εναντίον κάποιας άλλης (όλοι με όλους), σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, που αποτελούταν από ξυλάκια και τρύπες και οι συμμετέχοντες έπρεπε να κλείσουν τις τρύπες αλλά σε κάθε μία τρύπα ταίριαζε ένα και μόνο ξυλάκι. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, ότι τα άτομα με υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία κατέρρευσαν, επειδή πίστεψαν ότι απέδιδαν άσχημα, ενώ τα άτομα με υψηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία κατέρρευσαν, επειδή πίστεψαν ότι το κοινό είχε απογοητευτεί με την απόδοσή τους. Ένα σοβαρό μειονέκτημα πολλών ερευνών είναι ότι οι συμμετέχοντες είχαν μέτριο επίπεδο στην δραστηριότητα που εξεταζόταν. Επομένως, χρειάζεται περισσότερη έρευνα στη σχέση αυτοσυνειδησίας και απόδοσης χρησιμοποιώντας άτομα των οποίων οι κινήσεις είναι αυτοματοποιημένες, δηλαδή δεν απαιτούν συνειδητό έλεγχο (Baumeister, 1984, Heaton & Sigall, 1991). Τα μέσα πίεσης που χρησιμοποιούν οι ερευνητές, προκειμένου να εξετάσουν την αυτοσυνειδησία, έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και στην κοινωνική αυτοσυνειδησία. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του καθρέφτη ως μέσο πίεσης επηρεάζει την ιδιωτική αυτοσυνειδησία, ενώ η χρήση κοινού και η παρουσία βιντεοκάμερας επηρεάζει περισσότερο την κοινωνική αυτοσυνειδησία (Carver & Scheir, 1987). Οι Kurosawa & Harakievicz (1995) ερεύνησαν την επίδραση της κάμερας και του καθρέφτη, ενώ οι συμμετέχοντες εκτελούσαν ένα παιχνίδι λέξεων. Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αύξηση της πίεσης οδήγησε σε αύξηση της κοινωνικής ανησυχίας στην πειραματική ομάδα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με συνέπεια τη μείωση της απόδοσης. Η μεγαλύτερη, όμως, μείωση απόδοσης παρουσιάστηκε όταν υπήρξε αύξηση στα επίπεδα της ιδιωτικής αλλά και της κοινωνικής αυτοσυνειδησίας. Επομένως, η παρουσία κάμερας και του καθρέφτη οδήγησαν σε αύξηση της ιδιωτικής και κοινωνικής αυτοσυνειδησίας και σε μείωση της απόδοσης.

23 22 Επειδή οι αθλητές διαφέρουν ως προς τα επίπεδα της αυτοσυνειδησίας και παράλληλα υπάρχουν αρκετά μοντέλα που αναφέρουν την αυτοσυνειδησία ως έναν από τους παράγοντες που προκαλούν την ψυχολογική κατάρρευση, φαίνεται ότι υπάρχει εύφορο έδαφος για επιπλέον έρευνα. Μελλοντικές έρευνες μπορούν να εξετάσουν την τάση των αθλητών με υψηλή αυτοσυνειδησία να καταρρέουν ψυχολογικά και παράλληλα να διαχωρίσουν την επίδραση της ιδιωτικής και της κοινωνικής αυτοσυνειδησίας στην απόδοση (Baumeister & Showers, 1986). Άγχος Οι Baumeister (1984), Masters (1992) και Nideffer (1992) συμφωνούν ότι το άγχος αποτελεί μια ανθρώπινη κατάσταση η οποία περιλαμβάνει γνωστικές, συμπεριφορικές και φυσιολογικές αλλαγές και συνδέεται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση. Το 1966 ο Spielberger διαχώρισε το άγχος κατάστασης από το χαρακτηριστικό άγχος. Το άγχος κατάστασης αναφέρεται σε «υποκειμενικά, συνειδητά αντιλαμβανόμενα αισθήματα ανησυχίας και έντασης» (σελ. 17) ενώ το χαρακτηριστικό άγχος είναι «η προδιάθεση του ατόμου να νιώθει άγχος σε διάφορες καταστάσεις τις οποίες αντιλαμβάνεται ως απειλητικές ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι» (σελ. 17). Η αθλητική ψυχολογία επικεντρώνεται περισσότερο στη μελέτη του άγχους κατάστασης. Αρκετοί ερευνητές συμφωνούν ότι το άγχος είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο (Davidson & Schwartz, 1976, Liebert & Morris, 1967). Η Πολυδιάστατη Θεωρία του Άγχους (Multidimensional Anxiety Theory, Burton, 1988, Martens, Burton, Vealey, Bump, & Smith, 1990) προτείνει ότι το άγχος αποτελείται από νοητικούς (γνωστικό άγχος) και από φυσιολογικούς παράγοντες (σωματικό άγχος). Το γνωστικό άγχος χαρακτηρίζεται από τον φόβο της αποτυχίας και τις αρνητικές προσδοκίες για την απόδοση, ενώ το σωματικό άγχος χαρακτηρίζεται από τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα του ατόμου όταν είναι αγχωμένο. Η ψυχολογική κατάρρευση συνδέεται με το γνωστικό άγχος επειδή όσο η πιθανότητα της επιτυχίας μειώνεται τόσο η ανησυχία αυξάνεται, με αποτέλεσμα η προσοχή να αποσπάται τη δραστηριότητα και να παρουσιάζεται μείωση της απόδοσης (Wine, 1971). Από την άλλη το σωματικό άγχος μετατοπίζει την προσοχή του αθλητή στις φυσιολογικές αλλαγές, που συμβαίνουν, με συνέπεια και πάλι τη μείωση της απόδοσης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το άγχος σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της απόδοσης και γι αυτό το λόγο αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα μελέτης στον

24 23 τομέα της ψυχολογικής κατάρρευσης. Επιπλέον, επηρεάζει την απόδοση σε διάφορες δραστηριότητες, πέρα από τις αθλητικές, όπως στη διάρκεια ενός διαγωνίσματος (Meichenbaum, 1972) ή σε δημόσιες ομιλίες (Woody, 1996). Στον αθλητισμό, η επίδραση του στην απόδοση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης και, συνεπώς, την πιθανή εμφάνιση της ψυχολογικής κατάρρευσης. Η ύπαρξη του άγχους σε καταστάσεις πίεσης μπορεί να εξηγηθεί από διάφορες θεωρίες όπως τη θεωρία των ορμών (Hull, 1943), τη θεωρία του αντιστραμμένου U (Yerkes & Dodson, 1908) και από τις θεωρίες προσοχής ( Carver & Scheir, 1981, Nideffer, 1992). Η σχέση άγχους και αντιλαμβανόμενου ελέγχου απαιτεί περαιτέρω μελέτη γιατί σύμφωνα με τους Carver και Scheier (1988) ο αντιλαμβανόμενος έλεγχος, όσον αφορά στην αντιμετώπιση και στην επεξήγηση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Επομένως, το άγχος που εκτιμάται ως ένα θετικό στοιχείο από έναν αθλητή συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της απόδοσής του. Από την άλλη, ένας αθλητής που εκλαμβάνει το άγχος ως αρνητικό στοιχείο τότε αυξάνει τις πιθανότητες μειωμένης απόδοσης (Carver & Scheier, 1988, Heaton & Sigall, 1991). Τρόποι αντιμετώπισης άγχους Η έρευνα των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους παρουσιάζει μία παύση στην αθλητική ψυχολογία (Hardy et al., 1996). Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας επικεντρώνεται σε μη αθλητές, και συγκεκριμένα σε ασθενείς με καρκίνο (Telch & Telch, 1995) και σε ενήλικες με προβλήματα ακοής (Kluwin, Blennerhasset, & Sweet, 1990). Η έρευνα των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους μελετά τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των ατόμων που διακατέχονται από άγχος και παράλληλα, επεξηγεί τους μηχανισμούς αντιμετώπισης και μείωσής του (Compas, 1998). Η επιτυχημένη αντιμετώπιση του άγχους κατά τη διάρκεια ενός αγώνα είναι απόρροια καλής ψυχολογικής προετοιμασίας (Crocker & Graham, 1995). Από την άλλη, η αδυναμία αντιμετώπισης του οδηγεί σε μείωση της απόδοσης και πιθανώς σε σταδιακή απομάκρυνση από το ίδιο το άθλημα (Madden, Kirkby, & McDonald, 1989). Με τον όρο αντιμετώπιση του άγχους ορίζεται «η προσπάθεια που καταβάλει ο αθλητής προκειμένου να μειώσει τα επίπεδα άγχους και να περιορίσει όλα τα μη ευχάριστα συναισθήματα που προκαλεί αυτό, όπως η αυξημένη καρδιακή συχνότητα, η εφίδρωση και οι αρνητικές σκέψεις» (Stone & Neale, 1984, σελ. ). Σύμφωνα με τους Endler και Parker (1990) ως αντιμετώπιση του άγχους νοείται «η αντίδραση του

25 24 ατόμου σε περιβαλλοντολογικές και ψυχολογικές απαιτήσεις ειδικά σε καταστάσεις που προάγουν άγχος και πιέσεις» (σελ. 845). Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αθλητής, καθώς και από διάφορες προσωπικές εμπειρίες (Carver, Scheier, & Weintraub, 1989, Parkes, 1986) και δεν αποτελεί μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, αλλά παρουσιάζεται ως η προσπάθεια του ατόμου να χειριστεί ένα γεγονός που προκαλεί άγχος (Lazarus & Folkman, 1984). Παρόλο που η αντιμετώπιση του άγχους περιλαμβάνει μια επικεντρωμένη προσπάθεια να αντεπεξέλθει κάποιος στις διάφορες απαιτήσεις ενός αγώνα κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι το αποτέλεσμα θα είναι πάντα θετικό (Compas, 1987), δηλαδή, οι τρόποι αντιμετώπισης άγχους δεν εγγυώνται και την επιτυχία σε έναν αγώνα. Ως επιτυχημένη αντιμετώπιση θεωρείται η ανάκτηση της τυχόν χαμένης ψυχραιμίας και της επαναφοράς του σωματικού άγχους σε ιδανικά επίπεδα, προκειμένου ο αθλητής να αποδώσει σε υψηλά επίπεδα (Singer, 1988). Η ψυχολογική κατάρρευση είναι συνήθως αποτέλεσμα λανθασμένης επιλογής του τρόπου αντιμετώπισης του άγχους (Mesagno, 2006). Η έρευνα δείχνει ότι οι αθλητές χρησιμοποιούν μια ποικιλία τρόπων αντιμετώπισης άγχους στα διάφορα ερεθίσματα που το προκαλούν κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, ανάλογα με τον τύπο και την ένταση του ερεθίσματος (Folkman, 1992). Η Folkman (1984, 1988, 1992) υποστηρίζει ότι οι κύριοι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους είναι η προσέγγιση και η αποφυγή. Σύμφωνα με τον Anshel (1996), όταν ο αθλητής προσπαθεί να καταλάβει την προέλευση της πίεσης, χρησιμοποιεί τον τρόπο προσέγγισης, ενώ όταν δεν προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα που παρουσιάζεται, τότε χρησιμοποιεί τον τρόπο της αποφυγής, κάτι που του επιτρέπει να διατηρεί τα απαραίτητα επίπεδα προσοχής για τη δραστηριότητα. Αρκετοί ερευνητές (Miller, 1990, Mullen & Suls, 1982, Roth & Cohen, 1986) υποστηρίζουν ότι ο τρόπος αποφυγής μειώνει το άγχος, σε καταστάσεις που είναι δύσκολο να ελεγχθούν, σε σχέση με τον τρόπο προσέγγισης. Παρόλο, που οι Carver, Scheier, και Weintraub (1989) υποστηρίζουν ότι ο τρόπος αποφυγής είναι πιο αποτελεσματικός από τον τρόπο προσέγγισης, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει όταν οι τρόποι αντιμετώπισης εξετάζονται σε αγωνιστικό και όχι σε περιβάλλον προπόνησης (Kim & Duda, 2001, Pensgaard & Duda, 2002). Ο τρόπος αντιμετώπισης που θα επιλέξει ο αθλητής εξαρτάται από την προσωπικότητα και τα επίπεδα αυτοπεποίθησής του (Folkman, 1992). Έτσι, οι αθλητές που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τον τρόπο προσέγγισης είναι συνήθως άτομα με

26 25 υψηλή αυτοπεποίθηση, σε σύγκριση με αυτούς που επιλέγουν τον τρόπο αποφυγής (Folkman, 1988). Οι αθλητές που χρησιμοποιούν την προσέγγιση προσπαθούν να επιλύσουν και να ξεπεράσουν τα προβλήματα απόδοσης που παρουσιάζονται, ενώ αυτοί που επιλέγουν την αποφυγή απλά αγνοούν το πρόβλημα προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του αγώνα (Folkman, 1988). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα των Grove και Heard (1977) που, ενώ υποστηρίζουν ότι τα άτομα με αυξημένη αυτοπεποίθηση χρησιμοποιούν την προσέγγιση ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους και παρουσιάζουν αύξηση στην απόδοση τους, υπάρχει περίπτωση η χρήση αυτού του τρόπου να μην έχει πάντα θετικά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, οι αθλητές με αυξημένη αυτοπεποίθηση έχουν την τάση να παρακινούνται, ανεξάρτητα από τα επίπεδα άγχους και να αποδίδουν αποτελεσματικά (Jones, 1995). Τα άτομα που είναι ικανά να χειρίζονται και να προσπερνούν τα προβλήματα, σε σχέση με αυτούς που αδυνατούν να τα ξεπεράσουν, είναι πιθανότερο να αξιολογήσουν το άγχος ως πρόκληση και όχι ως απειλή με αποτέλεσμα τη χρήση πιο αποδοτικών τρόπων αντιμετώπισης (Lazarus & Folkman, 1987). Η επιτυχημένη ή αποτυχημένη αντιμετώπιση εξαρτάται από το πώς εκτιμά το άτομο την κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθώς και από την ποικιλία των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους που γνωρίζει και διαθέτει προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση (Folkman, 1984, Folkman, Schaefer, & Lazarus, 1979, Lazarus & Folkman, 1984). Οι αθλητές, λοιπόν, που αισθάνονται ότι αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις που προκαλούν άγχος αποτελεσματικά είναι πιθανόν να αποδώσουν καλύτερα σε σχέση με αυτούς που πιστεύουν ότι δεν χειρίζονται αποτελεσματικά τις διάφορες καταστάσεις άγχους (Pensgaard & Duda, 2003). Οι Crocker και Graham (1995) υποστήριξαν ότι οι αθλητές υψηλού επιπέδου χρησιμοποιούν τον τρόπο προσέγγισης πιο αποτελεσματικά όταν επικεντρώνουν την προσοχή τους στις προκλήσεις και τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της προπόνησης ή του αγώνα. Οι αθλητές οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ανησυχία και το άγχος ως θετικά στοιχεία είναι πιο ικανοί να τα αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά σε σχέση με αυτούς που τα θεωρούν ως αρνητικά για την απόδοση τους. Οι αθλητές που είναι αρνητικοί ως προς το άγχος, έχουν σημαντικό πρόβλημα ελέγχου των συναισθημάτων τους, με αποτέλεσμα τη λήψη λανθασμένων αποφάσεων και τη σταδιακή ώθηση τους προς την ψυχολογική κατάρρευση (Ntoumanis & Biddle, 2000). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας πρωταθλήτριας του πατινάζ η οποία έπινε οινοπνευματώδη ποτά για να μειώσει το άγχος της πριν τον αγώνα, κάτι, όμως,

27 26 που είχε αρνητική επίδραση στην υγεία και στην απόδοσή της (Gould, Jackson, & Finch, 1993). Έχει βρεθεί ότι οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους καθώς και η χρήση τους ποικίλουν ανάλογα με την περίσταση. Σύμφωνα με τους Bouffard και Crocker (1992) η επιλογή τρόπου αντιμετώπισης του άγχους είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των χαρακτηριστικών του ατόμου και της κατάστασης. Σε σχετική έρευνα φοιτητές οι οποίοι έγραφαν διαγώνισμα ρωτήθηκαν για τα συναισθήματα τους και παράλληλα, μελετήθηκαν οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους που χρησιμοποιούσαν πριν το διαγώνισμα, κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος, πριν την ανακοίνωση της βαθμολογίας και μετά την ανακοίνωση της βαθμολογίας. Παρατηρήθηκε αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης του άγχους, ανάλογα με τη φάση που βρισκόταν η εξέταση. Ενώ στην αρχή ο τρόπος προσέγγισης χρησιμοποιήθηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό, προς το τέλος η χρήση του άρχισε να εξασθενεί με αποτέλεσμα η χρήση του τρόπου της αποφυγής να κυριαρχεί κατά τη διάρκεια αναμονής των αποτελεσμάτων (Folkman & Lazarus, 1985). Οι Wang, Marchant και Morris (2004) ζήτησαν από 66 μπασκετμπολίστες να συμπληρώσουν το Ερωτηματολόγιο Τρόπων Αντιμετώπισης του Άγχους (Coping Style Inventory for Athletes) (Anshel & Kaissidis, 1997), πριν τη συμμετοχή τους σε ένα τεστ ελεύθερων βολών. Οι συμμετέχοντες εκτέλεσαν ελεύθερες βολές πρώτα χωρίς πίεση και κατόπιν υπό πίεση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αθλητές, που χρησιμοποίησαν κυρίως τον τρόπο προσέγγισης απέδωσαν χειρότερα στην εκτέλεση των βολών υπό πίεση από αυτούς που χρησιμοποίησαν τον τρόπο αποφυγής. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η χρήση του τρόπου προσέγγισης αποτελεί παράγοντα που συνδέεται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση. Οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους δεν επηρεάζονται μόνο από την προσωπικότητα του αθλητή, αλλά και από το άθλημα στο οποίο συμμετέχει. Οι ερευνητές έχουν εξετάσει τους τρόπους αντιμετώπισης τους άγχους σε αθλητές διαφόρων αθλημάτων όπως του πατινάζ (Gould et al., 1993), πάλης υψηλού επιπέδου (Gould et al., 1992), δρομέων μεσαίων αποστάσεων (Madden, Kirby, & McDonald, 1989), επιτραπέζιας αντισφαίρισης (Krohne & Hindel, 1988), αθλητές και διαιτητές της καλαθοσφαίρισης (Anshel, 1996, Kaissidis-Rodafinos et al., 1997) και βρήκαν ότι υιοθετούν τον τρόπο αποφυγής ως αντίδραση στα λάθη τους και συνεπώς αποδίδουν σε υψηλότερο επίπεδο και έχουν λιγότερο άγχος συγκριτικά με τους αθλητές ή τους διαιτητές που χρησιμοποιούν τον τρόπο προσέγγισης. Επίσης, τα αποτελέσματα άλλης

28 27 έρευνας έδειξαν ότι οι αθλήτριες του γκολφ που απέφευγαν τα αρνητικά συναισθήματα τους κατά τη διάρκεια του αγώνα και δεν ασχολούνταν με τα διάφορα ερεθίσματα που τους προκαλούσαν άγχος, παρουσίασαν αυξημένη αυτοπεποίθηση και μειωμένη ανησυχία (Williams & Krane, 1992). Από την άλλη πλευρά, βρέθηκε ότι οι κολυμβητές κατά τη διάρκεια αγώνα χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό τους τρόπους προσέγγισης από ό,τι τους τρόπους αποφυγής (Hatzigeorgiadis & Chroni, 2003). Η χρήση του τρόπου προσέγγισης είναι πιο συχνή στους άντρες από ό,τι στις γυναίκες. Με εξαίρεση μερικούς ερευνητές (Anshel & Kaissidis, 1997) η πλειοψηφία των ερευνών επικεντρώνεται στους άντρες. Συμπερασματικά, οι διάφορες μεταξύ φύλων και τρόπων αντιμετώπισης είναι ένα θέμα που απαιτεί και χρειάζεται επιπλέον έρευνα. Έναν επιπλέον θέμα προς διερεύνηση είναι οι διαφορές στην αντιμετώπιση του άγχους ανάμεσα σε αθλητές υψηλού επιπέδου και ερασιτέχνες ή αθλητές χαμηλότερου επιπέδου. Οι Giacobbi, Moore και Weinberg (2004) εξέτασαν 123 φοιτητές του γκολφ τους οποίους χώρισαν ανάλογα με το επίπεδο τους. Τα αποτελέσματα τους έδειξαν μικρές διαφορές ως προς τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους που χρησιμοποιήθηκαν. Ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες χρησιμοποίησαν μία ποικιλία τρόπων αντιμετώπισης, ανάλογα με τις πηγές άγχους. Η σχέση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους έχει εξετασθεί και σε μη αθλητές και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις διάφορες καταστάσεις σύμφωνα με τη φάση της ζωής που βρίσκονται και ανάλογα με την περίσταση. Οι νέοι χρησιμοποιούν περισσότερο τον τρόπο προσέγγισης, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι πιο παθητικοί και χρησιμοποιούν τον τρόπο αποφυγής (Lazarus & Folkman, 1987). Επιπρόσθετα, η επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης βασίζεται σε αυτά που έχουν ήδη αντιμετωπίσει στο παρελθόν οι ίδιοι άνθρωποι (Folkman, Lazarus, Pimley, & Novacek, 1987). Επίσης, φαίνεται ότι το φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους (Aldwin, 1994). Οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους, παρόλα αυτά, δεν εγγυώνται τη μείωση του (Hock, 1993).Παρόλα αυτά, είναι πιο πιθανό ένας αθλητής να αντιμετωπίσει μια κατάσταση πιο αποτελεσματικά όταν ήδη γνωρίζει ένα τρόπο αντιμετώπισης, παρά όταν καλείται να διδαχθεί ένα καινούριο (Folkman, 1992). Η συνεχής ανεπιτυχής αντιμετώπιση του άγχους οδηγεί σε ψυχολογική κατάρρευση και σταδιακή απομάκρυνση από τον αθλητισμό (Smith & Greenberg, 1981). Τέλος, όταν ερευνώνται

29 28 οι τρόποι αντιμετώπισης είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των αθλητών (Duda & Allison, 1990). Ο Miller (1990) προτείνει ότι για τον αποτελεσματικό χειρισμό του άγχους απαιτείται η σωστή διδασκαλία και μάθηση μιας ποικιλίας τρόπων αντιμετώπισης καθώς και η βελτίωση της ικανότητας του αθλητή να εντοπίζει τα διάφορα προβλήματα και να προσαρμόζει ανάλογα τους τρόπους αντιμετώπισης. Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες προτάσεις χρειάζονται επιπλέον έρευνα. Συμπερασματικά, οι έρευνες αναφορικά με τη χρήση και την αποτελεσματικότητα των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους έχουν καταλήξει σε ποίκιλα συμπεράσματα, άλλες προτείνοντας την αποφυγή ως πιο αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης του άγχους ενώ άλλες προτείνοντας την προσέγγιση (Folkman, 1984, Folkman, Schaefer, & Lazarus, 1979, Lazarus & Folkman, 1984, Crocker & Graham, 1995). Επιπλέον, δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που θεωρούν ότι η επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης του άγχους εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, όπως η αυτοπεποίθηση, η αντίληψη του άγχους και οι προηγούμενες εμπειρίες (Bouffard & Crocker, 1992, Gould et al., 1993, Lazarus & Folkman, 1987, Folkman, 1992). Μεταβαλλόμενες αιτίες Τιμωρίες και επιβραβεύσεις Οι πρώτες μεταβαλλόμενες πιθανές αιτίες που σχετίζονται με την ψυχολογική κατάρρευση, είναι οι τιμωρίες και οι επιβραβεύσεις (Wang, 2002). Η επιβολή τιμωρίας έχει ως στόχο τη βελτίωση κάποιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, η οποία δημιουργεί προβλήματα στη συνολική απόδοση του αθλητή (Wann, 1997). Η προσπάθεια των αθλητών να αποφύγουν την τιμωρία οδηγεί σε αύξηση του άγχους και, συνεπώς, σε αύξηση των πιθανοτήτων εμφάνισης της ψυχολογικής κατάρρευσης. Παράλληλα, η τιμωρία συνήθως προκαλεί φόβο για αποτυχία, και, επομένως, ένας αθλητής που φοβάται την αποτυχία δεν είναι παρακινημένος, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία της νίκης και απλά προσπαθεί να αποφύγει την αγωνία της ήττας και της τιμωρίας. Αυτού του είδους ο φόβος μειώνει την απόδοση (Weinberg & Gould, 2003). Επίσης, σύμφωνα με τους Heaton και Sigall (1989) η επιβολή τιμωρίας σχετίζεται άμεσα με την αύξηση της αυτοσυνειδησίας. Πιο συγκεκριμένα, ένας αθλητής που προσπαθεί να αποφύγει την τιμωρία αρχίζει να σκέφτεται, συνειδητά, πώς να εκτελέσει τη δραστηριότητα κάτι που τον οδηγεί σε διακοπή της αυτοματοποίησης της και συνεπώς μείωση της απόδοσή του.

30 29 Η επιβολή τιμωρίας στον αθλητισμό είναι λανθασμένος τρόπος για την τροποποίηση κάποιας συμπεριφοράς και, εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούνται με τη χρήση της, η εναλλακτική μέθοδος που προτείνεται είναι αυτή της επιβράβευσης (Anshel, 1994). Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν έρευνες που να έχουν χρησιμοποιήσει την επιβολή τιμωρίας ως μέσο αύξησης πίεσης, προκειμένου να ερευνήσουν την σχέση της με την ψυχολογική κατάρρευση (Baumeister, 1984). Πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα της τιμωρίας είναι παρόμοια με αυτά της επιβράβευσης, τουλάχιστον όσον αφορά στην πίεση για αθλητική απόδοση. Για παράδειγμα ένας αθλητής που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον αποκλεισμό (τιμωρία) νιώθει αυξημένη πίεση κάτι το οποίο παρατηρείται και όταν βρίσκεται στα πρόθυρα νίκης (επιβράβευση) (Baumeister & Steinhilber, 1984). Οι αθλητές που αγωνίζονται με σκοπό το χρηματικό αντάλλαγμα ή κάποια άλλους είδους επιβράβευση επικεντρώνονται στη σημασίας της νίκης και όχι στην απόδοση και συνεπώς παρατηρείται αύξηση της πίεσης που βιώνουν. Γενικότερα, η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους επιβράβευσης έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει την απόδοση (Beilock & Carr, 2001, Hardy et al., 1996, Lewis & Linder, 1997). O Baumeister (1984) διεξήγαγε μια έρευνα χρησιμοποιώντας οικονομικά ανταλλάγματα κάθε φορά που η επίδοση του δείγματος ήταν υψηλότερη συγκριτικά με προηγούμενες επιδόσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η απόδοση μειώθηκε εξαιτίας της πίεσης που είχε δημιουργηθεί. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα Hardy και των συνεργατών του (1996) καθώς και του Masters (1992). Οι Lewis και Linder (1997) χρησιμοποίησαν την επιβράβευση ως μέσο πίεσης και ζήτησαν από το μισό δείγμα να μετρήσει αντίθετα από το 100, ενώ το άλλο μισό επανέλαβε την ίδια διαδικασία αλλά με την παρουσία κάμερας που βιντεοσκοπούσε. Τα αποτελέσματα υποστήριξαν ότι η αύξηση της πίεσης, εξαιτίας της επιβράβευσης, οδήγησε την πειραματική ομάδα σε σημαντική μείωση της απόδοσής της και συνεπώς στην ψυχολογική κατάρρευση. Η επιβράβευση έχει ερευνηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με την επιβολή τιμωρίας. Παρόλα αυτά, η επιβράβευση πρέπει να χρησιμοποιείται σε βαθμό που δεν εμποδίζει την εσωτερική παρακίνηση του αθλητή (Deci & Porac, 1978) γιατί πολλοί είναι οι αθλητές που χάνουν την παρακίνηση τους εξαιτίας του «εθισμού» τους στις επιβραβεύσεις, όταν αυτές πλέον χαθούν. Δύο φαίνεται να είναι οι αιτίες που ερμηνεύουν την αρνητική σχέση μεταξύ απόδοσης και επιβράβευσης. Πρώτον, η ύπαρξη των επιβραβεύσεων ωθεί τον αθλητή

31 30 να υπερεκτιμά την αξία του αποτελέσματος και να προσπαθεί συνειδητά να επιτύχει. Δεύτερον, οι επιβραβεύσεις συνήθως αυξάνουν τα επίπεδα άγχους που νιώθουν οι αθλητές και, όπως έχει προαναφερθεί, το άγχος αποτελεί έναν από τους παράγοντες που οδηγούν στην ψυχολογική κατάρρευση. Από την άλλη, ο Lynch (2000) υποστήριξε ότι όταν σε έναν αγώνα το χρηματικό έπαθλο είναι υψηλό τότε πιο καλοί αθλητές παίρνουν μέρος με αποτέλεσμα να σημειώνονται καλύτερες επιδόσεις γεγονός που αποδεικνύει ότι η επιβράβευση δεν αποτελεί, απαραίτητα, μέσο παρακίνησης για την απόδοση. Επιπλέον, σε σχετική έρευνα (Gilsdorf, 2008), όπου εξετάστηκε η επίδραση της αύξησης του χρηματικού επάθλου μεταξύ γύρων σε τουρνουά αντισφαίρισης, βρέθηκε ότι όσο πιο πολύ αυξάνεται το έπαθλο τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα της νίκης. Τα δεδομένα της έρευνας προήλθαν από αγώνες σε 68 διαφορετικά επαγγελματικά τουρνουά. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι η ικανότητα των αθλητών επηρεάζει την απόδοση σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι η επιβράβευση. Τα συμπεράσματα προήλθαν από έρευνα, που εξέτασε την αντίδραση των επαγγελματιών τενιστριών στα χρηματικά έπαθλα και στη διαφορά των ικανοτήτων τους με τις αντιπάλους τους. Πιο συγκεκριμένα βρέθηκε ότι όσο πιο πολύ αυξάνεται το έπαθλο τόσο πιο πολύ αυξάνει και η προσπάθεια. Επιπλέον, όσο πιο άνισοι είναι οι αγώνες, από άποψη ικανοτήτων, τόσο πιο πολύ τα φαβορί υπερισχύουν και τα αουτσάιντερ δεν αποδίδουν υψηλά (Lallemand, Plasman, & Rycx, 2008). Συμπερασματικά, η επιβράβευση μπορεί να επηρεάσει την απόδοση είτε θετικά είτε αρνητικά. Η κατεύθυνση που θα πάρει η απόδοση εξαρτάται από την ικανότητα του αθλητή, την προσωπικότητά του, καθώς και από το πώς αντιλαμβάνεται την επιβράβευση. Κοινό Το κοινό επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά των αθλητών, καθώς οι αθλητές που αγωνίζονται πιθανόν επηρεάζονται από την κριτική που ασκείται από αυτό με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή τους (Baumeister, 1984). Το κοινό, επομένως, συμβάλλει στη δημιουργία θετικού κλίματος υπέρ των αθλητών ή βοηθάει στην τόνωση της αυτοπεποίθησης τους, αλλά από την άλλη είναι πιθανόν να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας στην απόδοση τους, ιδιαίτερα όταν δέχονται αρνητική κριτική. Εξαιτίας αυτής της επιρροής, παρατηρείται στους αθλητές αύξηση των επιπέδων άγχους, του φόβου της αποτυχίας, της απειλής του εγώ και του φόβου της αρνητικής εκτίμησης (Baumeister & Steinhilber, 1984). Οι Butler και Baumeister

32 31 (1998) εξέτασαν την επίδραση διαφορετικών ειδών κοινού, όπως φιλικού, εχθρικού και ουδέτερου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρξε μεγαλύτερη μείωση στην απόδοση όταν το κοινό ήταν φιλικό. Τα ευρήματα της βιβλιογραφίας, όσον αφορά στη σχέση της απόδοσης του αθλητή και της επίδρασης της παρουσίας του κοινού, ποικίλουν. Μερικοί ερευνητές (Bell & Yee, 1989, Dube & Tatz, 1991) υποστηρίζουν ότι η παρουσία του κοινού σχετίζεται θετικά με την απόδοση του αθλητή. Υπάρχουν, επίσης, ερευνητές (Baumeister & Steinhilber, 1984, Butki, 1994, Croce & Rock, 1991) οι οποίοι υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο, ότι, δηλαδή, η παρουσία του κοινού οδηγεί σε μείωση της απόδοσης του αθλητή. Γενικά, δύο παράγοντες, τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας καθώς και τα χαρακτηριστικά του κοινού, φαίνεται να επηρεάζουν τη σχέση απόδοσης και παρουσίας κοινού. Οι Bond και Titus (1983) βρήκαν ότι η ύπαρξη συγκεκριμένων ατόμων στο κοινό, όπως προπονητών ή κυνηγών ταλέντων, βοηθάει τους αθλητές σε απλές δραστηριότητες αλλά όχι στις πιο πολύπλοκες. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η παρουσία κοινού αυξάνει τη διέγερση, καθώς και ότι οι επαγγελματίες σε σχέση με τους ερασιτέχνες βελτιώνουν την απόδοσή τους μόνο σε απλές δραστηριότητες και όχι στις σύνθετες. Οι Seta και Seta (1983) εξέτασαν την επίδραση του κοινού στην απόδοση των αθλητών ανάλογα με το μέγεθός του, την κοινωνική του υπόσταση, καθώς και το μορφωτικό του επίπεδο. Υποστήριξαν ότι ένα κοινό που αποτελείται από άτομα ευκατάστατα και μορφωμένα συνήθως έχει θετική επίδραση στους αθλητές γιατί απλά δεν ασχολείται σε τόσο μεγάλο βαθμό με την έκβαση του αγώνα. Αντίθετα, οι ομάδες ατόμων που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και δεν έχουν την απαιτούμενη μόρφωση, συνήθως στρέφονται κατά των αθλητών και των παραγόντων, όταν τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα. Άρα, το κοινό δεν είναι ένας ομοιογενής παράγοντας που επηρεάζει την απόδοση των αθλητών πάντα με τον ίδιο τρόπο, αλλά αντίθετα είναι πολύπλοκος και ανομοιογενής (Seta & Seta, 1983). Υπάρχουν δύο θεωρίες, που εξηγούν πώς το κοινό επηρεάζει τους αθλητές και την απόδοσή τους, της Κοινωνικής Επίδρασης και της Κοινωνικής Διευκόλυνσης. Η θεωρία της Κοινωνικής Επίδρασης (Social Impact), του Latane et al. (1979), υποστηρίζει ότι: (1) όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του κοινού, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή που ασκείται στον αθλητή, (2) όταν το κοινό είναι μικρό, η προσθήκη ενός επιπλέον ατόμου γίνεται πιο αισθητή και επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τον αθλητή παρά όταν η προσθήκη του ενός ατόμου γίνει σε ένα πολυπληθές κοινό, και (3)

33 32 η επιρροή που έχουν κάποια άτομα προς άλλα άτομα του κοινού μειώνεται σημαντικά, όταν αυτό είναι πολυπληθές. Σύμφωνα με τη Θεωρία της Κοινωνικής Διευκόλυνσης (Social Facilitation Theory), το κοινό και οι θεατές προκαλούν διέγερση στους αθλητές, η οποία όμως βλάπτει την απόδοση σε δύσκολα εγχειρήματα που δεν είναι καλά μαθημένα, ενώ βοηθάει σε ασκήσεις που εκτελούνται αυτόματα και χωρίς συνειδητή προσπάθεια από τον αθλητή (Zajonc, 1965). Άρα, όταν ο αθλητής αγωνίζεται χρησιμοποιώντας τακτικές και τεχνικές τις οποίες γνωρίζει πολύ καλά, τότε η παρουσία του κοινού πιθανόν να ενισχύσει την απόδοσή του. Αντίθετα, αν ο αθλητής προσπαθεί να εκτελέσει τακτικές και κινήσεις τις οποίες δεν έχει εξασκήσει, τότε πιθανόν η παρουσία του κοινού να μη βοηθήσει την απόδοσή του (Beilock & Carr, 2001). Η συγκεκριμένη θεωρία εξηγεί κάποιες περιπτώσεις ψυχολογικής κατάρρευσης αλλά είναι ανεπαρκής για να χρησιμοποιηθεί ως ένα γενικότερο μοντέλο (Baumeister & Showers, 1986). Για παράδειγμα, ένας επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ πετυχαίνει πάνω από τις μισές ελεύθερες βολές, δραστηριότητα που είναι καλά μαθημένη, όταν δεν βρίσκεται υπό πίεση. Δεν εξηγεί όμως πώς η ίδια δραστηριότητα δεν εκτελείται σωστά όταν ο αθλητής είναι υπό πίεση και έχει ως αποτέλεσμα την ψυχολογική κατάρρευση (Baumeister & Steinhilber, 1984). Επιπλέον, παρόλο που η παρουσία του κοινού έχει αποδειχθεί ότι έχει αρνητική επίπτωση στην απόδοση των αθλητών, κορυφαίοι αθλητές όπως ο Μάικλ Τζόρνταν και ο Ρότζερ Φέντερερ απέδιδαν υψηλά. Επομένως, εξαιτίας της ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων των ερευνών, η θεωρία της Κοινωνικής Διευκόλυνσης δεν μπορεί να προβλέψει με επιτυχία την απόδοση των αθλητών μπροστά στο κοινό. Ο Tice και οι συνεργάτες του (1985) εξέτασαν τον παράγοντα ηλικία και πώς αυτός επηρεάζει την απόδοση του ατόμου, όταν αυτό παρακολουθείται από κοινό. Το δείγμα τους αποτελούσαν παιδιά, ηλικίας 12 χρονών και ενήλικες. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε ένα βιντεοπαιχνίδι το οποίο εκτελέστηκε αρχικά χωρίς κοινό και κατόπιν μπροστά σε κοινό. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά βελτίωσαν την απόδοσή τους, ενώ οι ενήλικες παρουσίασαν μια μικρή πτώση, όταν υπήρχε κοινό. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι τα παιδιά σπάνια παρουσιάζουν αύξηση της αυτοσυνειδησίας κάτι που τα βοηθάει στο να μένουν συγκεντρωμένα στην δραστηριότητα, ενώ αντίθετα οι ενήλικες παρουσιάζουν πολύ συχνά αύξηση της αυτοσυνειδησίας με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης τους. Την επίδραση του κοινού, εξέτασε ο Baumeister (1984), σε ένα βιντεοπαιχνίδι που απαιτούσε ικανότητα,

34 33 συγχρονισμό και γρήγορη αντίδραση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρξε 25% μείωση της απόδοσης μεταξύ των δύο προσπαθειών, εξαιτίας της παρουσίας κοινού, κατά τη δεύτερη εκτέλεση. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν σε σχετική έρευνα που εξέτασε παίκτες του σκουός (Forgas et al., 1980). Πιο συγκεκριμένα, τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι ερασιτέχνες αθλητές του σκουός αντιμετώπισαν το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης όταν το κοινό παρακολουθούσε τη δραστηριότητα. Από την άλλη οι Paulus, Shannon, Wilson και Boone (1972), που εξέτασαν αθλητές υψηλού επιπέδου της ρυθμικής γυμναστικής, βρήκαν ότι μείωση της απόδοσης παρατηρήθηκε όταν οι αθλητές ενημερώθηκαν, δέκα λεπτά πριν την άσκηση, ότι θα υπήρχε κοινό. Σε ξεχωριστό πείραμα, οι αρχάριοι αθλητές της ρυθμικής γυμναστικής δεν παρουσίασαν μείωση της απόδοσης, παρόλο που και αυτοί ειδοποιήθηκαν για την παρουσία κοινού δέκα λεπτά πριν την εκτέλεση της άσκησης. Συμπερασματικά, απλά η παρουσία κοινού είναι αρκετή για να επηρεάσει την απόδοση (Rajecki et al., 1977, Zajonc, 1965,1980). Επιπλέον, η απόδοση επηρεάζεται και από την κριτική που ασκεί το κοινό στον αθλητή και όχι μόνο από τη φυσική παρουσία του κοινού (Geen, 1973, 1974, Weiss & Miller, 1971, Geen & Gange, 1977). Η ψυχολογική κατάρρευση παρουσιάζεται όταν υπάρχει ψυχολογική πίεση εξαιτίας των σημαντικών παιχνιδιών εντός έδρας, λόγω της παρουσίας κοινού, το οποίο πάντα αναμένει τη νίκη (Baumeister & Steinhilber, 1984). Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο θέμα ξαναμελετήθηκε και δε βρέθηκαν ενδείξεις ότι τα εντός έδρας παιχνίδια και κυρίως αυτά τα οποία θεωρούνται κρίσιμα συνδέονται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση (Schlenker, Phillips, Boniecki, & Schlenker, 1995). Αντίθετα, πολλές είναι οι ομάδες που έχουν την ικανότητα να κερδίζουν όταν βρίσκονται υπό πίεση, ιδιαίτερα όταν τα παιχνίδια είναι σημαντικά και παίζονται στην έδρα τους. Η συμβολή του φόβου στην ψυχολογική κατάρρευση, εξαιτίας της παρουσίας κοινού έχει μελετηθεί και σε άλλες έρευνες (Heaton & Sigall, 1989). Τα αποτελέσματα των Baumeister και Steinhilber (1984), από ομάδα μπέηζμπωλ υποστήριξαν ότι οι γηπεδούχοι που προηγούνται στο σκορ από την αρχή κρατούν μια πιο αισιόδοξη στάση και συχνά υπερισχύουν σε σχέση με αυτούς που αρχικά χάνουν και παράλληλα εξαιτίας του φόβου της πιθανής ήττας σκέφτονται αρνητικά. Συγκεκριμένα, αυτοί που φοβούνται την αποτυχία συνήθως καταρρέουν ψυχολογικά στο κρίσιμο σημείο του αγώνα.

35 34 Σε σχετική έρευνα βιντεοσκοπήθηκαν οι αντιδράσεις των αθλητών και του κοινού, υποστηρικτικού και εχθρικού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συμπεριφορά του κοινού δεν είχε καμία επιρροή στην απόδοση των αθλητών, κάτι όμως το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρία ότι το κοινό επηρεάζει την απόδοση του αθλητή, είτε θετικά, είτε αρνητικά (Strauss, 2002). Η επίδραση του κοινού στην απόδοση του αθλητή μπορεί να εξηγηθεί με την θεωρία της αυτοσυνειδησίας (Duval & Wicklund, 1972), της προσωπικής παρουσίασης (self-presentation) (Bond, 1982) και της κοινωνικής σύγκρισης (Guerin & Innes, 1982). Με εξαίρεση τη θεωρία της αυτοσυνειδησίας, όλες οι υπόλοιπες θεωρίες βασίζονται στη θεωρία των ορμών προκειμένου να αιτιολογήσουν την επίδραση του κοινού στην απόδοση. Από όλες, όμως, τις θεωρίες, η θεωρία της αυτοσυνειδησίας προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία (Baumeister & Showers, 1986) γιατί έχει διερευνηθεί εκτενέστερα και λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως η πίεση και το άγχος. Η παρουσία κάμερας Η επίδραση που έχει η παρουσία κάμερας στην απόδοση των αθλητών είναι παρόμοια με αυτή του κοινού (Beilock & Carr, 2001, Kurosawa & Harackiewicz, 1995, Lewis & Linder, 1997). Η παρουσία κάμερας οδηγεί σε αύξηση της αυτοσυνειδησίας η οποία αποσπά την προσοχή από χρήσιμες, για τη δραστηριότητα, πληροφορίες. Σύμφωνα με τους Baumeister (1984) και Beilock και Carr (2001) η αύξηση της αυτοσυνειδησίας ευθύνεται για την πτώση της απόδοσης. Επίσης, η ύπαρξη βιντεοκάμερας ευθύνεται για την αύξηση του γνωστικού άγχους, το οποίο με τη σειρά του είναι υπεύθυνο για ενδεχόμενη μείωση της απόδοση (Wang, Marchant, & Morris, 2004). Προσδοκίες Οι προσδοκίες των αθλητών καθορίζουν την επιρροή που θα έχει το κοινό στην απόδοσή τους (Bond, 1982, Sanna, 1992). Η αντίδραση των αθλητών στην πίεση επηρεάζεται από τις προσδοκίες, να πετύχουν ή να αποτύχουν, που έχουν αναφορικά με την απόδοση τους. Πολύ συχνά οι αρνητικές προσδοκίες σχετίζονται με άσχημες αποδόσεις και αντίθετα, δηλαδή οι θετικές προσδοκίες σχετίζονται με καλές αποδόσεις. Δύο έρευνες (Bond, 1982, Geen, 1980) υποστήριξαν ότι οι αθλητές που πρόσφατα είχαν κάποια επιτυχία δεν επηρεάστηκαν από το κοινό, γιατί οι προσδοκίες τους ήταν

36 35 θετικές, ενώ όσοι αθλητές είχαν άσχημες προηγούμενες αποδόσεις και αρνητικές προσδοκίες επηρεάστηκαν αρνητικά από το κοινό. Οι προσδοκίες, είτε είναι προσωπικές είτε είναι των σημαντικών άλλων, αυξάνουν την πίεση και σχετίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με τη φύση των στόχων που θέτει ο κάθε αθλητής. Σε σχετική έρευνα βρέθηκε ότι οι αθλητές που θέτουν υπεραισιόδοξους και μη ρεαλιστικούς στόχους παρουσιάζουν αυξημένο άγχος και νιώθουν υπερβολική πίεση κατά τη διάρκεια του αγώνα (Jones, Swain, & Cale, 1990) κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσής τους και συνεπώς τη μείωση της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησής τους (Woodman & Hardy, 2001). Οι Schlenken και Leary (1982) βρήκαν ότι, όταν ο αθλητής γνωρίζει ότι το κοινό προσδοκεί την επιτυχία τότε αρχίζει να αμφιβάλλει για τις ικανότητες του, αυξάνεται η πίεση και μειώνεται η απόδοση του. Σε συμφωνία με τα παραπάνω αποτελέσματα, οι Seta & Hassan (1980), βρήκαν ότι η επιτυχία ή η αποτυχία αλληλεπιδρά με τη γνώση του κοινού αναφορικά με τις προηγούμενες επιδόσεις του αθλητή. Πιο συγκεκριμένα, όταν το κοινό γνώριζε ότι οι συμμετέχοντες είχαν εκτελέσει με επιτυχία την εκμάθηση ρημάτων στην πρώτη τους προσπάθεια, παρουσιάστηκε μείωση της απόδοσης τους κατά τη δεύτερη μέτρηση, συγκριτικά με όταν το κοινό δεν είχε επίγνωση της πρώτης επίδοσης τους. Από την άλλη, όταν το κοινό γνώριζε ότι οι συμμετέχοντες είχαν μια αποτυχημένη απόδοση, τότε παρουσιάστηκε αύξηση της απόδοσης τους σε σχέση με όταν το κοινό δεν γνώριζε το αποτέλεσμα της πρώτης προσπάθειας. Παράλληλα με τις προσδοκίες του κοινού, που επηρεάζουν άμεσα την απόδοση των αθλητών, οι προσωπικές προσδοκίες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παράγοντα προς μελέτη. Ο Dutman (1988) υποστήριξε ότι, όταν ένας αθλητής έχει υψηλές προσδοκίες όσον αφορά στη νίκη, τότε επικεντρώνεται στο αποτέλεσμα και όχι στην απόδοση. Όσο αυξάνεται η σημασία της νίκης αυξάνονται παράλληλα η πίεση και το άγχος με αποτέλεσμα να αρχίζουν οι αρνητικές σκέψεις και τελικά να μειώνεται η απόδοση. Επιπλέον, σε σχετική έρευνα (Jones & Hanton, 1996) εξετάστηκαν κολυμβητές και οι προσδοκίες που είχαν για τις ικανότητες τους να πετύχουν σημαντικούς στόχους και η σχέση τους με το άγχος. Βρέθηκε ότι οι κολυμβητές που είχαν αρνητικές προσδοκίες δε διέφεραν στα επίπεδα άγχους που παρουσίασαν σε σχέση με αυτούς που είχαν θετικές προσδοκίες. Ένα σημαντικό εύρημα ήταν ότι οι κολυμβητές με θετικές

37 36 προσδοκίες θεώρησαν το γνωστικό και το σωματικό άγχος ως θετικό στοιχείο για την απόδοσή τους σε σχέση με αυτούς που είχαν αρνητικές προσδοκίες. Συμπερασματικά, ο Baumeister (1984) υποστήριξε ότι οι προσδοκίες για επιτυχία μπορούν είτε να ενισχύσουν είτε να επηρεάσουν αρνητικά την απόδοση, ανάλογα με το ποιος τις εκφράζει. Δηλαδή, αν οι θετικές προσδοκίες είναι του αθλητή, τότε η απόδοση ενισχύεται, ενώ αν είναι του κοινού, τότε η απόδοση μειώνεται, επειδή αυξάνεται η σημασία της νίκης και η πίεση. Επιπλέον, οι Baumeister, Hamilton και Tice (1985) ισχυρίστηκαν ότι οι θετικές προσδοκίες των αθλητών ενισχύουν την απόδοση τους ενώ οι προσδοκίες του κοινού βλάπτουν την απόδοση. Χαρακτηριστικά της δραστηριότητας Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας, που είναι η πολυπλοκότητα και η δυσκολία της, μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την απόδοση του αθλητή (Baumeister & Showers, 1986, Beilock & Carr, 2001, Wang, Merchant, & Morris, 2004). Ως πολυπλοκότητα νοείται σε πόσα μέρη χωρίζεται μια δραστηριότητα και τις απαιτήσεις που έχει, ενώ η δυσκολία αναφέρεται στις πιθανότητες που έχει κάποιος να εκτελέσει σωστά τη δραστηριότητα (Naylor & Briggs, 1963). Η διαφοροποίηση μεταξύ πολύπλοκων και απλών δραστηριοτήτων δεν είναι πάντα ξεκάθαρη στις έρευνες, δηλαδή οι ερευνητές δεν αναφέρουν τι είδους δραστηριότητα χρησιμοποιούν. Οι Beilock και Carr (2001) όρισαν τις πολύπλοκες δραστηριότητες ως «αυτές που χρειάζονται πολλαπλές κινήσεις για να ολοκληρωθούν», ενώ οι απλές «απαιτούν ένα και μόνο βήμα για την εκτέλεσή τους». Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της δραστηριότητας που συνδέεται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση είναι αν αυτή βασίζεται στην τεχνική ή στην προσπάθεια (Mesagno, 2006). Η τεχνική συνήθως αποτελεί μια αυτοματοποιημένη διαδικασία (Baumeister, 1984) και επομένως, απαιτεί λίγη προσοχή. Η προσπάθεια, από την άλλη, βασίζεται περισσότερο στο συνειδητό έλεγχο. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα του Wang (2002) εκτέλεσαν δύο δραστηριότητες η πρώτη βασιζόταν στην προσπάθεια και η δεύτερη στην τεχνική. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες παρουσίασαν μείωση στην απόδοσή τους μόνο στη δραστηριότητα της τεχνικής. Παρόλα αυτά η σχέση τεχνικής και προσπάθειας, δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, όσον αφορά στην επίδραση που έχει στο φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης.

38 37 Πιθανές ερμηνείες της ψυχολογικής κατάρρευσης Οι πιθανές ερμηνείες της ψυχολογικής κατάρρευσης περιλαμβάνουν τη Θεωρία των Ορμών (drive theory), τη Θεωρία του Αντιστραμμένου U (inverted-u hypothesis), το Μοντέλο Καταστροφής (catastrophe model) και τις Θεωρίες Προσοχής (attention theories), οι οποίες με τη σειρά τους περιλαμβάνουν τα Μοντέλα Διάσπασης Προσοχής (distraction model) και Αυτοσυνειδησίας. Η Θεωρία των Ορμών Η Θεωρία των Ορμών έγινε γνωστή από τους Hull και Spence (1938) και υποστηρίζει ότι η σχέση μεταξύ της διέγερσης και της απόδοσης είναι άμεση και γραμμική, δηλαδή, όσο η διέγερση ενός αθλητή αυξάνεται τόσο ενισχύεται και η απόδοσή του. Για δραστηριότητες που είναι εύκολες ή πολύ καλά μαθημένες η αύξηση της διέγερσης οδηγεί στη λήψη σωστών αποφάσεων. Από την άλλη μεριά, όταν η δραστηριότητα είναι πολύπλοκη και παρουσιάζονται υψηλά επίπεδα διέγερσης, τότε υπάρχει πιθανότητα λήψης λανθασμένων αποφάσεων και, επομένως, μείωση της απόδοσης. Το κυριότερο πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι σε μια δραστηριότητα είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος τους παράγοντες που οδηγούν τη διέγερση σε αυτά τα επίπεδα, όπου παρατηρείται μείωση της απόδοσης (Baumeister & Showers, 1986). Αυτό το πρόβλημα είναι εμφανές αν αναλογιστεί κάποιος ότι δεν καταρρέουν όλοι οι αθλητές, όταν τα επίπεδα διέγερσης είναι υψηλά, όπως για παράδειγμα οι αθλητές που λαμβάνουν μέρος σε μεγάλες διοργανώσεις, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Παρόλα αυτά αρκετοί ερευνητές (Carver & Scheir, 1981b, Church, 1962, Martens, 1969a, 1969b) προσπάθησαν να εξηγήσουν τη διέγερση συγκεντρώνοντας δεδομένα από φυσιολογικούς δείκτες, όπως η εφίδρωση των χεριών και η καρδιακή συχνότητα αλλά τα αποτελέσματα ήταν ασταθή. Πιο συγκεκριμένα, οι Carver και Scheir (1981b) εξέτασαν τη διέγερση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον αγώνα και κατέληξαν ότι έχει μεγάλη σημασία η στιγμή που γίνεται η μέτρηση γιατί η συγκέντρωση στη δραστηριότητα μειώνει την εφίδρωση. Κατέληξαν, λοιπόν, ότι οι αποδείξεις που σχετίζονται με τη διέγερση της απόδοσης δεν είναι μόνο αντικρουόμενες αλλά και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται είναι ελλειπής.

39 38 Η θεωρία του αντιστραμμένου U Η θεωρία του αντιστραμμένου U, η οποία είναι βασισμένη στην εκτενή έρευνα των Yerkes και Dodson (1908), υποστηρίζει ότι πολύ υψηλές ή πολύ χαμηλές τιμές διέγερσης οδηγούν σε χαμηλή απόδοση. Όσο η διέγερση αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η απόδοση μέχρι ένα σημείο, όπου η απόδοση είναι και η ιδανικότερη. Επιπλέον αύξηση της διέγερσης οδηγεί σε μείωση της απόδοσης. Επομένως, η σχέση μεταξύ διέγερσης και απόδοσης δεν είναι γραμμική, καθώς τα υψηλότερα επίπεδα στην απόδοση πετυχαίνονται όταν ο αθλητής είναι ιδανικά διεγερμένος, ενώ η χαμηλότερη απόδοση σχετίζεται με χαμηλές ή υψηλές τιμές διέγερσης (Wann, 1997, Cox, 1990). Ο Easterbrook (1959) υποστήριξε ότι η συνεχής αύξηση της διέγερσης μειώνει τα στοιχεία που λαμβάνει ο αθλητής και είναι απαραίτητα για τη δραστηριότητα. Όταν η διέγερση περάσει αυτό το σημείο τότε η συγκέντρωση είναι τόσο στενή που ακόμη και τα απαραίτητα στοιχεία αγνοούνται από τον αθλητή. Για παράδειγμα, ένας τερματοφύλακας που δεν είναι διεγερμένος μπορεί να σκέφτεται τις αντιδράσεις των οπαδών και παράλληλα πώς να πιάσει την μπάλα και να προστατεύσει το τέρμα του. Αυτός που είναι μέτρια διεγερμένος έχει την ικανότητα να παρακολουθεί το παιχνίδι και παράλληλα όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν στο γήπεδο. Από την άλλη, ο τερματοφύλακας που η διέγερσή του είναι σε υψηλά επίπεδα δεν είναι σε θέση να πάρει τις σωστές αποφάσεις όπως να μην υπολογίσει σωστά την αναπήδηση της μπάλας και να δεχτεί το γκολ. Το σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι εξηγεί και προβλέπει την αύξηση και τη μείωση της απόδοσης που προκαλείται εξαιτίας της πίεσης αλλά δεν εξηγεί γιατί κάποιοι αθλητές καταρρέουν και κάποιοι όχι. Η Θεωρία του Αντιστραμμένου U έχει εξεταστεί από αρκετούς ερευνητές, προκειμένου να εξετάσει το πώς επηρεάζεται η απόδοση από το άγχος, και έχει κριθεί επαρκής (Klarova, 1977, Sonstroem & Bernardo, 1982, Lowe, 1973). Παρόλα αυτά όμως έχει λάβει και αρνητική κριτική. Ο Landers (1980) ισχυρίστηκε ότι η θεωρία δεν εξηγεί τη σχέση ανάμεσα στη διέγερση και την απόδοση αλλά απλά παρατηρεί ότι είναι καμπυλωτή και ότι χρειάζεται μία νέα θεωρία που θα αναλύει καλύτερα αυτούς τους παράγοντες. Η λύση που προτάθηκε βασιζόταν στις Θεωρίες Προσοχής προκειμένου να επεξηγήσει το πώς η διέγερση επηρεάζει την απόδοση με τη μορφή U (Landers & Boutcher, 1998). Ωστόσο όμως ποτέ δεν εξετάστηκαν αυτές οι προτάσεις. Επομένως, το αντιστραμμένο U αποτελεί μία πρόβλεψη και όχι μία θεωρία που απαντά στο πώς, στο γιατί και στο πώς η διέγερση επηρεάζει την απόδοση.

40 39 Επιπλέον κριτική ασκήθηκε ως προς την εγκυρότητα της θεωρίας σε καταστάσεις αγώνα. Πιο συγκεκριμένα, όταν το άγχος του αθλητή αυξηθεί πέρα από το ιδανικό επίπεδο (όπου ο αθλητής καταρρέει ψυχολογικά), τότε η μικρή μείωση του άγχους δε σημαίνει και παράλληλη αύξηση της απόδοσής του, όπως υποστηρίζει η θεωρία (Hardy & Fazey, 1987). Αντιθέτως, η απόδοση συνεχίζει να μειώνεται με ένα δραστικό και καταστροφικό τρόπο. Οι Hardy και Fazey (1987) υποστηρίζουν ότι σχέση διέγερσης και απόδοσης δεν ακολουθεί την καμπύλη γιατί τα δύο μισά της ταιριάζουν μόνο στη θεωρία και όχι στην πράξη. Το Μοντέλο Καταστροφής Το Μοντέλο Καταστροφής σχετίζεται άμεσα με το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης εξαιτίας των ομοιοτήτων που υπάρχουν ανάμεσα στις καταστροφικές αποδόσεις, την υπερδιέγερση και την κατάρρευση. Σύμφωνα με τον Hardy (1997), το μοντέλο, είναι ικανό να εξηγήσει την μείωση της απόδοσης υπό πίεση. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η αύξηση στο γνωστικό άγχος έχει θετική επίδραση στην απόδοση, όταν η σωματική διέγερση είναι σε χαμηλές τιμές, αλλά, όταν οι τιμές της είναι υψηλές, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για την απόδοση (Hardy, 1997). Σε σύγκριση με τη Θεωρία του Αντιστραμμένου U, που απεικονίζει μία σταδιακή μείωση της απόδοσης, το παρόν μοντέλο προβλέπει ότι η απόδοση μειώνεται απότομα και δραστικά όταν ξεπεράσει το ιδανικό σημείο διέγερσης. Προκειμένου ο αθλητής να ανακτήσει το προηγούμενο επίπεδο απόδοσης απαιτείται μείωση της διέγερσης. Για παράδειγμα, οι Hardy και Parfitt (1991) και οι Parfitt και Hardy (1993) βρήκαν ότι υπήρξαν καταστροφικές μειώσεις στην απόδοση όταν το άγχος και η σωματική διέγερση ήταν σχετικά σε υψηλά επίπεδα. Ο Hardy (1997) ισχυρίστηκε ότι το γνωστικό άγχος αυξάνεται ανάλογα με το πόσο σημαντικός είναι ο αγώνας για τον αθλητή και αυτό με την σειρά του οδηγεί σε αύξηση της προσπάθειας. Αυτού του είδους η αύξηση της προσπάθειας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της απόδοσης. Επομένως, το Μοντέλο της Καταστροφής σχετίζεται με την ψυχολογική κατάρρευση επειδή όταν τα επίπεδα του γνωστικού άγχους και της διέγερσης υπερβαίνουν το ιδανικό σημείο, τότε η μείωση της απόδοσης είναι καταστροφική. Παρόμοια ο Hall (2004) υποστήριξε ότι η ψυχολογική κατάρρευση είναι η κρίσιμη μείωση της απόδοσης σαν αποτέλεσμα της αύξησης του άγχους και της διέγερσης υπό πίεση. Παρόλα αυτά, η απόδοση δεν μπορεί να ανακτηθεί ακόμη και αν υπάρξει μείωση του άγχους και της διέγερσης, σε αντίθεση με το μοντέλο της καταστροφής.

41 40 Οι θεωρίες της προσοχής Οι θεωρίες της προσοχής βασίζονται στην αρχή ότι αποτελεσματική απόδοση είναι αυτή όπου ο αθλητής λαμβάνει τις χρήσιμες μόνο πληροφορίες, ακολουθεί τις ρουτίνες που έχει εφαρμόσει στην προπόνηση και δεν περιλαμβάνει καινούρια στοιχεία κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Οι θεωρίες προσοχής χωρίζονται σε δύο ομάδες, τις Θεωρίες της Διάσπασης Προσοχής και της Αυτοσυνειδησίας. Η διάσπαση προσοχής περιλαμβάνει δύο διαδικασίες: α) ο αθλητής αποτυγχάνει να φιλτράρει τα στοιχεία που απαιτούνται για μια επιτυχημένη απόδοση και έτσι λαμβάνει μεγάλο όγκο πληροφοριών με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία όλες τις πληροφορίες και β) ο αθλητής λαμβάνει το σωστό όγκο πληροφοριών αλλά, παρόλα αυτά, μετατοπίζει την προσοχή του σε στοιχεία άσχετα με τη δραστηριότητά του χάνοντας έτσι τα σημαντικά στοιχεία. Και στις δύο περιπτώσεις, όταν άσχετες και ασήμαντες πληροφορίες εμπλέκονται, τότε η προσοχή του αθλητή διασπάται με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσής του. Οι Sarason (1986) και Wine (1971) πρότειναν ότι οι αρνητικές σκέψεις και η ανησυχία είναι υπεύθυνες για την εξάντληση των απαραίτητων πηγών προσοχής, που είναι απαραίτητες για μια επιτυχημένη απόδοση. Η ανησυχία, εξαιτίας της αβεβαιότητας της έκβασης ενός αγώνα ή της μη εκπλήρωσης των στόχων, αποτελεί ένα παράγοντα που οδηγεί τον αθλητή να συγκεντρώνεται σε ασήμαντα στοιχεία (Sarason, 1986, Wine, 1971). Σύμφωνα με τους Marlet και Watson (1968), η ανησυχία συνήθως οδηγεί σε μείωση της απόδοσης, επειδή δημιουργεί υψηλά επίπεδα άγχους και έχει ως αποτέλεσμα την απόσπαση προσοχής. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι κάποιοι αθλητές καταρρέουν ενώ κάποιοι άλλοι όχι, μπορεί να είναι αποτέλεσμα ατομικών διαφορών και της επιλογής του τρόπου αντιμετώπισης του άγχους. Σε σχετική έρευνα οι Orlick και Partington (1988) εξέτασαν αθλητές Ολυμπιακών αγώνων οι οποίοι δεν απέδωσαν καλά και συμπέραναν ότι αυτοί οι αθλητές δεν τα κατάφεραν γιατί, ενώ ήταν καλά προπονημένοι, δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τις σκέψεις τους και, ως συνέπεια, μειώθηκε η συγκέντρωση και η προσοχή τους. Επομένως, η συγκέντρωση σε στοιχεία που είναι άσχετα με τη δραστηριότητα έχει αρνητική επίπτωση στη σωστή αποθήκευση πληροφοριών που σχετίζονται άμεσα με τη δραστηριότητα (Wine, 1980). Από την άλλη, οι Sanders και Baron (1975) υποστήριξαν ότι, μερικές φορές, η διάσπαση προσοχής μπορεί να βελτιώσει την απόδοση επειδή οδηγεί σε αύξηση της προσπάθειας. Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω η διάσπαση προσοχής επηρεάζει με διάφορους τρόπους την απόδοση γεγονός που καθιστά τη διερεύνηση της αναγκαία.

42 41 H Reeves (2005) βρήκε ότι οι αθλητές που επικεντρώνουν την προσοχή τους εξωτερικά, σε σχετικά (π.χ. την μπάλα) ή άσχετα (π.χ. τις φωνές του κοινού) στοιχεία για τη δραστηριότητα, απέδωσαν υψηλά. Από την άλλη, οι ερασιτέχνες παρουσίασαν υψηλή απόδοση όταν συγκεντρωνόταν σε σχετικά στοιχεία για τη δραστηριότητα, εσωτερικά (π.χ. το πόδι στο ποδόσφαιρο) ή εξωτερικά (π.χ. την μπάλα), προκειμένου να εξασφαλίσουν τη σωστή εκτέλεση της δραστηριότητας βήμα-βήμα. Η ίδια ερευνήτρια κατέληξε ότι οι αθλητές που συγκεντρώνονται εσωτερικά σε άσχετα στοιχεία για τη δραστηριότητα (π.χ. τις σκέψεις τους) καταρρέουν υπό πίεση άσχετα με το επίπεδό τους ή τη δυσκολία της δραστηριότητας. Επιπλέον, οι κορυφαίοι αθλητές καταρρέουν όταν η προσοχή τους γίνεται εσωτερική και αφορά συγκεκριμένα στοιχεία της δραστηριότητας (π.χ. το πόδι στο ποδόσφαιρο) ανεξάρτητα με τη δυσκολία της άσκησης ενώ οι ερασιτέχνες καταρρέουν όταν συγκεντρώνονται εξωτερικά και σε άσχετα για με τη δραστηριότητα στοιχεία (π.χ. τις φωνές του κοινού) στη διάρκεια ενός απλού ή πολύπλοκου εγχειρήματος. Τα συγκεκριμένα ευρήματα υποστηρίζουν τις θεωρίες προσοχής και τη σχέση τους με την απόδοση Η επόμενη θεωρία προσοχής, εκτός από το Μοντέλο Διάσπασης Προσοχής, είναι η Αυτοσυνειδησία που επηρεάζει την απόδοση με πολλούς τρόπους. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της εκμάθηση κάποιας δραστηριότητας είναι αργή και απαιτεί υψηλή προσοχή (Schmid & Lee, 1999). Η συστηματική και επαναλαμβανόμενη προπόνηση αυτοματοποιεί τη δραστηριότητα, που γίνεται πλέον πιο γρήγορη και δεν απαιτεί προσοχή (Schmid & Lee, 1999). Από τη στιγμή που η δραστηριότητα αυτοματοποιείται δεν απαιτεί συνειδητό έλεγχο. Η προσοχή σε κάθε βήμα της δραστηριότητας διακόπτει αυτή την αυτοματοποίηση και προκαλεί προβλήματα στην απόδοση (Beilock, Carr, MacMahon, & Starkes, 2002, Lewis & Linder, 1997, Masters, 1992). Ο Baumeister (1984) εξέτασε τη συγκεκριμένη θεωρία, που υποστηρίζει ότι η πίεση αυξάνει το άγχος και την αυτοσυνειδησία προκαλώντας τον αθλητή να σκέφτεται συνειδητά για το πώς πρέπει να εκτελέσει τη δραστηριότητα. Αυτή η συγκέντρωση στον εαυτό του ωθεί τον αθλητή να παρακολουθεί μόνο συγκεκριμένα στοιχεία της δραστηριότητας. Για τους ερασιτέχνες αθλητές αυτό τους βοηθάει γιατί η συγκέντρωση στη διαδικασία είναι απαραίτητη και ενισχυτική για την απόδοση. Για τους κορυφαίους αθλητές, όμως, επειδή η απόδοση είναι αυτοματοποιημένη και δεν απαιτεί συνειδητό έλεγχο, αυτό οδηγεί σε μείωση της απόδοσης. Από την άλλη, αν ο αθλητής είναι συνηθισμένος να αποδίδει έχοντας υψηλή αυτοσυνειδησία (π.χ. καθώς βιντεοσκοπείται ή να επικεντρώνεται στην εκτέλεση της δραστηριότητας) τότε η απόδοση του δεν

43 42 επηρεάζεται. Ο Baumeister υποστήριξε ότι αν η αυτοσυνειδησία έχει αρνητική επίδραση στην απόδοση, τότε όταν είναι σε χαμηλά επίπεδα η απόδοση θα είναι υψηλή και αντίθετα. Ωστόσο αν η πίεση προκαλεί την αυτοσυνειδησία, σε κατάσταση αυξημένης πίεσης τα άτομα με υψηλή αυτοσυνειδησία θα αποδίδουν καλύτερα, γιατί έχουν εξοικειωθεί με την απόδοση υπό πίεση, σε σχέση με αυτούς που την έχουν σε χαμηλά επίπεδα. Επομένως, προτείνεται οι αθλητές να προπονούνται σε συνθήκες που αυξάνουν την αυτοσυνειδησία προκειμένου να εξοικειωθούν με αυτή την κατάσταση και επομένως να αποφύγουν την κατάρρευση και να αυξήσουν την απόδοσή τους (Baumeister, 1984, Beilock & Carr, 2001). Παρεμβάσεις για εξομάλυνση της ψυχολογικής κατάρρευσης Η κατανόηση των αιτιών που προκαλούν την ψυχολογική κατάρρευση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρξει άμεση και επιτυχής αντιμετώπιση του φαινομένου. Πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει παρεμβάσεις και ψυχολογικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά δυστυχώς έχουν παραμείνει σε θεωρητικό επίπεδο και δεν έχουν διερευνηθεί πρακτικά (Anshel, 1995, Hall, 2004). Σύμφωνα με τα παραπάνω το πρώτο και το βασικότερο βήμα που προτείνεται είναι η ενσωμάτωση της ψυχολογικής προπόνησης στην καθημερινότητα του αθλητή. Οι περισσότερες ψυχολογικές παρεμβάσεις επικεντρώνονται σε τεχνικές μείωσης άγχους και υπερδιέγερσης, όπως οι αναπνοές και οι τεχνικές χαλάρωσης. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους Woodman και Hardy (2001) απαιτούνται πιο αποτελεσματικές τεχνικές για την καταπολέμηση του φαινομένου της ψυχολογικής κατάρρευσης. Οι περισσότεροι ερευνητές διαφοροποιούν το άγχος σε γνωστικό και σωματικό. Σύμφωνα με αυτό η σωματική πλευρά του άγχους μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις τεχνικές χαλάρωσης και αναπνοών αλλά η γνωστική πλευρά του απαιτεί και τη χρήση άλλων τεχνικών, όπως το σταμάτημα αρνητικών σκέψεων και την άμεση αντικατάστασή τους με θετικές. Επίσης, η χρήση καθορισμού στόχων και η νοερή απεικόνιση αποτελούν δύο σημαντικές τεχνικές που βοηθούν τον αθλητή να διατηρεί τον αυτοέλεγχό του (Zimmerman & Kitsantas, 1996). Συνεπώς, ο αθλητής θα είναι συγκεντρωμένος στη δραστηριότητά του και θα έχει τον πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων του και των επιπέδων άγχους με αποτέλεσμα μια ικανοποιητική απόδοση. Μία από τις πιο χρήσιμες ψυχολογικές τεχνικές, που οδηγούν σε μεγιστοποίηση της απόδοσης, είναι αυτή του αυτοδιαλόγου ή της αυτο-ομιλίας (Θεοδωράκης, 2005). Η σχέση αυτοδιαλόγου και απόδοσης έχει μελετηθεί εκτενέστερα και έχει αποδειχθεί η

44 43 θετική του σχέση με την απόδοση. Πιο συγκεκριμένα ο αυτοδιάλογος χωρίζεται σε θετικό, παρακίνησης και καθοδήγησης. Ο αυτοδιάλογος καθοδήγησης έχει βρεθεί ότι αυξάνει την απόδοση στην αντισφαίριση (Ziegler, 1987) και στην καλαθοσφαίριση (Perkos, Theodorakis, & Chroni, 2002, Theodorakis, Chroni, Caparidis, Bebetsos, & Douma, 2001) ενώ ο αυτοδιάλογος παρακίνησης βοηθάει την επίδοση σε ασκήσεις που απαιτούν ακρίβεια και δύναμη (Hatzigeorgiadis, Theodorakis, Zourbanos, 2004, Theodorakis et al., 2000). Επιπλέον έρευνες έχουν αποδείξει ότι η βελτίωση της χρήσης του αυτοδιαλόγου, μέσω κάποιου παρεμβατικού προγράμματος, συνδέεται θετικά με αύξηση της απόδοσης και της αυτοπεποίθησης και παράλληλη μείωση του άγχους (Hatzigeorgiadis, Zourbanos, Goltsios, & Theodorakis, in press, Hatzigeorgiadis, Zourbanos, Boubaki, & Theodorakis, in press). Γενικά, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ψυχολογικής προετοιμασίας και της συνεχούς προπόνησης των ψυχολογικών δεξιοτήτων είναι η θετική εικόνα που αποκτά το άτομο και η θετική αντίληψή του για την απόδοση (Anshel & Singer, 1980, Bandura & Jourdan, 1991). Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση στα επίπεδα αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης καθώς και αύξηση της προσπάθειας προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα απόδοσης (Bandura, 1982). Από την άλλη, οι Baumeister και Showers (1986) πρότειναν ότι «η δημιουργία θεραπευτικών τεχνικών που θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ψυχολογικής κατάρρευση θα πρέπει να σταματήσει μέχρι να λυθούν οι διαφωνίες ως προς τις αιτίες που ευθύνονται για την ψυχολογική κατάρρευση».

45 44 ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Σύμφωνα με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, η παρούσα διατριβή έχει χωριστεί σε δύο επιμέρους έρευνες προκειμένου να εξετάσει το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης και τις αιτίες που το προκαλούν καθώς και την επίδραση της ψυχολογικής προπόνησης σε αυτό. Ο παραπάνω διαχωρισμός έγινε με βάση τις υποδείξεις προηγούμενων ερευνών (Wang, 2002, Mesagno, 2006). Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη έρευνα αποσκοπεί να αξιολογήσει τις παρακάτω βασικές και επιμέρους ερευνητικές υποθέσεις: Βασικές υποθέσεις: 1. Η παρουσία κοινού και η ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση θα επηρεάσει αρνητικά την απόδοση. 2. Η υψηλή αυτοσυνειδησία (ιδιωτική και κοινωνική) θα επηρεάσει θετικά την απόδοση σε κατάσταση υψηλής πίεσης. 3. Το άγχος (γνωστικό και σωματικό) θα προβλέπει την αλλαγή της απόδοσης από την ύπαρξη ή όχι του κοινού. Επιμέρους υποθέσεις: Τα άτομα με υψηλή κοινωνική ανησυχία θα επηρεαστούν περισσότερο από την παρουσία κοινού και της βιντεοκάμερας σε σχέση με τα άτομα χαμηλής κοινωνικής ανησυχίας, αναφορικά με την απόδοση. Η κοινωνική αυτοσυνειδησία και η κοινωνική ανησυχία θα σχετίζονται θετικά με το άγχος (σωματικό, ανησυχία, απόσπαση προσοχής), ενώ η ιδιωτική θα σχετίζεται αρνητικά. Η παρουσία του κοινού θα οδηγήσει σε αύξηση του γνωστικού και σωματικού άγχους και μείωση της αυτοπεποίθησης. Η χαμηλή αυτοσυνειδησία (κοινωνική και ιδιωτική) και το γνωστικό άγχος θα προβλέπουν την αλλαγή της απόδοσης από την ύπαρξη ή όχι του κοινού. Τα άτομα με αυξημένη αυτοπεποίθηση θα παρουσιάσουν μικρότερη πτώση της απόδοσης σε σχέση με τα άτομα που έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση.

46 45 Οι αθλητές που θα εκτιμήσουν το γνωστικό και το σωματικό άγχος ως θετικά ή ουδέτερα στοιχεία για την απόδοσή τους θα παρουσιάσουν μικρότερη πτώση στην απόδοσή τους. Οι αθλητές θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη πτώση στην απόδοσή τους σε σχέση με τους ερασιτέχνες. Οι αθλήτριες θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη μείωση απόδοσης σε σχέση με τους αθλητές. Οι αθλήτριες θα εκτιμήσουν το γνωστικό και το σωματικό άγχος ως σημαντικά πιο αρνητικά στοιχεία σε σχέση με τους άντρες. Η δεύτερη έρευνα αποσκοπεί να αξιολογήσει τις παρακάτω ερευνητικές υποθέσεις: Βασικές υποθέσεις: 1. Η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση στην απόδοση της μετά το τέλος της παρέμβασης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. 2. Η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αλλαγή στο γνωστικό και σωματικό (ένταση και κατεύθυνση) άγχος καθώς και στην αυτοπεποίθηση σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. 3. Οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους θα σχετίζονται με τις αλλαγές στην απόδοση. Επιμέρους υποθέσεις: Τα άτομα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους θα παρουσιάσουν αυξημένα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους σε σχέση με τα άτομα που χρησιμοποιούν την αποφυγή. Τα άτομα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους θα είναι πιο επιρρεπή στην ψυχολογική κατάρρευση (όπως αυτή εκφράζεται με μειώσεις στην απόδοση) σε σχέση με τα άτομα που χρησιμοποιούν την αποφυγή. Η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση της χρήσης του τρόπου αντιμετώπισης της προσέγγισης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση της χρήσης του αυτοδιαλόγου σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.

47 46 Θα υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στη χρήση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους σε σχέση με τις ομάδες (πειραματικήελέγχου) και την ηλικία. Θα υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στη χρήση των τρόπων αντιμετώπισης άγχους σε σχέση με το φύλο και την ομάδα.

48 47 Κεφάλαιο ΙΙΙ ΜΕΘΟΔΟΣ 1 η ΕΡΕΥΝΑ Συμμετέχοντες Στην 1 η έρευνα πήραν μέρος αθλητές της αντισφαίρισης από διαφορετικούς ομίλους (Ν = 89), φοιτητές του Τ.Ε.Φ.Α.Α Θεσσαλονίκης οι οποίοι ήταν στην ειδικότητα της αντισφαίρισης καθώς και άτομα τα οποία ασχολούνταν με την αντισφαίριση για διασκέδαση και έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα (Ν = 60), ηλικίας από (Μ.Ο. = 18.1, Τ.Α. = 4.41). Η επιλογή του δείγματος έγινε με βάση την προπονητική εμπειρία και την σωστή εκτέλεση του χτυπήματος του σερβίς. Το επίπεδο των αθλητών ήταν υψηλό και όλοι ασχολούνταν με το άθλημα αγωνιστικά, ενώ το επίπεδο των υπολοίπων κρίθηκε ικανοποιητικό από την ερευνήτρια. Δραστηριότητα Η δραστηριότητα την οποία εκτέλεσαν οι συμμετέχοντες στα πλαίσια της έρευνας ήταν το σερβίς, που είναι μια δραστηριότητα η οποία συνδυάζει αδρά (έκταση ώμων και αγκώνα, γόνατα κ.α.) και λεπτή κινητική δραστηριότητα (προβολή καρπών και δακτύλων κ.α.) ενώ παράλληλα απαιτεί σχετικά στενή προσοχή και μέτρια διέγερση (Leary, 1992, Wrisberg, 1994). Διαχείριση πίεσης Η κύρια διαφορά μεταξύ χαμηλής και υψηλής πίεσης στην έρευνα ήταν ότι στην κατάσταση χαμηλής πίεσης η άσκηση εκτελέσθηκε μόνο με την παρουσία της ερευνήτριας, ενώ στην κατάσταση υψηλής πίεσης οι συμμετέχοντες εκτέλεσαν τη δοκιμασία με την παρουσία κοινού και την ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση της δοκιμασίας. Προηγούμενες έρευνες έχουν υποστηρίξει την αύξηση της πίεσης που προκαλούνταν από την ταυτόχρονη παρουσία κάμερας και κοινού (Butler & Baumeister, 1998, Heaton & Sigall, 1991). Ο όρος «χαμηλή πίεση» δε σημαίνει ότι ο παράγοντας πίεση δεν υπάρχει, αλλά απλά βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και δεν έχει τις επιπτώσεις που έχει μια κατάσταση υψηλής πίεσης στην απόδοση του αθλητή. Ακόμα και οι συμμετέχοντες στην κατάσταση χαμηλής πίεσης συμμετείχαν μπροστά σε κοινό το οποίο όμως αποτελούνταν από ένα άτομο, την ερευνήτρια. Το κύριο ενδιαφέρον της έρευνας ήταν να μελετηθεί η επίδραση του κοινού και της ταυτόχρονης

49 48 βιντεοσκόπησης στην απόδοση των αθλητών και αν η αυτοσυνειδησία και το άγχος μπορούν να προβλέψουν την απόδοση υπό πίεση και συνεπώς την ψυχολογική κατάρρευση. Όργανα μέτρησης Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας. Σε συμφωνία με προηγούμενες έρευνες η Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας (SCS, Fenigstein et al., 1975) χρησιμοποιήθηκε για να μετρήσει την αυτοσυνειδησία. Η συγκεκριμένη κλίμακα αποτελείται από 23 ερωτήσεις οι οποίες χωρίζονται σε 3 επιμέρους ομάδες οι οποίες με τη σειρά τους εξετάζουν την ιδιωτική αυτοσυνειδησία (π.χ. «Πάντα προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου»), την κοινωνική αυτοσυνειδησία (π.χ. «Ανησυχώ για τον τρόπο που κάνω κάποια πράγματα») και την κοινωνική ανησυχία (π.χ. «Δυσκολεύομαι να δουλέψω όταν κάποιος με παρακολουθεί»). Οι απαντήσεις δίνονται με μια τετραβάθμια κλίμακα τύπου Likert από το 1 (δεν με χαρακτηρίζει καθόλου) έως το 4 (με χαρακτηρίζει πολύ). Ο Fenigstein και οι συνεργάτες του (1975) ανέφεραν τις συσχετίσεις των υποκλιμάκων ως εξής: r =.79 για την ιδιωτική αυτοσυνειδησία, r =.84 για την κοινωνική αυτοσυνειδησία και r =.73 για την κοινωνική ανησυχία. Η ελληνική έκδοση, που προέκυψε μέσο της παραγοντικής ανάλυσης, αποτελείται από 12 ερωτήσεις, που εξετάζουν τις ήδη αναφερθείσας διαστάσεις. Οι δείκτες αξιοπιστίας που προέκυψαν είναι οι ακόλουθες α =.72 για την ιδιωτική αυτοσυνειδησία, α=.76 για την κοινωνική αυτοσυνειδησία και α =.66 για την κοινωνική ανησυχία. Κλίμακα Αθλητικού Άγχους. Η Κλίμακα Αθλητικού Άγχους (SAS, Smith et al., 1990) έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην αθλητική ψυχολογία. Αποτελείται από 21 ερωτήσεις οι οποίες χωρίζονται σε 3 ομάδες, που με τη σειρά τους εξετάζουν το άγχος (π.χ. «Αισθάνομαι το σώμα μου σφικτό»), την ανησυχία (π.χ. «Ανησυχώ μήπως καταρρεύσω ψυχολογικά, όταν είμαι υπό πίεση») και την απόσπαση προσοχής (π.χ. «Το μυαλό μου πλανιέται κατά τη διάρκεια ενός αθλητικού αγώνα»). Οι απαντήσεις δίνονται με μια τετραβάθμια κλίματα τύπου Likert από 1 (καθόλου) έως το 4 (πολύ). Η αξιοπιστία της κλίμακας έχει εξεταστεί και έχει βρεθεί ότι για όλες τις υποκλίμακες η εσωτερική συνέπεια, εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α, είναι.81 (Smith et al., 1990) ενώ στην ελληνική έκδοση οι δείκτες που προέκυψαν από την παραγοντική ανάλυση είναι α=.86 για το άγχος, α=.81 για την ανησυχία και α=.70 για την απόσπαση προσοχής.

50 49 Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης. Το Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης (Κάκκος & Ζέρβας, 1996) αποτελείται από 15 ερωτήσεις, 5 ανά παράγοντα, οι οποίες εξετάζουν το γνωστικό άγχος κατάστασης (π.χ. «Ανησυχώ μήπως η απόδοσή μου είναι χαμηλή»), το σωματικό άγχος (π.χ. «Αισθάνομαι ένταση στο σώμα μου») και την αυτοπεποίθηση κατάστασης (π.χ. «Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου»). Οι απαντήσεις δίνονται με μια τετραβάθμια κλίμακα τύπου Likert από 1 (καθόλου) έως το 4 (πάρα πολύ). Υπάρχει μια επιπλέον κλίμακα τύπου Likert, η οποία εξετάζει την κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους κατάστασης και της αυτοπεποίθησης και αξιολογείται από -3 (παρεμποδίζει πολύ την απόδοσή μου) έως +3 (διευκολύνει πολύ την απόδοσή μου). Η εσωτερική συνέπεια της κλίμακας έντασης εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α κυμαίνεται από.81 έως.86 για το γνωστικό άγχος,.78 έως.85 για το σωματικό άγχος και.88 έως.91 για την αυτοπεποίθηση. Για την κλίμακα κατεύθυνσης, η εσωτερική συνέπεια εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α κυμαίνεται από.78 έως.82 για το γνωστικό άγχος, από.83 έως.84 για το σωματικό άγχος και από.86 έως.89 για την αυτοπεποίθηση. Διαδικασία Συλλογής Δεδομένων Οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν σχετικά με την έρευνα και τους δόθηκαν οδηγίες για τον τρόπο διεξαγωγής της. Παράλληλα, παρέλαβαν ένα φάκελο ο οποίος περιείχε τη γραπτή συναίνεση, την Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας και την Κλίμακα Αθλητικού Άγχους. Μία εβδομάδα αργότερα, οι συμμετέχοντες συναντήθηκαν στο γήπεδο και επέστρεψαν τον φάκελο. Ακολούθησαν οι παρακάτω οδηγίες: «Σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας στην έρευνα. Η συμμετοχή σας θα παρακολουθηθεί από έναν εξεταστή ο οποίος θα μετράει τα επιτυχημένα σερβίς. Θα έχετε 5 λεπτά να κάνετε ζέσταμα στα σερβίς. Μετά, θα εκτελέσετε 15 σερβίς σε κάθε γωνία με διάλειμμα 2 λεπτών μετά τα πρώτα 15. Με τη λήξη της άσκησης θα σας δοθεί ένα αποτέλεσμα και μια ημερομηνία και ώρα για να ξαναέρθετε για το δεύτερο μέρος της έρευνας. Πριν ξεκινήσουμε θα ήθελα να συμπληρώσετε τα ερωτηματολόγια που θα σας δοθούν (Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης, CSAI-2)». Στην κατάσταση υψηλής πίεσης οι οδηγίες που δόθηκαν ήταν οι ακόλουθες: «Η διαδικασία θα είναι παρόμοια με την προηγούμενη φορά. Θα έχετε 5 λεπτά να κάνετε προθέρμανση. Αυτή τη φορά όμως η άσκησή σας θα παρακολουθείται από ένα πλήθος θεατών και παράλληλα θα μαγνητοσκοπείται. Η βιντεοκάμερα θα

51 50 τοποθετηθεί στην γραμμή βάσης και θα μαγνητοσκοπεί συνεχώς. Πριν αρχίσετε θα ήθελα να συμπληρώσετε το ίδιο ερωτηματολόγιο με την τελευταία φορά (Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης, CSAI-2). Αφού τελειώσετε θα παρακολουθήσετε τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Σας ευχαριστώ και πάλι για τη συμμετοχή σας στην έρευνα». Ο λόγος που η άσκηση υψηλής πίεσης ακολούθησε την κατάσταση χαμηλής ήταν για να αποφευχθεί η μείωση της παρακίνησης σε περίπτωση που γινόταν πρώτα η άσκηση υπό υψηλή πίεση, κάτι το οποίο πιθανόν θα είχε αντίκτυπο στην εγκυρότητα των αποτελεσμάτων (Beilock & Carr, 2001).

52 51 2 η ΕΡΕΥΝΑ Συμμετέχοντες Στην έρευνα πήραν μέρος αθλητές της αντισφαίρισης από τον όμιλο αντισφαίρισης Ηρακλείου (πειραματική ομάδα) (Ν= 23) καθώς και από τους ομίλους Θεσσαλονίκης και Καλαμαριάς (ομάδα ελέγχου) (Ν=27), ηλικίας χρονών (Μ.Ο. = 13.8, Τ.Α. = 1.64 ). Η επιλογή του δείγματος έγινε με βάση την προπονητική εμπειρία καθώς και της προθυμίας των ομίλων να συμμετέχουν στην έρευνα. Το επίπεδο των αθλητών ήταν υψηλό καθώς όλοι οι αθλητές έκαναν πρωταθλητισμό και έπαιρναν μέρος σε πανελλήνια πρωταθλήματα. Δραστηριότητα Οι αθλητές και των δύο ομάδων, πειραματικής και ελέγχου, εξετάστηκαν σε μία πολύπλοκη άσκηση η οποία ήταν προσομοίωση ενός κρίσιμου πόντου κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Επιλέχθηκε ένα συνδυασμός χτυπημάτων και στόχων με σκοπό να εξεταστούν οι αθλητές σε όλα τα χτυπήματα. Η επιλογή της συγκεκριμένης άσκησης έγινε από την ίδια την ερευνήτρια επειδή περιλαμβάνει όλα τα βασικά χτυπήματα της αντισφαίρισης και είναι ένας συνδυασμός αδρών και λεπτών κινήσεων. Επιπλέον, η πείρα της ερευνήτριας στο συγκεκριμένο άθλημα τεκμηριώνει την επιλογή της άσκησης. Η άσκηση ήταν η ακόλουθη: ο αθλητής χτυπούσε ένα forehand διαγώνια, ένα forehand μέσα-έξω διαγώνια, ένα forehand ευθεία, ένα backhand διαγώνια, ένα approach forehand ευθεία, δύο volley διαγώνια (forehand-backhand εναλλάξ) και ένα smash. Το κάθε χτύπημα αξιολογούνταν ως εξής: δύο πόντους αν η μπάλα πήγαινε κοντά στο στόχο, ένα πόντο αν η μπάλα πήγαινε στη σωστή κατεύθυνση και ήταν μέσα, αλλά μακριά από τον στόχο και κανένα πόντο όταν η μπάλα πήγαινε έξω ή ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση από τον στόχο. Συνολικά ο αθλητής μπορούσε να συγκεντρώσει δεκαέξι πόντους αν είχε εκτελέσει την τέλεια άσκηση ή μηδέν πόντους αν δεν είχε πετύχει τους στόχους. Διαχείριση πίεσης Οι αθλητές και των δύο ομάδων, πειραματικής και ομάδας ελέγχου, εκτέλεσαν την άσκηση υπό πίεση, η οποία επιτεύχθηκε με την παρουσία κάμερας καθώς και με την παρουσία των συναθλητών και των προπονητών τους. Η δημιουργία πίεσης με την παρουσία κοινού και την ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση έχει υποστηριχθεί, όπως

53 52 προαναφέρθηκε, από τους Butler και Baumeister (1998) καθώς και από τους Heaton και Sigall (1991). Το κύριο ενδιαφέρον της έρευνας ήταν να μελετηθούν οι τρόποι αντιμετώπισης άγχους και να βρεθεί ποιος είναι πιο αποτελεσματικός για τη μείωση του άγχους, στο άθλημα της αντισφαίρισης, καθώς και ποιοι από αυτούς συνδέονται άμεσα με την ψυχολογική κατάρρευση. Όργανα μέτρησης Αντιμετώπιση Προσέγγισης και Αποφυγής σε Αγώνα. Το ερωτηματολόγιο αντιμετώπιση προσέγγισης και αποφυγής σε αγώνα (Χατζηγεωργιάδης & Χρόνη, 2004) αξιολογεί στρατηγικές αντιμετώπισης αντίξοων καταστάσεων που υιοθετούν οι αθλητές, κατά την διάρκεια της αγωνιστικής εκτέλεσης. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει συνολικά 24 ερωτήσεις που αξιολογούν 6 στρατηγικές αντιμετώπισης, 3 στρατηγικές προσέγγισης (αύξηση προσπάθειας, σχεδιασμός και αυτοδιάλογος) και 3 στρατηγικές αποφυγής (γνωστική εγκατάλειψη, συμπεριφορική εγκατάλειψη και άρνηση). Οι απαντήσεις δίνονται σε μία πενταβάθμια κλίμακα τύπου Likert από 1 (καθόλου) έως 5 (πάρα πολύ). Η εσωτερική συνέπεια του ερωτηματολογίου εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α κυμαίνεται από.82 έως.89 για την αύξηση προσπάθειας, από.74 έως.90 για τον σχεδιασμό, από.79 έως.92 για τον αυτοδιάλογο, από.77 έως.87 για την γνωστική εγκατάλειψη, από.63 έως.79 για τη συμπεριφορική εγκατάλειψη και από.64 έως.72 για την άρνηση. Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης. Το Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης (Κάκκος & Ζέρβας, 1996) αποτελείται από 15 ερωτήσεις, 5 ανά παράγοντα, οι οποίες εξετάζουν το γνωστικό άγχος κατάστασης (π.χ. «Ανησυχώ μήπως η απόδοσή μου είναι χαμηλή»), το σωματικό άγχος (π.χ. «Αισθάνομαι ένταση στο σώμα μου») και την αυτοπεποίθηση κατάστασης (π.χ. «Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου»). Οι απαντήσεις δίνονται με μια τετραβάθμια κλίμακα τύπου Likert από 1 (καθόλου) έως το 4 (πάρα πολύ). Υπάρχει μια επιπλέον κλίμακα τύπου Likert, η οποία εξετάζει την κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους κατάστασης και της αυτοπεποίθησης και αξιολογείται από -3 (παρεμποδίζει πολύ την απόδοσή μου) έως +3 (διευκολύνει πολύ την απόδοσή μου). Η εσωτερική συνέπεια της κλίμακας έντασης εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α κυμαίνεται από.81 έως.86 για το γνωστικό άγχος,.78 έως.85 για το σωματικό άγχος και.88 έως.91 για την αυτοπεποίθηση. Για την κλίμακα κατεύθυνσης η εσωτερική συνέπεια εκτιμούμενη με το δείκτη Cronbach α

54 53 κυμαίνεται από.78 έως.82 για το γνωστικό άγχος, από.83 έως.84 για το σωματικό άγχος και από.86 έως.89 για την αυτοπεποίθηση. Διαδικασία 1 ης Μέτρησης Αρχικά, πριν από την έναρξη του προγράμματος προηγήθηκε μια συνάντηση της ερευνήτριας με τους προπονητές όλων των ομίλων η οποία είχε ενημερωτικό χαρακτήρα. Στην συγκεκριμένη συνάντηση έγινε εκτενής περιγραφή της έρευνας και των στόχων της καθώς και της διαδικασίας μέτρησης και αξιολόγησης των αθλητών. Ακολούθησε μια συνάντηση της ερευνήτριας με τους αθλητές και των δύο ομάδων και τους δόθηκαν προς συμπλήρωση, μία γραπτή συναίνεση (Παράρτημα Α/Β), ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων και το ερωτηματολόγιο Αντιμετώπιση Προσέγγισης και Αποφυγής σε Αγώνα (Χατζηγεωργιάδης & Χρόνη, 2004). Αφού εξηγήθηκαν αναλυτικά τα ερωτηματολόγια δόθηκε στους αθλητές η ημερομηνία και η ώρα που θα επέστρεφαν τα ερωτηματολόγια και θα συναντιόταν με την ερευνήτρια και τους προπονητές στα γήπεδα. Την ημέρα της πρώτης μέτρησης όλοι οι αθλητές (πειραματικής και ελέγχου) επέστρεψαν τα ερωτηματολόγια που τους είχαν δοθεί και κατόπιν τους δόθηκαν εξηγήσεις για την άσκηση που θα εκτελούσαν. Ακολούθησαν οι παρακάτω οδηγίες: «Σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας στην έρευνα. Η συμμετοχή σας θα παρακολουθηθεί από έναν εξεταστή ο οποίος θα μετράει τους πόντους που θα συγκεντρώσετε στην άσκηση, από έναν προπονητή που θα τροφοδοτεί τις μπάλες, από έναν κάμεραμαν που θα μαγνητοσκοπεί την προσπάθειά σας και από όλους τους συναθλητές σας. Η άσκηση η οποία θα εκτελέσετε είναι η εξής: ένα forehand διαγώνια, ένα forehand μέσα-έξω διαγώνια, ένα forehand ευθεία, ένα backhand διαγώνια, ένα approach forehand ευθεία, δύο volley διαγώνια (forehand-backhand εναλλάξ) και ένα smash (Παράρτημα ΙΑ). Το κάθε χτύπημα αξιολογείται ως εξής: δύο πόντους αν η μπάλα πάει κοντά στο στόχο, ένα πόντο αν η μπάλα πάει στη σωστή κατεύθυνση και είναι μέσα αλλά μακριά από το στόχο και κανένα πόντο όταν η μπάλα πάει έξω ή είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από το στόχο. Συνολικά μπορείτε να συγκεντρώσετε δεκαέξι πόντους αν εκτελέσετε την τέλεια άσκηση ή μηδέν πόντους αν δεν παίξετε καλά. Η άσκηση θα εκτελεστεί μία μόνο φορά. Πριν ξεκινήσουμε θα ήθελα να συμπληρώσετε τα ερωτηματολόγια που θα σας δοθούν (Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης, CSAI-2)». (Παράρτημα Δ)

55 54 Πειραματική ομάδα Μετά το τέλος των μετρήσεων δόθηκε στους αθλητές της πειραματικής ομάδας το πρόγραμμα ψυχολογικής προπόνησης. Κατόπιν, η ερευνήτρια εξήγησε λεπτομερώς όλη τη διαδικασία της ψυχολογικής προπόνησης τονίζοντας τα οφέλη της. Τελειώνοντας έγιναν διαφόρων ειδών διευκρινίσεις και λύθηκαν απορίες των αθλητών. Παρεμβατικό Πρόγραμμα Το πρόγραμμα της ψυχολογικής προπόνησης είχε ως στόχο τη διδασκαλία των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους, την καταγραφή στόχων, καθώς και την εκμάθηση τεχνικών συγκέντρωσης και χαλάρωσης (Θεοδωράκης, προσωπική επαφή). Ήταν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διάρκειας εννέα εβδομάδων. Οι προπονήσεις των αθλητών γινόταν σε καθημερινή βάση, εκτός Κυριακής και είχαν διάρκεια μιάμισης ώρας ή δύο ωρών, ανάλογα με την ημέρα. Αν δηλαδή είχαν και γυμναστική την ίδια ημέρα έπαιζαν αντισφαίριση μιάμιση ώρα. Το πρόγραμμα τους ήταν χωρισμένο σε τρεις ομάδες των τριών εβδομάδων η κάθε μία. Οι αθλητές κατέγραφαν τους στόχους τους ανά τρεις εβδομάδες (Παράρτημα Ε), αξιολογούσαν την κάθε προπόνηση και κατέγραφαν την αξιολόγησή τους σε συγκεκριμένο έγγραφο (Παράρτημα Η). Παράλληλα, τους δόθηκε ένα cd που περιελάμβανε τεχνικές χαλάρωσης και νοερή απεικόνιση το οποίο άκουγαν πριν από κάθε προπόνηση (Θεοδωράκης, προσωπική επαφή). Οι τεχνικές χαλάρωσης και η νοερή απεικόνιση διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εβδομάδα του προγράμματος και κάθε φορά που άκουγαν οι αθλητές το cd κατέγραφαν την ημερομηνία και την ώρα που το άκουσαν (Παράρτημα Ζ). Τις τρεις πρώτες εβδομάδες οι αθλητές ξεκινούσαν την νοερή απεικόνιση κάνοντας μία άσκηση αναπνοής κα κατόπιν άκουγαν ένα γενικό σενάριο, διαφορετικό την κάθε εβδομάδα, που έπρεπε να το φανταστούν. Για παράδειγμα την πρώτη εβδομάδα φανταζόταν ένα σπίτι, το χρώμα του και πώς να κινηθούν μέσα σε αυτό (Παράρτημα ΣΤ). Στην άσκηση της συγκέντρωσης ο αθλητής έπρεπε να ξαπλώσει και να συγκεντρωθεί σε ένα μπαλάκι του αντισφαίριση χωρίς να σκέφτεται τίποτα για πέντε λεπτά κάθε μέρα. Τις τρεις επόμενες εβδομάδες οι αθλητές ξεκινούσαν ξανά με την άσκηση της αναπνοής και κατόπιν έκαναν την τεχνική Jacobson για χαλάρωση. Στη συνέχεια ο αθλητής φανταζόταν ότι βρισκόταν στο γήπεδο, παίζοντας ένα πολύ σημαντικό αγώνα

56 55 και βρισκόταν στο τελευταίο πόντο και τον φανταζόταν. Η συγκέντρωση προπονήθηκε χρησιμοποιώντας ένα πίνακα που περιείχε τυχαίους αριθμούς από το 00 εώς το 200 όπου ο αθλητής έπρεπε να καταγράψει όσο περισσότερους αριθμούς μπορούσε, διατηρώντας τη σωστή ακολουθία, σε ένα λεπτό (Παράρτημα ΣΤ). Οι τελευταίες εβδομάδες περιελάμβαναν την άσκηση αναπνοής και την αυτογενή εξάσκηση ως τεχνικές χαλάρωσης. Στη αυτογενή εξάσκηση ο αθλητής φανταζόταν μέρη του σώματός του να βαραίνουν. Η νοερή απεικόνιση περιελάμβανε την άσκηση που θα εκτελούσαν στην έρευνα. Η άσκηση συγκέντρωσης γινόταν στο γήπεδο. Ο αθλητής συγκέντρωνε την προσοχή του σε διάφορα σημεία του σώματος του και μετά της τεχνικής του λέγοντας και την ανάλογη λέξη (Παράρτημα ΣΤ). Οργάνωση Προπονήσεων Η προπόνηση των αθλητών περιελάμβανε μία ομάδα ασκήσεων η οποία εκτελούνταν σε καθημερινή βάση. Πιο συγκεκριμένα, οι αθλητές ξεκινούσαν την προθέρμανση στο γήπεδο παίζοντας από κοντά και ο προπονητής τους καθοδηγούσε σε πιο σημείο της κίνησής τους ή του σώματός τους έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους επαναλαμβάνοντας την ανάλογη λέξη. Στην αρχή συγκεντρωνόταν στην κίνηση των ποδιών, κατόπιν στην τροχιά της μπάλας, μετά στην επαφή της ρακέτας με τη μπάλα, ύστερα στο τελείωμα της κίνησης και τέλος στην αναπνοή. Μετά το τέλος αυτής της άσκησης οι αθλητές πήγαιναν στη γραμμή βάσης και άρχιζαν να παίζουν βαθιές μπάλες έχοντας ως στόχο την επίτευξη ενός συγκεκριμένου αριθμού εναλλαγών ο οποίος οριζόταν από τον προπονητή και τροποποιούταν ανάλογα. Κατά τη διάρκεια της άσκησης οι αθλητές έλεγαν φωναχτά τη λέξη «βαθιά» ή «μπάλα» προκειμένου να είναι συγκεντρωμένοι και να εκτελούν σωστά την άσκηση (Παράρτημα Θ). Η επόμενη άσκηση ήταν άσκηση τροφοδοσίας, όπου τα παιδιά έπρεπε να εκτελέσουν δύο σετ των 30 μπαλών forehand-backhand εναλλάξ διαγώνια και να καταγράψουν τα χτυπήματα που πήγαιναν στο στόχο προκειμένου να θέσουν τους ανάλογους στόχους για την επόμενη φορά. Στόχος της άσκησης ήταν η συνεχής αύξηση της απόδοσης και η αναθεώρηση των στόχων. Κατόπιν, η προπόνηση συνεχιζόταν κανονικά σύμφωνα με τις οδηγίες του προπονητή (Θεοδωράκης, προσωπική επαφή). Κατά τη διάρκεια της προπόνησης, όταν οι αθλητές εκτελούσαν σέρβις ακολουθούσαν μία συγκεκριμένη ρουτίνα. Η ρουτίνα ήταν να προχωρούν με αργά σταθερά βήματα, μόλις έφταναν στην γραμμή εκτέλεσης έπαιρναν μία βαθιά αναπνοή,

57 56 κοιτούσαν το στόχο τους, χτυπούσαν την μπάλα κάτω δύο φορές, ξανάβλεπαν το στόχο και μετά εκτελούσαν το σέρβις (Θεοδωράκης, προσωπική επαφή). Τέλος, όταν ο προπονητής το έκρινε απαραίτητο, οι αθλητές έπαιζαν φιλικά παιχνίδια μεταξύ τους, ακολουθώντας συγκεκριμένα σενάρια, που περιγραφόταν στην αρχή της άσκησης από τον προπονητή. Με τον όρο σενάριο εννοούμε την εκτέλεση προκαθορισμένων πόντων, που αποσκοπούν στην αύξηση της αυτοπεποίθησης και της αυτοματοποίησης των κινήσεων και των τακτικών. Για παράδειγμα, ο ένας αθλητής έκανε σερβίς, ο αντίπαλος επέστρεφε την μπάλα διαγώνια και έκανε επίθεση στο φιλέ, η επόμενη επιστροφή της μπάλας γινόταν ευθεία και ο παίκτης στο φιλέ τελείωνε τον πόντο με ένα βολέ. Η εκτέλεση στημένων πόντων αποσκοπεί στην παροχή διεξόδων σε περιπτώσεις υψηλής πίεσης, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Έτσι, ένας αθλητής ο οποίος έχει προπονηθεί σε στημένους πόντους, στη διάρκεια ενός κρίσιμου πόντου, πιθανότατα να εκτελέσει αυτόματα κάποιον από αυτούς τους πόντους. (Παράρτημα Θ). Ομάδα ελέγχου Οι αθλητές της ομάδας ελέγχου, μετά το τέλος της πρώτης μέτρησης, ακολούθησαν το πρόγραμμα των προπονήσεών τους χωρίς καμία παρέμβαση ή επαφή με την ερευνήτρια. Η χρονική διάρκεια της προπόνησης ήταν μιάμισης ώρας ή δύο ωρών, ανάλογα με την ημέρα, δηλαδή αν η ομάδα είχε γυμναστική μετά την προπόνηση τότε η διάρκεια ήταν μιάμισης ώρας. Στο τέλος των εννέα εβδομάδων η ερευνήτρια επικοινώνησε με τους προπονητές και κανονίστηκε η ώρα και η μέρα της τελικής μέτρησης. Διαδικασία τελικής μέτρησης Μετά το τέλος των εννέα εβδομάδων, η ερευνήτρια έκανε την τελική μέτρηση. Πριν την εκτέλεση της άσκησης οι αθλητές επέστρεψαν τα ερωτηματολόγια που τους είχαν δοθεί και κατόπιν τους δόθηκαν εξηγήσεις για την άσκηση που θα εκτελούσαν. Ακολούθησαν οι παρακάτω οδηγίες: «Σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας στην έρευνα. Η άσκηση που θα εκτελέσετε θα είναι η ίδια με την τελευταία φορά. Η συμμετοχή σας θα παρακολουθηθεί από έναν εξεταστή ο οποίος θα μετράει τους πόντους που συγκεντρώσετε στην άσκηση, από έναν προπονητή που θα τροφοδοτεί τις μπάλες, από έναν κάμεραμαν που θα μαγνητοσκοπεί την προσπάθειά σας και από όλους τους συναθλητές σας. Η άσκηση η οποία θα εκτελέσετε είναι η εξής: ένα forehand διαγώνια,

58 57 ένα forehand μέσα-έξω διαγώνια, ένα forehand ευθεία, ένα backhand διαγώνια, ένα approach forehand ευθεία, δύο volley διαγώνια (forehand-backhand εναλλάξ) και ένα smash. Το κάθε χτύπημα αξιολογείται ως εξής: δύο πόντους αν η μπάλα πάει κοντά στο στόχο, ένα πόντο αν η μπάλα πάει στη σωστή κατεύθυνση και είναι μέσα αλλά μακριά από το στόχο και κανένα πόντο όταν η μπάλα πάει έξω ή είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από το στόχο. Συνολικά μπορείτε να συγκεντρώσετε δεκαέξι πόντους αν εκτελέσετε την τέλεια άσκηση ή μηδέν πόντους αν δεν παίξετε καλά. Η άσκηση θα εκτελεστεί μία μόνο φορά. Πριν ξεκινήσουμε θα ήθελα να συμπληρώσετε τα ερωτηματολόγια που θα σας δοθούν (Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικής Κατάστασης, CSAI-2)». Μετά το τέλος των μετρήσεων η ερευνήτρια ευχαρίστησε τους αθλητές και τους προπονητές για την συνεργασία τους.

59 58 Κεφάλαιο ΙV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1 η ΕΡΕΥΝΑ Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση στην Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας Η πρώτη έκδοση της Κλίμακας Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας δημιουργήθηκε από την μετάφραση του αγγλικού ερωτηματολογίου του Fenignstein (1975) την Κλίμακα Αυτοσυνειδησίας (Self Consciousness Scale) που αποτελείται από τρεις διαστάσεις: την ιδιωτική αυτοσυνειδησία, την κοινωνική αυτοσυνειδησία και την κοινωνική ανησυχία. Το σύνολο των ερωτήσεων, αρχικά, ήταν 23. Η μετάφραση έγινε από δύο υποψήφιους διδάκτορες με άψογη γνώση της αγγλικής και μετά ακολούθησε αντίστροφη μετάφραση από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα από δύο καθηγητές προκειμένου να βρεθούν τυχόν διαφορές. Έπειτα εξετάστηκε η δυνατότητα εφαρμογής παραγοντικής ανάλυσης στο συγκεκριμένο δείγμα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν δύο δοκιμασίες. Η πρώτη ήταν το τεστ της σφαιρικότητας του Barlett, που εξετάζει την υπόθεση αν ο πίνακας συσχετίσεων των ερωτημάτων είναι διάφορος του μηδενός. Η δεύτερη δοκιμασία στηρίζεται στο δείκτη Kaiser-Meyer-Olkin (KMO), ο οποίος δείχνει την καταλληλότητα της δειγματοληψίας και οι τιμές που απαιτούνται είναι μεγαλύτερες του.60 (Tabachnick & Fidell, 1996). Από την ανάλυση προέκυψαν τιμές στους δύο αυτούς δείκτες που θεωρούνται ικανοποιητικές (ΚΜΟ =.71, Bartlett s = , p <.001). H διερευνητική παραγοντική ανάλυση, στην Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας, αποκάλυψε 3 παράγοντες, οι οποίοι ερμηνεύουν το 54.70% της συνολικής διακύμανσης. Θεωρήθηκαν σημαντικές οι φορτίσεις άνω του.30. Με βάση τις φορτίσεις στα ερωτήματα, οι τρεις παράγοντες ονομάστηκαν Ιδιωτική Αυτοσυνειδησία (α=.72), Κοινωνική Αυτοσυνειδησία (α=.76) και Κοινωνική Ανησυχία (α=.66) αντίστοιχα. Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου περιέχει 12 ερωτήσεις με ισάριθμες ερωτήσεις (4) για κάθε διάσταση. Ο λόγος που ο αριθμός των ερωτήσεων μειώθηκε είναι ότι υπήρχαν ερωτήσεις που φόρτιζαν σε δύο παράγοντες, πιθανόν εξαιτίας της μετάφρασης. Κατόπιν μελέτης αποφασίστηκε να

60 59 χρησιμοποιηθούν ισάριθμες ερωτήσεις για κάθε παράγοντα οι οποίες φόρτιζαν σε έναν και μόνο παράγοντα. Πίνακας 1. Φορτίσεις των ερωτήσεων κατά τη διερευνητική παραγοντική ανάλυση για την Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας Ιδιωτική Αυτοσυνειδησία Κοινωνική Αυτοσυνειδησία Κοινωνική Ανησυχία Ερώτηση 8 Ερώτηση 4 Ερώτηση 10 Ερώτηση Ερώτηση 6 Ερώτηση 7 Ερώτηση 1 Ερώτηση Ερώτηση 5 Ερώτηση 3 Ερώτηση 11 Ερώτηση Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων για την Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας Προκειμένου να αξιολογηθούν οι ψυχομετρικές ιδιότητες της Κλίμακας Αυτοσυνειδησίας (Self Consciousness Scale) χρησιμοποιήθηκε η επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων (Bentler, 2005). Το μοντέλο που αξιολογήθηκε ήταν αυτό των τριών αλληλοσχετιζόμενων παραγόντων. Οι διακυμάνσεις των παραγόντων και των σφαλμάτων αφέθηκαν ελεύθερες ώστε να υπολογιστούν και το ίδιο συνέβη και με τα «βάρη» που συνέδεαν τις ερωτήσεις με τους παράγοντες. Το Σχήμα 1 απεικονίζει τα αποτελέσματα από αυτή την ανάλυση.

61 60 Σχήμα 1. Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων για την Κλίμακα Κοινωνικής και Ιδιωτικής Αυτοσυνειδησίας Το Σχήμα 1 απεικονίζει το επιβεβαιωτικό αυτό μοντέλο όπου όλα τα ερωτήματα «φόρτιζαν» στατιστικά σημαντικά στους παράγοντες του οποίους όριζαν. Αυτό σημαίνει ότι το μετρήσιμο κομμάτι του μοντέλο ήταν επαρκές προκειμένου να δημιουργηθούν συνολικά σκορ και να μπορούν να αξιολογηθούν οι επιμέρους παράγοντες. Συνολικά το μοντέλο δεν επέδειξε εξαιρετικό ταίριασμα στα δεδομένα αφού ο δείκτης χ 2 ήταν στατιστικά σημαντικός και άλλοι δείκτες προσαρμογής ήταν μετρίου μεγέθους (π.χ., CFI =.825). Εντούτοις, τα στατιστικά σφάλματα ήταν ικανοποιητικά (μικρότερα του 10%) και, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, όλες οι φορτίσεις ήταν στατιστικά σημαντικές. Επομένως, σε αυτή την προκαταρκτική φάση κρίθηκε ότι το μοντέλο των τριών παραγόντων ταίριαξε ικανοποιητικά στα δεδομένα της παρούσης έρευνας, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια οι εν λόγω παράγοντες. Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση στην Κλίμακα Αθλητικού Άγχους Η πρώτη έκδοση της Κλίμακας Αθλητικού Άγχους του Smith και συνεργατών (1990) δημιουργήθηκε από την μετάφραση του αγγλικού Ερωτηματολογίου Αθλητικού Άγχους (Sport Anxiety Scale) το οποίο αποτελείται από τρεις διαστάσεις: τo χαρακτηριστικό άγχος, την ανησυχία και την απόσπαση προσοχής. Το σύνολο των ερωτήσεων αρχικά ήταν 21. Η μετάφραση έγινε από δύο υποψήφιους διδάκτορες με άψογη γνώση της αγγλικής και μετά ακολούθησε αντίστροφη μετάφραση από την

62 61 Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα από δύο καθηγητές προκειμένου να βρεθούν τυχόν διαφορές. Έπειτα εξετάστηκε η δυνατότητα εφαρμογής παραγοντικής ανάλυσης στο συγκεκριμένο δείγμα, με τον τρόπο που έχει περιγραφή παραπάνω. Από την ανάλυση προέκυψαν τιμές στους δύο αυτούς δείκτες που θεωρούνται ικανοποιητικές (ΚΜΟ =.82, Bartlett s = , p =.001). H διερευνητική παραγοντική ανάλυση, στην Κλίμακα Αθλητικού Άγχους, αποκάλυψε 3 παράγοντες, οι οποίοι ερμηνεύουν το 50.22% της συνολικής διακύμανσης. Θεωρήθηκαν σημαντικές φορτίσεις άνω του.30. Με βάση τις φορτίσεις στα ερωτήματα οι τρεις παράγοντες ονομάστηκαν Σωματικό Άγχος (α=.86), Ανησυχία (α=.81) και Απόσπαση Προσοχής (α=.70) αντίστοιχα. Πίνακας 2. Φορτίσεις των ερωτήσεων κατά τη διερευνητική παραγοντική ανάλυση για την Κλίμακα Αθλητικού Άγχους Διερευνητική παραγοντική ανάλυση Σωματικό Άγχος Ανησυχία Απόσπαση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση 8.68 Ερώτηση 4.65 Ερώτηση Ερώτηση 1.60 Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση 3.69 Ερώτηση Ερώτηση 9.63 Ερώτηση 5.55 Ερώτηση Ερώτηση 7.34 Ερώτηση 6.86 Ερώτηση 2.80 Ερώτηση Ερώτηση 20.41

63 62 Στατιστικές Αναλύσεις Ο κύριος στόχος της έρευνας ήταν να μελετήσει την απόδοση των αθλητών και των ερασιτεχνών υπό πίεση καθώς και να εξετάσει την αυτοσυνειδησία, το άγχος και την αυτοπεποίθηση ως αιτίες υπεύθυνες για το φαινόμενο της ψυχολογικής κατάρρευσης (μείωση της απόδοσης). Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι η αύξηση της πίεσης οδηγεί σε μείωση της απόδοσης. Επιπλέον, το άγχος παρουσίασε αύξηση στην κατάσταση πίεσης ενώ η αυτοπεποίθηση μείωση. Τέλος, η αυτοσυνειδησία δεν έδειξε να επηρεάζει την απόδοση. Πιο συγκεκριμένα, για να διερευνηθούν οι υποθέσεις της πρώτης έρευνας χρησιμοποιήθηκαν οι εξής στατιστικοί έλεγχοι: (α) t-test για εξαρτημένα δείγματα, (β) t-test για ανεξάρτητα δείγματα, (γ) απλή ανάλυση παλινδρόμησης και (δ) πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης για 3 ανεξάρτητες μεταβλητές. Πριν την πραγματοποίηση οποιουδήποτε στατιστικού ελέγχου είναι σημαντικό να ελεγχθεί αν υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός συμμετεχόντων προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν σφάλματα Τύπου-Ι ή ΙΙ. Για το λόγο αυτό, έγιναν αναλύσεις για την αξιολόγηση του μεγέθους του δείγματος. Με άλλα λόγια αξιολογήθηκε το αν υπήρχαν αρκετοί συμμετέχοντες-ουσες προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι αληθής εναλλακτικές υποθέσεις δηλαδή στατιστικά σημαντικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας πίνακες από τον Cohen (1992) αξιολογήθηκε ότι για να διερευνηθούν διαφορές στους μέσους όρους μεσαίου μεγέθους απαιτούνται 64 συμμετέχοντες-ουσες (για επίπεδο σημαντικότητας το 5%, δίπλευρο τεστ και διαφορές μεσαίου μεγέθους κατά Cohen). Οι αντίστοιχοι αριθμοί για αναλύσεις παλινδρόμησης για δύο ή τρεις μεταβλητές ήταν 67 και 76 άτομα, αντίστοιχα. Επομένως, οι παρακάτω στατιστικές αναλύσεις είχαν επαρκή αριθμό συμμετεχόντων προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι αληθής εναλλακτικές υποθέσεις. Προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεση ότι η παρουσία κοινού και η ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση θα επηρεάσει αρνητικά την απόδοση, συγκρίθηκαν οι μέσοι όροι επίδοσης με και χωρίς την παρουσία κοινού και κάμερας. Επειδή τα δεδομένα προέκυψαν από τους ίδιους συμμετέχοντες, οι οποίοι συνεισέφεραν πληροφορίες και στις 2 μετρήσεις χρησιμοποιήθηκε το t-test για εξαρτημένα δείγματα. Αφού ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση της κανονικότητας, με τη χρήση του τεστ Kolmogorov-Smirnov, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο μετρήσεων. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος απόδοσης, χωρίς την παρουσία κοινού και βιντεοσκόπησης ήταν 21.12, ενώ η απόδοση με την παρουσία

64 63 θεατών και βιντεοσκόπησης ήταν κατά μέσο όρο Η διαφορά αυτή ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας [ t(148) = 6.638, p <.001], υποδεικνύοντας ότι η απόδοση ήταν σημαντικά μειωμένη κάτω από την επίδραση κοινού και βιντεοσκόπησης. Όσον αφορά στη δεύτερη υπόθεση, ότι τα άτομα με υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία θα επηρεαστούν λιγότερο από την παρουσία κοινού και κάμερας σε σχέση με τα άτομα χαμηλής ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας αναφορικά με την απόδοση, χρησιμοποιήθηκε η εξής μέθοδος. Προκειμένου να χαρακτηριστούν τα άτομα ως υψηλής και χαμηλής ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος διαχωρισμού του δείγματος με βάση τη διάμεσο (median split). Η διάμεσος ήταν 2.75 επομένως τα άτομα που είχαν επίδοση μικρότερη του 2.75 αποτέλεσαν την ομάδα χαμηλής ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας ενώ τα άτομα που είχαν τιμές ίσες ή μεγαλύτερες του 2.75 αποτέλεσαν την ομάδα υψηλής ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας. Στη συνέχεια συγκρίθηκαν οι μέσοι όροι επίδοσης στις δύο ομάδες με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα. Αφού ελέγχθηκαν και ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις της κανονικότητας και των ίσων διακυμάνσεων (με τα τεστ Kolmogorov-Smirnov και Levene, αντίστοιχα), τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των ατόμων με χαμηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία ήταν 19.17, ενώ αυτός των ατόμων με υψηλή ιδιωτική αυτοσυνειδησία Η διαφορά αυτή δεν ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας [ t(147) = , p = Μ.Σ] γεγονός που υποστηρίζει τη μηδενική υπόθεση ότι τα επίπεδα της ιδιωτικής αυτοσυνειδησίας δεν επηρεάζουν σημαντικά την επίδοση κάτω από συνθήκες ύπαρξης κοινού και βιντεοσκόπησης. Για να διερευνηθεί η υπόθεση ότι τα άτομα με υψηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία θα επηρεαστούν λιγότερο από την παρουσία του κοινού και την κάμερα, σε σχέση με τα άτομα χαμηλής κοινωνικής αυτοσυνειδησίας αναφορικά με την απόδοση, όπως και στην προηγούμενη υπόθεση, έτσι και στην παρούσα 2 ομάδες ατόμων δημιουργήθηκαν με βάση τα σκορ στην κοινωνική αυτοσυνειδησία (με τη μέθοδο της διαμέσου Μ = 2.225). Αφού ικανοποιήθηκαν και οι 2 προϋποθέσεις του t- test για ανεξάρτητα δείγματα, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ ατόμων με υψηλή ή χαμηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία [ t(147) = 0.338, p = Μ.Σ]. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των ατόμων με χαμηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία ήταν ενώ αυτός των ατόμων με υψηλή κοινωνική αυτοσυνειδησία

65 64 Όσον αφορά στην υπόθεση ότι το γνωστικό και σωματικό άγχος θα προβλέπουν την αλλαγή της απόδοσης από την ύπαρξη ή όχι κοινού και κάμερας, ο γραμμικός συνδυασμός των μεταβλητών γνωστικού και σωματικού άγχους προέβλεψε σημαντικά την αλλαγή της απόδοσης (R 2 = 14.6%). Εντούτοις, καμιά μεταβλητή δεν ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας γεγονός που δηλώνει ότι το γνωστικό και σωματικό άγχος αλληλεπιδρούν κατά κάποιο τρόπο έτσι ώστε ο συνδυασμός τους σχετίζεται διαφορετικά με την απόδοση σε σχέση με το όταν οι μεταβλητές εισέρχονται στο μοντέλο μόνες τους (όπως στην απλή ανάλυση παλινδρόμησης). Αυτό το φαινόμενο είναι συνηθισμένο για μεταβλητές που συσχετίζονται υψηλά μεταξύ τους, όπως θα περίμενε κανείς για τις δυο εκφάνσεις του άγχους. Σχετικά με την υπόθεση ότι η κοινωνική ανησυχία θα επηρεάσει δυσμενώς την επίδοση τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό ισχύει. Συγκεκριμένα, αφού δημιουργήθηκαν 2 ομάδες (χαμηλής και υψηλής κοινωνικής ανησυχίας), τα αποτελέσματα αναλύθηκαν με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα. Αφού ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις της κανονικότητας και των ίσων διακυμάνσεων προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων [ t(147) = , p =.02 <.05]. Η ομάδα χαμηλής κοινωνικής ανησυχίας είχε μέσο όρο ίσο με ενώ αυτή με υψηλή κοινωνική ανησυχία Η διαφορά αυτή ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας. Επομένως, η υψηλή κοινωνική ανησυχία σχετίζεται με μείωση της απόδοσης. Η υπόθεση, ότι η κοινωνική αυτοσυνειδησία και η κοινωνική ανησυχία θα σχετίζονται θετικά με το άγχος (σωματικό, ανησυχία, απόσπαση προσοχής), ενώ η ιδιωτική αυτοσυνειδησία θα σχετίζεται αρνητικά, ερευνήθηκε χρησιμοποιώντας την ανάλυση της πολλαπλής παλινδρόμησης. Αρχικά αξιολογήθηκαν οι κατανομές των μεταβλητών οι οποίες ήταν «κανονικές», κατά τον Gauss, γεγονός που προτείνει την ανάλυση της παλινδρόμησης ως κατάλληλο κριτήριο. Τα αποτελέσματα από την ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης ανέδειξαν μια σειρά από σημαντικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, ο γραμμικός συνδυασμός των ανεξάρτητων μεταβλητών (κοινωνική αυτοσυνειδησία, κοινωνική ανησυχία, και ιδιωτική αυτοσυνειδησία) εξήγησαν το 19.2% της διακύμανσης του σωματικού άγχους το οποίο ήταν σημαντικό [F(3, 145) = , p <.001]. Η ιδιωτική αυτοσυνειδησία δεν ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας του σωματικού άγχους [β = 0.048, t(147) = 0.688, p = Μ.Σ]. Οι παράγοντες κοινωνική αυτοσυνειδησία και κοινωνική ανησυχία ήταν σημαντικοί

66 65 προβλεπτικοί παράγοντες προτείνοντας ότι υψηλά επίπεδα αυτών των μεταβλητών σχετιζόταν με υψηλά επίπεδα σωματικού άγχους [β κοινωνική αυτοσυνειδησία = 0.132, t(147) = 2.042, p =.043], [β κοινωνική ανησυχία = 0.317, t(147) = 4.503, p <.001]. Σχετικά με την ανησυχία, ο γραμμικός συνδυασμός των παραπάνω μεταβλητών εξήγησαν το 32.4% της συνολικής διακύμανσης [F(3, 145) = , p <.001]. Όπως και παραπάνω, μόνο η κοινωνική αυτοσυνειδησία και κοινωνική ανησυχία ήταν σημαντικοί προβλεπτοί παράγοντες [β κοινωνική αυτοσυνειδησία = 0.347, t(147) = 5.598, p <.001], [β κοινωνική ανησυχία = 0.289, t(147) = 4.285, p <.001] δηλώνοντας θετική συνάφεια με την εξαρτημένη μεταβλητή, δηλαδή, υψηλά επίπεδα των ανεξάρτητων μεταβλητών σχετιζόταν με υψηλά επίπεδα στην εξαρτημένη μεταβλητή. Τέλος, σε σχέση με τη μεταβλητή Απόσπαση Προσοχής, ο γραμμικός συνδυασμός των ανεξάρτητων μεταβλητών εξήγησαν το 17,3% της διακύμανσης το οποίο ήταν στατιστικά σημαντικό [F(3, 145) = , p <.001]. Για μια ακόμη φορά η ιδιωτική αυτοσυνειδησία δεν ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας, ενώ η κοινωνική αυτοσυνειδησία και κοινωνική ανησυχία ήταν [β κοινωνική αυτοσυνειδησία = 0.223, t(147) = 3.754, p <.001], [β κοινωνική ανησυχία = 0.171, t(147) = 2.656, p <.01] δείχνοντας θετική συνάφεια με την απόσπαση προσοχής. Η υπόθεση ότι η παρουσία κοινού θα οδηγήσει σε αύξηση του γνωστικού και σωματικού άγχους και μείωση της αυτοπεποίθησης επιβεβαιώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της, αφού πρώτα αξιολογήθηκε το αν ισχύουν οι προϋποθέσεις του t-test. Συγκεκριμένα, η παρουσία κοινού και κάμερας σχετιζόταν με υψηλότερες τιμές στην ένταση του σωματικού άγχους [t(148) = , p <.001], αφού σχετιζόταν με αύξηση της έντασης του σωματικού άγχους κατά 2.54 μονάδες. Σχετικά με την κατεύθυνση του άγχους, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτή η αντίληψη του άγχους δεν ήταν διευκολυντική [t(149) = 4.039, p <.001] μιας και ο μέσος όρος της κατεύθυνσης χωρίς την ύπαρξη κοινού και κάμερας ήταν 0.12 σε σχέση με την τιμή 0.72, όταν υπήρχαν θεατές και κάμερα. Σχετικά με την ένταση στο γνωστικό άγχος, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την αρνητική επίδραση της ύπαρξης πίεσης [t(148) = , p <.001]. Η απουσία κοινού και κάμερας σχετιζόταν με επίπεδα άγχους της τάξης του 2.28 ενώ τα αντίστοιχα επίπεδα γνωστικού άγχους, όταν υπήρχε κοινό και κάμερα ήταν Σε σχέση με την κατεύθυνση του γνωστικού άγχους, η ύπαρξή του δεν σχετιζόταν με θετικές αντιλήψεις [t(148) =2.077, p <.05], αφού ο μέσος όρος χωρίς την παρουσία κοινού και κάμερας ήταν -0,27 σε σχέση με -0,48 όταν υπήρχε κοινό και κάμερα.

67 66 Στατιστικά σημαντικά ευρήματα προέκυψαν και στην αυτοπεποίθηση (ένταση). Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος αυτοπεποίθησης υπό πίεση ήταν 6,22, ενώ χωρίς πίεση ήταν 2,97. Η διαφορά αυτή ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας σχετικά με την ένταση στην αυτοπεποίθηση [t(148) = , p <.001]. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις, αναφορικά με την κατεύθυνση στην αυτοπεποίθηση, δεν ξεπέρασαν τα επίπεδα σημαντικότητας [t(148) = 0.013, p =.990] επιβεβαιώνοντας τη μηδενική υπόθεση ότι δεν υπήρχαν διαφορές στην αυτοπεποίθηση (κατεύθυνση) από την ύπαρξη ή όχι κοινού και κάμερας. Σχετικά με την υπόθεση ότι η χαμηλή αυτοσυνειδησία και το γνωστικό άγχος θα προβλέψουν την αλλαγή της απόδοσης από την ύπαρξη ή όχι κοινού και κάμερας χρησιμοποιώντας την πολλαπλή ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο γραμμικός συνδυασμός των τριών μεταβλητών (αυτοσυνειδησία και 2 μετρήσεις του άγχους) προέβλεψε σημαντικά την απόδοση (R 2 = 13.2%). Το γνωστικό άγχος κατά τη δεύτερη μέτρηση ήταν και ο μοναδικός στατιστικά σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας [β = , t(145) = , p <.001] προτείνοντας ότι όσο πιο υψηλά ήταν τα επίπεδα του γνωστικού άγχους τόσο πιο μειωμένη ήταν η επίδοση. Αρχικά, αξιολογήθηκαν οι κατανομές των ομάδων και εφόσον ήταν «κανονικές» χρησιμοποιήθηκε το παραμετρικό κριτήριο της ανάλυσης της παλινδρόμησης. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο ομάδες, υψηλής και χαμηλής αυτοπεποίθησης, προκειμένου να εξεταστεί η υπόθεση ότι τα άτομα με αυξημένη αυτοπεποίθηση θα παρουσιάσουν μικρότερη πτώση της απόδοσης σε σχέση με άτομα που έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση. Προκειμένου να δημιουργηθούν αυτές οι ομάδες χρησιμοποιήθηκε και πάλι η μέθοδος διαχωρισμού του δείγματος με βάση τη διάμεσο (median split). Αρχικά διερευνήθηκε ποιος από τους περιγραφικούς δείκτες (διάμεσος, μέσος όρος, επικρατούσα τιμή) περιέγραφε καλύτερα τα δεδομένα με αποτέλεσμα να προτιμηθεί η διάμεσος. Η διάμεσος σχετικά με την αυτοπεποίθηση ήταν Τα αποτελέσματα με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα (αφού επιβεβαιώθηκαν οι παραδοχές του t-test) έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην απόδοση εξαιτίας της ύπαρξης κοινού και κάμερας για τα άτομα με χαμηλή ή υψηλή αυτοπεποίθηση [t(147) = 2.798, p <.01]. Συγκεκριμένα, τα άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση είχαν μείωση της απόδοσής τους κατά 2.53 μονάδες σε σχέση με 1.05 μονάδες για τα άτομα με υψηλή αυτοπεποίθηση.

68 67 Όσον αφορά στην υπόθεση ότι οι αθλητές που θα εκτιμήσουν το γνωστικό και το σωματικό άγχος ως θετικό ή ουδέτερο στοιχείο για την απόδοσή τους θα παρουσιάσουν μικρότερη πτώση της απόδοσής τους, αρχικά δημιουργήθηκε μια διχοτομική μεταβλητή στην οποία η εκτίμηση του θετικού ή ουδέτερου στοιχείου ορίστηκε, όταν οι συμμετέχοντες είχαν τιμές στις μεταβλητές άγχους μεταξύ 0 και +3. Τα αποτελέσματα, με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα, αφού αξιολογήθηκαν και επιβεβαιώθηκαν οι παραδοχές του τεστ, έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε καμιά από τις μεταβλητές άγχους. Αναφορικά με το γνωστικό άγχος ο μέσος όρος των αθλητών-τριών που εκτίμησαν το άγχος ως θετικό ή ουδέτερο στοιχείο ήταν 2.03 σε σχέση με αυτούς που εκτίμησαν το άγχος ως αρνητικό στοιχείο, με τιμές δηλαδή μικρότερες του 0 έως και 3. Ο μέσος όρος πτώσης της απόδοσης ήταν ίσος με Εντούτοις, η διαφορά αυτή της μιας μονάδας δεν ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας [t(87) = 1.373, p = Μ.Σ] και έτσι επιβεβαιώθηκε η μηδενική υπόθεση ότι οι δύο ομάδες δεν διαφέρουν ως προς την επίδοση. Παρόμοια ευρήματα προέκυψαν και στο σωματικό άγχος, καθώς ο μέσος όρος της ομάδας, όταν το άγχος ήταν θετικό ή ουδέτερο στοιχείο ήταν 2.56 σε σχέση με το 2.84 όταν το άγχος ήταν αρνητικό στοιχείο. Οι παρατηρούμενες διαφορές δεν ξεπέρασαν τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας [t(87) = 0.389, p = Μ.Σ]. Η υπόθεση, ότι οι αθλητές θα παρουσιάζουν μεγαλύτερη πτώση στην απόδοσή τους σε σχέση με τους ερασιτέχνες, επιβεβαιώθηκε με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα, αφού αξιολογήθηκαν πρώτα οι προϋποθέσεις του τεστ. Συγκεκριμένα, η πτώση στην απόδοση για τους αθλητές ήταν 2.70 μονάδες σε σχέση με 0.57 μονάδες για τους μη αθλητές και η διαφορά αυτή ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας [t(148) =4.291, p <.001]. Επειδή καταπατήθηκε η προϋπόθεση των ίσων διακυμάνσεων, χρησιμοποιήθηκε το προσαρμοσμένο t-test, αναπροσαρμόζοντας τους βαθμούς ελευθερίας, αλλά και το μη παραμετρικό τεστ Mann-Whitney το οποίο επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα που προέκυψαν από το t-test. Τα αποτελέσματα, λοιπόν, ανέδειξαν για μια ακόμη φορά την ύπαρξη των παραπάνω διαφορών επιβεβαιώνοντας το ρόλο της ύπαρξης θεατών και κάμερας στην απόδοση αθλητών (Mann-Whitney U = 1540, z = , p <.001). Η υπόθεση, ότι οι αθλήτριες θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη μείωση απόδοσης σε σχέση με τους αθλητές, δεν επιβεβαιώθηκε από τις αναλύσεις διαφορών (t-test). Συγκεκριμένα, η αλλαγή της απόδοσης ήταν 2.55 μονάδες για τους άνδρες και 2.87 μονάδες για τις γυναίκες, η διαφορά όμως αυτή δεν ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής

69 68 σημαντικότητας [t(147) = , p = Μ.Σ]. Επομένως επιβεβαιώθηκε η μηδενική υπόθεση που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν διαφορές κατά φύλο αναφορικά με την αλλαγή της απόδοσης από την ύπαρξη ή όχι θεατών και ταυτόχρονης βιντεοσκόπησης. Με βάση την υπόθεση ότι οι αθλήτριες θα εκτιμήσουν το γνωστικό και σωματικό άγχος τους ως σημαντικά πιο αρνητικά στοιχεία σε σχέση με τους άντρες, θα περίμενε κανείς ότι οι μέσοι όροι εκτίμησης του γνωστικού ή σωματικού άγχους, οι οποίοι ήταν μεταξύ -3 έως και +3, θα ήταν διαφορετικοί μεταξύ αθλητών και αθλητριών. Οι διαφορές αυτές αξιολογήθηκαν με τη χρήση του t-test για ανεξάρτητα δείγματα και για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκαν οι μηδενικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, δεν προέκυψαν διαφορές αναφορικά με την εκτίμηση του γνωστικού άγχους, καθώς ο μέσος όρος των αθλητών ήταν 0.47 και των αθλητριών -0.46, [t(87) = , p = Μ.Σ] αλλά ούτε και στην εκτίμηση του σωματικού άγχους, όπου ο μέσος όρος των αθλητών ήταν και των αθλητριών 0.05, [t(67) = , p = Μ.Σ]. Παρατηρώντας τους μέσους όρους και στις δύο συγκρίσεις παρατηρούμε ότι ήταν σχεδόν ταυτόσημοι.

70 69 2 η ΕΡΕΥΝΑ Στατιστικές Αναλύσεις Ο πρωταρχικός στόχος της μελέτης ήταν να ερευνήσει την επίδραση ενός ολοκληρωμένου ψυχολογικού προγράμματος στην απόδοση καθώς και στους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους. Τα αποτελέσματα υποστήριξαν ότι η ψυχολογική εξάσκηση συνδέεται άμεσα με αύξηση της απόδοσης, της αυτοπεποίθησης και της χρήσης του αυτοδιαλόγου. Αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης τους άγχους βρέθηκε ότι ο τρόπος προσέγγισης προέβλεπε πιο συστηματικά το σωματικό άγχος και συνδεόταν άμεσα με μείωση της απόδοσης ενώ η αποφυγή προέβλεπε το γνωστικό. Παρόλα αυτά η ψυχολογική εξάσκηση ώθησε τους αθλητές σε πιο συχνή χρήση του τρόπου προσέγγισης. Πιο αναλυτικά, για να αξιολογηθεί η υπόθεση ότι η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση στην απόδοση της μετά το τέλος της παρέμβασης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση t-test για ανεξάρτητα δείγματα. Ως εξαρτημένη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε η διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης ώστε να αξιολογηθεί η «καθαρή» επίδραση της παρέμβασης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου [t(48) = 6.227, p <.05], αφού ελέγχθηκε και ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση των ίσων διακυμάνσεων με το τεστ του Levene. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος βελτίωσης της πειραματικής ομάδας ήταν ενώ η αντίστοιχη τιμής της ομάδας ελέγχου (παρουσίασε μια μικρή μείωση στη δεύτερη μέτρηση-σε σχέση με την πρώτη-αλλά εντός του στατιστικού σφάλματος). Συμπεραίνεται λοιπόν ότι η παρέμβαση οδήγησε σε αυξημένα επίπεδα απόδοσης. Όσον αφορά στην δεύτερη υπόθεση ότι η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αλλαγή στο γνωστικό και σωματικό (ένταση και κατεύθυνση) άγχος σε σχέση με την ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκε η παρακάτω μέθοδος. Αρχικά αφαιρέθηκαν οι πρώτες μετρήσεις από τις δεύτερες, έτσι ώστε στη συνέχεια τις εξαρτημένες μεταβλητές αποτέλεσαν αυτά τα σκορ της διαφοράς. Χρησιμοποιώντας το t-test για ανεξάρτητα δείγματα τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων (πειραματικής και ελέγχου). Συγκεκριμένα, υπήρχαν διαφορές σε σχέση με τη μεταβολή του σωματικού άγχους (κατεύθυνση) και του γνωστικού άγχους (κατεύθυνση) με τα άτομα της πειραματικής ομάδας να έχουν αυξημένα επίπεδα αναφορικά με τη λειτουργικότητα του άγχους. Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται και

71 70 στο Σχήμα 2, η πειραματική ομάδα είχε αυξημένες τιμές στην κατεύθυνση του γνωστικού άγχους [t(35) = 2.512, p =.017] αλλά σ αυτήν του σωματικού [t(48) = 2.233, p =.030]. Οι αυξημένες τιμές της πειραματικής ομάδας δείχνουν ότι οι συμμετέχοντες που υποβλήθηκαν στην παρέμβαση θεώρησαν το άγχος τους ως δομικό και λειτουργικό στοιχείο της επίδοσής τους. Σχήμα 2. Διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου στο σωματικό και γνωστικό άγχος. 1 0,8 0,6 0,4 0,2 0-0,2 Γνωστικό Γνωστικό- Κατεύθυνση Σωματικό Σωματικό- Κατεύθυνση Πειραματική Ελέγχου Άγχος Για να διερευνηθεί η υπόθεση ότι η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση στα επίπεδα της αυτοπεποίθησης, μετά το τέλος της παρέμβασης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, χρησιμοποιώντας την ανάλυση της συνδιακύμανσης (με συνδιακυμαντή τα αρχικά επίπεδα αυτοπεποίθησης), τα αποτελέσματα ανέδειξαν μια σειρά από στατιστικά σημαντικά ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχε στατιστικά σημαντική επίδραση εξαιτίας της παρέμβασης, με την πειραματική ομάδα να έχει στατιστικά σημαντικά αυξημένη αυτοπεποίθηση (Μ = 3.187) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Μ = 2.826). Οι διαφορές αυτές προέκυψαν αφού ελέγχθηκαν οι αρχικές διαφορές στην αυτοπεποίθηση μεταξύ των ομάδων (χρησιμοποιώντας δηλαδή την πρώτη μέτρηση της αυτοπεποίθησης ως συνδιακυμαντή). Με άλλα λόγια, οι μέσοι όροι που παρουσιάζονται παραπάνω έχουν προσαρμοστεί για την ύπαρξη των διαφορών μεταξύ των ομάδων στην αρχική μέτρηση. Σχήμα 3. Διαφορές μεταξύ πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου στην αυτοπεποίθηση.

72 71 3,2 3,1 3 2,9 2,8 2,7 2,6 Αυτοεκτίμηση Πριν Αυτοεκτίμηση Μετά Αυτοεκτίμηση Πειραματική Ελέγχου Όπως φαίνεται στο παραπάνω σχήμα (Σχήμα 3), υπήρχαν διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων στην αυτοπεποίθηση κατά τη δεύτερη μέτρηση αφού ελέγχθηκαν οι διαφορές τους στην πρώτη μέτρηση. Ο συνδιακυμαντής ελέγχθηκε σε επίπεδο Επίσης, το ποσοστό εξήγησης της διακύμανσης της αυτοεκτίμησης που οφειλόταν στις δύο ομάδες ήταν 11.4% και ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας. Η σχέση αυτοπεποίθησης και απόδοσης ελέγχθηκε χρησιμοποιώντας μια σειρά από γραμμικές παλινδρομήσεις με εξαρτημένη μεταβλητή την απόδοση και ανεξάρτητη την αυτοπεποίθηση, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Συνολικά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ αυτοπεποίθησης και απόδοσης σε καμία ομάδα. Ένταση Αυτοπεποίθησης Πιο συγκεκριμένα, η αυτοπεποίθηση δεν προέβλεψε την απόδοση στην πειραματική ομάδα (R 2 = 0.004, β = , p = Μ.Σ) ούτε και στην ομάδα ελέγχου (R 2 = 0.009, β = , p = Μ.Σ) κατά την πρώτη μέτρηση. Αναφορικά με τη δεύτερη μέτρηση, τα αποτελέσματα επαναλήφθηκαν επιβεβαιώνοντας την έλλειψη σχέσεων μεταξύ έντασης της αυτοπεποίθησης και απόδοσης. Στην πειραματική ομάδα η πρόβλεψη δεν ήταν στατιστικά σημαντική (R 2 = 0.035, β = , p = Μ.Σ) και το ίδιο παρατηρήθηκε και στην ομάδα ελέγχου (R 2 = 0.018, β = , p = Μ.Σ). Κατεύθυνση Αυτοπεποίθησης

73 72 Αναφορικά με την κατεύθυνση της αυτοπεποίθησης δεν παρατηρήθηκαν επίσης στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα. Η πρόβλεψη δεν ήταν σημαντική στην πρώτη μέτρηση για την πειραματική ομάδα (R 2 = 0.000, β = 0.023, p = Μ.Σ) αλλά ούτε και για την ομάδα ελέγχου (R 2 = 0.004, β = 0.098, p = Μ.Σ). Στη δεύτερη μέτρηση, τα αποτελέσματα επαναλήφθηκαν επιβεβαιώνοντας την αδυναμία πρόβλεψης της απόδοσης από την αυτοπεποίθηση. Στην πειραματική ομάδα η πρόβλεψη για άλλη μια φορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (R 2 = 0.016, β = 0.239, p = Μ.Σ) και το ίδιο παρατηρήθηκε και στην ομάδα ελέγχου (R 2 = 0.040, β = , p = Μ.Σ). Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν την απουσία σημαντικής συνάφειας μεταξύ αυτοπεποίθησης και απόδοσης μιας και τα επίπεδα πρόβλεψης κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%. Σχετικά με την υπόθεση ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους, δηλαδή θα προσπαθήσουν να μειώσουν το άγχος τη στιγμή που αυτό θα εμφανιστεί χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, θα παρουσιάσουν αυξημένα επίπεδα γνωστικού και σωματικού άγχους σε σχέση με τα άτομα που χρησιμοποιούν την αποφυγή ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους, δηλαδή θα αγνοήσουν την ύπαρξη του, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης με τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους (προσέγγιση-αποφυγή) να αποτελούν τις ανεξάρτητες μεταβλητές και τις διαφορετικές μορφές του άγχους (σωματικό-γνωστικό, ένταση και κατεύθυνση) τις εξαρτημένες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές προβλέψεις μόνο για την κατεύθυνση του γνωστικού και σωματικού άγχους. Συγκεκριμένα, ο γραμμικός συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων (προσέγγιση-αποφυγή) προέβλεπε την κατεύθυνση του γνωστικού άγχους κατά 18.6% [F(2, 47) = 5.377, p =.008]. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει την πρόβλεψη της κατεύθυνσης του γνωστικού άγχους από την προσέγγιση και την αποφυγή, ξεχωριστά έτσι ώστε να αναδειχθεί η ατομική συνεισφορά κάθε μεταβλητής. Όπως γίνεται φανερό, από το Σχήμα 4, και οι δύο μεταβλητές ήταν θετικοί προβλεπτικοί παράγοντες (R 2 προσέγγιση = 10.1%, R 2 αποφυγή = 13.3%) με την αποφυγή να προβλέπει πιο συστηματικά το γνωστικό άγχος. Συγκεκριμένα η κλίση της μεταβλητής προσέγγιση ήταν (β = 0.061, p =.024) ενώ της αποφυγής (β = 0.120, p = ). 1 Το μέγεθος της κλίσης εκφράστηκε σε μη σταθμισμένες τιμές επειδή αυτές οι τιμές χρησιμοποιούνται στην προβλεπτική εξίσωση για αυτό και μπορεί το μέγεθός τους να φαίνεται μικρό. Οι αντίστοιχες

74 73 Σχήμα 4. Πρόβλεψη της κατεύθυνσης του γνωστικού άγχους από τον τρόπο προσέγγισης. Σχετικά με το σωματικό άγχος, υπήρξαν επίσης σημαντικές προβλέψεις με το γραμμικό συνδυασμό των τρόπων προσέγγισης να ανέρχεται το 16,60% της διακύμανσης του σωματικού άγχους [F(2, 47) = 4.665, p =.014]. Το Σχήμα 5, παρακάτω, απεικονίζει την πρόβλεψη της κατεύθυνσης του σωματικού άγχους από κάθε τρόπο αντιμετώπισης. Φαίνεται ότι η «προσέγγιση» προβλέπει 7.6% της διακύμανσης της κατεύθυνσης του σωματικού άγχους, ενώ η αποφυγή το 13.1%. Το πρώτο μέγεθος (7.6%) δεν ξεπέρασε τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας (p =.053), αν και οριακά, ενώ το δεύτερο (13.1%) μπορούμε να πούμε ότι δεν οφειλόταν σε τυχαίους παράγοντες (p =.01). Η κλίση της «προσέγγισης» ήταν (β = 0.048, p =.053), ενώ της αποφυγής (β = 0.109, p =.01) οι οποίες προτείνουν την ύπαρξη θετικής συνάφειας. Δηλαδή, όσο αυξανόταν οι τιμές στην προσέγγιση τόσο μεγάλωναν και οι τιμές του άγχους. Σχήμα 5. Πρόβλεψη της κατεύθυνσης του σωματικού άγχους από τον τρόπο προσέγγισης. σταθμισμένες τιμές για την προσέγγιση και την αποφυγή ήταν 0,318 και 0,365 σε επίπεδο συντελεστή συσχέτισης.

75 74 Επειδή ένας δευτερεύων στόχος αυτού του ερευνητικού ερωτήματος ήταν η σύγκριση μεταξύ των δύο τρόπων αντιμετώπισης, οι δύο «κλίσεις» (slopes) συγκρίθηκαν στατιστικά μεταξύ τους με τη χρήση του t-test σύμφωνα με την παρακάτω εξίσωση: Όπου β 1 και β 2 είναι οι κλίσεις των δύο ανεξάρτητων μεταβλητών και SE 1 και SE 2 τα αντίστοιχα σφάλματα αυτών των κλίσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 κλίσεων [t(48) = p =.19]. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές προβλέψεις σχετικά με την ένταση του γνωστικού και σωματικού άγχους. Συγκεκριμένα, ο γραμμικός συνδυασμός των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους ερμήνευσε μόνο το 1.5% της διακύμανσης της έντασης του γνωστικού άγχους [F(2, 47) = 0.352, p = Μ.Σ] και το 5.1% της έντασης του σωματικού άγχους [F(2, 47) = 1.269, p = Μ.Σ]. Καμιά από αυτές τις προβλέψεις δεν ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας.

76 75 Για την απάντηση του ερωτήματος αν τα άτομα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους θα είναι πιο επιρρεπή στην ψυχολογική κατάρρευση (όπως αυτή εκφράζεται με μειώσεις στην απόδοση), σε σχέση με τα άτομα που χρησιμοποιούν την αποφυγή ως τρόπο αντιμετώπισης του άγχους, χρησιμοποιήθηκε η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης με τη διαφορά της επίδοσης να αποτελεί την εξαρτημένη μεταβλητή και τις προσεγγίσεις (προσέγγιση-αποφυγή) τις ανεξάρτητες μεταβλητές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προσέγγιση ερμήνευσε το 35.2% της διακύμανσης της απόδοσης αναδεικνύοντας τη θετική συνάφεια αυτής της μεταβλητής με την απόδοση (β = 0.217, p <.001). Επειδή όμως η παλινδρομική εξίσωση ήταν ως εξής: Υ = βχ+α, =,217 +(-7.546) Η ύπαρξη αρνητικής σταθεράς (-7.546) υποδηλώνει ότι μεγαλύτερες τιμές της προσέγγισης (approach) συσχετίζονταν με αυξήσεις της απόδοσης όταν αυτή όμως ξεκινά από πολύ χαμηλά επίπεδα. Η αντίστοιχη σχέση μεταξύ αποφυγής και επίδοσης δεν ήταν στατιστικά σημαντική (β = 0.156), παρόλο που πλησίασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας (p =.079). Η προβλεπτική εξίσωση για την αποφυγή ήταν ως εξής: Υ = βχ+α, =.156 +(-4.292) Το Σχήμα 6, απεικονίζει τις προβλεπτικές κλίσεις για κάθε διμεταβλητή σχέση. Σχήμα 6. Πρόβλεψη της απόδοσης ως συνάρτηση του τρόπου αντιμετώπισης του άγχους.

77 76 Επειδή στόχος αυτού του ερευνητικού ερωτήματος ήταν η σύγκριση μεταξύ των δύο τρόπων αντιμετώπισης, οι δύο συντελεστές πρόβλεψης (κλίσεις) συγκρίθηκαν μεταξύ τους με τη χρήση του t-test (Student s T) και σύμφωνα με τον παρακάτω τύπο: όπου β 1 και β 2 είναι οι κλίσεις των δύο ανεξάρτητων μεταβλητών και SE 1 και SE 2 τα σφάλματα αυτών των παραμέτρων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 κλίσεων [t(48) = 0.631, p = Μ.Σ]. Εντούτοις, όπως ειπώθηκε παραπάνω, διαφορές παρατηρήθηκαν αναφορικά με τη δύναμη της πρόβλεψης. Σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας ήταν μόνο η προσέγγιση ως τρόπος αξιολόγησης της πιθανής κατάρρευσης. Η υπόθεση ότι η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση της χρήσης του τρόπου αντιμετώπισης της προσέγγισης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ελέγχθηκε χρησιμοποιώντας το t-test για ανεξάρτητα δείγματα επιβεβαιώνοντας την παραπάνω υπόθεση. Η πειραματική ομάδα παρουσίασε αύξηση της χρήσης αντιμετώπισης της προσέγγισης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου [t(48) = 5.057, p <.001]. Όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα, οι διαφορές μεταξύ των δύο μετρήσεων ήταν μηδαμινές για την ομάδα ελέγχου, σε σχέση με την πειραματική ομάδα (Σχήμα 7). Αναφορικά με την προσέγγιση, η διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων ξεπέρασε τις 10 μονάδες. Καμιά διαφορά δεν παρουσιάστηκε στην αλλαγή τρόπων αντιμετώπισης του άγχους αναφορικά με την αποφυγή αν και η πειραματική ομάδα είχε αυξημένες τιμές (όχι σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σχήμα 7. Διαφορές μεταξύ ομάδων αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους Προσέγγιση Αποφυγή Τρόποι Αντιμετώπισης Πειραματική Ελέγχου

78 77 Σχετικά με την υπόθεση ότι η πειραματική ομάδα θα παρουσιάσει αύξηση της χρήσης αυτοδιαλόγου σε σχέση με την ομάδα ελέγχου χρησιμοποιήθηκε το t-test για ανεξάρτητα δείγματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις δύο ομάδες με την πειραματική ομάδα να έχει αυξημένα επίπεδα αυτοδιαλόγου σε σχέση με την ομάδα ελέγχου [t(48) = 4.051, p <.001]. Σχήμα 8. Διαφορές μεταξύ ομάδων αναφορικά με τη χρήση του αυτοδιαλόγου Αυτοδιάλογος Πειραματική Ελέγχου Όπως γίνεται φανερό από το παραπάνω σχήμα, η αλλαγή στα επίπεδα του αυτοδιαλόγου ήταν «δραματική» στην πειραματική ομάδα, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε, αφού ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του παραμετρικού ελέγχου. Η σχέση των τρόπων αντιμετώπισης του άγχους αναφορικά με την ηλικία και την ομάδα ερευνήθηκε χρησιμοποιώντας την παραγοντική ανάλυση διακύμανσης με την ομάδα (2 επίπεδα) και την ηλικία (2 επίπεδα) να αποτελούν τις δύο ανεξάρτητες μεταβλητές και τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους τις εξαρτημένες. Ο κύριος σκοπός αυτής του παραγοντικού σχήματος 2Χ2 ήταν η διερεύνηση της ύπαρξης αλληλεπίδρασης μεταξύ των μεταβλητών «ομάδα» και «ηλικία». Με άλλα λόγια αν η ηλικία ως μεταβλητή, διαφοροποιεί την σχέση μεταξύ τρόπου αντιμετώπισης του άγχους που παρατηρείται σε κάθε ομάδα. Αρχικά η μεταβλητή «ηλικία» κατηγοριοποιήθηκε σε δύο επίπεδα, δηλαδή άτομα μικρότερα ή ίσα των 14 ετών και άτομα μεγαλύτερα των 14 ετών χρησιμοποιώντας περιγραφικούς δείκτες από την κατανομή της ηλικίας (μέσο όρο και διάμεσο). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ανεξάρτητων μεταβλητών [F(1, 46) = 0.874, p = Μ.Σ] αναφορικά με την προσέγγιση. Το Σχήμα 9

79 78 απεικονίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μεταβλητών η οποία όπως ειπώθηκε και παραπάνω δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Σχήμα 9. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και ηλικίας αναφορικά με την προσέγγιση. Η μόνη στατιστικά σημαντική διαφορά που παρατηρήθηκε ήταν αναφορικά με την κύρια επίδραση της ομάδας με την πειραματική ομάδα να έχει αυξημένες τιμές [F(1, 46) = , p <.001]. Σε σχέση με την αποφυγή, καμία σύγκριση δεν ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας. Δεν υπήρχε δηλαδή στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της ομάδας και της ηλικίας αλλά ούτε και κάποια κύρια επίδραση. Το παρακάτω σχήμα παρουσιάζει αυτή την αλληλεπίδραση η οποία αν και οπτικά αναδεικνύει μια διαφορά στην πειραματική ομάδα, η διαφορά αυτή δεν ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας (Σχήμα 10). Σχήμα 10. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και ηλικίας αναφορικά με την αποφυγή.

80 79 Τέλος χρησιμοποιώντας την παραγοντική ανάλυση της διακύμανσης για τη διερεύνηση πιθανής αλληλεπίδρασης μεταξύ φύλου και ομάδας, αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του άγχους, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και φύλου στην προσέγγιση [F(1, 46) = 0.166, p = Μ.Σ] όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα (Σχήμα 11). Σχήμα 11. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και φύλου αναφορικά με την προσέγγιση. Η ανίχνευση των κυρίων επιδράσεων έδειξε ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου στην προσέγγιση [F(1, 46) = , p <.001]. Καμιά άλλη επίδραση δεν ξεπέρασε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας. Σε σχέση με την αποφυγή, δεν παρουσιάστηκε κανένα στατιστικά σημαντικό εύρημα όπως και σε προηγούμενα ερευνητικά ερωτήματα. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των δύο ανεξάρτητων μεταβλητών. Αν και φαίνεται να υπάρχει μια τάση που να αντικατοπτρίζει διαφορές μεταξύ των

81 80 ομάδων, οι διαφορές αυτές δεν ξεπέρασαν επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας (Σχήμα 12). Σχήμα 12. Αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδας και φύλου αναφορικά με την αποφυγή.

Τρόποι αντιμετώπισης του άγχους και ψυχολογική κατάρρευση σε αθλητές της αντισφαίρισης

Τρόποι αντιμετώπισης του άγχους και ψυχολογική κατάρρευση σε αθλητές της αντισφαίρισης ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 19, 3-16 2008 Ε.Α.Ψ. Τρόποι αντιμετώπισης του άγχους και ψυχολογική κατάρρευση σε αθλητές της αντισφαίρισης Μαρία Παυλίδου και Γεώργιος Δογάνης Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αναμόρφωση Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών του Τ.Ε.Φ.Α.Α. Π.Θ. - Αυτεπιστασία ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό

Διαβάστε περισσότερα

Παράγοντες που ευθύνονται για τους τραυµατισµούς ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό

Παράγοντες που ευθύνονται για τους τραυµατισµούς ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό Μάριος Γούδας ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρώτο ερευνητικό

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ονοματεπώνυμο Κεντούλλα Πέτρου Αριθμός Φοιτητικής Ταυτότητας 2008761539 Κύπρος

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής. Άγχος, Στρες, Διέγερση

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής. Άγχος, Στρες, Διέγερση ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 6η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΕΣ & ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρία των στόχων. θεωρία στόχων - Καθορισµός. Αρχές της θεωρίας των στόχων. Θέµα διάλεξης4. Θεωρία στόχων. Επιδράσεις στην απόδοση

Θεωρία των στόχων. θεωρία στόχων - Καθορισµός. Αρχές της θεωρίας των στόχων. Θέµα διάλεξης4. Θεωρία στόχων. Επιδράσεις στην απόδοση ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης4 Καθορισµός στόχων στον Αθλητισµό Μάριος Γούδας ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ Θεωρία στόχων -

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ 208, Διάλεξη 12 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ Τι είναι αθλητική ψυχολογία; Η αθλητική ψυχολογία μελετάει τους αθλητές, την συμπεριφορά τους και εφαρμόζει στην πράξη τις γνώσεις αυτές. Οι ψυχολογικές δεξιότητες στον αθλητισμό,

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρία απόδοσης Γνωστικές διαδικασίες

Θεωρία απόδοσης Γνωστικές διαδικασίες ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 5 Απόδοση Αιτιών & Αυτοαποτελεσµατικότητα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή Μάριος Γούδας

Διαβάστε περισσότερα

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Διατήρηση η της αθλητικής απόδοσης 710: 8 η Διάλεξη Μιχαλοπούλου Μαρία Ph.D. Περιεχόμενο της διάλεξης αυτής αποτελούν: Αγωνιστικός αθλητισμός

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα διάλεξης. Καθορισμός στόχων στον Αθλητισμό. Ζουρμπάνος Νίκος PhD

Θέμα διάλεξης. Καθορισμός στόχων στον Αθλητισμό. Ζουρμπάνος Νίκος PhD Θέμα διάλεξης Καθορισμός στόχων στον Αθλητισμό Ζουρμπάνος Νίκος PhD Θεωρία των στόχων Σημασία της στον αθλητισμό η θεωρία των στόχων είναι μια σύγχρονη και δημοφιλής θεωρία κινήτρων σε χώρους επίτευξης

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόµενα ιάλεξης Ψυχολογικές δεξιότητες: ιαχείριση Άγχους

Περιεχόµενα ιάλεξης Ψυχολογικές δεξιότητες: ιαχείριση Άγχους Περιεχόµενα ιάλεξης Ψυχολογικές δεξιότητες: ιαχείριση Άγχους Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Ορισµοί: Στρες & άγχος Επίδρασή του στην απόδοση Ιδέες για τη διαχείρισης άγχους Συνοπτικές

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 1η. Εξάσκηση και αξιολόγηση ψυχολογικών δεξιοτήτων

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 1η. Εξάσκηση και αξιολόγηση ψυχολογικών δεξιοτήτων ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 1η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ - ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ; Να παρακολουθούν ή όχι οι γονείς τους επίσημους αγώνες;

ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ - ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ; Να παρακολουθούν ή όχι οι γονείς τους επίσημους αγώνες; ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ - ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ; Να παρακολουθούν ή όχι οι γονείς τους επίσημους αγώνες; Οι αλματώδεις πρόοδοι συνήθως αποδίδονται από τους γονείς στο ταλέντο και τα εξαιρετικά προσόντα

Διαβάστε περισσότερα

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω: Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής Διάλεξη 1 Θετική Ανάπτυξη μέσω της Φυσικής Αγωγής και του Παιδικού Αθλητισμού Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης Τι εννοούμε με τον όρο Θετική Ανάπτυξη Φυσική Αγωγή, Παιδικός Αθλητισμός

Διαβάστε περισσότερα

Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό!

Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό! Επιμέλεια-μετάφραση: Αλέξανδρος Νικολόπουλος, Ph.D. Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό! Πόσο ψυχολογικά προετοιμασμένος μπορεί να είστε πριν από έναν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1. Κριτήρια Επιλογής Θέματος キ キ キ キ ενδιαφέρον απόκτηση γνώσεων και πληροφοριών διαμόρφωση απόψεων για το θέμα φιλομάθεια για τη ψυχολογία των αθλητών 2. Τίτλος της έρευνας Η ψυχολογία

Διαβάστε περισσότερα

Ερµηνεία του «καψίµατος» Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών. καταπόνησης. Μάριος Γούδας ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Ερµηνεία του «καψίµατος» Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών. καταπόνησης. Μάριος Γούδας ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών Μάριος Γούδας ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ Ορισµοί

Διαβάστε περισσότερα

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΜΙΑ

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΜΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Μεταπτυχιακή διατριβή ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΜΙΑ Ανδρούλα Γιαπάνη Λεμεσός, Φεβρουάριος 2018 0 i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2 Πρόλογος x Πρόλογος ελληνικής έκδοσης xiv Ευχαριστίες 1 xiii Θεμέλια της αθλητικής ψυχολογίας 1 Κεφάλαιο 1 Αθλητική ψυχολογία: επιστήμη και επάγγελμα 3 Ορισμός της ψυχολογίας της άσκησης και του αθλητισμού

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 5ο μάθημα Διδάσκουσα Δήμητρα Ιορδάνογλου ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΡΕΣ Διεθνές Εθνικό Οργανισμού Πανεπιστημίου Διαπροσωπικό Ατομικό ΜΕΡΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΑΓΧΟΣ: Ένας "μη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. Φοινίκη Αλεξάνδρου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. Φοινίκη Αλεξάνδρου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ Φοινίκη Αλεξάνδρου Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΕΜΠΕΤΣΟΣ Ph.D.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΕΜΠΕΤΣΟΣ Ph.D. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΕΜΠΕΤΣΟΣ Ph.D. ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ Προσοχή είναι η διαδικασία που κατευθύνει την πρόσληψη πληροφοριών καθώς αυτές φτάνουν στις αισθήσεις μας. Μέσω των αισθήσεων μας δεχόμαστε πληροφορίες από το

Διαβάστε περισσότερα

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ Θέματα που θα μελετηθούν Ψυχολογικοί παράγοντες και οφέλη που σχετίζονται με την άσκηση των ατόμων με κινητικές ιδιαιτερότητες, Ψυχολογικές

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής

Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής Ερωτήσεις Αθλητικής Ψυχολογίας Σχολή Προπονητών Γυμναστικής 1. Το ερευνητικό αντικείμενο της αθλητικής ψυχολογίας έχει (α) ψυχοφυσιολογική κατεύθυνση (β) γνωστικο-συμπεριφορική κατεύθυνση (γ) κοινωνικο-ψυχολογική

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Γεωργίου Μύρια Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Αθλητική Ψυχολογία Σχολή Προπονητών ΕΟΧ 2014 ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ στο σπίτι

Αθλητική Ψυχολογία Σχολή Προπονητών ΕΟΧ 2014 ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ στο σπίτι Αθλητική Ψυχολογία Σχολή Προπονητών ΕΟΧ 2014 ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ στο σπίτι Αριθμός Μητρώου Υποψήφιου Προπονητή/ριας:... Η εξέταση αξιολογείται στις 100 μονάδες Α. Ερωτήσεις Σωστό Λάθος Κυκλώστε ή κοκκινείστε

Διαβάστε περισσότερα

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς Γνωστικοί & συναισθηματικοί παράγοντες Γνωστική Ψυχική ευεξία λειτουργία Υγεία & fittness

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας A. Montgomery Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας Καρολίνα Δουλουγέρη, ΜSc Υποψ. Διαδάκτωρ Σήμερα Αναζήτηση βιβλιογραφίας Επιλογή μεθοδολογίας Ερευνητικός σχεδιασμός Εγκυρότητα και αξιοπιστία

Διαβάστε περισσότερα

Προγράμματα Ψυχολογικής Προετοιμασίας: Θεωρία, έννοιες και εφαρμογές. Νεκτάριος Α. Σταύρου Αθλητικός Ψυχολόγος

Προγράμματα Ψυχολογικής Προετοιμασίας: Θεωρία, έννοιες και εφαρμογές. Νεκτάριος Α. Σταύρου Αθλητικός Ψυχολόγος Προγράμματα Ψυχολογικής Προετοιμασίας: Θεωρία, έννοιες και εφαρμογές Νεκτάριος Α. Σταύρου Αθλητικός Ψυχολόγος Εισαγωγή Στο πλαίσιο του σύγχρονου αθλητισμού, τόσο οι προπονητές, όσο και οι αθλητές, αναγνωρίζουν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ Σ. ΛΑΠΠΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ποιες είναι οι ψυχολογικές Ο όρος «Εξάσκηση Ψυχολογικών Δεξιοτήτων» χρησιμοποιείται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

1. Σκοπός της έρευνας

1. Σκοπός της έρευνας Στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων πιστοποίησης ελληνομάθειας 1. Σκοπός της έρευνας Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι κυριότατα πρακτικός. Η εξέταση των δεκτικών/αντιληπτικών

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ.

Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ. Ψυχολογική Προετοιμασία Αθλητών Τσορμπατζούδης Χαράλαμπος ΤΕΦΑΑ-Α.Π.Θ. Προσοχή - Συγκέντρωση Η συγκέντρωση αναφέρεται στην ικανότητα συνειδητής κατεύθυνσης της προσοχής σε ένα συγκεκριμένο μέρος του πεδίου

Διαβάστε περισσότερα

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Κωνσταντίνα Χατζηκαλλή Λεμεσός, Ιούνιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα διάλεξης. Αντιµετώπιση Αντίξοων καταστάσεων. Άσκηση 1: Αναγνωρίστε συγκεκριµένες αντιξοότητες: Αντίξοες καταστάσεις στον αγώνα

Θέµατα διάλεξης. Αντιµετώπιση Αντίξοων καταστάσεων. Άσκηση 1: Αναγνωρίστε συγκεκριµένες αντιξοότητες: Αντίξοες καταστάσεις στον αγώνα Θέµατα διάλεξης Αντιµετώπιση Αντίξοων καταστάσεων Αντιξοότητες & Αντιµετώπιση: Ορισµοί Άσκηση 1 Κατηγορίες και υποκατηγορίες τρόπων Άσκηση 2 Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Παναγιώτα Παπαϊωάννου Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί» Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους Η αυτοεικόνα μας «σχηματίζεται» ως ένα σχετικά σταθερό

Διαβάστε περισσότερα

αθλητισµό Παρακίνηση για επίτευξη Περιβάλλον επίτευξης Θεωρία ανάγκης για επίτευξη Παρακίνηση για επίτευξη στον αθλητισµό και στη φυσική αγωγή

αθλητισµό Παρακίνηση για επίτευξη Περιβάλλον επίτευξης Θεωρία ανάγκης για επίτευξη Παρακίνηση για επίτευξη στον αθλητισµό και στη φυσική αγωγή ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 3 Παρακίνηση για επίτευξη στον αθλητισµό και στη φυσική αγωγή Μάριος Γούδας Τι µας παρακινεί

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ. ΜΚ208, Διάλεξη 5η. Αυτοπεποίθηση ΓΟΥΔΑΣ ΜΑΡΙΟΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ. ΜΚ208, Διάλεξη 5η. Αυτοπεποίθηση ΓΟΥΔΑΣ ΜΑΡΙΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 5η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Ηγεσία στον αθλητισµό. Μάριος Γούδας. Χαρακτηριστικά. Θέµα διάλεξης 6. πετυχηµένος ή αποτελεσµατικός προπονητής; ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Ηγεσία στον αθλητισµό. Μάριος Γούδας. Χαρακτηριστικά. Θέµα διάλεξης 6. πετυχηµένος ή αποτελεσµατικός προπονητής; ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 6 Ηγεσία στον αθλητισµό Μάριος Γούδας ορισµοί ο ρόλος του προπονητή - πετυχηµένος αποτελεσµατικός

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα διάλεξης. Τεχνική Καθορισµού Στόχων Αθλητών και Αθλητριών. Τι είναι οι στόχοι; Τα παρακάτω είναι στόχοι; Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ (Martens, 1987)

Θέµατα διάλεξης. Τεχνική Καθορισµού Στόχων Αθλητών και Αθλητριών. Τι είναι οι στόχοι; Τα παρακάτω είναι στόχοι; Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ (Martens, 1987) Θέµατα διάλεξης Τεχνική Καθορισµού Στόχων Αθλητών και Αθλητριών Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Τι είναι οι στόχοι; Σηµαντικότητα στόχων Αρχές καθορισµού στόχων Πρακτικές οδηγίες

Διαβάστε περισσότερα

Οι γνώμες είναι πολλές

Οι γνώμες είναι πολλές Η Ψυχολογία στη Φυσική Αγωγή στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος ΚασταμονίτηςΚωνσταντίνος Ψυχολόγος Οι γνώμες είναι πολλές Πολλές είναι οι γνώμες στο τι προσφέρει τελικά ο αθλητισμός στην παιδική ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή (ΑΜ), την οποία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΤΟ ΚΑΠΜΝΙΣΜΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ Κατσαρής Γιάγκος Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ Πολύ συχνά, τα άτομα, παρατηρώντας τους άλλους, εντοπίζουν υπερβολές και ακρότητες στις συμπεριφορές τους. Παρατηρούν υπερβολές στους χώρους της εργασίας.

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Η Σχολή Καλαθοσφαίρισης Γ Κατηγορίας είναι η βασική Σχολή για τη θεμελίωση των απαραίτητων προσόντων για την άσκηση του

Διαβάστε περισσότερα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών 4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα

Διαβάστε περισσότερα

Προ-αγωνιστικές Ρουτίνες: Σχεδιασµός &Εφαρµογές. Νίκος Ζουρµπάνος, Ph.D. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Προ-αγωνιστικές Ρουτίνες: Σχεδιασµός &Εφαρµογές. Νίκος Ζουρµπάνος, Ph.D. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Προ-αγωνιστικές Ρουτίνες: Σχεδιασµός &Εφαρµογές Νίκος Ζουρµπάνος, Ph.D. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Περιεχόµενα Διάλεξης 1. Τι είναι, πότε χρησιµοποιούνται; 2. Πως λειτουργούν; 3. Σχεδιασµός ρουτίνας: Τι περιέχει

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Άντρια Πολυκάρπου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης 1 Μέρη της Έρευνας Περιγραφική στατιστική Πολυδιάστατη στατιστική Σχέσεις μεταξύ μεταβλητών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Διπλωματική Εργασία Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ ΣΤΟΧΟΥ ΣΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΣΕ ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αξιοποίηση και διατήρηση των Νέων αθλητών

Αξιοποίηση και διατήρηση των Νέων αθλητών Αξιοποίηση και διατήρηση των Νέων αθλητών ΞΕΝΙΑ ΑΡΓΕΙΤΑΚΗ, PhD Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, Παν. Αθηνών Αναπλ. Ταμίας του ΣΕΓΑΣ Σύγχρονη προσέγγιση Οι νέοι στον αθλητισμό ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ 35% ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ 65% Σύγχρονη προσέγγιση

Διαβάστε περισσότερα

Προσοχή και αυτοσυγκέντρωση

Προσοχή και αυτοσυγκέντρωση ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 7η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Καλώς ήρθατε στο Newsletter Αθλητικής Ψυχολογίας του ιστότοπου

Καλώς ήρθατε στο Newsletter Αθλητικής Ψυχολογίας του ιστότοπου Καλώς ήρθατε στο Newsletter Αθλητικής Ψυχολογίας του ιστότοπου www.psychologyonline.gr! Μαζί µε τις καλύτερες ευχές µας για ένα αγωνιστικά επιτυχηµένο καλοκαίρι και τις πιο ξεκούραστες διακοπές, σε αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόµενα ιάλεξης. Ψυχολογικές δεξιότητες: Αυτοπεποίηθηση. Σωκράτης & µαθητής. Κανένας µεγάλος αθλητής, αθλήτρια ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ

Περιεχόµενα ιάλεξης. Ψυχολογικές δεξιότητες: Αυτοπεποίηθηση. Σωκράτης & µαθητής. Κανένας µεγάλος αθλητής, αθλήτρια ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ Περιεχόµενα ιάλεξης Ψυχολογικές δεξιότητες: Αυτοπεποίηθηση Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Ορισµοί Περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Νίκος Ζουρμπάνος PhD. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Νίκος Ζουρμπάνος PhD. ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Νίκος Ζουρμπάνος PhD ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Η σημαντικότητα της αθλητικής ψυχολογίας Εκεί [στον αγώνα], οι άλλοι, οι θεατές, οι προπονητές, οι αθλητές, παίζουν όλοι το δικό τους παιχνίδι. Εσύ πρέπει να συγκεντρωθείς

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ ΝΑΟΥΣΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014

ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ ΝΑΟΥΣΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ ΝΑΟΥΣΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 Μούλελης Ηλίας Καθηγητής Φ.Α. Δευτεροβάθμιας εκπσης Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Προπονητικής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Προπονητής Χιονοδρομίας Τεχνικός

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 3η Νοερή απεικόνιση

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 3η Νοερή απεικόνιση ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 3η Νοερή απεικόνιση ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.)

Διαβάστε περισσότερα

Ανταγωνισμός & Συνεργασία στον Παιδικό Αθλητισμό και στη Φυσική Αγωγή

Ανταγωνισμός & Συνεργασία στον Παιδικό Αθλητισμό και στη Φυσική Αγωγή Ανταγωνισμός & Συνεργασία στον Παιδικό Αθλητισμό και στη Φυσική Αγωγή Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ 208 Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης Ορισμοί Ο ανταγωνισμός ως διαδικασία Ανταγωνισμός vs Συνεργασία & Επίδοση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας εναλλακτικών και συμπληρωματικών τεχνικών στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε άτομα με καρκίνο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Ο ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΓΟΝΙΔΙΟΥ BRCA1 ΚΑΙ BRCA2. Βασούλλα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΙΘΑΝΕΣ

ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΙΘΑΝΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 4 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ & ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Σε μία από τις πρώτες ενέργειες που πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

19/11/2007. Ορισμοί. Υπερπροπόνηση & Κάψιμο. Πως φτάνουν στο κάψιμο; Μοντέλο καψίματος αθλητών και αθλητριών (Silva 1990) Στυλιανή «Ανή» Χρόνη, Ph.D.

19/11/2007. Ορισμοί. Υπερπροπόνηση & Κάψιμο. Πως φτάνουν στο κάψιμο; Μοντέλο καψίματος αθλητών και αθλητριών (Silva 1990) Στυλιανή «Ανή» Χρόνη, Ph.D. Υπερπροπόνηση & Κάψιμο Στυλιανή «Ανή» Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΤΕΦΑΑ 2007-2008 Ορισμοί Υπερπροπόνηση: (overtraining) Μη φυσιολογική επιβάρυνση (σε διάρκεια ή ένταση) του προγράμματος

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή εργασία. Ελένη Κυριάκου

Πτυχιακή εργασία. Ελένη Κυριάκου Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία Βιοδιάσπαση Ιοντικών Υγρών σε Διαφορετικές Θερμοκρασίες από τον Sphingomonas sp. VITPTHJ Ελένη Κυριάκου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Κίνητρα για συµµετοχή στα σπορ. Θέµα διάλεξης Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Κίνητρα για συµµετοχή στα σπορ. Θέµα διάλεξης Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης Εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα στον Αθλητισµό και στη Φυσική Αγωγή Μάριος Γούδας ΙΑΛΕΞΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Καθορισμός στόχων στη φυσική αγωγή

Καθορισμός στόχων στη φυσική αγωγή ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 8η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ» ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΑΡΟΥΣ ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. της Αικατερίνης Μανιουδάκη

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ» ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΑΡΟΥΣ ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. της Αικατερίνης Μανιουδάκη ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ» ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΑΡΟΥΣ ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ της Αικατερίνης Μανιουδάκη Μεταπτυχιακή Διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ο εαυτός ως αντικείμενο συνειδητής σκέψης αποτελεί κεντρικό θέμα διερεύνησης από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Η άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας και τις

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόµενα ιάλεξης. Προφίλ εξιοτήτων. Τι είναι τι κάνει ;

Περιεχόµενα ιάλεξης. Προφίλ εξιοτήτων. Τι είναι τι κάνει ; Περιεχόµενα ιάλεξης Προφίλ εξιοτήτων Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα Τι είναι τα αγωνιστικό προφίλ Παρουσίαση προφίλ δεξιοτήτων (Gould, 16; Taylor, ) Παράγοντες που εξετάζονται Άσκηση:

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι φόβος και τι φοβια;

Τι είναι φόβος και τι φοβια; ΦΟΒΟΙ - ΦΟΒΙΕΣ Τι είναι φόβος και τι φοβια; Φόβος: η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται απέναντι σε πραγματικό κίνδυνο, ή απειλή. Φοβία: ο επίμονος φόβος που παγιδεύει το άτομο περιορίζοντας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Η έννοια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ EΠEAEK Αναμόρφωση του Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών του ΤΕΦΑΑ - Αυτεπιστασία Αναπτυξιακή Ψυχολογία Ειρήνη Δερμιτζάκη -Μάριος Γούδας Διάλεξη 9: To παιχνίδι ως αναπτυξιακή διαδικασία ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής

Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 9η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία»

Προσωπικότητα και Άσκηση. 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία» Προσωπικότητα και Άσκηση 2η διάλεξη «Άσκηση & Ψυχική Υγεία» Θέματα που θα μελετηθούν Προσεγγίσεις της προσωπικότητας Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και άσκηση Συμπεριφορά τύπου Α Ζωηρή αίσθηση αναζήτησης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη θετικών στάσεων προς τη Φυσική Αγωγή

Ανάπτυξη θετικών στάσεων προς τη Φυσική Αγωγή ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ208, Διάλεξη 10η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΑΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΑΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών & Διαχείρισης Περιβάλλοντος Μεταπτυχιακή διατριβή ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΑΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Γαλάτεια

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ Α>

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ Α> ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ Α> Διπλωματική Εργασία ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΝΤΙΞΟΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ: ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ Τρικιώνης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Λέξεις κλειδιά: Υγεία και συμπεριφορές υγείας, χρήση, ψυχότροπες ουσίες, κοινωνικό κεφάλαιο.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Λέξεις κλειδιά: Υγεία και συμπεριφορές υγείας, χρήση, ψυχότροπες ουσίες, κοινωνικό κεφάλαιο. Α.Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ Σ.Ε.Υ.Π. ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Τίτλος: «Χρήση ψυχοτρόπων ουσιών από μαθητές Α Λυκείου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Ηρακλείου και ο ρόλος του Κοινωνικού

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΛΕΪ Η μάθηση μιας κίνησης είναι το σύνολο των εσωτερικών

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Οδηγός Εκπόνησης Μεταπτυχιακής Εργασία ς Βασικά Σημεία Καθορισμός Θέματος Επιλογή Επιβλέποντα Πρωτογενή

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

«Escape: Μια εκπαιδευτική Αθλητική Πρόκληση για την

«Escape: Μια εκπαιδευτική Αθλητική Πρόκληση για την Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστήμιου Πατρών Πρόγραμμα Αγωγής Σταδιοδρομίας «Escape: Μια εκπαιδευτική Αθλητική Πρόκληση για την ενίσχυση της αυτογνωσίας των μαθητών». ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΗΣ ΑΓΩΝΩΝ ΔΡΟΜΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος Ονοματεπώνυμο: Αρτέμης Παναγιώτου Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας Κρίστια Κυριάκου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ,ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ Της Κρίστιας Κυριάκου ii Έντυπο έγκρισης Παρουσιάστηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ:ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΖΑΓΚΟΥ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ:ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΖΑΓΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ:ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΖΑΓΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΥΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV Στυλιανού Στυλιανή Λευκωσία 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΒΛΑΣΤΗΣΗ (ΜΑΤΘΑΙΟΥ) !"Τίτλος διερεύνησης: Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το πόσο γρήγορα θα βλαστήσουν τα σπέρματα των οσπρίων.

ΒΛΑΣΤΗΣΗ (ΜΑΤΘΑΙΟΥ) !Τίτλος διερεύνησης: Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το πόσο γρήγορα θα βλαστήσουν τα σπέρματα των οσπρίων. ΒΛΑΣΤΗΣΗ (ΜΑΤΘΑΙΟΥ)!"Τίτλος διερεύνησης: Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το πόσο γρήγορα θα βλαστήσουν τα σπέρματα των οσπρίων.!"σύντομη περιγραφή διερεύνησης: Στη διερεύνησή μας μετρήθηκε ο χρόνος που χρειάστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστικές δοµές και συναίσθηµα Ειδικές Πηγές: Το φαινόµενο πολυπλοκότητας ακρότητας (Linville, 1982)

Γνωστικές δοµές και συναίσθηµα Ειδικές Πηγές: Το φαινόµενο πολυπλοκότητας ακρότητας (Linville, 1982) 91 στόχους µας και εποµένως δεν µας προκαλείται διέγερση και ούτε έντονο συναίσθηµα («σε συµπαθώ, αλλά δεν είµαι ερωτευµένος µαζί σου»). Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση του «µαζί δεν κάνουµε και χώρια δεν

Διαβάστε περισσότερα

Μάριος Γούδας. Ηθική ανάπτυξη και εκπαίδευση. Θέµα διάλεξης 10 Ηθική ανάπτυξη στον αθλητισµό. αναφορά σχετικών παραδειγµάτων αθλητών, µαθητών

Μάριος Γούδας. Ηθική ανάπτυξη και εκπαίδευση. Θέµα διάλεξης 10 Ηθική ανάπτυξη στον αθλητισµό. αναφορά σχετικών παραδειγµάτων αθλητών, µαθητών ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 10 Ηθική ανάπτυξη στον αθλητισµό Μάριος Γούδας Ηθική ανάπτυξη - ορισµοί - ηθική ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση Έφηβοι και αυτοεκτίμηση Με τον όρο αυτοεκτίμηση εννοούμε τον βαθμό στον οποίο εκτιμούμε, σεβόμαστε αλλά και αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι. Με λίγα και απλά λόγια, είναι η εσωτερική αντίληψη που

Διαβάστε περισσότερα