ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Τομέας Λιβαδοπονίας και Άγριας Πανίδας Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Σχέση μεταξύ συστήματος εκτροφής βοσκόντων ζώων και ερημοποίησης σε μεσογειακά λιβαδικά τοπία ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος Α.Π.Θ., MSc. Θεσσαλονίκη, 2013

2 Εξεταστική Επιτροπή Παπαναστάσης Β.Π., Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Ομ. Καθηγητής, Επιβλέπων Ισπικούδης Ι., Αναπλ. Καθηγητής, Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας Γήτας Ι., Αναπλ.Καθηγητής, Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης Καρτέρης Μ., Καθηγητής, Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης Στεφανίδης Π., Καθηγητής, Εργαστήριο Διευθετήσεως Ορεινών Υδάτων Σταματέλλος Γ., Αναπλ. Καθηγητής, Εργαστήριο Δασικής Βιομετρίας Γιακουλάκη Μ.Δ., Επίκουρη Καθηγήτρια, Εργαστήριο Δασικών Βοσκοτόπων ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2013

3 ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI SCHOOL OF FORESTRY AND NATURAL ENVIRONMENT Department of Range Science and Wildlife Fresh Water Fisheries Laboratory of Rangeland Ecology PhD THESIS Βreeding system of grazing animals and its relation to desertification in Μediterranean pastoral landscapes CHRISTAKIS EVANGELOU Graduate in Forestry and Natural Environment AUTH, MSc.

4 Board of Examiners Papanastasis V.P, Emeritus Professor, Laboratory of Rangeland Ecology, Supervisor Ispikoudis I., Associate Professor, Laboratory of Rangeland Ecology Gitas Ι., Associate Professor, Laboratory of Forest Management and Remote Sensing Karteris M., Professor, Laboratory of Forest Management and Remote Sensing Panagiotis S., Professor, Laboratory of Mountainous Water Management and Control Stamatellos G. Associate Professor, Laboratory of Forests Biometry Yiakoulaki M.D, Assistant Professor, Laboratory of Range Management Thessaloniki, 2013

5 Υποβλήθηκε στη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 25 Ιουνίου 2013

6 Χριστάκης Κ. Ευαγγέλου Α.Π.Θ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΒΟΣΚΟΝΤΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΤΟΠΙΑ «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως»

7 Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή εκπονήθηκε με Υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ) Ελλάδος. Μεταπτυχιακές Υποτροφίες Εσωτερικού Σπουδές Μεταπτυχιακού Επιπέδου Β Κύκλου (Διδακτορικό Δίπλωμα) Αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Σύστημα επιτήρησης για την εκτίμηση και παρακολούθηση της ερημοποίησης» (DeSurvey, Contract no. GOCE-CT )

8 The State Scholarship Foundation (I.K.Y) granted this PhD thesis The research is part of the European research project DeSurvey «A Surveillance System for Assessing and Monitoring of Desertification» (DeSurvey, Contract no. GOCE-CT )

9 Ευχαριστίες Η παρούσα διδακτορική διατριβή εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, κατά τη χρονική περίοδο Τμήμα της έρευνας πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του ερευνητικού Ευρωπαϊκού Προγράμματος DeSurvey «Σύστημα επιτήρησης για την εκτίμηση και παρακολούθηση της ερημοποίησης» (Contract no. GOCE-CT ). Για την περάτωση των διδακτορικών μου σπουδών, σημαντική ήταν η οικονομική στήριξη που μου παρείχε, ως Υπότροφου Εσωτερικού, το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ) για το Ακαδημαϊκό Έτος , ως συνέχεια της υποτροφίας που είχα πάρει για την περάτωση των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Θα ήθελα λοιπόν να εκφράσω στο προσωπικό του Ιδρύματος την απεριόριστη ευγνωμοσύνη μου. Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες στον επιβλέποντα μου ομότιμο καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, κ. Παπαναστάση Βασίλειο, για την αμέριστη υπομονή, την εμπιστοσύνη που μου έχει δείξει τόσα χρόνια, για τη δυνατότητα συμμετοχής μου σε ερευνητικά προγράμματα και για τη βοήθεια του, η οποία ήταν καθοριστική στην περάτωση της διατριβής μου. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα μέλη της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Ισπικούδη Ιωάννη και τον επίκουρο καθηγητή κ Γήτα Ιωάννη, για την πολύτιμη βοήθεια και καθοδήγηση που μου παρείχαν καθ όλη τη διάρκεια των διδακτορικών μου σπουδών. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να αποδώσω στην επίκουρη καθηγήτρια κα. Γιακουλάκη Μαρία για τη συνδρομή της στη μελέτη της συμπεριφοράς των αιγοπροβάτων. Επίσης στα υπόλοιπα μέλη της εφταμελούς επιτροπής, τους καθηγητές κ. Καρτέρη Μιχάλη και κ. Στεφανίδη Παναγιώτη και τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Σταματέλλο Γεώργιο για την πολύτιμη βοήθεια και συμβουλές τους. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα μέλη του Εργαστηρίου Λιβαδικής Οικολογίας και ιδίως τους φίλους και συνεργάτες Δημήτρη Χουβαρδά, Κώστα Μαντζανά, Άννα Σιδηροπούλου, Μαρία Παπαδημητρίου, Ευριπίδη Τσατσιάδη, Χρύσα Καρακώστα, Δήμητρα Ράπτη, Καψάλη Δημήτριο, Ισπικούδη Στέφανο, Μαρία Σιάργκα, για τη στήριξη και για τη συμμετοχή τους στις μετρήσεις πεδίου, για τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί αλλά και για την ανοχή τους στις στιγμές έντασης. Επίσης

10 θα ήθελα να ευχαριστήσω για τη συμμετοχή τους στην παρακολούθηση των αιγοπροβάτων, τους Κύπριους συναδέλφους Κωνσταντίνο, Χρήστο, Χρύσανθο και Δημήτρη. Κατά τη διάρκεια της διδακτορικής διατριβής, λόγω της πολυπλοκότητας της έρευνας χρειάστηκε η συνδρομή και άλλων Εργαστηρίων. Ευχαριστώ λοιπόν τα μέλη του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπισης για το υλικό που μου παρείχε και κυρίως τους κ. Καρυδά Χρήστο, Δημητρακόπουλο Κωνσταντίνο και Οικονομάκη Νίκο, για τις επισημάνσεις και υποδείξεις τους. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον επικ. καθ. κ. Γιώργο Μαλλίνη (Δ.Π.Θ) για τη σημαντική βοήθεια στην ταξινόμηση της δορυφορικής εικόνας. Το Εργαστήριο Δασικών Βοσκοτόπων για τις χρήσιμες πληροφορίες που μου παρείχαν. Το Εργαστήριο Διευθετήσεως Ορεινών Υδάτων και ιδίως τη Δρ. Φανή Τζιαφτάνη για τα υδρολογικά δεδομένα της περιοχής έρευνας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω το κ. Μιχάλη Βραχνάκη, επίκουρο καθηγητή στο ΤΕΙ Λάρισας, για τη βοήθεια και τις στοχευμένες παρατηρήσεις του, όποτε του τις ζήτησα. Για την αναγνώριση φυτών, την επίκουρο Καθηγήτρια Ελένη Ελευθεριάδου και τον κ. Φωτιάδη Γεώργιο, διδάκτορα του Εργαστηρίου Δασικής Βοτανικής. Επίσης τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης για την παραχώρηση των δεδομένων και ιδίως την κα. Ιωάννα Χρυσαφίδου, την κα Χρυσούλα Ζάχου και τον κ. Αργύρη Τζεζέκη. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στη σύζυγό μου, στους γονείς και στα αδέλφια μου, στους οποίους και αφιερώνω τη διδακτορική μου διατριβή σαν ελάχιστο φόρο τιμής, για τη στήριξη τους και την υπομονή που έδειξαν τόσα χρόνια.

11 Αφιερωμένο στη σύζυγό μου Ελένη, στους γονείς μου και στα αδέρφια μου.

12 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚΤΡΟΦΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ Γενικά Συστήματα εκτροφής Συστήματα εκτροφής και πηγές τροφής ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΖΩΩΝ ΣΤΗ ΒΟΣΚΗΣΗ Διασπορά των αγροτικών ζώων στο χώρο Συμπεριφορά των αγροτικών ζώων ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΒΟΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΓΡΩΝ Φυσικά λιβάδια Βοσκόμενες γεωργικές καλλιέργειες ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ Υποβάθμιση της γης και ερημοποίηση Βόσκηση και ερημοποίηση Επιδράσεις της βόσκησης στη βλάστηση και στο έδαφος ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Τηλεπισκόπηση και επεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Προέλευση και προεπεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Συγχώνευση και ταξινόμηση δορυφορικών δεδομένων ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΚΛΙΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΔΑΦΟΣ Γεωλογία Βάθος εδάφους Διάβρωση και ερημοποίηση ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΒΛΑΣΤΗΣΗ

13 3.7. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΖΩΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ Συλλογή στατιστικών δεδομένων Συλλογή απογραφικών δεδομένων (Ερωτηματολόγιο) ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΑΙΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΩΝ Καταγραφή της ημερήσιας διαδρομής των κοπαδιών Μετρήσεις των δραστηριοτήτων των αιγών και προβάτων ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΕ ΛΙΒΑΔΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΦΥΣΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Επιλογή δορυφορικών εικόνων Προεπεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Ραδιομετρική προεπεξεργασία Γεωμετρική προεπεξεργασία Συγχώνευση δορυφορικών δεδομένων Ψηφιακή ταξινόμηση δορυφορικής εικόνας Βιοφυσικά δεδομένα και ΓΣΠ Φυσιογραφικά δεδομένα Δραστηριότητες και διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης Αναγωγή βοσκήσιμης ύλης στο χώρο ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Έλεγχος δεδομένων Ανάλυση διακύμανσης - ANOVA Μη παραμετρικός έλεγχος Εκτίμηση ξηρού βάρους βιομάζας Εκτίμηση της ακρίβειας της ταξινόμησης Ανάλυση παλινδρόμησης Χωρικά στατιστικά λιβαδιών ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ Ζωϊκό κεφάλαιο Επιδοτήσεις αιγοπροβάτων Διατροφή των ζώων

14 Ζωική παραγωγή ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΙΓΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΩΝ Διαδρομές κοπαδιών στα λιβάδια και αγρούς Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγοπροβάτων Εποχιακές μεταβολές δραστηριοτήτων Δραστηριότητες ζώων σε διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης Εποχιακές μεταβολές τροφικών προτιμήσεων των αιγοπροβάτων ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΒΟΣΚΟΜΕΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ Κάλυψη βλάστησης Σύνθεση βλάστησης Ύψος βλάστησης Βάρος υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΒΙΟΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Χαρτογράφηση περιοχής έρευνας- κάλυψη/χρήσεις γης Ταξινόμηση εικόνας Φυσιογραφικά χαρακτηριστικά Κλίση πλαγιάς Έκθεση πλαγιάς ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ Ρόλος φυσιογραφικών παραγόντων και βλάστησης Γυμνό έδαφος Κλίση της πλαγιάς Έκθεση της πλαγιάς Βλάστηση Ρόλος της εποχής βόσκησης και του είδους του ζώου ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΒΟΣΚΟΜΕΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΒΙΟΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

15 Κατάλογος πινάκων Πίνακας 2.1. Έρευνες σχετικές με τη συμπεριφορά και τη διασπορά των αγροτικών ζώων Πίνακας 2.2. Χαρακτηριστικά χωρικής και χρονικής κλίμακας που παρατηρούνται σε μια περίοδο βόσκησης (feeding bout). Προσαρμογή Baily et al. (1996) Πίνακας 3.1. Κατανομή βασικών κατηγοριών χρήσης γης (εκτ.) για την ΤΚ Ασκού.. 85 Πίνακας 3.2. Ζωϊκό κεφάλαιο για την περίοδο στην κοινότητα Ασκού Πίνακας 4.1. Ρυθμίσεις ΕΓΣΑ 87 για το GPS Garmin GPSMAPCSx Πίνακας 4.2. Κατανομή των πειραματικών επιφανειών ανά χρήση γης και εποχή Πίνακας 4.3. Μεταβλητές ανάλυσης συμμεταβολής Πίνακας 5.1. Κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων το Πίνακας 5.2. Διάρθρωση κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων βοοειδών για το Πίνακας 5.3. Ποσότητα ζωοτροφών (χλγρ./ημέρα) που χορηγούνταν στις αίγες και στα πρόβατα σε παραγωγικά και μη ζώα στη διάρκεια του έτους Πίνακας 5.4. Ποσοστιαία (%) αναλογία του σιτηρεσίου των αιγοπροβάτων ανά εκμετάλλευση (χονδροειδείς και συμπυκνωμένες) και θρεπτική αξία σε ΟΑΟ (%) Πίνακας 5.5. Διαχωρισμός των ζώων σε παραγωγικά και μη ανά εκμετάλλευση στην περιοχή έρευνας Πίνακας 5.6. Γαλακτοπαραγωγή (χλγρ./ζώο/ημέρα) παραγωγικών αιγών και προβάτων στη διάρκεια του έτους Πίνακας 5.7 Χαρακτηριστικά των ημερήσιων διαδρομών των κοπαδιών αιγών και προβάτων στις βοσκόμενες εκτάσεις, στις τρεις εποχές του έτους Πίνακας 5.8. Κατανομή των δεκάλεπτων παρατηρήσεων δραστηριότητας των αιγοπροβάτων ανά χρήση γης και είδος ζώου στις τρεις εποχές του έτους Πίνακας 5.9. Χρόνος (λεπτά) που διέθεσαν τα αιγοπρόβατα ανά κοπάδι και ημέρα κατανεμημένος στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή και είδος ζώου

16 Πίνακας Ποσοστό (%) χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα συνολικά στις διάφορες δραστηριότητες εποχιακά Πίνακας Ποσοστό (%) χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα κατά μέσο όρο, στις διάφορες δραστηριότητες, ανεξάρτητα της εποχής Πίνακας Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή και πηγή βοσκήσιμης ύλης Πίνακας Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα συνολικά στις διάφορες δραστηριότητες ανά πηγή βοσκήσιμης ύλης μέσα στο έτος Πίνακας Κατανομή του χρόνου βόσκησης (λεπτά) των αιγοπροβάτων ανά κοπάδι και ημέρα στις διάφορες κατηγορίες βλάστησης ανά εποχή και είδος ζώου Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) για κάθε κατηγορία βλάστησης στις τρεις εποχές του έτους ανεξάρτητα από το είδος του ζώου Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) για κάθε κατηγορία βλάστησης από τα δύο είδη ζώων ανεξάρτητα από τις εποχές Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) σε κάθε κατηγορία βλάστησης από τα δύο είδη ζώων κατά την καλοκαιρινή περίοδο Πίνακας Μέσος όρος κάλυψης εδάφους (%) ανά λιβαδικό τύπο και εποχή Πίνακας Μέσοι όροι της κάλυψης εδάφους (%) ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας Πίνακας Μέσοι όροι με τα τυπικά τους σφάλματα (σε παρένθεση) της ποσοστιαίας συμμετοχής των διάφορων κατηγοριών φυτών στη σύνθεση της βλάστησης ανά εποχή και τύπο λιβαδιών Πίνακας Μέσοι όροι με τα τυπικά τους σφάλματα (σε παρένθεση) της ποσοστιαίας συμμετοχής (%) των διάφορων κατηγοριών στη σύνθεση της βλάστησης ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας και εποχή Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου και μέσου ύψους βλάστησης (ξυλώδους και ποώδους) ανά τύπο λιβαδιού και εποχή

17 Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου και μέσου ύψους ποώδους βλάστησης ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου, μέσου ύψους και τα τυπικά σφάλματα (σε παρένθεση) της ξυλώδους βλάστησης σε φυτοφράχτη και της καλαμιάς σε σιτηρά το καλοκαίρι Πίνακας Μέσοι όροι υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης στα λιβάδια ανά εποχή Πίνακας Βοσκήσιμη ύλη (ξυλώδης και ποώδης) αναγόμενη δορυφορικά σε όλη την περιοχή μελέτης κατά τύπο λιβαδιού και εποχή Πίνακας Μέσος όρος βοσκήσιμης ύλης (χλγρ./στρ.) επιφανειών στα λιβάδια στο πεδίο και στη δορυφορική εικόνα Πίνακας Μέσοι όροι της υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης στις γεωργικές καλλιέργειες Πίνακας Κατανομή των εκτάσεων της περιοχής έρευνας ανά χρήση/κάλυψη γης (Οπτική φωτοερμηνεία και ψηφιοποίηση IKONOS 2007) Πίνακας Μέσος όρος ποσοστού κάλυψης επιφανειών στα φυσικά λιβάδια στο πεδίο και στη δορυφορική εικόνα Πίνακας Μήτρα σφαλμάτων ταξινόμησης ξυλώδους, ποώδους βλάστησης, μη βλάστησης και σκιάς Πίνακας Δείκτης διαχωριστικότητας (Jeffries Matusita απόστασης) των φασματικών υπογραφών της ταξινόμησης (5 δίαυλοι) Πίνακας Κατανομή της έκτασης (εκτ.) της περιοχής έρευνας σε κλάσεις κλίσεων Πίνακας Κατανομή της έκτασης (εκτ.) της περιοχής έρευνας με βάση την έκθεση Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και είδος ζώου

18 Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με το είδος ζώου το καλοκαίρι Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης της πλαγιάς (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης της πλαγιάς (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και ποσοστού (%) της έκθεσης της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και του ποσοστού (%) της έκθεσης της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ξυλώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ποώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της βοσκήσιμης ύλης (γρ/τ.μ) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή ανεξάρτητα είδους ζώου Πίνακας Χωρικά στατιστικά των λιβαδιών στα οποία κινήθηκαν εποχιακά τα κοπάδια αιγοπροβάτων ανεξαρτήτου είδους ζώου Πίνακας Χωρικά στατιστικά των λιβαδιών στα οποία κινήθηκαν τα κοπάδια αιγοπροβάτων ανεξαρτήτου εποχής Πίνακας Π1. Ύψος κατακρημνισμάτων (χλσ.) Μ.Σ. Λαχανά

19 Πίνακας Π2. Μέση θερμοκρασία αέρος Μ.Σ Λαχανά ( 0 C) Πίνακας Π3. Ύψος κατακρημνισμάτων (χλσ.) Μ.Σ. Ξυλούπουλης Πίνακας Π4. Μέση θερμοκρασία αέρος Μ.Σ Ξυλούπολης ( 0 C) Πίνακας Π5. Εύρος τιμών του χλωρού βάρους της υπέργειας βιομάζας στα λιβάδια και η σχέση του με το ξηρό βάρος Πίνακας Π6. Εύρος τιμών του χλωρού βάρους της υπέργειας βιομάζας στις γεωργικές καλλιέργειες και η σχέση του με το ξηρό βάρος Πίνακας Π7. Εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων που έλαβαν εξισωτική αποζημίωση για το 2005 στην Τ.Κ Ασκού Πίνακας Π8. Εκμεταλλεύσεις που τα ζώα τους έλαβαν την κατά κεφαλή πριμοδότηση για το Πίνακας Π9. Κατάλογος φυτικών ειδών σε θαμνολίβαδα ανά εποχή Πίνακας Π10. Κατάλογος φυτικών ειδών ανά εποχή σε δασολίβαδα Πίνακας Π11. Κατάλογος φυτικών ειδών σε ποολίβαδα ανά εποχή Πίνακας Π12. Κατάλογος φυτικών ειδών ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας Πίνακας Π.13 Εξισώσεις μεταξύ χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π14. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με το είδος ζώου το καλοκαίρι (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π15. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης(%) της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3)

20 Πίνακας Π16. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης (%) της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π17. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και του ποσοστού συμμετοχής (%) της κάθε έκθεσης στην πλαγιά (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π18. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και του ποσοστού συμμετοχής (%) της κάθε έκθεσης στην πλαγιά (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π19. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ξυλώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π20. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ποώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π21. Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της βοσκήσιμης ύλης (γρ/τ.μ) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή ανεξάρτητα είδους ζώου (Παρουσιάζονται εξισώσεις μη στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) και με R 2 >0,3) Πίνακας Π22. Χωρικά στατιστικά των λιβαδιών στα οποία κινήθηκαν εποχιακά τα κοπάδια αιγών και προβάτων, ανά εποχή, είδος ζώου και διαδρομή

21 Κατάλογος εικόνων Εικόνα 3.1. Προσανατολιστικός χάρτης περιοχής έρευνας Εικόνα 3.2. Τρισδιάστατο Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους της ευρύτερης περιοχής (Προσαρμογή: Ευαγγέλου 2005) Εικόνα 3.3. Ομβροθερμικό διάγραμμα Λαχανά και Ξυλούπολης (Πηγή: ΙΔΕ 2012) Εικόνα 3.4. Γεωλογικός χάρτης περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Ι.Γ.Μ.Ε ).. 80 Εικόνα 3.5. Βάθος εδάφους της περιοχής έρευνας Εικόνα 3.6. Δείκτης διάβρωσης στην ευρύτερη περιοχή της Επαρχίας Λαγκαδά (Προσαρμογή: Roder 2005) Εικόνα 3.7. Χάρτης χαραδρωτικής διάβρωσης της περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Υπουργείο Γεωργίας ) Εικόνα 3.8. Εκτίμηση της ευαισθησίας της περιοχής έρευνας στην ερημοποίηση Εικόνα 3.9. Υδρογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Στεφανίδης 2008) Εικόνα Κάλυψη της βλάστησης από δορυφορικές εικόνες Landsat ( ) (Προσαρμογή: Roder 2005) Εικόνα Καθεστώς προστασίας στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Βόλβης Εικόνα 4.1. Στάδια έρευνας Εικόνα 4.2. Πειραματικά ζώα σημαδεμένα με έντονο χρώμα Εικόνα 4.3. Θέσεις πειραματικών επιφανειών ανά εποχή Εικόνα 4.4. Οριοθέτηση πειραματικών επιφανειών με κάθετες τομές μετροταινίας Εικόνα 4.5. Μέτρηση κάλυψης της βλάστησης με τη μέθοδο της τομής Εικόνα 4.6. Οριοθέτηση πλαισίων για τις μετρήσεις της υπέργειας βιομάζας, ζύγιση βιομάζας και οπτική εκτίμηση (δεξιά κάτω) Εικόνα 4.7. Όρια περιοχής μελέτης και διαθεσιμότητα δορυφορικών εικόνων IKONOS

22 Εικόνα Επίγεια σημεία ελέγχου (κόκκινο) για την εφαρμογή της μετατροπής «Rubber Sheeting» και σημεία αξιολόγησης ακρίβειας (κίτρινο) Εικόνα.4.9. Έγχρωμη πολυφασματική εικόνα IKONOS διακριτικής ικανότητας 4 μέτρων πριν (Α) και μετά (Β & Γ) την αφαίρεση της «γαλάζιας θολούρας». Πανχρωματική εικόνα (Δ) διακριτικής ικανότητας 1 μέτρου. Αποτέλεσμα της συγχώνευσης δεδομένων με τη μέθοδο Gram-Schmidt (Ε) Εικόνα Συλλογή υπογραφών των κατηγοριών επιβλεπόμενης ταξινόμησης Εικόνα Παράδειγμα χωρικής ανάλυσης της δραστηριότητας των ζώων με ζώνες σε κοπάδι προβάτων χειμερινής διαδρομής («σταθμός» σε διάκενο θαμνολίβαδου) Εικόνα Παράδειγμα χωρικής αποτύπωσης των ζωνών κίνησης των κοπαδιών προβάτων στα λιβάδια, με την κλίση και τη βλάστηση (ξυλώδης-ποώδης) Εικόνα Παράδειγμα χωρικής αποτύπωσης των ζωνών κίνησης των κοπαδιών αιγών στα λιβάδια, με την κλίση και τη βλάστηση (ξυλώδης-ποώδης) Εικόνα 5.1. Επιδοτήσεις ανά ενήλικο ζώο στις εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων διαφορετικού μεγέθους εκμεταλλεύσεων Εικόνα 5.2. Ετήσιο πρόγραμμα διατροφής των αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής έρευνας Εικόνα 5.3. Ετήσιο πρόγραμμα διατροφής των προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής έρευνας Εικόνα 5.4. Διακύμανση της γαλακτοπαραγωγής αιγών και προβάτων κατά μέσο όρο, σε χλγρ. ανά ζώο και αντίστοιχη χορηγούμενη ζωοτροφή (χονδροειδής & συμπυκνωμένη) σε μηνιαία βάση Εικόνα 5.5. Χάρτης διαδρομών των κοπαδιών αιγών και προβάτων στην περιοχή έρευνας Εικόνα 5.6. Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες (αριστερά) και τα πρόβατα (δεξιά) ανά ώρα στις κυριότερες δραστηριότητες στις 3 εποχές του έτους Εικόνα 5.7. Χάρτης χρήσεων/κάλυψης γης της περιοχής έρευνας

23 Εικόνα 5.8. Χαρακτηριστικές εικόνες φυσικών λιβαδιών της περιοχής έρευνας Εικόνα 5.9. Χαρακτηριστικές εικόνες βοσκόμενων αγρών της περιοχής έρευνας Εικόνα Χαρακτηριστικές εικόνες λοιπών εκτάσεων στην περιοχή έρευνας Εικόνα Χαρακτηριστικές εικόνες έργων υποδομής στην περιοχή έρευνας Εικόνα Εναπόθεση δειγματοληπτικών επιφανειών του πεδίου κατά την περίοδο της άνοιξης (Α) του καλοκαιριού (Κ) και του χειμώνα (Χ) με την ταξινόμηση. 170 Εικόνα Ταξινόμηση εικόνας IKONOS με τους δίαυλους ορατού φάσματος (μπλε, πράσινο και ερυθρό), υπέρυθρου και του δείκτη NDVI (σε λιβάδια) Εικόνα Χάρτης κλίσεων στην περιοχή έρευνας Εικόνα Χάρτης εκθέσεων στην περιοχή έρευνας Εικόνα Χωρική αποτύπωση της ημερήσιας ζώνης κίνησης των ζώων στα λιβάδια κατά εποχή και είδους ζώου

24 Περίληψη Η κτηνοτροφία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου, αλλά η αλόγιστη εφαρμογή της αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες της ερημοποίησης των μεσογειακών λιβαδιών. Παρόλα αυτά, οι επιπτώσεις του συστήματος εκτροφής των αγροτικών ζώων στα μεσογειακά λιβάδια δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της χωρικής και χρονικής μεταβολής της βόσκησης, στα πλαίσια του συστήματος εκτροφής των αγροτικών ζώων, και η σχέση τους με τις διαδικασίες εκείνες που οδηγούν στην υποβάθμιση και ερημοποίηση των μεσογειακών λιβαδικών τοπίων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην κοινότητα Ασκού (N. Θεσσαλονίκης), μια περιοχή με έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Για την εκπλήρωση του σκοπού έγινε καταγραφή του συστήματος εκτροφής σε τρεις εποχές στις οποίες παρουσιάζει σαφείς μεταβολές: άνοιξη και καλοκαίρι 2007, χειμώνας Επιπλέον λήφθηκαν στοιχεία της συμπεριφοράς των αιγοπροβάτων κατά τη διάρκεια της βόσκησης στα λιβάδια και στους αγρούς. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν οι διαδρομές των κοπαδιών στο τοπίο, οι δραστηριότητες τους (βόσκηση, μετακίνηση, μηρυκασμός, στάση και ανάπαυση) και οι τροφικές προτιμήσεις τους σε ξυλώδη είδη, αγρωστώδη, πλατύφυλλες πόες, και υπολείμματα σιτηρών. Κατά την κίνηση των κοπαδιών καταγράφονταν οι διαφορετικές πηγές τροφής από λιβάδια (θαμνολίβαδα, δασολίβαδα, ποολίβαδα) ή αγρούς (γρασίδια, καλαμιές, αγραναπαύσεις) και μετρήθηκαν χαρακτηριστικά της βλάστησης (κάλυψη, σύνθεση, ύψος, υπέργεια βιομάζα και βοσκήσιμη ύλη). Στη συνέχεια έγινε λεπτομερής χαρτογράφηση των διαφορετικών τύπων χρήσεων γης (land use types), χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες υψηλής ευκρίνειας IKONOS, ενώ δια μέσου της διαδικασίας της επιβλεπόμενης ταξινόμησης (supervised classification) διαχωρίστηκε η βλάστηση (σε ποώδη και ξυλώδη) και το γυμνό έδαφος. Με τα στοιχεία αυτά, έγινε αναγωγή της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης στο χώρο με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Τέλος, οι επιπτώσεις του συστήματος εκτροφής στην ερημοποίηση έγινε με τεχνικές χωρικής ανάλυσης (spatial analysis), σχετίζοντας το χρόνο βόσκησης και μετακίνησης των ζώων με χαρακτηριστικά της βλάστησης και της τοπογραφίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το σύστημα εκτροφής που ασκούταν στα αιγοπρόβατα ήταν το ποιμνιακό, μη μετακινούμενο. Τα ζώα 13

25 στήριζαν τη διατροφή τους στη βοσκήσιμη ύλη των λιβαδιών και των γεωργικών καλλιεργειών, παραμένοντας σε αυτά 5-12 ώρες/ημέρα και διανύοντας αποστάσεις 6-13 χλμ./ημέρα. Οι αίγες γενικά διένυαν μεγαλύτερες αποστάσεις από τα πρόβατα. Τα λιβάδια παρείχαν τις κύριες πηγές βόσκησης, τόσο των αιγών, όσο και των προβάτων, αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι τα ζώα αφιέρωναν περίπου το 1/3 και 1/2 του χρόνου τους αντίστοιχα σε αγρούς. Επιπλέον γινόταν εκτεταμένη χορήγηση ζωοτροφών στα πρόβατα (μέχρι 2 χλγ./ημέρα/ζώο) και τις αίγες (μέχρι 1 χλγ./ημέρα/ζώο). Η βόσκηση ήταν η επικρατέστερη δραστηριότητα (18,1% έως 63,6%) και ακολουθούσε η μετακίνηση (21,6% έως 38,9%) και η στάση (6,1% έως 58,9%). Οι δραστηριότητες αυτές παρουσίασαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ των τριών εποχών, αλλά και μεταξύ των δύο κύριων πηγών (λιβάδια και αγροί). Μεταξύ των δύο ειδών ζώων, οι αίγες μετακινούνταν περισσότερο (33,5% έως 40,7%) και έβοσκαν σχετικά λιγότερο (35,0% έως 52,2%) σε σχέση με τα πρόβατα (19,4% έως 34,7% και 31,4% έως 66,6% αντίστοιχα). Η τάση αυτή όμως διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εποχή, την πηγή και τον τύπο των βοσκόμενων εκτάσεων. Οι εποχιακές μεταβολές των χαρακτηριστικών του συστήματος εκτροφής επηρέασαν άμεσα το βαθμό επίδρασης των ζώων στην υποβάθμιση και στον κίνδυνο ερημοποίησης των λιβαδιών. Η υποβάθμιση ήταν εντονότερη το χειμώνα και λιγότερο έντονη το καλοκαίρι, ενώ την άνοιξη ήταν πολύ περιορισμένη. Ο χρόνος βόσκησης των αιγών σχετίστηκε θετικά και των προβάτων αρνητικά με το ποσοστό του γυμνού εδάφους το χειμώνα και το καλοκαίρι αντίστοιχα. Επιπλέον, η υποβάθμιση την περίοδο αυτή επηρεάστηκε από τη δραστηριοποίηση των αιγοπροβάτων σε περιοχές πιο ευαίσθητες στην ερημοποίηση (νότιες εκθέσεις, απότομες κλίσεις). Το καλοκαίρι, η υποβάθμιση των λιβαδιών εντοπίστηκε κυρίως κοντά σε θέσεις συγκέντρωσης ζώων (θέσεις σκίασης και ποτίστρες), ιδιαίτερα σε περιοχές που χρησιμοποιούνταν περισσότερο από πρόβατα παρά αίγες. Παρόλα αυτά, το σύστημα εκτροφής δε φαίνεται να προκαλεί γενικευμένη ερημοποίηση στην περιοχή έρευνας, προφανώς γιατί έχει μετατραπεί σε ημιεντατικό με την εκτεταμένη χρήση συμπληρωματικών ζωοτροφών, περιορίζοντας έτσι το χρόνο βόσκησης στα λιβάδια και την εντονότερη αξιοποίηση της βοσκήσιμης ύλης. Λέξεις κλειδιά: λιβάδια, μικρά μηρυκαστικά, δραστηριότητες βόσκησης, συμπεριφορά βόσκησης, πηγές διατροφής, διαδρομές κοπαδιών, GPS, IKONOS. 14

26 Summary Livestock husbandry is one of the major rural economic activities, but its irrational implementation is one of the major causes of desertification in Mediterranean rangelands. However, the impact of the breeding system in Mediterranean rangelands has not been adequately studied. The purpose of this research was to investigate the spatial and temporal variation of grazing, within the breeding system, and their relation to those processes that lead to degradation and desertification in Mediterranean pastoral landscapes. The research was conducted in the community of Askos (Prefecture of Thessaloniki, northern Greece), an area with intense livestock activity. To fulfill the purpose of the research, the breeding system was recorded in three seasons, which show clear differentiation: spring and summer 2007, winter Additional data were obtained concerning the behavior of sheep during grazing in the rangelands and fields. Specifically, flocks tracks in the landscape, their activities (feeding, moving, ruminating, standing and laying) and diet selection in woody species, grasses, forbs and cereal stubble were monitored. During the movement of flocks the different feeding resources, provided by rangelands (shrublands, silvopastorals, grasslands) or fields (medows, cereal stubble, fallows), were recorded and vegetation characteristics (i.e. cover, composition, height, aboveground biomass and forage material) were measured. A detailed mapping of different land use types, using high resolution satellite images (IKONOS) was produced, and through the process of supervised classification the vegetation (herbaceous and woody) and bare ground were separated. With these data and with the help of GIS, the reduction of the spatial distribution of available forage material was modeled. Finally, the impact of the breeding system on desertification was achieved by using spatial analysis techniques and by relating grazing time and animal movement with the characteristics of vegetation and topography. The results showed that the breeding system used for raising sheep and goats, was the flock-like, nonremovable, one. Rangelands and agricultural crops supported animals by providing them their feeding resources; animals used to remain 5-12 hours/day and cover a distance of 6-13 km/day. Goats generally travelled greater distances than sheep. Rangelands were the main grazing lands, for goats and sheep as well, but during spring and summer animals were spending approximately 1/3 and 1/2 of their time in fields 15

27 respectively. Additionally, a widespread provision of feedstuffs for sheep (up to 2 kg/day/animal) and goats (up to 1 kg/day/animal) was taking place. Feeding was the predominant activity (18.1% to 63.6%), followed by moving (21.6% to 38.9%) and standing (6.1% to 58.9%). These activities showed statistically significant differences (P 0.05) between the three seasons, and between the two main land types (rangelands and fields). Between animal species, goats moved more (33.5% to 40.7%) and fed less (35.0% to 52.2%) than sheep (19.4 to 34.7% and 31.4% and 66.6%, respectively).this trend has been varied depending on the season, the source and type of grazing land. Seasonal changes in the characteristics of the breeding system directly adjusted the animal impact on degradation and desertification risk of rangelands. The decline was more pronounced in winter and less intense in summer, while spring was very limited. Goats grazing time was associated positively, while sheep negatively, with the percentage of bare ground in winter and summer respectively. Moreover during this period, the degradation was influenced by the activation of sheep in areas more vulnerable to desertification (southern exposure sites, steep slopes). In summer, the degradation of rangelands was mainly detected in animal gathering sites (shading shelters and watering points), especially in areas used mostly by sheep than goats. However, the breeding system does not seem to cause extensive desertification in the study area, apparently because the system has turned into a semi-intensive, with the extensive use of supplementary feeding, thus limiting the grazing time in the rangelands and the intensive utilization of forage material. Key words: rangelands, small ruminants, grazing activities, grazing behavior, forage resources, flock routes, GPS, IKONOS. 16

28 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η κτηνοτροφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ανθρώπου, αφού ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τα αγροτικά ζώα για την παραγωγή ζωικών προϊόντων και για να καλλιεργήσει τη γη του. Αναμφισβήτητα, η κτηνοτροφική δραστηριότητα ήταν και θα είναι μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου, οι οποίες συντελούν στη διαμόρφωση του μεσογειακού τοπίου. Στο πέρασμα των χρόνων, ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο διαβιούσε και τα διαθέσιμα μέσα που είχε, ο άνθρωπος επινόησε διάφορα συστήματα εκτροφής. Τα παραδοσιακά αυτά συστήματα παρέμειναν αμετάβλητα για πολλούς αιώνες ή οι αλλαγές σε αυτά ήταν πάρα πολύ μικρές. Οι κτηνοτρόφοι μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειες τους, γνωστοί και ως νομάδες, μετακινούνταν από μέρος σε μέρος σε όλη την Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια, χωρίς να έχουν ένα μόνιμο μέρος διαμονής, αξιοποιώντας κάθε περιοχή για τόσο χρονικό διάστημα, όσο επέτρεπε η διαθέσιμη βλάστηση και το νερό για να συντηρήσουν τα ζώα τους. Το σύστημα αυτό, γνωστό και ως «νομαδισμός», εγκαταλείφθηκε εδώ και πολλά χρόνια, για να επικρατήσει η παραλλαγή του ημινομαδικού ή μετακινούμενου συστήματος. Οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους αποκτούν πλέον μια μόνιμη βάση, αλλά εξακολουθούν να μετακινούνται με συγκεκριμένες διαδρομές, ακολουθώντας τον αυξητικό κύκλο της βλάστησης και εναλλάσσοντας τη βόσκηση μεταξύ θερινών και χειμερινών λιβαδιών (Ζυγογιάννης 2006, Ispikoudis et al. 2004). Τα τελευταία όμως χρόνια υπήρξαν έντονες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, ιδίως στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, με τη συνεχή αύξηση των αναγκών για ζωικά προϊόντα, αλλά και την ταυτόχρονη μείωση του γεωργικού πληθυσμού. Η μικρή οικονομική απόδοση των παραδοσιακών συστημάτων, αλλά και η κοινωνική τους απόρριψη οδήγησαν στη συρρίκνωση τους (Wainwright and Thornes 2004). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή σε νέα συστήματα πιο εντατικής εκτροφής, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις (Κατσαούνης και Ζυγογιάννης 1998). Τα συστήματα αυτά είναι προβληματικά για τη χώρα μας, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ευμετάβλητο μεσογειακό κλίμα, με παρατεταμένα ξηρά και θερμά καλοκαίρια, έντονο τοπογραφικό ανάγλυφο και εδάφη οριακής απόδοσης. Από την άλλη μεριά, οι βοσκήσιμοι πόροι της Μεσογείου-άρα και της Ελλάδας-αποτελούνται από μια μεγάλη 17

29 ποικιλία τύπων βλάστησης (Papanastasis and Mansat 1996), οι οποίοι διαμορφώνουν ένα μοναδικό λιβαδικό τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία των αγροτικών ζώων. Σύμφωνα με τον Παπαναστάση (2008α) «Λιβαδικά τοπία είναι ανομοιογενείς εκτάσεις που καλύπτονται από μια ποικιλία φυτοκοινοτήτων, όλες ή οι περισσότερες από τις οποίες βόσκονται από τα αγροτικά ζώα. περιλαμβάνουν περισσότερους από ένα τύπο λιβαδικής βλάστησης διάσπαρτους σε μια συγκεκριμένη περιοχή που χρησιμοποιούνται από ένα ή περισσότερα είδη αγροτικών ζώων. περιλαμβάνουν επίσης την υποδομή που συνδέεται με τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, όπως είναι οι ποτίστρες, οι στάβλοι, οι περιφράξεις, τα υπόστεγα, τα μαντριά, οι δρόμοι προσπέλασης και τα μονοπάτια». Η επίδραση του ανθρώπου στην αλλαγή των χρήσεων γης και στην απώλεια των φυσικών μεσογειακών τοπίων μετατρέποντάς τα σε πιο πυκνά οικοσυστήματα ή σε γεωργικές καλλιέργειες είναι ιδιαίτερα εμφανής τα τελευταία χρόνια (Debussche et al. 1999, Geri et al. 2010, Schulz et al. 2010). Αυτό επηρεάζει τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους για τα βόσκοντα αγροτικά ζώα, παράγοντας καθοριστικός για την εφαρμογή ενός αποδοτικού συστήματος εκτροφής. Η επιβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βοσκήσιμη ύλη, η οποία προέρχεται από τα φυσικά λιβάδια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, η παραγωγή τους δεν επαρκεί, ή δεν είναι διαθέσιμη καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Για να καλύψουν τα ελλείμματα τροφής, οι κτηνοτρόφοι έχουν στραφεί στην αξιοποίηση εναλλακτικών πηγών βοσκήσιμης ύλης, όπως π.χ. είναι οι γεωργικές εκτάσεις (Παπαναστάσης 2009). Για να χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλους αυτούς τους διαθέσιμους πόρους, οι κτηνοτρόφοι έχουν δημιουργήσει συγκεκριμένα μοτίβα διαδρομών, προκειμένου να διασπείρουν τα κοπάδια τους στο λιβαδικό τοπίο (Thornes et al. 2008). Συνήθως, οι βοσκήσιμοι πόροι δεν επαρκούν για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των ζώων σε ετήσια βάση, οπότε οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν και συγκομισμένες ή έτοιμες (από το εμπόριο) ζωοτροφές. Τα τελευταία έτη, γίνεται εκτεταμένη χρήση συμπληρωματικών ζωοτροφών, η οποία οδηγεί σε αδιέξοδο, αφού γίνεται εις βάρος τόσο της οικονομικής επιβίωσης των κτηνοτρόφων, αλλά και της ποιότητας των παραγόμενων ζωικών προϊόντων (Παπαναστάσης και Ισπικούδης 2006). Η εφαρμογή της πρακτικής αυτής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική των επιδοτήσεων και των οικονομικών ενισχύσεων της 18

30 Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες στην ουσία εξασφαλίζουν στους κτηνοτρόφους την αγορά ζωοτροφών (Παπαναστάσης 2009). Η υπερβόσκηση, θεωρείται μία από τις βασικές αιτίες για την υποβάθμιση των μεσογειακών οικοσυστημάτων (Le Houérou 1981, Puigdefabregas and Mendizabal 1998), γιατί συντελεί στη μείωση του φυτοκαλύμματος και κατά συνέπεια, στη διάβρωση του εδάφους. Μάλιστα, ο συνδυασμός της με πυρκαγιές επιτείνει ακόμη πιο πολύ τη διάβρωση στα λιβάδια και οδηγεί στην ερημοποίησή τους (Papanastasis 1998α, Papanastasis 2000). Από την άλλη μεριά, η μη βόσκηση ή υποβόσκηση σε ένα λιβάδι έχει επίσης αρνητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί την εξαφάνιση των ανοικτών οικοσυστημάτων, με την εισβολή θάμνων σε βάρος της ποώδους βλάστησης και την αύξηση της καύσιμης ύλης. Το τελευταίο οδηγεί σε πυρκαγιές με όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες που έχει αυτό στην υποβάθμιση του εδάφους και στη βλάστηση (Papanastasis 2004α, Bernués et al. 2005). Είναι βέβαιο, ότι οι οικονομικές ενισχύσεις με τη μορφή επιδοτήσεων ενισχύουν οικονομικά τους κτηνοτρόφους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και κίνητρο υποβάθμισης της γης, ιδίως στους φτωχούς παραγωγούς, οι οποίοι ωθούνται στη χρήση οριακής απόδοσης περιοχών, αντίθετα με τους πλούσιους παραγωγούς, οι οποίοι επενδύουν στις εισροές π.χ. στην αγορά ζωοτροφών ή ακόμη και στην αγορά ή ενοικίαση αγροτεμαχίων για την εξασφάλιση βοσκήσιμης ύλης υψηλότερης ποιότητας, επιδρώντας έτσι σε μικρότερο βαθμό στην υποβάθμιση της γης (Lorent et al. 2008). Οι Ginguld et al. (1997) αναφέρονται σε κτηνοτρόφους των ορίων «pastoralists of the margins», σύμφωνα με τους οποίους η βόσκηση γίνεται πλέον σε οριακής απόδοσης περιοχές, όπου δεν μπορούν να αναπτυχθούν άλλες αγροτικές δραστηριότητες ή στα όρια αγρών, όπως οι αγραναπαύσεις και τα υπολείμματα σιτηρών. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (UNCCD: United Nations Convention to Combat Desertification), η ερημοποίηση ορίζεται ως η υποβάθμιση γαιών στις ξηρές, ημίξηρες και ξηρές ύφυγρες περιοχές, προκαλούμενη από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (United Nations 1994). Η κτηνοτροφία είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει μια περιοχή στην ερημοποίηση υπό συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Με βάση την Ελληνική 19

31 Επιτροπή κατά της Απερήμωσης (2000), οι απειλούμενες από την ερημοποίηση περιοχές ανέρχονται στο 30% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας. Μεταξύ των παραγόντων που συνηγορούν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι οι ξηροθερμικές συνθήκες σε συνδυασμό με τις μεγάλες κλίσεις, τα αβαθή εδάφη και την πενιχρή βλάστηση, η οποία αδυνατεί να προστατεύσει το έδαφος από τη διάβρωση λόγω της ευαισθησίας της έναντι στην ξηρασία και στον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς (Καραμεσούτη 2011). Από την άλλη μεριά, η κτηνοτροφία αποτελεί μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες της χώρας. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον πρωτογενή τομέα, η διαχείριση και η σωστή αξιοποίηση των λιβαδικών πόρων είναι αδιαμφισβήτητα η μόνη διέξοδος στην ανάπτυξη του κτηνοτροφικού κλάδου της χώρας, δίνοντας έμφαση πλέον στην ποιότητα των παραγόμενων ζωικών προϊόντων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν και κατά πόσο το σύστημα εκτροφής των αγροτικών ζώων, ιδιαίτερα των αιγοπροβάτων, επηρεάζει την υποβάθμιση των λιβαδιών, οδηγώντας έτσι τα μεσογειακά λιβαδικά τοπία στην ερημοποίηση. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της αλληλεπίδρασης της κτηνοτροφίας με το περιβάλλον, συμβάλλοντας έτσι στην ορθολογική διαχείριση των λιβαδικών εκτάσεων και στην άσκηση μιας βιώσιμης κτηνοτροφικής δραστηριότητας, βασισμένης σε φυσικούς ανανεώσιμους πόρους και όχι σε εισαγόμενες ζωοτροφές. 20

32 2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Εκτροφή αγροτικών ζώων Γενικά Η εκτροφή των αγροτικών ζώων αποτελεί μια πολύ παλιά πρακτική στις περιοχές της Μεσογείου η οποία ξεκινάει από τη Νεολιθική εποχή, σχεδόν έτη πριν, όταν εμφανίστηκαν τα πρόβατα, οι αίγες και τα βοοειδή (Papanastasis 1998a). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των βοοειδών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται σε ενώ τα αντίστοιχα ποσά για τα πρόβατα και τις αίγες σε και (Παπαναστάσης 2008β). Η συμμετοχή της κτηνοτροφίας στη γεωργική παραγωγή της Ελλάδας είναι πάρα πολύ σημαντική, κατατάσσοντας την σε μια από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες της χώρας (Hadjigeorgiou et al. 1999). Συγκεκριμένα, το ποσοστό συμμετοχής της ζωικής παραγωγής ανέρχεται στο 23,6% της συνολικής ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από αυτό, το μέρος της παραγωγής που προέρχεται από την αιγοπροβατοτροφία αντιστοιχεί στο 58,7%, ενώ από τα βοοειδή στο 19,2% (Βακάκης 2007). Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν αιγοπροβατοτροφική χώρα, η οποία κατέχει την 5 η θέση στον αριθμό προβάτων ( ) μεταξύ των 14 δυτικοευρωπαϊκών χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την 1 η θέση σε αριθμό αιγών ( ). Αντίθετα, στην κατηγορία των βοοειδών η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία ( ) (Παπαναστάσης 2009). Η παραπάνω σύνθεση του ζωικού κεφαλαίου είναι απόλυτα δικαιολογημένη, δεδομένου ότι στη χώρα μας οι προοπτικές για την ανάπτυξη της βοοτροφίας δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τις κλιματικές (χαμηλές βροχοπτώσεις) και εδαφικές (μικρή παραγωγικότητα εδαφών και ορεινό ανάγλυφο) συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τα βοοειδή, οι συνθήκες αυτές είναι ευνοϊκές για την αιγοπροβατοτροφία. Για αυτό το λόγο, η Ελλάδα είναι ελλειμματική σε προϊόντα, τα οποία προέρχονται από βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις και δεν αρκούν για να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες, με αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες τους, τόσο σε γάλα (33%), αλλά κυρίως σε κρέας (68%) να εισάγονται. Η προβατοτροφία εξασφαλίζει το γάλα, το οποίο αποτελεί το κυριότερο συστατικό για 21

33 την παρασκευή του τυριού τύπου φέτας και φυσικά το πρόβειο κρέας. Στην πρώτη περίπτωση η χώρας μας καλύπτει πλήρως τις ανάγκες της, ενώ σε κρέας κατά 85%. Στα αντίστοιχα προϊόντα (γάλα και κρέας), η αιγοτροφία είναι ικανή για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες (Κιτσοπανίδης 2006). Τέλος, η κτηνοτροφία της χώρας μας χαρακτηρίζεται από μικρές εκμεταλλεύσεις, οικογενειακού τύπου, τόσο στα βοοειδή, όσο και στα αιγοπρόβατα, γεγονός που επηρεάζει την οικονομική βιωσιμότητα τους (Παπαναστάσης 2008β). Οι παράγοντες στους οποίους στηρίζεται σήμερα η κτηνοτροφία της χώρας μας είναι οι φυσικοί πόροι (γεωργική γη, νερό, βοσκότοποι) και το κλίμα. Αυτοί οι δύο παράγοντες μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό αποτελούν τα βασικά στοιχεία της κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Η διαθεσιμότητα των παραπάνω βασικών χαρακτηριστικών, είναι καθοριστική στην επιλογή των μεθόδων εκτροφής των αγροτικών ζώων (Βακάκης 2007). Επίσης σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του τρόπου εκτροφής παίζει και η φυλή των ζώων. Ο Παπαναστάσης (2009) αναφέρει, ότι οι εγχώριες φυλές βοοειδών και αιγοπροβάτων που εκτρέφονταν παραδοσιακά είχαν προσαρμοστεί στις περιβαλλοντικές συνθήκες, οπότε μπορούσαν να αξιοποιήσουν ικανοποιητικά τη βοσκήσιμη ύλη στα λιβάδια. Σήμερα όμως, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη παραγωγή σε γάλα, οι φυλές αυτές έχουν διασταυρωθεί με ξένες βελτιωμένες φυλές. Τα ζώα όμως αυτά δεν μπορούν να αξιοποιήσουν το ίδιο αποτελεσματικά τη βλάστηση των λιβαδιών με τις ντόπιες φυλές Συστήματα εκτροφής Τα συστήματα εκτροφής των αγροτικών ζώων ποικίλλουν και μια σαφής διάκριση δε μπορεί να γίνει, καθώς ανάλογα με τον κάθε ερευνητή, χρησιμοποιούνται διαφορετικές ονομασίες. Στην πλειονότητά τους ταξινομούνται κυρίως με βάση τη μετακίνηση του κοπαδιού, αλλά και με το είδος ζώου, το επίπεδο των εισροών και τη χρήση ή μη των βοσκοτόπων (Κατσαούνης 1980, Κατσαούνης και Ζυγογιάννης 1998, Κατσαούνης 2000, FAO 2001, Vallentine 2001, Ζυγογιάννης 2006, Χατζημηνάογλου 2006, Παπαναστάσης 2009). Τα παραδοσιακά συστήματα εκτροφής είχαν ένα κύριο χαρακτηριστικό, τη συνεχή μετακίνηση των ζώων ανάλογα με τις μεταβολές της βλάστησης. Συγκεκριμένα, οι Ispikoudis et al. (2004) αναφέρουν, ότι πολύ παλιά, οι ομάδες κτηνοτρόφων (π.χ. Σαρακατσάνοι, Βλάχοι κ.λπ. ) εφάρμοζαν το νομαδικό τρόπο εκτροφής στα ζώα τους, στον οποίο τα κοπάδια και οι οικογένειες τους 22

34 (νομάδες) μετακινούνταν από μέρος σε μέρος σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια, χωρίς να έχουν ένα μόνιμο μέρος διαμονής, αξιοποιώντας κάθε περιοχή για όσο χρονικό διάστημα η βλάστηση και το νερό ήταν αρκετά για να συντηρήσουν τα ζώα τους. Το παραπάνω σύστημα έχει εκλείψει εδώ και πολλά χρόνια, για να αντικατασταθεί από ένα τροποποιημένο σύστημα νομαδικού τύπου (ημινομαδικό), καθώς τα κοπάδια ακολουθούν πλέον συγκεκριμένες διαδρομές, ανάλογα με τον αυξητικό κύκλο της βλάστησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κάθετη κίνηση μεταξύ των λιβαδιών στις πεδινές περιοχές ή στους πρόποδες των βουνών (χειμαδιά ή χειμερινά λιβάδια) και αυτών στις κορυφές των βουνών με υψόμετρα υψηλότερα (θέρετρα ή θερινά λιβάδια), όπου βόσκουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα και του καλοκαιριού αντίστοιχα. Το σύστημα αυτό είναι γνωστό και ως μετακινούμενο νομαδικό (transhumance) (Ispikoudis et al. 2004, Ζυγογιάννης 2006, Galanopoulos et al. 2011). Με το σύστημα αυτό, εκτρέφεται μόλις το 5% των αιγών και 7% των προβάτων της χώρας, παρόλο που θεωρείται ως το πλέον οικολογικό σύστημα για την ορθολογική διαχείριση των λιβαδιών. Χαρακτηριστικό της εκτροφής αυτής είναι η μετακίνηση μέσα στο χρόνο, αλλάζοντας ποιμνιοστάσια μεταξύ πεδινών και ορεινών περιοχών, τα οποία όμως βρίσκονται σε διαφορετικά Δημοτικά Διαμερίσματα (Papanastasis 1990, Παπαναστάσης 2009). Η σημασία του μετακινούμενου νομαδικού συστήματος είναι πολύ μεγάλη γιατί εξασφαλίζει την ορθολογική αξιοποίηση των λιβαδιών. Στο παρελθόν, η αξιοποίηση αυτή γινόταν μέσω της παραγωγικής οργάνωσης των κτηνοτρόφων σε τσελιγκάτα (Παπαναστάσης 2009). Δυστυχώς, το σύστημα αυτό μειώνεται συνεχώς και φθίνει, κυρίως γιατί δεν είναι πλέον οικονομικά και κοινωνικά αποδεκτό (Wainwright and Thornes 2004, Pardini and Nori 2011). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν οι Galanopoulos et al. (2011), οι οποίοι μελέτησαν το μετακινούμενο σύστημα που εφαρμόζεται στην αιγοπροβατοτροφία της Δυτ. Μακεδονίας, όπου διαπίστωσαν ότι δεν είναι οικονομικά αποδοτικό, ιδιαίτερα στις μικρότερες εκμεταλλεύσεις. Οι Ginguld et al. (1997) αναφέρουν, ότι με την εξαφάνιση των παραδοσιακών συστημάτων η κτηνοτροφία έχει περιοριστεί σε οριακής απόδοσης εκτάσεις, όπου δε μπορούν να αναπτυχθούν παραγωγικές γεωργικές δραστηριότητες ή σε συμπληρωματική χρήση γεωργικών καλλιεργειών (π.χ. αγραναπαύσεις και υπολείμματα σιτηρών). 23

35 Σήμερα, στην Ελλάδα έχουν επικρατήσει πιο εντατικά συστήματα εκτροφής. Τα βοοειδή, εκτρέφονται στο μεγαλύτερο μέρος τους (77%), με το σύστημα της ελεύθερης βόσκησης, ενώ το υπόλοιπο (23%) με το σύστημα της σταβλισμένης εκτροφής, το οποίο άρχισε στη χώρα μας να ενισχύεται από τη δεκαετία του 80. Με το πρώτο σύστημα εκτρέφονται βοοειδή κρεοπαραγωγικής κατεύθυνσης, ενώ με το δεύτερο οι βελτιωμένες αγελάδες γαλακτοπαραγωγής (Παπαναστάσης 2009). Η κρεοπαραγωγός βοοτροφία παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή της, καθώς επικρατούν μη ευνοϊκές για αυτό τον τομέα εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι οποίες αντανακλώνται στους βοσκότοπους χαμηλής παραγωγικότητας (Βακάκης 2008). Η εκτροφή των αιγοπροβάτων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η διάκριση τους ανάμεσα στις χώρες της νοτίου Ευρώπης ποικίλλει, ανάλογα με το είδος, το σκοπό της παραγωγής και τη χρήση ή μη των βοσκοτόπων (de Rancourt et al. 2006). Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει το ποιμνιακό μη μετακινούμενο σύστημα, με το οποίο εκτρέφεται πάνω από το 80% των αιγοπροβάτων. Το σύστημα αυτό είναι μη νομαδικό, καθώς όλη τη διάρκεια του έτους το κοπάδι παραμένει ή μετακινείται μόνο εντός των διοικητικών ορίων του Δημοτικού Διαμερίσματος που διαμένει ο κτηνοτρόφος. Επίσης, σε ένα μικρό μέρος των αιγοπροβάτων, εφαρμόζεται και το οικόσιτο σύστημα εκτροφής, κυρίως στις αίγες (13%) παρά στα πρόβατα (8%), τα οποία τρέφονται κυρίως με ζωοτροφές, αλλά αναφέρεται σε εκμεταλλεύσεις πολύ μικρού μεγέθους (1-20 ζώα) (Papanastasis 1990, Παπαναστάσης 2009). Εκτός από τη μετακίνηση, η εκτροφή των ζώων χαρακτηρίζεται από το μέγεθος των εισροών (έξοδα) που απαιτούνται για την παραγωγή των ζωικών προϊόντων. Κατά τον Παπαναστάση (2009) διακρίνονται τρία συστήματα παραγωγής, ανάλογα με τα επενδυόμενα κεφάλαια και το κόστος παραγωγής: α) το εκτατικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζει την ποιμνιακή μετακινούμενη εκτροφή (πολύ χαμηλά επενδυόμενα κεφάλαια, το κόστος παραγωγής είναι πολύ χαμηλό, αλλά και η ποσότητα παραγωγής είναι μικρή), β) το εντατικό σύστημα, όταν τα ζώα παραμένουν στο στάβλο ή στη στάνη (πολύ υψηλά επενδυόμενα κεφάλαια, με υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά μεγαλύτερη ποσότητα παραγόμενων προϊόντων), όπως στη σταβλισμένη ή οικόσιτη εκτροφή και γ) το ημιεντατικό, το οποίο παρουσιάζει μια ενδιάμεση κατάσταση των παραπάνω δύο συστημάτων (η διατροφή τους, στηρίζεται τόσο σε λιβάδια, αλλά και σε συγκομισμένες ζωοτροφές) και χαρακτηρίζει την ποιμνιακή μη μετακινούμενη 24

36 εκτροφή. Με το σύστημα αυτό εκτρέφεται ο μεγαλύτερος αριθμός προβάτων και αιγών στη χώρα και αναπτύσσεται κατά 80% και 90% αντίστοιχα σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές (Hadjigeorgiou et al. 1999) Συστήματα εκτροφής και πηγές τροφής Η διατροφή των ζώων και συγκεκριμένα η πηγή (λιβάδια και αγροί ή έτοιμες ζωοτροφές) από την οποία καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες τους για συντήρηση και παραγωγή είναι καθοριστική για το σύστημα εκτροφής που εφαρμόζεται. Για παράδειγμα, οι Γιακουλάκη και συν. (2003) αναφέρουν, ότι το σύστημα εκτροφής των μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης βασίζεται κατά κύριο λόγο στη βόσκηση των ζώων στα φυσικά λιβάδια της περιοχής. Η εκτεταμένη όμως χορήγηση συμπληρωματικής διατροφής, για την εξασφάλιση μεγαλύτερης παραγωγής, έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του συστήματος αυτού σε ημιεντατικό. Για το σύστημα εκτροφής που ακολουθούν τα ζώα δεν ευθύνονται αποκλειστικά οι κτηνοτρόφοι, καθώς επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις οικολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής, οι οποίες στην ουσία προσδιορίζουν τους διαφορετικούς διαθέσιμους πόρους για τροφή των ζώων. Ανάλογα με το βιοκλιματικό χαρακτήρα της περιοχής, η χρήση των λιβαδιών είναι ικανή για να καλύψει τις ανάγκες των ζώων συγκεκριμένες περιόδους το χρόνο. Στις υπόλοιπες περιόδους γίνεται χορήγηση σανού και συμπυκνωμένων ζωοτροφών, η οποία κυμαίνεται από 3 μήνες ετησίως στα πιο ημίξηρα-θερμά κλίματα έως και 5 μήνες στα πιο υγρά και ψυχρά περιβάλλοντα. (Papanastasis 1990). Επίσης, οι διαθέσιμοι πόροι σε μια περιοχή είναι καθοριστικοί για το είδος του ζώου που θα εκτραφεί σε μια περιοχή. Για παράδειγμα, η αύξηση των αιγών στην Επαρχία Λαγκαδά αποδίδεται στην επικράτηση των θαμνολίβαδων πουρναριού (Γιακουλάκη και συν. 2003, Χουβαρδάς 2006). Το γεγονός αυτό είναι αναμενόμενο, αφού τα μηρυκαστικά ζώα παρουσιάζουν σαφείς προτιμήσεις για τα διάφορα είδη βλάστησης. Τα πρόβατα και τα βοοειδή θεωρούνται χορτοφάγα, οπότε μπορεί να αναπτυχθεί η εκτροφή τους, όπου υπάρχουν ποολίβαδα και αραιά θαμνολίβαδα, ενώ οι αίγες παρουσιάζουν μια ενδιάμεση κατάσταση (κλαδοφάγαχορτοφάγα), άρα μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα περιοχές, όπου επικρατεί κυρίως ξυλώδης βλάστηση, όπως τα θαμνολίβαδα (Hofmann 1989). Η επιβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βοσκήσιμη ύλη, η οποία προέρχεται από τα φυσικά λιβάδια. Στις περισσότερες 25

37 περιπτώσεις, όμως, η παραγωγή τους δεν επαρκεί, ή δεν είναι διαθέσιμη καθόλη τη διάρκεια του έτους. Τα ελλείμματα τροφής μπορούν να καλυφθούν με την αξιοποίηση περισσότερων πηγών βοσκήσιμης ύλης, εναλλάσσοντας μεταξύ διαφορετικών φυσικών λιβαδιών (ποολίβαδα, θαμνολίβαδα και δασολίβαδα), βοσκόμενων δασών και αγρών (προσωρινοί λειμώνες, αγραναπαύσεις, υπολείμματα σιτηρών κ.λπ.) (Papanastasis and Masnat 1996, Hadjigeorgiou et al. 2005, Schlecht et al. 2006, Papanastasis et al. 2006, Putfarken et al. 2008, Casasus et al. 2009). Η γνώση των διαθέσιμων πηγών και του ύψους της βοσκήσιμης ύλης μέσα στο έτος είναι καθοριστική, αλλά και υψίστης σημασίας για την εξασφάλιση ενός ορθολογικού σιτηρεσίου για τα αγροτικά ζώα. Η οργάνωση των πόρων αυτών εξασφαλίζει εποχιακή κατανομή της βοσκήσιμης ύλης, ενώ δημιουργεί ένα ευέλικτο σύστημα εκτροφής στις διακυμάνσεις των κλιματικών συνθηκών (Talamucci et al. 1995). Οι Ronchi and Nardone (2003) τονίζουν τις προοπτικές του συνδυασμού της εκτροφής των μικρών μηρυκαστικών με την οργανική γεωργία, η εφαρμογή του οποίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις μειονεκτικές περιοχές της Μεσογείου, αφού θα έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση του περιβάλλοντος, την ορθολογική διαχείριση των πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας των ζωικών προϊόντων. Η αξιοποίηση των παραπάνω πόρων γίνεται μέσω της βόσκησης, η οποία περιλαμβάνει τη διαδικασία με την οποία τα ζώα αποκόπτουν τμήματα ή ολόκληρα φυτά με σκοπό την κάλυψη των αναγκών τους σε τροφή. Λαμβάνουν δηλαδή ενέργεια και θρεπτικά στοιχεία από τη βλάστηση, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπουν σε ζωικά προϊόντα (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Γίνεται αντιληπτό, ότι είναι πολύ σημαντικό τα ζώα να έχουν στη διάθεση τους βοσκήσιμη ύλη, ικανοποιητική τόσο σε ποσότητα, αλλά και σε ποιότητα για να μπορέσουν να δώσουν την επιθυμητή παραγωγή (Νάστης 1995). Οι διαφορετικοί τύποι λιβαδιών στις μεσογειακές περιοχές παρουσιάζουν μια συμπληρωματικότητα στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης. Για παράδειγμα, τα ποολίβαδα παρουσιάζουν μια εποχιακή κατανομή της παραγωγής τους, με δύο χαρακτηριστικά ελλείμματα, του χειμώνα, όταν η ποσότητα είναι πολύ χαμηλή, αλλά υψηλής θρεπτικής αξίας και του θέρους, όταν συμβαίνει το αντίθετο. Οι Skarpetas et al. (2004), μελετώντας την παραγωγή σε ποολίβαδα του Άσκιου όρους διαπίστωσαν, ότι η υπερβόσκηση σε συνδυασμό με τη μείωση της θρεπτικής αξίας των φυτών δεν μπορούσαν να καλύψουν τις θρεπτικές ανάγκες των προβάτων κατά την 26

38 περίοδο του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Τα θαμνολίβαδα και δασολίβαδα μπορούν να παρέχουν συμπληρωματική βοσκήσιμη ύλη τις περιόδους αυτές, αλλά δεν μπορούν να βοσκηθούν από όλα τα είδη των αγροτικών ζώων (Papanastasis and Mansat 1996). Επιπλέον των λιβαδιών, έχει γίνει πλέον πάγια τακτική, ειδικά από τους αιγοπροβατοτρόφους, να οδηγούν τα ζώα τους στους αγρούς και ιδίως σε προσωρινούς λειμώνες την άνοιξη και στα υπολείμματα σιτηρών το καλοκαίρι (Zervas et al. 1996, Γιακουλάκη και συν. 2003, Zarovali et al. 2006). Ειδικά για τους λειμώνες, έχει βρεθεί ότι η βόσκηση στις εκτάσεις αυτές για την εκτροφή των αρνιών, υπό κάποιες προϋποθέσεις και χωρίς χορήγηση ζωοτροφών, είναι εξίσου αποδοτική με την εντατική εκτροφή τους σε στάβλους, χορηγώντας αποκλειστικά ζωοτροφές. Η πρακτική της εκτροφής ζώων με τη βόσκηση σε λειμώνες, έχει το πλεονέκτημα της παραγωγής καλύτερης ποιότητας προϊόντων, ενώ παράλληλα είναι φυσικά, βιολογικά και οικονομικά βιώσιμη (Zervas et al. 1999). Η βόσκηση στα φυσικά λιβάδια και στους αγρούς, είναι ικανή να καλύψει τη συντήρηση των ζώων, ενώ σε πολύ ευνοϊκές κλιματικά περιόδους, για ένα μικρό διάστημα είναι ικανή να καλύψει και τις ανάγκες παραγωγής. Οι συνθήκες όμως αυτές δεν παρατηρούνται συχνά στις μεσογειακές περιοχές, όπου τα ζώα έχουν υψηλές απαιτήσεις σε θρεπτικές ουσίες κατά την παραγωγική περίοδο (εγκυμοσύνη, γαλακτοπαραγωγή). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποφευχθεί η μεγάλη συμμετοχή των έτοιμων συμπυκνωμένων ζωοτροφών στο ημερήσιο σιτηρέσιο των αγροτικών ζώων, αναπληρώνοντας έτσι τις θερμιδικές ανάγκες που έχουν τα ζώα για τη διατροφή τους. Πολλές φορές αυτό γίνεται και πέραν των πραγματικών αναγκών των ζώων, με αποτέλεσμα το αυξημένο κόστος παραγωγής, αλλά και η υποχρησιμοποίηση των φυσικών λιβαδικών πόρων, αφού στην ουσία τα ζώα βγαίνουν για «βόλτα» όταν οδηγούνται σε αυτά για βόσκηση, αντί να τρώνε, απλά περπατάνε καταναλώνοντας έτσι τις θερμίδες που έχουν αποκομίσει από τη διατροφή στη στάνη. Οι Zervas et al. (1996) σε μια συγκριτική μελέτη μεταξύ των διαφορετικών τύπων τροφής που έπαιρναν τα πρόβατα, διαπίστωσαν σε ετήσια βάση, ότι το 26% των απαιτήσεων τους σε ενέργεια καλυπτόταν από χονδροειδείς ζωοτροφές, το 36% από συμπυκνωμένες και μόλις το 38% από τη βόσκηση. Οι παραπάνω αναλογίες δεν ήταν ικανές να αποδώσουν ικανοποιητική παραγωγή σε γάλα, κυρίως το χειμώνα, αξιοποιώντας έτσι το γενετικό δυναμικό των προβάτων, ενώ η βόσκηση μόνο την 27

39 άνοιξη μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των ζώων. Οι Bordi et al. (1994) μελέτησαν τις δραστηριότητες αιγών στις οποίες χορηγήθηκαν ή όχι συμπληρωματικές τροφές και βρήκαν ότι η δραστηριότητα της βόσκησης είχε μειωθεί στις αίγες της δεύτερης κατηγορίας. Oι Κιτσοπανίδης και συν. (2009) αναφέρουν ότι η ποσότητα ζωοτροφής (συμπυκνωμένες και χονδροειδείς) που έδιναν οι κτηνοτρόφοι στην Επαρχία Λαγκαδά, ήταν 40% μεγαλύτερη στις αίγες και 33% στα πρόβατα σε σχέση με το μέσο όρο στο σύνολο της Μακεδονίας, ενώ η απόδοση σε γάλα δεν παρουσίαζε ανάλογη αύξηση (μόλις 21%) ώστε να δικαιολογεί αυτές τις ποσότητες. Είναι φανερό ότι η χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων ζωοτροφών, συνεπάγεται μεγαλύτερη παραγωγή, αλλά αυξάνει και το κόστος παραγωγής, με αρνητικό ή οριακά κερδοφόρο οικονομικό αποτέλεσμα, το οποίο αναγκάζει πολλές φορές τους κτηνοτρόφους να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους ενασχόλησης (Παπαναστάσης 2009). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι το σύστημα εκτροφής, ανάλογα με την περιοχή και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται, είναι δυνατό να παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και μεταβολές, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τη βλάστηση, τη διαθεσιμότητα των διαφορετικών πηγών βοσκήσιμης ύλης, αλλά και τη γνώση της διασποράς της από τον κτηνοτρόφο. Οι μεταβολές αυτές είναι ουσιαστικές στον καθορισμό της επίδρασης των ζώων πάνω στα λιβαδικά οικοσυστήματα, καθώς επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους στη βόσκηση και τη διασπορά τους στο τοπίο. Για τη διασπορά των ζώων στο τοπίο και τη συμπεριφορά τους θα μιλήσουμε στη συνέχεια, ενώ προσδοκούμε στον εντοπισμό των εποχιακών μεταβολών του συστήματος εκτροφής και στον τρόπο επίδρασής του στη βόσκηση Διαδρομές κοπαδιών και συμπεριφορά ζώων στη βόσκηση Η παραγωγή που δίνουν τα ζώα εξαρτάται από την ικανότητα τους να λαμβάνουν τροφή με τη βόσκηση, η οποία ικανοποιεί τις διατροφικές τους ανάγκες για συντήρηση και ανάπτυξη. Αυτό επιτυγχάνεται σε κάποιο βαθμό, ανάλογα με τις αποφάσεις που θα πάρει το ζώο, απαντώντας στο τι και πόσο θα βοσκήσει, διαμορφώνοντας έτσι και την ανάλογη συμπεριφορά στη βόσκηση. Επιπλέον τα ζώα γνωρίζουν που θα κατευθυνθούν για βόσκηση και αυτό επηρεάζεται τόσο από αβιοτικούς (κλίμα, εδαφικά χαρακτηριστικά, τοπογραφία, χαρακτηριστικά του τοπίου, επάρκεια σε νερό) και βιοτικούς παράγοντες (φυτοκοινότητες, σύνθεση των φυτών, ποιότητα και ποσότητα βοσκήσιμης ύλης), αλλά και από διάφορες διαχειριστικές πρακτικές (θέσεις με αλάτι, η 28

40 περίφραξη, φυτοφράχτες, ανθρώπινη δραστηριότητα κ.λπ.) (Vallentine 2001). Ο Coughenour (1991) ομαδοποιεί τα στοιχεία αυτά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τη βλάστηση, την τοπογραφία και τα έργα υποδομής. Με εξαίρεση το κλίμα, οι αβιοτικοί παράγοντες συνήθως παραμένουν σταθεροί ενώ οι βιοτικοί παράγοντες είναι μεταβλητοί γιατί αλλάζουν ανάλογα με την αύξηση των φυτών και τη βόσκηση (Melvin et al. 2007). Η γνώση του συστήματος ζώαβλάστηση και ο τρόπος συμπεριφοράς τους στη λήψη αποφάσεων είναι πολύ σημαντικός για να κατανοήσουμε τις στρατηγικές που ακολουθούν, όταν βρίσκονται στις βοσκόμενες περιοχές. Ο Gordon (1995) κάνει εκτενή αναφορά για τις προσεγγίσεις/τεχνικές με τις οποίες μετρούνται οι στρατηγικές αυτές και τις διαχωρίζει σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: σε αυτές που σχετίζονται με την κατανάλωση τροφής (π.χ. αριθμός δαγκωμάτων), με τη συμπεριφορά στη βόσκηση (π.χ. δραστηριότητες), τη σύνθεση της τροφής (π.χ. προτιμήσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες φυτών) και τη θέση των ζώων στο χώρο. Οι περισσότερες έρευνες (Πίν. 2.1) που σχετίζονται με τη διασπορά των αγροτικών ζώων στο χώρο στηρίζονται στη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, όπως το Παγκόσμιο Σύστημα Θεσιθεσίας (GPS) και αναλύουν τα χαρακτηριστικά των διαδρομών (π.χ. απόσταση, ταχύτητα) που ακολουθούν μεταξύ σαφών χρονικών περιόδων (μήνες, εποχές), ενώ κάποιοι ερευνητές συμπεριλαμβάνουν επιπλέον και χαρακτηριστικά στοιχεία του τοπίου χρησιμοποιώντας τις σύγχρονες τεχνικές των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π) (Ganskopp et al. 2000, Bailey 2001, Putfarken et al. 2008, Svoray et al. 2009, Arnon et al. 2011, Farahpour et al. 2011). Οι πιο συνδυαστικές έρευνες, εκτός από τη χωρική και χρονική διάσταση της βόσκησης, μελετούν και τις δραστηριότητες των αγροτικών ζώων (Copolillo 2000, Ganskopp 2001, Brosh et al. 2006, Schlecht et al. 2006). Αξίζει να σημειωθεί, ότι η εμπειρία που έχει αποκτηθεί στα ετερογενή περιβάλλοντα των μεσογειακών χωρών και ιδίως για τα μικρά μηρυκαστικά είναι πολύ περιορισμένη, καθώς οι έρευνες που ασχολούνται με τα χαρακτηριστικά του χώρου και του χρόνου της βόσκησης έχουν εμφανιστεί μόλις πρόσφατα (Arnon et al. 2011, Loridas et al. 2011). 29

41 Πίνακας 2.1. Έρευνες σχετικές με τη συμπεριφορά και τη διασπορά των αγροτικών ζώων. Βιβλιογραφία Βόσκηση 1 Χώρος Χρόνος Τοπίο GPS ΓΣΠ Ζώο 2 Ganskopp et al * - * * * B Bailey * - * * * B Brent and Owensby * * * - * B Bailey et al * * * - - B Bernués et al * * * - * Μ Putfarken et al * * * * * Μ Svoray et al * * * * * ΑΠ Arnon et al * * * * * ΑΠ Farahpour et al * * * * * ΑΠ Akasbi et al * * * * - ΑΠ de Miguel et al Δ * * * - - B Coppolillo 2000 Δ * * * * * B Brosh et al Δ * * * * * B Loridas et al Δ * * * * - ΑΠ Schlecht et al Δ * * - * * Μ Ouedraogo-Kone et al ΔΕ * * - * - Μ Gillen et al Ε * - * - - B Ganskopp 2001 Δ * - * * * B Schlecht et al ΔΕ * - * * * ΑΠ Hulbert et al Δ * - - * - ΑΠ Turner et al Δ * - - * * B Dumont et al ΔΕ * Μ Ungar et al Δ * - - * - B Papachristou and Nastis 1993 Ε - * ΑΠ Gurung et al Ε - * ΑΠ Dumont et al. 1995α Ε - * ΑΠ Yiakoulaki and Nastis 1995 Κ - * ΑΠ Papachristou 1997 Ε - * ΑΠ Kababya et al Ε - * ΑΠ Sharma et al ΔΕΚ - * ΑΠ Ngwa et al Ε - * ΑΠ Papachristou 2000 Ε - * ΑΠ Celaya et al ΔΕ - * Μ Sanon et al ΔΕ - * Μ Casasus et al ΔΕ - * B Yiakoulaki and Papanastasis 2011 ΕK - * ΑΠ Bordi et al Δ ΑΠ Animut et al Δ ΑΠ Yiakoulaki and Papanastasis 2005 Ε ΑΠ Yiakoulaki et al ΔΕ ΑΠ Γιακουλάκη και Παπαναστάσης 2006 ΔΕ ΑΠ Rogosic et al Ε ΑΠ Rochon et al ΔΕ ΑΠ Yiakoulaki et al ΔΕ ΑΠ Yiakoulaki and Papanastasis 2009 EΚ ΑΠ 1 Δ:Δραστηριότητες, Ε: Επιλογή τροφής Κ: Κατανάλωση 2 ΑΠ: Αιγοπρόβατα, Β: Βοοειδή, Μ: Αιγοπρόβατα και βοοειδή 30

42 Ενώ οι γνώσεις της χωρικής διάστασης της βόσκησης είναι σχετικά νέο αντικείμενο, αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζεται στην έρευνα της συμπεριφοράς των αγροτικών ζώων και ιδίως για τον τρόπο που δραστηριοποιούνται και τις τροφικές τους προτιμήσεις. Οι νεότερες έρευνες επικεντρώνονται πλέον στην ανάλυση της συμπεριφοράς των ζώων στο χρόνο, αλλά και μεταξύ διαφορετικών ειδών ζώων (Dumont et al. 2002, Ouedraogo-Kone et al. 2006, Celaya et al. 2007, Sanon et al. 2007, Casasus et al. 2009) Διασπορά των αγροτικών ζώων στο χώρο Η παρακολούθηση της θέσης των αγροτικών ζώων στο χώρο είναι πολύ σημαντική γιατί μας δίνει πληροφορίες, οι οποίες βοηθούν στο να απαντηθούν ερωτήματα που αφορούν τη διασπορά τους στο χώρο, την επίδραση τους στη βλάστηση, την αντίδραση τους στις τοπογραφικές και κλιματικές συνθήκες, αλλά και το βαθμό αξιοποίησης των διαθέσιμων πηγών βοσκήσιμης ύλης (Gordon 1995). Η ακρίβεια των δεδομένων που δίνει μια συσκευή GPS είναι πολύ σημαντική κατά την επιλογή της και εξαρτάται άμεσα από το σκοπό και το είδος των μετρήσεων. Επιπλέον, επηρεάζεται από τη γεωμετρία του δορυφόρου τη στιγμή της λήψης, από τυχόν φυσικά εμπόδια που παρεμβάλλουν στο σήμα, τον αριθμό των δορυφορικών καναλιών που εντοπίζει η συσκευή και τη δυνατότητα ρύθμισης της ακρίβειας (Buerkert and Schlecht 2009). Το τελευταίο στοιχείο, είναι καθοριστικό για μελέτες που απαιτούν μεγάλη ακρίβεια στις μετρήσεις. Ο Ganskopp (2001) αναφέρει ότι η ακρίβεια της θέσης ενός σημείου από συσκευές GPS μπορεί να φτάσει και στα ±100 μέτρα, η οποία όμως με διαφορική διόρθωση παρουσίασε σημαντική διόρθωση στα ±1,9 μέτρα. Ο Moen (1997) αναφέρει, ότι κάτω από ιδανικές συνθήκες το 50% των σημείων που λαμβάνονται από GPS, αναμένεται να έχουν μικρότερα σφάλματα από 40 μέτρα, τα οποία με διαφορική διόρθωση μπορούν να φτάσουν και στα 5 μέτρα. Οι Buerkert and Schlecht (2009) αναφέρουν, ότι ακόμη και συσκευές που δίνουν δυνατότητα ρύθμισης της ακρίβειας, όπως οι δείκτες ποιότητας παρατηρήσεων (PDOP Position Dilution of Precision), δεν έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα όταν εφαρμόζονται σε ορεινό ανάγλυφο. Η ακρίβεια ενός σημείου αξιολογείται συνήθως έμμεσα με μετρήσεις, οι οποίες λαμβάνονται σε μια σταθερή γνωστή θέση, υπολογίζοντας τις μέσες αποστάσεις των σημείων που δημιουργούνται γύρω από αυτή. Οι Arnon et al. (2011) θεωρούν σχετικά 31

43 υψηλή την ακρίβεια μιας συσκευής, η οποία στο 90% των παρατηρήσεων δίνει σφάλμα 7 μέτρα, ενώ οι Ungar et al. (2005) αναφέρουν 9,3 μέτρα σχεδόν στο σύνολο των παρατηρήσεων, το οποίο με διαφορική διόρθωση έφτασε στα 5,8 μέτρα. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό που λαμβάνεται υπόψη στην παρακολούθηση των ζώων με συσκευές GPS είναι η εξασφάλιση της λειτουργίας της συσκευής κατά τη διάρκεια των μετρήσεων είτε από δυσλειτουργία είτε λόγω μπαταρίας. Παρόλη την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις αυτοσχέδιες τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τους ερευνητές για την εξασφάλιση πλήρων καταγραφών στις διαδρομές των ζώων, εντούτοις αναφέρονται απώλειες δεδομένων, οι οποίες οφείλονται στη δυσλειτουργία των συσκευών (Ganskopp 2001, Putfarken eta al. 2008, Arnon et al. 2011). Η διασπορά των ζώων στο χώρο αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαχείριση και την ορθολογική χρήση των λιβαδικών οικοσυστημάτων. Οι Farahpour et al. (2011) διαπίστωσαν μετά από 3 χρόνια παρακολούθησης σε μηνιαία βάση τις διαδρομές κοπαδιού προβάτων, ότι η κίνηση των ζώων δε διέφερε μεταξύ των ετών και σχεδόν το μισό μέρος του λιβαδιού παρέμενε αβόσκητο. Τα ζώα, από τη στιγμή που βόσκουν ελεύθερα στα λιβάδια, έχουν στη διάθεση τους συγκεκριμένους πόρους, τους οποίους θα πρέπει να επιλέξουν με προσοχή, αναπτύσσοντας διαφορετικές συμπεριφορές αποφυγής ή προτίμησης, για να εξασφαλίσουν στο τέλος της ημέρας τις διατροφικές τους ανάγκες με το μικρότερο δυνατό ενεργειακό κόστος. Τα διάφορα μοτίβα συμπεριφοράς που αναπτύσσονται στα ζώα προκύπτουν από κληρονομικά χαρακτηριστικά ή από την εμπειρία των ίδιων ή του κοπαδιού, αλλά και από την απομνημόνευση χωρικών στοιχείων, έτσι ώστε να αναπτύσσεται η προτίμηση ή αποστροφή για συγκεκριμένες θέσεις ή περιοχές που προσφέρουν βοσκήσιμη ύλη (Launchbaugh and Howery 2005). Αρχικά τα ζώα χρησιμοποιούν τη μνήμη τους για την κατεύθυνση που θα επιλέξουν και στη συνέχεια, αφού φτάσουν στον προορισμό, οι αισθήσεις τους αναλαμβάνουν δράση για τις καλύτερες επιλογές (Nastis 1998). Οι Bailey et al. (1996) και Senft et al. (1987) δίνουν μια χωρική διάσταση στη βόσκηση διακρίνοντας διαφορετικά επίπεδα στο χώρο, ανάλογα με το μέγεθός τους και το χρόνο που αφιερώνουν σε κάθε ένα από αυτά τα ζώα (Πίν. 2.2). Έτσι, τα ζώα τα οποία βόσκουν 32

44 ελεύθερα, πρέπει να επιλέξουν πρώτα τη θέση στο τοπίο που θα κατευθυνθούν για να βοσκήσουν και στη συνέχεια να επιλέξουν ανάμεσα στις διαφορετικές χωροψηφίδες* (patch) βλάστησης που την απαρτίζουν. Πίνακας 2.2. Χαρακτηριστικά χωρικής και χρονικής κλίμακας που παρατηρούνται σε μια περίοδο βόσκησης (feeding bout). Προσαρμογή Baily et al. (1996). Χωρική κλίμακα Δάγκωμα Σταθμός βόσκησης Χωροψηφίδα Θέση βόσκησης Χρονική κλίμακα 1-2 δευτερόλεπτα δευτερόλεπτα 1-30 λεπτά 1-4 ώρες Χαρακτηριστικά Περιορίζεται στην κίνηση της σιαγόνας, της γλώσσας και του λαιμού. Μικρή μετακίνηση ζώου ανάλογα με τη βοσκήσιμη ύλη (αφθονία, ποιότητα και είδος). Προσανατολισμός ζώου για νέα εγκατάσταση ή για διακοπή της συνέχειας της βόσκησης. Περίοδος βόσκησης σε μια θέση, η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με την τοπογραφία, την απόσταση από νερό και τη βοσκήσιμη ύλη. Μια θέση βόσκησης μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερους τύπους βλάστησης, ενώ μια χωροψηφίδα μπορεί να είναι ένας θάμνος, μια ομάδα ποώδους βλάστησης ή ένας συνδυασμός τους, με διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της βοσκήσιμης ύλης (Melvin et al. 2007). Καθώς η διαθέσιμη βλάστηση μειώνεται ή ο αριθμός των ζώων που βόσκει αυξάνεται, περισσότερες οικολογικές μονάδες και θέσεις προστίθενται ανάμεσα στις επιλογές. Με αυτό τον τρόπο, μέχρι να ολοκληρωθεί μια περίοδος βόσκησης, τα ζώα προσαρμόζουν την κίνηση τους στο χώρο και στο χρόνο, αξιοποιώντας το ετερογενές περιβάλλον που έχουν στη διάθεση τους. Τα κοπάδια προκειμένου να προσεγγίσουν τις περιοχές βόσκησης, δημιουργούν συγκεκριμένα μοτίβα διαδρομών «grazing styles» όπως π.χ. οι διαδρομές από τις στάνες προς τις βοσκόμενες εκτάσεις (Thornes et al. 2008). * Η χωροψηφίδα (patch) αποτελεί δομικό στοιχείο του τοπίου και αποτελούν ένα μη γραμμικό σύνολο διαφορετικών ενοτήτων που είτε περιβάλλουν βλάστηση είτε όχι, συνιστούν το μωσαϊκό των τοπίων (Forman and Gordon 1986). 33

45 Οι διαδρομές που διαγράφουν τα κοπάδια, διακρίνονται από την κατεύθυνση κίνησης τους, το χώρο που καταλαμβάνουν κατά τη διέλευση, την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών σημείων, τη συνολική διάρκεια και την ταχύτητα που αναπτύσσουν. Οι Arnon et al. (2011) αναφέρουν ότι ένα κοπάδι 200 αιγών κατά τη διάρκεια κίνησης του στο χώρο, καταλαμβάνει χώρο 384 τ.μ. η διέλευση του οποίου δημιουργεί μια πορεία πλάτους 22,6 μ. Η κίνηση των ζώων μεταβάλλεται στο χώρο κατά τη διάρκεια της ημερήσιας βόσκησης, ενώ η συγκέντρωση τους στο κοπάδι επηρεάζεται από το είδος του ζώου. Για παράδειγμα, οι Yiakoulaki et al. (2005) αναφέρουν ότι οι αίγες βόσκουν σε μεγαλύτερη απόσταση από τα γειτονικά τους ζώα, ενώ τα πρόβατα γενικότερα βόσκουν σε πιο κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους. Η παρουσία βοσκού είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει την κίνηση των αγροτικών ζώων στο χώρο (Schlecht et al. 2006) και ενισχύει τις αποφάσεις τους για τη διασπορά τους στο χώρο, χωρίς όμως συνεχόμενες παρεμβάσεις (Baumont et al. 2000). Οι Rochon et al. (2009), μελετώντας την επίδραση του βοσκού σε κοπάδι προβάτων, αναφέρουν ότι η παρουσία του ήταν απαραίτητη για την εξασφάλιση της ορθολογικής διαχείρισης των λιβαδιών που έβοσκαν. Συγκεκριμένα, ο βοσκός εξασφάλιζε την καλύτερη αξιοποίηση τους, καθώς γνώριζε, τόσο την ποιότητα, όσο και την ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης που μπορούσαν να αξιοποιήσουν. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Sanon et al. (2007), οι οποίοι διαπίστωσαν μέσω ερωτηματολογίων, ότι οι βοσκοί γνώριζαν για την περιοχή τους τα είδη της βοσκήσιμης ύλης που ενδεικνύονταν για το κάθε είδος ζώου, καθώς και τη θρεπτική τους αξία. Από την άλλη, οι Arnon et al. (2011) αναφέρουν ότι ο βοσκός επηρεάζει τη διασπορά των ζώων στο τοπίο μόνο σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή παρεμβαίνει στην επιλογή της περιοχής βόσκησης του κοπαδιού, ενώ όταν προσεγγίζουν τους σταθμούς βόσκησης (μικρή κλίμακα), δεν έχει τον πλήρη έλεγχο του κοπαδιού, αφού η επιλογή μεταξύ τους και στο τι θα βοσκηθεί εναπόκειται στο ζώο. Επίσης, οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τη διασπορά των κοπαδιών και κατ επέκταση τη χρησιμοποίηση των λιβαδιών, καθώς μεταβάλλεται η θερμοκρασία, οι βροχές και ο άνεμος (Nastis 1998). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καλοκαιρινή περίοδος, όταν επικρατούν αυξημένες θερμοκρασίες, οπότε τα ζώα επιστρέφουν στο στάβλο (Γιακουλάκη και Παπαναστάσης 2006). Αντίστοιχα, οι Schlecht et al. (2006) αναφέρουν, ότι τα αγροτικά ζώα παρουσίαζαν συχνότερες περιόδους ξεκούρασης κατά 34

46 τη ξηρή περίοδο του καλοκαιριού και λιγότερες στις αρχές του χειμώνα, όταν επικρατούσαν υψηλότερες και χαμηλότερες θερμοκρασίες αντίστοιχα. Oι Loridas et al. (2011) αναφέρουν επίσης την επίδραση της θερμοκρασίας στην απόσταση που διένυαν τα πρόβατα, η οποία μειωνόταν κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Επιπλέον, οι Chrupek et al. (2006) διαπίστωσαν, ότι η συμπεριφορά των προβάτων που έβοσκαν σε αγραναπαύσεις στην Πολωνία κατά την περίοδο Ιουνίου Οκτωβρίου δεν επηρεάζονταν από τη θερμοκρασία, αλλά από τη βροχόπτωση, η οποία είχε μειώσει σημαντικά την απόσταση που διένυαν. Η τοπογραφία, η οποία επηρεάζει τη διασπορά των κοπαδιών σε μια περιοχή, αναφέρεται κυρίως στην κλίση, την έκθεση και την υψομετρική διαβάθμιση. Η κλίση επηρεάζει άμεσα την κίνηση των ζώων καθώς, όσο μεγαλύτερη είναι τόσο μεγαλύτερη ενέργεια απαιτείται από τα ζώα για τη διέλευση τους και ο βαθμός της επίδρασης διαφέρει ανάλογα με το είδος του ζώου. Τα βοοειδή βόσκουν σε ήπιο ανάγλυφο και αποφεύγουν κλίσεις, οι οποίες ξεπερνούν το 10% (Mueggler 1965, Cook 1966), ενώ η ευαισθησία τους είναι πιο έντονη στις λοφώδεις και ορεινές περιοχές (Gillen et al. 1984). Οι Ganskopp et al. (2000) αναφέρουν, ότι τα βοοειδή, προκειμένου να μειώσουν την ενέργεια που χρειάζονται για να μετακινηθούν σε μια περιοχή, επιλέγουν συγκεκριμένες διαδρομές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια προσπέλασης τους, δηλαδή μικρότερες κλίσεις σε σύγκριση με τη μέση κλίση των λιβαδιών. Επιπλέον, οι Bailey et al. (2001) διαπίστωσαν, ότι και το φυσιολογικό στάδιο των ζώων επηρεάζει την επίσκεψη σε πιο απότομες κλίσεις, καθώς αγελάδες οι οποίες βρίσκονταν σε εγκυμοσύνη χρησιμοποιούσαν ηπιότερες κλίσεις από αυτές που δεν ήταν έγκυες. Οι Stavi et al. (2008) αναφέρουν, ότι τα αιγοπρόβατα διασχίζουν τις ορεινές περιοχές, όπου επικρατούν απότομες κλίσεις, κάθετα με την κλίση της πλαγιάς, σε καλά διαμορφωμένα μονοπάτια. Ειδικά για τις αίγες, οι Akasbi et al. (2012) διαπίστωσαν, ότι τα κοπάδια τους που έβοσκαν σε περιοχή με έντονο ανάγλυφο προτιμούσαν περιοχές με μέτρια κλίση, ενώ απέφευγαν τις απότομες κλίσεις. Οι Arnon et al. (2011) αναφέρουν, ότι η ταχύτητα κίνησης των κοπαδιών από αίγες μειώνεται, καθώς αυξάνεται η κλίση. Αυτό όμως δε συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση του χρόνου βόσκησης, καθώς οι Bernoués et al. (2005) αναφέρουν, ότι τα ζώα αφιερώνουν πολύ μικρό μέρος του χρόνου τους για τη δραστηριότητα αυτή σε περιοχές που επικρατούν απότομες κλίσεις. 35

47 Η διασπορά των ζώων στο χώρο δεν είναι τυχαία και συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την έκθεση που επικρατεί σε μια πλαγιά. Πιο συγκεκριμένα, οι Arnon et al. (2011) αναφέρουν, ότι τα ζώα προτιμούν βόρειες και ανατολικές εκθέσεις, περισσότερο από το αναμενόμενο και λιγότερο νότιες εκθέσεις, ενώ οι δυτικές εκθέσεις, παρουσιάζουν ενδιάμεση κατάσταση. Οι Kolbl et al. (2011) αναφέρουν, ότι οι βόρειες εκθέσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη υπέργεια βιομάζα, μεγαλύτερη βιοποικιλότητα και υδατικά αποθέματα στο έδαφος και χαμηλότερες θερμοκρασίες. Επίσης οι Amon et al. (2005) παρατήρησαν μεγαλύτερη παρουσία των αιγοπροβάτων στις βόρειες εκθέσεις, αλλά αναφέρουν μείωση στις ανατολικές. Η διαφορά στις ανατολικές εκθέσεις μεταξύ των δύο ερευνών υποδεικνύει, ότι η έκθεση δεν επηρεάζει από μόνη της τη διασπορά των ζώων, καθώς και άλλοι παράγοντες μπορεί να συμμετέχουν στη συμπεριφορά αυτή. Οι Senft et al. (1983) παρατήρησαν, ότι τα ζώα επέλεγαν βόρειες εκθέσεις για ξεκούραση το καλοκαίρι, οι οποίες ήταν πιο δροσερές, ενώ το χειμώνα τις νότιες εκθέσεις που ήταν πιο ζεστές. Επιπλέον, η έκθεση επηρεάζει τη διασπορά των ζώων, καθώς επηρεάζει την παραγωγή της βλάστησης και κατ επέκταση τη διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός, ότι οι νότιες εκθέσεις δέχονται περισσότερη ακτινοβολία από τις άλλες, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο παραγωγικές (Osem et al. 2004). Οι Arnesto and Martinez (1978) αναφέρουν διαφορετική σύνθεση της βλάστησης μεταξύ των βόρειων σε σχέση με τις άλλες εκθέσεις (δυτικές, ανατολικές, νότιες), με τις πρώτες να κυριαρχούνται από φυλλοβόλα είδη και λιγότερο σκληροφυλλική βλάστηση σε σχέση με τις δεύτερες. Αυτό αποδίδεται στη μεγαλύτερη υγρασία που παρουσίαζαν οι βόρειες εκθέσεις και στην ικανότητα της σκληροφυλλικής βλάστησης να αναπτύσσεται σε πιο ξηρανθεκτικές συνθήκες που επικρατούν στις ανατολικές εκθέσεις. Οι Carmel and Kadmon (1999) αναφέρουν επίσης αλλαγές στην κάλυψη της βλάστησης, η οποία επηρεάστηκε από την έκθεση της πλαγιάς με τα δέντρα να εμφανίζουν μεγαλύτερες τιμές στις βόρειες-δυτικές εκθέσεις και χαμηλότερη στις νότιες-ανατολικές. Η ποώδης βλάστηση παρουσίασε αντίθετα αποτελέσματα. Οι Loridas et al. (2011) επίσης διαπίστωσαν, ότι η απόσταση που διανύουν τα πρόβατα, επηρεάζεται σημαντικά από το υψόμετρο, με αποτέλεσμα στις χαμηλές υψομετρικά περιοχές να διανύουν μεγαλύτερες διαδρομές σε σχέση με τις υψηλότερες. Στις θέσεις αυτές, παρουσιάστηκε επιπλέον διαφορά στην απόσταση που διένυαν τα 36

48 πρόβατα ακόμη και μέσα στους μήνες, σε αντίθεση με τη χαμηλή υψομετρική ζώνη. Οι διαφορές που προκύπτουν στην απόσταση που διανύουν τα ζώα ανάμεσα στις υψομετρικές ζώνες πιθανόν να οφείλονται στο συνδυασμό παραγόντων, όπως οι διαθέσιμες πηγές τροφής, η ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης, αλλά και οι διαφορετικές κλιματικές συνθήκες. Η κατασκευή και τοποθέτηση έργων υποδομής είναι ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά τη διασπορά των κοπαδιών στο χώρο. Η επίδραση των έργων υποδομής διαφέρει ανάλογα με το είδος του ζώου και την εποχή. Για παράδειγμα, οι Putfarken et al. (2008) αναφέρουν, ότι οι ποτίστρες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διασπορά των βοοειδών, τόσο το χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι, αφού η βόσκηση συγκεντρωνόταν γύρω από αυτές, ενώ για τα πρόβατα η επίδραση αυτή παρουσιαζόταν μόνο το καλοκαίρι. Ο βαθμός της επίδρασης όμως είναι μικρότερος σε είδη τα οποία έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε νερό, όπως οι αίγες, οι οποίες μπορούν να βόσκουν για περισσότερο χρόνο καταναλώνοντας λιγότερο νερό (Silanikove 2000). Οι Pinchak et al. (1991) αναφέρουν, ότι τα βοοειδή δε μετακινούνταν σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 366 μέτρων από το νερό παρά μόνο όταν η βοσκήσιμη ύλη ήταν πολύ μειωμένη. Επίσης, ο Bailey (2005) αναφέρει, ότι η οριζόντια και κάθετη απόσταση από τις πηγές νερού είναι σημαντικές στη διασπορά των ζώων και πρέπει να συνδυάζονται με παράγοντες της τοπογραφίας, όπως η κλίση προκειμένου να εξασφαλιστεί ικανοποιητική αξιοποίηση των διαφορετικών πηγών τροφής. Η απόσταση από τη στάνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη βόσκηση των προβάτων, ιδίως το χειμώνα, όταν αυτά βόσκουν πολύ κοντά σε αυτή, λόγω της ανάγκης εξασφάλισης καταφυγίου, ενώ το καλοκαίρι, έρχεται δεύτερη μετά την απόσταση από τις ποτίστρες, γιατί τα ζώα έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό (Putfarken et al. 2008). Οι στάνες επηρεάζουν τη διασπορά γιατί αποτελούν χώρο συγκέντρωσης των ζώων, αφού έχει βρεθεί ότι η πίεση βοσκής είναι μεγαλύτερη όσο πλησιάζουμε προς αυτές με αρνητικές συνέπειες στη βλάστηση (Ispikoudis et al. 1999, Kourakli et al. 2005, Papanastasis et al. 2009β). Επίσης, η χωροθέτηση των λιβαδιών με την κατασκευή φραχτών έχει σημαντική επίδραση στη βόσκηση, η οποία σε μερικές περιπτώσεις, σύμφωνα με τους Putfarken et al. (2008), επηρεάζει σημαντικότερα τη συμπεριφορά των ζώων ακόμη και από τη σύνθεση και τη δομή της βλάστησης. Εντούτοις, η βλάστηση, σε συνδυασμό με τις τροφικές προτιμήσεις ενός ζώου, είναι 37

49 καθοριστική για το περιβάλλον, στο οποίο θα βοσκήσουν. Ο Bailey (2001) αναφέρει, ότι η τοποθέτηση ζωοτροφών σε στρατηγικές θέσεις στα λιβάδια προσελκύει τα ζώα, επηρεάζει την κίνηση των κοπαδιών και αυξάνει την αξιοποίηση των λιβαδιών. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που επηρεάζει τη διασπορά των ζώων είναι το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά των χωροψηφίδων που απαρτίζουν το ετερογενές λιβαδικό τοπίο. Η συμπεριφορά των ζώων επηρεάζεται από το μέγεθος της κλίμακας των χωρoψηφίδων. Πιο συγκεκριμένα, σε χωροψηφίδες μικρής κλίμακας τα ζώα αναπτύσσουν διαφορετική συμπεριφορά ανάλογα με τη διαθέσιμη βλάστηση, αλλά σε χωροψηφίδες μεγάλης κλίμακας αυτές επηρεάζουν τη μετακίνηση των ζώων στο τοπίο, προκειμένου αυτά να εντοπίσουν ή να κατευθυνθούν σε νέες θέσεις (Baumont et al. 2000). Οι de Knegt et al. (2007) αναφέρουν, ότι η κίνηση των ζώων επηρεάζεται από την πυκνότητα των χωροψηφίδων της περιοχής στην οποία βόσκουν. Συγκεκριμένα, η αποδοτικότητα της βόσκησης συνδέεται με την ικανότητα των ζώων να επιλέγουν και να καταναλώνουν τροφή. Αυτή εξαρτάται από τον αριθμό των χωροψηφίδων (π.χ. θάμνοι που έχουν στη διάθεση τους οι αίγες), την απόσταση που διανύουν για να τις προσεγγίσουν, το χρόνο που αφιερώνουν για βόσκηση και το συνολικό χρόνο μετακίνησης. Όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα των χωροψηφίδων, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αποδοτικότητα των αιγών, καθώς επισκέπτονται περισσότερες επιφάνειες ανά διαδρομή μετακίνησης. Οι Johnson et al. (1992) αναφέρουν, ότι τα ζώα κινούνται ανάλογα με τη θέση των χωροψηφίδων σε ένα ετερογενές περιβάλλον, επιλέγοντας τις πιο κατάλληλες κάθε φορά. Αυτό όμως εμπεριέχει περιορισμούς στη χωρική μνήμη των ζώων, όταν η κλίμακα είναι πολύ μεγάλη, καθώς δεν υπάρχει οπτική αντίληψη του χώρου για τις εναλλακτικές χωροψηφίδες. O Thornes (2007) πρότεινε ένα μοντέλο του συστήματος βόσκηση-βλάστηση που εφαρμόζεται στις χώρες της νότιας Ευρώπης, σύμφωνα με το οποίο τα πρόβατα μετακινούνται στο χώρο ακολουθώντας τις πιο ιδανικές διαδρομές, οι οποίες εξασφαλίζουν στο κοπάδι τη μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής, ενώ αλλάζουν θέση βόσκησης ανάλογα με τη βιομάζα, η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη από γρ./τ.μ. Οι Dumont et al. (1998), σε ένα ελεγχόμενο πείραμα με πρόβατα, διαπίστωσαν ότι τα πρόβατα μετακινούνταν προς τις θέσεις με την ίδια ποιοτικά και ποσοτικά βιομάζα, σε σχέση με την απόσταση από τη χωροφηφίδα. Αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πραγματικό περιβάλλον, ότι τα ζώα μπορεί να μετακινηθούν σε μια 38

50 χωροψηφίδα που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση σε σχέση με μια άλλη, εάν γνωρίζουν εκ των προτέρων (χωρική μνήμη), ότι μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες τους καλύτερα. Εντούτοις, στο πραγματικό περιβάλλον, σε αντίθεση με τις συνθήκες του πειράματος, τα ζώα έχουν να λάβουν υπόψη τους και άλλες παραμέτρους όπως το νερό, το καταφύγιο κ.λπ. Οι χωροψηφίδες, χαρακτηρίζονται από τις εποχιακές μεταβολές της βλάστησης, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε στην ανάλυση του συστήματος εκτροφής, δε συμπίπτουν με τις απαιτήσεις των αγροτικών ζώων σε τροφή. Τα λιβάδια συνήθως εντοπίζονται σε πιο ορεινές εκτάσεις, ενώ οι αγροί καταλαμβάνουν κυρίως τις πεδινές εκτάσεις. Επομένως, ανάλογα με την εποχή, τις μεταβολές της βλάστησης και τη θέση των διαφορετικών πηγών τροφής (λιβάδια ή αγροί), επηρεάζεται και η διασπορά των ζώων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κάθετη μετακίνηση των κοπαδιών από τα θερινά στα χειμερινά λιβάδια και αντίστροφα, αλλά και η αξιοποίηση των αγρών κατά την καλοκαιρινή και ανοιξιάτικη περίοδο (Papanastasis 1990, Γιακουλάκη και συν. 2003). Η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη, η οποία μεταβάλλεται εποχιακά, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την απόσταση και την ταχύτητα κίνησης του κοπαδιού. Ο Nastis (1998) αναφέρει την αλληλεπίδραση των ζώων-φυτών στο χώρο, καθώς τα περισσότερα φυτοφάγα επιλέγουν την οριζόντια μετακίνηση για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών τους, ενώ κάποια άλλα, όπως οι αίγες αξιοποιούν πιο αποτελεσματικά και την κάθετη μετακίνηση, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής όταν το ανάγλυφο είναι έντονο. Η αλληλεπίδραση αυτή, είναι καθοριστική στη μετακίνηση των κοπαδιών στο χώρο, τα οποία προκειμένου να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται, διανύουν μεγαλύτερες ή μικρότερες αποστάσεις (Schlecht et al. 2006, Schlecht et al. 2009, Arnon et al. 2011). Οι Leiber et al. (2009) αναφέρουν, ότι κατά τη διάρκεια της ημερήσιας βόσκησης τα πρόβατα, διένυαν μεγαλύτερες αποστάσεις από τις αίγες, προκειμένου να προσεγγίσουν αλπικά ποολίβαδα, στα οποία επικρατούσαν αγρωστώδη φυτά. Αντίθετα, οι αίγες περιορίζονταν σε χαμηλότερες εκτάσεις, όπου επικρατούσε η θαμνώδης βλάστηση Συμπεριφορά των αγροτικών ζώων Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στα φυσικά λιβάδια και στους αγρούς, τα ζώα αναπτύσσουν διαφορετική συμπεριφορά, η οποία παρουσιάζει μια δυναμική κατάσταση, αφού επηρεάζεται από τις διατροφικές ανάγκες των ζώων που αλλάζουν 39

51 ανάλογα με το φυσιολογικό στάδιο, την ηλικία και τις συνθήκες του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται (Provenza and Launchbaugh 1999). Οι Launchbaugh et al. (1999) αναφέρουν, ότι η συμπεριφορά των φυτοφάγων ζώων στην επιλογή της τροφής επηρεάζεται από την εμπειρία των ζώων, αλλά και από κληρονομικά χαρακτηριστικά, Αντίθετα, οι Mayland and Shewmaker (1999) αποδίδουν τη συμπεριφορά των ζώων στα χαρακτηριστικά των φυτών, όπως το χρώμα και η υφή, τη δομή του λιβαδιού, στην αντίληψη τους, αλλά και σε χημικά συστατικά, τα οποία προσδίδουν στην τροφή διαφορετικό άρωμα ή γεύση. Η επιλογή των ζώων γίνεται ανάμεσα από μια μεγάλη ποικιλία φυτών, από τα οποία θα καταναλωθούν αυτά με την υψηλότερη θρεπτική αξία (Freeland and Janzen 1974). Οι κυριότερες δραστηριότητες των αγροτικών ζώων αναφέρονται στο χρόνο που αφιερώνουν για βόσκηση, μηρυκασμό και ξεκούραση (στάση ή ανάπαυση). Οι δραστηριότητες αυτές διαφέρουν ανάλογα με το είδος του ζώου, την εποχή και το περιβάλλον βόσκησης. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην παρακολούθηση της συμπεριφοράς των ζώων διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αυτές της άμεσης οπτικής παρατήρησης, οι οποίες γίνονται με την παρουσία παρατηρητών που καταγράφουν τις διάφορες δραστηριότητες των ζώων σε έντυπα και αυτές που είναι πιο αυτοματοποιημένες, οι οποίες χρησιμοποιούν εξειδικευμένα κολάρα, όπου υπάρχουν αισθητήρες κίνησης. Οι τελευταίες, αποτελούν εκτιμήσεις και δεν προσδιορίζουν άμεσα τη συμπεριφορά των ζώων, ενώ πολλές φορές απαιτείται η εφαρμογή των πρώτων μεθόδων, ώστε να δημιουργηθούν σωστότερες εκτιμήσεις. Είναι όμως λιγότερο χρονοβόρες, αφού δεν απαιτείται η φυσική παρουσία του παρατηρητή (Gordon 1995, Goetsch et al. 2010). Ο Ganskopp (2001) κατέγραψε τις δραστηριότητες των βοοειδών, τόσο με τη χρήση αισθητήρων κίνησης σε συσκευή GPS, όσο και στο πεδίο με άμεση παρατήρηση των ζώων από την έναρξη μέχρι και τη λήξη της βόσκησης. Η σύγκριση των δύο τεχνικών έδειξε, ότι η συσχέτιση μεταξύ των δραστηριοτήτων δεν ήταν συνεπής, ενώ η πρόβλεψη της μετακίνησης των ζώων από τα μοντέλα θεωρήθηκε ότι δεν ήταν ικανοποιητική λόγω του χαμηλού συντελεστή συσχέτισης. Οι Putfarken et al. (2008), προκειμένου να μελετήσουν τον τρόπο που επιλέγουν τις θέσεις βόσκησης τα αγροτικά ζώα, ανέλυσαν τη συμπεριφορά βοοειδών και προβάτων, προσαρμόζοντας σε αυτά όμως όχι εξειδικευμένα κολάρα, αλλά GPS χειρός. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας πεντάλεπτα διαστήματα, απέδωσαν σε 40

52 αυτά τις δραστηριότητες της βόσκησης, της μετακίνησης και της ξεκούρασης, ακολουθώντας διάφορους κανόνες ανάλογα με την απόσταση που διένυε το ζώο. Στη συνέχεια, αναλύονται τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των αγροτικών ζώων, χωρίς όμως να δίνεται έμφαση στην τεχνική της παρακολούθησης. Οι Celaya et al. (2007) μελέτησαν το χρόνο βόσκησης αιγών, προβάτων και βοοειδών και διαπίστωσαν, ότι οι αίγες έβοσκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (644 λεπτά ανά ημέρα) από τα πρόβατα (550 λεπτά ανά ημέρα) και τις αγελάδες (510 λεπτά ανά ημέρα). Οι Schlecht et al. (2006) μελετώντας τα αγροτικά ζώα, αλλά σε μη μεσογειακό περιβάλλον με ημίξηρες όμως πάλι συνθήκες, αναφέρουν μεγαλύτερο χρόνο βόσκησης στα βοοειδή με επόμενες τις αίγες και τελευταία τα πρόβατα (551, 502, 490 λεπτά ανά ημέρα αντίστοιχα). Οι Casasus et al. (2009), μελέτησαν το χρόνο βόσκησης αγελάδων και αναφέρουν κατά μέσο όρο 433 λεπτά ανά ημέρα, ενώ σημαντικές ήταν οι διαφορές μεταξύ των εποχών, με τη μέγιστη τιμή την άνοιξη (507 λεπτά ανά ημέρα) και τη μικρότερη το φθινόπωρο (350 λεπτά ανά ημέρα). Oι Loridas et al. (2011) αναφέρουν μικρότερους χρόνους βόσκησης σε πρόβατα που έβοσκαν σε λοφώδεις περιοχές με τη μεγαλύτερη τιμή να φτάνει μόλις τα 284 λεπτά ανά ημέρα. Οι παραπάνω διαφορές στις έρευνες αυτές πιθανόν να οφείλονται στα διαφορετικά περιβάλλοντα που βόσκουν τα ζώα, καθώς στην πρώτη έρευνα οι αίγες αφιέρωναν μεγαλύτερο χρόνο βόσκησης σε θαμνολίβαδα (με κυρίαρχα είδη του γένους Erica), ενώ τα πρόβατα και οι αγελάδες, επέλεγαν θέσεις, οι οποίες είχαν βελτιωθεί με ποώδη φυτά. Επίσης οι έρευνες των Schlecht et al. (2006) και Casasus et al. (2009) έγιναν σε πιο ετερογενή περιβάλλοντα σε σχέση με τις άλλες έρευνες. Άλλες έρευνες αναφέρουν το χρόνο βόσκησης ως ποσοστό του χρόνου ανά ημέρα, σε σχέση με το σύνολο όλων των δραστηριοτήτων των ζώων. Για παράδειγμα, σε μεικτό κοπάδι αιγοπροβάτων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, ο χρόνος που αφιερώθηκε στη βόσκηση ήταν μεγαλύτερος στα πρόβατα (81%) παρά στις αίγες (77%), όταν αυτά έβοσκαν σε υπολείμματα σιτηρών το καλοκαίρι (Yiakoulaki et al. 2005), ενώ σε δασολίβαδο δρυός και οξυάς το φθινόπωρο παρουσίασαν ίδια τάση, αλλά με χαμηλότερα ποσοστά (61%) και (53%) αντίστοιχα (Yiakoulaki et al. 2009). Οι Ungar et al. (2005) αναφέρουν χαμηλότερα ποσοστά στο χρόνο βόσκησης (43%) για τα 41

53 βοοειδή στο σύνολο των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τα αιγοπρόβατα. Όπως και προηγουμένως και σε αυτές τις έρευνες σημαντικό ρόλο είχε το περιβάλλον βόσκησης. Φαίνεται ότι η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη παίζει καθοριστικό ρόλο στο χρόνο βόσκησης. Γενικά όσο αυξάνει η διαθέσιμη βιομάζα, τόσο μεγαλύτερος αναμένεται να είναι ο χρόνος βόσκησης που διαθέτουν τα ζώα για βόσκηση (Dumont et al. 1995β, Prache et al. 1998α, Baumont et al. 2000). O χρόνος βόσκησης καθορίζει την κατανάλωση της βοσκήσιμης ύλης, η οποία σχετίζεται με τον αριθμό και το μέγεθος των δαγκωμάτων (Spalinger and Hobbs 1992). Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της ενέργειας που λαμβάνουν τα ζώα κατά τη διάρκεια της βόσκησης. Οι Yiakoulaki and Papanastasis (2009, 2011) αναφέρουν, ότι o μεγαλύτερος χρόνος βόσκησης σε συνδυασμό με τον αριθμό των δαγκωμάτων ήταν καθοριστικοί στη μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής από τα πρόβατα σε σχέση με τις αίγες. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην κατανάλωση τροφής έχει και η σύνθεση της βλάστησης του λιβαδιού, στο οποίο βόσκουν τα ζώα, καθώς έχει βρεθεί ότι αυξάνεται με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ποωδών φυτών (Yiakoulaki and Nastis 1995). Οι Dumont et al. (1995β) αναφέρουν, ότι ο χρόνος βόσκησης, αλλά και ο ρυθμός των δαγκωματιών σε πρόβατα και βοοειδή που έβοσκαν σε λειμώνα επηρεάστηκε από το ύψος της ποώδους βλάστησης που κυριαρχούσε, αλλά και από το στάδιο ωριμότητας στο οποίο βρισκόταν. Τέλος, οι Chrupek et al. (2006) αναφέρουν, ότι οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν το χρόνο βόσκησης των ζώων, καθώς βρέθηκε στα πρόβατα μειωμένος τις ημέρες που έβρεχε σε σχέση με τις μη βροχερές μέρες. Επίσης, η θερμοκρασία αέρος επηρεάζει σημαντικά το χρόνο βόσκησης, ιδίως στα πρόβατα και τα βοοειδή (Blackshaw 1986). Ο χρόνος που αφιερώνουν τα ζώα για μετακίνηση μεταξύ των διαφόρων σταθμών βόσκησης ή των χωροψηφίδων είναι η δεύτερη σημαντικότερη δραστηριότητα. Οι έρευνες δείχνουν, ότι ο χρόνος αυτός δεν είναι σταθερός, αλλά εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η παρουσία του βοσκού ή όχι στο κοπάδι, η πηγή της βοσκήσιμης ύλης, το είδος του ζώου, η εποχή και οι καιρικές συνθήκες, ενώ κυμαίνεται από 20-26% του συνολικού χρόνου των δραστηριοτήτων (Schlecht et al. 2006). Οι Yiakoulaki et al. (2005) αναφέρουν, ότι τα αιγοπρόβατα αφιέρωναν 20% του χρόνου τους για μετακίνηση, όταν έβοσκαν σε υπολείμματα σιτηρών κατά το θέρος, ενώ οι Yiakoulaki et al. (2009) που μελέτησαν αντίστοιχες δραστηριότητες σε 42

54 δασολίβαδα δρυός και οξυάς αναφέρουν μεγαλύτερα ποσοστά (36%). Και στις δύο έρευνες δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα μεταξύ των ειδών ζώων. Όπως η βόσκηση, έτσι και ο χρόνος μετακίνησης επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες. Για παράδειγμα, οι Chrupek et al. (2006) αναφέρουν, ότι η μετακίνηση των προβάτων που έβοσκαν σε αγραναπαύσεις στην Πολωνία, κατά την περίοδο Ιουνίου Οκτωβρίου επηρεαζόταν σημαντικά από τη βροχόπτωση. Στα αγροτικά ζώα, σημαντικός είναι και ο χρόνος που αφιερώνουν για τη διαδικασία του μηρυκασμού, με την οποία παίρνουν θρεπτικά στοιχεία από τις ινώδεις ουσίες των φυτών, μειώνοντας το μέγεθος της τροφής που λαμβάνουν. Τα ζώα σε αυτή τη φάση είναι τελείως χαλαρά, ενώ υπάρχει και έντονος προβληματισμός κατά πόσο τα ζώα κοιμούνται στην πραγματικότητα (Dwyer 2009). Οι Domingue et al. (1991) αναφέρουν, ότι τα πρόβατα αφιέρωναν μεγαλύτερο χρόνο για μηρυκασμό σε σχέση με τις αίγες. Το ίδιο αναφέρουν και οι Animut et al. (2005), αν και την πρώτη χρονιά των παρατηρήσεων δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών ζώων. Οι Loridas et al. (2011) αναφέρουν ότι ο χρόνος μηρυκασμού στα πρόβατα παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές μεταξύ των μηνών κατά την περίοδο βόσκησης, αλλά και μεταξύ υψομετρικών ζωνών, παρουσιάζοντας καθοδική τάση. Αυτό ήταν εμφανές στο λιβάδι της χαμηλής ζώνης από την αρχή προς το τέλος της περιόδου βόσκησης (Απρίλιος μέχρι Οκτώβριο), σε αντίθεση με την υψηλή ζώνη, η οποία παρουσίασε μια σχετική άνοδο τους πρώτους τρεις μήνες και μετά ακολούθησε καθοδική τάση. Οι Yiakoulaki et al. (2009) αναφέρουν χαμηλά ποσοστά στο χρόνο μηρυκασμού στα πρόβατα και στις αίγες (2,9% και 1,1% αντίστοιχα) που έβοσκαν σε δασολίβαδα δρυός και οξυάς, ενώ για τα πρόβατα αναφέρονται υψηλότερα ποσοστά (9%) από τους Loridas et al. (2011). Τέλος, ανάμεσα στις δραστηριότητες των ζώων είναι και ο χρόνος ξεκούρασης, ο οποίος πολλές φορές διαχωρίζεται στο χρόνο ανάπαυσης και στο χρόνο στάσης. Γενικά ο χρόνος που αφιερώνουν τα ζώα για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα κυμαίνεται από 12-20% ανάλογα με το είδος του ζώου, την εποχή βόσκησης και την παρουσία ή μη βοσκού (Schlecht et al. 2006). Οι Loridas et al. (2011) έχουν βρει, ότι τα πρόβατα αφιέρωναν 27% περίπου του χρόνου τους για ξεκούραση, σε αντίθεση με τους Yiakoulaki et al. (2009) που αναφέρουν χαμηλότερα ποσοστά (πρόβατα 3%, αίγες 43

55 6,9%), όταν έβοσκαν σε λιβάδια. Οι Yiakoulaki et al. (2005) αναφέρουν αντίθετα αποτελέσματα σε αιγοπρόβατα που έβοσκαν σε υπολείμματα σιτηρών κατά τη διάρκεια του θέρους, όπου στις αίγες ήταν μόλις 2,4% και στα πρόβατα σχεδόν μηδενικός. Από ότι φαίνεται, το περιβάλλον στο οποίο βόσκουν τα ζώα παίζει καθοριστικό ρόλο στο χρόνο ξεκούρασης. Ιδίως, όταν τα αγροτικά ζώα μετακινούνται περισσότερο προκειμένου να προσεγγίσουν διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που επηρεάζει τη συμπεριφορά των ζώων, είναι οι προτιμήσεις που αναπτύσσουν τα αγροτικά ζώα για τη βοσκήσιμη ύλη, η οποία επηρεάζεται από τη σύνθεση της βλάστησης. Αρκετές έρευνες δείχνουν ότι οι αίγες προτιμούν περισσότερο τα ξυλώδη είδη σε σχέση με τα πρόβατα (π.χ. Kababya et al. 1998, Papachristou 2000, Yiakoulaki et al. 2009, Celaya et al. 2007). Στα πρόβατα όμως και στις αγελάδες θεωρείται, ότι οι τροφικές τους προτιμήσεις είναι παρόμοιες και γενικά θεωρούνται ως χορτοφάγα (Celaya et al. 2007). Αυτό οφείλεται κυρίως στις μορφολογικές και φυσιολογικές προσαρμογές των μηρυκαστικών ειδών, καθώς και στο τρόπο που λειτουργεί η διαδικασία της χώνεψης (Hofmann 1989). Τα αγροτικά ζώα δείχνουν διαφορετική προτίμηση μεταξύ των κατηγοριών της ποώδους βλάστησης. Για παράδειγμα, οι Yiakoulaki et al. (2009) αναφέρουν, ότι τα πρόβατα και οι αίγες σε δασολίβαδο δρυός και οξυάς προτιμούσαν τα αγρωστώδη παρά τα πλατύφυλλα ποώδη φυτά το φθινόπωρο. Επιπλέον, τα αγρωστώδη συμμετείχαν περισσότερο στη δίαιτα των προβάτων παρά των αιγών. Αυτό οφειλόταν στη σύνθεση της βλάστησης του δασολίβαδου, στην οποία επικρατούσαν τα αγρωστώδη (71%) σε σχέση με τα άλλα ποώδη φυτά (21%). Σε υπολείμματα σιτηρών, όμως, όπου τα πλατύφυλλα είδη συμμετείχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τα αγρωστώδη, τόσο στις αίγες, όσο και στα πρόβατα, τα πρώτα συμμετείχαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%. Οι Gurung et al. (1994) βρήκαν, ότι οι αίγες έδειχναν σαφή προτίμηση στα αγρωστώδη παρά στα ψυχανθή, ενώ τα πρόβατα το αντίθετο, όταν έβοσκαν σε ετήσιους λειμώνες. Και οι δύο κατηγορίες φυτών, προσφέρονταν σχετικά σε ίδιες αναλογίες. Η συμπεριφορά των αγροτικών ζώων που περιγράφηκε παραπάνω δεν ακολουθεί τη γενικευμένη αυτή πορεία μέσα στο έτος. Οι Loridas et al. (2011) αναφέρουν διαφορές στο χρόνο βόσκησης των προβάτων μεταξύ άνοιξης και καλοκαιριού, με την πρώτη περίοδο να ήταν μεγαλύτερος. Αντίθετα, ο χρόνος ξεκούρασης ήταν μεγαλύτερος το καλοκαίρι παρά την άνοιξη. Οι αίγες παρόλο που 44

56 θεωρούνται ότι παρουσιάζουν σαφή προτίμηση σε ξυλώδη είδη, εντούτοις υπάρχουν έρευνες που αναφέρουν ότι αφιερώνουν μεγαλύτερο χρόνο στη βόσκηση ποώδους βλάστησης, όταν αυτή είναι διαθέσιμη (Papachristou and Nastis 1993, Yiakoulaki and Nastis 1995, Kababya et al. 1998, Yiakoulaki and Papanastasis 2005, Celaya et al. 2007). Αυτό παρατηρείται συνήθως κατά την περίοδο της άνοιξης, όταν η ποώδης βλάστηση βρίσκεται στην αυξητική της περίοδο. Την περίοδο αυτή, τα ζώα βόσκουν σε περιοχές πλούσιες σε ποώδη βλάστηση, η οποία έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία, ικανοποιώντας έτσι τις αυξημένες διατροφικές τους ανάγκες. Αντίστοιχα, το καλοκαίρι όταν τα ζώα οδηγούνται στη βόσκηση υπολειμμάτων σιτηρών, όπου η καλαμιά υπάρχει σε αφθονία, αλλά είναι χαμηλής θρεπτικής αξίας, τα ζώα προτιμούν να βόσκουν την ποώδη βλάστηση και κυρίως τις πλατύφυλλες πόες που βρίσκονται ανάμεσα της (Yiakoulaki and Papanastasis 2005). Η κίνηση των κοπαδιών στο χώρο είναι καθοριστική για την ορθολογική αξιοποίηση των λιβαδικών πόρων. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος το οποίο συναντούν, τα ζώα αλλάζουν τη συμπεριφορά τους στη βόσκηση, επιλέγοντας αν τελικά θα βοσκήσουν μια συγκεκριμένη θέση ή θα αναζητήσουν μια άλλη. Οι περισσότερες έρευνες, ασχολούνται κυρίως με την κίνηση των κοπαδιών στο χώρο, σε σχέση με τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψη τους τις δραστηριότητες των ζώων και πως αυτές μεταβάλλονται στο χρόνο. Ο συνδυασμός αυτών των δύο χαρακτηριστικών (χώρος και χρόνος) στις μελέτες της βόσκησης των αγροτικών ζώων με τους παράγοντες του περιβάλλοντος, είναι ένα καινούριο αντικείμενο στο οποίο στρέφεται πλέον η επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, η γνώση που αποκτήθηκε μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, ιδίως στα ετερογενή μεσογειακά λιβαδικά περιβάλλοντα, όπως αυτά της χώρας μας Βλάστηση λιβαδιών και βοσκόμενων αγρών Τα τελευταία χρόνια, η αλλαγή των χρήσεων γης έχει οδηγήσει στην απώλεια πολλών ετερογενών μεσογειακών τοπίων εξαιτίας είτε της εκτατικοποίησης και εγκατάλειψης είτε της εντατικοποίησης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μετατρέποντάς τα σε πιο πυκνά οικοσυστήματα ή σε γεωργικές καλλιέργειες, αντίστοιχα (Debussche et al. 1999, Riedel et al. 2007, Geri F. 2010, Schulz et al. 2010, Pardini and Nori 2011). Αυτό έχει επηρεάσει τους διαθέσιμους βοσκήσιμους πόρους για τα αγροτικά ζώα, οι οποίοι είναι καθοριστικοί για την εφαρμογή ενός αποδοτικού 45

57 συστήματος εκτροφής. Το μεσογειακό τοπίο αποτελεί ένα μωσαϊκό από λιβάδια, αγρούς και δάση, τα όρια των οποίων δεν είναι σαφώς καθορισμένα, αφού σε πολλές περιπτώσεις η μια χρήση γης εμπλέκεται μέσα στην άλλη, διατηρώντας έτσι μια δυναμική κατάσταση μεταξύ τους με το πέρασμα των χρόνων. Λιβάδια καλλιεργούνται και γίνονται χωράφια, ή πυκνώνουν και γίνονται δάση ή ακόμη και χωράφια εγκαταλείπονται και γίνονται λιβάδια, ακολουθώντας το μοντέλο μετάβασης της βλάστησης (Papanastasis and Chouvardas 2005) που έχει προταθεί από τους Westoby et al. (1989). Όλη αυτή η δυναμική δημιουργεί ένα πολύπλοκο σύστημα, το οποίο επιβάλλει τη συνδυασμένη αξιοποίηση του από τον άνθρωπο, προκειμένου να μπορέσει να το αξιοποιήσει ορθολογικά και ταυτόχρονα να μεγιστοποιήσει την παραγωγή προϊόντων προς όφελός του (Παπαναστάσης 2009). Η εποχή και διάρκεια βόσκησης συμπίπτει με την αντίστοιχη εποχή και διάρκεια αύξησης των φυτών, τα οποία μεταβάλλουν τόσο την ποσότητα, όσο και την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης που είναι διαθέσιμη για τα αγροτικά ζώα Φυσικά λιβάδια Σύμφωνα με τους Παπαναστάση και Νοϊτσάκη (1992) τα φυσικά λιβάδια ορίζονται ως εξής: «Λιβάδι είναι το φυσικό οικοσύστημα που καλύπτεται από ποώδη ή θαμνώδη βλάστηση και παράγει βοσκήσιμη ύλη για τα κτηνοτροφικά και τα άγρια ζώα, ενώ παράλληλα προσφέρει και άλλα αγαθά και υπηρεσίες...». Οι ίδιοι συγγραφείς, διαφωνούν με τη χρήση του όρου βοσκότοπος ή βοσκή, οι οποίοι είναι μονοδιάστατοι, καθώς δεν αποδίδουν την πολλαπλή χρήση των λιβαδιών. Είναι πολύ σημαντικός ο καθορισμός της έκτασης των φυσικών λιβαδιών, καθώς δεν είναι ακριβώς γνωστή μέχρι σήμερα η έκταση τους. Παρόλο που αποτελούν το μεγαλύτερο σε έκταση ανανεώσιμο φυσικό πόρο της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας τη μισή σχεδόν έκταση της, η απογραφή τους δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί (Παπαναστάσης 2009). Οι κυριότερες πηγές λιβαδικής παραγωγής στις μεσογειακές περιοχές είναι τα ποολίβαδα, τα θαμνολίβαδα και τα δασολίβαδα (Papanastasis and Mansat 1996). Το κυριότερο χαρακτηριστικό των λιβαδιών, το οποίο επηρεάζει τη βόσκηση των αγροτικών ζωών, είναι η παραγωγή της λιβαδικής βλάστησης, η οποία μεταβάλλεται εποχιακά, ανάλογα με την αύξηση των φυτών. Για αυτό και τα λιβάδια διαχωρίζονται σε χειμερινά, εαροφθινοπωρινά και θερινά, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα βοσκήσιμης ύλης (κυρίως χειμώνα, άνοιξη-φθινόπωρο και καλοκαίρι αντίστοιχα) (Παπαναστάσης 2009). Η 46

58 λιβαδική παραγωγή αποτελείται, τόσο από τη ζωντανή ύλη, δηλαδή τα πράσινα φύλλα και τους ετήσιους βλαστούς ή τα ζωντανά τμήματα των θάμνων και των ποωδών φυτών, όσο και από τη νεκρή ύλη, δηλαδή το μέρος της βλάστησης που έχει ξηρανθεί. Όταν αναφέρεται σε ετήσια βάση, αποτελεί την ετήσια παραγωγή, ενώ αυτή των παρελθόντων ετών την παλιά παραγωγή. Το μέρος της λιβαδικής παραγωγής, το οποίο βόσκουν τα ζώα ονομάζεται βοσκήσιμη ύλη και μπορεί να είναι ολόκληρη ή τμήμα της παραγωγής κάτω από καθεστώς κανονικής χρήσης (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992, Πλατής 1994). Οι εποχιακές μεταβολές της παραγωγής συνδέονται κυρίως με την υψομετρική ζώνη, το ύψος της βροχόπτωσης, την εδαφική υγρασία, τη θερμοκρασία του αέρα, την ακτινοβολία και τη φαινολογία των φυτών (Gutman 1978, Παπαναστάσης 1982, Παπαναστάσης και Νάστης 1992). Η έναρξη της αυξητικής περιόδου ξεκινάει το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές και ακολουθεί αργούς ρυθμούς κατά τη χειμερινή περίοδο λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούν. Με την αύξηση των θερμοκρασιών της άνοιξης, η αύξηση επιταχύνει φτάνοντας τις μέγιστες τιμές της για να πέσει και πάλι, με την αύξηση των θερμοκρασιών του καλοκαιριού (Papanastasis and Mansat 1996). Τα ποολίβαδα χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη συμμετοχή της ποώδους βλάστησης και η έκταση τους υπολογίζεται σε 17 εκατομμύρια στρέμματα αντιστοιχώντας στο 33% περίπου της συνολικής έκτασης των φυσικών λιβαδιών (Παπαναστάσης 1982). Από πλευράς βιομάζας κυριαρχούν τα αγρωστώδη, αλλά από πλευράς αριθμού οι πλατύφυλλες πόες. Στα ποολίβαδα δεν αποκλείεται η ύπαρξη ξυλωδών ειδών, η κάλυψη των οποίων όμως δεν μπορεί να ξεπερνάει το 10-20%. Επιπλέον, η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ ευρέων ορίων, ανάλογα με την κλιματική ζώνη που αναπτύσσονται, το είδος του εδάφους και το βαθμό χρησιμοποίησης τους από τα ζώα (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Το μέγιστο της παραγωγής σε ποολίβαδα της Βορείου Ελλάδος επιτυγχάνεται κατά τους πρώτους θερινούς μήνες, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών κατά τις αρχές της άνοιξης (Παπαναστάσης 1982). Επίσης, οι Papanastasis et al. (2003α) αναφέρουν, ότι το δυναμικό παραγωγής στις περιοχές αυτές επηρεάζεται τόσο από το υψόμετρο, όσο και από το βάθος εδάφους. Τα ποολίβαδα της ψευδαλπικής ζώνης δίνουν τη μεγαλύτερη παραγωγή (384 χλγρ./στρέμμα) κατατάσσοντας τα κατά 2,4 φορές παραγωγικότερα 47

59 από τα αντίστοιχα της χαμηλής και κατά 1,7 φορές από αυτά της μεσαίας υψομετρικής ζώνης. Από τη λιβαδική παραγωγή, μόνο το 50% που αντιστοιχεί στην ετήσια πρέπει να βόσκεται από τα ζώα (Παπαναστάσης 1982). Η παραγωγή των ποολίβαδων, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ένταση της βόσκησης που εφαρμόζεται σε αυτό. Σύμφωνα με τους Tsiouvaras et al. (1998) η μεγάλη ένταση βοσκής μείωσε σημαντικά την υπέργεια βιομάζα, αλλά και την κάλυψη του εδάφους, σε αντίθεση με τη μέτρια βόσκηση, η οποία εξασφάλισε παραγωγή κοντά στο παραγωγικό δυναμικό του ποολίβαδου με αντίστοιχη αύξηση της κάλυψης του εδάφους. Αν και τα ποολίβαδα τείνουν να εξαφανιστούν λόγω της διείσδυσης των θάμνων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια (Papanastasis and Chouvardas 2005), παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα ποώδους βοσκήσιμης ύλης, σε σχέση με τα θαμνολίβαδα (Karakosta and Papanastasis 2007), η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και ιδίως της προβατοτροφίας. Όταν στα λιβάδια κυριαρχούν τα ξυλώδη είδη και κυρίως οι θάμνοι τότε λέγονται θαμνολίβαδα. Σύμφωνα με τους Platis and Papanastasis (2003), η έκταση τους στην Ελλάδα ξεπερνάει τα 15 εκατομμύρια στρέμματα. Ανάλογα με την κάλυψη των θάμνων, δημιουργούνται συνηρεφή ή ανοικτά θαμνολίβαδα, επηρεάζοντας έτσι το ποσοστό συμμετοχής των ποών στη σύνθεση της βλάστησης τους (Παπαχρήστου 1990, Πλατής 1994, Φωτιάδης και συν. 2006). Αυτό χαρακτηρίζει και την παραγωγή τους, η οποία θεωρείται ότι κλιμακώνεται καθ ύψος, δηλαδή περιλαμβάνει την παραγωγή του υπόροφου (πόες) και του ανώροφου (θάμνοι). Γενικά, η ετήσια παραγωγή των θάμνων διαφέρει σημαντικά μεταξύ των διαφόρων υποτύπων και μέσα στον ίδιο υποτύπο, ανάλογα με την ποιότητα τόπου, την πυκνότητα και το ύψος των θάμνων (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Τα θαμνολίβαδα είναι σημαντικό να διατηρούνται ανοιχτά, γιατί έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη κάλυψη της ποώδους βλάστησης και αντίστοιχα, παραγωγής (Πλατής 1994, Karakosta and Papanastasis 2007). Επίσης, οι θάμνοι δεν πρέπει να είναι πάρα πολύ ψηλοί, καθώς αυτό επηρεάζει τη διαθέσιμη παραγωγή στα ζώα. Το ύψος των 150 εκ θεωρείται οριακό για να αξιοποιηθούν για βόσκηση (Λιάκος και συν. 1980, Tsiouvaras et al. 1989, Owens 1991), καθώς πάνω από αυτό τα ζώα δε μπορούν να προσεγγίσουν και να καταναλώσουν τη βοσκήσιμη ύλη (Παρίση 2001). 48

60 Στα θαμνολίβαδα που κυριαρχούνται από το πουρνάρι (Quercus coccifera L.), η βοσκήσιμη ύλη επηρεάζεται από την πυκνότητα τους και κυμαίνεται από 473,8 γρ/τ.μ. στα πιο ανοιχτά (0-15%) και στα 194,9 γρ/τ.μ. στα πολύ πυκνά (71-100%). Η λιβαδική παραγωγή, όμως, μειώνεται και καθ ύψος, καθώς έχει βρεθεί, ότι σε ύψος μέχρι 0,5 μ. από το έδαφος η παραγωγή ανέρχεται σε 266,3 γρ./τ.μ., ενώ στα 1,1-1,5 μ. μειώνεται στα 44,4 γρ./τ.μ. (Platis and Papanastasis 1993). O Tsiouvaras (1988) αναφέρει, ότι η διαθέσιμη παραγωγή του πουρναριού αυξάνεται με την αύξηση της έντασης κοπής, αλλά όταν αυτό γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα μειώνεται η ευρωστία τους. Για αυτό το λόγο προτείνει την προστασία του μετά από 2-3 έτη εντατικής βόσκησης, ώστε να ανακάμψει. Επίσης, προτείνει χρησιμοποίηση της παραγωγής των νέων βλαστών όχι πέραν του 50% κατά την αυξητική περίοδο, ενώ μακροπρόθεσμα το ετήσιο ποσοστό χρησιμοποίησης να μη ξεπερνάει το 80%. Ο Παπαχρήστου (1990) αναφέρει, ότι από 225,4 χλγρ./στρ. που ήταν η ετήσια παραγωγή σε μη βοσκημένη επιφάνεια μειώθηκε στα 103 χλγρ./στρ. κάτω από βόσκηση, το οποίο αντιστοιχεί σε 54% ποσοστό χρησιμοποίησης. Επίσης αναφέρει, ότι ένα 20% περίπου βόσκεται και από την παραγωγή των παρελθόντων ετών. Τέλος, δασολίβαδα χαρακτηρίζονται οι εκτάσεις εκείνες στις οποίες υπάρχουν, εκτός από την ποώδη και θαμνώδη βλάστηση, διάσπαρτα δέντρα, τα οποία συγκροτούν ένα χαλαρό ανώροφο που δεν ξεπερνάει σε κάλυψη το 30-40% του εδάφους. Οι Papanastasis et al. (2009α) αναφέρουν ότι τα δασολίβαδα εντάσσονται στα αγροδασικά συστήματα της Ελλάδος, στα οποία περιλαμβάνονται εκτάσεις με ξυλώδη είδη που ξεπερνούν τα 5 μέτρα σε ύψος. Η έκταση τους δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά με συντηρητικούς υπολογισμούς ξεπερνάει τα 10 εκατομμύρια στρέμματα. Η ετήσια λιβαδική παραγωγή τους είναι κατά κανόνα υψηλότερη των άλλων λιβαδικών τύπων, γιατί πρόκειται για πολυώροφα οικοσύστημα, στα οποία επηρεάζεται, τόσο από την ποώδη, όσο και από την ξυλώδη βλάστηση. Η παραγωγή τους μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ ευρέων ορίων και επηρεάζεται από το είδος του υπορόφου, τη συγκόμωση του ανωρόφου, την ποιότητα τόπου και την οικολογική ζώνη στην οποία απαντούν (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Η Καρακώστα (2006) διαπίστωσε, ότι η παραγωγή της ποώδους βλάστησης επηρεάζεται από την παρουσία των δέντρων, η οποία μειώνεται όταν αρχίζει το κλείσιμο της κομοστέγης τους. Σύμφωνα με το Μπραζιώτη (1997), οι παράγοντες που επηρεάζουν το μέγεθος της παραγωγής στα 49

61 δασολιβαδικά συστήματα είναι το είδος, η ηλικία και η πυκνότητα των δένδρων της υπερκείμενης συστάδας, αλλά και το είδος και ο βαθμός αντοχής στη σκιά των ποωδών φυτών Βοσκόμενες γεωργικές καλλιέργειες Οι κυριότερες βοσκόμενες γεωργικές καλλιέργειες, σύμφωνα με τον Παπαναστάση (2009) είναι οι λειμώνες, οι καλαμιές, οι εγκαταλειμμένοι αγροί και οι εκτάσεις με οπωροφόρα δέντρα, όταν διαθέτουν υπόροφη βλάστηση. Σύμφωνα τους Biswell και Λιάκο (1982) «Λειμώνας ή λειβάδι είναι ποώδης φυτοκοινωνία βελτιωμένων χορτοδοτικών φυτών, η οποία δημιουργείται μετά από άροση του εδάφους και τεχνική σπορά, και συνήθως λίπανση και άρδευση και η οποία συγκομίζεται με θέρισμα ή βόσκεται επί τόπου από αγροτικά ζώα και ανανεώνεται πάλι με τεχνητή σπορά ή με παραβλάστηση». Η παραγωγή του μπορεί να συγκομίζεται με θέρισμα (θεριζόμενος) ή με επιτόπια βόσκηση από τα ζώα (βοσκόμενος). Ανάλογα με τη σύνθεση της βλάστησης, οι λειμώνες μπορούν να είναι μόνιμοι, όταν αποτελούνται από πολυετή φυτά ή προσωρινοί όταν αποτελούνται από ετήσια φυτά και διατηρούνται για χρονικό διάστημα μικρότερου του έτους. Τα κυριότερα λειμώνια φυτά ανήκουν σε δύο οικογένειες, τα ψυχανθή και τα αγρωστώδη (Τσιουβάρας 2011). Οι εκτάσεις αυτές έχουν ιδιαίτερα μεγάλη παραγωγή σε ποώδη βλάστηση, όταν βρίσκονται στο βλαστικό και ιδιαίτερα στο ώριμο στάδιο (Dumont et al. 1995β). Οι Zervas et al. (1999) αναφέρουν ότι ένας λειμώνας με ύψος 6 εκ. περίπου μπορεί να δώσει παραγωγή σχεδόν 3000 χλγρ./εκτάριο και να εξασφαλίσει τη διατροφή για αύξηση 20 αρνιών/εκτάριο. Σύμφωνα με τον Παπαναστάση (1992), στην Ελλάδα, οι λειμώνες είναι γνωστοί και ως γρασίδια και αποτελούν αγρούς, κυρίως κοντά στις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, αποτελούμενοι κυρίως από κριθάρι, βρώμη ή βίκο και σπέρνονται με σκοπό τη βόσκηση των ζώων το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη. Η έκταση τους ανέρχεται στα στρέμματα περίπου. Οι καλαμιές είναι τα υπολείμματα των σιτηρών μετά το θερισμό που χρησιμοποιούνται από τα αγροτικά ζώα για βόσκηση (Γιακουλάκη και Παπαναστάσης 2006). Οι καλαμιές αποτελούν ένα σημαντικό πόρο βοσκήσιμης ύλης κατά την καλοκαιρινή περίοδο, χωρίς οικονομική επιβάρυνση για τους κτηνοτρόφους (Παπαναστάσης 2009). Η πρακτική αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και σε άλλα μέρη 50

62 της νότιας Ευρώπης (Brand et al. 2000, Landau et al. 2000b, Correal et al. 2006). Τα ζώα κατά τη διάρκεια της βόσκησης τους στις εκτάσεις αυτές έχουν στη διάθεση τους τα υπολείμματα της όρθιας ή πεσμένης καλαμιάς, τα φύλλα/στελέχη και τους σπόρους (Γιακουλάκη και Παπαναστάσης 2006). Η επιλογή των ζώων δεν περιορίζεται στην καλαμιά, καθώς έχει χαμηλή θρεπτική αξία, αλλά και στα καλοκαιρινά ποώδη φυτά, όπως είναι τα Polygonum aviculare, Echinofora tenuifolia, Cynodon dactylon, Avena fatua, Chenopodium album, τα οποία εμφανίζονται μετά τη βροχή (Brand et al. 2000, Yiakoulaki and Papanastasis 2005, Correal et al. 2006). Η υπέργεια βιομάζα στα υπολείμματα σιτηρών, κυμαίνεται από 0,8 τον./εκτάριο σε ξηρά έτη, ενώ σε βροχερά έτη μπορεί να φτάσει και τους 4,5 τον./εκτάριο (Correal et al. 2006). Οι εγκαταλειμμένοι αγροί είναι μια χρήση γης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μωσαϊκού τοπίου της Ελλάδας και είναι αποτέλεσμα της δυναμικής ισορροπίας που υπάρχει μεταξύ των μεταβολών από τη μια χρήση γης στην άλλη (αγροί-λιβάδια-δάση), ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού για καλλιέργεια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν απογραφές για εγκαταλειμμένους αγρούς, αλλά μόνο για αγραναπαύσεις, δηλαδή προσωρινά εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις για χρονικό διάστημα μικρότερο από 5 έτη (Papanastasis 2007). Σύμφωνα με το Bonet (2004), η εγκατάλειψη των αγρών συνεπάγεται παύση του οργώματος και της σποράς, αλλά δε συνεπάγεται εγκατάλειψη και της χρήσης τους, καθώς εξακολουθούν και χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, όπως είναι η βόσκηση. Οι εκτάσεις αυτές καταλαμβάνουν το 11% περίπου των γεωργικών καλλιεργειών της χώρας, το οποίο αντιστοιχεί σε 4,3 εκατομμύρια στρέμματα. Η κατανομή τους όμως παρουσιάζει διαφοροποίηση στις διαφορετικές υψομετρικές ζώνες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται στην ορεινή ζώνη (>800 μέτρα) ως αποτέλεσμα τις εγκατάλειψης που χαρακτηρίζει τις περιοχές αυτές (Papanastasis 2007). Οι Zarovali et al. (2004) και Καρακώστα (2006) εκτίμησαν την παραγωγή σε εγκαταλειμμένο αγρό 10ετίας στα 215,2-263,5 γρ./τ.μ., η οποία ήταν υψηλότερη από την παραγωγή γειτονικών ποολιβαδικών εκτάσεων. Η Καρακώστα (2012) μελέτησε την παραγωγή σε εγκαταλειμμένους αγρούς σε σχέση με την ηλικία εγκατάλειψης και διαπίστωσε, ότι στα αρχικά στάδια (1 έτος) η ετήσια παραγωγή ήταν 141 γρ./τ.μ. μεγιστοποιήθηκε στα 40 έτη 177 γρ./τ.μ. και στη συνέχεια μειώθηκε. Η σύνθεση της βλάστησης στα αρχικά στάδια αποτελούνταν από ετήσια ποώδη φυτά, κυρίως αγρωστώδη και λιγότερο 51

63 πλατύφυλλες πόες, ενώ καθώς προχωρούσε η διαδοχή τα ετήσια αντικαθίσταντο από τα πολυετή (Papadimitriou et al. 2004). Η βλάστηση που έχουν τα ζώα στη διάθεση τους είναι καθοριστική για την τελική επιλογή τους στη βόσκηση ή μη μιας περιοχής, καθώς τα χαρακτηριστικά της και η εποχιακή μεταβολή τους, όπως η παραγωγή και η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη, επηρεάζουν τη συμπεριφορά των αγροτικών ζώων στη βόσκηση. Επιπλέον, η κάλυψη της βλάστησης και η δημιουργία γυμνού εδάφους, αποτελούν δείκτες της υποβάθμισης και ερημοποίησης των λιβαδιών, τα οποία όταν συσχετιστούν σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες των ζώων, θα βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση του φαινομένου αυτού Σχέσεις εκτροφής αγροτικών ζώων και ερημοποίησης Η κτηνοτροφία, όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία ανάλογα με το σύστημα εκτροφής που εφαρμόζεται επηρεάζει τα λιβαδικά οικοσυστήματα, μέσω της διαδικασίας της βόσκησης. Tα ζώα, στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν τις διατροφικές τους ανάγκες, αναπτύσσουν διαφορετικές συμπεριφορές, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται, ποδοπατούν και συμπιέζουν το έδαφος δημιουργώντας εμφανείς διαδρομές στο τοπίο και καταναλώνουν τη βλάστηση με αποτέλεσμα την απογύμνωση του εδάφους. Όταν αυτά γίνονται σε έντονο βαθμό, οδηγούν στην υποβάθμιση και ερημοποίηση. Η βόσκηση από τα αγροτικά ζώα στη μεσογειακή περιοχή αποτελεί μια πολύ παλιά τακτική, η οποία χρονολογείται από τη Νεολιθική περίοδο, όταν άρχισε η εκτροφή των προβάτων, αιγών και βοοειδών (Bergmeier 1995, Papanastasis 1998α). Από τότε, η δραστηριότητα της κτηνοτροφίας έγινε σημαντική για την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα συνέβαλε πολλαπλά στην υποβάθμιση των οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, η κτηνοτροφία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεσογειακού λιβαδικού τοπίου, μέσω της διαδικασίας της βόσκησης, αλλά και διαφόρων άλλων διαχειριστικών πρακτικών που συνδέονται με αυτή, όπως για παράδειγμα οι πυρκαγιές (Papanastasis and Chouvardas 2005) Υποβάθμιση της γης και ερημοποίηση Τα προβλήματα της έντονης υποβάθμισης του εδάφους συνδέονται με την ερημοποίηση των γαιών και των οικοσυστημάτων, ένα πολύπλοκο φαινόμενο που 52

64 προκαλείται από φυσικούς παράγοντες, αλλά και από την άμεση ή έμμεση επίδραση του ανθρώπου (Dregne 1978, Rubio 1993, Thornes 1993). Είναι ένα φαινόμενο, το οποίο εξελίσσεται αργά και δε γίνεται άμεσα αντιληπτό ή, όταν γίνει, η ερημοποίηση του οικοσυστήματος έχει φτάσει πια σε τόσο προχωρημένο στάδιο, ώστε η επαναφορά του να είναι μη αντιστρεπτή ή πολύ δύσκολη και δαπανηρή. Σύμφωνα με τους Reynolds and Staford Smith (2002), οι όροι «ερημοποίηση» και «υποβάθμιση», έχουν εγείρει μεγάλα ερωτηματικά ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και υπάρχουν έντονες διαφωνίες για την ορθή χρήση τους. Η διαφωνία εστιάζεται σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά, στις αιτίες και στις επιπτώσεις της υποβάθμισης της γης. Η ερημοποίηση, η οποία αποδίδεται συνήθως στις ανθρώπινες δραστηριότητες και κυρίως στην υπερβόσκηση, είναι πιθανό να προκαλείται ή να επιτείνεται από τις μεταβολές του κλίματος και κυρίως τις ξηρασίες, οπότε η αιτία δεν μπορεί να είναι μόνο ανθρωπογενής. Επιπλέον, οι οικολογικές, βιογεωχημικές και υδρολογικές αλλαγές που συμβαίνουν δεν έχουν όλες άμεσες επιπτώσεις στις οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου. O van der Leeuw (1998) κάνει σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στην ερημοποίηση (desertification) και στην υποβάθμιση (degradation) αναφέροντας, ότι η ερημοποίηση συνδέεται με την αδυναμία του ανθρώπου να αντιδράσει στα φυσικά φαινόμενα, ενώ η υποβάθμιση συνδέεται με την επίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η ερημοποίηση είναι πιο σοβαρή από την υποβάθμιση, καθώς η τελευταία μπορεί να αποτελέσει ένα στάδιο καθοδόν προς την ερημοποίηση, ενώ το αντίθετο δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Επίσης, ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί την ερημοποίηση ως μη αντιστρεπτή διαδικασία, σε αντίθεση με την υποβάθμιση που είναι αντιστρεπτή. Οι Downing and Ludeke (2002) αναφέρουν, ότι η ευπάθεια και η υποβάθμιση της γης δεν είναι άμεσα ταυτόσημες. Όταν ένα οικοσύστημα είναι ευπαθές στη διάβρωση του εδάφους, αυτό σημαίνει ότι λαμβάνουν χώρα διάφορες διεργασίες, οι οποίες προκαλούν την επίσπευση της εδαφικής διάβρωσης, ως αντίδραση στη διαταραχή που την προκάλεσε. Η υποβάθμιση του εδάφους αποτελεί ένα συστατικό μιας πιο σύνθετης διεργασίας, η οποία σπάνια μπορεί να ερμηνευτεί με μοναδικό στοιχείο την ευπάθεια. Τη λύση σε αυτή τη διαφωνία, φαίνεται να δίνουν οι ορισμοί της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (UNCCD) (United Nations 1994): 53

65 «Υποβάθμιση της γης σημαίνει μείωση ή απώλεια, στις ξηρές, ημίξηρες και ξηρές ύφυγρες περιοχές, της βιολογικής ή οικονομικής παραγωγικότητας και πολυπλοκότητας των ξηρικών και αρδευόμενων γεωργικών καλλιεργειών, ή λειμώνων, λιβαδιών και δασών ή άλλων δασικών εκτάσεων, ως συνέπεια της χρήσης της γης ή από διαδικασίες ή συνδυασμό διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου και αυτών που προκύπτουν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες : 1) εδαφική διάβρωση από τον άνεμο ή το νερό, 2) εξασθένιση των φυσικών, χημικών και βιολογικών ή οικονομικών ιδιοτήτων του εδάφους και 3) τη μακροχρόνια απώλεια της φυσικής βλάστησης». «Ερημοποίηση είναι η υποβάθμιση της γης στις ξηρές, ημίξηρες και ξηρές ύφυγρες περιοχές, προκαλούμενη από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων». Οι Stafford Smith and Reynold (2002), υποστηρίζουν την παραπάνω προσέγγιση και αναφέρουν ότι οι ορισμοί της «ερημοποίησης» και «υποβάθμισης», όπως αποδόθηκαν στην παραπάνω Συνθήκη, καθιστούν σαφές, ότι η πρώτη σχετίζεται με τη σύνδεση των βιοφυσικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών ενός οικοσυστήματος και πως αυτά επηρεάζουν την ευημερία του ανθρώπου. Επιπλέον, η έννοια αυτή αποκτά διαφορετική σημασία και έκταση, ανάλογα με την κλίμακα στην οποία αναφέρεται, δηλαδή σε επίπεδο αγροκτήματος, κοινότητας, χώρας ή παγκόσμιο. Η δυναμική της περιβαλλοντικής υποβάθμισης που συμβαίνει, τόσο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε περιφερειακό, συνδυάζοντας διαφορετικές διεργασίες, είναι πάρα πολύ σημαντική στη μελέτη της Παγκόσμιας Αλλαγής (Global Change). Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση «συνδρόμων», τα οποία περιλαμβάνουν δυναμικά σύνολα που χαρακτηρίζουν την αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης (Schellnhuber et al. 1997, Petschel-Held et al. 1999, Ludeke et al. 2004). Έχουν εκτιμηθεί δεκαέξι σύνδρομα τα οποία επηρεάζουν την Παγκόσμια Αλλαγή (WBGU 1997), αρκετά από τα οποία συνδέονται με την υποβάθμιση/ερημοποίηση του εδάφους (Downing and Ludeke 2002, Ludeke et al. 2004): Η υπερκαλλιέργεια της γης οριακής απόδοσης (Sahel). Η υπερεκμετάλλευση των φυσικών οικοσυστημάτων (Overexploitation). Η περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω εγκατάλειψης των παραδοσιακών πρακτικών που εφαρμόζονταν στη γεωργία (Rural exodus). 54

66 Η μη αειφορική χρήση των εδαφικών και υδάτινων πόρων, ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης στη γεωργία και βιομηχανία (Dust Bowl). Περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω της μείωσης των ανανεώσιμων πηγών από την εντατική εξόρυξη (Katanga). Η περιβαλλοντική υποβάθμιση φυσικών τοπίων ως αποτέλεσμα μεγάλης κλίμακας προγραμμάτων για την ανάπτυξη των φυσικών υδάτινων πόρων (Aral Sea). Η περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω μη προσαρμοσμένων στο περιβάλλον γεωργικών πρακτικών (Green Revolution). Η παράβλεψη περιβαλλοντικών όρων προς όφελος της γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης (Asian Tiger). Η περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω της ανεξέλεγκτης αύξησης των πόλεων (Favela). Οι Downing and Ludeke (2002) επισημαίνουν ότι η ερημοποίηση σε μια περιοχή μπορεί να είναι αποτέλεσμα διάφορων συνδρόμων που λειτουργούν μεμονωμένα, αντικατοπτρίζοντας τη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των περιοχών, των διαθέσιμων πηγών, της οικονομίας και των πληθυσμών. Τα πιο χαρακτηριστικά σύνδρομα ερημοποίησης είναι: της υπερεκμετάλλευσης, της εντατικοποίησης της γεωργίας και βιομηχανίας, της εντατικής εξόρυξης και της υποβάθμισης των φυσικών τοπίων. Ο Ibrahim (1993) αναφέρει τη σημασία της ανθρώπινης συμβολής στην ερημοποίηση των ημίξηρων περιοχών, δίνοντας έμφαση στην αλληλεπίδραση του συστήματος Άνθρωπος-Φύση, καθώς η υποβάθμιση του εδάφους δεν περιορίζεται στη βιολογική και φυσική καταστροφή του οικοσυστήματος, αλλά σε όλο το σύστημα παραγωγής. Ο Okin (2002) διαχωρίζει τις βιολογικές και φυσικές διεργασίες που σχετίζονται με την υποβάθμιση του εδάφους με δύο κύριους παράγοντες, σε αυτούς που προκαλούν την υποβάθμιση (triggering factors), όπως οι κλιματικές αλλαγές και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (π.χ. η βόσκηση και η φωτιά) και σε αυτούς που τη διασπείρουν (propagation factors) όπως η διάβρωση μέσω του νερού και του ανέμου. Στα λιβαδικά οικοσυστήματα της Ελλάδας, παρατηρούνται δύο κύρια σύνδρομα: της περιβαλλοντικής υποβάθμισης λόγω της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων (Overexploitation) και της εγκατάλειψης των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών (Rural exodus). Αυτό σημαίνει ότι η ερημοποίηση προκύπτει από το συνδυασμό των επιδράσεων ενός γενικότερου συστήματος δύο συνδρόμων που επηρεάζονται από την 55

67 υπερβόσκηση στην πρώτη περίπτωση ή την υποβόσκηση στη δεύτερη. Η υπερβόσκηση, ως αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια μέσω των επιδοτήσεων (Dubost 1998), οδήγησαν στην αύξηση του ζωικού κεφαλαίου και συγκέντρωση των αγροτικών ζώων σε συγκεκριμένες περιοχές. Η υποβόσκηση, ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της παραδοσιακής μετακινούμενης εκτροφής, κυρίως των ορεινών περιοχών, οι οποίες παραμένουν αβόσκητες με αναμενόμενη αύξηση της βιομάζας και τον κίνδυνο μιας εκτεταμένης πυρκαγιάς (Παπαναστάσης 2008β). Ο συνδυασμός των συνδρόμων αυτών, αποτελεί την «κοινωνικοοικονομική» διάσταση της βόσκησης στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία περιγράφεται αναλυτικά από πολλές έρευνες (π.χ. Hill et al. 1998, Sullivan and Rohde 2002, Ash et al. 2002, Helden 2008, Lorent et al. 2008, Ibanez et al. 2012). Παρόλη τη σύγχυση και τη διαμάχη που επικρατεί ίσως ακόμη και μέχρι σήμερα ανάμεσα στην υποβάθμιση και την ερημοποίηση της γης, εντούτοις φαίνεται ότι έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια στην κατανόηση του φαινομένου αυτού. Οι Baartman et al. (2007) αναφέρουν την εφαρμογή τουλάχιστον 48 προγραμμάτων/έργων σε Ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο που σχετίζονται με την ερημοποίηση, ταξινομώντας τα σε τέσσερις γενικές κατηγορίες ανάλογα με τον τύπο ή το σκοπό τους: α) στη δημιουργία βάσεων δεδομένων, όπως για παράδειγμα το CORINE και το DIS4ME, β) στη δημιουργία δικτύου συνεργασιών σε τομείς σχετικούς με την ερημοποίηση (π.χ. το Desert*Net και το MEDRAP), γ) στην εφαρμογή ευρύτερων προγραμμάτων με αρκετά υποέργα (π.χ. PAP/RAC και WWAP) και δ) στην υλοποίηση προγραμμάτων κυρίως για την ανάπτυξη νέων μεθόδων και τεχνικών είτε από την αρχή χωρίς να στηρίζονται σε προηγούμενα προγράμματα (π.χ. DEMON-I, GEORANGE, MEDACTION, MEDALUS,) είτε στηριζόμενα στα αποτελέσματα άλλων προγραμμάτων (π.χ. DESURVEY, LUCINDA, DESERTWATCH). Ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα, στο οποίο στηρίχτηκαν πολλά άλλα μεταγενέστερα έργα ήταν το MEDALUS, το οποίο ολοκληρώθηκε σε 3 φάσεις. Επιπλέον, κάποια άλλα έργα παρουσίασαν συνδυαστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν πληροφορίες από προηγούμενα προγράμματα, αλλά δημιούργησαν και καινούριες τεχνολογίες, όπως είναι για παράδειγμα το DESERTLINKS, το οποίο ανέπτυξε ένα σύστημα με 150 περίπου δείκτες ερημοποίησης για τη Μεσογειακή Ευρώπη. Ταξινομώντας τα παραπάνω προγράμματα ανάλογα με τους στόχους τους, 56

68 αυτά κάλυψαν τομείς που έχουν σχέση τη λήψη πολιτικών και διαχειριστικών αποφάσεων, τη βελτίωση της γνώσης και τη διαχρονική παρακολούθηση της ερημοποίησης (Baartman et al. 2007) Βόσκηση και ερημοποίηση Η κτηνοτροφία θεωρείται ως μια από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που ευθύνεται για την ερημοποίηση. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν την υποβάθμιση των μεσογειακών οικοσυστημάτων στην υπερβόσκηση (π.χ. Le Houerou 1981, Arianoutsou-Faragitaki 1984, Puigdefabregas and Mendizabal 1998, Lyrintzis and Papanastasis 2000, Dregne 2002, Geist and Lambin 2004, Enne et al. 2004, Στεφανάκης 2006). Όταν ο αριθμός των ζώων που βόσκουν σε μια έκταση σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (βοσκοφόρτωση) είναι πολύ μεγάλος, τότε θα υπάρξει υπερβόσκηση, η οποία πιθανόν να οδηγήσει στη μείωση του φυτοκαλύμματος και, κατά συνέπεια, στην έκθεση του εδάφους στη διάβρωση (Παπαναστάσης 2008β). Σύμφωνα με τους Χουβαρδά και συν. (2008), η βοσκοφόρτωση στις λιβαδικές εκτάσεις της Ελλάδας θεωρείται υψηλή έως πολύ υψηλή αν ξεπεράσει τα 3 αιγοπρόβατα στο εκτάριο κατ έτος. Υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά όμως κατά πόσο η υπερβόσκηση από μόνη της μπορεί να οδηγήσει στην υποβάθμιση και ερημοποίηση μιας περιοχής. Οι Menjli and Papanastasis (1995) αναφέρουν, ότι η υπερβόσκηση μπορεί να εξηγήσει μόνο ένα μέρος της υποβάθμισης του εδάφους, ενώ για την πλήρη κατανόησή της πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως οι πυρκαγιές των κτηνοτρόφων. Οι περισσότεροι ερευνητές αναφέρουν ως κύρια αιτία για την ερημοποίηση των λιβαδιών το συνδυασμό της υπερβόσκησης με την ανεξέλεγκτη φωτιά, λόγω της έντονης διάβρωσης που ακολουθεί την καταστροφή της βλάστησης (Arianoutsou Faraggitaki 1985, Papanastasis 1998β, Papanastasis 2000, Papanastasis et al. 2002). Σύμφωνα με τον Παπαναστάση (2008β), το λανθασμένο σύστημα βόσκησης, σε συνδυασμό με τον ακατάλληλο αριθμό και είδος αγροτικών ζώων, συνεπάγεται τη μη ορθολογική άσκηση της κτηνοτροφίας. Μια τέτοια άσκηση έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί ερημοποίηση των λιβαδιών, ιδιαίτερα όπου επικρατούν ξηροθερμικές συνθήκες. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται το σύστημα της κοινόχρηστης βόσκησης με αποτέλεσμα τα ζώα να βόσκουν τα λιβάδια χωρίς περιορισμούς κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου, με αρνητικές συνέπειες στα επιθυμητά είδη από την 57

69 επιλεκτική βόσκηση των ζώων. Το πρόβλημα αυτό δεν υπάρχει στα οργανωμένα συστήματα βόσκησης, στα οποία εφαρμόζεται περιφορά της βόσκησης είτε εποχιακά μετακινώντας τα ζώα από τη μια θέση στην άλλη σε προγραμματισμένη βάση (π.χ. μετακίνηση κοπαδιών στα θερινά από τα χειμερινά λιβάδια και αντίστροφα) είτε μέσα στην ίδια εποχή, αλλά σε διαφορετικά τμήματα της λιβαδικής μονάδας (Παπαναστάσης 2009). Οι Carmona et al. (2013) αποδίδουν την αποτυχία της αναγέννησης των αγροδασολιβαδικών συστημάτων αριάς (dehesas) στην εγκατάλειψη του μετακινούμενου συστήματος εκτροφής (transhumance), με το οποίο η βόσκηση γίνονταν μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο, ενώ σήμερα εφαρμόζεται το σύστημα της συνεχούς βόσκησης. Το είδος ή τα είδη των ζώων που βόσκουν στα λιβάδια, όταν δε γίνεται ο σωστός συνδυασμός, μπορεί επίσης να προκαλέσουν την υποβάθμισή τους. Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται να έχουν οι αίγες, οι οποίες κάτω από συνθήκες έντονης βόσκησης μπορούν να προκαλέσουν έντονη υποβάθμιση. Στην Ελλάδα ο αριθμός των αιγών είναι υπερβολικά υψηλός και εκτιμάται ότι προκειμένου να υπάρξει ισορροπία μεταξύ αιγοτροφίας και περιβάλλοντος θα πρέπει να μειωθεί κατά 50% (Παπαναστάσης 2008β). Η διαφορετική επίδραση που έχουν τα διαφορετικά είδη ζώων στο οικοσύστημα οφείλεται στη διαφορετική συμπεριφορά που αναπτύσσουν κατά τη βόσκηση, στον τρόπο που διασπείρονται στο χώρο και στην τροφή που επιλέγουν. Από συγκριτικές μελέτες που έχουν γίνει έχει βρεθεί, ότι οι αίγες που βόσκουν σε περιοχές με ακραίες κλιματικές συνθήκες μπορούν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, αξιοποιώντας καλύτερα τη βοσκήσιμη ύλη, ιδίως σε ξυλώδη είδη σε αντίθεση με τα πρόβατα ή τις αγελάδες, ασκώντας έτσι μεγαλύτερη επίδραση στα οικοσυστήματα αυτά (Silanikove 2000). Οι Putfarken et al. (2008) αναφέρουν, ότι τα βοοειδή προτιμούν υγρούς και παραγωγικούς βιότοπους σε σχέση με τα πρόβατα, τα οποία έχουν σαφή προτίμηση για τα ξηρά ποολίβαδα που συνήθως έχουν συμπιεσμένα και φτωχά εδάφη. Οι Greaves and Wedderburn (1995) μελέτησαν τη συμπεριφορά των αιγοπροβάτων σε διαβρωμένα λιβάδια και διαπίστωσαν, ότι η συμπεριφορά των αιγών και εριφίων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη διάβρωση από την αντίστοιχη συμπεριφορά των προβάτων και των αρνιών. Η συχνή επίσκεψη των ζώων στις επιφάνειες αυτές, αύξησε την πιθανότητα μη επανεγκατάστασης της βλάστησης. Συγκεκριμένα, οι αίγες, όταν βρίσκονταν στις διαβρωμένες επιφάνειες, αφιέρωναν χρόνο κυρίως για ανάπαυση και 58

70 στάση. Το ίδιο παρατηρήθηκε και για τα πρόβατα, αλλά σε μικρότερο βαθμό από τις αίγες. Οι Yiakoulaki and Papanastasis (2009, 2011) αναφέρουν ότι, ενώ οι αίγες καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα βοσκήσιμης ύλης ανά δαγκωματιά σε σχέση με τα πρόβατα, εντούτοις στο τέλος της ημέρας τα δεύτερα έχουν καταναλώσει μεγαλύτερη ποσότητα τροφής γιατί επιμηκύνουν το χρόνο βόσκησης, αλλά και πετυχαίνουν μεγαλύτερο ρυθμό δαγκωμάτων ανά λεπτό. Επομένως τα πρόβατα απομακρύνουν περισσότερη ποώδη βλάστηση από τις αίγες, μειώνοντας έτσι εντονότερα την κάλυψη της βλάστησης. Η κτηνοτροφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα μεσογειακά λιβαδικά τοπία. Για το λόγο αυτό, η υποβόσκηση, ιδιαίτερα η απομάκρυνση της βόσκησης από αυτά έχει άμεσες αρνητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί την εξαφάνιση των ανοικτών οικοσυστημάτων, με την πύκνωση των θάμνων σε βάρος της ποώδους βλάστησης και την αύξηση της καύσιμης ύλης. Το τελευταίο οδηγεί σε πυρκαγιές με όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες που έχει στην υποβάθμιση του εδάφους και στη βλάστηση (Seligman and Perevolotsky 1994, Papanastasis 2004β, Bernués et al. 2005). Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει, ότι η αλόγιστη βόσκηση επηρεάζει την υποβάθμιση της γης, η οποία κάτω από προϋποθέσεις, μπορεί να μην είναι αντιστρεπτή, οδηγώντας στην ερημοποίηση. O Thornes (2007), μοντελοποιώντας το δίπολο βόσκηση-βλάστηση σε μεσογειακά οικοσυστήματα, διατύπωσε τη θεωρία, ότι η βόσκηση με την αφαίρεση της βιομάζας είναι ικανή να προκαλέσει υποβάθμιση. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι παράγοντες που την προκαλούν και η απόδοση της υποβάθμισης αποκλειστικά στη βόσκηση μέσω της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων εγείρει πολλά ερωτηματικά (Rowntree et al. 2004), καθώς οι διαδικασίες που οδηγούν στην υποβάθμιση της γης αποτελούν ένα πολύπλοκο σύστημα (Pulina et al. 1998) Επιδράσεις της βόσκησης στη βλάστηση και στο έδαφος Η βόσκηση συνδέεται με τη διατάραξη της βλάστησης, κυρίως δια μέσου της αποφύλλωσης ή της αποκοπής των φυτών, αλλά και του εδάφους. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης παρουσιάζει έντονες μεταβολές κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά και μεταξύ των ετών, επηρεαζόμενη αισθητά από τις κλιματικές συνθήκες. Αντίστοιχες μεταβολές θα έπρεπε να γίνουν και στον αριθμό των ζώων που βόσκουν, ώστε να 59

71 εξασφαλίζεται ισορροπία στο λιβάδι. Αυτό, φυσικά, δε μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, με αποτέλεσμα να προκαλείται υπερβόσκηση στο διάστημα αυτό (Ash et al. 2002). Τα αποτελέσματα της μη ορθολογικής βόσκησης, ιδιαίτερα στις πολύ ξηρές χρονιές, είναι η υποβάθμιση των λιβαδιών εξαιτίας της αφαίρεσης περισσότερης βοσκήσιμης ύλης από αυτή που προβλέπεται από την κανονική χρήση, της συνεπακόλουθης μείωσης της κάλυψης του εδάφους και της διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ των χωροψηφίδων που συγκροτούν το λιβαδικό τοπίο. Όλα αυτά επιδρούν αρνητικά στην επιφανειακή απορροή του νερού και οδηγούν στη μείωση της διηθητικότητας του στο έδαφος, στη μείωση της οργανικής ουσίας και στην αύξηση της διάβρωσής του (Yassoglou and Kosmas 1997, Dormaar and Williams 1998, Aru 2000, Okin 2002, Papanastasis et al. 2003β, Chaichi et al. 2005, Kolbl et al. 2011). Η κάλυψη της βλάστησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό της υποβάθμισης και την παρακολούθηση της ερημοποίησης ενός οικοσυστήματος (Thornes 2001, Helden 2008). Οι Papanastasis et al. (2003β) αναφέρουν ότι η κάλυψη της βλάστησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης για τη λιβαδική υγεία και ως εργαλείο για την παρακολούθηση της ερημοποίησης στις ορεινές περιοχές. Ως κρίσιμο όριο για την ερημοποίηση θεωρούν το ποσοστό 40%. Ο Thornes (1999) προτείνει όριο για την κάλυψη της βλάστησης το 30%, πέρα από το οποίο τα εδάφη είναι επιρρεπή στη διάβρωση. Οι Kosmas et al. (2000α) αναφέρουν, ότι η διάβρωση του εδάφους στο νησί της Λέσβου συσχετιζόταν άμεσα με το βαθμό καταστροφής της βλάστησης. Oι Hellali and Nastis (1998) μελέτησαν την επίδραση της κάλυψης της βλάστησης στην επιφανειακή απορροή σε πλαγιές με μέτρια κλίση (20%) στη Βόρειο Ελλάδα και διαπίστωσαν, ότι η μείωση της από 90% σε 47% προκάλεσε 15 φορές μεγαλύτερη επιφανειακή απορροή του νερού. Η τοπογραφία μιας περιοχής επηρεάζει τα χαρακτηριστικά της βλάστησης που αναπτύσσεται πάνω σε αυτή, άρα και την κατανομή των βοσκόντων ζώων στο λιβάδι. Η θέση της πλαγιάς επηρεάζει την παραγωγή βιομάζας, καθώς το κάτω μέρος της έχει καλύτερες εδαφικές συνθήκες σε σχέση με το μέσο και άνω μέρος με αποτέλεσμα η βιομάζα να είναι μεγαλύτερη (Burke et al. 1995,Vázquez et al. 2000, Kolbl et al. 2012). Σύμφωνα με τον Thornes (2007), οι λοφώδεις επιφάνειες, λόγω της μεγαλύτερης κλίσης, παρουσίασαν μεγαλύτερο ρυθμό διάβρωσης, 24 φορές μεγαλύτερο ανά μονάδα επιφάνειας σε σχέση με τις πεδινές περιοχές. Η μεγαλύτερη κάλυψη της βλάστησης 60

72 σταθεροποιεί τον κίνδυνο διάβρωσης, επομένως η μείωση της μέσω της βόσκησης καθιστά τις πρώτες επιφάνειες πιο ευαίσθητες. Οι Carmel and Kadmon (1999) αναφέρουν, ότι η παρουσία δέντρων και θάμνων επηρεάστηκε αρνητικά σε περιοχές που εφαρμοζόταν μεγάλη ένταση βόσκησης προς όφελος της ποώδους βλάστησης, αλλά στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν και τοπογραφικοί παράγοντες, όπως η έκθεση και η κλίση. Η τοπογραφία σχετίζεται περισσότερο με τις μεταβολές των χαρακτηριστικών του εδάφους. Όταν όμως συσχετίζεται με χαρακτηριστικά της βλάστησης, π.χ. οι μεταβολές της βιομάζας, τότε πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η βόσκηση (Kolbl et al. 2012). Η έκθεση είναι σημαντικός παράγοντας, όσον αφορά τις διαδικασίες υποβάθμισης της γης, γιατί επηρεάζει το μικροκλίμα μιας περιοχής, μεταβάλλοντας τη γωνία και τη διάρκεια της ηλιακής ακτινοβολίας που δέχεται το έδαφος. Περιοχές με νότιες και δυτικές εκθέσεις είναι πιο θερμές, με υψηλότερους ρυθμούς εξάτμισης και μικρότερη αποθήκευση νερού, από ότι οι βόρειες και ανατολικές εκθέσεις (Ντάφης 1986, Poesen and Hooke 1999). Τα ζώα επιλέγουν περιοχές με βόρειες και ανατολικές εκθέσεις και όχι νότιες (Arnon et al. 2011), γιατί οι τελευταίες έχουν μικρότερη παραγωγικότητα λόγω της υψηλότερης ακτινοβολίας που δέχονται (Osem et al. 2004). Επομένως, τα ζώα επιλέγουν περιοχές που βρίσκουν μεγαλύτερη ποσότητα τροφής, μειώνοντας την κίνηση και αυξάνοντας το ρυθμό κατανάλωσης βοσκήσιμης ύλης (Bailey et al., 1996). Οι Amezaza et al. (2004) μελέτησαν την επίδραση της βόσκησης και της τοπογραφίας στη βλάστηση των ποολίβαδων και αναφέρουν ότι η μείωση της έντασης της βόσκησης σε συνδυασμό με την κλίση και τις βόρειες εκθέσεις, οδήγησαν σε αλλαγές στη δομή της φυτοκοινότητας με αύξηση της βοσκήσιμης ύλης, αλλά χαμηλότερης θρεπτικής αξίας. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στη βροχόπτωση και την επιφανειακή απορροή, αλλά και στη συμπεριφορά των ζώων. Οι Kosmas et al. (1999) αναφέρουν την επίδραση της έκθεσης στην ευαισθησία μιας περιοχής στην ερημοποίηση, με τις νότιες εκθέσεις να είναι πιο επιρρεπείς από τις βόρειες, ως αποτέλεσμα του μειωμένου υδατικού αποθέματος και της βλάστησης που επικρατεί σε αυτές. Η μεγαλύτερη ένταση της βόσκησης συνεπάγεται μεγαλύτερη αφαίρεση βιομάζας και αύξηση του γυμνού εδάφους. Σύμφωνα με τους Chaichi et al. (2005), το ποσοστό του γυμνού εδάφους ήταν μεγαλύτερο (77,7%) στην αρχή της περιόδου βόσκησης σε 61

73 επιφάνεια με έντονη βόσκηση σε σχέση με εκείνη με μέτρια βόσκηση (24,8%), ενώ μέχρι το τέλος της περιόδου αυξήθηκε περαιτέρω και στις δύο εντάσεις (92,6% και 60,3% αντίστοιχα). Αντίθετα, στην αβόσκητη επιφάνεια αυξήθηκε η κάλυψη της ξηρής ουσίας, ενώ στις βοσκημένες επιφάνειες μειώθηκε κατά 50%. Οι αρνητικές επιδράσεις της βόσκησης δεν αναφέρονται μόνο στη βλάστηση, αλλά και στο έδαφος είτε άμεσα με την ποδοπάτηση είτε έμμεσα μέσω της μείωσης του φυτοκαλύμματος, η οποία συνεπάγεται τη μείωση της οργανικής ουσίας από το έδαφος (Enne et al. 2002). Η συμπίεση του εδάφους που προκαλείται από τις οπλές των ζώων προκαλεί μείωση των πόρων του εδάφους και είναι μεγαλύτερη όταν το ζώο κινείται παρά όταν βρίσκεται σε στάση (Pulina et al. 1995, Carroll et al. 2004), ενώ το μέγεθος της συμπίεσης επηρεάζεται από τη δομή και την υφή του εδάφους (Carroll et al. 2004). Η συμπίεση του εδάφους, περιορίζεται κυρίως στα πρώτα εκατοστά, ενώ σπάνια μπορεί να φτάσει και τα 15 εκ. (Greenwood et al. 1997) κάτω από συνθήκες έντονης βόσκησης. Η επαναφορά του, όταν σταματήσει η βόσκηση, συντελείται μετά την παρέλευση 5-10 χρόνων (Heady and Child 1994). Το βάθος του εδάφους επίσης επηρεάζεται από τη συμπίεση μέσω του ποδοπατήματος, Οι Dormaar and Willms (1998) αναφέρουν τη δραστική μείωση του βάθους του εδάφους στον επιφανειακό ορίζοντα από 22 εκ. στη μη βοσκημένη επιφάνεια σε 8 εκ. στην πολύ έντονα βοσκημένη, υποδεικνύοντας τις αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα, αλλά και την ικανότητα συγκράτησης νερού. Οι Proffitt et al. (1995), Steffens et al. (2008) και Chaichi et al. (2005) αναφέρουν, επίσης, την αρνητική επίδραση της έντασης της βόσκησης των προβάτων στα χαρακτηριστικά της δομής του επιφανειακού ορίζοντα του εδάφους μέσω του ποδοπατήματος. Η περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ύλη επηρεάζει το βαθμό της συμπίεσης, καθώς τα φτωχά εδάφη είναι πιο ευάλωτα σε σύγκριση με τα πλούσια σε οργανική ουσία. Η μείωση των πόρων του εδάφους συνεπάγεται τη μείωση της διαπεραστικότητας του από το νερό της βροχής, ενώ ευνοεί την επιφανειακή απορροή αλλά και τη διάβρωση του (Heady and Child 1994). Οι Chaichi et al. (2005) μελέτησαν τις επιδράσεις του ποδοπατήματος στην κάλυψη και τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους κατά την περίοδο της βόσκησης (από το Μάιο μέχρι και το Σεπτέμβριο) και διαπίστωσαν, ότι οι περιοχές με έντονη βόσκηση είχαν χαμηλότερη εδαφική υγρασία λόγω της μειωμένης οργανικής ουσίας, ιδιαίτερα στον επιφανειακό ορίζοντα, σε σχέση 62

74 με το μάρτυρα (χωρίς βόσκηση) και τη μέτρια βόσκηση. Επίσης, οι βοσκημένες επιφάνειες είχαν μεγαλύτερη φαινόμενη πυκνότητα και μηχανική αντίσταση του εδάφους σε σχέση με τις αβόσκητες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μικρότερη διηθητικότητα του νερού στο έδαφος, η οποία ήταν μεγαλύτερη στα πρώτα 5 λεπτά και μειωνόταν με την πάροδο του χρόνου, ενώ ήταν μεγαλύτερη το Μάρτιο σε σχέση με το Σεπτέμβριο. Το μωσαϊκό μεσογειακό τοπίο χαρακτηρίζεται από μία σταθερότητα στο χρόνο, η οποία οφείλεται κυρίως στη χωρική ετερογένεια των χαρακτηριστικών της επιφάνειας του εδάφους. Η ετερογένεια του εδάφους προκύπτει κυρίως από την παρουσία «ξηρών/στεγνών» και «υγρών/βρεγμένων» χωροψηφίδων. Στις πρώτες επικρατεί το γυμνό έδαφος ή οι μεγάλοι βράχοι ευνοώντας την επιφανειακή απορροή του νερού. Αντίστοιχα, στις δεύτερες επικρατούν οι θάμνοι, τα βρύα ή μικρές πέτρες, συγκρατώντας το νερό της βροχής, αλλά και αυτό που απορρέει από την πρώτη κατηγορία, ευνοώντας έτσι τη διείσδυση του στο έδαφος (Lavee et al. 1998). Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά και οι κλιματικοί παράγοντες, μπορούν να προκαλέσουν τη διάσπαση των χωροψηφίδων, αλλά και όποια άλλη διαδικασία τις καταστρέφει (μείωση κάλυψης βλάστησης μέσω της βόσκησης) ή αυξάνει το μέγεθος τους στο τοπίο, καθιστώντας έτσι, τα εδάφη ευαίσθητα στους αβιοτικούς παράγοντες (Okin 2002). Οι Kolbl et al. (2011) αναφέρουν, ότι ο κίνδυνος διάβρωσης του εδάφους σε μικρή κλίμακα (1 τ.μ) αυξάνει σε περιοχές οι οποίες βόσκονται εντατικά, λόγω της μείωσης της συσσωμάτωσης του εδάφους και της ποσότητας της οργανικής ύλης. Η ασθενής συσσωμάτωση σε συνδυασμό με το ποδοπάτημα των ζώων οδηγεί σε έντονη ορυκτοποίηση των αποθεμάτων του εδαφικού οργανικού άνθρακα, υψηλότερη φαινομενική πυκνότητα στον επιφανειακό ορίζοντα και μικρότερη διηθητικότητα. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν, ότι καθώς αυξάνει η κλίμακα (1 εκτάριο), οι επιπτώσεις στο έδαφος γίνονται πιο έντονες, λόγω της υποβάθμισης των χωροψηφίδων της βλάστησης, επηρεάζοντας τη διαβρεξιμότητα του εδάφους. Σε επίπεδο τοπίου, η διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών του εδάφους επηρεάζεται χωρικά κυρίως από την τοπογραφία, ενώ η βόσκηση παρεμβαίνει σημαντικά σε αυτήν, με τις μεγαλύτερες επιδράσεις στην παραγωγή της υπέργειας βιομάζας και στα εδαφικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτή, όπως ο εδαφικός οργανικός άνθρακας. 63

75 Οι Stavi et al. (2008) διαπίστωσαν, ότι η παρουσία κοπαδιών αιγών και προβάτων παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μικροτοπογραφίας σε μια πλαγιά, αφού η κίνηση τους συνδέεται χωρικά με τα διάκενα που δημιουργούνται μεταξύ των θάμνων. Συγκεκριμένα, η κίνηση των ζώων συνδέεται με μονοπάτια, τα οποία δημιουργούνται κάθετα στην κλίση της πλαγιάς και εντοπίζονται χωρικά στο άνω μέρος των θάμνων και σε απόσταση 25 εκ. από το κέντρο τους. Το βάθος του εδάφους στο τμήμα αυτό χαρακτηρίζεται από μικρή διηθητικότητα, αλλά και από ήπιες κλίσεις, σε σύγκριση με τα γειτονικά τμήματα του θάμνου, ως αποτέλεσμα του συχνού ποδοπατήματος από τα ζώα. Η κλίση της πλαγιάς είναι καθοριστικός παράγοντας στο βαθμό της διάβρωσης σε μια περιοχή με τις απότομες έως πολύ απότομες κλίσεις να παρουσιάζουν την μεγαλύτερη ευαισθησία στην ερημοποίηση (Kosmas et al. 1999). Η διάβρωση γίνεται πολύ έντονη, όταν η κλίση περάσει ένα κρίσιμο σημείο πέραν του οποίου αυξάνεται λογαριθμικά. Στη Λέσβο, η κλίση έχει βρεθεί ότι έχει διαφορετική επίδραση στις διάφορες κλιματικές ζώνες. Για την ίδια κλάση κλίσεων, η πιθανότητα να εμφανισθεί μεγάλος βαθμός διάβρωσης ήταν μεγαλύτερος στις ημίξηρες περιοχές, ενώ μειωνόταν καθώς αυξανόταν η βροχόπτωση, σε αντίστοιχες ύφυγρες περιοχές, όπου εμφανίζονταν μέτρια διαβρωμένα εδάφη (Kosmas et al. 2000β). Η κλίση, επίσης, επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά των ζώων, καθώς δυσχεραίνει την κίνηση τους με αποτέλεσμα τη μετακίνηση τους με μικρότερες ταχύτητες (Arnon et al. 2011). Αυτό αποδίδεται στη μεγαλύτερη ενέργεια που απαιτείται από τα ζώα για τη μετακίνηση σε απότομες κλίσεις (Ganskopp et al. 2000), πράγμα που συνεπάγεται στη συνέχεια μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής, ώστε να αναπληρωθεί η χαμένη ενέργεια. Σύμφωνα με τον Ευαγγέλου (2005), ο οποίος εκτίμησε το κίνδυνο ερημοποίησης σε περιοχές της επαρχίας Λαγκαδά, υπήρχε αυξημένη ευαισθησία σε περιοχές προσέλκυσης των ζώων (ποτίστρα, στάνη, θέσης ξεκούρασης κλπ), ακόμη και σε περιοχές που δεν είχαν μεγάλη βοσκοφόρτωση. Αυτό αποδόθηκε στην πυοσφαιρική επίδραση που ασκούν τα ζώα γύρω από τις θέσεις αυτές και αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την εφαρμοζόμενη διαχείριση, καθώς δημιουργούνται «σημειακές» θέσεις έντονα υποβαθμισμένες (Kourakli et al. 2005, Papanastasis et al. 2009β). Οι Ispikoudis et al. (1999) αναφέρουν, ότι το είδος του ζώου επιδρά διαφορετικά στη βλάστηση γύρω από τη στάνη, καθώς η βόσκηση από πρόβατα φαίνεται να οδηγεί σε 64

76 ομογενοποίηση του τοπίου, ενώ ο συνδυασμός τους με αίγες σε πιο ετερογενείς καταστάσεις. Σύμφωνα με τους Papanastasis et al. (2009β), το ύψος της θαμνώδους βλάστησης είναι μικρότερο κοντά στις στάνες, με αποτέλεσμα η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη να είναι μεγαλύτερη και να προτιμάται από τις αίγες, σε σχέση με την υψηλότερη βλάστηση που βρίσκεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Οι Akasbi et al. (2012) αναφέρουν ότι η μεγαλύτερη ένταση βόσκησης βρίσκεται σε απόσταση 250 μέτρων από τη στάνη και μειώνεται με την απομάκρυνση από αυτή, ενώ οι Bisigato and Bertiller (1997), ότι η ένταση της βόσκησης μειωνόταν με την αύξηση της απόστασης από μία ποτίστρα, αλλά μέχρι και τα 600 μέτρα. Σύμφωνα με τον Thornes (2007), η απώλεια της βιομάζας σε μια περίοδο βόσκησης είναι μεγαλύτερη πιο κοντά στη στάνη, ως αποτέλεσμα του μεγαλύτερου ρυθμού κατανάλωσης της βλάστησης από τα ζώα. Οι Roder et al. (2007), χρησιμοποιώντας την ξυλώδη κάλυψη της βλάστησης ως δείκτη της πίεσης βοσκής και εφαρμόζοντας ένα μοντέλο στηριζόμενο στην ανάλυση κόστους επιφάνειας με κριτήρια που σχετίζονται με την τοπογραφία, την απόσταση από θέσεις προσέλκυσης, τη βλάστηση και την προσβασιμότητα στο χώρο, διαπίστωσαν τη μείωση της βόσκησης με την απομάκρυνση από τη στάνη. Η επίδραση των σημείων προσέλκυσης των ζώων παρουσιάζει εποχιακή μεταβολή, καθώς η συχνότητα εμφάνισης των κοπαδιών κοντά στις στάνες και τις ποτίστρες μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες τους, π.χ. αυξημένες ανάγκες για νερό το καλοκαίρι, σε αντίθεση με το χειμώνα που έχουν αυξημένες ανάγκες για καταφύγιο (Putfarken et al. 2008). Η διερεύνηση της επίδρασης του συστήματος εκτροφής στην ερημοποίηση, σε επίπεδο κοινότητας, ίσως είναι αρκετά φιλόδοξη. Σύμφωνα με τους Robbins et al. (2002), σε κλίμακα κοινότητας, είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί η ερημοποίηση χωρίς αμφιβολίες, καθώς αποτελείται από ένα σύνολο διαδικασιών, η κάθε μια από τις οποίες για να εκτιμηθεί, προϋποθέτει διαφορετικές τεχνικές προσέγγισης. Σε αυτό το επίπεδο, οι διαδικασίες αυτές αναλύονται καλύτερα ξεχωριστά ως μορφές υποβάθμισης. Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προέκυψε ότι οι έρευνες για την υποβάθμιση και ερημοποίηση των φυσικών λιβαδιών αναφέρονται στο σύστημα βόσκησης που εφαρμόζεται σε μια περιοχή και στον αριθμό και είδος ζώου τα οποία έχουν διαφορετική επίδραση στη βλάστηση και στο έδαφος. Οι έρευνες όμως που 65

77 αναλύουν τη διαφορετική συμπεριφορά των αγροτικών ζώων στη βόσκηση κατά τη μετακίνηση τους στο λιβαδικό τοπίο και πως αυτή σχετίζεται με τα βιοφυσικά χαρακτηριστικά των λιβαδιών που τα καθιστούν ευάλωτα στην υποβάθμιση και ερημοποίηση είναι πολύ περιορισμένες Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και Τηλεπισκόπηση Η διασπορά των αγροτικών ζώων στο χώρο και η επίδραση τους μέσω της βόσκησης στη βλάστηση και στο τοπίο είναι ένα αντικείμενο το οποίο παρουσιάζει τόσο χωρική, όσο και χρονική διάσταση. Η μελέτη του προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση σύγχρονων εργαλείων, τα οποία μπορούν να διαχειρίζονται χωρικά δεδομένα, ενώ ταυτόχρονα είναι ικανά να συνδέουν περιγραφικές πληροφορίες, οι οποίες ενσωματώνονται στις περαιτέρω χωρικές αναλύσεις, βοηθώντας στη λήψη απαντήσεων για την ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν το χώρο και το χρόνο επιτυγχάνονται με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.) (Ζήσου 2007). Σύμφωνα με το Skidmore (2002), τα χωρικά δεδομένα προκύπτουν από δεδομένα τηλεπισκόπησης κατόπιν ανάλυσης, όπως είναι οι δορυφορικές εικόνες και οι αεροφωτογραφίες, οπότε η τηλεπισκόπηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των Γ.Σ.Π., τα οποία δε μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτήν. Οι Svoray et al. (2009) επισημαίνουν, ότι οι τεχνολογίες των γεωγραφικών πληροφοριών είναι ιδανικές για την ενσωμάτωση δορυφορικών δεδομένων της βλάστησης και του εδάφους, καθώς και της κίνησης των κοπαδιών από δεδομένα GPS, ενώ παράλληλα παρέχουν δυνατότητες οικολογικής και περιβαλλοντικής μοντελοποίησης στο χώρο και στο χρόνο. Αυτή η προοπτική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη μελέτη της ερημοποίησης, λόγω της δυναμικής εξέλιξης της βλάστησης και της άμεσης ανταπόκρισης του οικοσυστήματος στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι περισσότερες μελέτες που ασχολούνται με τη χωρική και χρονική επίδραση της συμπεριφοράς των ζώων στηρίζονται στον εντοπισμό της θέσης των ζώων κατά την ημερήσια βόσκηση με τη χρήση GPS και στην εκτίμηση της βλάστησης και των χαρακτηριστικών της (παραγωγή, κάλυψη, σύνθεση) ανάλογα με την εποχή και τις διαφορετικές χρήσεις γης, χρησιμοποιώντας πραγματικές μετρήσεις και δορυφορικά δεδομένα, τα οποία στη συνέχεια με τη βοήθεια μοντέλων και τεχνικών στα Γ.Σ.Π. ανάγονται στο χώρο. Αρκετές έρευνες, συμπεριλαμβάνουν και την επίδραση των χαρακτηριστικών στοιχείων του τοπίου, όπως είναι η απόσταση από τις θέσεις 66

78 συγκέντρωσης των ζώων και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής (κλίση, έκθεση κ.λπ.). Οι Putfarken et al. (2008) μελέτησαν τις προτιμήσεις των βοοειδών και προβάτων σε διαφορετικούς τύπους βλάστησης (ποολίβαδα, θαμνολίβαδα, υγρολίβαδα, δάση κ.λπ.) σε περιοχή της βορειοδυτικής Γερμανίας, με τη δημιουργία χαρτογραφικών υπόβαθρων και την αναγωγή των χαρακτηριστικών της βλάστησης (π.χ. κάλυψη, σύνθεση, ύψος) στο χώρο, χρησιμοποιώντας διανυσματικούς κάναβους 30Χ30μ. Εφαρμόζοντας την ανάλυση σημείου σε πολύγωνο (point in polygon), συσχέτισαν κάθε θέση των ζώων με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της βλάστησης. Παρόμοια τεχνική εφάρμοσαν και οι Akasbi et al. (2012) για την εποχιακή διασπορά των αιγών σε σχέση με την απόσταση από τη στάνη, υπολογίζοντας τη βοσκοφόρτωση σε διανυσματικούς κάναβους 200Χ200 μ., με βάση τον αριθμό των σημείων των ζώων σε κάθε ένα από αυτό. Οι Arnon et al. (2011) συνδύασαν την ταχύτητα κίνησης των αιγών σε σχέση με τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής (κλίση και έκθεση) χρησιμοποιώντας ένα Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους (20Χ20μ.). Πιο συγκεκριμένα, μέσω ενός δικτύου πολυγώνων 20Χ20μ., δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων, η οποία έφερε την τιμή κάθε μελετώμενης παραμέτρου, την οποία και συνένωσαν χωρικά (spatial join) με τα σημεία των ζώων που προέκυψαν από τα GPS. Σε μια πιο σύνθετη έρευνα, οι Schlecht et al. (2006) συσχέτισαν τη διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλη σε διαφορετικές βοσκόμενες εκτάσεις με τις δραστηριότητες των αγροτικών ζώων. Συγκεκριμένα, μετά από οπτική φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών της περιοχής μελέτης, δημιούργησαν χάρτες χρήσεων γης με τη βοήθεια των οποίων έγινε συλλογή στοιχείων που αφορούσαν τη βλάστηση (βιομάζα, σύνθεση, κάλυψη) και το γυμνό έδαφος, στις κυριότερες πηγές βοσκήσιμης ύλης (αγροί, αγραναπαύσεις, λιβάδια) σε διαφορετικές περιόδους στο χρόνο. Επιπλέον, τοποθέτησαν κολάρα σε αγελάδες, αίγες και πρόβατα, ώστε να παρακολουθήσουν τη διασπορά τους στο χώρο, ενώ ένας παρατηρητής ακολουθούσε το κάθε ζώο και κατέγραφε τις κυριότερες δραστηριότητες του (βόσκηση, μετακίνηση, ξεκούραση). Στη συνέχεια, έκαναν αναγωγή των στοιχείων της βλάστησης στο χώρο, με κατάλληλη στρωματοποίηση των περιοχών βόσκησης με βάση την κάλυψη του γυμνού εδάφους 67

79 και τα αντιπαρέβαλαν με τα στοιχεία των δραστηριοτήτων των ζώων χρησιμοποιώντας τα Γ.Σ.Π. Οι Svoray et al. (2009) παρομοίως συνδύασαν τη διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη και τους τοπογραφικούς παράγοντες με τις διαδρομές αιγών και προβάτων, χρησιμοποιώντας δορυφορικά δεδομένα IKONOS και αεροφωτογραφίες, αλλά με διαφορετική τεχνική στην αναγωγή της βοσκήσιμης ύλης στο χώρο. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο πρόβλεψης, εφαρμόζοντας κανόνες που στηρίζονται στην ασαφή λογική (fuzzy logic) και στο δείκτη βλάστησης NDVI για τη χωρική κατανομή της διαθέσιμης ποώδους παραγωγής στα ζώα. Οι Roder et al. (2007) χρησιμοποίησαν δορυφορικά δεδομένα Landsat-5 TM, καλοκαιρινής περιόδου (λήψη Αύγουστος 2000) για τη χαρτογράφηση της ξυλώδους βλάστησης. Την περίοδο αυτή, η ποώδης βλάστηση δεν είναι φωτοσυνθετικά ενεργή σε αντίθεση με την ξυλώδη βλάστηση. Για τον εντοπισμό των σημείων συγκέντρωσης των ζώων, όπως είναι οι στάνες, χρησιμοποίησαν εικόνες υψηλότερης χωρικής ανάλυσης (Quickbird). Η κάλυψη της ξυλώδους βλάστησης από τη δορυφορική εικόνα αποτέλεσε δείκτη της έντασης βόσκησης, ενώ μέσω του Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους (30Χ30 μ.) και τη βοήθεια ενός μοντέλου ανάλυσης κόστους επιφάνειας μελέτησαν την αυξομείωση της πίεσης βοσκής σε σχέση με τις στάνες. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η μελέτη της δομής της βλάστησης και των χαρακτηριστικών της, αλλά και η χωρική συσχέτισή της με τη βόσκηση των ζώων στο τοπίο προϋποθέτει οικολογικά αποδεκτές κλίμακες, τόσο στο χώρο, όσο και στο χρόνο, οι οποίες περιλαμβάνουν ακριβή στοιχεία καλά οργανωμένα σε βάσεις δεδομένων. Για την καταγραφή των χρήσεων γης και της βλάστησης που υπάρχει σε αυτές, τα δορυφορικά δεδομένα αποτελούν ιδανική λύση για την αναγωγή τους στο χώρο. Τα τελευταία χρόνια, η χωρική ανάλυση των δορυφορικών δεδομένων έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας τη δυνατότητα στην ταξινόμηση είτε ευρύτερων κατηγοριών χρήσεων γης, όπως δάση, αγροί, οικισμοί, λιβάδια κλπ (Tassetti et al. 2010), αλλά και μεταξύ διαφορετικών τύπων βλάστησης, όπως είναι ο διαχωρισμός μεταξύ θάμνων και ποών (Bryant et al. 2001, Arnon et al. 2007). Από την άλλη μεριά, η χρησιμοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών, όπως είναι οι συσκευές GPS, στην παρακολούθηση των ζώων μπορούν να συνδυαστούν με άλλα χωρικά δεδομένα (όπως αυτά που προκύπτουν από την επεξεργασία δορυφορικών εικόνων), αλλά και να συσχετιστούν με περιγραφικά δεδομένα, τα οποία συλλέγονται στο πεδίο, με τη δημιουργία κατάλληλων βάσεων 68

80 δεδομένων στα Γ.Σ.Π., στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν μέθοδοι χωρικής ανάλυσης (Arnon et al. 2011) Τηλεπισκόπηση και επεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Η ταξινόμηση των χρήσεων γης με δορυφορικές εικόνες IKONOS χαρακτηρίζεται από δύο κύρια στοιχεία, την έλλειψη φασματικών υπογραφών (4 φασματικές μπάντες) και την υψηλή χωρική ανάλυση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων, όταν γίνεται ομαδοποίηση πληροφοριών, ιδίως όταν χρησιμοποιείται ο φασματικός ταξινομητής, όπου κατά την ταξινόμηση δε γίνεται χρήση της χωρικής πληροφορίας των γειτονικών εικονοστοιχείων. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν με τη χρήση δεικτών, όπως ο NDVI και με συνδυασμό εικόνων υφής (Tasseti et al. 2010). Ο δείκτης NDVI έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός για την αναγνώριση διαφορετικών οικοτύπων και χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση κατηγοριών χρήσεων/κάλυψης γης (Καρτέρης 2004, Μαλλίνης και Τσακίρη Στρατή 2008, Sharma et al. 2009, Tasseti et al. 2010). Σε αρκετές μελέτες, εκτός από τους αρχικούς φασματικούς διαύλους, χρησιμοποιούνται επιπλέον συνθετικές εικόνες, οι οποίες προέρχονται από τον υπολογισμό μέτρων υφής για τη βελτίωση της ταξινόμησης, ιδίως σε υψηλής χωρικής ανάλυσης (<2 μέτρα) δεδομένα τηλεπισκόπησης (Dikshit και Roy 1996, Franklin et al. 2001). Η κατάλληλη επιλογή των διαύλων που θα συμμετάσχουν στην ταξινόμηση της εικόνας επιτυγχάνεται με το δείκτη διαχωριστικότητας μεταξύ διαφόρων φασματικών κατηγοριών. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης αυτός, τόσο μεγαλύτερη είναι η «στατιστική απόσταση» μεταξύ των φασματικών κατηγοριών και τόσο υψηλότερη η πιθανότητα ορθής ταξινόμησης τους. Δείκτες διαχωριστικότητας, οι οποίοι δίνουν ακριβή αποτελέσματα είναι αυτοί της απόκλισης, της τροποποιημένης απόκλισης και της Jeffries Matusita απόστασης (Καρτέρης 2004) Προέλευση και προεπεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Κατά τον προσδιορισμό των αναγκαίων δορυφορικών εικόνων, λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως οι κατηγορίες και τα χαρακτηριστικά που θα εξεταστούν, η θέση και η έκταση της περιοχής ενδιαφέροντος, η χρονική λήψη της εικόνας, η απαιτούμενη ακρίβεια και το κόστος αγοράς (Καρτέρης 2004). Η κίνηση των κοπαδιών στο χώρο και η επίδραση της βόσκησης ακόμη και σε πολύ μικρή χωρική κλίμακα, μεγέθους της τάξης του 1 τ.μ (Baily et al. 1996, Kolbl et al. 2011), απαιτεί δορυφορικά δεδομένα 69

81 αντίστοιχης χωρικής ανάλυσης. Τα δορυφορικά δεδομένα που προέρχονται από τα δορυφορικά συστήματα Quickbird και IKONOS πληρούν τις παραπάνω απαιτήσεις. Οι εικόνες των συγκεκριμένων καταγραφέων, συγκρινόμενες με δεδομένα άλλων καταγραφέων, πλεονεκτούν από πλευράς χωρικής πληροφορίας που περιέχουν (μέγεθος εικονοστοιχείου στην πολυφασματική λειτουργία λήψης 2,5 μ. για τον Quickbird, 4 μ. για τον IKONOS) αλλά υστερούν σημαντικά ως προς την περιεχόμενη φασματική πληροφορία καταγράφοντας μικρό σχετικά τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (Μαλλίνης 2006). Οι εικόνες IKONOS, χαρακτηρίζονται από την εξαίρετη δυνατότητα στην επιλογή περιοχών εκπαίδευσης και ελέγχου των αποτελεσμάτων μιας ταξινόμησης, ενώ ταυτόχρονα είναι καθοριστικές στην οργάνωση εργασιών πεδίου και στον προσδιορισμό των διαφορετικών θέσεων (Gitas et al. 2003). Ο καταγραφέας του IKONOS έχει 5 διαύλους με διαφορετικά φασματικά χαρακτηριστικά και χωρική διακριτική ικανότητα στο παγχρωματικό δίαυλο 1 μ. (Καρτέρης 2004). Για τη βελτίωση των δορυφορικών εικόνων, αρχικά απαιτείται να γίνει προεπεξεργασία (pre-processing), για να διορθωθούν όλα εκείνα τα σφάλματα που κρίνεται ότι πρέπει να γίνουν προτού ξεκινήσει η κύρια επεξεργασία των δεδομένων για την οποία αποσκοπούν (Mather 2004). Αυτή περιλαμβάνει τη ραδιομετρική και γεωμετρική προεπεξεργασία. Η ραδιομετρική διόρθωση αφορά τις διεργασίες που πρέπει να γίνουν για να διορθωθούν τα σφάλματα, τα οποία σχετίζονται με τις μεταβολές της γωνίας σάρωσης και πρόσπτωσης του ήλιου, την ατμοσφαιρική διάχυση-απορρόφηση και το «θόρυβο» του συστήματος. Με τη διαδικασία αυτή επιδρούμε στις τιμές λαμπρότητας της εικόνας και τις επαναπροσδιορίζουμε, ώστε να απεικονίζουν τις πραγματικές τιμές ανάκλασης της ακτινοβολίας από το έδαφος (Καρτέρης 2004). Κάποιες φορές καθίσταται δυνατή και η αγνόηση των ατμοσφαιρικών επιδράσεων στα δεδομένα τηλεπισκόπησης (Cracknell and Hayes 1993, Song et al. 2001). Για παράδειγμα, συνήθως δεν είναι απαραίτητη η ατμοσφαιρική διόρθωση, όταν χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση των δορυφορικών δεδομένων ο αλγόριθμος της μεγίστης πιθανοφάνειας (Μαλλίνης 2006). Σε αυτήν την περίπτωση παρατηρήθηκε ότι όταν τα δεδομένα της εικόνας (ατμοσφαιρικά διορθωμένα και μη) τηρούν την ίδια σχετική κλίμακα, η ατμοσφαιρική διόρθωση δεν επιδρά σημαντικά στα ποσοστά ακρίβειας της ταξινόμησης (Kawata et al. 1990, Song et al. 2001). Οι τεχνικές απομάκρυνσης της επίδρασης της ατμόσφαιρας 70

82 προκειμένου να επιτευχθεί η ραδιομετρική διόρθωση μπορούν να διακριθούν σε απόλυτες και σχετικές (Jensen 1986), ανάλογα με τα στοιχεία που απαιτούνται για τον υπολογισμό τους. Η δεύτερη μέθοδος έχει ως σκοπό την εκτίμηση και απομάκρυνση της διάχυτης ακτινοβολίας που προστίθεται στην ανακλώμενη από τη γήινη επιφάνεια ενέργεια, μεταβάλλοντας έτσι το ιστόγραμμα κάθε διαύλου. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα, αφού δεν απαιτεί γνώση της ατμοσφαιρικής κατάστασης (Μαλλίνης 2006). Η γεωμετρική διόρθωση γίνεται για την εύρεση της ακριβούς γεωγραφικής θέσης των εικονοστοιχείων. Σύμφωνα με το Μαλλίνη (2006), το επίπεδο επεξεργασίας της τυποποιημένης εικόνας (Standard Imagery) σε επίπεδο γεωμετρικής διόρθωσης ortho-ready (διορθωμένο χωρίς τη χρήση Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους αλλά προσαρμοσμένο σε προβολικό σύστημα WGS 84) είναι κατάλληλο για χρήστες, οι οποίοι απαιτούν ικανοποιητική απόλυτη ακρίβεια και/ή μεγάλες περιοχές κάλυψης. Εξαιτίας της κίνησης της γης, της κίνησης του δορυφόρου, των αποκλίσεων της ατράκτου, των υψομετρικών διαφορών κ.λπ., τα δορυφορικά δεδομένα παρουσιάζουν συστηματικά και τυχαία σφάλματα, τα οποία επηρεάζουν τη θέση των εικονοστοιχείων και παραμορφώνουν την εικόνα. Οι συστηματικές παραμορφώσεις διορθώνονται με την εφαρμογή συγκεκριμένων μαθηματικών μοντέλων (Καρτέρης 2004). Αυτά περιλαμβάνουν τη διαδικασία μετατροπής των δεδομένων από ένα σύστημα κανάβου grid σε ένα διαφορετικό, χρησιμοποιώντας γεωμετρικούς μετασχηματισμούς (geometric transformations) (π.χ. πολυωνυμικοί μετασχηματισμοί polynomial transformations, μέθοδοι τριγωνισμού (triangle based methods) κ.λπ.). Επειδή τα νέα εικονοστοιχεία που θα προκύψουν είναι πιθανόν να μην ευθυγραμμίζονται με τα αντίστοιχα του αρχικού κανάβου, εφαρμόζεται σε αυτά αναδειγματοληψία (resampling). Αναδειγματοληψία είναι η διαδικασία, στην οποία γίνεται μεταφορά των τιμών λαμπρότητας των εικονοστοιχείων στο νέο κάναβο με βάση τις αρχικές τιμές (ERDAS field guide). Αυτή επιτυγχάνεται με (Καρτέρης 2004): α) το σχηματισμό ενός γεωγραφικά διορθωμένου κανάβου. β) τη μετατροπή των συντεταγμένων κάθε εικονοστοιχείου του κανάβου, έτσι ώστε να προσδιοριστούν οι αντίστοιχες συντεταγμένες στα δορυφορικά μη διορθωμένα δεδομένα και τη 71

83 γ) μεταφορά της τιμής λαμπρότητας του κατάλληλου εικονοστοιχείου των δορυφορικών δεδομένων στο αντίστοιχο του διορθωμένου κανάβου Συγχώνευση και ταξινόμηση δορυφορικών δεδομένων Οι εικόνες υψηλής ανάλυσης, όπως αυτές του δορυφόρου IKONOS, παρέχουν υψηλή χωρική ανάλυση στον παγχρωματικό δίαυλο αλλά χαμηλότερη στους πολυφασματικούς δίαυλους. Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται τεχνικές συγχώνευσης δορυφορικών δεδομένων, συνδυάζοντας τα πολυφασματικά δεδομένα χαμηλότερης μεν χωρικής, αλλά υψηλότερης φασματικής ανάλυσης με τα δεδομένα του παγχρωματικού δίαυλου, υψηλής χωρικής αλλά χαμηλότερης φασματικής ανάλυσης (Svap and Ostir 2006). Η διαδικασία για τη συγχώνευση των εικόνων περιλαμβάνει την προεπεξεργασία των εικόνων (γεωμετρική διόρθωση και ραδιομετρική, την προσαρμογή των ιστογραμμάτων και τέλος την εφαρμογή μιας μεθόδου συγχώνευσης) (Τσακίρη και συν. 2002). Υπάρχουν αρκετές μέθοδοι συγχώνευσης δεδομένων, όπως η τροποποιημένη μέθοδος Ένταση-Απόχρωση-Κορεσμός (Intensity-Hue-Saturation), η μέθοδος της ανάλυσης κυρίων συνιστωσών (Principal Component Analysis), η μέθοδος των κυματιδίων (Wavelength) και η μέθοδος Gram-Schmidt. Οι μέθοδοι αυτοί μπορούν να αξιολογηθούν με διάφορα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια, όπως με οπτική εκτίμηση, διάφορες συσχετίσεις και δείκτες διακριτικότητας. Οι μέθοδοι συγχώνευσης, εκμεταλλευόμενες τα καλύτερα χαρακτηριστικά των αρχικών εικόνων, δημιουργούν νέες με ενισχυμένη πληροφορία που καθίστανται καταλληλότερες για χρήση σε δασικές εφαρμογές, τόσο για σκοπούς βελτίωσης της ακρίβειας ταξινόμησης, όσο και για υποβοήθηση της φωτοερμηνείας. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, η μέθοδος Gram-Schmidt προηγείται έναντι άλλων μεθόδων στο πλείστον των κριτηρίων και εμφανίζεται ως η πιο ισορροπημένη λύση για παραπέρα χρήση της εικόνας (Μαλλίνης 2006, Παπαδοπούλου 2008). Η ψηφιακή ταξινόμηση πολυφασματικών δορυφορικών δεδομένων περιλαμβάνει τη διαδικασία καταχώρησης κάθε εικονοστοιχείου της εικόνας σε κάποια κατηγορία ταξινόμησης. Κατά τη διαδικασία της ταξινόμησης χρησιμοποιούνται οι τιμές λαμπρότητας ενός εικονοστοιχείου, οι οποίες αποτελούν και τη δομή του, για να συσχετίσει τα διάφορα χαρακτηριστικά των αντικειμένων, φαινομένων ή καταστάσεων που υπάρχουν στην εικόνα και να τα ομαδοποιήσει σε φασματικές κατηγορίες. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες μεθόδων ταξινόμησης, η μη επιβλεπόμενη και η 72

84 επιβλεπόμενη ταξινόμηση (Unsupervised και Supervised classifications). Η πρώτη κατηγορία είναι πιο αυτοματοποιημένη, διαφοροποιώντας τα φασματικά χαρακτηριστικά της εικόνας σε ομάδες. Παρουσιάζει όμως μειονεκτήματα, γιατί οι φασματικές κατηγορίες δεν αποτελούν κατ ανάγκη πραγματικές κατηγορίες, οι οποίες ενδιαφέρουν τον αναλυτή, πράγμα το οποίο συνεπάγεται τη μη ταύτιση των πρώτων με τις εποχιακές αλλαγές των τελευταίων. Μπορούν όμως να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για τη δεύτερη και πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδο ταξινόμησης. Η επιβλεπόμενη ταξινόμηση είναι πιο αποτελεσματική, καθώς ο αναλυτής καθορίζει τις επιθυμητές κατηγορίες ταξινόμησης, αφού προσδιορίσει κάποιες ομάδες εικονοστοιχείων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες πραγματικές κατηγορίες (Καρτέρης 2004). Ο προσδιορισμός των Περιοχών Ενδιαφέροντος (Regions of interest) γίνεται με βάση την εμπειρία του αναλυτή, τη γνώση της περιοχής, αλλά και από δεδομένα που προέρχονται από άλλες πηγές, όπως μια άλλη δορυφορική εικόνα, θεματικό χάρτη ή αεροφωτογραφία. Η ταξινόμηση των άγνωστων στοιχείων γίνεται από διάφορους αλγόριθμους, όπως αυτός της ελάχιστης απόστασης (minimum distance), του παραλληλεπιπέδου (parallelepiped) και της μέγιστης πιθανοφάνειας (maximum likelihood). Ο τελευταίος είναι πιο αξιόπιστος από άλλες μεθόδους (Plantier et al. 2006, Κουράκλη 2010), για αυτό χρησιμοποιείται συχνότερα στην ταξινόμηση χρήσεων/κάλυψης γης, αλλά και ως μέτρο σύγκρισης με άλλους αλγόριθμους (Vrania et al. 2012, Chen et al. 2004). Ο συνδυασμός των διαθέσιμων σύγχρονων τεχνολογιών GPS, Γ.Σ.Π. και Τηλεπισκόπησης, είναι πάρα πολύ σημαντικός στη διαχείριση χωρικών, χρονικών και περιγραφικών δεδομένων. Από την ανάλυση της βιβλιογραφίας, προκύπτει ότι οι παραπάνω τεχνολογίες, χρησιμοποιούνται σε έρευνες που σχετίζονται με τη βόσκηση και τη διασπορά των ζώων στο χώρο αλλά και των βιοφυσικών χαρακτηριστικών του. Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται ότι ενώ υπάρχει αρκετή έρευνα στο κάθε αντικείμενο ξεχωριστά, οι εργασίες που συνδυάζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά με τις δραστηριότητες των ζώων και τη βλάστηση, είναι πολύ περιορισμένες. Τα Γ.Σ.Π. περιλαμβάνουν αρκετά εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χωρική μελέτη της βόσκησης, ενώ η δυνατότητα αποτύπωσης της βλάστησης σε διαφορετικές εποχές κατόπιν εργασιών πεδίου, μπορεί να αναχθεί στο χώρο ακόμη και σε έκταση μερικών μέτρων, μέσω δορυφορικών εικόνων υψηλής ευκρίνειας. Υπάρχουν 73

85 όμως αρκετοί περιορισμοί που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα τέτοιων δεδομένων και θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης τους σε μελέτες που απαιτούν ανάλυση σε διαφορετικές χρονικές περιόδους Σκοπός και στόχοι της έρευνας Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι η κτηνοτροφική δραστηριότητα, με τη μορφή που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, επιδρά άμεσα στην οικολογική κατάσταση των λιβαδιών, καθώς η βόσκηση αφαιρεί υπέργεια βιομάζα, ενώ παράλληλα προκαλεί συμπίεση του εδάφους (λόγω ποδοπατήματος) και υπό προϋποθέσεις ευνοεί τη διάβρωσή του. Επίσης προκύπτει ότι οι συνέπειες αυτές διαφέρουν, ανάλογα με το είδος του ζώου και τη διαθέσιμη βλάστηση για βόσκηση. Επιπλέον, η παραπάνω ανασκόπηση έδειξε, ότι δεν έχει ερευνηθεί αρκετά η εποχιακή επίδραση του συστήματος εκτροφής των βοσκόντων ζώων στους παράγοντες που προκαλούν ερημοποίηση, καθώς αυτά δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετικές πηγές τροφής στη διάρκεια της ημέρας (διαφορετικούς τύπους λιβαδιών και αγρών). Το έλλειμμα αυτό της γνώσης είναι εμφανέστερο, όταν λαμβάνεται υπόψη η χωρική συσχέτιση της συμπεριφοράς των ζώων και των παραγόντων που διαμορφώνουν το τοπίο της Μεσογείου και ιδιαιτέρα της Ελλάδας. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει κατά πόσον το σύστημα εκτροφής των βοσκόντων ζώων και η εποχιακή μεταβολή του μπορεί να επηρεάσει τις διαδικασίες εκείνες που οδηγούν στην υποβάθμιση και ερημοποίηση των μεσογειακών λιβαδικών τοπίων. Στο πλαίσιο του παραπάνω σκοπού οι στόχοι της παρούσας έρευνας είναι: 1. Η διερεύνηση του συστήματος εκτροφής των αγροτικών ζώων που αξιοποιούν τις λιβαδικές εκτάσεις εξετάζοντας: - το εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής και - τις διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης και διατροφής. 2. Η χωρική και χρονική μελέτη των δραστηριοτήτων των ζώων και της συμπεριφοράς τους στη βόσκηση κατά τη διασπορά τους στο λιβαδικό τοπίο καταγράφοντας: 74

86 - τις διαδρομές που διανύουν τα κοπάδια ημερησίως από τη στάνη προς τις βοσκόμενες εκτάσεις, - τις διαφορετικές δραστηριότητες των ζώων κατά τη διάρκεια παραμονής τους στις βοσκόμενες εκτάσεις και - τις τροφικές προτιμήσεις των ζώων κατά τη διάρκεια της βόσκησης. 3. Η μελέτη των φυσιογραφικών παραγόντων και της βλάστησης καθορίζοντας την επίδραση τους στις δραστηριότητες των ζώων που συνδέονται με την υποβάθμιση και τον κίνδυνο ερημοποίησης των λιβαδιών (βόσκηση και μετακίνηση) εξετάζοντας: - την επιδραση της τοπογραφίας στην εποχιακή βόσκηση και μετακίνηση των ζώων, - την επίδραση της βλάστησης στη βόσκηση των ζώων και - την ευαισθησία των λιβαδιών στον κίνδυνο ερημοποίησης. 75

87 3. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 3.1. Γενικά χαρακτηριστικά Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε η Τοπική Κοινότητα (Τ.Κ) Ασκού, η οποία ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Σοχού του Δήμου Λαγκαδά και η οποία βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα (Εικ. 3.1) της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης (23 ο Α/40 ο Β). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση την πρόσφατη διοικητική διαίρεση της Ελλάδος (Πρόγραμμα Καλλικράτης, Ν.3852/2010-ΦΕΚ 87/Α/ ) η κοινότητα του Ασκού συνορεύει και με το Δήμο Βόλβης, ο οποίος μαζί με το Δήμο Λαγκαδά αντιστοιχούν στην τέως Επαρχία Λαγκαδά, με την οποία είναι γνωστή η ευρύτερη περιοχή έρευνας. Εικόνα 3.1. Προσανατολιστικός χάρτης περιοχής έρευνας. 76

88 Η περιοχή έρευνας συνολικής έκτασης 7.885,0 εκταρίων, εκτείνεται στα όρια της Τ.Κ Ασκού, ενώ κατά τόπους διευρύνθηκε, προκειμένου να συμπεριληφθούν όλες οι εκτάσεις που επισκέφθηκαν τα κοπάδια για βόσκηση κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Λαγκαδά έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τον πρωτογενή τομέα, αφού το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται με τη γεωργοκτηνοτροφία, την αλιεία και τα δασικά προϊόντα, κυρίως καυσόξυλα (Papanastasis and Chouvardas 2005) Τοπογραφία Η περιοχή έρευνας βρίσκεται μέσα στην κοιλάδα της Μυγδονίας και περιβάλλεται στα βόρεια από το όρος Βερτίσκος και στα ΝΑ από τα όρη Βόλβης. Με βάση το Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους που δημιουργήθηκε από τον Ευαγγέλου (2005) για την ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Λαγκαδά, η υψομετρική διαβάθμιση (Εικ. 3.2) της κοινότητας Ασκού ξεκινάει από τη χαμηλή υψομετρική ζώνη (0-200 μ.), ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στη μεσαία ( μ.). Το ελάχιστο υψόμετρο της περιοχής έρευνας είναι τα 21 μέτρα και το μέγιστο τα 614 μ. Εικόνα 3.2. Τρισδιάστατο Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους της ευρύτερης περιοχής (Προσαρμογή: Ευαγγέλου 2005). 77

89 3.3. Κλίμα Στην περιοχή επικρατεί το μεσογειακό κλίμα. Λαμβάνοντας υπόψη το βιοκλιματικό χάρτη του Μαυρομάτη (1978α), η περιοχή έρευνας έχει ασθενή μέσομεσογειακό χαρακτήρα ο οποίος γίνεται έντονος μέσο-μεσογειακός στα χαμηλότερα υψόμετρα και υπο-μεσογειακός στα υψηλότερα. Όσον αφορά το βιοκλιματικό όροφο, η περιοχή έρευνας ανήκει στον ύφυγρο βιοκλιματικό με ψυχρούς χειμώνες (Μαυρομάτης 1978β). Για την Επαρχία Λαγκαδά υπήρχαν δεδομένα από δύο μετεωρολογικούς σταθμούς, οι οποίοι εντοπίζονται ΒΔ της περιοχής έρευνας (Εικ. 3.2). Για τον πιο παλιό μετεωρολογικό σταθμό «Λαχανά» με υψόμετρο 634 μ. υπήρχαν δεδομένα από το 1978 έως το 1997 οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί (Εικ. 3.3). Εικόνα 3.3. Ομβροθερμικό διάγραμμα Λαχανά και Ξυλούπολης (Πηγή: ΙΔΕ 2012). 78

90 Υπήρξε μια μεταβατική περίοδος χωρίς δεδομένα για την περιοχή μέχρι και το 2001 όπου ξεκίνησε η λειτουργία του νέου σταθμού Ξυλούπολης, ο οποίος ουσιαστικά αντικατέστησε τον πρώτο (σε υψόμετρο 520 μ.). Οι σταθμοί αυτοί διαχειρίζονται από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΙΔΕ 2012), το οποίο και παρείχε τα μετεωρολογικά δεδομένα που παρουσιάζονται στους πίνακες Π1 έως Π4 (όπου παρουσιάζεται το πρόθεμα Π, σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος πίνακας βρίσκεται στο Παράρτημα). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κλίματος της περιοχής είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη χειμερινή περίοδο (ελάχιστη Ιανουάριος 2 0 C) με ήπιες βροχοπτώσεις, οι οποίες εντείνονται την άνοιξη και ζεστά καλοκαίρια (μέγιστη θερμοκρασία τον Ιούλιο 22 0 C). Η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα είναι γύρω στους 11 0 C με 12 0 C και το μέσο ετήσιο ύψος κατακρημνισμάτων 581 και 707 χιλιοστά αντίστοιχα για τους δύο σταθμούς. Η ξηροθερμική περίοδος παρατηρείτε κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Τέλος, η τοπογραφία και η μορφολογία της περιοχής γύρω από τις λίμνες ευνοεί τη δημιουργία καταιγίδων, λόγω της έντονης εξάτμισης από τις λίμνες, των υψηλών θερμοκρασιών και των ανέμων που πνέουν από το Στρυμονικό κόλπο (Μπαλαφούτης 1977) Γεωλογία και έδαφος Γεωλογία Η λεκάνη της Βόλβης αποτελεί μέρος της ευρύτερης λεκάνης της Μυγδονίας η οποία σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και γεωτεκτονικά ανήκει στη Σερβομακεδονική Ζώνη. Η υπάρχουσα προ-μυγδονιακή λεκάνη σχηματίστηκε κατά το Παλαιογενές λόγω τεκτονικών κινήσεων στο χώρο μεταξύ Στρυμονικού κόλπου και Γαλλικού ποταμού. Μέρος της λεκάνης αυτής έχει πάθει διάρρηξη και βύθιση από διάφορα τεκτονικά γεγονότα (Ψιλοβίκος 1977). Από τη μελέτη του γεωλογικού χάρτη της περιοχής έρευνας (Εικ. 3.4) προέκυψε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής έρευνας κυριαρχούν τα μεταμορφωμένα πετρώματα (κυρίως αμφιβολίτες εναλλασσόμενοι με γνεύσιους του σχηματισμού Βερτίσκου και σε μικρότερη έκταση από διμαρμαρυγιακούς γνεύσιους). 79

91 Εικόνα 3.4. Γεωλογικός χάρτης περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Ι.Γ.Μ.Ε ). Ακολουθούν τα όξινα πυρογενή πετρώματα (κυρίως διμαρμαρυγιακός και βιοτιτικός γρανίτης τύπου Αρναίας) και οι αλλουβιακές αποθέσεις (κυρίως του κατώτερου και μεσαίου συστήματος αναβαθμίδων με κατά τόπους χαλίκια και άμμους χωρίς αργιλώδες κάλυμα αντίστοιχα και προσχώσεις κοιλάδων με αμμούχες άργιλους). Με μικρότερη εμφάνιση παρουσιάζονται κατά τόπους και σε μορφή λωρίδας σκληροί ασβεστόλιθοι (μάρμαρα). Τα στοιχεία προέκυψαν από τους γωλογικούς χάρτες κλίμακας 1: (Ι.Γ.Μ.Ε ) που χρησιμοποιήθηκαν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος GeoRange (Γαιοματική για την αειφορική διαχείριση των μεσογειακών λιβαδιών , κωδικός EVK ) Βάθος εδάφους Ο εδαφολογικός χάρτης (χάρτης γαιών) της περιοχής έρευνας (Υπουργείο Γεωργίας ), περιλαμβάνει την ποιοτική ταξινόμηση του βάθους εδάφους σε εννιά κατηγορίες, οι οποίες όμως μπορούν να ομαδοποιηθούν στις εξής τρεις: βαθύ (>75 εκ.), μέτρια βαθύ (30-75 εκ.) και αβαθές (15-30 εκ.) (Ευαγγέλου 2005). Με βάση τα στοιχεία αυτά προέκυψε ο χάρτης βάθους εδάφους της περιοχής έρευνας (Εικ. 3.5). Στις λιβαδικές εκτάσεις επικρατούσε η τελευταία κατηγορία, η οποία εκτεινόταν 80

92 κυρίως στα νότια της περιοχής έρευνας ενώ στα βορειότερα τμήματα επικρατούσαν οι εκτάσεις με βαθύ έδαφος. Εικόνα 3.5. Βάθος εδάφους της περιοχής έρευνας Διάβρωση και ερημοποίηση Από μελέτες που έγιναν στις λιβαδικές εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Λαγκαδά, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής μελέτης (Roder 2005), εκτιμήθηκε ένας δείκτης διάβρωσης με βάση τη μέση τιμή της κάλυψης της βλάστησης για την περίοδο (Εικ. 3.6). Η περιοχή έρευνας παρουσίασε ουδέτερη έως αυξητική τάση όσον αφορά τη βλάστηση και κατ επέκταση χαμηλό δείκτη διάβρωσης, ενώ ο υψηλός δείκτης διάβρωσης παρουσιάστηκε μόνο σημειακά σε περιοχές όπως οι κορυφογραμμές. Με βάση τον εδαφολογικό χάρτη (χάρτης γαιών) κλίμακας 1:50.000, στο μεγαλύτερο μέρος των θαμνολίβαδων της περιοχής φαίνεται να επικρατεί μέτρια χαραδρωτική διάβρωση (Εικ. 3.7) (Υπουργείο Γεωργίας ). 81

93 Εικόνα 3.6. Δείκτης διάβρωσης στην ευρύτερη περιοχή της Επαρχίας Λαγκαδά (Προσαρμογή: Roder 2005). Εικόνα 3.7. Χάρτης χαραδρωτικής διάβρωσης της περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Υπουργείο Γεωργίας ). 82

94 Τέλος, οι λιβαδικές εκτάσεις της περιοχή έρευνας, με βάση την ευαισθησία στην ερημοποίηση (Εικ. 3.8), κατατάσσονται ως μέτρια ή κρίσιμα ευαίσθητες με βάση το ερευνητικό πρόγραμμα (DISMED) (Domingues and Fons-Esteve 2008) και την (Καραμεσούτη 2011). Εικόνα 3.8. Εκτίμηση της ευαισθησίας της περιοχής έρευνας στην ερημοποίηση Υδρολογία Υδρολογικά η περιοχή έρευνας βρίσκεται μέσα στο υδατικό διαμέρισμα της Κεντρικής Μακεδονίας, στη λεκάνη της Μυγδονίας και συγκεκριμένα στην υπολεκάνη της Λίμνης Βόλβης (Εικ. 3.9). Η λεκάνη απορροής έχει έκταση περίπου τ.χλμ. με 29 υδατορέματα. Η Βόλβη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη φυσική λίμνη της Ελλάδας με μέγιστο βάθος τα μ. και απορρέει στη θάλασσα (Στρυμονικός κόλπος) μέσω του ποταμού Ρήχιου (Στάθης 2007). Στη λίμνη καταλήγουν διάφορα ρέματα τα οποία εμφανίζουν εποχιακή ροή. Με βάση το πρόγραμμα ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ, από την περιοχή έρευνας διέρχεται κυρίως η μεγάλη λεκάνη του ρέματος Σχολαρίου με συνολικό εμβαδό λεκάνης 136,36 τ.χλμ. και συνολικό μήκος ρεμάτων 481,83 χλμ. αλλά και μικρότερες λεκάνες, όπως το ρέμα του Αγ. Ιωάννη με 9,65 τ.χλμ. και 11,22 χλμ. αντίστοιχα και το Καστρίρεμα (6,12 τ.χλμ. και 18,9 χλμ αντίστοιχα). Ανάλογα με το χειμαρρικό ρέμα, η ετήσια υποβάθμιση στη λεκάνη κυμαίνεται από 0,45-0,73 χιλιοστά 83

95 ανά έτος, ενώ η μέση ετήσια ειδική διάβρωση από 454,5 έως 740,18 κ.μ ανά έτος και τ.χλμ. (Στεφανίδης 2008). Εικόνα 3.9. Υδρογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής έρευνας (Προσαρμογή: Στεφανίδης 2008) Βλάστηση Η περιοχή έρευνας ανήκει στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης γνωστή και ως ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) και ειδικότερα στον αυξητικό χώρο της υποζώνης Ostryo carpinion Coccifero Carpinetum, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τις εκτεταμένες εκτάσεις πρινώνων η παρουσία των οποίων στηρίζεται σε 84

96 ανθρωπογενείς επιδράσεις και στην αντοχή του πουρναριού στη βόσκηση και στις φωτιές (Αθανασιάδης 1986). Με βάση τη διαχρονική εξέλιξη της κατανομής της έκτασης της Ελλάδος στις βασικές κατηγορίες χρήσης από τα προαπογραφικά στοιχεία γεωργίας-κτηνοτροφίας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, (ΕΛ. ΣΤΑΤ. 1962, 1975, 1986, 1995) προέκυψε ότι κατά το έτος 1991 απογράφηκαν για την κοινότητα Ασκού συνολικά εκτάρια (Πίν. 3.1) εκ των οποίων 58,6% αντιστοιχούσε σε βοσκότοπους, 31,8% σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και αγραναπαύσεις, 3,3% σε δάση και το υπόλοιπο 6,3% σε λοιπές εκτάσεις (οικισμοί, νερά κ.λπ.). Στο διάστημα , σημαντική ήταν η αύξηση των υποδομών (οικισμοί, οδικό δίκτυο) κατά 114,3% εις βάρος κυρίως των δασών. Σύμφωνα με τα απογραφικά δελτία, οι διαφορές στο σύνολο της έκτασης των διαφόρων περιόδων, οφείλεται κυρίως στην κλίμακα και μέθοδο χαρτογράφησης της κάθε χρονιάς. Πίνακας 3.1. Κατανομή βασικών κατηγοριών χρήσης γης (εκτ.) για την ΤΚ Ασκού. Κατηγορία Αλλαγή* (%) (%) Αγροτική γη ,9 Βοσκότοπος ,2 Δάση ,4 Νερά Υποδομές ,5 Σύνολο ,0 *Λόγω της διαφοράς στο συνολικό άθροισμα των εκτάσεων, έγινε αναγωγή στα 6,980 εκτ. Νεότερα απογραφικά στοιχεία σε επίπεδο κοινότητας υπήρχαν μόνο για τις γεωργικές καλλιέργειες, όπου με βάση την απογραφή Γεωργίας-Κτηνοτροφίας 1999/2000, αντιστοιχούσαν σε έκταση 2.016,37 εκταρίων, εκ των οποίων 1.843,58 εκτ. ήταν ετήσιες καλλιέργειες, 102,96 εκτ. δενδρώδεις καλλιέργειες, 22,52 εκτ. αμπέλια, 29,52 εκτ. αγραναπαύσεις και 17,79 εκτ. οικογενειακοί λαχανόκηποι (ΕΛ. ΣΤΑΤ. 2011). Από τη διαχρονική εξέλιξη της κάλυψης της βλάστησης της περιοχής έρευνας για τη 17ετία με τη χρήση δορυφορικών εικόνων Landsat (Roder 2005) 85

97 βρέθηκε ότι τα λιβάδια, ενώ παρουσίαζαν χαμηλότερες τιμές κάλυψης βλάστησης το 1984 αυξήθηκαν μέχρι και το 2000 με ιδιαίτερα αυξητικές τάσεις στα ΝΑ. Επίσης, η ουδέτερη κλάση, δηλαδή η κάλυψη βλάστησης που δεν είχε υποστεί αλλαγές κατά τη 17ετία, ήταν ιδιαίτερα εμφανής (Εικ. 3.10). Εικόνα Κάλυψη της βλάστησης από δορυφορικές εικόνες Landsat ( ) (Προσαρμογή: Roder 2005). 86

98 3.7. Στοιχεία ζωικού κεφαλαίου Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η κτηνοτροφία παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της επαρχίας Λαγκαδά. Αυτό φαίνεται και από την απογραφή του ζωικού κεφαλαίου από το 1961 μέχρι και το 2002 (Chouvardas and Papanastasis 2004), όπου στις κοινότητες της μεσαίας ζώνης, όπου και ανήκει η περιοχή έρευνας, παρουσιαζόταν μια ελαφρά μείωση των βοοειδών και των προβάτων σε αντιδιαστολή με τις αίγες, οι οποίες αυξάνονταν. Η περίοδος αποτελούσε εξαίρεση, καθώς είχε παρατηρηθεί δραστική μείωση σε όλα τα είδη ζώων, λόγω της σημαντικής αλλαγής στα συστήματα εκτροφής και στις δημογραφικές αλλαγές. Τα αιγοπρόβατα και 25% περίπου των βοοειδών της επαρχίας Λαγκαδά βρέθηκαν ότι έβοσκαν ελεύθερα στις λιβαδικές εκτάσεις. Τα στοιχεία του πίνακα 3.2 παρουσιάζουν μόνο το ζωικό κεφάλαιο για την κοινότητα Ασκού και τη διαχρονική εξέλιξη τους, καθώς και τη βοσκοφόρτωση που δέχονταν οι λιβαδικές εκτάσεις. Η τελευταία έδειξε ότι τα λιβάδια της περιοχής έρευνας υπερβόσκονταν (>1,5 ζμ 1 /εκτ.) όλες τις χρονικές περιόδους (Chouvardas and Papanastasis 2004). Πίνακας 3.2. Ζωϊκό κεφάλαιο για την περίοδο στην κοινότητα Ασκού. Έτος Χαρακτηριστικά Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Ζωικές μονάδες (ζμ) , Βοσκοφόρτωση (ζμ/εκτ.) 2,96 1,69 1,92 1, Καθεστώς προστασίας Η ευρύτερη περιοχή έρευνας αποτελεί ένα ευαίσθητο οικοσύστημα, αφού γειτνιάζει με το υγροτοπικό σύμπλεγμα των λιμνών Κορώνειας Βόλβης Ρήχιου ποταμού. Η περιοχή της λίμνης Βόλβης έχει χαρακτηρισθεί ως Υγρότοπος Διεθνούς Σημασίας με βάσει τη Διεθνή Σύμβαση Ramsar. Επίσης στην περιοχή υπάρχουν εκτάσεις του Δικτύου ΦΥΣΗ 2000, όπως η Ζώνη Ειδικής Προστασίας (Special Protected Areas-SPA) με κωδικό «GR Λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά και Στενά 87

99 Ρεντίνας» και ο Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (Sites of Community Interest SCI) με κωδικό «GR Λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, ευρύτερη περιοχή» (Αυτζή 2010). Η περιοχή επίσης βρίσκεται μέσα ή συνορεύει με τα Καταφύγια Άγριας Ζωής «Προφήτης Νυμφόπετρας», «Κλαδερή (Ασκού-Σοχού)», «Φιλαδέλφειου-Μαυρούδας» και «Μάδυτου, Απολλωνίας, Λίμνης Βόλβης, Εκβολές Ρήχιου Ποταμού Δήμων Απολλωνίας, Αγ. Γεωργίου και Ρεντίνας». Τέλος η περιοχή ανήκει στο Εθνικό Πάρκο Υγροτόπων των λιμνών Κορώνειας Βόλβης και των Μακεδονικών Τεμπών και συγκεκριμένα μέσα στην Γ Περιφερειακή ζώνη προστασίας (Εικ. 3.11). Εικόνα Καθεστώς προστασίας στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Βόλβης. 88

100 4. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 4.1. Σχεδιασμός της έρευνας Η εκτροφή των ζώων στην περιοχή έρευνας παρουσίαζε μια χωρική και χρονική διαφοροποίηση μέσα στο έτος, καθώς τα κοπάδια μετακινούνταν ανάλογα με την εποχή και τη διάρκεια ανάπτυξης των φυτών. Η αύξηση των φυτών είναι δεσμευτική για το χρόνο και τη διάρκεια της βόσκησης στα λιβάδια, δεν είναι όμως πάντοτε καθοριστική, καθώς ο κάθε κτηνοτρόφος χρησιμοποιεί τα λιβάδια ανάλογα με την ένταση εκτροφής και το είδος του ζώου που εκτρέφει (πρόβατα ή αίγες ή βοοειδή) (Παπαναστάσης 2009). Η έρευνα περιέλαβε διάφορα στάδια, τα οποία φαίνονται στο διάγραμμα της εικόνας 4.1. Εικόνα 4.1. Στάδια έρευνας. Συγκεκριμένα, για τη διερεύνηση του συστήματος εκτροφής των αγροτικών ζώων έγινε συλλογή στατιστικών στοιχείων από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και οργανώθηκε απογραφή αντιπροσωπευτικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής μελέτης, των οποίων τα ζώα έβοσκαν στα λιβάδια και στους αγρούς. Στη συνέχεια, έγιναν μετρήσεις πεδίου, οι οποίες περιέλαβαν τις διαδρομές που ακολουθούσαν τα κοπάδια από τη στάνη προς τις βοσκόμενες εκτάσεις, τις 89

101 δραστηριότητες των βοσκόντων ζώων και τη βλάστηση σε λιβάδια/αγρούς. Οι μετρήσεις πεδίου ακολούθησαν τις εποχιακές εναλλαγές του συστήματος εκτροφής και πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη, το καλοκαίρι και το χειμώνα. Επιπλέον, έγινε προμήθεια των διαθέσιμων δορυφορικών εικόνων και χωρικών δεδομένων για την περιοχή, τα οποία και επεξεργάστηκαν για την εξαγωγή των απαιτούμενων για την έρευνα βιοφυσικών στοιχείων. Τέλος, έγινε στατιστική ανάλυση των στοιχείων, προκειμένου να διερευνηθούν οι επιδράσεις της βόσκησης και του συστήματος εκτροφής στον κίνδυνο ερημοποίησης της περιοχής μελέτης Διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αγροτικών ζώων Συλλογή στατιστικών δεδομένων H καταγραφή των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής έρευνας έγινε με τη συλλογή στοιχείων από τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης και την Τοπική Κοινότητα του Ασκού. Τα δεδομένα που αφορούσαν τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και τους ιδιοκτήτες τους προήλθαν από την επεξεργασία του πίνακα των ηλεκτρονικών καταστάσεων «1080». Στον πίνακα αυτό καταγράφονταν οι κτηνοτρόφοι που έκαναν νόμιμη χρήση των κοινοτικών βοσκοτόπων και αυτοί που είχαν τα ζώα τους στο στάβλο. Συγκεκριμένα, από τον πίνακα αυτό έγινε συλλογή πληροφοριών που αφορούσε τον αριθμό και τη διάρθρωση του ζωικού κεφαλαίου, τον αριθμό των δηλωμένων κτηνοτρόφων, τις ζωικές μονάδες και το σύνολο των καταγεγραμμένων βοσκοτόπων. Στη συνέχεια, έγινε ομαδοποίηση των κτηνοτρόφων ανά εκμετάλλευση και επιβεβαίωση της πραγματικής χρήσης ή όχι των κοινοτικών βοσκοτόπων, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο, γιατί όλα τα ζώα θεωρούνταν ότι είχαν το «δικαίωμα» να βόσκουν στα λιβάδια, προκειμένου να λαμβάνουν τις επιδοτήσεις οι κτηνοτρόφοι, ανεξάρτητα αν το αξιοποιούσαν ή όχι στην πράξη. Τα παραπάνω στοιχεία βοήθησαν στην επιλογή αντιπροσωπευτικών κτηνοτροφικών μονάδων για την εφαρμογή του ερωτηματολογίου Συλλογή απογραφικών δεδομένων (Ερωτηματολόγιο) Η περαιτέρω διερεύνηση του συστήματος εκτροφής έγινε με την εφαρμογή του ερωτηματολόγιου των Γιακουλάκη και συν. (2003)- κατόπιν προσαρμογής του στις ανάγκες της έρευνας (βλέπε Παράρτημα)- στους κτηνοτρόφους εννιά αμιγώς 90

102 αιγοτροφικών μονάδων (από τις δεκατέσσερις που υπήρχαν συνολικά) και τεσσάρων αμιγώς προβατοτροφικών μονάδων (από τις πέντε) της περιοχής έρευνας, οι οποίες έβοσκαν στα λιβάδια. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν περιέλαβαν τα εξής: Ζωικό κεφάλαιο: σύνθεση, αριθμός, ηλικία, φυλή. Διατροφή ζώων: χορήγηση ζωοτροφών, διάρκεια βόσκησης στα λιβάδια, μόνιμα ή μετακινούμενα (εποχή, διάρκεια). Χρησιμοποίηση βοσκοτόπων: ώρα εισόδου-εξόδου, αριθμός ζώων, ημέρες βόσκησης, περιοχές βόσκησης. Χορήγηση ζωοτροφών: ποσότητα ανά εποχή, ζώο και ημέρα, είδος (χονδροειδής, όπως π.χ. ο σανός και η μηδική και συμπυκνωμένες, π.χ. καρποί και φύραμα και υποπροϊόντα βιομηχανιών, όπως βαμβακόπιτα, πούλπα). Γαλακτοπαραγωγή: ποσότητα γάλακτος ανά ζώο και εποχή. Γεννήσεις: η εποχή και διάρκεια των γεννήσεων και η πολυδυμία. Αυξομείωση ζωικού κεφαλαίου: ο αριθμός των αμνοερίφιων που πωλούνταν και η μείωση λόγω θανάτων. Πέρα από τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω, δόθηκε έμφαση και στην καταγραφή των επιδοτήσεων που λάμβαναν οι κτηνοτρόφοι για τα αγροτικά τους ζώα. Με βάση τις μεταρρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.) του 2003, οι αγροτικές επιδοτήσεις εξασφαλίστηκαν μέχρι το 2013, ενώ η πληρωμή τους απλοποιήθηκε ενοποιώντας όλες τις δραστηριότητες του κτηνοτρόφου-γεωργού σε μια ενιαία ενίσχυση, με βάση το μέσο όρο των ετών 2000, 2001 και Στην παρούσα μελέτη, τα στοιχεία των επιδοτήσεων αφορούσαν το έτος 2005, πριν την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του 2006 και συγκεκριμένα τις οικονομικές ενισχύσεις που έλαβαν οι κτηνοτρόφοι για τα αιγοπρόβατα μόνο και όχι για τις γεωργικές καλλιέργειες. Τα στοιχεία για τις επιδοτήσεις προέκυψαν από τις παρακάτω καταστάσεις της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης, καθώς και εγκυκλίους: Καταστάσεις (2006) πληρωμών κτηνοτρόφων αιγοπροβάτων για το έτος 2005 από το Ο.Σ.Δ.Ε (Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Επιδοτήσεων) για τα αιγοπρόβατα, βοοειδή και το γάλα. Καταστάσεις παραγωγών επιλέξιμων αιγοπροβάτων για πριμοδότηση και τα τελικά δικαιώματα αυτών για το έτος Εγκύκλιος (ΕΑ 2005) του ΥΠΑΑΤ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) με θέμα «Πρόγραμμα Οικονομικών Ενισχύσεων στις Μειονεκτικές και Ορεινές Περιοχές 7 ου έτους πληρωμής της περιόδου (Εξισωτική Αποζημίωση έτους 2005) με αριθμό πρωτοκόλλου /3556/

103 Καταστάσεις δικαιούχων εξισωτικής αποζημίωσης έτους Εξαιτίας της ιδιαιτερότητας πολλών από τα παραπάνω στοιχεία και του τρόπου απόδοσης των επιδοτήσεων (ανά εγγεγραμμένο κτηνοτρόφο), έγινε ομαδοποίηση και αναγωγή των στοιχείων αυτών ανά κτηνοτροφική εκμετάλλευση, ώστε να διαφυλαχτούν διαβαθμισμένα προσωπικά δεδομένα Παρακολούθηση κοπαδιών αιγών και προβάτων Καταγραφή της ημερήσιας διαδρομής των κοπαδιών Για την καταγραφή της ημερήσιας διαδρομής των ζώων κατάλληλος είναι ένας καταγραφέας θέσης μέσω του Παγκόσμιο Σύστημα Θεσιθεσίας, GPS (Global Positioning System) που είναι ενσωματωμένος σε κολάρο, το οποίο έχει τοποθετηθεί στο λαιμό του ζώου. Στην παρούσα μελέτη, όμως, η παρακολούθηση των κοπαδιών έγινε με GPS χειρός, το οποίο κρατούσε ο παρατηρητής που ακολουθούσε το κοπάδι καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Η χρησιμοποίηση GPS χειρός για τον καθορισμό της θέσης των κοπαδιών αιγοπροβάτων, το οποίο φέρει ο παρατηρητής, έχει παρατηρηθεί και σε άλλες έρευνες (Coppolillo 2000, Ouedraogo et al. 2006, Loridas et al. 2011). Οι λόγοι είναι οι εξής: Χαμηλό κόστος αγοράς. Παρόλο που η τεχνολογία των ενσωματωμένων δεκτών σήματος σε κολάρα έχει προχωρήσει, εντούτοις το κόστος αγοράς τους είναι αρκετά υψηλό, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα GPS χειρός. Δύσκολο περιβάλλον καταγραφής. Στην περίπτωση που η παρακολούθηση των ζώων γίνεται σε ανοικτό περιβάλλον, όπως οι αγροί και τα ποολίβαδα, η χρήση κολάρων δεν εμπεριέχει κινδύνους. Η χρήση τους, όμως, σε εκτάσεις με πυκνή βλάστηση, όπως η περίπτωση των θαμνολίβαδων και δασολίβαδων, είναι δύσκολη, ιδίως στις αίγες. Εποπτεία καλής λειτουργίας της συσκευής. Ο παρατηρητής έχει την άμεση εποπτεία της λειτουργίας της συσκευής, ώστε σε περίπτωση που αυτή έχει απενεργοποιηθεί για οποιοδήποτε λόγο (μπαταρία, προσωρινή βλάβη κ.λπ.), μπορούν να γίνουν άμεσες ενέργειες για αποκατάσταση της δυσλειτουργίας και συνέχιση της καταγραφής. Άμεση παρατήρηση και καταγραφή των απαραίτητων πληροφοριών. Τέλος, με τη διακριτική παρουσία του παρατηρητή μέσα στο κοπάδι υπάρχει η δυνατότητα καταγραφής επιπλέον στοιχείων, π.χ., χρήσεις γης, έργα υποδομής, δραστηριότητες των ζώων κ.λπ. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκε το GPS χειρός GPSMAP 76CSx της εταιρείας GARMIN. Η εξαγωγή των δεδομένων έγινε με τη βοήθεια του λογισμικού πακέτου GPS TrackMaker v.4.7 (GPS TrackMaker 2008). Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της 92

104 συσκευής, τα οποία λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή της, είχαν ως εξής (Garmin 2007): Σημεία ενδιαφέροντος (Waypoints): δυνατότητα καταγραφής μέχρι 1000 σημείων. Διαδρομές (Tracks): αυτόματη καταγραφή διαδρομών με δυνατότητα αποθήκευσης μέχρι και 20 και συχνότητα καταγραφής ανά λεπτό. Δεδομένα: σημείο τρέχουσας θέσης, υψόμετρο, ημερομηνία, ώρα, απόσταση μετακίνησης, αζιμούθιο, ταχύτητας κίνησης. Εξαγωγή δεδομένων: άμεση επικοινωνία με υπολογιστή μέσω Ενιαίου Σειριακού Δίαυλου USB (Universal Serial Bus). Ακρίβεια δέκτη: η τυπική ακρίβεια καταγραφής της θέσης <10 μέτρα, η οποία μπορεί να βελτιωθεί μέχρι και 3 μέτρα με ανάλογη βαθμονόμηση (calibration). Προβολικά συστήματα: επιλογή και τροποποίηση του προβολικού συστήματος, με βάση τις ανάγκες του κάθε χρήστη. Αυτονομία μπαταρίας: τυπική αυτονομία μπαταρίας μέχρι 10 ώρες. Στην παρούσα έρευνα, έγιναν οι κατάλληλες ρυθμίσεις (Πίν. 4.1) στο GPS, προσαρμόζοντας το Παγκόσμιο Σύστημα Αναφοράς (WGS84), στο οποίο ήταν ρυθμισμένο, στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς του 1987 (ΕΓΣΑ 87). Το σύστημα αυτό προτάθηκε το 1987 από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και τον Οργανισμό Κτηματολογίου & Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Καρτέρης και Γιαννακόπουλος 1998, Ζήσου 2010). Για τη ρύθμιση του GPS σε ΕΓΣΑ 87 χρειάστηκε να οριστούν οι διαφορές του από το Παγκόσμιο Γεωδαιτικό Σύστημα (WGS-84) (Ζήσου 2007). Τέλος, έγινε ρύθμιση της συχνότητας καταγραφής των στιγμάτων του GPS με τη χρονική μέθοδο καταγραφής (Time Record Method) ανά λεπτό. Πίνακας 4.1. Ρυθμίσεις ΕΓΣΑ 87 για το GPS Garmin GPSMAPCSx. Προβολικό χρήστη (User grid) Βασικό σημείο (datum) Κεντρικός μεσημβρινός (Longitude origin) E024 o ΔΧ (DX) -200 m Συντελεστής παραμόρφωσης (Scale) 0, ΔΥ (DY) 74 m Απόσταση από μεσημβρινό (False E) m ΔΖ (DZ) 246 m Απόσταση από Ισημερινό (False N) 0,0 m DA & DF 0 m Κατά τη διάρκεια των μετρήσεων, καταγράφονταν σε έντυπο συμπληρωματικά στοιχεία που αφορούσαν: 93

105 το ονοματεπώνυμο του βοσκού ή/και του ιδιοκτήτη, ο αριθμός των ζώων του κοπαδιού και το είδος, η ώρα εξόδου και εισόδου του κοπαδιού στη στάνη, τα χαρακτηριστικά σημεία ενδιαφέροντος (στάνη, ποτίστρα, θέσεις ξεκούρασης), η εναλλαγή των χρήσεων γης (δασολίβαδο, θαμνολίβαδο, ποολίβαδο, χωράφι κ.λπ.) κατά τη διάρκεια της κίνησης, παρατηρήσεις που αφορούσαν το σύνολο του κοπαδιού, δηλαδή αν υπήρχε σαφής περίοδος ξεκούρασης κατά το μεσημέρι, αν οδηγούνταν για νερό, σημεία βόσκησης, η μετακίνηση τους από το ένα σημείο σε άλλο και φωτογραφικό υλικό, το οποίο θα διευκόλυνε στη συνέχεια τη φωτοερμηνεία και το χαρακτηρισμό των χρήσεων γης στο χάρτη Μετρήσεις των δραστηριοτήτων των αιγών και προβάτων Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, αν και τα βοοειδή συμπεριλαμβάνονταν στα αγροτικά ζώα που υπήρχαν στην περιοχή, εντούτοις δεν περιλήφθηκαν στην έρευνα, γιατί μόνο μία εκμετάλλευση αξιοποιούσε ευκαιριακά τα λιβάδια, τα οποία βρίσκονταν γύρω από τη στάνη, ενώ οι υπόλοιπες ήταν σταβλισμένες καθόλη τη διάρκεια του έτους. Με βάση τους Γιακουλάκη και συν. (2003), τα αιγοπρόβατα βόσκουν στα λιβάδια στην Επαρχία Λαγκαδά όλες τις εποχές του έτους, αλλά αξιοποιούν επιπλέον την άνοιξη τα γρασίδια που εγκαθίστανται από τους κτηνοτρόφους σε ιδιόκτητα ή ενοικιαζόμενα χωράφια και το καλοκαίρι τις καλαμιές (μετά τη συγκομιδή των σιτηρών). Με βάση τα παραπάνω αποφασίστηκε να γίνουν μετρήσεις την άνοιξη, το καλοκαίρι και το χειμώνα. Συγκεκριμένα, η έρευνα κάλυψε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2007, καθώς και το χειμώνα του Το φθινόπωρο δεν έγιναν μετρήσεις, γιατί θεωρήθηκε ότι το σύστημα εκτροφής ήταν το ίδιο με εκείνο του καλοκαιριού και του χειμώνα. Καταγράφηκαν οι δραστηριότητες των αιγών και των προβάτων, με την έξοδο τους από τις στάνες προς τις βοσκόμενες εκτάσεις μέχρι και την επιστροφή τους πίσω σε αυτές, ολοκληρώνοντας έτσι μια ημερήσια διαδρομή. Συγκεκριμένα, επιλέχτηκαν αντιπροσωπευτικά κοπάδια από κάθε είδος ζώου (δύο αμιγή κοπάδια αιγών και δύο αμιγή κοπάδια προβάτων) και τυχαία τρία ζώα από κάθε είδος (3 αίγες και 3 πρόβατα). 94

106 Τα κοπάδια στα οποία έγινε παρακολούθηση περιλάμβαναν κυρίως γαλακτοπαραγωγικά ζώα, γι αυτό επιλέχτηκαν ενήλικα θηλυκά ζώα για τις ανάγκες του πειράματος. Η παρακολούθηση γινόταν για δύο συνεχείς μέρες, άρα για κάθε κοπάδι και είδος ζώου πραγματοποιήθηκαν τέσσερις επαναλήψεις. Οι μετρήσεις αυτές έγιναν στις τρεις εποχές του έτους που αναφέρθηκαν παραπάνω και καταγράφηκαν μεταβλητές σχετικές με το χρόνο που αφιέρωναν τα ζώα σε διάφορες δραστηριότητες τους και σε συγκεκριμένες τροφικές προτιμήσεις. Οι μεταβλητές αυτές εκφράζουν το είδος της συμπεριφοράς (Altman 1974) των ζώων και τις τροφικές τους προτιμήσεις και προσδιορίζονται ως εξής (Yiakoulaki et al. 2009): Βόσκηση (feeding): ο χρόνος που αφιέρωναν τα ζώα για βόσκηση ποωδών και ξυλωδών ειδών (grazing & browsing). Μετακίνηση (moving): o χρόνος που αφιέρωναν τα ζώα για τη μετακίνηση τους από τη μία θέση βόσκησης στην άλλη (walking & running). Στάση (standing): ο χρόνος που τα ζώα σταματούσαν όλες τις δραστηριότητες και στέκονταν αδρανοποιημένα, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου ξεκούρασης κατά τη διάρκεια του μεσημεριού στις περιόδους του καλοκαιριού και της άνοιξης. Μηρυκασμό (ruminating): ο χρόνος που αφιέρωναν τα ζώα για να αναμασήσουν την τροφή τους. Ανάπαυση (lying): ο χρόνος που αφιέρωναν τα ζώα για να ξαπλώσουν και να αναπαυθούν. Επιπλέον, καταγράφηκαν και τα ποσοστά του χρόνου που αφιέρωναν τα ζώα για τη βόσκηση ξυλωδών ειδών (π.χ. θάμνοι, δέντρα, βάτοι κ.λπ.), αγρωστωδών (π.χ. δακτυλίδα, φεστούκα κ.λπ.) και πλατύφυλλων ειδών (π.χ. τριφύλλι, μηδική κ.λπ.) κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων. Για το καλοκαίρι, επειδή τα ζώα έβοσκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καλαμιές (θερισμένα χωράφια) καταγράφονταν και ο χρόνος βόσκησης που αφιέρωναν στα εποχιακά υπολείμματα σιτηρών (όρθια ή πεσμένη καλαμιά και ο καρπός). Θεωρήθηκε, ότι ο χρόνος που αφιέρωναν τα ζώα σε κάθε κατηγορία βλάστησης αντιπροσωπεύει αντίστοιχο μέρος στην ημερήσια δίαιτά του (Yiakoulaki et al. 2005). Σύμφωνα με τα παραπάνω, τόσο οι δραστηριότητες, όσο και οι τροφικές προτιμήσεις εμπεριέχουν διάρκεια και δεν αναφέρονται σε κάποια στιγμιαία δραστηριότητα, αλλά σε ποσοστό του χρόνου που αφιερώθηκε για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Altman (1974), η τεχνική που ενδείκνυται σε αυτή την 95

107 περίπτωση είναι η εστιακή παρατήρηση (Focal-Animal Sampling). Η ίδια τεχνική σε παρόμοια περιβάλλοντα με αυτά της περιοχής έρευνας χρησιμοποιήθηκε και από τους Yiakoulaki et al. (2005, 2009) και Γιακουλάκη και Παπαναστάση (2006). Αφού καθορίστηκε το είδος της συμπεριφοράς που θα μελετηθεί, στη συνέχεια έγινε χρονικός προγραμματισμός των δειγματοληπτικών κύκλων και περιόδων. Για τον προσδιορισμό του δειγματοληπτικού κύκλου ορίστηκε ο χρόνος έναρξης και λήξης των παρατηρήσεων. Ο δειγματοληπτικός κύκλος ήταν ημερήσιος και διαρκούσε από την έξοδο των ζώων από τη στάνη, την παραμονή τους στις βοσκόμενες εκτάσεις και την επιστροφή τους πίσω σε αυτή. Συγκεκριμένα, μετά την έξοδο των ζώων από τη στάνη, δινόταν χρόνος, ώστε να εξοικειωθεί το κοπάδι με τους παρατηρητές, αλλά και να προσεγγίσει τις βοσκόμενες εκτάσεις. Το διάστημα αυτό διαρκούσε λεπτά. Επίσης, σταματούσαν οι μετρήσεις κατά την προσέγγιση της στάνης και την είσοδο του κοπαδιού σε αυτή (όταν τα ζώα έφταναν κοντά στη στάνη έτρεχαν για τις ταΐστρες, όπου είχε τοποθετηθεί η προγραμματισμένη ζωοτροφή). Η δειγματοληπτική περίοδος κατά την οποία παρατηρούνταν το κάθε πειραματικό ζώο ήταν διάρκειας 10 λεπτών. Με αυτή τη χρονική ρύθμιση, τα τρία ζώα που παρακολουθούνταν είχαν από δύο δεκάλεπτες καταγραφές σε διάστημα μίας ώρας. Στο δεκάλεπτο διάστημα, οι πέντε δραστηριότητες των ζώων καταγράφονταν κάθε 30 δευτερόλεπτα. Σε κάθε δειγματοληπτική περίοδο καταγράφονταν και η εκτίμηση του ποσοστού του χρόνου που αφιέρωναν για βόσκηση στις τέσσερις βασικές κατηγορίες βλάστησης, ανάλογα με την εποχή βόσκησης (Altman 1974). Για την ευκολότερη αναγνώριση των πειραματικών ζώων από μακριά, σημαδεύτηκε το σώμα τους με έντονο χρώμα (Εικ. 4.2). Τρεις παρατηρητές εκπαιδεύτηκαν πριν από την έναρξη του πειράματος για να αποφευχθούν διαφορές μεταξύ των παρατηρήσεων τους, ενώ για τον καθορισμό της έναρξης και της λήξης των χρονικών διαστημάτων των παρατηρήσεων χρησιμοποιήθηκαν απλά χρονόμετρα. Ο κάθε παρατηρητής είχε αρκετό χρόνο για να ξεκουραστεί και να προετοιμαστεί για την επόμενη μέτρηση (κυρίως για τον εντοπισμό του πειραματικού ζώου) μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων 20 λεπτών. 96

108 Εικόνα 4.2. Πειραματικά ζώα σημαδεμένα με έντονο χρώμα Μετρήσεις βλάστησης σε λιβάδια και γεωργικές καλλιέργειες Για τη βλάστηση εγκαταστάθηκαν 68 πειραματικές επιφάνειες μεγέθους 25 Χ 25 μ. η κάθε μια. Οι επιφάνειες αυτές προσδιορίστηκαν με βάση τις διαδρομές που ακολουθούσαν τα αιγοπρόβατα, ώστε να αντιπροσωπεύουν περιοχές που αυτά χρησιμοποιούσαν για βόσκηση. Για το λόγο αυτό, εγκαταστάθηκαν μετά την καταγραφή της διαδρομής των κοπαδιών και στη συνέχεια, ανάλογα με το είδος των εκτάσεων, όπου αυτά έβοσκαν. Η κατανομή τους έγινε ανάλογα με την εποχή της βόσκησης και τη συχνότητα επίσκεψης στις λιβαδικές εκτάσεις (θαμνολίβαδα, ποολίβαδα, δασολίβαδα) και στις γεωργικές καλλιέργειες (γρασίδια, καλαμιές, αγραναπαύσεις). Στην κατηγορία των λιβαδιών περιλήφθηκαν τα εξής: Θαμνολίβαδα: εκτάσεις στις οποίες κυριαρχούσαν οι θάμνοι, η συγκόμωση των οποίων ήταν μεγαλύτερη από 10% και το μέσο ύψος θάμνων μικρότερο των 5 μ. Πειραματικές επιφάνειες για την κατηγορία αυτή λήφθηκαν και στις τρεις εποχές της έρευνας. Δασολίβαδα ή μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις: εκτάσεις στις οποίες κυριαρχούσε η πλατύφυλλη δρυς, με διάσπαρτα δέντρα ή συνδενδρίες, συγκροτώντας ένα χαλαρό ανώροφο, ο οποίος κάλυπτε μέχρι 40% του εδάφους και το μέσο ύψος των δέντρων ήταν μεγαλύτερο από 5 μ. Πειραματικές επιφάνειες για την κατηγορία αυτή λήφθηκαν μόνο την άνοιξη και το καλοκαίρι, γιατί τα κοπάδια δε βόσκησαν σε δασολίβαδα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ποολίβαδα: χορτολιβαδικές εκτάσεις που καλύπτονταν κυρίως με ποώδη φυτά, αλλά περιείχαν και ξυλώδη βλάστηση, της οποίας η κάλυψη δεν ξεπερνούσε το 10%. Πειραματικές επιφάνειες λήφθηκαν και στις τρεις εποχές της έρευνας. 97

109 Αντίστοιχα, στις γεωργικές καλλιέργειες περιλήφθηκαν τα εξής: Γρασίδια: προσωρινοί λειμώνες, οι οποίοι ήταν σπαρμένοι με χειμερινά σιτηρά και βόσκονταν στο τέλος του χειμώνα και την άνοιξη, γνωστά στην περιοχή και ως «χασίλια». Καλαμιές: υπολείμματα σιτηρών σε αγρούς που έχουν συγκομιστεί και χρησιμοποιούνται για βόσκηση το καλοκαίρι. Αγραναπαύσεις: ακαλλιέργητοι αγροί κατά την περίοδο των μετρήσεων οργωμένοι ή μη. Φυτοφράχτες: ζώνες αυτοφυούς βλάστησης που βρίσκονταν στα όρια των γεωργικών καλλιεργειών. Από τις παραπάνω γεωργικές καλλιέργειες, πειραματικές επιφάνειες τοποθετήθηκαν για τα γρασίδια μόνο την άνοιξη, ενώ στις υπόλοιπες μόνο το καλοκαίρι. Στον πίνακα 4.2 δίνεται η κατανομή των πειραματικών επιφανειών στις διάφορες κατηγορίες των βοσκόμενων εκτάσεων. Πίνακας 4.2. Κατανομή των πειραματικών επιφανειών ανά χρήση γης και εποχή. Κατηγορία χρήσης γης Εποχή Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Σύνολο Λιβαδικές εκτάσεις Θαμνολίβαδα Δασολίβαδα Ποολίβαδα Γεωργικές καλλιέργειες Γρασίδια Καλαμιές Αγραναπαύσεις Φυτοφράχτες Σύνολο Από τις λιβαδικές εκτάσεις μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στα θαμνολίβαδα, τα οποία αποτελούσαν και το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης της περιοχής έρευνας και τα ζώα διέθεταν αρκετό χρόνο για βόσκηση σε αυτά καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Η θέση της κάθε επιφάνειας εντοπίστηκε στο πεδίο με τη βοήθεια GPS και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο χάρτη (Εικ. 4.3). Η οριοθέτηση της κάθε πειραματικής επιφάνειας και οι μετρήσεις των παραμέτρων της βλάστησης έγινε με τη χρήση δύο μετροταινιών 98

110 (Εικ. 4.4). Συγκεκριμένα οι μετροταινίες απλώνονταν κάθετα σε μήκος 25 μ., τεμνόμενες στη μέση (στα 12,5 μ.) και στερεώνονταν στην άκρη τους με τη βοήθεια ακοντίων ή πασσάλων, όπου κρινόταν απαραίτητο. Οι μετρήσεις της βλάστησης διήρκησαν από τα τέλη Απριλίου έως τα μέσα Μαΐου την ανοιξιάτικη περίοδο, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου για την καλοκαιρινή περίοδο και από τα τέλη Ιανουαρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου το χειμώνα. Εικόνα 4.3. Θέσεις πειραματικών επιφανειών ανά εποχή. Για τη μέτρηση της κάλυψης και της σύνθεσης της βλάστησης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της τομής (Line intercept) της βλάστησης (Cook and Stubbendieck 1986). Σε κάθε τομή έγιναν 50 μετρήσεις, οι οποίες λαμβάνονταν συστηματικά (ανά 50 εκ.) με τη βοήθεια μιας βελόνας που μετακινούταν κατακόρυφα 99

111 πάνω στη γραμμή και καταγραφόταν το πρώτο είδος του φυτού που άγγιζε η άκρη της (Εικ. 4.5). Στις περιπτώσεις που το αιχμηρό άκρο δεν άγγιζε κανένα φυτό καταγραφόταν το γυμνό έδαφος (έδαφος ή λίθοι ή βράχος) και η ξηρά ουσία (νεκρή ύλη ή βρύα ή λειχήνες). Στην περίπτωση που η ταινία βρισκόταν κάτω από θάμνους ή δέντρα καταγραφόταν η υψηλότερη βλάστηση. Με τον τρόπο αυτό, λαμβάνονταν 100 παρατηρήσεις σε κάθε πειραματική επιφάνεια, οι οποίες και αντιστοιχούσαν σε κάλυψη 100%. Τα είδη των φυτών ταξινομήθηκαν σε έξι κατηγορίες: ετήσια αγρωστώδη, πολυετή αγρωστώδη, ετήσια ψυχανθή, πολυετή ψυχανθή, διάφορες πλατύφυλλες πόες, θάμνοι και δέντρα. Στην περίπτωση που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί το είδος κάποιου φυτού, το οποίο βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης και χωρίς εμφανή χαρακτηριστικά αναγνώρισης, καταγραφόταν ως «άλλο». Εικόνα 4.4. Οριοθέτηση πειραματικών επιφανειών με κάθετες τομές μετροταινίας. Για τη μέτρηση της υπέργειας βιομάζας εφαρμόστηκε η μέθοδος της διπλής δειγματοληψίας (Double Sampling Technique) (Tadmor et al. 1975, Cook and Stubbendieck 1986). Συγκεκριμένα, σε κάθε μια από τις 68 επιφάνειες που οροθετηθήκαν, η τομή της βλάστησης αντιπροσώπευε τη δειγματοληπτική επιφάνεια. 100

112 Στις ίδιες τομές βλάστησης (δύο), όπου έγινε η μέτρηση της κάλυψης στο έδαφος, ελήφθησαν 10 πλαίσια 1x1 τ.μ. το καθένα, αρχίζοντας από το κέντρο της τομής των δύο ταινιών και σε απόσταση 2 μ. μεταξύ τους. Από τα δείγματα αυτά, στα δύο (2) κόπηκε η υπέργεια βιομάζα με ψαλίδι και στα υπόλοιπα οκτώ (8) εκτιμήθηκε το βάρος οπτικά. Συνολικά, σε κάθε επιφάνεια ελήφθησαν 20 τετραγωνικά πλαίσια με διπλή δειγματοληψία σε κάθε επιφάνεια, ενώ η σχέση της κομμένης παραγωγής προς την εκτιμώμενη ήταν 1:4 (Tadmor et al. 1975, Ahmed and Bonhan 1982, Ahmed et al. 1983). Τα πλαίσια αυτά οροθετούνταν με τη βοήθεια του σπαστού χάρακα και των ακοντίων, ενώ η τοποθέτηση τους γινόταν κατά μήκος της μετροταινίας και χρησιμοποιούνταν στη μέτρηση της ξυλώδους βιομάζας (Εικ. 4.6). Εικόνα 4.5. Μέτρηση κάλυψης της βλάστησης με τη μέθοδο της τομής. Για την ποώδη βιομάζα, τοποθετούνταν μέσα σε κάθε τετράγωνο ένα μικρότερο πλαίσιο, 0,5x0,5 μ. το καθένα. Στην περίπτωση που οι πειραματικές επιφάνειες είχαν μόνο ποώδη βλάστηση, όπως οι αγροί και τα ποολίβαδα χρησιμοποιούταν από την αρχή το πλαίσιο διαστάσεων 0,5x0,5 μ. με συστηματικό τρόπο (ανά 2 μ.) πάνω στη τομή. Αρχικά, πριν γίνουν εκτιμήσεις στις πειραματικές επιφάνειες, έγιναν δοκιμές σε 101

113 παραπλήσια επιφάνεια με τα πλαίσια, για να προσαρμοστούν οι παρατηρητές. Οι εκτιμήσεις γίνονταν από δύο παρατηρητές και ο μέσος όρος των δύο μετρήσεων αποτελούσε την οπτική εκτίμηση του βάρους της βιομάζας που υπήρχε μέσα στο πλαίσιο, ξεχωριστά για την ποώδη και την ξυλώδη. Εικόνα 4.6. Οριοθέτηση πλαισίων για τις μετρήσεις της υπέργειας βιομάζας, ζύγιση βιομάζας και οπτική εκτίμηση (δεξιά κάτω). Στα πλαίσια όπου επρόκειτο να γίνουν οι κοπές, αρχικά γινόταν εκτίμηση του βάρους της υπέργειας ποώδους βλάστησης στο μικρό πλαίσιο και από τους δύο παρατηρητές, μετά κοβόταν η ποώδης αυτή βλάστηση με ψαλίδι, τοποθετούνταν σε χάρτινη σακούλα 2 κιλών και ζυγιζόταν. Στη συνέχεια, γινόταν εκτίμηση του βάρους της ξυλώδους υπέργειας βιομάζας στο μεγάλο πλαίσιο, πάλι από τους δύο παρατηρητές, κοβόταν με ψαλίδι, τοποθετούταν σε χάρτινη σακούλα 2 κιλών ή σε τσουβάλι, αν η ποσότητα ήταν μεγαλύτερη και ζυγιζόταν. Από τα τσουβάλια παίρνονταν επίσης αντιπροσωπευτικό δείγμα (10% του βάρους), τοποθετούταν σε χάρτινες σακούλες των 2 κιλών και ζυγιζόταν. Όλες οι χάρτινες σακούλες μεταφέρονταν στο Εργαστήριο. Στις πειραματικές επιφάνειες των θερισμένων σιτηρών, όπου υπήρχε καλαμιά, η παραπάνω διαδικασία γινόταν ξεχωριστά για το μέρος της βιομάζας που αντιστοιχούσε στη καλαμιά και σε αυτό των υπόλοιπων φυτών, τόσο 102

114 στην οπτική εκτίμηση, όσο και στην κοπή. Στα υπόλοιπα πλαίσια γινόταν μόνο οπτικές εκτιμήσεις του βάρους και όχι κοπές. Στο Εργαστήριο πάρθηκε δείγμα από κάθε σακούλα που ισοδυναμούσε με το 25% του βάρους της, στο οποίο διαχωρίστηκαν η ζωντανή και νεκρή ύλη για την ποώδη βλάστηση, ενώ για την ξυλώδη διαχωρίστηκε η ετήσια παραγωγή από την παλιά (παρελθόντων ετών). Αμέσως μετά το διαχωρισμό τους, οι σακούλες τοποθετήθηκαν σε πυριατήριο για ξήρανση στους 65 ο C για 48 ώρες. Μετά το τέλος της ξήρανσης ζυγίστηκαν με ακρίβεια 0,01 γρ. για τον υπολογισμό του ξηρού βάρους, το οποίο εκφράσθηκε σε γραμμάρια ανά τετραγωνικό μέτρο. Για την ξυλώδη βιομάζα, ως βοσκήσιμη ύλη κατά την περίοδο των μετρήσεων θεωρήθηκε η ετήσια παραγωγή. Επειδή όμως, το ύψος στο οποίο γινόταν η μέτρηση της υπέργειας ξυλώδους βιομάζας ήταν το εκάστοτε ύψος του κάθε θάμνου, η τιμή της ετήσιας παραγωγής ήταν υπερεκτιμημένη. Για τα θαμνώδη είδη, το ύψος των 150 εκ. θεωρήθηκε οριακό για να αξιοποιηθεί για βόσκηση (Tsiouvaras et al. 1989, Owens 1991), καθώς πάνω από το ύψος αυτό τα ζώα δε μπορούν να προσεγγίσουν και να καταναλώσουν τη βοσκήσιμη ύλη (Παρίση 2001). Γενικά τα πρόβατα βόσκουν χαμηλά και σπανιότερα σε ύψος ελαφρά υψηλότερο του ύψους τους (Pfister et al. 1988) σε αντίθεση με τις αίγες, οι οποίες έχουν την ικανότητα να αξιοποιούν ακόμη και τους σχετικά υψηλούς θάμνους μέχρι 150 εκ. (Λιάκος και συν. 1980). Για το λόγο αυτό έγινε αναλογική μείωση της ετήσιας ξυλώδους παραγωγής όταν το μέγιστο ύψος της ξυλώδους βλάστησης του κάθε πλαισίου ήταν μεγαλύτερο από 150 εκ. Για τον υπολογισμό της βοσκήσιμης ύλης από ποώδη φυτά, θεωρήθηκε το σύνολο της ποώδους βιομάζας που υπήρχε στο πλαίσιο την άνοιξη, ενώ για τις άλλες δύο περιόδους (καλοκαίρι και χειμώνα) μόνο το χλωρό τμήμα (ζωντανή ύλη), γιατί το υπόλοιπο που ήταν ξηρό θεωρήθηκε ότι δεν βόσκεται από τα ζώα. Τέλος, στα ίδια πλαίσια που μετρήθηκε η υπέργεια βιομάζα, πριν εφαρμοστεί η κοπή, γινόταν μέτρηση του μέγιστου ύψους της ποώδους και ξυλώδους βλάστησης που βρισκόταν μέσα στο πλαίσιο με τη χρήση χάρακα (σπαστό μέτρο). 103

115 4.5. Επεξεργασία δορυφορικών εικόνων και βιοφυσικών δεδομένων Επιλογή δορυφορικών εικόνων Ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην επιλογή των δορυφορικών εικόνων της παρούσας έρευνας ήταν η απαιτούμενη ακρίβεια σε συνδυασμό με τη χρονική στιγμή λήψης της εικόνας. Για αυτό επιλέχτηκαν εικόνες IKONOS-2 (έτος λήψης 2007), αφού η πλησιέστερη διαθέσιμη εικόνα Quickbird ήταν το 2003 σύμφωνα με τη χρονική περίοδο των μετρήσεων της βλάστησης και των δραστηριοτήτων των ζώων (Απρίλιος 2007 Ιανουάριος 2008). Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής των διαδρομών των κοπαδιών έρευνας καλυπτόταν από μία εικόνα, εντούτοις χρειάστηκαν συνολικά πέντε εικόνες για καλυφθεί πλήρως η περιοχή έρευνας (Εικ. 4.7). 15 χλμ Εικόνα 4.7. Όρια περιοχής μελέτης και διαθεσιμότητα δορυφορικών εικόνων IKONOS. Η διάθεση των δορυφορικών εικόνων έγινε από το Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και προέρχεται από τον πάροχο-κέντρο διανομής «European Space Imaging, GmbH». Για τις ανάγκες της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν το σύνολο των δεδομένων (παγχρωματικό και πολυφασματικό). Με βάση τα μεταδεδομένα (metadata), η λήψη των εικόνων 104

116 (παγχρωματική και πολυφασματική) έγινε στις 25 Νοεμβρίου του 2007 με χαμηλό ποσοστό νέφωσης (1-3%) Προεπεξεργασία δορυφορικών δεδομένων Οι διαδικασίες που περιγράφονται παρακάτω εφαρμόστηκαν με τη χρήση των λογισμικών πακέτων τηλεπισκόπησης ERDAS IMAGINE 9.1 και ENVI 4.5 (για τη συγχώνευση δεδομένων). Η σειρά που συνήθως ακολουθείται είναι η ραδιομετρική διόρθωση και στη συνέχεια η γεωμετρική επεξεργασία, εντούτοις στην παρούσα εργασία προηγήθηκε η βελτίωση της χωρικής ανάλυσης της δορυφορικής εικόνας, ως ενδιάμεσου σταδίου της προεπεξεργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης χωρική ταύτιση των εικονοστοιχείων των πολυφασματικών δίαυλων της δορυφορικής εικόνας με την παγχρωματική (PAN) Ραδιομετρική προεπεξεργασία Στην παρούσα μελέτη, η απόλυτη ραδιομετρική διόρθωση δεν ήταν δυνατή αφού δεν υπήρχαν βοηθητικά δεδομένα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εφαρμογή των διορθωτικών μοντέλων. Παρόλα αυτά, κρίθηκε αναγκαία η αδρομερής διόρθωση της εικόνας με μια σχετική ραδιομετρική μέθοδο, η οποία να στηρίζεται αποκλειστικά στην εικόνα. Μια τέτοια μέθοδος περιλαμβάνει την παρατήρηση των ψηφιακών τιμών (Digital Numbers-DN) σε μια σκοτεινή περιοχή όπως μια περιοχή με σκιά ή μία μεγάλη σκούρα περιοχή, όπως μια λίμνη και να καθοριστεί η ελάχιστη τιμή της (από όλα τα εικονοστοιχεία) για κάθε δίαυλο. Οι τιμές της εικόνας στις συγκεκριμένες περιοχές παρουσιάζουν μηδενικές τιμές. Όταν αυτό δε συμβαίνει στα ιστογράμματα των φασματικών διαύλων, λόγω της μετατόπισης των ελάχιστων τιμών προς τα δεξιά, για να απεικονιστεί η πραγματική κατάσταση θα πρέπει να υπολογιστεί αυτή η απόκλιση και να μετακινηθεί το ιστόγραμμα προς τα αριστερά. Η μέθοδος αυτή ρυθμίζει το ιστόγραμμα και αναφέρεται ως «μέθοδος της ελάχιστης τιμής ιστογράμματος» (Richards 1986, Schowengerdt 2007). Η μέθοδος αυτή βελτιώνει την αντίθεση των εικόνων και βασίζεται στη λογική, ότι οι φασματικοί δίαυλοι του ορατού και του κοντινού υπέρυθρου φάσματος (0,4-0,9μm) επηρεάζονται περισσότερο από τις επιδράσεις της ατμόσφαιρας. Από την αφαίρεση της ελάχιστης τιμής από κάθε δίαυλο προκύπτουν νέα ιστογράμματα, τα οποία εφάπτονται στην αρχή των αξόνων. Με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται οι επιδράσεις των ατμοσφαιρικών σφαλμάτων της εικόνας πρώτου βαθμού λόγω διάχυσης, απομακρύνοντας έτσι τα θολώματα που 105

117 παρουσιάζοντα στην εικόνα και ρυθμίζεται η μικρή αντίθεση (Μαλλίνης 2006, Δημητρακόπουλος 2010) Γεωμετρική προεπεξεργασία Αρχικά, έγινε ταυτοποίηση επίγειων σημείων ελέγχου (Ground Control Points- GCPs) μεταξύ των δορυφορικών εικόνων IKONOS και της εικόνας αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τη διόρθωση. Στην προκειμένη περίπτωση, ως εικόνα αναφοράς χρησιμοποιήθηκε μωσαϊκό ορθοφωτογραφιών, το οποίο βρισκόταν στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα GRS 1987, UTM και ελλειψοειδές GRS 80. Κατά τη γεωμετρική διόρθωση, έγινε ταυτοποίηση σημείων ελέγχου (GCPs) των εικόνων IKONOS, όπως κορυφές βουνών, διασταυρώσεις δρόμων, τομές ποταμών και ρεμάτων και ευκρινή σημεία μεμονωμένων αγροκτημάτων με αντίστοιχα σημεία της ορθοφωτογραφίας κατόπιν μονοσκοπικής παρατήρησης τους (Χουβαρδάς 2006). Κάθε σημείο ελέγχου περιλάμβανε δύο ζεύγη τιμών (ΧY): το πρώτο αντιστοιχούσε στην εικόνα που θα διορθωθεί και το δεύτερο στις πραγματικές συντεταγμένες τους στο έδαφος. Επιλέχθηκαν αρκετά ζεύγη τιμών, καλά κατανεμημένα σε ολόκληρη την επιφάνεια της εικόνας, και στη συνέχεια εφαρμόστηκε η κατάλληλη εξίσωση μετασχηματισμού, με την οποία προσδιορίστηκαν οι σωστές θέσεις των εικονοστοιχείων της διορθωμένης εικόνας. Ο μετασχηματισμός των εικόνων γίνεται με τη χρήση πολυωνύμων, συνήθως 1 ου ή 2 ου βαθμού και στη συνέχεια ελέγχεται το σφάλμα RMS (Root Mean Square) της διόρθωσης. Στις περιπτώσεις που η γεωμετρική παραμόρφωση είναι πολύ μεγάλη και η εφαρμογή των πολυωνυμιών μοντέλων δεν έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα τότε εφαρμόζεται το μοντέλο της τριγωνικής ανάλυσης «Triangle-Based Finite Element Analysis ή Rubber Sheeting» (ERDAS Field Guide TM, 2010). Το μοντέλο αυτό είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την επίλυση περίπλοκων προβλημάτων, το οποίο προσεγγίζει την εικόνα «σπάζοντάς» την σε μικρότερα κομμάτια. Είναι μιας ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική τοπικής παρεμβολής σε γεωγραφικές εφαρμογές, όπου τα γνωστά σημεία ελέγχου δημιουργούν ένα δίκτυο τριγώνων στο οποίο και εφαρμόζονται οι μαθηματικές συσχετίσεις της πολυωνυμικής μετατροπής. Η εφαρμογή της μεθόδου προϋποθέτει τη δυνατότητα εντοπισμού και ταυτοποίησης μεγάλου αριθμού επίγειων σημείων ελέγχου ενώ, συνιστάται η χρήση ανεξάρτητων σημείων ελέγχου για την αξιολόγηση της ακρίβειας του μοντέλου που εφαρμόζεται. Για το λόγο αυτό, 106

118 εντοπίστηκαν πάνω από 1000 σημεία επίγειου ελέγχου (Εικ. 4.8) στο σύνολο των εικόνων της περιοχής, ενώ το μέσο τετραγωνικό σφάλμα από τα ανεξάρτητα σημεία ελέγχου ήταν 1,9 (RMS<2) δηλαδή 2 μέτρα. Στις εικόνες της περιοχής έρευνας εφαρμόστηκε η αναδειγματοληψία με τη μέθοδο της πλησιέστερης γειτονιάς, ώστε να διατηρηθούν αναλλοίωτες οι τιμές φωτεινότητας των εικονοστοιχείων, και να αποφευχθούν τυχόν δυσκολίες στην ταξινόμηση που θα ακολουθηθεί. Εικόνα Επίγεια σημεία ελέγχου (κόκκινο) για την εφαρμογή της μετατροπής «Rubber Sheeting» και σημεία αξιολόγησης ακρίβειας (κίτρινο) Συγχώνευση δορυφορικών δεδομένων Οι δορυφορικές εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν προσαρμοσμένες στο προβολικό WGS84, ενώ η απουσία Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους με παρόμοιο μέγεθος εικονοστοιχείων δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει ικανοποιητική ακρίβεια στη διόρθωση. Στην περίπτωση που η γεωμετρική διόρθωση γινόταν ξεχωριστά για την 107

119 παγχρωματική εικόνα και ξεχωριστά για την πολυφασματική, υπήρχε περίπτωση λόγω του ορεινού χαρακτήρα των περιοχών να μην υπάρχει απόλυτη ταύτιση. Για την αποφυγή αυτού του προβλήματος, έγινε έλεγχος της ταύτισης των εικόνων πριν γίνει η γεωμετρική διόρθωση και διαπιστώθηκε πως οι δορυφορικές εικόνες ταυτιζόταν ικανοποιητικά σε όλες τις περιπτώσεις. Για αυτό κρίθηκε σκόπιμο, πριν γίνει γεωαναφορά της εικόνας στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87), να προηγηθεί η συγχώνευση των δεδομένων και στη συνέχεια να γίνει η περαιτέρω γεωμετρική διόρθωση. Στην παρούσα έρευνα, η βελτίωση της δορυφορικής εικόνας έγινε με τη μέθοδο Gram-Schmidt. Σύμφωνα με τους Μαλλίνης (2006) και Παπαδοπούλου (2008), η μέθοδος αυτή προηγείται έναντι άλλων στο πλείστον των κριτηρίων αξιολόγησης και αποτελεί την πιο ισορροπημένη λύση για παραπέρα χρήση της εικόνας. Μετά τη συγχώνευση όλων των εικόνων, ακολούθησε η διαδικασία σχηματισμού ενός φωτομωσαϊκού, ώστε να δημιουργηθεί μια εικόνα που να καλύπτει όλη την περιοχή έρευνας. Και σε αυτήν την εικόνα εφαρμόστηκε η αναδειγματοληψία με τη μέθοδο της πλησιέστερης γειτονιάς, ώστε να διατηρηθούν αναλλοίωτες οι τιμές φωτεινότητας των εικονοστοιχείων. Το αποτέλεσμα των παραπάνω επεξεργασιών παρουσιάζεται στην Εικόνα 4.9. Είναι σαφής η βελτίωση της εικόνας τόσο με την απομάκρυνση της «θολούρας», όσο και με τη βελτίωση της χωρικής ανάλυσης των πολυφασματικών δεδομένων με τη συγχώνευση των εικόνων. 108

120 Εικόνα.4.9. Έγχρωμη πολυφασματική εικόνα IKONOS διακριτικής ικανότητας 4 μέτρων πριν (Α) και μετά (Β & Γ) την αφαίρεση της «γαλάζιας θολούρας». Πανχρωματική εικόνα (Δ) διακριτικής ικανότητας 1 μέτρου. Αποτέλεσμα της συγχώνευσης δεδομένων με τη μέθοδο Gram-Schmidt (Ε). 109

121 Ψηφιακή ταξινόμηση δορυφορικής εικόνας Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας επιλέχθηκε η επιβλεπόμενη ταξινόμηση επειδή η γνώση της περιοχής ήταν πολύ καλή, ενώ η χωρική ανάλυση της εικόνας είχε βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό με τη διαδικασία της συγχώνευσης. Το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το ERDAS IMAGINE 9.1 Κατά τη μέθοδο αυτή, αρχικά οριοθετήθηκαν γνωστές, ομοιογενείς ομάδες εικονοστοιχείων, οι οποίες μπορούσαν να διακριθούν μεταξύ τους και ήταν αντιπροσωπευτικές των περιοχών που θα ταξινομούνταν στην εικόνα. Οι περιοχές αυτές αποτελούν τις περιοχές ενδιαφέροντος (Areas Of Interest- AOI) (ERDAS Field Guide TM, 2010). Πριν όμως γίνει ο καθορισμός τους, έγινε οπτική φωτοερμηνεία με μονοσκοπική παρατήρηση της δορυφορικής εικόνας υψηλής ευκρίνειας στην οθόνη του υπολογιστή, ψηφιοποίηση και στη συνέχεια, ταξινόμησή τους στις βασικότερες κατηγορίες χρήσεων γης που επισκέπτονταν τα αιγοπρόβατα κατά τη διάρκεια της ημερήσιας βόσκησης, δηλαδή στις λιβαδικές εκτάσεις (θαμνολίβαδα, δασολίβαδα, ποολίβαδα), στις γεωργικές καλλιέργειες (αγραναπαύσεις, γρασίδια, καλαμιές) και στις υποδομές (στάνες, οικισμός, λίμνες και δρόμοι). Η ελάχιστη χαρτογραφική μονάδα καθορίζεται με βάση το επίπεδο λεπτομέρειας το οποίο απαιτεί η έρευνα (Turner et al. 2001). Για αυτό στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τα 500 τ.μ., ώστε να συμπεριληφθούν μέσα έργα υποδομής μικρής έκτασης όπως π.χ. οι λιμνοδεξαμενές. Η επιλογή των ορίων των χρήσεων/κάλυψης γης στη δορυφορική εικόνα ήταν αρκετά σαφής για τις κατηγορίες των λιβαδιών σε αντίθεση με τις γεωργικές καλλιέργειες, οι οποίες σε μερικές περιπτώσεις είχαν αλλάξει χαρακτήρα π.χ. κάποια από τα ετήσια σιτηρά της καλοκαιρινής περιόδου είχαν ήδη σπαρθεί και άλλα είχαν οργωθεί. Λόγω της υψηλής ευκρίνειας της εικόνας και των στοιχείων πεδίου (καταγραφή των χρήσεων γης με σημεία και φωτογραφικό υλικό) κατά την περίοδο των μετρήσεων, η χαρτογράφηση των γεωργικών εκτάσεων έγινε με ακρίβεια τουλάχιστον στις περιοχές που είχαν βοσκήσει τα ζώα (και στους γειτονικούς αγρούς). Αφού ταξινομήθηκαν οι κύριες χρήσεις/κάλυψης γης, έγινε στη συνέχεια σε αυτές η λήψη των περιοχών ενδιαφέροντος για δύο κατηγορίες βλάστησης (ξυλώδη και ποώδη) μια κατηγορία «μη βλάστηση», όπου συμπεριλήφθηκαν κατηγορίες, όπως το γυμνό έδαφος και οι υποδομές (ασφαλτόδρομος, κτίρια κ.λπ.) και μια κατηγορία για τη σκιά. Όπου υπήρχαν 110

122 σύννεφα, εντοπίστηκαν με οπτική παρατήρηση και χρησιμοποιήθηκε μάσκα ώστε να μη συμπεριληφθούν στην ταξινόμηση. Η επιλογή των περιοχών έγινε με οπτική παρατήρηση στη δορυφορική εικόνα, η οποία επιτρέπει την αναγνώριση των χαρακτηριστικών της βλάστησης, λόγω της υψηλής χωρικής ανάλυσης, σε συνδυασμό με την πραγματική απόδοση των χρωμάτων (Gitas et al. 2003). Επιπλέον, η περιοχή ήταν γνωστή από τις επιτόπιες επισκέψεις που είχαν γίνει για τις μετρήσεις πεδίου. Το πλήθος των διακριτών ομάδων περιοχών ενδιαφέροντος που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία της ταξινόμησης της εικόνας IKONOS καθορίστηκε από τις κύριες χρήσεις γης που βρέθηκαν στο πεδίο και στην οπτική φωτοερμηνεία της εικόνας, ώστε να συμπεριλάβουν τις τέσσερις κύριες επιθυμητές κατηγορίες. Η επιλογή των θέσεων έγινε με βάση την ευκρίνεια της δορυφορικής εικόνας, ενώ λήφθηκαν υπόψη και τα εξής: α) να περιλαμβάνονται στις λιβαδικές εκτάσεις της περιοχής έρευνας, β) να αντιπροσωπεύουν τις λιβαδικές εκτάσεις ολόκληρης της περιοχής έρευνας και γ) η κάθε ομάδα να έχει περίπου παρόμοια αντιπροσώπευση από εικονοστοιχεία (pixel). Λόγω του μικρού σχετικά τμήματος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που καταγράφεται στις δορυφορικές εικόνες IKONOS, έγινε χρήση του συνόλου της φασματικής πληροφορίας για τη διαδικασία της ταξινόμησης, δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι δίαυλοι του ορατού φάσματος (μπλε πράσινο κόκκινο) και του υπέρυθρου. Για να ενισχυθούν τα αποτελέσματα της ταξινόμησης υπολογίστηκε και ένας δείκτης βλάστησης, ο κανονικοποιημένος δείκτης βλάστησης (NDVI- Normalized Difference Vegetation Index). Ο δείκτης αυτός είναι ο πιο γνωστός από όλους, έχει ευρεία χρήση, έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός για την αναγνώριση διαφορετικών οικοτύπων και χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση κατηγοριών χρήσεων/κάλυψης γης (Καρτέρης 2004, Μαλλίνης και Τσακίρη Στρατή 2008, Sharma et al. 2009, Tasseti et al. 2010). Ο NDVI προσδιορίζεται από τη μαθηματική σχέση: NDVI= NIR-R / NIR+R Όπου NIR είναι η φασματική περιοχή του υπέρυθρου (δίαυλος 4) και R η περιοχή του ερυθρού στο ορατό φάσμα (δίαυλος 3). Ο δείκτης λαμβάνει τιμές από -1 έως 1. Προκειμένου να ενσωματωθεί αυτός ο δείκτης βλάστησης στους ήδη υπάρχοντες δίαυλους, δημιουργήθηκε μια νέα εικόνα με 5 δίαυλους. Αφού 111

123 οριοθετήθηκαν οι περιοχές ενδιαφέροντος, έγινε συλλογή των φασματικών υπογραφών τους και συνενώθηκαν για να σχηματίσουν τις τέσσερις κατηγορίες ταξινόμησης (Εικ. 4.10). Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι πριν παρθεί η τελική απόφαση της χρήσης του συνόλου της φασματικής πληροφορίας, έγιναν διάφοροι συνδυασμοί μεταξύ των διαφορετικών διαύλων (bands) μπλε (1: 0,45 0,52μm), πρασίνου (2: 0,52 0,60 μm), ερυθρού (3: 0,63 0,69 μm) και υπέρυθρου NIR (4: 0,76 0,90μm). Για την επιβλεπόμενη ταξινόμηση, χρησιμοποιήθηκε ο αλγόριθμος της μέγιστης πιθανοφάνειας (Maximum Likelihood), η οποία έχει βρεθεί πιο αξιόπιστη από άλλες μεθόδους (Plantier et al. 2006, Κουράκλη 2010). Ο αλγόριθμος αυτός χρησιμοποιείται συχνότερα για την ταξινόμηση χρήσεων/κάλυψης γης, αλλά και ως μέτρο σύγκρισης με άλλους αλγόριθμους (Chen et al. 2004, Vrania et al. 2012). Τέλος, στην παραπάνω ταξινόμηση, εφαρμόστηκε μάσκα, ώστε το αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύει μόνο τις λιβαδικές εκτάσεις. Εικόνα Συλλογή υπογραφών των κατηγοριών επιβλεπόμενης ταξινόμησης Βιοφυσικά δεδομένα και ΓΣΠ Φυσιογραφικά δεδομένα Τέλος, έγινε επεξεργασία των χωρικών δεδομένων με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και του λογισμικού πακέτου ArcMap 9.3 (ESRI ) για την εξαγωγή πληροφοριών που αφορούσαν τα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής (π.χ. κλίση, έκθεση), καθώς και για την πλήρη χαρτογράφηση της περιοχής έρευνας. Σκοπός της επεξεργασίας ήταν η συσχέτιση των χαρακτηριστικών αυτών με παραμέτρους του συστήματος εκτροφής, αλλά και η εξαγωγή πληροφοριών σχετικών με τη βλάστηση και τα έργα υποδομής (οδικό δίκτυο, στάνες, ποτίστρες κ.λπ.), τη θέση των πειραματικών επιφανειών, τη διευκόλυνση της 112

124 πρόσβασης σε αυτές και τον εντοπισμό των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων κατά τη διάρκεια των ερωτηματολογίων για την καταγραφή του συστήματος εκτροφής. Τα ψηφιακά δεδομένα (Raster format files: shapefiles) εισήχθησαν στο λογισμικό πρόγραμμα ArcMap 9.3. Από τα ψηφιακά αρχεία απομονώθηκε η περιοχή έρευνας. Το προβολικό σύστημα των πρωτογενών αρχείων που χρησιμοποιήθηκε ήταν το σύστημα ΕΓΣΑ 87 (Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς). Το σύστημα αυτό θεωρείται συμβατό με τις απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνολογίας και αποτελεί το επίσημο σύστημα αναφοράς της Ελλάδας (Καρτέρης και Γιαννακόπουλος 1998). Αφού απομονώθηκε η περιοχή έρευνας, έγινε έλεγχος και ενημέρωση της βάσης δεδομένων με τη βοήθεια των πρωτογενών χαρτογραφικών δεδομένων. Προκειμένου να εκτιμηθούν η κλίση και η έκθεση χρησιμοποιήθηκε το Ψηφιακό Μοντέλο του Εδάφους, το οποίο αποτελεί ψηφιακή αναπαράσταση της μεταβλητότητας του ανάγλυφου στο χώρο και το οποίο δημιουργήθηκε από τον Ευαγγέλου (2005). Το ΨΜΕ, με μέγεθος εικονοστοιχείου 30Χ30 μέτρα, προέκυψε από χωροσταθμικές καμπύλες (ισοδιάσταση 20 μέτρα) και ήταν υδρολογικά διορθωμένο από συγκριτικά μικρά, αλλά σωστά σχεδιασμένα υψομετρικά επίπεδα πληροφοριών. Το ΨΜΕ, όπως και τα διανυσματικά χωρικά δεδομένα (χρήσεις/κάλυψη γης), μετατράπηκαν σε αρχεία κανάβου (GRID) μεγέθους εικονοστοιχείου 1Χ1 μέτρο, με τη βοήθεια της χωρικής ανάλυσης (Spatial Analyst). Για τα σημειακά χωρικά δεδομένα που αφορούσαν τις θέσεις των στανών των ζώων και των σημείων υδροληψίας δημιουργήθηκαν ομόκεντρες περιμετρικές ζώνες (απόσταση σε μέτρα) γύρω από τα σημεία, με τη χωρική ανάλυση και την εντολή distance (ESRI ) Δραστηριότητες και διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης Προκειμένου να γίνει χωρική συσχέτιση των δραστηριοτήτων των ζώων με τις πηγές και τύπους βοσκήσιμης ύλης, δηλαδή τα λιβάδια (ποολίβαδα, θαμνολίβαδα και δασολίβαδα) και τους αγρούς (αγραναπαύσεις, καλαμιές και γρασίδια), χρησιμοποιήθηκε η διαδρομή που ακολουθούσαν τα κοπάδια (γραμμικά στοιχεία από το GPS). Συγκεκριμένα, έγινε εισαγωγή των γραμμικών και σημειακών στοιχείων των διαδρομών στα Γ.Σ.Π. Αφού, καθορίστηκε το σημείο της διαδρομής στο οποίο είχε γίνει έναρξη των παρατηρήσεων των δραστηριοτήτων των ζώων, διαχωρίστηκε από το προηγούμενο μήκος (απόσταση από στάνη μέχρι και σημείου έναρξης παρατηρήσεων). Στη συνέχεια, χωρίστηκε το υπόλοιπο τμήμα της διαδρομής με βάση το σταθερό 113

125 χρονικό βήμα (10 λεπτών) των παρατηρήσεων στις δραστηριότητες, με βάση την ώρα έναρξης των παρατηρήσεων και την αναγραφόμενη ώρα των σημείων στη συσκευή GPS. Αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας ήταν η αντιστοίχηση του κάθε διαστήματος, στο οποίο κινήθηκαν τα παρατηρούμενα ζώα (απόσταση που είχε καλύψει το παρατηρούμενο ζώο στη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια) με το χρόνο που αφιέρωναν αυτά στις διάφορες δραστηριότητες. Σε κάθε 10λεπτο τμήμα δόθηκε ένας κωδικός, ο οποίος αντιστοιχούσε στο χρόνο που λήφθηκαν τα στοιχεία των δραστηριοτήτων των ζώων στο πεδίο. Με τη σύνδεση των δύο αυτών στοιχείων, δημιουργήθηκε μία γεωβάση, η οποία περιλάμβανε όλα τα στοιχεία των δραστηριοτήτων. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τις χρήσεις γης, όπως αυτά προέκυψαν από την οπτική φωτοερμηνεία της δορυφορικής εικόνας (βλ ), αλλά και από τα στοιχεία πεδίου, αποδόθηκε σε κάθε κωδικό και ο διαφορετικός τύπος λιβαδιού ή αγρού που αντιπροσώπευε το συγκεκριμένο δεκάλεπτο Αναγωγή βοσκήσιμης ύλης στο χώρο Για να γίνει κατανομή της βοσκήσιμης ύλης στο χώρο, χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που συλλέχτηκαν στο πεδίο (βλ. υποκεφάλαιο 4.4) σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της ταξινόμησης. Συγκεκριμένα, επειδή το μέγεθος του εικονοστοιχείου της ταξινόμησης ήταν 1 τ.μ, θεωρήθηκε ότι η κατηγορία την οποία αντιπροσώπευε (ξυλώδης και ποώδης βλάστηση, μη βλάστηση) κάλυπτε πλήρως την επιφάνεια του. Ως εκ τούτου, έγινε η παραδοχή ότι σε κάθε εικονοστοιχείο βλάστησης δεν υπήρχε καθόλου γυμνό έδαφος. Αντίστοιχα, σε κάθε εικονοστοιχείο ξυλώδους βλάστησης δεν περιείχε ποώδης βλάστηση κ.ο.κ. Για να επιτευχθεί αυτό, προσαρμόστηκαν τα στοιχεία πεδίου από κάθε επιφάνεια, ώστε να μη συμπεριληφθούν στον υπολογισμό του μέσου όρου, πλαίσια στα οποία απουσίαζε η βοσκήσιμη ύλη (γυμνό έδαφος 100%). Επιπλέον, στα εικονοστοιχεία της ξυλώδους βλάστησης χρησιμοποιήθηκαν ξεχωριστά οι μέσοι όροι από τις αντίστοιχες κατηγορίες του πεδίου, ενώ για την ποώδη βλάστηση, αφού έγινε αναγωγή κάθε πλαισίου στο 1 τ.μ. Η ανάλυση έγινε ξεχωριστά για κάθε εποχή και τύπο λιβαδιού, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύει τη μέση τιμή της βοσκήσιμης ύλης ξυλώδους και ποώδους βλάστησης του εκάστοτε συνδυασμού. 114

126 4.6. Στατιστική επεξεργασία Έλεγχος δεδομένων Πριν γίνουν στατιστικές αναλύσεις, ελέχθηκαν τα δεδομένα, για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ελλείπουσες και ακραίες τιμές, καθώς και αν ακολουθούν την κανονικότητα (Mayers et al. 2006). Ελλείπουσες τιμές βρέθηκαν μόνο σε ορισμένες δραστηριότητες των ζώων, οι οποίες δεν καταγράφηκαν από τον παρατηρητή, γιατί τα ζώα ήταν εκτός οπτικού πεδίου. Ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή αν στο συγκεκριμένο δεκάλεπτο οι τιμές εκτός χρόνου (όταν δηλαδή το ζώο ήταν εκτός οπτικού πεδίου) ήταν λιγότερες από τις τιμές που ο παρατηρητής είχε οπτική επαφή, τότε γινόταν αναγωγή στο δεκάλεπτο της παρατήρησης. Αντίθετα, η τιμή αντικαθιστόταν από το μέσο όρο της προηγούμενης και της επόμενης μέτρησης. Σχετικά με τις ακραίες τιμές, τέτοιες υπήρχαν στα δεδομένα της βιομάζας. Ο εντοπισμός τους έγινε χρησιμοποιώντας το στατιστικό πακέτο SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL). Συγκεκριμένα, λήφθηκαν υπόψη το φυλλογράφημα (Stem and leaf plot), όπου υπολογίστηκαν η συχνότητα (frequency) για κάθε βλαστό και φύλλο και οι ακραίες τιμές, οι οποίες και αφαιρέθηκαν. Στα δεδομένα των δραστηριοτήτων των ζώων και των τροφικών τους προτιμήσεων έγινε μετατροπή από λεπτά σε ποσοστά επί τις εκατό του συνολικού χρόνου που διέθεσαν τα αιγοπρόβατα σε κάθε κατηγορία ανά είδος ζώου, εποχή, ημέρα και κοπάδι, προκειμένου να είναι συγκρίσιμα. Αυτό γιατί η χρονική περίοδος, στην οποία γίνονται οι παρατηρήσεις σπάνια είναι ακριβώς η ίδια σε όλα τα ζώα. Το πρόβλημα αυτό λύνεται με τη χρησιμοποίηση συγκρίσεων αναλογιών (Altman 1974). Τέλος, εξετάστηκε κατά πόσον η κατανομή των μεταβλητών πληρούσε το κριτήριο της κανονικότητας. Ό έλεγχος της κανονικότητας έγινε με τη χρησιμοποίηση του στατιστικού πακέτου SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL). Συγκεκριμένα έγινε έλεγχος της υπόθεσης για την κανονικότητα των δεδομένων χρησιμοποιώντας το κριτήριο των Kolmogorov-Smirnof, καθώς και οπτικός έλεγχος των ιστογραμμάτων. Για τον έλεγχο της κανονικότητας χρησιμοποιήθηκαν επίσης η λοξότητα και η κύρτωση της καμπύλης. Συγκεκριμένα, αν οι τιμές της λοξότητας ή της κύρτωσης προς το τυπικό σφάλμα της κάθε μίας κυμαίνονταν μεταξύ -2 και +2, τότε τα δεδομένα θεωρήθηκαν ότι ακολουθούσαν την κανονική κατανομή (Garson 2012). Στην 115

127 περίπτωση που τα δεδομένα δεν ακολουθούσαν την κανονική κατανομή, τότε γινόταν ο κατάλληλος μετασχηματισμός Ανάλυση διακύμανσης - ANOVA Για τη σύγκριση των μέσων όρων των διαφόρων παραμέτρων των δραστηριοτήτων των ζώων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης της διακύμανσης (ANOVA). Το πειραματικό σχέδιο που εφαρμόστηκε ήταν ιεραρχικό παραγοντικό (Nested Factorial Experiment). Αυτό γιατί οι παράγοντες «εποχή» και «είδος ζώου» ήταν συνδυασμένοι (factorial experiment), αλλά ο τρίτος παράγοντας, δηλ. το κοπάδι, ήταν ιεραρχημένος (nested), γιατί δεν ήταν της ίδιας σύνθεσης σε κάθε εποχή. Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το παρακάτω (Hicks 1973): Y ijlm Z i E j ZE ij K ZK l ( j) il ( j) m( ijl ) Υ ijlm = εξεταζόμενη παράμετρος (π.χ χρόνος βόσκησης, χρόνος μετακίνησης κ.λπ.) μ= ο πραγματικός μέσος όρος του πληθυσμού από τον οποίο προήλθαν τα δεδομένα Ζ i =Είδος Ζώου, i=1,2 (Αίγες, Πρόβατα) Ε j =Εποχή, j=1,2,3 (Άνοιξη, Καλοκαίρι, Χειμώνας) K l(j) =Κοπάδια μέσα στις εποχές, l=1,2 για κάθε j Σφάλμα, m=1,2 για κάθε i, j, l m(ijl ) Όπου υπήρχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, έγινε σύγκριση των μέσων όρων με το κριτήριο Duncan. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη σύγκριση των τροφικών προτιμήσεων στις τρεις εποχές δεν λήφθηκε υπόψη ο χρόνος που διέθεταν τα ζώα για βόσκηση στα υπολείμματα σιτηρών και καρπών, γιατί δεν υπήρχε αυτή η κατηγορία στις άλλες εποχές. Για το λόγο αυτό, η κατηγορία αυτή, εξετάστηκε ξεχωριστά (δηλ. μόνο την καλοκαιρινή περίοδο) για το σύνολο των παρατηρήσεων μεταξύ αιγών και προβάτων και εφαρμόστηκε μονοπαραγοντική ανάλυση (one-way ANOVA) με το SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL). Το συνδυασμένο πειραματικό σχέδιο (two way ANOVA) εφαρμόστηκε για τη σύγκριση των μέσων όρων των δραστηριοτήτων των ζώων σε κάθε εποχή ξεχωριστά, μεταξύ του είδους ζώου (αιγών και προβάτων) και των διαθέσιμων πηγών (λιβάδια και αγροί) βοσκήσιμης ύλης, αλλά και μέσα στο έτος για τους διαφορετικούς τύπους βοσκήσιμης ύλης των δύο πηγών δηλαδή μεταξύ ποολίβαδων, θαμνολίβαδων και δασολίβαδων για τα λιβάδια και αγραναπαύσεις, καλαμιές και γρασίδια στους αγρούς 116

128 με το SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL). Τέλος, χρησιμοποιήθηκε η μονοπαραγοντική ανάλυση για τη σύγκριση μέσων όρων των διαφόρων κατηγοριών κάλυψης του εδάφους (ξυλώδης βλάστηση, ποώδης βλάστηση, ξηρά ουσία και γυμνό έδαφος), της υπέργειας βιομάζας (συνολική και βοσκήσιμη ύλη) και του ύψους βλάστησης μεταξύ των εποχών σε κάθε τύπο λιβαδιού (θαμνολίβαδο, δασολίβαδο, ποολίβαδο) Στην περίπτωση των αγρών, χρησιμοποιήθηκε η ίδια ανάλυση, με τη διαφορά ότι η σύγκριση μέσων όρων έγινε μεταξύ των αγρών (το καλοκαίρι) και όχι μεταξύ εποχών Μη παραμετρικός έλεγχος Στην περίπτωση που τα δεδομένα δεν ακολουθούσαν την κανονικότητα έγινε μη παραμετρικός έλεγχος. Συγκεκριμένα, στη δραστηριότητα της ανάπαυσης εφαρμόστηκε ο μη παραμετρικός έλεγχος των Kruskal-Wallis με το στατιστικό πακέτο SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL) Εκτίμηση ξηρού βάρους βιομάζας Το ξηρό βάρος της υπέργειας βιομάζας για κάθε επιφάνεια και είδος βλάστησης υπολογίστηκε με το ευθύγραμμο μοντέλο των Tadmor et al. (1975) υπολογίζοντας το μέσο όρο των επιμέρους εκτιμήσεων του ξηρού βάρους για κάθε επιφάνεια και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (1), η οποία προέκυψε από τις εξισώσεις (2) και (3). bx bx (1) e C e C Όπου: Y e a bx e (2) Yc bx c (3) Y e : Εκτιμώμενο ξηρό βάρος, Y C : Ξηρό βάρος (ζυγισμένο), X e : Εκτιμώμενο χλωρό βάρος C :Χλωρό βάρος (ζυγισμένο) Οι τιμές της ξυλώδους και της ποώδους βιομάζας που αφορούσαν ίδιους λιβαδικούς τύπους (θαμνολίβαδα, δασολίβαδα, ποολίβαδα) ή γεωργικές καλλιέργειες (γρασίδια, αγραναπαύσεις, καλαμιές και φυτοφράχτες) ομαδοποιήθηκαν ξεχωριστά και 117

129 στη συνέχεια εφαρμόστηκε σε κάθε μια από αυτές το γραμμικό μοντέλο που περιγράφηκε παραπάνω. Στις περιπτώσεις που παρατηρήθηκαν ασυμβατότητες στην εφαρμογή του μοντέλου (για παράδειγμα τιμές αρνητικές ή μεγαλύτερες του χλωρού βάρους σε μια εκτίμηση) εφαρμόστηκε το ποσοστό μείωσης του χλωρού βάρους σε ξηρό βάρος των μετρήσεων κάθε περίπτωσης. Οι παραπάνω σχέσεις μεταξύ του ξηρού (Υ c ) και του χλωρού βάρους (Χ c ) για τις λιβαδικές εκτάσεις και τις γεωργικές καλλιέργειες της παρούσας έρευνας παρατίθενται στους πίνακες Π5 και Π6 του παραρτήματος αντίστοιχα Εκτίμηση της ακρίβειας της ταξινόμησης Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ταξινόμησης, έγινε εκτίμηση της ακρίβειάς της. Αυτό αναφέρεται στο κατά πόσον η καταχώρηση των εικονοστοιχείων στις πραγματικές κατηγορίες ήταν σωστή (Καρτέρης 2004). Συγκεκριμένα ο έλεγχος έγινε με δειγματοληπτικά σημεία και με οπτική παρατήρηση επί της δορυφορικής εικόνας, ώστε να διαπιστωθεί εάν ο ταξινομητής απέδωσε σωστά ή λάθος τη συγκεκριμένη κατηγορία, ώστε να προσδιοριστεί το σφάλμα παράλειψης και το σφάλμα αναπλήρωσης. Στη συνέχεια υπολογίστηκε ο πίνακας συχνοτήτων, από τον οποίο προσδιορίστηκαν το σφάλμα παράλειψης, το σφάλμα αναπλήρωσης, η ακρίβεια του χρήστη και η ακρίβεια του κατασκευαστή (Καρτέρης 2004). Η ακρίβεια χαρτογράφησης του χρήστη ή η πιθανότητα να γίνει σφάλμα αναπλήρωσης είναι ένα μέτρο της αξιοπιστίας του τελικού χάρτη και δείχνει στο χρήστη πόσο καλά αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα μια κατηγορία ταξινόμησης. Επιπλέον έγινε έμμεσος έλεγχος από τις πειραματικές επιφάνειες (επίγειες παρατηρήσεις) που είχαν προηγηθεί στην περιοχή έρευνας. Επίσης, έγινε υπολογισμός της ακρίβειας της ταξινόμησης με το συντελεστή Kappa ή Khat, ο οποίος μας παρέχει πληροφορίες για κάθε κατηγορία ταξινόμησης στη μήτρα σφαλμάτων. Όσο η τιμή του δείκτη αυτού πλησιάζει στο μηδέν τόσο χαμηλότερη είναι η ακρίβεια της ταξινόμησης για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Αντίθετα, όσο πλησιάζει στη μονάδα η ακρίβεια της ταξινόμησης είναι μεγαλύτερη (Μαλλίνης 2006). Η μαθηματική έκφραση του Kappa είναι (Richard 1986): p0 p K 1 p e e 118

130 όπου: p 0 = ακρίβεια της παρατηρούμενης συμφωνίας p e = εκτίμηση της τυχαίας συμφωνίας Η ακρίβεια της συγκεκριμένης ταξινόμησης επιβεβαιώθηκε με οπτική σύγκριση της παρούσας ταξινόμησης της δορυφορικής εικόνας με την ίδια τη δορυφορική εικόνα. Επιπλέον, έγινε έμμεσος έλεγχος της ακρίβειας με χρήση των δειγματοληπτικών επιφανειών που λήφθηκαν στο πεδίο και αντιστοιχούσαν στις λιβαδικές εκτάσεις, παρόλο που οι επίγειες μετρήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν την ίδια εποχή με αυτή της λήψης της εικόνας. Συγκεκριμένα, έγινε αντιπαραβολή τους πάνω στη δορυφορική εικόνα με τη δημιουργία κυκλικών επιφανειών διαμέτρου 25 μέτρων, με κέντρο το κέντρο της τομής τους (είχε γίνει λήψη των στοιχείων αυτών στο πεδίο με GPS χειρός GPSMAP 76CSx), όσο ήταν δηλαδή και το μήκος των μετροταινιών που χρησιμοποιήθηκαν για να οριοθετήσουν τις επιφάνειες των φυσικών λιβαδιών στο πεδίο. Στη συνέχεια εκτιμήθηκε το ποσοστό συμμετοχής της ξυλώδους και ποώδους βλάστησης, καθώς και του γυμνού εδάφους στο σύνολο του κύκλου αυτού. Οι επιφάνειες με εικονοστοιχεία που είχαν ταξινομηθεί ως σκιά, δεν συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό, ενώ το ποσοστό συμμετοχής τους ήταν περισσότερο από 10 %, τότε αφαιρούνταν ολόκληρη η επιφάνεια. Στη συνέχεια έγινε έλεγχος των μέσων όρων της κάλυψης (ξυλώδους και ποώδους βλάστησης καθώς και του γυμνού εδάφους), των επιφανειών που είχαν ληφθεί στις λιβαδικές εκτάσεις στο πεδίο (για κάθε εποχή), με τις αντίστοιχες τιμές που προέκυψαν από την επεξεργασία της δορυφορικής εικόνας, με t- test SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL). Το αποτέλεσμα της ταξινόμησης, χρησιμοποιήθηκε για την αναγωγή της βοσκήσιμης ύλης στο χώρο. Προκειμένου να εκτιμηθεί ένα μέτρο της ακρίβειας της αναγωγής αυτής, έγινε επιπλέον σύγκριση του μέσου όρου της βοσκήσιμης ύλης των επιφανειών του πεδίου και των αντίστοιχων τους στη δορυφορική εικόνα, ξεχωριστά για τις τρεις εποχές του έτους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύγκριση αυτή εφαρμόστηκε μόνο σε εκείνες τις επιφάνειες, οι οποίες δεν παρουσίασαν προβλήματα σκίασης Ανάλυση παλινδρόμησης Προκειμένου να ερευνηθεί αν υπάρχει σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων και του κινδύνου ερημοποίησης στα λιβάδια, εφαρμόστηκε η μέθοδος της ανάλυσης της 119

131 παλινδρόμησης. Συγκεκριμένα, αναλύθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών του πίνακα 4.3. ξεχωριστά για τα δύο είδη ζώων (αίγες και πρόβατα) και για κάθε εποχή (άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας). Προκειμένου να βρεθεί η χωρική σχέση του χρόνου που αφιέρωναν τα αιγοπρόβατα για βόσκηση και μετακίνηση στα λιβάδια, χρησιμοποιήθηκαν τα 10λεπτα χρονικά διαστήματα των διαδρομών, όπως αυτά προέκυψαν από την επεξεργασία τους στα Γ.Σ.Π. (βλ. υποκεφάλαιο ). Όμως τα συγκεκριμένα σημεία αντιπροσώπευαν ουσιαστικά τη θέση του παρατηρητή που λάμβανε τις μετρήσεις και όχι το ίδιο το ζώο. Για να αποτυπωθεί η επιφάνεια που είχαν τα ζώα στη διάθεση τους για βόσκηση, θεωρώντας ότι η απόσταση του παρατηρητή από τα ζώα ήταν γύρω στα 5 μέτρα, έγινε η παραδοχή, ότι τα παραπάνω διαστήματα της διαδρομής αποτελούσαν το κέντρο μιας «ζώνης παρατήρησης» πλάτους 10 μέτρων. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται για την απεικόνιση των κινήσεων κατά τη διαδικασία της βόσκησης σε ετερογενή περιβάλλοντα, αναπαριστώντας έτσι τη χωρική θέση των ζώων (Turchin 1991, De Knegt et al. 2007, Farahpour et al. 2011). Για αυτό, σε κάθε διαδρομή δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη περιμετρική ζώνη, με τη βοήθεια του εργαλείου χωρικής ανάλυσης Spatial Analyst (ESRI ). Η παραπάνω επεξεργασία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου πολυγωνικού και όχι γραμμικού πλέον επιπέδου, φέροντας όμως τη κάθε πληροφορία που έφερε το κάθε διάστημα. Πίνακας 4.3. Μεταβλητές ανάλυσης συμμεταβολής. α/α Εξαρτημένη μεταβλητή Ανεξάρτητη μεταβλητή 1 Γυμνό έδαφος 2 Κλίση πλαγιάς 3 Έκθεση πλαγιάς Χρόνος βόσκησης 4 Κάλυψη ξυλώδους βλάστησης 5 Κάλυψη ποώδους βλάστησης 6 Βοσκήσιμη ύλη 7 Κλίση πλαγιάς 8 Χρόνος μετακίνησης Έκθεση πλαγιάς 9 Γυμνό έδαφος 120

132 Για τη χωρική αποτύπωση της κάλυψης του εδάφους, χρησιμοποιήθηκε το αποτέλεσμα της ταξινόμησης, δηλαδή η κατηγοριοποίηση σε τέσσερις κλάσεις (γυμνό έδαφος, κάλυψη ξυλώδους βλάστησης, κάλυψη ποώδους βλάστησης και σκιά). Για κάθε πολύγωνο που δημιουργήθηκε, υπολογίστηκαν η μέση κλίση, καθώς και το ποσοστό που καταλάμβαναν οι εκθέσεις, ενώ η κατηγορία «επίπεδες» δεν λήφθηκε υπόψη, γιατί στα λιβάδια αντιπροσωπεύονταν με ποσοστό μικρότερο του 1%. Συγκεκριμένα, εκτιμήθηκαν οι βόρειες (Β, ΒΑ, ΒΔ) και οι νότιες (Ν, ΝΑ, ΝΔ) εκθέσεις, οι οποίες προσδιορίζουν διαφορετική ευαισθησία στην ερημοποίηση (Kosmas et al. 1999). Στη συνέχεια, υπολογίστηκαν τα χωρικά στατιστικά του κάθε πολυγώνου με τη βοήθεια της εφαρμογής Geospatial Modeling Environment (GME) v (Beyer 2013) σε περιβάλλον όμως ArcMap 10 (ESRI ). Με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ανάλυσης, συμπληρώθηκαν τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των πολυγώνων, δηλαδή ο αριθμός των εικονοστοιχείων της κάθε κατηγορίας της ταξινόμησης. Το οπτικό αποτέλεσμα της παραπάνω επεξεργασίας αποδίδεται με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «σταθμού βόσκησης» στην εικόνα 4.11, όπου το κοπάδι προβάτων κατά τη χειμερινή περίοδο, έβοσκε σε διάκενο θαμνολίβαδου πριν φτάσει στα ποολίβαδα. Για τη βοσκήσιμη ύλη, χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που προέκυψαν από την αναγωγή στο χώρο (βλ. υποκεφάλαιο ), ώστε να βρεθεί η σχέση της με τις διαδρομές που μελετήθηκαν οι δραστηριότητες των ζώων. Στην ανάλυση παλινδρόμησης, δε συμπεριλήφθηκαν τα πολύγωνα : που αφορούσαν αγροτικές καλλιέργειες (η ανάλυση αφορούσε μόνο τα λιβάδια και τα δρυοδάση), με εικονοστοιχεία σκίασης πάνω από 10% για την αποφυγή σφαλμάτων στην περίπτωση των μεταβλητών που προέκυψαν από την ταξινόμηση της δορυφορικής εικόνας και που δεν περιλάμβανε καθόλου χρόνο βόσκησης ή χρόνο μετακίνησης ανάλογα με την εξεταζόμενη παράμετρο. Οι σχέσεις των μεταβλητών βρέθηκε με το μέσο όρο όλων των ζωνών παρατήρησης που τελικά συμμετείχαν στην ανάλυση και συγκεκριμένα η μέση τιμή ανά κοπάδι, είδος ζώου και εποχή. Η ανάλυση παλινδρόμησης έγινε με τη χρήση του SPSS version 11.0 (SPSS, Inc., Chicago IL) και συγκεκριμένα επιλεγήκαν τα μοντέλα γραμμικής, λογαριθμικής, υπερβολής (αντίστροφος) και απλής παραβολικής μορφής 121

133 (πολυωνυμική δευτέρου βαθμού) από το μενού του SPSS (Analyse>Regression>Curve Estimation). Δεν ελήφθησαν υπόψη εξισώσεις μεγαλύτερου βαθμού, γιατί είναι πολύπλοκες και δε μπορούν να ερμηνευτούν βιολογικά (Πλατής 1994). Εικόνα Παράδειγμα χωρικής ανάλυσης της δραστηριότητας των ζώων με ζώνες σε κοπάδι προβάτων χειμερινής διαδρομής («σταθμός» σε διάκενο θαμνολίβαδου) Χωρικά στατιστικά λιβαδιών Η τελευταία ανάλυση αφορούσε τα στατιστικά του χώρου των λιβαδιών, στον οποίο τα κοπάδια δραστηριοποιούνταν. Συγκεκριμένα, έγινε χωρική ανάλυση με τη χρήση μιας «ζώνης κίνησης» αντίστοιχη της «ζώνης παρατήρησης» (βλ. υποκεφάλαιο 4.6.6), αλλά στο σύνολο της ημερήσιας διαδρομής και για τα 39 κοπάδια που καταγράφηκαν. Για τον έλεγχο των μέσων όρων των δύο παραγόντων (εποχή και είδος ζώου) έγινε έλεγχος της διακύμανσης (ANOVA) με βάση το συνδυασμένο πειραματικό σχέδιο. Για την κάθε ζώνη κίνησης, αναλύθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά: 122

134 συνολική διάρκεια διαδρομής (λεπτά), έκταση ανά ώρα (εκτάρια/ώρα), μέση και μέγιστη κλίση (%) πλαγιάς, γυμνό έδαφος (%), κάλυψη βλάστησης (%), κάλυψη ξυλώδους και ποώδους βλάστησης (%), συνολική βοσκήσιμη ύλη (τόνοι/εκτάριο), βοσκήσιμη ύλη από ξυλώδη βλάστηση (τόνοι/εκτάριο), βοσκήσιμη ύλη από ποώδη βλάστηση (τόνοι/εκτάριο), μέγιστη απόσταση κάθε κοπαδιού από την αντίστοιχη στάνη (μέτρα), μέγιστη απόσταση από νερό (ποτίστρα ή λίμνη) (μέτρα) μέγιστη απόσταση από δρόμο (μέτρα) και ποσοστό συμμετοχής των βόρειων (Β, ΒΑ και ΒΔ) και νότιων (Ν, ΝΑ και ΝΔ) εκθέσεων στην πλαγιά. Στις εικόνες 4.12 και 4.13 δίνονται παραδείγματα της αποτύπωσης των ζωνών κίνησης που χρησιμοποιήθηκαν στη χωρική ανάλυση με την κλίση, τη βλάστηση και το γυμνό έδαφος για τα κοπάδια προβάτων και αιγών (αντίστοιχα). 123

135 Εικόνα Παράδειγμα χωρικής αποτύπωσης των ζωνών κίνησης των κοπαδιών προβάτων στα λιβάδια, με την κλίση και τη βλάστηση (ξυλώδης-ποώδης). 124

136 Εικόνα Παράδειγμα χωρικής αποτύπωσης των ζωνών κίνησης των κοπαδιών αιγών στα λιβάδια, με την κλίση και τη βλάστηση (ξυλώδης-ποώδης). 125

137 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 5.1. Σύστημα εκτροφής αγροτικών ζώων Από την ανάλυση των ερωτηματολογίων και τις επιτόπιες παρατηρήσεις προέκυψε ότι το σύστημα εκτροφής στην περιοχή μελέτης είναι το ποιμνιακό μη μετακινούμενο (κοπαδιάρικη μη νομαδική εκτροφή), καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κοπαδιών δεν αλλάζει βάση καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Όμως, οι μισές περίπου αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις αλλάζουν στάνη, μετακινούμενες προς τις υψηλότερες θέσεις - εντός όμως της περιοχής έρευνας - στο τέλος της ανοιξιάτικης περιόδου (Απρίλιο - Μάιο) για να επιστρέψουν κατά το Νοέμβριο πίσω στα «χειμαδιά», όπου και διαχειμάζουν. Για αυτό το λόγο, στην περιοχή έρευνας, μεγάλο μέρος των αιγοτρόφων προκειμένου να μην αναγκάζονται να μετακινούν τα κοπάδια μεγάλες αποστάσεις, διατηρούσαν δύο στάνες (οριζόντια απόσταση μεταξύ τους έως και 4 χλμ.), μία εαρινή και μία χειμερινή, οι θέσεις των οποίων είχαν υψομετρική διαφορά μέχρι και 320 μ. αξιοποιώντας έτσι την εποχιακή μεταβολή της βοσκήσιμης ύλης των λιβαδιών, αλλά και των απομακρυσμένων αγρών την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα περισσότερα αιγοπρόβατα στην περιοχή ανήκουν στη «ντόπια» ή «άγρια» ή «γκουρμάδες» φυλή. Πρόκειται για τη φυλή των Σερρών για τα πρόβατα και την εγχώρια αίγα για τα γίδια. Εντούτοις μεγάλο μέρος των κτηνοτρόφων έχουν αναμείξει τις ντόπιες φυλές με βελτιωμένες. Τέτοιες είναι οι φυλές «Χίου» και «Γερμανική» για τα πρόβατα και οι φυλές «Δαμασκού», «Μαλτέζικη» και «Αλπίν» για τις αίγες. Κάθε εκμετάλλευση είναι χωρισμένη σε δύο κοπάδια, ανάλογα με τη φυσιολογική κατάσταση των ζώων και, συγκεκριμένα, στα «παραγωγικά ζώα ή γαλάρια», τα οποία αντιστοιχούν στα ζώα, τα οποία έχουν γεννήσει και δίνουν γάλα και στα «στείρα ή στέρφα», τα οποία δεν έχουν γεννήσει και, άρα, δεν παράγουν γάλα. Σχετικά με τα βοοειδή, οι 8 εκμεταλλεύσεις που βρέθηκαν είναι σταβλισμένες με τα ζώα να παραμένουν όλο το χρόνο μέσα στο στάβλο, όπου και διατρέφονται με ζωοτροφές και μόνο μία εκμετάλλευση βόσκει στα λιβάδια κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Για αυτό το λόγο, όσον αφορά τα βοοειδή θα γίνει αναφορά μόνο σε αριθμητικά στοιχεία του ζωικού κεφαλαίου των βοοειδών. 126

138 Ζωϊκό κεφάλαιο Με βάση τα στοιχεία της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης, στην Τοπική Κοινότητα (Τ.Κ) Ασκού υπήρχαν το ,1 Ζωικές Μονάδες 1, οι οποίες αξιοποιούσαν 3.736,46 εκτάρια κοινοτικών βοσκοτόπων, αντιστοιχούσαν δηλαδή 1,797 εκτάρια/ζμ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, όλα τα ζώα θεωρούνταν ότι έβοσκαν στα λιβάδια. Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι ο αριθμός των ζώων των εκμεταλλεύσεων δεν παρουσίασε μεγάλες αποκλίσεις κατά το έτος των μετρήσεων, οπότε στο διάστημα αυτό δεν έγιναν μεταβολές στη διάρθρωση του ζωικού κεφαλαίου. Από τον πίνακα 5.1, προκύπτει, ότι στην περιοχή κυριαρχούσαν οι αμιγείς εκμεταλλεύσεις αιγών, ακολουθούσαν οι αμιγείς εκμεταλλεύσεις προβάτων και τελευταίες οι μικτές (αιγοπροβατοτροφικές) εκμεταλλεύσεις. Κάθε εκμετάλλευση ανήκε σε ένα έως τέσσερις κτηνοτρόφους, οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια οικογένεια. Όλοι οι κτηνοτρόφοι ήταν δημότες της Τ.Κ. Ασκού πλην δύο κτηνοτρόφων, οι οποίοι ήταν μεν ετεροδημότες, αλλά η αιγοτροφική τους εκμετάλλευση (820 ζώα) βρισκόταν εντός των ορίων της περιοχής μελέτης και είχε νόμιμο δικαίωμα χρήσης των βοσκοτόπων. Όσον αφορά το μέγεθος των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, οι αίγες ήταν σαφώς περισσότερες από τα πρόβατα και το μέγεθος τους από πολύ μικρές έως πολύ μεγάλες, ενώ των προβάτων από μεσαίες έως μεγάλες. Γενικά οι πολύ μικρές (έως 100 κεφαλές) αντιπροσώπευαν το 21% επί του συνόλου, οι μεσαίες ( κεφαλές) 46%, οι μεγάλες ( ) 25% και οι πολύ μεγάλες(>800) 8%. Κατά κανόνα, οι εκμεταλλεύσεις ανήκαν σε ένα κτηνοτρόφο-ιδιοκτήτη, αλλά όσο αυξανόταν το μέγεθος τους, ο αριθμός των ιδιοκτητών που συμμετείχαν στην εκμετάλλευση αυξανόταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των ζώων που αναλογούσε σε κάθε ιδιοκτήτη, αφού οι μισές εκμεταλλεύσεις είχαν λιγότερο από 300 ζώα (Πίν. 5.1). 1 Με βάση το Υπουργείο Γεωργίας, η Ζωική Μονάδα ισοδυναμεί με μια αγελάδα ηλικίας μεγαλύτερης των 2 ετών. Τα υπόλοιπα ζώα έχουν τις εξής αναλογίες: βοοειδή<2ετών=0,6ζμ, αιγοπρόβατα>1έτους=0,15ζμ και αρνιά-κατσίκια < 1έτους=0,08ΖΜ. 127

139 Πίνακας 5.1. Κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων το Είδος ζώου Μέγεθος Αριθμός Ζώα >1 έτους Ζώα <1έτους εκμετάλλευσης (κεφαλές) ιδιοκτητών Αίγες Πρόβατα Αιγοπρόβατα Αίγες > Σύνολο Πρόβατα Σύνολο Αιγοπρόβατα Σύνολο Γενικό σύνολο

140 Αντίθετα, οι εκμεταλλεύσεις των βοοειδών δεν είχαν τόσο μεγάλη μεταβλητότητα όσον αφορά τον αριθμό των ιδιοκτητών (ένας ή δύο το πολύ), ενώ οι πολύ μικρές (0-100 κεφαλές) θα μπορούσαν να θεωρηθούν οικόσιτες (Πίν.5.2). Από τις παραπάνω εκμεταλλεύσεις, μόνο ένας κτηνοτρόφος έβοσκε τα ζώα του (107 βοοειδή) στα λιβάδια και στους αγρούς. Για το λόγο αυτό, όπως προαναφέρθηκε, δεν έγινε περαιτέρω έρευνα για το συγκεκριμένο είδος ζώου. Ως εκ τούτου, στα επόμενα κεφάλαια δε γίνεται αναφορά σε βοοειδή. Πίνακας 5.2. Διάρθρωση κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων βοοειδών για το Μέγεθος εκμετάλλευσης (κεφαλές) Αριθμός κτηνοτρόφων Βοοειδή 6-24 μηνών (κεφαλές) Αγελάδες > 2 ετών (κεφαλές) Βοοειδή <6 μηνών (κεφαλές) > Σύνολο Επιδοτήσεις αιγοπροβάτων Κατά το 2005, οι κτηνοτρόφοι έλαβαν δύο κύριες επιδοτήσεις ως οικονομική ενίσχυση για τα ζώα τους, την «εξισωτική αποζημίωση» και την «κατά κεφαλή πριμοδότηση». Οι επιδοτήσεις αυτές δόθηκαν στους κτηνοτρόφους με την προϋπόθεση συμμόρφωσης σε κάποια βασικά κριτήρια. Η εξισωτική αποζημίωση δόθηκε για την οικονομική ενίσχυση των κτηνοτρόφων της Τ.Κ. Ασκού ως μειονεκτική και με ειδικά προβλήματα περιοχή (Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 75/268/ΕΟΚ και 81/645/ΕΟΚ). Το ανώτερο ύψος της ήταν για τους νέους (ηλικίας μικρότερης των 40 ετών) τα ανά κτηνοτρόφο, ενώ για τους λοιπούς δικαιούχους Το ύψος της ενίσχυσης υπολογίστηκε με βάση τον αριθμό 129

141 των στρεμμάτων που κατείχε κάθε δικαιούχος νόμιμα και αξιοποιούσε συστηματικά, ενώ διαφοροποιήθηκε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας που είχε εγκαταστήσει. Από τους 37 κτηνοτρόφους σε συνολικά 24 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην περιοχής έρευνας, έλαβαν εξισωτική αποζημίωση οι 30, οι οποίοι αντιστοιχούσαν σε 18 εκμεταλλεύσεις και το μέγιστο ποσό ανά δικαιούχο δεν ξεπέρασε τα 4.500, αφού δεν υπήρχε νέος κτηνοτρόφος. Στον πίνακα Π7 του παραρτήματος γίνεται ανάλυση της εξισωτικής αποζημίωσης ανά μέγεθος εκμετάλλευσης. Αντίθετα, μόνο ένα μέρος των ζώων κάθε εκμετάλλευσης, γνωστών και ως επιλέξιμων (αιγοπρόβατα ηλικίας άνω του ενός έτους ή όσα έχουν γεννήσει τουλάχιστον μια φορά) έλαβε την κατά κεφαλή πριμοδότηση. Η βασική πριμοδότηση για κάθε επιλέξιμο ζώο ήταν 16,8, προσαυξημένη κατά 7,0, λόγω του ότι η Τ.Κ. Ασκού είναι μειονεκτική περιοχή. Επιπλέον, υπήρχε ένα μικρό ποσό ύψους 0,98 /ζώο από τον Εθνικό Φάκελο. Συνολικά, η κατά κεφαλή πριμοδότηση που αντιστοιχούσε σε κάθε επιλέξιμο αιγοπρόβατο ανέρχονταν τελικά στο ποσό των 24 /ζώο (Πίν. Π8). Στην εικόνα 5.1 φαίνονται οι δύο επιδοτήσεις και το σύνολό τους, ανάγοντάς αυτές όχι ανά επιλέξιμο ζώο, αλλά για το σύνολο των ενήλικων ζώων και ανά μέγεθος εκμετάλλευσης. Η εξισωτική αποζημίωση που αντιστοιχούσε στα ενήλικα ζώα ήταν μεγαλύτερη στις πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις σε σχέση με τις πολύ μεγάλες. Αντίθετα, η κατά κεφαλή πριμοδότηση παρουσίασε τάση αύξησης με την αύξηση του μεγέθους της εκμετάλλευσης. Συνολικά δόθηκαν ,27 σε επιδοτήσεις στην περιοχή έρευνας κατά το Κατά μέσο όρο, η επιδότηση που αντιστοιχεί σε κάθε κτηνοτρόφο από την εξισωτική αποζημίωση ανήλθε στις 3.117,63 και από την κατά κεφαλή πριμοδότηση στις 4.812,13, ποσά που αγγίζουν σχεδόν τις ετησίως (αναλυτικά στοιχεία δίνονται στους πίνακες Π7 και Π8. 130

142 >800 Σύνολο 42, ,7 32,7 29,9 28,6 30,7 /ενήλικο ζώο ,8 12,6 12,2 9,6 18,9 18,9 18,5 17,4 14,3 5 0 Εξισωτική Κατά κεφαλή Σύνολο Επιδότηση αιγοπροβάτων ανά μέγεθος εκμετάλλευσης Εικόνα 5.1. Επιδοτήσεις ανά ενήλικο ζώο στις εκμεταλλεύσεις αιγοπροβάτων διαφορετικού μεγέθους εκμεταλλεύσεων Διατροφή των ζώων Στις εικόνες 5.2 και 5.3 φαίνεται το ετήσιο πρόγραμμα διατροφής των αιγών και προβάτων αντίστοιχα, όπως προέκυψε από τα ερωτηματολόγια στις 13 εκμεταλλεύσεις. Είναι σαφές, ότι η διατροφή των ζώων αυτών στηριζόταν σε τρεις πηγές: τα λιβάδια, τους αγρούς και τις έτοιμες ζωοτροφές. Πιο συγκεκριμένα, οι αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις χρησιμοποιούσαν τα λιβάδια καθόλη τη διάρκεια του έτους, ακόμα και το χειμώνα, με εξαίρεση ίσως τις ημέρες που οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες (π.χ. έντονες βροχοπτώσεις, χιόνια). Αντίθετα, τα πρόβατα δε χρησιμοποιούσαν τα λιβάδια κατά το χειμώνα, παρά μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές. Σε αμφότερα, όμως, τα είδη ζώων χορηγούνταν συμπυκνωμένες ζωοτροφές κατά την περίοδο αυτή, καθώς και χοντροειδείς, αλλά οι τελευταίες ήταν λιγότερες στις αίγες σε σχέση με τα πρόβατα. 131

143 Εικόνα 5.2. Ετήσιο πρόγραμμα διατροφής των αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής έρευνας. Εικόνα 5.3. Ετήσιο πρόγραμμα διατροφής των προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων της περιοχής έρευνας. 132

144 Κατά την ανοιξιάτικη περίοδο, όλα τα κοπάδια (αιγών και προβάτων) έβοσκαν στα λιβάδια, αλλά παράλληλα επισκέπτονταν και τα γρασίδια, ενώ πριν την έξοδο και είσοδο στο μαντρί χορηγούνταν σε αυτά και ζωοτροφές. Με το πέρασμα της περιόδου αυτής, μεταβαίνοντας πλέον στη θερινή περίοδο, τα ζώα συνέχιζαν τη βόσκηση, όπως και την άνοιξη, αλλά δεν επισκέπτονταν πλέον τα γρασίδια. Αντίθετα, οδηγούνταν σε καλαμιές και σε μικρότερο βαθμό σε αγραναπαύσεις. Η χορήγηση ζωοτροφής γινόταν σε περισσότερες από τις μισές αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις, ενώ τα πρόβατα στηρίζονταν αποκλειστικά στη βόσκηση. Κατά τη φθινοπωρινή περίοδο, συνεχιζόταν η χρήση των αγρών. Την ίδια περίοδο, το σύνολο των κοπαδιών των αιγών χρησιμοποιούσαν τις λιβαδικές εκτάσεις, ενώ από τα κοπάδια των προβάτων μόνο το 67%. Ζωοτροφές (χονδροειδείς και συμπυκνωμένες) χορηγούνταν στα ζώα ως συμπλήρωμα της βοσκήσιμης ύλης, ιδίως όταν η λιβαδική παραγωγή ήταν μειωμένη (κυρίως τη χειμερινή περίοδο) ή όταν τα ζώα έμπαιναν στην παραγωγική φάση (περίοδος γεννήσεων και γαλακτοπαραγωγής), οπότε είχαν αυξημένες διατροφικές απαιτήσεις. Για τις αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις, όπως φαίνεται και από το διάγραμμα της εικόνας 5.2, η χορήγηση των ζωοτροφών κατά τη χειμερινή περίοδο γινόταν το πρωί, ενώ μεγάλο μέρος των κτηνοτρόφων (70%) έδινε και το βράδυ. Η ποσότητα που δινόταν στα ζώα δεν ήταν ίδια, καθώς στα παραγωγικά ζώα έδιναν διπλάσια ποσότητα από ότι στα στέρφα (Πίν. 5.3). Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιγοτρόφων χρησιμοποιούσε και χονδροειδείς τροφές στο σιτηρέσιο των ζώων (60% το χειμώνα, 40% την άνοιξη και 35% το φθινόπωρο), οι οποίες όμως σταματούσαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και δίνονταν μόνο συμπυκνωμένες το πρωί και σε πολύ περιορισμένη ποσότητα (μόνο για συντήρηση). Σχετικά με τις ζωοτροφές, η χορήγηση τους κατά τη χειμερινή περίοδο στα πρόβατα ήταν πιο έντονη, καθώς γινόταν πρωί και βράδυ και σε διπλάσια ποσότητα από αυτή που δίνονταν στις αίγες (Πίν. 5.3). Επιπλέον, η συμμετοχή της μηδικής ήταν εξίσου σημαντική, όσο και το μείγμα καρπών στο σύνολο των προβατοτρόφων. Σε αντίθεση με τις αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις, η χορήγηση ζωοτροφής σταματούσε κατά την καλοκαιρινή περίοδο για να συνεχιστεί ξανά στους φθινοπωρινούς μήνες, αλλά σε μικρότερη ποσότητα σε σχέση με τη χειμερινή περίοδο. Η χορήγηση ζωοτροφών κατά τη φθινοπωρινή περίοδο γινόταν γιατί τα ζώα ξεκινούσαν την 133

145 παραγωγική περίοδο (ήταν έγκυα), οπότε οι διατροφικές απαιτήσεις τους ήταν αυξημένες. Στον πίνακα 5.4 παρουσιάζεται η ποσοστιαία αναλογία σε συμπυκνωμένες και χονδροειδείς ζωοτροφές, όπως αυτές καταγράφηκαν από τους κτηνοτρόφους που συμμετείχαν στα ερωτηματολόγια. Οι περισσότεροι διατηρούσαν σταθερή τη σύνθεση του σιτηρεσίου που επέλεγαν καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Πίνακας 5.3. Ποσότητα ζωοτροφών (χλγρ./ημέρα) που χορηγούνταν στις αίγες και στα πρόβατα σε παραγωγικά και μη ζώα στη διάρκεια του έτους. Ζωοτροφές (χλγρ./ ημέρα) Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Στέρφα Στέρφα Αίγες Στέρφα Γαλάρια Γαλάρια Γαλάρια Γαλάρια Στέρφα Μείγμα* 1,12 0,53 0,89 0,24 0,22 0,15 0,60 0,27 Μηδική 0,20 0,11 0,13 0,05 0,00 0,00 0,11 0,08 Άχυρο 0,03 0,02 0,01 0,00 0,00 0,00 0,02 0,01 Σύνολο 1,35 0,66 1,03 0,29 0,22 0,15 0,73 0,36 Πρόβατα Μείγμα* 1,05 0,63 0,73 0,37 0,00 0,00 0,60 0,29 Μηδική 0,89 0,48 0,46 0,22 0,00 0,00 0,47 0,23 Άχυρο 0,32 0,14 0,24 0,10 0,00 0,00 0,15 0,06 Σύνολο 2,26 1,25 1,43 0,69 0,00 0,00 1,22 0,58 *Μείγμα καρπών και φυράματος Συγκεκριμένα, στη σύνθεση των συμπυκνωμένων τροφών (μείγμα καρπών και φυράματος) που δινόταν στις αίγες και στα πρόβατα συμμετείχε κατά μέσο όρο με υψηλά ποσοστά το καλαμπόκι (45% και 24% αντίστοιχα), η βαμβακόπιτα (21% και 32%), το κριθάρι (16% και 19%) και το σιτάρι (13% και 15%). Στο μείγμα καρπών, λίγοι αιγοτρόφοι έδιναν στα ζώα τους φύραμα σε αντίθεση με τους προβατοτρόφους. Από τις χονδροειδείς ζωοτροφές, η μηδική ήταν εξίσου σημαντική, τόσο στη διατροφή των αιγών, όσο και των προβάτων σε αντίθεση με το άχυρο (από σιτάρι ή κριθάρι) το οποίο συμμετείχε στη διατροφή κυρίως των δεύτερων. Παρόλα αυτά, βρέθηκαν τρεις αιγοτρόφοι, οι οποίοι δε χορηγούσαν στα ζώα τους χονδροειδείς ζωοτροφές. 134

146 Πίνακας 5.4. Ποσοστιαία (%) αναλογία του σιτηρεσίου των αιγοπροβάτων ανά εκμετάλλευση (χονδροειδείς και συμπυκνωμένες) και θρεπτική αξία σε ΟΑΟ (%). Συμπυκνωμένες Χονδροειδείς α/α Καλαμπόκι Φύραμα Σιτάρι Κριθάρι Βρώμη Βαμβακόπιτα Αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις Μηδική Άχυρο Προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις Ζωική παραγωγή Η περίοδος των γεννήσεων δε διέφερε μεταξύ των αιγών και των προβάτων και επιτυγχάνονταν σταδιακά σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση διαρκούσε από το Νοέμβριο μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, όταν επιτυγχάνονταν ο μεγαλύτερος αριθμός των γεννήσεων (γύρω στο 80% για τις αίγες και 70% για τα πρόβατα) και ολοκληρώνονταν σε διάρκεια ημερών από τη στιγμή της πρώτης γέννησης. Η δεύτερη φάση επιτυγχάνονταν το Μάρτιο-Απρίλιο. Τα αιγοπρόβατα κατά την περίοδο της έρευνας γέννησαν από ένα έως δυο μικρά, σπανιότερα 3. Ο συντελεστής πολυδυμίας ήταν 1,3 και 1,2 αντίστοιχα. Από τα ερίφια ή τους αμνούς που απογαλακτίστηκαν, ένα μέρος παρέμεινε ως ζώα αντικατάστασης και το υπόλοιπο πήγε για σφαγή. Οι κτηνοτρόφοι που συμμετείχαν στο ερωτηματολόγιο, ανέφεραν, ότι ρύθμιζαν τον απογαλακτισμό των 135

147 εριφίων και αρνιών κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς για αμνοερίφια. Συγκεκριμένα, το 56% και 77% των απογαλακτισθέντων εριφίων και αρνιών αντίστοιχα διατέθηκε για σφαγή. Το υπόλοιπο ποσοστό χρησιμοποιήθηκε για αντικατάσταση των ζώων στην ίδια εκμετάλλευση ή ένα μέρος του διατέθηκε εκτός εκμετάλλευσης (π.χ. για πώληση). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.5, ένα ποσοστό των αιγών και των προβάτων (14% και 7% αντίστοιχα) παρέμειναν τελικά στέρφα στο τέλος της παραγωγικής περιόδου. Στη κατηγορία των στέρφων περιλαμβάνονταν και όλα τα αρσενικά ζώα, τα οποία αποτελούσαν το 6% και 4% του συνολικού αριθμού των αιγών και προβάτων αντίστοιχα. Τέλος, στην κατηγορία των στέρφων περιλαμβάνονταν και τα ζώα ηλικίας άνω του έτους και μέχρι δύο ετών (βετούλια ή ζυγούρια, αντίστοιχα για αίγες και πρόβατα), τα οποία δεν είχαν γεννήσει ακόμη και που παρέμεναν στο κοπάδι, κυρίως ως ζώα αντικατάστασης στην περίπτωση που ο κτηνοτρόφος αποφάσιζε να απομακρύνει από το κοπάδι αίγες ή τραγιά / προβατίνες ή κριάρια (για πώληση ή σφαγή) ή σε περίπτωση που αυτά πέθαιναν. Το ποσοστό συμμετοχής τους ήταν 18% και 14% αντίστοιχα για αίγες και πρόβατα. Τα ερίφια ή τα αρνιά που γεννήθηκαν παρέμεναν με τις μητέρες τους στο στάβλο και μόλις απογαλακτίστηκαν ήταν σε θέση να βοσκήσουν στα λιβάδια ενσωματωμένα είτε στο κοπάδι των ενήλικων ζώων είτε σε ξεχωριστό κοπάδι, το οποίο έβοσκε κοντά στη στάνη. Την καλοκαιρινή περίοδο, όταν η παραγωγή του γάλακτος περιορίστηκε και τα ζώα άρχισαν να «στραγγίζουν», τα νεογέννητα έβοσκαν μαζί με τις μάνες τους σε ενιαίο κοπάδι. Η γαλακτική περίοδος άρχισε με τη γέννηση των εριφίων και των αρνιών. Αρχικά η παραγωγή σε γάλα καταναλώνονταν από τα νεογέννητα μέχρι αυτά να απογαλακτισθούν. Στον πίνακα 5.6 δίνεται η γαλακτοπαραγωγή κατά τη διάρκεια του έτους. Οι χαμηλές τιμές της γαλακτοπαραγωγής των αιγών και των προβάτων κατά τη φθινοπωρινή περίοδο οφείλονται στη φυσιολογική κατάσταση των ζώων. Η γαλακτοπαραγωγή των αιγών και προβάτων παρουσίασε διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του έτους. Από την εικόνα 5.4 προκύπτει, ότι η απόδοση των αιγών σε γάλα ήταν μικρότερη από αυτή των προβάτων κατά τη χειμερινή περίοδο και μεγαλύτερη κατά την καλοκαιρινή. Στη διακύμανση αυτή, μεταξύ άλλων, παίζει σημαντικό ρόλο η 136

148 χορηγούμενη ποσότητα ζωοτροφής (Εικ. 5.4). Συγκεκριμένα, η ποσότητα της χορηγούμενης ζωοτροφής το χειμώνα ήταν μεγαλύτερη στα πρόβατα σε σχέση με τις αίγες, καθώς τα πρώτα παρέμειναν σταβλισμένα για περισσότερες μέρες σε σχέση με τα δεύτερα. Επομένως κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των ημερήσιων αναγκών τους από ζωοτροφές, ενώ οι απώλειες σε ενέργεια λόγω της βόσκησης ήταν πιο μικρές (αφού παρέμεναν σταβλισμένα). Αντίθετα, τα πρόβατα στηρίζονταν αποκλειστικά στα λιβάδια και στους αγρούς το καλοκαίρι για την κάλυψη των διατροφικών τους απαιτήσεων, ενώ στις αίγες πολλοί κτηνοτρόφοι συνέχιζαν τη χορήγηση ζωοτροφών (σε μικρότερες ποσότητες). Πίνακας 5.5. Διαχωρισμός των ζώων σε παραγωγικά και μη ανά εκμετάλλευση στην περιοχή έρευνας. α/α Παραγωγικά Θηλυκά Στέρφα Βετούλια/ Ζυγούρια Τραγιά/ Κριάρια Αρσενικά Βετούλια/ Ζυγούρια Αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις Προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις Μεταφράζοντας τα στοιχεία του πίνακα 5.6 για την παραγωγή σε γάλα (κιλά ανά ζώο το έτος), προέκυψε ότι η απόδοση των αιγών κυμάνθηκε από χλγρ./αίγα/έτος (κατά μέσο όρο 180 χλγρ.) ενώ οι αντίστοιχες τιμές για τα πρόβατα από 137

149 χλγρ./προβατίνα/έτος (κατά μέσο όρο 154 χλγρ.). Πίνακας 5.6. Γαλακτοπαραγωγή (χλγρ./ζώο/ημέρα) παραγωγικών αιγών και προβάτων στη διάρκεια του έτους. Ποσότητα (χλγρ.) Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Μ.Ο Γάλα/αίγα/ημέρα 0,46 0,92 0,57 0,05 0,5 Γάλα/πρόβατο/ημέρα 0,81 0,75 0,26 0,08 0,48 2,5 Μ.Ο. γαλακτοπαραγωγής αιγών Μ.Ο. γαλακτοπαραγωγής προβάτων 2,0 τροφή/αίγα (συμπ.&χονδ.) τροφή/πρόβατο (συμπ.&χονδ.) kg/ζώο/μέρα 1,5 1,0 0,5 0,0 ΔΕΚ ΓΕΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ Εικόνα 5.4. Διακύμανση της γαλακτοπαραγωγής αιγών και προβάτων κατά μέσο όρο, σε χλγρ. ανά ζώο και αντίστοιχη χορηγούμενη ζωοτροφή (χονδροειδής & συμπυκνωμένη) σε μηνιαία βάση Διαδρομές κοπαδιών και δραστηριότητες αιγών και προβάτων Διαδρομές κοπαδιών στα λιβάδια και αγρούς Συνολικά καταγράφηκαν 39 διαδρομές (25 αιγών και 14 προβάτων) συνολικού μήκους 321 χιλιομέτρων και διάρκειας 304 ωρών στις βοσκόμενες εκτάσεις για τις 138

150 τρεις εποχές και για τις δύο κατηγορίες ζώων. Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε εφτά (7) διαφορετικά κοπάδια αιγών και τέσσερα (4) προβάτων. Στον πίνακα 5.7 δίνονται τα χαρακτηριστικά των διαδρομών των κοπαδιών. Είναι φανερό, ότι το μέγεθος των κοπαδιών διέφερε από εποχή σε εποχή, γιατί επηρεάζονταν από το φυσιολογικό στάδιο στο οποίο βρίσκονταν τα ζώα. Πάντως, ήταν μεγαλύτερο στις αίγες σε σχέση με τα πρόβατα. Επίσης, το μήκος της ημερήσιας διαδρομής διέφερε από εποχή σε εποχή με μέγιστο το καλοκαίρι, ενώ οι αίγες διένυσαν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη απόσταση (9,6 χλμ.) σε σχέση με τα πρόβατα (7,4 χλμ.). Εξαίρεση αποτελεί ο χειμώνας, κατά τον οποίο τα πρόβατα χρειάστηκε να κάνουν μεγαλύτερη διαδρομή από τις αίγες, προφανώς γιατί την εποχή αυτή δεν υπήρχαν διαθέσιμα γρασίδια και καλαμιές, οπότε έπρεπε να επισκεφτούν μόνο ποολίβαδα, τα οποία βρίσκονταν σχετικά μακριά από τις στάνες. Η γενική μέση ταχύτητα του κοπαδιού ήταν 0,28 μ./δευτερόλεπτο για τις αίγες και 0,33 μ./δευτερόλεπτο για τα πρόβατα. Σχετικά με τις ώρες αναχώρησης και επιστροφής στη στάνη, τα κοπάδια αμφότερων των ειδών ζώων αναχωρούσαν γύρω στις π.μ. και επέστρεφαν στις 3-4 μ.μ. σε όλες σχεδόν τις εποχές. Διαφορά υπήρξε μόνο την καλοκαιρινή περίοδο, οπότε η βόσκηση ξεκινούσε στις καλαμιές νωρίς το πρωί για τα πρόβατα, τα οποία λόγω της ζέστης στάλιαζαν πρόχειρα μετά τις 11 π.μ. κάτω από μεγάλα δέντρα, ενώ η βόσκηση ξανάρχιζε πάλι στις 4 μ.μ. και τελείωνε αργά το απόγευμα. Οι αίγες, αντίθετα, ξεκινούσαν λίγο αργότερα το πρωί και επέστρεφαν νωρίτερα το απόγευμα. Γενικά, οι αίγες παρέμειναν στο ύπαιθρο και έβοσκαν περισσότερες ώρες μέσα στην ημέρα σε σχέση με τα πρόβατα κατά το χειμώνα και την άνοιξη. Κατά τη θερινή περίοδο, όμως, τα πρόβατα αν και έβοσκαν λιγότερες ώρες, εντούτοις παρέμειναν περισσότερο χρόνο στο ύπαιθρο σε σχέση με τις αίγες, προφανώς γιατί αναπαύονταν κατά τις μεσημεριανές ώρες κάτω από τα δέντρα (Πίν. 5.7). Σημαντικό ρόλο στις αποστάσεις μετακίνησης των κοπαδιών έπαιξε η θέση της κάθε κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης (στάνη) σε σχέση με τις λιβαδικές εκτάσεις, τα γρασίδια και τις καλαμιές, καθώς επίσης και η κατανομή των έργων υποδομής (ποτίστρες, δρόμοι, φράκτες κ.λπ.). Στο χάρτη της εικόνας 5.5 παρουσιάζεται η χωρική κατανομή των διαδρομών που ακολούθησαν τα κοπάδια των αιγών και προβάτων κατά τη διάρκεια των μετρήσεων, από τις στάνες προς τα λιβάδια και τους αγρούς στις τρεις εποχές (άνοιξη, καλοκαίρι και χειμώνας). 139

151 Πίνακας 5.7 Χαρακτηριστικά των ημερήσιων διαδρομών των κοπαδιών αιγών και προβάτων στις βοσκόμενες εκτάσεις, στις τρεις εποχές του έτους. Αίγες Πρόβατα Εποχή Μέγεθος 1 Ημερήσια απόσταση (χλμ.) Έξοδος (ώρα) Επιστροφή (ώρα) Συνολικός χρόνος Χρόνος βόσκησης 2 Χειμώνας 295 6,0 10:33 16:24 5h50' 5h50' Άνοιξη ,1 10:00 18:33 8h34' 7h38' Καλοκαίρι ,7 8:53 19:20 10h27' 9h08' Χειμώνας 170 7,7 10:35 15:27 4h52' 4h52' Άνοιξη 400 6,1 9:18 16:28 7h9' 5h31' Καλοκαίρι 358 8,5 7:57 19:38 11h41' 6h24' 1 Μέσο μέγεθος των κοπαδιών που παρακολουθήθηκαν. 2 Ο χρόνος που τα κοπάδια κινούνταν βόσκοντας και δε παρέμεναν ανενεργά (ξεκουράζονταν) για μεγάλο διάστημα. 140

152 Εικόνα 5.5. Χάρτης διαδρομών των κοπαδιών αιγών και προβάτων στην περιοχή έρευνας. 141 Εικόνα 5.5. Χάρτης διαδρομών των κοπαδιών αιγών και προβάτων στην περιοχή έρευνας.

153 Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγοπροβάτων Από το σύνολο των διαδρομών (39) που αποτυπώθηκαν, οι ημερήσιες δραστηριότητες μελετήθηκαν σε 24 από αυτές. Συνολικά πάρθηκαν λεπτες παρατηρήσεις, οι οποίες συμποσούνται σε 172 ώρες. Οι παρατηρητές είχαν πλήρη οπτική επαφή κατά τη διάρκεια της ημερήσιας παρατήρησης των προβάτων. Κατά την παρατήρηση των αιγών, όμως, υπήρχαν και εγγραφές εκτός οπτικού πεδίου που ανήλθαν σε 9%, 7% και 5% του συνολικού χρόνου παρατήρησης την άνοιξη, το καλοκαίρι και το χειμώνα αντίστοιχα. Με βάση τις επιτόπιες παρατηρήσεις, αλλά και τη λεπτομερή καταγραφή των χρήσεων/κάλυψης γης στο χάρτη, έγινε κατανομή του κάθε 10λέπτου στη χρήση γης, στην οποία βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του (Πίν. 5.8). Πίνακας 5.8. Κατανομή των δεκάλεπτων παρατηρήσεων δραστηριότητας των αιγοπροβάτων ανά χρήση γης και είδος ζώου στις τρεις εποχές του έτους. Χρήση γης Αίγες Πρόβατα Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Θαμνολίβαδα Δασολίβαδα Ποολίβαδα Γρασίδια Αγρανάπαυση Καλαμιές Με βάση τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα προκύπτει, ότι οι κτηνοτρόφοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους στις λιβαδικές εκτάσεις, ιδιαίτερα στα θαμνολίβαδα και τα ποολίβαδα, καθόλη τη διάρκεια του έτους, ενώ οι αγροί χρησιμοποιούνταν την άνοιξη και το καλοκαίρι Εποχιακές μεταβολές δραστηριοτήτων Στον πίνακα 5.9 παρουσιάζεται ο χρόνος σε λεπτά που διέθεσαν τα αιγοπρόβατα ανά κοπάδι και ημέρα κατανεμημένος στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή. Ο χρόνος αυτός αναφέρεται στη διάρκεια των παρατηρήσεων των δραστηριοτήτων και όχι στο χρόνο παραμονής των κοπαδιών στο ύπαιθρο. Στο σύνολο των κοπαδιών, την άνοιξη και το καλοκαίρι, οι αίγες αφιέρωσαν εξίσου χρόνο για μετακίνηση και βόσκηση. Οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την ξεκούραση (στάση, ανάπαυση και μηρυκασμός) συμμετείχαν λιγότερο, με επικρατέστερη αυτή της στάσης. 142

154 Πίνακας 5.9. Χρόνος (λεπτά) που διέθεσαν τα αιγοπρόβατα ανά κοπάδι και ημέρα κατανεμημένος στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή και είδος ζώου. Είδος/ Κοπάδια Βόσκηση Μηρυκασμός Μετακίνηση Στάση Ανάπαυση Σύνολο Άνοιξη 1 143,0 11,0 163,5 37,0 5,5 360 Αίγες 2 121,0 11,5 147,0 70,0 10, ,5 23,0 177,5 85,5 12, ,5 27,0 188,0 87,5 7, ,0 0,0 70,5 129, Πρόβατα 6 168,5 4,5 59,5 127, ,5 14,0 87,0 35, ,5 19,0 71,5 30, Αίγες Πρόβατα Αίγες Πρόβατα Καλοκαίρι 9 223, ,5 99,5 3, ,5 193, ,5 147, ,5 8,5 202,5 181, , , , , , , , , Χειμώνας , , ,5 84,5 32,5 7, , , ,5 107, , , , , ,5 1, Αντίθετα, τα πρόβατα την άνοιξη έβοσκαν περισσότερο, ενώ αφιέρωναν εξίσου 143

155 χρόνο για στάση και μετακίνηση. Το καλοκαίρι όμως, τα πρόβατα αφιέρωναν το μισό μέρος του χρόνου τους για τη δραστηριότητα της στάσης, ενώ το υπόλοιπο μέρος του χρόνου κυρίως έβοσκαν και λιγότερο μετακινούνταν. Τέλος το χειμώνα, τόσο οι αίγες, όσο και τα πρόβατα παρουσίασαν παρόμοια κατανομή στις δραστηριότητες, με επικρατέστερη τη βόσκηση και λιγότερο για μετακίνηση. Οι δραστηριότητες ξεκούρασης ήταν πολύ περιορισμένες. Από τη στατιστική ανάλυση των παραπάνω στοιχείων προέκυψε ο παρακάτω πίνακας 5.10, όπου παρουσιάζεται το ποσοστό του χρόνου κατά μέσο όρο που αφιέρωσαν τα αιγοπρόβατα στις πέντε δραστηριότητες, ανεξάρτητα από το είδος ζώου. Πίνακας Ποσοστό (%) χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα συνολικά στις διάφορες δραστηριότητες εποχιακά. Εποχή Χρόνος (%) Βόσκηση Μηρυκασμός Μετακίνηση Στάση Ανάπαυση Άνοιξη 46,1β 1 3,4α 30,1β 19,4β 1,0α Καλοκαίρι 34,6γ 1,0α 28,4βγ 35,9α 0,1α Χειμώνας 55,0α 2,0α 34,1α 8,5γ 0,5α 1 Οι μέσοι όροι σε κάθε στήλη ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ τους. Από τον πίνακα αυτό προκύπτει, ότι η βόσκηση ήταν η επικρατέστερη δραστηριότητα, ακολουθούμενη από τη μετακίνηση, τη στάση, το μηρυκασμό και την ανάπαυση. Διαπιστώθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ των τριών εποχών ως προς το χρόνο που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα στη δραστηριότητα της βόσκησης. Ειδικότερα, το χειμώνα αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο (P 0,05) για βόσκηση συγκριτικά με την άνοιξη και το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του οποίου παρατηρήθηκαν και οι μικρότερες τιμές. Επίσης, τα ζώα αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο (P 0,05) για μετακίνηση κατά την περίοδο του χειμώνα σε σχέση με την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα ζώα, αν και παρέμειναν λιγότερο χρόνο στα λιβάδια κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αφιέρωσαν το 89% του χρόνου τους για τη δραστηριότητα της βόσκησης και της μετακίνησης, ενώ κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι αφιέρωσαν το 76,2% και το 62,7%, αντίστοιχα. Όσον αφορά τη δραστηριότητα του μηρυκασμού και της ανάπαυσης, δε βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ των τριών εποχών. Ο χρόνος που αφιέρωσαν τα 144

156 ζώα για στάση ήταν σημαντικά μεγαλύτερος (P 0,05) το καλοκαίρι, σε σχέση με την άνοιξη και το χειμώνα. Τέλος, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ των κοπαδιών αλλά και στην αλληλεπίδραση μεταξύ είδος ζώου - κοπαδιού για τις δραστηριότητες του μηρυκασμού και της στάσης. Αναλύοντας το χρόνο βόσκησης, μετακίνησης και στάσης ανά ώρα και ημέρα για τις δύο κατηγορίες ζώων στις τρεις εποχές προέκυψαν τα διαγράμματα της εικόνας 5.6. Οι αίγες παρουσίασαν μια αύξηση του χρόνου βόσκησης στις δύο πρώτες ώρες της ημέρας και στις τρεις εποχές, ενώ μετά την τρίτη ώρα άρχισε η κάμψη για να διαδεχθεί τη δραστηριότητα αυτή η μετακίνηση και η στάση. Η τελευταία, ήταν ιδιαίτερα έντονη μέχρι και την πέμπτη ώρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και της άνοιξης. Μετά το πέρας της ώρας αυτής παρατηρήθηκε μια δεύτερη περίοδος βόσκησης, η αύξηση της οποίας διήρκησε για μία ώρα περίπου, οπότε και άρχισε την καθοδική της πορεία μέχρι και την είσοδο των ζώων στη στάνη. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, παρουσιάστηκε και ένα τρίτο μέγιστο μετά την ενάτη ώρα. Στα πρόβατα, ο χρόνος βόσκησης παρουσίασε αύξηση τις δύο πρώτες ώρες μόνο το χειμώνα, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι η καθοδική τάση άρχισε με το πέρας τις πρώτης ώρας. Μετά τις ώρες αυτές, άρχισε η αύξηση του χρόνου στάσης, με το μέγιστο να παρατηρηθεί την τρίτη, τέταρτη και πέμπτη ώρα αντίστοιχα για το χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην τελευταία εποχή, η στάση παρουσίασε παρατεταμένη διάρκεια. Όπως και στις αίγες, έτσι και στα πρόβατα, παρατηρήθηκε μια δεύτερη περίοδος αυξημένης βόσκησης, αλλά μόνο την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην πρώτη εποχή, η περίοδος αυτή ξεκίνησε μετά την τέταρτη ώρα, ενώ στη δεύτερη μετά την έβδομη ώρα και διήρκεσε δύο και τρεις ώρες αντίστοιχα. Στη συνέχεια τα ζώα μετακινήθηκαν για να επιστρέψουν στη στάνη. Αντίθετα με τις εποχές, οι διαφορές μεταξύ των χρόνων που αφιέρωσαν για βόσκηση οι αίγες και τα πρόβατα, στις τρεις εποχές του έτους δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) (Πίν. 5.11). Οι αίγες όμως αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο (P 0,05) για μετακίνηση, μηρυκασμό και ανάπαυση σε σχέση με τα πρόβατα. Σε σχέση με τις αίγες τα πρόβατα αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο για τη δραστηριότητα της στάσης, χωρίς όμως να υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά (P 0,05). Ο περισσότερος αυτός χρόνος μπορεί να αποδοθεί στην τάση που έχουν τα πρόβατα να σταματούν κάθε δραστηριότητα, όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές και να συγκεντρώνονται σε σκιαζόμενες θέσεις (κυρίως κάτω από μεγάλα δένδρα), 145

157 δημιουργώντας χαρακτηριστικούς σχηματισμούς. Συγκεκριμένα, ο χρόνος στάσης κατά μέσο όρο για τα πρόβατα ήταν σχεδόν 6 ώρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ για τις αίγες μόλις 2 ώρες ανά ημέρα (Πίν. 5.7). Πίνακας Ποσοστό (%) χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα κατά μέσο όρο, στις διάφορες δραστηριότητες, ανεξάρτητα της εποχής. Είδος ζώου Χρόνος (%) Βόσκηση Μηρυκασμός Μετακίνηση Στάση Ανάπαυση Αίγες 43,5α 1 3,3α 36,4α 15,7α 1,1α Πρόβατα 46,9α 1,0β 25,3β 26,7α 0,0β 1 Οι μέσοι όροι σε κάθε στήλη, ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα, δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (P 0,05). 146

158 Ποσοστό (%) χρόνου δραστηριότητας ανά εποχή Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Άνοιξη 90 ΣΤΑΣΗ Καλοκαίρι Χειμώνας ΒΟΣΚΗΣΗ Άνοιξη ΚαλοκαίριΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας ΒΟΣΚΗΣΗ Άνοιξη Καλοκαίρι ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ Χειμώνας ΣΤΑΣΗ Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Ώρες παρατήρησης δραστηριοτήτων αιγοπροβάτων Εικόνα 5.6. Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες (αριστερά) και τα πρόβατα (δεξιά) ανά ώρα στις κυριότερες δραστηριότητες στις 3 εποχές του έτους. 147

159 Δραστηριότητες ζώων σε διαφορετικές πηγές βοσκήσιμης ύλης Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο χρόνος που αφιερωνόταν για την ανάπαυση δε χρησιμοποιήθηκε για περαιτέρω επεξεργασία, γιατί στα πρόβατα δεν παρατηρήθηκε καθόλου ενώ στις αίγες, αποτελούσε πολύ μικρό ποσοστό. Στον πίνακα 5.12, παρουσιάζεται το ποσοστό του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα συνολικά στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή και πηγή βοσκήσιμης ύλης. Η βόσκηση ήταν η πιο κοινή δραστηριότητα ανεξάρτητα από το είδος του ζώου και πηγή βοσκήσιμης ύλης. Τα πρόβατα αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο για αυτή τη δραστηριότητα από τις αίγες την άνοιξη και λιγότερο το καλοκαίρι. Επιπλέον, το χειμώνα που τα ζώα έβοσκαν μόνο σε λιβάδια, δεν παρουσιάστηκαν στατιστικώς σημαντικά (P 0,05) μεγάλες διαφορές. Λαμβάνοντας υπόψη την πηγή της βοσκήσιμης ύλης, βρέθηκε ότι τα αιγοπρόβατα αφιέρωναν λιγότερο χρόνο για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα στα λιβάδια παρά στους αγρούς, τόσο την άνοιξη, όσο και το καλοκαίρι. Πίνακας Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα στις διάφορες δραστηριότητες ανά εποχή και πηγή βοσκήσιμης ύλης. Εποχή Δραστηριότητα Είδος ζώου Πηγή Πρόβατα Αίγες Λιβάδια Αγροί Βόσκηση 61,9α 1 40,6β 38,9β 1 63,6α Άνοιξη Μηρυκασμός 1,8α 4,9α 3,2α 3,6α Μετακίνηση 19,4β 38,0α 32,1α 25,3β Στάση 16,9α 14,3α 25,2α 6,1β Βόσκηση 31,4β 40,1α 18,1β 53,4α Καλοκαίρι Μηρυκασμός 0,2β 2,0α 1,3α 0,9α Μετακίνηση 24,6β 34,9α 21,6β 38,0α Στάση 43,8α 22,8β 58,9α 7,7β Βόσκηση 57,8α 52,2α - - Χειμώνας Μηρυκασμός 0,2β 3,7α - - Μετακίνηση 34,7α 33,5α - - Στάση 7,4α 9,6α Οι μέσοι όροι για το είδος ζώου ή πηγή βοσκήσιμης ύλης στην ίδια γραμμή ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05). Επίσης, οι αίγες διέθεταν μεγαλύτερο χρόνο για μετακίνηση από τα πρόβατα την άνοιξη και ήταν μεγαλύτερος στα λιβάδια παρά στους αγρούς, όπως και το καλοκαίρι, αλλά με μεγαλύτερο το χρόνο να αφιερώνεται στους αγρούς. Αντιθέτως, τα αιγοπρόβατα αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο (P 0,05), τόσο για μετακίνηση, όσο και για στάση στα λιβάδια την άνοιξη, ενώ το καλοκαίρι, για μετακίνηση στους αγρούς και στάση και στα 148

160 λιβάδια. Ο χρόνος που διέθεταν για τη δραστηριότητα του μηρυκασμού, δε διέφερε μεταξύ των λιβαδιών και των αγρών, αλλά ήταν μεγαλύτερος στις αίγες την άνοιξη και στα πρόβατα το καλοκαίρι και το χειμώνα. Αναλύοντας τα στοιχεία των δραστηριοτήτων για κάθε τύπο λιβαδιών (ποολίβαδα, θαμνολίβαδα και δασολίβαδα) και αγρών (αγραναπαύσεις, καλαμιές και γρασίδια) προέκυψε ο πίνακας Με βάση τον πίνακα αυτό, δεν υπήρξαν στατιστικώς σημαντικές (P 0,05) διαφορές στις δραστηριότητες των ζώων όταν αυτά έβοσκαν στα λιβάδια είτε στο σύνολο τους μεταξύ αιγών και προβάτων είτε μεταξύ των διαφορετικών τύπων. Πίνακας Ποσοστό (%) του χρόνου που αφιέρωσαν οι αίγες και τα πρόβατα συνολικά στις διάφορες δραστηριότητες ανά πηγή βοσκήσιμης ύλης μέσα στο έτος. Πηγή Δραστηριότητα Πρόβατα Αίγες Ποολίβαδα Θαμνολίβαδα Δασολίβαδα Είδος ζώου Τύπος Βόσκηση 33,4α 1 35,0α 32,8α 37,6α 30,2α Μηρυκασμός 1,5α 2,8α 2,3α 1,4α 3,4α Μετακίνηση 31,9α 40,7α 34,9α 34,0α 43,7α Στάση 33,3α 20,5α 29,5α 26,5α 22,3α Πρόβατα Αίγες Αγραναπαύσεις Καλαμιά Γρασίδια Βόσκηση 66,6α 49,8β 61,8α 52,3α 60,5α Μηρυκασμός 0,0β 3,5α 0,9α 1,2α 3,3α Μετακίνηση 28,8β 35,9α 29,9β 38,9α 28,1β Στάση 4,6α 9,9α 6,6α 7,6α 7,6α 1 Οι μέσοι όροι για το είδος του ζώου ή για τον τύπο των λιβαδιών στην ίδια γραμμή ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05). Λιβάδια Αγροί Στους αγρούς, στατιστικώς σημαντικές διαφορές βρέθηκαν μόνο όταν λαμβάνονταν υπόψη ως σύνολο και αυτό μόνο στο χρόνο βόσκησης και μετακίνησης, όπου ήτανε μεγαλύτερος στα πρόβατα και στις αίγες αντίστοιχα. Τέλος, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική (P 0,05) η αλληλεπίδραση μεταξύ του είδους ζώου και του τύπου βοσκήσιμης ύλης για το χρόνο μετακίνησης τόσο στα λιβάδια όσο και στους αγρούς Εποχιακές μεταβολές τροφικών προτιμήσεων των αιγοπροβάτων Στον πίνακα 5.14 αναλύεται ο χρόνος βόσκησης των αιγοπροβάτων σε λεπτά ανά κοπάδι και ημέρα κατανεμημένος στις διάφορες κατηγορίες βλάστησης ανά εποχή και είδος ζώου. Στο σύνολο των κοπαδιών, οι αίγες αφιέρωσαν την άνοιξη μεγαλύτερο χρόνο στη βόσκηση ξυλωδών και αγρωστωδών ειδών ενώ τα πρόβατα κυρίως στα 149

161 αγρωστώδη και λιγότερο στις πλατύφυλλες πόες. Το καλοκαίρι όμως, οι αίγες άλλαξαν τις προτιμήσεις τους για την ποώδη βλάστηση, βόσκοντας εξίσου πλατύφυλλες πόες με ξυλώδη είδη και λιγότερο αγρωστώδη. Για τα υπολείμματα σιτηρών αφιερώθηκε ο μικρότερος χρόνος. Αντίστοιχα, τα πρόβατα αφιέρωσαν μεγαλύτερο χρόνο για τις πλατύφυλλες πόες και ακολούθησαν τα αγρωστώδη και τα υπολείμματα σιτηρών. Τέλος το χειμώνα, τα ξυλώδη είδη ήταν τα κυρίαρχα είδη στη δίαιτα των αιγών. Από την ποώδη βλάστηση, τα αγρωστώδη είδη προτιμήθηκαν περισσότερο από τις πλατύφυλλες πόες. Στη δίαιτα των προβάτων συμμετείχαν κυρίως αγρωστώδη είδη και λιγότερο πλατύφυλλες πόες. Όπως και σε όλες τις δραστηριότητες, ο χρόνος βόσκησης στις διάφορες κατηγορίες βλάστησης εκφράστηκε σε ποσοστό επί του συνολικού χρόνου. Προκειμένου να γίνει σύγκριση μεταξύ εποχών, ο χρόνος βόσκησης στα υπολείμματα σιτηρών κατά την καλοκαιρινή περίοδο δε λήφθηκε υπόψη και επεξεργάστηκε ξεχωριστά. Στον πίνακα 5.15 που ακολουθεί παρουσιάζεται το ποσοστό του χρόνου βόσκησης κατά μέσο όρο που αφιέρωσαν τα αιγοπρόβατα στη βόσκηση ξυλωδών ειδών, αγρωστωδών και πλατύφυλλων ποών, ανεξάρτητα του είδους ζώου. Γενικά, τα αιγοπρόβατα διέθεταν τον περισσότερο χρόνο βόσκησης στα ποώδη είδη. Ειδικότερα, διέθεταν περισσότερο χρόνο (P 0,05) στη βόσκηση αγρωστωδών κατά την άνοιξη και το χειμώνα σε σύγκριση με το καλοκαίρι, ενώ διέθεταν περισσότερο (P 0,05) χρόνο στη βόσκηση πλατύφυλλων ποών κατά το καλοκαίρι σε σύγκριση με την άνοιξη και το χειμώνα. Από τις τροφικές προτιμήσεις, βρέθηκε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ είδους ζώου - εποχής για τα ξυλώδη είδη και τα πλατύφυλλα είδη ενώ για τα πρώτα βρέθηκε επίσης αλληλεπίδραση μεταξύ είδους ζώου-κοπαδιού. Λαμβάνοντας υπόψη το είδος του ζώου (Πίν. 5.16), οι αίγες βρέθηκαν να βόσκουν περισσότερο χρόνο (P 0,05) σε ξυλώδη είδη σε σχέση με τα πρόβατα ενώ τα τελευταία διέθεταν περισσότερο χρόνο στη βόσκηση αγρωστωδών και πλατύφυλλων ποών σε σχέση με τις αίγες. Στον πίνακα 5.17 δίνεται ο μέσος χρόνος βόσκησης στις διάφορες κατηγορίες βλάστησης κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Από τον πίνακα αυτό, προκύπτει ότι κατά την περίοδο αυτή, οπότε τα ζώα έβοσκαν στα υπολείμματα των σιτηρών, τα πρόβατα φαίνεται ότι αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στη βόσκηση καλαμιάς σε σύγκριση με τις αίγες αλλά χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά (P 0,05). 150

162 Πίνακας Κατανομή του χρόνου βόσκησης (λεπτά) των αιγοπροβάτων ανά κοπάδι και ημέρα στις διάφορες κατηγορίες βλάστησης ανά εποχή και είδος ζώου. Κοπάδια Ξυλώδη είδη Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες Άνοιξη 1 76,1 59,0 7,9 Αίγες 2 66,1 53,8 1, ,3 84 2, ,4 10,1 5 0,4 120,9 38,7 Πρόβατα 6 1,3 131,6 35, , ,2 40,3 Αίγες Πρόβατα Αίγες Πρόβατα Υπολείμματα σιτηρών Καλοκαίρι 9 84,3 27,8 86,2 25, ,2 16,7 95,4 26, ,8 63,3 101,7 18, ,0 61,7 68,7 24,1 13 0,0 110,2 36,7 17,6 14 0,0 40,0 98,8 53,7 15 0,8 29,8 92,6 54,3 16 0,6 35,1 120,8 51,5 Χειμώνας ,4 21,6 5, ,0 16,4 5, ,4 5,1 0, ,0 15,3 8,7 21 0,0 132,0 36,0 22 0,0 110,8 28,2 23 0,0 135,9 18,6 24 0,0 88,1 23,4 151

163 Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) για κάθε κατηγορία βλάστησης στις τρεις εποχές του έτους ανεξάρτητα από το είδος του ζώου. Εποχή Ξυλώδη είδη Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες Άνοιξη 27,5β 1 56,4α 16,1β Καλοκαίρι 20,0γ 28,5β 51,5α Χειμώνας 43,7α 45,4α 10,9β 1 Οι μέσοι όροι σε κάθε στήλη ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ τους. Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) για κάθε κατηγορία βλάστησης από τα δύο είδη ζώων ανεξάρτητα από τις εποχές. Εποχή Ξυλώδη είδη Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες Αίγες 60,6α 1 23,6β 15,8β Πρόβατα 0,2β 63,3α 36,5α 1 Οι μέσοι όροι σε κάθε στήλη ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ τους. Πίνακας Μέσος χρόνος βόσκησης (ποσοστά) σε κάθε κατηγορία βλάστησης από τα δύο είδη ζώων κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Πλατύφυλλες Υπολείμματα Ξυλώδη είδη Αγρωστώδη Εποχή πόες σιτηρών Αίγες 35,8α 1 17,6α 36,7α 9,9β Πρόβατα 0,2β 30,4α 45,9α 23,5α 1 Οι μέσοι όροι σε κάθε στήλη ακολουθούμενοι από τα ίδια γράμματα δεν παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05) μεταξύ τους Βλάστηση λιβαδιών και βοσκόμενων γεωργικών καλλιεργειών Κάλυψη βλάστησης Στον πίνακα 5.18 δίνονται οι μέσες τιμές κάλυψης του εδάφους για τους τρεις τύπους λιβαδιών στις τρεις εποχές του έτους αναλυτικά για την ξυλώδη βλάστηση, την ποώδη βλάστηση, την ξηρή ουσία και το γυμνό έδαφος. Από τον πίνακα αυτό προκύπτει, ότι η κάλυψη της ξυλώδους βλάστησης ακολούθησε αυξητική πορεία κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι για να μειωθεί το χειμώνα σε όλους τους τύπους λιβαδιών σε αντίθεση με την ποώδη βλάστηση, η οποία ακολούθησε καθοδική πορεία από την άνοιξη προς το χειμώνα. Οι διαφορές, όμως, μεταξύ των εποχών δεν ήταν στατιστικά 152

164 σημαντικές με εξαίρεση τα θαμνολίβαδα, στα οποία η κάλυψη της ποώδους βλάστησης του χειμώνα βρέθηκε στατιστικά (P 0,05) μικρότερη σε σχέση με τις άλλες δύο εποχές. Πίνακας Μέσος όρος κάλυψης εδάφους (%) ανά λιβαδικό τύπο και εποχή. Εποχή Ξυλώδης βλάστηση Ποώδης βλάστηση Ξηρά ουσία Γυμνό έδαφος Θαμνολίβαδα Άνοιξη 39,57α 1 41,57α 5,29β 13,57αβ Καλοκαίρι 54,00α 35,25α 4,50β 6,25β Χειμώνας 51,73α 6,87β 18,40α 23,00α Δασολίβαδα Άνοιξη 64,50α 28,00α 7,00α 0,50α Καλοκαίρι 75,00α 17,00α 7,50α 0,50α Ποολίβαδα Άνοιξη 2,33α 88,00α 9,00α 0,67α Καλοκαίρι 8,50α 89,00α 1,00α 1,50α Χειμώνας 4,67α 73,00α 21,67α 0,67α 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια στήλη για κάθε λιβαδικό τύπο ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά (P 0,05). Η ξηρή ουσία παρουσίασε πτωτική τάση από την άνοιξη προς το καλοκαίρι και αυξητική προς το χειμώνα σε όλους τους τύπους λιβαδιών, αλλά στατιστικά σημαντική ήταν μόνο στα θαμνολίβαδα, όπου η κάλυψή της ήταν σημαντικά μεγαλύτερη το χειμώνα σε σχέση με τις άλλες δύο εποχές. Στο γυμνό έδαφος, τέλος, η κάλυψη δεν είχε σαφείς τάσεις μεταξύ των εποχών εκτός των θαμνολίβαδων, όπου υπήρξε σαφής μείωση από την άνοιξη προς το καλοκαίρι και αύξηση το χειμώνα, αν και οι διαφορές ήταν στατιστικά σημαντικές μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Σχετικά με την κάλυψη του εδάφους των αγρών κατά την ανοιξιάτικη (γρασίδια) και καλοκαιρινή (αγραναπαύσεις, καλαμιές, φυτοφράχτες μεταξύ αγρών) περίοδο, οι μέσοι όροι δίνονται στον πίνακα Όπως αναμενόταν, η ποώδης βλάστηση επικρατούσε σε όλες τις κατηγορίες, ενώ ήταν απούσα η ξυλώδης βλάστηση. Αντίθετα, η κάλυψη της ξηρής ουσίας ήταν μειωμένη, αλλά το γυμνό έδαφος σχετικά υψηλό, χωρίς όμως στατιστικά σημαντικές διαφορές (P 0,05). 153

165 Πίνακας Μέσοι όροι της κάλυψης εδάφους (%) ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας. Είδος Ξυλώδης βλάστηση Ποώδης βλάστηση Ξηρή ουσία Γυμνό έδαφος Γρασίδια 2-83,60α 1 2,20α 14,20α Αγρανάπαυση 3-78,22α 4,78α 17,00α Καλαμιές 3-87,57α 1,86α 10,57α Φυτοφράχτης 3 49,00 46,00α 0,00α 5,00α 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια στήλη για κάθε γεωργική καλλιέργεια ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά (P 0,05), ( 2 Άνοιξη, 3 Καλοκαίρι) Σύνθεση βλάστησης Οι μέσες τιμές της σύνθεσης των διαφόρων κατηγοριών της βλάστησης ανά εποχή και τύπο λιβαδιών δίνονται στον πίνακα Είναι σαφές, ότι στα θαμνολίβαδα κυριαρχούσαν οι θάμνοι, οι οποίοι αυξήθηκαν από την άνοιξη προς το χειμώνα, ακολουθούσαν τα αγρωστώδη, ιδιαίτερα τα πολυετή, οι πλατύφυλλες πόες και τα ψυχανθή, ιδιαίτερα τα ετήσια, τα οποία αντίθετα μειώθηκαν με την πάροδο των εποχών, ενώ τα δένδρα αποτελούσαν σχετικά μικρό ποσοστό της βλάστησης σε όλες τις εποχές. Κυρίαρχο είδος των θάμνων ήταν το πουρνάρι (Quercus coccifera). Μεταξύ των ποωδών φυτών, ετήσια αγρωστώδη με τη μεγαλύτερη εμφάνιση ήταν τα Aegilops neglecta, Aira elegantissima, Cynosurus echinatus και Vulpia ciliatα, ενώ από τα πολυετή τα Festuca ovina, Cynodon dactylon και Chrysopogon gryllus. Από τα ψυχανθή, κυρίαρχα ήταν τα ετήσια Onobrychis sp. και Trifolium angustifolium και τα πολυετή Trifolium repens, Medicago sativa και Vicia cracca. Από τις πλατύφυλλες πόες, τα είδη με τη μεγαλύτερη εμφάνιση ήταν τα Minuartia sp., Silene conica, Plantago sp., Torilis nodosa και Thymus sibthorpii. Στα δασολίβαδα κυριαρχούσαν τα δένδρα με κύρια είδη την πλατύφυλλη δρυ (Quercus frainetto) και τον ανατολικό γάβρο (Carpinus orientalis) και ακολουθούσαν οι θάμνοι με κύρια είδη το πουρνάρι και τον οξύκεδρο άρκευθο (Juniperus oxycerdus). Αμφότερες αυτές οι κατηγορίες αυξήθηκαν από την άνοιξη προς το καλοκαίρι. Από τα ποώδη, τα οποία, αντίθετα, μειώθηκαν από την άνοιξη προς το καλοκαίρι, κυριαρχούσαν τα πολυετή αγρωστώδη με κύρια είδη τα Chrysopogon gryllus, 154

166 Anthoxanthum odoratum, Brachypodium sylvaticum και Dichanthium ischaemum και ακολουθούσαν οι πλατύφυλλες πόες με κύριο είδος το Thymus sibthorpii, ενώ τα ετήσια ψυχανθή συμμετείχαν με σχετικά πολύ μικρό ποσοστό. Πίνακας Μέσοι όροι με τα τυπικά τους σφάλματα (σε παρένθεση) της ποσοστιαίας συμμετοχής των διάφορων κατηγοριών φυτών στη σύνθεση της βλάστησης ανά εποχή και τύπο λιβαδιών. Εποχή Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνα Θαμνολίβαδα Ποώδη Αγρωστώδη Ετήσια 5,90(1,61) 2,31(1,96) 0,45(0,44) Πολυετή 15,41(2,73) 15,00(4,30) 5,78(2,35) Ψυχανθή Ετήσια 7,14(1,82) 1,68(1,06) 0,83(0,56) Πολυετή 5,95(2,11) 0,8(0,8) - Πλατύφυλλες πόες 16,66(3,53) 20,11(9,80) 5,96(2,51) Ξυλώδη Θάμνοι 46,15(6,11) 51,50(13,40) 86,54(3,65) Δένδρα 2,79(1,41) 8,60(3,43) 0,44(0,33) Δασολίβαδα Ποώδη Αγρωστώδη Ετήσια 0,00(0,00) 0,00(0,00) Πολυετή 15,63(0,86) 14,51(3,02) Ψυχανθή Ετήσια 2,74(0,67) 1,61(0,46) Πολυετή 0,00(0,00) 0,00(0,00) Πλατύφυλλες πόες 12,08(3,83) 2,18(0,12) Ξυλώδη Θάμνοι 30,18(1,77) 32,57(10,73) Δένδρα 39,37(1,87) 49,13(14,08) Ποολίβαδα Ποώδη Αγρωστώδη Ετήσια 38,85(14,44) 14,82(9,67) 19,01(5,56) Πολυετή 11,79(7,74) 37,52(17,12) 40,16(21,75) Ψυχανθή Ετήσια 0,00(0,00) 0,51(0,51) 3,97(2,15) Πολυετή 13,72(7,01) 1,02(1,02) 2,27(2,27) Πλατύφυλλες πόες 33,28(12,52) 37,42(4,42) 29,62(16,76) Ξυλώδη Θάμνοι 2,36(2,36) 3,61(3,61) 4,97(4,97) Δένδρα 0,00(0,00) 5,10(5,10) 0,00(0,00) 155

167 Τέλος, στα ποολίβαδα κυριαρχούσαν τα αγρωστώδη, ακολουθούσαν οι πλατύφυλλες πόες και τα ψυχανθή, ενώ οι θάμνοι είχαν πολύ μικρή συμμετοχή. Από τα αγρωστώδη, την άνοιξη επικρατούσαν τα ετήσια (π.χ. Bromus sterilis L., Hordeum murinum, Vulpia ciliata) και λιγότερο τα πολυετή (π.χ. Cynodon dactylon, Festuca ovina, Chrysopogon gryllus). Αντίθετα, το καλοκαίρι τα πολυετή αγρωστώδη (π.χ. Cynodon dactylon, Agrostis stolonifera, Brachypodium sylvaticum, Chrysopogon gryllus) είχαν μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής σε σχέση με τα ετήσια (π.χ. Taeniatherum caput-medusae, Avena barbata, Bromus arvensis). Το ίδιο και το χειμώνα, αλλά με διαφορετικά πολυετή και ετήσια αγρωστώδη είδη. Από τα ψυχανθή, επικρατούσαν τα πολυετή (π.χ. Medicago sativa, Trifolium hybridum, Trifolum repens) την άνοιξη και σε μικρότερο βαθμό το καλοκαίρι και την άνοιξη (π.χ Medicago sativa). Τα ετήσια ψυχανθή, βρέθηκαν σε μικρότερα ποσοστά το χειμώνα (π.χ. Trifolium sp.) και ιδίως το καλοκαίρι (π.χ., Trifolium campestre). Τέλος, από τους θάμνους σημαντικότερα είδη ήταν το πουρνάρι και η γκορτσιά (Pyrus amygdaliformis). Ο πλήρης κατάλογος των ειδών που συμμετείχαν στις παραπάνω κατηγορίες για κάθε λιβαδικό τύπο και εποχή δίνεται στους πίνακες Π9-Π10-Π11. Σχετικά με την ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων κατηγοριών στη σύνθεση της βλάστησης των αγρών κατά την ανοιξιάτικη (γρασίδια) και καλοκαιρινή (αγραναπαύσεις, καλαμιές, φυτοφράχτες μεταξύ αγρών) περίοδο, τα στοιχεία δίνονται στον πίνακα Από τον πίνακα αυτό προκύπτει ότι τα ετήσια αγρωστώδη συμμετείχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό στα γρασίδια, στις καλαμιές και στους φυτοφράχτες, ενώ τα πολυετή αγρωστώδη στις αγραναπαύσεις. Οι πλατύφυλλες πόες συμμετείχαν κυρίως στις αγραναπαύσεις και λιγότερο στις υπόλοιπες κατηγορίες, ενώ η συμμετοχή των ψυχανθών ήταν πολύ χαμηλή. Τέλος, στους φυτοφράχτες συμμετείχαν με μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής τα δένδρα παρά οι θάμνοι. Tα ετήσια αγρωστώδη, τα οποία είχαν σπαρθεί τη χρονιά πριν την έναρξη των μετρήσεων και τα οποία παρουσίαζαν το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στους αγρούς και ιδιαίτερα στα γρασίδια και τις καλαμιές ήταν είδη του γένους Hordeum, Triticum και Secale. Εκτός από αυτά, βρέθηκαν και άλλα μη σπαρμένα είδη, όπως η Avena barbata, Setaria viridis, Bromus sterilis L. και Vulpia ciliata. Εκτός από τα ετήσια είδη, στους αγρούς βρέθηκαν τα πολυετή αγρωστώδη Cynodon dactylon, Agrostis stolonifera και Dichanthium iscahemum. Τα ψυχανθή είχαν 156

168 πολύ χαμηλή εμφάνιση και βρέθηκαν μόνο στις αγραναπαύσεις. Από αυτά, τα κυριότερα είδη ήταν το Trifolium resupinatum (ετήσιο) και το Trifolium hybridum (πολυετές). Επίσης, οι πλατύφυλλες πόες είχαν υψηλό ποσοστό συμμετοχής, με κυριότερα τα είδη του γένους Polygonum και το Convolvulus elegantissimus στις αγραναπαύσεις και στις καλαμιές, ενώ στα γρασίδια τα είδη του γένους Matricaria και το Calystegia sepium. Τέλος, στους αγρούς που μετρήθηκαν και φυτοφράχτες βρέθηκαν εκτός από τα σπαρμένα είδη και αυτοφυείς πλατύφυλλες πόες καθώς και τα ξυλώδη είδη (Rosa canina, Rubus sp., Carpinus orientalis Crataegous monogyna κ.ά). Ο πλήρης κατάλογος των ειδών που βρέθηκαν ανά τύπο αγρού παρουσιάζεται στον πίνακα Π12. Πίνακας Μέσοι όροι με τα τυπικά τους σφάλματα (σε παρένθεση) της ποσοστιαίας συμμετοχής (%) των διάφορων κατηγοριών στη σύνθεση της βλάστησης ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας και εποχή. Κατηγορία βλάστησης Γρασίδια Αγρανάπαυση Καλαμιές Φυτοφράχτες Άνοιξη Καλοκαίρι Ποώδη Αγρωστώδη Ετήσια 89,19(5,38) 28,51(7,81) 83,25(4,15) 36,67(36,67) Πολυετή 1,78(1,25) 45,56(7,58) 7,9(3,49) 3,00(3,00) Ψυχανθή Ετήσια 0,00(0,00) 1,53(1,40) 0,00(0,00) 0,00(0,00) Πολυετή 0,00(0,00) 2,28(2,02) 0,00(0,00) 0,00(0,00)_ Πλατύφυλλες πόες 9,03(5,45) 22,13(5,27) 8,84(2,38) 10,44(1,56) Ξυλώδη Θάμνοι 0,00(0,00) 0,00(0,00) 0,00(0,00) 15,11(12,89) Δένδρα 0,00(0,00) 0,00(0,00) 0,00(0,00) 34,78(19,22) Ύψος βλάστησης Οι μέσες τιμές του ελάχιστου, μέγιστου και μέσου ύψους της ξυλώδους και ποώδους βλάστησης για κάθε τύπο λιβαδιών δίνονται στον πίνακα 5.22, αναλυτικά για τις τρεις εποχές της έρευνας. Το ύψος της ξυλώδους βλάστησης στα θαμνολίβαδα δεν παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές μεταβολές μεταξύ των εποχών, σε αντίθεση με 157

169 την ποώδη βλάστηση η οποία παρουσίασε στατιστικά σημαντικές (P 0,05) μεταβολές μεταξύ των τριών εποχών (μεγαλύτερο ύψος το καλοκαίρι, ακολούθησαν ο χειμώνας και η άνοιξη). Στα δασολίβαδα, το μέγιστο ύψος της ξυλώδους βλάστησης ήταν μεγαλύτερο την άνοιξη σε σχέση με το καλοκαίρι. Στα ποολίβαδα, το ύψος της ξυλώδους βλάστησης, ενώ παρέμεινε χαμηλό την άνοιξη και το χειμώνα, το καλοκαίρι παρουσίασε τη μέγιστη τιμή με στατιστικά σημαντική διαφορά από τις άλλες εποχές. Το μέσο ύψος της ποώδους βλάστησης παρουσίασε τη μεγαλύτερη τιμή το καλοκαίρι, η οποία ήταν σημαντικά μεγαλύτερη (P 0,05) σε σχέση με την τιμή της άνοιξης και του χειμώνα. Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου και μέσου ύψους βλάστησης (ξυλώδους και ποώδους) ανά τύπο λιβαδιού και εποχή. Εποχή Ύψος ξυλώδους βλάστησης (μ.) Ύψος Ποώδους βλάστησης (μ.) Ελάχιστο Μέγιστο Μέσο Ελάχιστο Μέγιστο Μέσο Θαμνολίβαδα Άνοιξη 0,48α 1 3,16α 1,84α 0,11γ 0,39γ 0,22γ Καλοκαίρι 0,31α 2,75α 1,88α 0,16α 1,04α 0,46α Χειμώνας 0,49α 3,01α 1,56α 0,07β 0,78β 0,32β Δασολίβαδα Άνοιξη 0,77α 7,75α 4,39α 0,22α 0,43α 0,31α Καλοκαίρι 0,9α 5,4β 3,65α 0,31α 0,99α 0,63α Ποολίβαδα Άνοιξη 0,24β 0,42β 0,33β 0,13α 0,38α 0,22β Καλοκαίρι 2,67α 3,5α 3,01α 0,17α 0,95α 0,52α Χειμώνας 0,12β 0,28β 0,18β 0,04α 0,56α 0,18β 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια στήλη για κάθε λιβαδικό τύπο ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά (P 0,05). Στον πίνακα 5.23 γίνεται σύγκριση του ύψους της ποώδους βλάστησης, μεταξύ των διάφορων τύπων αγρών (γρασίδια, αγρανάπαυση, καλαμιές, φυτοφράχτης). Το μικρότερο μέσο ελάχιστο ύψος βρέθηκε στις καλαμιές, το οποίο παρουσίασε σημαντική διαφορά με αυτό στο φωτοφράχτη και στα γρασίδια. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο μέσο μέγιστο ύψος βρέθηκε στα γρασίδια, το οποίο παρουσίασε στατιστικά σημαντική (P 0,05) διαφορά από αυτό στην αγρανάπαυση και στις καλαμιές. Τέλος, το μέσο ύψος των ποών, βρέθηκε μεγαλύτερο στο φυτοφράχτη και 158

170 στα γρασίδια χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, ενώ τη μικρότερη τιμή είχαν οι καλαμιές και η αγρανάπαυση. Τέλος, στον πίνακα 5.24 παρουσιάζονται ενδεικτικές τιμές για το ύψος της ξυλώδους βλάστησης για τις μετρήσεις που έγιναν στις δύο επιφάνειες με φωτοφράχτες, αλλά και οι τιμές για το ύψος της καλαμιάς στα σιτηρά. Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου και μέσου ύψους ποώδους βλάστησης ανά τύπο γεωργικής καλλιέργειας. Ύψος Γρασίδια 2 Αγρανάπαυση 3 Καλαμιές 3 Φυτοφράχτης 3 Ελάχιστο 0,25α 0,15αβ 0,05β 0,28α 1 Μέγιστο 1,10α 0,69βγ 0,37γ 0,77αβ Μέσο 0,50αβ 0,33βγ 0,16γ 0,54α 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια γραμμή για κάθε γεωργική καλλιέργεια ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά (P 0,05), ( 2 Άνοιξη, 3 Καλοκαίρι). Πίνακας Μέσοι όροι ελάχιστου, μέγιστου, μέσου ύψους και τα τυπικά σφάλματα (σε παρένθεση) της ξυλώδους βλάστησης σε φυτοφράχτη και της καλαμιάς σε σιτηρά το καλοκαίρι. Ύψος Φυτοφράχτης (Ξυλώδες βλάστηση) (μ.) Σιτηρά (Καλαμιά) (μ.) Ελάχιστο 3,5(1,00) 0,16(0,02) Μέγιστο 5,0(0,50) 0,44(0,04) Μέσο 4,3(0,20) 0,28(0,02) Βάρος υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης Οι μέσες τιμές του βάρους της υπέργειας βιομάζας και της βοσκήσιμης ύλης, για τις δύο κατηγορίες βλάστησης (ξυλώδης και ποώδης) και τις τρεις εποχές της έρευνας δίνονται στον πίνακα 5.25, ξεχωριστά για τον κάθε τύπο λιβαδιού. Από τον πίνακα προκύπτει, ότι τα δασολίβαδα ήταν ο πιο παραγωγικός τύπος λιβαδιού σε υπέργεια βιομάζα ακολουθούμενα από τα θαμνολίβαδα και τα ποολίβαδα, ενώ σε βοσκήσιμη ύλη ο πιο παραγωγικός τύπος ήταν πάλι τα δασολίβαδα, ακολουθούμενα όμως από τα ποολίβαδα με τα θαμνολίβαδα να είναι τα λιγότερο παραγωγικά. Ειδικά στα θαμνολίβαδα, δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές (P 0,05) διαφορές μεταξύ των εποχών τόσο στην υπέργεια όσο και στη βοσκήσιμη ξυλώδη βιομάζα. Στην ποώδη ύλη, όμως, η στατιστικά μέγιστη τιμή καταγράφηκε το 159

171 καλοκαίρι, τόσο στην υπέργεια, όσο και στη βοσκήσιμη, ενώ η στατιστικά ελάχιστη το χειμώνα. Στα δασολίβαδα, δεν καταγράφηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών σε όλες τις κατηγορίες της βιομάζας. Στα ποολίβαδα, τέλος, δεν υπήρχαν, επίσης, στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των εποχών στην ξυλώδη και βοσκήσιμη βιομάζα, αλλά η ποώδης βιομάζα της άνοιξης ήταν στατιστικά υψηλότερη από εκείνη του χειμώνα στην υπέργεια και του καλοκαιριού και του χειμώνα στη βοσκήσιμη. Πίνακας Μέσοι όροι υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης στα λιβάδια ανά εποχή. Εποχή Υπέργεια βιομάζα (χλγρ./στρ.) Βοσκήσιμη ύλη (χλγρ./στρ.) Ξυλώδης Ποώδης Ξυλώδης Ποώδης Θαμνολίβαδα Άνοιξη 635,06α 1 52,68β 58,76α 52,68α Καλοκαίρι 964,14α 80,12α 98,31α 45,37α Χειμώνας 970,58α 19,83γ 79,39α 9,51β Δασολίβαδα Άνοιξη 3599,04α 62,06α 191,08α 62,06α Καλοκαίρι 1472,74α 88,22α 68,61α 29,36α Ποολίβαδα Άνοιξη 80,34α 186,92α 8,95α 186,92α Καλοκαίρι 80,22α 245,04α 7,46α 86,58β Χειμώνας 105,40α 88,25β 4,47α 57,10β 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια στήλη για κάθε λιβαδικό τύπο ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά (P 0,05). Στον πίνακα 5.26 παρουσιάζονται οι τιμές της βοσκήσιμης ύλης, όπως αυτές προέκυψαν από την περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων πεδίου (βλ. υποκεφάλαιο ) προκειμένου να γίνει αναγωγή της βοσκήσιμης ύλης στο χώρο με βάση την ταξινόμηση της δορυφορικής εικόνας (στοιχεία ανά τετραγωνικό μέτρο). Πίνακας Βοσκήσιμη ύλη (ξυλώδης και ποώδης) αναγόμενη δορυφορικά σε όλη την περιοχή μελέτης κατά τύπο λιβαδιού και εποχή. Βοσκήσιμη ύλη (χλγρ./στρ.) Τύπος λιβαδιού Ξυλώδης Ποώδης Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Θαμνολίβαδα 114,3 138,0 96,07 54,18 45,2 9,51 Δασολίβαδα 246,6 78,3-65,99 30,1 - Ποολίβαδα 114,3 138,0 96,07 186,92 86,6 58,07 160

172 Τα αποτελέσματα του μέσου όρου της βοσκήσιμης ύλης στα λιβάδια, όπως αυτή προέκυψε από τα στοιχεία πεδίου και από τις αντίστοιχες επιφάνειες στη δορυφορική εικόνα, παρουσιάζονται στον πίνακα Συγκεκριμένα, στο μέσο όρο συμμετείχαν 40 επιφάνειες (17 την άνοιξη, 7 το καλοκαίρι και 16 το χειμώνα) από τις 45 που λήφθηκαν στο πεδίο (επιφάνειες σε λιβάδια και χωρίς πρόβλημα σκίασης στη δορυφορική εικόνα). Ο μέσος όρος της συνολικής βοσκήσιμης ύλης, όπως προέκυψε από τη δορυφορική εικόνα παρουσίασε μικρότερες γενικά τιμές (χλγρ./στρ.) σε σχέση με τα στοιχεία πεδίου. Παρόλα αυτά, μόνο το καλοκαίρι βρέθηκαν τιμές με στατιστικώς σημαντικές διαφορές (P 0,05). Πίνακας Μέσος όρος βοσκήσιμης ύλης (χλγρ./στρ.) επιφανειών στα λιβάδια στο πεδίο και στη δορυφορική εικόνα. Εποχή Ξυλώδης Ποώδης Πεδίο Δορυφορική Πεδίο Δορυφορική Άνοιξη 66,57α 53,58α 77,78α 47,31α Καλοκαίρι 65,38α 68,22α 55,73α 25,28β Χειμώνας 71,46α 49,91α 18,61α 12,53α 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια γραμμή για κάθε κατηγορία κάλυψης ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά (P 0,05). Οι μέσες τιμές του βάρους της υπέργειας βιομάζας και της αντίστοιχης βοσκήσιμης ύλης για τους αγρούς της περιοχής έρευνας δίνονται αναλυτικά στον πίνακα Πίνακας Μέσοι όροι της υπέργειας βιομάζας και βοσκήσιμης ύλης στις γεωργικές καλλιέργειες. Γεωργική καλλιέργεια Υπέργεια βιομάζα (χλγρ./στρ.) Βοσκήσιμη (χλγρ./στρ.) Ξυλώδης Ποώδης Ξυλώδης Ποώδης Γρασίδια 2-221,65αβ 1-221,65α Αγρανάπαυση 3-127,60β - 29,43β Καλαμιές 3 241,25α - 10,40β Φυτοφράχτης 3 866,39 254,37α 38,34 40,70β 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια στήλη (υπέργεια βιομάζα ή βοσκήσιμη ύλη) ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά (P 0,05), ( 2 Άνοιξη, 3 Καλοκαίρι). Η υπέργεια βιομάζα των ποωδών φυτών ήταν σημαντικά (P 0,05) μικρότερη στην αγρανάπαυση σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες εκτός από τα γρασίδια. Η 161

173 βοσκήσιμη ύλη των ποωδών φυτών ήταν εξίσου σημαντική σε όλες τις κατηγορίες βλάστησης της καλοκαιρινής περιόδου, ενώ τα γρασίδια παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη τιμή Δορυφορικά δεδομένα και βιοφυσικά χαρακτηριστικά Χαρτογράφηση περιοχής έρευνας- κάλυψη/χρήσεις γης Στην εικόνα 5.7 φαίνονται οι χρήσεις/κάλυψη γης στην περιοχή μελέτης, οι οποίες χαρτογραφήθηκαν ύστερα από φωτοερμηνεία και ψηφιοποίηση της δορυφορικής εικόνας IKONOS (έτος λήψης 2007) με βάση τα στοιχεία που συλλέχθηκαν στο πεδίο. Τα αριθμητικά στοιχεία της έκτασης που κάλυπτε η κάθε κατηγορία παρουσιάζονται στον πίνακα Πίνακας Κατανομή των εκτάσεων της περιοχής έρευνας ανά χρήση/κάλυψη γης (Οπτική φωτοερμηνεία και ψηφιοποίηση IKONOS 2007). Χρήση/Κάλυψη γης Έκταση (εκτ.) Θαμνολίβαδα 3672,7 Λιβαδικές εκτάσεις Δασολίβαδα 1106,1 Ποολίβαδα 189,7 4968,5 Σιτηρά (γρασίδι) 143,8 Σιτηρά (καλαμιά) 963,2 Αγραναπαύσεις 225,9 Γεωργικές Δενδρώδης 165,6 καλλιέργειες Αμπέλια 45,7 Μηδική 34,2 Καλαμπόκια 30,5 Απροσδιόριστοι αγροί* 615,6 2224,6 Ασφαλτόδρομος 19,0 Χωματόδρομος 46,4 Λιμνοδεξαμενή 8,7 Έργα υποδομής Στάνες 33,2 Οικισμός Λοιπές υπ. 180,5 Πεδίο βολής 266,1 Λίμνη Βόλβη 128,9 682,8 Αλσύλλιο κωνοφόρων 9,2 Σύνολο 7884,9 * Γεωργικές καλλιέργειες οι οποίες δεν προσεγγίστηκαν από τα κοπάδια της έρευνας και ο χαρακτηρισμός τους στις παραπάνω κατηγορίες δεν ήταν εφικτός. 162

174 Εικόνα 5.7. Χάρτης χρήσεων/κάλυψης γης της περιοχής έρευνας. 163 Εικόνα 5.7. Χάρτης χρήσεων/κάλυψης γης της περιοχής έρευνας.

175 Τα θαμνολίβαδα κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος των λιβαδικών εκτάσεων, με ποσοστό 73,9% ή 46,5% επί της συνολικής έκτασης της περιοχής έρευνας. Ακολουθούσαν τα δασολίβαδα, τα οποία κάλυπταν το 22,3% ή 14,0% αντίστοιχα. Στη συγκεκριμένη κατηγορία συμπεριλήφθηκαν οι εκτάσεις, στις οποίες η δενδρώδης βλάστηση κάλυπτε μέχρι το 40% του εδάφους κατά μέσο όρο, ενώ το υπόλοιπο 60 % καλύπτονταν από θαμνώδη (κυρίως πουρνάρι) και ποώδη βλάστηση. Τέλος, τα ποολίβαδα κατείχαν το μικρότερο ποσοστό κάλυψης και το οποίο δεν ξεπερνούσε το 3,8% των λιβαδικών εκτάσεων ή το 2,4% της συνολικής έκτασης. Παραδείγματα των διαφόρων κατηγοριών των εκτάσεων αυτών δίνονται στην εικόνα 5.8. Πυκνό θαμνολίβαδο Μέτρια πυκνό θαμνολίβαδο Αραιό θαμνολίβαδο Ποολίβαδο Δασολίβαδο Δασολίβαδο Εικόνα 5.8. Χαρακτηριστικές εικόνες φυσικών λιβαδιών της περιοχής έρευνας. 164

176 Οι γεωργικές καλλιέργειες επίσης είχαν μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στην περιοχή έρευνας (28,2%). Με βάση τα στοιχεία πεδίου, ο χαρακτηρισμός του τύπου των αγρών καθορίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών καλλιεργειών (72,3%), ενώ το υπόλοιπο ταξινομήθηκε ως «απροσδιόριστοι αγροί», αφού από τη δορυφορική εικόνα και μόνο, δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω διάκριση τους. Από τα στοιχεία του πίνακα 5.27, είναι φανερό ότι από τους βοσκόμενους αγρούς, τα σιτηρά (Εικ. 5.9) κάλυπταν πάνω από το 50% των εκτάσεων αυτών. Σημαντική ήταν και η έκταση των αγρών που αφέθηκαν για αγρανάπαυση (πάνω από 10%). Γρασίδι Γρασίδι Αγρανάπαυση Σιτηρά (καλαμιά) Αγρανάπαυση Αγρανάπαυση Εικόνα 5.9. Χαρακτηριστικές εικόνες βοσκόμενων αγρών της περιοχής έρευνας. 165

177 Επιπλέον, μεταξύ των αγρών αυτών υπήρχαν και εκτάσεις, στις οποίες τα ζώα δεν επιτρεπόταν να βοσκήσουν, όπως σε καλλιέργειες καλαμποκιού, μηδικής, αμπελιών, δενδρώδεις καλλιέργειες (π.χ. ελιές), αλλά και τρία μικρά αλσύλλια κωνοφόρων (Εικ. 5.10). Γρασίδι Σιτηρά Αμπέλι Αλσύλλιο κωνοφόρων Καλαμπόκι Ελιές Μηδική Εικόνα Χαρακτηριστικές εικόνες λοιπών εκτάσεων στην περιοχή έρευνας. Τέλος, σημαντική έκταση καταλάμβαναν οι εκτάσεις με έργα υποδομής (Εικ. 5.11) με ένα σχετικά πυκνό οδικό δίκτυο, το οποίο οδηγούσε στις λιβαδικές εκτάσεις, στους αγρούς και στις λοιπές ιδιοκτησίες, στις στάνες των αιγοπροβάτων και τους 166

178 στάβλους των βοοειδών, καθώς και σε λιμνοδεξαμενές, οι οποίες εξασφάλιζαν πόσιμο νερό στα αγροτικά ζώα. Θα πρέπει να αναφερθεί, ότι στα νοτιοδυτικά της περιοχής έρευνας, υπήρχε και ένα πεδίο βολής. Οι κτηνοτρόφοι απέφυγαν να οδηγούν τα ζώα τους προς βόσκηση στο πεδίο βολής, παρόλο που διέθετε θαμνολίβαδα και ποολίβαδα. Επίσης, οι ιδιοκτήτες που είχαν αγροτική γη κοντά σε αυτό, δεν τις καλλιεργούσαν πλέον, αλλά τις είχαν αφήσει υπό «καθεστώς» αγρανάπαυσης, για το οποίο μάλιστα έπαιρναν και κάποιο είδος χρηματικής αποζημίωσης. Στάνη προβάτων Στάνη αιγών Λιμνοδεξαμενή Ποτίστρα Πρ. θέση ξεκούρασης Προσωρινή θέση ξεκούρασης Ποτίστρα Εικόνα Χαρακτηριστικές εικόνες έργων υποδομής στην περιοχή έρευνας. 167

179 Ταξινόμηση εικόνας Στον πίνακα 5.30, παρουσιάζονται τα αποτελέσμτα της ταξινόμησης της εικόνας IKONOS, όπου γίνεται σύγκριση των τιμών των μέσων όρων της κάλυψης (ξυλώδους και ποώδους βλάστησης καθώς και του γυμνού εδάφους) που πάρθηκαν στο πεδίο για τα λιβάδια (για κάθε εποχή) με τις αντίστοιχες τιμές από τη δορυφορική εικόνα. Διαπιστώνεται, ότι μόνο το γυμνό έδαφος και συγκεκριμένα το χειμώνα, παρουσίασε στατιστικώς σημαντική διαφορά (P 0,05) για τις τρεις κατηγορίες κάλυψης εδάφους. Στην εικόνα 5.12 φαίνεται η εναπόθεση μέρους των δειγματοληπτικών επιφανειών του πεδίου με την ταξινόμηση στις τρεις περιόδους της έρευνας. Πίνακας Μέσος όρος ποσοστού κάλυψης επιφανειών στα φυσικά λιβάδια στο πεδίο και στη δορυφορική εικόνα. Εποχή Γυμνό έδαφος Ξυλώδης βλάστηση Ποώδης βλάστηση Πεδίο Δορυφορική Πεδίο Δορυφορική Πεδίο Δορυφορική Άνοιξη 10,82α 1 8,65α 34,71α 39,53α 54,47α 51,82α Καλοκαίρι 3,86α 0,00α 44,57α 56,29α 51,57α 43,71α Χειμώνας 18,81α 3,00β 45,31α 51,88α 35,88α 45,13α 1 Οι μέσοι όροι στην ίδια γραμμή για κάθε κατηγορία κάλυψης ακολουθούμενοι από το ίδιο γράμμα δε διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά (P 0,05). Επιπλέον, ο πίνακας 5.31 παρουσιάζει τον πίνακα συχνοτήτων (μήτρα σφαλμάτων ταξινόμησης), με τον οποίο έγινε ο έλεγχος της ψηφιακής ταξινόμησης, τη συνολική και αναλυτική παρουσίαση της κάθε κατηγορίας ταξινόμησης και την τιμή του Kappa (Κ). Τα αποτελέσματα της ταξινόμησης αντιστοιχούν στις σειρές του πίνακα, ενώ των παρατηρήσεων επί της δορυφορικής εικόνας στις στήλες. Από τον πίνακα αυτό προκύπτει, ότι η ξυλώδης βλάστηση είχε τη μικρότερη ακρίβεια, δηλαδή είχε αναλογικά περισσότερα δειγματοληπτικά σημεία, τα οποία ταξινομήθηκαν σε άλλες κατηγορίες, ενώ από τις παρατηρήσεις επί της δορυφορικής εικόνας διαπιστώθηκε, ότι ανήκαν στην υπόψη κατηγορία. Όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.32, ο δείκτης διαχωριστικότητας (Jeffries Matusita απόστασης) μεταξύ των κατηγοριών ξυλώδους και ποώδους βλάστησης ήταν μικρότερος από τη καλύτερη μέση διαχωριστικότητα. 168

180 Πίνακας Μήτρα σφαλμάτων ταξινόμησης ξυλώδους, ποώδους βλάστησης, μη βλάστησης και σκιάς. Κατηγορία ταξινόμησης Όχι Βλάστηση Παρατηρήσεις επί της δορυφορικής Ξυλώδης βλάστηση Ποώδης βλάστηση Σκιά Σύνολο Ακρίβεια χαρτογράφησης χρήστη % Kappa (K) Ταξινόμηση Όχι Βλάστηση ,2 0,8150 Ξυλώδης βλάστηση ,7 0,9414 Ποώδης βλάστηση ,8 0,6855 Σκιά ,5 0,7516 Σύνολο N=246 Γενικό Κ: 0,7980 Ακρίβεια χαρτογράφησης του κατασκευαστή (%) 88,9 81,7 89,8 100,0 Δειγματοληπτικά σημεία που έχουν ταξινομηθεί σωστά Γενική ακρίβεια ταξινόμησης: 86,6 Πίνακας Δείκτης διαχωριστικότητας (Jeffries Matusita απόστασης) των φασματικών υπογραφών της ταξινόμησης (5 δίαυλοι). Κατηγορία Όχι Βλάστηση Ξυλώδης βλάστηση Ποώδης βλάστηση Σκιά Καλύτερη μέση διαχωριστικότητα Όχι Βλάστηση Ξυλώδης βλάστηση Σκιά Ποώδης βλάστηση

181 Α(4) Α(2) Κ(5) Κ(6) Χ(5) Χ(2) Εικόνα Εναπόθεση δειγματοληπτικών επιφανειών του πεδίου κατά την περίοδο της άνοιξης (Α) του καλοκαιριού (Κ) και του χειμώνα (Χ) με την ταξινόμηση. 170

182 Τα αποτελέσματα της ταξινόμησης σε 5 κατηγορίες κάλυψης γης με το λογάριθμο της μέγιστης πιθανότητας παρουσιάζονται στο χάρτη της εικόνας Ταξινόμηση Ορατό φάσμα +NIR Δείκτης ΝDVI Εικόνα Ταξινόμηση εικόνας IKONOS με τους δίαυλους ορατού φάσματος (μπλε, πράσινο και ερυθρό), υπέρυθρου και του δείκτη NDVI (σε λιβάδια). 171

183 Φυσιογραφικά χαρακτηριστικά Κλίση πλαγιάς Στην εικόνα 5.14 παρουσιάζεται η ανάλυση της κλίσης σε τέσσερις κλάσεις, ανάλογα με την ευαισθησία τους στην ερημοποίηση (Kosmas et al. 1999), ξεχωριστά για τα λιβάδια και τους αγρούς, ενώ όλες οι υπόλοιπες χρήσεις (οικισμοί, λίμνες, στάνες κ.λπ.) διαχωρίστηκαν σε μια ξεχωριστή κατηγορία (άλλες χρήσεις). Γεωργικές καλλιέργειες Λιβάδια Άλλες χρήσεις Εικόνα Χάρτης κλίσεων στην περιοχή έρευνας. Με βάση τα ποσοτικά στοιχεία του χάρτη της εικόνας 5.14 προέκυψε ο πίνακας 5.33, στον οποίο παρουσιάζεται η κατανομή της έκτασης της περιοχής έρευνας στις παραπάνω κατηγορίες. Από τον πίνακα προκύπτει, ότι στα λιβάδια επικρατούν οι ήπιες κλίσεις (63,5%), ενώ το υπόλοιπο καταλαμβάνεται από απότομες έως πολύ απότομες 172

184 κλίσεις. Αντίθετα, στους αγρούς και στις λοιπές χρήσεις επικρατούν οι πολύ ήπιες και οι ήπιες κλίσεις (98,1% και 95,8% αντίστοιχα). Πίνακας Κατανομή της έκτασης (εκτ.) της περιοχής έρευνας σε κλάσεις κλίσεων. Χρήση γης Κλίση (%) Σύνολο >35 Λιβάδια 676,0 2500,6 1683,5 145,6 5005,7 Αγροί 1249,3 961,0 39,0 3,1 2252,3 Άλλο 299,3 301,3 26,0 0,0 626,7 Σύνολο 2224,6 3762,9 1748,5 148,7 7884, Έκθεση πλαγιάς Στην εικόνα 5.15 παρουσιάζεται η χωρική κατανομή των εκθέσεων που επικρατούν στα λιβάδια και τους αγρούς της περιοχής έρευνας. Γεωργικές καλλιέργειες Λιβάδια Άλλες χρήσεις Εικόνα Χάρτης εκθέσεων στην περιοχή έρευνας. Στην περιοχή βρέθηκε ποικιλία εκθέσεων. Από αυτές, επικρατούν οι νότιες εκθέσεις (44,3%) σε σχέση με τις βόρειες (29,1%), πράγμα πιο εμφανές στις λιβαδικές 173

185 εκτάσεις (47,9% και 26,0% αντίστοιχα) και λιγότερο στους αγρούς (38,6% και 36,2% αντίστοιχα) (Πίν. 5.34). Πίνακας Κατανομή της έκτασης (εκτ.) της περιοχής έρευνας με βάση την έκθεση. Χρήση Έκθεση γης Επίπεδες Β ΒΑ ΒΔ Ν ΝΑ ΝΔ Α Δ Λιβάδια 34,5 406,7 424,9 469,2 761,0 673,2 963,7 539,9 732,6 Αγροί 73,9 280,9 322,1 267,4 267,1 184,5 364,2 197,0 295,2 Άλλο 124,7 25,8 16,9 81,9 123,5 55,5 101,9 11,8 84,6 Σύνολο 233,1 713,4 763,9 818,5 1151,6 913,2 1429,8 748,7 1112, Επιπτώσεις των δραστηριοτήτων των ζώων στον κίνδυνο ερημοποίησης Ρόλος φυσιογραφικών παραγόντων και βλάστησης Παρακάτω παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των επιδράσεων των φυσιογραφικών παραγόντων και της βλάστησης στο χρόνο βόσκησης και μετακίνησης των ζώων. Οι εξισώσεις που προέκυψαν και δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές με R 2 >0,3 παρατίθενται στους πίνακες Π13 έως και Π Γυμνό έδαφος Στον πίνακα 5.35 δίνονται οι εξισώσεις παλινδρόμησης μεταξύ του χρόνου βόσκησης των ζώων και του γυμνού εδάφους. Είναι σαφές, ότι μόνο το καλοκαίρι και το χειμώνα προέκυψαν στατιστικά σημαντικές (P 0,05) σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών και δείχνουν, ότι το γυμνό έδαφος επιδρά αρνητικά στο χρόνο βόσκησης των προβάτων, αλλά θετικά στο χρόνο βόσκησης των αιγών. Ειδικά για το καλοκαίρι, υψηλό συντελεστή προσδιορισμού παρουσίασε το ευθύγραμμο μοντέλο για το χρόνο βόσκησης των προβάτων, ενώ το μοντέλο για αμφότερα τα είδη ζώων είχε σαφώς μικρότερο συντελεστή προσδιορισμού. Για το χειμώνα, πολύ υψηλή συσχέτιση με το γυμνό έδαφος παρουσίασε ο χρόνος βόσκησης των αιγών, η οποία όμως εκφράστηκε με λογαριθμικό μοντέλο. Για όλο το έτος, αντίθετα, σημαντική μεν αλλά ασθενής αρνητική συσχέτιση προέκυψε μόνο για το χρόνο βόσκησης των προβάτων. Αντίθετα με το χρόνο βόσκησης, ο χρόνος μετακίνησης των προβάτων είχε θετική συσχέτιση με την κάλυψη του γυμνού εδάφους κατά το καλοκαίρι, το οποίο ήταν η μόνη εποχή κατά την οποία η παλινδρόμηση έδωσε στατιστικά σημαντικές εξισώσεις (Πίν. 5.36). Αντίθετα, δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές (P 0,05) 174

186 σχέσεις για τις αίγες. Τα μοντέλα του μέσου χρόνου μετακίνησης αμφότερων των ζώων είχαν υψηλό συντελεστή προσδιορισμού, ιδιαίτερα του ευθύγραμμου και του παραβολικού, με υψηλότερο του τελευταίου. Ο χρόνος μετακίνησης των προβάτων και πάλι επηρεάστηκε στατιστικά σημαντικά από το γυμνό έδαφος με το ευθύγραμμο μοντέλο να δίνει τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισμού. Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Ανεξάρτητα Καλοκαίρι είδους ζώου Υ = 5,5248-0,2489Χ 0,569 0,031 Πρόβατα Y = 7,3371-0,4280Χ 0,923 0,039 Χειμώνας Αίγες Y = 5,0944+0,3724Ln(Χ) 0,977 0,012 Ανεξάρτητα εποχής Πρόβατα Y = 7,3140-0,2292Χ Y = 7,4535-1,0650Ln(Χ) Y = 7,9574-0,4576Χ +0,0130Χ 2 0,445 0,371 0,477 0,018 0,035 0,054 Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και γυμνού εδάφους (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με το είδος ζώου το καλοκαίρι. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Καλοκαίρι Ανεξάρτητα είδους ζώου Πρόβατα Y = 3,2637+0,4127Χ Y = 3,0838+1,5748Ln(Χ) Y = 6,6234 (4,4951/Χ) Y = 3,5845+0,2205Χ+0,0192Χ 2 Y = 2,4166+0,5322Χ Y = 2,0501+2,1694Ln(Χ) Y = 7,2207-(6,6184/Χ) 0,827 0,748 0,625 0,835 0,968 0,958 0,897 0,002 0,006 0,020 0,011 0,016 0,021 0, Κλίση της πλαγιάς Όπως το γυμνό έδαφος έτσι και η κλίση του εδάφους επηρέασε αρνητικά το χρόνο βόσκησης των προβάτων και το μέσο χρόνο βόσκησης και των δύο ειδών ζώων, αλλά θετικά το χρόνο βόσκησης των αιγών. Στατιστικά σημαντικές (P 0,05) εξισώσεις προέκυψαν για την άνοιξη και το καλοκαίρι, καθώς και για όλο το έτος (Πίν. 5.37). Ειδικά την άνοιξη, στατιστικά σημαντικά μοντέλα προέκυψαν για το μέσο χρόνο βόσκησης αμφότερων των ειδών ζώων με το παραβολικό μοντέλο να δίνει τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισμού, ο οποίος δε διέφερε αξιόλογα από εκείνον του 175

187 ευθύγραμμου μοντέλου. Το καλοκαίρι, στατιστικά σημαντικά (P 0,05) παραβολικά μοντέλα έδωσαν τόσο τα πρόβατα, όσο και οι αίγες και μάλιστα με πολύ υψηλό συντελεστή προσδιορισμού, ενώ για όλες τις εποχές μόνο η σχέση μεταξύ χρόνου βόσκησης αιγών και κλίσης του εδάφους έδωσε ένα στατιστικά σημαντικό ευθύγραμμο μοντέλο, αλλά με πολύ χαμηλό συντελεστή προσδιορισμού. Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης της πλαγιάς (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Άνοιξη Καλοκαίρι Ανεξάρτητα εποχής Ανεξάρτητα είδους ζώου Y = 8,8897-0,3836Χ Y = 12,1307-3,2155Ln(Χ) Y = 2,2321+(22,7460/Χ) Y = 9,9373-0,6586Χ+0,0146Χ 2 0,882 0,866 0,792 0,889 0,001 0,001 0,003 0,004 Αίγες Y = 7,5442-0,5288Χ+0,0210Χ 2 0,999 0,028 Πρόβατα Y = 90, ,999Χ+1,3320Χ 2 0,998 0,041 Αίγες Y = 3,0348+0,0974Χ 0,345 0,045 Αντίθετα, θετική ήταν η συνάρτηση μεταξύ του χρόνου μετακίνησης των ζώων και της κλίσης του εδάφους. Στατιστικά σημαντικές εξισώσεις προέκυψαν για το μέσο χρόνο μετακίνησης και των δύο ειδών ζώων την άνοιξη με το παραβολικό μοντέλο να δίνει τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισμού που δεν απείχε πολύ όμως από τους συντελεστές άλλων μοντέλων (Πίν. 5.38). Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και κλίσης της πλαγιάς (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Άνοιξη Ανεξάρτητα εποχής Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Y = 1,8611+0,2037Χ Y = 0,07+1,7414Ln(Χ) Y = 5,4441-(12,396/Χ) Y = 0,6719+0,5136Χ -0,0163Χ 2 Y = 5,2769-0,0756Χ Y = 7,0023-1,0772Ln(Χ) 0,852 0,864 0,812 0,884 0,381 0,332 0,001 0,001 0,002 0,005 0,032 0,050 Τέλος, η ευθύγραμμη συνάρτηση μεταξύ του χρόνου μετακίνησης των αιγών και της κλίσης του εδάφους ήταν αρνητική, στατιστικά σημαντική (P 0,05) μεν αλλά με πολύ χαμηλό συντελεστή προσδιορισμού. 176

188 Έκθεση της πλαγιάς Από τον πίνακα 5.39 προκύπτει, ότι οι βόρειες εκθέσεις επηρέασαν αρνητικά το χρόνο βόσκησης μόνο των αιγών, τόσο την άνοιξη όσο και το καλοκαίρι, αλλά και ανεξάρτητα εποχής. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές (P 0,05) εξισώσεις με υψηλό συντελεστή προσδιορισμού στη βορειοδυτική έκθεση τόσο την άνοιξη όσο και το καλοκαίρι, ενώ για τη βορειοανατολική μόνο την άνοιξη. Στατιστικά σημαντικά μοντέλα βρέθηκαν και ανεξάρτητα εποχής για τις βόρειες εκθέσεις (Β, ΒΔ) καθώς και για τη νοτιοανατολική έκθεση, αλλά με σχετικά χαμηλότερους συντελεστές προσδιορισμού. Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και ποσοστού (%) της έκθεσης της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Βόρεια έκθεση Ανεξάρτητα εποχής Αίγες Υ = 5,163-0,0493Χ Υ = 5,5534-0,1987Χ+0,0058Χ 2 0,331 0,575 Βορειοανατολική έκθεση 0,050 0,021 Άνοιξη Αίγες Υ = 3,3264+2,4905/Χ 0,941 0,030 Ανεξάρτητα εποχής Καλοκαίρι Άνοιξη Άνοιξη Ανεξάρτητα εποχής Αίγες Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Βορειοδυτική έκθεση Υ = 5,4114-0,2970Χ-0,0116Χ 2 0,658 0,008 Υ = 5,0325-0,0342Χ Υ = 5,2602-0,3016Ln(Χ) Υ = 4,0768-0,0704Χ Υ = 4,1482-0,3257Ln(Χ) Υ = 3,3222+1,0535/Χ 0,929 0,938 0,900 0,964 0,961 0,036 0,031 0,051 0,018 0,020 Υ = 6,6534-0,3379Χ 0,601 0,024 Νοτιοανατολική έκθεση Υ = 3,6947+0,0331Χ Υ = 4,4179-0,0457Χ+0,0015Χ 2 0,345 0,517 0,045 0,038 Αναλύοντας το χρόνο μετακίνησης, οι βόρειες εκθέσεις (Β, ΒΔ) βρέθηκαν να τον επηρεάζουν θετικά, ιδίως τη χειμερινή περίοδο για τα πρόβατα (Πίν. 5.40). Για τις αίγες, βρέθηκαν στις συγκεκριμένες εκθέσεις στατιστικά σημαντικά μοντέλα (P 0,05) όταν ο χρόνος εξετάστηκε κατά μέσο όρο ανεξάρτητα εποχής με επικρατέστερα τα 177

189 παραβολικά μοντέλα. Τέλος, η νότια έκθεση φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά το χρόνο μετακίνησης των αιγών την άνοιξη σε αντίθεση με τη νοτιοανατολική, όπου βρέθηκε ισχυρή θετική γραμμική συσχέτιση. Η συγκεκριμένη έκθεση βρέθηκε να επηρεάζει και την κίνηση των αιγών τη χειμερινή περίοδο, αλλά μόνο το παραβολικό μοντέλο ήταν στατιστικά σημαντικό. Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου μετακίνησης (λεπτά) (Υ) και του ποσοστού (%) της έκθεσης της πλαγιάς (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Βόρεια έκθεση Χειμώνας Ανεξάρτητα εποχής Πρόβατα Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Υ = 3,0491+0,0292Χ Υ = 2,6215+0,4043Ln(Χ) Υ = 4,1578-3,7550/Χ 0,903 0,919 0,938 0,050 0,041 0,032 Υ = 3,4703-0,0928Χ+0,0032Χ 2 0,687 0,055 Υ = 3,6982+0,0341Χ Υ= 3,3423+0,1660Χ-0,0050Χ 2 0,322 0,729 Βορειοανατολική έκθεση 0,054 0,003 Άνοιξη Πρόβατα Υ = 3,6100-0,0680Χ-0,0012Χ 2 0,997 0,054 Άνοιξη Ανεξάρτητα εποχής Χειμώνας Ανεξάρτητα είδους ζώου Βορειοδυτική έκθεση Υ = 3,0646+0,1768Χ 0,559 0,033 Αίγες Υ = 3,4737+0,2261Χ-0,0085Χ 2 0,790 0,001 Πρόβατα Υ = 2,6968+0,0658Χ Υ = 1,6770+0,7732Ln(Χ) Νότια έκθεση 0,937 0,915 0,032 0,043 Άνοιξη Πρόβατα Υ = 2,6324+0,3580/Χ 0,944 0,029 Νοτιοανατολική έκθεση Χειμώνας Αίγες Υ = 7,2589-0,2335Χ+0,0033Χ 2 1,000 0,018 Άνοιξη Πρόβατα Υ = 2,6299+0,0222Χ 0,915 0, Βλάστηση Στον πίνακα 5.41 δίνονται οι συναρτήσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης και της κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης που ήταν στατιστικά σημαντικές (P 0,05). Είναι προφανές, ότι με την αύξηση της ξυλώδους βλάστησης μειώθηκε ο χρόνος βόσκησης 178

190 των ζώων σε όλες τις εποχές. Ειδικότερα την άνοιξη, στατιστικά σημαντικά μοντέλα προέκυψαν για το μέσο χρόνο βόσκησης και των δύο ειδών ζώων με το παραβολικό μοντέλο να έχει τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισμού. Αντίθετα το καλοκαίρι, στατιστικά σημαντικό (P 0,05) μοντέλο έδωσε μόνο ο χρόνος βόσκησης των προβάτων, ενώ το χειμώνα μόνο ο χρόνος βόσκησης των αιγών, μάλιστα με πολύ υψηλούς συντελεστές προσδιορισμού σε αμφότερες τις εποχές. Τέλος, το ευθύγραμμο μοντέλο που προέκυψε για όλες τις εποχές και ανεξάρτητα του είδους ζώου ήταν μεν στατιστικά σημαντικό, αλλά είχε πολύ μικρό συντελεστή προσδιορισμού. Αντίθετα με την κάλυψη της ξυλώδους βλάστησης, η σχέση μεταξύ του χρόνου βόσκησης και της κάλυψης της ποώδους βλάστησης ήταν θετική για τα πρόβατα και το μέσο όρο των δύο ειδών ζώων και αρνητική για τις αίγες (Πίν. 5.42). Στατιστικά σημαντικά (P 0,05) μοντέλα προέκυψαν μόνο για την άνοιξη και ολόκληρο το έτος. Συγκεκριμένα την άνοιξη, όλα τα μοντέλα έδωσαν υψηλούς συντελεστές προσδιορισμού με κορυφαίο το παραβολικό. Για όλο το έτος, τα μοντέλα που προέκυψαν, τόσο για το κάθε είδος ζώου όσο και συνολικά, αν και στατιστικά σημαντικά, έδωσαν σχετικά μικρούς συντελεστές προσδιορισμού. Η βοσκήσιμη ύλη, τέλος, παρουσίασε θετική συσχέτιση με το χρόνο βόσκησης όλες τις εποχές, πλην του χειμώνα (Πίν. 5.43). Στατιστικά σημαντικά (P 0,05) μοντέλα, όμως, προέκυψαν όλες τις εποχές και ολόκληρο το έτος, αλλά ανεξάρτητα του είδους ζώου. Το παραβολικό μοντέλο παρουσίασε τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισμού την άνοιξη, ακολουθούμενο από το καλοκαίρι και, τελικά, από όλο το έτος, ενώ το χειμώνα η καλύτερη συσχέτιση εκφράστηκε από το υπερβολικό μοντέλο (αντιστρόφως γραμμικό). 179

191 Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ξυλώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Άνοιξη Ανεξάρτητα είδους ζώου Y = 7,9507-0,1054Χ Y = 12,0504-2,2303Ln(Χ) Y = 3,3432+(32,1166/Χ) Y = 8,9007-0,2051Χ +0,0019Χ 2 0,797 0,773 0,622 0,825 0,003 0,004 0,020 0,013 Καλοκαίρι Πρόβατα Y = 19,9288-2,3683Χ+0,0763Χ 2 1,000 0,005 Χειμώνας Ανεξάρτητα εποχής Αίγες Ανεξάρτητα είδους ζώου Y = 7,2882-0,0318Χ Y = 4,0118+ (79,1648/Χ) Y = 11,9859-1,6201Ln(Χ) 0,942 0,922 0,937 0,029 0,040 0,032 Y = 4,3547+(17,5592/Χ) 0,171 0,045 Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της κάλυψης ποώδους βλάστησης (%) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή και το είδος ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Άνοιξη Ανεξάρτητα εποχής Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Πρόβατα Ανεξάρτητα είδους ζώου Y = -1,6462+0,1003Χ Y = -22,381+6,5727Ln(Χ) Y = 11,6364-(416,15/Χ) Y = 6,4865-0,1512Χ+0,0018Χ 2 Y = 7,0866-0,0556Χ Y = 13,3185-2,3082Ln(Χ) Y = -4,8349+0,1375Χ Y = - 41,392+10,8639Ln(Χ) Y = 16,9190-(852,80/Χ) 0,836 0,813 0,780 0,857 0,378 0,340 0,343 0,355 0,367 Y = 3,1244+0,0334Χ Y =11,3179-0,2665Χ+0,0025Χ 2 0,172 0,394 0,001 0,002 0,004 0,008 0,033 0,047 0,046 0,041 0,037 0,044 0,

192 Πίνακας Εξισώσεις μεταξύ του χρόνου βόσκησης (λεπτά) (Υ) και της βοσκήσιμης ύλης (γρ/τ.μ) (Χ) με το συντελεστή προσδιορισμού (R 2 ) και την πιθανότητα (Ρ), ανάλογα με την εποχή ανεξάρτητα είδους ζώου. Εποχή Είδος ζώου Εξίσωση R 2 Ρ Άνοιξη Καλοκαίρι Χειμώνας Ανεξάρτητα εποχής Ανεξάρτητα είδους ζώου Y = -0,4295+0,0427Χ Y = -17,675+4,7215Ln(Χ) Y = 9,1896-(485,91/Χ) Y = 15,0364-0,2271Χ+0,0011Χ 2 0,667 0,583 0,491 0,904 0,013 0,028 0,053 0,003 Αίγες Υ = 9,0274-0,0982Χ+0,0004Χ 2 0,998 0,046 Ανεξάρτητα είδους ζώου Πρόβατα Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Ανεξάρτητα είδους ζώου Αίγες Y =- 4,3170+0,1074Χ Y = -33,094+8,5450Ln(Χ) Y = 12,7732-(667,55/Χ) Y = -29,583+0,7581Χ-0,0041Χ 2 Υ = -8,038 +0,1594Χ Υ = -49,004+12,2901Ln(Χ) Υ = 16,6423-(932,88/Χ) Υ = -14,905+0,3399Χ-0,0012Χ 2 Y = 8,1114-0,0447Χ Y = 14,4405-2,2127Ln(Χ) Y = 3,7512+(97,2413/Χ) Υ = 7,3404-0,0311Χ Υ =12,3920-1,6985Ln(Χ) Υ = 3,9130+(89,3841/Χ) 0,674 0,699 0,720 0,755 0,996 0,999 0,998 0,999 0,593 0,653 0,681 0,934 0,935 0,927 0,012 0,010 0,008 0,030 0,002 0,000 0,001 0,028 0,025 0,015 0,012 0,033 0,033 0,037 Y = 9,7736-0,1155Χ+0,0006Χ 2 0,457 0,002 Υ = 7,0823-0,0303Χ Υ = 15,2999-2,4540Ln(Χ) Υ = 2,3746+(165,403/Χ) Υ =8,6106-0,0681Χ + 0,0002Χ 2 0,764 0,797 0,756 0,804 0,000 0,000 0,000 0, Ρόλος της εποχής βόσκησης και του είδους του ζώου Η χωρική αποτύπωση της ημερήσιας ζώνης κίνησης των ζώων ανά εποχή και είδος ζώου στα λιβάδια της περιοχής μελέτης φαίνεται στην εικόνα 5.16, ενώ τα ποσοτικά αποτελέσματα των χαρακτηριστικών της κίνησής τους στις τρεις εποχές του έτους και για τα δύο είδη ζώων δίνονται στους πίνακες 5.44 και 5.45 αντίστοιχα. Είναι σαφές, ότι ο συνολικός χρόνος παραμονής των ζώων στα λιβάδια δε διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των τριών εποχών, αλλά την άνοιξη και το χειμώνα κάλυψαν με τις δραστηριότητές τους ανά ώρα στατιστικά μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με το καλοκαίρι. 181

193 Εικόνα Χωρική αποτύπωση της ημερήσιας ζώνης κίνησης των ζώων στα λιβάδια κατά εποχή και είδους ζώου. Μη στατιστικά σημαντικές ήταν και οι διαφορές στο συνολικό χρόνο μεταξύ των δύο ειδών ζώων, αλλά οι αίγες κάλυψαν με τις δραστηριότητές τους στατιστικά 182

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΩΣΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ο αριθμός των βοοειδών και αιγοπροβάτων παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις μεταπολεμικά. Τα βοοειδή έπειτα από μια σημαντική πτώση κατά

Διαβάστε περισσότερα

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ Στη χώρα μας, οι κύριες χρήσεις γης είναι Λιβάδια Γεωργικές εκτάσεις Δάση Ιδιαίτερα στον ορεινό και

Διαβάστε περισσότερα

Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγών και προβάτων σε κοινόχρηστα λιβάδια της βόρειας Ελλάδας

Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγών και προβάτων σε κοινόχρηστα λιβάδια της βόρειας Ελλάδας Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγών και προβάτων σε κοινόχρηστα λιβάδια της βόρειας Ελλάδας Χ.Κ. Ευαγγέλου 1, Μ.Δ. Γιακουλάκη 2 και Β.Π. Παπαναστάσης 1 1 Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας (286),

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Μ.Δ. Γιακουλάκη, Μ.Π. Ζαρόβαλη,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το κοινόχρηστο καθεστώς χρήσης των λιβαδιών αποτελούσε πρόβλημα για την ορθολογική αξιοποίηση τους και στο απώτερο παρελθόν. Ορισμένες κατηγορίες κτηνοτρόφων

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αιγοπροβάτων και των χορηγούμενων επιδοτήσεων στο Δ.Δ. Ασκού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αιγοπροβάτων και των χορηγούμενων επιδοτήσεων στο Δ.Δ. Ασκού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αιγοπροβάτων και των χορηγούμενων επιδοτήσεων στο Δ.Δ. Ασκού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Χ.Κ. Ευαγγέλου 1, Μ.Δ. Γιακουλάκη 2 και Β.Π. Παπαναστάσης 1 1 Εργαστήριο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II Καθορισμός των Προδιαγραφών και του Περιεχομένου των Προσωρινών Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 60 του Ν. 4264/2014 (ΦΕΚ 118Α ). Άρθρο

Διαβάστε περισσότερα

Ερευνητικές Δραστηριότητες του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης

Ερευνητικές Δραστηριότητες του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης Ερευνητικές Δραστηριότητες του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ιωάννης Ζ. Γήτας Τηλ: +30 2310 992699,

Διαβάστε περισσότερα

Forage 4 Climate 4 ετών

Forage 4 Climate 4 ετών Forage 4 Climate Project διάρκειας 4 ετών (1.9.2016) με κύριο στόχο να δείξει με ποιους τρόπους τα παραγωγικά συστήματα παραγωγής γάλακτος (αγελάδες και αιγοπρόβατα) μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των

Διαβάστε περισσότερα

Διαχρονικό μοντέλο προσομοίωσης των σχέσεων βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Διαχρονικό μοντέλο προσομοίωσης των σχέσεων βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Διαχρονικό μοντέλο προσομοίωσης των σχέσεων βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Δ. Χουβαρδάς 1, Χ. Ευαγγέλου 1, U. Helldén 2 και Β.Π. Παπαναστάσης 1 1 Εργαστήριο Λιβαδικής

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Σχολή Μηχανικής και Τεχνολογίας Μεταπτυχιακή διατριβή Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Αναστασία Υφαντίδου Λεμεσός, Νοέμβριος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Εκτροφή Μηρυκαστικών

Εκτροφή Μηρυκαστικών Εκτροφή Μηρυκαστικών Θεματική ενότητα 1: Εκτροφή προβάτων & αιγών. Εισαγωγή Τμήμα: Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών Διδάσκων: Μπιζέλης Ιωσήφ Αντικειμενικοί στόχοι του μαθήματος Εξετάζονται

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες Από Καθηγητή Ιωάννη Ν. Χατζόπουλο, διευθυντή του Εργαστηρίου Τηλεπισκόπησης & ΣΓΠ του Τμήματος

Διαβάστε περισσότερα

Επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υπέργεια βιομάζα θαμνολίβαδων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υπέργεια βιομάζα θαμνολίβαδων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υπέργεια βιομάζα θαμνολίβαδων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης Ε. Αβραμίδου, Κ. Μαντζανάς, Ε. Τσατσιάδης και Β.Π. Παπαναστάσης Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας (286), Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή Μιχάλης Βραχνάκης, Γεώργιος Ζαβάκος, Αχιλλέας Τσισρούκης, Περικλής Μπίρτσας, Δημήτριος Ζιάνης, Βασίλειος Αρέτος Τμήμα Δασοπονίας & ΔΦΠ (Καρδίτσα), ΤΕΙ Θεσσαλίας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ Δεν υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ Υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές Διαδοχή Μετανάστευση ειδών Ιστορικές αλλαγές,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΤΑ ΔΑΣΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΗΣ ΥΛΗΣ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΤΑ ΔΑΣΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΗΣ ΥΛΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΤΑ ΔΑΣΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΗΣ ΥΛΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Σύμφωνα με την ισχύουσα δασική νομοθεσία, τα δημόσια και κοινοτικά δάση της χώρας βαρύνονται από τη λεγόμενη

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΙΤΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ Tα λιβάδια είναι πολύπλοκα φυσικά οικοσυστήματα ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο καθώς, με το άφθονο οξυγόνο που παράγουν, τις πολύπλοκες αλυσίδες τροφών

Διαβάστε περισσότερα

ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠ

ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠ Είχαμε και παλιότερα αναφερθεί στους βοσκότοπους, τον ανεκτίμητο αυτό πόρο για την κτηνοτροφία μας, το ρόλο τους στη βιωσιμότητα της, με την καταλυτική συμβολή τους στη μείωση του κόστους παραγωγής. Είχαμε

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα λιβάδια είναι φυσικά οικοσυστήματα με πολλαπλούς σκοπούς ή χρήσεις Βοσκήσιμη Ύλη (Κύρια Χρήση) Κτηνοτροφικά ζώα, Άγρια πανίδα, Μέλισσες Βιοποικιλότητα, Αναψυχή Παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ (RS) ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (G.I.S.) ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ (RS) ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (G.I.S.) ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ (RS) ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (G.I.S.) ΣΤΗ

Διαβάστε περισσότερα

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη Δρ. Ιωάννης Ζ. Γήτας Αναπλ. Καθηγητής Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Λιβάδια - Θαµνότοποι ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λιβάδια - Θαµνότοποι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

Εκτροφή Μηρυκαστικών

Εκτροφή Μηρυκαστικών Εκτροφή Μηρυκαστικών Θεματική ενότητα 1: Εκτροφή προβάτων & αιγών- Στατιστικά στοιχεία Ζωικού Κεφαλαίου. Τμήμα: Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών Διδάσκων: Μπιζέλης Ιωσήφ Αντικειμενικοί στόχοι

Διαβάστε περισσότερα

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας Μοντελοποίηση διαχρονικών μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας Χατζηπέτρου Χρυσάφω Άννα, Υπ. Διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, ΦΠΑΠ, Εργαστήριο Βιομετρίας.

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές ΗΜΕΡΙΔΑ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΕΛΤΑ ΝΕΣΤΟΥ-ΒΙΣΤΩΝΙΔΑΣ-ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ «Η κτηνοτροφία στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης» 20 Νοεμβρίου 2015, Κομοτηνή Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες

Διαβάστε περισσότερα

Συγκριτική μελέτη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα όρη Οίτη και Καλλίδρομο

Συγκριτική μελέτη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα όρη Οίτη και Καλλίδρομο Συγκριτική μελέτη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα όρη Οίτη και Καλλίδρομο Χ.Κ. Ευαγγέλου, Κ.Θ. Μαντζανάς και Β.Π. Παπαναστάσης Α.Π.Θ., Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Λιβαδικής

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογική προβατοτροφία

Βιολογική προβατοτροφία Ινστιτούτο Γεωργοοικονοµικών και Κοινωνιολογικών Ερευνών Εθνικό Ίδρυµα Αγροτικής Έρευνας Λ. ηµοκρατίας 61, 135 61 Αγ. Ανάργυροι, Αττική Τηλ. 210 27 56 596, Fax 210 27 51 937 Email tzouramani.inagrop@nagref.gr

Διαβάστε περισσότερα

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Δασολιβαδικά Συστήματα Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Δασολιβαδικά Συστήματα συστήματα χρήσης γης Βοσκήσιμη ύλη Κτηνοτροφικά προϊόντα Δασικά προϊόντα Μακροπρόθεσμο κέρδος από δένδρα

Διαβάστε περισσότερα

Η συμβολή της προβατοτροφίας και της αιγοτροφίας στην ανάπτυξη των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας

Η συμβολή της προβατοτροφίας και της αιγοτροφίας στην ανάπτυξη των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας περιοχών της Στερεάς Ελλάδας και της ς Η συμβολή της προβατοτροφίας και της αιγοτροφίας στην ανάπτυξη των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της Στερεάς Ελλάδας και της ς Χ. Ζιωγάνας, Γ. Κιτσοπανίδης και

Διαβάστε περισσότερα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα ΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, ΓΕΩΤΕΕ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΡΟΔΑΣΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ Η Αγροδασοπονία στα Πλαίσια της Νέας ΚΑΠ 2014 2020 Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2014 Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων Θεματική ενότητα 4: Γενικές Αρχές Διατροφής Μηρυκαστικών 1/4 Τμήμα: Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών Διδάσκοντες: Γεώργιος Ζέρβας, Ελένη Τσιπλάκου Εκπαιδευτικοί

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής Δρ Θωμάς Γ. Παπαχρήστου, Τακτικός Ερευνητής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Η ορθολογική διαχείριση των βοσκοτόπων επιτυγχάνεται

Διαβάστε περισσότερα

Δυνατότητες αξιοποίησης του προγράμματος απογραφής βοσκοτόπων στη διαχείριση των λιβαδιών της

Δυνατότητες αξιοποίησης του προγράμματος απογραφής βοσκοτόπων στη διαχείριση των λιβαδιών της Δυνατότητες αξιοποίησης του προγράμματος απογραφής βοσκοτόπων στη διαχείριση των λιβαδιών της Π.Δ. Πλατής 1, Θ.Γ. Παπαχρήστου 1 και Β.Π. Παπαναστάσης 2 1. Εργαστήριο Λιβαδοπονίας, Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ Ε. Ντόνου 1, Γ. Ζαλίδης 1, A. Μαντούζα 2 1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωπονική Σχολή, Εργαστήριο

Διαβάστε περισσότερα

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών 3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών Συµπεράσµατα Συµβολή των λιβαδιών στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών Τα λιβάδια της χώρας αποτελούν

Διαβάστε περισσότερα

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους Αξίες και προκλήσεις στον τομέα της αιγο-προβατοτροφίας. Ποιες είναι οι προοπτικές για την ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας;

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία

Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία Θεματική ενότητα 3 Συστήματα παραγωγής στην εκτροφή των αγροτικών ζώων Τμήμα: ΕπιστήμηςΖωικήςΠαραγωγής& Υδατοκαλλιεργειών Διδάσκουσα: Κουτσούλη Παναγιώτα Συστήματα παραγωγής στην

Διαβάστε περισσότερα

Χρήσεις γης / Κάλυψη γης και οι αλλαγές τους στο χρόνο

Χρήσεις γης / Κάλυψη γης και οι αλλαγές τους στο χρόνο Χρήσεις γης / Κάλυψη γης και οι αλλαγές τους στο χρόνο Χρήσεις γης / Κάλυψη γης και οι αλλαγές τους στο χρόνο Η κάλυψη της γης, αφορά τη φυσική κατάσταση του εδάφους, η χρήση γης ορίζεται ως ο τρόπος χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

http://www.eu-water.eu

http://www.eu-water.eu 5ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu "Οικονομικά κίνητρα για την υιοθέτηση πρακτικών εξοικονόμησης νερού και

Διαβάστε περισσότερα

Επιδράσεις της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών στην παραγωγή των λιβαδιών του όρους Ψηλορείτη

Επιδράσεις της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών στην παραγωγή των λιβαδιών του όρους Ψηλορείτη Επιδράσεις της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών στην παραγωγή των λιβαδιών του όρους Ψηλορείτη Β.Π. Παπαναστάσης 1, Σ. Κυριακάκης 2, Γ. Καζάκης 3 και Μ.Abid 3 1 Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας (286), Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Ενότητα Α - Κτηνοτροφία και Προστατευόμενες Περιοχές Η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική δραστηριότητα στην Ανατολική Πελοπόννησο και ένα μεγάλο κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στην ποικιλότητα των υπαλπικών λιβαδιών

Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στην ποικιλότητα των υπαλπικών λιβαδιών Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στην ποικιλότητα των υπαλπικών λιβαδιών Ι. Θεοδωρίδης και Ζ. Κούκουρα Εργαστήριο Δασικών Βοσκοτόπων (236), Τομέας Λιβαδοπονίας και Άγριας Πανίδας- Ιχθυοπονίας Γλυκέων

Διαβάστε περισσότερα

Προβατοτροφία (και αιγοτροφία): Πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγή και να αυξηθούν τα εισοδήματα

Προβατοτροφία (και αιγοτροφία): Πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγή και να αυξηθούν τα εισοδήματα Προβατοτροφία (και αιγοτροφία): Πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγή και να αυξηθούν τα εισοδήματα Κων/νος Τσιμπούκας Καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας Οργάνωσης Διαχείρισης Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων, Γεωπονικό

Διαβάστε περισσότερα

Εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε λιβαδικές εκτάσεις με βάση το δείκτη ESAI

Εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε λιβαδικές εκτάσεις με βάση το δείκτη ESAI Εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε λιβαδικές εκτάσεις με βάση το δείκτη ESAI Χ.Κ. Ευαγγέλου και Β.Π. Παπαναστάσης Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας (286), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24

Διαβάστε περισσότερα

Πολυλειτουργικότητα λιβαδιών και ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών περιοχών

Πολυλειτουργικότητα λιβαδιών και ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών περιοχών Πολυλειτουργικότητα λιβαδιών και ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών περιοχών Θ. Γ. Παπαχρήστου 1 και Ι. Π. Ισπικούδης 2 1 Εργαστήριο Λιβαδοπονίας, Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας,

Διαβάστε περισσότερα

Κτηνοτροφία και περιβαλλοντική υποβάθμιση στη Χάλκη

Κτηνοτροφία και περιβαλλοντική υποβάθμιση στη Χάλκη Κτηνοτροφία και περιβαλλοντική υποβάθμιση στη Χάλκη Α. Χριστοδούλου 1, Β. Π. Παπαναστάσης 2 και Ν. Στάμου 1 1 Εργαστήριο Δασικής Οικονομικής και 2 Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Σχολή Δασολογίας και

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ Λεμεσός, 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή διατριβή Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΟΥΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ

Μεταπτυχιακή διατριβή Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΟΥΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ Μεταπτυχιακή διατριβή Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΟΥΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ Αδαμαντία Γεωργιάδου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής. κριθής και µπιζελιού- και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας

Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής. κριθής και µπιζελιού- και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής κριθής και µπιζελιού- βρώµης ως προς τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας Χατζηγεωργίου Ι. 1, Φορτάτος Ε. 1, Τσιµπούκας Κ. 2, Ζέρβας

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Ονοματεπώνυμο: Λοϊζιά Ελένη Λεμεσός 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΝΈΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΝΈΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΝΈΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Δρ. Σ. Αγγελόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης και Διοίκησης Αγροτικών Επιχειρήσεων, Αλεξάνδρειο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

Παραγωγή Παραγωγή--Εισπράξεις Εισπράξεις Λοιπές Δαπάνες Λοιπές Δαπάνες συνολική παραγωγή γάλακτος λίτρα 0,9, ευρώ ρ ανά λίτρο παρά ρ γοντ

Παραγωγή Παραγωγή--Εισπράξεις Εισπράξεις Λοιπές Δαπάνες Λοιπές Δαπάνες συνολική παραγωγή γάλακτος λίτρα 0,9, ευρώ ρ ανά λίτρο παρά ρ γοντ Άσκηση υπολογισμού αποσβέσεων, μέσου επενδυμένου κεφαλαίου (Μ.Ε.Κ.), παραγωγικών δαπανών και οικονομικών αποτελεσμάτων προβατοτροφικής γεωργικής εκμετάλλευσης Ελευθέριος Νέλλας Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας

Διαβάστε περισσότερα

Προβλήματα από την άσκηση της λιβαδοπονίας στο χώρο της Μακεδονίας

Προβλήματα από την άσκηση της λιβαδοπονίας στο χώρο της Μακεδονίας Προβλήματα από την άσκηση της λιβαδοπονίας στο χώρο της Μακεδονίας Προβλήματα από την άσκηση της λιβαδοπονίας στο χώρο της Μακεδονίας Ι. Μακέδος Δ/νση Δασών, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, Τ. Οικονομίδη

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0

Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0 Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0 ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ - ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) "ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ" 2 η ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ) Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ) εμφανίζεται ως έννοια για πρώτη φορά το 1993 (Baldock et al., 1993). επιβεβαιώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ορισμένων τύπων γεωργικών δραστηριοτήτων και των "φυσικών

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού

Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού Μελιάδου Βαρβάρα: Μεταπτυχιακός Τμημ. Γεωγραφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου Μελιάδης Μιλτιάδης: Υποψήφιος

Διαβάστε περισσότερα

Η Αιγο-προβατοτροφία στην Κρήτη και οι προστατευόμενες περιοχές NATURA Δρ. Α. Στεφανάκης Κτηνίατρος, Πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ-ΠΚ. ΜΦΙ Ηράκλειο 8/10/18

Η Αιγο-προβατοτροφία στην Κρήτη και οι προστατευόμενες περιοχές NATURA Δρ. Α. Στεφανάκης Κτηνίατρος, Πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ-ΠΚ. ΜΦΙ Ηράκλειο 8/10/18 Η Αιγο-προβατοτροφία στην Κρήτη και οι προστατευόμενες περιοχές NATURA Δρ. Α. Στεφανάκης Κτηνίατρος, Πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ-ΠΚ ΜΦΙ Ηράκλειο 8/10/18 Η Αιγοπροβατοτροφία είναι η κύρια μορφή κτηνοτροφίας στην Κρήτη

Διαβάστε περισσότερα

Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και

Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και τα προβλήματά της Σ. Σ. Κανδρέλης Τμήμα Ζωικής Παραγωγής, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τ.Ε.Ι. Ηπείρου, 451 00 Άρτα Περίληψη Η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου

Διαβάστε περισσότερα

Παράδειγμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών στα δάση φελλοδρυός της Καταλονίας : Επιστροφή των αιγών και τον προβατίνων στη Vivès (Ανατολικά Πυρηναία)

Παράδειγμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών στα δάση φελλοδρυός της Καταλονίας : Επιστροφή των αιγών και τον προβατίνων στη Vivès (Ανατολικά Πυρηναία) Ευρωπαϊκή Ένωση Ελληνική Δημοκρατία Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Β. Αιγαίου Πανεπιστήμιο Αιγαίου Παράδειγμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών στα δάση φελλοδρυός της Καταλονίας : Επιστροφή των αιγών και

Διαβάστε περισσότερα

Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους

Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους V. Mine, T. Mako και R. Peka Γενική

Διαβάστε περισσότερα

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΟΡΕΙΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΛΙΒΑΔΙΩΝ Σε όλες σχεδόν τις προηγμένες λιβαδοπονικά χώρες του κόσμου τα λιβάδια ανήκουν σε ιδιώτες, όπως και οι γεωργικές

Διαβάστε περισσότερα

Νέες Τεχνολογίες στη Διαχείριση των Δασών

Νέες Τεχνολογίες στη Διαχείριση των Δασών Νέες Τεχνολογίες στη Διαχείριση των Δασών Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210

Διαβάστε περισσότερα

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ ΗΓΕΩΡΓΙΚΗΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΑ Α 2 H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση της αισθητικής αξίας δασογεωργικών και γεωργικών συστημάτων

Αξιολόγηση της αισθητικής αξίας δασογεωργικών και γεωργικών συστημάτων Αξιολόγηση της αισθητικής αξίας δασογεωργικών και γεωργικών συστημάτων Α. Σιδηροπούλου 1, M. Βραχνάκης 2, Γ. Φωτιάδης 3 και Δ. Μπούσμπουρας 4 1 Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Τ.Θ. 286, Α.Π.Θ., Τ.Κ. 54124,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Η σχέση μεταξύ βλάστησης και των παραγόντων του περιβάλλοντος, δηλαδή του κλίματος (cl), του μητρικού πετρώματος(p), του ανάγλυφου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Ο ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΟΓΚΟΓΟΝΙΔΙΟΥ BRCA1 ΚΑΙ BRCA2. Βασούλλα

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Κωνσταντίνος Στεφανίδης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική

Διαβάστε περισσότερα

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους Δρ Θωμάς Γ. Παπαχρήστου, Διευθυντής Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Μετά την έκδοση του Κανονισμού 1307/2013

Διαβάστε περισσότερα

CYPRUS UNIVERSITY OF TECHNOLOGY. Faculty of Engineering and Technology. Department of Civil Engineering and Geomatics. Dissertation Thesis

CYPRUS UNIVERSITY OF TECHNOLOGY. Faculty of Engineering and Technology. Department of Civil Engineering and Geomatics. Dissertation Thesis CYPRUS UNIVERSITY OF TECHNOLOGY Faculty of Engineering and Technology Department of Civil Engineering and Geomatics Dissertation Thesis GEOSPATIAL TECHNOLOGIES FOR REAL ESTATE AND LAND VALUATION IN CYPRUS

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση 24/6/2013. Τηλεπισκόπηση. Κ. Ποϊραζίδης ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ

Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση 24/6/2013. Τηλεπισκόπηση. Κ. Ποϊραζίδης ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ Κ. Ποϊραζίδης Η ταξινόμηση εικόνας αναφέρεται στην ερμηνεία με χρήση υπολογιστή των τηλεπισκοπικών εικόνων. Παρόλο που ορισμένες διαδικασίες έχουν τη δυνατότητα να συμπεριλάβουν πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Επίσης: Πολυτεμαχισμός γεωργικής γης στην Ελλάδα: γιατί; Κτηματολόγιο, χρήσεις γης, πολιτική γης

Επίσης: Πολυτεμαχισμός γεωργικής γης στην Ελλάδα: γιατί; Κτηματολόγιο, χρήσεις γης, πολιτική γης Επίσης: Πολυτεμαχισμός γεωργικής γης στην Ελλάδα: γιατί; Κτηματολόγιο, χρήσεις γης, πολιτική γης Παράγοντες που επιδρούν στο φαινόμενο της ερημοποίησης στην Ελλάδα 1. Οι ημιερημικές κλιματικές συνθήκες,

Διαβάστε περισσότερα

Η Κτηνοτροφία σήμερα: προβλήματα & προοπτικές

Η Κτηνοτροφία σήμερα: προβλήματα & προοπτικές Η Κτηνοτροφία σήμερα: προβλήματα & προοπτικές Dr Παπαδόπουλος Σεραφείμ Κατεύθυνση Ζωικής Παραγωγής Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων ΤΕΙ Θεσσαλίας Πηγή φωτογραφίας: Helexpo Zootechnia 2011 Η κτηνοτροφία στην Ελλάδα

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση Τεχνικής έκθεσης φωτοερμηνείας χρησιμοποιώντας στερεοσκοπική παρατήρηση με έμφαση στη χωρική ακρίβεια

Ανάλυση Τεχνικής έκθεσης φωτοερμηνείας χρησιμοποιώντας στερεοσκοπική παρατήρηση με έμφαση στη χωρική ακρίβεια w w w. o l y z o n. g r Ανάλυση Τεχνικής έκθεσης φωτοερμηνείας χρησιμοποιώντας στερεοσκοπική παρατήρηση με έμφαση στη χωρική ακρίβεια Απόστολος Ντέρης Αγρονόμος & Τοπογράφος Μηχανικός Αλίνα Κουτρουμπή

Διαβάστε περισσότερα

ΗΜΟΣ ΘΕΡΑΠΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

ΗΜΟΣ ΘΕΡΑΠΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΓΕΩΠΟΝΩΝ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΧΟΡΗΓΟΣ ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ Ι ΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΗ Σ. ΛΑΤΣΗ ΗΜΟΣ ΘΕΡΑΠΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ Τίτλος δράσης ιαχείριση και Εμπορία Αρωματικών και

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ. Remote Sensing

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ. Remote Sensing ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Remote Sensing Ορισµός Η Τηλεπισκόπηση ή Τηλεανίχνευση (Remote Sensing) είναι το επιστηµονικό τεχνολογικό πεδίο που ασχολείται µετην απόκτηση πληροφοριών από απόσταση, για αντικείµενα περιοχές

Διαβάστε περισσότερα

Ιωάννης Γήτας 1,2 Μαρία Τομπουλίδου 1 Δημήτρης Σταυρακούδης 1

Ιωάννης Γήτας 1,2 Μαρία Τομπουλίδου 1 Δημήτρης Σταυρακούδης 1 Ιωάννης Γήτας 1,2 Μαρία Τομπουλίδου 1 Δημήτρης Σταυρακούδης 1 1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2 Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος Ομάδες εργασιών Φορείς Υλοποίησης Ιωάννης Γήτας Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη μοντέλου για την επίδραση της φωτιάς στους βοσκότοπους και την εμφάνιση τάσεων ερημοποίησης

Ανάπτυξη μοντέλου για την επίδραση της φωτιάς στους βοσκότοπους και την εμφάνιση τάσεων ερημοποίησης Ανάπτυξη μοντέλου για την επίδραση της φωτιάς στους βοσκότοπους και την εμφάνιση τάσεων ερημοποίησης Γ. Ξανθόπουλος και Μ. Ξανθάκης Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας, Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων

Διαβάστε περισσότερα

Η συμβολή της νομαδικής κτηνοτροφίας στη δημιουργία των αλπικών και υπαλπικών σχηματισμών του Δικτύου «NATURA 2000»

Η συμβολή της νομαδικής κτηνοτροφίας στη δημιουργία των αλπικών και υπαλπικών σχηματισμών του Δικτύου «NATURA 2000» Η συμβολή της νομαδικής κτηνοτροφίας στη δημιουργία των αλπικών και υπαλπικών σχηματισμών του Δικτύου «NATURA 2000» Ε. Γκανάτσου, Δ. Ράπτη και Ι. Ισπικούδης Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας (286), Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Μαστρογιάννη Μαρία Διπλωματική Εργασία υποβληθείσα

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων Θεματική ενότητα 5: Βιολογική Εκτροφή Μηρυκαστικών Ζώων 2/2 Τμήμα: Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών Διδάσκοντες: Γεώργιος Ζέρβας, Ελένη Τσιπλάκου Εκπαιδευτικοί

Διαβάστε περισσότερα

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων Achieving the delivery of multiple Ecosystem Services: the significance of Agro-ecosystems Δρ. Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΛΑΙΟΠΛΑΚΟΥΝΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΓΩΝ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή Ανθεκτικότητα του κοινού τετράνυχου Tetranychus urticae Koch (Acari : Tetranychidae) στα εντοµοκτόνα/ακαρεοκτόνα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΝΩΠΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Λούκας Νεοφύτου Λεμεσός

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Χριστοδούλου Αντρέας Λεμεσός 2014 2 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Εισαγωγή Όπως είναι γνωστό η χώρα μας πρέπει να συμμορφωθεί με διεθνείς συμβάσεις που την υποχρεώνουν να επιτύχει μέχρι το 2020

Διαβάστε περισσότερα

Επιλογή και χαρτογράφηση πειραματικών περιοχών

Επιλογή και χαρτογράφηση πειραματικών περιοχών ΕΡΓΟ ΑΠΘ: ΘΑΛΗΣ 85492 Χαρτογράφηση βλάστησης και εκτίμηση βιομάζας με σύγχρονες μεθόδους Τηλεπισκόπησης στo πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή και του Πρωτοκόλλου του Κιότο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ Κωνσταντίνος Δημόπουλος, Δασολόγος M.Sc. Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού

Διαβάστε περισσότερα

Σημεία αναφοράς στον Αγροδιατροφικό Τομέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Περιφερειάρχης ΑΜΘ, κ.

Σημεία αναφοράς στον Αγροδιατροφικό Τομέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Περιφερειάρχης ΑΜΘ, κ. Σημεία αναφοράς στον Αγροδιατροφικό Τομέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Περιφερειάρχης ΑΜΘ, κ. Γεώργιος Παυλίδης Κατά κεφαλή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ΑΜΘ και Ελλάδας Η Ανατολική Μακεδονία

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΠΕΚΑ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ & ΑΓΡΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Δ/ΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΑΣΩΝ & ΔΑΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Υδραυλικών Έργων Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ 8 η Διάλεξη : Υδραυλική Τραχύτητα Φώτιος Π. Μάρης, Αναπλ. Καθηγητής Δ.Π.Θ. Πηγή: Τίτλος

Διαβάστε περισσότερα

O ρόλος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην εξέλιξη της βλάστησης και του τοπίου του όρους Βερμίου

O ρόλος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην εξέλιξη της βλάστησης και του τοπίου του όρους Βερμίου O ρόλος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην εξέλιξη της βλάστησης και του τοπίου του όρους Βερμίου Π. Σκλάβου 1, Μ. Καρατάσιου 2 και Α. Σιδηροπούλου 2 1 Α.Π.Θ., Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος,

Διαβάστε περισσότερα

Τα χαρακτηριστικά των συστημάτων εκτροφής των ζώων στην Κρήτη και τα προϊόντα τους.

Τα χαρακτηριστικά των συστημάτων εκτροφής των ζώων στην Κρήτη και τα προϊόντα τους. Τα χαρακτηριστικά των συστημάτων εκτροφής των ζώων στην Κρήτη και τα προϊόντα τους. Αλέξανδρος Στεφανάκης. Δρ, Κτηνίατρος, Ιδιώτης, Εξωτερ. Συνεργάτης ΕΘΙΑΓΕ, Μέλος Διοικούσης Επιτροπής ΓΕΩΤΕΕ Παρ/μα Κρήτης.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας εναλλακτικών και συμπληρωματικών τεχνικών στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε άτομα με καρκίνο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο Μαργαρίτα Μάου Λευκωσία 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ερημοποιηση και Δεικτες

Ερημοποιηση και Δεικτες Land Care In Desertification Affected Areas From Science Towards Application Ερημοποιηση και Δεικτες Jane Brandt Nichola Geeson Σειρα Φυλλαδιων: A Aριθμος: 2 Ερημοποιηση και Δείκτες Η ερημοποίηση στην

Διαβάστε περισσότερα