ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ "ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ " ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΚΟΥΤΣΟΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ "ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ " ( Suburbanization And Sociospatial Differentiation Trends: The Case Of Thessaloniki Through The Years Of ) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΚΟΥΤΣΟΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1

3 Προαστιοποίηση Και Τάσεις Κοινωνικοχωρικής Διαφοροποίησης: Η Περίπτωση Της Θεσσαλονίκης Για Το Διάστημα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία, με τίτλο «Προαστιοποίηση και τάσεις κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης: η περίπτωση της Θεσσαλονίκης για το διάστημα », πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική διαφοροποίηση παράγει σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού και κοινωνικής πόλωσης και κατ επέκταση, τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική διαφοροποίηση παράγει χωρικά σχήματα ή χωρικά υποσύνολα διαφοροποιημένου χαρακτήρα, στα πλαίσια του συνόλου του αστικού χώρου, υπό το πρίσμα της προαστιοποίησης. Η κοινωνική διαφοροποίηση εκφράζεται μέσω της πολιτισμικής διαφορετικότητας μεταξύ των ατόμων ή μεταξύ ευρύτερων ομοιογενών πληθυσμιακών συνόλων διαφορετικότητα, η οποία ανάγεται στο αίσθημα της «ταυτότητας» και στη συσχέτιση με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ή εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσονται στη σύγχρονη πόλη. Η σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα συνονθύλευμα των συγκεκριμένων διαδικασιών, συνιστώντας ένα περίπλοκο και εξελισσόμενο αστικό τοπίο. Με αφορμή την έντονη ανάπτυξη του φαινομένου της προαστιοποίησης, που ορίζει και το φαινόμενο της αστικής διάχυσης, τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης και στη διαμόρφωση της σημερινής της πολύπλοκης κοινωνικοχωρικής δομής, θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια ανάγνωσης του κοινωνικοχωρικού αστικού τοπίου της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, πρόκειται να απαντηθεί το εξής ερώτημα: ποια είναι η κοινωνική φυσιογνωμία της προαστιοποίησης και πώς αυτή ορίζει την υπόσταση και την ένταση του κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού στην πόλη. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την υπόθεση για τον διαχωρισμό της Θεσσαλονίκης σε Ανατολικές Δυτικές περιοχές (ποιοτικότερες υποβαθμισμένες), στα πλαίσια της προαστιοποίησης και στη βάση της κοινωνικής φυσιογνωμίας των συγκεκριμένων περιοχών (ανώτερα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα), θα επιχειρηθεί η τεκμηρίωση της ορθότητας της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και η δημιουργία νέων τεκμηριωμένων υποθέσεων, στα πλαίσια της στατιστικής ανάλυσης των μεταβλητών που ορίζουν, από τη μια την ένταση της προαστιοποίησης και από την άλλη την υπόσταση των σχημάτων κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού, στη βάση διαδεδομένων επιστημονικών μεθοδολογιών. Λέξεις κλειδιά: κοινωνική διαφοροποίηση, κοινωνικός διαχωρισμός, κοινωνική πόλωση, κοινωνική φυσιογνωμία, κοινωνικοχωρική διαλεκτική, αστικοποίηση, προαστιοποίηση, αστική διάχυση, προάστιο, περιαστικός χώρος, σύγχρονη πόλη, κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες, επίπεδο εκπαίδευσης, δομή οικογένειας, δομή κατοικίας, κοινωνία, οικονομία, χώρος, Θεσσαλονίκη. 2

4 Suburbanization And Sociospatial Differentiation Trends: The Case Of Thessaloniki Through The Years Of ABSTRACT The paper entitled Suburbanization and socio spatial differentiation trends: The case of Thessaloniki through the years of discusses, how social differentiation produces the patterns of social segregation and social polarization. Hence, how the social differentiation produces spatial patterns and spatial subsets of differentiated character, in the view of suburbanization. Social differentiation is expressed through cultural diversity between individuals or between larger sets of homogenous population. A type of diversity which goes back to the sense of identity and the relation to social, economic and political power structures developed in the modern city. The modern city is a patchwork of specific procedures, suggesting a complex and evolving urban landscape. Prompted by the strong growth of the phenomenon of suburbanization, which defines the phenomenon of the urban sprawl that took place in the last decades, which plays a vital role in the development of the city and in the shaping of today s complex socio-spatial structure, an effort will be made, in order to read the socio-spatial structure of the urban landscape of the city of Thessaloniki. The result of this effort will be the answer to the question What is the social character of suburbanization and how does it define the existence and the intensity of the socio-spatial segregation in the city?. Specifically, based on the assumption that there is a separation of the city of Thessaloniki to Eastern Western regions (between quality and degraded regions), in the context of suburbanization and the social character of these areas (upper lower socio-economic strata), an effort will be made, in order to create new documented cases, within a statistical analysis of the variables that define, on one hand the volume of the suburbanization, and on the other hand, the structure of the shaping of the socio-spatial segregation, based on widespread scientific methodologies. Keywords: Social differentiation, social segregation, social polarization, social character, sociospatial dialectic, urbanization, suburbanization, urban sprawl, suburb, suburban area, modern city, socio-professional categories, education level, family structure, home structure, society, economy, space, Thessaloniki. 3

5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΕΩΡΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΜΙΑ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΣΧΕΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΗΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΩΣΗΣ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΩΣ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΣΣΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ - ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ

6 ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΔΗΜΟΤΩΝ: Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΚΕΚ: Η ΜΕΣΟΣΤΡΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ ΤΗΣ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΑΝΑ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, ΑΠΟ ΤΟ 1951 ΩΣ ΤΟ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΚ ΑΝΑ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΒΑΘΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΤΟ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΟΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΡΙΤΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΠΗΓΕΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ ΧΑΡΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Βιομηχανικές πόλεις Στάμφορντ (1883) αριστερά, Μάντσεστερ (1914) δεξιά 40 2 Η αστική διάχυση σε εικόνες 41 3 Οργανωμένες προαστιακές περιοχές (Levitowns), περίπου στα Προάστια στο Λος Άντζελες 44 5 Ευρωπαϊκές Μητροπόλεις Παρίσι (αριστερά), Λονδίνο (δεξιά) 45 6 Η προαστιοποίηση στην Κοπεγχάγη (αριστερά) Προάστια στη Βιέννη (δεξιά) 46 7 Πρότυπο συμπαγούς πόλης: Βαρκελώνη 46 8 Το Saale Park στη Λειψία (δεκ. 1990) Προαστιοποίηση (κατοικία και εμπόριο) 47 9 Πανόραμα Θεσσαλονίκης μια κατ εξοχήν προαστιακή περιοχή Ελληνικές πόλεις ευρύτερα του κέντρου της Αθήνας (αριστερά), Πολίχνη Θεσσαλονίκης (δεξιά) Οδός Εξοχών - σημερινή οδός Βασ. Όλγας τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Ο προσφυγικός οικισμός στην περιοχή της Κάτω Τούμπας το Περιοχή προαστιακής κατοικίας στην περιοχή Πυλαίας - Πανοράματος, 1999 (αριστερά) - Αφανείς κατοικήσεις ευπαθών ομάδων στη δυτική περιαστική 67 ζώνη Θεσσαλονίκης, 2005 (δεξιά) 14 Το τοπίο της Θεσσαλονίκης στην ανατολική (αριστερά) και δυτική (δεξιά) περιαστική περιοχή 68 ΣΧΗΜΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Η κατεύθυνση της αστικής διάχυσης στη Θεσσαλονίκη 64 2 Το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης ως σημείο επαφής δύο αστικών πόλων 68 ΓΡΑΦΗΜΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Η σύγκριση της εξέλιξης των ποσοστών συμμετοχής των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, στο σύνολο της Ελλάδας 61 2 Η πληθυσμιακή εξέλιξη του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της ΠΕ Θεσσαλονίκης σε απόλυτους αριθμούς, από το 1951 έως το Η εξέλιξη των ποσοστών πληθυσμιακής συμμετοχής ως προς την ΠΕ Θεσσαλονίκης, του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της 77 Θεσσαλονίκης, από το 1951 έως το Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού των ετεροδημοτών και ομοδημοτών για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Ποσοστιαία μεταβολή του βαθμού συγκέντρωσης των ετεροδημοτών και ομοδημοτών για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Ποσοστά των ΚΕΚ ως προς τον συνολικό πληθυσμό, για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το 1991 και το Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού των ΚΕΚ για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Ποσοστιαία μεταβολή του βαθμού συγκέντρωσης του πληθυσμού των ΚΕΚ για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Πληθυσμιακή εξέλιξη των ομαδοποιημένων περιοχών από το 1951 έως το Εξέλιξη των ποσοστών πληθυσμιακής συμμετοχής των ομαδοποιημένων περιοχών, ως προς το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το διάστημα Βαθμός συγκέντρωσης των ΚΕΚ για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 1991 και το

8 12 Ποσοστά αλλοδαπών, ως προς τον συνολικό πληθυσμό, ανά ΚΕΚ για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το Εξέλιξη του πληθυσμού των αλλοδαπών για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, για το διάστημα Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, για το 1991 και το Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το διάστημα 1991 και το Βαθμός συγκέντρωσης αλλοδαπών ανά ΚΕΚ, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το Βαθμός συγκέντρωσης των δυο ακραίων ΚΕΚ για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το Βαθμός συγκέντρωσης του πληθυσμού με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το διάστημα 1991 και το Βαθμός συγκέντρωσης του πληθυσμού με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το Ποσοστά αλλοδαπών, ως προς τον συνολικό πληθυσμό, με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για το Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το Μεταβολή των ποσοστών απασχόλησης ως προς το σύνολο των απασχολούμενων, ανά τομέα, για το ΠΣΘ και την ΠΣΘ, για το διάστημα Ποσοστά απασχόλησης ως προς το σύνολο των απασχολούμενων, ανά τομέα, για το Ποσοστιαία μεταβολή των ποσοστών απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το διάστημα Ποσοστά απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το ΧΑΡΤΗΣ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Η δομή της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης: α) Θέση ελληνιστικής πόλης, β) Αγορά, γ) Ανακτορικό συγκρότημα Γαλερίου, δ) Περιοχή ιερών 54 2 Πρώτο σχέδιο επέκτασης της Θεσσαλονίκης το Σχέδιο Εμπράρ για το σύνολο της πόλης το 1918 (αριστερά) η εγκατάσταση των προσφύγων του (δεξιά) 60 4 Καθορισμός περιοχής μελέτης όρια ΠΣΘ, ΠΖΘ και ΔΕ 75 5 Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση την κοινωνική τους φυσιογνωμία, με διάκριση σε ΠΣΘ και ΠΖΘ 82 6 Βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών & υψηλών ΚΕΚ ανά ΔΕ, για το Βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών & υψηλών ΚΕΚ ανά ΔΕ, για το Βαθμός συγκέντρωσης νοικοκυριών που διαμένουν σε μονοκατοικίες και πολυκατοικίες, το Μέγεθος κατοικίας, σε τ.μ. και αριθμό δωματίων, ανά ΔΔ, για το Η δομή της οικογένειας, ως προς των αριθμό τέκνων και μελών, ανά ΔΔ, για το Ελκυστικότητα περιοχών της Θεσσαλονίκης, ως προς την επιλογή του τόπου κατοικίας 111 ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Ομαδοποίηση ΚΕΚ 79 2 Η κοινωνικοεπαγγελματική φυσιογνωμία των ΔΕ για το 2001, με βάση τον βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ και των τάσεων μεταβολής για το διάστημα Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση την κοινωνικοεπαγγελματική τους φυσιογνωμία, με διάκριση σε ΠΣΘ και ΠΖΘ 81 7

9 4 Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση τα κοινωνικοοικονομικά τους χαρακτηριστικά 112 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΗΜΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Μοντέλο ομόκεντρων ζωνών του Burgess Υποθετική διάρθρωση χρήσεων του αστικού εδάφους στη βάση των ακτινωτών τομών του Hoyt Υποθετική διάρθρωση πόλεως στη βάση των πολλαπλών πυρήνων των C. D. Harris και E. L. Ullman 145 ΧΑΡΤΗΣ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Μεταμορφώσεις του ιστορικού κέντρου: 1850, μέχρι το 1917, μετά από το Η Θεσσαλονίκη το Η ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης το Σχέδιο Εμπράρ για το σύνολο της πόλης το Σχέδιο της Θεσσαλονίκης Αριστερά η εγκατάσταση των προσφύγων του και δεξιά η εγκατάσταση των πρόσφατα εισερχομένων οικονομικών μεταναστών Η αύξηση του πληθυσμού στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Με κόκκινο κύκλο η θέση των Μετεώρων 148 ΕΙΚΟΝΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Η εξέλιξη της πόλης κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο Απεικόνιση της Θεσσαλονίκης γύρω στα Η πιο παλιά φωτογραφία της Θεσσαλονίκης: Η αστική προκυμαία, το λιμάνι και η Δυτική Θεσσαλονίκη (πριν το 1912) Η ανατολική περιοχή έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης (πριν το 1912) Κεντρική περιοχή Γενικό πανόραμα Θεσσαλονίκης (πριν το 1912) Η πυρκαγιά του Η θέα από και προς τον λευκό πύργο αρχές 20ου αιώνα Λεωφόρος Χαμιδιέ, η «Οδός των Ελληνίδων» - τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Οδός Εξοχών - σημερινή οδός Βασ. Όλγας - τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Αριστερά η Αψίδα του Γαλέριου, δεξιά η πλ. Ελευθερίας, το Αριστερά η Ροτόντα, δεξιά ο Α. Δημήτριος, το Η Καλαμαριά το 1930, το 1945 και το Ανάμειξη δραστηριοτήτων του πρωτογενούς και τριτογενούς τομέα στη περιαστική περιοχή της Πυλαίας, Εικόνα 15: Η Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου 153 ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΛ. 1 Ορισμοί και χαρακτηριστικά της αστικής διάχυσης στη βιβλιογραφία Τα βασικότερα πολεοδομικά γεγονότα στην εξέλιξη της Θεσσαλονίκης Πληθυσμιακές συγκρίσεις Θεσσαλονίκη με άλλες πόλεις Εξέλιξη του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης Η εξέλιξη του πληθυσμού και της επιφάνειας της Θεσσαλονίκης από το 1800 έως το Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδας και των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, για το διάστημα 1907/ Ποσοστά πληθυσμιακής συμμετοχής των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, ως προς το σύνολο της χώρας, για το διάστημα 1907/ Πληθυσμιακή εξέλιξη του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της ΠΕ Θεσσαλονίκης, για το διάστημα Ποσοστά πληθυσμιακής συμμετοχής του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής, ως προς το σύνολο της ΠΕ Θεσσαλονίκης, για το διάστημα

10 Πληθυσμιακή εξέλιξη ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή, για το διάστημα Ποσοστά πληθυσμιακής συμμετοχής των ομαδοποιημένων περιοχών, ως προς το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το διάστημα Πληθυσμιακή εξέλιξη ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού, με διάκριση σε Ομοδημότες, Ετεροδημότες και Αλλοδαπούς για το διάστημα και ποσοστιαία μεταβολή Εξέλιξη του βαθμού πληθυσμιακής συγκέντρωσης ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή αυτού, με διάκριση σε Ομοδημότες, Ετεροδημότες και Αλλοδαπούς για το διάστημα Πληθυσμιακή εξέλιξη κάθε ΚΕΚ ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού κάθε ΚΕΚ, με διάκριση σε Ομοδημότες, Ετεροδημότες και Αλλοδαπούς για το διάστημα Εξέλιξη του βαθμού πληθυσμιακής συγκέντρωσης κάθε ΚΕΚ ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή αυτού, για το διάστημα Πληθυσμός αλλοδαπών κάθε ΚΕΚ ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή για το 2001 Βαθμός συγκέντρωσης αλλοδαπών κάθε ΚΕΚ ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή για το 2001 Εξέλιξη του επιπέδου εκπαίδευσης ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή αυτού, για το διάστημα Εξέλιξη των ποσοστών επιπέδου εκπαίδευσης ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή αυτών, για το διάστημα Επίπεδο εκπαίδευσης αλλοδαπών ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 Ποσοστά επιπέδου εκπαίδευσης αλλοδαπών ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 Ποσοστά απασχόλησης ανά τομέα, ανά ΔΕ και ομαδοποιημένη περιοχή και ποσοστιαία μεταβολή αυτών, για το ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Β ΠΠ Β Παγκόσμιος Πόλεμος ΓΠΣ Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο ΔΔ Δημοτικό Διαμέρισμα ΔΕ Δημοτική Ενότητα ΕΚΚΕ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών ΕΛΣΤΑΤ Ελληνική Στατιστική Αρχή ΖΟΕ Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου ΚΕΚ Κοινωνικο-Επαγγελματική Κατηγορία ΟΡΣΘ Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης ΠΕ Περιφερειακή Ενότητα ΠΣΘ Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης ΠΖΘ Περιαστική Ζώνη Θεσσαλονίκης ΡΣΘ Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης ΤΕΕ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας 9

11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΕΩΡΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική διαφοροποίηση παράγει σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού και κοινωνικής πόλωσης (αντιθέσεις ανισότητες) και κατ επέκταση, τον τρόπο με τον οποίο παράγει χωρικά σχήματα ή χωρικά υποσύνολα διαφοροποιημένου χαρακτήρα, στα πλαίσια του συνόλου του αστικού χώρου, υπό το πρίσμα της προαστιοποίησης (suburbanization). Με αφορμή, λοιπόν, την αρχική ανάπτυξη του φαινομένου της προαστιοποίησης, που συνδέεται στη συνέχεια και με το φαινόμενο της αστικής διάχυσης (urban sprawl), τις τελευταίες δεκαετίες, το οποίο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης και στη διαμόρφωση της σημερινής της πολύπλοκης κοινωνικοχωρικής δομής, θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια ανάγνωσης του κοινωνικοχωρικού αστικού τοπίου της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, πρόκειται να απαντηθεί το εξής ερώτημα: ποια είναι η κοινωνική (ή κοινωνικοοικονομική) φυσιογνωμία της προαστιοποίησης και πώς αυτή ορίζει την υπόσταση και την ένταση του κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού στην πόλη. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την υπόθεση για τον διαχωρισμό της Θεσσαλονίκης σε Ανατολικές Δυτικές περιοχές (ποιοτικότερες υποβαθμισμένες), στα πλαίσια της προαστιοποίησης και στη βάση της κοινωνικής φυσιογνωμίας των συγκεκριμένων περιοχών (ανώτερα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα), θα επιχειρηθεί η τεκμηρίωση της ορθότητας της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και η δημιουργία νέων τεκμηριωμένων υποθέσεων, στα πλαίσια της στατιστικής ανάλυσης των μεταβλητών που ορίζουν, από τη μια την ένταση της προαστιοποίησης και από την άλλη την υπόσταση των σχημάτων κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού, στη βάση δοκιμασμένων επιστημονικών μεθοδολογιών. Να σημειωθεί ότι, η συγκεκριμένη (στατιστική) ανάλυση θα υποστηριχθεί με εφαρμογές και μεθόδους χαρτογραφίας, στην παρουσίαση των δεδομένων και αποτελεσμάτων. Έτσι, ο λόγος που επιλέχθηκε η Θεσσαλονίκη, ως περιοχή μελέτης, σχετίζεται με το γεγονός ότι: α) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μητροπολιτικής περιοχής με έντονη προαστιοποίηση και αστική διάχυση τα τελευταία χρόνια, β) αποτελεί έναν χώρο ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας (κοινωνικοπολιτισμικής, οικονομικής, πολιτικής, πληθυσμιακής, γεωγραφικής), όπου έχει να αναδείξει, ιστορικά, έντονα σημεία πολυπολιτισμικότητας και κοινωνικοχωρικών και οικονομικών μετασχηματισμών και γ) δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα η συγκεκριμένη μεθοδολογία (την οποία θα αναπτύξουμε στη συνέχεια), στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία να αναδεικνύει τους κοινωνικοχωρικούς μετασχηματισμούς και τις τάσεις κοινωνικού διαχωρισμού και γενικότερα την κοινωνικοπολιτισμική και κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία της πόλης. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος από περιπλανώμενος τροφοσυλλέκτης πέρασε στο στάδιο της συλλογικής διαβίωσης, με τη συγκρότηση οικισμών, παρατηρείται μια έντονη διαδικασία εξέλιξης του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται και αναπτύσσεται η κοινωνία στο χώρο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε η τεχνολογική πρόοδος και η ανάπτυξη οικονομικών διαδικασιών. Να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι, το πιο καθοριστικό σημείο στην αλλαγή της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης και του αστικού χώρου είναι η βιομηχανική επανάσταση, η οποία χάραξε και την πορεία προς τη σύγχρονη πόλη, με βασικά χαρακτηριστικά την εντεινόμενη αστικοποίηση και κατ επέκταση την 10

12 προαστιοποίηση. Η έννοια της αστικοποίησης αναφέρεται στην εισροή πληθυσμού στον αστικό χώρο από τον αγροτικό. Αντίστοιχα, η έννοια της προαστιοποίησης αναφέρεται στη μετακίνηση του πληθυσμού από το κέντρο στην περιφέρεια της πόλης (προαστιακός ή περιαστικός ή εξωαστικός χώρος) (Κουτσοθανάσης, 2014: 7-8). Πιο συγκεκριμένα στην αρχική του μορφή (από τη βιομηχανική επανάσταση και ύστερα) το προάστιο (suburb) είναι «μια οικιστική περιοχή που αναπτύσσεται στα περίχωρα μιας πόλης ή ενός αστικού κέντρου. Ο όρος συνήθως αναφέρεται σε περιοχές με αραιή ή χαμηλή δόμηση, με κατοικίες που στεγάζουν μία οικογένεια έκαστη και χρησιμοποιούνται κυρίως για οικιστικές ανάγκες, με καθημερινή μετακίνηση του πληθυσμού στο γειτονικό αστικό κέντρο» 1. Με την εξέλιξη της πόλης, όμως και τη μεγέθυνσή της, κυρίως μετά τον Β ΠΠ, η έννοια του προαστίου διαφοροποιείται. Έτσι χρησιμοποιείται ο όρος μητροπολιτικό προάστιο (edge city), ο οποίος «απευθύνεται στην πρόσφατη συγκέντρωση επιχειρήσεων, εμπορικών κέντρων και κέντρων διασκέδασης σε μια περιοχή πέρα από το παραδοσιακό αστικό κέντρο και η οποία μέχρι πρότινος κάλυπτε κυρίως οικιστικές ανάγκες ή ήταν ημιαγροτική περιοχή» 2. Η διαδικασία της προαστιοποίησης με αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφεται με την έννοια της αστικής διάχυσης 3 (urban sprawl), η οποία αναπτύχθηκε μετά τον Β Π.Π.. Οι όροι «προαστιοποίηση» και «αστική διάχυση» συχνά συγχέονται (τόσο στην ελληνική, όσο και στην ξένη βιβλιογραφία), αν και έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και η πρώτη προηγείται, χρονικά, της δεύτερης. Στη συγκεκριμένη εργασία θα εστιάσουμε στην έννοια της προαστιοποίησης και στον τρόπο που ανασυνθέτει την κοινωνική φυσιογνωμία του αστικού (κυρίως του περιαστικού ή προαστιακού) χώρου. Το θεωρητικό υπόβαθρο της παρούσας εργασίας συντίθεται από έννοιες που υπογραμμίζουν την δυναμική σχέση χώρου και κοινωνίας όπως η κοινωνικοχωρική διαλεκτική (sosiospatial dialectic): «Υπάρχει, συνεπώς μια συνεχής αμφίδρομη διαδικασία, μια κοινωνικοχωρική διαλεκτική, στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι δημιουργούν και τροποποιούν τους αστικούς χώρους, ενώ την ίδια στιγμή, επηρεάζονται με διάφορους τρόπους από τους χώρους, στους οποίους ζουν και εργάζονται» (Lefebvre, 2000). Ο J. Remy θεωρεί, επίσης ότι, «η χωρική δομή θα πρέπει, κάθε φορά, να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο του περίπλοκου συνδυασμού, που την συνδέει με την πολιτισμική και την κοινωνική δομή» (Remy, 2004). Ο H. Lefebvre σημειώνει, αντίστοιχα, για την ιδιαίτερη σημασία του χώρου στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς ότι, «Η πόλη είναι η προβολή της κοινωνίας στο έδαφος αποτελεί το πεδίο συγκρούσεων και ανταγωνιστικών σχέσεων τον τόπο της επιθυμίας και τον τόπο των επαναστάσεων» (Lefebvre, 1968: 75-76). Η κοινωνικοχωρική διαλεκτική, λοιπόν είναι ένα υπαρκτό γεγονός, ωστόσο ο τρόπος ανάλυσής της ποικίλει. Στη 1 Βικιπαίδεια, Προάστιο. 2 Βικιπαίδεια, Μητροπολιτικό προάστιο. < 3 «Το φυσικό πρότυπο εξάπλωσης χαμηλής πυκνότητας μεγάλων αστικών περιοχών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της αγοράς. Η εξάπλωση αυτή γίνεται σε βάρος κυρίως των αγροτικών περιοχών που βρίσκονται γύρω από τις αστικές. Η διάχυση αποτελεί μία από της επικρατέστερες μορφές της αστικής ανάπτυξης η οποία δεν βασίζεται και τόσο στον σχεδιασμό και στον έλεγχο της χωρικής οργάνωσης. Πρόκειται για μία πρόχειρη ανάπτυξη, διασκορπισμένη και συνήθως ασυνεχή, που αφήνει ενδιάμεσα κενά τμήματα αγροτικής γης. Οι διάχυτες πόλεις είναι το αντίθετο από τις συμπαγείς πόλεις- δηλαδή γεμάτες από κενούς χώρους οι οποίοι συνιστούν τη μη αποτελεσματική ανάπτυξη και φωτίζουν τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης αύξησης» (EEA, 2006). 11

13 συγκεκριμένη περίπτωση θα εξετάσουμε την κοινωνικοχωρική διαλεκτική από την πλευρά της έκφρασης της κοινωνικής διαφοροποίησης πάνω στο επίπεδο του χώρου. Η έκφραση της κοινωνίας, στο χώρο (τον αστικό συγκεκριμένα), δεν διαδραματίζεται συνολικά (ολιστικά), αλλά μέσα από τα υποσύνολα που την απαρτίζουν (διαφορετικές κοινωνικές ομάδες), τα οποία βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση ή και ανταγωνισμό, στην προσπάθεια για επίτευξη καλύτερης ποιότητας διαβίωσης (όπως θεωρούν και οι κοινωνιολόγοι της Σχολής του Σικάγο). Η υπόσταση της κοινωνίας βασίζεται, βέβαια, στον άνθρωπο. Η πόλη, σύμφωνα με τον R. Park είναι: «η πιο συνεπής και συνολική, η πιο επιτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακατασκευάσει τον κόσμο στον οποίο ζει ώστε να συμφωνεί περισσότερο με τις επιθυμίες της καρδιάς του. Αλλά, αν η πόλη είναι ο κόσμος που κατασκεύασε ο άνθρωπος, είναι και ο κόσμος στον οποίο είναι στο εξής καταδικασμένος να ζει. Έτσι, έμμεσα, και χωρίς καμία σαφή αίσθηση της φύσης της αποστολής του, φτιάχνοντας την πόλη ο άνθρωπος ξαναέφτιαξε τον εαυτό του» (Harvey, 2008). Στα πλαίσια αυτά, η κοινωνική διαφοροποίηση εκφράζεται μέσω της πολιτισμικής διαφορετικότητας μεταξύ των ατόμων ή μεταξύ ευρύτερων ομοιογενών πληθυσμιακών συνόλων διαφορετικότητα, η οποία ανάγεται στο αίσθημα της «ταυτότητας» και στη συσχέτιση με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ή εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσονται στη σύγχρονη πόλη. Η σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα συνονθύλευμα των συγκεκριμένων διαδικασιών, συνιστώντας ένα περίπλοκο και εξελισσόμενο αστικό τοπίο. Στη συγκεκριμένη εργασία, έτσι, θα εξετάσουμε την κοινωνική διαφοροποίηση μέσα από ευρύτερα πλαίσια. Δηλαδή, πιο συγκεκριμένα θα ορίσουμε ευρύτερα πληθυσμιακά σύνολα, που παρουσιάζουν όμοια κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία, με σκοπό την αποτύπωση των μεταξύ τους σχέσεων, όσον αφορά τη χωροθέτησή τους στον αστικό χώρο. Δηλαδή, το κατά πόσο διαιρεμένος/κατακερματισμένος ή κοινωνικά διαχωρισμένος εμφανίζεται ο αστικός χώρος, στα πλαίσια της προαστιοποίησης, και συγκεκριμένα για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Θα πρέπει να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ανοίγοντας μια παρένθεση, ότι, ο χώρος δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από τα κοινωνικά υποσύνολα ή υποκείμενα (άτομα), αλλά ποικίλει ανάλογα με την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία αυτών, γεγονός το οποίο ξεφεύγει, σε πολλές περιπτώσεις από τις επιδιώξεις του σχεδιασμού (πχ διαφορετικές χρήσεις ενός πάρκου άσχετα με τις επιδιώξεις του σχεδιασμού) (Stevenson, 2007: 78). Έτσι, ο σχεδιασμός, καθώς εξ ορισμού κινείται στα πλαίσια της επιδίωξης ενός ποιοτικότερου και λειτουργικότερου χωρικού προτύπου, με σκοπό την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, θα πρέπει πρωτίστως να λαμβάνει υπόψη του τις συνιστώσες εκείνες που θα επιτρέψουν την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την επίτευξη της συνολικής κοινωνικής ευημερίας. Δηλαδή θα πρέπει να εξετάζεται ο χώρος κοινωνιολογικά, ώστε να κατανοηθούν τα αντίστοιχα και πραγματικά/υπαρκτά προβλήματα και αντίστοιχα, να ληφθούν οι καταλληλότερες αποφάσεις. Καθοριστικό ρόλο στη συγκεκριμένη διαδικασία καταλαμβάνει το πολιτικό πλαίσιο, το οποίο όμως, σήμερα επικεντρώνεται περισσότερο στην επιδίωξη της οικονομικής μεγέθυνσης, παρά στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων (ή στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους και των οικονομικών συμφερόντων η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει, εξ ορισμού την αυξανόμενη κατανάλωση φυσικών πόρων), ένα πλαίσιο που υπάγεται, εξ ορισμού στο καπιταλιστικό σύστημα. Παρ όλο που 12

14 υποστηρίζεται ότι η οικονομική μεγέθυνση θα επιφέρει και κοινωνική ευημερία (στα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης), στην πράξη αυτό που συμβαίνει, και είναι ευδιάκριτο γεγονός σε πολλές περιπτώσεις, είναι να εντείνεται ο κοινωνικός διαχωρισμός και οι γενικότερες κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις, πράγμα που εκφράζεται εύστοχα από τα λαϊκά στρώματα με τη ρήση: «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Είναι δεδομένη, λοιπόν, η άνιση διανομή του πλούτου στην κοινωνία, ενώ σε συνδυασμό με την (υλιστική) εξάρτηση της ευημερίας των ατόμων από οικονομικούς παράγοντες στη σημερινή κοινωνία, προκύπτει η βασική ανάγκη αλλαγής του συγκεκριμένου κατεστημένου. Και εδώ είναι που θα διαδραματίσει τον αναμενόμενό του ρόλο, ο σχεδιασμός, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι, ως κοινωνικά όντα. Δηλαδή, κλείνοντας την παρένθεση για τον ρόλο και τις ηθικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις του σχεδιασμού, για να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές συγκρούσεις και ανισότητες, θα πρέπει, από τη μια, ο σχεδιασμός να εστιάζει στην εύρεση τρόπων, που θα επιφέρουν την κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη, και από την άλλη θα πρέπει ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι άνθρωποι να αναθεωρήσουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την κοινωνική διαφοροποίηση και να την αποδεχθούν, ως κάτι το αναπόφευκτο, αλλά και γεγονός, το οποίο θα αναδεικνύει την πρόοδο της κοινωνίας και της ευημερούσας συλλογικής διαβίωσης. Θα πρέπει, δηλαδή να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ σχεδιασμού και «κοινωνικής συμπεριφοράς» σε σχέση με την οικονομική διάσταση της οργάνωσης της κοινωνίας. Στην παρούσα εργασία, λοιπόν, θα εστιάσουμε στην κοινωνιολογική ερμηνεία του αστικού χώρου και των ποικίλων αντιθέσεων που διαδραματίζονται σε αυτόν. Μεθοδολογικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η παρούσα εργασία στηρίχθηκε σε επιλεγμένη ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία και επιστημονικά κ.α. άρθρα, όσον αφορά το περιγραφικό και εμπειρικό κομμάτι. Να σημειώσουμε ότι, ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται ορισμοί εννοιών από την ηλεκτρονική πηγή «wikipedia» 4 (ή Βικιπαίδεια, στα ελληνικά), ωστόσο οι συγκεκριμένοι ορισμοί προκύπτουν από διασταύρωση στοιχείων με επιστημονικά άρθρα και άλλη βιβλιογραφία. Λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση ότι, η οικονομία αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα εργαλείο που διευκολύνει τον τρόπο που τα μέλη της κοινωνίας επικοινωνούν, ώστε να ικανοποιούν τις ανάγκες τους με πιο λειτουργικό τρόπο, οι δυο γενικές μεταβλητές, που θα χρησιμοποιήσουμε είναι η κοινωνία και ο χώρος, που θα αναλυθούν στα πλαίσια της προαστιοποίησης και της κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης. Προχωρώντας στο κομμάτι της στατιστικής ανάλυσης, πιο συγκεκριμένα, καθώς μελετάται η κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση και τα παραγόμενα σχήματα κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού, θα πρέπει να ορισθούν οι συγκεκριμένες μεταβλητές για τη συγκεκριμένη ανάλυση. Να τονίσουμε ότι, οι συγκεκριμένες μεταβλητές που θα χρησιμοποιηθούν, αναφέρονται στα διαθέσιμα στοιχεία των απογραφών, ενώ αποτελούν κομμάτι της ανάλυσης, που είναι ευρέως διαδεδομένο και επιστημονικά έγκυρο. Έτσι, βασική είναι η μεταβλητή των Κοινωνικο-Επαγγελματικών Κατηγοριών (ΚΕΚ σχετίζεται με την κοινωνική διαστρωμάτωση), η οποία θα συσχετιστεί με τις μεταβλητές: Επίπεδο Εκπαίδευσης, Κλάδος Απασχόλησης, Δομή Οικογένειας, Δομή Κατοικίας, στα πλαίσια της πληθυσμιακής ανάλυσης (συγκεντρώσεις και μεταβολές Έλληνες και αλλοδαποί). 4 < 13

15 Πιο συγκεκριμένα, το μεθοδολογικό πλαίσιο (το οποίο θα αναλύσουμε εκτενέστερα στο κεφ και, κυρίως στο κεφ. 3., όπου πραγματοποιείται η ανάλυση και εφαρμογή του) αναφέρεται ως εξής: 1) καθορισμός περιοχής μελέτης (όρια κεντρικού αστικού ιστού και περιαστικής ζώνης) και χωρικού επιπέδου ανάλυσης (επίπεδο Δημοτικής Ενότητας ΔΕ), 2) κατηγοριοποίηση/ομαδοποίηση των ΚΕΚ σε τρεις ομάδες (ανώτερες, μεσαίες και χαμηλές), 3) κατηγοριοποίηση/ομαδοποίηση των ΔΕ, σε ομάδες (συνολικές περιοχές), με βάση την κοινωνική τους φυσιογνωμία, η οποία προκύπτει από το βαθμό συγκέντρωσης και μεταβολής των ΚΕΚ για το διάστημα (προκύπτουν, όπως θα δούμε στο κεφ. 3. 0ι εξής περιοχές: Ανώτερες, Μεσαίες και Ανώτερες, Μεσαίες και Χαμηλότερες), 4) πληθυσμιακή/στατιστική ανάλυση μεταβλητών (αρχικά των ΚΕΚ και έπειτα των συσχετιζόμενων λοιπών μεταβλητών, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή). Σχετικά με τη δομή της εργασίας, το γενικό πλαίσιο αναφέρεται ως εξής: αρχικά παρουσιάζεται το σχετικό θεωρητικό πλαίσιο, στο οποίο θα βασισθούμε, δηλαδή της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής, ως προς την κοινωνική διαφοροποίηση και τον κοινωνικό διαχωρισμό, υπό το πρίσμα της προαστιοποίησης, έπειτα αποτυπώνεται, συνοπτικά, η ελληνική και διεθνής εμπειρία και, τέλος, η μελέτη τα περίπτωσης της Θεσσαλονίκης, όπου θα εφαρμοστεί η μεθοδολογία ανάλυσης των σχετικών μεταβλητών. Η δομή της εργασίας παρουσιάζεται αναλυτικότερα στα παρακάτω. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται, αρχικά ένα γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο αφορά την εξέλιξη της θεωρίας διαχρονικά (βασικές σχολές σκέψης) για την κατανόηση (σε κάποιο βαθμό) της πολιτισμικής υπόστασης του ανθρώπου και της κοινωνίας, όπως και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων ή κοινωνικών ομάδων στα πλαίσια της επικοινωνίας με τον αστικό χώρο (κοινωνικοχωρική διαλεκτική). Στη συνέχεια, θα διαπραγματευτούμε τις έννοιες της κοινωνικής διαφοροποίησης και του κοινωνικού διαχωρισμού και πόλωσης, όπως και τον τρόπο που αυτές συνθέτονται και αναπτύσσονται στον αστικό χώρο, στην πράξη. Θα επιχειρηθεί, δηλαδή, να απαντηθεί το ερώτημα: ποιες είναι οι συνθήκες και οι διαδικασίες που συνιστούν την κοινωνική διαφοροποίηση, πώς αυτή παράγει σχήματα κοινωνικού (ή κοινωνικοοικονομικού ή στεγαστικού) διαχωρισμού στον αστικό χώρο και πώς διαμορφώνεται η κοινωνική φυσιογνωμία αυτού, μέσω της προαστιοποίησης; Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται το εμπειρικό πλαίσιο της αστικοποίησης και κατ επέκταση της σύγχρονης προαστιοποίησης και αστικής διάχυσης, το οποίο εμφανίζει, τόσο ομοιότητες, όσο και διαφορές από περίπτωση. Η διαδικασία και η δομή της προαστιοποίησης παρουσιάζει διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά ανά περίπτωση, η οποία παράγει και τα ανάλογα αποτελέσματα στη διαίρεση και σύνθεση, τόσο του κεντρικού αστικού χώρου, όσο και του περιαστικού, αναδεικνύοντας ποικίλες μορφές και εντάσεις κοινωνικού διαχωρισμού. Θα επιχειρηθεί, δηλαδή, να απαντηθεί το ερώτημα: ποιές οι διαφορές της προαστιοποίησης, ανά τον κόσμο και πώς διαμορφώνεται ο κοινωνικός διαχωρισμός μέσα από τις δομές που παράγει η αστικοποίηση και η προαστιοποίηση; Στο Τρίτο κεφάλαιο, τέλος παρουσιάζεται, αρχικά, η ιστορική εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών και χωρικών/πολεοδομικών μετασχηματισμών της Θεσσαλονίκης, 14

16 από τη δημιουργία της πόλης έως τη σημερινή σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Με βάση την υπόθεση ότι υφίσταται ένας διαχωρισμός μεταξύ Ανατολικών Δυτικών περιοχών, ως προς την κοινωνική, οικονομική και πολεοδομική τους φυσιογνωμία, το τελικό στάδιο της εργασίας θα αναφέρεται στη σύνθεση και εφαρμογή της κατάλληλης μεθοδολογίας (όπως προκύπτει από δοκιμασμένες επιστημονικές μεθόδους), ώστε να τεκμηριωθεί η ορθότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και να αναδειχθούν νέες υποθέσεις και νέα δεδομένα. Θα επιχειρηθεί, δηλαδή, να απαντηθεί το ερώτημα: ποιά είναι η δομή, το επίπεδο και η ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης και πώς διαμορφώνεται μέσα από το φαινόμενο της προαστιοποίησης (και αστικής διάχυσης) η κοινωνική )ή κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία της πόλης και των προαστίων της; 15

17 1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ 1.1. ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΜΙΑ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΣΧΕΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ Πριν μπούμε στο κυρίως θέμα τη εργασίας, ως προς το θεωρητικό πλαίσιο, δηλαδή τη μελέτη της κοινωνικής διαφοροποίησης, ως παράγων εμφάνισης σχημάτων κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού και, γενικά, της έντασης των κοινωνικοχωρικών μετασχηματισμών στον αστικό χώρο, χρήσιμο θα ήταν να κάνουμε μια σύντομη αρχικήεισαγωγική ενδοσκόπηση στην διαχρονική εξέλιξη της θεωρίας για την κοινωνία και τον χώρο, στα πλαίσια της μεταξύ τους σχέση (κοινωνικοχωρική διαλεκτική). Ξεκινώντας με μια σύντομη αναφορά στους κλασικούς κοινωνιολόγους 5 (Marx, Weber, Durkheim) θα περάσουμε και θα εστιάσουμε στους θεμελιωτές της αστικής κοινωνιολογίας, δηλαδή των εκφραστών της Σχολής του Σικάγο (Park, Burgess, McKenzie κ.α.), για να συνεχίσουμε με την αμφισβήτησή τους από την ανάδυση της μαρξιστικής ανάλυσης από τη δεκαετία του 1960 (για την παραγωγή του αστικού χώρου Lefebvre κ.α.), για να καταλήξουμε στις, αντίστοιχου πεδίου, νεώτερες/μεταμοντέρνες θεωρήσεις ως τα τέλη του 20 ου αιώνα, κυρίως, από τους εκφραστές της Σχολής του Λος Άντζελες (Scott, Soja, Davis, Dear κ.α.). Οι κλασικοί κοινωνιολόγοι ερμηνεύουν τις μεταβολές που παρουσιάζονται στον αστικό χώρο μέσα από ένα γενικότερο πλαίσιο, που ανάγεται στη μελέτη των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και θεσμικών δομών που αφορά, δηλαδή στο σύνολο της κοινωνίας. Ωστόσο, ο καθένας επικεντρώνεται σε διαφορετικά σημεία. Ο Marx (και ο Engels) τονίζει τις αντιθέσεις που διαδραματίζονται μέσα στην κοινωνία (ταξική πάλη), όπως και την αντίθεση υπαίθρου και πόλης (κυριαρχία της πόλης στην ύπαιθρο κυριαρχία του κεφαλαίου στην εργασία) (Φραγκόπουλος, 2008: 11). Ο Weber, από την πλευρά του προσπαθεί να κατανοήσει την πόλη, δημιουργώντας ιδεατούς τύπους 6 που την ερμηνεύουν (στη βάση της κοινωνιολογίας). Ο Durkheim, τέλος, βασίζει την ερμηνεία του για την πόλη στη μελέτη της βάσης της κοινωνικής συνοχής, μέσα από τη μελέτη συγκεκριμένων μεταβλητών (κοινωνική ομοιογένεια ή ετερογένεια δείκτης μέτρησης ο Νόμος), ενώ συσχετίζει τις κοινωνικές μεταβολές στην πόλη με τις μεταβολές στην ηθική της κοινωνίας Χαστάογλου (1990: 8-11). Η απαρχή/θεμελίωση της κοινωνιολογίας του χώρου συνίσταται στη Σχολή του Σικάγο, η οποία αναδύθηκε από τις αρχές του 20 ου αι. και προτείνει την οικολογική 5 Δεν θα εστιάσουμε στις συγκεκριμένες προσεγγίσεις, αλλά στις προσεγγίσεις των νεότερων επιστημόνων (από τη δεκ. του 60 και μετά), οι οποίες βασίζονται σε προσεγγίσεις των κλασικών κοινωνιολόγων, ενώ εξειδικεύονται περισσότερο στο πεδίο τη πόλης και αντίστοιχα της κοινωνίας της πόλης. 6 Ο ιδεατός τύπος του Weber για την πόλη αφορά τις δυο κρισιμότερες, για αυτόν, πλευρές της : την οικονομική και την πολιτική οργάνωση της πόλης. Σύμφωνα με την πρώτη, η πόλη είναι μια αγορά, στην οποία υπάρχει συγκέντρωση κατοίκων που ζουν κυρίως από το εμπόριο και τις τέχνες, παρά από τη γεωργία. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η πόλη θεωρείται μια κοινότητα με ειδικές πολιτικές και διοικητικές ρυθμίσεις. 16

18 προσέγγιση (και αντίστοιχα τις οικολογικές διαδικασίες επιρροή από τον Δαρβίνο), σύμφωνα με την οποία «η ζωή των ανθρώπων είναι στενά δεμένη με τη μοίρα των άλλων ειδών, καθώς και με τις συνθήκες που επιβάλλονται από τη φύση» (Νικολαΐδου, 1993: 179). Οι κοινωνικοί μηχανισμοί ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα ανταγωνισμού και προσπάθειας επιβίωσης ανάμεσα, στη φύση, τους ανθρώπους και τα άλλα έμβια όντα. «Το τελικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού είναι ένα σύνολο δραστηριοτήτων, που αποτυπώνονται σε συγκεκριμένα χωρικά σχήματα και συνδέονται με χωρικές σχέσεις» (Νικολαΐδου, 1993: 179). Η κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή, συνιστά τον ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κατ επέκταση τη διαμόρφωση σχημάτων κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού (όπως θα εξηγήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο), τα οποία και αποτυπώνονται στα ιδεοτυπικά μοντέλα 7 εσωτερικής οργάνωσης και επέκτασης των πόλεων, που δημιουργούν οι εκφραστές της οικολογικής προσέγγισης (βλ. σχήματα 1,2 και 3 στο παράρτημα). Στα πλαίσια, λοιπόν, της οικολογικής προσέγγισης, όπως περιγράφει και η Νικολαΐδου (1993: 181), οι βασικότερες οικολογικές διαδικασίες που διαδραματίζονται στον αστικό χώρο είναι οι εξής: α) συγκέντρωσης (concentration): ατόμων και δραστηριοτήτων σε περιοχές με ευνοϊκότερες συνθήκες για την ικανοποίηση αναγκών. β) Κεντρικότητας (centralization): πύκνωση ατόμων και δραστηριοτήτων σε κεντρικά σημεία της πόλης. γ) Εξειδίκευσης (specialization): συγκέντρωση σε διαφορετικές υποπεριοχές της πόλης με παρόμοια χαρακτηριστικά. δ) Εισβολής (invasion): οι προαναφερθέντες περιοχές, «απειλούνται» από άλλες κοινωνικές ομάδες που τις διεκδικούν, πράγμα που συμβαίνει παράλληλα με τη μεγέθυνση της πόλης και τις μεταβολές των ανθρώπινων αναγκών, όπως και στον τρόπο ικανοποίησης αυτών. ε) Διαδοχής (succession): μετά την εισβολή παρατηρούνται μεταβολές ως προς τη χωρική κατανομή του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων, οπότε με τη διαδοχή των κοινωνικών ομάδων αλλάζει και η κοινωνικοχωρική (και η οικονομική) οργάνωση των περιοχών, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, των νέων ομάδων. στ) Αποκέντρωσης (decentralization): τάση μερικών κοινωνικών ομάδων και λειτουργιών να απομακρύνονται από τα κεντρικά σημεία, λόγω προβλημάτων που επιφέρει ο συνωστισμός ανθρώπων (και υποδομών) και δραστηριοτήτων, δεδομένων, όμως και των αλλαγών που επιφέρει η τεχνολογική πρόοδος (ανάπτυξη μεταφορικών μέσων και δικτύων, προσβασιμότητα κτλ), όπως και εισοδηματικών μεταβολών (αύξηση). ζ) Τυποποίησης (routinization): η ρουτίνα που εμφανίζεται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων (δραστηριότητες όπως η καθημερινή μετακίνηση από τον τόπο κατοικίας στον τόπο εργασίας). η) Κυριαρχίας: αφορά την ολοκλήρωση διάφορων δραστηριοτήτων σε μια περιοχή (οικονομική, πολιτική, ιδεολογική ή να αφορά ένα εξειδικευμένο προϊόν ή κάποιος συνδυασμός όλων αυτών). Οι περιοχές αυτές επηρεάζουν η μια την άλλη, ενώ μπορεί κα να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους, καθώς δημιουργούνται εμφανίζονται συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ τους και εμφανίζονται σχέσεις εξάρτησης. Αξίζει να αναφέρουμε στο συγκεκριμένο σημείο τον Wirth, ο οποίος είναι επίγονος της Σχολής του Σικάγο, ωστόσο διαφοροποιήθηκε από την οικολογική προσέγγιση, 7 Μοντέλο ομόκεντρων ζωνών του Burgess, μοντέλο υποθετικής διάρθρωσης χρήσεων του αστικού εδάφους στη βάση των ακτινωτών τομέων του Hoyt, μοντέλο υποθετικής διάρθρωσης της πόλεως στη βάση των πολλαπλών πυρήνων των C. D. Harris και E. L. Ullman. 17

19 επιχειρώντας να ορίσει την πόλη κοινωνιολογικά. Θεωρεί πως ο αστισμός απορρέει από τέσσερα κυρίαρχα χαρακτηριστικά: μέγεθος, πυκνότητα, διάρκεια και πληθυσμιακή ανομοιογένεια. Θεωρεί, λοιπόν ότι, το (μεγάλο) μέγεθος επηρεάζει αρνητικά την επικοινωνία και τις σχέσεις (απρόσωπες, επιφανειακές) μεταξύ των ανθρώπων, αντίθετα από ότι συμβαίνει στις μικρές κοινότητες. Επίσης, θεωρεί ότι, η αύξηση της πυκνότητας στην πόλη συνεπάγεται και την ένταση της κοινωνικής διαφοροποίησης (πολυπλοκότητα της κοινωνικής δομής της πόλης κοινωνική ετερογένεια). Στη σύγχρονη πόλη (μεγάλο μέγεθος και ετερογένεια) οι άνθρωποι προσαρμόζουν την κοινωνικότητα και τα πολιτισμικά πρότυπά τους σε μια πιο τυπική μορφή, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση επιφανειακών κοινωνικών σχέσεων και κατ επέκταση την «ψυχική υπερφόρτωση», μια κατάσταση που οδηγεί στο άγχος και στη νευρική υπερένταση. Το τελικό αποτέλεσμα, έτσι, είναι η αύξηση των περιστατικών «κοινωνικής δυσλειτουργικότητας», της μοναξιάς και των διανοητικών διαταραχών, καθώς και ο πολλαπλασιασμός των παρεκκλίνουσων συμπεριφορών (Νικολαΐδου, 1993: 188). Με βάση, λοιπόν, τις θεωρήσεις του Wirth θα μπορούσαμε να εξάγουμε την εξής υπόθεση (με κάθε επιφύλαξη): αφού ο κεντρικός αστικός χώρος παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά του μεγέθους, της πυκνότητας και της ανομοιογένειας, με αποτέλεσμα την κοινωνική δυσλειτουργικότητα, στις προαστιακές περιοχές, αντίθετα, που έχουν σαν χαρακτηριστικά (καθώς ο χαρακτήρας των προαστίων παρουσιάζεται διαφοροποιημένος και με ποικίλα χαρακτηριστικά, ανά περίπτωση), μικρότερο μέγεθος (κυρίως οι οργανωμένες συνεκτικές προαστιακές περιοχές ή κοινότητες), μικρή πυκνότητα και μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομοιογένεια, το αποτέλεσμα θα είναι, αντίστοιχα, η «κοινωνική λειτουργικότητα», δηλαδή ομαλότητα - ανυπαρξία ή ελαχιστοποίηση παρεκκλίνουσων συμπεριφορών, πράγμα το οποίο θα αναλύσουμε εκτενέστερα στο κεφάλαιο 1.5. Τη δεκαετία του , όπου συνίσταται, γενικά, ένα κλίμα πολιτικής αμφισβήτησης συνοδευόμενο από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του 68 στο Παρίσι, την Πράγα και αλλού, αναδύονται εκ νέου η μαρξιστική θεωρία (παράλληλα και βεμπεριανές θεωρήσεις 8, αλλά αναδύονται και οι φεμινιστικές), με τις θεωρήσεις των εκφραστών της Σχολής του Σικάγο να αμφισβητούνται. Η συγκεκριμένη αμφισβήτηση ξεκινά με τη δημοσίευση του έργου του H. Lefebvre «Το δικαίωμα στην πόλη» το Ο Lefebvre εστιάζει στην κοινωνικοχωρική διαλεκτική (την οποία θα περιγράψουμε παρακάτω) και συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο παράγεται ο χώρος, συσχετίζοντάς τον με τις κυρίαρχες κοινωνικο-οικονομικές δομές, δίνοντας έμπνευση/επιρροή σε σημαντικούς επιστήμονες, όπως ο Castells, ο Harvey και ο Remy (Φραγκόπουλος, 2015:30). Σύμφωνα με τον Harvey, ο αστισμός είναι μια όψη του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, που προέκυψε από τη διάδοση του βιομηχανικού καπιταλισμού. Τονίζει το γεγονός ότι, στον σύγχρονο αστισμό ο χώρος αναδομείται συνεχώς, με κύριο παράγοντα τη διαδικασία και τον τόπο χωροθέτησης επιχειρήσεων (βιομηχανιών κλπ), πράγμα το οποίο 8 Οι βεμπεριανοί κοινωνιολόγοι στην Αγγλία εισάγουν τις έννοιες της αστικής διαχείρισης και των στεγασμένων κοινωνικών τάξεων. Κάνουν λόγο για συλλογικά υποκείμενα, τους «αστικούς διαχειριστές» (χωροτάκτες, πολεοδόμοι, μεσίτες, κοινωνικοί λειτουργοί κ.α.), όπου οι θεσμικές θέσεις που κατέχουν, μαζί με το κράτος διαμορφώνουν τη δομή της εξουσίας, στην «αστική διαχείριση» και την κατανομή/χωροθέτηση των πόρων (κατοικία, υπηρεσίες κλπ). 18

20 συμβάλλει στην επόμενη έλξη/χωροθέτηση κατοικιών. Ο Castells, με τη σειρά του, και σε αντίθεση με τους κοινωνιολόγους της Σχολής του Σικάγο, βλέπει την πόλη, όχι μόνο ως μια αστεακή περιοχή, αλλά και ως αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών της συλλογικής κατανάλωσης (βασικό στοιχείο του βιομηχανικού καπιταλισμού). Θεωρεί ότι η φύση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και η διαμόρφωση του αστικού χώρου δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, αλλά ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι αγώνες από τις μη προνομιούχες ομάδες για την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Και οι δυο, πάντως, θεωρούν πως οι πόλεις είναι σχεδόν αποκλειστικά τεχνητά περιβάλλοντα, τα οποία κατασκευάζουμε εμείς οι ίδιοι. Η αντίθεση ως προς τους εκφραστές της Σχολής του Σικάγο, έγκειται στο ότι δίνεται έμφαση, πλέον, όχι στις οικολογικές διαδικασίες στον αστικό χώρο, αλλά στο πώς η γη και το ανθρωπογενές περιβάλλον αντανακλούν τα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα δύναμης (Giddens, 2002: ). Πρόκειται για «καθαρή» αντίθεση, όμως ή μπορούν να συνδυαστούν οι δυο προσεγγίσεις σε ένα συνολικό αποτέλεσμα; Την απάντηση δίνουν οι Logan & Molotch (1987), οι οποίοι, σύμφωνα με την αναφορά του Giddens (2002: ), πρότειναν μια προσέγγιση όπου οι προσεγγίσεις των Harvey και Castells συμπληρώνουν αυτές των εκφραστών της Σχολής του Σικάγο. Πιο συγκεκριμένα, συμφωνούν με τους πρώτους στο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής ανάπτυξης επηρεάζουν άμεσα την αστεακή ζωή, ωστόσο σημαντικοί είναι και οι παράγοντες, κατά τους δεύτερους, που σχετίζονται με τον τρόπο που οι ομάδες ανθρώπων θέλουν να χρησιμοποιούν τους διαθέσιμους πόρους. Για παράδειγμα, μια πολυκατοικία, οι ιδιοκτήτες τη βλέπουν σαν πηγή εισοδήματος από τα ενοίκια (οικονομικά χαρακτηριστικά), ενώ οι κάτοικοί της τη βλέπουν σαν «κατοικία». Πρόκειται, δηλαδή, για αντιθέσεις μεταξύ των οικονομικών διαδικασιών και των κοινωνικοπολιτισμικών, που δημιουργούν το συνονθύλευμα εκείνο που επηρεάζει τη διαμόρφωση του αστικού χώρου, εξελικτικά (αντιθέσεις, οι οποίες οδηγούν σε συγκρούσεις πολλές φορές με ανάλογα αποτελέσματα). Στη σύγχρονη πόλη, όπου αναπτύσσεται έντονη κοινωνική πολυμορφία και αντιθέσεις, μεταβάλλονται αντίστοιχα και τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας, παράλληλα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές μεταβολές. Η μαρξιστική ανάλυση εισάγει την έννοια της αλλοτρίωσης, η οποία αναφέρεται στον ελάχιστο έλεγχο των εργατών στον παραγόμενο πλούτο (γνωστός ως υπεραξία), ενώ αυτή προκύπτει από την εξάρτηση του ατόμου από τις ανάγκες που παράγει η πόλη. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία, όπου συντελείται αυξανόμενη αστική διάχυση (ενοποίηση αστικού με τον αγροτικό χώρο) και εντείνεται η συλλογική κατανάλωση, σύμφωνα με την μαρξιστική ανάλυση, οι νέες ανάγκες που προκύπτουν ωθούν στην παραγωγή νέων μέσων ικανοποίησής τους και κατ επέκταση σε νέες κοινωνικές σχέσεις και κατ επέκταση στην υλιστική αλληλεξάρτηση των ανθρώπων (υλιστική κοινωνία) (Φραγκόπουλος, 2008: 13). Σύμφωνα με τις θεωρήσεις του Durkheim, αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, στη σύγχρονη κοινωνία έχει αλλοιωθεί η συλλογική ηθική, λόγω της έντονης κοινωνικής ετερογένειας, με τα άτομα να «απολαμβάνουν» τις συνθήκες ανομίας και ελευθερίας της πόλης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση (από την ηθική αποδιοργάνωση) κοινωνικών προβλημάτων, με χαρακτηριστικότερο τη δυστυχία (malaise) (Χαστάογλου: 1990: 3). 19

21 Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, η νεώτερη εξέλιξη της θεωρίας (από τη δεκαετία του 60 και ύστερα), ως προς την πολιτισμική γεωγραφία, κινείται στα πλαίσια της έμφασης στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας και τη διυποκειμενικότητα στη διάρθρωση του αστικού τοπίου, που δεν κατασκευάζεται μόνο από τον ανταγωνισμό και τις οικονομικές διαδικασίες, αλλά και από ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές αξίες (Λεοντίδου, 1989:393). Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, σημαντική επιρροή στην εξέλιξη της θεωρίας, αποτέλεσε ο Michel Foucault, ο οποίος ασχολήθηκε με τη σχέση μεταξύ του χώρου, της κοινωνίας, της γνώσης και της εξουσίας. Ο κοινωνικός χώρος θεωρεί ότι είναι ένα είδος μήτρας ή έξης (habitus) των κοινωνικών πρακτικών και, παράλληλα ένα από τα κύρια συστατικά των τεχνικών εξουσίας. «Ο χώρος έχει θεμελιώδη σημασία για κάθε μορφή κοινωνικής ζωής. Ο χώρος έχει θεμελιώδη σημασία για την άσκηση κάθε μορφής εξουσίας» (Foucault, 1980: 70). Σημαντική επιρροή άσκησε, επίσης και ο Pierre Bourdieu, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει η Τσακιστράκη (2007), προσπαθεί να αναδείξει το γεγονός ότι η κουλτούρα, αποτιμώμενη ως πολιτισμικό κεφάλαιο, λειτουργεί διακριτά ως προς τις κοινωνικές τάξεις, θεμελιώνοντας εξουσιαστικούς διαχωρισμούς. Ο κοινωνικός χώρος, θεωρεί ότι διαρθρώνεται με βάση την κατανομή του οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου 9, που αποτελούν κεντρικούς άξονες διαφοροποίησης ως προς την ταυτότητα των υποκειμένων. Δηλαδή, «ο Bourdieu καταθέτει μια αντίληψη για τον κοινωνικό χώρο με κεντρικό άξονα τις αναπαραγόμενες σχέσεις κυριαρχίας, που διαιρούν τις κοινωνικές τάξεις» (Τσακιστράκη, 2007). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ξεκινά να αναδεικνύεται η Σχολή του Λος Άντζελες, με κύριο εκφραστή τον Allen J. Scott, αρχικά (και στη συνέχεια με τους E. Soja, M. Davis, M.J Dear κ.α.) και στόχο τη διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου, σε αντίθεση με αυτό της Σχολής του Σικάγο, το οποίο θα προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες που αναδεικνύονται στις μητροπολιτικές περιοχές (παγκόσμιες μητροπόλεις), με υπόδειγμα την πόλη του Λος Άντζελες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Dear (2002: 24), βασικά στοιχεία του νέου θεωρητικού πλαισίου, που διαφοροποιούνται από αυτό της Σχολής του Σικάγο, αναφέρονται ως εξής: οι αστικές περιφέρειες οργανώνουν αυτό που απομένει από το κέντρο, δηλαδή η πόλη δεν οργανώνεται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, αλλά αναδεικνύονται οι διαδικασίες που διαμορφώνονται στην περιαστική περιοχή. Επιχειρείται, έτσι στη συνέχεια, μια κατηγοριοποίηση των σύγχρονων πόλεων, η οποία αναφέρεται ως εξής: α) η Παγκόσμια Πόλη, όπου υπάρχει η αναγκαιότητα για λίγα κέντρα εντολών και ελέγχου σε μια οικονομία υπό παγκοσμιοποίηση, β) η Διπλή Πόλη, όπου συσσωρεύεται αυξανόμενος κοινωνικός διαχωρισμός και πόλωση (τις συγκεκριμένες έννοιες θα περιγράψουμε παρακάτω αναλυτικότερα), γ) η Υβριδική Πόλη, όπου αναδεικνύεται ο κοινωνικοχωρικός κατακερματισμός (πολιτισμική πολυμορφία) και δ) η Κυβερνόπολη, που αποτελεί πρόκληση για την εποχή της πληροφορίας, καθώς η καθιέρωση της ικανότητας για διασύνδεση αντιπαρέρχεται τους περιορισμούς του χώρου. 9 Η κατοχή πολιτισμικού κεφαλαίου, θεωρεί ότι pπροκύπτει αποκλειστικά από την κοινωνική θέση του κάθε ατόμου, όπως αυτή παραχωρείται από τις κοινωνικές δομές δηλαδή, από την ειδική του κοινωνική καταγωγή. Σε κάθε δεδομένη κοινωνική θέση αντιστοιχεί μια έξη (habitus), που αντανακλά τη σχέση κάθε τάξης, άρα και κάθε ατόμου που ανήκει στη συγκεκριμένη τάξη, με την κουλτούρα, αλλά και με τον κόσμο. 20

22 O Soja, από την πλευρά του εισάγει την έννοια της Μεταμητρόπολης, αναφερόμενος στο Λος Άντζελες και αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά που την συνθέτουν (βλ. Soja, 1995: ), πράγμα το οποίο δεν θα αναλυθεί στην παρούσα φάση, καθώς δεν μπορεί να προκύψει άμεση συσχέτιση με την πόλη της Θεσσαλονίκης (στην οποία συνίσταται η παρούσα εργασία). Πάντως, μπορούμε να σημειώσουμε ότι, για να χαρακτηριστεί μια πόλη ως μεταμητρόπολη, θα πρέπει να έχει δεχθεί τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης, να κυριαρχεί η έμφαση στην διασύνδεση, την τεχνολογία, την ευέλικτη εξειδίκευση στην εργασία και την περιβαλλοντική αειφορία, να αποδέχεται τις μεταβολές που επιφέρουν οι κοινωνικές αλλαγές, όπως και γενικά, την διαφορετικότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα, ενώ η πόλη θα πρέπει, παράλληλα, να διαθέτει την απαραίτητη θεσμική ικανότητα, χωρίς να χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό των υπηρεσιών. Κλείνοντας το συγκεκριμένο κεφάλαιο, θα αποτυπώσουμε την έννοια της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής, η οποία αποτελεί και το βασικό θεωρητικό υπόβαθρο, για την παρούσα εργασία. Η κοινωνικοχωρική διαλεκτική πηγάζει από τη μαρξιστική ανάλυση και περιγράφει την αμφίδρομη διαδικασία και την αλληλεξαρτώμενη σχέση μεταξύ κοινωνίας και χώρου. Όπως περιγράφουν οι Knox & Pinch (2009: 38), οι αστικοί χώροι δημιουργούνται και διαμορφώνονται από τους ανθρώπους, με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους (είτε λειτουργικές, είτε ποιοτικές). Ταυτόχρονα, όμως οι άνθρωποι επηρεάζονται από το φυσικό περιβάλλον (όπως και από τους ανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή) και αντίστοιχα προσαρμόζονται στις περιβαλλοντικές/χωρικές συνθήκες. Έτσι δημιουργούνται εξελικτικές αλληλεπιδραστικές σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και χώρου, μέσα από τις οποίες εκφράζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ό αστικός χώρος, ως παράγωγο της αστικοποίησης και κατ επέκταση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων που αναπτύσσονται σε αυτόν, με αποτέλεσμα την πολυποίκιλη διαμόρφωση των κοινωνικοχωρικών δομών. Σύμφωνα με τους Dear & Wolch (1989:9), διακρίνονται τρεις βασικές όψεις της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής: α) Διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων οι κοινωνικές σχέσεις συγκροτούνται μέσω του χώρου, όπως όταν τα χαρακτηριστικά της περιοχής κατοικίας επηρεάζουν τις διευθετήσεις για εγκατάσταση. β) Διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων οι κοινωνικές σχέσεις εμποδίζονται από το χώρο, όπως στην περίπτωση της αδράνειας που επιβάλλει η παρουσία ενός απαρχαιωμένου δομημένου χώρου ή όταν το φυσικό περιβάλλον διευκολύνει ή εμποδίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα. γ) Διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων οι κοινωνικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από τον χώρο, όπως όταν η γενική επίδραση της «τριβής της απόστασης» διευκολύνει την ανάπτυξη ευρείας ποικιλίας κοινωνικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων και των πρακτικών της καθημερινής ζωής. Άρα λοιπόν, όπως τονίζουν και οι Knox & Pinch (2009:39), ο χώρος από μόνος του συμβάλλει τόσο στα σχήματα αστικής ανάπτυξης, όσο και στη φύση των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων μέσα στην πόλη. Για παράδειγμα, ο χώρος και η απόσταση επηρεάζουν σημαντικά τη συγκρότηση κοινωνικών δικτύων στην πόλη. Παράλληλα η εδαφοκυριαρχία αποτελεί βασικό παράγοντα στην ανάπτυξη χωρικά διακριτών κοινωνικών περιβαλλόντων (πχ. Περιοχές ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων ή γκέτο). Τα διακριτά αστικά κοινωνικά περιβάλλοντα δημιουργούνται ως 21

23 αποτέλεσμα ταξικών αντιθέσεων και ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνικών ομάδων για την κατάκτηση ποιοτικών φυσικών περιοχών, σε συνδυασμό με την λειτουργικότερη εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Ο τρόπος, βέβαια, που επικοινωνούν μεταξύ τους η κοινωνία και ο χώρος ποικίλει, ενώ σημαντικοί παράγοντες αποτελούν και το θεσμικό πλαίσιο και γενικότερα και οι πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες (παράλληλα με τις πολιτισμικές) που αναπτύσσονται στην κοινωνία. Ωστόσο, στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στις κοινωνικοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν την παραγωγή του αστικού χώρου και τη διαμόρφωση της προαστιοποίησης. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, λοιπόν, δείξαμε κάποιες από τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις (από τη Σχολή του Σικάγο στη Σχολή του Λος Άντζελες), που συνιστούν την εξέλιξη στη θεωρία για την κοινωνιολογία του αστικού χώρου, για μια γενική θεώρηση της πόλης, στα πλαίσια της μελέτης της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής στη διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση του αστικού χώρου. Όπως είδαμε, οι συγκεκριμένες θεωρήσεις, εξελικτικά, διαφοροποιούνται η μία από την άλλη ή και εκφράζουν στοχασμένες αντιθέσεις. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, όμως, θα λέγαμε ότι, άσχετα με τις αντιθέσεις που διαμορφώνονται εξελικτικά, στην ουσία η μια θεώρηση μπορεί να συμπληρώσει την άλλη, ώστε να εξαχθεί μια πιο πολύπλευρη εικόνα της πραγματικότητας, πράγμα το οποίο επιχείρησαν οι Logan & Molotch (1987). Στη συγκεκριμένη λογική, λοιπόν, θα βασιστούμε και στα επόμενα κεφάλαια, όπου υιοθετώντας προσεγγίσεις από κάθε «σχολή σκέψης», θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε την θεωρητική ανάλυση, πιο συγκεκριμένα στη βάση της ερμηνείας των ενδοκοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, οι οποίες διαμορφώνουν τις σύγχρονες κοινωνικοχωρικές δομές της πόλης. Δηλαδή το πώς οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις (σε συνδυασμό με τις οικονομικές) επηρεάζουν την παραγωγή του αστικού χώρου και αναδεικνύουν σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, θα αναδείξουμε την πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα από εκείνα τα στοιχεία που επηρεάζουν τον τρόπο που παράγεται (κοινωνικά) και μετασχηματίζεται ο αστικός χώρος. Μελετώντας την κοινωνική διαφοροποίηση και τα σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού στον αστικό χώρο, χρήσιμη είναι αρχικά, η αποσαφήνιση κάποιων βασικών εννοιών, οι οποίες μπορούν να περιγράψουν την «κοινωνική ιδιοσυγκρασία» της πόλης, ώστε μπορέσουμε να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τις μορφές ή και τα αίτια κοινωνικής διαφοροποίησης στον αστικό χώρο. 22

24 Ο όρος κουλτούρα (culture) περιγράφει ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο δύσκολα συνοψίζεται σε έναν ορισμό. Ωστόσο, κάποια βασικά χαρακτηριστικά που την περιγράφουν, αναφέρονται ως «τρόποι ζωής» και είναι τα εξής: α) Οι αξίες που έχουν οι άνθρωποι (ιδανικά, φιλοδοξίες, τρόποι συμπεριφοράς κλπ). β) Τα πρότυπα που οι άνθρωποι ακολουθούν (προσωπικοί κανόνες και αρχές, κοινωνικοί θεσμοί κλπ). γ) Τα υλικά αντικείμενα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν (καταναλωτικά αγαθά, μεταφορικά μέσα, τύπος κτηρίων κλπ) (Knox & Pinch, 2009: 98). Με τον όρο ταυτότητα (identity) εννοείται η άποψη που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους. Γενικότερα, η ταυτότητα διαμορφώνεται από την επίδραση πολλών παραγόντων, όπως η τάξη, η ηλικία, το επάγγελμα, το φύλο, η σεξουαλικότητα, η εθνότητα, το θρήσκευμα, ο τόπος καταγωγής κλπ. Οι διαδικασίες συγκρότησης των ταυτοτήτων επηρεάζουν σημαντικά την κοινωνική γεωγραφία των πόλεων, καθώς αποτελούν παράγοντες κοινωνικού και στεγαστικού διαχωρισμού (που προκύπτει δηλαδή από την ένταση της κοινωνικής διαφοροποίησης), στα πλαίσια της διαμόρφωσης κοινωνικών ομάδων με μέλη όμοιας ταυτότητας (Knox & Pinch, 2009: 102). Με τον όρο κοινωνική ομάδα εννοείται «ένα σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται σε αλληλοεπίδραση σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ως προς την επίτευξη ενός σκοπού που τελικά καθορίζει και τον τύπο της ένταξής τους σε μια συγκεκριμένη ομάδα» (Dahl, 1979: 143). Η κοινωνική ομάδα είναι μια πληθυσμιακή ομάδα, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως προς το μέγεθός της, την οργάνωσή της, το βαθμό συνοχής ή ομοιογένειας των μελών που την απαρτίζουν. Καθώς στη συγκεκριμένη εργασία το επίπεδο ανάλυσης αφορά την κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση σε ευρεία πλαίσια (σύνολο πόλης), λαμβάνονται υπόψη σύνολα κοινωνιών ομάδων, τα οποία κατηγοριοποιούνται με βάση κοινά τους χαρακτηριστικά, ως προς το είδος της ανάλυσης. Δηλαδή, χρησιμοποιείται η έννοια της κοινωνικής τάξης, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την κοινωνικοοικονομική τους φυσιογνωμία και η οποία ορίζεται εξωτερικά στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων (ενώ αντίθετα μια κοινωνική ομάδα μπορεί να είναι αποτέλεσμα εκούσιας επιδίωξης αντίστοιχα μπορεί κάποιος να επιλέξει την ένταξή του σε κάποια κοινωνική ομάδα). Στη σύγχρονη κοινωνία η διαστρωμάτωση της κοινωνίας επιχειρείται να εννοιολογηθεί με την έννοια της κοινωνικής τάξης (διαφορετική έννοια από τις κάστες ή τις νομοκατεστημένες τάξεις, που αναφέρονται σε παλαιότερες περιόδους). Η κοινωνική τάξη μπορεί να ορισθεί, γενικά (καθώς υφίστανται πολλές θεωρήσεις), ως «ένα μεγάλης κλίμακας σύνολο ατόμων που μοιράζονται κοινούς οικονομικούς πόρους, οι οποίοι ασκούν ισχυρή επίδραση στον τρόπο ζωής τους. Η κατοχή πλούτου και το επάγγελμα αποτελούν τις κύριες βάσεις της ταξικής διαφοροποίησης» (Giddens, 2002: 342). Συνεχίζοντας τη διατύπωση του Giddens (2002: ), οι κύριες κοινωνικές τάξεις του δυτικού κόσμου είναι οι εξής: α) η άνω τάξη (οι πλούσιοι, εργοδότες και βιομήχανοι και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη αυτοί που κατέχουν ή ελέγχουν άμεσα τους παραγωγικούς πόρους), β) μια μεσαία τάξη (περιλαμβάνει τους επαγγελματίες, υπαλλήλους και μη χειρώνακτες εργαζόμενους), γ) μια εργατική τάξη (χειρώνακτες εργαζόμενοι), δ) διακρίνεται, επίσης και μα τέταρτη τάξη, αυτή των χωρικών, εκείνοι δηλαδή, που απασχολούνται στην 23

25 παραδοσιακή γεωργική παραγωγή. Η συγκεκριμένη τάξη, όμως αφορά, κυρίως τις περιοχές του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, όπου και είναι η πολυπληθέστερη. Οι κοινωνικές τάξεις δεν αναφέρονται στις αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για τη θέση τους, αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες που επιτρέπουν σε κάποιους να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε υλικά αγαθά (οικονομικές ανισότητες). Επίσης, οι συγκεκριμένες τάξεις αποτελούν μια γενικευμένη μορφή διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Δεν λαμβάνει υπόψη, δηλαδή, την κοινωνική διαφοροποίηση που λαμβάνει χώρα σε λεπτότερα επίπεδα ανάλυσης, όπως στο εσωτερικό μιας κοινωνικής ομάδας. Ωστόσο, αναγνωρίζεται (από τη μαρξιστική θεώρηση για την κοινωνική τάξη), ότι στο εσωτερικό των τάξεων υφίστανται, πολλές φορές και αντιθέσεις (εσωτερικές διαφοροποιήσεις). Τα άτομα, όμως, της κάθε κοινωνικής τάξης, κατέχουν και διαφορετικό κοινωνικό γόητρο ή κύρος, κατά τη βεμπεριανή θεώρηση της κοινωνικής τάξης, ανάλογα με τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας. Έτσι, ενώ η κοινωνική τάξη καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, η κοινωνική θέση των ατόμων καθορίζεται από τους διαφορετικούς τρόπους ζωής (υποκειμενικά) και πολιτισμικές αντιλήψεις (κοινωνική διαφοροποίηση), δηλαδή ανάλογα με την κουλτούρα και την αίσθηση της ταυτότητας που έχουν τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων. Ωστόσο, η κοινωνική θέση ενός ατόμου σχετίζεται, συνήθως, άμεσα με την κοινωνική τάξη στην οποία εντάσσεται (Giddens, 2002: ). Η κοινωνική διαστρωμάτωση εκφράζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στον αστικό χώρο, καθώς συχνά δημιουργούνται χωρικοί θύλακες όμοιας κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας (και ιδιαίτερα στις οργανωμένες προαστιακές περιοχές), δηλαδή διαφορετικές κοινότητες και γειτονιές. Οι κοινότητες (communities) εμφανίζονται εκεί όπου αναπτύσσεται σε έναν βαθμό κοινωνική συνοχή, στη βάση της αλληλεξάρτησης, η οποία με τη σειρά της παράγει ομοιομορφία εθίμων, προτιμήσεων, τρόπων σκέψης και ομιλίας. Οι κοινότητες είναι κόσμοι που θεωρούνται «αυτονόητοι» και ορίζονται από διάφορες ομάδες, οι οποίες μπορεί να προσδιορίζονται με βάση την τοπικότητα, το σχολείο, την εργασία ή τα μέσα επικοινωνίας και γενικά τις λειτουργίες που τη συνθέτουν. Οι γειτονιές (neighbourhoods) είναι περιοχές που περιλαμβάνουν ανθρώπους με εν γένει παρόμοια δημογραφικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραίτητα και βάση κοινωνικής διάδρασης (Knox & Pinch, 2009: 345). Η κοινωνική διαστρωμάτωση και γενικότερα η κοινωνικοπολιτισμική διαφοροποίηση που αποτυπώνονται στον αστικό χώρο με τη συγκρότηση κοινωνικά ομοιογενών χωρικών ενοτήτων, συνιστούν φαινόμενα «κοινωνικών συγκρούσεων», που προκύπτουν δηλαδή, από την προσπάθεια αποφυγής του διαφορετικού και απομόνωσης (σύγκρουση ταυτοτήτων). Οι συγκρούσεις αυτές είναι φανερές σε ατομικό επίπεδο, αλλά γίνονται αντιληπτές και από γενικότερα πληθυσμιακά σύνολα (ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων). Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες αναδεικνύεται ο ρατσισμός (racism), ο οποίος ορίζεται από τη συνειδητή ή ασυνείδητη υπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαιρεθούν σε διακριτές «φυλές» σύμφωνα με φυσικά, βιολογικά κριτήρια υπόθεση, η οποία περνά και στη διαίρεση των ανθρώπων με κοινωνικοπολιτισμικά ή κοινωνικοοικονομικά κριτήρια (πχ διαίρεση με βάση τα διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα ή το επάγγελμα) (Jackson, 1989: ). Ο ρατσισμός περιλαμβάνει και τις πολιτισμικές 24

26 διαφορές. Έτσι, παράγει μειωτικές συνδηλώσεις, τόσο για άτομα (πχ σεξουαλικότητα, εγκληματικότητα), όσο και για κοινωνικές ομάδες (πχ οικογενειακές δομές, παθολογίες που αποδίδονται σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά). Αντίστοιχα, εισάγεται και η έννοια της κοινωνικής περιχαράκωσης (social closure), σύμφωνα με την οποία, οι «νικητές» χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να ασκούν εξουσία «προς τα κάτω», αποκλείοντας τις λιγότερο ισχυρές ομάδες από επιθυμητούς χώρους και πόρους. Στη σύγχρονη εποχή κυριαρχούν οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης (οι οποίες αναδύονται ιδιαίτερα μετά τη βιομηχανική επανάσταση), οι οποίες επιδρούν ανάλογα και στην κατανομή του οικιστικού χώρου (κατανομή των χρήσεων γης και λειτουργιών). Κυρίαρχο δόγμα, λοιπόν, της σύγχρονης εποχής είναι ο ορθολογισμός και κατ επέκταση η υπόσταση του ονομαζόμενου «οικονομικού ανθρώπου» (homo economicus). Ο homo economicus, όπως σημειώνει η Λεοντίδου (2007: 104), είναι ένα μονοδιάστατο άτομο που δρα στην πράξη με ορθολογικό τρόπο, έχοντας όλη την πληροφόρηση που χρειάζεται, ώστε οι επιλογές που θα κάνει να αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της ευημερίας (οφέλους) του (πχ η επιλογή των αγαθών που θα καταναλώσει, ο τόπος εγκατάστασής του στον αστικό χώρο κτλ). Η συγκεκριμένη λογική πέρα από τα άτομα, αναφέρεται και στο επίπεδο του νοικοκυριού και επεκτείνεται στο σύνολο της κοινωνίας, όπως και στο επίπεδο της οικονομίας (πχ λειτουργία και εγκατάσταση επιχειρήσεων) και αντίστοιχα της πολιτικής. Ο ίδιος ο καπιταλισμός, λοιπόν, βασίζεται στη θεώρηση του homo economicus, ξεχνάει όμως ότι, οι άνθρωποι κάνουν επιλογές και με βάση την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία τους και όχι, απλά, για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους (στην κατανάλωση και τη στεγαστική συμπεριφορά, τουλάχιστον). Ο αστικός, χώρος, λοιπόν παράγεται ως ένα συνονθύλευμα των παραπάνω. Κλείνοντας το συγκεκριμένο κεφάλαιο αντιγράφουμε μια χαρακτηριστική περιγραφή που κάνουν οι Λαλένης, Φραγκόπουλος κ.α. (2012: 118), αναφερόμενοι στις προσεγγίσεις του Lefebvre, για τη σχέση της κοινωνίας με το αστικό τοπίο, μέσα από τα ιστορικά/πολιτισμικά πλαίσια: «τα αστικά τοπία εξάπτουν το ενδιαφέρον διότι ταυτόχρονα διατηρούν αλλά και εξαλείφουν τα σημάδια της ιστορίας. Η ιστορία της διαμόρφωσης των πολιτισμών αποτυπώνεται στο δομημένο περιβάλλον όχι μόνο με την ανθρώπινη δεξιοτεχνία (κτίρια, μνημεία), αλλά και με την ίδια την οργάνωση του χώρου. Νόμοι, κανόνες και διατάξεις δρουν στο δομημένο περιβάλλον αλλάζοντάς το, επανασυνθέτοντάς το, ή και καταστρέφοντάς το στη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης. Μ αυτό τον τρόπο ο αστικός σχηματισμός ενσωματώνει τις διαδοχικές φάσεις ελέγχου της παραγωγής και της οργάνωσης του χώρου. Σύμφωνα με τη βασική ανάλυση του Lefebvre για τη σχέση αναπαραστάσεων και χωρικής πρακτικής, ο αστικός σχηματισμός μπορεί να γίνει κατανοητός ως ένα από τα στοιχεία που συνιστούν τη συλλογική αναπαράσταση της ταυτότητας, του φύλου, της κοινωνικής τάξης και του έθνους. Στο χώρο αντανακλώνται οι κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες, ενώ ο σχεδιασμός του χώρου, ακόμη και στις πλέον ατελείς μορφές του, έχει σαφή ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο» (Λαλένης, Φραγκόπουλος κ.α., 2012: 118). 25

27 Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, λοιπόν, αποτυπώσαμε κάποιες βασικές θεωρητικές έννοιες, ως προς τις κοινωνικοπολιτισμικές δομές, οι οποίες συνδυάζονται με άλλες (οικονομικές, πολιτικές ή εξουσιαστικές) για να παράξουν/διαμορφώσουν τον αστικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, είδαμε εκείνες τις μεταβλητές, που ορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη διαμόρφωση των πληθυσμιακών συνόλων ή υποσυνόλων, δηλαδή πολιτισμικά χαρακτηριστικά (κουλτούρα, ταυτότητα, κοινωνική θέση, οικονομική υπόσταση), που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία των συγκεκριμένων συνόλων, αλλά και προσδιορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Δηλαδή, αναδεικνύονται διαφοροποιήσεις, που με τη σειρά τους μπορούν να παράξουν φαινόμενα διαχωρισμού (ρατσισμός, κοινωνική περιχαράκωση, κοινωνικός διαχωρισμός, κλπ), που συνιστούν πολλές φορές τον κατακερματισμό του αστικού χώρου σε χωρικά υποσύνολα όμοιας κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας και διαφοροποιούμενα από τα άλλα (ανάλογα με την περίπτωση σημαντικός ο παράγοντας της προαστιοποίησης, όπως θα δούμε παρακάτω). Πιο αναλυτικά, όμως θα εξετάσουμε τις συγκεκριμένες υποθέσεις ή καταστάσεις στα επόμενα κεφάλαια, όπου θα επιχειρήσουμε την εννοιολόγηση της κοινωνικής διαφοροποίησης και του τρόπου που παράγεται και αναπαράγεται ο κοινωνικός διαχωρισμός, χρησιμοποιώντας θεωρητικά εννοιολογικά εργαλεία συνδυαστικά στη λογική, δηλαδή, που ανέπτυξαν οι Logan και Molotch (1987), την οποία περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, όπως την παραθέτει ο Giddens (2002: ) ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΗΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΩΣΗΣ Η πόλη αποτελεί ένα μωσαϊκό διαφορετικών χωρικών και κοινωνικών (και οικονομικών) συνόλων, που συνιστούν ένα κατακερματισμένο αστικό τοπίο, ένας κατακερματισμός που συνίσταται, κατά κόρον στην κοινωνική διαφοροποίηση (παραγωγή κοινωνικοχωρικού κατακερματισμού ή διαχωρισμού). Σύμφωνα με τους Τερκενλή κ.α. (2007: 158) η διαδικασία διαίρεσης του αστικού χώρου σχετίζεται με τον τρόπο που κατανέμονται τα κοινωνικά υποσύνολα στον αστικό χώρο, όπως και οι διάφορες αστικές χρήσεις και λειτουργίες (επιλογές εγκατάστασης), με σημαντικό το βαθμό επιρροής των οικονομικών (ή εισοδηματικών) κριτηρίων στη λήψη αποφάσεων εγκατάστασης. Σημαντικά κριτήρια χωροθέτησης αποτελούν, γενικά, και η λειτουργία της αγοράς, η κοινότητα, αλλά και οι κρατικές πολιτικές. Τα παραπάνω κριτήρια αναφέρονται ως μηχανισμοί κατανομής του οικιστικού χώρου. Ο αστικός χώρος λοιπόν, εμφανίζεται διαιρεμένος, ωστόσο με μεγάλη ποικιλομορφία. Σύμφωνα με τον Marcuse (2000) ορισμένες διαιρέσεις απορρέουν από οικονομικές λειτουργίες, άλλες είναι πολιτισμικές, άλλες αντανακλούν και ενισχύουν θέσεις εξουσίας και άλλες αποτελούν συνδυασμούς και των τριών μορφών. Η διάκριση του αστικού χώρου σε ζώνες ανάλογα με τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτόν (πχ βιομηχανικές) είναι μεν κατανοητή, ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο, να γίνει αποδεκτός ο 26

28 άκαμπτος αστικός διαχωρισμός που προκύπτει από κοινωνικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες έχουν πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα στη «ζωή» της πόλης. Αυτές οι διαφοροποιήσεις ή και αντιθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα οι πόλεις να απέχουν πολύ από το να γίνουν χώροι συνάντησης της διαφοράς, καθώς οι κάτοικοί τους επινοούν διάφορους τρόπους για να το αποφεύγουν (Stevenson, 2007: 82). Κοινωνική διαφοροποίηση σημαίνει ότι τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων παρουσιάζουν διαφορετικά βιολογικά χαρακτηριστικά ή διαφορετική πολιτισμική ιδιοσυγκρασία, δηλαδή τονίζεται η διαφορετικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική διαφοροποίηση δεν συνιστά απαραίτητα και κοινωνικό διαχωρισμό, ωστόσο δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο αξιολογικών κρίσεων ετερότητας (ο άλλος διαφορετικός) και σύγκρισης (κατώτερος ή ανώτερος), ο οποίος λειτουργεί ως κέντρο του πυρήνα της διαμόρφωσης των κοινωνικών ανισοτήτων ή κοινωνικού διαχωρισμού 10. Συσχετίζοντας την κοινωνική διαφοροποίηση με την κοινωνικοχωρική διαλεκτική προκύπτει, γενικά, η χωρική διαφοροποίηση του οικιστικού χώρου. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε, γενικότερα, για κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση, όπως και για κοινωνικοοικονομική διαφοροποίηση (όταν εστιάζουμε σε οικονομικούς παράγοντες κοινωνικής διαφοροποίησης). Όπως περιγράψαμε και πιο πάνω η κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση περιλαμβάνει και διαμορφώνεται από κοινωνικοπολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες που αναπτύσσονται (ιδιαίτερα) σε μια πολυπληθή κοινωνία όπως η αστική. Έτσι, για να κατανοήσουμε την έννοια της κοινωνικής διαφοροποίησης θα πρέπει να αποτυπώσουμε τους παράγοντες που τη συνιστούν και τη διαμορφώνουν. Σύμφωνα με τους Knox & Pinch (2009:148), τα σχήματα κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης παρουσιάζουν μια ορισμένη κανονικότητα, που επαναλαμβάνεται συχνά από πόλη σε πόλη. Στη σύγχρονη πόλη, όπου η κοινωνία βασίζεται στις οικονομικές (οικονομικά ανταγωνιστικές) λειτουργίες, το εισόδημα αποτελεί βασικό παράγοντα κοινωνικής διαφοροποίησης (ή κοινωνικοοικονομικής διαφοροποίησης), παράλληλα με τη συσχέτισή του με το επίπεδο εκπαίδευσης και το επάγγελμα. Η συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική διαφοροποίηση συνιστά και την αντίστοιχη διαμόρφωση αστικών περιοχών. Πολλές φορές, άλλωστε, γίνεται αναφορά σε περιοχές υψηλών ή χαμηλών εισοδημάτων για να περιγράψουμε τον συγκεκριμένο χωρικό αστικό κατακερματισμό. Συμπληρωματικοί παράγοντες κοινωνικής διαφοροποίησης αποτελούν και οι δημογραφικοί (ηλικία), αλλά και η δομή της οικογένειας, παρόλο που συνδέονται χαλαρά με την κοινωνικοοικονομική θέση των ατόμων ή νοικοκυριών. Για παράδειγμα υπάρχουν σαφή πρότυπα γεωδημογραφίας στις πόλεις, που είναι, συνήθως όμοια. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι οικογένειες με παιδιά προσχολικής ηλικίας εμφανίζονται, συνήθως, σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς, σε προαστιακές περιοχές και σε συγκροτήματα πολυκατοικιών. Ανάλογα, οι ηλικιωμένοι συγκεντρώνονται σε παλαιότερες γειτονιές κατοικίας στα κέντρα των πόλεων. Ο Davies (1984), στα πλαίσια της ερμηνείας της αστικής δομής, ορίζει τέσσερις βασικές διαστάσεις κοινωνικής διαφοροποίησης, όπως προκύπτουν από την ιστορική 10 Socialpolicy.gr (2012). < 27

29 εξέλιξη της πόλης: η κοινωνική θέση, ο οικογενειακός τύπος, η εθνότητα και η φάση ένταξης των μεταναστών. Οι συγκεκριμένες διαστάσεις θεωρεί ότι συνδυάζονται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς τύπους κοινωνιών, παράγοντας ποικίλες αστικές δομές. Ωστόσο, στη σύγχρονη κοινωνία με τις οικονομικές, τεχνολογικές, δημογραφικές και κοινωνικές μεταβολές (αυξανόμενη πολυπλοκότητα), μπορούν να διακριθούν περισσότερες διαστάσεις διαφοροποίησης, όπως η ανάδειξη νέων διαστάσεων επαγγελματικής διαφοροποίησης (κοινωνικοεπαγγελματική διαφοροποίηση). Γενικά, η μελέτη της διαφοροποίησης μέσα στην κοινωνία, αναφέρεται στα στοιχεία που εστιάζει η κάθε ανάλυση (στη συγκεκριμένη εργασία, κυρίως, στο επάγγελμα κοινωνική τάξη). Να τονίσουμε το γεγονός ότι, η κοινωνική διαφοροποίηση δεν συνιστά απαραίτητα κοινωνική αντίθεση ή διαχωρισμό, καθώς μπορεί να περιγράψει τη διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων που «ανήκουν» στην ίδια κοινωνική ομάδα. Δηλαδή, για τη μελέτη της κοινωνικής διαφοροποίησης πρέπει να οριστεί το επίπεδο στο οποίοι θα πραγματοποιηθεί η ανάλυση (στη συγκεκριμένη εργασία στο επίπεδο των ΔΕ ευρύτερα πλαίσια κοινωνικής διαφοροποίησης). Η έννοια της διαφοράς ή της κοινωνικής διαφοροποίησης (στην πόλη) αναφέρεται στο ερώτημα πώς «η εξουσία, η καταπίεση και ο αποκλεισμός λειτουργούν διαμέσου καθεστώτων διαφοράς» (Jacobs & Fincher, 1998: 2), δηλαδή η μελέτη της σχέσης μεταξύ εξουσίας και ταυτότητας. Η ταυτότητα, όμως δεν είναι κάτι το δεδομένο και αυτούσιο, δηλαδή είναι έννοια υποκειμενική. Οι άνθρωποι συνήθως αυτοπροσδιορίζονται μέσα από πολλαπλές κατηγορίες ταυτοτήτων. Δηλαδή, δεν μπορούμε να μιλάμε για όλους τους εργάτες ή όλους τους λευκούς ή μαύρους, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζουμε πολλαπλά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτών, ανάλογα με την περίπτωση μελέτης. Ο αστικός πολιτισμός γίνεται αντιληπτός ως «μια ποικιλία από υποπολιτισμούς» (Miles, 1997: 27). Εκτός, όμως από τη διαφορετικότητα ως προς τα πολιτισμικά πρότυπα των ανθρώπων και τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ή πληθυσμιακών/κοινωνικών ομάδων, η κοινωνική διαφοροποίηση διαδραματίζεται πάνω στο επίπεδο του χώρου και εκφράζεται δημιουργώντας χωρικά υποσύνολα, είτε ομοιογενή, είτε ετερογενή κοινωνικά, συνιστώντας πολλές φορές σχήματα χωρικού διαχωρισμού (ή διαφοροποίησης). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων (ή το κάθε άτομο ξεχωριστά) μπορεί να χρησιμοποιούν, να βιώνουν και να συνδέονται με τους ίδιους αστικούς χώρους, συχνά ταυτόχρονα, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους (πχ διαφορετικές δραστηριότητες και διαφορετικές χρήσεις ενός πάρκου, την ίδια στιγμή, από διαφορετικές ομάδες ή άτομα) (Stevenson, 2007: 78). Καθώς εστιάζουμε, στη συγκεκριμένη εργασία, στην κοινωνική διαφοροποίηση (σε ευρύτερα πλαίσια σύνολο αστικού χώρου), θα πρέπει να αποτυπώσουμε, πιο αναλυτικά και συγκεκριμένα, τις θεωρητικές έννοιες που την περιγράφουν, όπως του κοινωνικού διαχωρισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής πόλωσης, αλλά και γενικότερα της κοινωνικοοικονομικής διαφοροποίησης, που συνιστούν τον στεγαστικό διαχωρισμό και αναδεικνύουν την κοινωνικοχωρική δομή της προαστιοποίησης (που αποτελεί θέμα της παρούσας εργασίας). 28

30 Ο κοινωνικός διαχωρισμός «συνίσταται στις συστηματικά διαφορετικές πρακτικές που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές ομάδες δημιουργώντας ή διατηρώντας ταυτόχρονα αποστάσεις μεταξύ τους. Πρόκειται συνεπώς, για πολιτιστικό φαινόμενο που αναφέρεται στην κοινωνική απόσταση ως πολυδιάστατη διαφοροποίηση των τρόπων κοινωνικής ύπαρξης. Η απόσταση, με την χωρική έννοια, αποτελεί μορφή διαχωρισμού που μπορεί να λάβει η κοινωνική απόσταση» (Μαλούτας & Οικονόμου, 1992: 67). Ουσιαστικά, ο κοινωνικός διαχωρισμός αναφέρεται στην «οριοθέτηση του αστικού χώρου σε περιοχές και προάστια, σύμφωνα με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων τους: χαρακτηριστικά κοινωνικο- οικονομικά, κοινωνικο- οικογενειακά, κοινωνικο- πολιτιστικά. Σε μία κοινωνία διαχωρισμένη σε τάξεις τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που υπερισχύουν» (Sklavounos, 1983: 2). Η δομή και η ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού στη σύγχρονη πόλη, επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται, αλλά και από την κατανομή αυτών στο χώρο (πχ χωροθέτηση βιομηχανικών μονάδων ή επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα, οι οποίες προσελκύουν εργαζόμενους χαμηλότερων ή υψηλότερων ΚΕΚ) 11 (Μπαρμπόπουλος, 2002: ). Καθοριστικοί, όμως παράγοντες, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, που είναι ικανοί να «δημιουργήσουν» σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού (που συνιστούν, δηλαδή, την κατ εξοχήν σύγχρονη κοινωνική διαφοροποίηση) είναι η επαγγελματική δομή που συνθέτει η κοινωνία (η κοινωνική τάξη σχετίζεται με το επάγγελμα και το εισόδημα ΚΕΚ), όπως και η κατοικία (ως προς την επιλογή χωροθέτησης επιρροή από αξίες γης αλλά και τη μορφή της) και η δομή της οικογένειας, δηλαδή συνιστώσες της πολιτισμικής και κοινωνικοοικονομικής ιδιοσυγκρασίας της κάθε κοινωνίας. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι οικονομικοί μετανάστες, που εισέρχονται σε μια πόλη, οι οποίοι ως επί το πλείστον αφορούν χαμηλές ΚΕΚ. Υφίστανται και άλλοι παράγοντες, που μπορούν να συνιστούν κοινωνικό διαχωρισμό (μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και αποτελέσματα), ωστόσο είναι πιο εξιδανικευμένοι και συμπεριλαμβάνονται στις συνιστώσες που περιγράψαμε πιο πάνω. Για παράδειγμα, ένας τέτοιος παράγοντας είναι η τεχνολογία, η οποία έχει συμβάλει κατά το μέγιστο στην ένταση της προαστιοποίησης και της αστικής διάχυσης (χρήση αυτοκινήτων, μεταφορικά δίκτυα, εξέλιξη επιχειρήσεων κλπ) και άρα συνδυαζόμενη με τους υπόλοιπους παράγοντες, μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ώθησης του κοινωνικοοικονομικού διαχωρισμού (μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της απόστασης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων). Η έννοια του κοινωνικού διαχωρισμού, συνεχίζοντας, αφορά έτσι τις κοινωνικές ή κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις ή ανισότητες, που αποτυπώνονται στον αστικό χώρο και έχουν ως αποτέλεσμα, πολλές φορές, την ύπαρξη περιθωριοποιημένων ομάδων, οι οποίες πολλές φορές αποκλείονται από πολλά προνόμια και λειτουργίες που παράγει η πόλη δηλαδή υφίσταται κοινωνικός αποκλεισμός. «Οι περιθωριοποιημένες υποομάδες της σύγχρονης κοινωνίας εγκλωβίζονται στο κοινωνικοχωρικό πλαίσιο που διαγράφουν οι βασικές στρωματοποιήσεις του χρήματος και της δημογραφίας. Η περιθωριακότητα είναι 11 Γεγονός, το οποίο και συνιστά τον οικονομικό διαχωρισμό, που διαφέρει από τον κοινωνικό, ωστόσο συσχετίζεται άμεσα. Οικονομικός διαχωρισμός είναι «η υλοποίηση στο χώρο της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας» (Sklavounos, 1983: 3). 29

31 ασφαλώς μια σχετική έννοια και εξαρτάται από κάποιους κανόνες και κριτήρια που αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια» (Knox & Pinch, 2009:148). Σύμφωνα με τους Winchester & White (1988), υφίστανται διακριτές περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες με βάση οικονομικά, κοινωνικά και νομικά κριτήρια. Έτσι, ομάδες οικονομικού περιθωρίου είναι οι: άνεργοι (ιδιαίτερα οι χρόνιοι), φτωχοί ηλικιωμένοι, φοιτητές και μονογονεϊκές οικογένειες. Ανάλογα, ομάδες οικονομικού και κοινωνικού περιθωρίου είναι οι: εθνοτικές μειονότητες, πρόσφυγες, άτομα με πνευματικές ή σωματικές μειονεξίες και χρόνια πάσχοντες (περιλαμβανομένων των ασθενών με AIDS κλπ). Οι υπόλοιπες περιθωριοποιημένες ομάδες χαρακτηρίζονται από στοιχεία νομικής φύσεως, παράλληλα με τα κοινωνικοοικονομικά και είναι οι: παράνομοι μετανάστες, άποροι/άστεγοι, εμπλεκόμενοι σε δίκτυα ναρκωτικών, μικροεπαγγελματίες, πόρνες και ομοφυλόφιλοι/ες. Οι συγκεκριμένες περιθωριακές ομάδες τείνουν να περιθωριοποιούνται χωρικά, δηλαδή να κατοικούν σε τοπικές συγκεντρώσεις σε παλιά, υπολειμματικά οικοδομικά τετράγωνα στο κέντρο της πόλης, κατεστραμμένους και παρατημένους χώρους ή κοινωνική δημόσια κατοικία χαμηλότερου επιπέδου. Έτσι, διαμορφώνονται γειτονιές ή περιοχές ανάλογα με τα χαρακτηριστικά αυτών των ομάδων (π.χ. φτωχογειτονιές, πιάτσες ναρκωτικών κλπ). Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι, η ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού στον σύγχρονο αστικό χώρο, τροφοδοτείται (εκτός των άλλων που περιγράψαμε παραπάνω) και από μια συγκεκριμένη πρακτική, η οποία ονομάζεται «εξευγενισμός» (gentrification), έννοια/φαινόμενο, το οποίο, σύμφωνα με τον C. Hamnett 12, χαρακτηρίζεται από: «την εισβολή μεσαίων και ορισμένων υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων σε εργατικές γειτονιές και την αντικατάσταση ή εκτοπισμό των προηγούμενων κατοίκων. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την ανακαίνιση/αναβάθμιση του υπάρχοντος οικιστικού αποθέματος για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των νέων ιδιοκτητών. Κατά τη διαδικασία αυτή το οικιστικό απόθεμα της περιοχής, είτε ανακαινιστεί είτε όχι, υφίσταται μια σημαντική αποτίμηση» (Hamnet, 1984: 284). Παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις η έλξη των κέντρων ως τόπο κατοικίας, λόγω, αφενός των φαινομένων gentrification, και αφετέρου λόγω της ιστορικής σημασίας των κέντρων και του πολυπολιτισμικού τους χαρακτήρα, όπως και των οικονομικών και λειτουργικών παραγόντων (πχ εγγύτητα με τον τόπο εργασίας, φθηνότερη κατοικία κ.α.), πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ήσυχη και «ομοιογενή» ζωή των προαστίων. (Savage & Warde 2005: 157). Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας μεσαίας τάξης («πολιτισμική νέα τάξη» κατά τον D. Lay), η οποία διαφέρει από τη μεσαία τάξη των προαστίων, καθώς αναφέρεται στους «εξευγενιστές», οι οποίοι ανήκουν στη μειονότητα της συνολικής μεσαίας τάξης, καθώς αναζητούν και απολαμβάνουν τα κοινωνικοπολιτισμικά δρώμενα του αστικού κέντρου (Ley, 1996: 15). Για παράδειγμα, «οι καλλιτέχνες έγιναν ένα πολιτισμικό μέσο που διοικεί και πλαισιώνει το χώρο. Η παρουσία τους σε studios, lofts, και galleries θέτουν μία γειτονιά στο δρόμο του gentrification» (Zukin, 1995: 23). Εκτός από την έννοια του κοινωνικού διαχωρισμού, που περιγράφει την ένταση των ανισοτήτων και αντιθέσεων στον αστικό χώρο, όπως περιγράψαμε παραπάνω, θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε και την έννοια της κοινωνικής πόλωσης (social polarization), η οποία σχετίζεται άμεσα με τον κοινωνικό διαχωρισμό και αναφέρεται στη διόγκωση της 12 Οι πιο διαδεδομένη εννοιολόγηση για το φαινόμενο gentrification. 30

32 κοινωνικής κλίμακας στις ακραίες περιοχές της και της συνακόλουθης απίσχανσής της στο μέσον δηλαδή την ταυτόχρονη αύξηση και κυριαρχία των χαμηλότερων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων, σε μια δεδομένη περιοχή και παράλληλα τη συρρίκνωση της μεσαίας πράγμα το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο πολλών μεγαλουπόλεων του δυτικού κόσμου, τα τελευταία χρόνια (ή και δεκαετίες). Η συγκεκριμένη κοινωνική κλίμακα αναφέρεται στην κοινωνική διαστρωμάτωση, στην περίπτωση της παρούσας εργασίας της διαστρωμάτωσης με βάση τις κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες. Η μεταβολή στη γεωγραφική κατανομή των ακραίων επαγγελματικών κατηγοριών (υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες και μισθωτοί εργάτες) αναδεικνύει ότι ο κοινωνικός διαχωρισμός (δηλαδή η άνιση κατανομή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στον αστικό χώρο) είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφόρων διαδικασιών και οι τάσεις που εμφανίζει είναι δυνατόν να αυτονομηθούν από τις συγκυριακές τάσεις της κοινωνικής πόλωσης (Μαλούτας, 2000: 49). Θα πρέπει να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η έννοια της κοινωνικής πόλωσης διαφοροποιείται από την έννοια της χωρικής πόλωσης. «Κοινωνική πόλωση σημαίνει συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων, ενώ η χωρική πόλωση ισοδυναμεί με την επικράτηση μιας διχασμένης πόλης» (Αράπογλου, 2007: 13). Η διχασμένη πόλη αναφέρεται στην κατακερματισμένη πόλη, με τον κοινωνικό διαχωρισμό να ασκεί τη μέγιστη επιρροή. Σύμφωνα με τις θεωρήσεις των M. Dear και E. Soja, όπως τους παραθέτει ο Αράπογλου (2007: 13), η «ποικιλομορφία» και η «επιλεκτικότητα» αποτελούν πτυχές της άνισης κατανομής του αστικού χώρου. Η αναδιάρθρωση της πόλης διαμεσολαβείται από μια σειρά από κοινωνικά δίκτυα, οι πληθυσμοί των οποίων είναι ανομοιογενείς, αλλά πολιτικά και οικονομικά πολωμένοι (κατά τον Dear). Ο Soja εισάγει τον όρο «εξω-πόλις» (Εxopolis) για να αποτυπώσει τη μεταβλητότητα του κοινωνικού μωσαϊκού και τον κατακερματισμό του αστικού χώρου, θεωρώντας ότι πόλη «αναποδογυρίζεται», καθώς τα προάστια πυκνώνουν και αναπτύσσονται (όπως και οι απόμακρες αστικές περιοχές), ενώ το κέντρο έλκει οτιδήποτε, κάποτε θεωρούταν απόμακρο. Η «αποσπασματικότητα» του αστικού χώρου δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με πόλωση, αλλά με μια διάχυση των ανισοτήτων και του κοινωνικού διαχωρισμού, μέσω ταξικών και εθνοτικών διαύλων. Η σχέση μεταξύ της κοινωνικής και της χωρικής πόλωσης είναι περίπλοκη: «η χωρική πόλωση δεν είναι πάντα μια απλή συνέπεια της κοινωνικής πόλωσης, ούτε η κοινωνική πόλωση αποτελεί προϋπόθεση της χωρικής πόλωσης» (Κόλλιας & Σκούρας, 2008). Η χωρική πόλωση επηρεάζεται και διαμορφώνεται, κυρίως από την «εφαρμογή» των μηχανισμών κατανομής του οικιστικού χώρου (πχ οικονομικές διαδικασίες, θεσμικό πλαίσιο κλπ). Η κοινωνική πόλωση (αύξηση), αναφέρεται στο σύνολο των κοινωνικών επιπτώσεων της οικονομικής αναδιοργάνωσης των μεγάλων αστικών κέντρων, λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, κυρίως. «Η αύξηση των επιπέδων χωρικού διαχωρισμού αντιμετωπίζεται απλά ως χωρική συνέπεια των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στην αγορά εργασίας και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής πόλωσης, μεταξύ των μελών διάφορων επαγγελματικών ομάδων» (Κόλλιας & Σκούρας, 2008). Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, λοιπόν, ο κοινωνικός διαχωρισμός, σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική και χωρική πόλωση, φαινόμενα, τα οποία προκύπτουν από την 31

33 κοινωνική διαφοροποίηση, η οποία διαμορφώνεται από τα διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα των ανθρώπων και ομάδων μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αλλά και από τις οικονομικές και πολιτικές/εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσει η κοινωνία σε έναν δεδομένο χώρο (αστικός χώρος), στα πλαίσια του τρόπου επικοινωνίας, από τη μια μεταξύ των ατόμων και ομάδων και από την άλλη μεταξύ κοινωνίας και χώρου (κοινωνικοχωρική διαλεκτική). Αφού αποσαφηνίσαμε τις έννοιες της κοινωνικής διαφοροποίησης και κατ επέκταση του κοινωνικού διαχωρισμού και πόλωσης (κοινωνική και χωρική), όπως και τους παράγοντες που συμβάλλουν στην «μετατροπή» της κοινωνικής διαφοροποίησης σε κοινωνικό διαχωρισμό και πόλωση, χρήσιμη θα είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο αναλύεται ο κοινωνικός διαχωρισμός μεθοδολογικά (επόμενο κεφάλαιο), πράγμα το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατανόηση, από τη μια και για την ανάλυση, από την άλλη που θα επιχειρηθεί για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ως προς τα συγκεκριμένα «φαινόμενα» Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Η μεθοδολογία ανάλυσης του κοινωνικού διαχωρισμού ποικίλει, καθώς ο κοινωνικός διαχωρισμός εξετάζεται κάθε φορά μέσα από συγκεκριμένες πτυχές του, ανάλογα με την εστίαση που επιχειρεί η κάθε μελέτη. Δηλαδή, μπορεί να μελετάται ο κοινωνικός διαχωρισμός ως προς τις φυλετικές ανισότητες ή ως προς τη δομή της απασχόλησης και των επαγγελμάτων ή ως προς τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών-γυναικών ή ως προς τις κοινωνικές τάξεις κ.ο.κ.. Ωστόσο, υφίστανται κάποια βασικά μεθοδολογικά ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν. Τα συγκεκριμένα μεθοδολογικά ζητήματα παρουσιάζονται παρακάτω με τη σειρά, όπως τα παραθέτει ο E. Préteceille (2007) με έναν συνθετικό τρόπο, ο οποίος προκύπτει από τη διερεύνηση αντίστοιχων μελετών από διάφορες περιπτώσεις, ανά τον κόσμο. Αρχικά, λοιπόν, το πρώτο μεθοδολογικό ζήτημα αφορά τον ορισμό των κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες πρόκειται να μελετηθούν ως προς τον μεταξύ τους διαχωρισμό. Στην Αμερική μελετάται συστηματικά ο φυλετικός (κοινωνικός) διαχωρισμός, ενώ στη Γαλλία οι αναλύσεις εστιάζονται στον διαχωρισμό μεταξύ των κοινωνικών τάξεων ή μεταξύ κοινωνικοοικονομικών κατηγοριών, χρησιμοποιώντας τη μεταβλητή της Κοινωνικο- Επαγγελματικής Κατηγορίας (ΚΕΚ) 13. Ανάλογα με το που εστιάζεται η μελέτη, θα πρέπει να ορισθούν και οι αντίστοιχες μεταβλητές, όπως και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες ομαδοποιήσεις/κατηγοριοποιήσεις (όπως των στοιχείων των απογραφών, πχ για τα επαγγέλματα), ώστε να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα για τον κοινωνικό διαχωρισμό, ενώ 13 Ευρέως διαδεδομένη η συγκεκριμένη μέθοδος (σχετίζεται με την κατηγοριοποίηση των κοινωνικών τάξεων), την οποία θα υιοθετήσουμε στην παρούσα εργασία. 32

34 παράλληλα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία θα επιτρέπει τη μελέτη ή και σύγκριση διαφορετικών μελετών μεταξύ περιπτώσεων, όπως πόλεων από διαφορετικές χώρες. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα ο Θ. Μαλούτας κατασκεύασε κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (χαμηλές, μεσαίες και υψηλές) για τη μελέτη του κοινωνικού διαχωρισμού στην Αθήνα, οι οποίες πλησιάζουν αρκετά στις γαλλικές αντίστοιχες κατηγορίες (Maloutas, 1993, 1996, 1998). Το δεύτερο μεθοδολογικό ζήτημα είναι αυτό του ορισμού των χωρικών ενοτήτων, όπου πρόκειται να μελετηθεί ο κοινωνικός διαχωρισμός. Έτσι, αρχικά θα πρέπει να ορισθεί είτε ένα χωρικό σύνολο, είτε χωρικές ενότητες ως περιοχή μελέτης. Δηλαδή, μπορεί να ορισθούν χωρικά σύνολα μέσα σε μια πόλη (είτε κεντρικές και προαστιακές περιοχές, είτε φτωχές και πλούσιες κ.ο.κ., ανάλογα με το πού εστιάζεται η μελέτη και τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής μελέτης, ως προς τη συγκεκριμένη εστίαση). Η συγκεκριμένη μεθοδολογική επιλογή έχει το πλεονέκτημα να εστιάζει την ανάλυση σε φαινόμενα έντονα και πιο αισθητά από την κοινωνία, ωστόσο υφίσταται ο κίνδυνος της απλούστευσης και της εσφαλμένης εκτίμησης, από τη στιγμή που μελετούνται αποκομμένα υποσύνολα της πόλης, τα οποία δεν ορίζουν την πόλη καθεαυτή. Έτσι, μπορεί από την άλλη, να ορισθεί το σύνολο της πόλης (δηλαδή όλα τα χωρικά υποσύνολα μαζί), με την έννοια της κοινωνικής και οικονομικής ενότητας προσέγγιση που εγκαινίασε ο R. Park, κατά τον οποίο η πόλη αποτελεί ένα σύστημα, όπου οι περιοχές έχουν σχέσεις δομικής αλληλεξάρτησης, μεταξύ τους. Έτσι, αναπτύσσεται η ιδέα του κοινωνικού διαχωρισμού, ως άνισης κατανομής των κατηγοριών του πληθυσμού μεταξύ των χωρικών υποδιαιρέσεων της πόλης. Καθώς όμως, η σύγχρονη πόλη δεν συνιστά σαφή όρια, λόγω της έντονης αστικής διάχυσης, θα πρέπει να ορισθούν από το μελετητή τα συγκεκριμένα όρια, όπως και τα όρια των χωρικών ενοτήτων που απαρτίζουν το σύνολο (της πόλης), ανάλογα με το πού εστιάζεται η ανάλυση. Έπειτα πρέπει να ορισθεί η χωρική κλίμακα ανάλυσης. Καθώς δε υφίστανται a priori πιο πρόσφορες κλίμακες ανάλυσης, μπορεί να ορισθεί είτε το επίπεδο της γειτονιάς, είτε το σύνολο του Δήμου κλπ., ανάλογα με την περίπτωση μελέτης 14. Τέλος, το τρίτο μεθοδολογικό ζήτημα αφορά την επιλογή της στατιστικής μεθόδου, με την οποία θα πραγματοποιηθεί η ανάλυση. Γενικά υφίστανται δυο τύποι μεθοδολογικής «μέτρησης» του κοινωνικού διαχωρισμού. Ο πρώτος είναι αυτός των συνολικών δεικτών. Οι πιο συνήθεις είναι: ο δείκτης ανομοιότητας, ο οποίος συγκρίνει την κατανομή δυο κατηγοριών στην περιοχή μελέτης και ο δείκτης διαχωρισμού, ο οποίος συγκρίνει την κατανομή μιας κατηγορίας με αυτή του υπόλοιπου πληθυσμού. Οι συγκεκριμένοι δείκτες έχουν το πλεονέκτημα να δίνουν ένα εύκολα κοινοποιήσιμο αποτέλεσμα, με αρκετά απλή και σαφή ερμηνεία ως προς την ένταση και την εξέλιξη του κοινωνικού διαχωρισμού. Ωστόσο μειονεκτούν στο ότι είναι αρκετά ευαίσθητοι στον ορισμό των χρησιμοποιούμενων κατηγοριών και στη μορφή και το επίπεδο λεπτομέρειας των χωρικών υποδιαιρέσεων. Τέτοιοι δείκτες χρησιμοποιούνται και στις παραγοντικές αναλύσεις, οι οποίες παρόλο που συνδυάζουν διαφορετικές μεταβλητές (πολυδιάστατος χαρακτήρας), εκτός από τα πλεονεκτήματά τους, που αναφέραμε πιο πάνω, αναδεικνύουν ωστόσο, τα ίδια μειονεκτήματα και επιπλέον η ερμηνεία των αποτελεσμάτων δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή και κατανοητή, από μη ειδικούς. 14 Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται το επίπεδο της Δημοτικής Ενότητας. 33

35 Ο δεύτερος τύπος στατιστικής μεθόδου είναι αυτός των τυπολογικών αναλύσεων, ο οποίος αποσκοπεί στη συνομάδωση των χωρικών ενοτήτων σε «τύπους», «τάξεις» ή «clusters», υποσύνολα δηλαδή, που χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια ως προς τα χαρακτηριστικά (ή μεταβλητές ομαδοποιημένες κατηγορίες) τα οποία μελετούνται 15. Μπορούμε έτσι να ορίσουμε με ακρίβεια τους διαφορετικούς κοινωνικούς χωρικούς σχηματισμούς και τις μεταξύ τους αντιθέσεις που δομούν τον αστικό χώρο. Έτσι, η συγκεκριμένη μέθοδος (την οποία και θα υιοθετήσουμε στην παρούσα εργασία) πλεονεκτεί στο ότι λαμβάνει υπόψη την περιπλοκότητα των κοινωνικοχωρικών δομών και μελετά τα ποικίλα γεωγραφικά σχήματα, ενώ παράλληλα ορίζονται τύποι χώρων (πχ σχετικά με την κοινωνική φυσιογνωμία), οι οποίοι μπορούν να μελετηθούν πολυδιάστατα. Ωστόσο, παρουσιάζεται και εδώ ευαισθησία στον ορισμό των ομαδοποιημένων κατηγοριών και χωρικών συνόλων (ωστόσο σε μικρότερο βαθμό). Έτσι, η κατηγοριοποίηση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, ενώ θα πρέπει να περιγραφεί με την κατάλληλη ονομασία, ανάλογα με τα γνωρίσματα που συνθέτουν τις κατηγορίες. Ο τρόπος ανάπτυξης και επέκτασης των πόλεων σχετίζεται άμεσα με όλες τις θεωρήσεις που περιγράψαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Αντίστοιχα και η προαστιοποίηση, δηλαδή, αποτελεί ένα φαινόμενο ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας, στα πλαίσια της διαδραμάτισης της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής και των κοινωνικών διαφοροποιήσεων στον αστικό χώρο. Έτσι, αφού μελετήσαμε και παρουσιάσαμε ως το συγκεκριμένο σημείο, το βασικό θεωρητικό πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας, (στα πλαίσια της κοινωνιολογίας του αστικού χώρου), θα εστιάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, πιο συγκριμένα στην εννοιολόγηση της προαστιοποίησης, σαν δυναμικό και εξελισσόμενο φαινόμενο, από την κοινωνιολογική σκοπιά, ώστε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για την κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία των προαστίων και τη σχέση με τον κεντρικό αστικό ιστό ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ Το φαινόμενο της προαστιοποίησης είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο της σύγχρονης ιστορίας, με το θεωρητικό υπόβαθρο που το ερμηνεύει να εξελίσσεται. Η Σχολή του Σικάγο δίνει ένα αναλυτικό πλαίσιο, σχετικά με την κατανομή του οικιστικού χώρου (από το κέντρο ως τα προάστια), ενώ παράλληλα εξηγεί την προαστιοποίηση (και την αστική διάχυση), ως την τάση ορισμένων κοινωνικών ομάδων και λειτουργιών να απομακρύνονται από το συνωστισμένο κέντρο, δεδομένης της επίδρασης της τεχνολογικής προόδου και της 15 Όπως η κοινωνική φυσιογνωμία περιοχών με βάση τις κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες, πράγμα το οποίο διαπραγματεύεται η παρούσα εργασία. 34

36 αύξησης του εισοδήματος στις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (οικολογική διαδικασία της αποκέντρωσης τις οικολογικές διαδικασίες τις περιγράψαμε στο κεφ. 1.1). Παρόλο που οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις αφορούν το υπόδειγμα της πόλης του Σικάγο οι αιτίες της προαστιοποίησης είναι πανομοιότυπες σε όλες τις περιπτώσεις (όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια). Έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες, βέβαια, σχετικά με την αναζήτηση των αιτιών που οδηγούν στο συγκεκριμένο φαινόμενο, ωστόσο, η επιρροή της Σχολής του Σικάγο σε αυτές είναι εμφανής. Μια χαρακτηριστική ανάγνωση των θεωριών αυτών κάνουν οι Mieszkowski & Mills (1993: 136), στην οποία οι θεωρίες προαστιοποίησης ομαδοποιούνται σε δυο βασικές κατηγορίες: α) τη Θεωρία της Φυσικής Εξέλιξης (Natural Evolution Theory) και β) τη Θεωρία των Εξωτερικών Παραγόντων (Externalities Theory). Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η προαστιοποίηση συμβαίνει λόγω της τάσης της μεσαίας (και ανώτερης) τάξης να μετακινείται προς τα προάστια, όπου κτίζονται κατοικίες υψηλότερων προδιαγραφών (καλύτερος τρόπος διαβίωσης στα προάστια από το κέντρο). Έτσι, στο κέντρο κατευθύνονται τα κατώτερα στρώματα. Βασική αφορμή για την εξέλιξη αυτή αποτελεί η μεταβολή στο εισόδημα των κατοίκων. Η αύξηση εισοδήματος επιφέρει την ανάγκη εξεύρεσης νέων περιοχών κατοικίας με καλύτερη διαβίωση. Αντίθετα, η δεύτερη κατηγορία εξηγεί τις φυγόκεντρες τάσεις του πληθυσμού, από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, δίνει έμφαση στα κοινωνικά, οικονομικά και χωρικά/πολεοδομικά προβλήματα του κέντρου της πόλης (κακής ποιότητας υποδομές, εγκληματικότητα, υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων κ.α.), τα οποία απωθούν τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις προς την περιφέρεια, εκμεταλλευόμενοι την άνοδο του εισοδήματος. Σημαντικός είναι και ο παράγοντας του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο στα προάστια είναι πιο ποιοτικό, όπως και η εξέλιξη του τομέα των μεταφορών (δίκτυα, συστήματα μαζικής μεταφοράς, εξέλιξη αυτοκινήτου) και επικοινωνίας (τηλέφωνο, Internet). Συνεπώς, η πρώτη προσέγγιση εστιάζει στα αποτελέσματα της αύξησης εισοδήματος στις επιλογές για κατοικία των νοικοκυριών, ενώ η δεύτερη στους εξωτερικούς παράγοντες που ωθούν τα νοικοκυριά, που έχουν τη δυνατότητα/πλεονέκτημα επιλογής για αναζήτηση νέων τόπων κατοικίας. Να τονίσουμε, σε αυτό το σημείο ότι, «ο περιαστικός χώρος πρέπει πάντα να προσεγγίζεται ως μία υβριδική κατάσταση με έντονα αστικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιείται όμως ως προς την ιστορική εξέλιξη του από την πόλη» (Καρανικόλας, 2005). Η εξέλιξη της πόλης περιγράφεται, με χαρακτηριστικό τρόπο (ωστόσο, υποθετικά), από τους Klaassen & Scimeni, οι οποίοι διακρίνουν τέσσερεις φάσεις αστικής ανάπτυξης (Αστικός Κύκλος), όπως τις παραθέτει ο Λαμπριανίδης (2000: 348): 1) Αστικοποίηση: μετακινήσεις πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στα αστικά κέντρα και άρα μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού και δραστηριοτήτων. 2) Προαστιοποίηση: μετακίνηση νοικοκυριών, (κυρίως, μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων) σε προάστια για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όπως και επιχειρήσεων (κυρίως, κατά μήκος οδικών αξόνων). 3) Αποαστικοποίηση: μείωση του ρυθμού πληθυσμιακής αύξησης ή και εγκατάλειψη του κέντρου από τους κατοίκους του και απομάκρυνση δραστηριοτήτων του τριτογενή τομέα. 4) Επαναστικοποίηση: επάνοδος νοικοκυριών από προαστιακούς οικισμούς/περιοχές στο κέντρο, λόγω, είτε βελτίωσης συνθηκών διαβίωσης (πχ αναπλάσεις - gentrification), είτε της υποβάθμισης των περιαστικών περιοχών (αύξηση πληθυσμού vs ελλείψεις υποδομών). 35

37 Όταν γίνεται λόγος για προαστιοποίηση σε μια πόλη, αυτό συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν κινητικότητα (αλλαγή κατοικίας). Η ένταση αυτής της κινητικότητας καθορίζει και την ένταση των κοινωνικών, δημογραφικών και οικονομικών μετασχηματισμών σε μια δεδομένη περιοχή, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν και μετασχηματίζουν ανάλογα τον χώρο (πολεοδομικές μεταβολές). Σημαντικός παράγοντας της συγκεκριμένης κινητικότητας, στη σύγχρονη κοινωνία, είναι ο οικονομικός. Σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης (αυξήσεις μισθών, αύξηση απασχόλησης κλπ) αυξάνεται και η ενεργός ζήτηση για νέες κατοικίες. Σημαντικό ρόλο στην αύξηση της στεγαστικής κινητικότητας, παίζουν επίσης και η δομή της οικογένειας (μορφή κοινωνικής οργάνωσης), όπως και η μορφή της δομής της αγοράς κατοικίας (όπως η ιδιοκατοίκηση ή η δημόσια κατοικία) και φυσικά, γενικά ο τρόπος ζωής του κάθε νοικοκυριού ή κοινωνίας (Knox & Pinch, 2009:436). Γίνεται, επίσης, διάκριση μεταξύ ατόμων που μετακινούνται εντός των ορίων της πόλης και ατόμων που εισέρχονται στην πόλη από άλλες περιοχές (είτε υψηλής, είτε χαμηλής κοινωνικοοικονομικής θέσης), οι οποίοι ελκύονται, ως προς τον τόπο εγκατάστασης, από τις διαφαινόμενες οικονομικές ευκαιρίες (πχ εγκατάσταση σε εγγύτητα νε βιομηχανίες ή επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα). Γενικά πάντως, τα άτομα υψηλότερης κοινωνικοοικονομικής θέσης παρουσιάζουν και υψηλότερη στεγαστική κινητικότητα, εντός των ορίων της πόλης (και ιδιαίτερα οι νέοι), ενώ οι μετακινήσεις αφορούν σε περιοχές με όμοια κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία ή από χαμηλότερη σε ανώτερη (Knox & Pinch, 2009:439). Οι προαστιακές γειτονιές αναφέρονται σε νέες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, στις οποίες οι κάτοικοι των πόλεων μπορούν να επιλέξουν αν θα συμμετάσχουν («κοινότητες περιορισμένης ευθύνης» ή «κοινότητες που μετασχηματίσθηκαν» - «community transformed»). «Τα προάστια αντιπροσωπεύουν μια συλλογική προσπάθεια για τη διαμόρφωση της ιδιωτικής ζωής» (Mumford, 1940: 215). Η κοινωνική φυσιογνωμία των προαστίων, συχνά θεωρούνταν από ερευνητές ως περιοχές με αραιούς, δευτερεύοντες κοινωνικούς δεσμούς, όπου ο τρόπος ζωής επικεντρώνεται στην επιδίωξη για χρήμα, κύρος και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, στα πλαίσια της ιδιωτικότητας. Ωστόσο, νέες διερευνήσεις αναδεικνύουν τη θεώρηση ότι στα προάστια αναπτύσσονται περισσότερο τοπικά και συνεκτικά κοινωνικά δίκτυα σε σχέση με το κέντρο, καθώς εντοπίζονται υψηλοτέρα «επίπεδα γειτνίασης», πράγμα το οποίο οφείλεται, κυρίως στους εξής παράγοντες: α) Η μονοκατοικία ευνοεί την τοπική κοινωνική ζωή. β) Τα προάστια τείνουν να είναι πιο ομοιογενή κοινωνικά και δημογραφικά, σε σχέση με άλλες περιοχές. γ) Συχνά όσοι εγκαθίστανται στα προάστια επιδεικνύουν την επιθυμία αναζήτησης νέων φίλων. δ) Οι κάτοικοι των προαστίων αποτελούν ομάδα αυτοεπιλογής που συγκροτείται στη βάση όμοιων «πολιτισμικών προτιμήσεων». ε) Η φυσική απόσταση από άλλου τύπου κοινωνικές δραστηριότητες αναγκάζει τους ανθρώπους να επιδιώκουν τοπικές κοινωνικές επαφές. Ωστόσο, υφίστανται προαστιακές περιοχές με διαφορετικά ή και αντίθετα χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση, σχετικά με τις κοινωνικές διαντιδράσεις, ως αποτέλεσμα της «κοινωνικοπολιτισμικής ποικιλίας» της σύγχρονης πόλης, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την «κατακερματισμένη αστικότητα» (splintering urbanism). Δηλαδή συνίσταται μια διαφοροποίηση του αστικού και προαστιακού χώρου, που αναφέρεται στη δημιουργία ομοιογενών κοινωνικοχωρικών θυλάκων (ιδιαίτερα στην προαστιακή περιοχή, όπου 36

38 συγκροτούνται «θύλακες άμυνας») στη βάση της διαφορετικότητας ως προς των τρόπο ζωής, οικογενειακής δομής και κοινωνικοοικονομικής θέσης (Knox & Pinch, 2009: ). Έτσι, οι προαστιακές περιοχές αποτελούνται από ένα μωσαϊκό κοινωνικοδημογραφικών συνόλων, καθένα από τα οποία συνιστά μια διαφορετική περίπτωση κοινωνικών διαντιδράσεων. Σύμφωνα με τον Muller (1981), διακρίνονται τέσσερις τύποι προαστιακών περιοχών μια τυπολογία, που αναφέρεται κυρίως στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά προάστια και αποτυπώνεται ως εξής: α) Προάστια αποκλειστικά για ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Χωροθετούνται, συνήθως, στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης και αποτελούνται από μεγάλα οικόπεδα και ευρύχωρες μονοκατοικίες. Η συγκεκριμένη, αραιή, δόμηση δυσχεραίνει τις κοινωνικές διαντιδράσεις. β) Προάστια για μεσοαστικές οικογένειες. Κυρίαρχη είναι η οικογενειακή κατοικία της πυρηνικής οικογένειας. Οι κοινωνικές διαντιδράσεις είναι και εδώ περιορισμένες, καθώς κυριαρχούν οι οικογενειακές υποχρεώσεις (πχ φροντίδα παιδιών) και η ιδιωτικότητα της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, υφίστανται και προαστιακές περιοχές τέτοιου είδους, όπου κατοικούν άγαμοι ή ζευγάρια, που αναβάλλουν την τεκνοποιία (σημαντικός παράγοντας οι οικονομικές δυσκολίες), με το είδος της κατοικίας να αναφέρεται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, συνιστώντας πιο έντονες κοινωνικές διαντιδράσεις. γ) Προαστιακά κοσμοπολίτικα κέντρα. Πρόκειται για περιοχές όπου εγκαθίστανται άτομα διαφορετικής κοινωνικοπολιτισμικής φυσιογνωμίας. Συγκροτούνται, δηλαδή θύλακες κατοικίας επαγγελματιών, διανοούμενων, φοιτητών, καλλιτεχνών, συγγραφέων και, γενικά άτομα της «δημιουργικής τάξης». Έτσι, στις περιοχές αυτές αναπτύσσονται εντονότερα τοπικά και συνεκτικά κοινωνικά δίκτυα και διαντιδράσεις, ενώ αποτελούν ένα σύγχρονο εξελισσόμενο φαινόμενο και χωροθετούνται, κυρίως σε εγγύτητα με πανεπιστήμια και κολλέγια. δ) Εργατικά προάστια. Αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα μετά τον Β ΠΠ. Η οικογενειακή μονοκατοικία είναι επίσης κυρίαρχη, ωστόσο διαμορφώνονται πυκνές συνθήκες δόμησης (υφίστανται και πολυκατοικίες), που συνιστούν μεν έντονες κοινωνικές διαντιδράσεις, ωστόσο με διαφορετικό χαρακτήρα από τα μεσοαστικά προάστια. Διαμορφώνεται ένας τρόπος ζωής περισσότερο προσωποκεντρικός, παρά υλιστικός. Επιπλέον, η χαμηλή στεγαστική κινητικότητα των συγκεκριμένων κατοίκων, συνιστά και την εδραίωση μόνιμων κοινωνικών δεσμών (παράλληλα με την εδραίωση του τόπου κατοικίας μόνιμη κατοικία). Η συγκεκριμένη τυπολογία του Muller, όπως υπογραμμίζουν και οι (Knox & Pinch, 2009: 344), αφορά περισσότερο την αμερικανική περίπτωση, παρά την ευρωπαϊκή, καθώς τα προάστια αποκλειστικά ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων είναι σπανιότερα, όπως και αυτά των κοσμοπολίτικών προαστιακών κέντρων. Ο τρόπος ανάπτυξης της προαστιοποίησης και η κοινωνική φυσιογνωμία αυτής, λοιπόν, σχετίζεται με τις πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές/εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσει η κοινωνία, μέσα από τα πληθυσμιακά υποσύνολα που την συνθέτουν, με βασικό κινητήριο παράγοντα τον οικονομικό, ο οποίος και συνιστά την ώθηση προς τη στεγαστική και όχι μόνο κινητικότητα. Ωστόσο, δεν διεκπεραιώνεται από τους ίδιους κανόνες συμπεριφοράς παντού, παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται, γενικά όμοιες συμπεριφορές. Έτσι, στα επόμενα κεφάλαια, θα μελετήσουμε την εμπειρία από το 37

39 φαινόμενο της προαστιοποίησης, εξετάζοντας διαφορετικές περιπτώσεις και αναδεικνύοντας τις μεταξύ τους διαφορές. 38

40 2. ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ 2.1. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Οι απαρχές του φαινομένου της προαστιοποίησης τοποθετούνται στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που ξεκίνησε από την Αγγλία τον 18 ο με 19 ο αιώνα για να εξαπλωθεί και στον υπόλοιπο κόσμο με ταχείς ρυθμούς. Έτσι, συνίσταται η μετάβαση από την προκαπιταλιστική ή προβιομηχανική πόλη στη βιομηχανική, η οποία έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα της κοινωνικοοικονομικής και χωρικής οργάνωσης και να διαμορφώσει το πλαίσιο (οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό), με το οποίο η βιομηχανική πόλη θα εξελιχθεί στη σημερινή σύγχρονη πόλη. Με την εκβιομηχάνιση, σύμφωνα με τη Stevenson (2007: 42) οι «ιστορικές» πόλεις του ευρωπαϊκού 19 ου αιώνα υπέστησαν μια βίαιη επέκταση: τα χωριά έγιναν κωμοπόλεις, οι κωμοπόλεις πόλεις, για να καταλήξουν κάποιες από αυτές σε μητροπόλεις, στα πλαίσια της εντεινόμενης αστικοποίησης. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής ήταν όχι μόνο η μεταβολή της φύσης της εργασίας, αλλά επίσης και η δραματική διαφοροποίηση της οργάνωσης των κοινωνικών, έμφυλων και συγγενειακών σχέσεων, καθώς και του κυρίαρχου έως τότε οικιστικού προτύπου. Σημαντικό μέρος λαμβάνει, πλέον, η επιδίωξη για πλούτο, με τις παραδοσιακές αξίες να αλλοιώνονται και να χάνονται, καθώς κυριαρχεί το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και ανταλλαγής. Αναδύεται, έτσι, από όλες αυτές τις μεταβολές, ένα νέο κοινωνικό καθεστώς. Όπως υπογραμμίζουν και οι Knox & Pinch (2009: 64), πλέον η χωρική θέση των κατοίκων της πόλης δεν καθορίζεται μόνο από το επάγγελμα, αλλά η στεγαστική διαφοροποίηση λαμβάνει χώρα με βάση την κοινωνική θέση (με κριτήριο το χρήμα), τη δομή της οικογένειας (η οποία μετασχηματίζεται), την εθνότητα και τον τρόπο ζωής. Στα πλαίσια αυτά, ξεκινά η διαδικασία της προαστιοποίησης, η οποία αναφέρεται ως εξής: η ζήτηση των εργοστασίων για εργατικό δυναμικό έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη εισροή μεταναστών από την ύπαιθρο (ένταση αστικοποίησης), οι οποίοι εγκαθίστανται στην κεντρική περιοχή σε εγγύτητα με τα εργοστάσια. Έτσι, οι αρχικοί κάτοικοι του κέντρου, δηλαδή τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (ελίτ), αναζητούν κατοικία μακριά από το συνωστισμένο κέντρο και έτσι μετακινούνται πλέον, προς την περιφέρεια της πόλης, όπου και δημιουργούν τα προάστια (διάσπαρτες κατοικίες, μέσα στη φύση). Τα προάστια, δηλαδή, δημιουργούνται από την ανώτερη τάξη και χωροθετούνται, σχεδόν απομονωμένα και σχετικά διάσπαρτα (προκύπτει η αντίθεση μεταξύ συνωστισμένου κέντρου και ευρύχωρου περιαστικού/εξωαστικού χώρου εικόνα 1), έξω από τον αστικό ιστό, ενώ αφορούν μόνο την κατοικία σαν χρήση. 39

41 Εικόνα 1: Βιομηχανικές πόλεις Στάμφορντ (1883) αριστερά, Μάντσεστερ (1914) δεξιά Πηγή: Old maps of New England (2014) Στη σύγχρονη εποχή, η αστικοποίηση, η προαστιοποίηση, αλλά και η «επαναστικοποίηση 16» εντείνονται σε μεγάλο βαθμό, ενώ μεταβάλλονται και τα χαρακτηριστικά τους. Οι πόλεις βρίσκονται σε συνεχή διαδικασία μετάβασης/αναδιάρθρωσης/μετασχηματισμού, με βάση τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Κάποια βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης αναδιάρθρωσης είναι τα εξής: α) η αποκέντρωση θέσεων εργασίας, υπηρεσιών και κατοικιών, από το κέντρο προς τα προάστια. β) Η παρακμή του παραδοσιακού κέντρου της πόλης ως βάση της απασχόλησης σε τομείς όπως η βιομηχανία, τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι, η διακίνηση και αποθήκευση εμπορευμάτων. γ) η επανασυγκέντρωση των επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα (χρηματοπιστωτικές, κέντρα μεγάλων επιχειρήσεων κλπ) στις κεντρικές επιχειρηματικές περιοχές. δ) ο «εξευγενισμός» επιλεγμένων γειτονιών του κέντρου. ε) η συγκέντρωση υπολειμματικών πληθυσμών, περιθωριακών και μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων και ανειδίκευτων μεταναστών σε άλλες γειτονιές του κέντρου. στ) Η ανάδυση νέων κουλτούρων υλικής κατανάλωσης. ζ) Η όξυνση της κοινωνικής πόλωσης (Knox & Pinch, 2009:477). Πιο συγκεκριμένα, στη βάση της συγκεκριμένης αναδιάρθρωσης των σύγχρονων πόλεων (που περιγράψαμε πιο πάνω), στο κέντρο μετά την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1980 και παράλληλα με τη μετακίνηση πληθυσμού προς τα προάστια (κυρίως μεσαίων και ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων) εγκαθίστανται κυρίως επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα, πλέον, με αποτέλεσμα την αναζωογόνηση του και τη μεταβολή του χαρακτήρα του, καθώς προσελκύει εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης και αμοιβής (επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα, κυρίως πολυεθνικές), οι οποίοι και εγκαθίστανται εκεί. Στην προαστιακή περιοχή, από την άλλη, πλέον έχουν πρόσβαση και τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, λόγω από τη μια, της τάσης που επιδεικνύουν να εγκαθίστανται σε εγγύτητα με τη βιομηχανία (και τις συναφείς δραστηριότητες), η οποία χωροθετείται, πλέον στην περιφέρεια της πόλης και λόγω της γενικότερης, από την άλλη, αύξησης του βιοτικού επιπέδου (καθοριστικό παράγοντας η αύξηση του δανεισμού και από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπως και η εκλαΐκευση του αυτοκινήτου και γενικά η τεχνολογική πρόοδος), που συνιστά την ένταση και διεύρυνση των ορίων, στην αναζήτηση νέας κατοικίας. Με την αύξηση του προαστιακού πληθυσμού δημιουργούνται και οι κατάλληλες αστικές υποδομές για τη συντήρηση και λειτουργία του (σχολεία, 16 Έννοια, την οποία περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. 40

42 νοσοκομεία, αναψυχή κτλ), δίνοντας στα προάστια αστικά χαρακτηριστικά (Μαλούτας, 2013: 33). Έτσι, ο περιαστικός χώρος αναδιαμορφώνεται/μετασχηματίζεται διαρκώς, ανάλογα με την ένταση και τα χαρακτηριστικά της προαστιοποίησης σε κάθε περίπτωση. Πλέον, καθώς η προαστιοποίηση δεν αφορά μόνο τη χρήση της κατοικίας (από τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα), αλλά συγκεντρώνονται στον περιαστικό χώρο και άλλες χρήσεις/λειτουργίες (βιομηχανία, εμπόριο, αναψυχή, επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα κ.α) εισάγεται η έννοια της αστικής διάχυσης (urban sprawl) (αναπτύχθηκε μετά τον Β ΠΠ) για να περιγράψει τη συγκεκριμένη σύνθεση, αλλά και τις συνεχιζόμενες έντονες τάσεις εξάπλωσης του περιαστικού χώρου στον αγροτικό (βλ. και πίνακα 1 στο παράρτημα). Η πολεοδομική εικόνα της αστικής διάχυσης (βλ. εικόνα 2), όπως υπογραμμίζουν οι Ευτυχιάδου & Λαλένης (2013), αφορά συγκεντρώσεις ή εξάπλωση χρήσεων και λειτουργιών γύρω από πόλους έλξης, όπως εμπορικά κέντρα, αθλητικά στάδια, αεροδρόμια, χρήσεις δηλαδή με έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες που χωροθετούνται έξω από τον αστικό πυρήνα, αλλά συνδεόμενες με το οδικό δίκτυο. Έτσι η δομή της μπορεί να είναι είτε συγκεντρωμένη δημιουργώντας «αστικά νησιά», είτε γραμμική, παράλληλα με την γραμμική μορφή των αρτηριών και των γύρω συνδεόμενων δρόμων, με την μορφή αστικών ακτίνων/προεκτάσεων του αστικού τοπίου. Συνεχίζοντας την εξάπλωσή τους, αυτά τα αστικά αποσπάσματα ενοποιήθηκαν με άλλα γειτονικά αποσπάσματα, παράγοντας έτσι ένα πολύ ευρύτερο σύνολο περιαστικού χώρου. Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν οι μεγάλες αποστάσεις μεταφοράς στην εργασία, η υψηλή εξάρτηση από το αυτοκίνητο, οι ανεπαρκής εγκαταστάσεις (πχ σχολεία, υγεία, πολιτισμός κλπ.) και το υψηλότερο κόστος των υποδομών ανά άτομο. Ανάλογες παρατηρήσεις κάνουν και οι McChesney κ.α. (2005: 5), σχετικά με τη δομή της αστικής διάχυσης, η οποία περιλαμβάνει τις εξής μορφές: α) Η προαστιακή ανάπτυξη ή αστική διάχυση χαμηλής πυκνότητας: χαμηλής έντασης χρήση της γης για οικιστικούς λόγους γύρω από τα υπάρχοντα όρια του αστικού ιστού. Υποστηρίζεται από μικρές και αποσπασματικές επεκτάσεις των υποδομών (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροδότηση και οδικές συνδέσεις). β) Η γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος οδικών αρτηριών: πρώτα αναπτύσσεται η γη που βρίσκεται σε επαφή με τους άξονες και στη συνέχεια εμφανίζονται αστικές μεγαλύτερες εκτάσεις κάθετα προς τους άξονες, καθώς αυξάνονται οι τιμές της γης και υλοποιούνται διάφορες υποδομές. γ) Η διάσπαρτη ή τυχαία ανάπτυξη: μία ασυνεχής μορφή αστικοποίησης, κάποιες κηλίδες αστικοποιημένης γης που απέχουν αρκετά η μία από την άλλη. Εικόνα 2: Η αστική διάχυση σε εικόνες Πηγή: Wikipedia - Urban sprawl 41

43 Γενικά ο περιαστικός χώρος μπορεί να γίνει αντιληπτός ως μια χωρική ζώνη γύρω από τις πόλεις, που αποτελεί το μεταβατικό, ενδιάμεσο ή συνδετικό χώρο μεταξύ του πυκνοδομημένου αστικού ιστού και του περιβάλλοντος αγροτικού χώρου. Ένας χώρος, που περιλαμβάνει κατοικία και λοιπές αστικές χρήσεις, κοινωνική πολυμορφία και αντιθέσεις, παρουσιάζοντας παράλληλα τάσεις επέκτασης, ενώ επικοινωνεί με τον κεντρικό αστικό ιστό, είτε με φυσικά στοιχεία (πχ ποτάμι), είτε με τεχνητά (πχ σιδηρόδρομος) (Γοσποδίνη, 2006: 38). Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της προαστιοποίησης και αστικής διάχυσης, όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία του περιαστικού χώρου παρατηρούνται, γενικά, τα εξής: α) εγκατάσταση στα προάστια πολλαπλών ομάδων κατοίκων, που συνδέονται με διαφορετικές παραλλαγές οικογενειακών δεσμών, ακολουθούν ποικίλα μοντέλα εργασίας και συχνά ανήκουν σε διαφορετικές πληθυσμιακές/κοινωνικές ομάδες, πράγμα που επηρεάζει και τη δομή και μορφή της προαστιακής κατοικίας. β) Ο αραιής δόμησης περιαστικός χώρος δεν προσφέρει κοινωνική πυκνότητα στο επίπεδο της γειτονιάς. Η μεγάλη αύξηση στη χρήση αυτοκινήτου, η μεγάλη απόσταση εργασίας-κατοικίας, αλλά και η δημιουργία προαστιακών πολυκέντρων αναψυχής και εμπορίου δημιουργούν σημεία πυκνότητας δραστηριοτήτων που αποκόπτουν ή αμβλύνουν την κοινωνική ζωή από την περιοχή κατοικίας (Αίσωπος, 2006: 114). Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραπάνω ανάλυση, η προαστιοποίηση είναι ένα δυναμικά εξελισσόμενο φαινόμενο, το οποίο πηγάζει από τις μεταβολές που επίφερε η βιομηχανική επανάσταση, ενώ εξελίσσεται με βάση τις οικονομικές αναδιαρθρώσεις, αλλά και τις μεταβολές στα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, η προαστιοποίηση, θα λέγαμε ότι, εξελίσσεται ως παράγωγο της αστικοποίησης (η οποία προηγείται χρονικά της προαστιοποίησης) και αντίστοιχα η αστική διάχυση εξελίσσεται ως παράγωγο της προαστιοποίησης (ή οποία έπεται χρονικά της προαστιοποίησης). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υφίστανται διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους, καθώς μπορεί να διαδραματίζονται ταυτόχρονα. Ο αστικός χώρος λοιπόν, σήμερα είναι έντονα διευρυνόμενος, παρουσιάζοντας ποικίλα χαρακτηριστικά και αναδεικνύοντας ιδιαίτερους (ή νέους) τρόπους κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής (πχ ιδιαίτερη σημασία έχουν στη σύγχρονη πόλη οι αναπλάσεις κέντρων και ο εξευγενισμός περιοχών, τα νέα ψυχαγωγικά και πολιτισμικά κέντρα και οι επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα ιδιαίτερα στον περιαστικό χώρο). Τα χαρακτηριστικά της προαστιοποίησης και αντίστοιχα του περιαστικού χώρου παρουσιάζουν, γενικά, κάποιους συγκεκριμένους όμοιους «κανόνες» συμπεριφοράς (όπως περιγράψαμε στο συγκεκριμένο κεφάλαιο), ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί ότι, ποικίλουν από περίπτωση σε περίπτωση, ενώ αναδεικνύονται και πολλές αντιθέσεις, λόγω των διαφορετικών κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών και πολιτικών κατεστημένων και διαδικασιών, που ισχύουν σε κάθε περίπτωση, πράγμα το οποίο θα αναδείξουμε στα επόμενα κεφάλαια. 42

44 2.2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Αν και το φαινόμενο της προαστιοποίησης ξεκίνησε από την Ευρώπη (Αγγλία) κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, ωστόσο η πιο χαρακτηριστική περίπτωση προαστιοποίησης, όπως και της «μητροπολιτικοποίησης» στη σύγχρονη εποχή (όπου αναδεικνύονται τα ποικίλα χαρακτηριστικά της) είναι αυτή των βορειοαμερικανικών πόλεων (κέντρο αναφοράς), οι οποίες παρουσίασαν εντονότερους ρυθμούς ανάπτυξης (οικονομικής και κατ επέκταση οικιστικής). Ήδη αρκετό καιρό πριν τον Β ΠΠ (αλλά κυρίως μετά τον Β ΠΠ) στις αμερικανικές πόλεις συντελέστηκαν μεγάλες πληθυσμιακές αυξήσεις με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αστική εξάπλωση των χρήσεων γης (κατοικία, οικονομικές δραστηριότητες κ.α.) και την ανάπτυξη των προαστίων. Στη Β. Αμερική (όπως και στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία) το ποσοστό μεταστέγασης των αστικών νοικοκυριών (φαινόμενα προαστιοποίησης) κυμαίνεται ετησίως μεταξύ 15% και 20%. Σε πολλές πόλεις, βέβαια σε αυτές τις περιοχές η κινητικότητα αναφέρεται σε διπλάσια επίπεδα, ενώ κάποιες άλλες (λιγότερες) ανανεώνουν τον πληθυσμό τους με βραδύτερους ρυθμούς (Knox & Pinch, 2009:436). Σύμφωνα με τον Garreau (1992: 113) διακρίνονται τρεις τύποι προαστιακών αστικών σχηματισμών στις αμερικανικές πόλεις, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στις αναπτυσσόμενες, χωρικά, πόλεις. Αυτοί οι τύποι είναι: οι «uptowns» (περιφερειακοί προϋπάρχοντες οικισμοί που ενσωματώθηκαν από την αστική εξάπλωση), οι «boomers» (κλασσικοί πυρήνες αστικής ανάπτυξης χωροθετημένοι σε διασταυρώσεις αυτοκινητόδρομων) και οι «greenfields» (οικιστικές αναπτύξεις σε χιλιάδες πρώην αγροτικά στρέμματα από ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες). Ωστόσο, οι συγκεκριμένες περιοχές, εμφανίζουν διαφοροποιημένο χαρακτήρα σε πολλές περιπτώσεις, ανάλογα με τις λειτουργίες που αναπτύσσονται και την κοινωνική φυσιογνωμία που τις συνθέτουν. Βασικό χαρακτηριστικό της περιαστικής ανάπτυξης των αμερικανικών πόλεων αποτελεί η οργανωμένη δόμηση οικιστικών συγκροτημάτων χαμηλής πυκνότητας, τα οποία χωροθετούνται έξω από τον κεντρικό αστικό ιστό και καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, ενώ απευθύνονται σε πληθυσμιακές ομάδες όμοιας κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας (σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού). Συχνό φαινόμενο αποτελεί η δημιουργία των συγκεκριμένων προαστιακών περιοχών, εξ ολοκλήρου από ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες (οι οποίες επωφελούνται από τις φθηνότερες τιμές της περιαστικής γης και τη βελτίωση της προσβασιμότητας μέσα από τις υποδομές του οδικού δικτύου), όπως η εταιρεία Levitt & Sons, η οποία δημιούργησε οργανωμένες προαστιακές περιοχές, λεγόμενες ως Levitowns (βλ. εικόνα 3) στα μέσα του 20ου αιώνα (Rybczynski, 1991). Εικόνα 3: Οργανωμένες προαστιακές περιοχές (Levitowns), περίπου στα 1950 Πηγή: Peter Bacon Hales 43

45 Το φαινόμενο των οργανωμένων προαστίων αποτέλεσε το μοντέλο ανάπτυξης ολόκληρων μητροπολιτικών περιοχών αργότερα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Orange County, μίας περιοχής στα όρια του Λος Άντζελες. Σύμφωνα με τον Soja (1996: 238), η περιοχή αυτή αποτελεί μία προεικόνα της μεταμοντέρνας εκδοχής των πόλεων, το πρότυπο μορφής και οργάνωσης της οποίας ακολουθούν και άλλες πόλεις των Η.Π.Α., όπως η Βοστόνη, η Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο, το Μαϊάμι, ενώ αποτελεί μία παραδειγματική περίπτωση νέων μορφών αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης που εμφανίζονται στο αμερικανικό τοπίο. Αυτό το μοντέλο σχετίζεται και με την ανάπτυξη των περιφραγμένων κοινοτήτων (gated communities), στην περιφέρεια των πόλεων, στις οποίες διαμένουν κάτοικοι μόνο υψηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού). Γενικά, τα βασικότερα χαρακτηριστικά των σύγχρονων αμερικανικών προαστίων (βλ. εικόνα 4) είναι τα εξής: «α) Χαμηλότερη πυκνότητα δόμησης από τις κεντρικές πόλεις, κυρίως από μονοκατοικίες σε μικρά τεμάχια, περιβαλλόμενα σε κοντινή απόσταση από γειτονικά κτίσματα. β) Πρότυπα ζωνών που διαχωρίζουν την οικιστική από την εμπορική ανάπτυξη, με πιο ήπια ανάπτυξη. γ) Υποδιαιρέσεις πρώην αγροτικής γης προς κατασκευή οικισμού από μία αναπτυξιακή εταιρία. Αυτές οι υποδιαιρέσεις συνήθως παρουσιάζουν ασήμαντες διακυμάνσεις στην αξία των κατοικιών, δημιουργώντας ολόκληρες κοινότητες όπου τα οικογενειακά εισοδήματα και τα δημογραφικά στοιχεία είναι σχεδόν πανομοιότυπα, αν και τα τελευταία χρόνια τα προάστια παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις. δ) Εμπορικά κέντρα και μικρές αγορές αναπτύσσονται πίσω από χώρους στάθμευσης, αντί για την παραδοσιακή κεντρική αγορά της πόλης. ε) Ένα δίκτυο αυτοκινητοδρόμων ειδικά σχεδιασμένο ώστε να συμμορφώνεται με την ιεραρχία, καταλήγοντας σε μικρές συνοικιακές παρόδους, σε αντίθεση με το παραδοσιακό παραλληλόγραμμο σχέδιο στα περισσότερα μεταπολεμικά προάστια. στ) Μεγαλύτερο ποσοστό αυτονομίας των κτιρίων απ' ότι στις αστικές περιοχές. ζ) Περιορισμένη ή ανύπαρκτη πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς. η) Συνήθως, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας απ' ότι σε μια αστική συνοικία» 17. Εικόνα 4: Προάστια στο Λος Άντζελες Πηγή: Shutterstock Στις αμερικανικές πόλεις, λοιπόν, παράλληλα με την έντονη ανάπτυξη της προαστιοποίησης και της αστικής διάχυσης εμφανίζονται ευδιάκριτα σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού στα προάστια, που προκύπτουν, αφενός από την έντονη κοινωνική διαφοροποίηση στις πόλεις (έντονη κοινωνική πολυμορφία αυξημένη παρουσία μεταναστών έντονος φυλετικός διαχωρισμός), όπως και, γενικά, από τα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα της αμερικανικής κοινωνίας (έντονος καταναλωτισμός, επιδίωξη του 17 Βικιπαίδεια, Προάστιο. 44

46 λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου») και αφετέρου από τη διάρθρωση των οικονομικών λειτουργιών, αλλά και των πολιτικών και πολεοδομικών επιδιώξεων Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, αποτελεί την περισσότερο πυκνοκατοικημένη και αστικοποιημένη ήπειρο καθώς περισσότερο από το 70% του πληθυσμού ζει και εργάζεται σε αστικές περιοχές. Η πιο έντονα αστικοποιημένη ζώνη της Ευρώπης είναι ο άξονας της ονομαζόμενης «μπλε μπανάνας», που εκτείνεται από την δυτική Αγγλία έως τις Κάτω Χώρες, τον άξονα του Ρήνου και το Μιλάνο, όπου παρουσιάζονται υψηλές πυκνότητες και υψηλός βαθμός αστικής συγκέντρωσης (βλ. εικόνα 5). Στον άξονα αυτό συγκεντρώνεται το 40% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και περιλαμβάνει πόλεις, όπως το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη, τη Ζυρίχη, το Μιλάνο κ.α.. Συχνά γίνονται αναφορές, όμως, και για την ύπαρξη άλλων αναπτυξιακών αξόνων, όπως του άξονα ανατολής-δύσης από το Παρίσι έως τη Βαρσοβία, όπως και του μεσογειακού άξονα Μιλάνου Βαλένθιας (Hospers, 2002: 1-3). Εικόνα 5: Ευρωπαϊκές Μητροπόλεις Παρίσι (αριστερά), Λονδίνο (δεξιά) Πηγή: Skyscrapercity.com Οι ευρωπαϊκές πόλεις, γενικά παρουσιάζουν πιο συμπαγείς δομές (μοντέλο συμπαγούς πόλης), ωστόσο και εδώ η αστική διάχυση εξελίσσεται έντονα, ιδιαίτερα σε μητροπολιτικές περιοχές. «Είναι γεγονός ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι πόλεις δεν μπορούν, πλέον να εξεταστούν ως εδαφικά ολοκληρωμένες κοινωνικο-πολιτικές οντότητες. Θα πρέπει να θεωρούνται μητροπολιτικές περιοχές, δηλαδή ευρείες γεωγραφικές ζώνες συγκέντρωσης πληθυσμού και δραστηριοτήτων που επεκτείνονται και αναπτύσσονται πάνω σε πλέγματα λειτουργικών, κοινωνικών και οικονομικών δικτύων, λίγο πολύ ανεξάρτητα από τα τεχνικά και διοικητικά προβλήματα.» (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007: 48). Οι ευρωπαϊκές πόλεις, έτσι, παρουσιάζουν, επίσης, μεγάλους ρυθμούς προαστιοποίησης, σε πολλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα έντονης αστικής διάχυσης (κυρίαρχος τρόπος επέκτασης των πόλεων) (Τριανταφυλλίδη, 2010: 37). Η προαστιοποίηση στις ευρωπαϊκές πόλεις (βλ. εικόνα 6), ωστόσο, παρουσιάζει διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από αυτή των βορειοαμερικανικών 45

47 πόλεων. Οι συγκεκριμένες διαφορές, σύμφωνα με τον Batty (2001), όπως τον παραθέτει ο Λαγαρίας (2013: 27) συνοψίζονται ως εξής: α) Η προαστιακή ανάπτυξη στην Ευρώπη είναι, συνήθως μικρότερης έντασης από ότι στις Η.Π.Α.. β) Τα ευρωπαϊκά προάστια παρουσιάζουν πιο υψηλές πυκνότητες και αντίστοιχα η πόλη πιο συμπαγή δομή. γ) Στην Ευρώπη παρατηρείται έντονη ανάμειξη χρήσεων γης και κυρίως της κατοικίας με εμπορικές δραστηριότητες. Παράλληλα, το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα κατοικίας, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των προαστίων αφορά εργατικές γειτονιές με κατοικίες δημόσιας ιδιοκτησίας, οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες βορειοαμερικανικές γειτονιές (Knox & Pinch, 2009: 344). Στις Ευρωπαϊκές πόλεις, λοιπόν, το κέντρο δεν εγκαταλείπεται μαζικά (στην ένταση των αμερικανικών πόλεων) αντίθετα τα «ιστορικά κέντρα» ή τμήματά τους παραμένουν, σε κάποιο βαθμό, τόποι κατοικίας ανώτερων στρωμάτων (ή ξαναγίνονται μέσω εξευγενισμού gentrification). Ο ρόλος της ιστορίας είναι σημαντικός εδώ, καθώς πρόκειται για παλαιότερες πόλεις με προφανώς παλαιότερα πρότυπα εγκατάστασης των κοινωνικών ομάδων στο χώρο, αλλά και παλιά καθεστώτα ιδιοκτησίας, και φυσικά μια αρχιτεκτονική κληρονομιά που τα κάνει πιο ελκυστικά. Εικόνα 6: Η προαστιοποίηση στην Κοπεγχάγη (αριστερά) Προάστια στη Βιέννη (δεξιά) Πηγή: SkyscraperPage.com Shotter (2013) Σημαντικές διαφοροποιήσεις, βέβαια, υφίστανται και στο εσωτερικό της Ευρώπης, κυρίως ανάμεσα στις πόλεις της Μεσογείου και της πόλεις της βόρειας και βορειοδυτικής Ευρώπης, διαφορές που συνίστανται σε διαφορετικά ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, μεταξύ τους, όπως και διαφορετική πορεία ανάπτυξης. Σύμφωνα με τους Couch κ.α. (2007: 256), στη Β. Ευρώπη η προαστιοποίηση συνίσταται με βάση τον τρόπο ζωής, ενώ στη Ν. Ευρώπη η προαστιοποίηση είναι πιο πρόσφατη και οφείλεται περισσότερο στην ανάπτυξη περιαστικών υποδομών. Επίσης, διαφορά έγκειται και στο γεγονός ότι στη Β. Ευρώπη, σημαντικός ήταν ο ρόλος του κεντρικού σχεδιασμού στην οργάνωση της προαστιακής ανάπτυξης, αλλά και στον περιορισμό της. Στη Ν. Ευρώπη, ωστόσο ο σχεδιασμός παρουσιάζεται πιο χαλαρός, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μία περισσότερο αυθόρμητη ανάπτυξη των πόλεων, πολλές φορές με αυθαίρετο τρόπο. Πηγή: Skyscrapercity.com Οι Μεσογειακές πόλεις, ωστόσο, παρουσιάζουν πιο συμπαγείς δομές (βλ. εικόνα 7). Σύμφωνα με τη Leontidou (1990: 12), η διαφοροποίηση μεταξύ βόρειας και νότιας Ευρώπης (Μεσογειακές πόλεις, κυρίως) συνίσταται στα διαφορετικά μοντέλα κατανομής των κοινωνικών στρωμάτων στο χώρο. 46 Εικόνα 7: Πρότυπο συμπαγούς πόλης: Βαρκελώνη

48 Στις πόλεις του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, αντίστοιχα, σύμφωνα με τους Nuissl & Rink (2005: 124), μετά την αλλαγή του Εικόνα 8: Το Saale Park στη Λειψία (δεκ. πολιτικού και οικονομικού συστήματος, 1990) Προαστιοποίηση (κατοικία και εμπόριο) παρόλο που υπήρξε ραγδαία πληθυσμιακή μείωση σημαντική οικονομική κάμψη με έντονη αποβιομηχάνιση, η αστική εξάπλωση συνεχιζόταν, με κύριο χαρακτηριστικό τις νέες επενδύσεις που κατευθύνονταν προς τις περιαστικές περιοχές, όπου δεν υπήρχε απαίτηση επιπλέον εξόδων για μετατροπή των χρήσεων γης σε πρώην βιομηχανικά εδάφη (βλ. Πηγή: Nuissl & Rink, 2005 εικόνα 7). Στις ευρωπαϊκές πόλεις, τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται πως «οι κρίσεις στις περιφέρειες των μεγάλων αστικών κέντρων, η ερήμωση ολόκληρων αστικών, πρώην βιομηχανικών ή αγροτικών ζωνών, η στροφή προς συλλογικές εγκληματικές πρακτικές, η κοινωνική διαίρεση του χώρου με γκετοποίηση ολόκληρων περιοχών, είναι φαινόμενα που, προς το παρόν, οξύνονται. Συνοδεύονται από τις γνωστές εκδηλώσεις ρατσισμού, φασισμού, νεανικής εγκληματικότητας, ναρκωτικών κ.ο.κ.» (Βαΐου κ.α., 1995: 31). Αντίστοιχα σημειώνουμε ότι, «Η κοινωνική πόλωση και ο διαχωρισμός αυξάνονται η πρόσφατη οικονομική κρίση διόγκωσε περαιτέρω τις επιδράσεις των διαδικασιών της αγοράς και την βαθμιαία συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και στις πλουσιότερες πόλεις, οι διαχωρισμοί στην κοινωνία και στο χώρο αποτελούν διογκούμενα προβλήματα Οι διαδικασίες χωροταξικού διαχωρισμού ως αποτέλεσμα κοινωνικής πόλωσης καθιστούν για τις ομάδες χαμηλού εισοδήματος ή τις περιθωριοποιημένες ομάδες όλο και δυσχερέστερη την εξεύρεση αξιοπρεπούς κατοικίας σε προσιτές τιμές Επιπλέον, αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, ο αυξανόμενος χωροταξικός διαχωρισμός θα επηρεάζει έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό περιφερειών και πόλεων, συμπεριλαμβανομένων και των πλουσίων. Θύλακες φτώχειας και στέρησης ήδη υφίστανται στις πλουσιότερες των ευρωπαϊκών πόλεων και η ενεργειακή φτώχεια πλήττει τις πλέον ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, ειδικά σε πόλεις με χαμηλής ποιότητας ή απαρχαιωμένη στέγαση» 18. Να αναφέρουμε, τέλος, ότι οι πιέσεις της εκτεταμένης αστικής ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν, καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός. «Μέχρι το 2020 εκτιμάται ότι το 80% των Ευρωπαίων θα ζει στις αστικές περιοχές και σε επτά χώρες αυτό το ποσοστό θα ξεπερνά το 90%. Αν και ο πληθυσμός της Ευρώπης παραμένει σταθερός, οι ευρωπαϊκές πόλεις παρουσιάζουν συνεχή επέκταση» ΕΕ (2011). Πόλεις του αύριο Προκλήσεις, οράματα, η πορεία μπροστά. < row_summary_el.pdf>. 19 ΕΕΑ, 2004, A European Environment Agency update on selected issues. < 47

49 2.4. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Το φαινόμενο της προαστιοποίησης εμφανίζεται καθυστερημένα στις ελληνικές πόλεις (σε σχέση με τις προηγούμενες περιπτώσεις), παρουσιάζοντας από τη μια ομοιότητες με την περίπτωση της Β. Ευρώπης και της Β. Αμερικής (μικτό μοντέλο προαστιοποίησης), ωστόσο και σημαντικές διαφορές ή ιδιαιτερότητες. Σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων (ιδιαίτερα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) αποτελεί η αστική διάχυση λειτουργιών που επεκτείνονται, κυρίως γραμμικά σε εγγύτητα με τις κύριες οδικές αρτηρίες. Όσο για την προαστιοποίηση της κατοικίας, υφίσταται και εδώ η εντεινόμενη αναζήτηση κατοικίας (ωστόσο πιο περιορισμένη από τις αμερικανικές πόλεις), από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, προς την περιφέρεια της πόλης, όπου παρουσιάζεται ποιοτικότερο περιβάλλον. Παρουσιάζει, έτσι μια ομοιότητα με τις ευρωπαϊκές πόλεις που συνίσταται στο γεγονός ότι, το κέντρο δεν εγκαταλείπεται (στην ένταση των αμερικανικών πόλεων) 20 αντίθετα τα «ιστορικά κέντρα» ή τμήματά τους παραμένουν τόποι κατοικίας ανώτερων στρωμάτων (ή ξαναγίνονται μέσω εξευγενισμού). Όπως περιγράψαμε, δηλαδή, Εικόνα 9: Πανόραμα Θεσσαλονίκης μια κατ εξοχήν προαστιακή περιοχή Πηγή: «Panoramio» και στο κεφ. 2.3, ο ρόλος της ιστορίας είναι σημαντικός, καθώς πρόκειται για παλαιότερες πόλεις με προφανώς παλαιότερα πρότυπα εγκατάστασης των κοινωνικών ομάδων στο χώρο, αλλά και παλιά καθεστώτα ιδιοκτησίας, και φυσικά μια αρχιτεκτονική κληρονομιά που τα κάνει πιο ελκυστικά. Έτσι, στις ελληνικές πόλεις, συγκεκριμένα, γενικά υφίσταται μια μεγαλύτερη ανάμιξη κοινωνικών ομάδων (και λειτουργιών/χρήσεων γης) στον αστικό χώρο, με χαρακτηριστικό την άμβλυνση των σχημάτων κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού (εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως το Πανόραμα Θεσσαλονίκης, όπου κατοικούν, σχεδόν αποκλειστικά, ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, το οποίο και θα αναλύσουμε παρακάτω). Βασική διαφορά, από τις υπόλοιπες περιπτώσεις, αποτελεί το γεγονός ότι, στην Ελλάδα η αστικοποίηση σχετίζεται με τη συνεχιζόμενη αγροτική έξοδο (αστικοποίηση, από τη δεκαετία του και κυρίως μετά τον Β ΠΠ), περισσότερο και όχι τόσο με μία αντίστοιχη βιομηχανική ανάπτυξη, όπως συμβαίνει στη Β. Αμερική και τη Β. Ευρώπη. 20 Εξαίρεση, ίσως αποτελεί η Αθήνα, που από τη δεκ. του 70 εμφανίζονται αρκετά έντονες τάσης εγκατάλειψης του κέντρου από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, που μετακινούνται στα προάστια (Μαλούτας, 2013: 46). 21 Σημαντικά είναι τα αποτελέσματα του Β ΠΠ (κατοχή), αλλά και του εμφύλιου πολέμου, για την Ελλάδα, καθώς συντέλεσαν στην αδυναμία της υπαίθρου να συντηρήσει, είτε τον πληθυσμό του «αντάρτικου» είτε τον πληθυσμό των αστικών κάντρων ή και χωριών. Πρόκειται για εσκεμμένες επιχειρήσεις καταστροφής της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής, για τον έλεγχο του πληθυσμού (κατά την κατοχή) και την ανακοπή των αντιστασιακών δυνάμεων (κατά την κατοχή και τον εμφύλιο) (Σκαλιδάκης, 2010). 48

50 Επίσης, σημαντική διαφορά, από τις αμερικανικές πόλεις κυρίως, αποτελεί η πρακτική της αυτοστέγασης, η οποία έλαβε μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα, πράγμα που θεωρείται αδιανόητο στις αμερικανικές πόλεις (όπως και η αυθαίρετη δόμηση). Οι ελληνικές πόλεις συγκαταλέγονται στις πιο συμπαγείς ως προς τη χωρική δομή και τις πληθυσμιακές πυκνότητες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο και εδώ τα τελευταία χρόνια υφίσταται έντονη αστική διάχυση, που ξεφεύγει από τα (στενά) όρια του σχεδιασμού (Κουτσοθανάσης, 2014: 47). Εκτός, όμως από την αστικοποίηση που προκλήθηκε από την αγροτική έξοδο (τους λόγους που συνιστούν την αγροτική έξοδο δεν τους αναλύουμε εδώ), σημαντικά γεγονότα (σε μικρότερο βαθμό, ωστόσο) που οδήγησαν στην ανάπτυξη του φαινομένου της αστικοποίησης και κατ επέκταση της προαστιοποίησης (αργότερα μετά το 1980) αποτελούν, αρχικά η Μικρασιατική καταστροφή (1922) και αργότερα (μετά την αγροτική έξοδο) η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991 σε μικρότερη ένταση, ωστόσο, σε σχέση τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Καταστροφής). Αρχικά λοιπόν, με τη Μικρασιατική Καταστροφή εισέρρευσε στις ελληνικές πόλεις (κυρίως Αθήνα και Θεσσαλονίκη) μεγάλος αριθμός προσφύγων (και μεταναστών), με το κράτος να αδυνατεί να δώσει λύσεις στο στεγαστικό πρόβλημα αυτών, οι οποίοι έτσι, κατέφευγαν στη λύση της αυτοστέγασης. Παράλληλα, καθώς οι κεντρικές περιοχές των πόλεων ήταν πληθυσμιακά και χωρικά κορεσμένες, οι μετανάστες/πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν, ως επί το πλείστον, προς την περιφέρεια των πόλεων, δημιουργώντας τους πόλους (οικισμούς), οι οποίοι αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της προαστιοποίησης, αργότερα. Πλέον, οι περισσότεροι προσφυγικοί οικισμοί έχουν ενωθεί με τον επεκτεινόμενο αστικό χώρο. Επίσης, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης εισέρρευσαν στην πόλη νέα κύματα μεταναστών και παλιννοστούντων, το στεγαστικό πρόβλημα των οποίων το κράτος, πάλι δεν κατάφερε να επιλύσει με επιτυχία 22, ωστόσο το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι πιο ήπιο σε σχέση με τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής. Βασικό χαρακτηριστικό, πάντως και των δυο περιπτώσεων αποτελεί το γεγονός της αυθαίρετης δόμησης, γεγονός που ορίζει σε σημαντικό βαθμό και τον τρόπο εξάπλωσης του αστικού χώρου (Leontidou, 1990: 71, 137). Η διάρθρωση της ελληνικής πόλης, γενικά, χαρακτηρίζεται από: μονοκεντρική δομή και υψηλές πυκνότητες, σχετικά ομοιογενή κατανομή των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, ακανόνιστη, αυθόρμητη και πολλές φορές αυθαίρετη διαδικασία επέκτασης, έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, έντονη ανάμειξη χρήσεων γης και χωροθέτηση βασικών δραστηριοτήτων (όπως βιοτεχνιών) οπουδήποτε στο εσωτερικό της πόλης (Τσουλουβής, 1984: 321) (βλ. και εικόνα 10). 22 Η πρακτική της αυτοστέγασης είναι και εδώ μια πρόσφορη λύση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου εγκατάστασης των παλιννοστούντων αποτελούν η Νικόπολη και η Ευξεινούπολη στη Θεσσαλονίκη (αυτογενείς οικισμοί) (Κούρτη & Κατσαβουνίδου, 2006: 22). 49

51 Εικόνα 10: Ελληνικές πόλεις ευρύτερα του κέντρου της Αθήνας (αριστερά), Πολίχνη Θεσσαλονίκης (δεξιά) Πηγή: Greekscapes Σύμφωνα με τον Τσουλουβή (1984: 319), η αγορά γης και κατοικίας και οι διαδικασίες αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από: α) την ανεπτυγμένη εφαρμογή του θεσμού της αντιπαροχής. β) Ασθενείς κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς στον αστικό χώρο για τη χωροθέτηση διάφορων χρήσεων γης. γ) Σημαντική θέση του μικροϊδιοκτήτη στην ελληνική κοινωνία. δ) Γενικευμένη διασπορά αυθαίρετων κατασκευών στο χώρο. ε) Ανυπαρξία άσκησης πολεοδομικού προγραμματισμού και πολιτικών στέγασης κ.α.. Στην Ελλάδα η παρανομία στην εκτός σχεδίου δόμηση αφορά τους οικοδομικούς κανονισμούς, ενώ οι οικιστές των αυθαιρέτων αγόραζαν τη γη τους. Βασικά χαρακτηριστικό, πάντως, αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο κοινωνικός και στεγαστικός διαχωρισμός είναι πολύ πιο περιορισμένος σε σχέση με την περίπτωση των αμερικανικών πόλεων (όπως και με τις πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου) (Λεοντίδου, 2007: 219). Στις ελληνικές πόλεις, καθώς ο κοινωνικός διαχωρισμός είναι περιορισμένος, αντίστοιχα είναι περιορισμένη και η κοινωνική πόλωση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί και κανόνα), ωστόσο αναδεικνύονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, σχήματα χωρικής πόλωσης (όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, την οποία θα εξετάσουμε στα επόμενα κεφάλαια). «Οι διαδικασίες παραγωγής του αστικού χώρου, καθώς και το κυρίαρχο πρότυπο της νομικής σχέσης στεγάσεως (ιδιοκατοίκηση) απέτρεψαν, σε μεγάλο βαθμό, τη διαμόρφωση ακραίων περιπτώσεων κοινωνικού διαχωρισμού και κοινωνικών συγκρούσεων» (Βαΐου κ.α., 1995: 22). Ωστόσο, ο κοινωνικός διαχωρισμός, όσον αφορά τη χωρική ανισοκατανομή των επαγγελματικών ομάδων στις περιοχές κατοικίας είναι σημαντικός (ιδιαίτερα στην Αθήνα). Η συγκεκριμένη περίπτωση κοινωνικού διαχωρισμού εντείνεται από το γεγονός της μετακίνησης των μεσαιο-υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων προς τις προαστιακές περιοχές, τις τελευταίες δεκαετίες (Μαλούτας, 2000:47). Υφίστανται, έτσι περιοχές με διαφορετικά ή αντίθετα χαρακτηριστικά στο εσωτερικό των ελληνικών πόλεων, σε ευρύτερα, όμως χωρικά πλαίσια (πχ Δυτική Θεσσαλονίκη vs Ανατολική Θεσσαλονίκη χωρική πόλωση), δηλαδή εκφράζονται αντιθέσεις, είτε ως προς την ποιότητα του δομημένου ή φυσικού χώρου (πχ κατοικία σε εγγύτητα με βιομηχανία vs κατοικία σε εγγύτητα με το φυσικό περιβάλλον, είτε ως προς την κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία των κατοίκων (ανώτερη ή χαμηλότερη), ωστόσο, καθώς κυριαρχεί η μεσαία κοινωνική τάξη στην ελληνική κοινωνία, οι αντιθέσεις μεταξύ των ακραίων κατηγοριών 50

52 αμβλύνονται (όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης). Έτσι λοιπόν, σημειώνουμε, τέλος ότι, βασική διαφορά, ως προς τη δομή και ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού από τις βορειοευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πόλεις (όπως και του αναπτυσσόμενου κόσμου) είναι το γεγονός ότι στις ελληνικές πόλεις τα φαινόμενα κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού είναι λιγότερο έντονα, καθώς υφίσταται μια σχετική ισοκατανομή στον αστικό χώρο, των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (Πανταζής, 1995: 2). 51

53 2.5. ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Κλείνοντας, το κεφάλαιο της εμπειρίας της προαστιοποίησης και συσχετίζοντάς το με το θεωρητικό πλαίσιο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, η ανάπτυξη της προαστιοποίησης, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σχετίζεται με τις πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές/εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσει η κάθε κοινωνία, αναδεικνύοντας, έτσι διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση, δηλαδή έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας, όπως και μεταξύ της κοινωνίας και του χώρου. Αναπτύσσεται έτσι μα κοινωνικοχωρική διαλεκτική, η οποία πηγάζει, ίσως περισσότερο, από βαθιά ιστορικά και κοινωνικοπολιτισμικά γεγονότα, αλλά συνδέεται άμεσα και με τον τρόπο που οργανώνονται και αναπτύσσονται οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, κυρίαρχο χαρακτηριστικό των κοινωνιών αποτελεί η εξάρτηση από «υλιστικές όψεις της πραγματικότητας», ιδιαίτερα από την οικονομία, με τις εξουσιαστικές δομές να αναπτύσσονται, στην ουσία, από αυτούς που κατέχουν το κεφάλαιο και προσπαθούν να επιβάλουν τον «ορθολογικό» τρόπο (παραγωγικής) «συμπεριφοράς» τους στο σύνολο της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της κοινωνίας από το χρήμα και άρα την προσαρμοσμένη καταναλωτική συμπεριφορά μια καταναλωτική συμπεριφορά που τείνει να μαζικοποιηθεί, ως προς τις επιταγές του καπιταλιστικού συστήματος, ωστόσο στην πραγματικότητα, αναδεικνύει νέες κοινωνικοπολιτισμικές διαφοροποιήσεις και διαχωρισμούς, που αποτυπώνονται στον αστικό χώρο ποικιλοτρόπως, αναδεικνύοντας έτσι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της οικιστικής ανάπτυξης και προαστιοποίησης ανά περίπτωση. Στα επόμενα κεφάλαια, έχοντας υπόψη την παραπάνω ανάλυση, θα μελετήσουμε το φαινόμενο της προαστιοποίησης για την Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα, πάνω στη βάση της κοινωνικής διαφοροποίησης και του κοινωνικού διαχωρισμού, φαινόμενα που σηματοδοτούν την παραγωγή του αστικού χώρου, μέσα από εξελικτικές και ποικίλες διαδικασίες. 52

54 3. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 3.1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΩΣ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει μια μακραίωνη ιστορική διαδρομή, η οποία συνδέεται με την πολυπολιτισμικότητα και περνά από περιόδους ακμής και παρακμής σε μια εξελικτική πορεία. Η επίσημη ίδρυση της Θεσσαλονίκης αποδίδεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη θεώρηση (υπάρχει έλλειψη στοιχείων), στον στρατηγό Κάσσανδρο το 316/315 π.χ. (ελληνιστική περίοδος), ο οποίος διεκδικώντας το Βασίλειο της Μακεδονίας μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ιδρύει την Θεσσαλονίκη, συνενώνοντας τους ήδη υπάρχοντες οικισμούς, προς τιμή της ετεροθαλής αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με το όνομα Θεσσαλονίκη, την οποία παντρεύεται. Οι προϋπάρχοντες οικισμοί υποδήλωναν την ύπαρξη κοινωνικής ζωής στην περιοχή, ήδη από την 3 η χιλιετία π.χ. (Α.Τ.Ε.Ι.Θ., ). Οι κάτοικοι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (όπως και στον υπόλοιπο βορειοελλαδικό χώρο) αυτοαποκαλούνταν Μακεδόνες, οι οποίοι, στην ουσία ήταν Δωριείς που δεν ακολούθησαν τη μεγάλη μάζα των ομοφύλων τους στη μετακίνησή τους προς τη νότια Ελλάδα, αλλά παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά της Μακεδονίας (Καρυπίδου, 2002). Η πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική οργάνωση της πόλης ήταν παρόμοια με τις άλλες πόλεις της εποχής. Διέθετε βουλή, Εκκλησία του Δήμου και τους πατροπαράδοτους πολιτικούς άρχοντες, οι οποίοι τη διοικούσαν. Την ίδια περίοδο, αναγείρονται και τα περιμετρικά τείχη και αυτά της ακρόπολης, για λόγους άμυνας, καθώς προσέλκυε ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των ξένων, παράλληλα με την ανάπτυξή της (Τιβέριος, 1997: 68). Χαρακτηριστικό αποτελεί το στοιχείο ότι η Θεσσαλονίκη, δεδομένης της στρατηγικής σημασίας της γεωγραφικής της θέσης ως προς την επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, αποδεχόταν τις διάφορες πολιτισμικές και εθνοτικές ομάδες, τις οποίες και προσέλκυε, παράλληλα με την ανάπτυξη του εμπορίου. Έτσι στην πόλη εγκαταστάθηκαν και οι πρώτοι Ιουδαίοι, αρχικά, και αργότερα κάτοικοι από την Ανατολή, όπως και Εβραίοι (3ος αι. π.χ.), που εκείνη την εποχή είχαν συνοικισμούς σχεδόν σε όλες τις μεγάλες εμπορικές πόλεις της Μεσογείου. Έτσι εισάγονται και ξένες θρησκευτικές λατρείες, κυρίως από την Αίγυπτο και γενικότερα υπάρχει ανάμειξη πολιτισμικών προτύπων στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης (Βακαλόπουλος, 1983: 19-23). Το 146 π.χ. η Θεσσαλονίκη κυριαρχείται από τους Ρωμαίους και γίνεται πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας. Από το σημείο αυτό ξεκινά μια περίοδος ακμής της πόλης, η οποία λειτουργεί ως σημαντικό διοικητικό κέντρο, ενώ παράλληλα αποκτά ιδιαίτερη στρατιωτική, εμπορική και πολιτισμική σημασία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της 23 Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης (Α.Τ.Ε.Ι.Θ.) (2014). Η πόλη της Θεσσαλονίκης. < 53

55 Μητρόπολης της Μακεδονίας. Σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξή της αποτελεί η κατασκευή της Εγνατίας Οδού το 130 π.χ. (στρατιωτική οδός), η οποία συνέδεε την Δυτική Μακεδονία και την Κεντρική Ελλάδα με την Ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο. Παράλληλα με την ανάπτυξή της, η Θεσσαλονίκη προσελκύει ανθρώπους από άλλες μακεδονικές πόλεις, αλλά και από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, όπως και από την Μικρά Ασία, Εβραίους και, φυσικά, εγκαθίσταται σημαντικός αριθμός Ρωμαίων στην πόλη, ωστόσο ο μεγαλύτερος πληθυσμός είναι ελληνικός (Στεφανίδου-Τιβερίου, 2014). Η πολεοδομική συγκρότηση της Θεσσαλονίκης, που ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια, υιοθετείται από τους Ρωμαίους, όπου αναπτύσσεται γρήγορα, στη βάση του ιπποδάμειου συστήματος (βλ. χάρτη 1). Τα δημόσια κτίρια και χώροι χωροθετούνταν στο κέντρο (αγορά, βιβλιοθήκη, στάδιο, γυμνάσιο, ωδείο). Στο δυτικό τομέα της πόλης τοποθετείται το θρησκευτικό κέντρο. Οι κεντρικοί δρόμοι πλαισιώνονταν από στοές, και οι υπόλοιποι από πεζοδρόμια (οπτικοακουστικό υλικό 24 ). Χάρτης 1: Η δομή της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης: α) Θέση ελληνιστικής πόλης, β) Αγορά, γ) Ανακτορικό συγκρότημα Γαλερίου, δ) Περιοχή ιερών. Πηγή: Τιβέριος, 1997: 67 Από τον 3 ο αιώνα το ρωμαϊκό κράτος καταρρέει για να αναπτυχθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία, μετά από πολλές διαμάχες, μέσα από τις οποίες συνίσταται και η ενίσχυση των τειχών της πόλης (τέλη του 3ου αρχές του 4ου αι.) και μετατοπίζεται το ανατολικό τείχος στη σημερινή του θέση. Έτσι, επιβάλλεται ο Χριστιανισμός 25, πράγμα το οποίο επηρεάζει τις μεταβολές στα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας. Παράλληλα, το 312 μ.χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε ένα τεχνητό λιμάνι στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, η σημασία του οποίου ήταν ιδιαίτερη, στο πλαίσιο της εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, η οποία αναδύεται ως το πιο σημαντικό, μετά την Κωνσταντινούπολη, οικονομικό και διοικητικό 24 Αρχείο ΕΡΤ. Η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. < 25 Το 380 εδραιώνεται ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος επίβαλε τον Χριστιανισμό στους υπηκόους του, με αυτοκρατορικό διάταγμα (28/2/380), κατά το οποίο όποιος δεν ακολουθούσε το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας θα θεωρούνταν αιρετικός. Η κυριαρχία του Θεοδόσιου συνίσταται στην καταστολή της αντίστασης των κατοίκων της πόλης, με τη γνωστή σφαγή των Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το 390 μ.χ.. (Ναλμπάντης κ.α. 1983: 18). 54

56 κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αυτή η αναπτυξιακή πορεία διακόπτεται από συνεχείς επιδρομές από τους εχθρούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας 26, ενώ παράλληλα δέχεται πλήγματα από σεισμούς, με αποτέλεσμα να μετασχηματίζεται συνεχώς ο αστικός χώρος (ανοικοδόμηση μετά από καταστροφές και λεηλασίες) και να χάνονται σε μεγάλο βαθμό δείγματα αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας και πολιτιστικών μνημείων από τις παλαιότερες περιόδους (Τζάχος, 2008: 35-42). Στα τέλη της βυζαντινής περιόδου, τον 13 ο με 14 ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη περνά την πιο έντονη περίοδο πολιτισμικής άνθισης της βυζαντινής εποχής (συγκέντρωση φιλοσόφων, ρητόρων και καλλιτεχνών), ωστόσο, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις του μεσαίωνα, η κοινωνία είναι διαστρωματοποιημένη, συνιστώντας έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, παρά το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ήταν πλούσια πόλη. Ωστόσο, η δύναμη της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, απειλείται από την ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών (Λάμπος, 2013). Το 1430 οι Τούρκοι κυρίευσαν την Θεσσαλονίκη, εισβάλλοντας από τη βορειοανατολική πλευρά της, προκαλώντας άγριες σφαγές και λεηλασία, αφού είχε προηγηθεί τριήμερη πολιορκία. Έτσι, η πόλη θα μεταβάλλει την κοινωνική και χωρική οργάνωσή της τους επόμενους αιώνες κατά τα πρότυπα των Οθωμανών (Φιλίστωρος, 2014). Αλλάζει, βέβαια και η πληθυσμιακή σύνθεση, καθώς εγκαθίσταται μεγάλος αριθμός Τούρκων στην πόλη, ενώ βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η έντονη και δυναμική παρουσία των Εβραίων (έντονη συμβολή στην οικονομία), οι οποίοι καταφθάνουν, από τα τέλη του 15 ου αι., κατά μεγάλα κύματα στην πόλη, βρίσκοντας καταφύγιο από τους διωγμούς που υπέστησαν την περίοδο εκείνη από τη χριστιανική Δύση (Μιχαλόπουλος, 1999). Ως το 1869 η Θεσσαλονίκη κρατά τη χωρική της έκταση ίδια από τις παλαιότερες εποχές στα όρια των τειχών, με τη βιομηχανική επανάσταση να καθυστερεί να έρθει στην πόλη. Στο εσωτερικό της οι κάτοικοι ζουν σε χωριστές συνοικίες κατά θρησκεία και εθνική προέλευση, σε επαφή μεταξύ τους, αλλά χωρίς να αναμιγνύονται. Κάθε γειτονιά είναι μια συλλογική οντότητα απροσπέλαστη στους ξένους, ενώ έχει την αριστοκρατία της, τη μεσαία τάξη και τους φτωχούς της, τους δικούς της στενούς οικονομικούς και οικογενειακούς δεσμούς (όπως οι συντεχνίες της μεσαιωνικής Ευρώπης). Τον 17o αι. υπήρχαν 48 συνοικίες μουσουλμάνων, 56 Εβραίων και 16 Ελλήνων, Αρμενίων, Φράγκων κ.α. (Καρυπίδου, 2002). Οι περισσότερες συνοικίες της πόλης ήταν πυκνοκατοικημένες με διώροφα και σπάνια τριώροφα σπίτια. Η μορφή αυτή (μεγάλη πυκνότητα και στενά σοκάκια απουσία σχεδιασμού) οφείλεται στην κουλτούρα των κατοίκων των συνοικιών, όπου κάθε δρόμος ανήκει στους κατοίκους του. Στην Πάνω Πόλη χωροθετούνται οι τουρκικές συνοικίες, οι οποίες είναι αραιοδομημένες με πολλούς κήπους, ενώ η Κάτω Πόλη είναι πυκνά και άτακτα δομημένη, με τις πολυπληθείς εβραϊκές συνοικίες να χωροθετούνται κοντά στο λιμάνι και την αγορά και τους Έλληνες γύρω από τις ενοριακές εκκλησίες, διαμορφώνοντας χριστιανικές συνοικίες, κυρίως στο κάτω μέρος της πόλης, γύρω από την Καμάρα. Ο μόνος τόπος συνάντησης της διαφοράς είναι η αγορά και τα εργαστήρια, όπου χωροθετούνται 26 Οστρογότθοι, Γότθοι, Άβαροι, Ούννοι και Σλάβοι από τον 5 ο έως και τον 7 ο αι., Σαρακηνοί τον 10 ο αι., Βούλγαροι, Νορμανδοί, Φράγκοι και Καταλανοί από τον 11 ο έως τον 14 ο αι.. 55

57 χωριστά από τις κατοικίες, αναδεικνύοντας την κοινωνικότητα της πόλης (Nehama, 1978: 775). Η βιομηχανική επανάσταση έρχεται στη Θεσσαλονίκη από τα τέλη του 19 ου αιώνα, όπου ενώ στο νότο υπάρχει ήδη ελεύθερο ελληνικό κράτος, γίνεται προσπάθεια εκσυγχρονισμού από τους Τούρκους, με την πόλη να εξωραΐζεται, να κατασκευάζονται μεγάλα έργα και υποδομές (μεταφορικά δίκτυα, βιοτεχνίες, βιομηχανίες κ.α.), να αναπτύσσεται πολεοδομικά σταδιακά (πίνακα 2 στο παράρτημα), όπως και πληθυσμιακά (βλ. πίνακες 3, 4 και 5 στο παράρτημα) και να αποκτά οικονομική ισχύ και να εξευρωπαΐζεται. Έτσι η βιομηχανική επανάσταση επιφέρει και έντονες κοινωνικές, οικονομικές και χωρικές μεταβολές στον αστικό χώρο, ενώ διαμορφώνει το πλαίσιο με το οποίο θα εξελιχθεί η Θεσσαλονίκη τους επόμενους αιώνες έως σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, όπως περιγράφει η Καραδήμου - Γερόλυμπου (2008: ), παραχωρούνται πολιτικά και αστικά δικαιώματα στις θρησκευτικές μειονότητες και παράλληλα με τον ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό (αναδύονται οι οικονομικές δραστηριότητες και το εμπόριο), εισάγονται νέα ήθη διαβίωσης και δημιουργούνται νέες απαιτήσεις για τον χώρο. Εμφανίζονται νέα επαγγέλματα, νέες μορφές εκπαίδευσης και αναψυχής κτλ., ενώ τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα αναπτύσσουν νέες μορφές διασυνδέσεων (λέσχες, επαγγελματικά επιμελητήρια, ενώσεις) και αποδεσμεύονται από τις παραδοσιακές περιχαρακώσεις στο εσωτερικό της εθνικοθρησκευτικά ομοιογενούς ομάδας. Εμφανίζονται στην πόλη, αντίστοιχα, σύγχρονοι επαγγελματικοί χώροι, τράπεζες, μεγάλα καταστήματα, όπως και τα πρώτα εργοστάσια, ενώ παράλληλα κατασκευάζεται και το τραμ και αναπτύσσονται οι συγκοινωνίες και, γενικά, ανασχεδιάζεται η ρυμοτομία της πόλης ως προς τα νέα δεδομένα (διάνοιξη δρόμων, οικοδομικά τετράγωνα, διαμόρφωση κτιρίων με νέα αρχιτεκτονική). Ξεκινάει έτσι, από αυτό το σημείο και ύστερα η διαδικασία συνεχούς επέκτασης της πόλης (προς τα δυτικά και ανατολικά), παράλληλα με την έντονη εισροή πληθυσμού, κατά διαστήματα, που συνιστούν την έντονη αστικοποίηση, όπως θα περιγράψουμε και παρακάτω. Όπως περιγράφουν και οι Φραγκόπουλος κ.α. (2012: 557), βασικός παράγοντας της επέκτασης της πόλης (προς στα ανατολικά, κυρίως, αλλά και προς τα δυτικά) αποτελεί η κατεδάφιση των τειχών, το 1879, όπου από το σημείο αυτό και ύστερα επιτρέπεται η εγκατάσταση κατοίκων και έξω από τον ιστορικό πυρήνα. Έτσι, όπως και στις βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης, υπάρχει και εδώ έντονη αστικοποίηση, με τον αστικό χώρο να διευρύνεται και να αναπτύσσει πιο πολύπλοκες κοινωνικοοικονομικές χωρικές δομές. Το 1905 η πόλη φθάνει τους κατοίκους. Παράλληλα, φυσικό επόμενο είναι και εδώ (παράλληλα με την αστικοποίηση), να ξεκινά και το φαινόμενο της προαστιοποίησης. Νέες περιοχές κατοικίας σχεδιάζονται έξω από τον κεντρικό αστικό ιστό, ενώ η κατανομή των κατοίκων στον αστικό χώρο επηρεάζεται, πλέον από κοινωνικοοικονομικά κριτήρια. 56

58 Χάρτης 2: Πρώτο σχέδιο επέκτασης της Θεσσαλονίκης το 1889 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:110 Σχετικά με την κοινωνικοχωρική δομή της βιομηχανικής Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (πάνω από 70%) εξακολουθεί να κατοικεί στο συνωστισμένο κέντρο με προβληματικές συνθήκες. Στις δυτικές περιοχές, έξω από τον ιστορικό πυρήνα χωροθετούνται εργοστάσια 27 κοντά στο λιμάνι και τον σιδηρόδρομο (σε εγγύτητα, όμως με το κέντρο, αλλά κακής ποιότητας εδάφους) και αντίστοιχα προς την πλευρά αυτή συγκεντρώνονται οι κατώτερες τάξεις και δημιουργούνται προσφυγικά γκέτο και φτωχογειτονιές, τα μέλη των οποίων προέρχονται από τις εθνικοθρησκευτικές συνοικίες και γειτονιές της προβιομηχανικής πόλης, όπως και από άλλες περιοχές (μετανάστες). Αντίθετα στην διευρυνόμενη ανατολική πλευρά, κατά μήκος της ακτογραμμής δημιουργείται ένα επίμηκες ευρωπαϊκού χαρακτήρα προάστιο από τα ανώτερα στρώματα, που προέρχονται επίσης από τις εθνικοθρησκευτικές κοινότητες της προβιομηχανικής πόλης (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: 110). Στην ουσία πρόκειται για τις απαρχές της προαστιοποίησης για τη Θεσσαλονίκη (πρώιμη προαστιοποίηση), ένα φαινόμενο προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης και των συνακολουθούμενων κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Ωστόσο, θα λέγαμε ότι, η δημιουργία αυτού του πρώτου προαστίου δεν συνιστά και την προαστιοποίηση σαν φαινόμενο, καθώς την εποχή εκείνη η πόλη επεκτείνεται και μεγεθύνεται πληθυσμιακά, λόγω της αστικοποίησης (εισροή νέου πληθυσμού και όχι έντονη μετακίνηση των υπαρχόντων κατοίκων προς τα έξω). Η προαστιοποίηση, σαν φαινόμενο, το οποίο εξελίσσεται δυναμικά, στην ουσία ξεκινά από τη δεκαετία του 1980 και ειδικότερα του 1990, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω. Πάντως, από αυτό το σημείο και ύστερα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, ξεκινά να διαφαίνεται και η διάκριση μεταξύ Δυτικής-Ανατολικής Θεσσαλονίκης, μια διάκριση, η οποία εξελίσσεται και αναδιαμορφώνεται στο πέρασμα των χρόνων, ωστόσο πάνω στην αρχική της βάση/δομή. Στη νέα προαστιακή περιοχή, η οποία αποκαλείται περιοχή των «Εξοχών» ή «Πύργων» ή των «Παραθαλάσσιων Σπιτιών» (στη σημερινή οδό Βασ. Όλγας και τη συνέχειά της προς το κέντρο της πόλης οδό Βασ. Κωνσταντίνου 28 ), εγκαθίστανται Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ντονμέδες 29 και δυτικοί (κυρίως Γάλλοι και Αυστριακοί) (ανώτερες τάξεις) και 27 Σε αντίθεση με τις αγγλικές βιομηχανικές πόλεις, όπου τα εργοστάσια χωροθετούνται στο κέντρο. 28 Αγγελοπούλου, Εξισλαμισμένοι Εβραίοι. 57

59 χτίζουν εντυπωσιακές κατοικίες (π.χ. βίλα Αλλατίνη-σημερινή Νομαρχία, βίλα Φερνάντεςσημερινή Κάζα Μπιάνκα, βίλα Μορντόχ σημερινή δημοτική πινακοθήκη, βίλα Μοδιάνο - σημερινό λαογραφικό μουσείο κ.α.). Όπως περιγράφουν και οι Φραγκόπουλος κ.α (2012: ), η νέα προαστιακή περιοχή των Εξοχών αναφέρεται σε περιοχή παραθεριστικής κατοικίας, των πλουσίων της πόλης (ελίτ της εποχής), σε ένα νεοσχεδιασμένο αστικό περιβάλλον, με χαράξεις ευρύχωρων οδών και δημιουργία κατοικιών πλούσιου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, η οποία μετατράπηκε σε περιοχή μόνιμης κατοικίας, παράλληλα με τη μεγέθυνση της πόλης 30. Υφίσταται έτσι μια αντίθεση μεταξύ των Εξοχών και του κέντρου ως προς τον δομημένο χώρο (ευρυχωρία vs πυκνή και άναρχη δόμηση). Παράλληλα όμως, υφίσταται και έντονος κοινωνικός διαχωρισμός (πλούσιοι των προαστίων vs φτωχοί του κέντρου), ο οποίος διατηρείται, με αυτή τη μορφή, μέχρι την έλευση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), όπου αναδύεται μια νέα κοινωνικοχωρική πραγματικότητα, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Σύμφωνα με τον Κατσίκη (1919: 19-22), συνήθως στις πόλεις οι κατοικίες των μεσαίων και υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων κυμαίνονται μεταξύ 2-8%, στη Θεσσαλονίκη, όμως αυτό το ποσοστό ξεπερνιέται. Το 12-25& του πληθυσμού είναι μεσαίας εισοδηματικής τάξης, ενώ στη χαμηλή ανήκει το 65-90%. Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται, τελικά από τους Οθωμανούς στις 26 Οκτωβρίου 1912, 20 μέρες μετά την κήρυξη του Α Βαλκανικού πολέμου 31. Εικόνα 11: Οδός Εξοχών - σημερινή οδός Βασ. Όλγας τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Πηγή: Αγγελοπούλου, 2011 Με την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος το 1912 αφήνει την πόλη ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ παράλληλα εισέρχονται Έλληνες πρόσφυγες των Βαλκανικών πολέμων και του Α ΠΠ, από τη Θράκη, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία και τον Καύκασο και ιδρύουν προσφυγικούς οικισμούς (π.χ. στην Τριανδρία). Γενικά η πολεοδομική ιστορία της πόλης στον 20 ο αι. είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις μετακινήσεις πληθυσμών, τα αλλεπάλληλα κύματα προσφύγωνμεταναστών που έχει δεχθεί ή έχει διώξει, και τους καταυλισμούς και στη συνέχεια οικισμούς που έχουν ιδρυθεί για να τους στεγάσουν (Αγγελίδης, 2009). 30 Όσο επεκτείνεται η πόλη, δημιουργείται ένας κύκλος «εισβολής» και «διαδοχής» στις υφιστάμενες προαστιακές περιοχές και από χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, με τις ανώτερες να μετεγκαθίστανται ολοένα και προς τα έξω δημιουργώντας νέα προάστια (από τις Εξοχές στο Πανόραμα, σήμερα). 31 Σημαντικά γεγονότα στον Μακεδονικό Αγώνα για την απελευθέρωση αποτελούν και το κίνημα των Νεότουρκων, αλλά και το πρώτο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, η Φεντερασιόν, το οποίο συγκέντρωνε μεγάλο πλήθος από τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και είχε διεθνιστικό χαρακτήρα (Α.Τ.Ε.Ι.Θ., 2014). 58

60 Έτσι αλλάζει η πληθυσμιακή σύνθεση, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται τάσεις πληθυσμιακής αύξησης (και αστικοποίησης). Την πρώτη δεκαετία, λοιπόν, από την απελευθέρωση, η πόλη εξαπλώνεται προς τα δυτικά στα εκτεταμένα και προβληματικά από τις πλημύρες εδάφη, όπου χωροθετούνται αποθήκες, στρατώνες, νοσοκομεία και δημιουργούνται νέοι δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές. Εξαπλώνεται, όμως και προς τα ανατολικά (προαστιακή περιοχή προνομιούχων) με νέες ανοικοδομήσεις, φαρδείς δρόμους και όμορφες οικίες. Ωστόσο η πόλη δομείται άναρχα (υπερβολικός κατακερματισμός της ιδιοκτησίας), πράγμα που καθιστά δύσκολες τις πολεοδομικές επεμβάσεις, όπως και τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών και δικτύων. Παράλληλα, η πόλη πλήττεται από τη μεγάλη πυρκαγιά στο κέντρο το 1917, από την οποία καταστράφηκαν 120 εκτάρια δομημένης έκτασης του ιστορικού κέντρου και κτίσματα, ενώ έμειναν άστεγοι κάτοικοι ( Εβραίοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι), οι οποίου μετακινούνται, κυρίως προς τη δυτικά της πόλης, αλλά και αρκετοί στα ανατολικά (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: ). Έτσι, αποσυνωστίζεται το κέντρο, πράγμα που δημιουργεί προοπτικές αναβάθμισής του. Έτσι εφαρμόζονται στην πόλη σύγχρονες πολεοδομικές μέθοδοι και παίρνει μορφή το σχέδιο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ. Το σχέδιο περιελάμβανε χαράξεις οδών με ιεραρχημένο οδικό δίκτυο, οικοδομικά τετράγωνα, την ορθολογική οργάνωση χρήσεων γης (βιομηχανικές ζώνες, εργατικοί οικισμοί, περιοχές κατοικίας, εμπορίου και αναψυχής), την επέκταση και εκσυγχρονισμό του λιμανιού, τη δημιουργία πολιτικού κέντρου όπου συγκεντρώνονται δημόσιες υπηρεσίες (στο σημείο της Αρχαίας Αγοράς), όπως και την ανάδειξη μνημείων και τη συντήρηση ορισμένων γραφικών συνοικιών. Σχεδιάζονται επίσης, ανοικτοί δημόσιοι χώροι, όπως η πλατείες Αριστοτέλους και Ναυαρίνου. Παράλληλα, το σχέδιο προτείνει νέες περιοχές επέκτασης, ώστε η πόλη να επαρκεί για κατοίκους και καλύπτει συνολικά εκτάρια, που περιβάλλονται από πράσινη ζώνη. Έτσι το σχέδιο προτείνει την αναδιάρθρωση των καθεστώτων ιδιοκτησίας και την αναδιανομή της γης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, αλλά και για την προσέλκυση επενδύσεων. Το σχέδιο ξεκινά να υλοποιείται από το Καθοριστικής σημασίας ως προς την υλοποίησή του ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όπου στην πόλη εισέρευσαν περίπου άτομα. Έτσι επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες απόκτησης των νέων σχεδιασθέντων οικοπέδων, όπως και ανοικοδόμηση του κέντρου 32. Ωστόσο, όπως θα δούμε και παρακάτω, το σχέδιο δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων και δεδομένης της αδυναμίας του κράτους να δώσει άμεσες λύσεις για τη στέγασή τους, κατέφευγαν στη λύση της αυτοστέγασης, με αποτέλεσμα την άναρχη εξάπλωση του αστικού χώρου. 32 Πηγή: ΤΕΕ (2013) - Η νέα Θεσσαλονίκη του Εμπράρ. < AFHMA_455/TEXNO%20455%204_6_22.pdf>. 59

61 Χάρτης 3: Σχέδιο Εμπράρ για το σύνολο της πόλης το 1918 (αριστερά) η εγκατάσταση των προσφύγων του (δεξιά) Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:119 Greekscapes Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, λοιπόν, η Θεσσαλονίκη χάνει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του παρελθόντος, καθώς εγκαταλείπουν, υποχρεωτικά, οι μουσουλμάνοι την πόλη, ενώ παράλληλα την εγκαταλείπει και ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων, οι οποίοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Εισρέουν όμως στην πόλη οι πρόσφυγες της Ανατολής, πράγμα που συνιστά τη μεταβολή της πολιτισμικής φύσης της Θεσσαλονίκης. Το 1928 η πόλη είχε πληθυσμό κατοίκους, εκ των οποίων το 47,8% είναι πρόσφυγες, το 16,1 εσωτερικοί μετανάστες, ενώ το 36,1% δήλωναν ότι γεννήθηκαν στην πόλη. Παράλληλα αλλάζει και η πολεοδομική μορφή της πόλης (εκτός από την εφαρμογή του σχεδίου του Εμπράρ), όπως και η έκτασή της (μεγάλη επέκταση), με κομβικό σημείο την εγκατάσταση των προσφύγων (αλλά και των πυροπαθών). Πάνω από 40 προσφυγικοί καταυλισμοί δημιουργούνται εκτός των ορίων της πόλης (είτε προς τα δυτικά, είτε προς τα ανατολικά), οι οποίοι χωροθετούνται σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία, λόφους και βοσκοτόπια, σε αραιή ανάπτυξη και με απουσία υποδομών (Καλογήρου, 1986: 488). Μεταξύ 1922 και 1932, οικοδομές χτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη εκ των οποίων στο κέντρο, πάνω από στην ανατολική περιοχή και προσφυγικές. Παραπήγματα και παραγκουπόλεις στήθηκαν στις περιοχές της νέας Βάρνας, της Οσίας Ξένης, των Συκεών (Εσκί Ντελίκ), Πολίχνης (καραϊσίν), του Βενιζελοχωρίου (Δήμος Τριανδρίας), της νέας Κρήνης, της Ξηροκρήνης (Τενεκέ Μαχαλά). Το μουσουλμανικό νεκροταφείο, που εκτεινόταν έξω από τα τείχη του Βαρδάρη ως το στρατόπεδο του Ζέιτενλικ, καταστράφηκε και ο χώρος έγινε προσφυγικός συνοικισμός. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και στην Άνω πόλη, στα σπίτια που εγκατέλειψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών (με τη συνθήκη της Λωζάνης, το 1923) Τούρκοι και Ντονμέδες. Τότε αρχίζει και διαμορφώνεται η πυκνή δόμηση της περιοχής (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: ). Παράλληλα, στην περιοχή των Εξοχών συνεχίζουν να διαμένουν ακόμα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ωστόσο εμφανίζονται και οι πρώτες εξοχικές κατοικίες στο Πανόραμα, όπως και στο Ν. Ρύσιο, χωρίς όμως να συνιστούν και το φαινόμενο της προαστιοποίησης, καθώς η πόλη βρίσκεται στην εξελισσόμενη διαδικασία της 60 Εικόνα 12: Ο προσφυγικός οικισμός στην περιοχή της Κάτω Τούμπας το 1962 Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture

62 αστικοποίησης (Κολώνας, 1997:27). Την περίοδο εκείνη, παρά την εξασφάλιση εργασίας σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού εκείνη την εποχή, όπου ανοικοδομείται η πόλη, η ανεργία οξύνθηκε από το 1930, όπου χτύπησε και η Μεγάλη Ύφεση, με αποτέλεσμα τη μεγάλη φτώχεια. Στα επόμενα χρόνια γίνονται προσπάθειες οργάνωσης της αστικής ανάπτυξης και των προσφυγικών οικισμών. Ωστόσο, στο εσωτερικό της κοινωνίας υπάρχουν αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων, οι οποίοι κατά συνέπεια ήταν απομονωμένοι από την κοινωνικοχωρική πλευρά, ενώ αναδύονταν και εθνικιστικές οργανώσεις, όπως η 3Ε. Να αναφέρουμε, επίσης ότι, από τη δεκαετία του 1930, κυρίως, ξεκινά μια έντονη αντίθεση μεταξύ της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, η οποία συγκεντρώνει πληθυσμιακές και οικονομικές δυνάμεις (υπερσυγκεντρωτισμός), πράγμα το οποίο υποθάλπει την ισόρροπη εθνική οικιστική και οικονομική ανάπτυξη (βλ. και πίνακες 6 και 7 στο παράρτημα). Συγκεκριμένα, όμως, η αντίθεση ως προς το βαθμό πληθυσμιακής συγκέντρωσης 33, όπως φαίνεται και στο γράφημα 1 34,στην ουσία ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1920, όπου από το σημείο αυτό και ύστερα διευρύνεται το «πληθυσμιακό χάσμα» μεταξύ των δυο περιπτώσεων, όλο και πιο έντονα, υπέρ της Αττικής. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, αναδιαρθρώνεται και εκσυγχρονίζεται ο περιβάλλον αγροτικός χώρος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος προσελκύει εργατικό δυναμικό και ζωντανεύουν και οι άλλες επαρχιακές πόλεις. Η Θεσσαλονίκη 70 χρόνια μετά την κατεδάφιση του τείχους (στις παραμονές του Β Π.Π.) έχει υπερτριπλασιάσει τον πληθυσμό της ( κάτοικοι) και εξαπλασιάσει την επιφάνειά της. Αποτελεί μια ζωντανή πόλη («προσφυγούπολη»), αλλά έχει χάσει το διαβαλκανικό της κύρος (μειωμένες διασυνδέσεις), ενώ αναδύεται η «κυριαρχία» της Αθήνας (Καραδήμου & Γερόλυμπου, 2008: 123,130). Γράφημα 1: Η σύγκριση της εξέλιξης των ποσοστών συμμετοχής των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, στο σύνολο της Ελλάδας ΠΕ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ιδία επεξεργασία Κατά τη διάρκεια του Β Π.Π. και του μετέπειτα εμφυλίου πολέμου όλες οι πολεοδομικές και όχι μόνο ενέργειες διακόπτονται. Την περίοδο αυτή Θεσσαλονικείς Εβραίοι θανατώνονται από τους Γερμανούς, στα στρατόπεδα 33 Ο βαθμός συγκέντρωσης αναφέρεται στα ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού, ως προς το σύνολο της Ελλάδας. 34 Η απογραφή του 1913, αφορά μόνο τη Μακεδονία (μετά την απελευθέρωση το 1912) και έτσι, στο γράφημα, συγκρίνεται με την Αθήνα, με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης απογραφής του

63 συγκέντρωσης, δηλαδή ένα σημαντικό ιστορικό, πληθυσμιακό και πολιτισμικό τμήμα της πόλης χάνεται (παράλληλα και με την περιθωριοποίηση των «Αριστερών). Χάνεται, ταυτόχρονα και η παλιά οικονομική ελίτ (την οποία αποτελούσαν, σε μεγάλο βαθμό, Εβραίοι), η οποία θα αντικατασταθεί από την ανερχόμενη δύναμη των εργολάβων, παράλληλα με την επερχόμενη οικοδομική ανάπτυξη της πόλης, όπως θα δούμε παρακάτω (Χαστάογλου, 2008: 153). Οι συνθήκες κατοίκησης, επίσης, επιδεινώνονται, καθώς η (μικρής έντασης) αστικοποίηση της περιόδου συνοδεύεται από μείωση του αριθμού κατοικιών, με αποτέλεσμα τη γήρανση του υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού και την πυκνοκατοίκηση. Παράλληλα, μεταναστεύει από τη Θεσσαλονίκη προς τις χώρες της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης σημαντικός πληθυσμός (οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες), ωστόσο εισέρχονται στην πόλη εσωτερικοί μετανάστες από την ευρύτερη ενδοχώρα. Το τέλος των πολέμων αφήνουν τη Θεσσαλονίκη αποκομμένη από την Ευρωπαϊκή ενδοχώρα και με μεγάλες καταστροφές (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: 131). Περνώντας στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στην πόλη συμβαίνουν έντονες μεταβολές στη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού (απώλειες πληθυσμιακών ομάδων και εισροή εσωτερικών μεταναστών - αστικοποίηση), όπως και στην οικονομική διάρθρωση (έλλειψη επενδύσεων). Από το 1950 και ύστερα, η Θεσσαλονίκη περνά στην επόμενη φάση της έντονης και συνεχιζόμενης αστικοποίησης (η προηγούμενη αφορά τη φάση της εισροής των προσφύγων, κυρίως), φαινόμενο που προκύπτει από την έντονη αγροτική έξοδο (της συγκεκριμένης περιόδου) χαρακτηριστικό της Ελλάδας όπου συγκεντρώνονται πληθυσμοί στα αναδυόμενα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως από τις γειτονικές περιοχές (πχ από την ΠΕ Κιλκίς προς τη Θεσσαλονίκη). Έτσι, ο αστικός χώρος της πόλης μεγεθύνεται έντονα, πράγμα το οποίο υπερβαίνει τη δυνατότητα χωρικού προγραμματισμού, με αποτέλεσμα την αυθόρμητη επέκταση της πόλης (αυθαίρετη δόμηση σε πολλές περιπτώσεις καθεστώς αντιπαροχής) και ιδιαίτερα προς τα βορειοδυτικά (όπως στα Μετέωρα, την Πολίχνη και τον Εύοσμο), όπου χωροθετούνται οι βιομηχανίες, οι οποίες προσελκύουν εργατικό δυναμικό, κυρίως μετανάστες. Η προσπάθεια που γίνεται από το κράτος για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος (και της ανάπτυξης των πόλεων) αναφέρεται στην κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου για την εκμετάλλευση των οικοπέδων, όπως και στα μεγάλα δημόσια έργα 35 (εκμετάλλευση κονδυλίων του σχεδίου Μάρσαλ). Έτσι στη Θεσσαλονίκη, από το 1960 εκρήγνυται η οικοδομική δραστηριότητα και η πόλη παίρνει τη χαρακτηριστική πυκνοκατοικημένη (έλλειψη οργανωμένων ανοικτών δημόσιων χώρων), με υψηλά κτίρια, μορφή της στα πλαίσια του μοντερνισμού (λειτουργική προσέγγιση), ενώ κατεδαφίζονται αξιόλογα κτιριακά αποθέματα με την ιστορία της αρχιτεκτονικής της πόλης να χάνεται σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, η Άνω Πόλη κρατάει τον χαρακτήρα της και προστατεύεται από αυτές τις μεταβολές (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: 136). 35 Διανοίγονται μεγάλες αρτηρίες, ξηλώνονται οι γραμμές του τραμ, επεκτείνεται το λιμάνι, κατασκευάζεται η νέα παραλία κατά μήκος του παλιού ανατολικού προαστίου των Εξοχών, κατασκευάζονται δημόσια κτίρια (ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, το Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, η Στρατιωτική Λέσχη, το Δικαστικό Μέγαρο, νοσοκομεία, σχολεία, η Πανεπιστημιούπολη κ.α.) και μονιμοποιείται η Διεθνής Έκθεση. 62

64 Από το σημείο αυτό και ύστερα ενισχύεται περεταίρω η διάκριση μεταξύ Δυτικής- Ανατολικής Θεσσαλονίκης («υποβαθμισμένη» - «πιο ποιοτική»), ως προς την κοινωνική, οικονομική και πολεοδομική φυσιογνωμία των περιοχών αυτών, μια διάκριση που σχετίζεται με το ιστορικό υπόβαθρο της πόλης. Δηλαδή, για παράδειγμα, καθώς η βιομηχανία, η οποία παραδοσιακά χωροθετείται στα δυτικά της πόλης, συνιστά, εξελικτικά, από τη μια την υποβάθμιση της ελκυστικότητας των γειτονικών περιοχών για κατοικία (πχ όχληση από τα εργοστάσια) και από την άλλη την προσέλκυση του ανάλογου εργατικού δυναμικού, όπως ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι με τη σειρά τους διαμορφώνουν ένα αστικό τοπίο ανάλογο της χαμηλής τους κοινωνικοοικονομικής θέσης. Αντίθετα η Ανατολική Θεσσαλονίκη προσφέρει τις προδιαγραφές για την εγκατάσταση πληθυσμού ανώτερης κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας άλλωστε προς τη συγκεκριμένη περιοχή χωροθετήθηκαν τα πρώτα προάστια των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως ότι δεν εγκαθίστανται και χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (Frangopoulos et al., 2007) Να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι, μέσα από αυτή τη διαδικασία της αστικοποίησης, της επέκτασης του αστικού χώρου και της μεταβολής της μορφής και των χαρακτηριστικών του, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, στην αναζήτηση ποιοτικότερης κατοικίας, εγκαθίστανται στο λόφο του Πανοράματος (μεταξύ περίπου), όπου και διαμορφώνουν, προαστιακής μορφής, μονοκατοικίας με μεγάλους κήπους. Ωστόσο, μετά το 1970 και η περιοχή αυτή κατατμίζεται σε μικρότερα οικόπεδα και κτίζονται πολυκατοικίες. Αντίθετα στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης, όπου χωροθετείται η βιομηχανική ζώνη, δημιουργούνται ολόκληροι συνοικισμοί (έντονη είναι η αυθαίρετη δόμηση 36 ), από εσωτερικούς μετανάστες κυρίως, πάνω σε πολύ μικρά οικόπεδα, όπως το Ελευθέριο, ο Εύοσμος, η Ηλιούπολη και η Σταυρούπολη (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008: 137). Ως προς τις λειτουργίες της πόλης, να αναφέρουμε ότι βιομηχανικές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις χωροθετούνται, κατά τη μεταπολεμική περίοδο (διατηρώντας παρόμοιες τάσεις χωροθέτησης από παλαιότερες περιόδους) στα βορειοδυτικά της πόλης, σε μια εκτεταμένη βιομηχανική ζώνη (Αγχίαλος, Νέα Μαγνησία, Διαβατά, Σίνδος και Καλοχώρι). Βιομηχανίες ένδυσης και υπόδησης συγκεντρώνονται κυρίως στο κέντρο (μικρότερες εγκαταστάσεις), ενώ αντίστοιχες εγκαταστάσεις χωροθετούνται και στους βόρειους Δήμους της πόλης (Ευόσμου, ελευθερίου και Σταυρούπολης), όπως και στα ανατολικά, κυρίως γύρω από τη Θέρμη. Το χονδρεμπόριο συγκεντρώνεται στην κεντρική περιοχή σε εγγύτητα με το λιμάνι, ενώ οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία τράπεζες κλπ. Συγκεντρώνονται κυρίως στο ιστορικό κέντρο (Ζιώγου κ.α., 1979). Ανακεφαλαιώνοντας, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε, ιστορικά, μια πόλη με ιδιαίτερο οικονομικό, διοικητικό και πολιτισμικό βάρος, κατά περιόδους. Η έντονη πολυπολιτισμικότητα που αναδείκνυε στην ιστορική εξέλιξή της, που προέρχεται από την 36 Το 1975, άτομα στεγάζονταν σε αυθαίρετα κτισμένες κατοικίες, οι οποίες καρά ορισμένους υπολογισμούς κάλυπταν έκταση ίση με το ¼ της πόλης. 63

65 ιδιαίτερη σημασία της γεωγραφικής της θέσης και των εξουσιαστικών και κοινωνικοοικονομικών δομών που αναπτύχθηκαν συνιστούν ένα εξελικτικό ιστορικό πλαίσιο έντονων κοινωνικοχωρικών μετασχηματισμών και συγκρούσεων. Η μετάβαση από την προβιομηχανική, στην βιομηχανική και σύγχρονη πόλη ακολουθεί την πορεία και τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής. Έτσι, από τις σαφείς και καθορισμένες κοινωνικοχωρικές δομές των παλαιότερων περιόδων περνάμε στη σύγχρονη πόλη, όπου οι δομές αυτές περιπλέκονται, παράλληλα με την έντονη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και παράλληλα με την ένταση της αστικοποίησης. Δηλαδή από την κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση που συνιστά τον ευδιάκριτο κοινωνικό διαχωρισμό, περνάμε στην κοινωνική διαφοροποίηση με πολύπλοκη χωρική αποτύπωση. Στο επόμενο κεφάλαιο θα αποτυπώσουμε τους κοινωνικοοικονομικούς χωρικούς μετασχηματισμούς, που συνιστούν το σύγχρονο φαινόμενο της προαστιοποίησης (και κατ επέκταση της αστικής διάχυσης) στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, μέσα από τη βιβλιογραφία, ώστε να εξάγουμε τις βασικές υποθέσεις τις οποίες θα διερευνήσουμε επιστημονικά στα επόμενα κεφάλαια (ποσοτική ανάλυση), αποδεικνύοντας την ορθότητά τους, αλλά και εμπλουτίζοντάς τις Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΣΣΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, παράλληλα με τις πολιτικές και οικονομικές μεταβολές στην Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς συνεργασίες κλπ.), η Θεσσαλονίκη αναπτύσσει και πάλι την μητροπολιτική της ακτινοβολία και αναδεικνύονται νέες προοπτικές. Ο αστικός χώρος εξακολουθεί να επεκτείνεται (βλ. σχήμα 1), κυρίως προς τα νοτιοανατολικά, με κατοικίες και επιχειρήσεις να αναπτύσσονται κατά μήκος των μεγάλων επαρχιακών οδών (γραμμική επέκταση). Εμφανίζονται, δηλαδή σημαντικές τάσεις προαστιοποίησης και κατ επέκταση αστικής διάχυσης. Να αναφέρουμε, πάντως, ότι την περίοδο αυτή εγκαθίστανται, είτε επίσημα από την πολιτεία, είτε ανεπίσημα σε διάφορες Πηγή: Ευτυχιάδου & Λαλένης, 2013 περιοχές του ΠΣΘ πρώην νομάδες τσιγγάνοι «Ρομ» (Δενδροπόταμος, στρ. Γκόνου κ.α.) (Αγγελίδης, 2009). Στην περιοχή του Πανοράματος συνεχίζουν να αναζητούν κατοικία, κυρίως τα μεσαία και υψηλά 64 Σχήμα 1: Η κατεύθυνση της αστικής διάχυσης στη Θεσσαλονίκη

66 εισοδηματικά στρώματα, προτιμώντας τις μονοκατοικίες και την ευρυχωρία, σε αντίθεση με τον κεντρικό αστικό ιστό. Ωστόσο, έντονη πληθυσμιακή και οικοδομική μεγέθυνση παρουσιάζονται (ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα) οι οικισμοί της Θέρμης, της Περαίας, του Τριλόφου, του Πλαγιαρίου και της Αγίας Τριάδας, στα ανατολικά και οι οικισμοί του Ωραιοκάστρου, του Λαγκαδά, της Λητής, της Νέας Ιωνίας, της Σίνδου και του Καλοχωρίου στα βόρεια και δυτικά της πόλης (Ευτυχιάδου & Λαλένης, 2013). Όμως, διακρίνεται έλλειψη οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία περιοχών μη ελκυστικών, με ελλείψεις σε υποδομές και δημόσιους χώρους. Δηλαδή, «οι επιλογές των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα νέο συλλογικό πρότυπο αστικού περιβάλλοντος και παραμένουν ως δείγματα των αντιφάσεων μιας πόλης που κατασκευάζεται από μεμονωμένες θετικές και αρνητικές πρωτοβουλίες (Καραδήμου Γερόλυμπου, 2008: ). Από τη δεκαετία του 1980, λοιπόν (και ιδιαίτερα του 1990), συμβαίνουν ιδιαίτερες μεταβολές στην πόλη. Θεσμοθετείται ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (ΟΡΣΘ) το 1985, πράγμα τα οποίο δίνει νέες προοπτικές ως προς την αστική ανάπτυξη, όπως και η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατασκευάζεται επίσης, η Νέα Εγνατία, ένα σημαντικό έργο που συμβάλλει στην εξέλιξη των διασυνδέσεων και εμπορικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης με τη Βόρεια Ελλάδα, όπως και με τις γειτονικές χώρες. Παράλληλα, ολοκληρώνεται και η κατασκευή της Περιφερειακής Οδού, που αποτελεί την βασική οδική αρτηρία της πόλης, καθώς συνδέει περιμετρικά τις περιοχές του ΠΣΘ και παρακάμπτει τον πολεοδομικό ιστό της πόλης, ενώ υποβοηθά τη σύνδεση μεταξύ των δυο άκρων της πόλης (παράλληλα με τις γενικότερες αναβαθμίσεις των οδικών δικτύων) 37. Σημαντικός παράγοντας, στη νέα διαμόρφωση της πόλης αποτελεί και η μεγάλη εισροή προσφύγων/μεταναστών από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα το οποίο συντελεί στην πληθυσμιακή και κοινωνική αναδιάρθρωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης και παράλληλα στην έντονη εξάπλωσή της. Εισρέουν, επίσης, συνεχώς από την περίοδο αυτή, μεγάλα κύματα εξωτερικών οικονομικών μεταναστών (Αγγελίδης, 2009). Αξίζει να αναφέρουμε στο συγκεκριμένο σημείο ότι, καθώς η Θεσσαλονίκη αποτελεί τον μεγαλύτερο «πόλο» εγκατάστασης των παλιννοστούντων, η μεγάλη εισροή αυτών (αλλά και εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών) είχε σαν αποτέλεσμα, από τη μια τη μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους, κυρίως στα δυτικά και βορειοδυτικά της πόλης (όπως Ομόνοια, Σταυρούπολη, Μετέωρα, Πολίχνη, Ελευθέριο-Κορδελιό) και από την άλλη τη δημιουργία «αυτογενών» οικισμών (όπως η Νικόπολη 38 και ειδικότερα η Ευξεινούπολη 39 ), με σημαντικό χαρακτηριστικό την προσωπική εργασία στην οικοδόμηση των κατοικιών μεν (άτομα χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων), την αυθαίρετη δόμηση στη διαδικασία εγκατάστασής τους δε (Κούρτη & Κατσαβουνίδου, 2006: 3,14,22). 37 Βικιπαίδεια, Περιφερειακή οδός Θεσσαλονίκης. < 38 Η Νικόπολη, όπου κατοικούν πολλοί εσωτερικοί/γηγενείς μετανάστες που προέρχονται από τη Νικόπολη Σερρών (πρώτοι συγκέντρωση κατοίκων ανάλογη και η ονομασία του οικισμού), αλλά και παλιννοστούντες (δεύτερη και μεγαλύτερη συγκέντρωση κατοίκων αποτελούν το 70% περίπου του συνολικού πληθυσμού της Νικόπολης). Ο μεγαλύτερος αριθμός των κτισμάτων είναι με δυο ή τρεις ορόφους και κατοικούνται ανά όροφο από συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού (Κούρτη & Κατσαβουνίδου, 2006: 6). 39 Χαρακτηρίζεται ως αυτογενής οικισμός παλιννοστούντων (Κούρτη & Κατσαβουνίδου, 2006: 22). 65

67 Έτσι, αποτέλεσμα της έντονης αστικοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών, όπως και της εισροής (σε πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια) εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών και παλιννοστούντων 40, είναι η μεγάλη διόγκωση του αστικού χώρου, με συνακόλουθο αποτέλεσμα την ανάπτυξη της διαδικασίας της αστικής διάχυσης, η οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με την ένταση της προαστιοποίησης, με τα χαρακτηριστικά που θα περιγράψουμε στη συνέχεια. Γίνεται προσπάθεια, όμως, να ελεγθεί η επέκταση της πόλης με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (ΡΣΘ) και τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) των Δήμων, τα οποία στοχεύουν στην πολυκεντρική δομή και ανάπτυξη των οικισμών της ευρύτερης περιοχής 41, ωστόσο δεν καταφέρνουν να ανακόψουν την ad hoc εγκατάσταση πάσης φύσεως χρήσεων και την ανάδυση εστιών νέων κεντρικοτήτων που αναπτύσσονται διάσπαρτες στην περιαστική ζώνη ή σε γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος των κυριότερων οδικών αξόνων (Καραδήμου - Γερόλυμπου κ.α.., 2001: ). Παράλληλα, λοιπόν με την έκδηλη φυγή των μεσοαστικών στρωμάτων προς τους περιαστικούς οικισμούς 42 προσελκύονται εκεί με ταχύτατους ρυθμούς οι δραστηριότητες που δε χωράει το κέντρο και που απαιτεί ένας διεθνοποιημένος ιδιωτικός τομέας. Αναδύεται έτσι μια νέα κεντρικότητα στη νοτιοανατολική περιοχή, μέσα από τη δυναμική διάχυση δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα (Χαστάογλου, 2008: 187). Οι νέοι τόποι κατοικίας στην προαστιακή ζώνη, που απορροφούν τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα, αφήνουν χώρο στο κέντρο της πόλης για στρώματα χαμηλής εισοδηματικής επιφάνειας και τους νέους οικονομικούς μετανάστες (Καυκαλάς κ.α., 2008: 55). Η διάκριση Ανατολικής - Δυτικής περιοχής φαίνεται να αναπαράγεται σε κάποιο βαθμό με την εγκατάσταση μεταναστών. Οι μετανάστες τείνουν να εγκαθίστανται σε παλιά και χαμηλής ποιότητας διαμερίσματα, με κριτήριο το φθηνό ενοίκιο και κυρίως στα δυτικά και βορειοδυτικά του ΠΣΘ (όπως οι Αμπελόκηποι, το Κορδελιό, ο Εύοσμος και η Πολίχνη), αλλά και στο κέντρο. Από την άλλη, παράγοντας επιλογής κατοικίας και κατά συνέπεια διασποράς των μεταναστών είναι και η τοποθεσία του χώρου εργασίας, γεγονός το οποίο εξηγεί σε κάποιο βαθμό την παρουσία τους σε ακριβές περιοχές (π.χ. Πανόραμα, Θέρμη, όπου οι άνδρες ασχολούνται σε οικοδομικές εργασίες, ενώ οι γυναίκες ως οικιακοί βοηθοί) (Λαμπριανίδης & Χατζηπροκοπίου, 2008: 227). Ωστόσο, παρ όλη την υψηλότερη συγκέντρωση στα δυτικά της πόλης, οι εξωτερικοί μετανάστες διαχέονται σε όλη την πόλη, χωρίς να παρατηρούνται καταστάσεις έντονου κοινωνικού διαχωρισμού ή γκετοποίησης ή πόλωσης, καθώς υφίσταται μια σχετική ανάμιξη με τον ντόπιο πληθυσμό (Καυκαλάς κ.α., 2008: 41). Τα παλιά προάστια και τα παραδοσιακά θέρετρα της Ανατολικής Θεσσαλονίκης (δηλαδή η ευρύτερη περιοχή των Εξοχών που περιγράψαμε πιο πάνω το πρώτο προάστιο), πυκνώνουν, αρχικά, και εντάσσονται στον επεκτεινόμενο αστικό ιστό, μεταβάλλοντας το χαρακτήρα τους σε πιο «αστικό» (αστικές χρήσεις και πύκνωση 40 Να τονίσουμε ότι, σημαντικός αριθμός αυτών (και ιδίως των εξωτερικών μεταναστών), δεν είναι πολιτογραφημένοι και άρα δεν λαμβάνονται υπόψη από τα απογραφικά δεδομένα (στην ποσοτική ανάλυση που θα κάνουμε παρακάτω). 41 Ορίζεται η περιαστική ζώνη από τον ΟΡΣΘ, ενώ θεσμοθετείται και η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), που αποσκοπεί στον έλεγχο της ανάπτυξης των αστικών δραστηριοτήτων στον περιαστικό χώρο. 42 Προς τα νότια και νοτιοανατολικά: Πυλαία, Πανόραμα, Θέρμη, Περαία, Αγ. Τριάδα, Τρίλοφος, Πλαγιάρι, Ρετζίκι, Περαία, Καρδία κ.α.. Προς τα δυτικά και βορειοδυτικά: Ωραιόκαστρο, Δρυμός, Λαγκαδάς, Λητή, Νέα Ιωνία, Καλοχώρι, Σίνδος. 66

68 κατοικίας), ενώ παράλληλα επεκτείνονται, πλέον, ταχύτατα, κυρίως προς τα νότια και ανατολικά, με την κατοικία να εγκαταλείπει το (ιστορικό) κέντρο (ένταση προαστιοποίησης). Παράλληλα, κατά μήκος των μεγάλων αρτηριών στη νότια πλευρά της πόλης, οι παλιές κλασικές χρήσεις ανατολικά και γύρω από την ακτογραμμή (καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, μικρά αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες) δίνουν τη θέση τους σε μεγάλες επιχειρήσεις (Mediterranean Cosmos, Apollonian Center, IKEA, Carrefour, Praktiker, Continent Makro), κινηματογράφους, περιοχές αναψυχής, ξενοδοχεία, καζίνο, νυχτερινά κέντρα, ιδιωτικά σχολεία και νοσοκομειακές εγκαταστάσεις. Στις περιοχές προς το όρος Χορτιάτη (Σέδες, Χορτιάτης) και στην ευρύτερη ακτή του Θερμαϊκού κόλπου χωροθετούνται μάντρες υλικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χώροι φύλαξης σκαφών και τροχόσπιτων ή συναρμολόγησης προκατασκευασμένων κατοικιών, ανάμεσα σε κατοικίες (μονοκατοικίες, συγκροτήματα και πολυκατοικίες) νόμιμες ή παράνομες και ακριβές. Στη δυτική πλευρά της πόλης, τα παλιά γραφικά εργοστασιακά συγκροτήματα, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα εργαστήρια έχουν «χωθεί» ανάμεσα σε τεράστιους γραφειακούς χώρους και έδρες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβους αυτοκινητοδρόμων, ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα (ΚΤΕΛ, ΚΤΕΟ, ΤΕΙ, Καρφούρ κλπ.) και νέα κτιριακά συγκροτήματα πολυκατοικιών μεσαιο-χαμηλών εισοδημάτων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται στο αγοραστικό κοινό που διαμορφώνουν οι οικονομικοί μετανάστες. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις συνθέτεται ένα τοπίο με υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον και με μια ασαφή/αδιευκρίνιστη δόμηση, που δίνει τα ανάλογα χαρακτηριστικά στην εικόνα των προαστίων (Βυζοβίτη κ.α., 2006). Εικόνα 13: Περιοχή προαστιακής κατοικίας στην περιοχή Πυλαίας - Πανοράματος, 1999 (αριστερά) - Αφανείς κατοικήσεις ευπαθών ομάδων στη δυτική περιαστική ζώνη Θεσσαλονίκης, 2005 (δεξιά) Πηγή: Greekscapes Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει η Γιαννακού (2013: ), γενικά, η βασική χωρική δομή της Θεσσαλονίκης αποτελείται από ένα συνεκτικό τμήμα πολύ υψηλών πυκνοτήτων που αναφέρεται στο ΠΣΘ και από μια ευρύτερη περιαστική ζώνη με προαστιακού τύπου οικισμούς και εκτεταμένη διάσπαρτη, εκτός σχεδίου δόμηση. Η βιομηχανία και κατ επέκταση οι σχετικές εμπορικές δραστηριότητες (χονδρεμπόριο και μεταφορές) συγκεντρώνονται στα δυτικά της πόλης (καλή εξυπηρέτηση από σιδηροδρομική υποδομή). Σημαντικό κομμάτι στη διαμόρφωση του προφίλ της σύγχρονης πόλης (και άρα της Θεσσαλονίκης) κατέχει η χωροθέτηση των υπηρεσιών και του εμπορίου. Οι υπηρεσίες συγκεντρώνονται, παραδοσιακά, στο κέντρο της πόλης, όπως και επιχειρήσεις, αλυσίδες καταστημάτων, αλλά και δραστηριότητες αναψυχής και τουρισμού. Ωστόσο, παράλληλα με την εξάπλωση της προαστιοποίησης, υπηρεσίες και εμπόριο τείνουν να αποκεντρώνονται και να συγκεντρώνονται, κυρίως στη νοτιοανατολική περιαστική περιοχή, ενώ δημιουργούνται και νέες, παράλληλα (εμπορικά κέντρα, παραγωγικές ιδιωτικές ή δημόσιες 67

69 υπηρεσίες, ερευνητικά κέντρα, ιδιωτικά και δημόσια εκπαιδευτήρια, ιδιωτικά νοσοκομεία), είτε σε χωρικές συγκεντρώσεις, είτε διάσπαρτα. Παρατηρείται, επίσης ότι, η εξάπλωση αυτών των δραστηριοτήτων στον εξωαστικό χώρο παίρνει, περισσότερο, τη μορφή γραμμικής ανάπτυξης κατά μήκος των βασικών αρτηριών εισόδου/εξόδου της πόλης. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετασχηματίζεται, από μια συνεκτική συμπαγή πόλη σε μια διάχυτη, με τις χρήσεις (παράλληλα με την κατοικία) να επεκτείνονται προς τα έξω. Εικόνα 14: Το τοπίο της Θεσσαλονίκης στην ανατολική (αριστερά) και δυτική (δεξιά) περιαστική περιοχή. Πηγή: Greekscapes Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, εξαπλώθηκε, κυρίως προς τα δυτικά και τα ανατολικά, καθώς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση όριζαν τα φυσικά εμπόδια (ορεινός όγκος στα βόρεια και θάλασσα στα νότια). Έτσι, σε αυτά τα πλαίσια, παράλληλα με τις συνθήκες που περιγράφηκαν πιο πάνω, η κοινωνικοοικονομική χωρική δομή της Θεσσαλονίκης μπορεί να διακριθεί σε πόλους με διαφορετικά βασικά χαρακτηριστικά. Έτσι, όπως φαίνεται και στο σχήμα 2, διακρίνεται ο Κεντρικός Πόλος, ο οποίος αποτελεί το σημείο επαφής δύο εφαπτόμενων κύκλων (που καλύπτουν μεγαλύτερη έκταση από τα σημερινά όρια του ΠΣΘ Ανατολικός και Δυτικός Πόλος), οι οποίοι επικοινωνούν μέσω των πέντε βασικών οδικών αξόνων που διέρχονται από το κέντρο της πόλης (Λεωφόρος Νίκης, Μητροπόλεως, Τσιμισκή, Εγνατία και Αγίου Δημητρίου) (Frangopoulos et al., 2007). Σχήμα 2: Το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης ως σημείο επαφής δύο αστικών πόλων MOUNTAIN VOLUME WEST URBAN POLE CENTER CITY EAST URBAN POLE THERMAIKOS GULF Πηγή: Frangopoulos et al., 2007 Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης ότι, η εικόνα του κοινωνικού χάρτη της πόλης αποτυπώνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στις ακριβότερες και «καλύτερες» περιοχές των νοτιοανατολικών περιοχών και στις σχετικά «υποβαθμισμένες» ζώνες των βορειοδυτικών, 68

70 με ένα κέντρο σχετικά μικτό, αλλά επίσης χαρακτηριζόμενο από παρόμοιες διαχωριστικές γραμμές (Λαμπριανίδης & Χατζηπροκοπίου, 2008: 225) Σύμφωνα με τη Γιαννακού (2012), μία από τις κρίσιμες παραμέτρους της σύγχρονης αστικής ανάπτυξης ήταν η «τεχνητή» και χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς προσφορά γης για οικιστική ανάπτυξη που προσέφεραν όλες οι άτυπες ή στις παρυφές του συστήματος σχεδιασμού ρυθμίσεις. Έτσι συνίσταται η ανάπτυξη της κερδοσκοπικής κατοικίας στα προάστια και γενικότερα του κατασκευαστικού τομέα. Οι βασικοί, τέλος, εμπλεκόμενοι στην αστική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών ήταν: 1) Το τοπικό κράτος (η τοπική αυτοδιοίκηση, οι τοπικοί φορείς του κεντρικού κράτους). 2) Οι ιδιοκτήτες γης (που αναζητούν υψηλή απόδοση της ιδιοκτησίας τους ψηφοφόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης). 3) Οι εργολάβοι και εν γένει οι επενδυτές του τομέα ακινήτων (που αναζητούν οικιστικό απόθεμα με υψηλή απόδοση που θα αντισταθμίσει την υψηλή αντιπαροχή). 4) Οι μηχανικοί/ιδιώτες μελετητές (που πρέπει να βρουν «ιδέες» και να υλοποιήσουν με το σχέδιό τους αυτή την αναζήτηση πρόσθετου αποθέματος). Οι μηχανικοί/ μελετητές του δημοσίου (που διαχειρίζονται την εν δυνάμει προσφορά πολεοδομημένης γης, αλλά και τα «φαραωνικών» διαστάσεων πολεοδομικά έργα). 5) Οι αγοραστές (τα νοικοκυριά με τις προτιμήσεις τους και τις οικονομικές τους δυνατότητες, την αναζήτηση του νέου τρόπου ζωής, αλλά και την κοινωνικής τους παιδεία). Όλα τα παραπάνω διαμόρφωσαν παράλληλα με το σύγχρονο life-style της προαστιακής ζωής και τη σύγχρονη κουλτούρα της δόμησης και του σχεδιασμού (Γιαννακού, 2012). Η ανάπτυξη, λοιπόν, της κατοικίας στην περιαστική περιοχή είναι έντονη τα τελευταία χρόνια, με τα προάστια να παίρνουν ολοένα και περισσότερα αστικά χαρακτηριστικά, παράλληλα με την πληθυσμιακή και λειτουργική πύκνωση. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί, πλέον, μια πόλη με ιδιαίτερα χωρικά/πολεοδομικά προβλήματα (συνωστισμός, έλλειψη ανοικτών δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου, όπως και χώρων στάθμευσης), αλλά και έλλειψη οργανωμένων βελτιωτικών παρεμβάσεων (κυριαρχία ιδιωτικών πρωτοβουλιών ατομικός πλουτισμός μέσω της αστικής γης), οι οποίες κινούνται περισσότερο ως προς την ανάδειξη των πολιτιστικών μνημείων, παρά στην επίλυση πολεοδομικών προβλημάτων. Ανακεφαλαιώνοντας, οι βασικές υποθέσεις που προκύπτουν από την ανάλυση στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και οι οποίες θα ληφθούν υπόψη στη συνέχεια και θα επιχειρηθεί η τεκμηρίωση της εγκυρότητάς τους, παράλληλα με τον εμπλουτισμό τους (προσαρμοσμένες στις ανάγκες του θέματος) είναι οι εξής: από τη δεκαετία του 1980, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 1990, η προαστιοποίηση λαμβάνει μεγάλη έκταση στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης, με βασικά χαρακτηριστικά την αναζήτηση ποιοτικότερης κατοικίας από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, κυρίως προς τα βόρεια και βορειοδυτικά (όπως το Ωραιόκαστρο) και νότια νοτιοανατολικά της πόλης (όπως το Πανόραμα και η Θέρμη). Παράλληλα στον περιαστικό χώρο τείνουν να συγκεντρώνονται και να εξαπλώνονται και άλλες λειτουργίες/χρήσεις εκτός της κατοικίας, συνιστώντας έτσι το φαινόμενο της αστικής διάχυσης, το οποίο αδυνατεί να ελέγξει και να οργανώσει ο πολεοδομικός σχεδιασμός. Έτσι η πόλη επεκτείνεται με βάση, κυρίως, την ιδιωτική πρωτοβουλία και, σχετικά, αυθόρμητα. 69

71 Η διαδικασία αυτή επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση της κοινωνικοχωρικής δομής της πόλης και δίνει νέες διαστάσεις στην κοινωνικοχωρική διαφοροποίηση. Στα επόμενα κεφάλαια, λοιπόν, θα ορίσουμε την περιοχή μελέτης μας, με βάση τα στοιχεία που αποτυπώθηκαν στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και στη συνέχεια θα τεκμηριώσουμε τη συγκεκριμένη επιλογή, ώστε να προχωρήσουμε στην αναλυτική μελέτη της εξέλιξης της κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης και να εξάγουμε τα ανάλογα συμπεράσματα, με συγκεκριμένη επιστημονική μεθοδολογία. Η έμφαση (για την εκπλήρωση του σκοπού της εργασίας) θα δοθεί στη μελέτη της συμπεριφοράς ως προς τον τόπο εγκατάστασης, κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης (που έχουν το πλεονέκτημα ως προς τη συγκεκριμένη επιλογή), στα πλαίσια της κοινωνικής διαφοροποίησης που συνίσταται στον αστικό χώρο και η οποία επηρεάζεται άμεσα από την ανάπτυξη της προαστιοποίησης. 70

72 3.3. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Η μεθοδολογία που αναπτύσσεται για την μελέτη της κοινωνικής διαφοροποίησης και του κοινωνικού διαχωρισμού, συγκεκριμένα, παρουσιάζει τόσο διαφορετικά, όσο και όμοια στοιχεία από περίπτωση σε περίπτωση. Για την εκπόνηση της συγκεκριμένης Διπλωματικής Εργασίας εφαρμόζεται μια μεθοδολογία, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις μεθοδολογίες που θα παρουσιαστούν παρακάτω, ωστόσο θα υιοθετηθεί μια από αυτές. Η μεθοδολογία που αναπτύσσει ο Μαλούτας (2013) για να αναδείξει τις τάσεις φυγής των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων από το κέντρο της Αθήνας προς την περιφερειακή περιοχή (τάσεις προαστιοποίησης) συνίσταται, αρχικά στον καθορισμό της κοινωνικής φυσιογνωμίας (ή κοινωνικού τύπου) των περιοχών της πόλης (σε επίπεδο ΔΕ), έπειτα στην ομαδοποίηση των περιοχών με όμοια φυσιογνωμία (περιοχές χαμηλότερης, μεσαίας και υψηλότερης κοινωνικής φυσιογνωμίας) και έπειτα προχωρά στην αποτύπωση των πληθυσμιακών μεταβολών για τις ομαδοποιημένες περιοχές, ώστε να προκύψουν συμπεράσματα για τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, όπως και το είδος αυτών των μετακινήσεων. Δηλαδή, προς ποιες περιοχές τείνουν να μετακινούνται ή να συγκεντρώνονται τα χαμηλότερα και τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Θα πρέπει να τονίσουμε, βέβαια ότι για την εξαγωγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας των περιοχών χρησιμοποιεί τις κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (ΚΕΚ), τις οποίες και ομαδοποιεί σε χαμηλότερες, μεσαίες και ανώτερες και οι οποίες, αντίστοιχα καθορίζουν τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας σε ανώτερα, μεσαία και χαμηλότερα στρώματα ή τάξεις 43. Έτσι, ανάλογα με το βαθμό συγκέντρωσης της κάθε ΚΕΚ σε κάθε περιοχή, ορίζεται ταυτόχρονα και η κοινωνική φυσιογνωμία αυτών. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τις πληθυσμιακές μεταβολές, τις συσχετίζει με το μέγεθος της πληθυσμιακής εισροής αλλοδαπών και τις περιοχές όπου συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερα ποσοστά. Έτσι, καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα ότι η πολυσυζητημένη υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας οφείλεται στην αρχική φυγή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (εγκατάλειψη) προς την περιφέρεια (προαστιοποίηση) και όχι από την εισροή των μεταναστών, οι οποίοι παρόλο που συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης, το κέντρο είχε ήδη εγκαταλειφθεί αρκετά πριν την εισροή των μεταναστών. Η μεθοδολογία που αναπτύσσει ο Πανταζής (1995) για να αναδείξει την ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού στη Θεσσαλονίκη (στα όρια του ΠΣΘ) και τάση πληθυσμιακών μετακινήσεων των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, στηρίζεται και αυτή στη μελέτη των πληθυσμιακών μεταβολών των ΚΕΚ, ενώ εφαρμόζεται με διάφορες συγκεκριμένες στατιστικές μεθόδους 44, παράλληλα με την εφαρμογή συγκεκριμένων δεικτών 45. Η 43 Πρόκειται για αδρή συσχέτιση, καθώς απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, κυρίως το εισόδημα, για την ποιοτικότερη κατηγοριοποίηση. Ωστόσο προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη συσχέτιση. 44 Ανάλυση σε κύριες συνιστώσες, παραγοντική ανάλυση, ταξινομική ανάλυση κ.α. 71

73 συγκεκριμένη μεθοδολογία παρόλο που συνδυάζει διαφορετικές μεταβλητές (πολυδιάστατος χαρακτήρας), μειονεκτεί ως προς τον ορισμό των χρησιμοποιούμενων κατηγοριών (ευαισθησία) και στη μορφή και το επίπεδο λεπτομέρειας των χωρικών υποδιαιρέσεων (πχ δύσκολα μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα αν μια πόλη είναι πιο «διαχωρισμένη» από μια άλλη αφηρημένος χαρακτήρας), ενώ, επιπλέον η ερμηνεία των αποτελεσμάτων δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή και κατανοητή, από μη ειδικούς (όπως περιγράψαμε και στο κεφ. 1.4). Ωστόσο, ορίζεται και εδώ η κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών μελέτης, η οποία όμως συσχετίζεται, στη συνέχεια, με άλλες μεταβλητές (δομή οικογένειας, μορφωτικό επίπεδο κ.α.), ώστε να εξαχθεί ένα πιο συγκεκριμένο προφίλ κοινωνικού διαχωρισμού. Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει ευδιάκριτα σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού. Στην παρούσα εργασία, λοιπόν, θα υιοθετηθεί η μεθοδολογία που αναπτύσσει ο Μαλούτας ως η πιο κατάλληλη, ωστόσο θα προσαρμοστεί στις ανάγκες του συγκεκριμένου θέματος. Έτσι λοιπόν, καθώς ο σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη των τάσεων κοινωνικής διαφοροποίησης στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης, υπό το πρίσμα της προαστιοποίησης, δηλαδή μια μεγάλη χωρική ενότητα, θα εργαστούμε στο επίπεδο της Δημοτικής Ενότητας (ΔΕ), όπου αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο της διοικητικής διαίρεσης της ΠΕ Θεσσαλονίκης, ενώ μπορούν να προκύψουν, έτσι, σαφή συμπεράσματα (τάσεις σε ένα γενικότερο πλαίσιο, χωρίς όμως να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες, όπως στην περίπτωση ανάλυσης σε επίπεδο Καλλικρατικού Δήμου), τα οποία θα είναι κατανοητά και ευδιάκριτα, οπτικά, στην παρουσίαση των χαρτών (χωρίς να υπάρχει σύγχυση πληροφοριών, όπως στην περίπτωση ανάλυσης σε επίπεδο Δημοτικού Διαμερίσματος ή σε χαμηλότερο επίπεδο). Έτσι, αρχικά θα καθορίσουμε την περιοχή μελέτης, δηλαδή τα όρια του κέντρου της Θεσσαλονίκης και τα όρια της περιαστικής (ή προαστιακής) ζώνης. Ο καθορισμός της περιοχής μελέτης θα βασιστεί στην εμπειρική παρατήρηση, ωστόσο στη συνέχεια θα τεκμηριωθεί με την ανάλυση ποσοτικών στοιχείων (πληθυσμιακές μεταβολές, οι οποίες αναδεικνύουν την προαστιακή περιοχή, παράλληλα με τις τάσεις μεταβολής). Αφού καθορίσουμε την περιοχή μελέτης, θα περάσουμε στη συνέχεια στο κύριο μέρος της ανάλυσης (στατιστική ανάλυση). Για τη μελέτη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης θα εργαστούμε ανάλογα με τις μεθοδολογίες που παρουσιάστηκαν πιο πάνω. Δηλαδή, θα οριστεί, αρχικά η κοινωνική φυσιογνωμία κάθε ΔΕ, με βάση το βαθμό συγκέντρωσης των ομαδοποιημένων ΚΕΚ (επαγγέλματα χαμηλότερης, μεσαίας ή ανώτερης κοινωνικοοικονομικής κατηγορίας), λαμβάνοντας υπόψη, παράλληλα τις τάσεις πληθυσμιακής μεταβολής αυτών για κάθε περιοχή, για το διάστημα Στη συνέχεια, θα ομαδοποιήσουμε τις περιοχές με όμοια φυσιογνωμία σε ευρύτερες και ανάλογα με το βαθμό ανάμιξης των ΚΕΚ. Δηλαδή, μπορεί να προκύψει μια ομαδοποίηση που θα συνιστά καθαρά περιοχές ανώτερης, μεσαίας ή κατώτερης κοινωνικής φυσιογνωμίας ή περιοχές ανάμικτες. Παράλληλα οι συγκεκριμένες ομαδοποιημένες περιοχές θα ενταχθούν είτε στο ΠΣΘ, είτε στην ΠΖΘ, έτσι όπως θα τις έχουμε ορίσει αρχικά. 45 Δείκτης χωροθέτησης, Δείκτης ανομοιότητας κ.α. 72

74 Από τη στιγμή που θα γίνει η συγκεκριμένη ομαδοποίηση, θα προχωρήσουμε στη συνέχεια στην πληθυσμιακή/στατιστική ανάλυση, όπου θα αποτυπώσουμε τις τάσεις μετακίνησης των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (ανάλογα με τις πληθυσμιακές μεταβολές και συγκεντρώσεις του συνολικού πληθυσμού, αρχικά και των ΚΕΚ στη συνέχεια), ώστε να αναδείξουμε ποιες περιοχές προσελκύουν τον πληθυσμό κάθε ΚΕΚ και πώς διαμορφώνεται η κοινωνική διαφοροποίηση σε χωρικό επίπεδο, αναδεικνύοντας, παράλληλα τις τάσεις εξέλιξης. Θα επιχειρηθεί, επίσης και η διάκριση του πληθυσμού, αρχικά σε ομοδημότες και ετεροδημότες και έπειτα σε αλλοδαπούς και γηγενείς, ώστε να αναδειχθεί το προφίλ των πληθυσμιακών μεταβολών και της τάσης και έντασης της προαστιοποίησης, όπως και της κοινωνικής διαφοροποίησης. Τέλος, θα συσχετίσουμε την παραπάνω ανάλυση (βασισμένη στις ΚΕΚ) και με άλλες μεταβλητές ώστε να εξαχθεί ένα ευρύτερο προφίλ προαστιοποίησης, καθώς και ένα ευρύτερο προφίλ κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης. Πιο συγκεκριμένα, θα συσχετιστεί η ανάλυση, αρχικά με τη μεταβλητή «επίπεδο εκπαίδευσης», ώστε να προκύψει ο βαθμός αντιστοίχησης με το επάγγελμα, αλλά και ο βαθμός ομοιογένειας ως προς την εκπαίδευση ή μορφωτικό επίπεδο (στα πλαίσια της κοινωνικής διαφοροποίησης) για το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, αλλά και με ειδική αναφορά στο επίπεδο εκπαίδευσης των αλλοδαπών (ώστε να αναδειχθεί η επιρροή στις τιμές του συνόλου της μεταβλητής), με συσχέτιση, βέβαια, με τα χωρικά υποσύνολα (όπως θα τα ορίσουμε). Στη συνέχεια θα συσχετιστεί η ανάλυση με τις μεταβλητές «δομή οικογένειας» και «μορφή κατοικίας», ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για τη φυσιογνωμία και τα πρότυπα των προαστίων. Δηλαδή, πού αναφέρονται οι πολυμελείς οικογένειες και πού η ευρύχωρη κατοικία (μονοκατοικία ή πολυκατοικία ή διαμέρισμα) και άρα πώς σχετίζονται οι συγκεκριμένες μεταβλητές με την κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία των κατοίκων τους και την κοινωνική διαφοροποίηση; Έπειτα, θα συσχετιστεί η ανάλυση με τη δομή της απασχόλησης (ανά κλάδο οικονομίας), ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για την οικονομική φυσιογνωμία της προαστιοποίησης ή και να επιβεβαιωθεί η δομή της αστικής διάχυσης, που συνίσταται στο γεγονός της αποκέντρωσης του τριτογενούς τομέα από το ΠΣΘ στην ΠΖΘ (ποια η ένταση;), αλλά και την κατανομή αυτής της διάχυσης στα (ορισμένα) χωρικά υποσύνολα. Παράλληλα, θα εξετασθούν οι αξίες των ακινήτων (κυρίως μέσα από βιβλιογραφικές αναφορές πιο πρόσφατες, ωστόσο), ώστε να προκύψει η σχέση ή αντίθεση μεταξύ Δυτικής-Ανατολικής Θεσσαλονίκης, όπως και η σχέση μεταξύ των ομαδοποιημένων περιοχών (όπως θα τις ορίσουμε, ως προς την κοινωνικοοικονομική τους φυσιογνωμία). Τέλος, θα παρουσιάσουμε αποτελέσματα από άλλες εργασίες, σχετικές με το συγκεκριμένο θέμα (και την περιοχή της Θεσσαλονίκης), ώστε να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης εργασίας ή να προκύψουν νέα στοιχεία ή υποθέσεις. Στα επόμενα κεφάλαια, λοιπόν θα αναπτυχθεί η συγκεκριμένη μεθοδολογία, την οποία και θα εξηγούμε αναλυτικότερα. 73

75 ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η καταλληλότερη περίπτωση μελέτης της κοινωνικής διαφοροποίησης και της σχέσης της κοινωνίας με τον χώρο είναι το επίπεδο της πόλης, καθώς οι κοινωνικές διαντιδράσεις είναι πιο έντονες στον αστικό χώρο και εκφράζονται ποικιλοτρόπως. Ο σύγχρονος αστικός χώρος, όμως, δεν έχει σαφή όρια ως προς την έκτασή του, καθώς αστικές λειτουργίες αναπτύσσονται και έξω από αυτόν, με συνεχείς τάσεις επέκτασης (αστική διάχυση) και ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, όχι σε τέτοια ένταση, όπως οι αμερικανικές ή ευρωπαϊκές μητροπόλεις, ωστόσο αποτελεί και η ίδια μια μητροπολιτική περιοχή με δυσδιάκριτα τα όριά της. Άρα, λοιπόν θα πρέπει να ορίσουμε τα όρια που συνιστούν τον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης με τρόπο ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης της κοινωνικής διαφοροποίησης. Καθώς λοιπόν, ο σύγχρονος αστικός χώρος εξαπλώνεται συνεχώς, παρουσιάζεται, ως αποτέλεσμα, εντονότερη μεταβλητότητα όσο μεγαλώνει η απόσταση από τον κεντρικό πυρήνα της πόλης (διαρκείς εξελισσόμενοι μετασχηματισμοί). Έτσι, απαραίτητη κρίνεται η διάκριση του αστικού χώρου σε κεντρική περιοχή και περιαστική περιοχή, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για την μεταξύ τους σχέση μέσα από τις τάσεις μεταβολής της πληθυσμιακής σύνθεσης και των πληθυσμιακών μετακινήσεων, οι οποίες συνιστούν και το φαινόμενο της προαστιοποίησης. Ορίζοντας τα όρια της περιαστικής ζώνης, ορίζουμε ταυτόχρονα και τα όρια του αστικού χώρου και άρα της περιοχής μελέτης. Η πρώτη προσπάθεια καθορισμού περιαστικής ζώνης για τη Θεσσαλονίκη έγινε το 1985 με τη σύνταξη του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (Ν.1561/85), όπου παράλληλα, οριοθετείται και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης οριοθετήσεις οι οποίες θα ληφθούν υπόψη, αλλά θα γίνουν προσαρμογές ως προς τα νέα δεδομένα (πίνακας 2). Σχετικά με τα όρια του ΠΣΘ, η προσαρμογή που γίνεται αφορά την ΔΕ Πανοράματος (οικισμός Πανόραμα), η οποία ενώ ήταν ενταγμένη στο ΠΣΘ, την εντάσσουμε, πλέον στην ΠΖΘ, καθώς η συγκεκριμένη περιοχή αποτελεί την χαρακτηριστικότερη περίπτωση προαστιοποίησης από τα ανώτερα στρώματα. Παρόλο που το Πανόραμα αναπτύχθηκε ως προς τη συγκεκριμένη μορφή, ήδη από το 1950, αρκετά νωρίτερα από την «έκρηξη» της προαστιοποίησης (η οποία εντείνεται από το 1991 και ύστερα, όπως θα δούμε παρακάτω), εξακολουθεί να εμφανίζει την ίδια κοινωνική δομή (όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 3.3.1) ακόμα και σήμερα, ενώ παράλληλα χωροθετείται σε κάποια απόσταση από τον κεντρικό αστικό ιστό. Την ίδια προσαρμογή κάνει και η Γιαννακού (2013: 125), όπου αφαιρείται το Πανόραμα από το ΠΣΘ (υιοθετούμε τη συγκεκριμένη προσέγγιση). Σχετικά με τα όρια της ΠΖΘ, η προσαρμογή που γίνεται αφορά στη διεύρυνση των ορίων, ώστε να συμπεριληφθούν περιοχές, οι οποίες αποκτούν, εξελικτικά, αστικά χαρακτηριστικά Το Ρυθμιστικό Σχέδιο εντάσσει στην ΠΖΘ τις εξής κοινότητες/οικισμούς: Ασβεστοχωρίου, Διαβατών, Εξοχής, Θέρμης, Καλοχωρίου, Νέας Μαγνησίας, Νέας Ραιδεστού, Νέου Ρυσίου, Νεοχωρούδας, Πενταλόφου, Σίνδου, Φιλύρου, Χορτιάτη, Ωραιοκάστρου. Με την νέα προσαρμογή προστίθενται οι εξής κοινότητες/οικισμοί: Μεσαίου, Νέας Φιλαδέλφιας και Ταγαράδων, καθώς και οι κοινότητες/οικισμοί που ανήκουν στις εξής ΔΕ: Βασιλικών, Επανομής, Θερμαϊκού, Μίκρας, Μηχανιώνας, Μυγδονίας και Λαγκαδά. 74

76 (συγκέντρωση πληθυσμού, παραγωγικών δραστηριοτήτων, υπηρεσιών, αναψυχή κ.α.), τα οποία είναι ευδιάκριτα και από την εμπειρική παρατήρηση. Έτσι, η οριοθέτηση του ΠΣΘ και της ΠΖΘ, δηλαδή της περιοχής μελέτης παρουσιάζεται σε επίπεδο ΔΕ (καποδιστριακός Δήμος θα εξηγήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο τον λόγο επιλογής του συγκεκριμένου επιπέδου ανάλυσης), ως εξής: α) Στο ΠΣΘ εντάσσονται οι εξής ΔΕ: Θεσσαλονίκης, Αγίου Παύλου, Αμπελοκήπων, Ελευθερίου-Κορδελιού, Ευκαρπίας, Ευόσμου, Καλαμαριάς, Μενεμένης, Νεαπόλεως, Πεύκων, Πολίχνης, Πυλαίας, Σταυρουπόλεως, Συκεών και Τριανδρίας. β) Στην ΠΖΘ εντάσσονται οι εξής ΔΕ: Βασιλικών, Επανομής, Εχεδώρου, Θερμαϊκού, Θέρμης, Καλλιθέας, Λαγκαδά, Μηχανιώνας, Μίκρας, Μυγδονίας, Πανοράματος, Χορτιάτη και Ωραιοκάστρου. Αντίστοιχα τα όρια του ΠΣΘ και της ΠΖΘ αποτυπώνονται και στον χάρτη. Χάρτης 4: Καθορισμός περιοχής μελέτης όρια ΠΣΘ, ΠΖΘ και ΔΕ Πηγή: GIS, Geodata, Κτηματολόγιο, Ιδία επεξεργασία Ωστόσο, καθώς μελετούμε το φαινόμενο της προαστιοποίησης, το οποίο συσχετίζεται άμεσα με τις πληθυσμιακές μεταβολές (μεταβλητή), θα πρέπει να τεκμηριωθεί η συγκεκριμένη επιλογή ως προς τη συγκεκριμένη μεταβλητή. Έτσι, θα παρουσιαστούν οι πληθυσμιακές μεταβολές από το 1951, καθώς από αυτό το σημείο και ύστερα εντείνεται η αστικοποίηση και διογκώνεται γοργά ο αστικός χώρος. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το γράφημα 2 (πίνακας 8 στο παράρτημα), παρατηρούμε, αρχικά ότι ο πληθυσμός του ΠΣΘ αυξάνεται με πολύ έντονο ρυθμό μέχρι το 1981 (η συγκεκριμένη αύξηση αναφέρεται και σε κάθε ΔΕ ξεχωριστά βλ και πίνακα 10 στο παράρτημα), όπου από το σημείο αυτό παρουσιάζεται μια κάμψη στον συγκεκριμένο ρυθμό (κυρίως στις ΔΕ Θεσσαλονίκης, Α. Παύλου, Αμπελοκήπων, Μενεμένης, Νεάπολης, Συκεών και Τριανδρίας βλ και πίνακα 10 στο παράρτημα). Παράλληλα από το σημείο αυτό (1981) ξεκινά να αυξάνεται ο ρυθμός πληθυσμιακής μεταβολής για την ΠΖΘ, ωστόσο το κομβικό σημείο ως προς αυτή την 75

77 αύξηση (για την ΠΖΘ) είναι το 1991, όπου από το σημείο αυτό και ύστερα συνεχίζεται η πολύ έντονη πληθυσμιακή αύξηση (ιδίως των ΔΕ Θερμαϊκού, Θέρμης, Μίκρας, Χορτιάτη και Ωραιοκάστρου βλ και πίνακα 10 στο παράρτημα). Σημειώνουμε, επίσης ότι, ο πληθυσμός του ΠΣΘ σταθεροποιείται από το 2001 και ύστερα, οπότε το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την έντονη πληθυσμιακή αύξηση της ΠΖΘ, αποδεικνύει τις τάσεις προαστιοποίησης για την Θεσσαλονίκη. Η πληθυσμιακή μεταβολή της Λοιπής Περιοχής 47, από την άλλη, δεν παρουσιάζεται έντονη. Παρουσιάζει κάποιες τάσεις πληθυσμιακής αύξησης έως το 1991, ωστόσο ελάχιστης έντασης (σχεδόν σταθερός πληθυσμός), έπειτα σταθεροποιείται, ενώ από το 2001 και ύστερα παρουσιάζει αδρές τάσεις πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις πληθυσμιακές μεταβολές για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, αναδεικνύει την ορθότητα στη συγκεκριμένη επιλογή της οριοθέτησης για το ΠΣΘ και, κυρίως, την ΠΖΘ. Γράφημα 2: Η πληθυσμιακή εξέλιξη του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της ΠΕ Θεσσαλονίκης σε απόλυτους αριθμούς, από το 1951 έως το Π.Σ.Θ. Π.Ζ.Θ. ΛΟΙΠΗ ΠΕΡΙΟΧΗ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Για να γίνει, όμως καλύτερη και σαφέστερη η σύγκριση των πληθυσμιακών μεταβολών για τις συγκεκριμένες περιοχές θα πρέπει τις παρατηρήσουμε ως προς τα ποσοστά συμμετοχής στον συνολικό πληθυσμό, δηλαδή αυτόν της ΠΕ Θεσσαλονίκης. Από το γράφημα 3 (πίνακας 9 στο παράρτημα), παρατηρούμε ότι το ποσοστό πληθυσμιακής συμμετοχής του ΠΣΘ αυξάνεται για το διάστημα , ενώ παράλληλα μειώνεται (με μικρότερο ρυθμό) αυτό των υπόλοιπων περιοχών, γεγονός που δηλώνει την ένταση της αστικοποίησης για το συγκεκριμένο διάστημα. Από το 1981, όμως και ύστερα το ποσοστό συμμετοχής του ΠΣΘ μειώνεται, (με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο αυξανόταν κατά το προηγούμενο διάστημα), ενώ παράλληλα ξεκινά να αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής της ΠΖΘ (και ειδικότερα από το 1991 και ύστερα, όπου εντείνεται σε μεγάλο βαθμό), γεγονός που υποδηλώνει την μεγάλη ένταση της προαστιοποίησης, από το ΠΣΘ στην ΠΖΘ, για το συγκεκριμένο διάστημα. Η Λοιπή περιοχή από την πλευρά της, παρουσιάζει (όπως και η ΠΖΘ) μειούμενο ποσοστό συμμετοχής έως το 1981, όπου από αυτό το σημείο παρατηρείται μια μικρή αύξηση, η οποία κρατά μέχρι το 1991, όπου από το σημείο αυτό και ύστερα το ποσοστό μειώνεται. 47 Η υπόλοιπη περιοχή της ΠΕ Θεσσαλονίκης. 76

78 Γράφημα 3: Η εξέλιξη των ποσοστών πληθυσμιακής συμμετοχής ως προς την ΠΕ Θεσσαλονίκης, του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της Θεσσαλονίκης, από το 1951 έως το Π.Σ.Θ. Π.Ζ.Θ. ΛΟΙΠΗ ΠΕΡΙΟΧΗ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, λοιπόν ότι, η αστικοποίηση και η προαστιοποίηση κινούνται πληθυσμιακά σε αντιστρόφως ανάλογο επίπεδο. Δηλαδή, αρχικά ενώ αυξάνεται η αστικοποίηση, η προαστιοποίηση δεν υφίσταται, ενώ όταν αυξάνεται η προαστιοποίηση, μειώνεται η αστικοποίηση (για τις δεδομένες περιοχές). Ωστόσο, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, καθώς η αστικοποίηση και η προαστιοποίηση κινούνται, σε κάποιο βαθμό παράλληλα με την πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης σαν σύνολο. Επίσης, παρατηρώντας ότι όταν αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού της ΠΖΘ, το συγκεκριμένο ποσοστό μειώνεται, εκτός από το ΠΣΘ, και στην Λοιπή Περιοχή, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, μάλλον υπάρχει μετακίνηση πληθυσμού, εκτός από το ΠΣΘ προς την ΠΖΘ, και από την Λοιπή Περιοχή προς την ΠΖΘ (και όχι προς το ΠΣΘ, το οποίο ήδη συρρικνώνεται πληθυσμιακά ενισχύεται δηλαδή η συγκεκριμένη υπόθεση). Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε, συμπερασματικά ότι, καθώς το ποσοστό πληθυσμιακής συμμετοχής του ΠΣΘ μειώνεται έντονα μετά το 1981, ενώ αυξάνεται αυτό της ΠΖΘ, η προαστιοποίηση στη Θεσσαλονίκη κινείται σε έντονους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το Αφού ορίσαμε την περιοχή μελέτης και αναδείξαμε την ένταση του φαινομένου της προαστιοποίησης, θα περάσουμε στα επόμενα κεφάλαια, όπου θα εφαρμόσουμε την μεθοδολογία που υιοθετούμε (προσαρμοσμένη ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση), ώστε να δείξουμε τι είδους πληθυσμιακές μεταβολές και μετακινήσεις προκύπτουν και το κατά πόσο αυτές συντελούν στην αύξηση ή μείωση των κοινωνικοχωρικών διαφοροποιήσεων και της κοινωνικής ομοιογένειας ή ετερογένειας του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης. 77

79 ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ - ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2001 Ο σύγχρονος αστικός χώρος, όπως περιγράψαμε και στο κεφ. 1, εμφανίζεται κατακερματισμένος σε χωρικά σύνολα ένας κατακερματισμός ή διαίρεση που υπόκειται στην σχέση των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, αλλά και με το χώρο (κοινωνικοχωρική διαλεκτική). Ωστόσο, δεν είναι πάντα σαφής αυτός ο διαχωρισμός, καθώς η κοινωνική διαφοροποίηση λαμβάνει μέρος ακόμα και μέσα στο σύνολο της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας, ενώ υπάρχουν και διαφορές από περίπτωση σε περίπτωση. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, συγκεκριμένα, είναι αποδεκτό, σύμφωνα και με τους Λαμπριανίδη & Χατζηπροκοπίου (2008: 226), ότι δεν υφίσταται έντονος κοινωνικός διαχωρισμός, όπως για παράδειγμα στην Αμερική όπου υφίστανται γκέτο ή οργανωμένες προαστιακές περιοχές υψηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Ωστόσο, εμφανίζονται τάσεις κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης, που συνιστούν την αντίθεση μεταξύ των δυτικών περιοχών (με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό ή κοινωνικοχωρικό προφίλ) και των ανατολικών και νοτιανατολικών περιοχών (υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού ή κοινωνικοχωρικού προφίλ). Καθώς η ανάδειξη του κοινωνικού διαχωρισμού δεν είναι σαφής σε μεγάλες χωρικές ενότητες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα επιχειρηθεί μια ανάλυση, από την οποία θα προκύπτουν οι τάσεις κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης σε ένα γενικότερο πλαίσιο, για τον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης. Για να γίνει κατανοητή η κοινωνική διαφοροποίηση σε χωρικό επίπεδο, θα κατατάξουμε τις υποπεριοχές της Θεσσαλονίκης (επίπεδο Δημοτικών Ενοτήτων) σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό συγκέντρωσης των ανώτερων, μεσαίων και χαμηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών, καθώς και των τάσεων εξέλιξής τους (για το διάστημα ), λαμβάνοντας υπόψη, επίσης, τη διάκριση μεταξύ κεντρικής και προαστιακής/περιαστικής περιοχής. Για να γίνει σαφέστερη η κοινωνική διαστρωμάτωση σε χαμηλότερα, μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, χρήσιμο θα ήταν και το εισοδηματικό επίπεδο των κατοίκων, ωστόσο, καθώς τέτοιου είδους στοιχεία δεν αποτυπώνονται από την ΕΛΣΤΑΤ, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα στηρίξουμε την ανάλυση μας στις κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες. Άλλωστε, η συγκεκριμένη μεθοδολογία είναι επιστημονικά αποδεκτή και σαφής (βλ. και μεθοδολογία Μαλούτα, 2013). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία, αρχικά έγινε ομαδοποίηση των κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών σε ανώτερες, μεσαίες και χαμηλότερες, από τις κατηγορίες που αποτυπώνονται από την ΕΛΣΤΑΤ, όπως παρουσιάζονται στον πίνακα 1. 78

80 Πίνακας 1: Ομαδοποίηση ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ ΚΕΚ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ ΚΕΚ Διευθύνοντες και ανώτερα διοικητικά στελέχη. Πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά, καλλιτεχνικά και συναφή επαγγέλματα. Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Υπάλληλοι γραφείου και ασκούντες συναφή επαγγέλματα. Έμποροι και πωλητές. Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή τεχνικά επαγγέλματα. Τεχνίτες και εργάτες χειριστές μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων και συναρμολογητές. Ανειδίκευτοι εργάτες χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες. Στη συνέχεια, αφού έγινε η συλλογή των στοιχείων για τις ομαδοποιημένες ΚΕΚ της κάθε ΔΕ, αποτυπώθηκε ο βαθμός συγκέντρωσης της εκάστοτε ΚΕΚ για το 1991 και το 2001 χωριστά για κάθε ΔΕ (ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού κάθε ΚΕΚ ως προς το σύνολο του πληθυσμού της κάθε ΔΕ). Ο βαθμός συγκέντρωσης, όπως αποτυπώνεται στον πίνακα 2 (πίνακας 15 στο παράρτημα), αναφέρεται σε χαμηλό (1), μεσαίο (2) και υψηλό μέγεθος (3), ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι φανερώνει, στην ουσία και τη σχέση της κάθε ΔΕ με τις υπόλοιπες ως προς την αναλογία της συγκέντρωσης κάθε ΚΕΚ (πχ στην ΔΕ Πανοράματος παρουσιάζεται εντονότερη συγκέντρωση υψηλών ΚΕΚ, σε σχέση με τις υπόλοιπες ΔΕ). Έπειτα, με βάση το βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ, αλλά και τη μεταβολή αυτών κατά το διάστημα , αποτυπώθηκε η κοινωνική φυσιογνωμία 48 (ή κοινωνικός τύπος ή κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία) για κάθε ΔΕ (βλ. και μεθοδολογία Μαλούτα, 2013). Έτσι, προέκυψαν τρεις κατηγορίες περιοχών ως προς την κοινωνική τους φυσιογνωμία, όπως αποτυπώνονται στον πίνακα 2: α) ανώτερες, β) μεσαίες και ανώτερες (ή μεσαίες προς ανώτερες) και γ) μεσαίες και κατώτερες (ή μεσαίες προς χαμηλότερες ή χαμηλότερες προς μεσαίες) (πίνακες 14 και 15 στο παράρτημα). Θα πρέπει να σημειώσουμε στο συγκεκριμένο σημείο ότι η ταξινόμηση του βαθμού συγκέντρωσης των ΚΕΚ (στις ΔΕ) σε τρεις κλάσεις (clusters), δηλαδή χαμηλή, μεσαία και υψηλή κλάση (ή κατηγορία ή τάξη), προέκυψε από την αυτόματη ταξινόμηση των δεδομένων που εισήχθησαν στο σχεδιαστικό πρόγραμμα GIS (ArcMap 10), που αναφέρεται στα ΣΓΠ (Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών). Η συγκεκριμένη ταξινόμηση βασίστηκε στη μεθοδολογία Natural Breaks Classification (Ταξινόμηση με Φυσικά Όρια) ή Jenks (από τον George Jenks που ανέπτυξε τη συγκεκριμένη μεθοδολογία), που είναι αντίστοιχη της K- means μεθόδου συσταδοποίησης (K-means clustering method). Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια μέθοδο, η οποία επιδιώκει να διαχωρίσει τα δεδομένα σε κλάσεις, βασιζόμενη σε φυσικές ομάδες της κατανομής των δεδομένων. Δηλαδή, τα όρια των κλάσεων τοποθετούνται εκεί, όπου υπάρχουν σχετικά μεγάλες διαφορές στις τιμές των δεδομένων, επιδιώκοντας τη μείωση των διακυμάνσεων εντός των ομάδων και τη μεγιστοποίηση των διακυμάνσεων μεταξύ των ομάδων. Δημιουργούνται, έτσι τάξεις ομάδες, οι οποίες έχουν περίπου ίδιες συχνότητες στο εσωτερικό τους, δηλαδή είναι ομοειδείς και μεγιστοποιούν τις διαφορές τους ως προς τις υπόλοιπες ομάδες (σκοπός η 48 Η κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών αναφέρεται στο 2001, αλλά προκύπτει σε συσχέτιση μεταβολές από το 1991 (τάσεις). 79

81 διαφοροποίηση εκείνων των τάξεων, που παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις, ως προς τις υπόλοιπες). Αυτό σημαίνει, δηλαδή ότι, οι τα όρια των κλάσεων, μάλλον, θα διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση (μη σταθερά). Η συγκεκριμένη μέθοδος κρίνεται η καταλληλότερη (από τις διαθέσιμες επιλογές 49 ) για τέτοιου είδους ταξινομήσεις, δηλαδή ταξινομήσεις που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις συγκεντρώσεις στις τιμές και τα διακριτά επίπεδα αυτών (δηλαδή η ταξινόμηση προκύπτει με σύγκριση των τιμών μεταξύ τους και όχι αυθαίρετα), ενώ παράλληλα είναι και η πιο διαδεδομένη 50. Πίνακας 2: Η κοινωνικοεπαγγελματική φυσιογνωμία των ΔΕ για το 2001, με βάση τον βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ και των τάσεων μεταβολής για το διάστημα ΔΕ ΒΑΘΜΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΕΚ ΑΝΑ ΔΕ ΠΣΘ ΧΑΜΗΛΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΥΨΗΛΕΣ ΧΑΜΗΛΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΥΨΗΛΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΑ ΠΟΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ X ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ X Χ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ Χ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ Χ ΕΥΚΑΡΠΙΑΣ Χ ΕΥΟΣΜΟΥ Χ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ X ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ Χ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ Χ ΠΕΥΚΩΝ Χ ΠΟΛΙΧΝΗΣ Χ ΠΥΛΑΙΑΣ Χ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ X ΣΥΚΕΩΝ X Χ ΤΡΙΑΝΔΡΙΑΣ Χ ΠΖΘ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ X ΕΠΑΝΟΜΗΣ Χ X ΕΧΕΔΩΡΟΥ Χ ΘΕΡΜΑΙΚΟΥ Χ ΘΕΡΜΗΣ Χ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ Χ ΛΑΓΚΑΔΑ Χ ΜΗΧΑΝΙΩΝΑΣ Χ ΜΙΚΡΑΣ Χ ΜΥΓΔΟΝΙΑΣ Χ Χ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ Χ ΧΟΡΤΙΑΤΗ Χ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ X Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, ArcGIS, Ιδία επεξεργασία ΟΜΑΔΟΜΠΟΙΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΒΑΘΜΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΚ ΒΑΘΜΟΣ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΩΝ ΚΕΚ Από τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση προέκυψαν περιοχές με όμοια χαρακτηριστικά, δηλαδή όμοιας κοινωνικής ή κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας. Θα πρέπει να τονίσουμε βέβαια ότι, όπως καταγράφεται και στον πίνακα 2, γενικά δεν υφίστανται κοινωνικά πολωμένες περιοχές (ΔΕ), δηλαδή δεν υφίσταται παράλληλη έντονη συνύπαρξη των δυο ακραίων ΚΕΚ (βλ. πίνακα 15, στο παράρτημα). Κάποια σημάδια κοινωνικής πόλωσης εμφανίζονται, συγκεκριμένα στις ΔΕ Αγίου Παύλου και Συκεών (στο ΠΣΘ) και Επανομής και Μυγδονίας (στην ΠΖΘ), ωστόσο σε μέτρια επίπεδα, καθώς 49 Άλλες μέθοδοι: equal interval, defined interval, quintile, natural breaks, geometrical interval, standard deviation. Οι συγκεκριμένες μέθοδοι δεν λαμβάνουν υπόψη τις συγκεντρώσεις και τις συγκρίσεις μεταξύ των τιμών των δεδομένων. 50 Πηγή: ηλεκτρονική σελίδα «esri». < 80

82 υπερισχύει η ενίσχυση της μεσαίας τάξης (τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις θα αναλύσουμε σε επόμενο κεφάλαιο). Συνεχίζοντας λοιπόν, πραγματοποιήθηκε ομαδοποίηση των ΔΕ με βάση την κοινωνική τους φυσιογνωμία, με διάκριση σε ΔΕ του ΠΣΘ 51 και ΔΕ της Περιαστικής Ζώνης, όπως αυτή αποτυπώνεται στον πίνακα 3. Πίνακας 3: Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση την κοινωνικοεπαγγελματική τους φυσιογνωμία, με διάκριση σε ΠΣΘ και ΠΖΘ ΔΕ του ΠΣΘ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 52 ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ ΠΕΥΚΩΝ 53 ΠΥΛΑΙΑΣ ΣΥΚΕΩΝ ΤΡΙΑΝΔΡΙΑΣ ΔΕ της ΠΖΘ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ ΕΠΑΝΟΜΗΣ 54 Πηγή: Ιδία επεξεργασία ΘΕΡΜΑΙΚΟΥ 55 ΘΕΡΜΗΣ 56 ΜΙΚΡΑΣ 57 ΜΥΓΔΟΝΙΑΣ 58 ΧΟΡΤΙΑΤΗ 59 ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ ΕΥΚΑΡΠΙΑΣ ΕΥΟΣΜΟΥ ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΠΟΛΙΧΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ 60 ΕΧΕΔΩΡΟΥ 61 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 62 ΛΑΓΚΑΔΑ 63 ΜΗΧΑΝΙΩΝΑΣ 64 Από εδώ και στο εξής θα αναφερόμαστε σε ανώτερες, μεσαίες και ανώτερες, και μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, με τη συγκεκριμένη διατύπωση, οι οποίες θα αντιστοιχούν, δηλαδή στην κοινωνική ή κοινωνικοοικονομική ή κοινωνικοεπαγγελματική 51 Η ΔΕ Πανοράματος εντάσσεται στην ΠΖ και όχι στο ΠΣΘ. 52 Χρήσιμη θα ήταν και η ανάλυση των δεδομένων στο εσωτερικό επίπεδο της ΔΕ Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό χωρικό κομμάτι του ΠΣΘ, ενώ συγκεντρώνει και τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Ωστόσο, η παρούσα εργασία δεν αφορά το συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης, καθώς σκοπός είναι ο προσδιορισμός των γενικότερων τάσεων και συνθηκών που συνθέτουν το σύνολο της πόλης. 53 Ο οικισμός Ρετζίκι. 54 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Επανομή και Μεσημέρι. 55 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Περαία, Αγία Τριάδα, Νέοι Επιβάτες. 56 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Θέρμη, Νέα Ραιδεστός, Νέο Ρύσιο, Ταγαράδες. 57 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Τρίλοφος, Καρδία, Κάτω Σχολάρι, Πλαγιάρι. 58 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Λητή, Δρυμός, Μελισσοχώρι. 59 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Χορτιάτης, Ασβεστοχώρι, Εξοχή, Φίλυρο. 60 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Βασιλικά, Αγία Παρασκευή, Άγιος Αντώνιος, Λιβάδι, Περιστερά, Σουρωτή. 61 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Σίνδος, Διαβατά, Καλοχώρι, Νέα Μαγνησία. 62 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Πεντάλοφος, Μεσαίο, Νέα Φιλαδέλφια, Νεοχωρούδα. 63 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Λαγκαδάς, Ανάληψη, Ηράκλειο, Καβαλλάρι, Κολχικό, Λαγυνά, Περιβολάκι, Χρυσαυγή. 64 Περιλαμβάνει τους οικισμούς: Νέα Μηχανιώνα, Αγγελοχώρι, Νέα Κερασιά. 81

83 τους φυσιογνωμία ή προφίλ. Αντίστοιχα, η συγκεκριμένη ομαδοποίηση αποτυπώνεται και στον χάρτη 5. Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε υπάρχει μια σαφής διάκριση ή αντίθεση στα πλαίσια του ΠΣΘ, η οποία συνίσταται στις χαμηλότερες περιοχές στα δυτικά και στις ανώτερες στα νοτιοανατολικά. Υφίσταται, όμως και μια όμοια διάκριση στην ΠΖ, ωστόσο όχι τόσο σαφής όπως στο ΠΣΘ, καθώς η ΠΖ βρίσκεται σε συνεχή εξελικτική διαδικασία διαμόρφωσης (πιο έντονη από ότι στο ΠΣΘ). Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ των δυτικών (χαμηλότερες) και νοτιανατολικών περιοχών (ανώτερες), ως προς την κοινωνική τους φυσιογνωμία (σύνολο περιοχής μελέτης ΠΣΘ και ΠΖ), όχι όμως σε έντονα επίπεδα. Ωστόσο, η δυτική και βορειοδυτική περιοχή, η οποία παρουσιάζει ως επί το πλείστον χαμηλότερη κοινωνική φυσιογνωμία, εξαίρεση αποτελούν οι ΔΕ Μυγδονίας και Ωραιοκάστρου, οι οποίες παρουσιάζουν μεσαία προς ανώτερη κοινωνική φυσιογνωμία. Αντίστοιχα, στην ανατολική και νοτιοανατολική περιοχή, η οποία παρουσιάζει ως επί το πλείστον ανώτερη κοινωνική φυσιογνωμία, εξαίρεση αποτελούν οι ΔΕ Βασιλικών και Μηχανιώνας, οι οποίες παρουσιάζουν μεσαία προς κατώτερη κοινωνική φυσιογνωμία. Χάρτης 5: Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση την κοινωνική τους φυσιογνωμία, με διάκριση σε ΠΣΘ και ΠΖΘ Πηγή: GIS, Geodata, ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Γενικά πάντως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δυτική και βορειοδυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ και ΠΖ) παρουσιάζει χαμηλότερη κοινωνική φυσιογνωμία, ενώ η νότια και νοτιανατολική πλευρά (ΠΣΘ και ΠΖ) παρουσιάζει ως επί το πλείστον ανώτερη κοινωνική φυσιογνωμία, ενώ παράλληλα σε μεγαλύτερη ένταση. Έτσι διακρίνεται μια αντίθεση μεταξύ δυτικής και ανατολικής Θεσσαλονίκης, όπως και μια τάση συγκέντρωσης κατοίκων ανώτερων ΚΕΚ προς τα νοτιοανατολικά του ΠΣΘ, αλλά ιδιαίτερα προς τα νοτιοανατολικά της ΠΖ. Η αντίθεση αυτή, όμως δεν είναι τόσο έντονη. Τη μοναδική εξαίρεση αποτελεί η ΔΕ Πανοράματος, η οποία είναι καθαρά περιοχή ανώτερης κοινωνικής φυσιογνωμίας με 82

84 διαφορά από τις υπόλοιπες και συνιστά τη μοναδική περίπτωση έντονης αντίθεσης και κοινωνικού διαχωρισμού (σε ευρεία πλαίσια, όμως). Τις συγκεκριμένες τάσεις και τις μετακινήσεις των πληθυσμών θα τις αποτυπώσουμε στα επόμενα κεφάλαια, καθώς θα τα συσχετίσουμε και με άλλες μεταβλητές. Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός της εργασίας, όπως δηλώσαμε είναι η μελέτη και αποτύπωση των τάσεων προαστιοποίησης, όπως και των τάσεων μετακίνησης των πληθυσμιακών ομάδων με βάση την κοινωνική τους φυσιογνωμία, ώστε να προκύψουν συμπεράσματα για την ένταση και τις τάσεις κοινωνικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό του αστικού χώρου δηλαδή κατά πόσο ομοιογενή ή ετερογενής παρουσιάζεται ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης ως προς την κοινωνική φυσιογνωμία των υποπεριοχών του. Έτσι, για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αποτυπώσουμε τις πληθυσμιακές μεταβολές για κάθε περιοχή, έτσι όπως τις ομαδοποιήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, δηλαδή σε ανώτερες, μεσαίες και ανώτερες και μεσαίες και κατώτερες, με διάκριση σε ΠΣΘ και ΠΖ. Πιο συγκεκριμένα, παράλληλα με τις πληθυσμιακές μεταβολές, από τις οποίες θα εξάγουμε συμπεράσματα για τις μετακινήσεις πληθυσμών από περιοχή σε περιοχή, θα παρουσιάσουμε στα επόμενα κεφάλαια και τις πληθυσμιακές μεταβολές των ομαδοποιημένων ΚΕΚ ώστε να αποτυπώσουμε το είδος των πληθυσμιακών μετακινήσεων και των τάσεων συγκέντρωσης αυτών στις ομαδοποιημένες περιοχές. 83

85 ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΔΗΜΟΤΩΝ: Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Στο κεφάλαιο 3.3 δείξαμε ότι τα ποσοστά πληθυσμιακής συμμετοχής μειώνονται από το 1981 και ύστερα για το ΠΣΘ, ενώ παράλληλα, ξεκινούν να αυξάνονται για την ΠΖΘ (κυρίως μετά το 1991), δηλαδή υφίστανται ισχυρές τάσεις προαστιοποίησης. Συνεχίζοντας τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως παρατηρούμε στο γράφημα 4 (πίνακας 12 στο παράρτημα), ο πληθυσμός των ετεροδημοτών (σε απόλυτους αριθμούς) μειώνεται στο ΠΣΘ, για το διάστημα , ενώ αντίθετα στην ΠΖΘ αυξάνεται με πολύ έντονο ρυθμό. Αναδεικνύεται, έτσι, η έντονη τάση προαστιοποίησης (και της αύξησης του πληθυσμού στην ΠΖΘ). Παράλληλα, ο πληθυσμός των ομοδημοτών αυξάνεται και στις δυο περιπτώσεις, ωστόσο με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό στην ΠΖΘ. Γενικά παρατηρείται μια γενική τάση πληθυσμιακής αύξησης, ωστόσο με μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση στην ΠΖΘ. Γράφημα 4: Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού των ετεροδημοτών και ομοδημοτών για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Ετεροδημότες -11,16 73,36 ΠΖΘ Ομοδημότες 12,72 31,70 ΠΣΘ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αντίστοιχα, αν παρατηρήσουμε τη μεταβολή του βαθμού συγκέντρωσης των ετεροδημοτών και ομοδημοτών (ως προς τα ποσοστά), όπως αποτυπώνονται στο γράφημα 5 (πίνακας 13 στο παράρτημα), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ΠΖΘ εμφανίζει εντονότερη πληθυσμιακή δυναμική σε σχέση με το ΠΣΘ, καθώς επίσης παρατηρούμε πάλι τις έντονες τάσεις προαστιοποίησης, όπου ο βαθμός πληθυσμιακής συγκέντρωσης (και ειδικότερα των ετεροδημοτών) παρουσιάζει έντονο ρυθμό αύξησης (ως προς το ποσοστό συμμετοχής στον συνολικό πληθυσμό της ΠΖΘ), ενώ στο ΠΣΘ συμβαίνει το αντίθετο και με τεράστια διαφορά. Συσχετίζοντας το συγκεκριμένο γράφημα (5) με το προηγούμενο (4), παρόλο που οι ομοδημότες αυξάνονται στην ΠΖΘ (σε απόλυτο αριθμό), το ποσοστό συμμετοχής τους ως προς τον συνολικό πληθυσμό μειώνεται, δικαιολογώντας την, αντίθετου μεγέθους, αύξηση του ποσοστού των ομοδημοτών (το αντίθετο συμβαίνει στο ΠΣΘ). 84

86 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΒΑΘΜΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Γράφημα 5: Ποσοστιαία μεταβολή του βαθμού συγκέντρωσης των ετεροδημοτών και ομοδημοτών για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα Ετεροδημότες -16,52 14,13 ΠΖΘ Ομοδημότες -13,29 5,92 ΠΣΘ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε (από τα γραφήματα 4 και 5) ότι, η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ετεροδημοτών (και αντίστοιχα του βαθμού συγκέντρωσης αυτών) στην ΠΖΘ, σχετίζεται με το γεγονός της πρόσφατης έντονης προαστιοποίησης, παράλληλα με την καθυστέρηση στη «μεταφορά» των πολιτικών δικαιωμάτων (από τις πρώτες περιοχές κατοικίας του ΠΣΘ, στη νέα εγκατάσταση στις περιοχές της ΠΖΘ). Παράλληλα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, κάνοντας έναν συσχετισμό με τις θεωρήσεις της Σχολής του Σικάγο (οικολογικές διαδικασίες), ότι υφίσταται η διαδικασία της εισβολής, σε μα πρώτη φάση, στο ΠΣΘ, από εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, την περίοδο της έντασης της αστικοποίησης (κυρίως το διάστημα ), ενώ σε μια δεύτερη φάση υφίσταται η εισβολή στην ΠΖΘ (κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα), παράλληλα με την ένταση της προαστιοποίησης το διάστημα ). Την τελευταία περίοδο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, παράλληλα ότι υφίσταται η διαδικασία της διαδοχής για το ΠΣΘ, σε κάποιο βαθμό (αντικατάσταση του «προαστιοποιούμενου» πληθυσμού από νέο πληθυσμό, κυρίως χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων), όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω ΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΚΕΚ: Η ΜΕΣΟΣΤΡΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ ΤΗΣ Αφού αναδείξαμε της τάσεις προαστιοποίησης, θα πρέπει τώρα να μελετήσουμε πιο αναλυτικά αυτές τις τάσεις για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή. Έτσι, αρχικά θα πρέπει να δούμε συνολικά τις μεταβολές των ΚΕΚ για να εξάγουμε συμπεράσματα για τη συνολική εξέλιξη. Όπως παρατηρούμε και στο γράφημα 6 (πίνακας 15 στο παράρτημα), το ποσοστό των χαμηλών ΚΕΚ, σε σχέση με τις υπόλοιπες, μειώνεται έντονα από το 1991 ως το 2001, ενώ αντίθετα η αναλογία των μεσαίων ΚΕΚ αυξάνεται και ακόμα πιο έντονα αυξάνεται αυτή των υψηλών ΚΕΚ. 85

87 Γράφημα 6: Ποσοστά των ΚΕΚ ως προς τον συνολικό πληθυσμό, για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το 1991 και το ,53 44,39 40,01 39, ,88 18, ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ ΚΕΚ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε, γενικά ότι, αυξάνεται το κοινωνικοεπαγγελματικό προφίλ των κατοίκων της Θεσσαλονίκης (μειώνεται η πληθυσμιακή αναλογία των χαμηλότερων ΚΕΚ σε σχέση με τις υπόλοιπες, οι οποίες αυξάνονται). Επίσης θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι συντελείται μια μεσοστρωματοποίηση της κοινωνίας, καθώς τα μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι αυτά που κυριαρχούν το 2001 (όπως και το 1991 βλ. και πίνακα 14 στο παράρτημα, όπου καταγράφεται η κυριαρχία των μεσαίων ΚΕΚ σε απόλυτους αριθμούς), ενώ παράλληλα δεύτερα (με μικρή διαφορά) έρχονται τα ανώτερα στρώματα (τα οποία αυξάνονται έντονα) και σε μικρότερη αναλογία κινούνται τα χαμηλότερα (μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες ΚΕΚ). Τον ακριβή λόγο που ο πληθυσμός των χαμηλών ΚΕΚ μειώνεται δεν μπορούμε να τον προσδιορίσουμε, ωστόσο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, γενικά ότι, συντελείται μια εξελικτική διαδικασία επαγγελματικής εξέλιξης (πχ από ανειδίκευτος εργάτης, ειδικευμένος), η οποία κινείται παράλληλα με τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου (το οποίο και θα αναδείξουμε παρακάτω), όπως και της ατομικής επιδίωξης για επαγγελματική καριέρα και εξέλιξη 65, αλλά και την έντονη συρρίκνωση του δευτερογενούς και, κυρίως, του πρωτογενούς τομέα (έντονη απορρόφηση εργασίας από τον τριτογενή τομέα τριτογενοποίηση της οικονομίας, μεταβολές τις οποίες θα αναλύσουμε παρακάτω), τις τελευταίες δεκαετίες. Για να μπούμε πιο συγκεκριμένα στο θέμα, όπως παρατηρούμε στο γράφημα 7 (πίνακας 14 στο παράρτημα), ο πληθυσμός (απόλυτοι αριθμοί) των χαμηλών ΚΕΚ συρρικνώνεται και στο ΠΣΘ και στην ΠΖΘ, ωστόσο με πολύ μεγαλύτερη ένταση στο ΠΣΘ. Οι μεσαίες και ανώτερες ΚΕΚ αυξάνονται και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο ευδιάκριτη είναι η πολύ μεγαλύτερη ένταση στην ΠΖΘ. 65 Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την περίπτωση να έχουν μετακομίσει οι συγκεκριμένοι κάτοικοι εκτός πόλης και έχουν αντικατασταθεί από μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ωστόσο η συγκεκριμένη υπόθεση έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρητική παραδοχή της μειωμένης στεγαστικής κινητικότητας των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (όπως περιγράψαμε στο κεφ. 1.3). 86

88 ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΒΑΘΜΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗ Γράφημα 7: Ποσοστιαία μεταβολή του πληθυσμού των ΚΕΚ για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα ΧΑΜΗΛΕΣ -14,62-47,85 ΜΕΣΑΙΕΣ ΥΨΗΛΕΣ 25,95 98,12 119,71 353,60 ΠΖΘ ΠΣΘ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αν εξετάσουμε την μεταβολή στον βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, παρατηρούμε, όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 8 (πίνακας 15 στο παράρτημα), ότι ο βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλότερων ΚΕΚ μειώνεται έντονα και παράλληλα κατά το ίδιο επίπεδο για τις δυο περιπτώσεις (με μικρό προβάδισμα για την ΠΖΘ). Αντίθετα ο βαθμός συγκέντρωσης των μεσαίων και ανώτερων ΚΕΚ κινείται αυξητικά και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο σε πολύ μεγαλύτερο επίπεδο στην ΠΖΘ και ειδικότερα για τις ανώτερες ΚΕΚ, οι οποίες τείνουν να συγκεντρώνονται στην ΠΖΘ περισσότερο και με τεράστια διαφορά από το ΠΣΘ (ενώ η διαφορά σχετικά με τις μεσαίες ΚΕΚ είναι σχετικά μικρή). Γράφημα 8: Ποσοστιαία μεταβολή του βαθμού συγκέντρωσης του πληθυσμού των ΚΕΚ για την ΠΖΘ και το ΠΣΘ, για το διάστημα ΧΑΜΗΛΕΣ -49,16-48,44 ΜΕΣΑΙΕΣ ΥΨΗΛΕΣ 30,99 24,52 75,10 132,46 ΠΖΘ ΠΣΘ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Από τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε ότι, η ΠΖΘ παρουσιάζει μεγάλο βαθμό ελκυστικότητας (πολύ μεγαλύτερος από το ΠΣΘ) για τις ανώτερες ΚΕΚ, αλλά και σημαντικό βαθμό για τις μεσαίες. Έτσι, υποδηλώνεται, με αυτόν τον τρόπο, το γεγονός της έντονης τάσης προαστιοποίησης από τα μεσαία και κυρίως από τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. 87

89 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΑΝΑ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, ΑΠΟ ΤΟ 1951 ΩΣ ΤΟ 2011 Στη συνέχεια αποτυπώνουμε τις πληθυσμιακές μεταβολές (σύνολο του πληθυσμού) για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, ώστε να αποτυπωθεί η πληθυσμιακή δυναμική, για κάθε (πιο συγκεκριμένη και σαφής) ομαδοποιημένη περιοχή. Όπως αναδεικνύουμε και στο γράφημα 9 (πίνακας 10 στο παράρτημα), οι μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ, ενώ αυξάνουν με έντονο ρυθμό τον πληθυσμό τους έως το 1981, από αυτό το σημείο και ύστερα παρατηρείται σταδιακή πληθυσμιακή συρρίκνωση, ενώ παράλληλα οι, όμοιας κοινωνικής φυσιογνωμίας, περιοχές της ΠΖΘ, από το 1981 και ύστερα παρουσιάζουν έντονη πληθυσμιακή αύξηση. Μπορούμε να συμπεράνουμε, επίσης, ότι ένα (μικρό κομμάτι) του πληθυσμού μετακινείται από τις μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ προς τις ανώτερες τις ΠΖΘ (Πανόραμα). Παράλληλα παρατηρείται η έντονη πληθυσμιακή αύξηση στις μεσαίες και κατώτερες περιοχές του ΠΣΘ και της ΠΖΘ, ωστόσο η συγκεκριμένη αύξηση για τις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ, είναι πιο πρόσφατη (από το 1981 και ύστερα, δηλαδή, παράλληλα με την ένταση της προαστιοποίησης) και μικρότερης έντασης. Γράφημα 9: Πληθυσμιακή εξέλιξη των ομαδοποιημένων περιοχών από το 1951 έως το ΠΣΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΣΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΠΖΘ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΖΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΖΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αντίστοιχα, παρατηρώντας τώρα τα ποσοστά πληθυσμιακή συμμετοχής των ομαδοποιημένων περιοχών στο γράφημα 10 (πίνακας 11 στο παράρτημα), από το 1981 και ύστερα, όπου σημειώνονται οι πιο έντονες μεταβολές, μπορούμε να συγκρίνουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τις συγκεκριμένες μεταβολές. Παρατηρούμε, λοιπόν ότι, το ποσοστό πληθυσμιακής συμμετοχής για τις ανώτερες και μεσαίες περιοχές του ΠΣΘ μειώνεται με έντονο ρυθμό, ενώ παράλληλα αυξάνονται τα ποσοστά για τις αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ, επίσης με έντονο ρυθμό και κυρίως μετά το Παράλληλα αυξητικές τάσεις παρουσιάζουν και τα ποσοστά του Πανοράματος. Οι μεσαίες και κατώτερες περιοχές, αντίστοιχα, του ΠΣΘ και της ΠΖΘ αυξάνουν τα ποσοστά τους, ενώ παρατηρείται εντονότερος ρυθμός αύξησης για τις συγκεκριμένες περιοχές του ΠΣΘ σε σχέση με τις περιοχές της ΠΖΘ και κυρίως μετά το

90 Γράφημα 10: Εξέλιξη των ποσοστών πληθυσμιακής συμμετοχής των ομαδοποιημένων περιοχών, ως προς το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το διάστημα ΠΣΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΣΘ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΠΖθ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΖθ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΠΖθ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Συνεπώς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, συμπερασματικά ότι, υφίσταται μια πληθυσμιακή μετακίνηση από τις μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ στις αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ, όπως και σε μικρότερο βαθμό προς τις ανώτερες της ΠΖΘ (Πανόραμα). Παράλληλα, μπορούμε να δικαιολογήσουμε τις αυξητικές τάσεις στη συγκέντρωση μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (κυρίως χαμηλότερων) στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές του ΠΣΘ (και λιγότερο στην ΠΖΘ) από την έντονη εξωτερική μετανάστευση μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 πληθυσμός ο οποίος αναφέρεται, κυρίως, σε χαμηλές ΚΕΚ (το οποίο θα αναλύσουμε παρακάτω) Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΚ ΑΝΑ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ Για να εξετάσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις συγκεκριμένες τάσεις, θα πρέπει να μελετήσουμε τη χωρική συγκέντρωση για κάθε ΚΕΚ και τη μεταβολή αυτών (για το διάστημα ) για τις ομαδοποιημένες περιοχές του ΠΣΘ και της ΠΖΘ, ανάλογα με την κοινωνική τους φυσιογνωμία. Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 11 (πίνακας 15 στο παράρτημα), στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα) τείνουν να συγκεντρώνονται περισσότερο οι ανώτερες ΚΕΚ, οι οποίες αυξάνουν πολύ έντονα το βαθμό συγκέντρωσης (υπερδιπλασιάζονται). Σημαντικό βαθμό συγκέντρωσης παρουσιάζουν και οι μεσαίες ΚΕΚ, ο οποίος όμως μειώνεται έντονα. Αντίστοιχα ο βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών ΚΕΚ παρουσιάζεται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ μειώνεται ακόμα περισσότερο το Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές παρατηρούμε ότι παρουσιάζουν σχετικά όμοια συμπεριφορά, ως προς το μέγεθος των μεταβολών των ΚΕΚ για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ. Ωστόσο στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ παρουσιάζονται πιο έντονες αυξητικές τάσεις του βαθμού συγκέντρωσης των υψηλών ΚΕΚ, όπως και των μεσαίων, ενώ παράλληλα οι 89

91 ΠΣΘ ΠΖΘ χαμηλές ΚΕΚ μειώνονται επίσης πιο έντονα. Οι μεσαίες και ανώτερες περιοχές, επίσης παρουσιάζουν σχετικά όμοια συμπεριφορά ως προς τις μεταβολές του βαθμού συγκέντρωσης των ΚΕΚ. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε ότι στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ παρουσιάζονται πιο έντονες οι μεταβολές. Δηλαδή αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό (και μεγαλύτερο από αυτόν του ΠΣΘ) οι ανώτερες και μεσαίες ΚΕΚ, ενώ με την ανάλογη ένταση μειώνονται οι χαμηλές ΚΕΚ. Οι μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, επίσης παρουσιάζουν σχετικά όμοια συμπεριφορά ως προς τις μεταβολές του βαθμού συγκέντρωσης των ΚΕΚ. Ωστόσο, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ οι μεταβολές είναι πιο έντονες (αυξάνεται περισσότερο ο βαθμός συγκέντρωσης των υψηλών και μεσαίων ΚΕΚ και μειώνεται κατά αντίστοιχο τρόπο αυτός των χαμηλών ΚΕΚ). Τέλος, πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι, το 2001 ο βαθμός συγκέντρωσης των υψηλών ΚΕΚ παρουσιάζεται κατά φθίνουσα σειρά, ως εξής: 1) Ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), 2) Μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ, 3) αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ, 4) Μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές του ΠΣΘ και 5) αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ. Σχετικά με το βαθμό συγκέντρωσης των μεσαίων ΚΕΚ ένα μικρό προβάδισμα παίρνουν οι μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές του ΠΣΘ, ως προς το βαθμό συγκέντρωσης, αλλά και την ένταση της μεταβολής (αύξησης), ενώ γενικά παρουσιάζεται όμοια κατανομή, με εξαίρεση, ωστόσο τις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου παρουσιάζεται αισθητά μικρότερος βαθμός. Ο βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών ΚΕΚ παρουσιάζεται κατά φθίνουσα σειρά, ως εξής: 1) Μεσαίες κα χαμηλότερες περιοχές της ΠΖΘ, 2) αντίστοιχες περιοχές του ΠΣΘ, έπειτα και με αρκετή δια φορά 3) Μεσαίες και ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ, 4) αντίστοιχες περιοχές του ΠΣΘ, 5) ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Γράφημα 11: Βαθμός συγκέντρωσης των ΚΕΚ για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 1991 και το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 1991 ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ 2001 ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 1991 ΚΕΚ ΜΕΣΑΙΕΣ 2001 ΚΕΚ ΜΕΣΑΙΕΣ 1991 ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ 2001 ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία 0% 20% 40% 60% 80% 100% Μπορούμε να συμπεράνουμε, λοιπόν από τα παραπάνω ότι, γενικά οι ομαδοποιημένες περιοχές παρουσιάζουν όμοια συμπεριφορά ως προς τις μεταβολές και το βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ. Οι χαμηλές ΚΕΚ τείνουν να συγκεντρώνονται στις μεσαίες 90

92 και χαμηλότερες περιοχές, με ένα μικρό προβάδισμα στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ, με εξαίρεση να αποτελεί το ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Οι μεσαίες και ανώτερες ΚΕΚ παρουσιάζουν, γενικά έντονη παρουσία, ενώ τείνουν να συγκεντρώνονται λίγο περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές. Αντίστοιχα οι ανώτερες ΚΕΚ τείνουν να συγκεντρώνονται, όπως είναι λογικό, στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, με ένα μικρό προβάδισμα στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ. Ωστόσο, σημαντική είναι και η παρουσία τους και στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, με εξαίρεση τις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Τα συμπεράσματα αυτά, αν συσχετιστούν με το συμπέρασμα ότι στις περιοχές της ΠΖΘ παρουσιάζονται πολύ πιο έντονες μεταβολές σε σχέση με το ΠΣΘ (αύξηση βαθμού συγκέντρωσης ανώτερων και μεσαίων ΚΕΚ και αντίστοιχη μείωση των χαμηλών), καταλήγουμε στο ότι η ΠΖΘ αποτελεί μια περιοχή, η οποία παρουσιάζει έντονες τάσεις συγκέντρωσης μεσαίων και ειδικότερα ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (τάσεις προαστιοποίησης), πράγμα το οποίο συνιστά έντονους κοινωνικοοικονομικούς μετασχηματισμούς (πολύ περισσότερο από το ΠΣΘ), οι οποίοι εξελίσσονται και παράλληλα δημιουργούν νέες τάσεις κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης, μεταβάλλοντας το είδος συσχέτισης με το ΠΣΘ, αλλά και γενικότερα την κοινωνική φυσιογνωμία της πόλης της Θεσσαλονίκης ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η εισροή εξωτερικών οικονομικών μεταναστών 66 («εισβολή», κατά την εννοιολογία της Σχολής του Σικάγο οικολογικές διαδικασίες) από το 1991 (σύμφωνα με τη χρονολογία των απογραφών), αποτελεί σημαντικό γεγονός 67, καθώς επηρεάζει τη διαμόρφωση της κοινωνικής φυσιογνωμίας των περιοχών, λόγω της αναπτυσσόμενης πληθυσμιακής δυναμικής τους, όπως και της κοινωνικοοικονομικής τους φυσιογνωμίας (όπως θα αναλύσουμε και στα παρακάτω). Παράλληλα, θα πρέπει να σημειώσουμε το σημαντικό γεγονός ότι ενισχύεται η σχετική τους ανάμειξη με τον ντόπιο πληθυσμό, με αποτέλεσμα την αποφυγή φαινομένων πόλωσης και «γκετοποίησης» (Καυκαλάς κ.α., 2008: 58). Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 12 (πίνακας 16 στο παράρτημα), η συντριπτική πλειοψηφία των αλλοδαπών εντάσσεται στην κατηγορία των χαμηλών ΚΕΚ, πράγμα το οποίο συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στη συγκρότηση της κοινωνικής φυσιογνωμίας των περιοχών μελέτης, δηλαδή ενισχύουν τις χαμηλές ΚΕΚ για το 66 Το 1991 οι αλλοδαποί καταγράφονται σε άτομα από την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ (1,45% επί του συνολικού πληθυσμού της περιοχής μελέτης), ενώ το 2001 σε (6,39% επί του συνολικού πληθυσμού της περιοχής μελέτης) συνιστώντας μια ποσοστιαία μεταβολή που ισούται με 409,53%. 67 Ωστόσο, υφίσταται και ένας σημαντικός αριθμός αυτών (δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό) που δεν έχουν πολιτογραφηθεί (παράνομοι μετανάστες) και άρα δεν λαμβάνονται υπόψη από τα απογραφικά δεδομένα. 91

93 σύνολο της πόλης (ΠΣΘ και ΠΖΘ παρακάτω θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις τάσεις χωρικής συγκέντρωσης για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή). Αντίστοιχα οι μεσαίες και ανώτερες ΚΕΚ κυμαίνονται σε χαμηλότερα επίπεδα, με μικρό προβάδισμα των μεσαίων ΚΕΚ. Έτσι στη συνέχεια θα αποτυπώσουμε το βαθμό χωρικής συγκέντρωσης των αλλοδαπών για κάθε περιοχή, καθώς και τις τάσεις εξέλιξης. Γράφημα 12: Ποσοστά αλλοδαπών, ως προς τον συνολικό πληθυσμό, ανά ΚΕΚ για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το ,50 75,27 14,23 KEK ΥΨΗΛΕΣ KEK ΜΕΣΑΙΕΣ KEK ΧΑΜΗΛΕΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 13 (πίνακας 12 στο παράρτημα), μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών συγκεντρώνεται στο ΠΣΘ, με μεγάλη διαφορά, ενώ παρουσιάζει έντονο ρυθμό αύξησης για το διάστημα και στις δυο περιπτώσεις, δηλαδή οι εξωτερικοί μετανάστες τείνουν να προτιμούν τον κεντρικό αστικό ιστό, ως προς τον τόπο εγκατάστασής τους, παρά την περιαστική περιοχή. Γράφημα 13: Εξέλιξη του πληθυσμού των αλλοδαπών για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, για το διάστημα ΠΖΘ Αλλοδαποί ΠΣΘ Αλλοδαποί Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αν εξετάσουμε το βαθμό συγκέντρωσης αλλοδαπών στις συγκεκριμένες περιοχές (γράφημα 14 πίνακας 13 στο παράρτημα), εκτός από την αυξητική πληθυσμιακή τάση, συμπεραίνουμε ότι οι αλλοδαποί έχουν εντονότερη παρουσία στην ΠΖΘ. Πιο συγκεκριμένα, παρόλο που ο αριθμός των μεταναστών είναι μικρότερος στην ΠΖΘ σε σχέση με το ΠΣΘ, τα ποσοστά αυτών σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, για κάθε περιοχή ξεχωριστά (δηλαδή τα πληθυσμιακά σύνολα του ΠΣΘ και της ΠΖΘ) παρουσιάζονται πιο έντονα στον ΠΖΘ σε σχέση με το ΠΣΘ (δηλαδή μεγαλύτερος βαθμός συγκέντρωσης, ως προς την αναλογία του πληθυσμού). Το γεγονός αυτό συμβάλλει σημαντικά στη συγκρότηση της κοινωνικής φυσιογνωμίας της ΠΖΘ (μεγαλύτερη ανάμιξη κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων). 92

94 ΠΣΘ ΠΖΘ Γράφημα 14: Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ, για το 1991 και το 2001 ΠΖΘ 1,38 7, Αλλοδαποί ΠΣΘ 1,47 6, Αλλοδαποί Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Πιο αναλυτικά, για να ορίζουμε τις τάσεις συγκέντρωσης των αλλοδαπών στις ομαδοποιημένες περιοχές παρατηρούμε στο γράφημα 15 (πίνακας 13 στο παράρτημα), ότι (εκτός από την έντονη αυξητική τάση σε όλες τις περιοχές, με εξαίρεση τις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ Πανόραμα) υπάρχει έντονη τάση συγκέντρωσης στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές της ΠΖΘ (ιδίως στις ΔΕ Εχεδώρου, Καλλιθέας και Βασιλικών βλ. και πίνακα 13 στο παράρτημα), όπως επίσης (σε λίγο μικρότερο βαθμό) και στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (ιδίως στη ΔΕ Θερμαϊκού βλ. και πίνακα 13 στο παράρτημα). Στο ΠΣΘ αντίστοιχα, τάσεις αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης αλλοδαπών παρουσιάζεται λίγο περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές (ιδίως στις ΔΕ Θεσσαλονίκης, Α. Παύλου και Συκεών βλ. και πίνακα 13 στο παράρτημα), αλλά (σε λίγο μικρότερο βαθμό) και στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές (ιδίως στις ΔΕ Αμπελοκήπων, Μενεμένης και Νεάπολης βλ. και πίνακα 13 στο παράρτημα), όπως και στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ, (αλλά με χαμηλής έντασης μεταβολής σταθερή φυσιογνωμία). Γράφημα 15: Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το διάστημα 1991 και το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 0,86 8,18 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 1,22 7,44 ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1,39 5,71 4,78 5, Αλλοδαποί 1991 Αλλοδαποί ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 1,49 6, Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αντίστοιχα, αν αποτυπώσουμε το είδος της κοινωνικοεπαγγελματικής φυσιογνωμίας των αλλοδαπών για κάθε περιοχή (για το 2001), μπορούμε να διακρίνουμε, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο γράφημα 16 (πίνακας 13 στο παράρτημα), ότι οι αλλοδαποί των χαμηλών ΚΕΚ, διαχέονται προς όλες τις περιοχές. ωστόσο, μεγαλύτερο προβάδισμα παίρνουν οι μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές της ΠΖΘ, ενώ ο μικρότερος βαθμός συγκέντρωσης παρουσιάζεται στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα). Οι μεσαίες ΚΕΚ 93

95 ΠΣΘ ΠΖΘ παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές και κυρίως σε αυτές του ΠΣΘ, αλλά και στο Πανόραμα. Οι ανώτερες ΚΕΚ, τέλος, παρουσιάζουν κατά πολύ μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης στο Πανόραμα, αλλά και στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές και λιγότερο στις μεσαίες και χαμηλότερες. Γράφημα 16: Βαθμός συγκέντρωσης αλλοδαπών ανά ΚΕΚ, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ ΚΕΚ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ 0% 20% 40% 60% 80% 100% Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Συσχετίζοντας τα παραπάνω γραφήματα (11,12,13,14 και 15), μπορούμε να συμπεράνουμε, ωστόσο με κάποια επιφύλαξη ότι, στο ΠΣΘ, οι αλλοδαποί «αναπληρώνουν» σε κάποιο βαθμό, το κενό που δημιουργείται στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, από τη φυγή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (σύμφωνα με την υπόθεση στην οποία καταλήξαμε παραπάνω δεδομένης της μειωμένης στεγαστικής κινητικότητας των χαμηλών ΚΕΚ, οι ανώτερες είναι αυτές που μετακινούνται, σε περιοχές όμοιας ή ανώτερης κοινωνικής φυσιογνωμίας, από το ΠΣΘ στην ΠΖΘ, παράλληλα με το γεγονός της μεγαλύτερης συγκέντρωσης των αλλοδαπών στο ΠΣΘ γράφημα 12). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, έτσι, όπως εξηγήσαμε και στο κεφ , ότι υφίσταται η οικολογική διαδικασία της διαδοχής (παράλληλα με τη διαδικασία της εισβολής), δηλαδή οι μετανάστες διαδέχονται, σε κάποιο βαθμό, τη φυγή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων προς την ΠΖΘ. Παράλληλα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές (και του ΠΣΘ και της ΠΖΘ) η τάση αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης των αλλοδαπών δηλώνει την αναζήτηση εργασίας σε επαγγέλματα χαμηλότερης κοινωνικοεπαγγελματικής κατηγορίας (χειρονακτική εργασία σε βιομηχανία, βιοτεχνίες και άλλους χώρους εκτός κατοικίας), όπως και την κατοίκηση σε φθηνότερες κατοικίες (το οποίο θα αναδείξουμε στο κεφ πιο αναλυτικά αξίες ακινήτων). Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, αντίστοιχα, αυτή η τάση, μπορεί να δηλώνει από τη μια την αναζήτηση εργασίας, και πάλι χαμηλότερης κοινωνικοεπαγγελματικής κατηγορίας (αυτή είναι άλλωστε και η φυσιογνωμία των συγκεκριμένων μεταναστών, ως επί το πλείστον), ωστόσο με τη διαφορά ότι πρόκειται περισσότερο για οικιακή εργασία (πχ φύλαξη ηλικιωμένων, καθαρίστριες κλπ.). Από την άλλη, δηλώνει τη συγκέντρωση στις συγκεκριμένες περιοχές των μεταναστών οι οποίοι είτε προέρχονται από ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και εντάχθηκαν με ανάλογο τρόπο στην γηγενή κοινωνία και εργάζονται στον τομέα τους, είτε ότι υπήρχε μια παρουσία αυτών από παλαιότερες περιόδους και εντάχθηκαν από νωρίς στην τοπική κοινωνία και αντίστοιχα εξελίχθηκαν ως προς την κοινωνικοεπαγγελματική τους φυσιογνωμία. 94

96 ΒΑΘΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ Για να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τις τάσεις κοινωνικού διαχωρισμού και το κατά πόσο κοινωνικά ομοιογενής ή ετερογενής είναι ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης (για τον συνολικό πληθυσμό γηγενείς και αλλοδαποί), θα πρέπει να μελετήσουμε τον βαθμό πληθυσμιακής συγκέντρωσης των δυο ακραίων ΚΕΚ (έτσι όπως τις ομαδοποιήσαμε στο κεφ ) για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 (βλ. και μεθοδολογία Μαλούτα, 2013). Από το πλέγμα χαρτών 6 (πίνακας 15 στο παράρτημα, πιο αναλυτικά), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στο εσωτερικό κάθε ΔΕ ξεχωριστά δεν υφίσταται έντονος βαθμός κοινωνικής πόλωσης, καθώς δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση συνύπαρξη, σε μεγάλο βαθμό, των δυο ακραίων ΚΕΚ (δεδομένης και της κυριαρχίας των μεσαίων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων κεφ ). Δηλαδή, στις ΔΕ όπου συγκεντρώνονται οι υψηλότερες ΚΕΚ, οι χαμηλότερες παρουσιάζουν τον μικρότερο βαθμό συγκέντρωσης 68 και αντίστροφα. Χάρτης 6 (πλέγμα χαρτών): Βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών & υψηλών ΚΕΚ ανά ΔΕ, για το 2001 Πηγή: GIS, Geodata, ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Ωστόσο, αν κινηθούμε σε ένα γενικότερο επίπεδο, δηλαδή επιχειρήσουμε σύγκριση μεταξύ των ομαδοποιημένων περιοχών, τότε μπορούμε να εξάγουμε μια ευρύτερη εικόνα 68 Ο βαθμός συγκέντρωσης της κάθε ΔΕ αναφέρεται σε 3 κλάσεις και εκφράζεται σε συσχέτιση με τις υπόλοιπες ΔΕ: ανοιχτό πράσινο= μικρός βαθμός, σκούρο πράσινο= μεγάλος βαθμός συγκέντρωσης. 95

97 ΠΣΘ ΠΖΘ για την ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού ή πόλωσης (άλλωστε αυτός είναι και οσκοπός της εργασίας) και γενικά για το πόσο κοινωνικά ή κοινωνικοοικονομικά ή κοινωνικοεπαγγελματικά ομοιογενής ή ετερογενής είναι ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης. Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 17 (πίνακας 15 στο παράρτημα), σχετικά έντονη συνύπαρξη μεταξύ των δυο ακραίων ΚΕΚ εμφανίζεται στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές και ειδικότερα στις συγκεκριμένες περιοχές του ΠΣΘ (με την κυριαρχία των χαμηλών ΚΕΚ και ειδικότερα στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ). Αντίστοιχα στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές η ανάμιξη των δυο ακραίων ΚΕΚ κυμαίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα (με την κυριαρχία των ανώτερων ΚΕΚ και με διαφορά), ενώ στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα) η διαφορά είναι τεράστια, όπου κυριαρχούν οι ανώτερες ΚΕΚ. Γράφημα 17: Βαθμός συγκέντρωσης των δυο ακραίων ΚΕΚ για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 22,81 34,05 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 19,25 41,23 ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 6,49 26,93 24,76 73,37 ΚΕΚ ΧΑΜΗΛΕΣ ΚΕΚ ΥΨΗΛΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 16,28 43, Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Έτσι προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα, ως προς την ένταση της κοινωνικής πόλωσης: 1) το Πανόραμα συνιστά τη μεγαλύτερη αντίθεση σε σχέση με το σύνολο των υπόλοιπων περιοχών και ειδικότερα των μεσαίων και χαμηλότερων, καθώς συγκεντρώνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (προαστιακή περιοχή), με αποτέλεσμα στο εσωτερικό του να μην εμφανίζεται κοινωνική πόλωση (δηλαδή έντονη συνύπαρξη των δυο ακραίων ΚΕΚ). 2) Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές δεν εμφανίζονται σχήματα κοινωνικής πόλωσης, καθώς αποτελούν περισσότερο μικτές περιοχές, με μεγαλύτερη συγκέντρωση μεσαίων και υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. 3) Στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές και περισσότερο σε αυτές του ΠΣΘ, εμφανίζονται σημάδια κοινωνικής πόλωσης (στο εσωτερικό τους), καθώς κινείται στο ίδιο επίπεδο (ωστόσο μέτριο επίπεδο) ο βαθμός συγκέντρωσης των δυο ακραίων ΚΕΚ. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη την γενική κυριαρχία των μεσαίων ΚΕΚ η κοινωνική πόλωση, μπορούμε να πούμε ότι κινείται σε μέτρια επίπεδα. Συσχετίζοντας τον χάρτη 6 με το γράφημα 17 (και τις ανάλογες παρατηρήσεις), θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο γενικό συμπέρασμα ότι, αντιθέσεις προκύπτουν στο ευρύτερο επίπεδο των ΔΕ, καθώς είναι διακριτή η διαφορά στη συγκέντρωση των δυο ακραίων ΚΕΚ σε χωρικό επίπεδο. Μπορούμε, βέβαια να κάνουμε και πρόσθετες παρατηρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε (χάρτης 6) ότι τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στα δυτικά και βορειοδυτικά της πόλης (με εξαίρεση την ΔΕ Βασιλικών, η οποία βρίσκεται στα 96

98 νοτιοανατολικά άκρα της περιοχής μελέτης). Αντίστοιχα, τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερο βαθμό στα νοτιοανατολικά του ΠΣΘ, κυρίως, αλλά και εμφανίζουν τάσεις εξάπλωσης προς τα νοτιοανατολικά της ΠΖΘ (με εξαίρεση την ΔΕ Ωραιοκάστρου, η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης, περικυκλωμένη από περιοχές χαμηλότερης κοινωνικής φυσιογνωμίας). Τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι ομαδοποιημένες περιοχές (1,2,3) παρουσιάζουν ομοιογένεια ως προς την κοινωνική στους φυσιογνωμία (οι χαμηλότερες ΚΕΚ συγκεντρώνονται στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, ενώ οι υψηλές ΚΕΚ στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές), πράγμα το οποίο και «δικαιώνει» την αρχική ομαδοποίηση ως προς την κοινωνική φυσιογνωμία των ΔΕ. Ο κοινωνικός διαχωρισμός, λοιπόν, υφίσταται μεταξύ των συγκεκριμένων ομαδοποιημένων περιοχών. Γενικά, όμως υφίσταται μια διάχυτη κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή δεν υπάρχουν αντιθέσεις σε συγκεκριμένες συνεκτικές χωρικές ζώνες, αλλά υφίστανται κοινωνικές διαφοροποιήσεις σε επιμέρους χωρικά υποσύνολα (τομεακή διαφοροποίηση και όχι ακτινωτή). Ωστόσο, σε ένα γενικό πλαίσιο μπορούμε να δηλώσουμε ότι υφίσταται κοινωνικός διαχωρισμός ή αντίθεση μεταξύ των δυτικών και βορειοδυτικών (συγκέντρωση χαμηλών ΚΕΚ) και των νότιων και ανατολικών περιοχών (συγκέντρωση υψηλών ΚΕΚ) της περιοχής μελέτης (δηλαδή της πόλης της Θεσσαλονίκης) Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2011 Από την απογραφή του 2011, τα δεδομένα που αφορούν τις ΚΕΚ δεν έχουν παρουσιαστεί από την ΕΛΣΤΑΤ ακόμα, ωστόσο υφίστανται στην χαρτογραφική εφαρμογή «Πανόραμα» του ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών). Έτσι χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη εφαρμογή στην αποτύπωση των συγκεκριμένων δεδομένων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εφαρμογή δεν διαθέτει τα δεδομένα στο επίπεδο ανάλυσης των ΔΕ, οπότε χρησιμοποιήθηκε το επίπεδο των Δημοτικών Διαμερισμάτων, με αντίστοιχή προσαρμογή των δεδομένων (χάρτες) στο επίπεδο ανάλυσης της συγκεκριμένης εργασίας, δηλαδή των ΔΕ (και αντίστοιχα των ομαδοποιημένων χωρικών ενοτήτων) 69, ώστε να προκύψει μεγαλύτερη συνάφεια, ως προς τη σύγκριση με τα δεδομένα του 2001 (και του 1991), ως προς τη μελέτη της κοινωνική φυσιογνωμίας των συγκεκριμένων περιοχών. Στο πλέγμα χαρτών 7 παρατηρούμε ότι, οι χαμηλές ΚΕΚ (στη συγκεκριμένη περίπτωση ανειδίκευτοι και χειρώνακτες εργάτες) εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στις ίδιες περιοχές με το Ωστόσο, υφίσταται η διαφορά στο γεγονός ότι, εμφανίζονται τάσεις μείωσης του βαθμού συγκέντρωσης των χαμηλών ΚΕΚ, κυρίως στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές της ΠΖΘ (κυρίως στη ΔΕ Βασιλικών). Η τάση αυτή, συσχετίζεται 69 Η κατηγοριοποίηση των δεδομένων σε κλάσεις πραγματοποιήθηκε και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη μεθοδολογία Natural Breaks Classification (Ταξινόμηση με Φυσικά Όρια) ή Jenks. 97

99 με το γεγονός ότι, τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (στη συγκεκριμένη περίπτωση διευθυντικά στελέχη) εμφανίζουν έντονες τάσεις προαστιοποίησης και εξάπλωσης προς τα νότια και ανατολικά της ΠΖΘ. Παράλληλα, να σημειώσουμε ότι αντίστοιχες τάσεις εμφανίζονται και σε βόρειες και βορειοανατολικές περιοχές (κυρίως των ΔΕ Μυγδονίας και Λαγκαδά), ωστόσο σε μικρότερο βαθμό και έκταση (περιοχές σε εγγύτητα με το ΠΣΘ και τη ΔΕ Ωραιοκάστρου). Χάρτης 7 (πλέγμα χαρτών): Βαθμός συγκέντρωσης των χαμηλών & υψηλών ΚΕΚ ανά ΔΕ, για το 2011 Πηγή: GIS, Geodata, Πανόραμα ΕΚΚΕ, ιδία επεξεργασία Έτσι, η συγκεκριμένη διαδικασία προαστιοποίησης των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, επηρεάζει ανάλογα και την κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών, όπου τείνουν να συγκεντρώνονται. Ωστόσο δεν μπορούμε να εξάγουμε ακριβή συμπεράσματα για την νέα κοινωνική φυσιογνωμία των συγκεκριμένων περιοχών, καθώς τα συγκεκριμένα ποσοτικά δεδομένα της τελευταίας απογραφής, δεν έχουν εκδοθεί επίσημα από την ΕΛΣΤΑΤ και μπορούμε να τα παρουσιάσουμε μόνο με τον συγκεκριμένο τρόπο (χάρτες από την εφαρμογή «Πανόραμα» του ΕΚΚΕ), τρόπος ο οποίος δεν επιτρέπει τις σαφείς συγκρίσεις με την προηγούμενη ανάλυση (συσχετίσεις κατά προσέγγιση). Ωστόσο το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει και έχει σημασία είναι οι έντονες τάσεις εξάπλωσης της προαστιοποίησης από τα ανώτερα στρώματα, κυρίως, προς την νότια και ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών και δομών κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης. Έτσι, συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών (ΔΕ) της Θεσσαλονίκης παραμένει όμοια με αυτή του 2001 (την οποία αναδείξαμε στο κεφ ), με τη διαφορά ότι, η ΔΕ Βασιλικών μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της από μεσαία και χαμηλότερη (το 2001), σε μεσαία και ανώτερη (το 2011), ενώ παρουσιάζονται παρόμοιες τάσεις και για τις ΔΕ Μυγδονίας και Λαγκαδά, ωστόσο μικρότερης έντασης. 98

100 Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ Η διάκριση της κοινωνίας σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα καθορίζεται μεν με βάση τις ΚΕΚ, ωστόσο σχετίζεται άμεσα (σε δεύτερη ανάλυση) και με το μορφωτικό επίπεδο. Για την εξαγωγή σαφέστερων συμπερασμάτων επιχειρήθηκε μια ομαδοποίηση των βαθμίδων εκπαίδευσης. Έτσι, καταλήξαμε στις εξής τελικές κατηγορίες: α) Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό επίπεδο (άθροισμα των δυο), β) Τριτοβάθμια εκπαίδευση (Πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών, ΤΕΙ (ΚΑΤΕ, ΚΑΤΕΕ), Εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, Μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γ) Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Απόφοιτοι Μέσης εκπαίδευσης, ΤΕΛ και ΤΕΣ), δ) Υποχρεωτική εκπαίδευση (Απόφοιτοι 3ταξίου Γυμνασίου), ε) Στοιχειώδης εκπαίδευση (Απόφοιτοι Δημοτικού) και στ) ούτε Στοιχειώδης εκπαίδευση (Εγκατέλειψαν το Δημοτικό αλλά γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση, Δε γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση). Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 18 (πίνακας 19 στο παράρτημα), υφίσταται, γενικά, μια άνοδος του μορφωτικού επιπέδου για το σύνολο της περιοχής μελέτης, καθώς ενώ τα ποσοστά του πληθυσμού με στοιχειώδη εκπαίδευση μειώνονται σημαντικά, αντίθετα αυξάνονται με μεγαλύτερη ένταση τα ποσοστά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και αυτά του μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου (τα οποία ωστόσο κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα). Παράλληλα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υφίσταται μια μικρή αύξηση στα ποσοστά του πληθυσμού που δεν έχει τελειώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ μεγάλη αύξηση παρατηρείται στα ποσοστά της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό οφείλεται, ίσως, στο επίπεδο εκπαίδευσης των αλλοδαπών, οι οποίοι εισέρχονται κατά μεγάλα πληθυσμιακά ρεύματα από το 1991, ενώ αποτελούν, ως επί το πλείστον εργατικό δυναμικό χαμηλών ΚΕΚ και άρα, μάλλον, άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο/επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτό θα το αναλύσουμε, όμως παρακάτω. Επίσης παρατηρούμε ότι τα ποσοστά της υποχρεωτικής εκπαίδευσης μειώνονται ελάχιστα, ενώ κατά τον ίδιο βαθμό αυξάνονται τα ποσοστά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (η οποία αναδεικνύει την κυριαρχία της). 99

101 ΠΣΘ ΠΖΘ Γράφημα 18: Βαθμός συγκέντρωσης του πληθυσμού με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για το σύνολο της περιοχής μελέτης, για το διάστημα 1991 και το ,31 29,9430,68 34,91 25, ,04 11,1210,90 12,3212, ,67 1,21 ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ + ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Αν δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την κατανομή του συνολικού πληθυσμού με βάση το μορφωτικό επίπεδο, μπορούμε να παρατηρήσουμε από το γράφημα 19 (πίνακας 19 στο παράρτημα) ότι, τα άτομα με επίπεδο μεταπτυχιακού και διδακτορικού επιπέδου συγκεντρώνονται, ως επί το πλείστον, στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), και σε πολύ μικρότερα ποσοστά στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ και της ΠΖΘ (ακόμα μικρότερη συγκέντρωση). Αντίστοιχα κινείται και η τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία συγκεντρώνεται περισσότερο στο Πανόραμα, έπειτα στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές και τέλος στις μεσαίες και κατώτερες. Οι χαμηλότερες βαθμίδες, αντίστοιχα κινούνται αντίστροφα, όπου συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερο βαθμό στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές. Γράφημα 19: Βαθμός συγκέντρωσης του πληθυσμού με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή για το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ + ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ 0% 20% 40% 60% 80% 100% Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Συμπεραίνουμε, λοιπόν ότι, το μορφωτικό επίπεδο του συνολικού πληθυσμού, κινείται ανάλογα με τις ΚΕΚ. Δηλαδή υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ υψηλών ΚΕΚ και μορφωτικού επιπέδου κ.ο.κ., όπως ήταν και αναμενόμενο. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο εκπαίδευσης προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό την μετέπειτα επαγγελματική 100

102 πορεία των ατόμων και άρα υπάρχει η αντίστοιχη απορρόφηση από την αγορά εργασίας (τουλάχιστον μέχρι το 2001 σήμερα η κρίση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη εικόνα, ωστόσο δεν έχουν εκδοθεί επίσημα τα αντίστοιχα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ). Στη συνέχεια θα αποτυπώσουμε το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών, ώστε να εξάγουμε συμπεράσματα για το βαθμό ένταξής τους στην κοινωνία και την απορρόφησή τους από την αγορά εργασίας ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΤΟ 2001 Σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών, όπως παρατηρούμε στο γράφημα 20 (πίνακας 21 στο παράρτημα), το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ένα σημαντικό ποσοστό την τριτοβάθμια, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού των αλλοδαπών που έχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο είναι ελάχιστο. Ωστόσο, υψηλά ποσοστά είναι και αυτών που έχουν τελειώσει την στοιχειώδη και υποχρεωτική εκπαίδευση (με προβάδισμα της στοιχειώδους εκπαίδευσης), ενώ αυτοί που δεν έχουν τελειώσει ούτε τη στοιχειώδη εκπαίδευση εμφανίζονται σε μικρότερο, αλλά σημαντικό ποσοστό. Γράφημα 20: Ποσοστά αλλοδαπών, ως προς τον συνολικό πληθυσμό, με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, για το ,19 0,91 18,05 21,02 ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ + ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ 18,43 36,40 ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Από το γράφημα 20 προκύπτει, λοιπόν ότι, το επίπεδο εκπαίδευσης των αλλοδαπών είναι σχετικά ανάμικτο, με την κυριαρχία, όμως του πληθυσμού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Θα πρέπει, όμως στο σημείο αυτό, να αποτυπώσουμε το βαθμό συγκέντρωσης για κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, ώστε να εξάγουμε συμπεράσματα για τον βαθμό επιρροής των αλλοδαπών στην κοινωνική φυσιογνωμία κάθε ομαδοποιημένης περιοχής (από πλευράς μορφωτικού επιπέδου). Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 21 (πίνακας 21 στο παράρτημα), στις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα) 101

103 ΠΣΘ ΠΖΘ συγκεντρώνονται περισσότερο άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου (συγκεντρώνονται σημαντικά ποσοστά ατόμων με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές το συγκεκριμένο είναι είτε ανύπαρκτο, είτε σχεδόν ανύπαρκτο), αλλά και άτομα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ τα άτομα των χαμηλότερων βαθμίδων συγκεντρώνονται σε μικρότερα, αλλά σημαντικά ποσοστά, με εξαίρεση των ατόμων με ούτε στοιχειώδη εκπαίδευση, οι οποίοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ παρουσιάζεται υψηλότερος βαθμός συγκέντρωσης, σε σχέση με αυτών της ΠΖΘ, των ατόμων τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι χαμηλότερες βαθμίδες συγκεντρώνονται περισσότερο στις αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ. Τέλος, στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές παρουσιάζεται πιο έντονος βαθμός συγκέντρωσης δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο ΠΣΘ, ενώ οι χαμηλότερες βαθμίδες συγκεντρώνονται περισσότερο στην ΠΖΘ. Γράφημα 21: Βαθμός συγκέντρωσης των αλλοδαπών με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 0% 20% 40% 60% 80% 100% ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ + ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Γενικά, συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι, οι αλλοδαποί υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου συγκεντρώνονται περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές και ιδιαίτερα στο Πανόραμα (με ένα μικρό προβάδισμα σε αυτές του ΠΣΘ). Επίσης ότι ισχυρή είναι η παρουσία των αλλοδαπών δευτεροβάθμιας, υποχρεωτικής και στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλες τις περιοχές, οι οποίοι αναδεικνύουν ανίσχυρες τάσεις συγκέντρωσης στην ΠΖΘ. Περισσότερο, πάντως παρουσιάζεσαι μια ανάμικτη κατάσταση. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε ότι το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών συμβάλλει έντονα στις αντιθέσεις του συνολικού μορφωτικού επιπέδου. Τέλος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών, τελικά, δεν καθορίζει το είδος και τη θέση τους στο επάγγελμα (ΚΕΚ), λόγω αυτής της ανάμικτης εικόνας του μορφωτικού επιπέδου, που έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που εξάγαμε πιο πάνω, όπου οι αλλοδαποί εντάσσονται, στη συντριπτική πλειοψηφία, στις χαμηλές ΚΕΚ. Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, οι αλλοδαποί δεν είναι πλήρως ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία και κατ επέκταση δεν απορροφούνται από την αγορά εργασίας ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο. 102

104 Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΟΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Η εξέταση της μορφής/δομής της κατοικίας είναι χρήσιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ως προς την προαστιοποίηση κυρίως, ενώ συσχετίζεται και με την κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία των κατοίκων κάθε περιοχής (πχ στις περιοχές ανώτερης κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας, το πιο πιθανό είναι να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερα ποσοστά μονοκατοικίες ή ευρύχωρα διαμερίσματα). Όπως φαίνεται και στο πλέγμα χαρτών 8 70, τα ποσοστά των νοικοκυριών που διαμένουν σε πολυκατοικίες κυριαρχούν στο ΠΣΘ (όπως είναι αναμενόμενο, με εξαίρεση, ωστόσο τη ΔΕ Πεύκων, η οποία παρουσιάζει μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης των αντίστοιχων ποσοστών των μονοκατοικιών), όσον αφορά τον τύπο των κατοικιών, ενώ στην ΠΖΘ τα υψηλά ποσοστά νοικοκυριών που διαμένουν σε πολυκατοικίες αναφέρονται, κυρίως, σε περιοχές με εγγύτητα στο ΠΣΘ (περιοχές, των ΔΕ Εχεδώρου, Ωραιοκάστρου, Πανοράματος, Χορτιάτη, Μίκρας και Θερμαϊκού). Αντίθετα, ο βαθμός συγκέντρωσης των αντίστοιχων ποσοστών των μονοκατοικιών είναι υψηλός, κυρίως, στις ακραίες περιοχές της ΠΖΘ (αλλά και στις ΔΕ Πεύκων και Πανοράματος, που βρίσκονται σε εγγύτητα με το ΠΣΘ) και σε μεγαλύτερη ένταση στις ΔΕ Μίκρας (νότια) και Μυγδονίας (βόρεια). Χάρτης 8 (πλέγμα χαρτών): Βαθμός συγκέντρωσης νοικοκυριών που διαμένουν σε μονοκατοικίες και πολυκατοικίες, το 2001 Πηγή: GIS, Geodata, Πανόραμα ΕΚΚΕ, ιδία επεξεργασία 70 Και σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν τα χαρτογραφικά δεδομένα από την εφαρμογή «Πανόραμα», προσαρμοσμένα, κατά το δυνατόν στις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας ανάλυσης. 103

105 Σχετικά με το μέγεθος των κατοικιών (τ.μ.) και το μέγεθος των διαμερισμάτων (σε πολυκατοικίες αριθμός δωματίων) παρατηρείται από το πλέγμα χαρτών 9 71 ότι, τα μεγαλύτερα διαμερίσματα ( τ.μ. 72 ) αναφέρονται κατά κόρον στην ΠΖΘ (με εξαίρεση τις ΔΕ Πυλαίας και Πεύκων, που ανήκουν στο ΠΣΘ) και, ιδιαίτερα στις περιοχές μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής φυσιογνωμίας (δηλαδή κυρίως, στις ΔΕ Πανοράματος, Ωραιοκάστρου, Μίκρας, αλλά και Θέρμης και Βασιλικών κ.α. περιοχών σε μικρότερο βαθμό) πράγμα το οποίο είναι αναμενόμενο, καθώς στις συγκεκριμένες περιοχές συγκεντρώνονται περισσότερο τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Στις αντίστοιχες περιοχές, επίσης, παρατηρείται και ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης των διαμερισμάτων που περιέχουν πάνω από επτά δωμάτια (ευρύχωρα διαμερίσματα), με την κυριαρχία, όμως αυτών στη ΔΕ Πανοράματος (η μοναδική περιοχή ανώτερης κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας). Χάρτης 9 (πλέγμα χαρτών): Μέγεθος κατοικίας, σε τ.μ. και αριθμό δωματίων, ανά ΔΔ, για το 2001 Πηγή: GIS, Geodata, Πανόραμα ΕΚΚΕ, ιδία επεξεργασία Τα τελευταία χρόνια, όπως περιγράψαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται έντονα και ιδιαίτερα προς τα ανατολικά προάστια, όπου παρατηρείται οικιστική έκρηξη, όπως χαρακτηρίζεται από παράγοντες της κτηματαγοράς. Οικοδομική ένταση παρατηρείται, βέβαια και στις περιοχές της Καλαμαριάς, της Κηφισιάς 71 Και σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν τα χαρτογραφικά δεδομένα από την εφαρμογή «Πανόραμα», προσαρμοσμένα, κατά το δυνατόν στις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας ανάλυσης. 72 Το συγκεκριμένο εύρος μεγέθους κατοικίας είναι το επικρατέστερο στην ΠΖΘ (έπειτα από τη διερεύνηση των δεδομένων της εφαρμογής «Πανόραμα» - κατοικίες άνω των 200 τμ εμφανίζονται, κατά κόρον στο Πανόραμα), ενώ αναδεικνύει παράλληλα την αντίθεση με το ΠΣΘ. 104

106 και της Πυλαίας, όπως και προς τα δυτικά της πόλης, ωστόσο σε μικρότερη κλίμακα (στα δυτικά). Αντίθετα στο κέντρο της πόλης η ανοικοδόμηση είναι σχεδόν μηδενική, καθώς δεν διατίθενται οικόπεδα για αυτό τον σκοπό, παράλληλα με τις τάσεις προαστιοποίησης του πληθυσμού. Παρόμοια κατάσταση, αλλά σε μικρότερη ένταση επικρατεί και στην Καλαμαριά, στην περιοχή Χαριλάου, την Κάτω και την Άνω Τούμπα, όπου η δόμηση είναι πυκνή (εξελικτική διαδικασία), ενώ δεν έχει γίνει επέκταση του σχεδίου πόλης κατά τα τελευταία χρόνια (Καλαϊτζόγλου, 2005). Στην ΠΖΘ, για το διάστημα , καταγράφεται αύξηση της τάξης του 70% για νέες κατοικίες, ενώ στο ΠΣΘ 35% (από και για το 2000 σε και για το 2006). Πιο συγκεκριμένα, η κατανομή των ποσοστών νέων κατοικιών για το ΠΣΘ και την ΠΖΘ αναφέρεται ως εξής: 59,95% για την ΠΖΘ και 40,04% για το ΠΣΘ το 2000 και αντίστοιχα 62,22% και 37,78% το 2006, δηλαδή εμφανίζεται ένα χάσμα, το οποίο τείνει να αυξάνεται με έντονο ρυθμό. Αντίστοιχη πορεία παρουσιάζει και η συνολική επιφάνεια των κατοικιών, οι οποία αυξήθηκε από 1,14 εκατ. τ.μ. στην περιαστική ζώνη και 727 χιλ. τ.μ. στο ΠΣΘ σε 1,82 εκατ. τ.μ. και 1,02 εκατ. τ.μ. αντίστοιχα. Σε αυτή τη μεγάλη αύξηση συνέβαλε και το θεσμικό πλαίσιο (νομοσχέδιο με το οποίο χορηγούνταν οικοδομικές άδειες μέσα σε διάστημα δυο εβδομάδων) (Δελεβέγκος, 2009). Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται κατανοητό ότι, τα μεσαία και ανώτερα προτιμούν τις μεγάλες και ευρύχωρες κατοικίες ή διαμερίσματα, κυρίως στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ, και ιδιαίτερα στις νοτιοανατολικές περιοχές, οι οποίες συνιστούν ένα πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιου είδους κατοικιών. Υποδηλώνονται, παράλληλα οι χαμηλότερες πυκνότητες κατοίκησης στις συγκεκριμένες περιοχές (πιο ευρύχωρες κατοικίες), ωστόσο αναδεικνύονται τάσεις πύκνωσης (οικοδόμηση πολυκατοικιών), παράλληλα με την επέκταση της προαστιοποίησης και κατ επέκταση της αστικής διάχυσης Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Η εξέταση της δομής της οικογένειας αποτελεί ένα περίπλοκο θέμα, το οποία δεν θα αναλύσουμε στη συγκεκριμένη εργασία (σε μεγάλο βαθμό), ενώ δεν μπορούμε να εξάγουμε από τη συγκεκριμένη εξέταση «κανόνες συμπεριφοράς», που να σχετίζονται με την κοινωνική φυσιογνωμία του πληθυσμού και άρα με τις συγκεκριμένες χωρικές συγκεντρώσεις (στις ομαδοποιημένες περιοχές ως προς την κοινωνική τους φυσιογνωμία). Ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε κάποιες βασικές παρατηρήσεις, έπειτα από τη διερεύνηση των ποσοτικών δεδομένων. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, σχετικά με τη δομή της οικογένειας, γενικά δεν εξάγονται συμπεράσματα που να συνιστούν σαφή τη διάκριση μεταξύ των 105

107 περιοχών της πόλης, ανά περίπτωση. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στο πλέγμα χαρτών (και έπειτα από τη διερεύνηση των χαρτογραφικών δεδομένων της εφαρμογής «Πανόραμα»), σε όλη, σχεδόν, την περιοχή μελέτης (με εξαίρεση τη ΔΕ Θεσσαλονίκης) κυριαρχεί το πρότυπο της οικογένειας με τέσσερα μέλη. Παράλληλα, οι άτεκνες οικογένειες αναφέρονται, κυρίως στη ΔΕ Θεσσαλονίκης, όπως και στις περισσότερες περιοχές του ΠΣΘ (σε μικρότερο βαθμό), όπως και σε περιοχές της ΠΖΘ, οι οποίες βρίσκονται σε εγγύτητα με το ΠΣΘ (με εξαίρεση τη ΔΕ Θερμαϊκού). Χάρτης 10 (πλέγμα χαρτών): Η δομή της οικογένειας, ως προς των αριθμό τέκνων και μελών, ανά ΔΔ, για το 2001 Πηγή: GIS, Geodata, Πανόραμα ΕΚΚΕ, ιδία επεξεργασία Μπορούμε να υποθέσουμε, έτσι συμπερασματικά ότι, καθώς οι άτεκνες οικογένειες συγκεντρώνονται στο ΠΣΘ, αλλά και στις περιοχές της ΠΖΘ που βρίσκονται σε εγγύτητα με το ΠΣΘ, η ΠΖΘ και ιδίως οι ακραίες περιοχές, αποτελούν προσφορότερο έδαφος για την ανάπτυξη της οικογένειας, πράγμα το οποίο συνδέεται, υποθετικά (επιφυλακτική υπόθεση), με τις ποιοτικότερες συνθήκες που επικρατούν στις προαστιακές περιοχές (ευρυχωρία ως προς το μέγεθος κατοικίας, αλλά και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως ψυχαγωγία των παιδιών, ποιοτικότερο φυσικό περιβάλλον, μικρή ηχητική ρύπανση κλπ). 73 Και σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν τα χαρτογραφικά δεδομένα από την εφαρμογή «Πανόραμα», προσαρμοσμένα, κατά το δυνατόν στις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας ανάλυσης. 106

108 Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΡΙΤΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Όπως περιγράψαμε και στο κεφ. 3.2, προκύπτει εμπειρικά η υπόθεση ότι οικονομικές λειτουργίες και χρήσεις (επιχειρήσεις τριτογενούς τομέα και εμπόριο, κυρίως) παρουσιάζουν τάσεις αποκέντρωσης, από το ΠΣΘ στην ΠΖΘ, γεγονός το οποίο μπορεί να συσχετιστεί με τα ποσοστά απασχόλησης ανά τομέα οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, στο γράφημα 22 (πίνακας 22 στο παράρτημα) παρατηρείται μεν, η αυξητική τάση απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, και στο ΠΣΘ και στην ΠΖΘ, ωστόσο κατά πολύ εντονότερη είναι η συγκεκριμένη τάση για την ΠΖΘ. Παρατηρούμε, επίσης ότι, υφίσταται έντονη τριτογενοποίηση της οικονομίας (μεγάλη αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα και για τις δυο περιπτώσεις). Παράλληλα, παρατηρούνται οι έντονες μεταβολές και στην απασχόληση στον πρωτογενή τομέα. Δηλαδή υφίσταται έντονη συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα στην ΠΖΘ. Η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα, από την άλλη, συρρικνώνεται και στις δυο περιπτώσεις, πράγμα που δικαιολογείται από την γενικότερη αποβιομηχάνιση του ελλαδικού χώρου. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις και συσχετίζοντάς τις με το γεγονός της έντονης προαστιοποίησης της κατοικίας προς την ΠΖΘ, μπορούμε να υποθέσουμε, συμπερασματικά ότι, η απασχόληση (ανά τομέα οικονομίας) σχετίζεται άμεσα με την εγγύτητα του τόπου κατοικίας, σε κάποιο βαθμό, τον οποίο ωστόσο δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποσοτικά. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με τον τριτογενή τομέα, η απασχόληση σε αυτόν αναφέρεται, σε κάποιο βαθμό στην έλξη από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις, εργατικού δυναμικού που κατοικεί σε εγγύτητα με τον τόπο εγκατάστασης αυτών. Τη συγκεκριμένη υπόθεση επιχειρεί να τεκμηριώσει η Γεμενετζή (2013: 101), η οποία αποτυπώνοντας τις μετακινήσεις του πληθυσμού για εργασία, αναδεικνύει το γεγονός ότι, ναι μεν η Θεσσαλονίκη αποτελεί τον μεγαλύτερο πόλο για εργασία, ωστόσο και οι περιαστικοί οικισμοί (κυρίως στις ΔΕ Θέρμης και Εχεδώρου), έλκουν σημαντικό αριθμό εργαζομένων από γειτονικές περιοχές ή και από το ΠΣΘ. Από την άλλη, η έντονη συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, στην ΠΖΘ, υποδηλώνει τις επιπτώσεις της προαστιοποίησης και της αστικής διάχυσης, που συνίστανται στη «καταπάτηση» του καλλιεργήσιμου περιαστικού χώρου, για την ανάπτυξη αστικών λειτουργιών/χρήσεων. Γράφημα 22: Μεταβολή των ποσοστών απασχόλησης ως προς το σύνολο των απασχολούμενων, ανά τομέα, για το ΠΣΘ και την ΠΣΘ, για το διάστημα Τριτογενής Τομέας 10,27 16,88 Δευτερορογενής Τομέας Πρωτογενής Τομέας -7,93-2,65-4,23 0,44 ΠΖΘ ΠΣΘ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία

109 ΠΣΘ ΠΖΘ Έτσι, όπως φαίνεται και στο γράφημα 23 (πίνακας 22 στο παράρτημα), η απασχόληση στον τριτογενή τομέα στην ΠΖΘ πλησιάζει τα αντίστοιχα επίπεδα του ΠΣΘ (τάσεις εξίσωσης). Ωστόσο, υφίσταται ακόμα περιθώριο για τη συγκεκριμένη τάση, καθώς στην ΠΖΘ η απασχόληση στον πρωτογενή τομέας κρατά ακόμα τα σκήπτρα, σε σχέση με το ΠΣΘ (παρόλο που συρρικνώνεται). Πάντως, προκύπτει το γενικό συμπέρασμα ότι, η ΠΖΘ τείνει να αποκτά όλο και περισσότερο αστικά χαρακτηριστικά. Γράφημα 23: Ποσοστά απασχόλησης ως προς το σύνολο των απασχολούμενων, ανά τομέα, για το 2001 Τριτογενής Τομέας 56,78 70,66 Δευτερορογενής Τομέας 30,50 28,15 ΠΖΘ ΠΣΘ Πρωτογενής Τομέας 1,19 12,72 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Καθώς το ενδιαφέρον εστιάζεται στη «συμπεριφορά» του τριτογενούς τομέα, θα πρέπει να δούμε πως αυτό κατανέμεται χωρικά στις ομαδοποιημένες περιοχές. Σύμφωνα με το γράφημα 24 (πίνακας 22 στο παράρτημα), προκύπτει το βασικό συμπέρασμα ότι, η ένταση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα υφίσταται περισσότερο στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, με χαρακτηριστικό προβάδισμα, ωστόσο σε αυτές τις ΠΖΘ (μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν και οι μεσαίες και ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ, πράγμα που δικαιολογείται με τη γενικότερη αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα στην ΠΖΘ). Γράφημα 24: Ποσοστιαία μεταβολή των ποσοστών απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το διάστημα ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 56,24 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 39,95 ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 17,02 36,71 Τριτογενής Τομέας ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 5,73 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Έτσι, παρατηρώντας και το γράφημα 25 (πίνακας 22 στο παράρτημα), η απασχόληση στον τριτογενή τομέα για το 2001 κατανέμεται ομοιογενώς στο σύνολο της περιοχής μελέτης (δηλαδή σε κάθε ομαδοποιημένη περιοχή), με μικρές διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Έτσι, λοιπόν οι μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές τείνουν να καλύψουν το κενό ή 108

110 ΠΣΘ ΠΖΘ τη διαφορά στο μέγεθος απασχόλησης, αλλά και στη συγκέντρωση, θα λέγαμε, του τριτογενούς τομέα, σε σχέση με τις μεσαίες και ανώτερες (καθώς σε αυτές συγκεντρώνεται, παραδοσιακά, ο δευτερογενής τομέας, αλλά και ο πρωτογενής, κυρίως στην ΠΖΘ), καθώς παρουσιάζουν εντονότερη (εξελικτική) δυναμική, από τη συγκεκριμένη την άποψη. Γράφημα 25: Ποσοστά απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, για κάθε ομαδοποιημένη περιοχή, για το 2001 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 91,24 ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 91,55 ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 82,67 87,82 Τριτογενής Τομέας ΜΕΣΑΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ 74,80 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Έτσι, συμπερασματικά, από τα γραφήματα 23, 24 και 25 προκύπτει η έντονη τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας (και αντίστοιχα η συρρίκνωση του πρωτογενούς, ιδίως στην ΠΖΘ), όπως και η τάση αποκέντρωσης αυτής, με το χάσμα μεταξύ μεσαίων και χαμηλότερων περιοχών και μεσαίων και ανώτερων περιοχών να συγκλίνει το 2001, παρουσιάζοντας όμοια δυναμική (τουλάχιστον ως προς την απασχόληση στον τριτογενή τομέα δεν λαμβάνονται υπόψη οι υποδομές, ως προς το μέγεθος, την ποιότητα κλπ). Επίσης, αν λάβουμε υπόψη ότι, καθοριστικής σημασίας παράγοντας στη χωροθέτηση της ζήτησης κατοικίας είναι η γεωγραφία της απασχόλησης (Εμμανουήλ, 2013: 55), τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε επίσης ότι, υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ προαστιοποίησης και της εργασίας, δηλαδή ο τόπος εγκατάστασης σχετίζεται με την εγγύτητα του τόπου εργασίας (δεν μπορούμε, ωστόσο, να ορίσουμε τα συγκεκριμένα μεγέθη, στην παρούσα φάση) Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ Σημαντικό ρόλο στην επιλογή του τόπου κατοικίας διαδραματίζουν και οι αξίες των ακινήτων, οι οποίες διαμορφώνονται ανάλογα με τη ζήτηση και την ποιότητα του περιβάλλοντος (φυσικού ή δομημένου) που αναφέρονται κ.α.. Η έντονη οικιστική ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη αποδίδεται αρχικά στη μεγάλη αστυφιλία (πόλος έλξης κατοίκων από τη Μακεδονία και τη Θράκη και όχι μόνο). Επιπλέον, σύμφωνα με αναφορές κτηματομεσιτών 109

111 πολλοί γονείς φοιτητών προτιμούν να αγοράσουν διαμέρισμα παρά να πληρώνουν υψηλό ενοίκιο. Σημαντικότατος λόγος, βέβαια, είναι οι τάσεις φυγής πληθυσμού προς τα προάστια (αναζήτηση ποιοτικότερης κατοικίας και περιβάλλοντος, όπως και ο φόβος των σεισμών). Παρατηρούνται, πάντως, τάσεις για αγορά μικρής ή μεσαίας κατηγορίας κατοικίας (πιο προσιτό κόστος), ενώ η συντριπτική πλειονότητα των αγοραστών (το 95% περίπου) καλύπτει το κόστος αγοράς με στεγαστικό δάνειο. Οι τιμές πώλησης των καινούργιων κατοικιών στα ανατολικά προάστια κυμαίνονται, για το 2005, από ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, τιμές που θεωρούνται χαμηλές, παρά τη μεγάλη ζήτηση. Ωστόσο, εκτιμάται ότι αν συνεχισθεί ο ρυθμός αυτός, οι τιμές θα πάρουν την ανιούσα (Καλαϊτζόγλου, 2005). Οι συγκεκριμένες περιοχές, όμως, παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, λόγω έλλειψης υποδομών. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού (εκτός από την Περαία), ενώ αρκετές προαστιακές περιοχές έχουν σοβαρές ελλείψεις σε οδικό δίκτυο. Σημαντικό πρόβλημα, βέβαια, παρουσιάζεται και στην ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος (παράλληλα με τη οικοδομική επέκταση). Στην περιοχή του αεροδρομίου Μακεδονία, μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από αγροτεμάχια υψηλής παραγωγικότητας, τα χωράφια αντί για καλλιέργειες έχουν γεμίσει με βίλες. Να σημειώσουμε, επίσης ότι, οι τιμές κατοικίας και στη δυτική περιαστική ζώνη, κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα, σε αρκετές περιπτώσεις, παρόλο που οι περιοχές αυτές θεωρούνται πιο υποβαθμισμένες, λόγω της γειτνίασής τους με βιομηχανικές μονάδες. Από την άλλη πλευρά, στο κέντρο (και στις ανατολικές συνοικίες αυτού), οι κατοικίες είναι πολύ ακριβότερες, με την τιμή ανά τ.μ. να ξεπερνά και τα ευρώ (Καλαϊτζόγλου, 2005). Πάντως, σύμφωνα με τον Δελεβέγκο (2009), γενικά οι τιμές στην ανατολική Θεσσαλονίκη (νεόδμητες οικοδομές) είναι, συνήθως, κατά 40% - 50% υψηλότερες από τις δυτικές συνοικίες ( ευρώ / τ.μ. στα ανατολικά και ευρώ / τ.μ., στα δυτικά). Ωστόσο, πρόσφατα στον καιρό της οικονομικής κρίσης, οι οικοδομικές δραστηριότητες συρρικνώνονται έντονα και κατ επέκταση έχει μειωθεί και η ζήτηση για ακριβές κατοικίες. Έτσι, σημειώνεται ότι, ενώ παλιά τα ενοίκια των κατοικιών άνω των 200 τ.μ. στις προαστιακές περιοχές ξεκινούσαν από ευρώ και έφταναν και τα ευρώ για 400 και 500 τ.μ., σήμερα οι τιμές έχουν πέσει στο μισό (Μαθιοπούλου, 2014) Έτσι, λοιπόν, προκύπτει το γενικό συμπέρασμα ότι, άσχετα με τις αντιθέσεις Ανατολικών Δυτικών περιοχών, εμφανίζονται και στις δυο περιπτώσεις, εκτός από σημαντικές διαφορές, όμοια χαρακτηριστικά, που επηρεάζουν ανάλογα τον βαθμό ελκυστικότητας τους για κατοικία. 110

112 Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο θα εξετάσουμε αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών, που μπορούν να συσχετιστούν με το θέμα της παρούσας εργασίας, στα πλαίσια. Δηλαδή, θα προκύψει, είτε η επιβεβαίωση, ορισμένων υποθέσεων της συγκεκριμένης εργασίας, είτε η προσθήκη νέων πληροφοριών και υποθέσεων. Σύμφωνα με τον Μάτση (2014), στα πλαίσια μεθοδολογικών εφαρμογών τηλεπισκόπισης και Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών, λαμβάνονται υπόψη ορισμένες μεταβλητές, ο συσχετισμός των οποίων, μεταξύ τους, επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την ελκυστικότητα των υποπεριοχών της Θεσσαλονίκης, για τον τόπο κατοικίας. Οι συγκεκριμένες μεταβλητές είναι οι εξής: πυκνότητα δόμησης, τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο, ποσοστά ανεργίας, επίπεδο μόρφωσης, πυκνότητα πληθυσμού, θερμοκρασία επιφάνειας εδάφους, αντικειμενικές αξίες ακινήτων, αποστάσεις περιοχών από εγκαταστάσεις βιομηχανίας. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθοδολογίας αποτυπώνονται στον χάρτη, οποίος αφορά το ΠΣΘ μεν, εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα δε. Χάρτης 11: Ελκυστικότητα περιοχών της Θεσσαλονίκης, ως προς την επιλογή του τόπου κατοικίας Πηγή: Μάτσης, 2014: 96 Από τον χάρτη, συμπεραίνουμε ότι η ελκυστικότητα (ή ποιότητα) των περιοχών ως προς τον τόπο κατοικίας αυξάνεται με την απόσταση από το κέντρο και πιο συγκεκριμένα, προς τις βορειοανατολικές περιοχές και ειδικότερα προς νότιες και ανατολικές. Δηλαδή προς τις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, ως προς την κοινωνική τους φυσιογνωμία, έτσι 111

113 όπως τις ορίσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Άρα υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ της συγκεκριμένης επισκόπησης και των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας, όπως τα αποτυπώσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Μάτση (2014: ), το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει συνίσταται στο ότι τα προάστια συνιστούν ένα ποιοτικότερο περιβάλλον για κατοικία, σε σχέση με το κέντρο. Επιβεβαιώνεται, έτσι η υπόθεση της προαστιοποίησης με την έννοια της αναζήτησης ποιοτικότερης κατοικίας, ενώ προστίθεται, παράλληλα, η έννοια της ελκυστικότητας των περιοχών, πιο συγκεκριμένα της υπόθεσης ότι, η απόσταση από το κέντρο (χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα) αυξάνει την ελκυστικότητα για κατοικία, αναφερόμενη, κυρίως σε περιοχές μεσαίας και ανώτερης κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας 74 (όπως την ορίσαμε στην παρούσα εργασία). Χρήσιμα είναι και τα αποτελέσματα μιας διαφορετικής ανάλυσης, που έχει ως στόχο την ταξινόμηση των δήμων και κοινοτήτων της Ελλάδας σε ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά, με βάση τις κοινωνικοοικονομικές δομές τους (επίπεδο εκπαίδευσης, ανεργία, ΚΕΚ). Η ανάλυση γίνεται με στατιστικές τεχνικές που επιτρέπουν την ταξινόμησηομαδοποίηση δεδομένων (clustering και principal components πολυμεταβλητή στατιστική ανάλυση) (Καμαριανάκης & Πραστάκος, 2010). Η συγκεκριμένη ομαδοποίηση περιέχει ομάδες περιοχών, που δεν μπορούν να συσχετιστούν με την παρούσα ανάλυση (Καμαριανάκης & Πραστάκος, 2010). Ωστόσο οι δυο βασικές ομάδες, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε συγκριτικά αποτυπώνονται στον πίνακα. Πίνακας 4: Ομαδοποίηση ΔΕ με βάση τα κοινωνικοοικονομικά τους χαρακτηριστικά ΟΜΑΔΕΣ Αστικές περιοχές με σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αστικές περιοχές με υψηλό βιοτικό επίπεδο. ΔΕ Αγίου Παύλου, Αμπελοκήπων, Ελευθερίου Κορδελιού, Ευκαρπίας, Ευόσμου, Μενεμένης, Νέας Μηχανιώνας, Νεάπολης, Πολίχνης, Σταυρούπολης, Συκεών, Τριανδρίας. Θεσσαλονίκης, Καλαμαριάς, Πανοράματος, Πυλαίας. Πηγή: Καμαριανάκης & Πραστάκος, 2010 Από τη συγκεκριμένη ομαδοποίηση προκύπτει η άμεση αντιστοίχηση με τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας (συσχέτιση ΚΕΚ με βιοτικό επίπεδο), δηλαδή δεν παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές (παρόμοια αποτελέσματα). Από τη Διδακτορική Διατριβή της Χριστοδούλου (2008), σχετικά με τους χώρους κοινωνικού αποκλεισμού στη Θεσσαλονίκη 75 (και κυρίως στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης) προκύπτει το βασικό συμπέρασμα ότι, ναι μεν υφίσταται μια διάκριση μεταξύ δυτικών περιοχών (εργατικών) και νοτιοανατολικών περιοχών (ανώτερων στρωμάτων) της πόλης (η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώνεται και από την παρούσα εργασία), αφού οι περισσότερες περιθωριοποιημένες και περισσότερο εκτεταμένες 74 Δεν προκύπτει, βέβαια η άμεση συσχέτιση των εικονιζόμενων περιοχών του χάρτη 11, με το επίπεδο ανάλυσης της συγκεκριμένης εργασίας, ωστόσο μπορούν να διακριθούν οπτικά ορισμένες συσχετίσεις. 75 Η μεθοδολογία περιελάμβανε έρευνα της σύγχρονης διεθνούς βιβλιογραφίας, εμπειρική παρατήρηση, επιτόπια έρευαν, συνεντεύξεις με αρμόδιου κ.α. 112

114 ενότητες εμφανίζονται και διατηρούνται βορειοδυτικά, όπου οι οικιστικά κατάλληλες περιοχές είναι περιορισμένες λόγω των βιομηχανικών, διαμετακομιστικών κλπ. χρήσεων του ευρύτερου περιβάλλοντος τους. Ωστόσο, η κατοίκηση του ακραίου αστικού χώρου εμφανίζει ανάλογα χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την περίμετρο του ΠΣΘ: υποβαθμισμένοι πυρήνες, προβληματικές κατοικήσεις σε καταπατημένα ρέματα, συσπειρωμένες ή περιχαρακωμένες κατοικήσεις ευπαθών ομάδων ή μειονοτήτων, αντιφατική ανάμειξη χρήσεων (η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώνεται, εν μέρει, από την παρούσα εργασία). Παράλληλα οι δυο χωρικές ενότητες παρουσιάζουν όμοια πορεία βελτίωσης. Αφενός υπάρχει μία εμφανής τάση σύγκλισης στα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών με μόνες εξαιρέσεις αυτές του επιπέδου μόρφωσης και ιδιοκατοίκησης όπου οι διαφορές των δυτικών με τις ανατολικές συνοικίες παραμένουν μεγάλες. Αφετέρου στα οικιστικά χαρακτηριστικά, στις τεχνικές ανέσεις και υποδομές τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ανάλογες συνθήκες τόσο δυτικά όσο και ανατολικά παρά την περισσότερο εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση στις δυτικές περιοχές. Χαρακτηριστικές ωστόσο είναι οι περιορισμένες μετακινήσεις πληθυσμών μεταξύ των δύο πλευρών της πόλης, στοιχείο που δείχνει πως η αρχική συγκρότηση των περιοχών έχει επηρεάσει την κινητικότητα ακόμη και των νεότερων κατοίκων που επιλέγουν να κατοικήσουν στα γνωστά τους δίκτυα συγγένειας και κοινωνικής συσχέτισης. Εν κατακλείδι, η περιφέρεια της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται κατακερματισμένη τόσο χωρικά όσο και κοινωνικά, με εύθραυστο παρόν και αβέβαιο μέλλον. Έτσι, στην περιφέρεια υπάρχουν ζώνες επιδείνωσης και ζώνες βελτίωσης ανάλογα με τις χωρικές, πολεοδομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα στην δεκαετία , ανεξάρτητα από το γενικό σχήμα της ανατολικής δυτικής διαίρεσης που μάλλον έχει. Πλέον, μόνο ισχύ γενεαλογικής τεκμηρίωσης (πρόσθετες πληροφορίες) (Χριστοδούλου, 2008: 372). Συνεπώς, τα αποτελέσματα και υποθέσεις της συγκεκριμένης διατριβής, που παρουσιάστηκαν παραπάνω, συσχετίζονται με τις υποθέσεις της συγκεκριμένης εργασίας και επιβεβαιώνονται εν μέρει. Ωστόσο, προστίθενται νέες πληροφορίες και υποθέσεις, όπως το βασικό συμπέρασμα ότι, ο αστικός χώρος (κυρίως ο περιαστικός) εμφανίζεται, μεν κατακερματισμένος χωρικά και κοινωνικά, ωστόσο παρουσιάζονται τάσεις σύγκλισης μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Θεσσαλονίκης (κυρίως περιαστικής), ως προς κοινωνικοοικονομικά και οικιστικά χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα η κατοίκηση του ακραίου αστικού χώρου εμφανίζει ανάλογα/όμοια χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την περίμετρο του ΠΣΘ. Aπό τη Διδακτορική Διατριβή του Λαγαρία (2013), σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τον βαθμό της αστικής εξάπλωσης, για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης 76, εξάγεται το βασικό συμπέρασμα ότι, η σχέση μεταβολής της αστικής κάλυψης και του πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη υπήρξε σημαντικά δυσανάλογη, ένα στοιχείο που αποτελεί ένδειξη μίας διαδικασίας αστικής εξάπλωσης. Πιο συγκεκριμένα, η βασική περιοχή όπου καταγράφονται συνθήκες αστικής εξάπλωσης είναι ο νότιος νοτιοανατολικός τομέας. Στην περιοχή παρατηρείται μία σημαντική δυσαναλογία ανάμεσα στο ρυθμό αύξησης της αστικής κάλυψης και του πληθυσμού, μείωση των πληθυσμιακών πυκνοτήτων και αύξηση της 76 Η μεθοδολογία βασίστηκε σε ποσοτικές μαθηματικές προσεγγίσεις της αστικής ανάπτυξης, στα πλαίσια της fractal γεωμετρίας. 113

115 ασυνεχούς δόμησης. Αντίθετα, στον δυτικό-βορειοδυτικό τομέα παρατηρείται ένας μικρότερος βαθμός αστικής εξάπλωσης, ιδιαίτερα ως προς τις περιοχές κατοικίας με σημαντική ωστόσο διασπορά χρήσεων του δευτερογενούς κυρίως αλλά και του τριτογενούς τομέα. Τέλος, τονίζεται επίσης ότι, πρόβλημα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης δεν είναι τόσο η ίδια η επέκταση των αστικών χρήσεων στην περιαστική ζώνη, η οποία ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τις ανάγκες που δημιουργεί η πληθυσμιακή ανάπτυξη και η προαστιοποίηση του πληθυσμού, αλλά ο τρόπος και η μορφή με την οποία αυτή συντελείται. Η ένταση της εκτός σχεδίου δόμησης, η αύξηση της ασυνέχειας και της διασποράς των χρήσεων στις αγροτικές εκτάσεις και τις εκτάσεις της υπαίθρου, αλλοιώνουν το περιαστικό τοπίο και το χαρακτήρα των φυσικών περιοχών, δημιουργούν προβλήματα οργάνωσης του χώρου και ανάπτυξης υποδομών. Έτσι, ο ρόλος του νομοθετικού πλαισίου και του χωρικού σχεδιασμού στο να αποτραπεί αυτός ο χαρακτήρας περιαστικής ανάπτυξης, είναι καθοριστικός (Λαγαρίας, 2013: ). Συνεπώς, τα αποτελέσματα και υποθέσεις της συγκεκριμένης διατριβής, που παρουσιάστηκαν παραπάνω, συσχετίζονται με τις υποθέσεις της συγκεκριμένης εργασίας και επιβεβαιώνονται εν μέρει. Ωστόσο, η συγκεκριμένη διατριβή εστιάζει περισσότερο σε πολεοδομικά χαρακτηριστικά της εξάπλωσης του αστικού χώρου, παρέχοντας έτσι μια συμπληρωματική «εικόνα» για το αστικό τοπίο της περιαστικής Θεσσαλονίκης. Τονίζεται, έτσι ότι, στον δυτικό-βορειοδυτικό τομέα παρατηρείται ένας μικρότερος βαθμός αστικής εξάπλωσης από ότι στον νότιο νοτιοανατολικό, ενώ παράλληλα η αστική εξάπλωση, γενικά, συμβάλλει στην αλλοίωση του χαρακτήρα των φυσικών περιοχών, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, προβλήματα οργάνωσης του χώρου και ανάπτυξης υποδομών. Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο και τα αποτελέσματα από την εργασία της Γεμενετζή (2013), η ο οποία διερευνά τη θεωρητική, εννοιολογική και μεθοδολογική σχέση ανάμεσα στην αστική διάχυση και το οικιστικό δίκτυο (γενικά), εξετάζοντας ιδιαίτερα τις ροές των μετακινήσεων για εργασία (χρήση του δείκτη των ημερήσιων ροών μετακίνησης από τον τόπο διαμονής στον τόπο εργασίας) μεταξύ των περιοχών της Θεσσαλονίκης (κέντρο και ευρύτερη περιαστική περιοχή), ως προς τη σύσταση νέων περιαστικών κεντρικοτήτων, για το Καταλήγει, τελικά στο συμπέρασμα ότι, η ΔΕ Εχεδώρου αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο (εκτός ΠΣΘ) απασχόλησης στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα και αντίστοιχα σημαντικό πόλο έλξης ως προς τη ροή μετακινήσεων για εργασία (δευτερεύων κέντρο το Ωραιόκαστρο). Αποτελεί, έτσι, ενδιάμεσο κέντρο ανάμεσα στο ΠΣΘ και τη δυτική και βορειοδυτική περιαστική περιοχή. Από την άλλη πλευρά, στο ανατολικό και νότιο τμήμα της πόλης, αντίστοιχο κέντρο αποτελεί η ΔΕ Θέρμης, η οποία έλκει μετακινήσεις από τους γειτονικούς δήμους Βασιλικών (19%) και Μηχανιώνας (11%), αλλά και από το ΠΣΘ (17%). Τέλος, συμπερασματικά αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Η κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης στο νοτιοανατολικό τμήμα έχει ως αποτέλεσμα τη διαχρονική μετατόπιση των κέντρων υψηλότερης βαθμίδας από το βορειοδυτικό στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης. Αντίστοιχα, η ισχυρή κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης στις περιοχές γύρω από το κέντρο ισχυροποιεί τη θέση τους στο αστικό σύστημα» (Γεμενετζή 2013: 101). Οι συγκεκριμένες υποθέσεις/παρατηρήσεις, επιβεβαιώνονται, εν μέρει από την παρούσα εργασία (συνδυαζόμενες με την πληθυσμιακή ανάλυση της συγκεκριμένης εργασίας), ωστόσο προσθέτουν νέες σημαντικές πληροφορίες, 114

116 ως προς την εξάρτηση των περιαστικών περιοχών/οικισμών από το ΠΣΘ, αλλά και των τάσεων ανάδειξης νέων κεντρικοτήτων. Κλείνοντας, σύμφωνα με τον Μιχαηλίδη (2003: 174), συγκρίνοντας τις τάσεις οικονομικής και αστικής ανάπτυξης σε σχέση με τον «Αστικό Κύκλο» 77 (πρόκειται για μια προσαρμογή του αστικού κύκλου κατά την ανάλυση του Μιχαηλίδη), η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται να έχει ξεπεράσει, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τη φάση της «Αστικοποίησης» και να έχει ξεκινήσει τη φάση της «Προαστιοποίησης», χωρίς όμως να την ολοκληρώνει σε μια ώριμη φάση «Ανάπτυξης νέων οικισμών» (Η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώνεται από την παρούσα εργασία). Επίσης, εμφανίζεται να αντιμετωπίζει φαινόμενα (σχετικά περιορισμένα, αλλά με αυξητική κατά περιοχές τάση) της φάσης της «αποαστικοποίησης» και να ξεκινά, με αργούς ρυθμούς, μια φάση «Επαναστικοποίησης». Η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί μια πρόσθετη πληροφορία (δε επιβεβαιώνεται από τη συγκεκριμένη εργασία, καθώς αναφέρεται σε πιο πρόσφατες μεταβολές από το χρονικό διάστημα ), την οποία δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε, ωστόσο την παραθέτουμε, σαν ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί (σε κάποια άλλη εργασία/έρευνα), εξετάζοντας τις πρόσφατες μεταβολές στην περιοχή της Θεσσαλονίκης σε άμεση συσχέτιση, ωστόσο, με τη σημερινή οικονομική (και κοινωνικοπολιτισμική) κρίση που πλήττει τον ελληνικό, και όχι μόνο, χώρο και επηρεάζει, σαφώς, την καταναλωτική, στεγαστική/κινητική, αλλά και πολιτισμική «συμπεριφορά». 77 1) Αστικοποίηση: μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού και δραστηριοτήτων. Έντονες αρνητικές εξωτερικές οικονομίες. Προβλήματα ρύπανσης και μίξης χρήσεων γης. Αύξηση χρόνου και κόστους μεταφοράς. Ανεπάρκεια χώρων για επέκταση δραστηριοτήτων. 2) Προαστιοποίηση: μετακίνηση νοικοκυριών, μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων σε προάστια για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Μετακίνηση επιχειρήσεων σε προάστια και κατά μήκος οδικών αξόνων. Ένταση μετακινήσεων και αρνητικών εξωτερικών οικονομιών. Επέκταση των προβλημάτων του κέντρου και στα προάστια. Νέα περιβαλλοντικά προβλήματα. 3) Αποαστικοποίηση: εγκατάλειψη του κέντρου από τους κατοίκους του και απομάκρυνση δραστηριοτήτων του τριτογενή τομέα. Κατάληψη του κέντρου από οχλούσες, ημι ή παράνομες δραστηριότητες. Δημιουργία διαφόρων μορφών γκέτο. Προβλήματα ασφάλειας στο κέντρο. 4) Ανάπτυξη νέων οικισμών: μετακίνηση νοικοκυριών υψηλών εισοδημάτων από υποβαθμιζόμενα προάστια σε νέους οικισμούς. Δημιουργία νέων οικισμών. Προβλήματα χωροταξικής οργάνωσης. Νέες απαιτήσεις σε υποδομές. Κατάληψη αγροτικής γης. Νέα περιβαλλοντικά προβλήματα. 5)Επαναστικοποίηση: επάνοδος νοικοκυριών από νέους οικισμούς ή προάστια στο κέντρο. Αναπλάσεις περιοχών του κέντρου. Πολεοδομικές παρεμβάσεις. 115

117 ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η δομή των συμπερασμάτων ακολουθεί τη δομή με την οποία αναπτύσσεται η συγκεκριμένη εργασία και αποτυπώνονται παράλληλα με τη σύνοψη για κάθε μέρος/κεφάλαιο, με πιο αναλυτική επισκόπηση στην ποσοτική ανάλυση του 3 ου κεφαλαίου (για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης). Έτσι, αρχικά θα αποτυπωθεί η σύνοψη και τα συμπεράσματα, που προκύπτουν από το 1 ο κεφάλαιο, δηλαδή, το θεωρητικό πλαίσιο, στη συνέχεια, από το 2 ο κεφάλαιο, δηλαδή από το εμπειρικό κομμάτι και στο τέλος από το 3 ο κεφάλαιο, όπου αρχικά θα αναφερθούμε στο εμπειρικό/ιστορικό πλαίσιο της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια θα κλείσει, η συγκεκριμένη εργασία, με την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης για τη Θεσσαλονίκη. Σχετικά με το θεωρητικό πλαίσιο, αρχικά κάναμε μια σύντομη αναφορά στους κλασικούς της κοινωνιολογίας (Marx, Weber, Durkheim), οι οποίοι ερμηνεύουν, μεν, τις μεταβολές που παρουσιάζονται στον αστικό χώρο μέσα από ένα γενικότερο πλαίσιο, που ανάγεται στη μελέτη των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών/θεσμικών δομών που αφορά στο σύνολο της κοινωνίας, δίνουν, δε, τις βασικές κατευθύνσεις, στις οποίες, είτε θα αντιτεθούν επόμενοι επιστήμονες, είτε θα βασιστούν, είτε θα τις εμπλουτίσουν, είτε και τα τρία μαζί. Έτσι, στη συνέχεια παρουσιάσαμε το πλαίσιο των θεωρήσεων της Σχολής του Σικάγο (αρχές του 20 ου αι. βασικοί εκφραστές οι Park, Burgess, McKenzie κ.α), η οποία θεωρείται η αφετηρία στη μελέτη της κοινωνιολογίας του αστικού χώρου με βασική της θεώρηση την οικολογική προσέγγιση, η οποία εστιάζει στις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ πληθυσμιακών/κοινωνικών ομάδων για την κατάληψη φυσικών περιοχών (πλεονεκτικές περιοχές για εγκατάσταση), οι οποίες συνιστούν τη διαμόρφωση, αλλά κυρίως τον κατακερματισμό του αστικού χώρου σε υποσύνολα με ανάλογα χαρακτηριστικά των ομάδων που τα «καταλαμβάνουν» (κυρίαρχα τα οικονομικά), με σημαντική την επιρροή, πάντως, από τις επιλογές των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (κυρίως ως προς τον τόπο εγκατάστασης). Εκφραστής της Σχολής του Σικάγο είναι και ο Wirth, ο οποίος όμως, διαφοροποιείται από την οικολογική προσέγγιση, στην ανάλυσή του, καθώς δεν εστιάζει στις οικολογικές διαδικασίες, αλλά αναδεικνύει την πολιτισμική φυσιογνωμία, θα λέγαμε, των κατοίκων της πόλης για να καταλήξει στο ότι, στη σύγχρονη πόλη (μεγάλο μέγεθος και πληθυσμιακή/κοινωνική ετερογένεια) οι άνθρωποι προσαρμόζουν την κοινωνικότητα και τα πολιτισμικά πρότυπά τους σε μια πιο τυπική μορφή, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση επιφανειακών κοινωνικών σχέσεων και κατ επέκταση την αύξηση των περιστατικών κοινωνικής δυσλειτουργικότητας (πχ άγχος, αλλά και παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όπως η εγκληματικότητα). Με βάση, λοιπόν, τις θεωρήσεις του Wirth θα μπορούσαμε να εξάγουμε την εξής υπόθεση (με κάθε επιφύλαξη): αφού ο κεντρικός αστικός χώρος παρουσιάζει κοινωνική δυσλειτουργικότητα, έτσι σε εκείνες τις προαστιακές περιοχές, αντίθετα, που εμφανίζουν αντίθετα χαρακτηριστικά (μικρότερο μέγεθος, μικρή πυκνότητα και μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομοιογένεια κυρίως οργανωμένες συνεκτικές προαστιακές περιοχές ή κοινότητες), το αποτέλεσμα θα είναι, αντίστοιχα, η «κοινωνική 116

118 λειτουργικότητα», δηλαδή η ομαλότητα ανυπαρξία ή ελαχιστοποίηση παρεκκλίνουσων συμπεριφορών. Οι προσεγγίσεις της Σχολής του Σικάγο κυριαρχούν τα επόμενα χρόνια, ωστόσο από τη δεκαετία του 1960 αναδύεται, η μαρξιστική ανάλυση (βασικοί εκφραστές οι Lefebvre, Harvey, Castells κ.α.) η οποία αντιτίθεται στις προσεγγίσεις της Σχολής του Σικάγο και εστιάζει στις κοινωνικοπολιτισμικές, οικονομικές και εξουσιαστικές δομές που συμβάλλουν στην παραγωγή/διαμόρφωση του αστικού χώρου, μέσα από την κοινωνικοχωρική διαλεκτική (αμφίδρομη σχέση μεταξύ κοινωνίας και χώρου). Τονίζονται ιδιαίτερα οι έννοιες της αλλοτρίωσης και κατ επέκταση την υλιστική αλληλεξάρτηση των ανθρώπων (υλιστική κοινωνία). Αντίστοιχα στη βάση των θεωρήσεων του Durkheim, στη σύγχρονη κοινωνία (κοινωνική ετερογένεια) έχει αλλοιωθεί η συλλογική ηθική, με τα άτομα να «απολαμβάνουν» τις συνθήκες ανομίας και ελευθερίας της πόλης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κοινωνικών προβλημάτων, με χαρακτηριστικότερο τη δυστυχία. Σύμφωνα με τους Logan και Molotch, οι συγκεκριμένες διαφορές των θεωρήσεων δεν αποτελούν απαραίτητα αντιθέσεις, αλλά μπορούν να συμπληρώσουν η μια την άλλη προς ένα πιο ποικίλο θεωρητικό πλαίσιο. Στη συγκεκριμένη λογική (υιοθέτηση ποικίλων θεωρήσεων), λοιπόν, κινείται και η παρούσα εργασία στο κυρίως θέμα της. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, η νεώτερη εξέλιξη της κοινωνιολογικής θεωρίας (από τη δεκαετία του 60 και ύστερα), εστιάζει στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας και τη διυποκειμενικότητα στη διάρθρωση του αστικού τοπίου, που δεν κατασκευάζεται μόνο από τον ανταγωνισμό και τις οικονομικές διαδικασίες, αλλά και από ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές αξίες. Σημαντική επιρροή στις συγκεκριμένες θεωρήσεις άσκησαν και οι Michel Foucault και Pierre Bourdieu, αναδεικνύοντας, παράλληλα τον ρόλο της εξουσίας και τη μορφή που παίρνει σε κάθε περίπτωση, επηρεάζοντας τα δρώμενα (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, χωρικά) και τη διαμόρφωση της πόλης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τέλος αναδύεται η Σχολή του Λος Άντζελες (κύριοι εκφραστές οι A.J. Scott, E. Soja, M. Davis, M.J. Dear κ.α.), η οποία διαμορφώνει ένα θεωρητικό πλαίσιο διαφοροποιούμενο, επίσης, της Σχολής του Σικάγο, το οποίο με υπόδειγμα την πόλη του Λος Άντζελες (παγκόσμια μητρόπολη) εστιάζει στην νέα δυναμική που αναπτύσσουν οι αστικές περιφέρειες (περιαστικές περιοχές και προάστια και όχι το κέντρο), οι οποίες και είναι ικανές να καθορίσουν τον τρόπο που διαμορφώνεται η πόλη δυναμική η οποία αναφέρεται στις οικονομικές λειτουργίες κυρίως, αλλά και ως προς τον τρόπο κατανομής των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων στο χώρο. Στην ουσία, οι παραπάνω θεωρήσεις, άσχετα με την έμφαση που δίνεται σε κάθε περίπτωση δηλαδή είτε σε κοινωνικά δρώμενα, είτε σε οικονομικά, είτε σε πολιτικά, είτε συνδυαστικά, και υποθέτοντας ότι, θεωρητικά τα οικονομικά δρώμενα, όπως και τα πολιτικά είναι προϊόν των κοινωνικών (δηλαδή της κοινωνίας) τότε, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε/υποθέσουμε το εξής: γενικά αυτό που συμβαίνει, είναι οι συγκεκριμένες θεωρήσεις να κινούνται στα πλαίσια της κατανόησης, επεξήγησης και ερμηνείας της κοινωνικοχωρικής διαλεκτικής στο επίπεδο της πόλης. Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με τον τρόπο που η κοινωνία συνιστά τις πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες, δημιουργώντας εκείνο το συνονθύλευμα, που παράγει και μετασχηματίζει (ή 117

119 κατακερματίζει) τον αστικό χώρο, συνιστώντας, είτε την ομοιογένεια, είτε την ετερογένεια είτε την ομαλή συνύπαρξη, είτε τον διαχωρισμό είτε την υποταγή και την παθητικότητα, είτε την αντίδραση και τη συνέργεια στις εξελίξεις. Αφού αποτυπώσαμε κάποιες βασικές θεωρήσεις για την παραγωγή και μετασχηματισμό του αστικού χώρου, μέσα από την εξέλιξη της θεωρίας (αποτύπωση θεωρητικού υποβάθρου) εισήρθαμε πιο συγκεκριμένα στο θέμα της εργασίας, ως προς την κοινωνική διαφοροποίηση, τον κοινωνικό διαχωρισμό, που συνιστούν την παραγωγή και κατακερματισμό του αστικού χώρου σε περιοχές και προάστια (με ιδιαίτερη έμφαση στον «ρόλο» της προαστιοποίησης). τα βασικά συμπεράσματα της συγκεκριμένης διερεύνησης θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε ως εξής: α) Ο τρόπος που παράγεται ο (αστικός) χώρος κοινωνικά, ώστε να αναδείξει, πολλές φορές σχήματα κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού, σχετίζεται ιδιαίτερα (εκτός των άλλων), με την κουλτούρα, δηλαδή τα πολιτισμικά πρότυπα που ακολουθούν ή διαμορφώνουν οι άνθρωποι, στην «προσπάθεια» να προσδιορίσουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με την υπόλοιπή κοινωνία. Αποτέλεσμα είναι η «κατασκευή» ή η διαιώνιση και διαμόρφωση (συγκεκριμένων ή «προκατασκευασμένων» πολλές φορές, ως αποτέλεσμα των εξουσιαστικών σχέσεων) ταυτοτήτων. Κατ επέκταση συνίστανται οι κοινωνικές ομάδες από άτομα με όμοια ταυτότητα (ή ταυτότητες) και μπορούν να διαμορφώσουν ανάλογα της φυσιογνωμίας τους χωρικά (αστικά) υποσύνολα (πχ κοινότητες). Οι κοινωνικές ομάδες, αναφέρονται, μεν, σε μικρό μέγεθος, μπορούμε ωστόσο, να διακρίνουμε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες, δηλαδή σύνολα κοινωνικών ομάδων που παρουσιάζουν όμοια φυσιογνωμία και έτσι να ορίσουμε ευρύτερες κατηγοριοποιήσεις, ανάλογα με τα στοιχεία που εξετάζουμε σε μια κοινωνία (πχ κοινωνική τάξη). β) Η κοινωνική διαστρωμάτωση βασίζεται σε ευρείες κατηγοριοποιήσεις των κοινωνικών υποκειμένων στη βάση της πολιτισμικής και κοινωνικοοικονομικής τους φυσιογνωμίας (χαρακτηριστική η επιρροή των οικονομικών στοιχείων). Εισάγεται, έτσι η έννοια της κοινωνικής τάξης, η οποία αναφέρεται σε ένα μεγάλης κλίμακας σύνολο ατόμων που μοιράζονται κοινούς οικονομικούς πόρους, οι οποίοι ασκούν ισχυρή επίδραση στον τρόπο ζωής τους (όμοια κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά). Η κατοχή πλούτου και το επάγγελμα αποτελούν τις κύριες βάσεις της ταξικής διαφοροποίησης. Οι κύριες κοινωνικές τάξεις του δυτικού κόσμου είναι η άνω τάξη (πλούσιοι, εργοδότες, βιομήχανοι και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη), η μεσαία τάξη (επαγγελματίες, υπάλληλοι και μη χειρώνακτες εργαζόμενοι) και η εργατική τάξη (χειρώνακτες εργαζόμενοι). Οι κοινωνικές τάξεις δεν αναφέρονται στις αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για τη θέση τους, αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες που επιτρέπουν σε κάποιους να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε υλικά αγαθά (οικονομικές ανισότητες). γ) Στο εσωτερικό των τάξεων υφίστανται, πολλές φορές και αντιθέσεις (εσωτερικές διαφοροποιήσεις). Τα άτομα, όμως, της κάθε κοινωνικής τάξης, κατέχουν και διαφορετικό κοινωνικό γόητρο ή κύρος, κατά τη βεμπεριανή θεώρηση της κοινωνικής τάξης, ανάλογα με τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας. Έτσι, ενώ η κοινωνική τάξη καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, η κοινωνική θέση των ατόμων καθορίζεται από τους διαφορετικούς τρόπους ζωής (υποκειμενικά) και πολιτισμικές αντιλήψεις (κοινωνική διαφοροποίηση), 118

120 δηλαδή ανάλογα με την κουλτούρα και την αίσθηση της ταυτότητας που έχουν τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων. Ωστόσο, η κοινωνική θέση ενός ατόμου σχετίζεται, συνήθως, άμεσα με την κοινωνική τάξη στην οποία εντάσσεται. δ) Η κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως και η συγκρότηση διαφοροποιούμενων κοινωνικών ομάδων συνιστούν και τις κοινωνικές συγκρούσεις, που εκδηλώνονται, πολλές φορές, μέσα από φαινόμενα ρατσισμού και κοινωνικής περιχαράκωσης, όπου οι άνθρωποι, έχοντας την αίσθηση του «ανήκειν» σε μια κοινωνική ομάδα, διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες ομάδες και αντιτίθενται σε αυτές, είτε για να προφυλαχθούν, είτε για να επιβληθούν, καθώς η αποδοχή της διαφορετικότητας, κρίνεται για αυτούς απορριπτέα. ε) Στη σύγχρονη εποχή κυριαρχούν οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης (αναδύονται ιδιαίτερα μετά τη βιομηχανική επανάσταση), οι οποίες επιδρούν ανάλογα και στην κατανομή του οικιστικού χώρου (κατανομή των χρήσεων γης και λειτουργιών). Κυρίαρχο δόγμα της σύγχρονης εποχής είναι ο ορθολογισμός και κατ επέκταση η υπόσταση του ονομαζόμενου «οικονομικού ανθρώπου» (homo economicus). Ο καπιταλισμός βασίζεται στη θεώρηση του homo economicus, ξεχνάει όμως θα λέγαμε ότι, οι άνθρωποι κάνουν επιλογές και με βάση την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία τους και όχι, απλά, για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους (στην κατανάλωση και τη στεγαστική συμπεριφορά, τουλάχιστον). στ) Ορισμένες διαιρέσεις του αστικού χώρου απορρέουν από οικονομικές λειτουργίες, άλλες είναι πολιτισμικές, άλλες αντανακλούν και ενισχύουν θέσεις εξουσίας και άλλες αποτελούν συνδυασμούς και των τριών μορφών. Κρίσιμες είναι οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες ( σε σχέση με τα παραπάνω) έχουν ως αποτέλεσμα οι πόλεις να απέχουν πολύ από το να γίνουν χώροι συνάντησης της διαφοράς, καθώς οι κάτοικοί τους επινοούν διάφορους τρόπους για να το αποφεύγουν. ζ) Η κοινωνική διαφοροποίηση, στην ουσία αναφέρεται στο ότι τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων παρουσιάζουν διαφορετικά βιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως διαφορετική πολιτισμική ιδιοσυγκρασία (από την κοινωνιολογική σκοπιά), δηλαδή τονίζεται η διαφορετικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική διαφοροποίηση δεν συνιστά απαραίτητα και κοινωνικό διαχωρισμό, ωστόσο δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο αξιολογικών κρίσεων ετερότητας (ο άλλος διαφορετικός) και σύγκρισης (κατώτερος ή ανώτερος), ο οποίος λειτουργεί ως κέντρο του πυρήνα της διαμόρφωσης των κοινωνικών ανισοτήτων ή κοινωνικού διαχωρισμού. η) Ο κοινωνικός διαχωρισμός συνίσταται στις συστηματικά διαφορετικές πρακτικές που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές ομάδες δημιουργώντας ή διατηρώντας ταυτόχρονα αποστάσεις μεταξύ τους. Πρόκειται συνεπώς, για πολιτιστικό φαινόμενο που αναφέρεται στην κοινωνική απόσταση ως πολυδιάστατη διαφοροποίηση των τρόπων κοινωνικής ύπαρξης. Η απόσταση, με την χωρική έννοια, αποτελεί μορφή διαχωρισμού που μπορεί να λάβει η κοινωνική απόσταση. Ουσιαστικά, ο κοινωνικός διαχωρισμός αναφέρεται στην οριοθέτηση του αστικού χώρου σε περιοχές και προάστια, σύμφωνα με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων τους: χαρακτηριστικά κοινωνικο- οικονομικά, κοινωνικοοικογενειακά, κοινωνικο- πολιτιστικά. Σε μία κοινωνία διαχωρισμένη σε τάξεις τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που υπερισχύουν. 119

121 θ) Η ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού στον σύγχρονο αστικό χώρο, τροφοδοτείται (εκτός των άλλων) και από την πρακτική του «εξευγενισμού» (gentrification), ο οποίος χαρακτηρίζεται από την εισβολή μεσαίων και ορισμένων υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων σε εργατικές γειτονιές και την αντικατάσταση ή εκτοπισμό των προηγούμενων κατοίκων στη βάση της ανακαίνισης/αναδιαμόρφωσης του κτισμένου χώρου (προς πιο ελκυστικό). Αναφέρεται στις κεντρικές περιοχές των πόλεων, οι οποίες παρουσιάζουν και ιδιαίτερη ιστορική σημασία και πολυπολιτισμικό, αλλά και «λειτουργικό» χαρακτήρα (πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ήσυχη και «ομοιογενή» ζωή των προαστίων, σε πολλές περιπτώσεις). η) Η κοινωνική πόλωση αναφέρεται στην ταυτόχρονη αύξηση και κυριαρχία των χαμηλότερων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων σε μια δεδομένη περιοχή και παράλληλα τη συρρίκνωση της μεσαίας. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η έννοια της κοινωνικής πόλωσης διαφοροποιείται από την έννοια της χωρικής πόλωσης. Κοινωνική πόλωση σημαίνει συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων, ενώ η χωρική πόλωση ισοδυναμεί με την επικράτηση μιας «διχασμένης» πόλης. Η σχέση μεταξύ της κοινωνικής και της χωρικής πόλωσης είναι περίπλοκη: η χωρική πόλωση δεν είναι πάντα μια απλή συνέπεια της κοινωνικής πόλωσης, ούτε η κοινωνική πόλωση αποτελεί προϋπόθεση της χωρικής πόλωσης. Κλείνοντας το κομμάτι του θεωρητικού πλαισίου, στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη σημασία αναφερόμαστε στη συνέχεια, συγκεκριμένα στις θεωρίες που αναδεικνύουν τα αίτια της αναζήτησης κατοικίας στα προάστια (με την επιρροή της Σχολής του Σικάγο να είναι φανερή). Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι το εξής: οι συγκεκριμένες θεωρίες (συνδυαστικά) τονίζουν σαν παράγοντες προαστιοποίησης, αρχικά τον οικονομικό (αύξηση εισοδήματος), όπως και την εξέλιξη της τεχνολογίας και των μέσων μεταφοράς, και έπειτα συμπληρωματικούς, θα λέγαμε, οι οποίοι αναφέρονται στην ελκυστικότητα των προαστίων (φυσικό περιβάλλον, «κοινωνικός αποσυνωστισμός», προοπτικές ποιοτικότερης κατοικίας), αλλά και στα απωθητικά στοιχεία της πόλης (ειδικά του κέντρου), όπως συνωστισμός ανθρώπων, υποδομών και λειτουργιών, εγκληματικότητα κλπ.. Τέλος, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της προαστιοποίησης και των προαστίων είναι τα εξής: α) Όταν γίνεται λόγος για προαστιοποίηση σε μια πόλη, αυτό συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν κινητικότητα (αλλαγή κατοικίας). Η ένταση αυτής της κινητικότητας καθορίζει και την ένταση των κοινωνικών, δημογραφικών και οικονομικών μετασχηματισμών σε μια δεδομένη περιοχή, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν και μετασχηματίζουν ανάλογα τον χώρο (πολεοδομικές μεταβολές). β) Ο περιαστικός χώρος αποτελεί μία υβριδική κατάσταση με έντονα αστικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιείται, όμως ως προς την ιστορική εξέλιξη του από την πόλη. γ) Οι προαστιακές γειτονιές αναφέρονται σε κοινωνικές επικράτειες, στις οποίες οι κάτοικοι των πόλεων μπορούν να επιλέξουν αν θα συμμετάσχουν. 120

122 δ) Η κοινωνική φυσιογνωμία των προαστίων ποικίλει από περίπτωση σε περίπτωση. Οι δυο αντίθετες περιπτώσεις προαστίων συνίστανται είτε στους αραιούς, δευτερεύοντες κοινωνικούς δεσμούς, όπου ο τρόπος ζωής επικεντρώνεται στην επιδίωξη για χρήμα, κύρος και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, στα πλαίσια της ιδιωτικότητας, είτε στην ανάπτυξη ανεκτικότερων κοινωνικών δικτύων (από το κέντρο), που οφείλεται στις προοπτικές υψηλότερων επιπέδων γειτνίασης. Αντίστοιχα, δεν υφίσταται ένα πρότυπο προαστίου, αλλά πολλά (πχ ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων ή εργατικών ή κοσμοπολίτικων συνήθως τα εργατικά προάστια εμφανίζουν χαμηλή στεγαστική κινητικότητα και κατ επέκταση πιο συνεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς) Περνώντας στο δεύτερο κεφάλαιο (εμπειρικό πλαίσιο), αρχικά κάνουμε μια ιστορική ενδοσκόπηση στο φαινόμενο της προαστιοποίησης και την εξέλιξή της σήμερα σε σχέση με την αστική διάχυση. Έτσι λοιπόν εξάγουμε τις εξής παρατηρήσεις: α) Οι απαρχές του φαινομένου της προαστιοποίησης τοποθετούνται στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που ξεκίνησε από την Αγγλία τον 18 ο με 19 ο αιώνα για να εξαπλωθεί και στον υπόλοιπο κόσμο με ταχείς ρυθμούς. β) Η διαδικασία της προαστιοποίησης αναφέρεται ως εξής: ενώ στην προβιομηχανική πόλη, η ελίτ κατοικούσε στο κέντρο και το κοινωνικό γόητρο των κατοίκων μειωνόταν με την απόσταση από το κέντρο, με τη βιομηχανική επανάσταση, τα εργοστάσια χωροθετούνταν στο κέντρο. Η έντονη ζήτηση για εργατικό δυναμικό από τα εργοστάσια επέφερε και την ένταση της αστικοποίησης, όπου δηλαδή, μεγάλα πληθυσμιακά ρεύματα εισέρρευσαν στην πόλη για αναζήτηση εργασίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι εργάτες να εγκαθίστανται σε εγγύτητα με τον τόπο εργασίας, δηλαδή στο κέντρο, το οποίο, έτσι, γρήγορα εμφάνισε κορεσμό ανθρώπων και υποδομών και μεγάλο συνωστισμό, επιφέροντας προβλήματα ως προς τη διαβίωση. Έτσι, τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, καθώς είχαν τη δυνατότητα μετακίνησης και αλλαγής κατοικίας, μετακινήθηκαν από το κέντρο σε περιοχές έξω από τον αστικό ιστό, δημιουργώντας ευρύχωρα προάστια. γ) Η συγκεκριμένη διαδικασία εξελίσσεται φέρνοντάς μας στο σήμερα, στις πόλεις δίχως όρια που επεκτείνονται συνεχώς (αστική διάχυση). δ) Η αστική διάχυση αναφέρεται στην εξάπλωση/προαστιοποίηση της κατοικίας (και από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα) και παράλληλα την εξάπλωση και άλλων χρήσεων, κυρίως οικονομικών (επιχειρήσεις). ε) Τα προάστια, πλέον από τόπο αποκλειστικά κατοικίας, παίρνουν ολοένα και περισσότερο αστικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια της εξελισσόμενης προαστιοποίησης και αστικής διάχυσης. στ) Η δομή της αστικής διάχυσης μπορεί να είναι είτε συγκεντρωμένη δημιουργώντας «αστικά νησιά», είτε γραμμική, παράλληλα με την γραμμική μορφή των αρτηριών και των γύρω συνδεόμενων δρόμων, με την μορφή αστικών ακτίνων/προεκτάσεων του αστικού τοπίου. Συνεχίζοντας την εξάπλωσή τους, αυτά τα αστικά αποσπάσματα ενοποιήθηκαν με άλλα γειτονικά αποσπάσματα, παράγοντας έτσι ένα πολύ ευρύτερο σύνολο περιαστικού χώρου. 121

123 ζ) Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν οι μεγάλες αποστάσεις μεταφοράς στην εργασία, η υψηλή εξάρτηση από το αυτοκίνητο, οι ανεπαρκής εγκαταστάσεις (πχ σχολεία, υγεία, πολιτισμός κλπ.) και το υψηλότερο κόστος των υποδομών ανά άτομο. η) Παράλληλα, εγκαθίστανται στα προάστια πολλαπλές ομάδες κατοίκων, που συνδέονται με διαφορετικές παραλλαγές οικογενειακών δεσμών, ακολουθούν ποικίλα μοντέλα εργασίας και συχνά ανήκουν σε διαφορετικές πληθυσμιακές/κοινωνικές ομάδες, πράγμα που επηρεάζει και τη δομή και μορφή της προαστιακής κατοικίας, ενώ οι πυκνότητες ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και υποδομών διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση. Από τη μελέτη του φαινομένου της προαστιοποίησης (και αστικής διάχυσης), με βάση την ελληνική και διεθνή εμπειρία, στη συνέχεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ο χαρακτήρας και η μορφή της προαστιοποίησης παρουσιάζει αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά ανά περίπτωση, αλλά και ομοιότητες. Εστιάζοντας, όμως, στις διαφορές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οφείλονται στον διαφοροποιημένο χαρακτήρα της αστικοποίησης ανά περιοχή, παράλληλα με τα διαφορετικά ποιοτικά, κυρίως, χαρακτηριστικά, που αφορούν τις διαφορές στην κουλτούρα των λαών, όπως και στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές που αναπτύσσει κάθε κοινωνία. Μπορούμε συνοπτικά να εξάγουμε τις εξής παρατηρήσεις για κάθε περίπτωση: α) Στις Η.Π.Α. η προαστιοποίηση χαρακτηρίζεται από: χαμηλές πυκνότητες δόμησης, συνεκτικές περιοχές προαστιακής κατοικίας συγκροτημένης κοινωνικής φυσιογνωμίας (πχ gated communities ή περιοχές κατασκευασμένες από εταιρίες), χωροθέτηση μεγάλων εμπορικών κέντρων ή και επιχειρήσεων (οικονομίες κλίμακας), διαχωρισμένες χρήσεις (κατοικία, εμπόριο, βιομηχανία), αυξημένη χρήση αυτοκινήτου. Η περιαστική ανάπτυξη στις αμερικανικές πόλεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανική και οικονομική διάρθρωση και ανάπτυξη (η χωροθέτηση οικονομικών λειτουργιών έλκει εργατικό δυναμικό κατοίκους), αλλά και βέβαια από τα πολιτισμικά πρότυπα της αμερικανικής κοινωνίας. Θα πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίζονται ευδιάκριτα σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού, που προκύπτουν, αφενός από την έντονη κοινωνική διαφοροποίηση στις πόλεις (έντονη κοινωνική πολυμορφία αυξημένη παρουσία μεταναστών έντονος φυλετικός διαχωρισμός), όπως και, γενικά, από τα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα της αμερικανικής κοινωνίας (έντονος καταναλωτισμός, επιδίωξη του λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου») και αφετέρου από τη διάρθρωση των οικονομικών λειτουργιών, αλλά και των πολιτικών και πολεοδομικών επιδιώξεων. β) Στην Ευρώπη, αντίθετα, παρουσιάζεται προαστιοποίηση χαμηλότερης έντασης και κλίμακας με πιο συμπαγή δομή, από ότι στις Η.Π.Α., παρά το ότι αποτελεί την περισσότερο πυκνοκατοικημένη και αστικοποιημένη ήπειρο. Ωστόσο, παρουσιάζεται και εδώ έντονη αστική διάχυση. Χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών προαστίων (κυρίως των βόρειων χωρών), που συνιστούν τη διαφοροποίηση από τα αμερικανικά, είναι, γενικά τα εξής: πιο συμπαγής δομή των πόλεων, εντονότερη ανάμειξη χρήσεων γης, υψηλότερες πυκνότητες δόμησης, δημόσια κατοικία (εργατικά προάστια), φαινόμενα gentrification (τα κέντρα έλκουν ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, με σημαντικό το ρόλο της ιστορία τους). Ωστόσο, στο εσωτερικό της Ευρώπης παρουσιάζονται διαφορές, που συνίστανται σε διαφορετικά 122

124 ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως και διαφορετική πορεία ανάπτυξης. Στη Β. Ευρώπη η προαστιοποίηση συνίσταται με βάση τον τρόπο ζωής και οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη βιομηχανική ανάπτυξη, ενώ στη Ν. Ευρώπη η προαστιοποίηση είναι πιο πρόσφατη και οφείλεται περισσότερο στην ανάπτυξη περιαστικών υποδομών, ενώ παρουσιάζει, γενικά, πιο συμπαγή ανάπτυξη. Παράλληλα, υφίσταται διαφοροποίηση ως προς τα μοντέλα κατανομής των κοινωνικών στρωμάτων στο χώρο. Σημαντική διαφοροποίηση, βέβαια, έγκειται και στην εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού, όπου στις βόρειες πόλεις είναι αυστηρός, ενώ στις μεσογειακές πιο χαλαρός, με αποτέλεσμα την περισσότερο αυθόρμητη ανάπτυξη. Θα πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι, κυρίως στις βορειοευρωπαϊκές πόλεις τα φαινόμενα κοινωνικού διαχωρισμού και πόλωσης αυξάνονται τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα, κυρίως, των οικονομικών ανακατατάξεων, που επιφέρει η οικονομική κρίση, ενώ αναδεικνύονται και φαινόμενα ρατσισμού και εγκληματικότητας. Απ ότι φαίνεται, δηλαδή, και εδώ οι μετανάστες δεν είναι ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία. γ) Στις ελληνικές πόλεις, από την άλλη η προαστιοποίηση χαρακτηρίζεται, γενικά, από: μονοκεντρική δομή και υψηλότερες πυκνότητες, σχετικά ομοιογενή κατανομή των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, αυθαίρετη δόμηση σε πολλές περιπτώσεις και έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, ωστόσο παρατηρείται και εδώ αυξανόμενη αστική διάχυση. Η αστικοποίηση και κατ επέκταση η προαστιοποίηση στην Ελλάδα, σχετίζεται περισσότερο με την αγροτική έξοδο μετά τον Β ΠΠ, παρά με μια αντίστοιχη βιομηχανική ανάπτυξη των πόλεων της βόρειας Αμερικής και Ευρώπης. Σημαντικά γεγονότα, επίσης είναι αυτά της Μικρασιατικής καταστροφής και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, αποτέλεσμα των οποίων (και ιδιαίτερα του πρώτου) ήταν η μεγάλη εισροή εξωτερικών μεταναστών και προσφύγων, το στεγαστικό πρόβλημα των οποίων, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το κράτος (που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πολιτικών σχεδιασμού), με αποτέλεσμα την αυθόρμητη ανάπτυξη των πόλεων, με την έντονη κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου (ιδίως της αντιπαροχής). Στις ελληνικές πόλεις ο κοινωνικός διαχωρισμός και η πόλωση είναι περιορισμένα, ίσως λόγω της «αυθόρμητης» διαδικασίας οικιστικής ανάπτυξης και των επιλογών των ιδιωτών. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι προκύπτουν ευρύτερες μορφές διαχωρισμού, όπως η αντίθεση μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Θεσσαλονίκης (ωστόσο μέτρια επίπεδα). Συγκεκριμένα, στην Αθήνα παρατηρούνται φαινόμενα εγκατάλειψης του κέντρου, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Σημαντικοί παράγοντες στη μη εγκατάλειψη του κέντρου της Θεσσαλονίκης και τη διατήρηση ενός ανάμικτου κοινωνικού προφίλ, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι οι εξής: θαλάσσιο μέτωπο ελκυστική περιοχή, φυσικά όρια που εμποδίσουν την περιμετρική ανάπτυξη (βουνό και θάλασσα), μεγάλος αριθμός φοιτητών και εγγύτητα με τα πανεπιστήμια κ.α.. Συσχετίζοντας το θεωρητικό πλαίσιο με το εμπειρικό (της προαστιοποίησης), μπορούμε να συμπεράνουμε/υποθέσουμε ότι, η ανάπτυξη της προαστιοποίησης, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, σχετίζεται με τις πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές/εξουσιαστικές δομές που αναπτύσσει η κάθε κοινωνία, αναδεικνύοντας, έτσι διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση, δηλαδή έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας, όπως και μεταξύ της κοινωνίας και του χώρου. Αναπτύσσεται έτσι μα κοινωνικοχωρική διαλεκτική, η οποία πηγάζει από βαθιά ιστορικά και κοινωνικοπολιτισμικά γεγονότα, αλλά συνδέεται άμεσα και 123

125 με τον τρόπο που οργανώνονται και αναπτύσσονται οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, κυρίαρχο χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών αποτελεί η εξάρτηση από «υλιστικές κατασκευές», όπως η οικονομία, με τις εξουσιαστικές δομές να αναπτύσσονται, στην ουσία, από αυτούς που κατέχουν το κεφάλαιο και προσπαθούν να επιβάλουν τον «ορθολογικό» τρόπο (παραγωγικής) «συμπεριφοράς» τους στο σύνολο της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της κοινωνίας από το χρήμα και άρα την προσαρμοσμένη καταναλωτική συμπεριφορά μια καταναλωτική συμπεριφορά που τείνει να μαζικοποιηθεί, ως προς τις επιταγές του καπιταλιστικού συστήματος («ορθολογισμός»), ωστόσο στην πραγματικότητα, αναδεικνύει νέες κοινωνικοπολιτισμικές διαφοροποιήσεις και διαχωρισμούς, που αποτυπώνονται στον αστικό χώρο ποικιλοτρόπως, αναδεικνύοντας έτσι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της οικιστικής ανάπτυξης και προαστιοποίησης ανά περίπτωση. Μελετώντας τη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα, αποτυπώσαμε αρχικά το ιστορικό πλαίσιο της εξέλιξής της από τη δημιουργία της ως σήμερα. Η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει μια μακραίωνη ιστορική διαδρομή, η οποία συνδέεται με την πολυπολιτισμικότητα και περνά από περιόδους ακμής και παρακμής σε μια εξελικτική πορεία, από την επίσημη ίδρυσή της το 316/315 π.χ., ως σήμερα. Αποτέλεσε διοικητικό, οικονομικό, πληθυσμιακό και κοινωνικοπολιτισμικό κέντρο κατά περιόδους, εκμεταλλευόμενη, βασικά, το στρατηγικό σημείο χωροθέτησής της και κατά συνέπεια έντονα διεκδικούμενη περιοχή από διάφορους λαούς. Βασικό κομβικό σημείο για την πορεία της Θεσσαλονίκης αποτελεί η βιομηχανική επανάσταση, η οποία έρχεται στα τέλη του 19 ου αι. (αργοπορημένα) και συνιστά το μεταβατικό σημείο, με τις ανάλογες μεταβολές, όπου: η πόλη αστικοποιείται, τα τείχη κατεδαφίζονται, η παραγωγή εκβιομηχανίζεται, οι συνεκτικές-συνωστισμένες- ομοιογενείς- «αρυμοτόμητες» και κοινωνικά διαχωρισμένες (στενοσόκακα) γειτονιές (ή ξεχωριστές κοινότητες) αναμιγνύονται μεταξύ τους και συνιστούν ένα νέο και διευρυμένο κοινωνικό σύνολο, ωστόσο κοινωνικά διαφοροποιούμενο και η πόλη εκσυγχρονίζεται εξελικτικά κατά τα διεθνή πρότυπα. Παράλληλα, από το συγκεκριμένο σημείο ξεκινά και η διάκριση/πόλωση μεταξύ Ανατολικής Δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου στα δυτικά χωροθετούνται τα εργοστάσια, τα οποία έλκουν εργατικό δυναμικό (τόπος εγκατάστασης εργατικών νοικοκυριών) και προς τα ανατολικά δημιουργείται το πρώτο προάστιο των ελίτ των οθωμανικών γειτονιών (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υφίσταται η προαστιοποίηση σαν φαινόμενο). Η ελληνική Θεσσαλονίκη, από το 1912, περνά επίσης από κομβικά σημεία. Βασικό σημείο αποτελεί η πυρκαγιά του 1917, η οποία έδωσε την «ευκαιρία» να σχεδιαστεί η πόλη (το ιστορικό κέντρο) από την αρχή (σχέδιο Εμπράρ). Στη συνέχεια συμβαίνει η Μικρασιατική Καταστροφή, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η μεγάλη εισροή προσφύγων και μεταναστών, που όμως κατέφυγαν στη λύση της αυτοστέγασης (οι περισσότεροι), λόγω της αδυναμίας του κράτους να αντιμετωπίσει το στεγαστικό πρόβλημα, ενώ δημιουργούν έτσι, τους πόλους πάνω στους οποίους επεκτείνεται στη συνέχεια η πόλη, με γοργούς ρυθμούς και κυρίως μετά τον εμφύλιο. Ωστόσο, η Θεσσαλονίκη επεκτείνεται με ελλειπή σχεδιασμό και την κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το κομβικό σημείο, όμως που έδωσε και την αφορμή για τη συγκεκριμένη εργασία αποτελεί η ανάπτυξη του φαινομένου της προαστιοποίησης (και της αστικής διάχυσης), το οποίο ξεκίνησε να εκτυλίσσεται από το 1980, αλλά κυρίως από το 1990 και ύστερα, όπου και εντείνεται εξελικτικά. Η Θεσσαλονίκη, 124

126 έτσι, ως αποτέλεσμα της έντονης αστικοποίησης, αλλά και της έλξης αλλοδαπών (οικονομικών) μεταναστών (και ιδίως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης) γίνεται μεγαλούπολη μια πόλη που επεκτείνεται συνιστώντας, έτσι, τα εξελισσόμενα φαινόμενα της προαστιοποίησης και αστικής διάχυσης, που με τη σειρά τους συνιστούν τον μετασχηματισμό του αστικού χώρου και της κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας αυτού, αλλά και τα ποικίλα αποτελέσματα της κοινωνικής διαφοροποίησης, όπως ο κοινωνικός (και χωρικός) διαχωρισμός. Λαμβάνοντας υπόψη τόσο το θεωρητικό πλαίσιο, όσο και τη διεθνή και ελληνική εμπειρία, όπως και το ιστορικό πλαίσιο της εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, προχωρήσαμε στην ανάπτυξη της μεθοδολογίας για τη μελέτη και ποσοτική ανάλυση συγκεκριμένων μεταβλητών για την πόλη της Θεσσαλονίκης, από τις οποίες εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά, τόσο με την ένταση της προαστιοποίησης, όσο και με τη δομή αυτής, σε σχέση με το σύνολο του αστικού χώρου και στα πλαίσια των κοινωνικοχωρικών μετασχηματισμών, που αναφέρονται στην κοινωνικοοικονομική ή κοινωνικοεπαγγελματική διαφοροποίηση και το βαθμό, που αυτή παράγει σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού στην πόλη. Έπειτα από τον καθορισμό της περιοχής μελέτης (όρια ΠΣΘ και ΠΖΘ), πραγματοποιήθηκε η ανάλυση στη βάση των κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών (ΚΕΚ) και ανάλογα με το βαθμό συγκέντρωσης αυτών σε κάθε ΔΕ και παράλληλα με την τάση πληθυσμιακής μεταβολής τους, εξάχθηκε η κοινωνική (ή κοινωνικοοικονομική ή κοινωνικοεπαγγελματική) τους φυσιογνωμία. Έτσι προέκυψαν Δημοτικές Ενότητες (ΔΕ) με όμοια φυσιογνωμία, οι οποίες συνενώθηκαν σε ομάδες περιοχών και στις οποίες βασίστηκε η ποσοτική ανάλυση (περιοχές ανώτερης, μεσαίας και ανώτερης, μεσαίας και χαμηλότερης κοινωνικής φυσιογνωμίας, με διάκριση αυτών σε περιοχές του ΠΣΘ και της ΠΖΘ). Η ποσοτική/στατιστική ανάλυση βασίστηκε στις πληθυσμιακές μεταβολές και συγκεντρώσεις των ΚΕΚ, αρχικά και στη συνέχεια με τη συσχέτιση αυτών με άλλες μεταβλητές (επίπεδο εκπαίδευσης, δομή οικογένειας και δομή κατοικίας, τη δομή της απασχόλησης, τις αξίες των ακινήτων, αλλά και με αποτελέσματα άλλων σχετικών εργασιών). Έτσι προέκυψαν συμπεράσματα, τόσο για την κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία των περιοχών, όσο και για τις τάσεις εξέλιξης, σε σχέση με την προαστιοποίηση σχέση μεταξύ ΠΣΘ και ΠΖΘ, και μεταξύ ομαδοποιημένων και μη περιοχών. Τα συγκεκριμένα συμπεράσματα παρουσιάζονται παρακάτω με τη σειρά, με την οποία πραγματοποιήθηκε η ανάλυση, ως εξής: (α) Η αστικοποίηση και η προαστιοποίηση κινούνται πληθυσμιακά σε αντιστρόφως ανάλογο επίπεδο. Δηλαδή, αρχικά ενώ αυξάνεται η αστικοποίηση, η προαστιοποίηση δεν υφίσταται, ενώ όταν αυξάνεται η προαστιοποίηση, μειώνεται η αστικοποίηση (για τις δεδομένες περιοχές) ωστόσο αυτό δεν αποτελεί κανόνα, καθώς η αστικοποίηση και η προαστιοποίηση μπορεί να κινούνται παράλληλα, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι η εισβολή και διαδοχή κοινωνικών ομάδων από άλλες. Επίσης, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, υπάρχει μετακίνηση πληθυσμού, εκτός από το ΠΣΘ προς την ΠΖΘ, και από την Λοιπή Περιοχή προς την ΠΖΘ (και όχι προς το ΠΣΘ, το οποίο ήδη συρρικνώνεται). Θα πρέπει να τονίσουμε, επίσης ότι, η προαστιοποίηση στη Θεσσαλονίκη κινείται σε έντονους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το

127 (β) Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ετεροδημοτών (και αντίστοιχα του βαθμού συγκέντρωσης αυτών) στην ΠΖΘ, σχετίζεται με το γεγονός της πρόσφατης έντονης προαστιοποίησης, παράλληλα με την καθυστέρηση στην αλλαγή των πολιτικών δικαιωμάτων (από τις πρώτες περιοχές κατοικίας του ΠΣΘ, στη νέα εγκατάσταση στις περιοχές της ΠΖΘ). Παράλληλα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, κάνοντας έναν συσχετισμό με τις θεωρήσεις της Σχολής του Σικάγο (οικολογικές διαδικασίες), ότι υφίσταται η διαδικασία της εισβολής, σε μα πρώτη φάση, στο ΠΣΘ, από εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, την περίοδο της έντασης της αστικοποίησης (κυρίως το διάστημα ), ενώ σε μια δεύτερη φάση υφίσταται η εισβολή στην ΠΖΘ (κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα), παράλληλα με την ένταση της προαστιοποίησης το διάστημα ). Την τελευταία περίοδο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, παράλληλα ότι υφίσταται η διαδικασία της διαδοχής για το ΠΣΘ, σε κάποιο βαθμό (αντικατάσταση του «προαστιοποιούμενου» πληθυσμού από νέο πληθυσμό, κυρίως χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων), όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. (γ) Το κοινωνικοεπαγγελματικό προφίλ των κατοίκων της Θεσσαλονίκης αυξάνεται (μειώνεται η πληθυσμιακή αναλογία των χαμηλότερων ΚΕΚ σε σχέση με τις υπόλοιπες, οι οποίες αυξάνονται). Επίσης θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι συντελείται μια μεσοστρωματοποίηση της κοινωνίας, καθώς τα μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι αυτά που κυριαρχούν το 2001 (όπως και το 1991), ενώ παράλληλα δεύτερα (με μικρή διαφορά) έρχονται τα ανώτερα στρώματα (τα οποία αυξάνονται έντονα) και σε μικρότερη αναλογία κινούνται τα χαμηλότερα (μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες ΚΕΚ). Τον ακριβή λόγο που ο πληθυσμός των χαμηλών ΚΕΚ μειώνεται δεν μπορούμε να τον προσδιορίσουμε, ωστόσο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, γενικά ότι, συντελείται μια εξελικτική διαδικασία επαγγελματικής εξέλιξης (πχ από ανειδίκευτος εργάτης, ειδικευμένος), η οποία κινείται παράλληλα με τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου (το οποίο και θα αναδείξουμε παρακάτω), όπως και της ατομικής επιδίωξης για επαγγελματική καριέρα και εξέλιξη, αλλά και την έντονη συρρίκνωση του δευτερογενούς και, κυρίως, του πρωτογενούς τομέα (έντονη απορρόφηση εργασίας από τον τριτογενή τομέα τριτογενοποίηση της οικονομίας, μεταβολές τις οποίες θα αναλύσουμε παρακάτω), τις τελευταίες δεκαετίες. (δ) Η ΠΖΘ παρουσιάζει μεγάλο βαθμό ελκυστικότητας (πολύ μεγαλύτερος από το ΠΣΘ) για τις ανώτερες ΚΕΚ, αλλά και σε σημαντικό βαθμό για τις μεσαίες. Έτσι, υποδηλώνεται, με αυτόν τον τρόπο, το γεγονός της έντονης τάσης προαστιοποίησης από τα μεσαία και κυρίως από τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. (ε) Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι, υφίσταται μια πληθυσμιακή μετακίνηση από τις μεσαίες και ανώτερες περιοχές του ΠΣΘ στις αντίστοιχες περιοχές της ΠΖΘ, όπως και σε μικρότερο βαθμό προς τις ανώτερες της ΠΖΘ (Πανόραμα). Παράλληλα, μπορούμε να δικαιολογήσουμε τις αυξητικές τάσεις στη συγκέντρωση μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (κυρίως χαμηλότερων) στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές του ΠΣΘ (και λιγότερο στην ΠΖΘ) από την έντονη εξωτερική μετανάστευση μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 πληθυσμός ο οποίος αναφέρεται, κυρίως, σε χαμηλές ΚΕΚ (το οποίο θα αναφέρουμε παρακάτω). 126

128 (στ) Γενικά, οι ομαδοποιημένες περιοχές παρουσιάζουν όμοια συμπεριφορά ως προς τις μεταβολές και το βαθμό συγκέντρωσης των ΚΕΚ. Οι χαμηλές ΚΕΚ τείνουν να συγκεντρώνονται στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, με ένα μικρό προβάδισμα στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ, με εξαίρεση να αποτελεί το ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Οι μεσαίες και ανώτερες ΚΕΚ παρουσιάζουν, γενικά έντονη παρουσία, ενώ τείνουν να συγκεντρώνονται λίγο περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές. Αντίστοιχα οι ανώτερες ΚΕΚ τείνουν να συγκεντρώνονται, όπως είναι λογικό, στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, με ένα μικρό προβάδισμα στις συγκεκριμένες περιοχές της ΠΖΘ. Ωστόσο, σημαντική είναι και η παρουσία τους και στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, με εξαίρεση τις ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ (Πανόραμα), όπου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Τα συμπεράσματα αυτά, αν συσχετιστούν με το συμπέρασμα ότι στις περιοχές της ΠΖΘ παρουσιάζονται πολύ πιο έντονες μεταβολές σε σχέση με το ΠΣΘ (αύξηση βαθμού συγκέντρωσης ανώτερων και μεσαίων ΚΕΚ και αντίστοιχη μείωση των χαμηλών), καταλήγουμε στο ότι η ΠΖΘ αποτελεί μια περιοχή, η οποία παρουσιάζει έντονες τάσεις συγκέντρωσης μεσαίων και ειδικότερα ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (τάσεις προαστιοποίησης), πράγμα το οποίο συνιστά έντονους κοινωνικοοικονομικούς μετασχηματισμούς (πολύ περισσότερο από το ΠΣΘ), οι οποίοι εξελίσσονται και παράλληλα δημιουργούν νέες τάσεις κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης, μεταβάλλοντας το είδος συσχέτισης με το ΠΣΘ, αλλά και γενικότερα την κοινωνική φυσιογνωμία της πόλης της Θεσσαλονίκης. (ζ) Οι αλλοδαποί αφορούν, ως επί το πλείστον χαμηλές ΚΕΚ. Μπορούμε να συμπεράνουμε, ωστόσο με κάποια επιφύλαξη ότι, στο ΠΣΘ, οι αλλοδαποί «αναπληρώνουν» σε κάποιο βαθμό, το κενό που δημιουργείται στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, από τη φυγή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων (σύμφωνα με την υπόθεση στην οποία καταλήξαμε παραπάνω δεδομένης της μειωμένης στεγαστικής κινητικότητας των χαμηλών ΚΕΚ, οι ανώτερες είναι αυτές που μετακινούνται, σε περιοχές όμοιας ή ανώτερης κοινωνικής φυσιογνωμίας, από το ΠΣΘ στην ΠΖΘ, παράλληλα με το γεγονός της μεγαλύτερης συγκέντρωσης των αλλοδαπών στο ΠΣΘ). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, έτσι ότι, υφίσταται η οικολογική διαδικασία της διαδοχής (παράλληλα με τη διαδικασία της εισβολής), δηλαδή οι μετανάστες διαδέχονται, σε κάποιο βαθμό, τη φυγή των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων προς την ΠΖΘ. Παράλληλα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές (και του ΠΣΘ και της ΠΖΘ) η τάση αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης των αλλοδαπών δηλώνει την αναζήτηση εργασίας σε επαγγέλματα χαμηλότερης κοινωνικοεπαγγελματικής κατηγορίας (χειρονακτική εργασία σε βιομηχανία, βιοτεχνίες και άλλους χώρους εκτός κατοικίας), όπως και την κατοίκηση σε φθηνότερες κατοικίες (το οποίο θα αναδείξουμε παρακάτω). Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές, αντίστοιχα, αυτή η τάση, μπορεί να δηλώνει από τη μια την αναζήτηση εργασίας, και πάλι χαμηλότερης κοινωνικοεπαγγελματικής κατηγορίας (αυτή είναι άλλωστε και η φυσιογνωμία των συγκεκριμένων μεταναστών, ως επί το πλείστον), ωστόσο με τη διαφορά ότι πρόκειται περισσότερο για οικιακή εργασία (πχ φύλαξη ηλικιωμένων, καθαρίστριες κλπ.). Από την άλλη, δηλώνει τη συγκέντρωση στις συγκεκριμένες περιοχές των μεταναστών οι οποίοι είτε προέρχονται από ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και εντάχθηκαν με ανάλογο τρόπο στην γηγενή κοινωνία και εργάζονται στον τομέα τους, είτε ότι υπήρχε μια παρουσία αυτών από παλαιότερες 127

129 περιόδους και εντάχθηκαν από νωρίς στην τοπική κοινωνία και αντίστοιχα εξελίχθηκαν ως προς την κοινωνικοεπαγγελματική τους φυσιογνωμία. (η) Ως προς την ένταση του κοινωνικού διαχωρισμού και πόλωσης προκύπτουν τα εξής: 1) το Πανόραμα συνιστά τη μεγαλύτερη αντίθεση σε σχέση με το σύνολο των υπόλοιπων περιοχών και ειδικότερα των μεσαίων και χαμηλότερων, καθώς συγκεντρώνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (προαστιακή περιοχή), με αποτέλεσμα στο εσωτερικό του να μην εμφανίζεται κοινωνική πόλωση (δηλαδή έντονη συνύπαρξη των δυο ακραίων ΚΕΚ). 2) Στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές δεν εμφανίζονται σχήματα κοινωνικής πόλωσης, καθώς αποτελούν περισσότερο μικτές περιοχές, με μεγαλύτερη συγκέντρωση μεσαίων και υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. 3) Στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές και περισσότερο σε αυτές του ΠΣΘ, εμφανίζονται σημάδια κοινωνικής πόλωσης (στο εσωτερικό τους), καθώς κινείται στο ίδιο επίπεδο (ωστόσο μέτριο επίπεδο) ο βαθμός συγκέντρωσης των δυο ακραίων ΚΕΚ. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη την γενική κυριαρχία των μεσαίων ΚΕΚ η κοινωνική πόλωση, μπορούμε να πούμε ότι κινείται σε μέτρια επίπεδα. Θα μπορούσαμε, επίσης, να καταλήξουμε στο γενικό συμπέρασμα ότι, αντιθέσεις προκύπτουν στο ευρύτερο επίπεδο των ΔΕ, καθώς είναι διακριτή η διαφορά στη συγκέντρωση των δυο ακραίων ΚΕΚ σε χωρικό επίπεδο. Δηλαδή παρατηρούμε ότι, τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στα δυτικά και βορειοδυτικά της πόλης (με εξαίρεση την ΔΕ Βασιλικών, η οποία βρίσκεται στα νοτιοανατολικά άκρα της περιοχής μελέτης). Αντίστοιχα, τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερο βαθμό στα νοτιοανατολικά του ΠΣΘ, κυρίως, αλλά και εμφανίζουν τάσεις εξάπλωσης προς τα νοτιοανατολικά της ΠΖΘ (με εξαίρεση την ΔΕ Ωραιοκάστρου, η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης, περικυκλωμένη από περιοχές χαμηλότερης κοινωνικής φυσιογνωμίας). Τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι ομαδοποιημένες περιοχές παρουσιάζουν ομοιογένεια ως προς την κοινωνική στους φυσιογνωμία (οι χαμηλότερες ΚΕΚ συγκεντρώνονται στις μεσαίες και χαμηλότερες περιοχές, ενώ οι υψηλές ΚΕΚ στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές), πράγμα το οποίο και «δικαιώνει» την αρχική ομαδοποίηση ως προς την κοινωνική φυσιογνωμία των ΔΕ. Ο κοινωνικός διαχωρισμός, λοιπόν, υφίσταται μεταξύ των συγκεκριμένων ομαδοποιημένων περιοχών. Γενικά, όμως υφίσταται μια διάχυτη κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή δεν υπάρχουν αντιθέσεις σε συγκεκριμένες συνεκτικές χωρικές ζώνες, αλλά υφίστανται κοινωνικές διαφοροποιήσεις σε επιμέρους χωρικά υποσύνολα (τομεακή διαφοροποίηση και όχι ακτινωτή). Ωστόσο, σε ένα γενικό πλαίσιο μπορούμε να δηλώσουμε ότι υφίσταται κοινωνικός διαχωρισμός ή αντίθεση μεταξύ των δυτικών και βορειοδυτικών (συγκέντρωση χαμηλών ΚΕΚ) και των νότιων και ανατολικών περιοχών (συγκέντρωση υψηλών ΚΕΚ) της περιοχής μελέτης (δηλαδή της πόλης της Θεσσαλονίκης). (θ) Η συγκεκριμένη διαδικασία προαστιοποίησης των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων επηρεάζει ανάλογα και την κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών, όπου τείνουν να συγκεντρώνονται. Για το 2011 δεν μπορούμε να εξάγουμε ακριβή συμπεράσματα για την κοινωνική φυσιογνωμία των συγκεκριμένων περιοχών, καθώς τα συγκεκριμένα ποσοτικά δεδομένα της τελευταίας απογραφής, δεν έχουν εκδοθεί επίσημα από την ΕΛΣΤΑΤ. Ωστόσο το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει και έχει σημασία είναι οι έντονες τάσεις εξάπλωσης της προαστιοποίησης από τα ανώτερα στρώματα, 128

130 κυρίως, προς την νότια και ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών και δομών κοινωνικοχωρικής διαφοροποίησης. Έτσι, συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών (ΔΕ) της Θεσσαλονίκης παραμένει όμοια με αυτή του 2001, με τη διαφορά ότι, η ΔΕ Βασιλικών μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της από μεσαία και χαμηλότερη (το 2001), σε μεσαία και ανώτερη (το 2011), ενώ παρουσιάζονται παρόμοιες τάσεις και για τις ΔΕ Μυγδονίας και Λαγκαδά, ωστόσο μικρότερης έντασης. (ι) Το μορφωτικό επίπεδο του συνολικού πληθυσμού, κινείται ανάλογα με τις ΚΕΚ. Δηλαδή υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ υψηλών ΚΕΚ και μορφωτικού επιπέδου κ.ο.κ., όπως ήταν και αναμενόμενο. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο εκπαίδευσης προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό την μετέπειτα επαγγελματική πορεία των ατόμων και άρα υπάρχει η αντίστοιχη απορρόφηση από την αγορά εργασίας (τουλάχιστον μέχρι το 2001 σήμερα η κρίση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη εικόνα, ωστόσο δεν έχουν εκδοθεί επίσημα τα αντίστοιχα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ). (κ) Οι αλλοδαποί υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου συγκεντρώνονται περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές και ιδιαίτερα στο Πανόραμα (με ένα μικρό προβάδισμα σε αυτές του ΠΣΘ). Επίσης ισχυρή είναι η παρουσία των αλλοδαπών δευτεροβάθμιας, υποχρεωτικής και στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλες τις περιοχές, οι οποίοι αναδεικνύουν ανίσχυρες τάσεις συγκέντρωσης στην ΠΖΘ. Περισσότερο, πάντως παρουσιάζεσαι μια ανάμικτη κατάσταση. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε ότι το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών συμβάλλει έντονα στις αντιθέσεις του συνολικού μορφωτικού επιπέδου. Τέλος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, το μορφωτικό επίπεδο των αλλοδαπών, τελικά, δεν καθορίζει το είδος και τη θέση τους στο επάγγελμα (ΚΕΚ), λόγω αυτής της ανάμικτης εικόνας του μορφωτικού επιπέδου, που έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που εξάγαμε πιο πάνω, όπου οι αλλοδαποί εντάσσονται, στη συντριπτική πλειοψηφία, στις χαμηλές ΚΕΚ. Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, οι αλλοδαποί δεν είναι πλήρως ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία και κατ επέκταση δεν απορροφούνται από την αγορά εργασίας ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο. (λ) Τα μεσαία και ανώτερα προτιμούν τις μεγάλες και ευρύχωρες κατοικίες ή διαμερίσματα, κυρίως στις μεσαίες και ανώτερες περιοχές της ΠΖΘ, οι οποίες αναπτύσσονται ταχύτατα, και ιδιαίτερα στις νοτιοανατολικές περιοχές, οι οποίες συνιστούν ένα πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιου είδους κατοικιών. Υποδηλώνονται, παράλληλα οι χαμηλότερες πυκνότητες κατοίκησης στις συγκεκριμένες περιοχές (πιο ευρύχωρες κατοικίες), ωστόσο αναδεικνύονται τάσεις πύκνωσης (οικοδόμηση πολυκατοικιών), παράλληλα με την επέκταση της προαστιοποίησης και κατ επέκταση της αστικής διάχυσης. (μ) Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, καθώς οι άτεκνες οικογένειες συγκεντρώνονται στο ΠΣΘ, αλλά και στις περιοχές της ΠΖΘ που βρίσκονται σε εγγύτητα με το ΠΣΘ, η ΠΖΘ και ιδίως οι ακραίες περιοχές, αποτελούν προσφορότερο έδαφος για την ανάπτυξη της οικογένειας, πράγμα το οποίο συνδέεται, υποθετικά (επιφυλακτική υπόθεση), με τις ποιοτικότερες συνθήκες που επικρατούν στις προαστιακές περιοχές (ευρυχωρία ως προς το 129

131 μέγεθος κατοικίας, αλλά και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως ψυχαγωγία των παιδιών, ποιοτικότερο φυσικό περιβάλλον, μικρή ηχητική ρύπανση κλπ). (ν) Υφίσταται έντονη τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας (και αντίστοιχα η συρρίκνωση του πρωτογενούς, ιδίως στην ΠΖΘ), όπως και τάση αποκέντρωσης αυτής, με το χάσμα μεταξύ μεσαίων και χαμηλότερων περιοχών και μεσαίων και ανώτερων περιοχών να συγκλίνει το 2001, παρουσιάζοντας όμοια δυναμική (τουλάχιστον ως προς την απασχόληση στον τριτογενή). Επίσης, αν λάβουμε υπόψη ότι, καθοριστικής σημασίας παράγοντας στη χωροθέτηση της ζήτησης κατοικίας είναι η γεωγραφία της απασχόλησης, όπως και το γεγονός ότι περιαστικοί οικισμοί (κυρίως των ΔΕ Θέρμης και Εχεδώρου) έλκουν σημαντικό αριθμό μετακινήσεων για εργασία, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε επίσης ότι, υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ προαστιοποίησης και της εργασίας, δηλαδή ο τόπος εγκατάστασης σχετίζεται με την εγγύτητα του τόπου εργασίας (δεν μπορούμε, ωστόσο, να ορίσουμε τα συγκεκριμένα μεγέθη, στην παρούσα φάση). Επίσης, παράλληλα με την έντονη συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ΠΖΘ τείνει να αποκτά, ολοένα και περισσότερο, αστικά χαρακτηριστικά. (ξ) Σχετικά με την κατανομή των αξιών των ακινήτων στον αστικό χώρο προκύπτει το γενικό συμπέρασμα ότι, άσχετα με τις αντιθέσεις Ανατολικών Δυτικών περιοχών, εμφανίζονται και στις δυο περιπτώσεις, εκτός από σημαντικές διαφορές, όμοια χαρακτηριστικά, που επηρεάζουν ανάλογα τον βαθμό ελκυστικότητας τους για κατοικία. Από τη συσχέτιση της ανάλυσης με αποτελέσματα άλλων εργασιών προκύπτουν τα εξής (νέα) συμπεράσματα: (α) Η απόσταση από το κέντρο (χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα) αυξάνει την ελκυστικότητα για κατοικία, αναφερόμενη, κυρίως σε περιοχές μεσαίας και ανώτερης κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας. (β) Ο αστικός χώρος (κυρίως ο περιαστικός) εμφανίζεται, μεν κατακερματισμένος χωρικά και κοινωνικά, ωστόσο παρουσιάζονται τάσεις σύγκλισης μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Θεσσαλονίκης (κυρίως περιαστικής), ως προς κοινωνικοοικονομικά και οικιστικά χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα η κατοίκηση του ακραίου αστικού χώρου εμφανίζει ανάλογα/όμοια χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την περίμετρο του ΠΣΘ. (γ) Στον δυτικό-βορειοδυτικό τομέα παρατηρείται ένας μικρότερος βαθμός αστικής εξάπλωσης από ότι στον νότιο νοτιοανατολικό, ενώ παράλληλα η αστική εξάπλωση, γενικά, συμβάλλει στην αλλοίωση του χαρακτήρα των φυσικών περιοχών, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, προβλήματα οργάνωσης του χώρου και ανάπτυξης υποδομών. (δ) Η ΔΕ Εχεδώρου αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο (εκτός ΠΣΘ) απασχόλησης στον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα και αντίστοιχα σημαντικό πόλο έλξης ως προς τη ροή μετακινήσεων για εργασία (δευτερεύων κέντρο το Ωραιόκαστρο). Αποτελεί, έτσι, ενδιάμεσο κέντρο ανάμεσα στο ΠΣΘ και τη δυτική και βορειοδυτική περιαστική περιοχή. Από την άλλη πλευρά, στο ανατολικό και νότιο τμήμα της πόλης, αντίστοιχο κέντρο αποτελεί η ΔΕ Θέρμης, η οποία έλκει μετακινήσεις από τους γειτονικούς δήμους Βασιλικών (19%) και Μηχανιώνας (11%), αλλά και από το ΠΣΘ (17%). Τέλος, η κατανομή των τάσεων 130

132 συγκέντρωσης στο νοτιοανατολικό τμήμα έχει ως αποτέλεσμα τη διαχρονική μετατόπιση των κέντρων υψηλότερης βαθμίδας από το βορειοδυτικό στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης. Αντίστοιχα, η ισχυρή κατανομή των τάσεων συγκέντρωσης στις περιοχές γύρω από το κέντρο ισχυροποιεί τη θέση τους στο αστικό σύστημα. (ε) Συγκρίνοντας τις τάσεις οικονομικής και αστικής ανάπτυξης σε σχέση με τον «Αστικό Κύκλο» η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται να έχει ξεπεράσει, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τη φάση της «Αστικοποίησης» και να έχει ξεκινήσει τη φάση της «Προαστιοποίησης», χωρίς όμως να την ολοκληρώνει σε μια ώριμη φάση «Ανάπτυξης νέων οικισμών» (Η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώνεται από την παρούσα εργασία). Επίσης, εμφανίζεται να αντιμετωπίζει φαινόμενα (σχετικά περιορισμένα, αλλά με αυξητική κατά περιοχές τάση) της φάσης της «αποαστικοποίησης» και να ξεκινά, με αργούς ρυθμούς, μια φάση «Επαναστικοποίησης». Η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί μια πρόσθετη πληροφορία (δε επιβεβαιώνεται από τη συγκεκριμένη εργασία, καθώς αναφέρεται σε πιο πρόσφατες μεταβολές από το χρονικό διάστημα ), την οποία δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε, ωστόσο την παραθέτουμε, σαν ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί (σε κάποια άλλη εργασία/έρευνα), εξετάζοντας τις πρόσφατες μεταβολές στην περιοχή της Θεσσαλονίκης σε άμεση συσχέτιση, ωστόσο, με τη σημερινή οικονομική (και κοινωνικοπολιτισμική) κρίση που πλήττει τον ελληνικό, και όχι μόνο, χώρο και επηρεάζει, σαφώς, την καταναλωτική, στεγαστική/κινητική, αλλά και πολιτισμική «συμπεριφορά». Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν είναι μια μητροπολιτικού χαρακτήρα πόλη, η οποία παρουσιάζει πλούσιο ιστορικό υπόβαθρο και μνήμες, τόσο της πολυπολιτισμικότητας και αποδοχής της διαφορετικότητας, όσο και του ευδιάκριτου κοινωνικού διαχωρισμού τόσο της πλούσιας αρχιτεκτονικής της φυσιογνωμίας, όσο και της επισκίασης αυτής τόσο της οικονομικής της ανόδου και διεθνούς εμβέλειας, όσο και της παρακμής τόσο της κοινωνικής υποταγής, όσο και της εξέγερσης. Ποια θα είναι, όμως η πορεία εξέλιξής της; Θα υποταχθεί στη σύγχρονη κατασκευασμένη πραγματικότητα της επιβολής του ορθολογισμού της καπιταλιστικής οικονομίας και άρα των σύγχρονων οικονομικών ελίτ της αλλοτρίωσης και του καταναλωτισμού της αλλοίωσης της συλλογικής δυναμικής της έντασης των φαινομένων ρατσισμού και κοινωνικού διαχωρισμού των κατασκευασμένων ταυτοτήτων «αντιτιθέμενης» κουλτούρας; Ή θα θυμηθεί τα λαμπρά στοιχεία του παρελθόντος της και παράλληλα θα κατασκευάσει και αναδείξει μια νέα πραγματικότητα αποδοχής της διαφορετικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας; Αυτό, μάλλον θα εξαρτηθεί, από τη μια από τον ρόλο που θα διαδραματίσει ο σχεδιασμός και το κράτος, αλλά, στην τελική, εμείς οι ίδιοι θα καθορίσουμε, και πρέπει να καθορίσουμε τα γεγονότα, μέσα από την ανάδειξη μιας συλλογικής κουλτούρας που αποδέχεται τη διαφορετικότητα, απαιτεί και διαμορφώνει την κοινωνική δικαιοσύνη και αναζητά τους τρόπους εκείνους που θα φέρουν την κοινωνική ευημερία, λαμβάνοντας και αναδιαμορφώνοντας την οικονομία, σαν εργαλείο ευημερίας και όχι ανταγωνισμού, διαχωρισμού και εξουσίας, καθώς στην ουσία εμείς οι ίδιοι διαμορφώνουμε την κάθε πραγματικότητα, όπως και, συγκεκριμένα, την κοινωνικοχωρική διαλεκτική. 131

133 «Κάθε άνθρωπος είναι ένας καλλιτέχνης. Κάθε πράξη έχει ηθικό, αισθητικό και ποιητικό νόημα. Κάθε πράξη είναι μια δράση που διαμορφώνει τον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχουμε. Ας φροντίσουμε να γίνουμε ελεύθεροι και παράξενοι ελκυστές ενός κόσμου που έρχεται και μπορούμε να κάνουμε καλύτερο» (από τη θεωρία του χάους). 132

134 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΠΗΓΕΣ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΗ Αγγελίδης, Γ. (2009). Σύντομο ιστορικό της πόλης της Θεσσαλονίκης από πολεοδομική και όχι μόνο άποψη. Δημοσίευση στο περιοδικό «(Πολεοδομικά) Οράματα και (Νεοελληνικά) Θάματα. Τεύχος 16/381. < EXNOGRAFHMA_381/381%2016_17_20.pdf >. Ημερομηνία πρόσβασης: Αγγελοπούλου, Α. (2011). Παλιές φωτογραφίες από τη Θεσσαλονίκη: H συνοικία των "Εξοχών", οι "Πύργοι" της Θεσσαλονίκης. Δημοσίευση στην ιστοσελίδα Thessaloniki, Arts and Culture. < Ημερομηνία πρόσβασης: Αίσωπος, Γ. (2006). Η διάχυτη πόλη. Στο Γοσποδίνη, Ά & Μπεριάτος, Η. «Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη». Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Ανδρικοπούλου, Ε. (2003). Οργάνωση της πόλης. Στο Καυκαλάς, Γ. & Ανδρικοπούλου, Ε. (επιμ) Τάσεις και πρακτικές της νέας ευρωπαϊκής πολεοδομίας. ΑΠΘ - Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Θεσσαλονίκη. Ανδρικοπούλου, Ε., Γιαννακού, Α., Καυκαλάς, Γ. & Πιτσιάβα Λατινοπούλου & Μ. (2007). Πόλη και πολεοδομικές πρακτικές για τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Αράπογλου, Β. (2007). Οικονομική αναδιάρθρωση, κοινωνική πόλωση και διαχωρισμός των μεταναστών στην Αθήνα. Σημειώσεις παραδόσεων αστικής κοινωνιολογίας. Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης. < ASTK330/SHMEIOSEIS_ASTIKHS_KOINONIOLOGIAS_VA.pdf>. Ημερομηνία πρόσβασης: Βαΐου, Ν., Μαντουβάλου, Μ. & Μαυρίδου, Μ. (1995). Κοινωνική ενσωμάτωση και ανάπτυξη του αστικού χώρου στην Ελλάδα: Τα τοπικά δεδομένα στην «Ενωμένη Ευρώπη». Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Τόμος Α, τ.16. < Ημερομηνία πρόσβασης: Βακαλόπουλος, Α. (1983). Ιστορία της Θεσσαλονίκης π.χ Αθήνα: Εκδόσεις Κυριακίδη Αφοί. Βυζοβίτη, Σ., Μπασιάκου, Ν. & Ράσκου, Μ. (2006). Αρχιτεκτονικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί στη Θεσσαλονίκη λόγω του φαινομένου της μετανάστευσης. Ιστοσελίδα ΤΕΕ. Θεσσαλονίκη. < 133

135 %D1%D7%C9%D4%C5%CA%D4%CF%CD%C9%CA%CF%C9%20%CA%C1%C9%20%D0%CF%CB %C5%CF%C4%CF%CC%C9%CA%CF%C9%20%CC%C5%D4%C1%D3%D7%C7%CC%C1%D4%C9 %D3%CC%CF%C9>. Ημερομηνία πρόσβασης: Γεμενετζή, Γ. (2013). Αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο φαινόμενο της αστικής διάχυσης και τη δομή του οικιστικού δικτύου: διαπιστώσεις από τη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευση στο περιοδικό «ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ». Τεύχος 21, σς < Ημερομηνία πρόσβασης: Γιαννακού, Α. (2012). Πρότυπα προαστιακής ανάπτυξης και διάχυσης στη Θεσσαλονίκη: χωρικές πλευρές μιας πολύπλευρης κρίσης. Στο Οικονομική Κρίση και Πολιτικές Ανάπτυξης και Συνοχής. Ελληνική Εταιρεία Περιφερειακής Επιστήμης ERSA. 10ο Τακτικό Επιστημονικό Συνέδριο. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης & Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. < Ημερομηνία πρόσβασης: Γιαννακού, Α. (2013). Μετρό και αστική μορφή στη Θεσσαλονίκη: Χαρακτηριστικά, ιδέες σχεδιασμού για την αλληλοσυνδέσή τους και κρίσιμα εμπόδια. Δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Αειχώρος». Τεύχος Ημερομηνία πρόσβασης: Γοσποδίνη, Ά. (2006). Σκιαγραφώντας, ερμηνεύοντας και ταξινομώντας τα νέα τοπία της μεταβιομηχανικής πόλης. Στο Γοσποδίνη, Ά & Μπεριάτος, Η. «Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη». Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Δελεβέγκος, Δ. (2009). Ανεκμετάλλευτες οι ελεύθερες εκτάσεις στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευση στην ιστοσελίδα Capital.gr. < Ημερομηνία πρόσβασης: Εμμανουήλ, Δ. (2013). Η «κρίση» στο κέντρο της Αθήνας και η αγορά κατοικίας: επανεξετάζοντας τις υποθέσεις της «υποβάθμισης» και της «εγκατάλειψης». Στο Μαλούτας, Θ., Κονδύλης, Γ., Πέτρου, Μ. & Σουλιώτης, Ν. (επιμ.) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα. Ευτυχιάδου, Ο. & Λαλένης, Κ. (2013). Αστική διάχυση και περιαστικός χώρος Μετασχηματισμοί στην αστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Ιστοσελίδα: Citybranding.gr - πόλεις και πολιτικές: για την ανταγωνιστική ταυτότητα των πόλεων. < Ημερομηνία πρόσβασης: Ζιώγου, Α., Καυκαλάς, Γ., Παπάκος, Κ. & Παπουτσή, Α. (1979). Χωροθέτηση της βιομηχανίας και βιομηχανική ρύπανση Μελέτη της περιοχής Θεσσαλονίκης. Θεσσσλονίκη: ΤΕΕ. < Ημερομηνία πρόσβασης:

136 Καμαριανάκης, Γ. & Πραστάκος, Π. (2010).Ταξινόμηση των Δήμων της Ελλάδος σύμφωνα με τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά τους. Τομέας Περιφερειακής Ανάλυσης Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηματικών Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας. < Ημερομηνία πρόσβασης: Καλαϊτζόγλου, Α. (2005). Οικιστική έκρηξη στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευση στην ιστοσελίδα Euro2day. < Ημερομηνία πρόσβασης: Καλογήρου, Ν. (1986). Η ανάπτυξη των προαστίων της Θεσσαλονίκης Τα νέα χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Καραδήμου - Γερόλυμπου, Α. (2008). Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης: Μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί, με φόντο τη βαλκανική ενδοχώρα. Στο Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ. & Παπαμίχος, Ν. (επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Καραδήμου - Γερόλυμπου, Α., Παπαμίχος, Ν., Καρύδης, Δ., Ν. & Ψυχάρης, Γ. (2001). Θεσσαλονίκη: από τη μονοκεντρική πόλη στη διάχυτη αστική ανάπτυξη. Προσεγγίσεις του φαινομένου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα Καρανικόλας, Ν. (2005). Η Ανάπτυξη της Περιαστικοποίησης στην Θεσσαλονίκη την τελευταία 20ετία: Μία Γεωγραφική Προσέγγιση Χαρτογραφική Τεκμηρίωση. Διδακτορική διατριβή (απόσπασμα). ΑΠΘ ΤΑΤΜ, Θεσσαλονίκη. < D6341&rct=j&q=&esrc=s&sa=U&ei=2HFuVIqVDue8ygPElIGIAg&ved=0CBUQFjAA&usg=AFQjC NFKtwcGYok33rMVcQA4EJsqpl0xyQ>. Ημερομηνία πρόσβασης: 29/10/2014. Καρυπίδου, Γ. (2002). Θεσσαλονίκη Η ιστορία της. Ηλεκτρονικό περιοδικό «Όψεις» - Τεύχος 9. < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/09/2014. Κούρτη, Π. & Κατσαβουνίδου, Γ. (2006). (κεφ. V) Αρχιτεκτονικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί στη Θεσσαλονίκη λόγω του φαινομένου της μετανάστευσης. ΤΕΕ. < %D1%D7%C9%D4%C5%CA%D4%CF%CD%C9%CA%CF%C9%20%CA%C1%C9%20%D0%CF%CB %C5%CF%C4%CF%CC%C9%CA%CF%C9%20%CC%C5%D4%C1%D3%D7%C7%CC%C1%D4%C9 %D3%CC%CF%C9>. Ημερομηνία πρόσβασης: 29/11/2014. Κατσίκης, Κ. (1919). Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης. Αθήνα: Εκδόσεις Μπλαζουδάκη Αφοί. Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ. & Παπαμίχος, Ν. (2008). Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο: Διλήμματα και προσεγγίσεις. Στο Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ. & Παπαμίχος, Ν. (επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. 135

137 Κόλλιας, Χ. & Σκούρας, Δ. (2008). Η αλληλεπίδραση των μουσουλμανικών κοινοτήτων με τις λοιπές πληθυσμιακές ομάδες στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα: διατύπωση πολιτικών προώθησης της κοινωνικής συνοχής και εσωτερικής ασφάλειας. Ινστιτούτο Διεθνών οικονομικών Σχέσεων Γ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. < MUSLIMS%20COMMUNITIES%20INTERACTION%20WITH%20OTHER%20POPULATION%20GR OUPS%20IN%20EUROPE.pdf>. Ημερομηνία πρόσβασης: 29/11/2014. Κολώνας, Β. (1997). Αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου. Στο Λιόντης, Κ., Αφιέρωμα Αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης. Δημοσίευση στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/11/2014. Κουτσοθανάσης, Κ. (2014). Αστικοποίηση Προαστιοποίηση και Πόλη: Κοινωνιολογική και Κοινωνικοχωρική Ανάλυση της Διαχρονικής Εξέλιξης. Ερευνητική Εργασία. ΑΠΘ ΤΜΧΑ, Θεσσαλονίκη. Λαγαρίας, Α. (2013). Αστική εξάπλωση οι διαδικασίες αστικού μετασχηματισμού μέσα από τη μορφοκλασματική (fractal) γεωμετρία και τα μοντέλα προσομοίωσης. Διδακτορική Διατριβή. ΑΠΘ Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Θεσσαλονίκη. Λαλένης, Κ., Φραγκόπουλος, Ι., Κιοσσές, Ι. & Κηπουρός, Σ. (2012). Εθνο-Πολιτισμική Ετερότητα, Κοινωνικές Δομές Και Πολεοδομική Οργάνωση Στους Μειονοτικούς Οικισμούς Της Θράκης. Δημοσίευση στο περιοδικό «ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ». Τεύχος 20, σς < Ημερομηνία πρόσβασης: Λάμπος, Κ. (2013). Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης ( ). Ιστοσελίδα TVXS. < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/09/2014. Λαμπριανίδης, Λ. (2000). Οικονομική Γεωγραφία. (Ενδέκατη έκδοση) Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Λαμπριανίδης, Λ. & Χατζηπροκοπίου, Π. (2008). Μετανάστευση και κοινωνική αλλαγή στη Θεσσαλονίκη: Η ένταξη των μεταναστών και η νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα της πόλης. Στο Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ. & Παπαμίχος, Ν. (επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Λεοντίδου, Λ. (2007). Αγεωγράφητος Χώρα Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα Α.Ε. Λεοντίδου, Λ. (1989). Πόλεις της σιωπής: εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, Αθήνα: ΕΤΒΑ. Μαθιοπούλου, Μ. (2014). Θεσσαλονίκη: Η κρίση έφτασε και στις βίλες των high προαστίων. Δημοσίευση στην εφημερίδα «Δημοκρατία». 136

138 < Ημερομηνία πρόσβασης: Μαλούτας, Θ. (1996). Ανάδειξη της κοινωνικοεπαγγελματικής φυσιογνωμίας του αστικού χώρου. Μεθοδολογικός οδηγός και ένα παράδειγμα: Βόλος. Τόπος, σ Μαλούτας, Θ. (1998). Διερευνητικές μετρήσεις του κοινωνικού διαχωρισμού στις ελληνικές πόλεις. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 94/95, σ Μαλούτας, Θ. (2000). Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας. ΕΚΚΕ. Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Μαλούτας, Θ. & Οικονόμου, Δ. (1992). Κοινωνική δομή και πολεοδομική οργάνωση στην Αθήνα. Αθήνα: Εκδόσεις Παρατηρητής. Μαλούτας, Θ. (2013). Η υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας και οι επιλογές περιοχής κατοικίας από τα υψηλά και μεσαία στρώματα. Στο Μαλούτας, Θ., Κονδύλης, Γ., Πέτρου, Μ. & Σουλιώτης, Ν. (επιμ.) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα. Μάτσης, Α. (2014). Εργαλεία Γεωπληροφορικής και Πολεοδομίας στον εντοπισμό Βιώσιμων Αστικών Περιοχών. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης και των Τρικάλων. Διπλωματική εργασία. ΤΜΧΑ ΑΠΘ. Μιχαηλίδης, Γ. (2003). Μακροπρόθεσμες Τάσεις Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης και του Ευρύτερου Χώρου της. Σειρά Ερευνητικών Εργασιών. Τεύχος 9, σς Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Μιχαλόπουλος, Δ. (1999). Οι Εβραίοι της Ισπανίας και η ιερή Χερόνα. Δημοσίευση στην εφημερίδα «Το Βήμα». < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/11/2014. Μπαρμπόπουλος, Ν. (2002). Προς τη βιώσιμη κινητικότητα στην Ευρωπαϊκή πόλη Αποτίμηση πολιτικών και προσέγγιση μεθοδολογίας σχεδιασμού αστικών μεταφορών. Διδακτορική Διατριβή. ΕΜΠ ΤΑΤΜ. Αθήνα. Ναλμπάντης, Δ., Θεοδωρίδης, Π., Ευγενίδου, Δ. & Παπαζώτος, Θ. (1983). Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της. Περιοδικό Αρχαιολογία. Τεύχος 7 - σς Νικολαΐδου, Σ. (1993). Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης. Πανταζής, Π. (1995). Σχήματα Κοινωνικού Διαχωρισμού Η Περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Διπλωματική Εργασία. ΤΜΧΠΠΑ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σκαλιδάκης, Γ. (2010). Η αγροτική οικονομία και οι συνέπειες της Κατοχής. Ηλεκτρονική σελίδα «Ιστοριολόγιο». < Ημερομηνία πρόσβασης: 03/10/

139 Στεφανίδου-Τιβερίου, Θ. (2014). Ελληνιστική Περίοδος: Η ίδρυση της Θεσσαλονίκης (315 π.χ.). < Ημερομηνία πρόσβασης: 03/10/2014. Τερκενλή, Θ., Ιωσηφίδης, Θ. & Χωριανόπουλος, Ι. (2007). Ανθρωπογεωγραφία Άνθρωπος, κοινωνία και χώρος. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Τιβέριος, Μ. (1997). Η αρχαιολογία της Θεσσαλονίκης τους πρώτους επτά αιώνες της ζωής της. Δημοσίευση πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη. Αρχαιολογία και τέχνες (vol. 62). < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/09/2014. Τζάχος, Ε. (2008). Ελληνική Θεσσαλονίκη Η Μητρόπολη της Μακεδονίας. Από την ηλεκτρονική σελίδα «ΠΣ Θερμοπύλαι». < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/11/2014. Τριανταφυλλίδη, Μ. (2010). Το φαινόμενο της προαστιοποίησης στη Θεσσαλία: Τυπολογία κατοικίας και μορφολογία του αστικού ιστού στα προάστια των θεσσαλικών πόλεων. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΜΧΠΠΑ, Βόλος. Τσακιστράκη, Χ. (2007). Ξαναδιαβάζοντας τη "Διάκριση" του Bourdieu. Περιοδική Έκδοση Ανθρωπολογίας του Δικαίου «Εγχειρίδιον». < Ημερομηνία πρόσβασης: 03/11/2014. Τσουλουβής, Λ. (1984). Αξίες γης και οι επεκτάσεις του σχεδίου πόλης στις περιοχές αυθαιρέτων. Πρακτικά Συνεδρίου (26-29 Νοεμβρίου 1984). Στο Θέματα ανάπτυξης κτηματολογίου και πολιτικής γης, , τεύχος 2, Παρατηρητής. ΑΠΘ Τομέας Κτηματολογίου, Φωτογραμμετρίας και Χαρτογραφίας. Θεσσαλονίκη. < Ημερομηνία πρόσβασης: Φιλίστωρος, (Ι. Β. Δ) (2014). Η Άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς και οι επιπτώσεις της (29 Μαρτίου 1430). Ηλεκτρονικό περιοδικό «Θέματα Ελληνικής Ιστορίας». Από Βακαλόπουλος, Α. Ιστορία της Μακεδονίας Έκδοση 3 η. < Ημερομηνία πρόσβασης: στις 29/09/2014. Φραγκόπουλος, Ι. (2008). Για μια κοινωνικοχωρική προσέγγιση του χώρου της πόλης μέσα από το έργο των κλασικών: Marx, Weber, Durkheim. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 126, B 2008, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα. Φραγκόπουλος, Ι., Καταϊφτσή Α. & Λαμπρίδου Λ. (2012). Η εξέλιξη της «περιοχής των Εξοχών» από τα τέλη του 19 ου αιώνα μέχρι σήμερα: πρώιμος κοινωνικός διαχωρισμός, ανάδυση αστικών ελίτ και χώρος στην Θεσσαλονίκη. Πρακτικά 3ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Σεπτεμβρίου 2012, σς Βόλος. 138

140 Φραγκόπουλος, Ι., (2015). Ο χώρος ως αντικείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης: από τους κλασικούς στη Σχολή του Σικάγο και στην γαλλική μαρξιστική κοινωνιολογία της πόλης. Επετειακός Τόμος για τα 10 χρόνια του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Α.Π.Θ.. Θεσσαλονίκη: Ζήτης, υπό έκδοση. Χαστάογλου, Β. (2008). Νεωτερικότητα και μνήμη στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Στο Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ. & Παπαμίχος, Ν. (επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Χαστάογλου, Β. (1990). Πόλη και κοινωνική θεωρία. Σημειώσεις για το μάθημα Κοινωνιολογία της πόλης. ΑΠΘ, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη. Χριστοδούλου, Χ. (2008). Αστικοποίηση και χώροι κοινωνικού αποκλεισμού: εγκαταστάσεις κατοίκησης στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Couch, C., Leontidou, L. & Petschel-Held, G. (2007). Urban sprawl in Europe: Landscapes, Land-use change & policy. Oxford: Wiley-Blackwell Publishing. Davies, W.K.D. (1984). Factorial Ecology. Aldershot: Gower. Dear, M. (2002). Los Angeles and the Chicago School: Invitation to a Debate. Southern California Studies Center, University of Southern California. < Ημερομηνία πρόσβασης: Dear, M. & Wolch, J. (1989). The Power of Geography: How Territory Shapes Social Life. Boston: Unwin Hyman Publishing. Dahl, R.A. (1979). Σύγχρονη πολιτική ανάλυση. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Garreau, J. (1992). Edge City Life on the new frontier. New York: Originally published: New York, Doubleday. Foucault, Μ. (1980). Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings, Edited by Gordon, C. (tran. Gordon, C., Marshall, L., Mepham, J. & Soper, K.). New York: Pantheon Books. Frangopoulos, Ι., Dalakis, Ν. & Kourkouridis, D. (2007). The Submerged Sea Tunnel and the residents of Thessaloniki opinion on its consequences. A first approach (Η υποθαλάσσια αρτηρία και οι απόψεις των πολιτών της Θεσσαλονίκης για τις επιπτώσεις της στην πόλη. Μια πρώτη προσέγγιση). Proceedings of the International Conference Environmental management, Engineering, Planning and Economics, eds. Kungolos, Aravossis, Karagiannidis, Samaras, Thessaloniki,

141 Giddens, A. (2002). Κοινωνιολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg. Hamnett, C. (1984). Gentrification and the Residential Location Theory: A review and Assessment. Στο Herbert, D.T. & Johnston, R.J. (επιμ.) Geography and the Urban Environment: Progress in Research and Applications. Vol. 6: Harvey D. (2008). The right to the city. New Left Review 53. < Ημερομηνία πρόσβασης: Hospers, G.J. (2002). Beyond the Blue Banana? Structural Change in Europe's Geo- Economy. Proceedings of 42nd European Congress of the Regional Science Association, Dortmund, Germany. < Ημερομηνία πρόσβασης: Jackson, P. (1989). Maps of meaning. London: Unwin Hyman. Jacobs, J. & Fincher, R. (1998). Cities of Difference. The University of Edinburgh. Guilford, p Knox, P. & Pinch, S. (2009). Κοινωνική γεωγραφία των πόλεων. Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας. Lefebvre, H. (1968). Δικαίωμα στην πόλη: Χώρος και Πολιτική, (μτφρ. Τουρνικιώτης Π., Λωράν Κ.), Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Lefebvre, H. (2000). La production de l espace. Paris: Anthropos. Leontidou, L. (1990). The Mediterranean City in Transition: Social Change and Urban Development. Cambridge University Press. Ley, D. (1996). The New Middle Class and the Remanding of Central city. Oxford: Oxford University Press. Maloutas, T. (1993). Social segregation in Athens. Antipode, 25, 3, σ Marcuse, P. (2000). Cities in Quarters. Στο Bridges, G. & Watson, S. (επιμ.) Companion to the City. Oxford: Blackwell. McChesney Jill K. Clark Ronald, Munroe K. Darla, Irwin G. Elena (2005). Spatial characteristics of exurban settlement pattern in the United States. Paper prepared for the 52nd Annual North American Meetings of the Regional Science Association, Las Vegas, < Ημερομηνία πρόσβασης: Mieszkowski, P. & Mills, E. (1993). The causes of Metropolitan Suburbanization. in Journal of Economic Perspectives, Vol. 7, Nο 3 - Pages < Ημερομηνία πρόσβασης:

142 Miles, M. (1997). Art space and the city. Publick arts and urban futures. London: Routledge. Muller, P.O. (1981). Contemporary Suburban America. Englewood Cliffs: Prentice Hall. Mumford, L. (1940). The culture of cities. London: Secker and Warburg. Nehama, J. (1978). Histoire des Israelites de Salonique (t. VI, VII). Thessalonique: Communaute Israelite de Thessalonique. Nuissl, H. & Rink, D. (2005). The production of urban sprawl in eastern Germany as a phenomenon of post-socialist transformation. Cities, Vol. 22, No 2, p < Ημερομηνία πρόσβασης: Préteceille, Ε. (2007). Η κοινωνική κατασκευή του στεγαστικού διαχωρισμού: Συγκλίσεις και αποκλίσεις. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, vol. 122, σς Εκδόσεις Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Remy, J. (2004). Χώρος και Κοινωνιολογική Θεωρία. Προβληματική της Έρευνας. Μετάφραση Φραγκόπουλος, Ι. Σειρά ερευνητικών εργασιών, 10 (8): ), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΜΧΠΠΑ. Rybczynski, W. (1991). When Houses Bulked Out. posted at The Atlantic Online (February 1991). < Ημερομηνία πρόσβασης: Savage, M. & Warde, A. (2005). Αστική Κοινωνιολογία, Καπιταλισμός και Νεωτερικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης. Sklavounos, G. (1983). Transports et division social de l espace urbain. These de 3e cycle. Paris: Nanterre. Stevenson, D. (2007). Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Soja, E. (1995). Postmodern Cities and Spaces. Oxford: Blackwell. Soja, E. (1996). Thirdspace, journeys to Los Angeles and other real-and-imagined places. Oxford: Blackwell Publishers Ltd. Winchester, H.P.M. & White, P. (1988). The Location of Marginalised Groups in the Inner City. Environment and Planning D: Sosiety and Space 6. P Zukin. S. (1995). The cultures of Cities. Oxford: Blackwell Publishers. 141

143 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης (Α.Τ.Ε.Ι.Θ.) (2014). Η πόλη της Θεσσαλονίκης. < Ημερομηνία πρόσβασης: 29/09/2014. ΕΕ (2011). Πόλεις του αύριο Προκλήσεις, οράματα, η πορεία μπροστά. Περιφερειακή Πολιτική. < softomorrow_summary_el.pdf>. Ημερομηνία Πρόσβασης: 02/11/2014. European Environmental Agency (EEA) (2004). A European Environment Agency update on selected issues. Copenhagen. < Ημερομηνία πρόσβασης: European Environmental Agency (EEA) (2006), Urban Sprawl in Europe. The ignored challenge. Copenhagen. < ons&utm_medium=rssfeeds&utm_ca%20mpaign=generic>. Ημερομηνία πρόσβασης: Esri. < Ημερομηνία πρόσβασης: Πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Από την πόλη των μαχαλάδων και των εξεγέρσεων στην Ιπποδάμεια ρυμοτομία. < Ημερομηνία πρόσβασης: Socialpolicy.gr (2012). Προσεγγίζοντας την έννοια των κοινωνικών ανισοτήτων. < Ημερομηνία πρόσβασης: ΤΕΕ (2013). Η νέα Θεσσαλονίκη του Εμπράρ. Στο «Τεχνογράφημα». Τεύχος 455: 4-6. < EXNOGRAFHMA_455/TEXNO%20455%204_6_22.pdf>. Ημερομηνία πρόσβασης: Thessaloniki, Arts and Culture. < Ημερομηνία πρόσβασης: Wikipedia Βικιπαίδεια. < Ημερομηνία πρόσβασης: ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ dinfo.gr (2011). Μεγάλες πόλεις: Τότε και τώρα. < Ημερομηνία πρόσβασης:

144 Greekscapes. < Ημερομηνία πρόσβασης: MAPCO (Map And Plan Collection Online), London and Environs Maps and Views. < Ημερομηνία πρόσβασης: Panoramio. < =all>. Ημερομηνία Πρόσβασης: Peter Bacon Hales. Levittown: Documents of an Ideal American Suburb. < Ημερομηνία πρόσβασης: Shotter, J. (2013). Property: House prices play catch-up with levels in other European capitals. Financial Times. < Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Shutterstock. < Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Skyscrapercity.com. Suburban Europe. < Ημερομηνία πρόσβασης: Slum Cities and Cities with Slums. < Ημερομηνία πρόσβασης: Takis Ant (2013). Παράγκες και Παλάτια: Όταν η αθλιότητα συναντά την πολυτέλεια. «Το Αφηρημένο Blog». < Ημερομηνία πρόσβασης: ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ Αρχείο ΕΡΤ. Η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. Από τη σειρά Αρχαιολογικές Ξεναγήσεις. < Ημερομηνία πρόσβασης:

145 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΗΜΑΤΑ Σχήμα 1: Μοντέλο ομόκεντρων ζωνών του Burgess Πηγή: Νικολαΐδου, 1993: 185 Σχήμα 2: Υποθετική διάρθρωση χρήσεων του αστικού εδάφους στη βάση των ακτινωτών τομών του Hoyt Πηγή: Νικολαΐδου, 1993:

146 Σχήμα 3: Υποθετική διάρθρωση πόλεως στη βάση των πολλαπλών πυρήνων των C. D. Harris και E. L. Ullman. Πηγή: Νικολαΐδου, 1993: 187 ΧΑΡΤΕΣ Χάρτης 1: Μεταμορφώσεις του ιστορικού κέντρου: 1850, μέχρι το 1917, μετά από το 1917 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:

147 Χάρτης 4: Η Θεσσαλονίκη το 1916 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:115 Χάρτης 5: Η ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης το 1916 Πηγή: Greekscapes Χάρτης 6: Σχέδιο Εμπράρ για το σύνολο της πόλης το 1918 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:

148 Χάρτης 7: Σχέδιο της Θεσσαλονίκης 1929 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:126 Χάρτης 8: Αριστερά η εγκατάσταση των προσφύγων του και δεξιά η εγκατάσταση των πρόσφατα εισερχομένων οικονομικών μεταναστών Πηγή: Greekscapes 147

149 Χάρτης 9: Η αύξηση του πληθυσμού στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Με κόκκινο κύκλο η θέση των Μετεώρων Πηγή: Greekscapes 148

150 ΕΙΚΟΝΕΣ Εικόνα 1: Η εξέλιξη της πόλης κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:106 Εικόνα 2: Απεικόνιση της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1800 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:

151 Εικόνα 3: Η πιο παλιά φωτογραφία της Θεσσαλονίκης: Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture Εικόνα 4: Η αστική προκυμαία, το λιμάνι και η Δυτική Θεσσαλονίκη (πριν το 1912) Πηγή: Greekscapes Εικόνα 5: Η ανατολική περιοχή έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης (πριν το 1912) Πηγή: Greekscapes Εικόνα 6: Κεντρική περιοχή Γενικό πανόραμα Θεσσαλονίκης (πριν το 1912) Πηγή: Greekscapes 150

152 Εικόνα 7: Η πυρκαγιά του 1917 Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture Εικόνα 8: Η θέα από και προς τον λευκό πύργο αρχές 20 ου αιώνα Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture Εικόνα 9: Λεωφόρος Χαμιδιέ, η «Οδός των Ελληνίδων» - τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture 151

153 Εικόνα 10: Οδός Εξοχών - σημερινή οδός Βασ. Όλγας - τα πρώτα προάστια στα ανατολικά της πόλης Πηγή: Αγγελοπούλου, 2011 Εικόνα 11: Αριστερά η Αψίδα του Γαλέριου, δεξιά η πλ. Ελευθερίας, το Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture Εικόνα 12: Αριστερά η Ροτόντα, δεξιά ο Α. Δημήτριος, το Πηγή: Thessaloniki, Arts and Culture Εικόνα 13: Η Καλαμαριά το 1930, το 1945 και το Πηγή: Greekscapes 152

154 Εικόνα 14: Ανάμειξη δραστηριοτήτων του πρωτογενούς και τριτογενούς τομέα στη περιαστική περιοχή της Πυλαίας, 2005 Πηγή: Greekscapes Εικόνα 15: Η Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου Πηγή: Greekscapes 153

155 ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 1: Ορισμοί και χαρακτηριστικά της αστικής διάχυσης στη βιβλιογραφία Πηγή: Γεμενετζή, 2013:

156 Πίνακας 2: Τα βασικότερα πολεοδομικά γεγονότα στην εξέλιξη της Θεσσαλονίκης Πηγή : Πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Από την πόλη των μαχαλάδων και των εξεγέρσεων στην Ιπποδάμεια ρυμοτομία. < 155

157 Πίνακας 3: Πληθυσμιακές συγκρίσεις Θεσσαλονίκη με άλλες πόλεις Πηγή : Πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Από την πόλη των μαχαλάδων και των εξεγέρσεων στην Ιπποδάμεια ρυμοτομία. < Πίνακας 4: Εξέλιξη του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης Πηγή : Πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Από την πόλη των μαχαλάδων και των εξεγέρσεων στην Ιπποδάμεια ρυμοτομία. < 156

158 Πίνακας 5: Η εξέλιξη του πληθυσμού και της επιφάνειας της Θεσσαλονίκης από το 1800 έως το 2001 Πηγή: Καραδήμου - Γερόλυμπου, 2008:133 Πίνακας 6: Πληθυσμιακή εξέλιξη της Ελλάδας και των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, για το διάστημα 1907/ / ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ ΠΕ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Πίνακας 7: Ποσοστά πληθυσμιακής συμμετοχής των ΠΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης, ως προς το σύνολο της χώρας, για το διάστημα 1907/ / ΠΕ ΑΤΤΙΚΗΣ 7,21 12,65 16,51 15,30 18,07 24,22 31,91 34,60 34,35 34,31 35,40 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 5,20 5,20 5,94 5,84 6,03 6,38 8,10 8,95 9,23 9,65 10,27 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία Πίνακας 8: Πληθυσμιακή εξέλιξη του ΠΣΘ, της ΠΖΘ και της Λοιπής Περιοχής της ΠΕ Θεσσαλονίκης, για το διάστημα Π.Σ.Θ Π.Ζ.Θ ΛΟΙΠΗ ΠΕΡΙΟΧΗ Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Ιδία επεξεργασία 157

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου» ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Δ.Π.Μ.Σ. «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ-ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ» ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική ομάδα: Ελένη Ανδρικοπούλου, Γρηγόρης Καυκαλάς 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Πρόλογος 14

Περιεχόμενα. Πρόλογος 14 Περιεχόμενα Πρόλογος 14 Κεφάλαιο 1 Ιστορική εξέλιξη των πόλεων 17 1.1 Ορισμός της πόλης και βασικές έννοιες.................... 17 1.2 Η εξέλιξη των πόλεων............................... 21 1.3 Βασικές

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι κλασικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της επιλογής του τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα επίδρασης ορισμένων μεμονωμένων παραγόντων,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv 1. Πόλη και σχεδιασμός: oι βασικές συνιστώσες... 18 1.1 Αναγκαιότητα του χωρικού σχεδιασμού....18 1.2 Η ρύθμιση των χρήσεων γης...20 1.3

Διαβάστε περισσότερα

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία Αγροτική Κοινωνιολογία Θεματική ενότητα 1: Θεωρητική συγκρότηση της Αγροτικής Κοινωνιολογίας 1/3 Όνομα καθηγητή: Χαράλαμπος Κασίμης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικοί στόχοι Στόχος

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές Θεωρίες Αστικής Κοινωνιολογίας. Σημειώσεις της Μαρίας Βασιλείου

Βασικές Θεωρίες Αστικής Κοινωνιολογίας. Σημειώσεις της Μαρίας Βασιλείου Βασικές Θεωρίες Αστικής Κοινωνιολογίας Σημειώσεις της Μαρίας Βασιλείου Ηπόλη, όπως την αντιλαμβανόμαστε, είναι μια ιδέα του Διαφωτισμού Ο Ρομαντισμός την αμφισβήτησε Η Μετανεωτερικότητα την διαπραγματεύεται

Διαβάστε περισσότερα

Αστική Γεωγραφία Μοντέλα αστικής οικολογίας. Σαγιάς Ι., Επίκουρος Καθηγητής, Ε.Μ.Π.,

Αστική Γεωγραφία Μοντέλα αστικής οικολογίας. Σαγιάς Ι., Επίκουρος Καθηγητής, Ε.Μ.Π., Αστική Γεωγραφία Μοντέλα αστικής οικολογίας Σαγιάς Ι., Επίκουρος Καθηγητής, Ε.Μ.Π., isayas@mail.ntua.gr Άδεια χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Α τική δ τική ιάχυση ιάχ

Α τική δ τική ιάχυση ιάχ Αστική διάχυση Δρ. Δέσποινα Διμέλλη Ορισμοί Ως αστική διάχυση ορίζεται η διαδικασία της μεταβολής των ορίων μιας αστικής περιοχής με κύριο χαρακτηριστικό τη χαμηλή πυκνότητα των νέων περιοχών που δημιουργούνται

Διαβάστε περισσότερα

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Η πόλη και οι λειτουργίες της. Η πόλη και οι λειτουργίες της. Η έννοια του οικισµού. Τον αστικό χώρο χαρακτηρίζουν τα εξής δύο κύρια στοιχεία: 1. Το «κέλυφος», το οποίο αποτελείται από οικοδομικούς όγκους και τεχνικό εξοπλισμό συσσωρευμένους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΧΩΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ Ι. ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές επηρεάζουν τον χώρο. Ο Χώρος

Διαβάστε περισσότερα

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία Αγροτική Κοινωνιολογία Θεματική ενότητα 1: Θεωρητική συγκρότηση της Αγροτικής Κοινωνιολογίας 1/3 Όνομα καθηγητή: Χαράλαμπος Κασίμης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικοί στόχοι Στόχος

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. μεγάλες πόλεις ή της αύξησης του πληθυσμού που ζει σε αστικές περιοχές.

Η ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. μεγάλες πόλεις ή της αύξησης του πληθυσμού που ζει σε αστικές περιοχές. Η Αστικοποίηση: τάση συγκέντρωσης του πληθυσμού μιας χώρας στις μεγάλες πόλεις ή της αύξησης του πληθυσμού που ζει σε αστικές περιοχές. Αστυφιλία: η αγάπη προς την πόλη και η τάσης συγκέντρωσης των κατοίκων

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ: «Το φαινόµενο της αστικοποίησης στο ήµο Ζωγράφου» ΛΕΞΕΙΣ - ΚΛΕΙ ΙΑ: αστικοποίηση, φυσιογνωµία, µηχανισµοί, αλληλεπίδραση, υποβάθµιση

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ: «Το φαινόµενο της αστικοποίησης στο ήµο Ζωγράφου» ΛΕΞΕΙΣ - ΚΛΕΙ ΙΑ: αστικοποίηση, φυσιογνωµία, µηχανισµοί, αλληλεπίδραση, υποβάθµιση ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ: «Το φαινόµενο της αστικοποίησης στο ήµο Ζωγράφου» ΕΚΠΟΝΗΣΗ: ηµήτριος Στουρνάρας ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Σοφία Αυγερινού Κολώνια ΑΘΗΝΑ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006 ΛΕΞΕΙΣ - ΚΛΕΙ ΙΑ: αστικοποίηση, φυσιογνωµία,

Διαβάστε περισσότερα

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γέννηση της κοινωνιολογίας Εφαρμογή της κοινωνιολογικής φαντασίας Θεμελιωτές της κοινωνιολογίας (Κοντ, Μαρξ, Ντυρκέμ, Βέμπερ) Κοινωνιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ "ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΑΣΤΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΗ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική ομάδα: Ελένη Ανδρικοπούλου, Γρηγόρης Καυκαλάς 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01 ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο 2 0 1 3-2014 1 Α. ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΙΑ Δίκτυο οικισμών και

Διαβάστε περισσότερα

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου)

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ Στρατηγικό Σχέδιο για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης Υλοποίηση Σχεδίου ράσης Φόρουµ Κοινωνικού ιαλόγου ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. 4η Γραπτή Εργασία Ακαδημαϊκού Έτους

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. 4η Γραπτή Εργασία Ακαδημαϊκού Έτους Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 4η Γραπτή Εργασία Ακαδημαϊκού Έτους 2010-2011 Φοιτητής : Λιούμπας Ανδρέας

Διαβάστε περισσότερα

Η εξέλιξη της θεωρίας χωροθέτησης μέχρι το Β Παγκόσμιο πόλεμο.

Η εξέλιξη της θεωρίας χωροθέτησης μέχρι το Β Παγκόσμιο πόλεμο. ΘΕΩΡΙΕΣ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ Πρόκειται για ένα σύνολο θεωριών που προσπαθούν να αποτιμήσουν τη διαδικασία τοποθέτησης των οικονομικών δραστηριοτήτων στο χώρο. Η εξέλιξη της θεωρίας χωροθέτησης μέχρι το Β Παγκόσμιο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 15 1 ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 17 1.1 Διαστάσεις και παράμετροι διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών της τουριστικής ανάπτυξης 17 1.1.1 Χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης και διαδικασίες πρόσφατης αστικής αλλαγής

Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης και διαδικασίες πρόσφατης αστικής αλλαγής Θ Ε Ω Ρ Ι Ε Σ Γ Ι Α Τ Η Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Π Ο Λ Η ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ Μέρος Α: θεωρίες και όψεις των αστικών μεταλλαγών Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομική Ανάπτυξη. Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

Οικονομική Ανάπτυξη. Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών Οικονομική Ανάπτυξη Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού

Διαβάστε περισσότερα

«Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».

«Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». «Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Mάρω Ευαγγελίδου. Αρχιτέκτων - Πολεοδόμος/ Χωροτάκτης Αθήνα 21.11.13 Περιφέρεια Αττικής Ημερίδα με θέμα:

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική ομάδα: Ελένη Ανδρικοπούλου, Γρηγόρης Καυκαλάς 4 η Διάλεξη Α. Τέσσερα Σχέδια για τη Θεσσαλονίκη Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο (2008-2014)

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα) Ενότητα 1: Η Εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και οι μεταβολές

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗΣ : ανέπτυξε τη θεωρία περί «άνισης ανταλλαγής». Η θεωρία του αποτελεί μέρος μιας πιο λεπτομερούς ερμηνείας της μεταπολεμικής

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον Προγράμματα αστικής αναγέννησης και βιώσιμη ανάπτυξη. Ελληνικές και Βρετανικές εμπειρίες ΤΕΕ / ΤΚΜ ΣΕΜΠΧΠΑ Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧ ΟΛΗ Α Ρ Χ ΙΤ Ε Κ Τ Ο Ν ΩΝ Μ Η Χ Α Ν Ι Κ ΩΝ Τ Ο Μ Ε Α Σ Ι Ι Ι Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α - Ε Π Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Α Κ Α Ι Σ Χ Ε Δ Ι Α Σ Μ Ο Σ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008 ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008 ΠΑΛΟΓΟΥ ΣΟΦΙΑ / ΧΑΛΚΙΔΑ _ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΕΤΩΠΟ / ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΕΣ : ΒΑΪΟΥ ΝΤΙΝΑ _ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΤΟΥ ΑΛΕΚΑ «...Οι σημαντικότερες

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟ 5 ο Ακαδημαϊκό έτος 2016-2017 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Επιλέξετε τη σωστή από τις παρακάτω προτάσεις, θέτοντάς την σε κύκλο. 1. Το περιβάλλον γίνεται ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ α) όταν µέσα

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη και Διαχείριση του Αγροτικού Χώρου» Ενότητα 1: Θεωρία και Mέθοδος στη Mελέτη της Aγροτικής Kοινωνίας (2/4) 1ΔΩ

Διαβάστε περισσότερα

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γέννηση της κοινωνιολογίας Εφαρμογή της «κοινωνιολογικής φαντασίας» Θεμελιωτές της κοινωνιολογίας Η κοινωνιολογία σήμερα Χρησιμότητα της κοινωνιολογίας Η κοινωνιολογία γεννιέται

Διαβάστε περισσότερα

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΑΤΟ Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη 1. Κοινωνική ιάρθρωση, διαστρωµάτωση, ταξική σύνθεση Ερώτηση ανάπτυξης Nα προσδιορίσετε τους λόγους για τους οποίους οι συγγραφείς

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 8: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1 Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1 Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ) έχει τον μεγαλύτερο μόνιμο πληθυσμό (το 2001: 1.874.597 κατ.) και τον υψηλότερο ρυθμό αύξησής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ Η ΗΑΒΙΤΑΤ AGENDA ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τον Ιούνιο του 1996, στη Δεύτερη Παγκόσμια Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τους Ανθρώπινους Οικισμούς (HABITAT II) που πραγματοποιήθηκε στην

Διαβάστε περισσότερα

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Αγροτική Κοινωνιολογία Ενότητα 1 η : Εισαγωγή Μαρία Παρταλίδου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη και Διαχείριση του Αγροτικού Χώρου» Ενότητα 2: Αγροτική Κοινότητα και Αγροτικός Μετασχηματισμός (1/2) 2ΔΩ Διδάσκων:

Διαβάστε περισσότερα

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1, Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1, Ιούνιος 2008 Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ) έχει τον μεγαλύτερο μόνιμο πληθυσμό (το 2001: 1.874.597 κατ.) και τον υψηλότερο

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΕΛΕΝΗ ΜΑΙΣΤΡΟΥ 1 Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Η Περιφερειακή Επιστήμη. VII. Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ Η Περιφερειακή Επιστήμη. Τι είναι; Τι την συνέθεσε; ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι δυνατότητες της περιφερειακής οικονομικής ανάλυσης είναι περιορισμένες. Η φύση των προβλημάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κατάλογος Εικόνων...XIII Κατάλογος Σχημάτων...XV Κατάλογος Πλαισίων...XIX Κατάλογος Πινάκων...XXII Βιβλιογραφικές Αναφορές...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κατάλογος Εικόνων...XIII Κατάλογος Σχημάτων...XV Κατάλογος Πλαισίων...XIX Κατάλογος Πινάκων...XXII Βιβλιογραφικές Αναφορές... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κατάλογος Εικόνων....XIII Κατάλογος Σχημάτων....XV Κατάλογος Πλαισίων....XIX Κατάλογος Πινάκων....XXII Βιβλιογραφικές Αναφορές.... XXIV Βιογραφικά Σημειώματα Συγγραφέων.... XXV Πρόλογος και

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Οι πόλεις δεν έχουν το ίδιο μέγεθος, αλλά όσο αυξάνεται ο πληθυσμός των πόλεων τόσο μειώνεται ο αριθμός τους. Οι οικισμοί βρίσκονται σε συνεχείς σχέσεις αλληλεξάρτησης, οι οποίες μεταβάλλονται με το χρόνο

Διαβάστε περισσότερα

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000) Ημερίδα Τ.Ε.Ε. / 11 Φεβρουαρίου 2010 Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν Ομότιμος Καθηγητής Ε.Μ.Π. Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την περιοχή του Ελαιώνα (δεκαετία του 1990)

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ Ο ρόλος της Δια βίου Μάθησης στην καταπολέμηση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Τοζήτηματωνκοινωνικώνανισοτήτωνστηνεκπαίδευσηαποτελείένα

Διαβάστε περισσότερα

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας Ηγεσία και Διοικηση Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας 1. Η έννοια της αποτελεσματικής ηγεσίας Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως η έννοια της ηγεσίας δεν είναι ταυτόσημη με τις έννοιες της

Διαβάστε περισσότερα

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες Θεωρητικό πλαίσιο και ανάλυση αποτελεσμάτων της πανελλαδικής ποσοτικής έρευνας VPRC Φεβρουάριος 2007 13106 / Διάγραμμα 1 Γενικοί

Διαβάστε περισσότερα

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος 2 ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ Η ανάπτυξη των Λαχανοκήπων και της ευρύτερης περιοχής Α. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού

Διαβάστε περισσότερα

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π. ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.. στο Βιώσιμη Ανάπτυξη με την Περιβαλλοντική Αγωγή, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας, Μεσολόγγι, 1997, σελ. 180-201 Ο γεωγραφικός χώρος

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Το φαινόμενο της αστικής εξάπλωσης και η συνακόλουθη μείωση των φυσικών περιβαλλοντικών ενοτήτων -

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Αστικά και περιφερειακά οικονομικά υποδείγματα και μέθοδοι... 37

Περιεχόμενα. Αστικά και περιφερειακά οικονομικά υποδείγματα και μέθοδοι... 37 Περιεχόμενα Εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή, Δημήτρης Σκούρας....................... 23 Εισαγωγή................................................................................ 25 Η λογική και η οργάνωση

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Συγκρουσιακές Θεωρήσεις Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 5ο (σελ. 128 136) Οι θέσεις του Althusser Οι θέσεις του Gramsci 2 Karl Marx (1818-1883)

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία Αγροτική Κοινωνιολογία Θεματική ενότητα 3: Η αγροτική κοινότητα 2/3 Όνομα καθηγητή: Χαράλαμπος Κασίμης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικοί στόχοι Στόχος εδώ είναι να παρουσιαστεί το

Διαβάστε περισσότερα

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Η πόλη ως καταλύτης για ένα αειφόρο πρότυπο ανάπτυξης Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Διαπιστώσεις Πού ζούμε ; Ο χάρτης αναπαριστά τη συγκέντρωση πληθυσμού

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων 1 Η «σύγχρονη» έννοια της ανάπτυξης Στηρίζεται στην βασική παραδοχή της αειφορίας, που επιτάσεις την στενή σχέση

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου.

Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου. Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου. Επιβλέπων Καθηγητής: Ε. Μαυρικάκης Ομάδα Έ Χαριτάκη Χαρά Ξενάκη Μαρία Παπαδημητράκη Αρετή Πετράκη Κατερίνα Πιτσικάκη Σοφία Ο ρόλος και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ» ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (RSAI, ERSA) Οικονομική Κρίση και Πολιτικές Ανάπτυξης και Συνοχής 10ο Τακτικό Επιστημονικό

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν Τ Ο Μ Ε Α Σ Π Ο Λ Ε Ο Δ Ο Μ Ι Α Σ Κ Α Ι Χ Ω Ρ Ο Τ Α Ξ Ι Α Σ Πατησίων 42, 10682 Αθήνα τηλ. 30(1) 772 3818

Διαβάστε περισσότερα

Τα πρότυπα ανάπτυξης των πόλεων στην Ελλάδα

Τα πρότυπα ανάπτυξης των πόλεων στην Ελλάδα Τα πρότυπα ανάπτυξης των πόλεων στην Ελλάδα Η ουσιαστική ανάπτυξη των πόλεων στην Ελλάδα άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του 50. Ενωρίτερα της περιόδου αυτής οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δεν ευνοούσαν

Διαβάστε περισσότερα

Εξέλιξη του λιανικού εμπορίου. Προς νέες κεντρικότητες στον αστικό χώρο.

Εξέλιξη του λιανικού εμπορίου. Προς νέες κεντρικότητες στον αστικό χώρο. Εξέλιξη του λιανικού εμπορίου. Προς νέες κεντρικότητες στον αστικό χώρο. Βάλια Αρανίτου, ΙΝΕΜΥ, Πανεπιστήμιο Κρήτης Ιων Σαγιάς, ΕΜΠ ΟΡΣΑ-ΕΣΕΕ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΗ. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Βεμπεριανές απόψεις για την Εκπαίδευση Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 12ο (σελ. 274 282) 2 Max Weber (1864 1920) Βεμπεριανές απόψεις για

Διαβάστε περισσότερα

Ειδικά Θέματα Αγροτικής Κοινωνιολογίας

Ειδικά Θέματα Αγροτικής Κοινωνιολογίας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ειδικά Θέματα Αγροτικής Κοινωνιολογίας Ενότητα 2 η : Μεταβαλλόμενη ύπαιθρος & Αγροτική Κοινωνία Μαρία Παρταλίδου Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου Η χρησιμότητα του μαθήματος Η κατανόηση του «σκηνικού» πίσω από τη διαμόρφωση της

Διαβάστε περισσότερα

Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη

Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη Ενοίκιο r ανά m 2 Μ Α Κέντρο της πόλης Καμπύλη ενοικίου των νέων σε ηλικία με υψηλά εισοδήματα Β d 2

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον Προγράμματα αστικής αναγέννησης και βιώσιμη ανάπτυξη. Ελληνικές και Βρετανικές εμπειρίες ΤΕΕ / ΤΚΜ ΣΕΜΠΧΠΑ Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μ.Ν. Ντυκέν, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. Ε. Αναστασίου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. ΔΙΑΛΕΞΗ 02 ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Βόλος, 2016-2017 1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ (Descriptive)

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης Μοντελοποίηση και βελτιστοποίηση του ενεργειακού συστήματος με την χρήση κατανεμημένης παραγωγής και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. H τεχνολογική διάσταση Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΠΟΛΗ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΠΟΛΗ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Τ Μ Η Μ Α Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν Τ Ο Μ Ε Α Σ Π Ο Λ Ε Ο Δ Ο Μ Ι Α Σ Κ Α Ι Χ Ω Ρ Ο Τ Α Ξ Ι Α Σ ΟΔΟΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ 42 ΤΚ: 106 82 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

Το αστικό σύστημα / οικιστικό δίκτυο

Το αστικό σύστημα / οικιστικό δίκτυο ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 7α Οι μεταλλαγές

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152) Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152) Το Τμήμα: Το Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης ιδρύθηκε το 1989 με αρχική ονομασία «Τμήμα Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης». Ανήκει στην ομάδα

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ 1 Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ 2 Τα εργαλεία ανάγνωσης της ταυτότητας της πόλης. Τα εργαλεία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΟΝΙΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ ) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η Ευρώπη επενδύει στις Αγροτικές περιοχές ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2014-2020 (ΠΑΑ 2014-2020) ΜΕΤΡΟ

Διαβάστε περισσότερα

228 Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Βόλος)

228 Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Βόλος) 228 Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Βόλος) Σκοπός Το Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης προσανατολίζεται στην αντιμετώπιση των

Διαβάστε περισσότερα

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες «Χωρικές, Οικονομικές, Κοινωνικές και Περιβαλλοντικές Διαστάσεις της Ανάπτυξης και του Σχεδιασμού» Διδάσκων: Ι. Σαγιάς, Επίκουρος Καθηγητής

Διαβάστε περισσότερα

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος. Δρ. Νίκος Μεταξίδης Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος Δρ. Νίκος Μεταξίδης nmetaxides@gmail.com 1.α. Η κοινωνική ζωή εγγράφεται στο χώρο. Ο χώρος που μας περιβάλει δεν είναι ομοιογενής και δε μένει σταθερός στο χρόνο. Η γεωγραφία

Διαβάστε περισσότερα

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Πηγή: Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και

Διαβάστε περισσότερα

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009 ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΔΠΜΣ: Αρχιτεκτονική - Σχεδιασμός του Χώρου Κατεύθυνση: Πολεοδομία Χωροταξία Μάθημα:Περιβαλλοντικές συνιστώσες του σχεδιασμού και της οικιστικής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ Εισαγωγή Μέρος Πρώτο: Αστικά και Περιφερειακά Οικονομικά Υποδείγματα και Μέθοδοι ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Χωροθέτηση δραστηριοτήτων: η χωροθέτηση της επιχείρησης στη θεωρία 1. 1 Εισαγωγή 1.2 Κλασικά και νεοκλασικά υποδείγματα

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών Μακρο-οικονομική: Εισαγωγή στην Μακροοικονομία Διδάσκων: Μποζίνης Η. Αθανάσιος Οικονομική παγκοσμιοποίηση και άνιση ανάπτυξη Οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ. 2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες Έχει παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη της σηµασίας του όρου "διοίκηση ή management επιχειρήσεων", ακόµη κι από άτοµα που

Διαβάστε περισσότερα

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η στην έκθεσή της με θέμα περιγράφει πώς με την πρόοδο της ανάπτυξης, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για: Κοινωνικο κεντρικούς λόγους (ικανοποίηση ανθρώπινων προσδοκιών και φιλοδοξιών).

Διαβάστε περισσότερα

2Σ6 01 και 2Σ6 11 Χειµερινό Εξάµηνο 2Σ6 02 και 2Σ6 12 Εαρινό Εξάµηνο. Σχεδιασµού (και ) Ε. Ανδρικοπούλου, Γ.

2Σ6 01 και 2Σ6 11 Χειµερινό Εξάµηνο 2Σ6 02 και 2Σ6 12 Εαρινό Εξάµηνο. Σχεδιασµού (και ) Ε. Ανδρικοπούλου, Γ. 2Σ6 01 και 2Σ6 11 Χειµερινό Εξάµηνο 2Σ6 02 και 2Σ6 12 Εαρινό Εξάµηνο Εκτεταµένο Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασµού 2012-13 (και 2013-14) Ε. Ανδρικοπούλου, Γ. Καυκαλάς Εκπαιδευτικοί στόχοι του µαθήµατος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ 7 ο ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011-2012 ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Σ. ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑ, ΛΕΚΤΟΡΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ 8 - ΕΜΒΑΘΥΝΣΕΙΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Θ.ΠΑΓΩΝΗΣ, Ε.ΜΙΧΑ ΣΠΟΥΔ. ΟΜΑΔΑ: Β.ΧΑΤΖΗΚΟΥΤΟΥΛΗ, Ε.ΝΕΟΦΥΤΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ 8 - ΕΜΒΑΘΥΝΣΕΙΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Θ.ΠΑΓΩΝΗΣ, Ε.ΜΙΧΑ ΣΠΟΥΔ. ΟΜΑΔΑ: Β.ΧΑΤΖΗΚΟΥΤΟΥΛΗ, Ε.ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ 8 - ΕΜΒΑΘΥΝΣΕΙΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Θ.ΠΑΓΩΝΗΣ, Ε.ΜΙΧΑ ΣΠΟΥΔ. ΟΜΑΔΑ: Β.ΧΑΤΖΗΚΟΥΤΟΥΛΗ, Ε.ΝΕΟΦΥΤΟΥ H ΠΟΛΗ ΩΣ ΜΕΣΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ Πολιτιστικές υποδομές αρχιτεκτονικά έργα μεγάλης

Διαβάστε περισσότερα

Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα

Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα Δρ Δημήτριος Γκότζος Οι διαφάνειες αποτελούν προϊόν μελέτης και αποδελτίωσης του Χριστοδούλου, Α. (2012). Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21 ου αιώνα,

Διαβάστε περισσότερα

Φόρουµ ΙΙΙ: Κοινωνική ικαιοσύνη και Συνοχή Οµάδα εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου.

Φόρουµ ΙΙΙ: Κοινωνική ικαιοσύνη και Συνοχή Οµάδα εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου. Φόρουµ ΙΙΙ: Κοινωνική ικαιοσύνη και Συνοχή Οµάδα εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου. Εισηγητής: Καθ. Ν. Παπαµίχος, Τοµέας Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης,

Διαβάστε περισσότερα

Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης και Σχεδιασμός Χρήσεων Γης

Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης και Σχεδιασμός Χρήσεων Γης ΤΟΜΕΑΣ ΙΙ: Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Διεργασιών και Συστημάτων Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης και Σχεδιασμός Χρήσεων Γης Ι. Ζιώμας, Καθηγητής ΕΜΠ Αντικείμενο Η ανάπτυξη μεθοδολογίας λήψης

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3: Αειφορική γεωργία και ανάπτυξη Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός του βιβλίου είναι η κατανόηση του τρόπου παραγωγής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Προς αυτή την κατεύθυνση, εξετάζει τις κεντρικές έννοιες καθώς και τις κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις

Διαβάστε περισσότερα

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος «γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος 2009-2010 «ηοργανωμένηδόμησηστοελληνικόαστικότοπίο» φοιτήτρια:

Διαβάστε περισσότερα

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου Ένα πρόβλημα που μας αφορά όλους Το φαινόμενο της φτώχειας παραμένει κυρίαρχο στις σύγχρονες κοινωνίες

Διαβάστε περισσότερα

Δελτίο Τύπου. «Εξαμηνιαία έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ για την αποτύπωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις κεντρικές εμπορικές αγορές»

Δελτίο Τύπου. «Εξαμηνιαία έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ για την αποτύπωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις κεντρικές εμπορικές αγορές» Αθήνα, 13 Απριλίου 2016 Δελτίο Τύπου «Εξαμηνιαία έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ για την αποτύπωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις κεντρικές εμπορικές αγορές» Η έρευνα καταγραφής των επιχειρήσεων σε επιλεγμένες

Διαβάστε περισσότερα