ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ. Η γραμματική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα στη νέα ελληνική.

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ. Η γραμματική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα στη νέα ελληνική."

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος στην «Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία» με θέμα: Η γραμματική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα στη νέα ελληνική. Θεωρία και εφαρμογή στη Λεξικογραφία και τη Διδακτική της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ Συμβουλευτική επιτροπή: Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Παναγιώτα Κυριακοπούλου Μελίτα Σταύρου-Σηφάκη ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Αικατερίνη Αλεξανδρή Τίτλος διδακτορικής διατριβής: Η γραμματική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα στη νέα ελληνική. Θεωρία και εφαρμογή στη Λεξικογραφία και τη Διδακτική της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας Μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής: Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Παναγιώτα Κυριακοπούλου Μελίτα Σταύρου-Σηφάκη Μέλη της εξεταστικής επιτροπής: Φρειδερίκος Βαλετόπουλος Ζωή Γαβριηλίδου Παρασκευή Θώμου Δέσποινα Παπαδοπούλου ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

3 Ευχαριστίες Από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην επόπτρια της συγκεκριμένης διατριβής, ομότιμη καθηγήτρια Γλωσσολογίας Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, για την αμέριστη και πολύπλευρη συμπαράστασή της σε κάθε στάδιο των σπουδών μου ήδη από το προπτυχιακό επίπεδο, για τη διάθεσή της να συζητά μαζί μου τόσο επιστημονικά όσο και πρακτικά ζητήματα, για το σχεδόν μητρικό νοιάξιμό της, και κυρίως για την ξεχωριστή επιστημονική καθοδήγησή της η οποία κέντρισε το ενδιαφέρον μου και με βοήθησε να το διατηρήσω ως το τελευταίο λεπτό της συγγραφής της εργασίας. Τις ευχαριστίες μου θα ήθελα, επίσης, να εκφράσω και στα άλλα δύο μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής μου, την αναπληρώτρια καθηγήτρια Τίτα Κυριακοπούλου, του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., και την καθηγήτρια Γλωσσολογίας Α.Π.Θ. Μελίτα Σταύρου-Σηφάκη, οι οποίες μου προσέφεραν απλόχερα τις συμβουλές τους και ανταποκρίθηκαν με προθυμία σε κάθε μου αίτημα. Ευχαριστώ επίσης τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, τον κ. Φρειδερίκο Βαλετόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Poitiers στη Γαλλία, την κ. Ζωή Γαβριηλίδου, καθηγήτρια στο Δ.Π.Θ., την κ. Βιβή Θώμου, λέκτορα του ΠΤΔΕ Κρήτης και την κ. Δέσποινα Παπαδοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Α.Π.Θ., για τη θετική ματιά και τις πολύτιμες υποδείξεις τους, οι οποίες συνέβαλαν στη βελτίωση της παρούσας διατριβής. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την κ. Δέσποινα Παπαδοπούλου, για την κριτική ανάγνωση του κεφαλαίου της Διδακτικής και την ουσιαστική καθοδήγησή της στην κωδικοποίηση και επεξεργασία των δεδομένων που προέκυψαν από τα πειράματα της έρευνάς μου. Συμπαραστάτες σε αυτή την προσπάθεια υπήρξαν και καθηγητές άλλων Πανεπιστημίων. Ευχαριστώ ιδιαίτερα την Annie Mollard-Desfour, συνεργάτιδα γλωσσολόγο του CNRS και των Πανεπιστημίων Paris ΧΙΙΙ και Cergy-Pontoise, αλλά και πρόεδρο του Centre Français de la Couleur, για τη συμπαράσταση τόσο ηθική όσο και πρακτική, με την ευγενική παραχώρηση κειμένων της αλλά και τις χρωματικές συζητήσεις και κοινές αναζητήσεις μας τα τελευταία έξι χρόνια. Ευχαριστώ τον Salah Mejri, καθηγητή και πρόεδρο του LDI (Lexiques-Dictionnaires-Informatique) του Université Paris ΧΙΙΙ, για τη συνεπίβλεψη στην εργασία μου, τη βιβλιογραφία που μου παρείχε αυτός και οι συνεργάτες του αλλά και για τη φιλοξενία του στο Université Paris i

4 ΧΙΙΙ. Ευχαριστώ τον Christian Molinier, καθηγητή του Πανεπιστημίου Toulouse-Le Mirail, και τον Antonio Fábregas, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Tromsø, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν παραχωρώντας μου τις τότε ανέκδοτες εργασίες τους για τα χρώματα. Ένα θερμό ευχαριστώ στον κ. Γεώργιο Κοτζόγλου, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για τις συζητήσεις μας ως προς τη γραμματική κατηγορία των ΟΔΧ. Επίσης, ευχαριστώ τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Διονύση Γούτσο, που μου παρείχε πρόσβαση στο Σώμα Ελληνικών Κειμένων πριν τη δημοσιοποίησή του και το χρόνο που μου αφιέρωσε στη φάση αναζήτησης των χρωματικών όρων στο ΣΕΚ. Τέλος, ευχαριστώ τη Ζωή Γαβριηλίδου, καθηγήτρια του Δ.Π.Θ., και την Cristina Cacciari, καθηγήτρια του Università degli Studi di Modena e Reggio Emilia, για την άμεση ανταπόκρισή τους όταν δεν είχα πρόσβαση σε κάποια άρθρα τους. Ένα θερμό ευχαριστώ οφείλω ακόμη στη Δρ. Ρίτα Ζάγκα, που μου παρείχε με προθυμία κείμενά της αλλά και στους συναδέλφους στο Σχολείο Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΣΝΕΓ). Συγκεκριμένα, στην Βασιλική Φούφη που με μύησε στο χώρο του Unitex λύνοντας πρόθυμα όλες τις απορίες μου, στον Νίκο Αμβράζη για την ηθική συμπαράσταση και τα χρήσιμα σχόλιά του, και στις Μαρία Καπουρκατσίδου και Γεωργία Νικολάου, για τη στήριξή τους κατά την εκπόνηση του πειράματος στους σπουδαστές του ΣΝΕΓ. Την τελευταία την ευχαριστώ επιπλέον για το ότι μου παραχώρησε πριν δημοσιευτεί το άρθρο της που αφορά την κλίση των επιθέτων, για το οποίο μου παρείχε σχετικές διευκρινίσεις. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω ακόμη όλο το διοικητικό προσωπικό του Τμήματος Φιλολογίας, και κυρίως την κλητήρα Βαγγελιώ Στόικου για τη συνεχή στήριξή της σε όλα τα στάδια των σπουδών μου. Επιλέον, ευχαριστώ την υπεύθυνη του Β κύκλου σπουδών Νίτσα Θεοδοσιάδου, τη γραμματέα του Τομέα Γλωσσολογίας Θάλεια Μπουχουρούδη και την υπεύθυνη του Σπουδαστηρίου Γλωσσολογίας Ελένη Δότα, για τη θετική τους ενέργεια και τη διάθεσή τους να με εξυπηρετήσουν. Βεβαίως, νιώθω την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους τους σπουδαστές του ΣΝΕΓ αλλά και τους φυσικούς ομιλητές που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της έρευνας της παρούσας εργασίας. Ένα ευχαριστώ είναι λίγο για τους γονείς και την αδερφή μου, οι οποίοι υποστηρίζουν με ζέση κάθε μου επιλογή και είναι πάντα εκεί στα εύκολα και τα δύσκολα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον σύζυγό μου Στάθη για την υπομονή και την κατανόησή του και την κόρη μου Ολυάννα, η οποία μου έδωσε την έμπνευση και τη διάθεση να συνεχίσω και να ολοκληρώσω τη διατριβή μου. ii

5 iii Στους γονείς μου

6 iv

7 Πίνακας περιεχομένων Ευχαριστίες... i Συντομογραφίες... xiii Σύμβολα... xiii Πρόλογος... 1 Κεφάλαιο 1. Επισκόπηση της βιβλιογραφίας Εισαγωγή Η αντίληψη και η ονομασία των χρωμάτων Η αντίθεση ανάμεσα στη φυσική και τη γλωσσολογική κατηγοριοποίηση του χρώματος Η εξέλιξη της μελέτης των χρωματικών όρων Η διάκριση των χρωματικών όρων Τα όρια των χρωματικών όρων Εστιακά χρώματα ή Βασικοί Χρωματικοί Όροι (ΒΧΟ) Κριτήρια για την ανάδειξη των «βασικών χρωματικών όρων» Πρότυπα Κριτική της υπόθεσης της καθολικότητας Αναδόμηση του συστήματος των Berlin & Kay Οι βασικοί χρωματικοί όροι για τα ελληνικά Για τα αρχαία ελληνικά Για τα νέα ελληνικά Η έρευνα Στόχοι της έρευνας Μεθοδολογία και υλικό - Το corpus Οριοθέτηση του θέματος - Κριτήρια επιλογής των χρωματικών όρων Ανακεφαλαίωση Κεφάλαιο 2. Μορφολογία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα Εισαγωγή Η γραμματική κατηγορία των ΟΔΧ v

8 2.2. Κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Περιβάλλοντα εμφάνισης των ΟΔΧ Η μορφή των ΟΔΧ Οι τροποποιητές Τα δάνεια Κατηγοριοποίηση δανείων Κλίση Ουσιαστικά Επίθετα Κατασκευή λέξεων: Παραγωγή Εισαγωγή Παράγωγα ουσιαστικά Παράγωγα επίθετα Προθηματική παραγωγή Τροποποιητές διαβάθμισης Κατασκευή λέξεων: Σύνθεση Εισαγωγή Μονολεκτικά σύνθετα Πολυλεκτικά σύνθετα Παγιωμένες εκφράσεις Κριτήρια διαπίστωσης της λεξικοποίησης των σύνθετων λέξεων Ιδιαιτερότητες στη σύνθεση των ΟΔΧ α. ΕΔΧ με κλασικούς τροποποιητές β. Προσεγγιστικά ΕΔΧ με ΟΔΧ γ. Σημασιολογικά πρωτογενή ΕΔΧ σε συνδυασμό με το μαύρο ή το άσπρο/λευκό δ. Αποδεκτοί ή μη αποδεκτοί συνδυασμοί ΕΔΧ+Ο Ανακεφαλαίωση vi

9 Κεφάλαιο 3. Σύνταξη των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα Εισαγωγή Θεωρητικό πλαίσιο Κατηγοριοποίηση των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα α' μέρος α. Τα κατηγορηματικά επίθετα β. Τα ταξινομικά επίθετα γ. Τα επίθετα τροποποιητές δ. Τα επίθετα περιοριστικοί τροποποιητές Κατηγοριοποίηση των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα β' μέρος Τα παράγωγα ΕΔΧ ως τροποποιητές Οι ιδιότητες των ΕΔΧ τροπ Ουσιαστικοποίηση Συμφωνία γένους-αριθμού των ΕΔΧ Θέση των ΕΔΧ σε σχέση με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό Η σειρά εμφάνισης των ΕΔΧ Διαβάθμιση των ΕΔΧ σε πολυλεκτικά σύνθετα όπου ο ένας όρος είναι ΕΔΧ Ανακεφαλαίωση Κεφάλαιο 4. Σημασιολογία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα Εισαγωγή Θεωρητικά ζητήματα Το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων Σημασιολογική κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Τα συνταγματικά χαρακτηριστικά των ΕΔΧ Το χαρακτηριστικό [± λόγιο] Γειτονικές αποχρώσεις Διαβάθμιση Διατεμνόμενα ΕΔΧ Τα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα Οι τάξεις αντικειμένων στη σημασιολογία Οι μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις Εισαγωγή vii

10 Θεωρητικό πλαίσιο Κυριολεξία vs. μη κυριολεξία Οι μεταφορικές εκφράσεις με ΟΔΧ Νεολογισμοί Τα χρώματα στη διαφήμιση Ανακεφαλαίωση Κεφάλαιο 5. Γενικό και ειδικό λεξιλόγιο. Λεξικογράφηση της Ορολογίας Εισαγωγή Θεωρητικό πλαίσιο Γενικό λεξιλόγιο Ειδικό λεξιλόγιο Η λεξικογράφηση της ορολογίας Πολιτική επιλογής λημμάτων Πρότυπο λεξικού χρωματικών όρων Το υλικό - τα αριθμητικά δεδομένα Ανακεφαλαίωση Κεφάλαιο 6: Αυτόματη επεξεργασία των ΟΔΧ Εισαγωγή Θεωρητικό πλαίσιο Συστήματα αυτόματης ανάλυσης Ηλεκτρονικά λεξικά Τα δεδομένα Αναλυτής κειμένων Unitex Ο φορμαλισμός DELA Κλίση των σύνθετων λέξεων Τα κλιτικά διανύσματα των σύνθετων χρωματικών όρων Οι γράφοι Στατιστικά αποτελέσματα χρήσιμα συμπεράσματα Ανακεφαλαίωση viii

11 Κεφάλαιο 7. Η Διδακτική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα: Εφαρμογή στη διδασκαλία της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας Εισαγωγή Στόχος της εφαρμογής Θεωρητικό πλαίσιο Μεθοδολογία Η εφαρμογή Υποθέσεις της έρευνας Αποτελέσματα της έρευνας Ερώτημα α Ερώτημα β Ερώτημα γ Ερώτημα δα Ερώτημα δβ Ερώτημα δγ Συμπεράσματα Ανακεφαλαίωση Επίλογος Βιβλιογραφία Ξενόγλωσσες αναφορές Ελληνόγλωσσες αναφορές Λεξικά Εγκυκλοπαίδειες Γραμματικές ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ) Στα όρια συγχρονίας διαχρονίας ) Νεολογισμοί ) Ενδεικτικός πίνακας ειδικών χρωματικών όρων που χρησιμοποιούνται στη ζωγραφική ) Αυτόματη κλίση των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων ix

12 Α) Κλιτικά διανύσματα (ενδεικτικά) Β) Απόσπασμα λεξικού των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων: ) Ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διδακτική εφαρμογή ) Ασκήσεις για τη διδασκαλία της μεταφοράς ) Άσκηση για την εμπέδωση των αποχρώσεων ) Αποτελέσματα της έρευνας στη διδασκαλία των ΟΔΧ - Θηκογράμματα x

13 Περιεχόμενα πινάκων Πίνακας 1: Η κλίση των ουσιαστικών Πίνακας 2: Η κλίση των επιθέτων Πίνακας 3: Ουσιαστικά από βάση ουσιαστικό Πίνακας 4: Ουσιαστικά από βάση επίθετο Πίνακας 5: Επίθετα από βάση ουσιαστικό Πίνακας 6: Επίθετα από βάση επίθετο Πίνακας 7: Παραγωγικά προθήματα Πίνακας 8: Τροποποιητές Πίνακας 9: ΕΔΧ ανάλογα με το προδιοριζόμενο Πίνακας 10: Χρωματικοί όροι που εμφανίζονται σε πολυλεκτικά σύνθετα Πίνακας 11: Τομείς χρήσης όπου εμφανίζονται οι πολυλεκτικά σύνθετοι χρωματικοί όροι Πίνακας 12: Αντικείμενα αναφοράς των χρωματικών όρων Πίνακας 13: Ειδικές περιοχές εμφάνισης των ειδικών όρων Πίνακας 14: Οι κλιτικές τάξεις του λεξικού μας Πίνακας 15: Η εμφάνιση του κόκκινου στις τρεις θεματικές Πίνακας 16: Δημογραφικά χαρακτηριστικά Πίνακας 17: Η κατανομή των ωρών της διδακτικής εφαρμογής Πίνακας 18: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία α Πίνακας 19: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία β Πίνακας 20: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία γ Πίνακας 21: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία δα Πίνακας 22: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία δγ Πίνακας 23: Επιλογή νεολογισμών Πίνακας 24: Οι ειδικοί χρωματικοί όροι στη ζωγραφική Πίνακας 25: Ερωτηματολόγιο Πίνακας 26: Ερωτηματολόγιο Περιεχόμενα γραφημάτων Γράφημα 1: ΚΤ ουσιαστικών Γράφημα 2: Η κλίση των επιθέτων Γράφημα 3: Συχνότητα χρήσης των κλιτικών διανυσμάτων Γράφημα 4: Γράφοι των σύνθετων χρωματικών όρων συχνότητα εμφάνισης Γράφημα 5: Συχνότητα εμφάνισης του όρου κόκκινο στο corpus μας Γράφημα 6: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα α (1 ος τρόπος υπολογισμού) Γράφημα 7: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα α (2 ος τρόπος υπολογισμού) Γράφημα 8: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα β (1 ος τρόπος υπολογισμού) Γράφημα 9: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα β (2 ος τρόπος υπολογισμού) Γράφημα 10: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα γ Γράφημα 11: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα δα xi

14 Γράφημα 12: Αριθμός συμβολισμών ανά συμμετέχοντα στο αρχικό και τελικό τεστ Γράφημα 13: Ομάδα ελέγχου αριθμός απαντήσεων Γράφημα 14: Φυσικοί ομιλητές αριθμός απαντήσεων Γράφημα 15: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών στο αρχικό και τελικό τεστ της ΠΟ Γράφημα 16: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών απο την ΟΕ Γράφημα 17: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών απο τους ΦΟ Γράφημα 18: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα δγ Γράφημα 19: Οι μέσοι όροι της βαθμολογίας των ομάδων σε όλα τα ερωτήματα Περιεχόμενα εικόνων Εικόνα 1: Κλιτικός γράφος Α1.grf Εικόνα 2: Κλιτικός γράφος Ν381.grf Εικόνα 3: Κλιτικός γράφος NC_AN.grf Εικόνα 4: Κλιτικός γράφος NC_AAN.grf Περιεχόμενα σχημάτων Σχήμα 1: Το τρισδιάστατο σύστημα των χρωμάτων... 8 Σχήμα 2: Η ιεραρχία των βασικών χρωματικών όρων κατά τους Berlin & Kay Σχήμα 3: Μορφολογική Κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Σχήμα 4: Σημασιολογική κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ xii

15 Συντομογραφίες ΑΑ: αντικείμενο αναφοράς ΕΔΧ: επίθετα που δηλώνουν χρώμα ΕΔΧ τροπ : επίθετα-τροποποιητές ΕΕ&Ζ: Εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη & Ζωή Ε&Ζ: Πολυλεξικό Επιστήμη & Ζωή ΕΛ: Ετυμολογικό Λεξικό (Γ. Μπαμπινιώτη) ΛΚΝ: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) ΛΝΕ: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) ΟΔΧ: ονόματα που δηλώνουν χρώμα Σύμβολα Σύμβολο Επεξήγηση A Επίθετο A1 Επίθετο, π.χ. ανοιχτός-ή-ό A10 Επίθετο άκλιτο, π.χ. μπλε A15 Επίθετο, π.χ. χρυσίζων-ουσα-ον A201 Επίθετο, π.χ. γήινος-η-ο Α300 Επίθετο, π.χ. βαθύς-ιά-ύ Α3001 Επίθετο χρυσαφής ιά ί A4 Επίθετο (μετοχή), π.χ. ψημένος-η-ο Afp Αιτιατική πτώση θηλυκού γένους πληθυντικού αριθμού Afs Αιτιατική πτώση θηλυκού γένους ενικού αριθμού Amp Αιτιατική πτώση αρσενικού γένους πληθυντικού αριθμού Ams Αιτιατική πτώση αρσενικού γένους ενικού αριθμού Anp Αιτιατική πτώση ουδέτερου γένους πληθυντικού αριθμού Ans Αιτιατική πτώση ουδέτερου γένους ενικού αριθμού Couleur Σημασιολογικό χαρακτηριστικό: χρώμα xiii

16 Dét Προσδιοριστής f Θηλυκό Gfp Γενική πτώση θηλυκού γένους πληθυντικού αριθμού Gfs Γενική πτώση θηλυκού γένους ενικού αριθμού Gmp Γενική πτώση αρσενικού γένους πληθυντικού αριθμού Gms Γενική πτώση αρσενικού γένους ενικού αριθμού Gnp Γενική πτώση ουδέτερου γένους πληθυντικού αριθμού Gns Γενική πτώση ουδέτερου γένους ενικού αριθμού m Αρσενικό n Ουδέτερο Ν Ουσιαστικό Ν0 Υποκείμενο Ν0Hum Υποκείμενο με ανθρώπινο χαρακτηριστικό Ν101 Ουσιαστικό, π.χ. έβενος (ο) N1010 Ουσιαστικό, π.χ. παλίσσανδρος (ο) Ν1016 Ουσιαστικό, π.χ. κασσίτερος (ο) N2 Ουσιαστικό, π.χ. σιένα (η) N2002 Ουσιαστικό, π.χ. ώχρα (η) N221 Ουσιαστικό, π.χ. λάκα (η) N303 Ουσιαστικό, π.χ. μαόνι (το) N304 Ουσιαστικό, π.χ. ερυθρό (το) N305 Ουσιαστικό άκλιτο, π.χ. καφέ (το) N31 Ουσιαστικό, π.χ. κίτρινο (το) xiv

17 N3301 Ουσιαστικό, π.χ. ασβέστιο (το) N381 Ουσιαστικό, π.χ. ιώδες (το) Nfp Ονομαστική πτώση θηλυκού γένους πληθυντικού αριθμού Nfs Ονομαστική πτώση θηλυκού γένους ενικού αριθμού Nmp Ονομαστική πτώση αρσενικού γένους πληθυντικού αριθμού Nms Ονομαστική πτώση αρσενικού γένους ενικού αριθμού Nnp Ονομαστική πτώση ουδέτερου γένους πληθυντικού αριθμού Nns Ονομαστική πτώση ουδέτερου γένους ενικού αριθμού Pl Πληθυντικός αριθμός Prép Πρόθεση Sing Ενικός αριθμός Vfp Κλητική πτώση θηλυκού γένους πληθυντικού αριθμού Vfs Κλητική πτώση θηλυκού γένους ενικού αριθμού Vmp Κλητική πτώση αρσενικού γένους πληθυντικού αριθμού Vms Κλητική πτώση αρσενικού γένους ενικού αριθμού Vnp Κλητική πτώση ουδέτερου γένους πληθυντικού αριθμού Vns Κλητική πτώση ουδέτερου γένους ενικού αριθμού xv

18 Πρόλογος Τα ονόματα που δηλώνουν χρώμα ως ερευνητικό αντικείμενο τις τελευταίες δεκαετίες έχουν απασχολήσει έντονα τους επιστήμονες που ασχολούνται με τη Γλωσσολογία, τη Λεξικολογία, τη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία, την Ψυχογλωσσολογία και την Πληροφορική. Ο όρος ονόματα που δηλώνουν χρώμα (στο εξής ΟΔΧ) αναφέρεται στα ουσιαστικά και τα επίθετα που δηλώνουν κάποιο χρωματικό τόνο. Εξάλλου, ο Τριανταφυλλίδης στη γραμματική του (1941, 2002, 619) σημειώνει ότι δεν υπάρχουν καθαρά όρια μεταξύ των επιθέτων και των ουσιαστικών. Πολλές φορές επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά και άλλες φορές ουσιαστικά ως επίθετα. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εντάσσεται στην επιστήμη της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας. Ειδικότερα, μελετάμε και επεξεργαζόμαστε τα ουσιαστικά και τα επίθετα που δηλώνουν χρώμα σε μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο αλλά και στο πλαίσιο της υπολογιστικής γλωσσολογίας, της διδακτικής, της ορολογίας και της λεξικογραφίας. Οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η γλωσσική αυτή κατηγορία σε όλα τα επίπεδα έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών σε όλο τον κόσμο, ωστόσο δεν έχει μελετηθεί επαρκώς για τη νέα ελληνική. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσουμε μια γραμματική των κατασκευασμένων ΟΔΧ που να περιλαμβάνει πληροφορίες για τις διαδικασίες κατασκευής τους (προθηματοποίηση, επιθηματοποίηση, σύνθεση, μετατροπή), για τα στοιχεία που μετέχουν σε αυτές και για τους περιορισμούς που επιβάλλονται κατά την εφαρμογή τους καθώς και για τις τυχόν αποκλίσεις ως προς τη μορφή και τη σημασία. Επιμέρους στόχοι της έρευνάς μας είναι, εκτός από την περιγραφή του γλωσσικού αυτού πεδίου των χρωμάτων, η κατασκευή γλωσσικών δεδομένων στο πλαίσιο της λεξικογραφίας (ηλεκτρονικό λεξικό) και η διδακτική αξιοποίηση των θεωρητικών συμπερασμάτων μας. Πρόκειται για καθαρά συγχρονική (δεν εξετάζουμε την προέλευση και την εξέλιξη των όρων, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) μελέτη, ερμηνευτική και περιγραφική, που βασίζεται σε πολύ πρόσφατο υλικό και σε διάφορα θεωρητικά πλαίσια, ανάλογα με την οπτική από την οποία μελετώνται κάθε φορά οι χρωματικοί όροι. Και αυτό γιατί όσον αφορά το λεξιλόγιο, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει μία θεωρία που να καλύπτει όλες τις πτυχές του, ώστε να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα τόσο στο θεωρητικό όσο και 1

19 στο εφαρμοσμένο τμήμα της εργασίας αυτής. Τα θεωρητικά πλαίσια, λοιπόν, στα οποία στηριζόμαστε είναι: - Η καθολικότητα των βασικών χρωματικών όρων των Berlin & Kay (1969), στο κεφάλαιο 1 - Το μοντέλο της D. Corbin (1987), όπως προσαρμόστηκε στα ελληνικά από την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1992), και η θεωρία των παραδειγματικών συναρτήσεων του G. Stump (2001), στο κεφάλαιο 2 - Οι τάξεις αντικειμένων του G. Gross (1994), στα κεφάλαια 3 και 4 - Το θεωρητικό πλαίσιο που αφορά τη μεταφορά των G. Lakoff & Μ. Johnson (1980, 1999), στο κεφάλαιο 4 - Η επικοινωνιακή θεωρία της ορολογίας της T. Cabré (1997, 1998, 1999), στο κεφάλαιο 5 - Η μετασχηματιστική γραμματική του Z.S. Harris (1951) και το μεθοδολογικό πλαίσιο του λεξικού-γραμματικής όπως καθορίστηκε από τον M. Gross (1975), στο κεφάλαιο 6 - Η διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο (content based instruction) και πιο συγκεκριμένα η ολιστική εκμάθηση περιεχομένου και γλώσσας (CLIL), στο κεφάλαιο 7. Η παρουσίαση της έρευνάς μας διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια. Μετά το κεφάλαιο 1 που αφορά τη βιβλιογραφική επισκόπηση, τα κεφάλαια 2, 3 και 4 αξιοποιούν τα τρία επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης: τη μορφολογία, τη σύνταξη και τη σημασιολογία. Βεβαίως, τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης δεν είναι στεγανά. Η σύνταξη συνδέεται άμεσα με τη μορφολογία και τη σημασιολογία, ενώ η σημασιολογία διαμορφώνει τη μορφολογία, π.χ. ένα ΟΔΧ που αποτελείται από δύο λέξεις δεν μπορεί να είναι βασικό, η σημασιολογία υποχρεώνει τη λέξη να είναι μονολεκτική (βλ. Berlin & Kay 1969). Στη συνέχεια, τα κεφάλαια 5 και 6 αποτελούν τη θεωρητική βάση για δύο εφαρμογές που θα πραγματοποιήσουμε μελλοντικά στο χώρο της λεξικογραφίας. Η πρώτη εφαρμογή θα αφορά τη σύσταση λεξικού χρωματικών όρων, τόσο του γενικού όσο και του ειδικού λεξιλογίου, ενώ η δεύτερη θα έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή της αυτόματης κλίσης των ΟΔΧ τόσο στη λεξικογραφία όσο και στη διδακτική. Τέλος, το κεφάλαιο 7 αφορά την εφαρμογή που έχουμε πραγματοποιήσει στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας και τα αποτελέσματά της. Πιο αναλυτικά, στο πρώτο κεφάλαιο κάνουμε μια ανασκόπηση της ελληνόγλωσσης και της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας που αφορά το πεδίο των χρωμάτων. Aρχικά γίνεται αναφορά στις πιο σημαντικές, κατά τη γνώμη μας, έρευνες που αφορούν τα χρώματα 2

20 και ειδικότερα τους ονοματικούς χρωματικούς όρους. Στη συνέχεια ορίζονται και οριοθετούνται οι χρωματικοί όροι, στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο στην εργασία των Berlin & Kay (1969), που αποτελεί τη βασική θεωρία στην οποία στηριζόμαστε. Τέλος, περιορίζεται η έρευνα στα νέα ελληνικά και εκτίθενται οι στόχοι, η μεθοδολογία και το ερευνητικό υλικό. Το δεύτερο κεφάλαιο έχει ως αντικείμενο τη μορφολογία των υπό εξέταση χρωματικών όρων. Στην αρχή, δίνεται ο ορισμός των ΟΔΧ και παρουσιάζονται τα προβλήματα που εμφανίζουν οι εν λόγω όροι σε μορφολογικό επίπεδο. Ακολουθεί η κατηγοριοποίηση με βάση τη μορφή τους (απλά, παράγωγα, σύνθετα ΟΔΧ) και η ταξινόμησή τους σε κλιτικά παραδείγματα. Έπειτα, στις παραγράφους που αφορούν την κατασκευή λέξεων, γίνεται απόπειρα να οριοθετηθεί το πλαίσιο της παραγωγικότητας (παρουσίαση προθημάτων και επιθημάτων που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των ΟΔΧ) αλλά και της σύνθεσής τους (μονολεκτικά - πολυλεκτικά σύνθετα). Το τρίτο κεφάλαιο αφορά τη σύνταξη των ΟΔΧ. Αρχικά, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο που επιλέγουμε, οι τάξεις αντικειμένων (classes d objets, G. Gross 1994), που στηρίζεται στις χρήσεις της γλώσσας, διευκολύνει τη λεπτομερή περιγραφή των υπό εξέταση όρων και εξυπηρετεί τόσο τους υπολογιστικούς όσο και τους διδακτικούς στόχους των εφαρμογών μας. Στη συνέχεια προβαίνουμε στην κατηγοριοποίηση των ΕΔΧ εμπνευσμένοι από δύο διαφορετικές θεωρητικές προτάσεις (Valetopoulos 2001 Molinier 2001). Ακολουθεί περιγραφή άλλων ζητημάτων που αφορούν την ιδιαίτερη φύση των ΕΔΧ, όπως η ουσιαστικοποίηση, η συμφωνία γένους και αριθμού, η σειρά εμφάνισής τους στην πρόταση και η παρουσία ή απουσία διαβάθμισής τους τόσο στις ελεύθερες όσο και στις παγιωμένες εκφράσεις. Το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη σημασιολογία που αφορά τα ΟΔΧ. Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου παρουσιάζονται θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη φύση των ΟΔΧ από σημασιολογική σκοπιά και οριοθετείται το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων. Στη συνέχεια, με βάση το θεωρητικό πλαίσιο των Lakoff & Johnson (1980, 1999) αναλύεται ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί την εργασία μας, το ζήτημα της μεταφοράς και παρουσιάζονται οι υπό έρευνα μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις. Επιπλέον, προσεγγίζονται θεωρητικά οι χρωματικοί νεολογισμοί που περιλαμβάνονται στο corpus μας και παρατίθεται η πολιτική επιλογής των χρωμάτων στο χώρο της διαφήμισης. Στο πέμπτο κεφάλαιο, εξετάζουμε τα ΟΔΧ κάτω από ένα άλλο πρίσμα, τη διάκριση γενικό vs. ειδικό λεξιλόγιο. Αφού παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο 3

21 στηριζόμαστε (Επικοινωνιακή θεωρία της ορολογίας της Cabré 1997, 1998, 1999), γίνεται διάκριση του γενικού και του ειδικού λεξιλογίου, με έμφαση στο τελευταίο. Ακολουθεί η αναφορά στην ορολογία από λεξικογραφικής σκοπιάς και προτείνεται ένα πρότυπο λεξικού χρωματικών όρων, το οποίο θα αποτελέσει προϊόν της παρούσας έρευνας. Αντικείμενο του έκτου κεφαλαίου αποτελεί η αυτόματη κλίση μέρους των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων που απαρτίζουν το λεξικό μας, καθώς και η περιγραφή των εργαλείων που χρησιμοποιήσαμε και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν αυτές οι σύνθετες λέξεις κατά την αυτόματη κλίση. Τα γλωσσικά δεδομένα (λεξικά) που προκύπτουν θα χρησιμεύσουν σε μελλοντικές εφαρμογές στη λεξικογραφία και τη διδακτική. Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο πραγματοποιούμε έρευνα με αντικείμενο τη διδακτική των ΟΔΧ στο πλαίσιο της ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας, στηριζόμενοι στο θεωρητικό πλαίσιο της διδασκαλίας της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο και πιο συγκεκριμένα της ολιστικής εκμάθησης περιεχομένου και γλώσσας. Προτείνουμε τρόπους διδακτικής αξιοποίησης του αντικειμένου της έρευνάς μας (ΟΔΧ) σε σπουδαστές μέσου επιπέδου ελληνομάθειας (Β1-Β2) και προβαίνουμε σε ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της σχετικής διδακτικής εφαρμογής. Τα παραρτήματα που συνοδεύουν το παρόν κείμενο περιλαμβάνουν: α) τους χρωματικούς όρους που βρίσκονται στα όρια μεταξύ συγχρονίας και διαχρονίας, β) απόσπασμα νεολογισμών του corpus μας, γ) ενδεικτικό πίνακα ειδικών χρωματικών όρων, δ) στο πλαίσιο της αυτόματης κλίσης των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων παρουσιάζονται ενδεικτικά κάποια κλιτικά διανύσματα και απόσπασμα του ηλεκτρονικού λεξικού που κατασκευάσαμε, ε) ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διδακτική εφαρμογή, στ) ασκήσεις για τη διδασκαλία της μεταφοράς, ζ) άσκηση για την εμπέδωση των αποχρώσεων, η) επιπλέον αποτελέσματα της έρευνας στη διδασκαλία των ΟΔΧ. 4

22 Κεφάλαιο 1. Επισκόπηση της βιβλιογραφίας 1.0 Εισαγωγή Το χρώμα είναι μια αίσθηση, μια αντίληψη αλλά και μια κατονομασία 1 με χρήσεις ή κώδικες συχνά συμβολικούς. Είναι λοιπόν ταυτόχρονα ένα φυσικό, ψυχολογικό και πολιτισμικό φαινόμενο. Οι χρωματικοί όροι παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες και ως προς τον τρόπο δήλωσης και ως προς τη διαβάθμισή τους. Αυτές οφείλονται στις φυσικές ιδιότητες των χρωμάτων: τα χρώματα είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης του φωτός, και περιέχονται σε ένα συνεχές, το φάσμα του φωτός. Το ανθρώπινο μάτι έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το τμήμα του φάσματος από το μοβ (ιώδες) ως το κόκκινο. Πολύ σημαντικό όμως είναι ότι τα χρώματα δεν έχουν διακριτά όρια. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να τα ξεχωρίζουν και να τα ονομάζουν, αλλά οι διακρίσεις που πραγματοποιούν είναι συμβατικές. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει η δυνατότητα να ξεχωρίσει κανείς και να ονομάσει απεριόριστη ποικιλία αποχρώσεων. Στο κεφάλαιο αυτό αρχικά γίνεται αναφορά στις πιο σημαντικές, κατά τη γνώμη μας, έρευνες που αφορούν τα χρώματα και ειδικότερα τους ονοματικούς χρωματικούς όρους. Στη συνέχεια ορίζονται και οριοθετούνται οι χρωματικοί όροι, στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο στην εργασία των Berlin & Kay (1969), που αποτελεί τη βασική θεωρία στην οποία στηριζόμαστε. Τέλος, περιορίζεται η έρευνα στα νέα ελληνικά και εκτίθενται οι στόχοι, η μεθοδολογία και το υλικό της παρούσας έρευνας. 1.1 Η αντίληψη και η ονομασία των χρωμάτων Το χρώμα δεν υπάρχει από μόνο του. Είναι μια αίσθηση που προκαλείται από φωτεινές ακτινοβολίες. Και αυτή η αίσθηση ή αντίληψη δεν σχετίζεται μόνο με την όραση. Το χρώμα είναι το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερα σύνθετου φαινομένου που συνδέει 1 Κατονομασία (dénomination) είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια κωδικοποιημένη μονάδα και το αντικείμενο αναφοράς της (référent). Προϊόν της διαδικασίας αυτής είναι το όνομα. Η κατονομασία είναι μια αναφορική σχέση (relation réferentielle), στο βαθμό που, όπως όλες οι αναφορικές σχέσεις, εκφράζει μια κάποια αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε ένα γλωσσικό σημείο χ και ένα εξωγλωσσικό σημείο χ. Πρόκειται για μόνιμη σχέση μεταξύ των δύο αυτών σημείων, γεγονός που επιτρέπει την περαιτέρω χρησιμοποίηση του ονόματος (name) αντί για το αντικείμενο (Kleiber 1984, Γαβριηλίδου 1997: ). 5

23 διαφορετικά στοιχεία: μια φωτεινή πηγή, ένα έγχρωμο αντικείμενο και έναν δέκτη (μάτι-εγκέφαλος). Το χρώμα προκύπτει από τη διάδραση αυτών των τριών στοιχείων. Όπως όλες οι αισθητηριακές αντιλήψεις, η αντίληψη του χρώματος βρίσκεται στο σταυροδρόμι φυσικών, φυσιολογικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών δεδομένων. Στις φυσικές παραμέτρους του χρώματος (φως, αντικείμενο, δέκτης), πρέπει να συνδέσουμε ένα ψυχολογικό, συμβολικό, υποκειμενικό, πολιτισμικό, κοινωνικό στοιχείο: τη χρωματική εμπειρία του δέκτη, ενός ξεχωριστού ατόμου και κοινωνικού όντος, που αποκωδικοποιεί το οπτικό μήνυμα χάρη στον εγκέφαλό του, ερμηνεύει την αίσθηση επικαλούμενος τη μνήμη του, τις γνώσεις του, τις συνυποδηλώσεις, τις διάφορες μεταφορικές, ιστορικές, κοινωνικές συνδέσεις που έχουν προσδοθεί στο οπτικό αυτό μήνυμα. Κατά την Mollard (2008), το χρώμα έχει μια ανθρώπινη διάσταση. Είναι ο καρπός μιας αισθητηριακής, συναισθηματικής και κοινωνικής εμπειρίας, στην οποία τα άτομα, οι κοινωνίες, οι γλώσσες, οι τεχνικές, οι τέχνες, η ιστορία, συνδέονται με τη φυσιολογία. Συχνά μάλιστα η σωματική αίσθηση ωχριά μπροστά στον πολιτισμικό και τον συμβολικό παράγοντα. Οι πολιτισμικές αντιλήψεις σχηματίζουν ένα πρίσμα σημασιών για τον κόσμο σε μια συγκεκριμένη κοινότητα. Οι αντιλήψεις δεν μπορούν παρά να είναι υποκειμενικές, καθώς κάθε κοινωνία έχει τη δική της αισθητηριακή οργάνωση καθιερώνοντας επιλογές και σημασίες. Οι σημασίες είναι φίλτρα που συγκρατούν αυτό που το άτομο έχει μάθει ή ψάχνει να αναγνωρίσει. Τα πράγματα που βλέπουμε δεν υπάρχουν από μόνα τους, έχουν επενδυθεί από ένα βλέμμα επηρεασμένο από τους κοινωνικούς συμβολισμούς που δίνουν νόημα στον κόσμο. Δεν γίνεται αντιληπτό το «πραγματικό» αλλά η απεικόνιση ενός συνόλου γνώσεων, το προϊόν της κοινωνίας, του πολιτισμού. Αυτό το σύνολο γνώσεων που συνιστά την αντίληψη περνά από την ονοματοθεσία. Το χρώμα αποτελεί αντίληψη που προκύπτει από μια νοητική διεργασία και επίσης συνίσταται από το όνομα του χρώματος, καθώς η ονομασία του αποτελεί μέρος της αντίληψής του και βάζει στο παιχνίδι τη μνήμη μας, τη φαντασία μας, τον πολιτισμό μας. Ο Pastoureau (2002) υποστηρίζει ότι «ένα χρώμα που κανείς δεν βλέπει δεν υπάρχει και ένα χρώμα που κανείς δεν μπορεί να ονομάσει δεν έχει κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα». Τα ερωτήματα για τον τρόπο που η γλώσσα και ο πολιτισμός εμπλέκονται στην αντίληψη του χρώματος σχετίζονται με το ζήτημα της σημασίας των χρωματικών όρων. Μολονότι η θέαση του χρώματος είναι ένα φυσικό/βιολογικό φαινόμενο και το χρώμαύλη ή φως αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών αναζητήσεων (στη φυσική, στη 6

24 χρωματομετρία), το χρώμα είναι και ένα φαινόμενο πολιτισμικό. Αν υπάρχει επιστημονική αντικειμενικότητα αναφορικά με το χρώμα, από την αντίληψη μέχρι την ονομασία και τις χρήσεις του, το χρώμα αποκαλύπτεται να είναι ένα φαινόμενο ιδιαιτέρως πολύπλοκο, που ορίζεται, εφαρμόζεται και θεωρείται διαφορετικά ανάλογα με τους πολιτισμούς και τις ευαισθησίες, μέσα στο χρόνο και το χώρο Η αντίθεση ανάμεσα στη φυσική και τη γλωσσολογική κατηγοριοποίηση του χρώματος Δύο κόσμοι βρίσκονται σε αντίθεση στην κατηγοριοποίηση του χρώματος: η επιστήμη με την αντικειμενικότητά της και ο άνθρωπος με την υποκειμενικότητα που τον διακρίνει. Το ζήτημα της φυσικής είναι να βρει τον τρόπο να ονομάσει το χρωματικό συνεχές, τις άπειρες αποχρώσεις, και να καθιερώσει έναν κατάλογο χρωμάτων τα οποία να θεωρούνται βασικά χρώματα (ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες οι αποχρώσεις που θα πρέπει να μάθουμε). Μια κάποια απάντηση σε αυτή την αναζήτηση δόθηκε με την ανακάλυψη του ηλιακού φάσματος, από τις παρατηρήσεις στο ουράνιο τόξο και την εμπειρία από τα πρίσματα. Το φως του ήλιου, όπως όλες οι πηγές φωτός, αποτελείται από ακτίνες με διαφορετικά μήκη κύματος. Αυτά τα διαφορετικά μήκη κύματος που είναι ορατά από το φάσμα φωτός σχηματίζουν ένα συνεχές το οποίο διαιρούμε, αυθαίρετα και πολιτισμικά, σε έναν αριθμό μερών, που ορίζουν τις διάφορες χρωματικές περιοχές που γίνονται αντιληπτές ως διαφορετικές αισθήσεις, στις οποίες προσδίδουμε διαφορετικές ονομασίες: μπλε, κόκκινο, πράσινο κτλ. Ο αυθαίρετος αριθμός των επτά χρωμάτων του φάσματος που επεξεργάστηκε ο Νεύτωνας τον 18 ο αι. φαίνεται να έχει ισχύ ακόμη και στις μέρες μας: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ιώδες, μοβ. Η θέση αυτών των χρωματικών όρων στο ηλιακό φάσμα αποτελεί μια μέθοδο ορισμού των χρωματικών όρων στη λεξικογραφία (βλ. Αλεξανδρή 2010α). Τα χρώματα μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: τα αμιγή χρώματα (κορεσμένα) και τα ουδέτερα χρώματα (άσπρο/ λευκό, μαύρο, γκρι). Όλα τα υπόλοιπα χρώματα τοποθετούνται κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Τα αμιγή και τα ουδέτερα χρώματα μπορούν να ταξινομηθούν σε γραμμικά συστήματα (κύκλος τονικότητας, άξονας φωτεινότητας). Όμως, η ταξινόμηση του συνόλου των χρωμάτων 7

25 δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε ένα τρισδιάστατο σύστημα, που λαμβάνει υπόψη του τρεις παραμέτρους: την τονικότητα, τη φωτεινότητα και τον κορεσμό. Πιο αναλυτικά: 2 - Η τονικότητα (ή απόχρωση) ορίζεται ως η χρωματική κατηγοριοποίηση ενός τόνου, λ.χ. μπλε, κόκκινο, πράσινο κτλ. και οφείλεται στο μήκος κύματος της ακτινοβολίας που διεγείρει τα οπτικά νεύρα (το κόκκινο το αντιλαμβανόμαστε στα όρια από 723 ως 647mμ, κτλ.). - Η παράμετρος της φωτεινότητας (ή έντασης) καθορίζει το επίπεδο του φωτός που σχετίζεται με έναν τόνο: ανοιχτό, μέτριο, σκούρο κτλ. Κατά τη βαθμιαία ελάττωση της φωτεινότητας, τα διάφορα χρώματα δεν εξαφανίζονται ταυτόχρονα αλλά το ένα μετά το άλλο. - Η παράμετρος του κορεσμού αντιστοιχεί χρωματομετρικά στην εξέλιξη του βαθμού χρωματικής καθαρότητας ενός χρώματος (όσο το δυνατόν ελάχιστη περιεκτικότητα σε λευκό φως, π.χ. το κόκκινο είναι πιο κορεσμένο από το ροζ) ή στη θέση του πάνω στον τρισδιάστατο χώρο. 3 Οι παραπάνω παράμετροι μπορούν να απεικονιστούν στο σχήμα 1 (Mollard 2000), όπου η κάθετη γραμμή αποτελεί τον άξονα της φωτεινότητας (κλίμακα του γκρι), η οριζόντια γραμμή τον άξονα κορεσμού και ο οριζόντιος κύκλος τον κύκλο της τονικότητας, των αμιγών χρωμάτων. Έχει τη μορφή ενός διπλού συμμετρικού κώνου με το λευκό να είναι στην κορυφή και το μαύρο στη βάση. άξονας κορεσμού κόκκινο λευκό άξονας φωτεινότητας μοβ πορτοκαλί γκρι κεντρικό μπλε κίτρινο πράσινο κύκλος τονικότητας μαύρο ΣΧΗΜΑ 1: Το τρισδιάστατο σύστημα των χρωμάτων 2 Βλ. και Saunders & Van Brakel (1997), Αλεξανδρή (2010α, β). 3 Βλ. αναλυτικά: Mollard & Fagot [1993] και, με κάποιες διαφοροποιήσεις, Φιλόπουλος [1994]. 8

26 Η οπτική αυτή έχει έναν καθολικό χαρακτήρα και θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για τη διάκριση των χρωμάτων για όλες τις γλώσσες, παρά τις διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τη διαίρεση του ηλιακού φάσματος. Ωστόσο, ο Lyons ([1968] 2001: 87-89) αναφέρει ότι οι χρωματικοί όροι ορισμένων γλωσσών δεν είναι πάντα δυνατό να έχουν αντιστοιχία ένας προς έναν: για παράδειγμα, η αγγλική λέξη brown «καφέ» δεν έχει αντίστοιχη στα γαλλικά (θα μεταφραζόταν ως brun «σκούρο καστανό», marron «καστανό» ή ακόμα jaune «κίτρινο», ανάλογα με τη συγκεκριμένη απόχρωση και το είδος του ουσιαστικού που προσδιορίζει). Όσον αφορά το χρωματικό λεξιλόγιο, λοιπόν, δεν υπάρχει σημασιολογική ισομορφία σε όλες τις γλώσσες. Δεν υποστηρίζεται, φυσικά, ότι οι ομιλητές της γαλλικής δεν είναι ικανοί να δουν το ίδιο «καφέ» με τους ομιλητές της αγγλικής. Κατά πάσα πιθανότητα μπορούν να το διακρίνουν με τον ίδιο τρόπο η ταξινόμηση είναι διαφορετική. Επομένως, η ουσία του λεξιλογίου των χρωμάτων μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φυσικό συνεχές, στο εσωτερικό του οποίου οι γλώσσες ορίζουν τον ίδιο ή διαφορετικό αριθμό ορίων και τοποθετούν τα όρια στην ίδια θέση ή σε διαφορετικές θέσεις. 1.2 Η εξέλιξη της μελέτης των χρωματικών όρων Οι χρωματικοί όροι αρχίζουν να δέχονται την προσοχή των ερευνητών αρχικά για τη διευκρίνιση κάποιων ζητημάτων ανθρωπολογικής φύσεως. Έτσι, ξυπνούν το ενδιαφέρον για πρώτη φορά στο πεδίο των φιλολογικών σπουδών του 19 ου αι. Η περίφημη μελέτη του Gladstone (1858) Studies on Homer and the Homeric Ages ίσως αποτελεί την πρώτη που επικεντρώνεται κατά κάποιον τρόπο στους χρωματικούς όρους, αν και το αντικείμενό της απέχει πολύ από τη φιλολογική έρευνα: να δείξει, μέσα από την υποτιθέμενη ανακρίβεια των χρωματικών όρων της ομηρικής ποίησης, τον όχι και τόσο ψυχολογικά αναπτυγμένο χαρακτήρα των ομιλητών της εποχής. Στην ίδια γραμμή, ο Geiger (1880), στο Contributions to the History of the Development of the Human Race, μελετά το πεδίο εφαρμογής των χρωματικών όρων και συμπεραίνει ότι η πολιτισμική εξέλιξη των λαών ανακαλύπτει τις χρωματικές αποχρώσεις ακριβώς με την ίδια σειρά με την οποία τα χρώματα εμφανίζονται στο χρωματικό φάσμα. Αυτές οι μελέτες είναι περισσότερο ανθρωπολογικές από ό,τι φιλολογικές, και θα παρέμεναν στην αφάνεια αν δεν έδιναν θέση σε δύο εργασίες που αποτέλεσαν ένα πρότυπο που συνεχίστηκε και τον 20ό αι. Αναφερόμαστε αρχικά στη μελέτη του Magnus (1880) Untersuchungen über den Farbensinn der Natürvölker (από Fábregas 2002), όπου τίθεται ως αδιαμφισβήτητη αρχή η σημασία να κρίνουμε τους χρωματικούς όρους μέσω συγχρονικής σύγκρισης 9

27 ανάμεσα σε διάφορες γλώσσες. Στη συνέχεια, έχει κάποια σημασία και το άρθρο Primitive color vision (1901), που εκδόθηκε από τον Rivers στο Popular Science Monthly, όπου ο ερευνητής αυτός προσπαθεί να αντιληφθεί τη διαφορετικότητα των χρωματικών συστημάτων που υπάρχουν στον κόσμο και ταυτόχρονα να βρει μια σειρά εξελικτικών σταδίων που να δείχνουν την εξέλιξη των πολιτισμών μέσα από τα συστήματα που έχουν για τους χρωματικούς όρους. Η βασική αρχή που εκφέρεται σε αυτή την εργασία είναι ότι όσο περισσότερους χρωματικούς όρους διαθέτει ένας πολιτισμός, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βαθμός εξέλιξής του. Η υπόθεση των Sapir-Whorf για τη διαφορετικότητα των γλωσσών προσέλκυσε ήδη από τον 20ό αι. ένα νέο ενδιαφέρον για τους χρωματικούς όρους. Όπως είναι ήδη γνωστό, οι αρχές που πρότειναν αυτοί οι δύο γλωσσολόγοι περιλαμβάνονται βασικά στην πεποίθηση ότι η εμπειρία των λαών από το φυσικό τους περιβάλλον επηρεάζει καθοριστικά τη σημασιολογική και τυπική δομή της γλώσσας των λαών αυτών. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Whorf (1956: ), κάθε γλώσσα ανταποκρίνεται στις εμπειρίες των ομιλητών της και μπορούμε να μιλάμε για γλωσσικά καθολικά χαρακτηριστικά μόνο αν αυτά είναι αντανάκλαση των καθολικών βιολογικών εμπειριών των ανθρώπων, που προέρχονται από τους φυσικούς περιορισμούς που υποβάλλει το ανθρώπινο είδος. Για τον Whorf, η εμφάνιση της καθολικότητας προέρχεται από το γεγονός ότι ως τότε οι γλωσσικές έρευνες είχαν γίνει με βάση τις λεγόμενες Standard Average European, οι οποίες γενικά προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή, επομένως για όλες αυτές υπάρχει μια κοινή εμπειρική βάση 4. Οι έρευνες που έγιναν για την φυλή των Χόπι έδειξαν στον Whorf ότι κάθε γλώσσα αποτελεί ένα αυτόνομο σύμπαν με ανεξάρτητους κανόνες. Η μελέτη του χρωματικού πεδίου επιτρέπει να δείξουμε με λεκτικό τρόπο πώς από μια διαφορετική ανθρώπινη εμπειρία αποκρυσταλλώνεται ένα διαφορετικό λεξικο-σημασιολογικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες απαιτήσεις κάθε ομάδας: παρόλο που το οπτικό όργανο του ανθρώπινου είδους είναι το ίδιο, τα αγγλικά έχουν έντεκα διαφορετικούς χρωματικούς όρους, ενώ η γλώσσα της φυλής Χανούνου μόνο τέσσερις. Η αναζήτηση αυτών των πολιτισμικών διαφορών προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ερευνητών, που οι περισσότεροι ήταν εθνογλωσσολόγοι, στο λεξικό πεδίο των χρωμάτων, πάντα όμως αναλύοντας από σημασιολογικο-δομική οπτική και προσανατολισμό το πώς θα καθιερώσουν τις διαφορές στη χρήση και τη σημασία του 4 Ωστόσο, υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως π.χ. η φινλανδική, η βασκική και η ουγγρική γλώσσα. 10

28 κάθε πιθανού χρωματικού όρου στη γλώσσα. Ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι οι διάσημες έρευνες για τους πολύπλοκους τόνους του λευκού που υποτίθεται ότι μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τους λαούς των Εσκιμώων. Σε κάθε περίπτωση, η πιο πλήρης μελέτη για την ορολογία των χρωμάτων που προκύπτει από αυτές τις γλωσσικές αρχές είναι του van Wijk (1959) A cross-cultural Theory of Colour and Brightness Nomenclature. Οι αρχές αυτές, που εκφράζουν κυρίως την αμερικανική παράδοση, συμπίπτουν μερικώς με κάποιες θεωρίες της γλωσσηματικής των Hjelmslev & Uldall (βλ. Seuren 1998). Σύμφωνα με αυτή τη σχολή, οι διαφορετικές γλώσσες αποτελούν τυπικά συστήματα που δομούν με αυθαίρετο τρόπο δύο μεγάλα συνεχή: την ουσία της έκφρασης και την ουσία του περιεχομένου. Η γλωσσική έρευνα ασχολείται κυρίως με την αποκρυστάλλωση αυτών των δύο ουσιών, αντίστοιχα στον τρόπο έκφρασης και στον τρόπο του περιεχομένου. Φυσικά, κάθε γλώσσα επιλέγει τον τρόπο που εκφράζει τις δομές της, έτσι για αυτή τη σχολή πάντα έχουν ενδιαφέρον όλα εκείνα τα σημασιολογικά πεδία στα οποία η σχέση ανάμεσα στη φυσική και τη γλωσσική πραγματικότητα δεν είναι ένα προς ένα. Φυσικά, ένα από αυτά τα πεδία είναι το χρωματικό, όπου είναι σχετικά απλό να διαπιστωθεί ότι κάποιες γλώσσες, όπως η ουαλική, δηλώνουν τη γκάμα των πράσινων και των μπλε με έναν μόνο όρο, ενώ η ελληνική ή η αγγλική χρησιμοποιούν τουλάχιστον δύο. Το 1969 αποτελεί χρονολογία-ορόσημο, καθώς εκδόθηκε το πολύ σημαντικό έργο των Αμερικανών ανθρωπολόγων Brent Berlin και Paul Kay (στο εξής: Berlin & Kay), Basic Color Terms. Οι αρχές που αναγνωρίζουν οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου αποτελούν μια σημαντική μεθοδολογική πρόοδο σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες που μόλις αναφέραμε. Για τους ερευνητές αυτούς, η γλωσσολογία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις διάφορες γλώσσες ως ξεχωριστά σύμπαντα μεταξύ των οποίων ήταν δυνατό να καθιερωθούν σχέσεις, ωστόσο κατά τη γνώμη τους αυτό ήταν λαθεμένο, εφόσον μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια καθολικά σημασιολογικά στοιχεία. Αυτή η καθολικότητα μπορεί να αναγνωριστεί και να αναλυθεί στο λεξικό πεδίο του χρώματος. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων τους οδήγησαν στη διαπίστωση ότι υπάρχει ένα καθολικό σύστημα έντεκα χρωματικών όρων, όπως θα δείξουμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι γλώσσες του κόσμου πρέπει να έχουν και τους έντεκα χρωματικούς όρους, αντίθετα μάλιστα. Υπάρχουν γλώσσες που έχουν μόνο δύο χρωματικούς όρους, οι οποίοι είναι ικανοί να δηλώσουν την ίδια γκάμα αξιών με αυτή των γλωσσών που έχουν έντεκα όρους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε 11

29 χρωματικός όρος συνιστά μια εστία περισσότερο ή λιγότερο ορισμένη, που περιστοιχίζεται από κάποιες περιφερειακές περιοχές μειωμένης καθαρότητας. Οι γλώσσες με λιγότερους από έντεκα πραγματωμένους χρωματικούς όρους περιορίζονται στο να επεκτείνουν τις περιφερειακές περιοχές των υπαρκτών όρων για να συμπεριλάβουν όλα τα σημεία του χρωματικού χώρου. Αυτή η αρχή είναι βασική για την κατανόηση του με ποια έννοια είναι καθολικό το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων και θα αναλυθεί στις μελέτες της γνωστικής σημασιολογίας της δεκαετίας 80 και 90. Με τον ίδιο τρόπο, και καθώς η βάση είναι καθολική, οι διαφορές στην ορολογία του χρώματος ανάμεσα στις διάφορες γλώσσες του κόσμου επιτρέπουν να περιγράψουμε διάφορα εξελικτικά στάδια από τα οποία πέρασαν οι πολιτισμοί. Ο μεγάλος βαθμός της επιστημονικής προόδου προκαλεί την ανάγκη για την ανανέωση συγκεκριμένων πεδίων της περιοχής των χρωμάτων σε γλωσσικό πλαίσιο. Έτσι, προκύπτουν επτά επίπεδα λεξικής εξέλιξης και οι Berlin & Kay μαρτυρούν ότι οι επιστημονικά εξελιγμένοι λαοί της Ευρώπης και της Ασίας βρίσκονται όλοι σχεδόν στο επίπεδο VII, το πιο προχωρημένο, ενώ οι λαοί των επιπέδων I-III, που έχουν στη διάθεσή τους από έναν έως τρεις χρωματικούς όρους, είναι λιγότερο εκβιομηχανισμένοι. Η επί του παρόντος αξία του βιβλίου των Berlin & Kay δεν βρίσκεται τόσο στην περιγραφή των εξελικτικών σταδίων όσο στη σημασία που έχει η δήλωση ότι οι διαφορές μεταξύ των λεξικών χρωματικών πεδίων είναι μόνο επιφανειακές, απέναντι στη σύμπτωση όλων των γλωσσών του κόσμου να έχουν ένα σύνολο κοινών σημασιολογικών χαρακτηριστικών. Κατ αυτόν τον τρόπο, καθιερώνεται μια βασική διαφορά ανάμεσα στην ψυχολογική αντίληψη των χρωμάτων, που είναι καθολική, και τη γλωσσική έκφραση που, χρησιμοποιώντας ένα ιδιαίτερο σύστημα, δίνει σημασία σε αυτή την ψυχολογική αντίληψη. Αυτή η σύμπτωση προηγείται της γλωσσολογικής έρευνας, αφού αφήνει στην άκρη τα προβλήματα της ψυχολογικής εξέλιξης μεταξύ των συστημάτων και επικεντρώνεται στη συμπεριφορά των χρωματικών όρων εντός του ίδιου του συστήματος. Χωρίς υπερβολή, θεωρούμε ότι η μελέτη των Berlin & Kay επιτρέπει να διαχωριστούν τα ανθρωπολογικά προβλήματα από τα καθαρά γλωσσικά. Με αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου παράξενο να είναι αυτοί οι πρώτοι που τράβηξαν την προσοχή στο γεγονός ότι το χρώμα παρουσιάζει ασυνήθιστες λεξικές 12

30 ιδιότητες. Επίσης, είναι βέβαιο ότι, αν και δεν ανέλαβαν να διευκρινίσουν αυτές τις ιδιαίτερες λεξικές ιδιότητες, έθεσαν τις βάσεις ώστε αυτό να μπορέσει να γίνει. 5 Ακολουθώντας αυτή τη σημασιολογική και ψυχολογική ερευνητική γραμμή που έχει τον άξονά της στη διχοτομία της εστίας (πρότυπο ή πρωτότυπο 6 ) και της περιφέρειας, είναι απαραίτητο να αναφερθούν οι μελέτες που έγιναν στο πλαίσιο της γνωστικής γλωσσολογίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ού αι. Το χρώμα απασχόλησε αυτή τη γλωσσολογική σχολή με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από τη μια πλευρά, σημειώθηκε (Lakoff & Johnson 1980) ότι οι γλώσσες του κόσμου με κοινές πολιτισμικές εμπειρίες συμπίπτουν στη χρήση κάποιων βασικών χρωμάτων για το χαρακτηρισμό της ψυχικής διάθεσης, με τρόπο που είναι πιθανό ακόμη και να καθιερώσουμε κάποιες σχετικές συμπτώσεις μεταξύ γλωσσών με διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Το πρόβλημα του χρώματος είναι ενδιαφέρον από ψυχολογικής σκοπιάς καθώς αποτελεί ένα καθαρό παράδειγμα της έλλειψης αντιστοιχίας ανάμεσα στο φυσικό κόσμο και την αντίληψή μας, που καθορίζεται από βιολογικά χαρακτηριστικά των οργάνων μας. Έτσι, οι Lakoff & Johnson (1999: 24) σημειώνουν ότι η έννοια του χρώματος δεν υπάρχει στην εξωτερική φυσική πραγματικότητα και προκύπτει μόνο από τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας επεξεργάζεται το μήκος κύματος μέσα από τρεις τύπους χρωματικών κώνων της οπτικής μεμβράνης και το σύνθετο νευρωνικό δίκτυο που συνδέει τους κώνους. Κατά συνέπεια, το σημασιολογικό πεδίο του χρώματος είναι ένα παραδειγματικό δείγμα του πώς ο ανθρώπινος νους υποχρεώνεται να εσωτερικεύει φυσικά ερεθίσματα η φύση των οποίων καθορίζεται από τις βιολογικές συνθήκες του ανθρώπινου είδους και πώς, σε δεύτερο στάδιο, αυτή η εικόνα πραγματώνεται σε μια γλωσσική δομή. Οι σκέψεις αυτές τοποθετούν το θέμα σε φιλοσοφική βάση και μας βοηθούν να αναπτύξουμε έναν ειδικό τρόπο σκέψης για το πώς να επεξεργαστούμε τις χρωματικές κατηγορίες, από τον οποίο ενδεχομένως θα μπορούσαν να προκύψουν συμπεράσματα χρήσιμα για τη γλωσσική έρευνα. Ωστόσο, όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι οι έρευνες 5 Περισσότερα για τις θεωρήσεις των Berlin & Kay στη συνέχεια του παρόντος κεφαλαίου. 6 Ως πρωτότυπα κατηγοριών γενικά εννοούνται οι καθαρότερες περιπτώσεις των υποψηφιοτήτων των κατηγοριών που ορίζονται λειτουργικά από τις κρίσεις ορθότητας του κόσμου (Rosch, 1978), ενώ οι Coleman & Kay (1981: 43) αναφέρουν ότι πολλές λέξεις έχουν ως σημαινόμενα όχι μια λίστα από απαραίτητες και επαρκείς συνθήκες που ένα πράγμα ή γεγονός πρέπει να πληροί ώστε να μετράει ως μέλος μιας κατηγορίας που δηλώνεται από τον κόσμο αλλά περισσότερο ένα ψυχολογικό αντικείμενο ή διαδικασία που ονομάζεται πρωτότυπο. 13

31 αυτές, δεν θα αποτελέσουν κεντρική θέση στην έρευνά μας, η οποία επικεντρώνεται στα γλωσσικά ζητήματα που σχετίζονται με τα ΟΔΧ. 1.3 Η διάκριση των χρωματικών όρων Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουμε τους τρόπους ταξινόμησης και τα κριτήρια διάκρισης των χρωματικών όρων με βάση τους διάφορους ερευνητές Τα όρια των χρωματικών όρων Ο Lyons ([1981] 2001: 341) αναφέρει ότι η περιγραφική σημασία των χρωματικών όρων φαίνεται να σχετίζεται με το φυσικό κόσμο της καθημερινής εμπειρίας με όρους δήλωσης, κατά έναν πολύ αμεσότερο τρόπο από ό,τι η περιγραφική σημασία λεξημάτων σε πολλά άλλα σημασιολογικά πεδία. Αν και τα όρια οντοτήτων όπως βιβλίο, τραπέζι, καρέκλα είναι σαφώς διακεκριμένα στο χώρο, δεν συμβαίνει το ίδιο και για την κατανομή των χρωματικών όρων της γλώσσας μας πάνω στο αδιαφοροποίητο συνεχές των μυριάδων χρωματικών αποχρώσεων που είναι σε θέση να διακρίνουν τα μάτια μας. Για το πού εντοπίζονται οι διαχωριστικές γραμμές σε τέτοιες περιπτώσεις και πώς ορίζεται η έκταση του κόσμου τον οποίο αφορά η σχετική ιδιότητα σχολιάζουν οι Ungerer & Schmid (1996: 2, από Βελούδης 2005: 151): «[ ] η ταξινόμηση της θερμοκρασίας και των χρωμάτων μπορεί να νοηθεί μόνο ως μια διαδικασία του νου, και δεν είναι καθόλου περίεργο που φυσικές ιδιότητες, και ιδιαίτερα τα χρώματα, έχουν δώσει το έναυσμα για την ψυχολογική και την εννοιακή αντίληψη των λεξικών σημασιών που βρίσκονται στην καρδιά της γνωσιακής γλωσσολογίας. Αυτή η νοηματική διαδικασία ταξινόμησης (που η σύνθετη φύση της θα γίνεται πιο ξεκάθαρη καθώς θα προχωρούμε) ονομάζεται τώρα γενικότερα κατηγοριοποίηση, και προϊόν της είναι οι γνωσιακές κατηγορίες, π.χ. οι χρωματικές κατηγορίες (ή έννοιες ) ΚΟΚΚΙΝΟ, ΚΙΤΡΙΝΟ, ΠΡΑΣΙΝΟ και ΜΠΛΕ, κτλ.» Εστιακά χρώματα ή Βασικοί Χρωματικοί Όροι (ΒΧΟ) Οι ανθρωπολόγοι στις δεκαετίες του 50 και του 60, με βάση τις διαγλωσσικές διαφορές στην ονομασία των χρωμάτων που είχαν εντωμεταξύ καταγράψει, πίστευαν ότι οι κατηγοριοποιήσεις είναι αυθαίρετες. Ωστόσο, οι Berlin & Kay, το 1969, κατέδειξαν ότι το αχανές χρωματικό συνεχές δομείται με την παρέμβαση ενός συστήματος σημείων αναφοράς και επιβεβαίωσαν πειραματικά ότι για την 14

32 κατηγοριοποίηση των χρωμάτων βασιζόμαστε σε εστιακά χρώματα (foci), διαπίστωση που κατάφερε να κλονίσει την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας. Τα ενδιαφέροντα ευρήματα των Berlin & Kay μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Για την κατηγοριοποίηση των χρωμάτων οι άνθρωποι βασίζονται σε ορισμένα σημεία του χρωματικού φάσματος προκειμένου να προσανατολιστούν: όταν από τους ομιλητές/ομιλήτριες της αγγλικής ζητήθηκε το «καλύτερο παράδειγμα» (best example) του κόκκινου, συνέπεσαν με σταθερότητα στις επιλογές τους σ αυτό που οι Berlin & Kay ονόμασαν εστιακό χρώμα (focus). Τα εστιακά χρώματα τα μοιράζονται όχι μόνο οι ομιλητές μιας και μόνο γλώσσας, της αγγλικής, αλλά με τρόπο απαράλλαχτο και οι ομιλητές/ομιλήτριες και των υπόλοιπων (από τις 19 διαφορετικές γλώσσες που εξετάστηκαν), ακόμη και γλωσσών με λιγότερους χρωματικούς όρους από την αγγλική. Πιο αναλυτικά, οι Berlin & Kay πρότειναν την ταξινόμηση των χρωματικών όρων με βάση έντεκα χρωματικά πεδία, τους «βασικούς χρωματικούς όρους». Στο έργο τους Basic Color Terms: their Universality and Evolution (1969), που είναι αποτέλεσμα ερευνών με αντικείμενο τη γλώσσα των λαών διάφορων αντιπροσωπευτικών χωρών, οι Berlin & Kay δηλώνουν ότι οι γλώσσες δεν είναι ελεύθερες να προβαίνουν σε αυθαίρετους τεμαχισμούς πάνω στο χρωματικό συνεχές και ότι τέτοιου είδους τεμαχισμοί επηρεάζονται όχι μόνο από τις φυσικές ιδιότητες του φωτός αλλά από τις νευροφυσιολογικές ικανότητες του ανθρώπου. Με τη χρήση 320 χρωματικών ταινιών της εταιρείας Munsell Color Company, όπου συλλέχτηκαν 40 γκάμες και οχτώ διαφορετικά επίπεδα φωτεινότητας, άντλησαν πληροφορίες από 98 φυσικούς ομιλητές διαφορετικών γλωσσών, που ερωτήθηκαν σχετικά με το ποιος όρος της γλώσσας του καθενός ταίριαζε με τον τόνο που έβλεπαν κάθε φορά. Από αυτή τη συγκριτική ανάλυση προέκυψε ένα καθολικό σύστημα έντεκα χρωματικών όρων. Σύμφωνα με το έργο των Berlin & Kay (ό.π.): Υπάρχουν καθολικές χρωματικές κατηγορίες, έμφυτες και κοινές σε όλα τα ανθρώπινα όντα και ένα είδος νόμου που διέπει αυτές τις κατηγορίες τις «θεμελιώδεις», τις εστιακές και εξέχουσες και οι οποίες παίρνουν την ονομασία τους από τους «βασικούς χρωματικούς όρους». 15

33 Όλες οι γλώσσες για τη δημιουργία της ορολογίας των χρωμάτων έχουν στηριχτεί σε ένα εξελικτικό σχήμα επτά σταδίων και μόνο οι πιο ανεπτυγμένοι πολιτισμοί τα έχουν διαπεράσει όλα (7 ο στάδιο). Όλες οι γλώσσες έχουν υποχρεωτικά δύο όρους για να ορίσουν το άσπρο και το μαύρο [1 ο στάδιο]. Πιο συγκεκριμένα, όλες οι γλώσσες έχουν στη διάθεσή τους όρους τα εστιακά σημεία των οποίων αντιστοιχούν σε αυτά του «μαύρου» και του «άσπρου». Κατ επέκταση, το «μαύρο» θα χρησιμοποιείται για όλα τα «σκούρα» και «ψυχρά» χρώματα, ενώ το «άσπρο» για όλα τα «ανοιχτά» και «θερμά» χρώματα. Αν μια γλώσσα έχει τρεις χρωματικούς όρους, ο τρίτος όρος θα δηλώνει το κόκκινο [2 ο στάδιο]. Αν μια γλώσσα έχει τέσσερις όρους, ο τέταρτος όρος θα δηλώνει ή το πράσινο ή το κίτρινο, αλλά όχι και τα δύο [3 ο στάδιο]. Αν μια γλώσσα έχει πέντε χρωματικούς όρους, θα έχει ταυτόχρονα όρους και για το πράσινο και για το κίτρινο [4 ο στάδιο]. Αν μια γλώσσα έχει έξι όρους, ο έκτος όρος θα δηλώνει το μπλε [5 ο στάδιο]. Αν μια γλώσσα έχει επτά όρους, ο έβδομος θα δηλώνει το καφέ [6 ο στάδιο]. Αν μια γλώσσα έχει περισσότερους από επτά όρους, ακολουθούν με αδιάφορη σειρά οι όροι: μοβ, ροζ, πορτοκαλί και γκρι [7 ο στάδιο]. Τα επτά στάδια απεικονίζονται στο σχήμα 2: ΣΧΗΜΑ 2: Η ιεραρχία των βασικών χρωματικών όρων κατά τους Berlin & Kay Τα μαύρο/άσπρο/κόκκινο αποτελούν τη βασική τριάδα που απαντά σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Υπάρχουν βέβαια ακόμη στις μέρες μας κοινωνίες που λειτουργούν μόνο με τη διάκριση φως / σκιά [1 ο στάδιο]. Έτσι, οι Dani (Νέα Γουινέα, Ινδονησία) έχουν δύο ονόματα για τα χρώματα, που καλύπτουν όλο το φάσμα: mili «σκιά-ψυχρό» και mola «φως-θερμό» (Rosch 1972). Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι στον κατάλογο των έξι πρώτων όρων που εμφανίζονται καθολικά στις γλώσσες, σύμφωνα με τους Βerlin & Κay (1969), αν αποκλείσουμε τα «ουδέτερα» και «αχρωματικά» χρώματα -το μαύρο και το άσπρο- έχουμε τα τέσσερα 16

34 πρωτογενή χρώματα του φυσιολόγου Ewald Hering 7, δηλαδή το κόκκινο, το μπλε, το πράσινο και το κίτρινο, τα οποία ο Hering θεωρεί ως τις τέσσερις βασικές αισθήσεις για το χρώμα ή «πρωτογενή ψυχολογικά χρώματα» που κωδικοποιούν την αντίληψή μας μέσω της διαδικασίας της αντίθεσης. Για αυτόν δεν υπάρχουν τρία αλλά έξι βασικά χρώματα. Το 1878 έγραψε: «Το κίτρινο μπορεί να τείνει προς το κόκκινο και το πράσινο, αλλά όχι προς στο μπλε το μπλε με τη σειρά του, προς το κόκκινο ή το πράσινο το κόκκινο προς το κίτρινο ή το μπλε. Μπορούμε λοιπόν νομίμως να ονομάσουμε αυτά τα τέσσερα χρώματα, όπως έκανε ήδη ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, χρώματα απλά και βασικά.» Ο Silvestrini (1996) ασπάζεται την άποψη αυτή του Hering, λέγοντας ότι: «[Οι γλώσσες] διαθέτουν τέσσερα στοιχεία -το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο και το μπλε- με τα οποία μπορούμε να περιγράψουμε επαρκώς κάθε χρώμα. Υπάρχουν λοιπόν στην πραγματικότητα τέσσερις βασικοί τόνοι: η νευροφυσιολογία μάς το έχει αποδείξει πειραματικά ήδη από το 1966» Κριτήρια για την ανάδειξη των «βασικών χρωματικών όρων» Ένας όρος για να θεωρηθεί «βασικός χρωματικός όρος», πρέπει να παρουσιάζει τουλάχιστον τα τέσσερα ακόλουθα χαρακτηριστικά (Berlin & Kay 1969:6): I. Να είναι μονολεξηματικός. Να είναι λεξικά απλός, χωρίς εσωτερική μορφολογική δομή, και η σημασία του να μην προβλέπεται από τη σημασία των συστατικών του μερών. Αυτό το κριτήριο αποκλείει όρους όπως κοκκινωπός, πρασινωπός κτλ. II. Η σημασία του να μην περιλαμβάνεται στη σημασία κάποιου άλλου χρωματικού όρου. Να μην παραφράζεται από άλλο βασικό χρωματικό όρο/ να μην χρησιμοποιείται για να ορίσουμε άλλο βασικό χρωματικό όρο. Αυτό το κριτήριο υποδηλώνει ότι είναι χρήσιμο να ορίζουμε τις αποχρώσεις που ανήκουν στο ίδιο χρωματικό πεδίο: το γαλάζιο χρησιμεύει στον ορισμό του γαλαζωπός αλλά και των θαλασσής, μπλε κοβαλτίου, ραφ κτλ. Με βάση αυτό το κριτήριο, αποκλείονται 7 «Η θεωρία των αντιθέσεων» του φυσιολόγου Hering ( ): Ο Hering παρατήρησε ότι η «ροδοψίνη» (μια ερυθρή ουσία που περιέχεται στα ραβδία του αμφιβληστροειδή χιτώνα) λευκαίνει κάτω από την επίδραση ζωηρών χρωμάτων και αναπαράγεται όταν εκτίθεται σε σκοτεινά χρώματα ότι το «ανοικτό» έχει καταβολικό αποτέλεσμα (διασπά), ενώ το «σκοτεινό» έχει αναβολικό αποτέλεσμα (αναπαράγει). Σύμφωνα με τον Hering, το άσπρο υποβάλλει τη ροδοψίνη σε καταβολισμό το μαύρο, από την άλλη μεριά, επιφέρει αναβολισμό και επαναφέρει τη ροδοψίνη στην κανονική της κατάσταση. Βρέθηκε ότι τα ίδια αποτελέσματα συμβαίνουν με τα ζεύγη κόκκινο πράσινο και κίτρινο μπλε, καθώς και όλα τα άλλα χρώματα, ανάλογα με τη φωτεινότητα ή τη σκοτεινότητά τους. 17

35 οι όροι θαλασσής, μπλε κοβαλτίου, ραφ κτλ. Για τον ίδιο λόγο αποκλείεται το πορφυρό, που είναι είδος κόκκινου για τους περισσότερους ομιλητές. III. Η χρήση του να μην περιορίζεται σε μια στενή τάξη αντικειμένων 8 αλλά να είναι γενική και ευρεία. Αυτό το κριτήριο αποκλείει όρους που περιορίζονται σε ειδικούς τομείς και εφαρμόζονται σε μια στενή κατηγορία αντικειμένων, όπως ξανθός/ καστανός, που αναφέρονται στα μαλλιά ή στο τρίχωμα κτλ. IV. Να είναι ψυχολογικά εξέχων όρος, δηλαδή να έχει μια υπερέχουσα ψυχολογική σημασία. Αυτή η υπεροχή έχει ως αποτέλεσμα ο όρος αυτός να εμφανίζεται στην αρχή σε καταλόγους αρίθμησης των χρωματικών όρων και να αναφέρεται σταθερά από τους πληροφορητές και κατά τις περιστάσεις χρήσης καθώς και με μεγάλη συχνότητα στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, στο ιδιόλεκτο όλων των ομιλητών. Αν παρά τα τέσσερα κριτήρια υπάρχουν περιπτώσεις που χρήζουν περισσότερης διασάφησης, αποκλείουμε κάποιον όρο ως μη βασικό, αν η ορολογική μονάδα: Δεν έχει τις ίδιες κατανεμητικές ιδιότητες με τους σαφώς βασικούς όρους. Τι γίνεται όμως για τους παράγωγους όρους: μπεζωπός, μπλεδίζων κτλ.; Προέρχεται από ένα αντικείμενο ή υλικό που έχει αυτό το χρώμα, όπως χρυσός, ασημένιος, σταχτής, καπνιστός (φουμέ). Αν η ανάλυση του όρου πορτοκαλί σύμφωνα με τα τέσσερα πρώτα κριτήρια δημιουργούσε ερωτηματικά, αυτό το κριτήριο θα μπορούσε να το διαγράψει. Αποτελεί πρόσφατο δάνειο: λάιμ κτλ. Οι Gobert & Morgan (1988) επιβεβαιώνουν τη σημασία του κριτηρίου της μορφολογικής παραγωγής που είχαν προαναφέρει οι Fridman, Korsunkaïa και Tcheremisina (1963), σύμφωνα με το οποίο ένας βασικός χρωματικός όρος θα πρέπει να αποτελεί βάση παραγώγων, αλλά ο ίδιος να μην αποτελεί προϊόν παραγωγής ούτε μορφολογικής ούτε σημασιολογικής. Ένα κριτήριο που πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των κριτηρίων είναι η σημασία, ο πλούτος των συνυποδηλώσεων και των μεταφορικών σημασιών που φέρει ο βασικός όρος. Έτσι, αν και οι όροι μαύρο και κόκκινο δεν παρουσιάζουν ειδικά προβλήματα ώστε να θεωρηθούν βασικοί όροι, ο όρος ροζ αποκαλύπτεται πιο σύνθετος Mollard 8 Οι τάξεις αντικειμένων είναι σημασιολογικές τάξεις που βασίζονται σε συντακτικά και σημασιολογικά κριτήρια. Κάθε τάξη καθορίζεται από τα κατηγορήματα τα οποία επιλέγουν τα κατάλληλα ορίσματα (Gross G. 1994, Le Pesant & Mathieu-Colas 1998). Πιο αναλυτικά, βλ. κεφ. 3 και 4. 18

36 (2002). Αν και το ροζ, από την άποψη της φυσικής, δεν θεωρείται απόλυτο χρώμα αλλά μια παραλλαγή του κόκκινου, ένα πολύ ανοιχτό κόκκινο, γεγονός που απεικονίζεται και σε πολλά λεξικά, η σημασία και η ποικιλία των συνυποδηλώσεων αυτού του χρώματος μάς επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι το ροζ αποτελεί βασικό όρο και ανήκει στις έντεκα ονομασίες των χρωμάτων που ορίζουν τα χρωματικά πεδία. Ωστόσο, μπορούμε να αναρωτηθούμε σχετικά με το κατά πόσο ο όρος πορτοκαλί αποτελεί βασικό όρο, καθώς δεν συνδέεται με μεταφορικές σημασίες και δεν έχει παραγάγει ιδιωματικές εκφράσεις (το πορτοκαλί συνδέεται με απλές συνυποδηλώσεις που έχουν άμεση σχέση με το φρούτο και όχι με το χρώμα -βιταμίνη, ζωντάνια/ευεξία- ή εμφανίζεται σπάνια σε εκφράσεις που έχουν αυθαίρετο χαρακτήρα, π.χ. Πέρασα με βαθύ πορτοκαλί [φανάρι](ενώ έχει περάσει με κόκκινο). 9 Ωστόσο, άλλα κριτήρια, όπως η συχνότητα χρήσης του χρωματικού όρου και η οικειότητα αυτής της χρήσης για το μέσο όρο των μελών της γλωσσικής κοινότητας, θα μας οδηγούσαν σίγουρα στο συμπέρασμα ότι το πορτοκαλί είναι βασικός χρωματικός όρος (βλ. και Lyons ([1981] 2001: 342). Οι ονομασίες των βασικών χρωμάτων αναπαριστούν τα κέντρα, τους πυρήνες των χρωματικών πεδίων. Οι υπόλοιπες ονομασίες οργανώνονται γύρω από αυτούς τους πυρήνες. Κάθε ονομασία ορίζεται από την απόσταση της σημασίας σε σχέση με αυτόν τον πυρήνα. Το ζητούμενο του λεξικογραφικού ορισμού είναι να ορίσει με ακρίβεια τις διαφορές ανάμεσα στο βασικό, πρωτοτυπικό χρώμα και τις ποικίλες αποχρώσεις που το διακρίνουν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη απομάκρυνση από το πρωτοτυπικό χρώμα, τον κεντρικό χρωματικό πυρήνα (βλ. κεφ. 5) Πρότυπα Μεγάλη είναι και η συμβολή της Εleanor Rosch 10 με τις «φυσικές σημασιολογικές κατηγορίες» (1973, 1975), όπου βασίστηκαν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην ψυχολογία κυρίως μέσω των εννοιών του προτύπου ή πρωτοτύπου και της πρωτοτυπικότητας, που απασχόλησαν και τη γλωσσολογία, και ειδικά τη λεξική σημασιολογία του Lakoff (1987) και γενικότερα την κοινωνική γλωσσολογία του Langacker (1987) ή του Talmy (2000). 9 Υπάρχει δόση ειρωνείας στο συγκεκριμένο παράδειγμα. 10 Πρβλ. Βελούδης

37 Πιο αναλυτικά, η Rosch, στη δεκαετία του 70, σχεδίασε πειραματικά τεστ με στόχο να βρει πού έχουν τη ρίζα τους τα εστιακά χρώματα: στη γλωσσική ή στην προ-γλωσσική γνώση; Για αυτόν το λόγο διάλεξε ως πληροφορητές της παιδιά προσχολικής ηλικίας, από τη μια, και μέλη μιας κοινωνίας των Παπούα της Νέας Γουινέας, αποκλεισμένης από το δυτικό πολιτισμό, τους Dani, από την άλλη: η γλώσσα τους, τα Dugum Dani, περιλάμβανε μόνο δύο βασικούς χρωματικούς όρους και, ως μη υποψιασμένοι για μια πλούσια σε χρωματικούς όρους γλώσσα, μπορούσαν να θεωρηθούν εξίσου κατάλληλοι με τα παιδιά πληροφορητές για την πειραματική αναζήτηση της απάντησης στο παραπάνω ερώτημα. Τα ευρήματα της έρευνας συνοψίζονται στα εξής (βλ. Ungerer & Schmid 1996: 9, από Βελούδης 2005): Τα εστιακά χρώματα: είναι κατά την αντίληψή τους πιο εξέχοντα (salient) από τα μη-εστιακά χρώματα: συγκρινόμενα προς τα τελευταία, τραβούν πιο πολύ την προσοχή των τρίχρονων και συνταιριάζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους τετράχρονους, ανακαλούνται με μεγαλύτερη ακρίβεια στη βραχυπρόθεσμη μνήμη και διατηρούνται πιο εύκολα στη μακροπρόθεσμη μνήμη, ως ονόματα αναπαράγονται ταχύτερα σε πειράματα κατονομασίας χρωμάτων και κατακτώνται νωρίτερα από τα παιδιά. Η εξέχουσα θέση (salience) των εστιακών χρωμάτων, που είτε εξηγείται με όρους φυσιολογίας είτε με όρους της φύσης, παραμένει ένα γεγονός. Για να ελέγξει πειραματικά αν το γεγονός αυτό έχει γενικότερα λειτουργικό χαρακτήρα και αφορά ολόκληρο το χρωματικό φάσμα, η Rosch αντικατέστησε τα μεμονωμένα έγχρωμα τσιπς των πειραμάτων της με σύνολα τριών έγχρωμων τσιπς: σε ορισμένα το εστιακό χρώμα κατείχε την κεντρική θέση, ενώ σε άλλα κατείχε μία από τις ακριανές. Η επανάληψη των τεστ μνήμης έδειξε ότι τα εστιακά χρώματα παρέμεναν βασικά, ανεξάρτητα από τη θέση τους κάθε φορά στην τριάδα. Η διαπίστωση αυτή επέτρεπε, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι τα εστιακά χρώματα χρησιμοποιούνται σαν «άγκυρες» για τις χρωματικές τους κατηγορίες, άσχετα από τη θέση τους στο σύνολο. Έτσι, το εστιακό κόκκινο χρησιμοποιείται πάντοτε σαν μια άγκυρα για όλες τις ποικιλίες της ερυθρότητας. Ως προς την ορολογία, αφού η ετικέτα «εστιακός» παραπέμπει σε μια κεντρική θέση, ο όρος δεν ήταν πλέον κατάλληλος, και αυτός στάθηκε προφανώς ένας από τους λόγους 20

38 για τους οποίους η Rosch αντικατέστησε το focus των Berlin και Kay με το πρότυπο (prototype). Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, το πρότυπο αναφέρεται στα τεχνητά δημιουργημένα καλύτερα παραδείγματα. Συγκρινόμενα με αυτά τα τεχνητά πρότυπα, τα εστιακά χρώματα αποτελούν πολύ λιγότερο αυθαίρετα φαινόμενα, και για αυτό ονομάστηκαν φυσικά πρότυπα από την Rosch. Ένα από τα πλεονεκτήματα της υιοθέτησης του όρου πρότυπο ήταν ότι διευκόλυνε κατά πολύ την επέκταση της έννοιας των foci πέρα από τις χρωματικές κατηγορίες, π.χ. στα πεδία των σχημάτων, των οργανισμών και των αντικειμένων (Ungerer & Schmid 1996: 10, από Βελούδης 2005: ). Η μελέτη αυτή έχει να κάνει με το τι έχουμε στο νου μας όταν χρησιμοποιούμε λέξεις που αναφέρονται σε κατηγορίες. Ας πάρουμε τη λέξη κόκκινο ως παράδειγμα. Κλείστε τα μάτια σας και φανταστείτε ένα αληθινό κόκκινο. Τώρα φανταστείτε ένα κόκκινο προς το πορτοκαλί φανταστείτε ένα βυσσινί κόκκινο. Αν και θα μπορούσατε να εξακολουθείτε να ονομάζετε το πορτοκαλί- κόκκινο ή το βυσσινί- κόκκινο με τον όρο κόκκινο, δεν είναι τόσο καλά παραδείγματα του κόκκινου (ως καθαρές περιπτώσεις του τι συνιστά το αντικείμενο αναφοράς του κόκκινο) όσο το καθαρό «αληθινό» κόκκινο. Με δυο λόγια, μερικά κόκκινα είναι πιο κόκκινα από άλλα. Στη συνέχεια τα υποκείμενα του πειράματος κλήθηκαν να κρίνουν την καταλληλότητα (goodness) ή τυπικότητα (typicality) των μελών μιας κατηγορίας, δηλαδή να αποφασίσουν πόσο καλό παράδειγμα της κατηγορίας ΚΟΚΚΙΝΟ είναι ένα βυσσινί, ένα μπορντό, ένα γκρενά, κτλ., δίνοντας την 1 η, τη 2 η, κτλ., θέση σε μια κλίμακα που έφτανε μέχρι το 7 των «κακών» παραδειγμάτων. Καθώς υποδεικνύει η κατηγοριοποίηση των χρωμάτων (αλλά και των σχημάτων και άλλων κατηγοριών), η συμμετοχή στον πληθυσμό μιας κατηγορίας δεν είναι, όπως για μια μακρά περίοδο υπέθεταν φιλόσοφοι και γλωσσολόγοι, μια διάκριση ναι-ή-όχι. Μάλλον συνεπάγεται διαφορετικούς βαθμούς τυπικότητας, όπως υποστηρίζουν οι βαθμολογήσεις της καταλληλότητας του παραδείγματος, η αναγνώριση, το συνταίριασμα και οι διεργασίες εκμάθησης (Ungerer & Schmid 1996: 14, από Βελούδης 2005: 156). 1.4 Κριτική της υπόθεσης της καθολικότητας Το έργο των Berlin & Kay βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης «καθολικιστών» και «σχετικιστών»/δομιστών και αποτελεί αντικείμενο ζωηρών κριτικών αναφορικά με τα αποτελέσματα και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. 21

39 Σύμφωνα με την υπόθεση της καθολικότητας, για την απόδοση ονομασίας σε διαφορετικές χρωματικές κατηγορίες κατηγορήθηκαν για το ότι έκαναν παρατηρήσεις που έχουν κάνει ήδη πολλοί παρατηρητές σχετικά με μια «φυσιολογική τριχρωματική οπτική» και οι οποίες μπορούν να κατανοηθούν μέσω μιας «απλής σύνδεσης με προϋπάρχουσες αντιλήψεις». Ενώ σύμφωνα με την υπόθεση της σχετικότητας, η γλώσσα παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο, καθώς η αντίληψη ενός δεδομένου χρώματος εξαρτάται από την ύπαρξη ενός όρου που το δηλώνει. Πράγματι, η υπόθεση των Berlin & Kay έχει προκαλέσει πολλές αντιπαραθέσεις όσον αφορά την πειραματική της βάση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό βήμα για την κατηγοριοποίηση των χρωματικών όρων, μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποιες αδυναμίες, όσον αφορά, καταρχάς, τα ίδια τα πρωτόκολλά τους. Η πιο σημαντική αδυναμία τους είναι ότι πραγματοποίησαν άμεση έρευνα σε είκοσι γλώσσες, αλλά τα δεκαεννιά υποκείμενά τους ζούσαν στην Καλιφόρνια (επομένως θα μπορούσαν να είναι αποκομμένα από τα πολιτισμικά στοιχεία της γλώσσας τους), ενώ για τις υπόλοιπες ογδόντα γλώσσες που αναφέρουν, στηρίζονται σε δεδομένα από δεύτερο χέρι, τα οποία συγκεντρώθηκαν χωρίς να ακολουθηθεί κοινό πρωτόκολλο και τα οποία αναζητήθηκαν αυθαίρετα, είτε από άγνοια είτε βεβιασμένα, προκειμένου να τα αντιστοιχίσουν στο σύστημά τους. Κατά τον Lyons ([1981] 2001), υπάρχουν δύο γενικά σημεία που μπορούν να επισημανθούν αναφορικά με την υπόθεση, τα οποία συνδέονται με τη θέση της σχετικότητας και τη σχέση μεταξύ γλώσσας και κουλτούρας. Α) Μολονότι μπορεί να υπάρχει μια καθολική υποδομή στο λεξιλόγιο των χρωμάτων, υπάρχει επίσης και μια μη καθολική υπερ-δομή. Η διαφορά μεταξύ γλωσσών με σχετικά πλούσιο και γλωσσών με σχετικά φτωχό σύστημα βασικών χρωματικών όρων παραμένει ακόμη. Επίσης ενδείξεις σαν αυτές που υπάρχουν για μια καθολική μερική διάταξη στο σύνολο των πιθανών χρωματικών όρων περιορίζονται, όπως έχουμε δει, στα έξι ή εφτά συχνότερα ταξινομημένα χρώματα. Δεδομένου ότι αυτές οι περιοχές ακριβέστερα, οι εστίες που συνδέονται με αυτές είναι αντιληπτικά εξέχουσες για τους ανθρώπους εξαιτίας, εν μέρει τουλάχιστον, της νευροφυσιολογικής τους κατασκευής, υπάρχουν άλλες, μη καθολικές και λιγότερο εξέχουσες για την αντίληψη, περιοχές του χρωματικού συνεχούς, στις οποίες δίνεται λεξιλογική αναγνώριση και οι οποίες ενσωματώνονται πλήρως μαζί με τις καθολικά περισσότερο εξέχουσες περιοχές στο χρωματικό λεξιλόγιο συγκεκριμένων γλωσσών. Είναι αρκετά σαφές από συζητήσεις 22

40 ανθρωπολόγων για το χρώμα, σε σχέση με την υπόθεση Berlin & Kay και ανεξάρτητα από αυτή, ότι η πολιτισμικά και η βιολογικά βασισμένη αντιληπτική υπεροχή παίζει ρόλο στην κωδικοποίηση των χρωματικών όρων. Εξάλλου, το βιολογικό και το πολιτισμικό στοιχείο βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση κατά την απόκτηση της γλώσσας. Τέλος, υπάρχουν πολλές καθημερινές χρήσεις των χρωματικών όρων και όχι μόνο εμφανέστερα συμβολικές (άσπρο για την αγνότητα, κόκκινο για τον κίνδυνο, μαύρο για το πένθος κτλ.)- που είναι πολιτισμικά εξαρτημένες, με την έννοια ότι δεν μπορεί κανείς να τις υιοθετήσει χωρίς ταυτόχρονα να αποκτήσει και τη σχετική κοινωνική γνώση. Η σπουδαιότητα αυτού του γεγονότος έχει υποτιμηθεί από πολλούς γλωσσολόγους, ψυχολόγους και φιλοσόφους που έχουν συζητήσει την υπόθεση Berlin & Kay. Ό,τι ισχύει για το λεξιλόγιο των χρωμάτων θα φαινόταν ότι ισχύει για κάθε λεξιλογικό τομέα που επιλέγει κανείς. Αν υπάρχει μια καθολική υποδομή σημασιολογικών διακρίσεων στο εσωτερικό του, τότε θα υπάρχει και μια μη καθολική, και ίσως πολύ πιο εκτεταμένη, πολιτισμικά εξαρτημένη δομή. Β) Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με την έννοια των εστιακών περιοχών ή τις εστίες. Αν και μιλάμε για το χρώμα ως οπτικό συνεχές, είναι φανερό ότι αυτό δεν αληθεύει κατά την εξής σημαντική έννοια: Τα ανθρώπινα όντα είναι έτσι κατασκευασμένα (όπως είναι όλα τα ζώα), ώστε να αντιδρούν νευροφυσιολογικά σε ορισμένα ερεθίσματα και όχι σε άλλα. Αυτό μπορεί να είναι, εν μέρει τουλάχιστον, η βάση για την υπεροχή κάποιων χρωματικών εστιών και για την καθολικότητά τους. Τέτοιου είδους εστίες χρησιμεύουν ως τα σημεία αναφοράς σε σχέση με τα οποία δομούμε το υπόλοιπο του φυσικού συνεχούς, στο βαθμό βέβαια που μπορούμε να το δομήσουμε. Χρησιμεύουν επίσης ως αρχέτυπα για την απόκτηση των χρωματικών όρων. Π.χ., μαθαίνουμε τη σημασία του κόκκινο συνδέοντάς το καταρχήν με την εστία του και επεκτείνοντας έπειτα τη δήλωσή του έξω από την εστία του, προς μια κάπως απροσδιόριστη περιοχή. Αλλά η πρωτοτυπική ή εστιακή σημασία του κόκκινο εξακολουθεί να χρησιμεύει ως το αγκυροβόλι του και στο εξής: Θα έχουμε έτσι την τάση να το συνδέσουμε με κάτι που μας είναι οικείο στο καθημερινό μας περιβάλλον: π.χ. το κόκκινο θα μπορούσε να οριστεί πρωτοτυπικά, με αυτή την έννοια, με αναφορά στο αίμα ή τη φωτιά (όπως πολλά λεξικά πράγματι το ορίζουν). Ακόμη μια φορά, ό,τι ισχύει για τους χρωματικούς όρους αληθεύει επίσης και για το λεξιλόγιο γενικά. Ο κόσμος της εμπειρίας μάς παρουσιάζεται ως ένα αδιαμόρφωτο συνεχές και ταξινομείται από εμάς, σε ορισμένη τουλάχιστον έκταση, σε αυτά που παραδοσιακά ονομάζονται φυσικά είδη. 23

41 Δύο ανταγωνιστικές θεωρίες έχουν εμφανιστεί για να εξηγήσουν το λόγο για τον οποίο οι χρωματικοί όροι ακολουθούν την ίδια εξελικτική ιεράρχηση που προτάθηκε από τους Berlin και Kay (1969): Α) μία με επικεφαλής τους Kay και McDaniel (1978:617), οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η σημασιολογία των βασικών χρωματικών όρων σε όλες τις γλώσσες είναι αποτέλεσμα μιας κοινής δέσμης νευροφυσιολογικών διεργασιών στις οποίες διαφορές στα μήκη κύματος του φωτός που φθάνει στον οφθαλμό μετασχηματίζονται σε διαφορές απόκρισης στο οπτικό νευρικό σύστημα, Β) ενώ η άλλη, με επικεφαλής την Wierzbicka (1990) αντιτίθεται στην άποψη των Kay και McDaniel και προτείνει ότι οι χρωματικές έννοιες είναι αγκυροβολημένες σε ορισμένες αναγνωρίσιμες καθολικές ανθρώπινες εμπειρίες, όπως η μέρα, η νύχτα, η φωτιά, ο ήλιος, η βλάστηση, ο ουρανός και το έδαφος. Προφανώς, τα δύο στρατόπεδα βλέπουν το ίδιο φαινόμενο από εντελώς διαφορετικές οπτικές γωνίες, η μία από μια νευροφυσιολογική προοπτική και η άλλη από μια γνωστική προοπτική. Ως αποτέλεσμα, ο ένας κατηγορεί τον άλλο για τεχνητή σύνδεση μεταξύ της γλώσσας και των νευρικών αντιδράσεων (Wierzbicka 1990), ενώ ο άλλος δυσφημεί το επιχείρημα του αντιπάλου, ως ανυπόστατη παρατήρηση που δεν στηρίζεται σε εμπειρικά στοιχεία (Kay 2003:243). Χωρίς περαιτέρω εξέλιξη στη μελέτη της σημασιολογίας του όρου χρώμα, φαίνεται δύσκολο να μπορέσουν να έρθουν σε συμφωνία οι δύο αυτές θέσεις. Υπάρχουν πολλές ανθρωπολογικές μελέτες που έχουν δείξει ότι διάφοροι πολιτισμοί δεν διαιρούσαν την έννοια του χρώματος μόνο με βάση αυτό το σύστημα αλλά μπορούσαν να ενσωματώσουν και άλλες ιδιότητες, όπως χρώμα συμπαγές, ριγέ, εμπριμέ (Tornay 1978, Guédou & Coninckx 1986), ξηρό, υγρό, γυαλιστερό, ματ (Lucy 1992, 1997, Wierzbicka 1990). Η αναπαράσταση που πρότειναν οι Berlin & Kay στηρίζεται στις σύγχρονες φυσικές επιστήμες: το χρώμα γίνεται αντιληπτό στον πολιτισμό μας ως φυσική οντότητα, ως ιδιότητα του φωτός. Αυτή η αντίληψη διαδόθηκε ευρέως από την εποχή του Νεύτωνα (1704/1998), δηλαδή πολύ μετά τη χρήση των χρωματικών όρων και κυρίως ανεξάρτητα από τις σημασίες με τις οποίες τους συνδέουν οι ομιλητές. Η Dubois (2001) σχολιάζει ότι δεχόμαστε πως οι φυσικές θεωρίες του χρώματος μας διαφωτίζουν σχετικά με τους φυσιολογικούς μηχανισμούς παραγωγής μιας αίσθησης για το χρώμα (π.χ. μέσω της λειτουργίας των υποδοχέων του αμφιβληστροειδούς), δεν 24

42 πρέπει όμως να συγχέουμε την ανάλυση. Η λειτουργία των αισθητηριακών υποδοχέων δεν αποτελεί παρά ένα προαπαιτούμενο για την ύπαρξη του προβλήματος του χρώματος ως έννοιας ή γνωστικής αναπαράστασης. Πρόκειται μεν για απαραίτητες συνθήκες για την ύπαρξη μιας έννοιας αλλά πολύ ανεπαρκείς/ αδύναμες να εξηγήσουν γιατί και σε τι, με βάση τους περιορισμούς της φυσιολογίας, η διαφορετικότητα των λαών, των πολιτισμών και των γλωσσών έχει διατηρήσει κάποιες πτυχές περισσότερο από άλλες για να ενοποιήσει τις διάφορες πτυχές της οπτικής αντίληψης «εφευρίσκοντας» μια έννοια χρώματος και ονομασίες διάφορων χρωματικών κατηγοριών. Η λεξική σημασιολογία, ακόμη κι αν δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη από μηχανισμούς αντίληψης, είναι ως ένα βαθμό αυτόνομη. Η διαδικασία της κατονομασίας απομένει, λοιπόν, να ερμηνευτεί εντός της δυναμικής των γλωσσών, και όχι στη σύσταση γνωστικών κατηγοριών αναφορικά με τη σχέση μας με τον κόσμο. Το θεωρητικό αδιέξοδο με το οποίο ήρθαν αντιμέτωπες οι έρευνες των Berlin & Kay, όπως και αυτές της Rosch, προκύπτει από μια εξομοίωση της κοινωνικής (επιστημονικής) γνώσης με τις βασικές πρωταρχικές αναπαραστάσεις της αντίληψης και από μια απόπειρα για μια προσαρμογή του λεξικού στις οπτικές αναπαραστάσεις του αντικειμενικού κόσμου, σύμφωνα με την Dubois (2001: 19): «Τα «φυσικά» δεδομένα, οι τεχνικές του χρώματος, που χρησιμοποιούνται στους ορισμούς των γενικών λεξικών, μολονότι δεν χρησιμοποιούν το σύνολο των τριών παραμέτρων (τονικότητα, κορεσμός, φωτεινότητα), αλλά κάποια άλλα φυσικά κριτήρια, όπως τη θέση στο ηλιακό φάσμα, την ένδειξη του μήκους κύματος, το θεμελιώδη χαρακτήρα ενός χρώματος (αν είναι πρωτογενές ή δευτερογενές χρώμα), μου φαίνονται ακατάλληλα/ανεπαρκή για έναν σαφή και κατανοητό ορισμό για όσους συμβουλεύονται το λεξικό. Θα πρέπει να βρεθούν άλλες μέθοδοι ορισμού των χρωματικών όρων, προσαρμοσμένες στο αντικείμενο, που να παρέχουν πιο συγκεκριμένη και σαφή εικόνα του περιγραφόμενου όρου.» Πολλοί γλωσσολόγοι, επίσης, έχουν παρατηρήσει ότι ένας αριθμός γλωσσών μοιάζει να αντιτίθεται στην καθολικιστική αυτή θεωρία, καθώς κάποια χρωματικά πεδία εμφανίζουν υποδιαιρέσεις και παίρνουν την ονομασία τους με τη βοήθεια διάφορων όρων, όπως γίνεται και στα ελληνικά (πορτοκάλι πορτοκαλί). Επίσης, κάποια χρωματικά πεδία παρουσιάζουν πρόβλημα, κυρίως το μπλε και το γαλάζιο (/γαλανό) Τα γαλαν- και γαλάζ- είναι συμπληρωματικές ρίζες. Βασίζονται στην ετυμολογία της λέξης που, σύμφωνα με το ΕΛ, είναι το ελνστ. ουσ. κάλ(λ)αϊς, -ιδος (η) «πολύτιμος λίθος με γαλαζοπράσινο χρώμα». 25

43 (από πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο; Υπάρχει διάσπαση πεδίου;). Όσο για τον όρο ροζ, συχνά δεν θεωρείται ότι ως όρος χαρακτηρίζει απόλυτα ένα χρωματικό πεδίο, αλλά αποτελεί ονομασία που ορίζει μια απόχρωση, μια υποκατηγορία του κόκκινου, ένα ανοιχτό κόκκινο, ακόρεστο έτσι απαντά και σε κάποιους ορισμούς λεξικών. Οι χρωματικές ονομασίες των ελληνικών δεν είναι παγιωμένες και έχουν υποστεί αλλαγές στο πέρας του χρόνου. Μπορούμε επομένως να αναρωτηθούμε για το αν το ελληνικό χρωματικό λεξικό βρίσκεται σε ένα 8 ο, πιο σύνθετο στάδιο. Η αντιληπτική εμπειρία φαίνεται ασαφής από τη βάση της. Οι διαφορές που εκδηλώνουν οι γλώσσες σχετικά με την απόδοση των χρωματικών όρων υποδεικνύουν ότι κάθε γλώσσα κωδικοποιεί την εμπειρία του κόσμου με το δικό της τρόπο. Και τα εθνογλωσσολογικά δεδομένα τείνουν να αποδείξουν την ύπαρξη μιας αυθαίρετης σημασιολογίας. Η γλώσσα δεν δομείται με γνωστικά διαβήματα, προσδίδει μόνο ετικέτες στις διάφορες οντότητες και οι ταξινομήσεις που κάνει η γλώσσα είναι μεταγενέστερες των κατηγοριοποιήσεων που προέρχονται από τη διάδραση μεταξύ του ερεθίσματος και της επεξεργασίας του. Οι καθολικιστές απαντούν με αυτόν τον τρόπο ότι η γλώσσα παίζει ένα ρόλο μεσάζοντα κατά τις γνωστικές διαδικασίες. Η βασική έγνοια των Berlin & Kay -και των καθολικιστών- πάντως είναι να εκφράσουν αυτή την απόδειξη: η αντίληψη προδιαγράφει, ως ένα βαθμό, την κατονομασία εφόσον παρατηρούμε σημαντικές συμμετρίες (ενώ για τους κουλτουραλιστές, οι ονομασίες επηρεάζουν την αντίληψη). Πάντως, αυτό το αποτέλεσμα δεν απορρίπτει την άποψη του Worf (1940/1956) 12 κατά την οποία η δομή της γλώσσας είναι ικανή να επηρεάσει τη μη γλωσσική συμπεριφορά και η απόδοση ονομασιών δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γνωστικό επίπεδο. Η σημασιολογική αντίληψη διαμορφώνεται από τη διάδραση μεταξύ της καθολικότητας της αντιληπτικής υποδομής και των πολιτισμικών παραγόντων που σχηματίζουν τη γλώσσα Αναδόμηση του συστήματος των Berlin & Kay Η θεωρία των βασικών χρωματικών όρων έχει εξελιχθεί στο χρόνο, με συμπληρώσεις και τροποποιήσεις (Kay & McDaniel 1978, Kay & Maffi 1999, Levinson 2001): 12 Worf 1940/1956: «Ο κόσμος παρουσιάζεται μέσα από ένα καλειδοσκόπιο εντυπώσεων που πρέπει να οργανωθεί στο νου μας δηλαδή από το γλωσσικό σύστημα του νου μας. Τεμαχίζουμε τη φύση, την ταξινομούμε σε έννοιες και της προσδίδουμε σημασίες.» 26

44 1. Η βασική θεωρία των Berlin & Kay τροποποιήθηκε ως εξής: στους Berlin & Berlin (1975) και Kay (1975) το πράσινο στα στάδια 3 και 4 απέκτησε την υβριδική μορφή grue, που είναι αμάλγαμα του green «πράσινο» και του blue «μπλε» και όρος απαραίτητος για κάποιες γλώσσες -όπως αυτή των Εσκιμώων- που εισάγουν το γαλάζιο χρώμα πριν το πράσινο. Επιπλέον, επέτρεψαν στο γκρι να εμφανίζεται αργότερα. 2. Σύνθετες κατηγορίες: οι Kay & McDaniel (1978) εισήγαγαν νέες ιδέες σχετικά με την αναφορά των βασικών χρωματικών όρων. Στους Berlin & Kay (1969), οι βασικοί χρωματικοί όροι έχουν πρωτογενή (primary) αναφορά σε κατηγορίες με χαλαρά όρια αλλά ξεκάθαρα ορισμένες, μοναδικές εστίες (foci). Στους Kay & McDaniel, οι βασικοί χρωματικοί όροι μπορεί να έχουν περισσότερες από μία εστίες, όταν ο όρος μπορεί να είναι «σύνθετος». Σημειώνουν μόνο τέσσερις τέτοιους σύνθετους όρους: ανοιχτό-θερμό (με εστία στο άσπρο, το κόκκινο ή το κίτρινο), θερμό (με εστία στο κόκκινο ή το κίτρινο), σκούρο-ψυχρό (με εστία στο μαύρο, το πράσινο ή το μπλε) και το grue (με εστία στο πράσινο ή το μπλε). Οι Kay & McDaniel συσχετίζουν τις εστίες στα τέσσερα πρωτογενή χρώματα του Hering (κόκκινο, πράσινο, μπλε, κίτρινο) μαζί με το μαύρο και το άσπρο και προτείνουν την τροποποίηση της χρωματικής ακολουθίας: στο στάδιο 1, το μαύρο και το άσπρο είναι σύνθετα με τρεις εστίες το έκαστο (άσπρο/κόκκινο/κίτρινο vs. μαύρο/πράσινο/μπλε). Στο στάδιο 2 οι τρεις βασικοί χρωματικοί όροι έχουν εστίες στα άσπρο, κόκκινο/κίτρινο, μαύρο/πράσινο/μπλε. Στη συνέχεια, τα δύο τελευταία σύνθετα διαδοχικά διαχωρίζονται μέχρι το στάδιο 5, που δεν έχει καθόλου σύνθετα, όπως ακριβώς στους Berlin & Kay. Όλοι οι επόμενοι όροι είναι συνδυασμοί, όπως το brown με εστία ανάμεσα στο κίτρινο και το μαύρο. 3. Μελέτες πεδίου. Πιο ενδελεχείς μελέτες τη δεκαετία του 1970 (π.χ. Dougherty 1977, Heider et al. 1972), προτείνουν ότι υπάρχει σημαντική ποικιλία στον αριθμό και την ερμηνεία των βασικών χρωματικών όρων που βρέθηκαν σε μικρές κοινωνίες. Αυτή η ποικιλία θεωρήθηκε συστηματική κοινωνιογλωσσική ποικιλία που περιορίζεται από την εξελικτική ακολουθία των βασικών χρωματικών όρων (Kay 1975). 4. Η παγκόσμια έρευνα για τα χρώματα. Η παγκόσμια έρευνα για τα χρώματα έχει φέρει στο φως περισσότερα ευρήματα (βλ. Kay et al. 1991, Kay et al. 1997, MacLaury 1997). Χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ερευνητικό υλικό αλλά με διαφορετική μεθοδολογία. Τα υποκείμενα έβλεπαν τα χρώματα ένα ένα σε τυχαία σειρά, χωρίς να δουν πρώτα τους βασικούς χρωματικούς όρους. Με αυτόν τον τρόπο, διαχωρίστηκαν οι βασικοί χρωματικοί όροι, οι μη βασικοί χρωματικοί όροι και οι τροποποιητές. Τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: 27

45 - Τα σύνθετα σχηματίζονται από γειτονικές εστίες αλλά δεν περνούν ποτέ το όριο του κίτρινου (π.χ. ποτέ δεν περιλαμβάνουν μαζί τις εστίες κόκκινο/κίτρινο/πράσινο). Αυτό επιτρέπει εννέα πιθανά σύνθετα, από τα οποία οκτώ έχουν μαρτυρηθεί. - Σύνθετα κίτρινο-πράσινο υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι αυτές οι δύο εστίες δεν βρίσκονται ποτέ στην ίδια κατηγορία στο στάδιο 2, δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο εμπόδιο στη θεωρία των εξελικτικών σταδίων (βλ. MacLaury 1987). Τα σύνθετα κίτρινο/πράσινο/μπλε επίσης υπάρχουν, ακόμη κι αν το κίτρινο και το μπλε αποτελούν αντίθετα χρώματα με βάση τον Hering. Συμπερασματικά, όλες οι γλώσσες έχουν βασικούς χρωματικούς όρους, μια μικρή ομάδα χρωματικών λέξεων που διαχωρίζουν εξαντλητικά το χρωματικό φάσμα. Οι εστίες αυτών των χρωμάτων τείνουν να τοποθετούνται σε έντεκα προκαθορισμένους τόπους στο χρωματικό φάσμα. Υπάρχει μια υποθετική κλίμακα (που βασίζεται στα βασικά χρώματα του Hering, τα σύνθετά τους και τους συνδυασμούς τους) που μπορεί να δημιουργηθεί, ώστε, αν μια γλώσσα έχει ν βασικούς χρωματικούς όρους, να μπορούν να προβλεφθούν ποιοι μπορεί να είναι αυτοί. Τέλος, τα χρώματα του Hering θεωρούνται εξέχοντα για λόγους που σχετίζονται με την ανθρώπινη ψυχοφυσιολογία. Ενώ η νευροφυσιολογική βάση για τη θεωρία των Kay και McDaniel τροποποιήθηκε (de Valois & de Valois 1993) και η μη διαφοροποίηση των παγκόσμιων εστιακών χρωμάτων αμφισβητήθηκε τόσο σε επίπεδο γλώσσας όσο και σε επίπεδο αντίληψης, οι περισσότεροι επιστήμονες δέχονται ότι υπάρχει κάτι μοναδικό σε αυτές τις τέσσερις μοναδικές αποχρώσεις. 1.5 Οι βασικοί χρωματικοί όροι για τα ελληνικά Οι βασικοί χρωματικοί όροι ορίζουν χρωματικά πεδία 13 που συμπεριλαμβάνουν όλες τις τονικές αποχρώσεις, από το ανοιχτό ως το σκούρο, οι οποίες μπορεί να είναι αποχρώσεις κοντινές σε κάποιον άλλο τόνο. Στα ελληνικά θεωρούμε ότι υπάρχουν έντεκα χρωματικά πεδία που ορίζονται από δώδεκα γενικούς όρους, όπως συμβαίνει και για άλλες γλώσσες, π.χ. ρωσικά, καταλανικά: 13 Σύμφωνα με τον Kristol (1978: 10), το «χρωματικό πεδίο» ή «πεδίο χρώματος» είναι ένα «σημασιολογικό πεδίο χρώματος που γίνεται αντιληπτό ως μια ενότητα μέσα σε μια γλώσσα». Τα χρωματικά πεδία περιγράφονται αναλυτικά στα κεφ. 4 και 5. 28

46 άσπρο μαύρο κόκκινο πράσινο κίτρινο μπλε γαλάζιο (γαλανό) καφέ μοβ 14 ροζ πορτοκαλί γκρι (γκρίζο) Οι Androulaki et al. (2006: 6), έπειτα από εκτενή πειραματική έρευνα, συμπεραίνουν ότι στα ελληνικά ο όρος γαλάζιο (ή γαλανό) αποτελεί βασικό χρωματικό όρο. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει το χρώμα της θάλασσας, του ουρανού, της ελληνικής σημαίας και των ματιών (σπάνια χαρακτηρίζονται μπλε). Τα ελληνικά λεξικά ορίζουν το γαλάζιο ως ανοιχτό μπλε, όπως το χρώμα του ανέφελου ουρανού και της ήρεμης θάλασσας. Με βάση τα γλωσσολογικά κριτήρια της βασικότητας ενός χρωματικού όρου, πρόκειται για απλό όρο με συχνή χρήση. 15 Ωστόσο, η ονομασία του μπορεί να συμπεριληφθεί στη σημασία του μπλε. Για το λόγο αυτό, ένας από τους βασικούς στόχους των τεστ που έκαναν οι Androulaki et al. (ό.π.) ήταν να διαπιστωθεί η ανεξαρτησία του όρου αυτού, υπόθεση που επαληθεύτηκε. Επομένως, αν τα ΝΕ έχουν δύο βασικούς όρους για το μπλε, ο όρος γαλάζιο αποτελεί τη διασταύρωση των ΛΕΥΚΟ-ΜΠΛΕ, αφήνοντας το μπλε να αντιπροσωπεύει το καθολικό μπλε. Εναλλακτικά, το μπλε μπορεί να είναι διασταύρωση των ΜΑΥΡΟ- ΜΠΛΕ και το γαλάζιο να αποτελεί το καθολικό μπλε. Πιλοτική έρευνα έχει δείξει ότι, όπως τα ρωσικά, έτσι και τα ελληνικά 16 και τα καταλανικά μπορεί να έχουν περισσότερους από το μάξιμουμ των έντεκα «επιτρεπτών» βασικών ΧΟ σύμφωνα με τη θεωρία των Berlin & Kay και ότι έχουν περισσότερους από έναν βασικούς όρους για το «μπλε». Σύμφωνα με τους Corbett & Morgan (1988), Morgan & Corbett (1989), Davies & Corbett (1995), τα ρωσικά έχουν ξεκάθαρα δώδεκα βασικούς ΧΟ, αφού έχουν δύο βασικούς όρους για την περιοχή του «μπλε», синий (sinij) «σκούρο μπλε» και голубой (goluboj) «ανοιχτό μπλε». Υπάρχουν προτάσεις ότι και άλλες γλώσσες μπορεί να έχουν δύο βασικούς όρους για το «μπλε», όπως τα ισπανικά της Γουατεμάλα και του Περού αλλά και τα ευρωπαϊκά ισπανικά, και άλλες λατινικές 14 Στα ελληνο-αγγλικά λεξικά υπάρχει μια ταύτιση/σύγχυση του αγγλικού όρου purple με το ελληνικό πορφυρό. Συμφωνούμε με τους Androulaki et al. (2006: 6), που θεωρούν ότι ο πιθανός ελληνικός όρος για το purple είναι το μοβ, που αποτελεί δάνειο από το γαλλ. mauve. 15 Στο παράδειγμα: Φουντώνει η γαλάζια γκρίνια για τους χειρισμούς της κυβέρνησης διαπιστώνουμε την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί ο ελληνικός όρος έναντι του δανείου μπλε. 16 Androulaki et al

47 γλώσσες, όπως τα ιταλικά και τα καταλανικά έχουν τουλάχιστον δύο όρους για το «μπλε», γεγονός που απαιτεί περαιτέρω έρευνα. Επιπλέον, είναι πιθανό στις γλώσσες με περισσότερους από έντεκα βασικούς χρωματικούς όρους να τροποποιείται η εστίαση π.χ. το μοβ στα ρωσικά (фиолетовый / fioletovyj) και τα καταλανικά (lila) δεν περιγράφει την ίδια χρωματική περιοχή με αυτή του μοβ των αγγλικών (purple). Με την -μάλλον αναπόφευκτη- διεύρυνση της περιοχής του μπλε λόγω της ύπαρξης δύο βασικών ΧΟ, περιορίζεται ή μετακινείται η περιοχή του μοβ: η εστίαση του lila στα καταλανικά είναι πιο ανοιχτή και πιο κόκκινη από ό,τι η εστίαση του παγκόσμιου/ καθολικού μοβ) Για τα αρχαία ελληνικά Ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχῆς (Βιβλίον δεύτερον, Κεφ. Ι 2. σ. 91, «Αὗται εἶναι αἱ διαφοραὶ τῶν χυμῶν») διακρίνει επτά χρώματα και επτά χυμούς. «Ἐκ τῶν δύο θεμελιωδῶν χρωμάτων, τοῦ λευκοῦ καὶ τοῦ μέλανος (εἰς ὃ περιλαμβάνεται τὸ φαιόν) γεννῶνται διὰ μίξεως τὰ λοιπά πέντε, ξανθόν, φοινικοῦν, ἁλουργόν, πράσινον καὶ κυανοῦν», δηλαδή: Λευκό + (Μέλαν (Φαιόν)) = Ξανθόν, Φοινικοῦν, Ἁλουργόν, Πράσινον, Κυανοῦν Επίσης, στο έργο του Ελάσσονα 1 17, υπάρχει το κεφάλαιο «Περί χρωμάτων», όπου γίνεται ερμηνεία των αιτιών που προκαλούν την εμφάνιση των χρωμάτων. Εκτός από τον Αριστοτέλη, σύγχρονες μελέτες που αφορούν τους χρωματικούς όρους της αρχαίας ελληνικής είναι το άρθρο του Δ.Ε. Κισσόπουλου (1068/1992): Η χρωματολογία των αρχαίων (οι όροι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ελληνες για τα χρώματα) και το Αρχαιοελληνικό-Γεωργιανό Λεξικό της Ειρήνης Ντάρτσια (2004), που περιλαμβάνει 1440 λήμματα αρχαιοελληνικών χρωματικών όρων. Ωστόσο, στη νέα ελληνική έχει διασωθεί μόνο ένα μικρό μέρος των χρωματικών όρων από προγενέστερα στάδια της ελληνικής. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι υπάρχει άλλο λέξημα που χρησιμοποιείται καθημερινά, ενώ τα παλαιότερα απαντούν είτε σε λεξικές φράσεις είτε σε ειδικό λεξιλόγιο και στον επίσημο λόγο (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη, 1987). 17 Πρόκειται για μικρές πραγματείες που αποδίδονται στον Αριστοτέλη, αλλά η γνησιότητά τους αμφισβητείται. 30

48 1.5.2 Για τα νέα ελληνικά Για τα νέα ελληνικά, ελάχιστη έρευνα έχει γίνει στο αντικείμενο που μελετάμε. Εκτός από τους όρους που αναφέρονται στα λεξικά, η μόνη σχετική βιβλιογραφία είναι: Α) Τα δύο άρθρα της Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987) και Anastassiadis-Syméonidis (1996), που αφορούν τους χρωματικούς όρους από λεξικολογική σκοπιά και το δανεισμό παραγωγικών επιθημάτων, αντίστοιχα Β) Το άρθρο του Φιλόπουλου (1994), που αφορά την ορολογία. Γ) Η εργασία των Androulaki et al. (2006), που αφορά πειραματική έρευνα για την ανεύρεση των βασικών χρωματικών όρων για τα Νέα Ελληνικά. 1.6 Η έρευνα Η ενότητα αυτή έχει ως αντικείμενο την περιγραφή των λεπτομερειών που αφορούν την παρούσα έρευνα: τους στόχους της έρευνας, τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, το corpus, τον περιορισμό του θέματος και τα κριτήρια επιλογής των υπό εξέταση όρων Στόχοι της έρευνας Στόχοι της παρούσας έρευνας είναι η ανάλυση του γλωσσικού και εννοιακού πεδίου των χρωμάτων και η προετοιμασία του εδάφους με απώτερους σκοπούς τη σύσταση ενός λεξικού χρωματικών όρων, με συγχρονική οπτική, αλλά και την παραγωγή διδακτικού υλικού στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Ελληνικής ως μητρικής αλλά και ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Στην πορεία της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία να οριοθετηθεί το χρώμα και να οριστεί όχι μόνο από περιγραφικής (αποχρώσεις κτλ.) αλλά και από συμβολικής πλευράς (κοινωνικές αξίες που εκφράζει κτλ.). Για να αναλυθεί το χρωματικό λεξιλόγιο και να δοθεί μια συνολική εικόνα του, είναι ανάγκη να επιστρατευθούν πολλά στοιχεία: οι άμεσες χρωματικές ονομασίες και οι παράγωγές τους αλλά και η πληθώρα των έμμεσων και αναφορικών χρωματικών ονομασιών και των παραγώγων τους, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς το χρώμα μπορεί να κατονομαστεί με τη βοήθεια πολυποίκιλων και συχνά απρόσμενων αντικειμένων αναφοράς. Επιμέρους στόχους αποτέλεσαν η συγκέντρωση της βιβλιογραφίας που σχετίζεται με το αντικείμενο του χρώματος και η δημιουργία επιστημονικού υπόβαθρου για τη γένεση και άλλων σχετικών ερευνών. 31

49 1.6.2 Μεθοδολογία και υλικό - Το corpus 18 Στην παράγραφο αυτή γίνεται αναφορά στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την επιλογή των ονομάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα. Η φύση της έρευνάς μας απαιτούσε να στηριχτούμε σε εργαλεία σύγχρονα και έγκυρα: μια βάση δεδομένων αποτελούμενη από χρωματικούς όρους, απλούς και παράγωγους/σύνθετους, αλλά και από χρωματικές εκφράσεις και παραδείγματα. Καθώς μια τέτοια βάση δεδομένων δεν υπήρχε για τα Νέα Ελληνικά, έπρεπε να δημιουργηθεί από την αρχή και στην πορεία της έρευνας να εμπλουτιστεί. Επί του παρόντος, η βάση δεδομένων μας αριθμεί πάνω από 2000 όρους και συνεχώς εμπλουτίζεται. Για την περιγραφή των χρωματικών λεξικών μονάδων κρίθηκε απαραίτητη η σύσταση ενός γραπτού σώματος δεδομένων (corpus), το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: ένα σώμα που προέκυψε από την αποδελτίωση μεταγλωσσικών κειμένων (μελέτη που έγινε με βάση τα λήμματα των λεξικών) και ένα σώμα που προέκυψε από την αποδελτίωση γλωσσικών κειμένων -αλλά και από επιτόπια έρευνα- (μελέτη χρωματικών καταλόγων εικαστικών τεχνών, μόδας, κρασιών, κομμωτικής, βαφών κτλ.), που μας βοηθάει να διευρύνουμε τη σκέψη μας σχετικά με το φαινόμενο της κατονομασίας των χρωμάτων. Για το πρώτο μέρος του σώματος δεδομένων αποδελτιώθηκαν οκτώ σύγχρονα γενικά λεξικά της Νέας Ελληνικής γλώσσας και ένα που συνδυάζει και παλαιότερες μορφές της ελληνικής: α) Μπαμπινιώτης, Γ. (2002), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα Ο όρος corpus χρησιμοποιείται με την έννοια που του προσδόθηκε από τους δομιστές (βλ. Bloomfield (1933) και συνεχιστές του). Παραθέτουμε κάποιους ορισμούς που περιγράφουν την έννοια αυτή: Στο λεξικό του Mounin (1974) το corpus ορίζεται ως «το σύνολο γραπτών ή ηχογραφημένων εκφωνημάτων, που χρησιμεύουν στην περιγραφή της γλώσσας ( )». Στο λεξικό του Κρύσταλ (1980/2013), corpus είναι «μια συλλογή δεδομένων, είτε από γραπτά κείμενα είτε από μεταγραφή ηχογραφημένης ομιλίας, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημείο εκκίνησης μιας γλωσσικής περιγραφής ή ως μέσο επαλήθευσης υποθέσεων σχετικά με μια γλώσσα». Τέλος, στην εγκυκλοπαίδεια της γλωσσολογίας του Malmkjær (1991), το corpus ορίζεται ως «ένα σώμα ή μια συλλογή γλωσσικών δεδομένων που χρησιμοποιούνται στην έρευνα» και αντιπαραβάλλεται στον όρο corpora, που αποτελούν ηλεκτρονικά σώματα κειμένων τα οποία διακρίνονται για τον μεγάλο όγκο τους και χρησιμεύουν σε εφαρμογές όπως η λεξικογραφία, η διδασκαλία των γλωσσών, η μετάφραση, η αυτόματη επεξεργασία λόγου κ.ά. 19 Στο εξής ΛNEΓ. 32

50 β) Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998), Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] 20 γ) Πολυλεξικό Επιστήμη & Ζωή (2005), Θεσσαλονίκη, εκδ. Επιστήμη & Ζωή multimedia (ηλεκτρονικό λεξικό σε cd-rom) 21 δ) Μπαμπινιώτης, Γ. (2010), Ετυμολογικό Λεξικό. Ιστορία των λέξεων, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 22 ε) Τεγόπουλος Φυτράκης (1991), Ελληνικό λεξικό. Εκδ. Πατάκη στ) Υπερλεξικό της ελληνικής γλώσσας (1997), τ. 1-6, εκδ. Παγουλάτου ζ) Τσιούνης, Σ. (1990), Επίτομο νέο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Εκδ. Αλφειός η) Λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (1978), εκδ. Ρέκου θ) Βοσταντζόγλου, Θ. (1962/1998), Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης. Η επιλογή αυτή έγινε για τους εξής λόγους: α) Πρόκειται για σύγχρονα (εκτός από του Βοσταντζόγλου) λεξικά της Νέας Ελληνικής, κι αυτό εξυπηρετεί το στόχο μας να εξετάσουμε συγχρονικά τους ορισμούς των ΟΔΧ. β) Πρόκειται για γενικά λεξικά, που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, επομένως έχουμε πρόσβαση στη γενική χρήση των όρων 23 και όχι στην ειδική. Η ειδική χρήση των όρων ερευνήθηκε στο κεφάλαιο της ορολογίας (βλ. κεφ. 5). γ) Δεν υπάρχουν λεξικά χρωμάτων για τα νέα ελληνικά, όπως υπάρχουν για άλλες γλώσσες (π.χ. για τα γαλλικά), παρά μόνο κάποια σποραδικά ελλιπή γλωσσάρια με αυθαίρετη δομή. δ) Ειδικά το Ε&Ζ έχει επιλεγεί γιατί είναι σε ηλεκτρονική μορφή, γεγονός που διευκόλυνε την αναζήτηση των ερευνώμενων όρων. ε) Το ΕΛ μάς παρέχει πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την προέλευση των χρωματικών όρων. στ) Τα λεξικά ε-η περιέχουν πληθώρα συνωνύμων, που δεν συναντήσαμε στα μεγαλύτερα λεξικά. 20 Στο εξής ΛΚΝ. 21 Στο εξής Ε&Ζ. 22 Στο εξής ΕΛ. 23 Ως χρωματικό όρο αντιλαμβανόμαστε έναν όρο που ορίζει τη χρωματικότητα, είτε πρόκειται για την τονικότητα (μπλε, κόκκινο κτλ.) είτε για μια απόχρωση αυτής της τονικότητας. 33

51 ζ) Το λεξικό του Βοσταντζόγλου θεωρήθηκε χρήσιμο για τον εμπλουτισμό του corpus με παλαιότερες λεξικές μονάδες, που απαντούν στη λογοτεχνία ή σε ειδικά λεξιλόγια, π.χ. αναφορικά με το τρίχωμα ζώων κτλ. Η ανεπάρκεια των λεξικών 24 αλλά και θεωρητικοί λόγοι που σχετίζονται με τον λεξικολογικό προσανατολισμό της εργασίας αυτής κατέστησαν απαραίτητη τη συλλογή επιπλέον δεδομένων. Έτσι, για το δεύτερο μέρος του σώματος δεδομένων μας, που συμβάλλει στη διεύρυνση του στοχασμού μας πάνω στην ονομασία των χρωμάτων, έχουν συλλεγεί δεδομένα από διάφορες πηγές. Για τις ανάγκες της έρευνας αναφορικά με τη χρωματική ορολογία της ζωγραφικής συστάθηκε ειδική βάση δεδομένων, που περιλαμβάνει εικαστικούς χρωματικούς όρους που χρησιμοποιούνται από επαγγελματίες ζωγράφους. Βασική πηγή της βάσης δεδομένων (ΒΔ) αποτέλεσε το βιβλίο του Πλακωτάρη: Υλικά και τεχνική στη ζωγραφική και διακοσμητική (1980), στο οποίο παρατίθενται όροι που χρησιμοποιούνται από ζωγράφους στα ΝΕ, στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά (εμείς περιορίσαμε τη μελέτη στα ΝΕ). Καθώς δεν δίνεται πάντα ο όρος στα ΝΕ και επειδή θεωρούμε ότι ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, ανατρέξαμε επιπλέον σε διδακτικά εγχειρίδια σε σχέση με το χρώμα (Το χρώμα και τα μυστικά του από τις εκδ. Δημητρέλη και το βιβλίο του Κονταξάκη 1979: 53-73) και σε περαιτέρω βιβλιογραφία για τον εμπλουτισμό της ΒΔ. Για τους όρους που προέρχονται από το χώρο της Οινολογίας, αποδελτιώσαμε τον κατάλογο ελληνικών κρασιών Αθηνόραμα Alpha Wine Guide. Τα 1150 καλύτερα ελληνικά κρασιά αξιολογημένα και βαθμολογημένα (2010). Για τους όρους της Κομμωτικής, τα δεδομένα αντλήθηκαν από τον κατάλογο επαγγελματικών βαφών VITA HAIR PROFESSIONAL και την ιστοσελίδα Τους όρους που χρησιμοποιούνται σε χρώματα διακόσμησης (βαφές) τους αντλήσαμε από τα χρωματολόγια των εταιρειών Super Neopal, Vivecryl, Extra Neochrom, Vivelock Gloss & Metallized, Βιβεχρώμ branded, Kraft fresh αλλά και το χρωματολόγιο της Scoda, με χρώματα αυτοκινήτων. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι συναντήσαμε μια δυσκολία στην αναζήτηση των ελληνικών χρωματικών όρων, καθώς τα περισσότερα χρωματολόγια δεν περιέχουν ελληνικούς όρους ή περιέχουν ελάχιστους. 24 Βλ. Αλεξανδρή (2010α) για τη σύγκριση των λεξικών της ΝΕ αναφορικά με τους χρωματικούς όρους. 34

52 Για την έρευνα που αφορά την νεολογία (βλ. και Αλεξανδρή 2012), συλλέγεται μεγάλος αριθμός χρωματικών όρων από καταλόγους μόδας της εταιρείας LA REDOUTE, και της χειμερινής και της καλοκαιρινής κολεξιόν, καθώς διαπιστώθηκε μεγάλη απόκλιση στη χρωματική παλέτα που χρησιμοποιείται σε κάθε σεζόν. Η επιλογή αυτού του γλωσσικού πεδίου έγινε, επειδή οι κατάλογοι μόδας για αγορές από το σπίτι μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε διάφορα γενικά προβλήματα που έχει το λεξιλόγιο των χρωμάτων. Αποτελούν μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα κατηγορία, καθώς η ονομασία ενός χρώματος συνδέεται με μια εικόνα που επιτρέπει την οπτικοποίηση της κατονομαζόμενης απόχρωσης. Δεν είναι όμως μόνο εικονικά και γλωσσικά συστήματα συμβόλων, που παρουσιάζουν κάποια σχετική γλωσσική ομοιογένεια, αλλά επιπλέον ανταποκρίνονται σε κριτήρια τόσο εκδοτικής όσο και εμπορικής πολιτικής και πάνω από όλα συνιστούν αντιπροσωπευτικούς καταλόγους κοινωνικού ενδιαφέροντος, που εκφράζεται μέσα από καθημερινά αντικείμενα. Δεν είναι λίγες οι φορές που διαπιστώνουμε ότι αναδεικνύονται συσχετισμοί ανάμεσα στη χρωματική ορολογία και κάποια κοινωνικά φαινόμενα. Τέλος, ένα μέρος των χρωματικών όρων συγκεντρώθηκαν τόσο από τη σχετική βιβλιογραφία σχετικά με το χρώμα και το λεξικό του (επιστημονικές, λογοτεχνικές, ιστορικές, ψυχολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες ή άρθρα), από την οποία αντλήσαμε όχι μόνο πληροφορίες αλλά και χρωματικούς όρους, όσο και από προσωπικά αναγνώσματα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου (αποδελτιώθηκε τυχαίο δείγμα αυθεντικών κειμένων του ημερήσιου και περιοδικού τύπου, π.χ. περιοδικά μόδας, όπως DIVA, Marie Claire κτλ.) και ενσωματώθηκαν στο σύνολο των λημμάτων του λεξικού. Το δεύτερο μέρος του σώματος δεδομένων μας λοιπόν είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, έτσι ώστε το υλικό αυτό να αποτελεί σήμερα τον κύριο όγκο του corpus (αποτελεί τα 2/3 του συνολικού αριθμού των όρων). Εκτός από το corpus που δημιουργήσαμε, χρήσιμο εργαλείο για τη μελέτη των όρων της έρευνάς μας αποτέλεσε το Σώμα Ελληνικών Κειμένων (ΣΕΚ). Δεδομένου ότι η χρήση των υπολογιστών αποτελεί ένα «καίριο βοήθημα στην έρευνα, όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και της γραμματικοσυντακτικής της δομής και της επικοινωνιακής δυναμικής της γλώσσας» (Μπαμπινιώτης 1999, από: Γούτσος 2003), στην παρούσα έρευνα πολύτιμες πληροφορίες αντλήθηκαν από το ΣΕΚ, το πρώτο ηλεκτρονικό σώμα κειμένων της ελληνικής που δημιουργήθηκε με στόχο τη γλωσσολογική έρευνα σε ένα ευρύ φάσμα 35

53 κειμενικών ειδών της σύγχρονης γλώσσας. Το ΣΕΚ περιλαμβάνει 30 εκατομμύρια λέξεις από προφορικά και γραπτά κείμενα από τις δεκαετίες (Γούτσος 2003). Ο Γούτσος (ό.π.) υπογραμμίζει τη σημασία της χρήσης των ηλεκτρονικών σωμάτων κειμένων για τη μελέτη και τη διδασκαλία λεξιλογικών στοιχείων. Με τη χρήση συμφραστικών πινάκων, αναδεικνύονται οι πολλαπλές χρήσεις των λέξεων και γίνεται σαφέστερη διάκριση των σημασιών, ειδικά στα χρώματα, που διακρίνονται από μια πλούσια και δημιουργική σειρά προσδιοριστικών συνάψεων. Η ανάλυση των στοιχείων του σώματος κειμένων μάς διευκόλυνε πολύ για την εκτίμηση της σπουδαιότητας και του ρόλου των ΟΔΧ και των προσδιοριστικών τους, αλλά και τη διαπίστωση της φρασεολογικής ποικιλίας, καθώς μας επέτρεψε προσωπική πρόσβαση σε ένα σύνολο αυθεντικών δεδομένων με πληροφορίες σχετικά με τις συχνότητες εμφάνισης (και συνεμφάνισης) των όρων στα κείμενα Οριοθέτηση του θέματος - Κριτήρια επιλογής των χρωματικών όρων Στην παράγραφο αυτή γίνεται αναφορά στον τρόπο με τον οποίο έγινε η επιλογή των δεδομένων του corpus μας. Σε γενικές γραμμές, αντικείμενο της έρευνας αποτελούν όλα τα επίθετα και ουσιαστικά που δηλώνουν κάποιο χρώμα καθώς και οι εκφράσεις που περιέχουν τους όρους αυτούς. Ειδικότερα, στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με τα κοινά ουσιαστικά και όχι με τα κύρια που είναι δυνατό να σχηματιστούν με βάση ένα όνομα που δηλώνει χρώμα, π.χ. γαλανός Γαλάνης, μαύρος Μαυροειδής, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικής έρευνας, καθώς η μελέτη τους δεν έχει άμεση σχέση με την εφαρμογή. Επιπλέον, δεν αποτελούν αντικείμενο της έρευνάς μας τα ρηματικά ουσιαστικά, π.χ. άσπρισμα, ερύθημα κτλ. Ακόμη, οι όροι που αναφέρονται σε μείξη χρωμάτων που δεν δηλώνονται ρητά, καθώς έχουν το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [-χρώμα]: πολύχρωμο, εμπριμέ, πουά, ριγέ, καρό κτλ. αλλά και όροι όπως τουίντ (μπορεί να είναι γκρι, καφέ ή ρόζ), που δηλώνουν είδος υφάσματος, δεν περιέχονται στο corpus. Ο μόνος σχετικός όρος που εξετάζουμε είναι το ντένιμ, γιατί ταυτίζεται το ύφασμα με το χρώμα, και απαντά ως χρωματικός όρος σε καταλόγους μόδας. Αντίθετα, όροι που κατονομάζουν ένα σύνολο περισσότερων χρωμάτων σε παράταξη ή σε μείξη: γαλανόλευκη, γαλαζοπράσινο κτλ., περιλαμβάνονται στα δεδομένα μας. Όσον αφορά τους ειδικούς όρους, επιλέχτηκαν μόνο όσοι κατονομάζουν χρωστικές ύλες που λειτουργούν και ως χρωματικοί όροι: μίνιο, κιννάβαρι, όμπρα κτλ. καθώς και οι 36

54 όροι που είναι απαραίτητοι για την κατανόηση και τον ορισμό ενός άλλου χρωματικού όρου: Van Gogh (κίτρινο Van Gogh), Βουργουνδία (κόκκινο Βουργουνδίας) κτλ. Επομένως, όροι που δηλώνουν τεχνική, όπως ακουαρέλα, ακουατίντα, γκουάς, ή υλικό που δεν δηλώνει ξεκάθαρα κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, π.χ. λαδοπαστέλ, ανιλίνη, υδρόχρωμα κτλ. δεν περιλαμβάνονται στο corpus. Τέλος, από τα πολύ εξειδικευμένα και εφήμερα λεξιλόγια (της μόδας, των καλλυντικών κτλ.) επιλέχτηκαν μόνο οι όροι που παρουσιάζουν ένα βαθμό λεξικοποίησης στον αντίστοιχο τομέα ή που παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τον όρο της βάσης. 1.7 Ανακεφαλαίωση Στο πρώτο κεφάλαιο, έγινε επισκόπηση των πιο σημαντικών, κατά τη γνώμη μας, ερευνών που σχετίζονται με τα ονόματα που δηλώνουν χρώμα. Ακολούθησε η περιγραφή του πεδίου των χρωματικών όρων, με βάση την εργασία των Berlin & Kay (1969) αλλά και άλλων μελετών. Τέλος, έγινε η οριοθέτηση του θέματος και εκτέθηκαν οι στόχοι, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και το υλικό που συστάθηκε για την παρούσα έρευνα. 37

55 Κεφάλαιο 2. Μορφολογία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα 2.0 Εισαγωγή Το δεύτερο κεφάλαιο έχει ως αντικείμενο τη μορφολογία των υπό εξέταση χρωματικών όρων. Αρχικά, δίνεται ο ορισμός των ΟΔΧ και παρουσιάζονται τα προβλήματα που εμφανίζουν οι εν λόγω όροι σε μορφολογικό επίπεδο. Ακολουθεί η κατηγοριοποίηση με βάση τη μορφή τους (απλά, παράγωγα, σύνθετα ΟΔΧ) και η ταξινόμησή τους σε κλιτικά παραδείγματα. Έπειτα, στις παραγράφους που αφορούν την κατασκευή λέξεων, γίνεται απόπειρα να οριοθετηθεί το πλαίσιο της παραγωγικότητας (παρουσίαση προθημάτων και επιθημάτων που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των ΟΔΧ) αλλά και της σύνθεσής τους (μονολεκτικά - πολυλεκτικά σύνθετα). Με τον όρο ονόματα που δηλώνουν χρώμα (ΟΔΧ) εννοούμε τα ουσιαστικά και τα επίθετα που δηλώνουν χρώμα. Μια προσεκτική ματιά πάνω στα λεξικά στοιχεία που εκφράζουν χρωματικά φυσικά χαρακτηριστικά μάς επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι λειτουργούν με έναν τρόπο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεωρία που προσπαθεί να κατανοήσει τη συμπεριφορά των γραμματικών κατηγοριών. Τα ΟΔΧ, που συνήθως ταξινομούνται ως προσδιοριστικά επίθετα στις παραδοσιακές γραμματικές, στερούνται πολλών χαρακτηριστικών των επιθέτων. Άλλοι συγγραφείς 25 προτείνουν οι χρωματικοί όροι να ταξινομούνται στην κατηγορία των ουσιαστικών, ωστόσο θεωρούμε ότι δεν διαθέτουν όλες τις ιδιότητες των ουσιαστικών. Στην εργασία αυτή θα χρησιμοποιούμε τον όρο όνομα για να αναφερόμαστε στην κατηγορία των λεξικών μονάδων που δηλώνουν χρώμα, αντίθετα με τις παραδοσιακές γραμματικές που παρουσιάζουν ξεχωριστά τις δύο μονάδες. Ο όρος αυτός, που εδώ χρησιμοποιούμε ως ερμηνευτικό εργαλείο, είχε χρησιμοποιηθεί στις κλασικές γραμματικές 26 για την αναφορά τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε επίθετα και, 25 Πρβλ. για παράδειγμα: Bosque Η λέξη όνομα είναι γραμματικός όρος που χαρακτηρίζει δύο κλιτά μέρη του λόγου, το ουσιαστικό και το επίθετο. Παρά τη μορφολογική ομοιότητά τους, αποτελούν ανέκαθεν δύο διαφορετικά είδη ονόματος, το οποία όμως, εκτός από βασικές διαφορές στις ιδιότητες και στη λειτουργία μέσα στο λόγο, έχουν παράλληλα τόσο στενές γραμματικές, συντακτικές και μορφολογικές σχέσεις, ώστε προκειμένου για την ελληνική και τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ο ακριβής διαχωρισμός μεταξύ τους, από την πρώιμή 38

56 ακολουθώντας αυτή την ορολογική παράδοση, θα τον χρησιμοποιήσουμε μέχρι να παρουσιάσουμε μια θεωρητική πρόταση, που να διακρίνει τις δύο αυτές μονάδες. Τα προβλήματα που εμφανίζουν τα ΟΔΧ είναι πολλά και ποικίλα, όμως μπορούν να συγκεντρωθούν σε τρεις μεγάλες γενικές κατηγορίες (πρβλ. Fábregas 2002): α) Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα των ΟΔΧ είναι ο καθορισμός της γραμματικής κατηγορίας τους, που αποτελεί ένα πρωταρχικό ζήτημα σε οποιαδήποτε μορφοσυντακτική ανάλυση που ασχολείται με αυτά. Χωρίς να απαντηθεί αυτό το ερώτημα δεν είναι δυνατόν να αρχίσουμε, πόσω μάλλον να θέσουμε μια ανάλυση για τα συντακτικά φαινόμενα στα οποία εμπλέκονται τα ΟΔΧ. β) Το δεύτερο μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με τα ΟΔΧ είναι ο περιορισμός της παραγωγικότητάς τους. Δεν υπάρχει ένα σταθερό κριτήριο, αποδεκτό από όλους τους μελετητές, που να επιτρέπει να αποφασίσουμε αν οι ομαδοποιήσεις/ κατηγοριοποιήσεις των ΟΔΧ παράγονται στο επίπεδο της σύνταξης ή της μορφολογίας. Με αυτή την έννοια, είναι απαραίτητο να ορίσουμε ποιοι από τους παραγόμενους τύπους των ΟΔΧ είναι πραγματικά σύνθετοι και ποιοι αποτελούν αποτέλεσμα συντακτικών κανόνων. Αυτό το πρόβλημα, βέβαια, σχετίζεται με τη συζήτηση αναφορικά με τα όρια της μορφολογίας και της σύνταξης. γ) Το τρίτο ζήτημα αναφέρεται στη θέση που καταλαμβάνει ένα ΟΔΧ στη συντακτική δομή των προτάσεων όπου εμφανίζεται. Πράγματι, υπάρχουν περιορισμοί στη γραμμική σειρά των ΟΔΧ κατά το σχηματισμό ενός ονοματικού συντάγματος, περιορισμοί που δεν είναι αναμενόμενοι για ένα κανονικό προσδιοριστικό επίθετο. Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι να διαπιστωθεί ποιες λεξικές ιδιότητες ενός ΟΔΧ καθορίζουν τη συμπεριφορά του στη συντακτική δομή. Στις επόμενες παραγράφους θα αναλύσουμε όλα αυτά τα ζητήματα, για να περιγράψουμε τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα ΟΔΧ στα νέα ελληνικά. τους ακόμα εποχή, να είναι δυσκολότατος. Έτσι, όχι μόνο η συνεχής εναλλαγή στη χρήση ενός ονόματος, άλλοτε ως ουσιαστικού και άλλοτε ως επιθέτου είναι δυνατή κατά την πορεία και την εξέλιξη της γλώσσας, αλλά και η ολοκληρωτική μετατροπή του από το ένα μέρος του λόγου στο άλλο, χωρίς την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, είναι φαινόμενο συνηθισμένο. Στην ελληνική αρχαιότητα το όνομα είχε ευρύτερη σημασία και αντιδιαστελλόταν προς το ρήμα, όπως σημειώνει ο Πλάτων στον Κρατύλο (425Α), ενώ στην πρώτη νεοελληνική γραμματική του Νικολάου Σοφιανού (1550/1874: 36) η διάκριση αυτή ουσιαστικού και επιθέτου δεν γίνεται (Lyons [1968] 2001: 35-38, Θαβώρης 1969:5). 39

57 2.1. Η γραμματική κατηγορία των ΟΔΧ Σχετικά με την απόδοση της γραμματικής κατηγορίας των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα, έχουμε τις εξής δυνατότητες: 1) Να τα θεωρήσουμε επίθετα: Το ότι τα ΟΔΧ είναι επίθετα είναι κάτι που κάποιοι ερευνητές θεωρούν δεδομένο και χρησιμοποιούνται χρωματικοί όροι για να απεικονίσουν τη σειρά, τη σημασία και τη συμφωνία τους. 27 2) Να τα θεωρήσουμε ουσιαστικά. 28 3) Να αναγνωρίσουμε ότι τα ΟΔΧ είναι αδιαφοροποίητα ως προς τη συντακτική τους κατηγορία και συμπεριφέρονται είτε ως επίθετα είτε ως ουσιαστικά, χωρίς να είναι δυνατό να αποδοθούν όλες οι ιδιότητές τους σε καμία από τις δύο κατηγορίες ξεχωριστά. Περισσότερο είναι το γλωσσικό περιβάλλον το οποίο καθορίζει πότε ένα ΟΔΧ είναι επίθετο και πότε ουσιαστικό (Fábregas 2002). 29 Πράγματι, άλλοτε είναι επίθετα, που λειτουργούν ως τροποποιητές/ προσδιορισμοί/ προσδιοριστικά και παρουσιάζουν ποικιλία γένους και αριθμού και επιπλέον εμφανίζονται και σε επιφωνηματικές προτάσεις: Πόσο πράσινα είναι τα μάτια σου! 30, και άλλοτε είναι ουσιαστικά, όταν το ΟΔΧ φέρει ως σημασία μια ιδιότητα, για αυτό και θεωρείται αφηρημένο ουσιαστικό, όπως φαίνεται και στο παράδειγμα (1): (1) Θέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, 1978) Αυτή η ίδια η σημασία της ιδιότητας μπορεί να αποδοθεί και μέσω άλλων ουσιαστικών που δεν είναι χρωματικοί όροι και αναφέρονται σε φυτά, λουλούδια, φρούτα, πετρώματα ή ουσίες που διακρίνονται από ένα συγκεκριμένο χρώμα: βανίλια, κερασιά, ασβέστης, ωκεανός κτλ. Η δυνατότητα ένα ουσιαστικό αυτής της κατηγορίας να λειτουργεί ως χρωματικός όρος εξαρτάται άμεσα από τις ιδιότητες του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται το 27 Βλ. Γραμματικές Κλαίρη-Μπαμπινιώτη, Τριανταφυλλίδη, Φιλιππάκη κ.ά. 28 Κατά τον Θαβώρη (1969: 1) σχεδόν κάθε επίθετο της ΝΕ είναι δυνατό να χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό (συνήθως με τη βοήθεια του άρθρου), π.χ. η ξανθιά, η μελαχρινή. 29 Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Androulaki et al. (2006: 6): είναι και ουσιαστικά (το ίδιο το χρώμα) και επίθετα (όταν συνοδεύουν ένα ουσιαστικό ως τροποποιητές). 30 Ή και στον ενικό, είτε σε περίπτωση ασθένειας/ ατυχήματος: Πόσο κόκκινο είναι το μάτι σου! είτε για έμφαση (με διαφορετικό επιτονισμό): Έχει ένα μπλε μάτι!, όπου το οριστικό άρθρο λειτουργεί ως επιφωνηματικός δείκτης. 40

58 συγκεκριμένο ουσιαστικό. Συγκεκριμένα, αν αυτό το αντικείμενο ορίζεται από ένα χαρακτηριστικό χρώμα, η σύνδεση είναι δυνατή (παράδειγμα 2α). Αν, αντίθετα, δεν είναι αυτονόητη αυτή η σύνδεση, φαίνεται παράξενη η χρήση ενός τέτοιου όρου (παράδειγμα 2β). 31 (2) α. Έβαψε τα παράθυρα του σπιτιού της στο χρώμα της Μυκόνου (2) β. *Έβαψε τα παράθυρα του σπιτιού της στο χρώμα της Θάσου Ιδιότητα εκφράζει και μια άλλη κατηγορία ΟΔΧ στην οποία ανήκουν αφηρημένα ουσιαστικά που δηλώνουν ψυχική κατάσταση, όπως ελπίδα, αθωότητα κ.ο.κ. στα παραδείγματα πράσινο της ελπίδας, λευκό της αθωότητας. Στα σύνθετα αυτά ΟΔΧ το βασικό χρώμα έχει το ρόλο του πυρήνα ενώ το άλλο ουσιαστικό έχει το ρόλο του τροποποιητή. Οι τροποποιητές που μπορεί να εμφανιστούν δίπλα στα βασικά ΟΔΧ είναι άπειροι και απρόβλεπτοι, καθώς εξαρτώνται από τη δημιουργικότητα του εκάστοτε συγγραφέα ή ομιλητή. Η μόνη προϋπόθεση προκειμένου ένα ουσιαστικό να μετατραπεί σε ΟΔΧ είναι η πραγματολογία να του επιτρέπει να συνδεθεί γνωσιακά με έναν συγκεκριμένο χρωματικό τόνο (πρβλ. Fábregas 2002). Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει κάποιο ουσιαστικό (εκτός από ΟΔΧ), θεωρούμε πως δεν εννοείται το ουσιαστικό χρώμα αλλά ότι το ΟΔΧ λειτουργεί ως μη μετρήσιμο ουσιαστικό σε ουδέτερο γένος (βλ. παράγραφο 3.3). Στην έκφραση κάποιο ιδιαίτερο κόκκινο, το κόκκινο δεν μπορεί να είναι επίθετο, επειδή τροποποιείται από το επίθετο ιδιαίτερο και ένα επίθετο δεν μπορεί να τροποποιεί άλλο επίθετο, κάτι που ισχύει γενικά για τα επίθετα. Επίσης, οι τύποι ένα/κάποιο/οποιοδήποτε δεν μπορούν να λειτουργήσουν πάνω σε μηδενικούς πυρήνες ουσιαστικών, εκτός βέβαια από περιπτώσεις έλλειψης, όπως στο παράδειγμα (3): (3) Αγόρασα ένα κόκκινο παντελόνι και ένα πράσινο (παντελόνι) Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το χρώμα ως γραμματική κατηγορία είναι πιο κοντά στο ουσιαστικό από ό,τι στο επίθετο, καθώς δεν περιγράφει ιδιότητες αλλά τάξεις αντικειμένων. Έτσι, στο παράδειγμα πράσινη φούστα, το πράσινη είναι η κατηγορία στην οποία ανήκει η φούστα και δεν αποτελεί μια ιδιότητα της φούστας, με τη στενή 31 Υπενθυµίζουµε ότι το σύµβολο (*) χρησιµοποιείται για τις προτάσεις που δεν είναι αποδεκτές. Για τις προτάσεις αµφίβολης αποδεκτότητας τα δύο σύµβολα (?) και (?*) προηγούνται των προτάσεων και δηλώνουν ότι η πρόταση είναι δύσκολα ή πολύ δύσκολα αποδεκτή αντίστοιχα. 41

59 έννοια, όπως θα ίσχυε για παράδειγμα για τα επίθετα κοντή/ μακριά, στενή/ φαρδιά, ελαστική κ.ο.κ. Κι αυτό γιατί, ενώ οι έννοιες όπως το μέγεθος, το σχήμα, η ομορφιά κτλ. μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο ως ιδιότητες, το χρώμα μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια ουσία και ως μια ιδιότητα των ουσιών. Αυτό εννοιακά το τοποθετεί ανάμεσα στα πράγματα και τις ουσίες (Fábregas 2002). Αντίθετα, αν υποστηρίξουμε την άποψη ότι τα ΟΔΧ είναι επίθετα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ισχύει για τα περισσότερα επίθετα, λειτουργούν ως μη μετρήσιμα ουσιαστικά 32, π.χ. Βλέπω πολύ κίτρινο σε αυτόν τον πίνακα. Στην περίπτωση αυτή, ο πληθυντικός αριθμός, όταν τον δέχονται, δεν εκφράζει πλήθος αντικειμένων αλλά πλήθος τάξεων (Bosque 1996). Με αυτόν τον τρόπο, φαίνεται να αναγνωρίζεται ότι οι χρωματικοί όροι, με έναν διαισθητικό τρόπο, είναι μεν επίθετα, αλλά ειδικά επίθετα, που μπορούν να συμπεριφέρονται ως ουσιαστικά. Επιπλέον, υπάρχει και ένα ζήτημα οικονομίας της γλώσσας. Το νοητικό λεξιλόγιο οφείλει να είναι όσο το δυνατό πιο οικονομικό και να μην περιλαμβάνει περιττές πληροφορίες ή δεδομένα που δεν μπορούν να προκύψουν από γενικές αρχές. Το να ονομάζουμε επίθετα οποιαδήποτε ουσιαστικά (ακόμα και κύρια, π.χ. Van Gogh) χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν ουσιαστικά, οδηγεί σε μία αύξηση των εγγραφών του νοητικού λεξιλογίου των φυσικών ομιλητών. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε πως εξ ορισμού ένα ουσιαστικό μπορεί, κάτω από ειδικές συνθήκες, να προσδιορίσει ένα άλλο ουσιαστικό (π.χ. ο συγγραφέας αδελφός του) δεν έχει νόημα να υποθέτουμε ότι η χρήση ενός ουσιαστικού ως επιθετικού προσδιορισμού (με την παραδοσιακή έννοια) συνεπάγεται το ότι είναι επίθετο. Αυτό θα σήμαινε ότι κάθε ουσιαστικό είναι και ένα εν δυνάμει επίθετο, πράγμα που προφανώς δεν ισχύει. 33 Επομένως, η αρχική υπόθεσή μας είναι πως τα ΟΔΧ λεξικά μπορεί να είναι άλλοτε επίθετα άλλοτε ουσιαστικά, κάποιες φορές ίσως και επίθετα και ουσιαστικά, που στερούνται ιδιότητες και από τις δύο κατηγορίες και, αν δεν υπάρχουν μορφολογικοί περιορισμοί, ενεργοποιούνται από το εκάστοτε γλωσσικό περιβάλλον που καθορίζει αν συμπεριφέρονται με τρόπο που τείνει προς τη μια ή την άλλη κατηγορία. 32 Βλ. και παράγραφο 4.1 σχετικά με το χαρακτηριστικό [±μετρήσιμο]. 33 Από προσωπική συζήτηση με τον Γεώργιο Κοτζόγλου. 42

60 2.2. Κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Περιβάλλοντα εμφάνισης των ΟΔΧ Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το γεγονός ότι ένα ΟΔΧ πραγματώνεται ως μία ή άλλη κατηγορία έχει άμεση σχέση με το συντακτικό περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται. Στη συνέχεια, περιγράφουμε τα περιβάλλοντα όπου εμφανίζεται το ΟΔΧ ως επίθετο και ως ουσιαστικό. Πρώτον, ένα ΟΔΧ συνήθως πραγματώνεται ως ουσιαστικό εφόσον προσδιορίζεται από ένα επίθετο. Επίθετα που μπορούν να προσδιορίσουν τα ΟΔΧ είναι, μεταξύ άλλων, αυτά που δηλώνουν χρωματική διαβάθμιση (σκούρο, φωτεινό ή λαμπερό κτλ.), τα προσεγγιστικά (κοκκινωπό, πρασινωπό κ.λπ.) και γενικά οποιοδήποτε επίθετο αποτίμησης 34 /περιγραφικό, πρβλ. την αμηχανία στην εφαρμογή της συμφωνίας στο παράδειγμα?ανοιχτή καφέ καρέκλα vs. μια καρέκλα σε ανοιχτό καφέ. Θα αναλύσουμε σε βάθος τις δομές που σχηματίζονται από αυτά τα στοιχεία στη συνέχεια της εργασίας μας. Δεύτερον, τα ΟΔΧ εμφανίζονται ως ουσιαστικά όταν προσδιορίζονται από ένα άλλο ουσιαστικό, που δηλώνει μια απόχρωση ή έναν ειδικό τόνο του χρώματος, όπως καστανιά, λεβάντα κτλ., π.χ. Της αρέσουν οι πετσέτες μοβ λεβάντα. Τρίτον, τα ΟΔΧ εμφανίζονται ως ουσιαστικά όταν προσδιορίζονται από ένα άλλο ουσιαστικό σε γενική πτώση (ετερόπτωτος προσδιορισμός), που δηλώνει μια απόχρωση ή έναν ειδικό τόνο του χρώματος, όπως κόκκινο της φωτιάς, μπλε του ουρανού, μπλε κοβαλτίου, κόκκινο Βουργουνδίας κτλ. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα ΟΔΧ που προσδιορίζονται από ένα άλλο ουσιαστικό που αποτελεί άκλιτο κύριο όνομα κίτρινο Van Gogh κ.λπ. Τοποθετούνται στην ίδια κατηγορία γιατί τα άκλιτα ουσιαστικά, αν κλίνονταν, θα έμπαιναν και αυτά σε γενική πτώση, γεγονός που φαίνεται και από τη χρήση του άρθρου το κίτρινο του Van Gogh κτλ. Αυτές τις δομές θα τις αναλύσουμε παρακάτω, στην παράγραφο 2.7 που αφορά τη σύνθεση και την παράγραφο 3.5 που αφορά τη συμφωνία. Τέταρτον, τα ΟΔΧ εμφανίζονται ως ουσιαστικά όταν εμφανίζονται σε εμπρόθετο προσδιορισμό, όπως στα παραδείγματα (4): (4) α. Διορθώνει με κόκκινο. (4) β. Το προτιμώ σε κίτρινο. 34 Γραμματική Κλαίρη-Μπαμπινιώτη (2009). 43

61 Πέμπτον, τα ΟΔΧ εμφανίζονται ως ουσιαστικά στη δομή φοράω + ΟΔΧ, εκτός από τις περιπτώσεις έλλειψης: (5) Ο Γιάννης φοράει μαύρα. Από την άλλη, τα ΟΔΧ θα πραγματωθούν ως επίθετα σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες είναι αποκλειστικοί προσδιορισμοί ενός ουσιαστικού, ακόμη κι αν τροποποιούνται από κάποιο άλλο επίθετο: (6) α. Τα παπούτσια του Κώστα είναι κίτρινα. β. Τα πράσινα φυτά. γ. Η Μαρία έγινε κατακόκκινη. δ. Ο Γιάννης επέστρεψε μαύρος (από τον ήλιο). ε. Η Άννα έχει σκούρα καστανά μαλλιά. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι συντακτικοί λόγοι που ρυθμίζουν το αν τα ΟΔΧ θα πραγματωθούν ως ουσιαστικά ή ως επίθετα (βλ. τις δομές που αναλύονται στην παράγραφο 3.3). Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, παρά όσα είπαμε ως τώρα, δεν έχουν όλα τα ΟΔΧ της ΝΕ τη δυνατότητα να εκδηλωθούν σε αυτές τις δύο γραμματικές κατηγορίες. Έτσι, τα ΟΔΧ που προέρχονται από ουσιαστικά όπως λεβάντα, καστανιά, μηλιά, φουντούκι κτλ., δεν μετατρέπονται σε επίθετα, όπως στα παραδείγματα (7) και (8): (7) Αυτά τα τραπέζια είναι μηλιά. (στην πρόταση υπάρχει αμφισημία, καθώς άλλοτε γίνεται αναφορά στο χρώμα, άλλοτε στο υλικό και άλλοτε και στα δύο μαζί) (8) Το τραπεζομάντιλο που βλέπετε στον κατάλογο βγαίνει και σε λεβάντα/ φουντούκι. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τα ΟΔΧ που προέρχονται από φυσικά αντικείμενα με ένα χαρακτηριστικό χρώμα και στα οποία προσδίδονται οι χρωματικές ιδιότητες των αντικειμένων αυτών, λειτουργούν σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά, επομένως δεν μπορούν να εμφανιστούν σε θέση επιθέτου. Η διαπίστωση ότι τα παραπάνω ΟΔΧ πραγματώνονται μόνο ως ουσιαστικά ενισχύεται και από τη διαφορά που παρατηρούμε στη σειρά των όρων στις παρακάτω δομές: (9) Το τραπεζομάντιλο που βλέπετε στον κατάλογο βγαίνει και σε χρώμα λεβάντα. *Το τραπεζομάντιλο που βλέπετε στον κατάλογο βγαίνει και σε λεβάντα χρώμα. (10) Το τραπεζομάντιλο που βλέπετε στον κατάλογο βγαίνει και σε χρώμα κόκκινο. Το τραπεζομάντιλο που βλέπετε στον κατάλογο βγαίνει και σε κόκκινο χρώμα. 44

62 Το ίδιο ισχύει και για το μεγαλύτερο τμήμα των πολυλεκτικών σύνθετων ΟΔΧ (π.χ. σάπιο μήλο), όπως θα δούμε στη συνέχεια της εργασίας (παράγραφος 2.7.3). Αυτό που προτείνουμε είναι ο προσδιορισμός της γραμματικής κατηγορίας να γίνεται όχι με βάση την εκάστοτε λειτουργία τους αλλά με βάση τη μορφολογία και την κατανομή τους (Radford 1988). Με άλλα λόγια, ένα ουσιαστικό μπορεί να προσδιορίζεται από επίθετο, άλλο ουσιαστικό, προθετική φράση ή ακόμα και πρόταση: (11) Αγόρασα πετσέτες σε χρώμα όπως αυτό που σου αρέσει. Το να λειτουργεί μία φράση/λέξη ως αυτό που παραδοσιακά ονομάζουμε επιθετικό προσδιορισμό δεν την καθιστά αυτομάτως και επίθετο. Για να την εντάξουμε στην κατηγορία επίθετο πρέπει στο νου του φυσικού ομιλητή, στην εσωτερικευμένη γλώσσα του φυσικού ομιλητή (γλωσσική ικανότητα, μεταξύ άλλων βλ. Pinker 1994, Chomsky 1965, 1986, 1995, 2000, Boeckx 2006, Piattelli-Palmarini et al. 2009) να μοιράζεται δύο χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα επίθετα: κοινή μορφολογία και κοινή κατανομή. Ως προς τη μορφολογία, εξετάζουμε αν τα ΟΔΧ κλίνονται για γένος, πτώση και αριθμό, αν σχηματίζουν παραθετικά, αν από αυτά μπορούμε να παραγάγουμε επιρρήματα κτλ. Ωστόσο, αυτό το κριτήριο δεν είναι επαρκές για όλα τα ΕΔΧ. Από τη μια, τα περισσότερα είναι άκλιτα (ο ροζ πάνθηρας, το ροζ φόρεμα κτλ.). Επομένως, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι χρωματικοί όροι όπως λεβάντα, ωκεανός κτλ. είναι και αυτοί άκλιτα επίθετα. Από την άλλη, δεν θεωρούμε επαρκές ούτε το κριτήριο του σχηματισμού παραθετικών. Όσον αφορά την εσωτερικευμένη γλώσσα των ομιλητών, αυτό που μπορεί να είναι για έναν ομιλητή ουσιαστικό μπορεί κάλλιστα να είναι για κάποιον άλλο επίθετο. Στο παράδειγμα (12) κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει το (α) και ως ένα βαθμό το (β), υποθέτουμε όμως ότι δύσκολα θα χρησιμοποιήσει το (γ). Αυτό θεωρούμε ότι οφείλεται στο γεγονός ότι οι χρωματικοί όροι της κατηγορίας του (γ) αποτελούν χρωματικούς όρους που δεν είναι ευρέως γνωστοί (συχνά δεν είναι καν αναγνωρίσιμοι ως τέτοιοι, π.χ. κοχύλι), με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η σύνδεση του χρωματικού όρου με το πρωτοτυπικό χρώμα του αντικειμένου αναφοράς της ονοματικής βάσης: (12) α. το πρόσωπό του ήταν πιο κόκκινο απ ό,τι περίμενα β.?αυτός ο καναπές είναι πιο κόκκινος από εκείνον 45

63 γ.??το τραπεζομάντιλο είναι πιο λεβάντα από τη χαρτοπετσέτα/??ο τοίχος της κουζίνας είναι πιο κοχύλι 35 από τον τοίχο του μπάνιου Τέλος, το κριτήριο του παραγωγικού σχηματισμού επιρρημάτων δεν ισχύει εξ ορισμού για τα χρωματικά επίθετα, αφού τα ΕΔΧ απορρίπτουν συστηματικά το σχηματισμό επιρρημάτων: *κόκκινα, *πράσινα, *κίτρινα κτλ. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα σοβαρό αντεπιχείρημα για όσους εντάσσουν τα ΟΔΧ αποκλειστικά στην κατηγορία των επιθέτων, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη παραγωγικότητα στον συγκεκριμένο κανόνα κατασκευής λέξεων. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο της μορφολογίας δεν είναι επαρκές για τον προσδιορισμό της γραμματικής κατηγορίας των ΟΔΧ. Για το λόγο αυτό, θα επιστρατεύσουμε και το δεύτερο κριτήριο, αυτό της κατανομής. Για να εντάξουμε κάποιο ΟΔΧ στην κατηγορία των επιθέτων, θα πρέπει να ελέγξουμε αν εμφανίζεται στα συντακτικά περιβάλλοντα στα οποία εμφανίζονται τα επίθετα (αντίστοιχα και για τα ουσιαστικά). Το κριτήριο της κατανομής μάς φαίνεται πιο αποτελεσματικό, καθώς μας δίνει επιχειρήματα για την ένταξη των ΟΔΧ σε κάποια γραμματική κατηγορία. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα ΟΔΧ όπως λεβάντα, μανόλια, ωκεανός κτλ., μπορούμε να προτείνουμε ότι το λεβάντα εμφανίζεται μεν σε δομές όπως η (13) (η δομή αυτή αναλύεται στην παράγραφο 3.3): (13) αγόρασα πετσέτες σε χρώμα λεβάντα/ ωκεανός αλλά όχι σε άλλα σημεία στα οποία εμφανίζονται επίθετα. Φαίνεται μη γραμματική η πρόταση (14α) ενώ όχι εύκολα αποδεκτή από όλους τους ομιλητές η πρόταση (14β): (14) α. *αγόρασα ένα λεβάντα/ωκεανός παντελόνι β.?η χαρτοπετσέτα ήταν λεβάντα/ωκεανός σε αντίθεση με τις προτάσεις στο (15): (15) α. αγόρασα ένα κίτρινο παντελόνι β. η χαρτοπετσέτα ήταν κίτρινη Επομένως, δεν μοιάζει να είναι αποδεκτή η εμφάνιση των όρων αυτών πριν από ΟΦ ή φαίνεται λιγότερο αποδεκτή η εμφάνισή τους σε θέση κατηγορουμένου με συνδετικό το ήταν. Στο παράδειγμα (14) τα ΟΔΧ λεβάντα/ ωκεανός δεν υπακούν στον κανόνα της συμφωνίας, οπότε συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για ουσιαστικά και όχι για επίθετα. Πιθανόν ένας παράγοντας που εμποδίζει την πιθανότητα ένα τέτοιο ΟΔΧ να μετατραπεί σε επίθετο να είναι η συχνότητα χρήσης του συγκεκριμένου όρου ως χρωματικού όρου. 35 Απόχρωση της ΒΙΒΕΧΡΩΜ. 46

64 Ίσως ακόμη να επηρεάζει και το γεγονός ότι για τον ομιλητή δεν είναι ορατή η σημασιο-πραγματολογική σχέση που συνδέει το χρώμα με την τρέχουσα χρήση του ουσιαστικού. Επιπλέον, συνήθως δεν εμφανίζουν την ανάγκη να τροποποιηθούν από άλλο επίθετο 36, ενώ έχουν περισσότερο ταξινομική 37 παρά αποτιμητική λειτουργία (Fábregas 2002): (16) α. *αγόρασα ένα παντελόνι έντονη λεβάντα β.?αγόρασα ένα παντελόνι λεβάντα έντονο γ. αγόρασα ένα έντονο κίτρινο παντελόνι Η μορφή των ΟΔΧ Στην παράγραφο αυτή γίνεται μια απόπειρα κατηγοριοποίησης των ΟΔΧ στηριζόμενη στη μορφή τους. Σε κάθε κατηγορία προσδιορίζεται επιπλέον σε ποιο μέρος του λόγου κατατάσσονται τα υπό εξέταση ΟΔΧ, με βάση τις διαπιστώσεις της προηγούμενης παραγράφου. Ακολουθεί η διάκριση των ΟΔΧ σε τρεις βασικές κατηγορίες στο πλαίσιο της παραγωγικής μορφολογίας (derivational morphology) και την περαιτέρω περιγραφή τους: Πιο αναλυτικά, βλ. παράγραφο Πρβλ. παράγραφο Βλ. και Αναστασιάδη 1987 Molinier 2001,

65 ΣΧΗΜΑ 3: Μορφολογική Κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Πιο αναλυτικά: Ι) απλά ΟΔΧ: Τα απλά ΟΔΧ έχουν τη δυνατότητα να πραγματωθούν άλλοτε ως επίθετα και άλλοτε ως ουσιαστικά. Διακρίνονται σε: α) Μονομορφηματικά, που αποτελούνται μόνο από λεξικό μόρφημα: ροζ, γκρι, ταμπά. β) Μη μονομορφηματικά, που αποτελούνται από ένα λεξικό μόρφημα και ένα γραμματικό (κλιτικό): 39 άσπρ-ος, κόκκιν-ος 40. Προέρχονται είτε από παλαιότερες μορφές της γλώσσας (κυανοῦς, ἐρυθρὸς) 41 ή από δανεισμό (χακί), είτε από ένα ουσιαστικό μέσω μετατροπής (ή παραγωγής), ωστόσο ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο δεν είναι πλέον αντιληπτός από τους χρήστες της ΝΕ (κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, γαλάζιο, άσπρο, μαύρο, κτλ.). Για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιούμε το κίτρινο χρώμα, δεν σκεφτόμαστε τη σύνδεση της λέξης κίτρ-ινο με τον καρπό κίτρ-ο, από τον οποίο προέρχεται ετυμολογικά. Αυτοί οι τύποι δεν είχαν πάντα την ίδια σημασιακή υπόσταση και ο βαθμός εισαγωγής τους στην τρέχουσα χρήση της ΝΕ είναι πολύ διαφορετικός. Προτείνουμε να γίνεται μια περαιτέρω κατηγοριοποίησή τους σε σημασιολογικό επίπεδο (βλ. κεφάλαιο 4). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα απλά ονόματα είναι αυτά που εμφανίζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στο corpus μας. Ειδικά τα ονόματα της κατηγορία των ΒΧΟ είναι αυτά που συμμετέχουν κατά κύριο λόγο στις διαδικασίες κατασκευής λέξεων. ΙΙ) παράγωγα ΟΔΧ: αποτελούνται από ένα λεξικό μόρφημα και ένα πρόθημα ή ένα επίθημα: 42 α) πρόθημα + όνομα: ημί-λευκο, υπό-ξανθο, κατα-κόκκινο 39 Το ΝΕ -ός < ΑΕ -οῦς/-ὸς, π.χ. ΝΕ αργυρός < ΑΕ ἀργυροῦς, ΝΕ ωχρός < ΑΕ ὠχρὸς θεωρείται γραμματικό κλιτικό μόρφημα, άσχετα αν τα ΑΕ -οῦς και -ὸς από τα οποία προέρχεται θεωρούνται επιθήματα για την ΑΕ, εφόσον εφαρμοζόμενα σε ουσιαστικό το μετατρέπουν σε επίθετο. Ακόμη το γραμματικό μόρφημα -ος χρησιμεύει στο να συμμορφώνει δάνεια λεξικά μορφήματα στο μορφοφωνολογικό σύστημα της ΝΕ, π.χ. γκρίζος (στο άλικος < τουρκικό al φαίνεται ότι εφαρμόζεται ο ταξικός σηματοδότης -ικος) (Corbin 1987 Αναστασιάδη 1992, 1997). 40 Συγχρονικά, μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από ένα λεξικό μόρφημα και ένα γραμματικό, καθώς δεν είναι διαφανής η ετυμολογία: κόκκιν-ος. Πρόκειται για κατάλοιπο της διαχρονίας. Θεωρούμε ότι υπάρχει διαβάθμιση της συγχρονίας - διαχρονίας. Θα είχε ενδιαφέρον το αντικείμενο αυτό να εξεταστεί πειραματικά στο πλαίσιο της ψυχογλωσσολογίας. 41 Για τα όρια συγχρονίας-διαχρονίας βλ. παράρτημα Πιο αναλυτικά, στην παράγραφο

66 β) όνομα + επίθημα: κεραμιδ-ί, κιτριν-ωπό, πρασιν-άκι Ως προς τη συμπεριφορά τους μέσα στην πρόταση, εμφανίζονται στις ίδιες δομές με τα απλά ΟΔΧ, όπως θα εξετάσουμε στην παράγραφο 3.3 που αφορά τη σύνταξη. ΙΙΙ) σύνθετα ΟΔΧ ι) μονολεκτικά σύνθετα ΟΔΧ: αποτελούνται από δύο (ή -πιο σπάνια- τρία) λεξικά μορφήματα (τα συνθετικά έχουν χάσει την αυτονομία τους, υπάρχει το συνδετικό φωνήεν -ο- και ο τόνος τοποθετείται ανάλογα με τους σχηματιστικούς κανόνες της ΝΕ): γαλαζο-πράσινο, ασπρόμαυρο, μπορντο-ροδο-κόκκινο 43. ιι) πολυλεκτικά σύνθετα ονόματα, που αποτελούνται: Α) από ΟΔΧ. Πιο αναλυτικά: i) από δύο απλά ΟΔΧ (τα συστατικά στοιχεία διατηρούν τη μορφολογική αυτονομία τους): κίτρινο πορτοκαλί. Εδώ ανήκουν και τα ΟΔΧ του τύπου: κόκκινο άλικο, γκρι ποντικί, ερυθρός κεραμιδής (οίνος), κίτρινος χρυσαφής (οίνος) ii) από ένα απλό και ένα ΕΔΧ τροπ, (τα συστατικά στοιχεία διατηρούν τη μορφολογική αυτονομία τους): μπλε μεταλιζέ / μεταλλικό μπλε, φωσφορίζον κίτρινο, φλούο λαχανί iii) από τρία απλά ΟΔΧ. Στα ΝΕ υπάρχει η δυνατότητα να συνθέσουμε τρία (ή και περισσότερα) ΟΔΧ 44, κυρίως στον ανεπίσημο προφορικό 43 Το ΟΔΧ μπορντο-ροδο-κόκκινο καθιερώθηκε από τη συχνή χρήση του στην τηλεοπτική εκπομπή της κ. Δ. Μιραράκη, εμπόρου χαλιών. 44 Τα ΟΔΧ ανήκουν σε ένα λεξικό πεδίο πολύ παραγωγικό, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να συναντάμε νέους σχηματισμούς που είναι αποτέλεσμα της επίδρασης ενός εξωγλωσσικού περιβάλλοντος. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στο εργαστήριο ενός διάσημου ζωγράφου που προσπαθεί να μας εξηγήσει το έργο του. Μπροστά σε έναν πολύ έντονο κόκκινο τόνο και προσπαθώντας να τον διακρίνει από ένα άλλο παραπλήσιο κόκκινο, ο ζωγράφος θα μπορούσε να περιγράψει αυτό το χρώμα ως έντονο πορφυρό κόκκινο μπορντό. Αυτή η δημιουργία δεν έχει καμία αισθητική ή κυριολεκτική πρόθεση, αλλά περιορίζεται στο να απαντήσει στην πραγματική ανάγκη του ομιλητή να γίνει αντιληπτός από τον συνομιλητή του. Το γεγονός αυτό, που καταρχήν θα αφορούσε τη λεξικογραφία ή και την πραγματολογία, μετατρέπεται σε ένα γραμματικό πρόβλημα, δεδομένου ότι σε ακολουθίες όπως η παραπάνω, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μορφολογικό ή συντακτικό φαινόμενο. 49

67 λόγο ή στην ορολογία (σε χρωματολόγια, καταλόγους κτλ.), στην προσπάθεια να περιγράψουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια μία ασαφή απόχρωση ή ένα σύμπλεγμα χρωμάτων: καστανό ακαζού χάλκινο (χρωματολόγιο κομμωτηρίου). Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των τροποποιητών που μπορεί να δεχτεί ένα ΟΔΧ είναι απεριόριστιος. Β) από ονοματικές φράσεις που έχουν τη μορφή: α) Ε + Ο: σάπιο μήλο, ώριμο στάχυ, καμένη γη (τερακότα), βυζαντινή πορφύρα Τα πολυλεκτικά αυτά ΟΔΧ αναφέρονται στα χρώματα με έμμεσο και αφηρημένο τρόπο, καθώς δεν αποτελούνται από κατεξοχήν χρωματικούς όρους. Ο μετωνυμικός σύνδεσμος που προκάλεσε τη δημιουργία τους έπαψε να υπάρχει ή δεν είναι πλέον πάντα αντιληπτός από τον ομιλητή που τα χρησιμοποιεί. Πρόκειται για παγιωμένους συνδυασμούς λέξεων. Σπανίως, χρησιμοποιείται μια παύλα για να δείξει αυτή την παγίωση και ότι ανήκουν στο λεξικό των χρωμάτων. Αυτά τα ΟΔΧ, με βάση τη μορφολογία και την κατανομή τους, ανήκουν στην κατηγορία των ουσιαστικών. β) Ο + Α οριστ. /Ø + Ο γεν : κόκκινο της φωτιάς, κίτρινο Νεαπόλεως, κίτρινο Van Gogh Μια τέτοια συνταγματική μονάδα μπορεί να αποτελείται από ένα ΟΔΧ και ένα ουσιαστικό σε γενική (το οποίο συχνά είναι κύριο όνομα). Το ουσιαστικό μπορεί να ακολουθεί ακριβώς μετά το ΟΔΧ ή να μεσολαβεί ομοιόπτωτο οριστικό άρθρο. Πρόκειται για ένα αντικείμενο αναφοράς που παρουσιάζει έναν συγκεκριμένο τόνο του χρώματος που εκφράζει το ΟΔΧ που συνοδεύει. Έτσι, όταν μιλάμε για κόκκινο χρωμίου αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο κόκκινο που έχει το υλικό αυτό. Η χρήση του άρθρου είναι προαιρετική, εκτός αν πρόκειται για γενική που δηλώνει παρομοίωση (και θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το όπως+ονομ. ή όπως+γεν.), όπου σχεδόν πάντα είναι υποχρεωτική η χρήση του άρθρου: (19) κόκκινο όπως η φωτιά/ κόκκινο όπως της φωτιάς / *κόκκινο όπως φωτιάς Επιπλέον, στην περίπτωση αυτών των ΟΔΧ δεν είναι δυνατή η παράλειψη του πρώτου συνθετικού, π.χ. κόκκινο (της) Σαντορίνης / *(της) Σαντορίνης, μπλε κοβαλτίου / *κοβαλτίου, κόκκινο της φωτιάς / *της φωτιάς, κίτρινο Van Gogh / *Van Gogh (βλ. κεφάλαιο 4). Αυτά τα ΟΔΧ, με βάση τη μορφολογία και την κατανομή τους, ανήκουν στην κατηγορία των ουσιαστικών. 50

68 γ) Ο + Ε + Ο γεν : ερυθρό ικανοποιητικής έντασης, κίτρινο μεσαίας έντασης Μια τέτοια συνταγματική μονάδα μπορεί να αποτελείται από ένα ΟΔΧ και ένα ουσιαστικό σε γενική που προδιορίζεται από ένα επίθετο. Στην κατηγορία αυτή δεν είναι δυνατή η παράλειψη του επιθέτου. Τα ΟΔΧ αυτά αποτελούν ειδικούς όρους που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον στο πεδίο της Οινολογίας, προς αναζήτηση της μεγαλύτερης περιγραφικής ακρίβειας αναφορικά με τις αποχρώσεις των κρασιών. Ειδικά στην Οινολογία, είναι δυνατόν να προστεθούν σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες ΟΔΧ εμπρόθετες ΟΦ με τη μορφή με+(ε)+ε+ο ή με+ο+ο γεν ή και αλλιώς, π.χ.: (20) ερυθρό μεσαίου βάθους με κεραμιδί αποχρώσεις/ πορτοκαλί με ερυθρές και καφετί νότες/ πορτοκαλί με νότες κρεμμυδόφλουδας/ βαθύ ερυθρό με νεανικές ιώδεις ανταύγειες Στο corpus μας παρατηρούμε ότι υπάρχει μια σταθερότητα στη χρήση τέτοιων όρων, ωστόσο ο κατάλογος θεωρούμε ότι είναι ανοιχτός και εξαρτάται από τη δημιουργικότητα του εκάστοτε ειδικού του πεδίου. 2.3 Οι τροποποιητές Εκτός από τα ΟΔΧ που συνδέονται με την τονικότητα των χρωμάτων και απαντούν άλλοτε ως επίθετα και άλλοτε ως ουσιαστικά, υπάρχουν και τα ΕΔΧ που φέρουν αποχρώσεις που συνδέονται με τη φωτεινότητα, τον κορεσμό, τη λάμψη κτλ., τα οποία ονομάζουμε τροποποιητές (στο εξής: ΕΔΧ τροπ ). 45 Αυτά διακρίνονται σε δύο σημαντικές κατηγορίες: Α) Τα κλασικά ΕΔΧ τροπ, όπως θαμπό, ματ, λαμπερό. Μια μεγάλη κατηγορία των κλασικών ΕΔΧ τροπ είναι οι άμεσοι τροποποιητές 46 (ανοιχτό, έντονο, σκούρο, απαλό, σκοτεινό), οι οποίοι μας πληροφορούν ως επί το πλείστον για τη φωτεινότητα και τον 45 Οι προτάσεις του Γαλλικού Οργανισμού Τυποποίησης είναι οι εξής: για να εκτιμήσουμε τη φωτεινότητα ενός χρώματος, συνιστάται να χρησιμοποιούνται τα επίθετα ανοιχτό και σκούρο και για να εκτιμήσουμε τον κορεσμό ενός χρώματος, να χρησιμοποιούνται τα επίθετα κορεσμένο (ή καθαρό/αμιγές) και ξεπλυμένο/ξεθωριασμένο, αν το χρώμα ενός σώματος είναι ταυτόχρονα ανοιχτό και κορεσμένο, θα λέγεται έντονο, αν είναι ταυτόχρονα ανοιχτό και ξεθωριασμένο, θα λέγεται απαλό/παλ, αν είναι ταυτόχρονα σκούρο και κορεσμένο, θα λέγεται βαθύ, ενώ, αν είναι ταυτόχρονα σκούρο και ξεθωριασμένο, θα λέγεται αδύναμο. 46 Για την ορολογία συμβουλευτήκαμε τον Molinier

69 κορεσμό 47. Για να δηλώσουμε τη φωτεινότητα, δηλαδή την απορρόφηση ή αντανάκλαση του φωτός από ένα χρώμα, χρησιμοποιούμε επίθετα όπως ανοιχτό, σκούρο, φωτεινό, σκοτεινό, κανονικό ή ενδιάμεσο, καθώς ο βαθμός της φωτεινότητας δίνεται σε σχέση με το άσπρο και το μαύρο πάνω στον άξονα της φωτεινότητας (κλίμακα του γκρι). Για να δηλώσουμε τον κορεσμό, την καθαρότητα ή μη του χρώματος (πόσο λευκό περιλαμβάνει), χρησιμοποιούμε όρους όπως κορεσμένο, αμιγές, καθαρό, ξεθωριασμένο, ξεπλυμένο κτλ. Εκτός από τους άμεσους, υπάρχουν και άλλοι τροποποιητές, τους οποίους θα μπορούσαμε να ονομάσουμε έμμεσους, που μας πληροφορούν αναφορικά με την όψη, την ένταση, το βαθμό φωτεινότητας ή κορεσμού του χρώματος αλλά συνοδεύονται συχνά από συνυποδηλώσεις θετικές ή αρνητικές, π.χ. τρυφερό, κραυγαλέο, παλιακό, σκοτωμένο, φανταχτερό, ή ακόμη και πολιτισμικές, π.χ. βουλγάρικα χρώματα, χρώματα φαραώ. Β) Τα παράγωγα ΕΔΧ τροπ που σχηματίζονται με επιθηματοποίηση σε μια βάση ΟΔΧ (κοκκινωπός, πρασινωπός, κτλ.), τα οποία ονομάζονται προσεγγιστικά. Πρόκειται για επιθήματα που «τείνουν προς, μοιάζουν με» ή «προέρχονται από, μοιάζουν με» και δεν προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη απόχρωση αλλά μετριάζουν ως ένα βαθμό το χρώμα της βάσης. Τα επιθήματα που σχηματίζουν προσεγγιστικά ΕΔΧ 48 είναι: 49 -ωπός, -ωπή, -ωπό: κοκκιν-ωπός, πρασιν-ωπός, γριζ-ωπός, κριτριν-ωπός κτλ. -ων, -ουσα, -ον 50 : λαμπυρίζ-ων, φωσφορίζ-ων, ιριδίζ-ων -έ: περλ-έ, πλατιν-έ (σπν. -ουλής, δεν σχημ. θηλ.) -ουλί: κρασ-ουλής, σκατ-ουλής, ροζ-ουλής -ειδερός: μαυρ-ειδερός, ασπρ-ειδερός 51 -ούλης, -ούλα, -ούλι (παιχν.) 52 : ασπρ-ούλα, ροδ-ούλα, μαυρ-ούλης, γκριζούλης 47 Βλ. και σχήμα 1, παράγραφος Υπάρχει και το προσεγγιστικό επίθημα -άκι, που παράγει μόνο ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα: κοκκιν-άκι, ροζ-άκι, κιτριν-άκι. 49 Πιο αναλυτικά, βλ. παράγραφο Δεν συμπεριλάβαμε το επίθημα -(ιζ)έ (μεταλ-ιζέ, φωσφορ-ιζέ), καθώς δεν είναι επίθημα της νέας ελληνικής αλλά απαντά μόνο σε δάνεια. Βλ. και παράγραφο (πίνακας 5). 51 Το επίθημα αυτό εφαρμόζεται μόνο στα επίθετα άσπρο και μαύρο. 52 Το επίθημα αυτό αναφέρεται σε έμψυχα. 52

70 Από μια άλλη σκοπιά, τα επιθήματα αυτά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ανάλογα με το είδος της βάσης στην οποία εφαρμόζονται: - μη λόγιες βάσεις ΟΔΧ: κόκκιν(ος)-ωπός, πράσιν(ος)-ωπός κτλ. - λόγιες βάσεις ΟΔΧ: ιριδίζ-ων, λαμπυρίζ-ων - βάσεις ΟΔΧ αδιαφοροποίητες ως προς το χαρακτηριστικό [±λόγιο]: περλ-έ, μαυρούλης - ονοματικές βάσεις που δεν έχουν άμεση αναφορά στο χρώμα: κρασ-ουλής. 2.4 Τα δάνεια Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για συγχρονική μελέτη, θεωρούμε ότι οφείλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη κατηγορία των χρωματικών όρων που εξετάζουμε: τα γλωσσικά δάνεια (μπλε, γκρι κτλ.), τα οποία τις περισσότερες φορές δεν αναλύονται μορφολογικά. Εξάλλου, ο Saussure (1916: 42) αναφέρει ότι: «η δάνεια λέξη δεν υπολογίζεται ως δάνεια από τη στιγμή που τη μελετούμε μέσα στο σύστημα δεν υπάρχει παρά μέσα από τη σχέση της και την αντίθεσή της με τις άλλες με τις οποίες συνδυάζεται, όπως ακριβώς οποιοδήποτε ιθαγενές σημείο». Τα δάνεια από τη γαλλική παρατηρούμε ότι έχουν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στα δεδομένα μας. Πρόκειται για αρχικά ειδικούς όρους από το χώρο της μόδας αλλά και από επιστημονικά λεξιλόγια, έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ορολογία. Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994) υποστηρίζει ότι τα δάνεια από τη γαλλική εισάγονται πρώτα σε ειδικά λεξιλόγια και στη συνέχεια ενδεχομένως κωδικοποιούνται στο γενικό λεξιλόγιο. Επιπλέον, κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1997α), οι περισσότεροι επιστημονικοί όροι προκύπτουν με εξωτερική διαδικασία δανεισμού και ειδικότερα είναι προϊόντα του έμμεσου δανεισμού. Για παράδειγμα, στο πεδίο των εικαστικών τεχνών συνήθως απαντούν μεταφραστικά δάνεια (από τη γαλλική ή την αγγλική, πιο σπάνια από τη γερμανική ή άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες). Έτσι, εκτός από κάποιους βασικούς όρους που προέρχονται από την ΑΕ, τα περισσότερα χρώματα προέρχονται από δανεισμό άλλοτε αναγκαίο (δηλωτικά δάνεια) και άλλοτε όχι (δάνεια πολυτελείας, συνυποδηλωτικά δάνεια) 53. Πολλά από αυτά προσαρμόζονται στο μορφο-φωνολογικό σύστημα της ΝΕ, ενώ αρκετά είναι αυτά που χρησιμοποιούνται χωρίς προσαρμογή. Υπάρχει και μια κατηγορία δανείων που διατηρεί 53 Περισσότερα σχετικά με την ορολογία του δανεισμού, βλ. Αναστασιάδη

71 το αλφάβητο της γλώσσας προέλευσης, συνήθως την αγγλική πρόκειται για τα δάνεια γραφής (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994). Στο κεφάλαιο αυτό, γίνεται μια προσπάθεια οργάνωσης των δανείων των ΟΔΧ λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω χαρακτηριστικά Κατηγοριοποίηση δανείων Όπως συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες, έτσι και στη ΝΕ τα δάνεια είναι διαφόρων ειδών. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, τα δάνεια που απαντούν στο corpus μας αφορούν μεταφορά ξένων όρων. Μπορούμε να προβούμε σε περαιτέρω κατηγοριοποίησή τους: α) Μη προσαρμοσμένα δάνεια Τα περισσότερα δάνεια βρίσκονται στο στάδιο της πρωτογενούς 54 μορφολογικής προσαρμογής (βεραμάν, σομόν, μπλε) και, επομένως, δεν μπορούν να ενταχτούν σε κάποιο κλιτικό παράδειγμα της ΝΕ. Συνήθως δεν υπάρχει ακριβής ελληνική μετάφραση για αυτούς τους όρους. β) Προσαρμοσμένα δάνεια Κάποια δάνεια έχουν υποστεί δευτερογενή προσαρμογή στο κλιτικό σύστημα της ΝΕ. Έτσι, συχνά απαντούν διπλοί τύποι, ένας προσαρμοσμένος (γκρίζος, βιολετής) κι ένας μη προσαρμοσμένος (γκρι, βιολέ). γ) Δηλωτικά (αναγκαία) δάνεια Σε περιπτώσεις λεξιλογικής υστέρησης της Γ1 55, οι λόγοι του δανεισμού είναι δηλωτικοί, δηλ. υλικοί, οικονομικοί, πνευματικοί ή πολιτιστικοί. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ορισμένα ειδικά λεξιλόγια της Γ1 παρουσιάζουν υψηλό αριθμό λεξικών δανείων από τη Γ2, π.χ. το λεξιλόγιο της μόδας (μπλε, καφέ, βεραμάν). δ) Συνυποδηλωτικά δάνεια (ή δάνεια πολυτελείας) Πρόκειται για δάνεια που έχουν κάποιο αντίστοιχο στα ΝΕ, δηλαδή η Γ1 δανείζεται από τη Γ2 ένα νέο σημαίνον για σημαινόμενο που ήδη υπάρχει με άλλο σημαίνον, π.χ. μαύρος-νουάρ-νέγρος κτλ. Η χρήση τους, ωστόσο, εξαρτάται από τις συνυποδηλώσεις που επιθυμεί να προβάλει ο ομιλητής (ευφημισμό, σνομπισμό, κοινωνική διαφοροποίηση, κ.ά.), γι αυτό και ονομάζονται συνυποδηλωτικά ή δάνεια πολυτελείας. Το ίδιο ισχύει και για τα ΕΔΧ τροπ : γκρι αρζάν / γκρι ασημί. ε) Δάνεια γραφής 54 Πιο αναλυτικά, βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Γ1: μητρική γλώσσα, Γ2: δεύτερη/ ξένη γλώσσα. 54

72 Δάνειο γραφής αποτελεί ο τύπος που η γραφή του δεν πραγματώνεται: α) με τα γραπτά σύμβολα του ΝΕ αλφαβήτου, δηλαδή διατηρείται το αλφάβητο της Γ2, ή β) σύμφωνα με τους κανόνες συνδυασμού αυτών των συμβόλων: sunkissed blue, fresh shade, stone dusty black, tie and dye. Στην περίπτωση του δανεισμού ΟΔΧ, αυτό που ενδιαφέρει την έρευνά μας είναι τα δάνεια γραφής που συνοδεύονται από λεξικό δανεισμό, αφού σε πολλές περιπτώσεις έπεται μεταγραφή τους με στοιχεία του ΝΕ αλφαβήτου, γεγονός που αντανακλά τον βαθμό ενσωμάτωσης του δανείου στη ΝΕ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1992). Επίσης, στην ορολογία (σε καταλόγους και χρωματολόγια) πολύ συχνά συναντάμε αυθαίρετη αριθμητική ή αλφαριθμητική κωδικοποίηση (π.χ. RAL 1020). Ωστόσο, κατά τον Φιλόπουλο (1994), αν θέλουμε να συντάξουμε ένα ελληνικό χρωματολόγιο, είναι απαραίτητο να δίνονται τα ονόματα των χρωμάτων στην ελληνική γλώσσα 56. Θεωρούμε ότι δεν αποτελεί πρόβλημα η μετάφραση των ειδικών όρων, αφού τα ονόματα των ειδικών χροιών που περιλαμβάνονται στα χρωματολόγια, στις οποίες δίνονται περιγραφικά ονόματα, έχουν συγκεκριμένα αντικείμενα αναφοράς (π.χ. έγχρωμες χημικές ουσίες). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι διαφανής η σημασία τους, γεγονός που καθιστά εύκολη τη μετάφρασή τους στα ΝΕ (π.χ. κίτρινο ψευδαργύρου). 2.5 Κλίση Για την κλίση των ουσιαστικών, ακολουθούμε την θεωρητική ταξινόμηση της Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2012), ενώ για την κλίση των επιθέτων, την αντίστοιχη πρόταση της Νικολάου (2012). Ο λόγος που επιλέγουμε την ανάλυση αυτή είναι γιατί πλεονεκτεί έναντι των άλλων ως προς τον ενοποιητικό χαρακτήρα της σχετικά με τις μορφολογικές διαδικασίες και ιδίως ως προς τον προβλεπτικό χαρακτήρα της, γεγονός που εξυπηρετεί έναν από τους σκοπούς της έρευνάς μας, τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας «Αυτό άλλωστε είναι εκείνο που θα κάνει το χρωματολόγιο ελληνικό και θα το διαφοροποιήσει από οποιοδήποτε ξένο χρωματολόγιο, που θα επιλεγεί για βάση. Διαφορετικά θα χρησιμοποιούνται τα ονόματα των χρωμάτων στην αρχική γλώσσα του χρωματολογίου ή αυθαίρετες μεταφράσεις τους και δεν θα υπάρχει λόγος να μιλάμε για ελληνικό χρωματολόγιο παρά για την αποδοχή ενός διεθνούς ή άλλου χρωματολογίου όπως έχει» (Φιλόπουλος 1994). 57 Ωστόσο, στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των χρωματικών όρων επιλέγουμε τα προγράμματα κλίσης GenereFlexion και GrFlex, το οποίο περιγράφουμε διεξοδικά στο κεφάλαιο της 55

73 Η ταξινόμηση αυτή γίνεται με μορφολογική ανάλυση των ονομάτων της νέας ελληνικής, με βάση τη μορφολογική θεωρία των παραδειγματικών συναρτήσεων (Stump, 2001) και παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα: (α) χαρακτηρίζεται από περισσότερη οικονομία στην περιγραφή, αφού προβλέπει σημαντικά λιγότερες κλιτικές κατηγορίες (β) αποτελεί ανάλυση που επιτρέπει περαιτέρω έρευνα του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας, π.χ. συνεξέταση φαινομένων παραγωγής και σύνθεσης (γ) συνυπολογίζει την κεντρικότητα ή την περιφερειακότητα 58 των τάξεων των ονομάτων, προσφέροντας πιθανές απαντήσεις σε ζητήματα συνδυασμού στοιχείων (δ) αναδεικνύει αμεσότερα την εξέλιξη και τις τάσεις του γλωσσικού συστήματος κατά τη συγχρονία (ε) παρουσιάζει τη δυνατότητα εφαρμογής σε ηλεκτρονικά εργαλεία γλωσσικής επεξεργασίας για την αυτόματη παραγωγή τύπων σε χρήση και την πρόβλεψη κλίσης νεολογικών τύπων (στ) μπορεί να αξιοποιηθεί στη διδακτική της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας για διάφορους λόγους: η οικονομική περιγραφή διευκολύνει την εκμάθηση των κλιτών τύπων από τους σπουδαστές, δεν παρουσιάζονται όλες οι κλιτικές τάξεις (ΚΤ) ισοπεδωτικά ισοδύναμες, αλλά λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως το πρωτοτυπικό μορφολογικό σύστημα κλίσης, η συχνότητα και η διαθεσιμότητα των δομών, ενώ η επισήμανση των κεντρικών μονάδων επαναπροσδιορίζει τις προτεραιότητες της διδασκαλίας, ανάλογα με το επίπεδο γλωσσομάθειας και τις ανάγκες των σπουδαστών. αυτόματης επεξεργασίας των ΟΔΧ (κεφάλαιο 6). Γίνεται αυτή η επιλογή για ειδικούς σκοπούς, καθώς προϊόν της έρευνας θα είναι ένα ηλεκτρονικό λεξικό των χρωματικών όρων, με λημματολόγιο, κλίση, σημασία (κεφάλαιο 5). Επιλέγουμε, λοιπόν, τη θεωρία που είναι πιο πρόσφορη για ηλεκτρονική αντιμετώπιση. Αντίθετα, στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται η θεωρία που, για τους λόγους που αναφέρουμε στη συνέχεια της παραγράφου, θεωρούμε ότι είναι πιο χρήσιμη στη διδακτική πράξη, εξυπηρετεί δηλαδή διαφορετικό στόχο. 58 Η μορφολογική δομή των ΝΕ δεν είναι ομοιογενής, αλλά αποτελείται από στοιχεία πρωτοτυπικά, στοιχεία ενδιάμεσης φύσης και στοιχεία περιφερειακά, τα οποία αντανακλούν τη δυναμική του συστήματος σε μία δεδομένη συγχρονία. Κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2003, 2012), η κεντρικότητα ή η περιφερειακότητα των γλωσσικών στοιχείων, στην περίπτωσή μας των κλιτικών κατηγοριών που σχηματίζουν τα επίθετα, μπορεί να αποκαλυφθεί, μεταξύ άλλων, από τους κανόνες παραγωγής καινούργιων μονάδων, τους κανόνες εφαρμογής του ταξικού σηματοδότη, καθώς και τους κανόνες προσαρμογής των δάνειων μονάδων στο μορφολογικό σύστημα της γλώσσας. 56

74 Στηριζόμενοι στη θεωρία αυτή, για τα ουσιαστικά της ΝΕ, με βάση τα κλιτικά μορφήματα που εφαρμόζονται στο θέμα, διακρίνονται επτά κλιτικές κατηγορίες, εάν υπολογίσουμε και τα άκλιτα, ενώ για τα επίθετα προτείνονται εννέα κλιτικές κατηγορίες (μαζί με τα άκλιτα). Στη διαμόρφωση των κλιτικών κατηγοριών πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η συμμετοχή των διαφορετικών λεξηματικών θεμάτων στο σχηματισμό των κλιτών τύπων. Το πέρασμα από το ένα θέμα στο άλλο σε κάθε κλιτική κατηγορία γίνεται με την εισαγωγή μορφοφωνολογικών κανόνων. Τα διαφοροποιημένα θέματα, τα οποία αποτελούν κομμάτι του λεξήματος και συμμετέχουν στην παραγωγή των κλιτών τύπων, αποτελούν το θεματικό χώρο της κάθε μονάδας. Για την κατασκευή κάθε κλιτού τύπου επιλέγεται ένα συγκεκριμένο θέμα από τα διαθέσιμα που συνιστούν το θεματικό χώρο. Η επενέργεια μορφοφωνολογικών κανόνων καθορίζει και την τοποθέτηση του τόνου στους πραγματωμένους τύπους Ουσιαστικά Ως προς την κλίση, τα ουσιαστικά του corpus μας που δηλώνουν χρώμα εντάσσονται στις κλιτικές τάξεις του πίνακα που ακολουθεί (πίνακας 1). Αξίζει να παρατηρηθεί ότι δεν χρειάστηκε να επεκτείνουμε το παρόν μοντέλο, καθώς προβλέπεται η ένταξη των ονομάτων που μας αφορούν στις ήδη υπάρχουσες κλιτικές τάξεις. Στην τελευταία σειρά του πίνακα σημειώνουμε το αριθμό των χρωματικών όρων του corpus μας που αντιστοιχούν σε κάθε τάξη. Οι χρωματικοί όροι που καταμετρήθηκαν αφορούν ΟΔΧ που προέρχονται μόνο από τη γραμματική κατηγορία των ουσιαστικών (βανίλια, βατόμουρο κτλ.) και όχι ουσιαστικοποιημένα επίθετα (κόκκινο, κίτρινο κτλ.). Τα τελευταία υπολογίστηκαν στον πίνακα 2 που αφορά την κλίση των επιθέτων: 57

75 ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Η κλίση των ουσιαστικών 59 πτώση αριθμός ΟΕ ΑΕ KT O1 O2 O3 O4 O5 O6 O7 (άκλ.) ς (ΚΕ) 60 ο/ε ΓΕ ς/ως oυ oυ oς ους ΟΠ ες ες oι α α η ΑΠ ες ες ους α α η (ΚΠ) ες ες οι α α η ΓΠ ων ων ων ων ων ων Ουσιαστικά =360 Πιο αναλυτικά, τα διαφορετικά λεξηματικά θέματα των ουσιαστικών που δηλώνουν χρώμα, που αντιστοιχούν σε κάθε κλιτική τάξη, είναι τα εξής: ΚΤ 1: Θέμα 1 γριβα, αμφορεα, σαφρα, Θέμα 2α γριβ, αμφορε, Θέμα 2β σαφραδ, ΚΤ 2: Θέμα 1 πραλινα, πορσελανη, Θέμα 2α πραλιν, πορσελαν, ΚΤ 3: Θέμα 1 αμεθυστο Θέμα 2α αμεθυστ Θέμα 2β αμεθυστε 59 ΟΕ: ονομαστική ενικού, ΑΕ: αιτιατική ενικού, ΚΕ: κλιτική ενικού, ΓΕ: γενική ενικού, ΟΠ: ονομαστική πληθυντικού, ΑΠ: αιτιατική πληθυντικού, ΚΠ: κλητική πληθυντικού, ΓΠ: γενική πληθυντικού, ΚΤ: κλιτική τάξη, Ο1: πρώτη κλιτική τάξη ουσιαστικών, Ο2: δεύτερη κλιτική τάξη ουσιαστικών, κ.ο.κ. 60 Η κλητική μπαίνει σε παρένθεση, καθώς δεν πραγματώνεται στα ουσιαστικά, παρά μόνο στα επίθετα που προσδιορίζουν κάποιο ουσιαστικό που εμφανίζει την πτώση αυτή. 61 Το σύνολο των ουσιαστικών είναι ενδεικτικό, προκύπτει από την καταμέτρηση που έγινε κατά τη συγγραφή του παρόντος κεφαλαίου. Ωστόσο, ο κατάλογος συνεχώς εμπλουτίζεται. 58

76 ΚΤ 4: Θέμα 1 βατομουρο, καλαμι Θέμα 2α βατομουρ, καλαμ 62 Θέμα 2β καλαμj ΚΤ 5: - ΚΤ 6 : - ΚΤ 7: Θέμα 1 μπεζ Ακολουθεί γράφημα με τα ποσοστά εμφάνισης των χρωματικών όρων στην αντίστοιχη τάξη, με βάση τα δεδομένα που αντλήσαμε από το corpus μας: ΓΡΑΦΗΜΑ 1: ΚΤ ουσιαστικών Όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο διάγραμμα, υπάρχει μια σαφής υπεροχή της ΚΤΟ4, γεγονός αναμενόμενο, αφού πρόκειται για την κλιτική τάξη των ουδετέρων, την οποία επιλέγουν κατά κύριο λόγο τα ΟΔΧ. Έπονται η ΚΤΟ7, όπου εντάσσονται τα άκλιτα, που αποτελούν μεγάλη κατηγορία των χρωματικών όρων και η ΚΤΟ2, η τάξη των θηλυκών. Οι χρωματικοί όροι σε αρσενικό γένος, όπως φαίνεται και στον πίνακα, είναι κατά πολύ λιγότεροι, ενώ στις ΚΤΟ5 και ΚΤΟ6 δεν εντάσσεται κανένας χρωματικός όρος του corpus μας. Οι συγκεκριμένες δύο κλιτικές τάξεις αφορούν αρχαιόκλιτα 62 Το θέμα αυτό δεν χρησιμοποιείται στην κλίση αλλά στην παραγωγή. 59

77 ουσιαστικά (π.χ. ΚΤΟ5: γεγονός, ΚΤΟ6: λάθος). Το ότι δεν απαντούν ουσιαστικά των τάξεων αυτών στο corpus μας αφενός ίσως αποτελεί τυχαίο γεγονός, αφού δυνητικά θα μπορούσαν να σχηματιστούν χρωματικοί όροι με ουσιαστικά όπως: γάλα, κρέας, πέλαγος, έδαφος κ.ο.κ. Αφετέρου, πιθανώς να προδίδει την προτίμηση των ομιλητών για τύπους που συγχρονικά κατέχουν κεντρική θέση στο σύστημα, π.χ. προτιμάται η χρήση του όρου κρεατί (χρώμα) από τον όρο (χρώμα) του κρέατος ή (χρώμα) κρέας, όπως στο παράδειγμα (21): (21) α. Το μανό αυτό βγαίνει και σε κρεατί χρώμα β.? Το μανό αυτό βγαίνει και στο χρώμα του κρέατος γ. * Το μανό αυτό βγαίνει και σε χρώμα κρέας Επίθετα Αναφορικά με τα θέματα των επιθέτων, αυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: (α) σε πρωτοτυπικά και ενδιάμεσα, τα οποία συμμετέχουν στη δημιουργία των επιθέτων που βρίσκονται στον πυρήνα του συστήματος και (β) σε περιφερειακά, τα οποία επιλέγονται για τους κλιτούς τύπους των επιθέτων που δεν κατέχουν κεντρική θέση στο σύστημα. Εάν, λοιπόν, θεωρήσουμε ότι Χ είναι το θέμα του λεξήματος, τότε ο θεματικός χώρος έχει ως εξής: (α) πρωτοτυπικά, ενδιάμεσα Θ1: Χ (π.χ. κοκκιν-) Θ2: Χ + φωνήεν (π.χ. κοκκινο-, κοκκινη-) Θ3α: Χ + φωνήεν + δ (π.χ. κοκινομαλληδ-) Θ3β: Χ + j + α (π.χ. θαλασσιά) Θ3γ: Χ + j (π.χ. θαλασσι-) Θ4α: Χ + ικ (π.χ. κοκκινομαλλικ-) Θ4β: Χ + φωνήεν + δ +ικ (π.χ. υπναρουδ-) (β) περιφερειακά (π) Θ1 (π): Χ (π.χ. βαθ-) Θ2 (π): Χ + υ (π.χ. βαθυ-) 60

78 Θ3 (π): Χ + ε (π.χ. βαθε-) 63 Θ4α (π): Χ + ον (π.χ. απαστράπτον-) Θ4β (π): Χ + οντ (π.χ. απαστράπτοντ-) Οι κλιτικές κατηγορίες 64 που δημιουργούνται είναι οι ακόλουθες 65 : ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Η κλίση των επιθέτων πτώση αριθμός ΟΕ KT E1 E2 E3 E4 E5 E6 E7 E8 E9 (άκλ.) ς o ης ες ων ον ΑΕ o η ες α ος ΚΕ ε ο η ες ων ον ΓΕ ου ς ου η ου ους α oν ΟΠ ΑΠ ΚΠ ΓΠ oι ες α ες α η ες α oυς ες α ες α η ες α οι ες α ες α η ες α ων ων ων ων ων ων ων ων επίθετα ΚΤ Ε1: κόκκινος, χρυσαφής, βαθύς Θέματα: Θ1 = κοκκιν-, Θ2 = κοκκινο-, βαθύ-, Θ3γ = βαθι- ΚΤ Ε2: κόκκινη Θέματα: Θ1 = κοκκιν-, Θ2 = κοκκινη, Θ3β = θαλασσιά, Θ3γ = θαλασσι- ΚΤ Ε3: κόκκινο, κοκκινομάλλικο 63 Σε όλες τις πραγματώσεις δεν εμφανίζεται ο τύπος βαθέος σε συνδυασμό με ΟΔΧ, επομένως δεν συμπεριλαμβάνουμε τα περιφερειακά θέματα των επιθέτων που λήγουν σε -ύς-ύ στην ταξινόμηση που προτείνουμε. 64 ΟΕ: ονομαστική ενικού, ΑΕ: αιτιατική ενικού, ΚΕ: κλιτική ενικού, ΓΕ: γενική ενικού, ΟΠ: ονομαστική πληθυντικού, ΑΠ: αιτιατική πληθυντικού, ΚΠ: κλητική πληθυντικού, ΓΠ: γενική πληθυντικού, ΚΤ: κλιτική τάξη, Ε1: πρώτη κλιτική τάξη επιθέτων, Ε2: δεύτερη κλιτική τάξη επιθέτων, κ.ο.κ. 65 Στις ΚΤ 1, 2, 3 και 5 συμμετέχουν τα πρωτοτυπικά και τα ενδιάμεσα θέματα, ενώ στις 4, 6, 7 και 8 κυρίως τα περιφερειακά: Θ(π). Στην ΚΤ 9, που αφορά τα άκλιτα, υπάρχει μόνο ένα θέμα, χωρίς καταλήξεις. 66 Το σύνολο των επιθέτων είναι ενδεικτικό, προκύπτει από την καταμέτρηση που έγινε κατά τη συγγραφή του παρόντος κεφαλαίου. Ωστόσο, ο κατάλογος συνεχώς εμπλουτίζεται. 61

79 Θέματα: Θ1 = κοκκιν-, Θ4α = κοκκινομαλλικ- ΚΤ Ε4: ιώδης Θέματα: Θ1 (π) = ιωδ-, Θ3 (π) = ιωδε-, Θ2 = κοκκινομάλλη-, Θ3α = κοκκινομαληδ- ΚΤ Ε5: βαθύ, χρυσαφί Θέματα: Θ2 = βαθυ-, Θ3γ = βαθι-, χρυσαφι- ΚΤ Ε6: ιώδες Θέμα: Θ1(π) = ιωδ- ΚΤ Ε7: λαμπυρίζων, μελανίζων Θέματα: Θ1 (π) = λαμπυριζ- Θ4α(π) = λαμπυριζον-, Θ4β(π) = λαμπυριζοντ- ΚΤ Ε8: λαμπυρίζον, μελανίζον 67 Θέματα: Θ1(π) = μελανιζ- Θ4α(π) = μελανιζον-, Θ4β(π) = μελανιζοντ- ΚΤ Ε9: μπλε Θέμα: Θ1 = μπλε Ακολουθεί γράφημα με τα ποσοστά εμφάνισης των χρωματικών όρων στην αντίστοιχη τάξη, με βάση τα δεδομένα που αντλήσαμε από το corpus μας: ΓΡΑΦΗΜΑ 2: Η κλίση των επιθέτων Σε σύνολο τύπων μονολεκτικών επιθέτων, αναφορικά με την πρωτοτυπικότητα και περιφερειακότητα των όρων, έχουμε την εξής εικόνα: Πρωτοτυπικοί χρωματικοί όροι: (1104) 67 Η ΚΤ8 αφορά τα αρσενικά και η ΚΤ9 τα ουδέτερα. Επειδή οι καταλήξεις του αρσενικού και του ουδετέρου παρουσιάζουν διαφορές, τα δύο γένη ταξινομούνται σε διαφορετικές τάξεις. 68 Υπάρχουν και τύποι από παλαιότερες μορφές της ελληνικής, που δεν εντάσσονται στο κλιτικό σύστημα της ΝΕ και οι οποίοι δεν προσμετρήθηκαν για το παρόν κεφάλαιο. 62

80 Περιφερειακοί χρωματικοί όροι: (105) Άκλιτα: δάνειας προέλευσης (97) Είναι σαφές ότι υπάρχει πληθώρα πρωτοτυπικών χρωματικών όρων, σε αντίθεση με τους περιφερειακούς όρους και τα δάνεια. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνά μας φαίνονται να συγκλίνουν με αυτά της Νικολάου (2012) που αφορούν το σύνολο των επιθέτων της ΝΕ, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι, ως προς την κλίση, το λεξιλόγιο των χρωμάτων παρουσιάζει την ίδια συμπεριφορά με το γενικό λεξιλόγιο. Όσον αφορά τη μεγάλη διαφορά στον αριθμό των ουσιαστικών και των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα, αυτή οφείλεται στους εξής λόγους: α) τα επίθετα, λόγω του ότι έχουν τρία γένη, εμφανίζουν περισσότερους τύπους β) στα επίθετα εντάσσονται οι τροποποιητές (π.χ. απαλό, έντονο κτλ.) και τα προσεγγιστικά (κιτρινωπό κτλ.), με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός τους γ) όπως αναφέραμε ήδη από την εισαγωγή της εργασίας μας, τα όρια ανάμεσα στα χρωματικά επίθετα και τα ουσιαστικά δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η ένταξη των χρωματικών όρων στη μια κατηγορία ή την άλλη. Δυνητικά τα περισσότερα χρωματικά επίθετα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε ουσιαστικά, χωρίς αλλαγή στη μορφή, και να αυξανόταν κατά πολύ ο αριθμός τους. Για το λόγο αυτό, η ομαδοποίηση των όρων στο κλιτικό σύστημα έγινε με βάση τη γραμματική κατηγορία τους, όπως αυτή απαντά στα λεξικά της ΝΕ. Εξαίρεση αποτελούν τα άκλιτα ΟΔΧ, καθώς απαντούν αποπλαισιωμένα στο corpus με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να διαπιστώσουμε τη γραμματική τους κατηγορία σε συγχρονικό επίπεδο. Έτσι, ο αριθμός των άκλιτων όρων που αναφέρονται στις δύο κατηγορίες (ουσιαστικά και επίθετα) είναι ο ίδιος. Αυτό που έχει σημασία αναφορικά με τη συλλογή των χρωματικών ονομάτων και την ένταξή τους στο μορφολογικό σύστημα της νέας ελληνικής που περιγράψαμε παραπάνω, είναι ότι το σύστημα αυτό μας βοηθά να διαπιστώσουμε ποιες είναι οι κεντρικές κατηγορίες των μελετώμενων όρων και ποιες οι περιφερειακές, και να αξιοποιήσουμε τα ευρήματά μας τόσο στη θεωρητική έρευνα όσο και στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. 63

81 2.6 Κατασκευή λέξεων: Παραγωγή Εισαγωγή Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα στη μελέτη των ΟΔΧ είναι να οριοθετηθεί το πλαίσιο της παραγωγικότητάς τους. Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η μελέτη αυτού του κεφαλαίου είναι το μοντέλο της Corbin (1987), όπως προσαρμόστηκε για τα ΝΕ από την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1992). Το μοντέλο αυτό επιλέχτηκε γιατί παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα: α) σφαιρικότητα, στο βαθμό που επεξεργάζεται όλα τα φαινόμενα που συνδέονται με την κατασκευή λέξεων, β) συζευκτικότητα 69, στο βαθμό που το συστατικό παραγωγής γεννά συγχρόνως τη μορφολογική δομή και τη σημασιολογική ερμηνεία των κατασκευασμένων λέξεων, γ) υπεργενετικότητα σε σχέση με το μαρτυρημένο λεξιλόγιο, στο βαθμό που το συστατικό παραγωγής γεννά όλες τις κατασκευασμένες λέξεις της γλώσσας και όχι μόνο αυτές, ανεξάρτητα από το αν μαρτυρούνται ή όχι, δ) διαστρωμάτωση, στο βαθμό που η οργάνωσή του και η διαδοχή των διάφορων πράξεων εξηγούν την ιεραρχία των ομαλοτήτων και των ανωμαλιών καθώς και των κανόνων (ό.π.: 521). Η παραγωγή είναι μια μορφολογική διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων λέξεων με νέες σημασίες. Η ικανότητα να γεννιούνται νέες σημασίες διαφοροποιεί την κλιτική παραγωγή, στην οποία αναφερθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο, που είναι εκείνη η μορφολογική διαδικασία που γενικά συγκεκριμενοποιεί τις συντακτικές σχέσεις των στοιχείων χωρίς τη δημιουργία νέων λέξεων ή νέων σημασιών. Η ελληνική έχει μεγάλη ευκολία στη δημιουργία νέων λέξεων, είτε τροποποιώντας τις υπάρχουσες λέξεις με την εφαρμογή ενός προθήματος ή επιθήματος, είτε συνδυάζοντας δύο ή περισσότερα λεξικά θέματα για το σχηματισμό ενός μονολεκτικού συνθέτου σε μία βάση. Στις παραγράφους που ακολουθούν παραθέτουμε ποικίλους τρόπους σχηματισμού λέξεων που δηλώνουν χρώμα. 69 Στην αρχική εκδοχή του κειμένου είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος συνδετικότητα. 64

82 2.6.2 Παράγωγα ουσιαστικά Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987) αναφέρει ότι η ΝΕ διαθέτει 7 επιθήματα 70 που συνάπτονται σύμφωνα με λεξικούς σχηματιστικούς κανόνες με ονοματική ή ρηματική βάση που ανήκει στο λεξικό πεδίο των χρωμάτων, για να παραγάγει συγκεκριμένα ή αφηρημένα ουσιαστικά. Οι κανόνες δομής βάσει των οποίων παράγονται τα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα ακολουθούν τρία σχήματα: 1. [[Χ] Ο (-άδι) ΕΠ ] Ο, δηλαδή το παράγωγο ουσιαστικό κατασκευάζεται από βάση ουσιαστικό και επίθημα που παράγει ουσιαστικό, π.χ. κοκκινάδι. 2. [[Χ] Ε (-ίλα) ΕΠ ] Ο, δηλαδή το παράγωγο ουσιαστικό κατασκευάζεται από βάση επίθετο και επίθημα που παράγει ουσιαστικό, π.χ. κοκκινίλα. 3. [[Χ] Ρ (-μα) ΕΠ ] Ο, δηλαδή το παράγωγο ουσιαστικό κατασκευάζεται από ρηματική βάση και επίθημα που παράγει ουσιαστικό, π.χ. κοκκίνισμα Τα μορφολογικά μέσα του ίδιου κανόνα κατασκευής λέξεων (ΚΚΛ) διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς τις ιδιότητές τους, όπως λ.χ. ως προς το βαθμό διαθεσιμότητάς, τους μορφολογικούς περιορισμούς ή κυρίως ως προς το σημασιολογικό ρόλο τους. Η εφαρμογή ενός μορφολογικού μέσου σε μια βάση μπορεί να προκαλέσει α) τον προσανατολισμό της αφηρημένης σημασίας που κατασκευάζει ο ΚΚΛ προς μια ειδική, και β) την επιλογή ειδικών σημασιολογικών ιδιοτήτων από τη σημασία της βάσης. Το επίθημα, συνεπώς, είναι φορέας διαφορετικών σημασιολογικών επιλογών (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1993: 246). 71 Η παρούσα διατριβή, όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, περιορίζεται στην έρευνα των ονοματικών βάσεων. 65

83 Συγκεκριμένα, τα επιθήματα που παράγουν 72 ουσιαστικά από βάση ουσιαστικό είναι τα εξής: ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Ουσιαστικά από βάση ουσιαστικό Ο ΟΟ επίθ Περιγραφή Πρόκειται για επίθημα που συνάπτεται με βάση ΟΔΧ, για να σχηματίσει ουσιαστικό ουδέτερου γένους. Διατηρεί πάντοτε την τελική θέση, ακόμη κι όταν στη βάση εφαρμόζεται κι άλλο επίθημα π.χ. μαύρος μαυράδι μαυραδάκι. Το επίθημα αυτό παρουσιάζει μειωμένη παραγωγικότητα στο λεξικό πεδίο των χρωμάτων. Συνάπτεται κυρίως με τα απλά ΟΔΧ, π.χ. ασπράκι, κιτρινάκι, σιελάκι, μπεζάκι και όχι με παράγωγα, π.χ. *θαλασσάκι, *πορτοκαλάκι. Μη αποδεκτοί είναι οι σχηματισμοί που αποτελούνται από [+λόγια] βάση, π.χ.*λευκάκι, γλαυκάκι, ερυθράκι ή βάση που προέρχεται από ουσιαστικό που δεν δηλώνει χρώμα, π.χ. -άκι *κανελάκι, *κεραμιδάκι, *λεμονάκι. Ειδικότερα, τα ουσιαστικά αυτής της κατηγορίας λέξεων όταν συναφθούν με το -άκι, παύουν να δηλώνουν χρώμα και δηλώνουν το υποκοριστικό του ριζικού (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987), π.χ. λεμόνι λεμονί *λεμονάκι αλλά λεμόνι λεμονάκι Σημασιολογικά το επίθημα -άκι έχει γενικά υποκοριστική, θωπευτική σημασία (βλ. Σταυριανάκη 2001, 2008). Πιο συγκεκριμένα, προσθέτει έναν «γλυκύ τόνο», «τόνο που αρέσει» στο χρώμα που δηλώνει η βάση, π.χ. κοκκινάκι, ροζάκι 73 ή παράγει προσεγγιστικά, π.χ. κιτρινάκι. Το επίθημα αυτό, για να σχηματίσει συγκεκριμένα ουσιαστικά, κατασκευάζεται από βάση ουσιαστικό. Πρόκειται για παραγωγή του τύπου κόκκινος κοκκινάδα -άδι κοκκινάδι. Το επίθημα αυτό έχει αποβάλει την υποκοριστική σημασία του στη ΝΕ (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987), π.χ. ασπράδι, κιτρινάδι, κοκκινάδι, μαυράδι. 72 Ο ΟΟ επίθ, όπου Ο=ουσιαστικό, δηλαδή το παράγωγο ουσιαστικό κατασκευάζεται από βάση ουσιαστικό και επίθημα που παράγει ουσιαστικό (Selkirk 1982, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987: 397). 73 Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987) αναφέρει ότι σε κάποιες περιπτώσεις, το άκι δεν λειτουργεί ως επίθημα και συνεπώς δεν έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο της παραγωγής. Το προσφυματοειδές τεμάχιο άκι λειτουργεί ως σημάδι ενσωμάτωσης, δηλαδή χρησιμεύει στο να ενσωματώσει το μη προσαρμοσμένο δάνειο ουσιαστικό στην τάξη των ουσιαστικών σε άκι, π.χ. ροζάκι, μπεζάκι. 66

84 Τα επιθήματα που παράγουν 74 ουσιαστικά από βάση επίθετο είναι τα εξής: ΠΙΝΑΚΑΣ 4: Ουσιαστικά από βάση επίθετο Ο ΕΟ επίθ Περιγραφή Φανερώνει ιδιότητα σχετική με το χρώμα που δηλώνει το ΕΔΧ που αποτελεί τη βάση. Πιο συγκεκριμένα, φανερώνει ποσότητα ή απόχρωση χρώματος, με δυσάρεστη ιδιότητα π.χ. ασπρίλα (π.χ. του δέρματος που δεν έχει μαυρίσει στον ήλιο), μαυρίλα (π.χ. του συννεφιασμένου ουρανού που ετοιμάζεται να βρέξει), -ίλα κιτρινίλα (π.χ. του παλιού χαρτιού). Επιπλέον, μπορεί να δηλώνει κηλίδα ή λεκέ χρώματος, π.χ. κοκκινίλα, κιτρινίλα. Στον πληθυντικό τα ουσιαστικά αυτά χρησιμοποιούνται με τη δεύτερη έννοια και κατηγοριοποιούνται ως συγκεκριμένα π.χ. κοκκινίλες «κόκκινες κηλίδες» (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Φανερώνουν ιδιότητα σχετική με το χρώμα που δηλώνει το επίθετο που αποτελεί τη βάση. Το ότητα είναι [+λόγιο], π.χ. λευκότητα, χλομότητα σε αντίθεση με το άδα που είναι [-λόγιο], π.χ. ασπράδα, χλομάδα. Έτσι, ΕΔΧ [+λόγια] ετυμολογικά -ότητα, -άδα και χρηστικά σχηματίζουν αφηρημένα ουσιαστικά αποκλειστικά με το επίθημα ότητα, π.χ. ερυθρότητα αλλά *ερυθράδα, πελιδνότητα αλλά *πελιδνάδα, γλαυκότητα, φαιότητα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Η νέα ελληνική διαθέτει το [-λόγιο] υποκοριστικό επίθημα ίτσα για να δηλώσει στη λαϊκή ιατρική μια νόσο που εμφανές σύμπτωμά της αποτελεί η μεταβολή του -ίτσα κανονικού χρώματος στο χρώμα που δηλώνει η βάση π.χ. κιτρινίτσα (ηπατίτιδα), κοκκινίτσα (ερυθρά) (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Σημασιολογικά το επίθημα αυτό προσδίδει στο παράγωγο συγκεκριμένο ουσιαστικό τη σημασία της κηλίδας στο χρώμα που δηλώνει η βάση π.χ. μελανιά, -ιά λαδιά (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Έχει περιορισμένη παραγωγικότητα όσον αφορά την κατασκευή ουσιαστικών που δηλώνουν χρώμα, π.χ. κιτρινιά (Ευθυμίου, 1999: 132) Παράγωγα επίθετα Κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987), η νέα ελληνική διαθέτει 18 επιθήματα που συνάπτονται σύμφωνα με λεξικούς σχηματιστικούς κανόνες με βάση ουσιαστικό ή επίθετο, για να παραγάγει επίθετα που ανήκουν στο λεξικό πεδίο των χρωμάτων. Τα σχήματα των κανόνων δομής των παράγωγων επιθέτων είναι: [[Χ] Ο (Χ) επίθ. ] Ε, δηλαδή το παράγωγο επίθετο κατασκευάζεται από βάση ουσιαστικό και επίθημα που σχηματίζει επίθετα, π.χ. ρόδο + -ινος ρόδινος 74 Ο ΕΟ επίθ, όπου Ε=επίθετο, δηλαδή το παράγωγο ουσιαστικό κατασκευάζεται από βάση επίθετο και επίθημα που παράγει ουσιαστικό (Selkirk 1982, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987: 397). 67

85 [[Χ] Ε (Χ) επίθ. ] Ε, δηλαδή το παράγωγο επίθετο κατασκευάζεται από βάση επίθετο και επίθημα που σχηματίζει επίθετα, π.χ. κόκκινος + -ωπός κοκκινωπός Τα παράγωγα επίθετα που ανήκουν στο λεξικό πεδίο των χρωμάτων αποτελούν ιδιαίτερα πλούσια κατηγορία στη ΝΕ, όπου με σύμπτωση συντακτικών και σημασιολογικών κριτηρίων διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: 1. Επίθετα όπου η βάση είναι ουσιαστικό και που σημασιολογικά φανερώνουν εκείνον που έχει γενικά σχέση με το χρώμα του αντικειμένου αναφοράς (ΑΑ) του ουσιαστικού που αποτελεί τη βάση, και 2. Επίθετα που η βάση τους είναι επίθετο και όπου το επίθημα σημασιολογικά τροποποιεί (δηλωτικά κατά προσέγγιση, υποκοριστικά, μειωτικά) το χρώμα που δηλώνει το επίθετο που αποτελεί τη βάση. Τα επιθήματα που παράγουν επίθετα από βάση ουσιαστικό έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό το [±λόγιο] ως προς τη χρήση. Τα [-λόγια] επιθήματα, αριθμητικά πολυπληθέστερα, είναι τα ακόλουθα: -ής-ιά-ί, -ένιος, -άτος, -έ και -ερός, ενώ [+λόγια] είναι τα επιθήματα -ώδης και -ειδής. Τέλος, το επίθημα -ινος εμφανίζεται και σε λόγια και σε μη λόγια περιβάλλοντα. ΠΙΝΑΚΑΣ 5: Επίθετα από βάση ουσιαστικό Επιθήματα Περιγραφή Το επίθημα ί στην ΝΕ χρησιμοποιείται μόνο για να κατασκευάσει τριγενή και τρικατάληκτα ομαλά επίθετα παράγωγα που προέρχονται από ουσιαστικά και δηλώνουν ένα μη βασικό, δευτερεύον χρώμα, π.χ. βύσσινο Ο βυσσινής Ε. 75 Από τη σκοπιά της μορφολογίας, το κατασκευασμένο επίθετο παρουσιάζει μια αστάθεια -ής, μορφής, καθώς μπορεί να εμφανιστεί είτε ως μη προσαρμοσμένο σε γένος, π.χ. ένας -ιά, πορτοκαλί φάκελος, μια θαλασσί φούστα είτε ως προσαρμοσμένο, π.χ. ένας πορτοκαλής -ί φάκελος, μια θαλασσιά φούστα. Το κατασκευασμένο επίθετο, αν συμφωνεί σε γένος, συμφωνεί και σε αριθμό με το ουσιαστικό, π.χ. οι σταχτιοί φάκελοι, οι θαλασσιές χάντρες. Αντίθετα, η συμφωνία στην πτώση, κυρίως στη γενική, είναι ως ένα βαθμό προβληματική, π.χ. του πορτοκαλί φακέλου αλλά?του πορτοκαλιού φακέλου, της ασημί 75 Παρόλο που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας η μελέτη της διαχρονίας, αξίζει να σημειωθεί ότι από ετυμολογική σκοπιά τα ΕΔΧ σε -ί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη, 1996): (ι) Τα δάνεια επίθετα από την Τουρκική ή την Αραβική, π.χ. μαβής, κρεμεζής, φιστικής, λεμονής, καϊσής, λουλακής, τσαγαλής. (ιι) Τα κατασκευασμένα στη ΝΕ επίθετα, π.χ. καναρινής, καφετής, κεραμιδής, θαλασσής, τριανταφυλλής. 68

86 -ένιος, -ένια, -ένιο -ινος, τσάντας αλλά?της ασημιάς τσάντας, του ασημί πορτοφολιού αλλά?του ασημιού πορτοφολιού. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι τα ΕΔΧ σε ί μπορούν στη συνέχεια να γίνουν ουσιαστικά με τη διαδικασία της μετατροπής, με βάση το σχήμα [[Χ] Ο (-ί) ΕΠ ] Εμτρπ]Ο π.χ. πορτοκάλι Οο πορτοκαλί Ε πορτοκαλί Οο. Αυτό το ουδέτερο ουσιαστικό παραμένει άκλιτο στην πτώση. Όταν κλίνεται στον αριθμό, δεν αναφέρεται πλέον στην ιδιότητα του πορτοκαλί χρώματος αλλά στα αντικείμενα που έχουν αυτό το χρώμα. Εξάλλου, ενώ τα απλά ΕΔΧ χρησιμεύουν ως βάσεις για προσδιοριστικά επίθετα που κατασκευάζονται με τη βοήθεια του επιθήματος ωπός, π.χ. κόκκινος κοκκινωπός, μαύρος μαυρωπός, τα παράγωγα ΕΔΧ σε ί δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, π.χ. μελιτζανί *μελιτζανωπός. Ομοίως, τα ΟΔΧ που προέρχονται από μετατροπή ενός ΕΔΧ με το επίθημα ί δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση σε ένα προσδιοριστικό όνομα σε άκι, αντίθετα με άλλα ΟΔΧ, π.χ. πορτοκαλί Ο *πορτοκαλάκι, αλλά πράσινο πρασινάκι, μπεζ μπεζάκι (Anastassiadis-Symeonidis 1996: 98). Επίσης, στα ΝΕ υπάρχει η δυνατότητα συνένωσης δύο επιθέτων, π.χ. γκρι Ε ποντικί Ε, τα οποία στη συνέχεια μπορούν να μετατραπούν σε ουσιαστικό. Το επίθημα ί χρησιμοποιείται για την κατασκευή ΕΔΧ που θυμίζουν τη σημασία του ουσιαστικού βάσης και είναι πολύ παραγωγικό, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να συγκεντρώσουμε όλα τα ΟΔΧ που κατασκευάζονται με την προσθήκη αυτού του επιθήματος σε έναν πλήρη κατάλογο. Κι αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η χρωματική αντίληψη περιγράφεται με όρους με τοπικά εξέχοντα αντικείμενα αναφοράς, που συνδέονται με την ανθρώπινη εμπειρία από το περιβάλλον όπως είναι κάποια μέταλλα, ζώα ή φυτά με χαρακτηριστική όψη. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για ένα πρωτοτυπικό αντικείμενο αναφοράς της ονοματικής βάσης. Έτσι, η Anastassiadis- Symeonidis (1996: 101) δίνει παραδείγματα χρωματικών όρων που αναφέρονται στο φυτικό βασίλειο (άχυρο, βερίκοκο, βιολέτα, βύσσινο, δαμάσκηνο, κανέλα, καρότο, καρπούζι, καρυδιά, καφές, κεράσι, κρόκος, κυπαρίσσι, λάδι, λάχανο, μελιτζάνα, μενεξές, μήλο, ντομάτα, πασχαλιά, πεύκο, πεπόνι, πορτοκάλι, ροδάκινο, ρόδι, σιτάρι, τριαντάφυλλο, τσάγαλο, φράουλα), στη φύση και στο βασίλειο των μετάλλων/ορυκτών (άνθρακας, θάλασσα, θειάφι, κοράλλι, ουρανός, ασήμι, μολύβι, ρουμπίνι, σμαράγδι, στάχτη, χρυσάφι, χώμα), στο ζωικό βασίλειο (καναρίνι, κόκκαλο, κρέας, παγόνι, παπαγάλος, ποντίκι, σκατά, τσίρλα) και σε κατασκευάσματα (ζάχαρη, κεραμίδι, κονιάκ, κρασί, μελάνι, μουστάρδα, μπουκάλι, οινόπνευμα, σαμπάνια, σοκολάτα, ντουβάρι, ξύδι). Επίσης, η ίδια ερευνήτρια υπογραμμίζει ότι οι εννοιακές κατηγορίες του χρώματος, όπως ροδί, κεραμιδί, δεν αποτελούν κατηγορίες ειδικών ή λόγιες κατηγορίες, αλλά λαϊκές κατηγορίες, καθώς προέρχεται από μια γλώσσα λαϊκή, οικεία αλλά χωρίς γόητρο. Το επίθημα αυτό χρησιμοποιείται για την κατασκευή µετονοµατικών επιθέτων που δηλώνουν υλικό [+λαϊκό, +λογοτεχνική/ποιητική χρήση] π.χ. μολυβένιος, ασημένιος, πορφυρένιος, χρυσαφένιος (Anastassiadis-Syméonidis 2008). Τα επίθετα που παράγονται με το επίθημα αυτό προσδίδουν στο ουσιαστικό που 69

87 -ινη, -ινο -άτος, -άτη, -άτο -ωτός, -ωτή, -ωτό -έ -ερός, προσδιορίζουν το χρώμα που κατεξοχήν έχει το ΑΑ της βάσης τους, π.χ. εβένινα (μαλλιά) «με βαθύ μαύρο χρώμα όπως ο έβενος», ρόδινα (μάγουλα) «στο κατεξοχήν χρώμα του ρόδου, του τριαντάφυλλου, δηλαδή ροζ». Στη συγχρονική ανάλυση πρόβλημα παρουσιάζουν τα επίθετα πράσινος, κόκκινος, κίτρινος, των οποίων ο σχηματισμός διαχρονικά εμπίπτει στο σχήμα που εξετάζουμε, δηλαδή αποτελούνται από ένα ουσιαστικό, ένα επίθημα και ένα κλιτικό μόρφημα: πράσινος < πράσο + ιν(ος), κόκκινος < κόκκος + -ιν(ος), κίτρινος < κίτρο + -ιν(ος). Ωστόσο, για τον μέσο Νεοέλληνα η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987: 401) θεωρεί ότι τα επίθετα αυτά θεωρούνται ως μη αιτιολογημένα γλωσσικά σημεία, που αποτελούνται από ένα λεξικό μόρφημα και ένα γραμματικό (κλιτικό). Εξάλλου, η ίδια ερευνήτρια (1992: 507) αναφέρει ότι είναι δυνατό μια πολυμορφηματική μονάδα από διαχρονική άποψη να θεωρείται ως μονομορφηματική μονάδα από συγχρονική άποψη και το αντίστροφο. Τα επίθετα που παράγονται με το επίθημα αυτό φανερώνουν εκείνον που έχει το χρώμα του ΑΑ της βάσης. Εφαρμόζεται σε ουσιαστικά [+συγκεκριμένο] και μπορεί να επιλέξει από τη βάση (π.χ. χιόνι) τις ιδιότητες του πρωτοτύπου της κατονομαζόμενης τάξης που γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, δηλαδή «πρωτοτυπικά άσπρος» (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1992: 511). Έτσι, κρασί κρασάτος 76 «που έχει το βαθύ κόκκινο χρώμα του κρασιού» (συνδέεται με το χρώμα κρασουλί), χιόνι χιονάτος «που έχει το λευκό χρώμα του χιονιού», λουλάκι λουλακάτος «που έχει το ιώδες χρώμα του λουλακιού», κόρακας κορακάτος 77 «που έχει χρώμα μαύρο σαν το φτέρωμα του κόρακα», π.χ. κορακάτα μαλλιά. Το επίθημα αυτό εμφανίζει πολύ περιορισμένη παραγωγικότητα αναφορικά με τα ΕΔΧ. Τα επίθετα που παράγονται με το επίθημα αυτό φανερώνουν εκείνον που έχει σχέση με το σημαινόμενο από τη βάση. Έτσι, κρόκος κροκωτός «που έχει το χρώμα του κρόκου», ίριδα ιριδωτός «που εμφανίζει ποικιλία στο χρωματισμό του, όπως τα χρώματα της ίριδας». Και το επίθημα αυτό εμφανίζει πολύ περιορισμένη παραγωγικότητα αναφορικά με τα ΕΔΧ. Το επίθημα αυτό συνάπτεται με βάση [-λόγιο] ουσιαστικό ως προς τη χρήση και δημιουργεί άκλιτα επίθετα με ομοιαστική σημασία π.χ. ελεφαντέ «σαν το χρώμα του ελέφαντα», αχυρέ, καραμελέ, κροκέ, φουξέ (βλ. Αναστασιάδη 1985). Τα ΕΔΧ που λήγουν σε /é/ δεν είναι πάντα παράγωγα. Τα περισσότερα από αυτά αποτελούν μονομορφηματικές μονάδες δάνειες από τη γαλλική: ιριζέ, λαμέ, ντορέ, περλέ, ροζέ, αλλά περουζέ (<τουρκ.). Ωστόσο, αν και διαχρονικά είναι δάνεια, κάποια ΕΔΧ της κατηγορίας αυτής μπορούν να αναλυθούν συγχρονικά: λαμέ (<λάμα), περλέ (<πέρλα), ροζέ (<ροζ) (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1985, Anastassiadis-Symeonidis 1996). Τα παράγωγα με το επίθημα αυτό επίθετα φανερώνουν εκείνον που έχει σχέση με το 76 Ωστόσο, κρασάτος μαγειρεμένος με κρασί στο λεξιλόγιο της μαγειρικής, π.χ. κόκορας ~ (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2014: 47). 77 Βλ. και κορακήσιος. 70

88 -ερή, -ερό -ώδης, -ώδες -ειδής, -ειδές σημαινόμενο από τη βάση, π.χ. σταχτερός, ζοφερός. Το επίθημα αυτό εμφανίζει πολύ περιορισμένη παραγωγικότητα και χρήση αναφορικά με τα ΕΔΧ. Συνάπτεται με βάση ουσιαστικό που είναι [+λόγιο] ετυμολογικά και χρηστικά. Τα παράγωγα επίθετα αυτά δηλώνουν χρώμα που προσεγγίζει το χρώμα που δηλώνει το ουσιαστικό ή το επίθετο της βάσης: π.χ. ιώδης, οινώδης, τεφρώδης, γαλακτώδης, ζοφώδης, ασβολώδης, αιθαλώδης (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987, 2001). Συνάπτεται με βάση ουσιαστικό ή επίθετο που είναι [+λόγιο] ετυμολογικά και χρηστικά, π.χ. γαλακτοειδής, πορφυροειδής, ερυθροειδής, γλαυκοειδής (ό.π.). Τα παράγωγα επίθετα δηλώνουν χρώμα που μοιάζει με το χρώμα που έχει το α συνθετικό (βλ. Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 2007). Τα επιθήματα που παράγουν επίθετα από βάση επίθετο διακρίνονται με σημασιολογικά κριτήρια σε τρεις περιπτώσεις: 1. Τα επιθήματα που προσδίδουν στο παράγωγο επίθετο τη σημασία «δήλωση κατά προσέγγιση του χρώματος που δηλώνει η βάση»: -ωπός, -ιδερός και -ουλός. 2. Τα επιθήματα που προσδίδουν στο παράγωγο επίθετο ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο υποκοριστική σημασία: -ούτσικος, -ούλης και -ούλικος. 3. Τα επιθήματα που προσδίδουν στο παράγωγο επίθετο ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο μειωτική σημασία: -(ουλ)ιάρης και -ιάρικος. ΠΙΝΑΚΑΣ 6: Επίθετα από βάση επίθετο Επιθήματα Περιγραφή Ιδιαίτερα παραγωγικό επίθημα που εφαρμόζεται σε βάση επίθετο. Σημαίνει «εκείνον που έχει κατά προσέγγιση το χρώμα που δηλώνει η βάση, που τείνει προς το χρώμα που -ωπός, δηλώνει η βάση», η οποία μπορεί να είναι οποιοδήποτε ΕΔΧ 1. Προσεγγιστικά -ωπή, συμμορφωμένο 78 προς το μορφολογικό σύστημα της ΝΕ, π.χ. -ωπό γαλαζωπός, γκριζωπός, γλαυκωπός, γαλανωπός, καστανωπός, κοκκινωπός, πρασινωπός, κιτρινωπός, κυανωπός, μελανωπός, ξανθωπός, ερυθρωπός, μαυρωπός, πυρρωπός, χρυσωπός. -ιδερός, Σημασιολογικά το επίθημα προσδίδει στο επίθετο τη σημασία -ιδερή, της απροσδιόριστης απόχρωσης του χρώματος που δηλώνει η -ιδερό 79 βάση π.χ. μαυριδερός «που κλίνει προς το μαύρο, ακαθόριστα 78 Στο corpus απαντά και ο τύπος μπεζωπός. 79 Στο ΛΝΕΓ το επίθημα γράφεται -ειδερός (με -ει-) και σχολιάζεται ότι η γραφή ασπριδερός (με -ι-) δεν δικαιολογείται ετυμολογικά, ενώ στο λήμμα μαυρειδερός δίνεται και ο τύπος μαυριδερός (με -ι-) με το σχόλιο ότι πρόκειται για σχολική γραφή. Εμείς ακολουθούμε τη γραφή που υιοθετεί το ΛΚΝ. 71

89 2. Υποκοριστικά Γενικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι η βάση με την οποία συνάπτονται είναι πάντα [-λόγια] ετυμολογικά και χρηστικά -ουλός, -ουλή, -ουλό -αλός, -αλή, -αλό -ούτσικος, -ούτσικη/ ούτσικια, -ούτσικο -ούλης, -ούλα, -ούλικο μαύρος». Με το επίθημα αυτό συναντήσαμε στο corpus μας μόνο δύο παράγωγα επίθετα τα ασπριδερός και μαυριδερός. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άσπρος δεν το συναντήσαμε με το - ωπός, ενώ το μαυρωπός μας φαίνεται μάλλον σπάνιο σε σχέση με το μαυριδερός. Φαίνονται μη αποδεκτά παράγωγα τα *μελανιδερός, *κοκκινιδερός, *ξανθιδερός, *γκριζιδερός, σε αντίθεση με τα παράγωγα από την ίδια βάση αλλά με το επίθημα ωπός, π.χ. γκριζωπός κτλ. Από εδώ προκύπτει ότι η ΝΕ για τη σημασία της κατά προσέγγιση δήλωσης ενός χρώματος προκρίνει το επίθημα -ωπός, που για το λόγο αυτό εμφανίζεται πολύ παραγωγικό. Τα δύο αυτά επιθήματα προσδίδουν στα παράγωγα επίθετα τη σημασία του περίπου στο χρώμα που δηλώνει η βάση (μιας μορφής διαβάθμιση). Η υποκοριστική τους σημασία μπορεί να ερμηνευτεί είτε θετικά είτε αρνητικά ανάλογα με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό και γενικότερα πραγματολογικούς λόγους (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1999: 70). Έχουν περιορισμένη παραγωγικότητα: ασπρουλός, μαυρουλός, ξανθουλός ενώ φαίνονται μη αποδεκτοί οι σχηματισμοί με βάση επίθετα [+λόγια] ετυμολογικά και χρηστικά, π.χ. *κυανουλός. Ειδικά το επίθημα -αλός, -αλή, - αλό απαντά μόνο στο επίθετο ροδαλός. Το επίθημα αυτό μετριάζει σημασιολογικά το χρώμα που δηλώνει η βάση προσθέτοντας και τη σημασία της γλυκιάς απόχρωσης ή της συμπάθειας προς το ΑΑ του ουσιαστικού που προσδιορίζεται από το επίθετο που είναι παράγωγο με το - ούτσικος. Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που συναντάμε στους σχηματισμούς αυτούς ως βάση πέρα από τα επίθετα κόκκινος (κοκκινούτσικος), κίτρινος (κιτρινούτσικος), άσπρος (ασπρούτσικος) και τα επίθετα που αναφέρονται αποκλειστικά σε [+έμψυχα] π.χ. ξανθός (ξανθούτσικος), μελαχρινός (μελαχρινούτσικος) (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Το επίθημα αυτό προσθέτει στο χρώμα που δηλώνει η βάση τη σημασία της τρυφερής/νεαρής ηλικίας του [+έμψυχου] ΑΑ του ουσιαστικού που προσδιορίζεται από το παράγωγο επίθετο ή του [+έμψυχου] ΑΑ του ουσιαστικοποιημένου παράγωγου επιθέτου, καθώς και τη σημασία της συμπάθειας προς αυτό, π.χ. ξανθούλης, μελαχρινούλης, καφετούλης, ασπρούλης και γκριζούλης (τα τρία τελευταία αποτελούν και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται για τα τρία γουρουνάκια του παραμυθιού). 72

90 3. Μειωτικά -ούλικος, -ούλικια, -ούλικο -(ι)άρη(ς), -(ι)άρ(α), -(ι)άρ(ικο) -ιάρικος, -ιάρικη/ ιάρικια, -ιάρικο Αυτό το υποκοριστικό επίθημα σχηματίζει παράγωγα σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα: πράσινος πρασινούλης πρασινούλικος, δηλαδή η βάση του είναι ένα ήδη υποκοριστικό επίθετο. Σημασιολογικά είτε ισοδυναμεί με το επίθημα -ούλης είτε διαφοροποιείται ως προς το νεαρό της ηλικίας του ΑΑ. Άλλα παραδείγματα: ασπρούλικος, κοκκινούλικος, ξανθούλικος, μελαχρινούλικος. (Κακόσημο) 80 που έχει άτονο χρώμα, που έχει ξεβάψει. Τα μόνα επίθετα που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι τα: κιτρινιάρης, κιτρινιάρικος, (ξ)ασπρουλιάρης, (ξ)ασπρουλιάρικος και χλεμπονιάρης (ωχρός στην όψη). Προσδίδουν μόνιμη ιδιότητα στο ΑΑ του ουσιαστικού που προσδιορίζουν αντίθετα με τα κίτρινος/χλομός που είναι αδιάφορα ως προς το χαρακτηριστικό της μονιμότητας (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1987). Ειδικά για το κιτρινιάρης, σε αναφορά σε άτομο της λευκής φυλής υποδηλώνει απόκλιση από το υγιές χρώμα, αφού χαρακτηρίζει τον άρρωστο, μπορούμε να υποθέσουμε λοιπόν ότι το -(ι)άρ(ης) επιλέγει, σε σχέση με τη νόρμα, τη μειωτική πλευρά μιας ιδιότητας, στην προκειμένη περίπτωση του κίτρινου χρώματος (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1999: 70). Τέλος, η μη εμφάνιση τύπων όπως *κοκκινιάρης, *πρασινιάρης, *καφετιάρης, *ροδουλιάρα ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι τα ΑΑ των ΕΔΧ αυτών δεν έχουν αρνητικές συνυποδηλώσεις Προθηματική παραγωγή Τα κύρια παραγωγικά προθήματα για το σχηματισμό χρωματικών επιθέτων είναι 81 : ΠΊΝΑΚΑΣ 7: Παραγωγικά προθήματα Προθήματα Περιγραφή παραδείγματα το στερητικό α- χρησιμοποιείται με ρηματικά επίθετα για να δηλώσει την έλλειψη, τη στέρηση: αλεύκαντος, αμαύριστος, αμελάνιαστος, αχρωμάτιστος Όρος που χρησιμοποιεί ο Μπαμπινιώτης στα λεξικά του και αναφέρεται σε αυτόν που έχει αποκτήσει αρνητική σημασία. 81 Περισσότερα για την επίταση: Delveroudi & Vassilaki 1999, Γιαννουλοπούλου 2003, Ευθυμίου 2003, Γαβριηλίδου Τα ρηματικά επίθετα δεν αποτελούν αντικείμενο της έρευνάς μας. 73

91 το επιτατικό/εμφατικό ξ(ε)- χρησιμοποιείται μόνο με το επίθετο ασπρουλιάρης και δηλώνει τον μεγάλο βαθμό στον άξονα της φωτεινότητας, το ξεθωριασμένο: ξασπρουλιάρης η πρόθεση υπερ- χρησιμοποιείται με ουσιαστικά και επίθετα για να δηλώσει την μεγάλη ποσότητα ή την υπέρβαση ενός ορίου: υπέρλευκος, υπερκόκκινος 83 η πρόθεση υπο- χρησιμοποιείται για τη δήλωση της μικρής ποσότητας: υποκίτρινος, υποκύανος, υπόλευκος, υπόξανθος, υπόφαιος, υπόχρυσος η πρόθεση κατα- 84 χρησιμοποιείται για τη δήλωση της ποσότητας/ έντασης: κατακόκκινος έντονα κόκκινος, καταπράσινος, κατάλευκος το λεξικό πρόθημα θεο- 85 υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό, συχνά με αρνητική χροιά: θεοκόκκινος, θεοπράσινος, θεόλευκος το λεξικό πρόθημα παν- 86 υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό: πανκίτρινος, πανκόκκινος, πάλλευκος το λεξικό πρόθημα ψιλο- υπάρχει σε μικρό βαθμό ή κατά προσέγγιση (σχεδόν): ψιλοκόκκινος, ψιλοκίτρινος 83 Το υπεριώδης αποτελεί εξαίρεση, καθώς δεν δηλώνει χρώμα. 84 Το κατά- συνδυάζεται πολύ συχνά με χρωματικούς όρους, οι οποίοι επιτρέπουν συνήθως δύο αναγνώσεις, μία ποιοτική και μία ποσοτική (Kennedy & Mc Nally 2009, από Γαβριηλίδου 2013). Η ποιοτική ανάγνωση σχετίζεται με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χρώματος (απόχρωση, φωτεινότητα, κορεσμός), ενώ η ποσοτική με το πόσο μέρος από ένα αντικείμενο έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Όταν το κατά- συνδυάζεται με χρώματα, εκείνο που ουσιαστικά προσδιορίζει δεν είναι την ποσοτική διάσταση αλλά την ποιοτική. Πιο συγκεκριμένα, στο παράδειγμα Το λιβάδι ήταν καταπράσινο το κατά- υπολογίζει το κατά πόσο το επίθετο πράσινος πλησιάζει τον πρωτοτυπικό πυρήνα αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως πράσινο και όχι το πόσο μέρος από το λιβάδι είναι πράσινο. Μάλιστα δηλώνει ότι το πράσινο του λιβαδιού ταυτίζεται απόλυτα με το πρωτοτυπικό πράσινο. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε επομένως ότι η κλίμακα που χρησιμοποιεί το επίθετο πράσινος στη συγκεκριμένη ποιοτική ερμηνεία, αλλά και άλλοι χρωματικοί όροι που συνδυάζονται με το κατά-, διαθέτουν ένα ανώτατο όριο το οποίο αντιστοιχεί με την απόλυτη ταύτιση με τον πρωτοτυπικό πυρήνα του εκάστοτε χρώματος. Το ότι επίθετα που δηλώνουν χρωματικούς όρους στην ποιοτική τους ανάλυση προϋποθέτουν ένα ανώτατο όριο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μπορούν να συνδυαστούν με τροποποιητές που δηλώνουν ολότητα (Γαβριηλίδου 2013: 77). 85 Περισσότερα για το θεο-, βλ. Γιαννουλοπούλου 2003, Ευθυμίου 2003, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2008: 109) γράφει σχετικά με το εν λόγω επίθημα ότι «στην πλειονότητά τους τα επίθετα που χρησιμεύουν ως βάση αντιπροσωπεύουν μια ιδιότητα που βρίσκεται έξω από τη βιολογική νόρμα της ανθρώπινης φύσης», ενώ η Γαβριηλίδου (2013: 80) σημειώνει ότι το θεο- δείχνει συστηματική προτίμηση προς απόλυτα επίθετα με κατώτατο όριο (που εκφράζουν αρνητικές ιδιότητες). 86 Λειτουργεί ως τροποποιητής ολότητας δηλώνοντας ταύτιση με τον ανώτατο βαθμό μιας ιδιότητας (Γαβριηλίδου 2013: 87). 74

92 το λεξικό πρόθημα ημι- το λεξικό πρόθημα ολο- 87 χρησιμοποιείται για τη δήλωση της μικρής ποσότητας: ημίλευκος χρησιμοποιείται για τη δήλωση της μεγάλης ποσότητας, με θετική χροιά: ολόλευκος, ολοπράσινος αλλά *ολοχλωμος, *ολοσταχτύς. Συγκεκριμένα, στη φράση ολόλευκα λευκά: α) όταν αναφέρεται στην ιδιότητα [+χρώμα], σημαίνει ότι είναι πιο λευκά από τα κοινά λευκά, καθώς το λευκό είναι το χαρακτηριστικό χρώμα τους, και β) όταν αναφέρεται στην κατηγορία λευκά (είδη σπιτιού: σεντόνια, πετσέτες κτλ.), τότε έχει το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [-χρώμα]. Στην περίπτωση αυτή, κατά τις Delveroudi & Vassilaki (1999: 165) χάνει την περιγραφική του ουδετερότητα και δηλώνει μια αξιολόγηση του υποκειμένου που κρίνει ότι το περιγραφόμενο αντικείμενο διαθέτει αποκλειστικά μια καλή ιδιότητα, εν προκειμένω αυτή της καθαρότητας. Παρατηρούμε ότι η προθηματοποίηση δεν προκαλεί αλλαγή γραμματικής κατηγορίας της λέξης-βάση ενώ σε μερικές περιπτώσεις έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της θέσης του τόνου, ώστε να τηρηθεί ο κανόνας της τρισυλλαβίας Τροποποιητές διαβάθμισης Εκτός από τα επιτατικά προθήματα, μπορούν να λειτουργήσουν ως τροποποιητές διαβάθμισης τα εξής γλωσσικά στοιχεία: α) Η κλειστή κατηγορία των ποσοτικών επιρρημάτων που δηλώνουν το βαθμό ή την επίταση: πολύ, λίγο, αρκετά, υπερβολικά, εντελώς, τρελά, απίστευτα, τόσο κτλ. (τα ουσιαστικά δέχονται ποσοτικά επίθετα). Ενώ τα διαβαθμίσιμα επίθετα δηλώνουν σχέσεις ανάμεσα σε υποκείμενα και βαθμούς, οι τροποποιητές διαβάθμισης δηλώνουν συναρτήσεις ανάμεσα σε επιθετικές σημασίες και ιδιότητες των υποκειμένων (Γαβριηλίδου 2013: 98-99). Οι τροποποιητές αυτοί μπορούν να ιεραρχηθούν με τον ακόλουθο τρόπο: 87 Προσδιορίζει την ποσοτική διάσταση του χρώματος. Δηλώνει πόσο μέρος από ένα αντικείμενο έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Ένα ολοκόκκινο φόρεμα δεν είναι ένα φόρεμα που το χρώμα του ταυτίζεται με αυτό που πρωτοτυπικά θεωρούμε κόκκινο, αλλά ένα φόρεμα που είναι αποκλειστικά κόκκινου χρώματος. Μία τέτοια ανάγνωση προϋποθέτει εντελώς κλειστές κλίμακες: ένα αντικείμενο είτε είναι εξολοκλήρου κόκκινο είτε όχι. Η δυνατότητα συνδυασμού με τροποποιητές ολότητας αποδεικνύει κάτι τέτοιο: Το φόρεμα είναι εντελώς κόκκινο (Γαβριηλίδου 2013: 79). 75

93 ΠΊΝΑΚΑΣ 8: Τροποποιητές διαβάθμισης τροποποιητής λίγο αρκετά πολύ υπερβολικά, εντελώς, απίστευτα, τρελά, τρομερά κ.ά. κλίμακα έντασης αδύναμο μέσο δυνατό πολύ δυνατό β) Τα επιθήματα συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού: -ότερος/-ότατος. Βεβαίως, τα ΕΔΧ έχουν γενικά την ιδιαιτερότητα να μη σχηματίζουν μονολεκτικά 88 το συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Προτιμούν τους περιφραστικούς τύπους πιο+εδχ και ο πιο+εδχ. (22) ΣΥΓΚΡ.: πιο κόκκινος (?κοκκινότερος) ΥΠΕΡΘ.: ο πιο κόκκινος (από όλους) Η πρόταση της Χειλά-Μαρκοπούλου (1986: ) είναι ότι κριτήριο για το σχηματισμό των μονολεκτικών ή περιφραστικών συγκριτικών αποτελεί ο [+λόγιος] ή [- λόγιος] ως προς τη χρήση χαρακτήρας των επιθέτων. Έτσι, ένα [-λόγιο] επίθετο σχηματίζει περιφραστικά τα συγκριτικά του: πιο άσπρος, πιο ροζ, πιο μαύρος, ενώ ο μονολεκτικός τύπος δεν είναι αποδεκτός *ασπρότερος, *ροζότερος, *μαυρότερος. Αντίθετα, το [+λόγιο] ως προς τη χρήση επιθέτων σχηματίζει μονολεκτικά συγκριτικά: λευκότερος, μελανότερος, ενώ είναι αποδεκτά και τα περιφραστικά: πιο λευκός, πιο μελανός. Αναφορικά με τη δήλωση της διαβάθμισης των ουσιαστικών που δηλώνουν χρώμα, καθώς πρόκειται για ουσιαστικά, απορρίπτουν την παραγωγή των μονολεκτικών τύπων με τα επιθήματα -ότερος/-ότατος, όπως έχουμε αναφέρει ότι απορρίπτουν και τα γραμματικά μορφήματα που δηλώνουν συμφωνία γένους και αριθμού: (23) *ωκεανότερος, *ηλιανθότερος, *καραμελότερη 88 Η Χειλά-Μαρκοπούλου (1986: ) αναφέρει ότι το θέμα της εναλλαγής του μονολεκτικούπεριφραστικού συγκριτικού τύπου, πέρα από μια βασική συντακτική τοποθέτηση, καθορίζεται κυρίως από παράγοντες που έχουν σχέση με το λεξικό, είτε αναφέρονται στο περιεχόμενο είτε στη μορφή των επιμέρους επιθέτων, χωρίς να κάνει ειδική μνεία στα συγκριτικά των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα. 76

94 Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα να τροποποιηθούν από επιρρήματα που δηλώνουν βαθμό ή επίταση ή να σχηματίσουν περιφραστικά το συγκριτικό (σπανιότερα και τον υπερθετικό) βαθμό: (24) πολύ βανίλια, πολύ κίτρινο Van Gogh, πιο ώχρα Το γεγονός ότι τα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα απορρίπτουν το μονολεκτικό μορφολογικό σχηματισμό του βαθμού οφείλεται στο ότι η γραμματική κατηγορία στην οποία ανήκουν δεν είναι συμβατή με τα γραμματικά μορφήματα των επιθέτων. Από την άλλη, η δυνατότητα να διαβαθμιστούν συντακτικά δεν είναι ασύμβατη με την κατηγορία των ουσιαστικών (πρβλ. πολύ άντρας, όπου παραπέμπει στις ιδιότητες που αποδίδονται στερεοτυπικά στον άντρα). Πάντως, τα ουσιαστικά δεν συνηθίζουν να δέχονται τη διαβάθμιση για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η αναφορική τους ισχύς, καθώς εκφράζουν ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας του ουσιαστικού, το χρώμα, και όχι ένα σύνολο πληροφοριών που σχετίζονται με το αντικείμενο αναφοράς. Ο δεύτερος είναι ότι το ουσιαστικό αποτελείται από ένα σύνολο πιο πολύπλοκων εννοιών από αυτές που γενικά εκφράζουν τα επίθετα, με τρόπο που δεν είναι δυνατό να διαβαθμιστεί μία μόνο από αυτές (Fábregas 2002). Στο παράδειγμα ένα φόρεμα σάπιο μήλο, το ΟΔΧ δεν μας παρέχει πληροφορίες για το σχήμα ή τη γεύση του μήλου, παρά μόνο για το χρώμα. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις, σημασιολογικά πιθανόν να μην είναι δυνατή η περαιτέρω διαβάθμιση των βανίλια και κίτρινο Van Gogh λόγω του ότι πρόκειται για απόχρωση του λευκού και του κίτρινου αντίστοιχα και, όπως συμπεραίνει η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987: 396), τα ΕΔΧ σχηματίζουν συγκριτικά όταν πρόκειται να δηλωθούν χρωματικές διαβαθμίσεις. Και χρωματικές διαβαθμίσεις συνήθως δηλώνονται στους βασικούς χρωματικούς όρους (περισσότερα για τη διαβάθμιση βλ. κεφάλαιο 4). γ) Στερεότυπες παρομοιώσεις, 89 που δηλώνουν τη διαβάθμιση, την επίταση, όπως αποτυπώνεται στο παράδειγμα: (25) κόκκινος σαν ντομάτα/ λευκός σαν χιόνι 89 Με τον όρο στερεότυπες παρομοιώσεις εννοούμε τις παρομοιώσεις εκείνες που η χρήση τους είναι συχνή κυρίως στον προφορικό λόγο και λιγότερο στο γραπτό, και που έχουν ιδιωτισμική σημασία (Μπόλλα-Μαυρίδου 1996). 77

95 δ) Διπλασιασμός του επιθέτου ή επιτονισμός: (26) α. είναι κίτρινο κίτρινο β. είναι κόκκινο! ε) Εκφράσεις του τύπου από τα πιο, από τα πλέον κτλ.: (27) είναι από τις πιο γαλάζιες θάλασσες που έχω δει στ) Τέλος, ο G. Gross (1986) μελέτησε μια κατηγορία ΕΔΧ που αντιστοιχεί σε αυτό που στην παραδοσιακή γραμματική ονομάζεται απόλυτος υπερθετικός βαθμός, όπως φαίνεται στο παράδειγμα: (28) α. Η Ελένη βρίσκεται σε μαύρη στενοχώρια Τα επίθετα αυτά παραφράζονται με τη φράση πάρα πολύ + Ε (π.χ. μεγάλος/η/ο): (28) β. Η Ελένη βρίσκεται σε πάρα πολύ μεγάλη στενοχώρια Αυτή η κατηγορία των επιθέτων είναι πολύ περιορισμένη αριθμητικά. Στο corpus μας συναντάμε τους ακόλουθους όρους: κόκκινος (θυμός, ντροπή, π.χ. έγινε κόκκινος από την ντροπή = ντράπηκε πολύ) μαύρος (καημός, δάκρυ, στενοχώρια, μιζέρια, μαυρίλα, χάλι, μεσάνυχτα, πίστα, φίδι ) μπλε μαρέν (ξύλο: τον έκανε μπλε μαρέν στο ξύλο = τον έδειρε πολύ) πράσινος (ζήλια, κακία π.χ. έγινε πράσινος από τη ζήλια του = ζήλεψε πολύ) χιονάτος (δέρμα = πολύ λευκό, πρβλ. τη Χιονάτη του παραμυθιού) χρυσός (παιδί/ άνθρωπος = πολύ καλό(ς), χέρια = πολύ ικανά) Τα επίθετα αυτά, κατά τον G. Gross (ό.π.) δεν σχηματίζουν σύνθετο ουσιαστικό με το ουσιαστικό που προσδιορίζουν. Η διαφορά τους με τα πολυλεκτικά σύνθετα ουσιαστικά έγκειται στο ότι τα τελευταία δεν έχουν επιτατική ερμηνεία, π.χ. μαύρο χιούμορ. Τελικά, ο ίδιος ερευνητής υποστηρίζει ότι οι εκφράσεις αυτές είναι κατηγορηματικά επίθετα που συνδυάζονται με κάποιο επιβοηθητικό ρήμα (έχω, βρίσκομαι, κάνω, γίνομαι). 2.7 Κατασκευή λέξεων: Σύνθεση Εισαγωγή Σύνθεση είναι η διαδικασία κατά την οποία με τη χρήση δύο (ή περισσότερων) ελευθερώσιμων ή ελεύθερων λεξικών μορφημάτων (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996: 97) 78

96 σχηματίζεται μια νέα λεξική μονάδα. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν τα μονολεκτικά σύνθετα, π.χ. κιτριν-ο-πράσινος ενώ στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν τα πολυλεκτικά σύνθετα, π.χ. σάπιο μήλο. Στην παρούσα έρευνα εστιάζουμε στις σύνθετες λεξικές μονάδες που αποτελούνται από τουλάχιστον ένα συστατικό στοιχείο της ΝΕ Μονολεκτικά σύνθετα Στην ελληνόγλωσση παραδοσιακή βιβλιογραφία η σύνθετη λέξη αντιστοιχεί σε μια μονολεκτική λεξική μονάδα (Τριανταφυλλίδης 2002 (1941): , Τσοπανάκης 1998: , κ.α.). Οι σύνθετοι χρωματικοί όροι, ανάλογα με τη συντακτική σχέση των δύο συνθετικών, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στα παρατακτικά σύνθετα (γαλανόλευκο, κιτρινοπράσινο) και στα εξαρτημένα σύνθετα (σκουροπράσινος, βαθυκόκκινος, ανοιχτόχρωμος). Η σημασία ενός παρατακτικού συνθέτου ισούται είτε με το άθροισμα των σημασιών των συνθετικών, είτε με μια έννοια όπου σημαντικό ρόλο παίζει η σημασία των συνθετικών (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996: 101). Ωστόσο, η απόδοση σημασίας είναι δευτερογενής και οφείλεται αρκετές φορές σε πραγματολογικά δεδομένα. Έτσι, το γεγονός π.χ. ότι το επίθετο γαλανόλευκος ερμηνεύεται ως αθροιστικό και όχι ως «ενδιάμεσο» (δηλ. ένα θαλασσί χρώμα μεταξύ μπλε και άσπρου, όπως θα χαρακτηρίζαμε το γαλαζοπράσινο, που ερμηνεύεται ως ένα χρώμα μεταξύ γαλάζιου και πράσινου) οφείλεται στη συνειρμική του σύνδεση με την ελληνική σημαία και όχι σε κάποιες εγγενείς ιδιότητες του συνθέτου ή των συστατικών του. Η προβλεπτή σημασία του συγκεκριμένου επιθέτου (αποτέλεσμα της συζευκτικότητας) είναι γαλανό+άσπρο. Η σημασία ελληνική σημαία είναι αποτέλεσμα απρόβλεπτων πραγματολογικών λόγων και ανήκει στο μη προβλεπτό κομμάτι της σημασίας (βλ. και Corbin 1987). Στην ουσία, δηλαδή, εκτός από τον καθαρά σημασιολογικό παράγοντα, για την ερμηνεία των παρατακτικών συνθέτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και πραγματολογικά κριτήρια (Μανωλέσσου & Τσολακίδης 2009: 960). Από αυτή την άποψη, καλύτερα θα ήταν να θεωρηθούν και τα «ενδιάμεσα» σύνθετα μια υποκατηγορία των παρατακτικών συνθέτων, εφόσον η ερμηνεία τους έπεται του σχηματισμού τους. Γενικότερα, όπως παρατηρεί ο Søgaard (2005), ο χαρακτηρισμός ενός συνθέτου ως παρατακτικού εκτός πλαισίου είναι επισφαλής, διότι το ίδιο σύνθετο μπορεί, ανάλογα με τα συμφραζόμενα να θεωρηθεί είτε παρατακτικό είτε προσδιοριστικό είτε ενδιάμεσο κτλ. 79

97 Πιο αναλυτικά, τα μονολεκτικά παρατακτικά σύνθετα αποτελούνται από δύο επίθετα και ακολουθούν το σχήμα Ε-(ο)-Ε. Όπως φαίνεται από το σχήμα, το σημείο σύνδεσης του α και του β συνθετικού εμφανίζεται συνήθως το φωνήεν -ο- ανεξάρτητα από τη γραμματική κατηγορία του α συνθετικού, π.χ.: (29) πορτοκαλί + κόκκινο πορτοκαλοκόκκινο Η σημασιολογική σχέση μεταξύ των δύο συνθετικών είναι παρατακτική, εφόσον μπορούν να συνδεθούν με τον σύνδεσμο και: (30) γκριζοπράσινο (γκρίζο και πράσινο) ασπρόμαυρο (άσπρο και μαύρο) Ως προς τους παρατακτικούς σχηματισμούς, θεωρούμε ότι και τα δύο μέλη ανήκουν στην ίδια κατηγορία και δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίσουμε ένα από αυτά ως μη πυρηνικό. Και τα δύο στοιχεία ορίζουν την αξία του συνθέτου και, συνεπώς, πρέπει να είναι σημασιολογικά συγκλίνοντα το ένα με το άλλο. Σημασιολογικά, όπως αναφέραμε παραπάνω, υπάρχουν δύο τύποι παρατακτικών συνθέτων με βάση το χρώμα: Α) δηλώνεται ένας ενδιάμεσος τόνος από τα δύο χρώματα, Β) και τα δύο χρώματα υπάρχουν στην επιφάνεια χωρίς να αναμειγνύονται μεταξύ τους. Στη νέα ελληνική η σειρά των όρων μιας φράσης με παράταξη καθορίζεται από σημασιοπραγματολογικούς λόγους, με άλλα λόγια η σειρά (συνήθως) δεν είναι τυχαία. Έτσι, προηγείται το συνθετικό που παραπέμπει εξωγλωσσικά σε εκείνο που είναι πιο θετικό (ασπρόμαυρος), πρώτο σε μια σειρά (γαλανόλευκη) κ.ο.κ. Ωστόσο, δεν είναι σπάνια η εμφάνιση συνθέτων με αδιάφορη τη σειρά των όρων: π.χ. κοκκινόξανθος / ξανθοκόκκινος, κιτρινοπράσινος / πρασινοκίτρινος 90. Φωνολογικοί λόγοι, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των συλλαβών, μπορούν επίσης να καθορίσουν την προτίμηση των φυσικών ομιλητών της γλώσσας προς μια συγκεκριμένη σειρά. Υπάρχει μια τάση το μικρότερο σε συλλαβές συστατικό να προηγείται του μεγαλύτερου, π.χ. ροδοκόκκινος, γκριζογάλανος. Δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο και στα σύνθετα με μη προσαρμοσμένα δάνεια, π.χ. πρασινομπλέ. Επίσης, το δεύτερο συνθετικό συνήθως είναι προτιμότερο να τονίζεται στην προπαραλήγουσα. 91 Έτσι, προτιμάται ο 90 Τα σύνθετα αυτά απαντούν και ως προσδιοριστικά. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει διαφοροποίηση στη σημασία. Π.χ. κιτρινοπράσινος: πράσινος που κλίνει προς το κίτρινο vs. πρασινοκίτρινος: κίτρινος που κλίνει προς το πράσινο. Πρβλ. και τους συνδυασμούς του καθρέφτη (παράγραφος β). 91 Για τον τονισμό των συνθέτων η Ρεβυθιάδου (2014: 97, και παραπομπές ενταύθα) αναφέρει ότι τα σύνθετα [ΘΕΜΑ ΘΕΜΑ] τονίζονται στην προπαραλήγουσα, εκτός κι αν φιλοξενείται στη δομή μια 80

98 τύπος γκριζοπράσινο από τον τύπο?πρασινογκρί(ζο). Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που αυτό δεν εφαρμόζεται. 92 Πρόκειται για τα επίθετα μπλε, μαύρο, λευκό: (31) πρασινομπλέ/ *μπλεπράσινο (αλλά: γαλαζοπράσινο) ασπρόμαυρο/?μαυρόασπρο κιτρινόμαυρο/?μαυροκίτρινο 93 γαλανόλευκο/ *λευκογάλανο Τέλος, ως προς τον αριθμό των τροποποιητών που λαμβάνουν τα παρατακτικά σύνθετα, αυτός είναι απεριόριστος, π.χ.: (32) λαμπερό κιτρινοπράσινο έντονο Εκτός από τα παρατακτικά σύνθετα, όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή της παραγράφου, υπάρχουν και τα σύνθετα που εμφανίζουν σχέσεις εξάρτησης μεταξύ των συνθετικών. Κατά τη Ράλλη (2007: 91-92) τα σύνθετα αυτά διακρίνονται σε ενδοκεντρικά και εξωκεντρικά σύνθετα. Τα σύνθετα των οποίων τα βασικά χαρακτηριστικά πηγάζουν από την κεφαλή, ονομάζονται ενδοκεντρικά, αφού το κεντρικό στοιχείο της δομής βρίσκεται μέσα στο σύνθετο, π.χ. κοκκινόχωμα, κοκκινόψαρο. Αυτά εμφανίζουν μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τη σημασία. Ωστόσο, είναι δυνατόν η κεφαλή να μην εντοπίζεται πάντα στο εσωτερικό του συνθέτου, να βρίσκεται δηλαδή εκτός της εσωτερικής του δομής. Πρόκειται για ελλειπτικά σύνθετα, που ονομάζονται εξωκεντρικά σύνθετα. Για παράδειγμα, η λέξη «κοκκινομάλλης» συντίθεται από τα θέματα κοκκιν- και μαλλ-. Η βασική όμως σημασία, δηλαδή «αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά», και το γένος δεν προέρχονται από τα δύο θέματα. Το ίδιο ισχύει και στο σύνθετο γαλαζοαίματος. Τα ενδοκεντρικά σύνθετα λέγονται και προσδιοριστικά όταν η σχέση μεταξύ των δύο συνθετικών είναι σχέση προσδιορισμού (βλ ), καθώς το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο, π.χ. ροδοκόκκινος, βαθυγάλαζος. Στα σύνθετα με σχέση εξάρτησης, το λέξημα που έχει το ρόλο της κεφαλής συνήθως τοποθετείται δεξιά, ενώ το λέξημα που αποτελεί το προσδιορίζον ή το όρισμα τοποθετείται αριστερά. εγγενώς τονισμένη παραγωγική κατάληξη, η οποία σε αυτή την περίπτωση, όντας κεφαλή, υπερισχύει τονικά. Αντίθετα, τα σύνθετα [ΘΕΜΑ [ΛΕΞΗ]] τονίζονται στη συλλαβή που φέρει τόνο το δεύτερο συστατικό τους. Αυτή η βασική διαφορά στον τονισμό αποτελεί το βασικό επιχείρημα για τη διαφορετική προσωδιακή δομή των δύο αυτών ειδών σύνθεσης. Βλ. επίσης Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996: Ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιον φωνολογικό κανόνα που μπλοκάρει με κάποιον τρόπο την εμφάνιση αυτών των συνδυασμών. 93 Κάποιες φορές χρησιμοποιείται με αναφορά στο πρόσωπο. 81

99 Τα εξωκεντρικά ονομάζονται και κτητικά όταν τα συνθετικά έχουν μεταξύ τους σχέση προσδιορίζοντος και προσδιοριζομένου, π.χ. ερυθρόδερμος, κυανόκρανος. Τα κτητικά σύνθετα περιγράφουν εκείνον που έχει κάτι σαν δικό του, σαν κτήμα του. Πολλά επίθετα αυτού του τύπου σχηματίζονται με βάση Ε+Ο: άσπρο + μαλλί = ασπρομάλλης - ασπρομάλλα - ασπρομάλλικο. Τα επίθετα αυτά συνήθως σχηματίζονται με δεύτερο συνθετικό ένα μέλος του σώματος και πρώτο συνθετικό ένα χρώμα που προσδιορίζει το μέλος του σώματος. Αυτά τα σύνθετα επίθετα χρησιμοποιούνται ως προσδιορισμοί του μετέχοντος που χαρακτηρίζεται από αυτή την ιδιότητα: (33) (λαιμός) κοκκινολαίμης, -λαίμα, -λαίμικο (μαλλιά) ξανθομάλλης, -μάλλα, -μάλλικο (μάτια) γαλανομάτης, -μάτα, -μάτικο, καστανομάτης, μαυρομάτης (τρίχωμα) κοκκινοτρίχης, -τρίχα, -τρίχικο (φρύδια) μαυροφρύδης, -φρύδα, -φρύδικο (χέρια) χρυσοχέρης, -χέρα, -χέρικο Επίσης, τα σύνθετα δί-χρωμος, τρί-χρωμος, τετρά-χρωμος, πολύ-χρωμος, ποικιλόχρωμος έχουν κτητική σημασία (π.χ. δίχρωμος = που έχει δύο χρώματα). Σύμφωνα με την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1996: 105), αν και υποστηρίζεται ότι το β συνθετικό προσδίδει γενικά στο σύνθετο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τη γραμματική κατηγορία, το γένος, την κλίση, π.χ. μύλος ανεμόμυλος, φύλλο τριαντάφυλλο, κόκκινος ροδοκόκκινος, η γραμματική κατηγορία και το γένος εξαρτώνται από σημασιοσυντακτικούς και ιστορικούς λόγους, π.χ. μάτι Ο γαλανομάτης Ε, φορώ Ρ ρασοφόρος Ε. Όσον αφορά την κλίση, υποστηρίζει ότι είναι συνάρτηση του κλιτικού προσφύματος και του γένους του συνθέτου (ό.π.). Τέλος, στο corpus συναντάμε τους όρους χρυσομαλαματένιος και μελανόμαυρος, που χαρακτηρίζονται ως συνωνυμικά σύνθετα (πρβλ. Μανωλέσου & Τσολακίδης 2009). Στην κατηγορία αυτή δεν είναι σαφές ποιος είναι ο πυρήνας του συνθέτου, καθώς τα συνθετικά διακρίνονται από σχέση συνωνυμίας. Η παραπάνω κατηγοριοποίηση των μονολεκτικών συνθέτων αφορά τα σύνθετα που αποτελούνται από δύο συνθετικά. Είναι σαφές ότι υπάρχει η δυνατότητα διεύρυνσης του αριθμού των συνθετικών και να σχηματιστούν πολυσύνθετες λεξικές μονάδες, π.χ. μπορντοροδοκόκκινο (βλ. παράγραφο 2.2.2). 82

100 2.7.3 Πολυλεκτικά σύνθετα Στη βιβλιογραφία που αφορά τα σύνθετα της νέας ελληνικής για πρώτη φορά η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: 147) κάνει λόγο για συνταγματικές μονάδες, δηλαδή για λεξικές ονοματικές φράσεις (μη μονολεκτικές λεξικές μονάδες) που λειτουργούν μέσα στην πρόταση ως μία μονάδα (συντακτικό κριτήριο), η σημασία τους δεν είναι το άθροισμα των σημασιών των στοιχείων από τα οποία αποτελούνται (σημασιολογικό κριτήριο) και η αντικατάσταση μιας λέξης ενός πολυλεκτικού συνθέτου δεν είναι δυνατή, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε νέο σύνθετο (λεξιλογικό επίπεδο). Οι μορφολογικοί αυτοί σχηματισμοί που θα μπορούσαν να ταυτιστούν σημασιολογικά με λέξεις επειδή αποτελούν αναφορικές νησίδες, με την έννοια ότι κανένα από τα συστατικά τους δεν έχει ανεξάρτητη αναφορά στο λόγο, χαρακτηρίζονται από την Ράλλη (1991) και τις Ralli & Stavrou (1995 & 1998) ως χαλαρά (πολυλεκτικά) σύνθετα 94. Παρατηρούν ότι οι εν λόγω σχηματισμοί εμφανίζουν χαρακτηριστικά συντακτικών δομών (ονοματικών φράσεων) καθώς αποτελούνται από δύο ανεξάρτητες λέξεις, φέρουν δύο τόνους και περιέχουν εσωτερική κλίση, αφού το πρώτο συστατικό τους είναι κλιτή λέξη. Ωστόσο, η εσωτερική συνοχή τους δεν επιτρέπει την παρεμβολή κάποιου άλλου στοιχείου ή τον περαιτέρω προσδιορισμό του ενός από τα δύο συστατικά, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στους συντακτικούς σχηματισμούς: (34) έντονο κόκκινο πολύ έντονο κόκκινο έντονο και σκληρό κόκκινο (35) σάπιο μήλο (χρώμα) * πολύ σάπιο μήλο * έντονο και σάπιο μήλο Σε πιο σύγχρονη χρήση υπάρχει ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός χαλαρών παραθετικών συνθέτων, μερικά από τα οποία ξεκίνησαν ως δάνειες μεταφράσεις από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Ξυδόπουλος (2008: 64 & 67) ονομάζει τις πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες πολυλεκτικά λεξήματα (multi-word lexemes) και θεωρεί πως πρέπει να καταχωρίζονται στα λεξικά ως ανεξάρτητα λήμματα. Στην κατηγορία των 94 Αναλυτική παρουσίαση των κριτηρίων που διαφοροποιούν τις λεξικές από τις ελεύθερες φράσεις βρίσκουμε στην Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: ). Βλ. και στην παρούσα μελέτη. 83

101 πολυλεκτικών λεξημάτων εντάσσει και τους ιδιωματισμούς (idioms). 95 Οι ιδιωματισμοί ή φραστικοί ιδιωματισμοί είναι γραμματικά πολύπλοκες εκφράσεις που έχουν τη μορφή φράσεων, τα συστατικά των οποίων δεν αποτελούν απαραίτητα και αυτόνομα σημασιακά συστατικά. Με άλλα λόγια, η σημασία ενός ιδιωματισμού δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στη σύνθεση των σημασιών των λέξεων που τον απαρτίζουν (βλ. και Cruse 2004: 72-73). Τέτοιοι ιδιωματισμοί στην ελληνική είναι οι: τα βάφω μαύρα, κάνω το άσπρο μαύρο, χτυπάω κόκκινο κτλ. (βλ. και παράγραφο 2.7.4: παγιωμένες εκφράσεις). Σύμφωνα με τους Jackson & Zé Amvela (2000: 65), οι ιδιωματισμοί μπορούν να θεωρηθούν είτε είδος σύμφρασης είτε πολυλεκτικό λέξημα. Ωστόσο, η συντακτική τους συμπεριφορά τείνει στο να θεωρηθούν πολυλεκτικά λεξήματα αφού, πέραν του ότι η σημασία τους δεν είναι συνθετική, δεν επιδέχονται κανενός τύπου συντακτικό μετασχηματισμό. Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: 134 και 1996: 103) με μορφολογικά κριτήρια κάνει λόγο για τρεις 96 βασικές κατηγορίες πολυλεκτικών ονοματικών συνθέτων: ι) όσα έχουν τη μορφή ΕΟ, π.χ. βαθύ κόκκινο, σάπιο μήλο ιι) όσα έχουν τη μορφή Ο(+οριστ. άρθρο)ο γεν, π.χ. κίτρινο Νεαπόλεως, κόκκινο του αίματος, μπλε του παγωνιού, χρυσό της Κίνας ιιι) όσα έχουν τη μορφή ΟΟ, π.χ. γκρι-ποντικί, μπλε-σιελ, μαύρο πίσα Εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες, όπως αναφέραμε στην παράγραφο 2.2, στο corpus μας απαντούν και οι ακόλουθες: ιν) σύνθετα με τη μορφή ΟΕ: κόκκινο χρυσό ν) σύνθετα με τη μορφή ΟΕΟ γεν : ερυθρό ικανοποιητικής έντασης νι) σύνθετα με τη μορφή ΟΕΟ γεν + με + ΕΟ: ερυθρό μεσαίου βάθους με κεραμιδί αποχρώσεις νιι) σύνθετα με τη μορφή Ο + με + Ο: κόκκινο με πορτοκαλί νιιι) σύνθετα με τη μορφή ΟΕ + με + ΕΟ: ροδί ανοιχτόχρωμο με πορτοκαλί νύξεις Ωστόσο, στην παρούσα εργασία γίνεται διάκριση των πολυλεκτικών συνθέτων και των παγιωμένων εκφράσεων (βλ. και παρ ). 96 Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλες κατηγορίες, για τις οποίες αναφέρει ότι από την εξαντλητική συλλογή τους και την ταξινόμησή τους ανάλογα με τη συχνότητα και την κατανομή τους στα διάφορα λεξιλόγια και χρηστικά επίπεδα, θα έβγαιναν χρήσιμα συμπεράσματα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986: 147). 84

102 Παρατηρούμε ότι τα πολυλεκτικά σύνθετα χαρακτηρίζονται από μορφολογική και φωνολογική αυτονομία, όχι όμως και από συντακτική, πράγμα που επιβάλλει να μην μπορούν να προσδιοριστούν ξεχωριστά τα μέρη από τα οποία αποτελούνται, παρά μόνο ως σύνολο 98, π.χ.: (36) σάπιο μήλο ανοιχτό σάπιο μήλο *σάπιο ανοιχτό μήλο Ακόμη και η αλλαγή της σειράς των ονομάτων δεν είναι συχνά επιτρεπτή για τα σύνθετα αυτά: (37) σάπιο μήλο *μήλο σάπιο Σε ορισμένα πολυλεκτικά σύνθετα του τύπου ΟΟ γεν, το δεύτερο ουσιαστικό μπορεί να προσδιορίζεται από οριστικό άρθρο (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986: ): (38) κόκκινο της φωτιάς Κατά παράλειψη του προσδιοριζόμενου ονόματος απαντούν σε γενική, με ή χωρίς άρθρο, ορισμένα ονόματα όταν βρίσκονται σε θέση κατηγορουμένου (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986: ): (39) αυτό είναι (λευκό) του πάγου Τέλος, μερικά φραστικά ονόματα του τύπου ΕΟ απαντούν μόνο στον πληθυντικό: (40) πράσινες λάκες *πράσινη λάκα (ως ειδικός όρος στη ζωγραφική) Η κατηγορία των πολυλεκτικών συνθέτων θα μας απασχολήσει στο κεφάλαιο της σύνταξης, της σημασιολογίας αλλά και σε αυτό της αυτόματης επεξεργασίας των ΟΔΧ, όπου αποτελεί το βασικό αντικείμενο έρευνας Παγιωμένες εκφράσεις Αναφορικά με το φαινόμενο της παγίωσης, οι Αναστασιάδη & Ευθυμίου (2006: 10) και η Γαβριηλίδου (2013: ) σχολιάζουν ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ένας κοινός όρος που να το περιγράφει. Στη βιβλιογραφία συναντάμε τους όρους λεξικές φράσεις, φρασεολογία, ιδιωματισμοί, ιδιωτισμοί, ιδιωτισμικές εκφράσεις, φρασεολογισμοί, 97 Στην παρούσα εργασία, ως πολυλεκτικό σύνθετο αναγνωρίζουμε οποιονδήποτε όρο στον εξωγλωσσικό κόσμο παραπέμπει σε μία συγκεκριμένη απόχρωση. Πρόκειται για σύνθετες κατονομασίες. 98 Βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: & 170). 85

103 παγιωμένες εκφράσεις, πολυλεκτικές μονάδες, λεξιλογικές συνάψεις 99, συμφράσεις, φρασήματα, στερεότυπες εκφράσεις. Σε αντίθεση με τα πολυλεκτικά σύνθετα, που σχηματίζονται με βάση εντοπισμένες δομές (βλ. παράγραφο 2.7.3), οι παγιωμένες εκφράσεις βρίσκονται στο σημείο διεπίδρασης μεταξύ της σύνταξης και του λεξιλογίου. Επιλέγουμε εδώ τον όρο παγιωμένες εκφράσεις ο οποίος, κατά τη Γαβριηλίδου (2013), προκρίνεται ανάμεσα στους άλλους, καθώς υπονοεί δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά των εκφράσεων αυτών: τον πολυλεκτικό τους χαρακτήρα (εκφράσεις) και την ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά τους (παγιωμένες). Οι παγιωμένες εκφράσεις μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τις ελεύθερες φράσεις, χωρίς να έχουν ωστόσο αθροιστική σημασία, ενώ αποτελούν πολυλεκτικά λεξήματα τα συστατικά των οποίων υπόκεινται σε συντακτικούς περιορισμούς (Γαβριηλίδου 2013). Για τον εντοπισμό των παγιωμένων εκφράσεων χρησιμοποιούμε τα ακόλουθα κριτήρια (Αναστασιάδη 1986, Gross 1996, Gavriilidou 1997, Αναστασιάδη & Ευθυμίου 2006, Γαβριηλίδου 2013): - Να υπάρχει συνδυασμός τουλάχιστον δύο γλωσσικών σημείων - Να υπάρχει μερική ή ολική αδιαφάνεια στη σημασία - Να υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί συντακτικής αυτονομίας των επιμέρους συστατικών των εκφράσεων και μερική ή ολική συντακτική παγίωση Επομένως, κάθε πολυλεκτική έκφραση που πληροί τα παραπάνω κριτήρια τη θεωρούμε παγιωμένη έκφραση. Όσο περισσότερα από τα παραπάνω κριτήρια πληροί μια έκφραση, τόσο πιο παγιωμένη είναι. Ο Gross (1988, 1996), οι Αναστασιάδη & Ευθυμίου (2006) και η Γαβριηλίδου (2013: 113) υποστηρίζουν ότι μία έκφραση θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα συνεχές του οποίου ο ένας πόλος καταλαμβάνεται από την ελεύθερη σύνταξη και ο άλλος από το λεξιλόγιο. Όσο πιο κοντά στον πόλο της ελεύθερης σύνταξης βρίσκεται η έκφραση, τόσο λιγότερα από τα παραπάνω κριτήρια πληρούνται και τόσο λιγότερο παγιωμένη είναι. Αντίθετα, όσο περισσότερο πλησιάζει προς το λεξιλόγιο (λεξικοποίηση), τόσο περισσότερα κριτήρια πληρούνται και τόσο περισσότερο παγιωμένη είναι. Για την ταξινόμηση των εκφράσεων αυτών, η Γαβριηλίδου (2013) επιλέγει το μοντέλο του Mel čuk (1998), όπως προτείνεται στη θεωρία της Σημασίας-Κειμένου. Στη θεωρία 99 Για τη διάκριση των λεξιλογικών συνάψεων (lexical collocations) από τις στερεότυπες φράσεις (idioms), βλ. Θώμου

104 αυτή, οι παγιωμένες εκφράσεις ονομάζονται φρασήματα και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα πραγματήματα και τα σημασιολογικά φρασήματα. Τα σημασιολογικά φρασήματα, που ενδιαφέρουν την έρευνά μας, διαφέρουν από τις ελεύθερες φράσεις ως προς ότι το νόημά τους δεν προκύπτει από το άθροισμα των συστατικών της φράσης και διακρίνονται σε τρείς περαιτέρω κατηγορίες (πρβλ. και Θώμου 2006: 50-83): Α) τα ημιδεσμευμένα φρασήματα (semi-phrasemes) ή λεξιλογικές συνάψεις (collocations): ο ομιλητής επιλέγει ελεύθερα το σημαινόμενο Α, το οποίο επιβάλλει περιορισμούς στο Β και συνεισφέρουν και τα δύο σε μία διαφορετική από την αρχική σημασία (Γ). Α+Β=ΑΓ, π.χ. κιτρινίζω από το φόβο μου (φοβάμαι) Β) τα σχεδόν δεσμευμένα φρασήματα (quasi-phrasemes) ή ημι-ιδιωτισμοί (quasi-idioms): το σημαινόμενο των εκφράσεων εμπερικλείει τα σημαινόμενα των δύο συστατικών (Α και Β) από τα οποία αποτελούνται, περιλαμβάνει, ωστόσο, και ένα επιπλέον απροσδόκητο φαινόμενο (Γ). A+Β= ΑΒΓ, π.χ. δίνω κόκκινη κάρτα (Γ = τιμωρία, αποκλεισμός) Γ) Τα πλήρως δεσμευμένα φρασήματα ή ιδιωτισμοί (idioms): το σημαινόμενο των εκφράσεων (Γ) δεν προκύπτει από το άθροισμα των σημαινομένων των επιμέρους συστατικών (Α, Β). Α+Β=Γ, π.χ. χύνω μαύρο δάκρυ (Γ = στενοχωριέμαι πολύ) Κριτήρια διαπίστωσης της λεξικοποίησης των σύνθετων λέξεων Καταρχήν, στη σύνθεση όλα τα στοιχεία που παίρνουν μέρος στο σχηματισμό ενός σύνθετου ονόματος είναι αυτόνομες λεξικές μονάδες. Έτσι, τα στοιχεία του κοκκινολαίμης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ξεχωριστά σε μια φράση, το ένα ως επίθετο και το άλλο ως ουσιαστικό. Ιδανικά, λοιπόν, τα στοιχεία που συνθέτουν ένα σύνθετο όνομα αποτελούν τα ίδια λέξεις της γλώσσας, καθώς διαθέτουν τη συντακτική αυτονομία τους και ανήκουν σε μια συγκεκριμένη γραμματική κατηγορία. Υπάρχουν διάφορα κριτήρια που μας επιτρέπουν να διασαφηνίσουμε το φαινόμενο της λεξικοποίησης των σύνθετων λέξεων: Α. Μορφολογικά κριτήρια Δεν είναι πάντα εύκολο να κρίνουμε αν μια ακολουθία λεξικών μονάδων συνιστά ένα σύνθετο όνομα ή αποτελεί ελεύθερο συνδυασμό μονάδων στον λόγο. Η εξωτερική 87

105 μορφή των σύνθετων λέξεων δεν επαρκεί πάντα για την αναγνώρισή τους. Συναντάμε συνήθως τρεις περιπτώσεις: i) Τα δύο συστατικά ενώνονται σχηματίζοντας μία λεξική μονάδα: κοκκινομάλλης ii) Τα στοιχεία (συνήθως) ενώνονται με παύλα: μαύρο-μπλε iii) Τα στοιχεία χωρίζονται με ένα κενό διάστημα (πολυλεκτικά σύνθετα): σάπιο μήλο Από μορφολογικής σκοπιάς, ένα σύνθετο όνομα είναι ένα όνομα που περιλαμβάνει περισσότερα λεξικά μορφήματα. Έτσι, μπορούμε να συναντήσουμε διάφορους τύπους, όπως: - Περισσότερα από ένα ουσιαστικά (με ή χωρίς οριστικό άρθρο): κίτρινο Van Gogh, μαύρο-μπλε, κόκκινο της Σαντορίνης - Ένα ουσιαστικό (ή περισσότερα) και ένα επίθετο (ή περισσότερα): σάπιο μήλο - Περισσότερα από ένα επίθετα: ανοιχτό πράσινο σμαραγδί - Ένα ή περισσότερα ουσιαστικά, ένα ή περισσότερα επίθετα και μια γενική: έντονο κόκκινο της φωτιάς - Ένα ή περισσότερα ουσιαστικά, ένα ή περισσότερα επίθετα και μια εμπρόθετη ΟΦ: βαθύ ερυθρό με ιώδεις ανταύγειες B. Συντακτικά κριτήρια Το ουσιαστικό παρουσιάζει πολύ συχνά παγίωση. Τα σύνθετα ουσιαστικά έχουν την ίδια συντακτική κατανομή με τα απλά ουσιαστικά. Απαιτούν λοιπόν μια ανάλυση δύο επιπέδων: - Εξωτερική ανάλυση: μέσα στη φράση λειτουργούν ως ονοματικά σύνολα: (41) Του δόθηκε κόκκινη κάρτα για την αντιαθλητική του συμπεριφορά - Εσωτερική ανάλυση: αν αναλύσουμε τα πολυλεκτικά σύνθετα με βάση την εσωτερική τους δομή, παρατηρούμε ότι δεν λειτουργούν ελεύθερα, όπως τα κοινά ονοματικά σύνολα (βλ. κεφ. 3): (42) Έδωσε μια κόκκινη κάρτα στον παίχτη *Έδωσε μια κάρτα κόκκινη στον παίχτη (43) Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα Φορούσε ένα φόρεμα κόκκινο Διαπιστώνουμε ότι τα συστατικά στοιχεία μιας λεξικοποιημένης ακολουθίας είναι πιο αλληλέγγυα από τα στοιχεία μιας ελεύθερης ακολουθίας. Οι ελεύθερες δομές έχουν 88

106 μετασχηματιστικές ιδιότητες που εξαρτώνται από την εσωτερική τους οργάνωση. Ένα σύνθετο ονοματικό σύνολο ενός επιθέτου και ενός ουσιαστικού μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διάφορων μετασχηματισμών, όπως: η ονοματοποίηση, ο συνδυασμός με επιτατικά επιρρήματα, η κατηγόρηση (Gross 1996 : 13). (44) ένα δύσκολο βιβλίο η δυσκολία ενός βιβλίου ένα βιβλίο εξαιρετικά δύσκολο αυτό το βιβλίο είναι δύσκολο Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι αδύνατο να γίνουν με πολυλεκτικά σύνθετα όπως χρυσός οδηγός, όπου είναι σαφής η σημασιολογική αδιαφάνεια, επομένως πρόκειται για πολυλεκτικά σύνθετα: (45) ένας χρυσός οδηγός *το χρυσό ενός οδηγού *ένας οδηγός εξαιρετικά χρυσός *αυτός ο οδηγός είναι χρυσός Βέβαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, η γλωσσική παγίωση δεν αποκλείει την έκφραση της επίτασης. Υπάρχουν παγιωμένες εκφράσεις που λειτουργούν ως τροποποιητές διαβάθμισης που γίνονται το όχημα έκφρασης μεγάλου βαθμού, όπως φαίνεται στα παραδείγματα (47) και (48): (46) Άσπρος σαν το χιόνι (47) Χύνω μαύρο δάκρυ Η έκφραση σαν το χιόνι επιτείνει τη λευκότητα, ενώ η έκφραση μαύρο δάκρυ επιτείνει τη λύπη (βλ. και παράγραφο 2.6.5). Στις ελεύθερες ακολουθίες είναι δυνατή η εισαγωγή στοιχείων (επίθετα, επιτατικά επιρρήματα, κτλ.). Αντίθετα, στα πολυλεκτικά σύνθετα η εισαγωγή νέων στοιχείων είναι πολύ περιορισμένη. (48) *ένας πολύ χρυσός οδηγός Επίσης, εφόσον έχει ολοκληρωθεί η παγίωση, κανένα συστατικό του πολυλεκτικού συνθέτου δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο στον παραδειγματικό άξονα. (49) μαύρη λίστα *γκρι λίστα *μαύρος κατάλογος Παρατηρούμε λοιπόν ότι στα πολυλεκτικά σύνθετα δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση μιας συστατικής λέξης με ένα συνώνυμό της. 89

107 Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι μια ακολουθία όπως κόκκινο κρασί δεν θεωρείται απόλυτα παγιωμένη, καθώς δημιουργείται παραδειγματικός άξονας σε περιορισμένο βαθμό όπως λευκό/άσπρο, ροζέ και ενίοτε μαύρο. Το ίδιο ισχύει και για τις ακολουθίες άσπρα/μαύρα σταφύλια, κόκκινη/πράσινη πιπεριά, ξανθιά/μαύρη μπίρα κτλ. Επιπλέον, αυτά τα επίθετα δεν έχουν την πρωτοτυπική σημασία των χρωμάτων στα οποία αναφέρονται: το λευκό/άσπρο κρασί έχει κίτρινο χρώμα και το μαύρο είναι κόκκινο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολυλεκτικά σύνθετα μαύρη σοκολάτα (στην πραγματικότητα έχει σκούρο καφέ χρώμα και δηλώνει έλλειψη γάλακτος σε αντιδιαστολή με τη σοκολάτα γάλακτος), λευκή σοκολάτα (στην πραγματικότητα έχει μπεζ χρώμα). 100 Τέλος, στην ιδιαίτερη περίπτωση των υποτακτικών 101 σχηματισμών από δύο ονόματα εκ των οποίων το πρώτο στοιχείο, που εκφράζει το βασικό χρώμα, τροποποιείται από το δεύτερο όρο, που δηλώνει την ειδική απόχρωση του βασικού χρώματος, ο αναλυτής έρχεται μπροστά στο ερώτημα αν πρόκειται για υποτακτικά σύνθετα ή για σύνθετα που συνδέονται με σχέση παράθεσης. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι πρόκειται για χαλαρά πολυλεκτικά σύνθετα που συνδέονται με σχέση παράθεσης, καθώς παρατηρούμε ότι υπάρχει η πιθανότητα ανάμεσα στα δύο να μεσολαβήσουν και άλλα στοιχεία (πράσινο ανοιχτό της ελιάς). Γ. Σημασιολογικά κριτήρια Ο παραδοσιακός περιορισμός των σύνθετων ονομάτων θέτει δύο αντιτιθέμενα προβλήματα. Καταρχάς, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ένα σύνθετο ουσιαστικό και ένα απλό σύνολο λέξεων, γνωρίζοντας ότι τα αυτόνομα στοιχεία με το που ενώνονται σε ένα σύνθετο ουσιαστικό σχηματίζουν μια μονάδα με νέο σημασιολογικό περιεχόμενο: μια κόκκινη κάρτα δεν είναι κυριολεκτικά «μια κάρτα που είναι κόκκινη» αλλά «μια κάρτα που δίνει ο διαιτητής ως τιμωρία σε κάποιον 100 Βλ. ταξινομικά επίθετα, κεφ Αναφορικά με τη λειτουργική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα δύο συνθετικά μέρη του συνθέτου, διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες συνθέτων (βλ. παράγραφο 2.7.2): αυτά στα οποία εμφανίζεται σχέση εξάρτησης και αυτά στα οποία υπάρχει σχέση παράταξης. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει δύο κυρίως κατηγορίες συνθέτων, τα υποτακτικά και τα σύνθετα στα οποία το εξαρτώμενο μέλος αποδίδει μια ιδιότητα στο βασικό. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου τα δύο μέλη του συνθέτου παρατίθενται το ένα δίπλα στο άλλο. Η ιδιαίτερη σχέση τους μπορεί να είναι πρόσθεσης ή παράθεσης (Ράλλη 2007: 79-80). 90

108 ποδοσφαιριστή που έκανε παράβαση του κανονισμού, και συνοδεύεται από αποβολή του από τον αγώνα» 102. Επιπλέον, μια άλλη λεξικολογική ένδειξη αυτού του φαινομένου είναι η αντικατάσταση: τα πολυλεκτικά σύνθετα ουσιαστικά αποτελούν περίφραση που μπορεί συχνά να αντικατασταθεί από απλή λέξη. (50) ο κόκκινος πλανήτης = ο Άρης Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι τα σύνθετα ονόματα δεν έχουν συνθετική σημασία. Το νόημα δεν είναι διαφανές αντίθετα, υπάρχει σημασιολογική αδιαφάνεια. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις αμφισημίας: μια δεδομένη ακολουθία μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση, είτε ως σύνθετο είτε ως ελεύθερη ακολουθία, π.χ. σε κάποια περιβάλλοντα η κόκκινη κάρτα μπορεί πράγματι να είναι μια κάρτα που έχει κόκκινο χρώμα. Το χρώμα μπορεί να αναπαραστήσει αντικειμενικά το αντικείμενο, αλλά επηρεάζεται και από ένα σύστημα συμβόλων και κοινωνικών συμβάσεων. Έτσι, το πράσινο φανάρι δηλώνει τη σχετική οδική σηματοδότηση αλλά αυτό το χρώμα πάνω από όλα συνυποδηλώνει την άδεια. Το ίδιο συμβαίνει και για την ακολουθία: κόκκινο πανί = πανί σε κόκκινο χρώμα, που συνυποδηλώνει αιτία θυμού Ιδιαιτερότητες στη σύνθεση των ΟΔΧ Τα ΟΔΧ έχουν τη δυνατότητα να παραγάγουν πληθώρα χρωματικών συνδυασμών. Οι συνδυασμοί που ενδιαφέρουν την παρούσα έρευνα είναι οι ακόλουθοι: α) ΟΔΧ με κλασικούς τροποποιητές β) Προσεγγιστικά ΕΔΧ με ΟΔΧ γ) Σημασιολογικά πρωτογενή ΟΔΧ σε συνδυασμό με το μαύρο ή το άσπρο δ) Αποδεκτοί ή μη αποδεκτοί συνδυασμοί ΕΔΧ+Ο α. ΕΔΧ με κλασικούς τροποποιητές Ανάμεσα στους συνδυασμούς που έχουμε καταγράψει, πολλοί έχουν ως πυρήνα ένα ΟΔΧ. Έχουμε, για παράδειγμα, τον επιθετικό συνδυασμό πράσινο σμαραγδί ανοιχτό και τον ονοματικό συνδυασμό ένα πράσινο σμαραγδί ανοιχτό. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επιπλέον: 102 Προσαρμογή από το ΛΚΝ. 91

109 - τα σύνθετα ΕΔΧ με ΕΔΧ τροπ : σκούρο γκρι ποντικί, ανοιχτό κόκκινο Βουργουνδίας - οι αντιφατικοί συνδυασμοί, αναφορικά με το βαθμό φωτεινότητας: σκούρο κίτρινο, σκοτεινό άσπρο. Πρόκειται για ανοιχτό χρώμα που συνδέεται με ένα ΕΔΧ τροπ που δηλώνει ακριβώς το αντίθετο. Οι πιο παράδοξοι (ωστόσο υπαρκτοί) συνδυασμοί είναι αυτοί που συνδυάζουν το λευκό/άσπρο με το σκούρο/σκοτεινό ή το μαύρο με το ανοιχτό. - οι πλεοναστικοί συνδυασμοί: σκοτεινό μαύρο, ανοιχτό ροζ. Υπάρχουν συνδυασμοί που παρουσιάζουν έναν πλεονασμό, που, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, συνδέεται με το γεγονός ότι το μαύρο αποτελεί ένα από τη φύση του σκοτεινό χρώμα 103, ενώ το ροζ ένα ανοιχτό χρώμα, επομένως θεωρείται περιττή η αναφορά αυτής της πληροφορίας. Οι συνδυασμοί αυτοί υποδηλώνουν ότι υπάρχει ένα πρωτοτυπικό ροζ, ένα πρωτοτυπικό μαύρο κτλ., που εμφανίζουν ποικιλία ως προς τη φωτεινότητα β. Προσεγγιστικά ΕΔΧ με ΟΔΧ Όπως αναλύσαμε σε προηγούμενη παράγραφο, μπορούν να συνδυαστούν εύκολα με ΟΔΧ που εκφράζουν μια γειτονική τονικότητα στο χρωματικό φάσμα σε σχέση με το επίθετο-βάση. Είναι απολύτως αντιληπτό να μιλάμε για ένα κίτρινο που τείνει προς το πράσινο ή για ένα μοβ που τείνει προς το κόκκινο (θεωρείται «ένα είδος κόκκινου»). Παρά το ότι οι συνδυασμοί ενός ΕΔΧ με ένα προσεγγιστικό μοιάζουν να είναι αδύνατοι σε περιπτώσεις με απομακρυσμένες τονικότητες, καθώς δεν υπάρχει σχέση μεταξύ δύο χρωμάτων, αφού οι τονικότητές τους δεν είναι γειτονικές (δύσκολα φανταζόμαστε ένα πράσινο να τείνει προς το κόκκινο ή ένα μαύρο προς το κίτρινο), αυτά τα δύο χρώματα συνδέονται αρκετά συχνά σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, οι παίχτες των ομάδων του Άρη ή της ΑΕΚ ονομάζονται κιτρινόμαυροι. Στην περίπτωση αυτή ερμηνεύουμε το συνδυασμό θεωρώντας ότι δεν υπάρχει πραγματική ανάμειξη των δύο χρωμάτων («που τείνει προς») αλλά τοποθέτηση ενός χρώματος δίπλα ή πάνω στο άλλο (βλ. και παράγραφο 2.7.2). Έτσι, ο συνδυασμός είναι δυνατός χωρίς κανένα πρόβλημα: κιτρινόμαυρη φανέλα (φανέλα με κίτρινες και μαύρες ρίγες), κοκκινωπά μαύρα μαλλιά (μαύρα μαλλιά με κοκκινωπές ανταύγειες). Ακόμη, συναντάμε «συνδυασμούς του καθρέφτη», δηλαδή σε ένα συνδυασμό ΕΔΧ 1επίθ ΕΔΧ 2 καμιά φορά αντιστοιχεί ένα ΕΔΧ 2επίθ ΕΔΧ 1, π.χ. κιτρινωπό πράσινο / πρασινωπό 103 Ως προς τον παράγοντα της φωτεινότητας, το μαύρο είναι πάντα σκούρο και σκοτεινό χρώμα, διαφορετικά πρόκειται για γκρι. Οι αποχρώσεις του μαύρου δεν αφορούν τον άξονα της φωτεινότητας αλλά αυτόν της τονικότητας ή του κορεσμού. 92

110 κίτρινο. Το κυρίαρχο χρώμα (κιτρινωπό πράσινο) μετατρέπεται σε δευτερεύον χρώμα ενός άλλου συνδυασμού ή το δευτερεύον χρώμα ενός συνδυασμού γίνεται κυρίαρχο (πρασινωπό κίτρινο). Αυτό αποδεικνύει ότι, όταν συνδυάζουμε δύο χρώματα, ως κυρίαρχο χρώμα δεν θεωρείται απαραιτήτως ούτε το ένα ούτε το άλλο χρώμα (το κίτρινο τείνει προς το πράσινο, με τον ίδιο τρόπο που και το πράσινο τείνει προς το κίτρινο). Και στους συνδυασμούς των ΕΔΧ με προσεγγιστικά συναντάμε πλεοναστικούς συνδυασμούς, π.χ. έντονο πορφυρό κόκκινο μπορντό. Ωστόσο, οι συνδυασμοί αυτοί απαντούν συνήθως σε λογοτεχνικά κείμενα ή από ομιλητές που δυσκολεύονται να περιγράψουν ένα χρώμα (πρβλ. παράγραφο 2.2.2). Ένας ακόμη χώρος όπου εμφανίζονται συχνά οι πλεοναστικοί συνδυασμοί είναι ο χώρος του βιομηχανικού σχεδιασμού, για να περιγραφούν τα χρώματα των συσκευών των υπολογιστών ή των εξαρτημάτων τους αλλά και για τα χρώματα των αυτοκινήτων, π.χ. μεταλλικό γκρι του σιδήρου, γκρι αρζάν μεταλιζέ. Ο πλεονασμός οφείλεται στο γεγονός ότι το δεύτερο στοιχείο των σύνθετων ΕΔΧ είναι δανεισμένο από την περιοχή των μετάλλων και το προσεγγιστικό που χρησιμοποιείται στο συνδυασμό έχει ως λειτουργία να προσθέσει ένα εγγενές χαρακτηριστικό των μετάλλων και το οποίο έχει ήδη εκφραστεί από το δεύτερο συνθετικό του ΕΔΧ γ. Σημασιολογικά πρωτογενή ΕΔΧ σε συνδυασμό με το μαύρο ή το άσπρο/λευκό Η παράγραφος αυτή φορά το πώς συνδέει ένας ομιλητής τα σημασιολογικά πρωτογενή χρώματα με τα ΕΔΧ μαύρο και άσπρο/λευκό, με ποια σειρά δηλαδή τοποθετεί τα επίθετα αυτά (αν υπάρχει συστηματικότητα). Παρατηρούμε ότι για το συνδυασμό τους λαμβάνεται υπόψη το χαρακτηριστικό [±λόγιο], όπως φαίνεται στα παραδείγματα (51): (51) α. [-λόγιο -λόγιο] ασπρόμαυρος,?μαυρόασπρος β. [+λόγιο +λόγιο] ερυθρόλευκος, κυανόλευκος, *λευκέρυθρος, *λευκοκύανος Ειδικά για το ΕΔΧ ασπρόμαυρο, χρησιμοποιείται για να εκφράσει τα δύο αυτά χρώματα ενός αντικειμένου (ασπρόμαυρο φόρεμα) ή για να περιγράψει τον τύπο χρωματισμού που χρησιμοποιήθηκε σε έναν τομέα της φωτογραφίας ή του κινηματογράφου (ασπρόμαυρες φωτογραφίες, φωτογραφίες σε άσπρο μαύρο). Πρόκειται για παγιωμένες εκφράσεις που συνιστούν ένα ουσιαστικό που δηλώνει μια συγκεκριμένη τεχνική της φωτογραφίας. 93

111 Έπειτα από μελέτη του corpus μας και ενδελεχή αναζήτηση στο διαδίκτυο, διαπιστώθηκε ότι ένας ομιλητής της ελληνικής έχει την τάση να τοποθετεί τα επίθετα μαύρο και άσπρο/ λευκό σε δεύτερη θέση όταν τα συνδυάζει με κάποιο άλλο πρωτογενές χρωματικό επίθετο. Παρόλο που φαίνεται να υπάρχουν μορφοφωνολογικοί λόγοι (π.χ. αριθμός συλλαβών), η εξήγηση μοιάζει να βρίσκεται στη σημασιολογία ή στην οπτική των ομιλητών. Πράγματι, μοιάζει να χρησιμοποιείται πρώτο το χρώμα που θεωρείται πιο εξέχον/ πρόσφορο οπτικά. Επιπλέον, το μαύρο και τα άσπρο/ λευκό θεωρούνται ουδέτερα χρώματα. Ο ομιλητής, λοιπόν, τοποθετώντας πρώτα τα μη ουδέτερα χρώματα, τα συνδυάζει με το μαύρο και τα άσπρο/ λευκό και τα διαφοροποιεί δ. Αποδεκτοί ή μη αποδεκτοί συνδυασμοί ΕΔΧ+Ο Κατά τον Lyons (2001 [1968]: ) ένας παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα έχει σχέση με το πρόβλημα τού να αποφασίσει κανείς αν ένας συγκεκριμένος συνδυασμός λέξεων (δηλ. ένας συνδυασμός λεξημάτων ανάμεσα στα οποία υπάρχει γραμματική σχέση) είναι μη αποδεκτός εξαιτίας της σημασίας των συστατικών λεξημάτων και της γραμματικής δομής η οποία τα συνδέει ή για κάποιον άλλο λόγο. Για παράδειγμα, τα ξανθό(μαλλο) αγόρι και πυρρόχρωμο άλογο είναι κανονικοί συνδυασμοί λέξεων, ενώ το *ξανθό(μαλλο) άλογο και *πυρρόχρωμο αγόρι δεν είναι. Ακόμη κι αν τα μαλλιά ενός ατόμου είχαν ακριβώς το ίδιο κοκκινοκάστανο χρώμα όπως το τρίχωμα ενός πυρρόχρωμου αλόγου, σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσαμε το λέξημα «πυρρο-» περιγραφικά ούτε για κείνον ούτε για τα μαλλιά του. Αντίστροφα, αν οι τρίχες του κεφαλιού ενός αλόγου ή το τρίχωμά του ταίριαζαν ακριβώς με το χρώμα των μαλλιών ενός ξανθού ατόμου, θα ήμασταν κι εδώ απρόθυμοι να θέσουμε το επίθετο «ξανθό» ως κατηγορούμενο του αλόγου. Επομένως, η σημασία των λεξημάτων αυτών, που δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς ανεξάρτητη από το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζονται, θεωρούμε ότι πρέπει να επισημανθεί τόσο σε λεξικογραφικό όσο και σε διδακτικό επίπεδο. 2.7 Ανακεφαλαίωση Στο δεύτερο κεφάλαιο προσεγγίσαμε τους χρωματικούς όρους υπό το πρίσμα της μορφολογίας. Αρχικά, δόθηκε ο ορισμός των ΟΔΧ και παρουσιάστηκαν τα προβλήματα που εμφανίζουν οι εν λόγω όροι στο επίπεδο αυτό. Ακολούθησε η μορφολογική 94

112 κατηγοριοποίησή τους (απλά, παράγωγα, σύνθετα ΟΔΧ) και η κλιτική ταξινόμησή τους. Έπειτα, στις παραγράφους που αναφέρονται στην κατασκευή λέξεων, οριοθετήθηκε η παραγωγικότητά τους (αναλυτική περιγραφή των προθημάτων και επιθημάτων που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή των ΟΔΧ), παρουσιάστηκαν οι κανόνες σύνθεσής τους (μονολεκτικά - πολυλεκτικά σύνθετα) και, τέλος, ταξινομήθηκαν οι παγιωμένες εκφράσεις που περιλαμβάνουν ένα χρωματικό όρο. Στο κεφάλαιο αυτό διαπιστώσαμε ότι τα ΟΔΧ συμμετέχουν σε κάποιες ειδικές διαδικασίες κατασκευής λέξεων για ουσιαστικά και κάποιες άλλες που δέχονται μόνο επίθετα. Η εμπειρική αυτή διαπίστωση ενισχύει την αρχική υπόθεσή μας, σύμφωνα με την οποία τα ΟΔΧ μπορούν να πραγματωθούν άλλοτε ως επίθετα και άλλοτε ως ουσιαστικά. 95

113 Κεφάλαιο 3. Σύνταξη των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα 3.0 Εισαγωγή Το παρόν κεφάλαιο αφορά τη σύνταξη των ΟΔΧ. Αρχικά, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο των τάξεων αντικειμένων (classes d objets), που εξυπηρετεί τους στόχους της παρούσας έρευνας. Στη συνέχεια προβαίνουμε στην κατηγοριοποίηση των ΕΔΧ εμπνευσμένοι από διαφορετικές θεωρητικές προτάσεις (Valetopoulos 2001 Molinier 2001). Ακολουθεί περιγραφή άλλων ζητημάτων που αφορούν την ιδιαίτερη φύση των ΕΔΧ, όπως η ουσιαστικοποίηση, η συμφωνία γένους και αριθμού, η σειρά εμφάνισής τους στην πρόταση και η παρουσία ή απουσία διαβάθμισής τους τόσο στις ελεύθερες όσο και στις παγιωμένες εκφράσεις. 3.1 Θεωρητικό πλαίσιο Οι αρχές και το θεωρητικό εργαλείο που επιλέγουμε για την ανάλυσή μας είναι οι τάξεις αντικειμένων. Η επιλογή αυτή έγινε γιατί θεωρήσαμε ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο μοντέλο που λαμβάνει υπόψη τόσο την παραδειγματική όσο και τη συνταγματική διάσταση των λέξεων και στηρίζεται στις χρήσεις της γλώσσας, γεγονός που διευκολύνει τη λεπτομερή περιγραφή εξυπηρετώντας τους λεξικογραφικούς/ υπολογιστικούς και διδακτικούς στόχους όχι μόνο της παρούσας αλλά και των μελλοντικών εφαρμογών μας. Επιπλεόν, η θεωρία αυτή είναι σημαντική για την έρευνά μας γιατί, όπως αναφέρει η Γαβριηλίδου (2000), η ταξινόμηση του λεξιλογίου της ΝΕ σε τάξεις αντικειμένων μπορεί να διευκολύνει την έρευνα για την εύρεση του βασικού λεξιλογίου της γλώσσας μας ή για την κατάρτιση θεματικού λεξιλογίου. Ακόμη, η ομαδοποίηση των λέξεων, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα, μπορεί να βοηθήσει στον εστιασμό των λέξεων που είναι περισσότερο πυρηνικές, που φέρουν μεγαλύτερο λειτουργικό φορτίο από άλλες και είναι, κατά συνέπεια, πιο σημαντικές για τη γλώσσα σε σύγκριση με κάποιες άλλες. Πριν προχωρήσουμε στην κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ, θεωρούμε σκόπιμη την περιγραφή του θεωρητικού πλαισίου που επιλέχτηκε Βλ. και παράγραφο 4.9, όπου εξετάζονται οι τάξεις των αντικειμένων στο επίπεδο της σημασιολογίας. 96

114 Οι τάξεις αντικειμένων (Gross, G. 1994, Γαβριηλίδου 2001, 2002) αποτελούν σύνολα ουσιαστικών σημασιολογικά και συντακτικά ομοιογενή που προκύπτουν από τη συστηματική μελέτη των κατηγορημάτων και των ορισμάτων τους. Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο βασική μονάδα ανάλυσης δεν είναι η λέξη αλλά η απλή πρόταση (υποκείμενο ρήμα συμπλήρωμα) 105, που αποτελείται από ένα κατηγόρημα και τα ορίσματά του. Το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων λαμβάνει υπόψη τόσο την παραδειγματική, όσο και τη συνταγματική διάσταση των λέξεων. Για παράδειγμα, όλα τα ουσιαστικά που ανήκουν στην κατηγορία τρόφιμα μπορούν να είναι σε θέση Ο 106 0, δηλαδή υποκειμένου, των επιθέτων φρέσκος, μπαγιάτικος κτλ. Στο ΛΚΝ βρίσκουμε: φρέσκος α. (για φαγώσιμα, τρόφιμα) που έχει παραχθεί, μαζευτεί, παρασκευαστεί πρόσφατα β. που βρίσκεται σε (καλή) φυσική κατάσταση, που δεν έχει υποστεί μεταβολές ή αλλοιώσεις: φρέσκα αυγά / λαχανικά / φρούτα / ψωμιά / κουλούρια. Tα λαχανικά διατηρούνται φρέσκα στο ψυγείο. μπαγιάτικος (για τρόφιμα) που πάλιωσε έτσι ώστε να έχει χάσει την αρχική του ποιότητα: Mπαγιάτικο ψωμί. Mπαγιάτικα ψάρια / γλυκά. Τα κατηγορήματα μπορούν να έχουν ρηματική, ονοματική ή επιθετική μορφή (π.χ. κουράζομαι, κούραση, κουρασμένος). Στην περίπτωση των ονοματικών ή επιθετικών κατηγορημάτων, που ενδιαφέρουν την έρευνά μας, ένα ρήμα, που ονομάζεται επιβοηθητικό (verbe support) αναλαμβάνει να εγγράψει την πρόταση στο χρόνο και να της προσδώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, του αριθμού, της έγκλισης, της ρηματικής όψης κτλ. (Gross G. 1989, Gavriilidou 2002). Για παράδειγμα, το ρήμα περνάω προσδίδει τα παραπάνω χαρακτηριστικά στο ουσιαστικό ταλαιπωρία, δημιουργώντας τη φράση: (52) Η Χριστίνα περνάει μεγάλη ταλαιπωρία. Οι τάξεις αντικειμένων αποτελούν σύνολα ουσιαστικών σημασιολογικά και συντακτικά ομοιογενή που μας επιτρέπουν να περιγράψουμε με μεγάλη ακρίβεια τις λεξικές μονάδες. Κάθε τάξη προκύπτει από την εφαρμογή μιας σειράς συντακτικών και σημασιολογικών κριτηρίων ως εξής: αρχικά αναζητούνται οι γενικοί επιλογείς (opérateurs généraux), που είναι ρήματα και οδηγούν σε μια αρχική σημασιολογική διάκριση των ουσιαστικών σε ομάδες που αντιστοιχούν στα σημασιολογικά 105 Αναφορικά με την απλή πρόταση βλ. και παράγραφο Ο=ουσιαστικό. 97

115 χαρακτηριστικά, τα οποία ονομάζονται σημασιοσυντακτικά χαρακτηριστικά (traits sémantico-syntaxiques) και είναι επτά: ανθρώπινο, ζώο, φυτό, συγκεκριμένο, αφηρημένο, γεγονός, τοπικό 107. Έτσι, ρήματα όπως σκέφτομαι, ονειρεύομαι, απογοητεύομαι θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι γενικοί επιλογείς που μας επιτρέπουν να εκπονήσουμε τον κατάλογο των ΕΜΨΥΧΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ουσιαστικών της ελληνικής: (53) Ο πατέρας σκέφτεται να πάει στο θέατρο Ο Γιώργος ονειρεύεται να ταξιδέψει στη Σελήνη Η μαθήτρια απογοητεύτηκε από τους βαθμούς της Με τη βοήθεια των σημασιοσυντακτικών χαρακτηριστικών μπορούμε να περιγράψουμε μεγάλο αριθμό ρημάτων της ελληνικής. Το ρήμα διορίζω μπορεί, για παράδειγμα να περιγραφεί ως ρήμα που επιλέγει για υποκείμενο και αντικείμενό του ένα έμψυχο ανθρώπινο ουσιαστικό, π.χ.: (54) Ο υπουργός διόρισε πενήντα νέους υπαλλήλους στην ΕΥΑΘ Το σημασιοσυντακτικό χαρακτηριστικό ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ που χαρακτηρίζει τα ορίσματα του ρήματος μας δίνει τη δυνατότητα να ορίσουμε σημασιοσυντακτικά τη χρήση του ρήματος διορίζω. Ωστόσο, η ταξινόμηση των ουσιαστικών στις επτά σημασιοσυντακτικές κατηγορίες που αναφέραμε πιο πάνω είναι πολλές φορές ανεπαρκής για την περιγραφή των γλωσσικών δεδομένων. Το ίδιο το ρήμα διορίζω δεν δέχεται ως υποκείμενό του οποιοδήποτε έμψυχο, ανθρώπινο ουσιαστικό, αλλά μόνο ουσιαστικό που δηλώνει κάποιο αξίωμα, τίτλο. Τα ουσιαστικά πρέπει να ταξινομηθούν επομένως σε ακόμα περισσότερες υποκατηγορίες. Για το λόγο αυτό, το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων, αφού ταξινομήσει όλες τις λεξικές μονάδες σε ένα από τα σημασιοσυντακτικά χαρακτηριστικά, αναζητά, στη συνέχεια, τους ειδικούς επιλογείς, που είναι και αυτοί ρήματα που μας επιτρέπουν να υποκατηγοριοποιήσουμε περαιτέρω κάθε σημασιοσυντακτικό χαρακτηριστικό σε περισσότερο ομοιογενείς τάξεις. Δημιουργούνται κατ αυτόν τον τρόπο οι τάξεις αντικειμένων. Επιλέγοντας από τον κατάλογο των συγκεκριμένων ουσιαστικών τα ουσιαστικά εκείνα που μπορούν να βρεθούν ως αντικείμενα ρημάτων όπως π.χ. τα φορώ, ράβω συστήνεται μια ομοιογενής σημασιοσυντακτικά υποκατηγορία, αυτή των ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ. 107 Μπορούμε να παραλληλίσουμε τα χαρακτηριστικά αυτά με τα σημασιολογικά σημάδια (semantic markers) και τα διακριτικά χαρακτηριστικά (distinguishers) που συναντάμε στο θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσης σε σημασιολογικά χαρακτηριστικά ή με τους σημασιολογικούς ταξινομητές της γενετικής μετασχηματιστικής γραμματικής (Γαβριηλίδου 2000). 98

116 Χαρακτηρίζουμε, λοιπόν τα ρήματα αυτά ειδικούς επιλογείς της τάξης αντικειμένων των ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ: (55) Ο Νίκος φοράει ένα (παντελόνι, σακάκι, γιλέκο) Η μοδίστρα ράβει (το πουκάμισο, τη φούστα, τη ζακέτα) Με την ίδια λογική οι λέξεις που επιλέγονται ως αντικείμενα του ρήματος τρώω απαρτίζουν την τάξη αντικειμένων των ΤΡΟΦΙΜΩΝ, ως αντικείμενα του ρήματος ταξιδεύω με την τάξη αντικειμένων των ΜΕΣΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ, ως αντικείμενα του ρήματος ακούω την τάξη αντικειμένων των ΗΧΩΝ, ως αντικείμενα του ρήματος διαβάζω την τάξη των ΕΝΤΥΠΩΝ, κτλ. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι γενικοί επιλογείς υποκατηγοριοποιούν τα ουσιαστικά της ελληνικής στις κατηγορίες των σημασιοσυντακτικών χαρακτηριστικών και κάθε σημασιοσυντακτικό χαρακτηριστικό διακρίνεται περαιτέρω σε μια σειρά από τάξεις αντικειμένων με τη βοήθεια των ειδικών επιλογέων. Η σχέση κάθε μέλους μιας τάξης με το όνομα της τάξης, ή κάθε τάξης με το σημασιοσυντακτικό χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί υποκατηγορία χαρακτηρίζεται ως σχέση υπωνυμίας. Επομένως, η δημιουργία διαφορετικών τάξεων αντικειμένων δεν είναι αυθαίρετη ούτε στηρίζεται στη διαίσθηση του ερευνητή, και βέβαια ούτε η ταξινόμηση των ουσιαστικών στις τάξεις είναι τυχαία, καθώς στηρίζεται στα γλωσσικά δεδομένα, στα ίδια τα κατηγορήματα και τα ορίσματά τους (Γαβριηλίδου 2002). Το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων επεκτείνει την περιγραφή των λεξικών μονάδων, αναζητώντας στη συνέχεια τα ειδικά επίθετα (adjectifs appropriés) κάθε τάξης, που είναι επίθετα χαρακτηριστικά των ουσιαστικών της κάθε ομοιογενούς σημασιολογικής ομάδας. Έτσι, ο κατάλογος των ειδικών επιθέτων της τάξης των ΧΡΩΜΑΤΩΝ περιλαμβάνει επίθετα όπως τα βαθύς ( βαθύ κόκκινο ), εκτυφλωτικός ( εκτυφλωτικό κόκκινο ), σκούρος ( σκούρο πράσινο ), έντονος ( έντονο κίτρινο ), κτλ. Καταγράφονται κατ αυτόν τον τρόπο όλοι οι δυνατοί συνταγματικοί συνδυασμοί μεταξύ ουσιαστικών και επιθέτων, είτε είναι ελεύθεροι, είτε υπόκεινται σε περιορισμούς συνεμφάνισης συγκεκριμένων επιθέτων και ουσιαστικών. Τέλος, αναζητούνται όλες οι παγιωμένες εκφράσεις που περιλαμβάνουν ουσιαστικά της τάξης που κάθε φορά μελετάται π.χ. για τα ΧΡΩΜΑΤΑ: κάνω μαύρα μάτια να δω κάποιον, δίνω το πράσινο φως, ξεπερνάω την κόκκινη γραμμή, Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια; Ό,τι γράφει η μοίρα μελανό, ο ήλιος δεν τ ασπρίζει, κτλ., προκειμένου να διαχωρίσουμε τις κυριολεκτικές από τις μη κυριολεκτικές χρήσεις των ουσιαστικών. 99

117 Κατά συνέπεια, το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων περιγράφει κάθε γλωσσικό στοιχείο σε στενή σχέση με άλλα γλωσσικά στοιχεία (ρήματα ή ουσιαστικά) με τα οποία συνυπάρχει σε φράσεις: τα ουσιαστικά περιγράφονται σε συνάρτηση με τα ρήματα που τα επιλέγουν ως αντικείμενα ή υποκείμενα, τα ρήματα εμφανίζονται σε στενή σχέση με τη φύση των ουσιαστικών που επιλέγονται ως υποκείμενα ή αντικείμενά τους, τα επίθετα σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν. Δημιουργείται έτσι ένα είδος λεξικού του οποίου τα λήμματα δεν είναι μεμονωμένες λέξεις (ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα), αλλά φράσεις που ταξινομούνται με βάση ορισμένες συντακτικές ιδιότητές τους. Κατ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα λεξικό γραμματική που περιγράφει συστηματικά τη σημασιολογική φύση και τη σύνταξη κάθε γλωσσικού στοιχείου 108. Στις επόμενες δύο παραγράφους (3.2 και 3.3) προβαίνουμε στην κατηγοριοποίηση των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα με βάση τη λειτουργία τους μέσα στην ΟΦ. 3.2 Κατηγοριοποίηση των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα α' μέρος Για την κατηγοριοποίηση των επιθέτων, ο Valetopoulos (2001), στηριζόμενος στο θεωρητικό πλαίσιο των τάξεων αντικειμένων που μόλις περιγράψαμε, προτείνει μια λειτουργική κατηγοριοποίηση που στηρίζεται στη λειτουργία του επιθέτου μέσα στο ονοματικό σύνολο. Στηρίζει την έρευνά του στην παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στα απλά (μη παράγωγα) επίθετα και τα επίθετα με ονοματική βάση. Με βάση τη μορφολογία, αποδεικνύει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες διαφορετικές λειτουργίες με συντακτικά κριτήρια. Οι κατηγορίες που προτείνει είναι: α. Τα κατηγορηματικά επίθετα β. Τα ταξινομικά επίθετα γ. Τα επίθετα τροποποιητές δ. Τα επίθετα περιοριστικοί τροποποιητές ε. Τα επίθετα ορίσματα στ. Τα αναφορικά επίθετα Εδώ θα παρουσιάσουμε τις τέσσερις πρώτες κατηγορίες, που αφορούν τους χρωματικούς όρους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατηγοριοποίηση βασίζεται σε ένα 108 Το λεξικό-γραμματική παρουσιάζεται πιο αναλυτικά στην παράγραφο

118 συντακτικό κριτήριο, τη δυνατότητα των επιθέτων να βρίσκονται σε θέση πριν ή μετά το όνομα. Ας δούμε αναλυτικά τις κατηγορίες: α. Τα κατηγορηματικά επίθετα Μεγάλος αριθμός επιθέτων μπορούν να έχουν κατηγορηματική λειτουργία. Τα επίθετα αυτά συνιστούν το κατηγόρημα της φράσης, δηλαδή τον πυρήνα της φράσης: Είναι αυτά που καθορίζουν τη φύση των ορισμάτων τους και ορίζονται με βάση τα εξής κριτήρια: α) Τη θέση του επιθέτου β) Την επανάληψη του άρθρου γ) Την παράθεση δ) Το σχήμα παρομοίωσης ε) Τη διπλή κατηγόρηση στ) Την έμφαση (extraction) του κατηγορηματικού επιθέτου α) Θέση του επιθέτου: Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, όλα 109 τα επίθετα που μπορούν να βρίσκονται δεξιά από το ρήμα είμαι είναι κατηγορηματικά: 110 (56) α. Η μπλούζα είναι κίτρινη Αυτό, βέβαια, δεν ισχύει για τα επίθετα που εμφανίζονται σε πολυλεκτικά σύνθετα. (56) β. *ο πυρετός είναι κίτρινος β) Επανάληψη του άρθρου: Στα ελληνικά, τα ονοματικά σύνολα μπορούν να δέχονται επανάληψη του άρθρου, άλλοτε προαιρετικά, όταν το επίθετο προηγείται του ουσιαστικού, και άλλοτε υποχρεωτικά, όταν έπεται του ουσιαστικού (βλ. Horrocks & Stavrou 1986, Marinis 1998). 111 (57) α. (Η) κίτρινη (η) μπλούζα β. Η μπλούζα η κίτρινη 109 Μπορούν να εμφανιστούν και πριν το ρήμα σε δομές, όπως: Κίτρινος είναι. Δεν το βλέπεις; 110 Για την ανάλυση των κατηγορηματικών επιθέτων στα ελληνικά, βλ. μεταξύ άλλων: G. Horrocks & M. Stavrou 1986 G. Karanassios 1990 V. Tredinnick 1992 M. Stavrou 1996 G. Horrocks & M. Stavrou 1997 A. Alexiadou & C. Wilder 1998 H. Campos & M. Stavrou Κάποιες δομές είναι κοινές σε περισσότερες από μία κατηγορίες. Έτσι, η δομή που εξετάζουμε εδώ εμφανίζεται εκτός από τα κατηγορηματικά επίθετα, στα ταξινομικά και στους τροποποιητές. 101

119 γ. *Η μπλούζα κίτρινη γ) Παράθεση: Ένα όνομα που βρίσκεται σε παράθεση, τοποθετείται μετά το ουσιαστικό για να σχολιάσει ένα χαρακτηριστικό του, να του προσθέσει μια ιδιότητα, ένα ιδιαίτερο και γνωστό γνώρισμα ή απλώς να το χαρακτηρίσει: (58) Η αγαπημένη μου μπλούζα, η κίτρινη, είναι στο πλυντήριο Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι τα επίθετα αυτά μπορούν να απομακρύνονται από το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως στα παραδείγματα: (59) α. Ο ήλιος, καθώς ήταν κίτρινος και λαμπερός, έπεφτε πάνω τους και τους ζέσταινε β. Ο ήλιος, κίτρινος και λαμπερός, έπεφτε πάνω τους και τους ζέσταινε Βέβαια, η παρακάτω δομή δεν είναι και τόσο φυσική και δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από τον φυσικό ομιλητή της ελληνικής. (59) γ.?? Ο ήλιος, κίτρινος, έπεφτε πάνω τους και τους ζέσταινε Ωστόσο, γίνεται αποδεκτή αν διπλασιάσουμε το επίθετο 112 ή προσθέσουμε κάποιο επιτατικό μόρφημα (βλ. Γαβριηλίδου 2013: 65-98): (59) δ. Ο ήλιος, κίτρινος κίτρινος, έπεφτε πάνω τους και τους ζέσταινε ε. Ο ήλιος, κατακίτρινος, έπεφτε πάνω τους και τους ζέσταινε δ) Παρομοίωση: Στα ελληνικά, το κατηγορηματικό επίθετο μπορεί να αντικατασταθεί από το σχήμα Το ίδιο και : (60) Ο Γιώργος είναι κατακόκκινος. Το ίδιο και ο Αλέξης. ε) Διπλή κατηγόρηση: 113 Ως διπλή κατηγόρηση θεωρούμε ένα είδος πρότασης που σημασιολογικά εκφράζει ένα φραστικό περιεχόμενο στο εσωτερικό της ίδιας της φράσης: (61) α. Έχει τα μαλλιά της ξανθά. 112 Εδώ δεν πρόκειται για επανάληψη αλλά για μεταφορά του καθρέφτη, δηλαδή ενός είδους αντανάκλασης της έννοιας στον εαυτό της, και αναγνωρίζεται ως δομή με επιφωνηματική αξία (Βασιλάκη & Τσαμαδού-Jacoberger 1993). 113 Πρβλ. Small clause, μικρή προτασιακή δομή. 102

120 Η πρόταση αυτή αποτελείται από δύο φράσεις: β. Έχει [μαλλιά [τα μαλλιά είναι ξανθά]] γ. Έχει [μαλλιά [τα οποία είναι ξανθά]] αναφορική πρόταση δ. Έχει [τα μαλλιά [τα οποία είναι ξανθά]] απαλοιφή της αναφορικής πρότασης ε. Έχει [τα μαλλιά [της είναι ξανθά]] κτητικός μετασχηματισμός στ. Έχει [τα μαλλιά [της ξανθά]] επιθετικός μετασχηματισμός Αυτή η δυνατότητα υπάρχει μόνο για τα επίθετα που εμφανίζονται στη δομή Ο 0 είναι Ε. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί η ιδιαιτερότητα της δομής του ρήματος έχω. Το ρήμα αυτό δεν δέχεται διπλή κατηγόρηση με όλα τα επίθετα. Συγκεκριμένα, δεν δέχεται τα μόνιμα κατηγορηματικά επίθετα (έξυπνος, μεταλλικός κτλ.). 114 (62) *Έχει τα μάτια μπλε. vs. Έχει τα μάγουλα κόκκινα. στ) Έμφαση (extraction) του κατηγορηματικού επιθέτου: Μεγάλος αριθμός κατηγορηματικών επιθέτων εμφανίζονται σε επιφωνηματικές προτάσεις (Βασιλάκη & Τσαμαδού-Jacoberger 1993), όταν δεν υπάρχει κανένας βαθμός παγίωσης ανάμεσα στο ουσιαστικό και το επίθετο: (63) α. Τι κόκκινος που είναι ο ουρανός! β. *Τι κίτρινος που είναι ο πυρετός! Στη δομή αυτή δεν εμφανίζονται τα επίθετα που δεν δέχονται διαβάθμιση ή υποκειμενική αξιολόγηση του ομιλητή: (64) *Τι πλαστικό που είναι το ποτήρι! β. Τα ταξινομικά επίθετα Κατά τον Gross (2000) μεγάλος αριθμός επιθέτων βρίσκονται σε ακολουθίες που δεν θεωρούνται παγιωμένες και που, ωστόσο, δεν έχουν τις συνηθισμένες ιδιότητες των επιθέτων που είδαμε ως τώρα. Αυτά είναι τα ταξινομικά επίθετα που δεν προσδιορίζουν, αλλά επιτρέπουν να ταξινομήσουμε ένα στοιχείο σε μια κατηγορία. Τα ταξινομικά επίθετα σχηματίζουν πολυλεκτικά σύνθετα που έχουν τη μορφή ΕΟ. Στα σύνθετα αυτά, το επίθετο αποτελεί το κατηγόρημα και το ουσιαστικό λ.χ. κρασί το όρισμα. Στο 114 Εκτός από τον ποιητικό λόγο. 103

121 παράδειγμα (65), το ταξινομικό επίθετο δεν δείχνει ιδιότητα αλλά προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο είδος κρασιού: (65) Το (λευκό, κόκκινο, ροζέ) κρασί. Τα επίθετα αυτά γνωστικά εκφράζουν σχετικές έννοιες αλλά με διαφοροποιητική λειτουργία. Εξάλλου, πρόκειται για τη μόνη κατηγορία που μπορεί να δημιουργήσει υποκατηγορίες σε γνωστικό επίπεδο (Valetopoulos 2001: 64). (66) Το κόκκινο (κρασί + φόρεμα) Τα μαύρα (σταφύλια + ρούχα) Βέβαια, σύμφωνα με όσα αναφέραμε πιο πάνω, το επίθετο κόκκινος μπορεί να προϋποθέσει την κατηγορηματική λειτουργία: (67) Το κρασί είναι κόκκινο. Το φόρεμα είναι κόκκινο. Ωστόσο, η κατηγορηματική λειτουργία είναι η μόνη ιδιότητα που έχουν κοινή. Οι συντακτικές τους ιδιότητες είναι διαφορετικές. Στην κατηγορία αυτή υπάρχουν, για παράδειγμα, οι τάξεις: (68) <χρώμα> το (λευκό + κόκκινο + άσπρο) κρασί <παρασκευή> η (άσπρη + κόκκινη) σάλτσα Επίσης, καθώς το ταξινομικό επίθετο αναφέρεται σε ένα είδος [άψυχο συγκεκριμένο] και όχι στη χρωματική ιδιότητά του, το επίθετο κόκκινος δεν είναι διαβαθμίσιμο στη φράση κόκκινο κρασί: (69) *το κρασί είναι (πολύ + λίγο) κόκκινο το φόρεμα είναι (πολύ + λίγο) κόκκινο Έτσι, σε εκφράσεις όπως υπερβολικά κόκκινο κρασί το επίθετο κόκκινο δεν θεωρείται ταξινομικό αλλά προσδιοριστικό, καθώς χαρακτηρίζει το ουσιαστικό με αναφορά στη χρωματική ιδιότητά του. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια περίπτωση ομωνυμίας (βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986). Μπορούμε να αντιληφθούμε τη διαφορετική λειτουργία του επιθέτου κόκκινος στις ακόλουθες φράσεις: 104

122 (70) α. Το κόκκινο (ø + κρασί ) που αγόρασα έχει ένα έντονο κόκκινο χρώμα (εδώ αναφέρεται στην ιδιότητα <χρώμα> του κρασιού και όχι σε ένα είδος κρασιού) β. Το κόκκινο (ø + κρασί) που αγόρασα έχει ένα περίεργο ροζέ χρώμα. Αντίθετα, αυτό δεν είναι δυνατό στην κατηγορηματική λειτουργία του επιθέτου: (71) *το κόκκινο φόρεμα που αγόρασα έχει ένα περίεργο ροζ χρώμα Το ταξινομικό επίθετο εντάσσει το ουσιαστικό σε έναν κατάλογο χωρίς να του προσδίδει άλλες ιδιότητες. Είτε είναι ανοιχτό είτε σκούρο κόκκινο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι μιλάμε για κόκκινο κρασί. Για αυτό δεν δέχεται μετασχηματισμούς που αφορούν την όψη: (72) *το κόκκινο κρασί δεν είναι πια κόκκινο, είναι ροζέ *το κόκκινο κρασί δεν είναι πια κόκκινο, έγινε ροζέ από το χρόνο (73) το κόκκινο φόρεμα δεν είναι πια κόκκινο, είναι ροζ το κόκκινο φόρεμα δεν είναι πια κόκκινο, έγινε ροζ από το πλύσιμο Από τη φύση του, το κόκκινο κρασί δεν δέχεται τροποποίηση, σε αντίθεση με το κόκκινο φόρεμα, όπου το στοιχείο που αλλάζει είναι μία από τις εξωτερικές του ιδιότητες, δηλαδή το <χρώμα>. Στο παράδειγμα (70) μπορούμε να έχουμε έλλειψη του ουσιαστικού κρασί. Αντίθετα, η έλλειψη του ουσιαστικού φόρεμα παράγει μη γραμματικές προτάσεις. (74) Το κόκκινο (ø + κρασί) που αγόρασα έχει ένα περίεργο χρώμα (75) Το κόκκινο (*ø + φόρεμα) που αγόρασα έχει ένα περίεργο χρώμα Στην πρώτη περίπτωση, η έλλειψη του ουσιαστικού μάς υποχρεώνει να ουσιαστικοποιήσουμε το επίθετο, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ίδια σημασία. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό στην περίπτωση του κόκκινο φόρεμα, όπου η παρουσία του άρθρου μάς οδηγεί σε μια περιοριστική ανάγνωση, έχουμε μια τάξη ΦΟΡΕΜΑ με διαφορετικές χρωματικές μονάδες. Έτσι στο παράδειγμα (77α) έχουμε την ανάγνωση «το φόρεμα που φοράω συνήθως είναι κόκκινο», ενώ στο (77β) «έχω πολλά φορέματα αλλά αυτό που φοράω συνήθως είναι το κόκκινο». (76) α. Το κρασί που προτιμώ είναι (*ø + το) κόκκινο 105

123 Το κρασί που μου αρέσει είναι (?ø + το) κόκκινο (77) α. Το φόρεμα που φοράω συνήθως είναι κόκκινο β. Το φόρεμα που φοράω συνήθως είναι το κόκκινο Όσον αφορά το συνδυασμό των ταξινομικών επιθέτων με άλλα επίθετα, η θέση τους μέσα στην πρόταση δεν αλλάζει. Εμφανίζουν ένα βαθμό παγίωσης, με αποτέλεσμα να αποβάλλουν τη συντακτική αυτονομία τους. Έτσι, στο παρακάτω παράδειγμα, το επίθετο νόστιμο προσδιορίζει το σύνολο του συνθέτου κόκκινο κρασί/ μαύρο ψωμί και όχι μόνο το ουσιαστικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986, 1996: 99): (78) νόστιμο κόκκινο κρασί νόστιμο μαύρο ψωμί γ. Τα επίθετα τροποποιητές Ως τροποποιητής χαρακτηρίζεται κάθε επίθετο που μπορεί να βρίσκεται είτε αριστερά από το ουσιαστικό-κεφαλή είτε σε θέση κατηγορουμένου, δηλαδή δεξιά από το ρήμα είμαι: (79) Η κόκκινη κιθάρα Αυτές οι φράσεις μπορούν να μετασχηματιστούν με το επιβοηθητικό ρήμα είμαι: (80) Η κιθάρα είναι κόκκινη Οι ιδιότητες των επιθέτων αυτών είναι οι εξής: α. Μπορούν να βρίσκονται δεξιά από το ουσιαστικό, σύμφωνα με τον κανόνα Α αόρ +Ο+Ε : (81) Μια κιθάρα κόκκινη β. Δέχονται διπλό άρθρο: (82) Η κιθάρα η κόκκινη γ. Το επίθετο μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα επίθετα ή ακόμη και να διαγραφεί. Εξάλλου, από συντακτικής απόψεως, ένα επίθετο δεν είναι υποχρεωτικό αν δεν υπάρχει κάποιος βαθμός παγίωσης (Gross 1988): (83) Η (άσπρη + κόκκινη + μαύρη + ø) κιθάρα. 106

124 δ. Κάποια επίθετα επιδέχονται ονοματοποίηση: (84) Ο ουρανός είναι μαύρος η μαυρίλα του ουρανού. Το πρόσωπό του είναι κίτρινο η κιτρινάδα του προσώπου του ε. Ένα ονοματικό σύνολο με επίθετο τροποποιητή μπορεί να βρίσκεται στον ενικό ή στον πληθυντικό: (85) η κόκκινη κιθάρα οι κόκκινες κιθάρες στ. Κάποια επίθετα μπορούν να συνοδεύονται από επίρρημα που εκφράζει υπερθετικό βαθμό: (86) πολύ κόκκινα μαλλιά ζ. Μπορούν να συνδέονται συμπλεκτικά με άλλο επίθετο: (87) μια πράσινη και ώριμη ντομάτα η. Είναι δυνατό να υπάρχουν παρενθετικές φράσεις ανάμεσα στα επίθετα τροποποιητές και στη λέξη που τροποποιούν: (88) Η άσπρη, όπως είπαμε, καρέκλα δ. Τα επίθετα περιοριστικοί τροποποιητές Πρόκειται για πολυλεκτικά σύνθετα και διαφέρουν από τα ταξινομικά, καθώς τα τελευταία σχηματίζουν ακολουθίες που δεν χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό παγίωσης, δεν προσδιορίζουν αλλά επιτρέπουν να ταξινομήσουμε ένα στοιχείο σε μια κατηγορία. Έχουν τη δυνατότητα εναλλαγής στον παραδειγματικό άξονα, σε αντίθεση με τους περιοριστικούς τροποποιητές, για παράδειγμα: (89) λευκό κρασί (ταξινομικό επίθετο) λευκός γάμος (περιοριστικός τροποποιητής) Τα επίθετα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται από την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986) ως ψευδοεπίθετα, βρίσκονται μεν αριστερά από το ουσιαστικό-κεφαλή αλλά: α. Δεν μπορούν να βρίσκονται σε θέση κατηγορουμένου, αφού δεν δέχονται τον κανόνα Α+Ο+Ε, καθώς η σχέση τους με το ουσιαστικό που τροποποιούν χαρακτηρίζεται από ένα βαθμό παγίωσης: 107

125 (90) το πράσινο βιβλίο αυτό το βιβλίο είναι πράσινο η πράσινη ανάπτυξη *αυτή η ανάπτυξη είναι πράσινη η πράσινη δραχμή 115 *αυτή η δραχμή είναι πράσινη β. Αλλάζουν σημασία, αν τοποθετηθούν δεξιά από το ρήμα είμαι: (91) η μαύρη λίστα #η λίστα είναι μαύρη γ. Δεν επιδέχονται ονοματοποίηση: (92) ο λευκός γάμος *η λευκότητα του γάμου δ. Δεν δέχονται διπλό άρθρο: (93) *η ανάπτυξη η πράσινη ε. Το επίθετο δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα επίθετα ή ακόμη και να διαγραφεί: (94) Η (πράσινη + *κόκκινη + *μαύρη + * ø) ανάπτυξη στ. Μπορούν να βρίσκονται σε σχέση παγίωσης με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό και η παγίωση αυτή μπορεί να τροποποιήσει την πρωτογενή σημασία του επιθέτου (Gross 1988, Ralli & Stavrou 1998): (95) η κόκκινη κάρτα *η κάρτα είναι κόκκινη ζ. Ένα ονοματικό σύνολο με ένα επίθετο περιοριστικό τροποποιητή συνήθως δεν σχηματίζει και τους δύο αριθμούς: (96) το μαύρο θέατρο *τα μαύρα θέατρα η. Τα επίθετα αυτά δεν δέχονται διαβαθμίσεις ούτε με επιρρήματα βαθμού ούτε για τη δήλωση του συγκριτικού ή υπερθετικού βαθμό (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986): (97) *υπερβολικά άσπρη μέρα *πολύ μπλε φως (=τεχνητό φως) *λευκότερος γάμος/ *λευκότατος γάμος 115 Ορολογία Ε.Ε. 108

126 θ. Δεν μπορούν να συμπλέκονται με επίθετο άλλης κατηγορίας, καθώς για να είναι επιτυχής η σύμπλεξη θα πρέπει τα συστατικά να είναι ισοδύναμα: (98) *η μαύρη και κόκκινη λίστα ι. Συμφραστικοί και πραγματολογικοί λόγοι είναι δυνατό να οδηγήσουν στην απαλοιφή στοιχείων του συνθέτου: (99) το μαύρο χόρτο / το μαύρο Στην περίπτωση αυτή, γνωστή ως ουσιαστικοποίηση του επιθέτου, το επίθετο αναλαμβάνει το γένος του ουσιαστικού και το σημασιολογικό περιεχόμενο ολόκληρου του συνθέτου (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996: 99). ια. Δεν είναι δυνατό να παρεμβάλλεται άλλο στοιχείο ανάμεσα στα επίθετα της κατηγορίας αυτής και στο ουσιαστικό που προσδιορίζουν (βλ. και Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1986): (100) *Η πράσινη, κατά τη γνώμη μου, ανάπτυξη. *Το μπλε, όπως όλοι γνωρίζετε, φως. *Η μαύρη σύντομη λίστα ιβ. Επιπλέον, κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986), τα επίθετα αυτά δεν δημιουργούν παράγωγα. Αν ένα επίθετο έχει δύο χρήσεις, μόνο η ποιοτική χρήση μπορεί να δώσει ουσιαστικό παράγωγο από επίθετο: (101) το ερυθρό πρόσωπό του - η ερυθρότητα του προσώπου του η Ερυθρά Θάλασσα - *η ερυθρότητα της Θάλασσας ιγ. Τέλος, η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986) αναφέρει ότι σύμφωνα με την κατάταξη του Leech (1974: 6) υπάρχουν τρία είδη αντίθεσης: α) η δυαδική ή απόλυτη αντίθεση που δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις (π.χ. νεκρός ζωντανός), β) η πολλαπλή αντίθεση, που δεν περιλαμβάνει διαβαθμίσεις αλλά περισσότερες από δύο εναλλακτικές λύσεις, όπως οι αντιθέσεις στα χρώματα ή τα μέταλλα (π.χ. χρυσός ασημένιος) και γ) η πολική αντίθεση, όπου τα αντιθετικά ζευγάρια αποτελούν τους πόλους μιας κλίμακας και δέχονται διαβαθμίσεις: (π.χ. πλούσιος φτωχός, άσπρος μαύρος). Τα επίθετα περιοριστικοί τροποποιητές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. 109

127 3.3 Κατηγοριοποίηση των επιθέτων που δηλώνουν χρώμα β' μέρος Παράλληλα με τις αναλυτικές κατηγορίες που προτείνει ο Valetopoulos (2001) για τα κατηγορηματικά επίθετα της νέας ελληνικής και μέσα από μια άλλη οπτική, ο Molinier (2001), στην απόπειρά του να ταξινομήσει τα χρωματικά επίθετα της γαλλικής, προτείνει δύο πολύ διαφορετικές κατηγορίες: Α) τα γενικά ΕΔΧ, που επιτελούν τις ταξινομικές διακρίσεις μέσα στη γενική κατηγορία του χρώματος και Β) τους τροποποιητές (ΕΔΧ τροπ ), που δίνουν πληροφορίες αναφορικά με τη φωτεινότητα, τον κορεσμό, τη λάμψη κτλ. ενός συγκεκριμένου χρώματος ή το χαρακτηρίζουν σε σχέση με ένα άλλο ΕΔΧ. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα των χρωματικών ονομάτων, θα επιχειρήσουμε να προσαρμόσουμε στα νέα ελληνικά την παραπάνω κατηγοριοποίηση του Molinier, προσπαθώντας να κάνουμε περαιτέρω ομαδοποιήσεις εντός των δύο μεγάλων κατηγοριών. Πρώτα από όλα, η διάκριση αυτών των δύο κατηγοριών επιθέτων γίνεται με βάση τις δομές: (102) Αυτό το χρώμα είναι ΕΔΧ χρώμα Αυτό το χρώμα είναι το ΕΔΧ χρώμα Τα γενικά ΕΔΧ δεν μπορούν να εμφανιστούν στην κατηγορηματική δομή Αυτό το χρώμα είναι ΕΔΧ χρώμα. Μπορούν να μπουν μόνο στην κατηγορηματική δομή Αυτό το χρώμα είναι το ΕΔΧ χρώμα: (103) *Αυτό το χρώμα είναι (μπλε + κόκκινο + κίτρινο + ) χρώμα Αυτό το χρώμα είναι το (μπλε + κόκκινο + ) χρώμα Αντίστροφα, τα ΕΔΧ τροπ εμφανίζονται στην κατηγορηματική δομή Αυτό το χρώμα είναι ΕΔΧ χρώμα και όχι στη δομή Αυτό το χρώμα είναι το ΕΔΧ χρώμα, εκτός από τις περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μπροστά από κάποιον περιοριστικό προσδιορισμό (π.χ. Αυτό το χρώμα είναι το φωτεινό χρώμα που σου έλεγα). Επομένως, τα επίθετα φωτεινό, σκούρο, ανοιχτό, ζωντανό, απαλό κτλ. είναι ΕΔΧ τροπ : (104) Αυτό το χρώμα είναι (φωτεινό + σκούρο + ανοιχτό + ζωντανό + ) χρώμα 110

128 *Αυτό το χρώμα είναι το (φωτεινό + σκούρο + ζωντανό + ) χρώμα Τα γενικά ΕΔΧ, λοιπόν, στην παραπάνω δομή (102) δεν μπορούν να έχουν θέση κατηγορουμένου. Η πρώτη λειτουργία τους, με βάση αυτόν το συντακτικό περιορισμό, είναι να κάνουν ταξινομικές διακρίσεις στη γενική κατηγορία του χρώματος. Αντίθετα, τα ΕΔΧ τροπ έχουν θέση κατηγορουμένου σε αυτή τη δομή. Η δομή Αυτό το χρώμα είναι το ΕΔΧ χρώμα μάς επιτρέπει να ορίσουμε έναν κατάλογο των στοιχείων που αναγνωρίζονται ως γενικά ΕΔΧ αλλά ειδικότερα χαρακτηρίζονται ως απλά ΕΔΧ (π.χ. μπλε, πράσινο, κόκκινο κτλ.), όπως τα χαρακτηρίσαμε στην παράγραφο Παράλληλα, όπως προαναφέρθηκε, η δομή Αυτό το χρώμα είναι ΕΔΧ χρώμα μάς επιτρέπει να ορίσουμε τον κατάλογο όλων των ΕΔΧ τροπ. Προκειμένου να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στα γενικά ΕΔΧ και τα πολυλεκτικά σύνθετα ΟΔΧ (σάπιο μήλο), καθώς και τα ΟΔΧ που ανήκουν στη γραμματική κατηγορία των ουσιαστικών (μετωνυμικά ΟΔΧ, βλ. παρ. 4.3), των οποίων ο βαθμός ενσωμάτωσης στην καθημερινή χρήση της γλώσσας είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος (βατόμουρο, μαστίχα, βανίλια, μέντα, λεβάντα κτλ.) 116, χρησιμοποιούμε τις δομές: (105) Αυτό το χρώμα είναι το ΟΔΧ χρώμα Αυτό το χρώμα είναι το χρώμα ΟΔΧ Η υπόθεσή μας είναι ότι αν το ΟΔΧ ανήκει στη γραμματική κατηγορία επίθετο, μπορεί να προταχθεί σε σχέση με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. Αντίθετα, αν το ΟΔΧ ανήκει στη γραμματική κατηγορία ουσιαστικό, τοποθετείται μόνο μετά το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό: (106) Αυτό το χρώμα είναι το (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) χρώμα Αυτό το χρώμα είναι το χρώμα (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) Αυτό το χρώμα είναι το χρώμα (σάπιο μήλο + βανίλια + ) *Αυτό το χρώμα είναι το (σάπιο μήλο + βανίλια + ) χρώμα Για να αποδείξουμε ότι στη δομή Αυτό το χρώμα είναι το χρώμα ΟΔΧ το ΟΔΧ ανήκει στη γραμματική κατηγορία των ουσιαστικών, θα ακολουθήσουμε το συλλογισμό του 116 Με τα μετωνυμικά ΟΔΧ πιο συχνά προτιμάται η δομή Ο 0 έχει το χρώμα ΟΔΧ γεν : Έχει το χρώμα (της βανίλιας + της μέντας + του ωκεανού). 111

129 Riemsdijk (1998) αναφορικά με την αρχή της έλξης των κατηγοριακών χαρακτηριστικών (categorial feature magnetism) και, ειδικότερα, το αξίωμα της κατηγοριακής ταυτότητας (categorial identity thesis). Με βάση το αξίωμα αυτό, σε μια διερυμένη προβολή η οποία αποκτά το κατηγοριακό χαρακτηριστικό από την κεφαλή, όλα τα στοιχεία της θα πρέπει κατηγοριακά να είναι ίδια. Για παράδειγμα, αν η κεφαλή είναι ρήμα, ό,τι προβάλλει προς τα πάνω σε λειτουργική κατηγορία και προς τα κάτω σε λεξική κατηγορία, θα πρέπει να είναι ρηματικό στοιχείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι πάντοτε υπάρχει αυτή η ιεραρχία, η οποία δεν μπορεί να αντιστραφεί. Στη δομή που εξετάζουμε, το χρώμα κόκκινο, θεωρούμε τη λέξη χρώμα ημιλεξική κατηγορία (semi-lexical category), τη λέξη κόκκινο λεξική, ενώ ολόκληρη την ονοματική φράση θα την χαρακτηρίζαμε ποιοτική (qualificational noun phrase), κατά τον Riemsdijk. Παρόλο που, εκ πρώτης ματιάς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια ονοματική φράση με ένα μεταονοματικό κλιτό επίθετο (κόκκινος-η-ο), η διαπίστωση αυτή δεν φαίνεται να ισχύει σε παραδείγματα, όπως στο (107): (107) το χρώμα ώχρα/ βανίλια/ Μύκονος Εξάλλου, τα επίθετα στη νέα ελληνική εμφανίζονται προονοματικά 117. Η υπόθεσή μας, λοιπόν, είναι ότι ο όρος κόκκινο κατηγοριακά ανήκει στα ουσιαστικά. Πράγματι, ξεκινάμε από το ημιλεξικό στοιχείο (χρώμα), το οποίο αναμφισβήτητα ανήκει στα ουσιαστικά, και με βάση το αξίωμα της κατηγοριακής ταυτότητας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το λεξικό στοιχείο της ονοματικής φράσης (κόκκινο), που αποτελεί την κεφαλή, ανήκει και αυτό υποχρεωτικά στην κατηγορία των ουσιαστικών. Παρατηρούμε, ακόμη, ότι η δομή που εξετάζουμε μπορεί να παραλληλιστεί με ονοματικές φράσεις όπως οι ακόλουθες: (108) το βουνό Όλυμπος ο κινηματογράφος Έσπερος Πράγματι, η ονοματική φράση το χρώμα κόκκινο μοιράζεται κάποιες ιδιότητες με τις παραπάνω φράσεις, οι οποίες συνοψίζονται στις εξής: α) Δεν είναι αποδεκτή η επανάληψη του άρθρου μεταονοματικά: (109) ο ποταμός Αξιός το χρώμα κόκκινο 117 Υπάρχουν, βέβαια, και μεταονοματικά, θα πρέπει όμως υποχρεωτικά να υπάρχει επανάληψη του άρθρου, όπως αναφέραμε και στην παράγραφο

130 Ασφαλώς υπάρχει και η δομή ο ποταμός ο Αξιός ή το χρώμα το κόκκινο, πρόκειται όμως για άλλη δομή, παραθετική. Σύμφωνα με την Σταύρου (1995: 266), ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της κατηγορίας αυτής είναι ότι το πρώτο όνομα (ημιλεξικό) μπορεί να παραλειφθεί και τότε το άρθρο που απομένει μπορεί να διατηρήσει τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά του παραλειπόμενου συμπληρώματός του (θα ταξιδέψω με το Δημητρούλα), βοηθώντας έτσι μαζί με τη γνώση του κόσμου στην ανάκτηση του παραλειπόμενου ονόματος, ή να τα αλλάξει κατά το δεύτερο όνομα (θα ταξιδέψω με τη Δημητρούλα). Ωστόσο, όσον αφορά τα ΟΔΧ, είναι υποχρεωτική η ύπαρξη συμφωνίας του ονόματος που παραμένει με το άρθρο: (110) το χρώμα ώχρα - η ώχρα/ *το ώχρα β) Δεν είναι αποδεκτές παρενθετικές φράσεις μεταξύ των δύο μερών της ονοματικής φράσης: Οι ονοματικές φράσεις αυτές δεν μπορούν να εμφανίσουν κάποια παρενθετική φράση μεταξύ των στοιχείων τους, όπως στο παράδειγμα: (111) *το χρώμα, που αγόρασε χθες, κόκκινο *το βουνό, όπως βλέπετε, Όλυμπος Το γεγονός ότι δεν είναι αποδεκτά αυτά τα παραδείγματα οφείλεται στον γενικό κανόνα ότι οι παρενθετικές φράσεις μπορούν να εμφανιστούν μόνο σε μέγιστες προβολές (maximal phrases, Riemsdijk ό.π.). γ) Τέλος, η έμφαση στις φράσεις αυτές, όσον αφορά τον επιτονισμό, δίνεται στο δεύτερο ονοματικό μέρος τους, καθώς αυτό αποτελεί την (λεξική) κεφαλή. Με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, λοιπόν, αποκλείεται η λέξη κόκκινο στη δομή αυτή να λειτουργεί ως επίθετο, πρβλ. το σχήμα κύκλος. Το όνομα που αποτελεί την κεφαλή της ονοματικής φράσης δίπλα στο ουσιαστικό χρώμα ανήκει στην κατηγορία των ουσιαστικών, όπου μπορούν να εμφανιστούν ΟΔΧ όλων των μορφολογικών κατηγοριών, με βάση την ταξινόμηση που προτείναμε στο κεφάλαιο 2: (112) το χρώμα κόκκινο/ ωκεανός/ βανίλια/ κίτρινο Van Gogh/ μαύρο πίσσα κ.ο.κ. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ένταξη των χρωματικών όρων σε μια γραμματική κατηγορία εξαρτάται ως ένα βαθμό και από την μορφολογική 113

131 κατηγορία στην οποία ανήκουν. Τα απλά ΟΔΧ εμφανίζονται άλλοτε ως ουσιαστικά και άλλοτε ως επίθετα, τα πολυλεκτικά σύνθετα ΟΔΧ και τα μετωνυμικά ΟΔΧ εμφανίζονται μόνο ως ουσιαστικά, ενώ τα ΕΔΧ τροπ τα συναντάμε κατά κύριο λόγο ως επίθετα 118. Εκτός από τις δομές με το ρήμα είμαι, οι χρωματικοί όροι εμφανίζονται και σε δομές με το ρήμα έχω. Θα εξετάσουμε τις δομές: (113) Ο 0 έχει ΕΔΧ χρώμα Ο 0 έχει ένα ΕΔΧ χρώμα Στην πρώτη δομή, έχουν τη δυνατότητα να εμφανιστούν τα ΕΔΧ όλων των κατηγοριών, τα γενικά ΕΔΧ, τα ΕΔΧ τροπ (οι άμεσοι τροποποιητές, τα προσεγγιστικά και οι έμμεσοι τροποποιητές), όπως φαίνεται στο παράδειγμα (114): (114) Αυτό το φόρεμα έχει (μπλε + κόκκινο + άσπρο + ) χρώμα Αυτό το φόρεμα έχει (ανοιχτό + σκούρο + κοκκινωπό ) χρώμα Αυτό το φόρεμα έχει (εκτυφλωτικό + εκπληκτικό + ) χρώμα Στη δεύτερη δομή με το αόριστο άρθρο, επίσης μπορούν να εμφανιστούν τα ΕΔΧ όλων των κατηγοριών, ωστόσο όσον αφορά τα γενικά ΕΔΧ υπάρχει σημασιολογικός περιορισμός. Ας δούμε τα παραδείγματα: (115) α. Αυτό το φόρεμα έχει ένα (μπλε + κόκκινο + άσπρο + ) χρώμα β. Αυτό το φόρεμα έχει ένα (ανοιχτό + σκούρο + κοκκινωπό ) χρώμα γ. Αυτό το φόρεμα έχει ένα (εκτυφλωτικό + εκπληκτικό + ) χρώμα Στο παράδειγμα (115α) το ΕΔΧ δεν δηλώνει το χρώμα που αντιστοιχεί στο γενικό χρωματικό όρο που συμμετέχει στη δομή αλλά αναφέρεται αφηρημένα σε μία απόχρωση που σχετίζεται με το χρώμα αυτό. Η φράση ένα κόκκινο σημαίνει ένα χρώμα που ανήκει στο χρωματικό φάσμα του κόκκινου ή, αλλιώς, μια απόχρωση του κόκκινου. Δεν κατονομάζει, με άλλα λόγια, το πρωτοτυπικό χρώμα που συνδέεται με τον όρο αυτό. 118 Εκτός από παραδείγματα, όπως: φοράει σκούρα, του πάνε τα ανοιχτά κτλ., όπου υπάρχει έλλειψη του ουσιαστικού ρούχα. 114

132 Παράλληλα με τις ακολουθίες αυτές, έχουμε τις εξής ακολουθίες που παρουσιάζουν την ίδια ιδιαιτερότητα, μόνο που εδώ η δομή (116α) φαίνεται να είναι αμφίβολης γραμματικότητας: (116) α.?*αυτό το φόρεμα έχει ένα χρώμα που είναι (μπλε + κόκκινο + ) β. Αυτό το φόρεμα έχει ένα χρώμα που είναι (ανοιχτό + σκούρο + ) γ. Αυτό το φόρεμα έχει ένα χρώμα που είναι (εκτυφλωτικό + εκπληκτικό + ) Παρατηρούμε, έτσι, ότι οι αποδεκτές φράσεις της δομής Ο 0 έχει ένα ΟΔΧ χρώμα είναι αυτές των οποίων το επίθετο μπορεί να εμφανίζεται σε μια αναφορική σχέση με το Ο =: χρώμα και μόνο εκεί. Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ΕΔΧ τροπ (τόσο οι άμεσοι όσο και οι έμμεσοι τροποποιητές) εισάγονται με συσχετισμό στη δομή αυτή και το γεγονός ότι τα γενικά ΟΔΧ δεν είναι εύκολα αποδεκτά στην ίδια δομή οφείλεται στο ότι δεν μπορούν να εμφανίζονται στη σχέση όπου θα είναι συμπληρώματα του Ο=χρώμα. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι οι φράσεις (115β) και (115γ) παράγονται από τις φράσεις (116β) και (116γ) με διαγραφή του αναφορικού (réduction de la relative) 119, ώστε οι φράσεις (117α-γ) να είναι και αυτές το προϊόν των βασικών φράσεων, μέσω συσχετισμού (relativation) (Molinier ό.π.): (117) α. Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα.?αυτό το χρώμα είναι (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) β. Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Αυτό το χρώμα είναι (ανοιχτό + σκούρο + απαλό + ) γ. Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Αυτό το χρώμα είναι (εκτυφλωτικό + εκπληκτικό + υπέροχο + ) Αν δεχτούμε την παραγωγή που προτείναμε για τις φράσεις (115β) και (115γ), θεωρούμε ότι η μειωμένη γραμματικότητα της φράσης (117α) συνδέεται με τη μειωμένη γραμματικότητα της φράσης που προέρχεται από την αναφορική (116α). Ωστόσο, η φράση είναι αποδεκτή όταν της προστίθεται ένα οριστικό άρθρο: (118) Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Αυτό το χρώμα είναι το (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) 119 Αυτή η διαδικασία συνίσταται στη διαγραφή της αναφορικής αντωνυμίας και του ρήματος έχει. 115

133 κτλ.: 120 (119) α. Αυτό το φόρεμα έχει ένα εκτυφλωτικό (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) Επίσης, παρατηρούμε ότι οι παραπάνω αμφίβολης γραμματικότητας φράσεις γίνονται γραμματικά αποδεκτές αν τους προσθέσουμε ένα ΕΔΧ τροπ όπως εκτυφλωτικό, υπέροχο χρώμα β. Αυτό το φόρεμα έχει ένα χρώμα που είναι εκτυφλωτικό (μπλε + κόκκινο + ) γ. Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα.?αυτό το χρώμα είναι εκτυφλωτικό (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) Οι προτάσεις (120α-β) παρουσιάζουν μια ανάλογη δομή με αυτή των προτάσεων (115γ, 116γ και 117γ). Στις προτάσεις (120α-β), το επίθετο εκτυφλωτικό προστίθεται στην ΟΦ = (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) χρώμα με τον ίδιο τρόπο που προστίθεται στο Ο = χρώμα στην (115γ). Στις φράσεις (120) κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ τους: (120) α. Αυτό το φόρεμα έχει ένα (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) χρώμα που είναι εκτυφλωτικό β. Αυτό το φόρεμα έχει ένα συγκεκριμένο (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) χρώμα. Αυτό το (μπλε + κόκκινο + πράσινο + ) χρώμα είναι εκτυφλωτικό Κατά τον ίδιο τρόπο, τα γενικά ΕΔΧ 121 εμφανίζονται στη δομή Ο 0 είναι ΕΔΧ γεν χρώματος, ενώ στη δομή Ο 0 είναι ενός ΕΔΧ γεν χρώματος παρουσιάζουν τον σημασιολογικό περιορισμό που αναφέραμε στο παράδειγμα (115α): (121) Αυτό το φόρεμα είναι (μπλε + κόκκινου + πράσινου + ) χρώματος Αυτό το φόρεμα είναι ενός (μπλε + κόκκινου + πράσινου + ) χρώματος Τα άμεσα ΕΔΧ τροπ εμφανίζονται επίσης στη δομή Ο 0 είναι ΕΔΧ γεν χρώματος, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τα έμμεσα ΕΔΧ τροπ : 120 Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ ότι στις δομές αυτές δεν μπορούν να εμφανιστούν τα μετωνυμικά ΟΔΧ, αφού έχουμε να κάνουμε με ουσιαστικά. 121 Οι αντίστοιχες δομές για τα μετωνυμικά ΟΔΧ είναι: Αυτό το φόρεμα είναι χρώματος (βανίλια + ωκεανός + μέντα + ) *Αυτό το φόρεμα είναι ενός χρώματος (βανίλια + ωκεανός + μέντα + ) 116

134 (122) Αυτό το φόρεμα είναι (ανοιχτού + σκούρου + έντονου + ) χρώματος *Αυτό το φόρεμα είναι (εκτυφλωτικού + υπέροχου) χρώματος Θεωρούμε ότι η δομή Ο 0 είναι ΕΔΧ γεν χρώματος, αντίθετα με τη δομή Ο 0 είναι ενός ΕΔΧ γεν χρώματος, είναι απλή, βασική. Το ΕΔΧ σε αυτή τη δομή είναι άμεσα συνδεδεμένο με το Ο 0 και το είναι χρώματος λειτουργεί ως επιβοηθητικό ρήμα. Συνεπώς, στη δομή αυτή γίνονται αποδεκτά μόνο επίθετα που έχουν το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [+χρώμα]. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε, χωρίς να αλλάξει η σημασία, να αντικαταστήσουμε το είναι με το είναι χρώματος σε φράσεις όπως: (123) Αυτό το φόρεμα είναι (μπλε + κόκκινο + πράσινο) = Αυτό το φόρεμα είναι (μπλε + κόκκινου + πράσινου) χρώματος Αυτό το φόρεμα είναι (ανοιχτό + σκούρο + έντονο) = Αυτό το φόρεμα είναι (ανοιχτού + σκούρου + έντονου) χρώματος 122 Όσον αφορά τα μετωνυμικά ΟΔΧ, καθώς πρόκειται για ουσιαστικά, δεν εμφανίζουν συμφωνία με το πυρηνικό στοιχείο και, όπως διαπιστώσαμε πιο πάνω, εμφανίζονται μεταονοματικά. Εκτός από τις απλές δομές, όπως στο παράδειγμα (124α), παρουσιαζονται και σε πιο σύνθετες δομές, με την προσθήκη του ημιλεξικού χρώμα (124β) και σε εμπρόθετες φράσεις (124γ): (124) α. έβαψε τους τοίχους μανόλια/ πασχαλιά/ Αιγαίο β. έβαψε τους τοίχους χρώμα μανόλια/ χρώμα πασχαλιά/ χρώμα Αιγαίο γ. έβαψε τους τοίχους σε χρώμα μανόλια/ σε χρώμα πασχαλιά/ σε χρώμα Αιγαίο Στις περιπτώσεις αυτές που το ΟΔΧ λειτουργεί ως ουσιαστικό, υπάρχει η δυνατότητα να τροποποιηθεί ο χρωματικός όρος με ένα ΕΔΧ τροπ όπως ανοιχτό, σκούρο, ματ κτλ. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι σημασία του ΕΔΧ τροπ σε τέτοιες δομές είναι ανάλογη με αυτή ενός επιρρήματος (πρβλ. Fábregas 2002): 123 (125) έβαψε τους τοίχους μανόλια ανοιχτό έβαψε τους τοίχους χρώμα μανόλια ανοιχτό 122 Βλ. και κτητικά σύνθετα: ανοιχτόχρωμο, σκουρόχρωμο αλλά *εκτυφλωτικόχρωμο, *υπεροχόχρωμο. 123 Πρβλ. το επίρρημα στη φράση: έντονα κίτρινο χρώμα. 117

135 έβαψε τους τοίχους σε χρώμα μανόλια ανοιχτό Ένα άλλο ζήτημα που μας απασχόλησε στις δομές όπου τα ΟΔΧ λειτουργούν ως ουσιαστικά είναι η έλλειψη συμφωνίας τους με τα ΕΔΧ τροπ. Πράγματι, τα ΕΔΧ τροπ φαίνεται να μην συμφωνούν με το ΟΔΧ, που αποτελεί το δεύτερο όρο αυτής της ποιοτικής ονοματικής φράσης, κατά τον Riemsdijk (1998), παρά με τον πρώτο όρο, το ημιλεξικό στοιχείο χρώμα: (125α) έβαψε τους τοίχους (χρώμα) μανόλια ανοιχτό/?ανοιχτή/ *ανοιχτούς Το χαρακτηριστικό αυτό πιθανόν να συνδέεται και με μια άλλη χαρακτηριστική ιδιότητα της δομής που εξετάζουμε (107). Κατά την Σταύρου (1995: 261), στη δομή αυτή το δεύτερο όνομα της ποιοτικής ονοματικής φράσης αποτελεί μνεία και συνδέεται αναμφίβολα με το αμετάβλητο του ονόματος, με άλλα λόγια την ακλισία του. Παρατηρούμε ότι ανεξάρτητα από την πτώση που φέρει το ημιλεξικό στοιχείο, το λεξικό στοιχείο μένει γενικά άκλιτο: (226) το χρώμα κόκκινο/ λεβάντα/ Μύκονος οι αποχρώσεις του χρώματος κόκκινο/ λεβάντα/ Μύκονος Η αμετάβλητη μορφή του ονόματος είναι η ονομαστική, όπως φαίνεται στα παραδείγματα (226). Η Σταύρου (ό.π.) θεωρεί πως η επιλογή της ονομαστικής από το λεξικό στοιχείο (δεύτερο όνομα) παραπέμπει άμεσα στη λειτουργία του ονομάζειν. Ως στοιχεία μνείας-ανάκλησης της ονομασίας, τα ονόματα αυτά έχουν τη μορφή της ονομαστικής και δεν φαίνεται να είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το δεύτερο όνομα μπορεί να αποτελέσει μέρος της παράφρασης που περιέχει το ονομάζεται : αυτό το χρώμα ονομάζεται λεβάντα/ ωκεανός. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις των μετωνυμικών ΟΔΧ, το χρώμα ως εννοιακή κατηγορία είναι πιο κοντά στο ουσιαστικό από ό,τι στο επίθετο, αφού πρόκειται για μια κατηγορία στην οποία ανήκει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό και όχι για μια ιδιότητά του (βλ. κεφάλαιο 2) Τα παράγωγα ΕΔΧ ως τροποποιητές Με βάση το μοντέλο του Molinier (2005), τα επίθετα που σχηματίζονται με επιθήματα πάνω σε βάση ΟΔΧ είναι ΕΔΧ τροπ, εφόσον επιβεβαιώνουν τις καθορισμένες ιδιότητες. 118

136 Όπως ήδη αναφέραμε προηγουμένως, ως ΕΔΧ τροπ είναι αποδεκτά στη δομή Αυτό το χρώμα είναι ΕΔΧ αλλά μη αποδεκτά στη δομή Αυτό το χρώμα είναι το ΕΔΧ τροπ χρώμα: (127) Αυτό το χρώμα είναι (κιτρινωπό + κοκκινωπό + πορφυρένιο) *Αυτό το χρώμα είναι το (κιτρινωπό + κοκκινωπό + πορφυρένιο ) χρώμα Όπως τα ΕΔΧ τροπ και αντίθετα με τα ΕΔΧ, αυτά τα επίθετα εμφανίζονται στη δομή Αυτό το Ο έχει ένα ΕΔΧ τροπ ΕΔΧ χρώμα: (128) Αυτή η καρέκλα έχει ένα (κιτρινωπό + ασπρουλιάρικο + γκριζωπό) χρώμα Τέλος, τα επίθετα που σχηματίζονται με την εφαρμογή επιθημάτων πάνω σε βάσεις ΟΔΧ, όπως ισχύει με τους άμεσους τροποποιητές, είναι αποδεκτά ως τροποποιητές δίπλα σε ένα γενικό ΕΔΧ στη δομή Αυτό το Ο έχει ένα ΕΔΧ τροπ ΕΔΧ χρώμα: (129) Αυτό το αυτοκίνητο έχει ένα (πρασινωπό + μαυριδερό) μπλε χρώμα Ωστόσο, παρατηρούμε τις εξής ιδιαιτερότητες: α) Ένα επίθετο που σχηματίζεται με εφαρμογή επιθήματος στη βάση ενός ΕΔΧ δεν είναι αποδεκτό ως τροποποιητής ενός ΕΔΧ που σχηματίζεται πάνω στην ίδια βάση: (130) *Αυτή η κουρτίνα έχει ένα (κοκκινωπό κόκκινο + κιτρινωπό κίτρινο) χρώμα Αυτοί οι δύο όροι είναι στην πραγματικότητα ασύμβατοι με τη λογική έννοια του όρου: δεν μπορούν ούτε να είναι και οι δύο αληθείς ούτε και οι δύο ψευδείς (Molinier ό.π.). β) Ένα επίθετο που σχηματίζεται με επιθηματοποίηση με βάση ένα ΕΔΧ είναι πάντα αποδεκτό σε λειτουργία τροποποιητή ενός ΕΔΧ αν η βάση του τροποποιητή αναπαριστά έναν γειτονικό τόνο σε σχέση με τον τόνο της βάσης του τροποποιημένου ΕΔΧ: (131) Αυτή η κουρτίνα έχει ένα (κιτρινωπό πορτοκαλί + πρασινωπό μπλε + μπλεδίζον μοβ) χρώμα γ) Ένα επίθετο που βρίσκεται σε θέση παράθεσης σε σχέση με ένα ΕΔΧ είναι γενικά αποδεκτό σε λειτουργία τροποποιητή ενός ΕΔΧ αν η σχέση ανάμεσα στη βάση του τροποποιητή και τη βάση του ΕΔΧ είναι μια σχέση είδους-γένους: (132) Αυτή η κουρτίνα έχει ένα (πράσινο λαχανί + μπλε τιρκουάζ + κόκκινο αιματί + ) χρώμα 119

137 Αξίζει να σημειωθεί ότι θα πρέπει να διαχωριστεί το πρασινωπό μπλε από το πρασινομπλέ και το κιτρινωπό πράσινο από το κιτρινοπράσινο κτλ. 124 Πράγματι, τα πρασινομπλέ και κιτρινοπράσινο αντιστοιχούν σε χρώματα του χρωματικού κύκλου, ενώ τα πρασινωπό μπλε και κιτρινωπό πράσινο περιγράφουν ένα μπλε που έχει μια ελαφρά κλίση προς το πράσινο και ένα πράσινο με ελαφρά κλίση προς το κίτρινο (προσεγγιστικά ΕΔΧ) Οι ιδιότητες των ΕΔΧ τροπ Τα ΕΔΧ τροπ γενικά περιορίζουν την κατονομασία του ΟΔΧ που λειτουργεί ως πυρήνας του συνθέτου. Θα πρέπει να προσθέσουμε, ωστόσο, ότι αυτή δεν είναι η μοναδική ιδιότητά τους. Τα επίθετα αυτά μπορούν να συνεκφέρονται με ΟΔΧ χωρίς να περιορίζουν την αναφορά τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα ΕΔΧ τροπ μπαίνουν σε κατηγορηματική θέση σε σχέση με ένα ουσιαστικό διαφορετικό από το ΟΔΧ. Επομένως, το στοιχείο που τροποποιείται είναι αυτό το άλλο ουσιαστικό και η κατονομασία του ΟΔΧ δεν επηρεάζεται με κανέναν τρόπο, όπως φαίνεται στο παράδειγμα, όπου το ΟΔΧ πραγματώνεται ως επίθετο: (133) έβαψε τα μαλλιά της ξανθά χρυσαφιά Είναι αντιληπτό ότι στο παραπάνω παράδειγμα το ΕΔΧ χρυσαφιά δεν αποτελεί τόνο του ξανθού χρώματος, αλλά των ίδιων των μαλλιών. Τόσο το ξανθά όσο και το χρυσαφιά αναφέρονται στο ουσιαστικό μαλλιά, που είναι ταυτόχρονα και ξανθά και χρυσαφιά. Ο ομιλητής που περιγράφει με αυτόν τον τρόπο τα μαλλιά πιθανόν να σκέφτεται ένα αντικείμενο η επιφάνεια του οποίου δεν είναι ομοιόμορφη όσον αφορά το χρώμα. Τα εν λόγω μαλλιά θα πρέπει να έχουν και τα δύο χρώματα με τρόπο διακριτό (ανταύγειες). Το παράδειγμα (133) ερμηνεύεται διαφορετικά από το παρακάτω: (134) έβαψε τα μαλλιά της ξανθά χρυσαφί Στην περίπτωση αυτή, παρατηρούμε ότι το επίθετο χρυσαφί περιορίζει την κατονομασία του ΕΔΧ ξανθά, προσδίδοντας έναν ιδιαίτερο τόνο. Το ουσιαστικό μαλλιά εδώ δεν εμφανίζει καμία άμεση σχέση με το επίθετο χρυσαφί. Με την περιγραφή αυτή κατανοούμε ότι όλη η επιφάνεια των μαλλιών έχει το ίδιο ομοιόμορφο χρώμα, ένα ξανθό χρώμα που προσεγγίζει το χρυσαφί. 124 Βλ. κεφάλαιο 2 (σύνθετα) και κεφάλαιο 4 (συνδυασμοί ΟΔΧ). 120

138 3.4 Ουσιαστικοποίηση Κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη et al. (2012: 38) και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1997α: 53), ο όρος ουσιαστικοποίηση (substantivization) αναφέρεται σε μια περίπτωση ονοματοποίησης (nominalization), τη διαδικασία παραγωγής ενός ουσιαστικού από επίθετο, που αποκτά νέα εξειδικευμένη σημασία. Οι Giannakidou & Stavrou (1999) υποστηρίζουν ότι τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα (ΟΕ) αποκτούν τις μορφολογικές, συντακτικές και σημασιολογικές ιδιότητες των ουσιαστικών, με αποτέλεσμα να έχουν καθορισμένο γένος, αριθμό και σημασία: το καλό vs *η καλή, και διαφοροποιούν την ουσιαστικοποίηση του επιθέτου από την ονοματική υποδιαγραφή (nominal subdeletion), που ως συντακτική διαδικασία θεωρείται υποκατηγορία της έλλειψης (ellipsis): Η Μαρία έχει ένα κόκκινο παλτό και η Γιάννα ένα άσπρο [παλτό]. Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: 150) αναλύοντας το φαινόμενο της ουσιαστικοποίησης του επιθέτου, τονίζει ότι απαλείφεται το ουσιαστικό και παραμένει ο προσδιορισμός, γιατί στην αντίθετη περίπτωση η απαλοιφή του προσδιορισμού, του στοιχείου δηλαδή που εξειδικεύει, θα αφαιρούσε το λόγο ύπαρξης του ουσιαστικού, που έχει γενικό χαρακτήρα, και θα μετέτρεπε το ουσιαστικό σε πολύσημη λεξική μονάδα. Η πιο συχνή αλλαγή γραμματικής κατηγορίας αφορά το επίθετο που μετατρέπεται σε ουσιαστικό. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής είναι δύο: α) Το επίθετο μαζί με το ουσιαστικό αποτελούν μια ιδιαίτερα συχνή ονοματική φράση που ειδικότερα στο λεξιλόγιο μπορεί να αποκτήσει τις ιδιότητες του πολυλεκτικού συνθέτου. Έτσι το επίθετο που αποτελεί τον προσδιορισμό του ουσιαστικού αναλαμβάνει να παίξει και το ρόλο του ουσιαστικού, δηλαδή του προσδιοριζόμενου, μετά την παράλειψη του τελευταίου. β) Αυτή η αλλαγή της γραμματικής κατηγορίας διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι δύο κατηγορίες, του ουσιαστικού και του επιθέτου, έχουν ως ένα βαθμό κοινό κλιτικό σύστημα. Οι Αναστασιάδη-Συμεωνίδη et al. (2012) διακρίνουν τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα (ΟΕ) της ελληνικής στα ΟΕ με μετατροπή, τα οποία παράγονται στη μορφολογία, και στα ΟΕ με έλλειψη, που παράγονται στη σύνταξη. Στο συντακτικό επίπεδο, τα ΟΕ με μετατροπή εμφανίζονται συγχρονικά μόνο ως ουσιαστικά με εξειδικευμένη σημασία, π.χ. το λεξικό, η κριτική, το καλό, το γλυκό, το ιερό, ενώ τα ΟΕ με έλλειψη εμφανίζονται συγχρονικά και ως συστατικά λεξικών φράσεων (ή πολυλεκτικών συνθέτων) και ως 121

139 ουσιαστικά, π.χ. το αστικό λεωφορείο & το αστικό, οι πανελλαδικές εξετάσεις & οι πανελλαδικές, το κινητό τηλέφωνο & το κινητό. Τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας ανήκουν και στις δύο κατηγορίες (π.χ. τα σκούρα (ρούχα), το μαύρο (χόρτο) κτλ.). Ο Roché (1991: ) αναφερόμενος στην έλλειψη χρησιμοποιεί το εξής παράδειγμα: στη φράση πίνω μια ξανθιά, το μια ξανθιά είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης του ουσιαστικού στην ΟΦ μια ξανθιά μπίρα. Στην περίπτωση της έλλειψης, η ουσιαστικοποίηση προκύπτει από την αρχή της οικονομίας: όταν δεν υπάρχει πιθανή αμφισημία, η φράση μια ξανθιά είναι πολύ πιο οικονομική από τη φράση μια ξανθιά μπίρα. Η ουσιαστικοποίηση επηρεάζει όλες τις γραμματικές κατηγορίες. Έτσι, στοιχεία από άλλες γραμματικές κατηγορίες (επίθετα, ρήματα, κτλ.) μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση ουσιαστικού. Ωστόσο, οι Gross et al. (2001) επισημαίνουν ότι η ουσιαστικοποίηση δεν αποτελεί καθαρά μορφολογική λειτουργία. Πρέπει να ανήκουν και στην ίδια σημασιολογική τάξη. Εδώ μας ενδιαφέρουν τα ουσιαστικά που σχηματίζονται από ΕΔΧ. Μετά την ουσιαστικοποίηση, τόσο το ΕΔΧ όσο και το ουσιαστικό διατηρούν την ίδια σημασία και εκφράζουν το ίδιο χρώμα. (135) κίτρινο το κίτρινο Στη βιβλιογραφία προτείνεται μια ανάλυση κατά την οποία η συμπεριφορά ως ουσιαστικού ενός ΟΔΧ μπορεί να ερμηνευτεί από την έλλειψη του γενικού ουσιαστικού χρώμα με το οποίο συμφωνεί το επίθετο (ή τα επίθετα) σε γένος και αριθμό, και συμβολίζεται ως εξής: ΕΔΧ -ο (ΕΔΧ που έχει ουσιαστικοποιηθεί). Τα ΕΔΧ μπορούν γενικά να μετατραπούν σε ΟΔΧ, ουδέτερου γένους, με ουδετέρωση του γένους (Roché 1991): (136) το γαλάζιο, το κόκκινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί, Οι τύποι αυτοί ισοδυναμούν με τις ΟΦ =: το ΕΔΧ χρώμα: (137) το γαλάζιο χρώμα, το κόκκινο χρώμα, το κίτρινο χρώμα, το πορτοκαλί χρώμα, κτλ. Μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε ελεύθερα στις ΟΦ που παρουσιάζουν αυτή τη δομή: (138) Στη Μαρία αρέσει το (γαλάζιο + κόκκινο + κίτρινο + ) χρώμα = Στη Μαρία αρέσει το (γαλάζιο + κόκκινο + κίτρινο + ) 122

140 Η ουσιαστικοποίηση αφορά ως επί το πλείστον τα ΕΔΧ και όχι τα ΕΔΧ τροπ : (139) *το ανοιχτό, *το σκούρο, *το έντονο, Βέβαια, η ουσιαστικοποίηση είναι πιθανή για κάποια ΕΔΧ τροπ αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που γίνεται για τα ΕΔΧ. Πράγματι, το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο μπορούν να εκφράσουν το ίδιο το κόκκινο, το ίδιο το πράσινο, το ίδιο το κίτρινο ή τα κόκκινα πράγματα 125, τα πράσινα πράγματα, τα κίτρινα πράγματα κτλ. Όταν όμως μιλάμε για ανοιχτό, σκούρο κτλ. δεν μπορεί τα εκφραστεί *το ίδιο το ανοιχτό, *το ίδιο το σκούρο, κτλ. παρά μόνο τα σκούρα πράγματα, τα ανοιχτά πράγματα κτλ. πάντα στον πληθυντικό: (140) Του Γιάννη του πάει πολύ το κόκκινο (ό,τι είναι κόκκινο) Του αρέσει το κόκκινο (το ίδιο το κόκκινο) (141) Του Γιάννη του πάνε τα σκούρα (τα σκούρα ρούχα) *Του αρέσει το σκούρο (το ίδιο το σκούρο) (142) Μου αρέσουν τα παλ *Μου αρέσει το παλ (το ίδιο το παλ) Ωστόσο, σε αυτή την ερμηνεία σχετικά με τη φύση των ΟΔΧ υπάρχει ο αντίλογος ότι αν πραγματικά αποβάλλεται το ουσιαστικό χρώμα, θα περιμέναμε σε εκείνες τις γλώσσες που το γενικό ουσιαστικό που δηλώνει χρώμα είναι θηλυκό, ο κλιτικός τύπος που υποτίθεται ότι συμφωνεί με αυτό να ήταν επίσης θηλυκός. Συνεπώς, τόσο το επίθετο όσο και το άρθρο θα ήταν θηλυκά. Στα γαλλικά, όμως, το ουσιαστικό χρώμα, couleur, είναι θηλυκό και παρ όλα αυτά τόσο το ΟΔΧ όσο και το άρθρο είναι αρσενικά 126 : (143) un bleu foncé (όχι *une bleue foncée) Επομένως, υποψιαζόμαστε ότι ίσως να μην είναι ακριβές να αναζητούμε ελλειπτικούς πυρήνες ουσιαστικών, ούτε λεξικούς ούτε γραμματικούς, αφού ο πραγματικός πυρήνας της φράσης είναι το ΟΔΧ. Το ΟΔΧ μπορεί να λειτουργεί ως ουσιαστικό και να συνδυαστεί με δεικτικά ή μπορεί να προσδιοριστεί και από επίθετα, όπως βλέπουμε στο παράδειγμα: 125 Ρούχα, αξεσουάρ κτλ. 126 Μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει ονοματική έλλειψη, καθώς λείπει ένας αφηρημένος ονοματικός πυρήνας χωρίς σημασιολογικό περιεχόμενο. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι επαρκές το επιχείρημα, καθώς εξακολουθεί το ΕΔΧ να μην συμπεριφέρεται σαν κανονικό επίθετο, αφού παρουσιάζει ιδιαιτερότητες (π.χ. σε κάποιες περιπτώσεις δεν δέχεται διαβάθμιση, δεν παράγει επιρρήματα κτλ.). 123

141 (144) Έβαψα τα μαλλιά μου ένα πολύ έντονο κόκκινο 3.5 Συμφωνία γένους-αριθμού των ΕΔΧ α) ΕΔΧ που χρησιμοποιούνται μόνα τους Ένας μικρός αριθμός απλών αυτόνομων ΕΔΧ συμφωνούν σε γένος και αριθμό με τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν. Πρόκειται για τα επίθετα ελληνικής προέλευσης και όσα έχουν προσαρμοστεί πλήρως στη νέα ελληνική. Τα μη προσαρμοσμένα δάνεια ΕΔΧ, όπως είναι γνωστό, δεν εμφανίζουν συμφωνία: (145) Ο Γιάννης φοράει (μαύρες + κόκκινες + πράσινες + ) γραβάτες Ο Γιάννης φοράει (καφέ + γκρι + μπλε + ) γραβάτες Επίσης, στην κατηγορηματική λειτουργία ένα επίθετο μπορεί να αναφέρεται σε μια αντωνυμία ή σε ένα στοιχείο που δεν εκφράζεται ρητά: (146) Τον έβαψα άσπρο (άσπρο = κατηγορούμενο αντικειμένου) Είναι άσπρος (άσπρος = κατηγορούμενο υποκειμένου) Επιπλέον, όπως είναι αναμενόμενο, δεν εμφανίζουν συμφωνία τα ουσιαστικά όπως βανίλια, καστανιά, κερασιά, που εκφράζουν αποχρώσεις συγκεκριμένων πεδίων (και έχουν σημασιολογικούς περιορισμούς). Το ίδιο ισχύει και για τα πολυλεκτικά ΟΔΧ λευκό τιτανίου, κόκκινο Βουργουνδίας, που συνήθως δεν εμφανίζουν συμφωνία, αλλά μπορεί να εμφανιστούν σε εμπρόθετη δομή: σε/με+οδχ: (147) α. Αυτό το σεντόνι είναι λεβάντα και συνδυάζεται με μαξιλαροθήκες μαστίχα. β. Ο ζωγράφος έβαψε τα χρυσάνθεμα κίτρινο Van Gogh. γ. Ο ζωγράφος έβαψε τα χρυσάνθεμα με κίτρινο Van Gogh. δ. Αυτά τα πλακάκια τα προτιμώ σε βανίλια. Ως προς τα παράγωγα επίθετα που ακολουθούνται από το προσαρμοσμένο στο κλιτικό σύστημα επίθημα -ής-ιά-ί, συνήθως προτιμάται το μη προσαρμοσμένο σε γένος, επομένως ούτε εδώ υπάρχει συμφωνία (πιο αναλυτικά στο κεφ. 2), π.χ. ένας πορτοκαλί φάκελος, μια θαλασσί φούστα παρά το προσαρμοσμένο, π.χ. ένας πορτοκαλής φάκελος, μια θαλασσιά φούστα. (βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996): (148) Ο πορτοκαλί καναπές / Ο πορτοκαλής καναπές 124

142 Τα πορτοκαλί παπούτσια / Τα πορτοκαλιά παπούτσια Η πορτοκαλί φούστα /? Η πορτοκαλιά φούστα Ειδικά στο θηλυκό, ίσως να αποφεύγεται λόγω ομωνυμίας (πορτοκαλιά = δέντρο) για αποφυγή της ασάφειας. 127 Παράλληλα, τα περισσότερα ΕΔΧ τροπ συμφωνούν σε γένος και αριθμό με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, εκτός από τα (μη προσαρμοσμένα, άκλιτα) δάνεια: (149) Αυτά τα χρώματα είναι (ανοιχτά + σκούρα + έντονα + ) Αυτά τα χρώματα είναι (παλ + φαντεζί + φλούο + ) β) Όταν δύο ΕΔΧ προσδιορίζουν το ίδιο ουσιαστικό Περισσότερα του ενός ΕΔΧ μπορούν να προσδιορίσουν δύο διαφορετικά χρώματα του ίδιου αντικειμένου: (150) α. Φορούσαν κόκκινες και πράσινες στολές β. Φορούσαν κοκκινοπράσινες στολές Η φράση (150α) μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: Υπήρχαν διάφορες στολές, από τις οποίες άλλες ήταν κόκκινες και άλλες πράσινες. Η φράση (150β) μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: Υπήρχαν διάφορες στολές που όλες είχαν επάνω τους δύο διακριτά χρώματα, και κόκκινο και πράσινο, όχι όμως αναμειγμένο. Γενικά, για να ερμηνεύσουμε ένα 127 Ο Γιάννης Η. Χάρης, στο άρθρο του με τίτλο: Το αύταρκες ή το αυτάρκες, στην εφημερίδα Τα Νέα, 28 Αυγούστου 1999, αναφέρει: «Και η ασημί μερσεντές, που κάνει καλή φίλη και εκλεκτή συνάδελφο να αλλοφρονεί: προτού αστειευτούμε ότι ο κάτοχός της δεν θα την αγόραζε καν, αν ήταν ασημιά (κοινωνικές ανάγκες δεν εκφράζει η γλώσσα;), πρέπει να δούμε την έντονη παρουσία της λέξης χρώμα, που βαραίνει σε όλα τα γένη: το ασημί χρώμα μοιάζει να ρυθμίζει και το αρσενικό ο ασημί χαρτοφύλακας και το θηλυκό η ασημί μερσεντές. Δηλαδή: χαρτοφύλακας [χρώματος] ασημί, όπως ακριβώς ακούμε να ψωνίζουν μια μπλούζα σε πορτοκαλί». Άλλωστε, η κυριαρχία του ουδετέρου είναι γενικότερη, καθώς με την κατάληξη -ί προσδιορίζουμε και χρώματα που δηλώνονται με την παραπομπή στην πηγή-πρότυπο: λαχανί, καναρινί, παπαγαλί, λεμονί, χωρίς να σχηματίζονται απαραιτήτως και τα άλλα γένη, π.χ. ο λαχανής τοίχος, η παπαγαλιά φούστα! Γενικότερα, τα περισσότερα επίθετα σε -ής που σημαίνουν χρώμα είναι δύσκολα ανεκτά στο θηλυκό κυρίως γένος (η κανελιά; η ζαχαριά; η μελιά; η ουρανιά φούστα; άσε πια η λεμονιά, που αντί για χρώμα θα θυμίζει δέντρο!). Αλλά και το γεγονός ότι πολλά χρώματα είναι ξενικά και άκλιτα (μπλε, ροζ, μοβ, μπεζ) συντελεί ίσως να μείνουν άκλιτα και τα επίθετα αυτής της κατηγορίας ( )» 125

143 συνδυασμό χρωμάτων ως ανάμειξη, θα πρέπει αυτά τα δύο χρώματα να εκφράζουν γειτονικές τονικότητες, π.χ. γκριζοπράσινο, γαλαζοπράσινο κτλ. Έτσι, μια γαλαζοπράσινη στολή θα ήταν μια στολή που έχει γαλάζιο χρώμα που τείνει προς το πράσινο (βλ. και παράγραφο β). Αυτού του τύπου οι συνδυασμοί δύο (ή περισσότερων) ΕΔΧ χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στο δημοσιογραφικό λόγο για την περιγραφή αθλητικών ομάδων, με βάση τα χρώματα των στολών τους: (151) οι ερυθρόλευκοι (Ολυμπιακός) οι κιτρινόμαυροι (Άρης, ΑΕΚ) οι κυανέρυθροι (Πανιώνιος) οι ασπρόμαυροι (ΠΑΟΚ) Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένα επίθετα, καθώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπονοείται το ουσιαστικό παίχτες. Τα επίθετα αυτά συμφωνούν στον αριθμό αλλά και στο γένος (και την πτώση), π.χ. η ερυθρόλευκη ομάδα (ή η ομάδα των ερυθρολεύκων). Με την ίδια λογική περιγράφονται και οι σημαίες των εθνών, π.χ. γαλανόλευκη. Αν η στολή μιας ομάδας έχει ένα μόνο χρώμα ή αν ένα από τα δύο είναι το λευκό, τότε έχουμε ονομασίες του τύπου: (152) οι πράσινοι (ΠΑΟ) οι γαλάζιοι (Εθνική Ελλάδος, Ηρακλής) οι βυσσινιοί 128 (η ομάδα της Λάρισας) Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η συμφωνία των επιθέτων, ουσιαστικοποιημένων ή μη, εξαρτάται από τον βαθμό επιθετικοποίησης. Εκτός από αθλητικές ομάδες ή οπαδούς τους, τα ΟΔΧ έχουν την ικανότητα να μετατρέπονται σε ταξινομικούς όρους που εκφράζουν κοινωνικές ομάδες, όπως εθνικότητες, πολιτικές παρατάξεις ή και πολιτισμικές: οι γαλάζιοι, οι πράσινοι. 128 Οι βυσσινιοί είχαν καλή παρουσία και πήραν μια σημαντική νίκη σε μια κρίσιμη καμπή του πρωταθλήματος. ( 126

144 3.6 Θέση των ΕΔΧ σε σχέση με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό Όπως ήδη αναλύθηκε στις παραγράφους και 3.2.2, ως προς τη θέση τους, τα γενικά ΕΔΧ και τα ΕΔΧ τροπ, όπως όλα τα επίθετα, γενικά εμφανίζονται σε προονοματική θέση, προηγούνται δηλαδή του ουσιαστικού που συνοδεύουν: 129 (153) το κόκκινο μπαλόνι ένα κόκκινο μπαλόνι κάποιο κόκκινο μπαλόνι επτά κόκκινα μπαλόνια Επιπλέον, τα ΕΔΧ μπορούν να απομακρυνθούν από το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, ωστόσο με περιορισμούς. Δεν είναι δυνατόν να μεσολαβεί ανάμεσα στο ΕΔΧ και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό κανένα άλλο επίθετο, εκτός από όσα δηλώνουν σχήμα (154α), και κάποια ταξινομικά, με αλλαγή στη σημασία (154β): (154) α. μια κόκκινη στρογγυλή μπάλα / μια στρογγυλή κόκκινη μπάλα β. μια κόκκινη σκοτσέζικη φούστα / μια σκοτσέζικη κόκκινη φούστα Η πιο συχνή ερμηνεία του (154β) είναι η εξής: ο πρώτος συνδυασμός δηλώνει ότι από το σύνολο των φουστών που αντιστοιχούν στα τυπικά χαρακτηριστικά μιας σκοτσέζικης φούστας, διαλέγουμε αυτές που έχουν κόκκινο χρώμα αντίθετα, η δεύτερη πρόταση δηλώνει ότι από το σύνολο όλων των κόκκινων φουστών επιλέγουμε το υποσύνολο αυτών που επιπλέον έχουν τα χαρακτηριστικά του σκοτσέζικου τύπου φούστας. Οι περιορισμοί, επιπλέον, εξαρτώνται από το σύνδεσμο που ενώνει τα ΕΔΧ. Το διαζευκτικό ή φαίνεται να έχει τις πιο αυστηρές απαιτήσεις, το και λιγότερο αυστηρές, ενώ τα αλλά, ωστόσο κτλ. πολύ χαλαρές (Vendler 1968: ): (155) α. *είναι μια ξανθιά και γρήγορη χορεύτρια β. είναι μια ψηλή και ξανθιά χορεύτρια Στο παράδειγμα (155α) έχουμε μια μη γραμματική φράση, καθώς η φράση χορεύει γρήγορα, που έχει υποστεί απαλοιφή, δεν εντοπίζεται στο άλλο συστατικό της πρότασης (είναι ξανθιά). Αντίθετα, η πρόταση (155β) είναι γραμματική, καθώς το ίδιο συνδετικό ρήμα συνδέει και τα δύο επίθετα με το ίδιο υποκείμενο. Επιπλέον, η αγραμματικότητα της πρότασης: 129 Τα μετωνυμικά ΟΔΧ (βανίλια, ωκεανός κτλ.) και τα σύνθετα κίτρινο Van Gogh, κόκκινο Βουργουνδίας έπονται, αφού αποτελούν ουσιαστικά. Πιο αναλυτικά: βλ. παράγραφο

145 (156) *είδε κόκκινο και ένα μήλο μας πείθει ότι η ταυτότητα που προϋποθέτουμε δεν είναι απλώς μορφολογική αλλά εμπλέκει και μετασχηματιστικές πηγές. Έτσι, παρόλο που τα παραδείγματα: (157) α. Είναι μια γρήγορη χορεύτρια β. Είναι μια ξανθιά χορεύτρια είναι μορφολογικά πανομοιότυπα εκτός από τα δύο επίθετα, η διαφορά στη μετασχηματιστική πηγή εμποδίζει το συνδυασμό τους. Στο παράδειγμα: (158) *μια πράσινη και άνετη καρέκλα προσπαθούν να συνδυαστούν δύο επίθετα διαφορετικών κατηγοριών. Οι ιδανικοί συνδυασμοί παραμένουν στην ίδια κατηγορία: (159) κόκκινες και άσπρες ρίγες Υπάρχουν βέβαια αμφισημίες, όπως: (160) Βλέπω κόκκινα και πράσινα σπίτια που προκύπτει από τις προτάσεις: (161) Βλέπω κόκκινα σπίτια Βλέπω πράσινα σπίτια Βλέπω σπίτια που είναι κόκκινα και πράσινα Πρόκειται για αποδεκτές παραγωγές από το ιδανικό. Εξάλλου, το και, όπως είπαμε, είναι πιο ανεκτικό από το ή. Οι προτάσεις (162α) και (162β) είναι υπό αμφισβήτηση, ενώ οι (162γ-ε) είναι μη γραμματικές, καθώς τα επίθετά τους έχουν διαφορετικό μετασχηματιστικό πυρήνα από το υποκείμενο (ό.π.): (162) α.?στρογγυλό και κίτρινο μπαλόνι β.?βαθιά και μαύρη τρύπα γ. *γρήγορο και κίτρινο αυτοκίνητο δ. *πράσινο και τρεχούμενο νερό ε. *κόκκινο και σπασμένο βάζο Από την άλλη, το ή είναι πολύ πιο ακριβές. Απαιτεί εναλλακτικές μέσα από την ίδια κατηγορία επιθέτων: (163) κόκκινα ή ροζ λουλούδια *μεγάλη ή μαύρη τρύπα Με τους συνδέσμους αλλά, όμως, ωστόσο κτλ. συναντάμε μεγαλύτερη ελευθερία: (164) πράσινη αλλά ώριμη ντομάτα Εδώ έχουμε άλλου τύπου περιορισμό. Ενώ μπορούμε να πούμε το παραπάνω παράδειγμα, δεν ισχύει το ίδιο και για το εξής: 128

146 (165)?*κόκκινη αλλά ώριμη ντομάτα Οι σύνδεσμοι αυτοί δηλώνουν αντίθεση και, αφού μια κόκκινη ντομάτα είναι συνήθως ώριμη, δεν υπάρχει αντίθεση. Όλα τα παραπάνω ισχύουν για τις ακολουθίες στις οποίες παρεμβάλλονται σύνδεσμοι (σπασμένες ακολουθίες). Στις ακολουθίες χωρίς συνδέσμους (μη σπασμένες ακολουθίες) τα επίθετα ενσωματώνονται με διαφορετικές λειτουργίες: (166) σπασμένο πράσινο βάζο άνετη κόκκινη καρέκλα Η διαφορά των δύο τύπων ακολουθιών αποδίδεται σχηματικά ως εξής: Α) Σπασμένες ακολουθίες: (Ε+Σ+Ε)Ο Β) Μη σπασμένες ακολουθίες: Ε[Ε[ [ΕΟ]] ] Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, ότι η φυσική ιεραρχία των επιθέτων εξαρτάται από τις μετασχηματιστικές λειτουργίες των διαφορετικών κατηγοριών επιθέτων, όπως αναλύεται στην παράγραφο που ακολουθεί. 3.7 Η σειρά εμφάνισης των ΕΔΧ Όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα επίθετα που προσδιορίζουν το ίδιο όνομα, οι ομιλητές έχουν την τάση να τα χρησιμοποιούν με ορισμένη σειρά, ανάλογα με την κατηγορία τους και με την ειδική τους σημασία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σειρά αυτή είναι απαράβατη. Κατά τον Vendler (1967: 183) στην κατηγορία που ανήκουν τα χρωματικά επίθετα, που είναι και η πιο βασική, τα επίθετα που κατονομάζουν είδη είναι πιο ουσιαστικοφανή, έπονται από τα ονόματα που δηλώνουν χρώμα, σχήμα και τέλος από άλλα επίθετα που εμφανίζουν σχέσεις αντίθεσης, όπως όμορφος, άσχημος κτλ., και που απέχουν περισσότερο από το ουσιαστικό, είναι -με άλλα λόγια- λιγότερο ουσιαστικοφανή (βλ. και παράγραφο 4.1). Πιο συγκεκριμένα, τα ταξινομικά επίθετα βρίσκονται πάντα πιο κοντά στο όνομα 130 απ ό,τι τα περιγραφικά (και συνήθως προηγούνται του ονόματος). Οι «ενδιάμεσες» κατηγορίες επιθέτων, εκείνες δηλαδή που εμφανίζουν χαρακτηριστικά και των δύο κατηγοριών, τοποθετούνται ανάμεσά τους συγκεκριμένα, τα επίθετα που δηλώνουν ύλη 130 Η ιδιαιτερότητα των ταξινομικών επιθέτων και η στενότερη σχέση τους με το όνομα που προσδιορίζουν αποτυπώνεται και στη γραφή: ενώ μπορεί να υπάρχουν κόμματα μεταξύ όλων των περιγραφικών επιθέτων, δεν εμφανίζεται κόμμα μεταξύ του (τελευταίου) περιγραφικού επιθέτου και του ταξινομικού που ακολουθεί (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986, Holton et al. 1999). 129

147 εμφανίζονται αμέσως πριν από τα ταξινομικά, και εκείνα που δηλώνουν χρώμα αμέσως πριν από τα επίθετα ύλης: (167) Η μοντέρνα κόκκινη μάλλινη μίνι φούστα? Η μάλλινη μοντέρνα κόκκινη μίνι φούστα Φαίνεται να υπάρχουν ορισμένες προτιμήσεις και στη σειρά των διαφόρων περιγραφικών επιθέτων (εκείνα που δηλώνουν μέγεθος, π.χ., βρίσκονται συχνά πριν από τα υπόλοιπα περιγραφικά, και αυτά που περιέχουν αποτίμηση εκ μέρους του ομιλητή ακόμη πιο πριν), αλλά στο σημείο αυτό οι ομιλητές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία στις προτιμήσεις τους: (168) Τα όμορφα μεγάλα καινούρια ποτήρια.? Τα καινούργια, μεγάλα, όμορφα ποτήρια. Η αλλαγή της σειράς, λοιπόν, δεν είναι απαραίτητα αγραμματική (βλ. και παράγραφο 3.7). Στην περίπτωση αυτή, όμως, τα επίθετα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκουν σε δύο ουσιαστικά ένα εκ των οποίων διαγράφτηκε. Για παράδειγμα: (169) α. οδήγησε το καινούριο κίτρινο αυτοκίνητό του β. οδήγησε το κίτρινο καινούριο αυτοκίνητό του Το (169α) σημαίνει ότι οδήγησε το αυτοκίνητό του που είναι κίτρινο και καινούριο. Το (169β) σημαίνει ότι οδήγησε το κίτρινο από τα καινούρια αυτοκίνητά του. Συνήθως οι αντεστραμμένες 131 εκφράσεις εκφέρονται με μια δυνατή έμφαση στο πρώτο επίθετο: (170) οδήγησε το κίτρινο καινούριο αυτοκίνητό του Όσον αφορά τα ταξινομικά επίθετα (κόκκινο, λευκό, ξηρό), οι Alexiadou et al. (2007: 417) θεωρούν ότι καθώς εισάγουν κατηγορίες κρασιών/ σοκολατών κτλ., μπορούν να τοποθετούνται ανάμεσα στην ΟΦ1 και την ΟΦ2, αντίθετα με τα περιγραφικά επίθετα (ωραίο, νόστιμο), όπως φαίνεται στο παράδειγμα: (171) ένα ποτήρι κόκκινο/ άσπρο/ ξηρό κρασί??ένα ποτήρι ωραίο/ νόστιμο κρασί Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις (ό.π.) που η ΟΦ1 τροποποιείται από ένα επίθετο που σημασιολογικά τροποποιεί την ΟΦ2: (172) ένα κόκκινο ζευγάρι παπούτσια 131 Όπου τα επίθετα που προσδιορίζουν ένα ουσιαστικό δεν εμφανίζονται με τη συμβατική σειρά. 130

148 Φαίνεται ότι είναι δυνατόν ένα επίθετο που τροποποιεί την ΟΦ2 να προηγείται της ΟΦ1, η οποία δεν έχει ισχυρό περιγραφικό περιεχόμενο καθώς της λείπει ο ρόλος-r (referential role). Έτσι, επιτρέπει στο επίθετο να δει την ΟΦ2 μέσω της ΟΦ1 (ό.π.: 419). 3.8 Διαβάθμιση των ΕΔΧ σε πολυλεκτικά σύνθετα όπου ο ένας όρος είναι ΕΔΧ Τα ΕΔΧ, με κάποιους σημασιολογικούς περιορισμούς, δέχονται διαβάθμιση (βλ. κεφ. 4). Έτσι γίνεται και με τις ελεύθερες ονοματικές φράσεις, π.χ. κόκκινο φόρεμα κτλ. Ωστόσο, όταν έχουμε να κάνουμε με πολυλεκτικά σύνθετα, το ΕΔΧ δεν δέχεται διαβάθμιση (βλ. κεφ. 4). Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του συνθέτου πράσινη πιπεριά, όπου μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται στο παρόν πλαίσιο με χρωματική αξία [+χρώμα], αφού μπορούμε να πούμε: (173) Αυτή η πράσινη πιπεριά είναι εντελώς πράσινη Αυτή η πράσινη πιπεριά (τείνει προς το κίτρινο + είναι πιο πράσινη από εκείνη) Ωστόσο, τα συμβολικά ΕΔΧ που αποτελούν μέρη της ΟΦ, δεν δέχονται τη διαβάθμιση, καθώς έχουν το χαρακτηριστικό [-χρώμα]. Έτσι, για το σύνθετο ροζ τηλέφωνο δεν μπορούμε να πούμε (εκτός από τον ποιητικό λόγο): (174) *Αυτό το τηλέφωνο είναι πραγματικά ροζ. *Αυτό το τηλέφωνο (τείνει προς το κόκκινο + είναι πιο ροζ από εκείνο) 3.9 Ανακεφαλαίωση Στο κεφάλαιο αυτό ασχοληθήκαμε με τη σύνταξη των ΟΔΧ. Πιο αναλυτικά, στην αρχή παρουσιάστηκαν οι τάξεις αντικειμένων, το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχτήκαμε. Στη συνέχεια, κατηγοριοποιήθηκαν τα ΕΔΧ με βάση τις διαφορετικές θεωρητικές προτάσεις των Valetopoulos (2001) και Molinier (2001). Τέλος, περιγράφηκαν άλλα ζητήματα που μας απασχόλησαν αναφορικά με την ιδιαίτερη φύση των ΕΔΧ, όπως η ουσιαστικοποίηση, η συμφωνία γένους και αριθμού, η σειρά εμφάνισής τους στην πρόταση και η παρουσία ή απουσία διαβάθμισής τους τόσο στις ελεύθερες όσο και στις παγιωμένες εκφράσεις. 131

149 Κεφάλαιο 4. Σημασιολογία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα 4.0 Εισαγωγή Το παρόν κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη σημασιολογία που αφορά τα ΟΔΧ. Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου παρουσιάζονται θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη φύση των ΟΔΧ από σημασιολογική σκοπιά και οριοθετείται το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων. Ακολουθεί αναφορά στα συνταγματικά χαρακτηριστικά των ΕΔΧ, στο σημασιολογικό χαρακτηριστικό [±λόγιο], στις γειτονικές αποχρώσεις που κατονομάζουν οι εν λόγω όροι, καθώς και στις σημασιολογικές ιδιότητες της διαβάθμισης, που απασχόλησε πολλούς ερευνητές, και της διατομής των ΕΔΧ. Στη συνέχεια, γίνεται ειδική αναφορά στα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα και έπειτα γίνεται μία πρόταση εφαρμογής του μοντέλου των τάξεων αντικειμένων στη σημασιολογία. Στην παράγραφο 4.11 αναλύεται ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί την εργασία μας, το ζήτημα της μεταφοράς. Αφού εκθέσουμε το θεωρητικό πλαίσιο όπου στηριζόμαστε, παρουσιάζονται οι μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις που συναντήσαμε στο corpus μας και συγκεντρώνονται οι τομείς χρήσης των πολυλεκτικών σύνθετων ΟΔΧ. Τέλος, στην παράγραφο 4.12 παρουσιάζονται και ταξινομούνται οι χρωματικοί νεολογισμοί που περιλαμβάνονται στο corpus μας ενώ στην παράγραφο 4.13 η πολιτική επιλογής των χρωμάτων στη διαφήμιση. 4.1 Θεωρητικά ζητήματα Όπως υποστηρίζει ο Vendler στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο The Grammar of Goodness (1967: 173), το επίθετο καλός σημασιολογικά είναι πιο απομακρυσμένο από το γραμματικό υποκείμενο σε σχέση με τα επίθετα κίτρινος και στρογγυλός. Όπως χαρακτηριστικά λέει, το να προσδώσουμε το κατηγορούμενο καλός σε ένα υποκείμενο είναι πιο σύνθετη και λιγότερο άμεση κίνηση από το να προσδώσουμε το κατηγορούμενο κίτρινο. Εξάλλου, υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα σε ένα αντικείμενο και το χρώμα του (ή κάποια άλλη «φυσική» ιδιότητα) και λιγότερο στενός δεσμός ανάμεσα σε ένα αντικείμενο και την καλοσύνη του (ή κάποια άλλη «μη φυσική» ιδιότητα). Εξάλλου, ο Quine (1970) σημειώνει ότι όλες οι οντότητες και οι ουσίες του φυσικού κόσμου έχουν κάποιο χρώμα, όμως δεν χαρακτηρίζονται απαραίτητα από κάποια γεύση, ούτε από κάποιον ήχο, ούτε από το ότι είναι καλές, κακές, όμορφες ή άσχημες. Ο 132

150 ανθρώπινος νους μπορεί να αποσυνδέσει μια έννοια όπως η ομορφιά από την ουσία στην οποία ανήκει, γιατί συναντά κάποιες ουσίες που είναι όμορφες και άλλες που δεν είναι. Αντίθετα, ένας άνθρωπος ποτέ δεν θα συναντήσει κάποια ουσία που να μην έχει χρώμα. Το χρώμα, συνεπώς, ερμηνεύεται ως μέρος της ουσίας και τα αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από ένα ίδιο χρώμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα μοιράζονται κατά κάποιον τρόπο την ουσία του, καθώς θα ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Πρόκειται για μια μεταφυσική διαίσθηση που αντικατοπτρίζει ένα χαρακτηριστικό της γραμματικής. O Vendler (ό.π.: 182), προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα με ποιους τρόπους τα επίθετα συνδέονται με τα υποκείμενα, επιλέγει να μελετήσει τις διαφορετικές χρήσεις των επιθέτων. Στο παράδειγμα: (175) Αυτό είναι ένα κίτρινο άλογο. Αυτό είναι ένα άλογο που είναι κίτρινο. το άλογο και το κίτρινο βρίσκονται στην ίδια μοίρα, καθώς συνδέονται με το συνδετικό ρήμα είναι. Πρόκειται για την πιο άμεση σύνδεση. Το επίθετο κίτρινο συνδέεται με το ρήμα με τον ίδιο τρόπο όπως το ουσιαστικό άλογο στο δεύτερο παράδειγμα, δηλαδή με το συνδετικό ρήμα είμαι. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι παρουσιάζει ομοιότητες με το ουσιαστικό, σε άλλες περιπτώσεις. Εξάλλου, όπως ήδη έχουμε συμπεράνει για τα ΟΔΧ, τα επίθετα αυτής της κατηγορίας 132 εμφανίζονται και ως ουσιαστικά: (176) Αυτό το κίτρινο είναι υπέροχο. Επιπλέον, μπορούμε να θέσουμε ερωτήσεις όπως θα κάναμε για τα ουσιαστικά: (177) Ποιο είναι το χρώμα του; Κόκκινο. Κατά τον Αριστοτέλη (Κατηγορίαι, II-V, από Vendler 1967: 183) 133, τα επίθετα που δηλώνουν χρώμα (όπως και αυτά που δηλώνουν σχήμα) είναι πρωταρχικές ουσίες. Φαίνεται να υπάρχουν από μόνες τους. Μπορεί να πει κάποιος ότι ένα μήλο είναι κόκκινο ή ότι το χρώμα του είναι κόκκινο. Με το να πει ότι το μήλο είναι κόκκινο προσδίδει ένα χρώμα στο μήλο, αλλά με το να πει ότι το χρώμα του είναι κόκκινο δεν προσδίδει ένα χρώμα σε αυτό το χρώμα. Το χρώμα είναι κόκκινο από τη φύση του. Το κόκκινο είναι ένα χρώμα. Κατά τον Αριστοτέλη (ό.π.), λοιπόν, η ερυθρότητα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κατηγόρησης αλλά ενυπάρχει στην πρωταρχική ουσία. 132 Κατηγορία Ι, κατά τον Vendler, με βάση το πόσο κοντά σημασιολογικά βρίσκεται ένα επίθετο στο ουσιαστικό που προδιορίζει. 133 Βλ. και 133

151 Ακόμη, οι χρωματικοί όροι είναι πιο κοντά στα ουσιαστικά από ό,τι τα σχήματα. Κάποιος μπορεί να πει ότι του αρέσει το κόκκινο αλλά δεν λέει ότι του αρέσει το οβάλ (εξαιρούνται οι περιπτώσεις έλλειψης). Το κόκκινο είναι χρώμα, το τετράγωνο είναι σχήμα αλλά το μακρύ δεν είναι μήκος, το χαμηλό δεν είναι ύψος, το βαρύ δεν είναι βάρος και το μικρό δεν είναι μέγεθος. Το σπίτι έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα, που μπορεί να είναι κόκκινο. Επίσης, έχει ένα συγκεκριμένο ύψος αλλά αυτό το ύψος δεν είναι ούτε ψηλό ούτε χαμηλό (ό.π.: 183). Επεκτείνοντας τη θεωρία του Αριστοτέλη και του Vendler, το 2009, με το άρθρο του Couleurs et espace, o G. Kleiber υποστηρίζει ότι τα χρώματα είναι απεριόριστες δισδιάστατες χωρικές οντότητες. Τα χρώματα δεν είναι υλικά, δεν είναι ουσίες/ συγκεκριμένα αντικείμενα (αν απομονώσουμε τη φυσική σημασία του λεξήματος χρώμα που αφορά τις χρωστικές και τις βαφές). Δεν είναι ούτε αφηρημένα, καθώς γίνονται αντιληπτά από την αίσθηση της όρασης. Ο ίδιος ερευνητής υποστηρίζει ότι τα ΟΔΧ δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια ανώτερη κατηγορία πέρα από αυτή των οντοτήτων. Είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ένας όρος που να υπονοεί το ουσιαστικό χρώμα. Ακόμη κι αν τα ίδια τα χρώματα αφήνονται να τοποθετηθούν κάτω από την ομπρέλα-υπερώνυμο χρώμα, δεν μπορεί να βρεθεί πραγματικό ανώτερο λεξικό οντολογικό καπέλο. (178) Το κόκκινο είναι ένα χρώμα Τα χρώματα είναι???? Τα χρώματα αναπαριστούν ένα πρωτογενές πεδίο, που δεν θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε παρά μόνο ως ένα πεδίο από χρώματα ή, μεταφορικά, έναν χώρο από χρώματα (ό.π.: 145). Σε αυτό το πρώτο χρωματικό πεδίο, η όραση διακρίνει διαφορετικά χρώματα: το κόκκινο, το μπλε, το άσπρο, κτλ. με βάση αρκετά σύνθετα κριτήρια διαφοροποίησης και σταθεροποίησης που αφορούν και τη γλώσσα αλλά και άλλες γνωστικές επιστήμες. Αυτή η εσωτερική διαφοροποίηση προκαλεί τον ενδογενή χαρακτήρα του ονόματος χρώμα. Το αρχικό πεδίο του χρώματος εμφανίζεται ετερογενές, αφού αποτελείται από ξεχωριστές οντότητες, δηλαδή από διαφορετικά χρώματα, και από αυτή την καθοριστική ετερογένεια πηγάζει το γεγονός ότι το ουσιαστικό χρώμα μπορεί να είναι μετρήσιμο (συνδυάζεται με ποσοτικά επιρρήματα και αντωνυμίες κτλ.). Από την άλλη, ενώ είναι μετρήσιμο, δεν είναι μαζικό, αλλά έχει διακριτή αξία, καθώς αναφέρεται σε περισσότερα χρώματα, τα οποία θα χάνονταν με τη χρωματική ομογενοποίηση. 134

152 Από την άλλη, τα χρώματα μάς κάνουν συχνά να ξεχάσουμε ένα από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά τους και, επηρεαζόμενοι από τον οπτικό χαρακτήρα τους, να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με χωρικές οντότητες. Με αυτό δεν υπονοείται ότι τα ΟΔΧ είναι ονόματα που δηλώνουν χώρο. Είναι σαφές ότι τα ΟΔΧ είναι ονόματα που δηλώνουν χρώμα και όχι χώρο. Όπως και τα ονόματα ύλης είναι ονόματα που δηλώνουν ύλη και όχι χώρο. Ωστόσο, αναφέρονται σε οντότητες που καταλαμβάνουν ένα δισδιάστατο χώρο. «Τα δεδομένα που προέρχονται από το οπτικό πεδίο, υπογραμμίζει ο Langacker (1991: 116), παράγουν μια αίσθηση χρώματος που γίνεται αντιληπτή στο χώρο». Έτσι, δεν υπάρχουν χρωματικές εκφράσεις χωρίς δισδιάστατη έννοια: δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν καταλαμβάνουν μια επιφάνεια, όποιου μεγέθους και να είναι. Για την Van de Velde (1995: 158), τα ΟΔΧ δεν αποτελούν μεγέθη «κατ ένταση» όπως η λύπη, η απαλότητα, κτλ., αλλά «κατ έκταση», με δύο διαστάσεις 134. Συμπεραίνοντας, ο Kleiber (ό.π.) υποστηρίζει ότι τα χρώματα είναι μονάδες που συνδέονται με το δισδιάστατο χώρο. Αυτό που συνέβαλε στο να αποκρυφτεί η όψη τους αυτή είναι κατά πρώτον η οντολογική τους ιδιαιτερότητα: πρόκειται για τις μόνες δισδιάστατες μονάδες που δεν έχουν όρια. Κατά δεύτερον, είναι και η πλευρά «ιδιότητα» ή «συμπλήρωμα» ή ακόμη «ποιότητα» των συγκεκριμένων αντικειμένων που μας κάνει να σκεφτούμε ότι το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι αυτό που διαθέτει την επιφάνεια και όχι το ίδιο το χρώμα. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στο παράδειγμα Ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο είναι το τρισδιάστατο στήριγμα του κόκκινου χρώματος και ότι δεν μπορούμε να απομονώσουμε το χρώμα χωρίς να εννοήσουμε ταυτόχρονα ένα μέρος από το αμάξωμα ή τουλάχιστον τη βαφή. Το ίδιο ισχύει και για τα παραδείγματα που αφορούν κάποιο μέρος του σώματος, π.χ. ξανθά μαλλιά/ κόκκινη μύτη κτλ. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε το χρώμα από το μέρος του σώματος το οποίο προσδιορίζουν. Αυτό το συγκεκριμένο τρισδιάστατο στήριγμα απαιτείται από κάθε δισδιάστατη χωρική οντότητα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δισδιάστατη χωρική οντότητα: ένα τρίγωνο απαιτεί στην πραγματικότητα ή στη συγκεκριμένη αναπαράστασή του ένα υλικό στήριγμα. Ωστόσο, δεν χάνει την ταυτότητά του ως δισδιάστατη χωρική οντότητα με όρια εξαιτίας του συγκεκριμένου στηρίγματος που το αναπαριστά. Το ίδιο ισχύει και για τα χρώματα: ακόμη κι αν εμφανίζονται πάντα σε ένα τρισδιάστατο στήριγμα (ακόμη 134 Αυτό αφορά τη συμβατική σημασία των όρων. Για τη μεταφορική σημασία τους, βλ. παράγραφο

153 κι αν είναι ένα φύλλο χαρτί), δεν χάνουν το δισδιάστατο χωρικό χαρακτήρα τους. Αυτός ο άνευ ορίων χώρος δεν αποτελεί πια το στήριγμά τους αλλά ένα συστατικό τμήμα της ταυτότητάς τους και ένα τμήμα χωρίς όρια, γεγονός που υποθέτει την ύπαρξη απαραίτητων ορίων για την εμφάνισή τους, όρια που μπορεί να έχουν συσταθεί από περιορισμένες χωρικές οντότητες (κηλίδα, τετράγωνο, γραμμή, κτλ.), που μπορούν να δημιουργήσουν τα χρώματα (π.χ. κηλίδα) ή συμβάλλουν στην αναπαράστασή τους (τετράγωνο, γραμμή, σημείο, κτλ.), είτε να προέρχονται από το ίδιο το τρισδιάστατο στήριγμα. Η έννοια αυτή του δισδιάστατου χωρικού χαρακτήρα που εμπεριέχουν τα ΟΔΧ θεωρούμε ότι αποτελεί ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της πρότασης ότι τα ΟΔΧ μπορούν να πραγματωθούν και ως ουσιαστικά, που αναλύθηκε διεξοδικά στα προηγούμενα κεφάλαια. 4.2 Το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων Μια ακόμη σημαντική διαπίστωση που αφορά τους υπό εξέταση όρους είναι ότι διακρίνονται για τη μεγάλη λεξική παραγωγικότητά τους. Αυτή συνδέεται σχεδόν άμεσα με το ζήτημα του πώς είναι δομημένο το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων από γνωστικής πλευράς. Το σημασιολογικό πεδίο 135 των χρωμάτων απαιτεί τη συνύπαρξη δύο ή περισσότερων τροποποιητών που να περιορίζουν την αναφορά ενός βασικού χρωματικού όρου. 135 Σύμφωνα με τον ορισμό του Lyons (1977: 268), το σημασιολογικό ή λεξικό πεδίο είναι ένα υποσύνολο ή τμήμα του λεξιλογίου μιας γλώσσας που ορίζεται από τις παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις των λέξεων που το απαρτίζουν. Κάθε λεξιλόγιο στη συνέχεια αποτελείται από το σύνολο ή το άθροισμα των λεξικών πεδίων στα οποία διακρίνεται και τα οποία δεν έχουν κοινές σημασίες μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, αποτελεί το σύνολο των σημασιών μιας πολύσημης λεξικής μονάδας. Επίσης, κατά τον Lyons (1977: 250 κ.εξ.) η διάκριση του εννοιακού χώρου ποικίλλει από γλώσσα σε γλώσσα, γιατί αφενός δεν είναι σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των εννοιών και δεν είναι δυνατή εκ των προτέρων η διαίρεση της πραγματικότητας σε αντικειμενικά εννοιακά πεδία, αφετέρου η πραγματικότητα και οι εμπειρίες διαμορφώνονται και από πολιτισμικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες που δεν είναι κοινοί για όλες τις γλωσσικές κοινότητες. Και η διαφορετικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται στις διαφορετικές σημασίες, παράλληλα με τις κοινές, που απαντούν στο λεξιλόγιο κάθε γλώσσας και που διαμορφώνουν ανάλογα και τον σημασιολογικό της ορίζοντα. Χαρακτηριστική είναι η διαφορετική διάκριση μεταξύ των γλωσσών ως προς τα βασικά χρώματα και τις αποχρώσεις τους (βλ. κεφάλαιο 1). 136

154 Καταρχήν, στο λεξικό πεδίο του χρώματος δεν υπάρχουν αυθεντικοί αντίθετοι όροι 136. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο πράσινο και το κόκκινο ή το μπλε και το πορτοκαλί αντιστοιχούν στους κανόνες της φυσικής οπτικής, τους οποίους όμως η γλώσσα δεν αντανακλά. Παρατηρούμε εξάλλου ότι η άρνηση ενός χρωματικού όρου δεν υπονοεί τη δήλωση κάποιου άλλου: (179) Αυτό το πουκάμισο δεν είναι κίτρινο (άρα είναι μοβ) Αυτό συμβαίνει γιατί τα ΕΔΧ ανήκουν στην κατηγορία [-πολικός], με εξαίρεση 137 ίσως τα άσπρο («θετικά πολικό») και μαύρο («αρνητικά πολικό»), στα οποία μπορούμε να αναγνωρίζουμε ένα είδος αντίθεσης, με τρόπο που η άρνηση του ενός να υπονοεί τη δήλωση του άλλου. Για το λόγο αυτό πιστεύουμε ότι τα ΕΔΧ δεν σχηματίζουν στερητικά (Αναστασιάδη 1987): (180) Αυτό το χιόνι δεν είναι και τόσο άσπρο Από την παραπάνω δήλωση προκύπτει ότι το χιόνι έχει κάποια ποσότητα μαύρου στη σύνθεσή του. Αυτό δεν συμβαίνει με κανένα άλλο χρώμα (Stati 1979). Από την άλλη πλευρά, μεταξύ των βασικών χρωματικών όρων δεν υπάρχουν σχέσεις υπερωνυμίαςυπωνυμίας: (181) Αυτό δεν είναι κόκκινο (#άρα δεν είναι ούτε πορτοκαλί) Η σχέση αυτή υπάρχει μόνο μεταξύ κάποιου βασικού χρώματος και μη βασικών/ δευτερευόντων χρωμάτων. Έτσι, π.χ. το βυσσινί είναι ευαίσθητο στην άρνηση του κόκκινο: (182) Αυτό δεν είναι κόκκινο (άρα δεν είναι βυσσινί) Βέβαια, η πρόταση αυτή δεν είναι πάντα αυτονόητη για όλους τους ομιλητές. Πιο φυσικό θα φαινόταν το συμπέρασμα: (183) Αυτό δεν είναι κόκκινο είναι βυσσινί. Όπως και να 'χει, είναι απαραίτητο να οριστεί ποια είναι η λεξική σχέση ανάμεσα στον βασικό χρωματικό όρο και τα στοιχεία που τον περιστοιχίζουν (Fábregas 2002). 136 Οι χρωματικοί όροι αποτελούν ένα σύνολο ασυμβίβαστων μεταξύ τους λεξικών στοιχείων. Στο παράδειγμα Η Μαρία φορούσε ένα κόκκινο καπέλο, αυτό θα γίνει αντιληπτό ως υπόρρητη άρνηση του Η Μαρία φορούσε ένα πράσινο (μπλε, άσπρο, κίτρινο κτλ.) καπέλο. Και η υποκατάσταση καθενός από τους όρους του συνόλου πράσινο, μπλε, άσπρο, κίτρινο κτλ. στη θέση του κόκκινο θα θεωρούνταν επίσης ως άρνηση του Η Μαρία φορούσε ένα κόκκινο καπέλο (Lyons [1981] 2001:556). 137 Ο Cruse (1986) παρατηρεί ότι το πεδίο των χρωμάτων δεν είναι η μοναδική περίπτωση όπου δύο όροι δομούνται διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Πρβλ. τα λεξικά πεδία των συναισθημάτων, όπου οι όροι χαρούμενος και λυπημένος εμφανίζουν σχέση αντίθεσης, ενώ οι όροι θυμωμένος, ενοχλημένος κτλ. όχι. 137

155 Εξάλλου, κατά τον Lyons ([1981] 2001: 179), ένα πολύ μεγάλο μέρος της σημασιολογικής έρευνας στηρίζεται στην αρχή ότι η έννοια ενός λεξήματος καθορίζεται από το πλέγμα των συνταγματικών σχέσεων ανάμεσα στο εν λόγω λέξημα και τα γειτονικά λεξήματα στο ίδιο λεξιλογικό πεδίο. Το να γνωρίζουμε την έννοια ενός λεξήματος σημαίνει ότι γνωρίζουμε ποιες είναι οι ποικίλες σημασιολογικές σχέσεις. Ακολουθώντας την ορολογία του Lyons ([1981] 2001: 175) αναφορικά με τη λεξική σημασία, ένα λέξημα συνδέεται με άλλα λεξήματα ως προς την έννοια, ενώ με τον εξωτερικό κόσμο συνδέεται μέσω της δήλωσης. Για παράδειγμα τα ΚΟΚΚΙΝΟ, ΜΠΟΡΝΤΟ, ΡΟΖ, ΦΟΥΞΙΑ, ΛΙΛΑ κτλ. αποτελούν ομάδα λεξημάτων στο πλαίσιο της οποίας επικρατούν σημασιολογικές σχέσεις ποικίλων ειδών. Το ΦΟΥΞΙΑ δηλώνει μια κατηγορία ιδιοτήτων που δηλώνονται από το ΡΟΖ διαφέρει από την κατηγορία ιδιοτήτων που δηλώνονται από το ΜΠΟΡΝΤΟ και τέμνεται από την κατηγορία που δηλώνεται από το ΛΙΛΑ κ.ο.κ. Αυτό που δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρο, κατά τον Lyons (ό.π.), είναι το γεγονός ότι το ασυμβίβαστο του κόκκινο, πράσινο κτλ. δεν είναι δευτερεύουσα συνέπεια της έννοιας που έχει το καθένα αλλά αναγκαστικά σχετίζεται με την εκμάθηση και τη γνώση της σημασίας του καθενός από τους όρους ενός συνόλου. Εξάλλου, οι χρωματικοί όροι καλύπτουν ένα συνεχές 138 αναφοράς (βλ. και κεφάλαιο 1). Το να γνωρίζουμε πού να χαράξουμε τα όρια στο πλαίσιο του συνεχούς για έναν συγκεκριμένο όρο, ας πούμε το μπλε, εξαρτάται από τη γνώση ότι και από τις δύο πλευρές των ορίων «δεν είναι μπλε». Κατά κανόνα, είναι ίσως αντιληπτό ότι μπορούμε να μάθουμε την αναφορά ενός χρώματος δίχως να γνωρίζουμε τα στοιχεία που αναφέρονται σε περιοχές του συνεχούς πέρα από τα όρια του «μπλε» (δηλαδή με ρητή αντιπαράταξη του μπλε με το μη μπλε). Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να μάθουμε μια γλώσσα σε ένα περιβάλλον που δεν προσφέρει παράδειγμα κάποιων χρωμάτων σε όλα τα «σημεία» του συνεχούς. Στην πράξη, όμως, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, η αναφορά και η έννοια των πιο κοινών χρωματικών όρων μαθαίνονται λίγο πολύ ταυτόχρονα με διαρκή προσαρμογή 138 Ο Cruse (1986) προτείνει ότι, εκτός από το γραμμικό άξονα με τον οποίο συνηθίζουμε να οργανώνουμε τα χρώματα, όπως είθισται να κάνουμε για το χώρο ή το χρόνο, θα μπορούσαμε να τα οργανώσουμε με βάση την έννοια της κυκλικότητας, όπως ταξινομούνται οι μέρες της εβδομάδας ή οι εποχές του χρόνου. Υπό το πρίσμα αυτό, οι χρωματικοί όροι μοιάζουν να είναι μοναδικοί ως προς τη λεξική ταξινόμηση, καθώς είναι οι μόνοι που σχηματίζουν έναν κύκλο στον οποίο δεν υπάρχουν γραμμικές σχέσεις. 138

156 των ορίων μέχρις ότου να πλησιάσουν τη νόρμα για τη γλωσσική κοινότητα, υπόθεση που επιβεβαιώνεται και μέσα από τη διδακτική πράξη (βλ. κεφάλαιο 7). Η περαιτέρω γλωσσική διαφοροποίηση γίνεται δυνατή με βάση την υπωνυμία. Το κόκκινο «υποδιαιρείται» σε βυσσινί, άλικο κ.ο.κ. Όμως μια τέτοια διαφοροποίηση θα διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τον κάθε ομιλητή. Εκείνοι που το επάγγελμά τους ή τα ενδιαφέροντά τους απαιτούν περισσότερες χρωματικές διακρίσεις θα αναπτύξουν μια πολύ πλούσια χρωματική ορολογία, όπως θα εξετάσουμε στο κεφάλαιο 5. Όμως θα το επιτύχουν έπειτα από την απόκτηση των «βασικότερων» διακρίσεων που είναι χαρακτηριστικές του μη τεχνικού λεξιλογίου της γλωσσικής κοινότητας συνολικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Lyons (ό.π.) διακρίνει το ασυμβίβαστο από την απλή διαφορά έννοιας. Τέτοια είναι η περίπτωση των ασυμβίβαστων συνυπωνύμων ενός υπερωνύμου, που διαφέρουν ως προς κάποια «διάσταση» ομοιότητας της έννοιας. Για παράδειγμα, τα βυσσινής και έντονος διαφέρουν στην έννοια, αλλά δεν είναι ασυμβίβαστα: και τα δύο επίθετα μπορούν να εφαρμοστούν στο ίδιο αντικείμενο χωρίς αντίφαση. Από την άλλη πλευρά, τα βυσσινής και άλικος είναι παρόμοια στην έννοια (η ομοιότητά τους δηλώνεται μέσω της ιδιότητάς τους να είναι συνυπώνυμα του κόκκινος), αλλά ασυμβίβαστα. Οι ασυμβίβαστοι όροι «υψηλότερου επιπέδου» κόκκινος, πράσινος, μπλε είναι επίσης παρόμοιοι στην έννοια, παρόλο που δεν υπάρχει κάποιος υπερκείμενος όρος του οποίου να είναι συνυπώνυμα (βλ. και παράγραφο 4.3: Το ΕΔΧ είναι ένα είδος ΕΔΧ γεν vs. *Το κόκκινο είναι ένα είδος?). 4.3 Σημασιολογική κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Στο σημείο αυτό προτείνουμε την κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ με σημασιολογικά κριτήρια. Όπως φαίνεται στο σχήμα 3, τα ΟΔΧ διακρίνονται σε σημασιολογικά πρωτογενή και μη πρωτογενή. Τα πρωτογενή ΟΔΧ αντιστοιχούν στους ΒΧΟ ενώ τα μη πρωτογενή σε όλους τους υπόλοιπους χρωματικούς όρους. Πιο συγκεκριμένα: 139

157 ΣΧΗΜΑ 4: Σημασιολογική κατηγοριοποίηση των ΟΔΧ Ι) πρωτογενή ΟΔΧ: Τα πρωτογενή ΟΔΧ αντιστοιχούν στους βασικούς 139 χρωματικούς όρους και έχουν πολύ συχνή χρήση. Το ειδικό στάτους αυτών των ονομάτων αποδεικνύεται από την ακόλουθη ιδιότητα, που τα διακρίνει από τα μη πρωτογενή, καθώς δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο μιας κρίσης/ φράσης του τύπου: 140 (17) α. Το ΟΔΧ είναι ένα είδος ΟΔΧ γεν β. *Το κόκκινο είναι ένα είδος? Αντίθετα η ίδια κρίση που αναφέρεται στο φούξια ή το καστανό είναι απόλυτα αποδεκτή: (18) α. Το φούξια είναι ένα είδος κόκκινου/ ροζ. β. Το καστανό είναι ένα είδος καφέ. Θεωρούμε λοιπόν ότι το χρώμα που δηλώνεται από ένα σημασιολογικά πρωτογενές ΟΔΧ, π.χ. κόκκινο, δεν μπορεί να οριστεί με βάση το χρώμα που δηλώνει κάποιο άλλο ΟΔΧ (αντίθετα, είναι αυτά που χρησιμεύουν για την περιγραφή των άλλων χρωμάτων, όπως υποστηρίζουν οι Berlin & Kay 1969), πράγμα που δεν ισχύει για τα σημασιολογικά μη πρωτογενή ΟΔΧ, π.χ. θαλασσί. Αυτές οι άμεσες κατονομασίες συνιστούν έναν κλειστό κατάλογο και συχνά αποτελούν τη βάση για τη δημιουργία παραγώγων. 139 Αναφέρθηκαν αναλυτικά στο κεφ. 1 (βλ. Kay & McDaniel 1978 Hering 1878). 140 ΟΔΧ γεν = γενικά ΟΔΧ, που επιτελούν τις ταξινομικές διακρίσεις μέσα στη γενική κατηγορία του χρώματος. 140

158 ΙΙ) Μη πρωτογενή ΟΔΧ: Τα μη πρωτογενή ΟΔΧ είναι πολύ περισσότερα αλλά με μικρότερη συχνότητα από τα πρωτογενή. Μπορούν να θεωρηθούν περιθωριακά λόγω της πιο περιορισμένης (άλλοτε σπάνιας), παρωχημένης ή ειδικής χρήσης τους. Αυτά τα ΟΔΧ ορίζονται με βάση ένα ή δύο άλλα απλά ΟΔΧ και προσδιορίζονται γενικά από ένα ΕΔΧ 141 τροπ (ανοιχτό, σκούρο, έντονο, κτλ.). Για τον λεξικογράφο, λοιπόν, ένα τέτοιο ΟΔΧ τοποθετείται στη σφαίρα ενός ή δύο ΟΔΧ (βλ. και κεφ. 1). Έτσι, στο ΛΝΕ βρίσκουμε ορισμούς, όπως: μπορντό: που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα επίθετα που εμφανίζονται σκαρλάτος: πολύ κόκκινος, βαθυκόκκινος σε μία μόνο σφαίρα ιώδης: από την ανάμειξη ερυθρού και κυανού επίθετα που εμφανίζονται σομόν: που έχει ανοιχτό πορτοκαλί προς το ροζ χρώμα σε διπλή σφαίρα Τα μη πρωτογενή υποδιαιρούνται περαιτέρω στα αυτόνομα (ή άμεσα) ΟΔΧ, που χρησιμοποιούνται πάντα για να δηλώσουν ένα χρώμα, και στα μετωνυμικά (ή έμμεσα) ΟΔΧ, τα οποία τα αντλούμε από άλλα θεματικά πεδία. Πιο αναλυτικά, τα μετωνυμικά ΟΔΧ συνιστούν έναν ανοιχτό κατάλογο, τα αντλούμε από κάποιο άλλο θεματικό πεδίο, χωρίς αλλαγή γραμματικής κατηγορίας, και χρησιμοποιούνται συνήθως ως ειδικοί όροι. Καθώς προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη απόχρωση στο χρωματικό εύρος που καθορίζει ο πυρήνας με τον οποίο σχετίζονται, τα χαρακτηρίζουμε τροποποιητές. Πρόκειται για χρωματικές κατονομασίες που οφείλουν την προέλευσή τους σε μια μετωνυμική σχέση με το αντικείμενο το χρώμα του οποίου θεωρείται τυπικό: ουσιαστικά που αναφέρονται σε λουλούδια, φρούτα, λαχανικά, δέντρα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους κτλ. Διαφέρουν από τα αυτόνομα ΟΔΧ που προέρχονται από ουσιαστικά, καθώς στα τελευταία, λόγω του ότι έχουν υποστεί προσαρμογή, δεν είναι αντιληπτή η σχέση μεταξύ των ουσιαστικών προέλευσης και των ΟΔΧ. Έτσι, η βανίλια θεωρείται ποικιλία του λευκού, το βερίκοκο του πορτοκαλί ή του κίτρινου, το σμαράγδι ποικιλία του πράσινου, το ρουμπίνι του κόκκινου, το ροδάκινο ποικιλία του ροζ ή του πορτοκαλί, ο ωκεανός του μπλε ή του γαλάζιου κ.ο.κ. αλλά δεν λέμε *κίτρινο βερίκοκου ούτε *κόκκινο ρουμπινιού κτλ. Επιπλέον, δεν σχηματίζουν τις ίδιες δομές, όπως αναλύσαμε στην παράγραφο ΕΔΧ τροπ = ΕΔΧ τροποποιητές, που δίνουν πληροφορίες αναφορικά με τη φωτεινότητα, τον κορεσμό τη λάμψη κτλ. ενός συγκεκριμένου χρώματος ή το χαρακτηρίζουν σε σχέση με ένα άλλο ΕΔΧ (βλ. παράγραφο 3.3). 141

159 4.4 Τα συνταγματικά χαρακτηριστικά των ΕΔΧ Όπως σχολιάσαμε στην παράγραφο 4.2, είναι απαραίτητο να οριστεί ποια είναι η λεξική σχέση ανάμεσα στο βασικό χρωματικό όρο και τα στοιχεία που τον περιστοιχίζουν. Όσον αφορά, λοιπόν, τα συνταγματικά χαρακτηριστικά των επιθέτων, αυτά μπορούν να διακριθούν: α) ως προς το είδος και τον αριθμό των προσδιοριζομένων του επιθέτου και β) ως προς το είδος της σημασιολογικής σχέσης που ενώνει το επίθετο με το προσδιοριζόμενο. Ως προς το πρώτο κριτήριο, τα ΕΔΧ ανήκουν σε ποικίλες κατηγορίες, που εξαρτώνται από το εκάστοτε προσδιοριζόμενο. Όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί: ΠΙΝΑΚΑΣ 9: ΕΔΧ ανάλογα με το προδιοριζόμενο Προσδιοριζόμενο ΕΔΧ μαλλιά, γένια μάτια ανθρώπινο δέρμα και μαλλιά και δέρμα τρίχωμα ζώων Δρυμός, ζωμός ζίνα 142, ξανθός, καστανός, κορακάτος, κορακήσιος, πυρρόξανθος, ρούσος, ψαρός γαλανός, μελής, καστανός, τσακίρικος λευκός, μελαμψός, πελιδνός, πελιός, ροδαλός, σταράτος, χλομός, υπομέλας, ωχρός μελαχροινός, ανοιχτόχρωμος, σκουρόχρωμος βαλιός, γρίβας, καράς, λάγιος, μελισσής, μιξοπόλιος, μπάλιος, πολιός, ρούσος, υποπόλιος, ψαρής, ψαρός μέλας οποιοδήποτε ουσιαστικό ελεύθερος χρωματικός όρος 143 Ως προς το δεύτερο κριτήριο, θεωρούμε ότι τα ΕΔΧ ανήκουν στις κατηγορίες που αναφέραμε στο κεφάλαιο 3: α. Τα κατηγορηματικά επίθετα β. Τα ταξινομικά επίθετα γ. Τα επίθετα ως τροποποιητές δ. Τα επίθετα ως περιοριστικοί τροποποιητές 142 Ωραία μαύρα και στιλπνά μαλλιά. 143 Ένας ελεύθερος χρωματικός όρος είναι ένας χρωματικός όρος τον οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να προσδιορίσουμε τα πάντα. 142

160 4.5 Το χαρακτηριστικό [± λόγιο] Ένα σημασιολογικό χαρακτηριστικό των ΟΔΧ που μας απασχόλησε τόσο σε λεξικογραφικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας είναι το χαρακτηριστικό [± λόγιο]. Οι γλωσσικές μορφές, που συνιστούν την ενδοσυστηματική ποικιλία μπορούν να αναπαρασταθούν με έναν αποφορτισμένο από εξωγλωσσικές συνδηλώσεις τρόπο κωδικοποίησης, σαν ένα διαβαθμισμένο συνεχές (continuum), στο ένα άκρο του οποίου τοποθετούνται [+λόγιοι] τύποι, που αποτελούν μοναδική/«αναγκαστική» λύση σε φωνολογικά, μορφολογικά, λεξιλογικά ή συντακτικά αδιέξοδα, και στο άλλο άκρο [-λόγιοι] τύποι της καθομιλουμένης, αφήνοντας στο μεσοδιάστημα το περιθώριο για ποικίλους συνδυασμούς και διακυμάνσεις (πβ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας 2003). Για την ελληνική, τοποθετούμε σχηματικά στο συνεχές της λογιότητας τρία βασικά σημεία που εκπροσωπούν τα επίπεδα χρήσης: τη νόρμα [+/- λόγιο] και δύο επίπεδα απόκλισης, το λόγιο [+λόγιο] και το λαϊκό [-λόγιο]: ΣΧΗΜΑ 3: Το συνεχές (continuum) «λογιότητας» [+λόγιο] [+/- λόγιο] [-λόγιο] Όσον αφορά τις μονάδες του λεξικού πεδίου των χρωμάτων, η ΝΕ, για να κατονομάσει την ίδια απόχρωση, διαθέτει ζευγάρια από γλωσσικά σημεία, από τα οποία το ένα χαρακτηρίζεται ως [+λόγιο] και το άλλο ως [-λόγιο]. Τέτοια ζευγάρια είναι τα: λευκός/ άσπρος, ερυθρός/ κόκκινος, ιώδης/ λιλά ή μοβ, κυανούς/ γαλάζιος, μέλας/ μαύρος και φαιός/ γκρίζος. Πρόκειται για συνώνυμα και όχι για ταυτόσημα, εφόσον διαφοροποιούνται ως προς τις συνυποδηλώσεις και τις σύνδρομες 144 λέξεις, πράγμα που οδηγεί στη δημιουργία πολυλεκτικών συνθέτων, π.χ. λευκός γάμος/ *άσπρος γάμος, ερυθρά αιμοσφαίρια, Κυανούς Σταυρός, Μέλας Δρυμός, φαιά ουσία. Με τις λόγιες αυτές λεξικές μονάδες επιτυγχάνονται ποικίλες υφολογικές διακρίσεις, π.χ. διάκριση κυριολεκτικής - μη κυριολεκτικής σημασίας: γκρίζος ουρανός - φαιά ουσία, μαύρο πουλί 144 Κατά την Αναστασιάδη (1984), σύνδρομες είναι οι λέξεις που συνήθως εμφανίζονται μαζί με ένα λήμμα, π.χ. ενώ τα λευκός και άσπρος είναι συνώνυμα, σε διαφορετικά όμως επίπεδα χρήσης, δεν συνοδεύουν πάντοτε τα ίδια ουσιαστικά, π.χ. λευκή νύχτα (άσπρη νύχτα), άσπρο ψωμί (λευκό ψωμί). 143

161 - μέλας ζωμός, κόκκινο φόρεμα - Ερυθρός Σταυρός, άσπρο σπίτι - Λευκός Οίκος, λευκός γάμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μη κυριολεκτική σημασία δεν μπορεί να δηλωθεί με μη λόγια στοιχεία: άσπρη μέρα, άσπρο πάτο, μαύρη μέρα. Άλλωστε, όπως προαναφέραμε, στο πεδίο των χρωμάτων δεν προσφέρεται για όλα τα χρώματα αυτή η διπλή δυνατότητα. Έτσι, έχουμε πράσινο φύλλο - πράσινη δραχμή, κίτρινο φύλλο - κίτρινος τύπος (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1996: 110). 4.6 Γειτονικές αποχρώσεις Ένα ακόμη ζήτημα που θεωρούμε ενδιαφέρον σε επίπεδο σημασιολογίας είναι δήλωση των γειτονικών αποχρώσεων. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι στις γλώσσες του κόσμου δεν προβλέπεται σημασιολογικά η ύπαρξη όρων, όπως κιτρινογάλαζο και κοκκινοπράσινο. Κι αυτό γιατί τέτοιοι όροι θα προσδιόριζαν αντίθετα χρώματα (Hering 1920, Hurvich & Jameson 1955). Βέβαια, κάποιοι υποστηρικτές της θεωρίας της σχετικότητας, όπως οι Saunders & van Brakel (1997) και McNeill (1972), υποστηρίζουν ότι κάποιες γλώσσες διαθέτουν αυτούς τους όρους. Ωστόσο, επεκτείνοντας το σχολιασμό του κεφαλαίου 2 που αφορά τους συνδυασμούς των χρωματικών όρων, υποστηρίζουμε ότι αυτές οι μαρτυρίες δεν είναι επαρκείς, καθώς, σύμφωνα με τον Bailey (2001), συμβαίνουν τα εξής: α) ο γαλαζοκίτρινος όρος στην πραγματικότητα είναι κιτρινο-πρασινογάλαζος όρος, β) ένας ή περισσότεροι όροι έχουν υποστεί σημασιολογική επέκταση, γ) η βασική σημασία του όρου είναι «παλ» ή «ξεθωριασμένο», δ) δεν έχει γίνει επαρκής ανάλυση των δεδομένων. 4.7 Διαβάθμιση Στην παράγραφο αυτή θα παρουσιάσουμε ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους ερευνητές του πεδίου των χρωμάτων, το κατά πόσο τα χρώματα επιδέχονται διαβάθμιση. Στο πρώτο μέρος της παραγράφου αυτής παρουσιάζονται τα δεδομένα που αντλήθηκαν από τη βιβλιογραφία συνοδευόμενα από πληθώρα παραδειγμάτων, ενώ στο δεύτερο μέρος γίνεται μια απόπειρα ερμηνείας του ζητήματος. Όπως έχουν διαπιστώσει πολλοί ερευνητές (μεταξύ άλλων: Kleiber 2007, Whittaker 1994, 2002, Noailly 2005, Molinier 2006), είναι δύσκολο να συναντήσουμε ΟΦ στις οποίες το ΕΔΧ να τροποποιείται από επίρρημα διαβάθμισης (πιο) ή επίτασης (πολύ): (184)? Η Μαρία αγόρασε ένα πολύ γαλάζιο φόρεμα/ ένα πολύ γκρι παλτό. 144

162 Η διαβάθμιση στη βιβλιογραφία συνδέεται συνήθως με την κλιμάκωση (βλ. Lyons 1977). Γενικά, μια ιδιότητα είναι διαβαθμίσιμη και σχηματίζει μια κλίμακα όταν παρουσιάζει διαφορετικές τιμές σε μία δεδομένη σειρά. Τα μέλη των σειρών που σχηματίζονται από τέτοιες τιμές πρέπει να είναι ταξινομημένα σε σχέση με τη σημασιολογική πληροφορία που μεταφέρουν ή με τη σημασιολογική τους ισχύ. Επομένως, σε κάθε διαβαθμίσιμη ιδιότητα πρέπει να βρίσκουμε έναν θετικό και έναν αρνητικό πόλο. Αντίθετα με όλα αυτά, η Demonte (1999: 174) υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια συγκεκριμένη σειρά μεταξύ των διαφορετικών τιμών της ιδιότητας του χρώματος. Οι ταξινομήσεις που προτείνονται στη βιβλιογραφία δεν στηρίζονται σε γλωσσικές μαρτυρίες αλλά στη σειρά των χρωμάτων ως φυσικών οντοτήτων μέσα στο φάσμα του φωτός. Δεν υπάρχει, λοιπόν, γλωσσικό κριτήριο για να αποφασίσουμε αν το κόκκινο προηγείται του πράσινου ή αντίστροφα. Οπότε, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αλληλουχία αυτών των τιμών. Ο Kleiber (2007: 10-12) εξηγεί το ίδιο φαινόμενο με άλλα λόγια, υπογραμμίζοντας ότι, ενώ η κατηγορία των ΕΔΧ παρουσιάζει οντολογική διαβάθμιση (βλ. χρωματικό φάσμα), δεν δέχεται εύκολα τη γλωσσική διαβάθμιση. Συνεπώς, δεν υπάρχει κάποιος θετικός ή αρνητικός πόλος μεταξύ των τιμών της ιδιότητας του χρώματος. Για αυτό, δεν προκύπτει κάποιο λογικό συμπέρασμα. Όπως ήδη αναφέραμε στην παράγραφο 4.2, η άρνηση ενός ΕΔΧ, όπως το μπλε, δεν υπονοεί τη δήλωση κάποιας άλλης τιμής, π.χ. το μαύρο. Εφόσον δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σειρά, κανένα ΕΔΧ δεν συνεπάγεται λογικά το άλλο (εξαιρούνται το άσπρο και το μαύρο). Η ύπαρξη πληθώρας σύνθετων ΕΔΧ, όπως έντονο κόκκινο, απαλό κίτρινο, πράσινο παπαγαλί κτλ., αποτελεί ίσως τη γλωσσική απόδειξη της διαβάθμισης στο εσωτερικό μιας χρωματικής κατηγορίας, καθώς γίνεται διάκριση ανάμεσα στο περισσότερο ή λιγότερο κόκκινο/ κίτρινο κτλ. (Noailly 2005: 264). Το ίδιο υποστηρίζει και η Van de Velde (1995: 157) για τα παράγωγα ΕΔΧ όπως κοκκινωπός, πρασινωπός κτλ., υπογραμμίζοντας ότι καταδεικνύουν έναν ασθενή βαθμό έντασης ενός συγκεκριμένου χρώματος. Επίσης, ο Milner (1978: 304) υποστηρίζει ότι τα ΕΔΧ δύσκολα εμφανίζονται σε επιφωνηματικές προτάσεις και ότι ο σχηματισμός επιφωνηματικών εκφράσεων εξαρτάται από τον τύπο του αντικειμένου αναφοράς (τα παραδείγματα ερμηνεύονται στη συνέχεια της παραγράφου): 145

163 (185) Τι γαλανός ουρανός! Τι πράσινα μάτια! Τι γαλανός που είναι ο ουρανός! Τι πράσινα που είναι τα μάτια σου! *Τι μπλε παλτό! *Τι πράσινη φούστα! *Τι μπλε που είναι το παλτό σου! *Τι πράσινη που είναι η φούστα σου! Ακόμη, παρόλο που μπορούμε να έχουμε το επίρρημα πολύ και το συγκριτικό βαθμό με τα ουσιαστικά ουρανός, γρασίδι, μάτια κτλ. αυτό δεν είναι δυνατό με τα περισσότερα ουσιαστικά: (186) Ο ουρανός σήμερα είναι πολύ γαλανός Το γρασίδι είναι πιο πράσινο στην εξοχή παρά στην πόλη?το φόρεμα της Μαρίας σήμερα είναι πολύ γαλάζιο??το αυτοκίνητό μου είναι πιο κόκκινο από το δικό σου??το αυτοκίνητό μου είναι αρκετά κόκκινο Επιπλέον, τα σύνθετα ΕΔΧ δεν δέχονται κανενός τύπου διαβάθμιση (Whittaker 1993: 646, Van de Velde 1995: ): (187)??Τι ανοιχτός γαλανός ουρανός!??ο ουρανός είναι πολύ ανοιχτός γαλανός σήμερα??τι πράσινο σμαραγδί γρασίδι! Η ικανότητα των ΕΔΧ να δέχονται μορφολογικούς και συντακτικούς τροποποιητές διαβάθμισης αντιτίθεται σθεναρά στη δήλωση ότι αυτά τα επίθετα δεν είναι σημασιολογικά διαβαθμιζόμενα (Cruse 1986, Demonte 1999). Εξάλλου, μια ιδιότητα είναι διαβαθμίσιμη στο βαθμό που μπορούν να γίνουν αντιληπτά διάφορα επίπεδά της είτε σε σχέση με άλλες οντότητες είτε σε σχέση με την ίδια σε διαφορετικές στιγμές. Το παράδοξο της κατάστασης αυτής φαίνεται από το εξής: από οντολογικής σκοπιάς τα ΕΔΧ φαίνεται να αποτελούν οντότητες που υποδηλώνουν ένα φάσμα που επιτρέπει τη διαβάθμιση, αλλά από την πλευρά των συνδυασμών με εκφράσεις που δηλώνουν διαβάθμιση ή επίταση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις τα ΕΔΧ δέχονται εκφράσεις που δηλώνουν το βαθμό. 146

164 Έτσι, παρατηρούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα διαβάθμισης με κάποια ουσιαστικά, όπως για παράδειγμα το ουσιαστικό ουρανός: (188) Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός (Αλέκος Σακελλάριος, «Υπομονή») Ο ουρανός ήταν πολύ καθαρός, πολύ γαλανός, και μολονότι έκανε αρκετή ζέστη, η ατμόσφαιρα είχε κάποια κίνηση στα ψηλά, κι έν' αεράκι, σχεδόν δροσερό, εξακολουθητικό, με μικρά μόνο διαλείμματα, που μου χάιδευε το μέτωπο. (Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το κουρελόχαρτο», 1925) Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα διαβάθμισης με αντικείμενα αναφοράς που δεν έχουν σταθερό χρώμα, όπως τα μέρη του σώματος, και για τα οποία είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ποιο σύμπτωμα ή ποια συγκεκριμένη ιδιότητα του αντικειμένου αναφοράς εκφράζεται από το διαβαθμιζόμενο επίθετο: (189) Έχει πολύ ξανθά/ καστανά/ μαύρα μαλλιά Έχει πολύ γαλανά/ πράσινα μάτια Έχει πολύ λευκά δόντια Έχει πολύ λευκό δέρμα Έχει πολύ κόκκινα χείλια Στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε όλες τις παραπάνω ιδιαιτερότητες των ΟΔΧ, διαπιστώνουμε ότι η χρήση του γαλανός με ένα ουσιαστικό όπως ο ουρανός δεν είναι ταξινομική, όπως θα ήταν η χρήση του γαλάζιος με ένα ουσιαστικό όπως ο καρχαρίας. Το πέρασμα από ένα ταξινομικό σε ένα μη ταξινομικό επίθετο φαίνεται να εξαρτάται τόσο από το αντικείμενο αναφοράς όσο και από το ίδιο το χρώμα. Η αλλαγή χρήσης στηρίζεται, λοιπόν, σε διαφορά στη σημασία. Θα πρέπει το μη ταξινομικό επίθετο να εκφράζει κάτι περισσότερο από το ταξινομικό χρώμα. Θα πρέπει να έχει αξιολογητική/ αποτιμητική λειτουργία, σε αντίθεση με το ταξινομικό που είναι περιγραφικά ουδέτερο. Στην περίπτωση του πολύ γαλανός ουρανός υπονοείται μια θετική εκτίμηση και όχι μια ουδέτερη αντικειμενική περιγραφή (Milner 1978: ). Το χρώμα του δεν καταδεικνύει κάποια περιοχή του χρωματικού φάσματος αλλά το πώς πρέπει να είναι ο ουρανός, αναφέρεται δηλαδή στον στερεοτυπικά γαλανό ουρανό. Με άλλα λόγια, όπου είναι αποδεκτή αυτή η διαβάθμιση, υπάρχει πάντα σύνδεση του χρώματος με ένα άλλο φαινόμενο: ο γαλανός ουρανός είναι σημάδι καλού καιρού, τα κόκκινα μάγουλα ένδειξη 147

165 ντροπής, το πράσινο γρασίδι σημάδι γονιμότητας του εδάφους ή υγρού κλίματος, τα λευκά ρούχα ένδειξη καθαρότητας κτλ. Δεν είναι δυνατόν να ισχύσει αυτό για αντικείμενα αναφοράς που δεν έχουν κάποιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό χρώμα. Όπως υπογραμμίζει η Wittaker (1994: 647) το χρώμα αποτελεί απλώς μια σύμβαση, όπως το κόκκινο και το μπλε σήμα μιας βρύσης που αντίστοιχα συμβολίζουν το ζεστό και το κρύο νερό. Επίσης, όπως επαληθεύεται από το παρακάτω παράδειγμα, μόνο τα βασικά χρώματα ή τα υπερώνυμα έχουν τέτοια χρήση, ενώ δεν ισχύει το ίδιο με τις αποχρώσεις: (190) Το γρασίδι είναι πολύ πράσινο. Πρέπει να έβρεξε πολύ τις τελευταίες μέρες??το γρασίδι είναι πολύ σμαραγδί. Πρέπει να έβρεξε πολύ τις τελευταίες μέρες Ο Kleiber (2007: 28-29) πηγαίνει ένα βήμα πιο μπροστά. Αντιτάσσεται στην κλασική αντίληψη περί διαβάθμισης του χρωματικού φάσματος υποστηρίζοντας ότι τα ΟΔΧ δεν δέχονται κανενός τύπου διαβάθμιση, ούτε γλωσσική αλλά ούτε και οντολογική. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι το χρωματικό φάσμα δεν αποτελεί μια διαβαθμισμένη οντότητα αλλά αποτελείται από διακριτές χρωματικές κατηγορίες (βασικά χρώματα, υπερώνυμα). Κάθε κατηγορία περιλαμβάνει αποχρώσεις που δεν είναι ιεραρχικά οργανωμένες εντός της κατηγορίας αλλά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο αποτελώντας συνυπώνυμα του βασικού χρώματος. Το ανοιχτό μπλε δεν αποτελεί διαβάθμιση του μπλε, δεν σημαίνει υψηλού βαθμού μπλε ούτε είναι περισσότερο ή λιγότερο μπλε από το σκούρο μπλε. Αποτελεί απλώς υπώνυμο του μπλε, όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα μπλε (σκούρο μπλε, απαλό μπλε, φωτεινό μπλε κτλ.). Το ίδιο ισχύει και για τα παράγωγα ΕΔΧ, όπως κιτρινωπό, γαλαζωπό, κοκκινωπό. Τα προσεγγιστικά αυτά επίθετα δεν δηλώνουν διαβαθμίσεις του κίτρινου, του γαλάζιου και του κόκκινου αντίστοιχα αλλά, όπως το λέει και η λέξη, είναι αποχρώσεις που προσεγγίζουν αυτά τα χρώματα. Μια κοκκινωπή μπλούζα είναι μια μπλούζα που κλίνει προς το κόκκινο, άρα δεν είναι κόκκινη, όπως αποτυπώνεται στο παράδειγμα (πρβλ. Molinier 2005: 145): (191) Αυτή η μπλούζα δεν είναι κόκκινη είναι κοκκινωπή Εξάλλου, υποστηρίζει ο Kleiber (2007: 34), τα χρώματα αποτελούν πολυδιάστατες έννοιες: το καθένα συνδέεται με περισσότερα από ένα φάσμα. Με άλλα λόγια, εμφανίζουν περισσότερες ιδιότητες, όπως η τονικότητα, η φωτεινότητα, ο κορεσμός 148

166 (βλ. κεφάλαιο 1) κ.ά. Μπορούμε να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι η χρήση της διαβάθμισης δεν αφορά την τονικότητα (περισσότερο ή λιγότερο κόκκινο) αλλά κάποια άλλη ιδιότητα των χρωμάτων, όπως ο κορεσμός, οι διαστάσεις της επιφάνειας ή του όγκου που έχει το προσδιοριζόμενο από το ΕΔΧ ουσιαστικό, ο βαθμός συμβιβασμού με τη νόρμα που συνδέεται με το κόκκινο, κτλ. (βλ και Sapir 1968: 209, Kleiber 2007: 35). Είναι οι διαφορετικές διαστάσεις των χρωμάτων που διαβαθμίζονται και όχι άμεσα τα χρώματα που τις διαθέτουν. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι αντίθετα με τα ΕΔΧ, τα ΕΔΧ τροπ δέχονται χωρίς δυσκολία τους δείκτες διαβάθμισης, όπως φαίνεται στο παράδειγμα: (192)?ένα πολύ κόκκινο/ κίτρινο/ μπλε/ μαύρο χρώμα ένα πολύ έντονο/ ανοιχτό/ σκούρο/ λαμπερό χρώμα Έτσι λοιπόν, όλες οι περιπτώσεις του γαλανού ουρανού ανήκουν στην υποκατηγορία του γαλανού που καθορίζεται από τον ουρανό. Ένας πολύ γαλανός ουρανός είναι ένας ουρανός πιο γαλανός από τον συνηθισμένο. Το ίδιο δεν θα μπορούσε να ισχύσει για ένα αυτοκίνητο. Ένα?πολύ μπλε αυτοκίνητο δεν είναι ένα αυτοκίνητο πιο μπλε από το συνηθισμένο, αφού δεν υπάρχει συνηθισμένο μπλε αυτοκίνητο (εκτός αν μιλάμε για ταξί 145 ). Με βάση τα παραπάνω, θεωρούμε ότι τα ΕΔΧ όσον αφορά την τονικότητά τους είναι μη διαβαθμίσιμα (εκτός ίσως από το άσπρο και το μαύρο, τα οποία πράγματι παρουσιάζονται ως αντιτιθέμενοι πόλοι σε μία κλίμακα, όπως αναφέραμε στην παράγραφο 4.2). Κάθε ΕΔΧ δεν εκφράζει μια διαφορετική τιμή αλλά μια διαφορετική κατηγορία. Το κόκκινο αντιτίθεται στο μπλε όχι επειδή εκφράζει μια διαφορετική τιμή αλλά επειδή υποδεικνύει ένα διαφορετικό πεδίο χρωμάτων. Ωστόσο, η εξωγλωσσική πραγματικότητα είναι διαφορετική, στο πλαίσιο της οποίας κάθε χρώμα είναι μια αριθμητική τιμή με διαφορετικό μήκος κύματος. Εκεί πράγματι υπάρχει μια τάξη αλληλουχίας μεταξύ αυτών των στοιχείων, αλλά η γλώσσα δεν αντανακλά με κανέναν τρόπο αυτό το φυσικό φαινόμενο. Η γλώσσα παρουσιάζει κάθε χρώμα ως ένα διαφορετικό πεδίο (ή κατηγορία, σύμφωνα με τον Fábregas 2002). Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η διαβάθμιση μπορεί να οριστεί ανεξάρτητα από την έννοια της κλιμάκωσης. Μια ιδιότητα μπορεί να είναι διαβαθμίσιμη, όταν μπορούμε να 145 Τα ταξί στη Θεσσαλονίκη έχουν ένα χαρακτηριστικό μπλε χρώμα, στην Αθήνα ένα χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα κ.ο.κ. 149

167 αντιληφθούμε διαφορετικές τιμές της, οι οποίες δεν έχουν λόγο να ταξινομηθούν με κάποια συγκεκριμένη ακολουθία/σειρά. Αν θεωρήσουμε κάθε ΕΔΧ ως ένα ξεχωριστό πεδίο και όχι ως μια τιμή, θα δούμε ότι καθένα από αυτά ξεχωριστά μπορεί να γίνει αντιληπτό με διαφορετικές τιμές. Ας φανταστούμε την περίπτωση που έχουμε δυο μπλουζάκια του ίδιου χρώματος, ας πούμε κόκκινο. Ένα από αυτά ξεβάφει στο πλύσιμο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ομιλητής μπορεί να παρατηρήσει ότι το ένα μπλουζάκι είναι πιο κόκκινο και το άλλο λιγότερο κόκκινο, συγκρίνοντας έτσι δύο αξίες που δεν είναι κατάλληλα ταξινομημένες σε σχέση με την τιμή τους. Η παραπάνω περιγραφή απεικονίζεται πιο καθαρά στις ακόλουθες περιπτώσεις, όπου το χρώμα αποτελεί φυσική ιδιότητα ενός όντος ή ενός αντικειμένου και αυτό το χρώμα δίνει πληροφορίες για την κατάσταση ή την ποιότητα των προσδιοριζομένων: (193) Ο Γιάννης είναι πολύ (κόκκινος + άσπρος). Εδώ το κόκκινο και το άσπρο είναι χρώματα που αφορούν την απόχρωση του δέρματος. Μπορούμε να πούμε ότι ο Γιάννης είναι πολύ κόκκινος ή πολύ άσπρος (χλομός) για να δείξουμε την αλλαγή στο χρώμα του δέρματος. 4.8 Διατεμνόμενα ΕΔΧ Η διαβάθμιση δεν είναι η μόνη ενδιαφέρουσα σημασιολογική ιδιότητα των ΕΔΧ. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Demonte 1999: 178), τα ΕΔΧ παρουσιάζουν την ιδιότητα της διατομής (intersectiva). Μιλάμε για ένα διατεμνόμενο επίθετο όταν η ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο αποδίδεται τόσο στο ουσιαστικό που τροποποιεί όσο και στην κατηγορία στην οποία ανήκει αυτό το ουσιαστικό: (194) ένας κίτρινος κινηματογράφος Για να είναι το κίτρινος διατεμνόμενο, πρέπει να προσδιορίζει τόσο το ουσιαστικό κινηματογράφος όσο και την κατηγορία αντικειμένων στην οποία ανήκει. Ένας κινηματογράφος ανήκει στην κατηγορία αντικειμένων που ονομάζουμε «κτήρια». Πράγματι, ένας κίτρινος κινηματογράφος είναι ταυτόχρονα και ένα κίτρινο κτήριο. Γι αυτό και το κίτρινος είναι ένα διατεμνόμενο επίθετο. Το ίδιο ισχύει και στο παράδειγμα: (195) ένα κόκκινο μήλο Δεδομένου ότι όλα τα μήλα είναι φρούτα, ένα κόκκινο μήλο πρέπει να είναι ένα κόκκινο φρούτο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα επίθετα αυτά συνδέονται άμεσα με το 150

168 γραμματικό υποκείμενο (Vendler 1968), επομένως ισχύει ο παρακάτω μετασχηματισμός: (196) Το αυτοκίνητό μου είναι ένα κόκκινο Fiat To Fiat μου είναι ένα κόκκινο αυτοκίνητο 4.9 Τα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα Ας εξετάσουμε τώρα τις ιδιότητες του ΟΔΧ όταν πραγματώνεται ως ουσιαστικό. Τα χρωματικά ουσιαστικά μπορούν να νομιμοποιήσουν οποιαδήποτε κατηγορία προσδιοριστικών: το οριστικό άρθρο, το αόριστο άρθρο, τη δεικτική αντωνυμία, την ερωτηματική ακόμη και την κτητική αντωνυμία, αν και η τελευταία δεν συναντάται σε πολλά περιβάλλοντα: (197) Το κόκκινο δεν μου πάει. Αγόρασα κάτι παπούτσια σε ένα πολύ έντονο κόκκινο. Αυτό το κόκκινο μου αρέσει περισσότερο από εκείνο. Ποιο κόκκινο προτιμάς για τα μαλλιά σου; Το κόκκινό σου μου αρέσει περισσότερο από το δικό μου. Τα χρωματικά ουσιαστικά, καθώς εκφράζουν μια μη μετρήσιμη σημασιολογική έννοια, ανήκουν στην κατηγορία των μη μετρήσιμων ουσιαστικών. Συνεπώς, ο πληθυντικός, όταν τον δέχονται, δεν εκφράζει πληθώρα οντοτήτων αλλά πληθώρα κατηγοριών (Fábregas 2002): (198) α. Ο ελαιοχρωματιστής χρησιμοποίησε τρία κίτρινα στο σαλόνι μου (τρεις αποχρώσεις του κίτρινου) β. Ποιο προτιμάτε από αυτά τα κίτρινα; Ενώ στο (198α) είναι σαφές ότι υπάρχει μία ανάγνωση, στο (198β) η ακολουθία αυτή αποπλαισιωμένη μπορεί να αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικές γλωσσικές δομές. Στην πρώτη δομή, το κίτρινα είναι ένα επίθετο που τροποποιεί έναν ελλειπτικό ονοματικό πυρήνα στον πληθυντικό και, έτσι, κατανοούμε ότι υπάρχει ένα σύνολο οντοτήτων που έχουν το ίδιο χρώμα από τα οποία ο ομιλητής καλεί τον συνομιλητή του να επιλέξει.. Στη δεύτερη, το κίτρινα είναι ένα μη μετρήσιμο ουσιαστικό στον πληθυντικό, οπότε κατανοούμε ότι υπάρχει ένα σύνολο από διαφορετικούς τόνους του κίτρινου (ηλίανθος, ώχρα, καλαμπόκι, χαμομήλι κτλ.), από τους οποίους καλείται να επιλέξει ο συνομιλητής. 151

169 Επιπλέον, καθώς τα ΟΔΧ είναι μη μετρήσιμα ουσιαστικά, δέχονται ποσοτικούς προσδιορισμούς: (199) Έχει πολύ κίτρινο αυτός ο πίνακας. Χρειάζομαι περισσότερο κόκκινο για να τελειώσω αυτόν τον πίνακα. Μου έμεινε λίγο άσπρο, θα πρέπει να αγοράσω κι άλλο. Υπάρχει μια καθαρή σημασιολογικο-πραγματολογική συνθήκη που καθορίζει ποια ουσιαστικά ύλης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν χρώμα. Πράγματι, αυτό είναι δυνατό μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που η ύλη ή η οντότητα που κατονομάζεται ορίζεται μέσα από κάποιο χαρακτηριστικό χρώμα. Κατά κάποιον τρόπο, ο ομιλητής, όταν ταξινομεί τα αντικείμενα που τον περιστοιχίζουν σε κατηγορίες, φαίνεται να καθοδηγείται από κάποια εξέχοντα χαρακτηριστικά τους και όχι από κάποια άλλα. Όταν ο ομιλητής αποφασίζει να συμπεριλάβει ένα αντικείμενο Χ στην κατηγορία των πορτοκαλιών, φαίνεται να έχει κατά νου, μεταξύ άλλων, το χρώμα που έχει αυτό το αντικείμενο. Ένα κρίσιμο ερώτημα που θέτει η περίπτωση αυτών των ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως ΟΔΧ είναι να αποφασίσουμε αν αυτή η πρόσθετη χρωματική σημασία καθορίζεται σημασιολογικά ή πραγματολογικά (Fábregas ό.π.). Η σημασιολογική λύση προτείνει ότι σε λεξικά θέματα όπως πορτοκαλ- προσδιορίζεται μια χρωματική αξία, η οποία δεν είναι εμφανής σε άλλα θέματα (π.χ. τραπεζ-). Αντίθετα, κατά την πραγματολογική εκδοχή, μαρκάρεται το χρώμα στο λεξικό και ανατρέχουμε στην αρχή της σχετικότητας. Στην περίπτωση της χρήσης κύριων ονομάτων (κίτρινο Van Gogh) το χρώμα αποτελεί τμήμα της εγκυκλοπαιδικής πληροφορίας που συνδέεται πραγματολογικά με τα λεξήματα. Έτσι, φαίνεται να είναι μια γνωσιακή αρχή Πληροφοριακής Σχετικότητας αυτή που αποφασίζει αν κάποια ουσιαστικά μπορούν να εκφράσουν ένα συγκεκριμένο χρώμα (Fábregas ό.π.). Συγκεκριμένα, ένα ουσιαστικό μπορεί να δηλώσει χρώμα όταν, στο γνωστικό περιβάλλον που μοιράζονται οι δύο συνομιλητές, η οντότητα που δηλώνεται από αυτό το ουσιαστικό συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με ένα χαρακτηριστικό χρώμα. Επομένως, ένα ουσιαστικό μπορεί να αποτελεί χρωματικό όρο είτε γιατί η γλωσσική γνώση που υπάρχει στο λέξημα κωδικοποιείται και αναφέρεται στο χρώμα είτε γιατί η εγκυκλοπαιδική γνώση του ομιλητή επιτρέπει τον σχηματισμό μιας άμεσης σχέσης με το συγκεκριμένο χρώμα. 152

170 4.10 Οι τάξεις αντικειμένων στη σημασιολογία Η παράγραφος αυτή έχει ως στόχο την περιγραφή μιας σημασιοσυντακτικής ανάλυσης των κατηγορηματικών επιθέτων με βάση το θεωρητικό μοντέλο των τάξεων αντικειμένων (Gross G. 1994). Προτείνουμε μια τυπολογία σημασιολογικών τάξεων των κατηγορηματικών επιθέτων, όπου η κάθε σημασιολογική τάξη χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο σημασιοσυντακτικών ιδιοτήτων. Η παρούσα έρευνα αφορά την τάξη <χρώμα>. Για τις αρχές και το θεωρητικό εργαλείο της ανάλυσης που προτείνουμε καθώς και για τα κριτήρια κατηγορηματικότητας των επιθέτων μιλήσαμε στο κεφάλαιο 3. Όπως ήδη αναφέραμε, οι τάξεις αντικειμένων είναι σημασιολογικές τάξεις που βασίζονται σε συντακτικά και σημασιολογικά κριτήρια. Κάθε τάξη καθορίζεται από τα κατηγορήματα τα οποία επιλέγουν τα κατάλληλα ορίσματα (Gross G Le Pesant & Mathieu- Colas 1998). Για παράδειγμα, όλα τα ουσιαστικά που ανήκουν στην κατηγορία ενδύματα μπορούν να είναι σε θέση Ο 0, δηλαδή υποκειμένου, των ειδικών επιθέτων κόκκινος, κίτρινος κτλ.: (200) κόκκινη φούστα/ μπλούζα/ ζακέτα Η ελάχιστη μονάδα ανάλυσης είναι η απλή πρόταση [Ο 0 είμαι Ε], γιατί μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να καθορίσουμε τις συντακτικές ιδιότητες των στοιχείων που μελετάμε. Κατά συνέπεια, τα επίθετα μπορούν να περιγραφούν σύμφωνα με το κριτήριο της μέγιστης ορισματικής ακολουθίας. Αυτή η αρχή αναδεικνύει τις διαφορετικές χρήσεις του επιθέτου. Για παράδειγμα, το επίθετο κόκκινος: (201) κόκκινος στη δομή Ο 0 είμαι Ε Ο καναπές είναι κόκκινος Όσον αφορά την πολυσημία, η μονάδα ανάλυσης είναι η χρήση. Η χρήση περιλαμβάνει όχι μόνο την τρέχουσα έννοια ενός επιθέτου αλλά και το σύνολο των ιδιοτήτων και των εννοιών που το χαρακτηρίζουν (Βαλετόπουλος 2003). Ας πάρουμε για παράδειγμα την περιγραφή του επιθέτου άσχημος: άσχημος/n0 : hum/n1 : στην εμφάνιση άσχημος/n0 : ina <χρώμα : couleur>/n1 : άσχημος/n0 : ina <καιρικά φαινόμενα : évé météo > (καιρός : temps)/n1: άσχημος/n0 : ina <ήχος : son>/n1 : άσχημος/n0 : inc < τρόφιμα : aliments>/n1: άσχημος/n0 : ina < συμπεριφορά : comportement>/n1: άσχημος/n0 : ina < οσμή : odeur>/n1 : κτλ. 153

171 Μία από τις απαραίτητες πληροφορίες είναι το συνώνυμο και το αντώνυμο. Από τη στιγμή που καθορίσαμε τη χρήση του επιθέτου, έχουμε ένα πιο σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να αναζητήσουμε το κατάλληλο συνώνυμο και αντώνυμο. Εννοείται ότι η ορισματική δομή, δηλαδή το σύνολο των ορισμάτων του επιθέτου στη συγκεκριμένη χρήση και οι σημασιολογικές και συντακτικές πληροφορίες για τη φύση των ορισμάτων, θα πρέπει να είναι κοινή. Συνεπώς, το συνώνυμο και το αντώνυμο είναι καθοριστικοί παράγοντες για την περιγραφή του κατηγορηματικού επιθέτου (Βαλετόπουλος ό.π.), για παράδειγμα: άσχημος/n0 : hum/n1 : στην εμφάνιση/ S : /A : όμορφος, ωραίος άσχημος/n0 : ina <χρώμα : couleur>/n1 : / S : δυσάρεστος /A : ευχάριστος, ωραίος, όμορφος άσχημος/n0 : ina <καιρικά φαινόμενα : évé météo > (καιρός : temps)/n1: / S : /A : ευχάριστος, ωραίος άσχημος/n0 : ina <ήχος : son>/n1 :/ S : δυσάρεστος/a : ευχάριστος, ωραίος άσχημος/n0 : inc < τρόφιμα : aliments>/n1: / S : άνοστος /A : νόστιμος, ωραίος άσχημος/n0 : ina < οσμή : odeur>/n1 : / S : δυσάρεστος /A :ευχάριστος, ωραίος κτλ. Στην ίδια ομάδα θα πρέπει να εντάξουμε επιπλέον όλα αυτά τα επίθετα που έχουν τις ίδιες σημασιοσυντακτικές ιδιότητες. Αυτό θα μας επιτρέψει να παραγοντοποιήσουμε το σύνολο των πληροφοριών που έχουμε περιγράψει και, συνεπώς, να προχωρήσουμε σε μια σημασιολογική τυπολογία των επιθέτων. Για να καθορίσουμε τη σημασιολογική τάξη των επιθέτων, θα καταφύγουμε στη βασική δομή όπου θα αναζητήσουμε το κατάλληλο ουσιαστικό. Το ουσιαστικό αυτό είναι το κατηγόρημα χρώμα: (202) Α Ο 1 (που) Α Ο 0 Ρ [έχει] (είναι) E : Το χρώμα που το φόρεμα έχει είναι κόκκινο Όσα επίθετα μπορούν να συμμετάσχουν στη δομή αυτή αποτελούν μέρος της σημασιολογικής τάξης <χρώμα>. Για παράδειγμα: (203) Το χρώμα που το φόρεμα έχει είναι (κόκκινο + κίτρινο + μπλε + *ξινό) Διαισθητικά, ωστόσο, παρατηρούμε ότι υπάρχουν επίθετα <χρώματος> τα οποία δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην παραπάνω δομή: (204) *Το χρώμα που το φόρεμα έχει είναι παρδαλό 154

172 Αυτά τα επίθετα φαίνεται να μην δέχονται την προηγούμενη δομή. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση της Meydan (1995) εκτός από τα κατάλληλα ουσιαστικά, υπάρχουν και τα πολύ κατάλληλα ουσιαστικά. Όταν ένα επίθετο συνδέεται μορφολογικά ή σημασιολογικά με το κατάλληλο ουσιαστικό της βασικής δομής, τότε το επίθετο δεν μπορεί να εμφανιστεί στην παραπάνω δομή. Τα επίθετα αυτά είναι τα περιγραφικά επίθετα (ή τροποποιητές). Έτσι, η βασική δομή για τα επίθετα αυτά είναι: (205) Ο 0 είναι Ε Το φόρεμα είναι παρδαλό Συνεπώς, τα επίθετα της σημασιολογικής τάξης <χρώμα> μπορούν να διαιρεθούν σε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με τη βασική τους δομή. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από τα επίθετα που αναφέρονται σε κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, ενώ η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τα επίθετα που τροποποιούν τα ΟΔΧ, τα οποία ονομάσαμε άμεσους ή έμμεσους τροποποιητές (ΕΔΧ τροπ ) στην παράγραφο 2.3. Οι ιδιότητες των δύο αυτών κατηγοριών επιθέτων αναφέρθηκαν αναλυτικά στο κεφάλαιο 3. Ένα άλλο παράδειγμα για τη σημασιολογική τυπολογία των επιθέτων στο πλαίσιο των τάξεων αντικειμένων είναι αυτό που αφορά τα επίθετα αντίληψης και συγκεκριμένα της όρασης, που προτείνουν οι G. Gross et al. (2001): Επίθετα αντίληψης: όραση 1. Ορατό/αόρατο: (αντιληπτό, εμφανές, έκδηλο) 2. χρώμα 2.1 χρώμα (λευκό, μαύρο, κίτρινο, γαλάζιο, κόκκινο) 2.2 χρώμα Ο (βανίλια, ωκεανός, μανόλια) 2.3 χρώμα Ο έμψ (παπαγαλί, γαϊδουρί) 2.4 χρώμα Ο υλικό (βράχος, βότσαλο, κοχύλι, πηλός) 2.5 χρώμα Ο φυτ (σαφράν, μανόλια, γλυκάνισος) 2.6 χρώμα [ειδ] έμψ (ψαρός, μελαχροινός) 2.7 χρώμα [ειδ] μαλλιά (καστανά, ξανθά, ακαζού) 2.8 χρώμα απόχρωση (εκρού, κρεμ, σμαραγδί) 2.9 χρώμα παράγωγο χρώμα παράγωγο -έ (ελεφαντέ, περλέ) χρώμα παράγωγο -ωπός (κοκκινωπός, γκριζωπός) χρώμα παράγωγο -ωτός (ιριδωτός, κροκωτός) χρώμα παράγωγο -ώδης (γαλακτώδης, ιώδης) χρώμα παράγωγο -ειδής (γαλακτοειδής, ερυθροειδής) 155

173 χρώμα παράγωγο -ιδερός (ασπριδερός μαυριδερός) 2.10 χρώμα γεν. (άχρωμο, παρδαλό, πολύχρωμο) 2.11 χρώμα εναρκτ. (ιριδίζον, μπλεδίζον, κιτρινίζον) 2.12 κατηγόρημα χρώμα (επιθετικό, κραυγαλέο, απαλό, αστραφτερό) 3. χρώμα + επιφάνεια αντικειμένων (ματ, γυαλιστερό, τραχύ) 4. χρώμα + όψη 4.1 όψη + λάμψη (λαμπερό, εκτυφλωτικό) 4.2 όψη + αντανάκλαση (γυαλιστερό, ιριδίζον, σατινέ) Η παραπάνω σημασιοσυντακτική ανάλυση των κατηγορηματικών επιθέτων, που στηρίζεται στο μοντέλο των τάξεων αντικειμένων, θεωρούμε ότι είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς στηρίζεται στις χρήσεις της γλώσσας, γεγονός που διευκολύνει τη λεπτομερή περιγραφή. Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να έχει ποικίλες εφαρμογές, όπως για παράδειγμα τη σύσταση ενός ηλεκτρονικού ή/ και θεματικού λεξικού και τη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής ή δεύτερης/ ξένης γλώσσας, που μας ενδιαφέρουν άμεσα, αλλά και στην αυτόματη μετάφραση ή σε συστήματα αυτόματης διόρθωσης Οι μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις Εισαγωγή Ένα μεγάλο τμήμα του corpus μας αποτελείται από μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις. Προκύπτει, έτσι, η ανάγκη για μια πιο διεξοδική μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος. Για το σκοπό αυτό η παρούσα έρευνα επιλέγει να στηριχθεί στη γνωστική προσέγγιση (Lakoff 1990, 1993 Lakoff & Johnson 1980 Βελούδης 2005 Γαλαντόμος 2008 Alexandri 2009), η οποία εστιάζει σε τρεις βασικές πτυχές της μεταφοράς: τη φύση, τη δομή και τις ιδιότητές της. α) Ως προς τη φύση της: η μεταφορά είναι κατά κύριο λόγο εννοιακή και κατά δεύτερο λόγο γλωσσική. Το αντιληπτικό σύστημα των ανθρώπων είναι σε μεγάλο ποσοστό μεταφορικό και οι μεταφορικές γλωσσικές εκφράσεις αποτελούν την πραγμάτωση των αφηρημένων εννοιακών μεταφορών. Εξάλλου, η μεταφορά δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό φαινόμενο, αλλά συγκροτεί την ανθρώπινη πραγματικότητα και συνιστά μέσο κατανόησης της εμπειρίας (Σγουρούδη 2003). β) Ως προς τη δομή της: η μεταφορά συνιστά τη συνάρτηση δύο περιοχών. Παρατηρείται μεταφορά ιδιοτήτων από την περιοχή βάσης στην περιοχή στόχου. Οι 156

174 συναρτήσεις είναι μονοκατευθυντικές, μερικής υφής καθολικές ή πολιτισμικά εξειδικευμένες και σε καμία περίπτωση αυθαίρετες, εφόσον εδράζονται στη σωματοποίηση (embodiment) και την καθημερινή τριβή των ανθρώπων με πρόσωπα και γεγονότα. γ) Ως προς τις ιδιότητές της: η μεταφορά αποτελεί αντανάκλαση της σκέψης, επομένως τόσο η εμφάνιση όσο και η χρήση της χαρακτηρίζεται ως αυτόματη, συνεχής και υποσυνείδητη Θεωρητικό πλαίσιο Όπως ήδη αναφέρθηκε, για την κατανόηση των μεταφορικών εκφράσεων που περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα χρωματικό όρο, στηριζόμαστε θεωρητικά στη γνωστική προσέγγιση. Το σύνολο της γνωστικής θεώρησης της μεταφοράς εντάσσεται στο φιλοσοφικό ρεύμα του ρεαλισμού της εμπειρίας, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο τρεις βασικές ιδέες. Πρώτον, η νόηση είναι σωματοποιημένη, δεύτερον ασυνείδητη και τρίτον οι αφηρημένες έννοιες προσλαμβάνονται μεταφορικά (Lakoff & Johnson, 1999). Στο βιβλίο τους για τη μεταφορά, οι Lakoff & Johnson (1980), ορίζουν τη μεταφορά ως μια «διαδικασία που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε κάποιο πράγμα μέσω κάποιου άλλου», ενώ ο Lakoff (1993: 6), στο πλαίσιο της γνωστικής προσέγγισης, την ορίζει ως την «κατανόηση μιας εμπειριακής/ εννοιακής περιοχής [ ] με όρους μιας πολύ διαφορετικής εμπειριακής/ εννοιακής περιοχής». Αντίθετα, μια έννοια είναι κυριολεκτική όταν για την κατανόησή της δεν απαιτείται χρήση εννοιακού υλικού από άλλη γλωσσική περιοχή (ό.π.). Ο ορισμός αυτός αποδίδεται ως εξής: ΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ (Α) είναι ΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ (Β). Το σχήμα αυτό συνιστά ό,τι στη γνωστική πρακτική είναι γνωστό ως εννοιακή μεταφορά (conceptual metaphor), η οποία αποτυπώνεται με μικρά κεφαλαία γράμματα. Οι Lakoff & Johnson (1980) αναγνωρίζουν τρία είδη εννοιακών μεταφορών: τις προσανατολιστικές, τις οντολογικές και τις δομικές. - Οι προσανατολιστικές μεταφορές δομούν τις διάφορες έννοιες γραμμικά, δηλ. αφορούν τον προσανατολισμό σε ένα χώρο (π.χ. μέσα-έξω, πάνω-κάτω κτλ.), π.χ. Η ΥΓΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΝΩ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ (η γρίπη τον έριξε). - Οι οντολογικές μεταφορές επιτρέπουν την προβολή των χαρακτηριστικών μιας οντότητας ή ουσίας σε μια έννοια η οποία δεν τα διαθέτει, π.χ. ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΕΙΝΑΙ 157

175 ΦΑΓΗΤΟ (το νέο του βιβλίο δίνει τροφή για σκέψη), ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ (στο κόκκινο οι απολύσεις). - Οι δομικές μεταφορές δίνουν έμφαση στη δόμηση μιας δραστηριότητας ή εμπειρίας σε σχέση με ένα άλλο είδος δραστηριότητας ή εμπειρίας, π.χ. Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΡΑΣΗ (εγώ το βλέπω διαφορετικά), Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΛΟΜΙΑΣΜΑ ((κιτρινίζω, ασπρίζω) από το φόβο) Υπάρχει και ένα τέταρτο είδος εννοιακών μεταφορών: οι μεταφορές των εικονιστικών περιγραμμάτων. Αυτές οι μεταφορές διαφέρουν από τις υπόλοιπες τρεις, επειδή δεν μεταφέρουν από την περιοχή στόχου εμπειρίες, αλλά εικόνες, οι οποίες και αποτελούν τη δεύτερη πηγή των μεταφορών (Βελούδης 2005: 186). Σύμφωνα με τον Johnson (1987: 23-24) «τα εικονιστικά περιγράμματα δεν είναι πλούσιες, συγκεκριμένες νοητικές δομές. Είναι δομές που οργανώνουν τις νοητικές αναπαραστάσεις [του ανθρώπου] σε ένα επίπεδο πολύ πιο γενικό και αφαιρετικό από αυτό στο οποίο [οι ομιλητές] σχηματίζουν συγκεκριμένες νοητικές εικόνες». Οι μεταφορές των εικονιστικών περιγραμμάτων βασίζονται στην καθημερινή αλληλεπίδραση των χρηστών της γλώσσας και της περιβάλλουσας πραγματικότητας. Παραδείγματα της καθημερινής αυτής τριβής είναι η κίνηση του ανθρώπου σε ένα χώρο ή ο χειρισμός διάφορων αντικειμένων. Τα πιο συνήθη εικονιστικά περιγράμματα είναι τα ακόλουθα: μέσα-έξω, πάνω-κάτω, μπρος-πίσω κτλ. (Kövecses 2002: 17). Σύμφωνα με τον Βελούδη (2005: 188), μας βοηθούν να οργανώσουμε την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο και δίνουν τη βάση για να σχηματιστούν άλλες γλωσσικές έννοιες. Μια περιοχή βάσης μπορεί να συνδυαστεί με πολλές περιοχές στόχου και το αντίστροφο. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε στο πεδίο της περιοχής βάσης, ενώ στη δεύτερη στο εύρος της περιοχής στόχου. Η κάθε περιοχή βάσης, ανάλογα με τις ιδιότητες που διαθέτει, επιβάλλει στην περιοχή στόχου μια ορισμένη εστιακή σημασία, δηλ. η τελευταία αποκτά συγκεκριμένο προσανατολισμό και προοπτική (Lakoff 1990, 1993 Lakoff & Johnson 1980 Γαλαντόμος 2008). Οι εννοιακές μεταφορές πραγματώνονται γλωσσικά με τις μεταφορικές γλωσσικές εκφράσεις (οι οποίες καταγράφονται με πλάγιους τυπογραφικούς χαρακτήρες): τα έβαψε μαύρα. Η κατεύθυνση της μεταφορικής έκφρασης είναι από τη συγκεκριμένη έννοια προς την αφηρημένη (αρχή της μονοκατευθυντικότητας). Ανάμεσα στις περιοχές βάσης και στόχου αναπτύσσονται συστηματικές αντιστοιχίσεις (συναρτήσεις), δηλ. εννοιακά στοιχεία της μιας περιοχής σχετίζονται με εννοιακά στοιχεία της άλλης περιοχής. 158

176 Οι μεταφορές προκύπτουν αβίαστα και αυτόματα. Οι ομιλητές δεν μπορούν να αγνοήσουν τις μεταφορικές σημασίες των λέξεων ή των εκφράσεων και τόσο το κυριολεκτικό όσο και το μεταφορικό νόημα είναι άμεσα και αυτόματα διαθέσιμο στους χρήστες της γλώσσας την ίδια χρονική στιγμή (Glucksberg et al. 1982). Η Σγουρούδη (2003) αναφέρει ότι, μολονότι η μεταφορά είναι πρώτα εννοιακή και δευτερευόντως γλωσσική, εντούτοις τα παραδείγματα ύπαρξής της στη σκέψη αντλούνται από τη γλώσσα. Ο Kövecses (2006) υποστηρίζει ότι η μεταφορά υφίσταται στη γλώσσα, επειδή υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα και στο νου. Οι μεταφορικές εκφράσεις αποτελούν γνωστικές πραγματώσεις των αφηρημένων εννοιακών μεταφορών, δηλ. παρέχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο επίπεδο της νόησης με τη μεσολάβηση υποθετικών δεσμών ανάμεσα σε δύο περιοχές. Επιπλέον, μια βασική ιδέα της γνωστικής γλωσσολογίας είναι ότι οι εννοιακές μεταφορές παράγουν πολιτισμικά μοντέλα, τα οποία λειτουργούν στο επίπεδο της σκέψης και αποκτώνται μέσω της συσσωρευθείσας εμπειρίας και του πολιτισμικού υπόβαθρου μιας γλωσσικής κοινότητας. Έτσι, η αξιοποίηση της μεταφοράς για τη γλωσσική πραγμάτωση συγκεκριμένων αφηρημένων εννοιών, όπως τα συναισθήματα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτισμική πρόσληψη αυτών των εννοιών και από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ωστόσο, ο Kövecses (2005) υποστηρίζει ότι κάποιες εννοιακές μεταφορές εμφανίζουν δυνητική καθολικότητα. Η άποψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση της όμοιας λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και εγκεφάλου. Με άλλα λόγια, η καθολικότητα των εμπειριών στην οποία εδράζονται ορισμένες μεταφορές (π.χ. οι άνθρωποι ανά τον κόσμο όταν θυμώνουν κοκκινίζουν στο πρόσωπο) παρέχει τα εχέγγυα για πιθανή εμφάνισή τους σε μεγάλο αριθμό γλωσσών. Τέτοιες μεταφορές είναι όσες αφορούν τα συναισθήματα, το χρόνο, τη μεταφορά δομής γεγονότων και τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου, δηλ. τον εαυτό του. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της γνωστικής προσέγγισης είναι η αντιμετώπιση των νέων μεταφορών. Οι Lakoff & Turner (1989) πιστεύουν ότι οι νέες μεταφορικές εκφράσεις παράγονται και ερμηνεύονται με βάση τις συμβατικές μεταφορές, δηλαδή η δημιουργία τους στηρίζεται σε παρόμοιους γνωστικούς μηχανισμούς. Ό,τι διαφοροποιεί, ωστόσο, τις καινούριες μεταφορές από τις αντίστοιχες συμβατικές είναι η επέκταση των συναρτήσεων, η εκ νέου επεξεργασία τους ώστε να προκύψουν ασυνήθεις συνεπαγωγές, η αμφισβήτησή τους και τέλος η δημιουργική σύνθεση εννοιακών μεταφορών, η οποία ξεπερνά τα συμβατικά όρια. Ο Lakoff (1993) αναφέρει ότι η παραγωγή νέων 159

177 μεταφορών είναι δυνατή μέσω τριών μηχανισμών, της επέκτασης των συμβατικών μεταφορών, των μεταφορών γενικευτικού επιπέδου και των εικονιστικών μεταφορών. Η αποδεκτότητα και η επιτυχία μιας νέας μεταφοράς έγκειται στο κατά πόσο είναι συμβατή με τις προσωπικές πεποιθήσεις, τα προσωπικά βιώματα και το πολιτισμικό υπόβαθρο ενός ομιλητή και στο κατά πόσο η περιθωριοποίηση των όσων αποκρύπτει είναι δικαιολογημένη και επιθυμητή (Lakoff & Johnson 1980) Κυριολεξία vs. μη κυριολεξία Οι συνεκδοχικές έννοιες των χρωμάτων πραγματοποιούνται συχνά στις γλωσσικές εκφράσεις, οι οποίες παρέχουν τα στοιχεία για την ύπαρξη μερικών τέτοιων συμβολικών εννοιών. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει όταν οι χρωματικοί όροι απλώς δείχνουν το φυσικό χρώμα ενός αντικειμένου, παρά όταν πρόκειται για μεταφορικές εκφράσεις. Ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο να θέσουμε τα όρια μεταξύ μεταφορικής και μη μεταφορικής («κυριολεκτικής») γλώσσας και οι χρωματικοί όροι δεν αναφέρονται μόνο στο χρώμα αλλά συχνά υπαινίσσονται άλλα νοήματα (Steinvall 2002). Με άλλα λόγια, η διαίρεση μεταξύ κυριολεκτικού και μη κυριολεκτικού δεν είναι καθόλου ευδιάκριτη, και μέσα σε αυτές τις ευρείες ομάδες υπάρχουν περαιτέρω υποδιαιρέσεις. Ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία μιας έκφρασης ως μεταφορικής ή ακόμη και η έννοια που αποδίδεται σε μια μη κυριολεκτική έκφραση, καθώς «η ίδια μεταφορική δήλωση μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές και συχνά ως ένα βαθμό συγκρουόμενες αναγνώσεις» (Black 1993: 25). Όλες οι συζητήσεις σχετικά με τη μεταφορική γλώσσα είναι βασισμένες στην αντίθεση και τη σύγκριση με την κυριολεκτική, εντούτοις σπάνια δίνεται ικανοποιητικός ορισμός της κυριολεκτικής. Εάν εξετάσουμε κάθε λέξη που χρησιμοποιούμε σε βάθος, θα διαπιστώσουμε ότι φέρει ίχνη μεταφορικής προέλευσης, επομένως η έννοια της «κυριολεξίας» φαίνεται περιττή. Η τυποποιημένη άποψη της κυριολεκτικής γλώσσας ονομάζεται συμβατικά «σημασία λέξης ή πρότασης» (Grice 1968: 225, Searle 1993: 84). Επομένως, κυριολεκτική μπορεί να οριστεί η ονοματολογία που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε στα πράγματα, το πιο βασικό σύνολο όρων που υπάρχει σε μια γλώσσα. Η σημασία της λέξης δεν έχει καμία σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη σημασία της χρήσης ή του ομιλητή - μπορεί να οριστεί ως «ανεξάρτητη από τα συμφραζόμενα, σημασιολογική έννοια» 160

178 (Gibbs 2002: 475) ή, όπως αναφέρει ο Israel (2002: 424), «η κυριολεκτική σημασία μιας λέξης είναι η σαφής σημασία ενός κειμένου, που αντιτάσσεται στα μεταφορικά νοήματα που απαιτούν έναν πλουσιότερο τρόπο ερμηνείας». Δεν αναγνωρίζει τη χρήση της γλώσσας του ψέματος, και αποκλείει έτσι από τον ορισμό της χαρακτηριστικά της γλώσσας, όπως η υπερβολή και ο ευφημισμός, καθώς επίσης και η ειρωνεία και άλλες εκφράσεις των οποίων η λειτουργική σημασία παρεκκλίνει με κάθε τρόπο από την συμβατική σημασία της λέξης. Σύμφωνα με αυτή την περιορισμένη άποψη της κυριολεκτικής γλώσσας είναι τα γνωστά αξιώματα της συνομιλίας του Grice (1975: 45-46). Παράλληλα, η πρωτοτυπική σημασία διαφέρει από τη σημασία λέξης στο ότι οι λέξεις γίνονται κατανοητές αναφερόμενες στο πιο χαρακτηριστικό μέλος μιας κατηγορίας. Η πρωτοτυπική εικόνα που δημιουργείται με τη χρήση μιας λέξης μπορεί να μην αντιστοιχεί στα πραγματικά χαρακτηριστικά του αναφερόμενου αντικειμένου, αλλά προσαρμόζονται στα πιο τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνδέονται συνήθως με αυτό. Μπορεί να είναι χρήσιμο να εκφραστεί η πρωτοτυπικότητα 146 αναφορικά με σημεία και τύπους: κάθε μεμονωμένο σημείο έχει μερικά μοναδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αλλά επιδεικνύει ικανοποιητικές ομοιότητες με άλλα του τύπου του και ταξινομείται μαζί τους. Τα πιο κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεταξύ των σημείων του τύπου είναι τα πρωτοτυπικά και θεωρούνται κεντρικά στην αναγνώριση της κατηγορίας (Cruse 1986: 22) κατά συνέπεια, ενώ το χρώμα του αίματος αντιστοιχεί στο πρωτοτυπικό κόκκινο, δεν ισχύει το ίδιο για το χρώμα ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου. Σε αυτή την εργασία, η πρωτοτυπική σημασία 147 είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για συζητήσεις σχετικά με τις έννοιες που αποδίδονται στις λέξεις χρώματος, δεδομένου ότι είναι συνηθισμένο για τα χρώματα να αναφέρονται με τα γενικά ονόματά τους (κόκκινος, μπλε, πράσινος, και ούτω καθεξής) σε αντιδιαστολή με τις ειδικές αποχρώσεις τους (π.χ. πορφυρό, μπλε κοβαλτίου ή σμαραγδί) (βλ. Rosch 1973). Οι εξέχουσες (salient) σημασίες είναι εκείνες που αποδίδουμε σε λέξεις και φράσεις, όπως εκείνες που απαριθμούνται σε ένα λεξικό ή νοητικό λεξικό, όπως εξηγείται στην 146 Για τον ορισμό βλ. κεφ. 1 και Σύμφωνα με τους Geeraerts et al. (1994: 50), τα πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά δεν εμφανίζονται [εξαντλητικά] στον ορισμό. Έτσι, αν ορίζαμε αναλυτικά το κόκκινο, ο ορισμός του θα ήταν «που έχει ένα χρώμα που μοιάζει περισσότερο με το αίμα παρά με τον ανέφελο ουρανό, το γρασίδι, τον ήλιο,». 161

179 παραπομπή ανωτέρω. Όπως η σημασία της λέξης και η πρωτοτυπική σημασία, το εξέχον χαρακτηριστικό (salience) λειτουργεί ανεξάρτητα από τα γλωσσικά και περιστασιακά συμφραζόμενα. Η διαθεσιμότητα (salience) επιτρέπει στους ομιλητές να έχουν πρόσβαση σε αυτό που θεωρούν ότι είναι η «συμβατική, συχνή, τυπική ή πρωτότυπη» σημασία των λέξεων, και αυτές οι λέξεις ενισχύουν το νοητικό λεξικό τους. Εντούτοις, οι κρίσεις ενός ομιλητή περί τυπικότητας και συχνότητας δεν είναι απαραιτήτως οι καλύτεροι δείκτες των γλωσσικών πραγματώσεων. Το εξέχον χαρακτηριστικό είναι βασισμένο στην ατομική αντίληψη για το τι είναι τυπικό, συχνό και συμβατικό, με αποτέλεσμα σημασιολογικά λιγότερο εξέχουσες έννοιες (που είναι εν τούτοις κεντρικές και χαρακτηριστικές) πολύ συχνά να αγνοούνται (Rosch ό.π.). Η πραγματολογική σημασία αφορά τη σημασία που οι λέξεις έχουν στη χρήση τους, και επομένως λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον γλωσσικό πλαίσιο καθώς επίσης και την εξωγλωσσική περίσταση στην οποία χρησιμοποιούνται οι λέξεις (Rosch ό.π.). Κατά συνέπεια εξομαλύνει αποτελεσματικά τη διαίρεση μεταξύ κυριολεκτικής και μηκυριολεκτικής γλώσσας. Η αποδοχή της έννοιας της πραγματολογικής σημασίας απαιτεί να αποδεχτούμε ότι οι λέξεις μπορούν να ερμηνευθούν μη κυριολεκτικά σε δεδομένες καταστάσεις, αναγνωρίζοντας ότι αυτή η μη κυριολεκτική σημασία είναι σύμφωνη με την πρόθεση του ομιλητή να χρησιμοποιήσει την έκφραση. Σημαντικές πτυχές αυτού που λένε οι ομιλητές, και όχι μόνο αυτού που επικοινωνούν συνολικά, εξαρτώνται σημαντικά από την εμπλουτισμένη πραγματολογική γνώση (Gibbs 2002: 475). Κατά συνέπεια, η πραγματολογική σημασία του ομιλητή δεν αφορά απλώς τις λέξεις που χρησιμοποιούμε αλλά τι εμείς επιθυμούμε να εκφράσουν, πέρα από την καθαρά προσδιοριστική λειτουργία τους. Η πραγματολογική έννοια φαίνεται να αντιστοιχεί στην καθημερινή σημασία, και αποτελεί το μέτρο σύγκρισης για τη μη κυριολεκτική (μεταφορική) σημασία Οι μεταφορικές εκφράσεις με ΟΔΧ Μεταφορικές εκφράσεις με ΟΔΧ συναντάμε τόσο στην καθημερινή γλώσσα όσο και στη λογοτεχνία. Με βάση την πρόταση της Cacciari (2005), για να κατανοήσουμε μια μεταφορική φράση που περιέχει ΟΔΧ έχουμε στη διάθεσή μας τουλάχιστον τρεις πιθανές πηγές πληροφοριών: α. μπορούμε να ενεργοποιήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε τις πολιτισμικές πληροφορίες που συνδέονται με τα χρώματα (όπως αντιλήψεις κτλ.) 162

180 β. μπορούμε να το μετατρέψουμε σε αφηρημένη έννοια (το χρώμα στον ενικό) γ. μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα στερεότυπα που συνδέονται με το χρώμα (π.χ. ο ουρανός είναι μπλε, η φωτιά είναι κόκκινη, το γρασίδι είναι πράσινο κ.ο.κ.). Σύμφωνα με τον Χριστίδη (1999), για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που δημιουργεί η μεταφορά για την προτασιακή λογικότητα, ο κλασικός χειρισμός ήταν να αναχθεί η μεταφορά στην παρομοίωση -να αναχθεί το παράδοξο «είναι» της μεταφοράς στο «είναι σαν» της παρομοίωσης, που σέβεται τις κατηγοριακές και σημασιακές οροθετήσεις και δεν παραβιάζει τους κανόνες της λογικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, μετατίθεται το πρόβλημα της μεταφοράς από τη γλωσσική δομή στη γλωσσική χρήση. Στο παράδειγμα (206), η πρόταση φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση παράδοξη: σε μη μεταφορικό επίπεδο δεν φαίνεται ρεαλιστικό να στενοχωριέται κάποιος επειδή ο φίλος του έριξε μια μαύρη πέτρα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να εντοπιστούν οι στρατηγικές με τις οποίες ο ομιλητής εννοεί και ο ακροατής κατανοεί κάτι διαφορετικό από αυτό που σημαίνει η πρόταση. (206) Στενοχωρήθηκε πολύ που ο καλύτερός του φίλος έριξε μαύρη πέτρα πίσω του Η ανάλυση που προτείνει η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2006) ενοποιεί την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία, αφού κάθε ερμηνεία θεωρεί ότι αναπαριστάνει μία από τις έδρες ενός κανονικού πολύεδρου ή μάλλον μια ζώνη πάνω στην επιφάνεια μιας σφαίρας, και μιλάει για «κατ έκταση» 148 (λ.χ. άσπρη μπλούζα, χρυσό δαχτυλίδι) και «κατ ένταση» ερμηνεία (λ.χ. άσπρη μέρα, χρυσό παιδί). Ενοποιητική είναι και η άποψη του Χρηστίδη (2001), ο οποίος θεωρεί ότι η διαφορά μεταξύ μεταφοράς και «κυριολεξίας» βρίσκεται απλά στο ότι στην «κυριολεξία» η δεικτική θέρμη είναι αφανής, «εν υπνώσει» αλλά δεν απουσιάζει γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η μεταφορική «αφύπνισή» της. Η άποψη αυτή είναι σχετική και με τη γενικότερη κριτική που ασκείται στη γνωστική προσέγγιση της μεταφοράς, ότι αγνοεί τη σχέση νόησης και συναισθήματος: τη συναισθηματική βάση της εμπειρίας και του νοήματος, η οποία γίνεται αισθητή κάθε φορά που η μεταφορά εκφωνείται, και είναι 148 Βλ. και Lyons (2001/1968). 163

181 αυτή που μπορεί επίσης να υποκινήσει μια νέα, μεταφορική θέαση της εμπειρίας (Ricoeur 1996 Χριστίδης 2001, 2002). Προκειμένου για τις χρωματικές εκφράσεις, θεωρούμε ως μεταφορική έκφραση ενός χρωματικού όρου αυτή της οποίας η εννοιακή περιοχή, στην οποία αναφέρεται ο χρωματικός όρος, δεν ανήκει σε χρωματική περιοχή. π.χ. (207) α. Ήμουν ένα μαύρο πρόβατο στο κοπάδι. Ήταν ζήτημα χρόνου να με απολύσουν. β. Ο Αιγύπτιος Μπούτρος Γκάλι υπήρξε το κόκκινο πανί και ταυτόχρονα το μαύρο πρόβατο για Μπιλ Κλίντον και Μαντλίν Ολμπράιτ. γ. Αν απορρίψουμε το Σχέδιο Ανάν, θα είμαστε το μαύρο πρόβατο στην Ευρώπη. δ. Πρέπει να απαλλαγεί από το σύνδρομο της αντιπολίτευσης και να μην βλέπει ως μαύρο πρόβατο όποιον εκφράζει μια άποψη. ε. Θα σταματήσουμε επιτέλους να θεωρούμαστε παντού ως το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Στα παραδείγματα (207α-ε), τα οποία αντλήθηκαν από το ΣΕΚ, μπορούμε να δούμε ότι η λειτουργία του μαύρου εξυπηρετεί κάποιους επιπλέον σκοπούς από το να προσδίδεται απλώς ένα χρώμα σε ένα ουσιαστικό. Το μαύρο πρόβατο είναι μια σύνθετη κατασκευή. Από τη μια, υπάρχουν μαύρα πρόβατα, που τα συναντάμε συνήθως λιγότερο συχνά από τα άσπρα. Από την άλλη, το νόημα της έκφρασης δεν προκύπτει από καμία πλευρά της συμπεριφοράς αυτών των μαύρων προβάτων πέρα από το χρώμα τους, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο σχετικά με αυτά. Αντίθετα, το μεταφορικό νόημα που υπάρχει στο μαύρο έχει την έννοια του «κακού», μια έννοια που ισχύει σε πολλές άλλες φράσεις που περιλαμβάνουν το μαύρο, και κατ επέκταση του «διαφορετικού». Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει το ΛΝΕΓ (2002), με τη φράση αυτή χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο που διαφέρει από το σύνολο λόγω κάποιου (συνήθ. αρνητικού) χαρακτηριστικού του ή που προκαλεί με τη στάση του την αντίδραση των υπολοίπων. Κατά την ερμηνεία της μεταφοράς αυτής, ο ομιλητής πρέπει να ανακαλύψει το σημείο στο οποίο εδράζεται η ομοιότητα ανάμεσα στο μαύρο και στο κακό και να ενεργοποιήσει το γνωστικό σχήμα: ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ - ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ. Έτσι, εκφράσεις όπως μαύρη αγορά, μαύρη λίστα κτλ. έχουν μετατραπεί σε πολυλεκτικά σύνθετα και σε αυτά τα σύνθετα ο όρος μαύρη περισσότερο φέρνει στο νου των ομιλητών διαφορετικές συνυποδηλώσεις, όπως την έννοια του «κακού», του 164

182 «μυστικού», του «παράνομου», του «άτυχου», του «σκοτεινού/ μελαγχολικού», παρά προσδίδει τη σημασία του «χρώματος» [-χρώμα]. Στο πλαίσιο της γνωστικής γλωσσολογίας, η προσέγγιση της σημασίας των συνθέτων αυτών εδράζεται στο γεγονός ότι αυτά θεωρούνται κυρίως εννοιακά και δευτερευόντως γλωσσικά, αφού η σημασία τους δεν είναι αυθαίρετη ή τυχαία αλλά κινητροδοτείται από την προϋπάρχουσα οργάνωση της έννοιας 149. Κάποιοι χρωματικοί όροι, κυρίως οι πρωταρχικοί βασικοί χρωματικοί όροι, συχνά δεν χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια οντότητα, αλλά για να την ταξινομήσουν ώστε να ανήκει σε μια κατηγορία. Η ιδιότητα που χρησιμοποιείται για αυτόν το σκοπό θα πρέπει να είναι και εξέχουσα (salient) και γενική. Και αυτό μπορεί να εξηγεί την προτίμηση συγκεκριμένων χρωματικών όρων. Σε αυτή τη διαδικασία ο όρος για το εξέχον χρώμα χρησιμοποιείται ως όχημα για την πρόσβαση σε μια κατηγορία. Στο παράδειγμα φαίνεται ότι η μεταφορική χρήση του χρωματικού όρου, ως ένα βαθμό, συνάδει με αυτή την περιγραφή: (208) Τα πέντε παιδιά, με το μπόλικο ταλέντο και την παθιασμένη αγάπη για τη μαύρη μουσική του παρελθόντος, δεν μπόρεσαν να αντέξουν τέτοιες εντάσεις. Η μαύρη μουσική αναφέρεται σε ένα είδος μουσικής και όχι απλώς σε οποιαδήποτε μουσική που εκτελείται από κάποια φυλετική και κοινωνική ομάδα (ένας λευκός καλλιτέχνης μπορεί να παίξει μαύρη μουσική). Όλο το ζήτημα του μαύρου και του λευκού, σχετικά με τη φυλή, είναι πολύ λεπτό. Η κοντινή σχέση μεταξύ κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και φυλετικών ζητημάτων δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το λευκό και το μαύρο έχουν απορροφήσει πάρα πολλούς προσδιορισμούς που μπορεί να είναι σημαντικοί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Αρκετά συχνά φαίνεται ότι η λειτουργία της μεταφορικής έκφρασης είναι να ταξινομήσει 150 μια υποκατηγορία, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι έχουμε να κάνουμε με πολυλεκτικά σύνθετα. Παραδείγματα όπως: κίτρινος τύπος, ροζ ταινία, μαύρη μαγεία 149 Πιο αναλυτικά, Ανδρέου & Γαλαντόμος (2006). 150 Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ΟΔΧ έχουν την ικανότητα να μετατρέπονται σε ταξινομικούς όρους που εκφράζουν κοινωνικές ομάδες, όπως εθνικότητες (οι λευκοί, οι κίτρινοι κτλ.), πολιτικές παρατάξεις (οι πράσινοι, οι γαλάζιοι κτλ.) ή και πολιτισμικές (γαλαζοαίματοι, ερυθρόλευκοι, μαύρο χιούμορ, κίτρινος τύπος κτλ.). 165

183 κτλ. αναφέρονται σε υποκατηγορίες: ένα είδος δημοσιογραφίας, ένα είδος ταινίας, ένα είδος μαγείας κτλ. Οι παραπάνω χρωματικοί όροι αναφέρονται σε αφηρημένες έννοιες και όχι σε συγκεκριμένα χρώματα. Αυτή η ιδιότητα των ΟΔΧ δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο αν δεχτούμε ότι η έννοια του χρώματος είναι ταξινομική και όχι απλώς περιγραφική. Πίσω από αυτό το συσχετισμό βρίσκεται μια αναλογική γνωστική λειτουργία του ανθρώπινου νου, η μετωνυμία. Έτσι, ο κομουνιστής αναφέρεται έμμεσα από το κόκκινο, το πένθος από το μαύρο, το πορνό από το ροζ, η ανηθικότητα από το κίτρινο κτλ. Φαίνεται πως η σχέση αυτή καθορίζεται από την πραγματολογία της γλώσσας, που επιτρέπει τη σύνδεση ενός χρώματος με μια ιδεολογία ή κατηγορία αντικειμένων που σχετίζεται με το αντίστοιχο χρώμα με βάση τις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, τη γνώση του κόσμου. Για παράδειγμα, ένα μέλος της κοινωνίας μας γνωρίζει ότι η κομμουνιστική ιδεολογία χρησιμοποιεί το κόκκινο χρώμα στις σημαίες και τα σύμβολά της, και έτσι δεν υπάρχει δυσκολία στο να αναπαραστήσει την ιδεολογία μέσω αυτού του χρώματος (πρβλ. Fábregas 2002). Υπάρχουν δύο τύποι σχέσεων που μπορούν να εξηγήσουν τους τύπους μεταφορικών σημασιών που τείνουν να αναπτύσσουν οι χρωματικοί όροι. Υπάρχει η σχέση μέροςόλο, στην οποία ο χρωματικός όρος αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο και μπορεί να το αντικαταστήσει, και η σχέση μέρος-μέρος, κατά την οποία ένας χρωματικός όρος σχετίζεται με κάποιο αντικείμενο ή περιοχή που μπορεί να αντικαταστήσει κάποια αφηρημένη ιδιότητα (που επίσης συνδέεται με κάποια οντότητα ή περιοχή). Αν αυτές οι σχέσεις δεν είναι σαφείς σε επίπεδο πληροφορίας, ο σύνδεσμος γίνεται αδιαφανής, με αποτέλεσμα η χρήση να περιορίζεται σε μερικά πολυλεκτικά σύνθετα. Αυτό πιθανόν εξηγεί γιατί οι εξέχοντες πρωταρχικοί βασικοί όροι είναι αυτοί που κυριαρχούν. Στη νέα ελληνική συναντάμε σε μεγάλη συχνότητα τους ακόλουθους χρωματικούς όρους σε πολυλεκτικά σύνθετα (Alexandri 2009): ΠΙΝΑΚΑΣ 10: Χρωματικοί όροι που εμφανίζονται σε πολυλεκτικά σύνθετα -λόγιο +λόγιο άσπρος λευκός μαύρος μέλας κόκκινος ερυθρός γκρίζος φαιός κίτρινος 166

184 πράσινος γαλάζιος, μπλουμαρέν ροζ, ρόδινος χρυσός Εξάλλου, πολύ λίγοι χρωματικοί όροι έχουν μεταφορικές σημασίες και αυτοί που έχουν, είτε φαίνεται να τις εμφανίζουν σε μια ονοματική περιοχή συγκεκριμένη, είτε αντλούν τη μεταφορική σημασία από το αυθεντικό αντικείμενο αναφοράς παρά από το παραγόμενο χρώμα (Steinvall 2002), όπως συμβαίνει στην περίπτωση του επιθέτου ρόδινος («Τα βλέπει όλα ρόδινα»). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφορικών χρωματικών όρων αποτελούν τα παράγωγα επίθετα με βάση ουσιαστικό υλικού και την προσθήκη του επιθήματος ιν(ος)/-ένι(ος) (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1999): (209) ασήμι ασημένιος (μαλλιά) λευκός και στιλπνός έβενος εβένινος (μαλλιά) μαύρος μάρμαρο μαρμαρένιος (μπράτσα) λευκός και καλόσχημος μολύβι μολυβένιος (σύννεφα) μαύρος πορσελάνη πορσελάνινος (δέρμα) λευκός και λείος χρυσάφι χρυσαφένιος (μαλλιά) ξανθός Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2006) θεωρεί ότι στην πραγμάτωση δεν γίνεται εξαντλητική χρήση όλων των δυνατοτήτων, με αποτέλεσμα να έχουμε περιπτώσεις όπου το παράγωγο επίθετο δέχεται μόνο κατ ένταση ερμηνεία π.χ. ρόδινος, τριανταφυλλένιος, ώχρινος. Οι ελλείποντες τύποι δεν θεωρούνται μη γραμματικοί αλλά απλώς μη μαρτυρημένοι, δηλ. δυνάμει λέξεις. 151 Μόνο η κατ ένταση ερμηνεία επιτρέπει τη χρήση δεικτών όπως τα επιρρήματα πραγματικά, κατά κάποιο τρόπο, γιατί υποδηλώνουν ότι ο ακροατής δεν πρέπει να εκλάβει το εκφώνημα κυριολεκτικά. Ειδικότερα, ο Cadiot (2002: 43-44) χρησιμοποιεί την έννοια της υποκειμενικής τροπικότητας, που αφορά μόνο το μη κυριολεκτικό εκφώνημα (βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, 2005: 65-66). Σύμφωνα με την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2006), ο ακροατής/αναγνώστης, προκειμένου να κατανοήσει τη μεταφορική σημασία, πρέπει να λάβει υπόψη του όχι 151 Πιο αναλυτικά: Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2006:

185 μόνο τα γλωσσικά αλλά και τα εξωγλωσσικά συμφραζόμενα (περίσταση επικοινωνίας και γνώση του κόσμου). Σε διαγλωσσικό επίπεδο, η μεταφορική χρήση των χρωματικών όρων αποκαλύπτει όχι μόνο τη γλωσσική διαφορετικότητα αλλά και τις διαφορετικές πολιτισμικές τάσεις 152, π.χ. η έννοια «ανήθικο, πορνογραφικό», εκφράζεται με τη χρήση διαφορετικού χρωματικού όρου στις διάφορες γλώσσες: π.χ. στα αγγλικά είναι μπλε, στα γαλλικά και τα ισπανικά πράσινο, στα κινέζικα (μανταρίν) και στα κορεάτικα κίτρινο, στα ρωσικά κόκκινο και στα ελληνικά ροζ. Εξάλλου, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη διαφορετική ψυχολογία που απορρέει από το γεωγραφικό περιβάλλον και τις κλιματικές συνθήκες. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να μιλήσουμε για εθνικότητα των χρωματικών εκφράσεων, όμως δεν έχουμε συναντήσει σχετικές έρευνες. Ωστόσο, σε καθολικό επίπεδο, ο Chen (1995, στο Ting-Fang Wu 2007) υποστηρίζει ότι ως επί το πλείστον οι τύποι που βασίζονται στην αντίληψη και οι πρωτοτυπικοί χρωματικοί όροι εμφανίζουν χαμηλό βαθμό αφαίρεσης (είναι δηλ. πιο διαφανείς), ενώ οι τύποι που βασίζονται στις αισθήσεις, τα σήματα και τα σύμβολα, η αργκό και οι ιδιωτισμοί εμφανίζουν υψηλό βαθμό αφαίρεσης (είναι περισσότερο αδιαφανείς) Νεολογισμοί Κατά την αναζήτηση των όρων του corpus μας, συναντήσαμε πληθώρα νεολογισμών. Ένα μέρος τους, που αφορά συγκεκριμένα πεδία χρήσης, ενσωματώθηκε στο corpus που μελετάμε. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος τους θα αποτελέσει αντικείμενο έρευνάς μας στο μέλλον. Ένα παράδειγμα χρωματικών όρων που συναντήσαμε είναι οι όροι που αφορούν τις αποχρώσεις του δέρματος έπειτα από έκθεσή του στον ήλιο (παρατίθενται στο παράρτημα 2), όπως: dark περλέ σκιά (αμφιβολίας), απαλό ροζέ μουσταρδί, γαλάζιο πουδρί από τη σειρά «Γραφείο Κηδειών Φίσερ», γκρι του καταλύτη (επηρεασμοί από Τιμ Μπάρτον), διακριτικό κρεμ (από τις μπρατέλες του μπικίνι), εκρού του νεκρού από τη σειρά «Μπιούτιφουλ Γκοθ Κοσμέτικς», ζεστό κανελί της αρπαγμένης χένας (το πρώτο μου μπάνιο), θερμό κόκκινο (της σφαλιάρας), καμένο κόκκινο σκαφάτο του Μπέβερλι Χιλς, λευκό του ροκά (δεν πάω θάλασσα). 152 Αποτελεί άλλωστε κοινοτοπία ότι οι έννοιες της γλώσσας εκφράζουν τον πολιτισμό ενός λαού και τον δικό του τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας, αφού κάθε γλώσσα αποτελεί μια διαφορετική ταξινομία. 168

186 Πρόκειται για χρωματικούς νεολογισμούς που παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή τους. Μπορούν, ωστόσο, όλοι αυτοί οι νεολογισμοί να χαρακτηριστούν ως λεξικές μονάδες πλασμένες σύμφωνα με τους παραγωγικούς μηχανισμούς της ΝΕ; Ποια είναι τα κριτήρια με βάση τα οποία ένας νεολογισμός χαρακτηρίζεται ως λεξική μονάδα; Σύμφωνα με την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986), τα κριτήρια αυτά αφορούν όλα τα επίπεδα της γλωσσικής ανάλυσης: α) Στο φωνολογικό επίπεδο και στη γραπτή μορφή του νεολογισμού το κριτήριο είναι το μήκος του, καθώς και ο βαθμός συμφωνίας του νεολογισμού με το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας (κατανομή φωνημάτων, συλλαβική δομή κτλ.). β) Στο μορφολογικό επίπεδο ο νεολογισμός πρέπει να εντάσσεται στα παραγωγικά κλιτικά παραδείγματα του κλιτικού συστήματος της ΝΕ. γ) Στο συντακτικό επίπεδο ο νεολογισμός πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά της γραμματικής κατηγορίας όπου ανήκει και να μην παρουσιάζει προβληματική έλλειψη. δ) Στο λεξιλογικό επίπεδο το βάρος πρέπει να πέσει στα λεξιλογικά μορφήματα και ειδικότερα στις σχέσεις και αντιθέσεις τους με τα άλλα λεξιλογικά μορφήματα του ειδικού λεξιλογίου, στο αν είναι ορθό και παραγωγικό το μοντέλο σχηματισμού τους, στο αν είναι προικισμένο με παραγωγικότητα στο λεξιλογικό μόρφημα, δηλαδή αν έχει την ικανότητα να σχηματίζει παράγωγα, στο αν συνταιριάζεται το χρηστικό του επίπεδο με το χρηστικό επίπεδο των άλλων λεξιλογικών μορφημάτων του ειδικού λεξιλογίου, π.χ. αν προέρχεται από το λόγιο λεξιλόγιο, από μια κοινωνική ή γεωγραφική διάλεκτο κτλ., τέλος στην προέλευση του όρου, π.χ. αν είναι δάνειο. ε) Στο σημασιολογικό επίπεδο ο νεολογισμός πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένος, να μην παρουσιάζει αμφισημία, ενοχλητικά παρώνυμα ή αταίριαστη συναισθηματική αξία, να είναι μονόσημος κατά το δυνατό, να παρουσιάζει, όπου είναι δυνατό, συστηματική σχέση με το υπερώνυμο και τα υπώνυμά του, να είναι όσο το δυνατό εύκολος στην απομνημόνευση. Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, πολλοί από αυτούς τους χρωματικούς όρους αποτελούν δυνητικούς νεολογισμούς. Οι συγκεκριμένοι, ωστόσο, όροι δημιουργήθηκαν με χιούμορ από αρθρογράφο νεανικού περιοδικού με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο των αναγνωστών καυτηριάζοντας συνήθειες των νέων της εποχής, π.χ. καφέ Μυκονί θέση Τρία Πηγάδια, σούπερ ντούπερ ντένταλ γουάιτ (φλασάρει η λεύκανση), φότοσοπ (απόχρωση μόκα), μπεζ-καφέ του φρεντοτσίνο (καφετέρια), μπίτερ σοκολατί λάμπας φθορισμού spa κτλ. 169

187 Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι δεν αρκεί ένας νεολογισμός να είναι σύμφωνος με το σύστημα της ΝΕ για να επικρατήσει. Για την επιβολή του παίζουν ρόλο και ασαφή εξωγλωσσικά κριτήρια, λ.χ. το γόητρο του δημιουργού τους, η γλωσσική μόδα, αλλά και οι απαιτήσεις της γλωσσικής συνείδησης των ομιλητών. Ως προς τη λεξικογράφηση των χρωματικών νεολογισμών, δυστυχώς, η αναζήτησή τους στα γενικά ερμηνευτικά λεξικά της νέας ελληνικής δεν έδωσε σημαντικά αποτελέσματα. Θα λέγαμε ότι οι σύγχρονοι νεολογισμοί μάλλον απουσιάζουν από αυτά. Ο εφήμερος χαρακτήρας πολλών νεολογισμών ίσως αποτελεί τη βασική αιτία της έλλειψης μη κωδικοποιημένων λημμάτων. Αυτό συχνά γίνεται από φόβο μήπως τα λεξικά χαρακτηριστούν παρωχημένα, κατά τους Αναστασιάδη-Συμεωνίδη et al. (1997α: 361), απουσιάζει όμως με αυτόν τον τρόπο ένα πολύ ζωντανό κομμάτι της γλώσσας. Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, επιλέξαμε να ασχοληθούμε πιο αναλυτικά με τους νεολογισμούς που απαντούν στο χώρο της μόδας (Αλεξανδρή 2012). Το υλικό αντλήθηκε ως επί το πλείστον από καταλόγους μόδας της εταιρείας LA REDOUTE. Οι όροι που εντοπίστηκαν, καταχωρήθηκαν στη βάση δεδομένων μας και στη συνέχεια ταξινομήθηκαν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Οι Αναστασιάδη-Συμεωνίδη et al. (1997α: 362) υποστηρίζουν ότι η ανανέωση του λεξιλογίου μιας γλώσσας όπως η ελληνική, συντελείται με τρεις τρόπους: Α) Με τη δημιουργία νέων λεξικών μονάδων -βάσει μορφολογικών κανόνων- που η γλώσσα τις αντλεί από το λεξιλογικό απόθεμα που διαθέτει σε αυτή τη συγχρονική φάση ή σε παλιότερη (γαλάζιο πουδρί, κόκκινο σκαφάτο κτλ.). Β) Με τον δανεισμό λεξικών μορφημάτων ή λεξικών μονάδων από μια ξένη γλώσσα (γκρίζος, σιέλ, ocean mist κτλ.). Γ) Με τη δημιουργία νέου σημαινομένου σε σημαίνον που προϋπάρχει στη γλώσσα (παπαρούνα, κιμωλία, ορείχαλκος, βότσαλο κτλ.). Παρατηρώντας την επιλογή των χρωματικών όρων στους υπό μελέτη καταλόγους, έχουμε διακρίνει τρεις τύπους χρωματικών λεξιλογίων: Α) Ένα κοινό, παραδοσιακό λεξιλόγιο: αποτελείται από άμεσους γενικούς όρους και πολύ τρέχοντες αναφορικούς όρους της κοινής γλώσσας (άσπρο, κόκκινο, καφέ κτλ.) Βλ. Αλεξανδρή (2010: 50). 170

188 Β) Ένα παρωχημένο λεξιλόγιο: αποτελείται από αρχαίους χρωματικούς όρους, κυρίως αναφορικούς, που δημιουργήθηκαν κάποτε με την επιρροή άλλων τομέων. Συνήθως οι επιρροές είναι διαφανείς, οπότε είναι όροι αρκετά ευκολομνημόνευτοι και καταδεικνύουν τυποποιημένες/ στάνταρ αποχρώσεις (αμέθυστος, ορείχαλκος κτλ.). Γ) Ένα σύγχρονο εξελισσόμενο λεξιλόγιο: αποτελείται από δημιουργικούς όρους, εισαγωγή νέων συνθέτων, που ανταποκρίνεται στην ανάγκη για προσωρινή προσαρμογή ενός όρου σε μια χροιά και έχει αποτελέσματα που ακολουθούν τις επιταγές της μόδας της εκάστοτε εποχής. Οι όροι αυτοί συχνά εμφανίζονται και σε άλλα περιβάλλοντα της κοινωνίας (ροζ φλούο, πάπρικα, μπλε ίντιγκο κτλ.). Ακολουθώντας τον συλλογισμό της Krylosova (2010), μπορούμε να σχολιάσουμε ότι ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της διαδικασίας είναι πιθανόν η ανάδειξη νέων οικονομικών σχέσεων. Αυτές σχετίζονται με την ανάγκη για διαφήμιση και, επομένως, τη δημιουργία της γλώσσας της διαφήμισης στην οποία το όνομα που δηλώνει χρώμα παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Πολλές φορές, ο όρος μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός από το ίδιο το χρώμα του αντικειμένου ακόμη και της ποιότητάς του. Επίσης, διαπιστώνεται πληθώρα ξένων εταιρειών στην ελληνική αγορά, οι οποίες εισάγουν μαζί με τα προϊόντα και τη χρωματική τους ετικέτα. Πολλές φορές αυτοί οι όροι φαντάζουν εξωτικοί για τον έλληνα καταναλωτή και κατ επέκταση -ίσως- πιο ελκυστικοί. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέα περιοδικά μόδας, συμπεριλαμβανομένων και των περιοδικών που μεταφράστηκαν από ξένες γλώσσες ή δημιουργήθηκαν με βάση ξένα πρότυπα. Αυτά τα περιοδικά εισάγουν ενεργά και ακατάπαυστα ένα σημαντικό αριθμό νέων χρωματικών όρων. Τέτοια είναι και η περίπτωση των περιοδικών για πωλήσεις από το σπίτι, που εξετάζουμε εδώ. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στον ουσιαστικό ρόλο της δημιουργίας και καλλιέργειας νέων ενδυματολογικών τάσεων, οι οποίες απαιτούν τη χρήση νέων όρων αφού δεν επαρκούν οι παλαιότεροι. Ως προς την τυπολογία των χρωματικών όρων στους καταλόγους μόδας, διαπιστώθηκε ότι ακολουθούν την σημασιολογική κατηγοριοποίηση που προτείναμε στην παράγραφο 4.3. Έτσι, συναντάμε: α. Πρωτογενείς όρους: γενικούς όρους όπως λευκό, γαλάζο, κίτρινο κτλ., που προορίζονται γενικά να μεταφράσουν τα κορεσμένα ή τα καθαρά χρώματα. Αυτές οι κατονομασίες σε ειδικές περιπτώσεις εμφανίζονται μεμονωμένα στις σελίδες των 171

189 καταλόγων μας (π.χ. στα εσώρουχα). Τις περισσότερες φορές αποτελούν τον έναν από τους δύο (ή περισσότερους) όρους κάποιου συνθέτου. β. Μη πρωτογενείς όρους: - αυτόνομους/ άμεσους όρους, τρέχουσες κατονομασίες: θαλασσής, υπόλευκος - μετωνυμικούς/ έμμεσους όρους, με τη βοήθεια απλών ή σύνθετων δομών, που αντλούνται από άλλα θεματικά πεδία και προορίζονται να μεταφράσουν διάφορες αποχρώσεις άμεσων και απλών χρωμάτων, ο βαθμός κορεσμού των οποίων ποικίλλει σε σχέση με το βασικό χρώμα, όπως: μαστίχα, πράσινο μήλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των χρωματικών όρων που συναντάμε είναι δάνεια, που προέρχονται: από τα γαλλικά: γκρενά, σαμουά, κονιάκ, κτλ. (σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται ελληνικοί χαρακτήρες) από τα αγγλικά: mint tint, used, brushed, κτλ. (πολλά δεν έχουν μεταγραφεί από την αγγλική -υποθέτουμε ότι αυτό συμβαίνει λόγω της ευρείας διάδοσης της αγγλικής γλώσσας στην ελληνική κοινωνία) Η ευρεία χρήση τους προκύπτει από την επιθυμία των συντακτών να προβάλουν συνυποδηλώσεις όπως ευφημισμό, κοινωνική διαφοροποίηση, κτλ., γι αυτό και στην πλειονότητά τους έχουμε να κάνουμε με δάνεια πολυτελείας (βλ. και παράγραφο 2.4). Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εντυπωσιακή η ποικιλία των δάνειων χρωματικών κατονομασιών που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των τζιν υφασμάτων. Πρόκειται για όρους που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνται στα αγγλικά και για την ώρα περιορίζονται σε αυτόν τον τομέα, π.χ. sunkissed blue, stone dirty destroy, stone heavy knees. Η πρόβλεψή μας είναι ότι ελάχιστοι από αυτούς θα καταφέρουν να λεξικοποιηθούν, καθώς πρόκειται για όρους που δεν είναι καθόλου ευκολομνημόνευτοι και επιπλέον δεν είναι ορατή η σύνδεσή τους με κάποια συγκεκριμένη απόχρωση. Επιπλέον, ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των νεολογισμών που εξετάζουμε είναι ότι σημασίες όπως: στέρηση, επίταση/έμφαση, ποσότητα, υποκοριστική σημασία, διαβάθμιση και αρνητική σημασία (π.χ. άτονος) δεν δηλώνονται με προθήματα ή επιθήματα αλλά με γενικά επίθετα που δηλώνουν χρώμα σε θέση επιθετικού προσδιορισμού ή παράθεσης (π.χ. ανοιχτό, απαλό, σκούρο, ξεβαμμένο κτλ.). 172

190 Προκειμένου να ταξινομήσουμε τους χρωματικούς όρους, λαμβάνουμε υπόψη τα διαφορετικά αντικείμενα αναφοράς των έμμεσων χρωματικών όρων, όπως φαίνεται στον πίνακα 13: ΠΙΝΑΚΑΣ 11: Αντικείμενα αναφοράς των χρωματικών όρων Φυσικό περιβάλλον: Φυσικά στοιχεία: άμμος, θάλασσα Φυτικό βασίλειο: Φρούτα (γενικά καρποί) και λαχανικά: βατόμουρο, γκρέιπφρουτ, μάνγκο Φυτά και λουλούδια: λεβάντα, μέντα, παπαρούνα Δέντρα: πασχαλιά, έλατο Ζωικό βασίλειο: ιβουάρ, καμηλό, λεοπάρ Υλικά, μέταλλα ή λίθοι (γενικά πολύτιμοι): αμέθυστος, πράσινο του χαλκού Καταναλωτικά είδη: Ποτά: αψέντι, κονιάκ Διατροφικές ουσίες: γλυκάνισο, πραλίνα, καραμέλα Αρωματικές ύλες / μπαχαρικά: βανίλια, πάπρικα Καπνός: ταμπά Αντικείμενα και διάφορα προϊόντα (γενικά επεξεργασμένα): πηλός, πορσελάνη, τερακότα Ενδύματα: Ενδυμασίες: γκρι ζέρσεϊ, ντένιμ Υφάσματα: τουίντ Είδος επεξεργασίας του υφάσματος: used, βουρτσισμένο, μελανζέ Χρωστικές ύλες: νηματοβαφή Ανθρώπινο σώμα: χρώμα του δέρματος Γεωγραφικοί τόποι: μπορντό, hawai, μεσόγειος Ξένες λέξεις: Συνδυασμός με ελληνική: blue jean μελανζέ, deep dyed εκρού/μπλε, dirty πετροπλυμένο Μόνο ξένες: sunkissed blue, fresh shade, stone dusty black, tie and dye Η εντυπωσιακή ποσότητα των νεολογισμών εξηγείται ως ένα βαθμό και από το γεγονός ότι κάποιοι όροι δεν χρησιμοποιούνται στα δεδομένα μας, παρά μόνο μια φορά (αποτελούν όρους άπαξ). Αυτή η πληθώρα και η αμφισημία μας κάνει να αναρωτηθούμε για τον πραγματικό ρόλο αυτών των χρωματικών νεολογισμών στα κείμενα της μόδας, οι οποίοι παρά την ασάφειά τους συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Χρησιμεύουν πραγματικά για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης απόχρωσης ή ο ρόλος τους είναι να αξιολογήσουν το ένδυμα επιδρώντας στην ψυχοσύνθεση του καταναλωτή, κάνοντάς τον να ονειρευτεί αποπλανώντας τον (Fagot & Mollard 1993: 285 Krylosova 173

191 2010); Διαπιστώνουμε ότι μερικοί από αυτούς τους όρους λεξικοποιήθηκαν και πέρασαν στο επίπεδο της κοινής χρήσης της γλώσσας. Κυρίως γιατί το χρωματικό λεξικό που χρησιμοποιήθηκε σε εμπορικό επίπεδο, καθώς έχει την ιδιαιτερότητα να χρησιμοποιεί όρους-κράχτες, είναι αντιπροσωπευτικό των προτιμήσεων και των ενδιαφερόντων της σύγχρονης κοινωνίας. Τελικά, θεωρούμε ότι το λεξικό των χρωματικών όρων που αφορά το χώρο της μόδας αποτελείται ταυτόχρονα από έναν σταθερό κατάλογο χρωματικών όρων (τους βασικούς χρωματικούς όρους, σύμφωνα με τη μελέτη των Berlin & Kay 1969) αλλά και από έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κατάλογο με αναφορικές κατονομασίες, δηλαδή έμμεσους χρωματικούς όρους που καθορίζονται όχι μόνο από επιστημονικούς αλλά και από εξωγλωσσικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς αλλά και εμπορικούς/ οικονομικούς παράγοντες, και που ακολουθούν το κλιτικό μοντέλο και τις μορφολογικές αρχές των αντίστοιχων γενικών όρων. Έτσι, οι όποιες δυσκολίες προκύπτουν σε μορφολογικό επίπεδο δεν αποτελούν εξαίρεση που συνδέεται μόνο με τους παρόντες χρωματικούς νεολογισμούς, αλλά αφορούν το γενικό λεξικό της ΝΕ. Παρατηρούμε, επιπλέον, ότι στα μεγάλα περιοδικά μόδας ο κατάλογος των χρωματικών όρων ανανεώνεται κάθε σεζόν. Αυτό συμβαίνει γιατί το λεξιλόγιο της μόδας είναι στενά συνδεδεμένο με τη λειτουργία της αξιολόγησης. Η γλώσσα της μόδας απαιτεί τη διαρκή ανανέωση των χρωματικών όρων, γιατί τα εκφραστικά μέσα χρησιμοποιούνται γρήγορα και χάνουν τη φρεσκάδα και την αποτελεσματικότητά τους με το χρόνο. Έτσι, τα κείμενα της μόδας αναπαριστούν μια ενεργή πηγή νέων τύπων χρωματικών όρων που αντανακλούν τη γλώσσα της εποχής και προσδιορίζονται από εξωγλωσσικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν όλοι οι ξένοι όροι (εκτός από αυτούς που περιγράφουν τα τζιν) έχουν ισοδύναμους τύπους στο ελληνικό χρωματικό λεξιλόγιο. Ωστόσο, οι ξένοι όροι θα λέγαμε ότι φαντάζουν πιο φρέσκοι και πιο ελκυστικοί. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα είδος κοινωνικού πρεστίζ, που φέρει ο ξένος όρος σε σχέση με τον ελληνικό. Έτσι, δεν γίνονται μόνο τα χρώματα μόδα αλλά και οι λέξεις που τα ορίζουν (πρβλ. κόκκινο γκρενά). Εξάλλου, εδώ και αιώνες η ελληνική κοινωνία ακολουθούσε κατά πόδας τις επιταγές της γαλλικής μόδας, όμως φαίνεται πως το ελληνικό χρωματικό λεξιλόγιο δεν επαρκούσε. Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι με ένα υλικό που σαφώς είναι πλούσιο, αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά εφήμερο. Ωστόσο, αυτοί οι όροι, η πλειονότητα των οποίων χωρίς αμφιβολία δεν θα λεξικοποιηθεί ποτέ, φαίνεται να είναι αντιπροσωπευτικοί της κοινωνίας και του πολιτισμού μας. Επίσης, βλέπουμε καθαρά ότι ο διεθνής χαρακτήρας 174

192 της μόδας, η παγκοσμιοποίηση του θηλυκού Τύπου, η επιλογή των αντικειμένων αναφοράς των χρωματικών νεολογισμών συχνά αποτελούν συνάρτηση εθνικών προτιμήσεων. Τελικά, δεν περνούν όλα τα χρώματα στη γλώσσα παρά μόνο εκείνα που μπορεί να δεχτεί η κοινωνία Τα χρώματα στη διαφήμιση Ένα ακόμη ενδιαφέρον πεδίο αναφορικά με τη χρήση των ΟΔΧ αποτελεί το πεδίο της διαφήμισης. Τα χρώματα στη διαφήμιση δεν επιλέγονται τυχαία. Βασικό κριτήριο αποτελούν οι συμβολισμοί που φέρει κάθε χρώμα στην κοινωνία. Για παράδειγμα, η στροφή στην οικολογία έχει εμπλουτίσει το χρωματικό λεξικό κυρίως των χρωματικών πεδίων του πράσινου και του καφέ και έδωσε το κίνητρο για τη χρήση αντικειμένων αναφοράς που δίνουν την αίσθηση της επιστροφής στη φύση (το μπλε του ωκεανού). Αυτά τα φαινόμενα εντάσσονται σε ένα πολύ ιδιαίτερο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον των τελευταίων χρόνων και έχουν συνήθως ύφος δημοσιογραφικό και στο χώρο της εμπορικής διαφήμισης (απορρυπαντικά, είδη προσωπικής περιποίησης κτλ.). Έτσι, το πράσινο επιλέγεται από εταιρείες όπως Sturbucks, Android, Coco-mat γιατί συμβολίζει την καλοτυχία, την υγεία, τη φύση και τη σταθερότητα. Το κόκκινο ξυπνά τις αισθήσεις και γι αυτό το επιλέγουν οι εταιρείες που στοχεύουν στο αίσθημα της πείνας: Coca-Cola, KFC, McDonald s, Goody s, Kellog s, ION. Το μαύρο, το λευκό, το ασημί και το χρυσό παραπέμπουν σε πολυτελή, κομψά και ψαγμένα προϊόντα, όπως αυτά των εταιρειών Chanel, Prada, Michael Kors, Mercedes-Benz. Το λιλά, το ροζ και το λευκό παραπέμπουν στη θηλυκότητα, με αποτέλεσμα να στοχεύουν στο γυναικείο κοινό, στέλνοντας καθαρά και ήρεμα μηνύματα, π.χ. Barbie, Victoria s Secret, Juicy Couture. Το κίτρινο συνδέεται με την επικοινωνία, την ενεργητικότητα και τη θετική ενέργεια, γι αυτό και το επικαλούνται οι κίτρινες εταιρείες Nikon, Ikea, Χρυσός Οδηγός. Το μπλε αποπνέει εμπιστοσύνη και σιγουριά στους πελάτες των εταιρειών Facebook, Alphabank, Aegean Air. Τέλος, το πορτοκαλί προκαλεί θετική ενέργεια και πνεύμα ενθουσιασμού, όπως επιδιώκουν οι εταιρείες Mozilla, Fanta, Public Ανακεφαλαίωση Στο τέταρτο κεφάλαιο μελετήθηκε η σημασιολογία που αφορά τα ΟΔΧ. Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου έγινε παρουσίαση των θεωρητικών ζητημάτων που αφορούν την 154 Στοιχεία από την εφημερίδα το Βήμα (ψυχολογία, science), Κυριακή 10 Φεβρουαρίου

193 ουσία των ΟΔΧ και οριοθέτηση του σημασιολογικού πεδίου των χρωμάτων. Αμέσως μετά παρουσιάστηκαν τα συνταγματικά χαρακτηριστικά των ΕΔΧ, το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [±λόγιο], οι γειτονικές αποχρώσεις που κατονομάζουν οι υπό εξέταση όροι, καθώς και οι σημασιολογικές ιδιότητες της διαβάθμισης και της διατομής των ΕΔΧ (βλ. διατεμνόμενα ΕΔΧ). Ακολούθησε ειδική αναφορά στα ουσιαστικά που δηλώνουν χρώμα και μία πρόταση εφαρμογής του μοντέλου των τάξεων αντικειμένων στη σημασιολογία. Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου αναλύθηκε το μεγάλο ζήτημα της μεταφοράς που διακρίνει τους χρωματικούς όρους. Αφού εκτέθηκε το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχτηκε η έρευνά μας, παρουσιάστηκαν οι μεταφορικές χρωματικές εκφράσεις του corpus μας και συγκεντρώθηκαν οι πιο συχνοί τομείς χρήσης των πολυλεκτικών σύνθετων ΟΔΧ. Το κεφάλαιο κλείνει με την παρουσίαση των χρωματικών νεολογισμών που αφορούν την εργασία μας και τα χρώματα που επιλέγονται στο χώρο της διαφήμισης. 176

194 Κεφάλαιο 5. Γενικό και ειδικό λεξιλόγιο. Λεξικογράφηση της Ορολογίας 5.0 Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια, πολλοί είναι οι ερευνητές που μελετούν το πεδίο της ορολογίας των χρωμάτων σε πολλές γλώσσες. Ωστόσο, για τη νέα ελληνική ελάχιστες είναι οι έρευνες που έχουν γίνει για το πεδίο αυτό. Στο παρόν κεφάλαιο, αφού παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριζόμαστε, γίνεται διάκριση του γενικού και του ειδικού λεξιλογίου, με έμφαση στο τελευταίο. Ακολουθεί η αναφορά στην ορολογία από λεξικογραφικής σκοπιάς και προτείνεται ένα πρότυπο λεξικού χρωματικών όρων. Στόχος μας είναι η θεωρητική προετοιμασία του εδάφους για μελλοντική εφαρμογή στη λεξικογραφία, που θα αφορά τη σύσταση ενός ηλεκτρονικού χρωματικού λεξικού (με λημματολόγιο, κλίση και σημασία), τόσο του γενικού όσο και του ειδικού λεξιλογίου. H διαφοροποίηση των ειδικών γλωσσών από τη γενική γλώσσα υπηρετείται κυρίως από τα ειδικά λεξιλόγια. Aυτά αποτελούνται από το σύνολο των λεξικών μονάδων μιας γλώσσας που είτε χρησιμοποιούνται μόνο στην ειδική γλώσσα είτε ανήκουν και στη γενική, αλλά αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του ειδικού λεξιλογίου. Π.χ. η λεξική μονάδα αντίδραση λαμβάνει άλλη σημασία στη χημεία από ό,τι στο γενικό λεξιλόγιο η λεξική μονάδα αξία λαμβάνει άλλη σημασία στην οικονομία, άλλη στη γλωσσολογία και άλλη στο γενικό λεξιλόγιο. Αντίθετα, το γενικό λεξιλόγιο βρίσκεται στην ουδέτερη ζώνη. Επιπλέον, οι περισσότερες λεξικές μονάδες του corpus μας που φέρουν το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [+λόγιο] εντάσσονται και αυτές στην ορολογία. 5.1 Θεωρητικό πλαίσιο Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχτηκε η έρευνά μας είναι η θεωρία της Teresa Cabré, η Επικοινωνιακή Θεωρία της Ορολογίας (1997, 1998). Με βάση τη θεωρία αυτή, οι όροι δεν είναι απομονωμένες μονάδες που αποτελούν ένα δικό τους σύστημα, αλλά μονάδες που ενσωματώνονται στο λεξικό ενός ομιλητή όταν αποκτά το ρόλο του ειδικού μέσω της εκμάθησης ειδικών γνώσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η κατάκτηση ξεκινάει πάντα από το μηδέν, παρά επιδέχεται διάφορους βαθμούς 177

195 επικάλυψης σε σχέση με την πρότερη γνώση του ομιλητή. Επομένως, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ορολογία μπορεί να αποτελεί μέρος της φυσικής γλώσσας και να ενσωματώνεται στην ήδη υπάρχουσα γνώση του ομιλητή, ο οποίος είναι ταυτόχρονα ομιλητής μιας γλώσσας και επαγγελματίας ενός αντικειμένου. Έτσι, δεν υπάρχει η ανάγκη να καταφύγουμε στην πρόταση για μια διπλή ικανότητα που ερμηνεύεται από διαφορετικά συστήματα, που δεν φαίνεται λογική με βάση τα δεδομένα της πραγματικότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούνται οι ιδιαιτερότητες της ειδικής γνώσης, η διαφορετική φύση της έννοιας σε συγκεκριμένες επιστήμες ή τέχνες/τεχνικές, ούτε παραβλέπεται το γεγονός ότι οι εξειδικευμένες έννοιες μπορούν να εκφραστούν και μέσα από μονάδες που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα. Το μόνο που υποστηρίζει η θεωρία αυτή είναι ότι οι όροι δεν αποτελούν ένα σύστημα ανεξάρτητο από τις λέξεις, από τα άλλα συστήματα έκφρασης και επικοινωνίας αλλά ότι αλληλοεπικαλύπτονται. Μια γλωσσολογική θεωρία που προϋποθέτει γνωστικές και επικοινωνιακές γλωσσικές βάσεις, μπορεί να αντιληφθεί το πόσο σύνθετες και πολύπλευρες είναι οι ορολογικές μονάδες, εφόσον τα μοντέλα που περιγράφουν τις γλώσσες δεν είναι περιοριστικά και συμπεριλαμβάνουν στο αντικείμενό τους τόσο την ικανότητα όσο και την πραγμάτωση (actuación) των γνωστικά ετερογενών ομιλητών. Για αυτό, η θεωρία οφείλει να περιγράφει ταυτόχρονα τα φαινόμενα της γενικής γλώσσας και τις γνωστικές, γλωσσικές (γραμματικές, πραγματολογικές, κειμενικές και συνομιλιακές) και επικοινωνιακές εξειδικεύσεις των ορολογικών μονάδων, και να εξηγεί πώς ο ομιλητήςειδικός κατακτά και χρησιμοποιεί αυτές τις μονάδες. Κατά την Cabré (1999), για να γίνει αντιληπτή αυτή η συνθετότητα, χρειαζόμαστε μια γλωσσολογική μακρο-θεωρία που να αποτελείται από τρεις θεωρίες: α) μία θεωρία της γραμματικής, που να περιλαμβάνει τη διαλεκτική και λειτουργική ποικιλία, και έτσι να αποδέχεται την εννοιακή και κατονομαστική (denominative) ποικιλία και να υπερασπίζεται ότι οι λέξεις δεν είναι ανεξάρτητες από τις γλώσσες, β) μία θεωρία γλωσσικής κατάκτησης που να εξηγεί σε μία μόνη πρόταση πώς κατακτάται η γνώση και να αντιλαμβάνεται τους συσχετισμούς, τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα χαρακτηριστικά και τη διαδικασία κατάκτησης της γενικής και της ειδικής γνώσης σε όλη τη λειτουργική της διαφοροποίηση, και γ) μια τρίτη θεωρία της πραγμάτωσης που συλλέγει σε ένα μόνο μοντέλο τη γενική και την ειδική χρήση σε όλη την ευρύτητά της (θεματική, προοπτική, επίπεδο εξειδίκευσης, επικοινωνιακός σκοπός, λειτουργικός σκοπός, είδος κειμένου, είδος συνομιλίας κτλ.). 178

196 Οι ορολογικές μονάδες Στηριζόμενοι σε αυτή τη θεωρία, είναι απαραίτητο να ορίσουμε την ορολογική μονάδα ή, με άλλα λόγια, τι είναι όρος: - Τυπικά, πρόκειται για απλές ή σύνθετες δομές του λεξικού της γλώσσας στην οποία ανήκουν και απαντούν στα μορφολογικά σχήματα της γλώσσας αυτής. - Λειτουργικά, εμφανίζονται στις ίδιες συνθήκες με τις διαφορετικές τάξεις ή κατηγορίες λέξεων. Έτσι, από μορφοσυντακτική άποψη, είναι δυνατόν να μην παρουσιάζουν καμία διαφορά με τις λέξεις του γενικού λεξικού μιας γλώσσας. - Σημασιολογικά, αναπαριστάνουν ένα περιεχόμενο που, σε σχέση με το γενικό λεξιλόγιο, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε τουλάχιστον δύο ειδικά χαρακτηριστικά: α) η γνώση που αυτές οι μονάδες αναπαριστάνουν όταν εμφανίζονται στον λόγο περιορίζεται σε γενικές γραμμές σε ένα συγκεκριμένο θεματικό τμήμα, και β) η σημασιολογική αξία κάθε μονάδας καθορίζεται από τη θέση της σε μια περιοχή της γνώσης, όπου κατέχει έναν προκαθορισμένο χώρο. Η σημασιολογία, λοιπόν, είναι το πρώτο σημείο στο οποίο διαφοροποιούνται αυτές οι δύο μονάδες (λέξεις και όροι). Ο λόγος δεν είναι ότι το σημαινόμενο των λέξεων και των όρων δεν μπορεί να περιγραφεί με βάση τα ίδια μοντέλα ή τις ίδιες κατηγορίες χαρακτηριστικών, αλλά ότι η ερμηνεία τους διαμεσολαβείται από προκαθορισμένα ερμηνευτικά σχήματα. Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι το σημαινόμενο που διαφοροποιεί τις λέξεις από τους όρους, αλλά κυρίως η διαδικασία της απόδοσης σημασίας. Η πραγματολογία είναι το δεύτερο διαφοροποιητικό στοιχείο ανάμεσα στις λέξεις και τους όρους, που ευρέως περιγράφεται στη βιβλιογραφία. Από πραγματολογικής σκοπιάς, οι όροι και οι λέξεις διαφέρουν ανάλογα με τις χρήσεις τους, τις περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιούνται, το υποκείμενο που εισάγουν και το είδος λόγου στο οποίο συνηθίζουν να εμφανίζονται. Συμπερασματικά, αντιλαμβανόμαστε τους όρους ως πραγματώσεις ενός ίδιου τύπου μονάδας στο λόγο. Στη γραμματική, οι όροι δεν αποτελούν αυτόνομες μονάδες που συνιστούν ένα διαφοροποιημένο λεξικό, αλλά είναι περισσότερο μονάδες με χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις λεξικές μονάδες. Αυτές οι λεξικές μονάδες a priori δεν είναι ούτε λέξεις ούτε όροι αλλά δυνητικά μπορούν να αποτελέσουν όρους ή μη όρους και να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Ο χαρακτήρας των «όρων» ενεργοποιείται ανάλογα με τη χρήση στο κατάλληλο περιβάλλον και στην κατάλληλη περίσταση. Για το λόγο αυτό, μπορούμε να ορίσουμε τον όρο ως τη λεξική 179

197 μονάδα που ενεργοποιείται μεμονωμένα από τις συνθήκες χρήσης της σε ένα συγκεκριμένο είδος περίστασης (Cabré 2000). 5.2 Γενικό λεξιλόγιο Στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε το γενικό λεξιλόγιο από το ειδικό, θα λέγαμε ότι το γενικό λεξιλόγιο βρίσκεται στην ουδέτερη ζώνη. Γενικό λεξιλόγιο θεωρείται το σύνολο των λέξεων που είναι χρήσιμο για όλους τους ομιλητές μιας γλώσσας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει λέξεις για το φαγητό, τον καιρό και τα χρώματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν το γενικό λεξιλόγιο πριν από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για έναν συγκεκριμένο κλάδο ή περιβάλλον. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι αποτελεί γενικό όρο και τι ειδικό είναι συχνά αρκετά ασαφής. Όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν να μιλούν μια γλώσσα, το λεξιλόγιο συνήθως κατακτάται με τη χρήση και όχι μέσω καταλόγων. Ως εκ τούτου, όταν οι άνθρωποι μιλούν για το γενικό λεξιλόγιο, συνήθως αναφέρονται στην εκμάθηση μιας γλώσσας σε μια τάξη ή σε άλλο πλαίσιο. Το γενικό λεξιλόγιο είναι σχεδόν πάντα πολύ χρήσιμο στην αξιολόγηση των σπουδαστών ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με αποτέλεσμα ο όρος αυτός να εμφανίζεται σπάνια έξω από το πλαίσιο της εκμάθησης γλωσσών. Οι λέξεις που περιλαμβάνονται σε γενικούς καταλόγους λεξιλογίου είναι συνήθως πολύ λειτουργικές (με τη γενική έννοια), όπως οι λέξεις που σχετίζονται με τα τρόφιμα, τις κατευθύνσεις και άλλα προϊόντα πρώτης ανάγκης ταξιδιού. Αντίθετα, οι όροι που χρησιμοποιούνται στις επιστήμες και την ορολογία της λογοτεχνίας συνήθως δεν θεωρούνται γενικοί. Ενώ πολλοί κατάλογοι γενικού λεξιλογίου χωρίζονται σε θεματικές, οι θεματικές αυτές σχεδόν πάντα αφορούν την καθημερινότητα και περιλαμβάνουν λέξεις σημαντικές για την καθημερινή ζωή, όχι για επαγγελματικούς ή ακαδημαϊκούς σκοπούς. Προκειμένου να κατανοήσουμε τη διαφορά των δύο ειδών λεξιλογίου του γενικού και του ειδικού, θεωρούμε σκόπιμη την παρουσίαση των χαρακτηριστικών τους (πρβλ. Αναστασιάδη Συμεωνίδη 1986: 63-65): 1) Το γενικό λεξιλόγιο είναι ανομοιογενές ως προς το είδος των λεξικών μονάδων (λ.μ.) του, αφού περιλαμβάνει και τις γραμματικές και τις μη γραμματικές λ.μ. Αντίθετα, τα ειδικά λεξιλόγια θεωρούνται από την άποψη αυτή ομοιογενή, αφού περιλαμβάνουν κατεξοχήν μη γραμματικές λ.μ. 180

198 2) Οι λ.μ. του γενικού λεξιλογίου μπορούν να έχουν και δηλωτική και συνυποδηλωτική σημασία, ενώ οι λ.μ. των ειδικών λεξιλογίων έχουν μόνο δηλωτική σημασία. 3) Ο τρόπος του σημαίνειν είναι διαφορετικός στα γλωσσικά σημεία του γενικού λεξιλογίου και των ειδικών. Οι λ.μ. του γενικού λεξιλογίου ορίζονται με συνώνυμο ή συνώνυμη περίφραση. Αντίθετα, οι λ.μ. των ειδικών λεξιλογίων ορίζονται με βάση τα διακριτικά χαρακτηριστικά τους που τις διακρίνουν από τα συνυπώνυμά τους. 4) Το γενικό λεξιλόγιο είναι ανομοιογενές με την κλίμακα των χρηστικών επιπέδων του, που επιβάλλουν για το ίδιο σημαινόμενο διαφορετικά σημαίνοντα ανάλογα με τις συνυποδηλώσεις και την περίσταση επικοινωνίας. Αντίθετα, τα ειδικά λεξιλόγια είναι ομοιογενή από την άποψη αυτή. 5) Το γενικό λεξιλόγιο ευνοεί την πολυσημία και τη σημασιολογική νεολογία, ενώ τα ειδικά λεξιλόγια ευνοούν τη μονοσημία και τη δημιουργία νέων λ.μ. κάθε φορά που το απαιτεί η εξωγλωσσική πραγματικότητα. Ωστόσο, αν μια λ.μ. ειδικού λεξιλογίου εμφανίζεται και σε άλλο ή άλλα ειδικά λεξιλόγια, τότε έχουμε να κάνουμε με ομώνυμα, π.χ. άλλος είναι ο ασβέστης του χημικού, άλλος ο ασβέστης του ζωγράφου ([+χρώμα]) και άλλος ο ασβέστης του γενικού λεξιλογίου. 6) Το γενικό λεξιλόγιο, λόγω της απεριόριστης πολυσημίας του, δεν μπορεί να περιγραφεί εξαντλητικά. Αντίθετα, τα ειδικά λεξιλόγια, παρόλο που ευνοούν τη νεολογία, σε κάποια συγχρονία μπορούν να περιγραφούν με εξαντλητικό τρόπο. 7) Τέλος, είναι διαφορετική η φύση της συνωνυμίας στο γενικό λεξιλόγιο και στα ειδικά, καθώς στη συνωνυμία στα ειδικά λεξιλόγια η αλλαγή δεν βρίσκεται στη συνυποδήλωση παρά μόνο στα σημαίνοντα, π.χ. δομή βάθους=βαθιά δομή. 5.3 Ειδικό λεξιλόγιο Όσον αφορά το ειδικό λεξιλόγιο που εξετάζουμε (βλ. παράρτημα 3), τα γενικά χαρακτηριστικά του αντλούνται από το γενικό γλωσσικό σύστημα, αλλά διαφοροποιούνται στο λεξικό επίπεδο, αφού η γλώσσα διαθέτει τριών ειδών λεξικά στοιχεία: (α) λέξεις του γενικού λεξιλογίου, (β) σχετικά εξειδικευμένες λέξεις που μπορεί να απαντούν και στο γενικό λεξιλόγιο, και (γ) λέξεις με υψηλή εξειδίκευση 155 που δεν απαντούν στο γενικό λεξιλόγιο (βλ. π.χ. Cabré 1999: 80-81), για παράδειγμα: 155 Για τη διαπίστωση του βαθμού εξειδίκευσης, ένα χρήσιμο εργαλείο είναι η γραφική αναπαράσταση της εντροπίας περικειμένου των λέξεων στο ΣΕΚ (βλ

199 (α) Κοινές λέξεις γενικού λεξιλογίου: κίτρινο (β) Εξειδικευμένες λέξεις γενικού λεξιλογίου: ξανθό (γ) Εξειδικευμένες λέξεις ειδικού λεξιλογίου: κίτρινο λάμπον, κίτρινο Van Gogh Το ειδικό λεξιλόγιο που εξετάζουμε έχει ιδιαίτερα τυπικά χαρακτηριστικά, που συνοψίζονται στα εξής: - μορφολογικές δομές που προέρχονται από ελληνικές ή λατινικές ρίζες, - μορφολογικές δομές που προέρχονται από άλλες γλώσσες, κυρίως την αγγλική και τη γαλλική, - πληθώρα σύνθετων όρων που έχουν τη μορφή ονοματικών φράσεων που πολλές φορές παρουσιάζουν υψηλή δομική πολυπλοκότητα. Από άποψη προέλευσης, όπως αναφέρουν, μεταξύ άλλων, η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986: 63-65), η Cabré (1999: 88-89) και η Γιαννουλοπούλου (2001: 23-24), το ειδικό λεξιλόγιο στις διάφορες γλώσσες μπορεί να προέρχεται είτε από την ίδια τη γλώσσα, είτε με εσωτερικό είτε με εξωτερικό δανεισμό. Ειδικότερα, τα δάνεια λεξικά στοιχεία είναι: (α) νεοκλασικά δάνεια (από την αρχαία ελληνική και τη λατινική), (β) άμεσα δάνεια (ιδίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά) και (γ) εσωτερικά δάνεια (από γεωγραφικές ή κοινωνικές διαλέκτους ή άλλα ειδικά λεξιλόγια της ίδιας γλώσσας). Η ειδική ορολογία των άλλων επιστημών και της τεχνολογίας, δημιουργείται σήμερα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αποκλειστικά στην αγγλική. Ωστόσο, η μεταφορά της ορολογίας από την αγγλική σε άλλες γλώσσες, εν προκειμένω στην ελληνική, γίνεται είτε αυτούσια, με τη μορφή άμεσων δανείων, είτε με μεταφραστικό δανεισμό. Η ορολογία που μελετάμε, όπως και αυτή που αφορά άλλα επιστημονικά πεδία, έχει διαγλωσσική διάσταση, χάρη στο ότι μεταφέρεται από γλώσσα σε γλώσσα με τη διάδοση της επιστήμης. Αναφορικά με την απόδοση της ορολογίας, αξίζει να σημειώσουμε ότι η όλη διαδικασία στοχεύει στην όσο το δυνατόν αρτιότερη μεταφορά και καθιέρωση ξένης ορολογίας σε μια γλώσσα, όπως τονίζουν οι Τοκατλίδου- Παναγιωτίδου (1976: 59), Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994: 29-33, 1997α: 78) και Κακριδή-Φερράρι (2001: 203), μεταξύ άλλων. 182

200 Συνήθως, η επιτυχής απόδοση της ξένης επιστημονικής ορολογίας πρέπει να πληροί ορισμένα κριτήρια-προϋποθέσεις (Μπαμπινιώτης 1994: 37-38), τα οποία θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: (α) την αποδεκτότητα (δηλ. τη γλωσσική ορθότητα του όρου), (β) την πληροφορικότητα (δηλ. τη δηλωτικότητα, τη διαφάνεια και τη σαφήνεια του όρου), (γ) την ανακλησιμότητα (δηλ. τη βραχύτητα, τη μονολεκτικότητα και την παραγωγική συνάφεια του όρου), και (δ) τη μεταφρασιμότητα (δηλ. την αντιστοιχία του όρου από γλώσσα σε γλώσσα). 5.4 Η λεξικογράφηση της ορολογίας Η ορολογία, αφού διαδοθεί βιβλιογραφικά σε πρωτογενή βαθμό (βλ. πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες) και παγιωθεί, τότε καταχωρίζεται σε έντυπα ή ηλεκτρονικά λεξικά ή γλωσσάρια ειδικού λεξιλογίου δυο ειδών: (α) τα λεξικά ή γλωσσάρια με μακροδομή λημμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν τους πιο καθιερωμένους και διαδεδομένους όρους όλων των κλάδων της επιστήμης, και (β) τα λεξικά ή γλωσσάρια με μακροδομή περίπου λημμάτων, που αφορούν συγκεκριμένους κλάδους και περιλαμβάνουν πιο εξειδικευμένους και, πολλές φορές, λιγότερο παγιωμένους όρους (Ξυδόπουλος & Παυλάκου 2009: 1066). Η ορολογία που απαντά στην πρωτογενή βιβλιογραφία αλλά δεν θεωρείται παγιωμένη δεν καταχωρίζεται στα ειδικά λεξικά (βλ. σχετικά Cabré 1999: 38, Ιορδανίδου 2004: ) Πολιτική επιλογής λημμάτων Ποια είναι όμως τα κριτήρια με βάση τα οποία επιλέγονται τα λήμματα των λεξικών; Η καταχώριση ειδικών λεξιλογίων, όπως η επιστημονική ορολογία της γλωσσολογίας, σε γενικά γλωσσικά λεξικά αποτελεί ζήτημα απόφασης του λεξικογράφου, όπως αυτή διατυπώνεται στην πολιτική επιλογής των λημμάτων, στο εισαγωγικό μέρος του λεξικού (Ξυδόπουλος & Παυλάκου 2009). Ο λεξικογράφος, λαμβάνοντας υπόψη του τις διάφορες παραμέτρους και προδιαγραφές του υπό δημιουργία λεξικού, αποφασίζει σχετικά με την ποσότητα (δηλ. το πλήθος λημμάτων ανά επιστήμη) και την ποιότητα των ειδικών όρων (δηλ. ποιοι επιστημονικοί κλάδοι και ποιοι όροι) που θα συμπεριλάβει στο λεξικό του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιλογή ή μη ενός ειδικού επιστημονικού όρου με σκοπό να περιληφθεί στο λημματολόγιο ενός γενικού λεξικού 183

201 εξαρτάται από το βαθμό παγίωσής του, δηλαδή από το πόσο καθιερωμένος είναι ο όρος στη σημερινή χρήση της γλώσσας από τους περισσότερους ομιλητές και χρήστες του λεξικού (βλ. και Ιορδανίδου 2004: 226). Με άλλα λόγια, ένα γενικό λεξικό πρέπει να περιλαμβάνει λήμματα από όλες τις πιο διαδεδομένες επιστήμες σε ανάλογη ποσότητα με εκείνη του υπόλοιπου λημματολογίου του, και μάλιστα, περισσότερα από κάποιες πιο γνωστές επιστήμες και λιγότερα από κάποιες άλλες λιγότερο γνωστές στους περισσότερους ομιλητές. Έτσι, είναι αναμενόμενο ένα γενικό λεξικό να περιλαμβάνει π.χ. περισσότερους όρους ιατρικής από ό,τι όρους αστρονομίας ή γλωσσολογίας Πρότυπο λεξικού χρωματικών όρων Ένας από τους σκοπούς της έρευνάς μας πάνω στο χρωματικό λεξιλόγιο είναι να καλύψει τα κενά της λεξικογραφίας σε αυτόν τον τομέα και να συμμετάσχει στη συζήτηση σχετικά με τις γνωστικές και πολιτισμικές αναφορές ενός τέτοιου λεξικού. Μέσα από την έρευνα που κάναμε, προέκυψε το συμπέρασμα ότι το σύστημα των χρωμάτων είναι ένα σύνθετο σύστημα που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί, δεδομένου ότι οι όροι του διαρκώς αυξάνονται και εξελίσσονται, καθώς βρίσκονται σε διαρκή κίνηση στον χρόνο. Ως εκ τούτου, η λεξική ανάλυση ενός υποσυνόλου του λεξικού, ενός ιδιαίτερου σημασιολογικού πεδίου, οδήγησε στη χρήση ειδικών ερευνητικών μεθόδων. Το λεξικό που προτείνουμε απομακρύνεται από το τυπικό μοντέλο λεξικού, καθώς εμπλουτίζεται με πιο λεπτομερείς εξωγλωσσικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα να αποτελεί ταυτόχρονα και γλωσσικό και ειδικό λεξικό. Όπως είναι γνωστό, η αλφαβητική σειρά που ακολουθείται στη λεξικογραφία, δεν αποτελεί φυσική αλλά συμβατική σειρά, με αποτέλεσμα να μην αντιπροσωπεύει το σημασιολογικο φορτίο των όρων και να περιπλέκει τη διαδικασία της κατανόησης της περίπλοκης σημασίας τους, για το λόγο αυτό δεν την προτείνουμε. Οι Greimas A.-J. & T.-M. Keane (1991), εξάλλου, τη χαρακτήρισαν «παρά φύση» σειρά. Η πρότασή μας, λοιπόν, διαφοροποιείται από την παραδοσιακή οργάνωση των όρων στα πλαίσια ενός λεξικού. Οι ονομασίες των χρωμάτων συνιστούν ένα πεδίο ή ένα λεξικο-σημασιολογικό υποσύνολο που αναπαριστά μια ομάδα λέξεων που συνδέονται λόγω της ιδιαιτερότητας που έχουν να εκφράζουν το παράδειγμα «χρώμα». Ταυτόχρονα, το χρωματικό πεδίο αποτελείται από πολλά πεδία - παραδείγματα χρωματικών τάξεων, που εκφράζουν ένα ξεχωριστό χρώμα και διαφοροποιούνται το ένα 184

202 από το άλλο. Προτείνουμε, λοιπόν, η οργάνωση του λεξικού να γίνεται με βάση τα χρωματικά πεδία. 156 Έτσι, οι καταχωρημένοι χρωματικοί όροι θα πρέπει να οριστούν και να ταξινομηθούν σε χρωματικά παραδείγματα. Η μέθοδος των πεδίων βοηθά στην κατηγοριοποίηση όλων των λέξεων που εκφράζουν μια ίδια έννοια (το μπλε, το κόκκινο κτλ.) ή συγγενείς έννοιες. Αναδεικνύει, λοιπόν, τις σημασιολογικές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε ένα σημαινόμενο και περισσότερα σημαίνοντα: το σημαινόμενο μπλε, κόκκινο κτλ. και οι όροι που το εκφράζουν. Επίσης, υπογραμμίζει το γεγονός ότι κάποιοι όροι κατονομάζουν τις μεθοριακές περιοχές ανάμεσα στους βασικούς όρους ή μπορούν να τοποθετηθούν σε διαφορετικά χρωματικά πεδία. Αυτή η ταξινόμηση των χρωματικών όρων σε παραδείγματα χρωματικών τάξεων δεν μπορεί να γίνει με αυστηρά γλωσσολογικό τρόπο, αλλά με τη συμβολή και εξωγλωσσικών στοιχείων, καθώς το χρωματικό λεξικό είναι κατά κύριο λόγο αναφορικό και σε μια διαρκή σχέση με τον εξωγλωσσικό κόσμο. Εξάλλου, οι χρωματικές κατονομασίες που τέμνουν το συνεχές δεν έχουν πολύ ακριβή όρια, καθώς πολλοί είναι ο όροι που καταλαμβάνουν αρκετά ασαφείς χρωματικές περιοχές. Η ανάλυση των χρωματικών παραδειγμάτων στοχεύει στο να ανασυρθεί η σημασία «χρώμα» από τους χρωματικούς όρους, ώστε να είναι δυνατή η προσάρτησή τους σε μια χρωματική κατηγορία. Όπως διαπιστώσαμε, οι βασικές σημασίες έχουν πολύ μεγαλύτερη συνδυαστική ικανότητα από τις υπόλοιπες σημασίες. Η κατηγοριοποίηση των χρωματικών όρων διακρίνεται από μία ιεραρχία: κάποιες κατονομασίες είναι πιο σημαντικές από άλλες, που για το λόγο αυτό θεωρούνται δευτερεύουσες, οι οποίες υποτάσσονται στις σημαντικές. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου έρευνας είναι ότι αναδεικνύονται οι σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ των όρων του χρωματικού συστήματος: οι γενικοί όροι (υπερώνυμα) και οι αποχρώσεις που ορίζονται με βάση τους πρώτους (υπώνυμα). Επίσης, αναδεικνύεται το γεγονός ότι κάποιοι όροι δηλώνουν τις λιγότερο δομημένες μεθοριακές περιοχές (γλαυκός, τιρκουάζ κτλ.), με άλλα λόγια είναι πολύσημοι και μπορούν να τοποθετηθούν σε διαφορετικά χρωματικά πεδία. Έτσι, το λεξικοσημασιολογικό σύστημα των χρωμάτων δεν έχει πάντα αυστηρή οργάνωση. 156 Στην ίδια λογική είναι η πρόταση που έχει κάνει η Annie Mollard-Desfour για τη γαλλική. 185

203 Τελικά, ο σκοπός του χρωματικού λεξικού είναι να αναδειχτεί το δίκτυο σχέσεων που συνδέει μεταξύ τους τα ΟΔΧ και να καθιερωθεί ένα σύστημα υποσυνόλων του συνόλου του λεξιλογίου. Για αυτό, η ανάλυση του χρωματικού λεξικού είναι πρώτα από όλα σημασιολογική, αφού αφορά λέξεις (επίθετα, ουσιαστικά, εκφράσεις κτλ.) που εκφράζουν μια χρωματική εκτίμηση. Ωστόσο, η σημασία δεν είναι ανεξάρτητη από γλωσσικά στοιχεία, επομένως εξυπακούεται ότι η ανάλυση θα πρέπει να είναι και λεξική αλλά και συντακτική (βλ. κεφάλαιο 3). Ένα σημαντικό ζήτημα που απασχόλησε την παρούσα έρευνα είναι ο ορισμός των χρωματικών όρων. Ο ορισμός παραδοσιακά συνδέεται με το αντικείμενο του λεξικού. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε σχετικά με τη χρησιμότητα του ορισμού, αφού δεν έχει νόημα παρά μόνο σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Ο Hausmann (1990) αναφέρει ότι η πιο σημαντική πληροφορία δεν είναι αυτή που μας δίνει ο ορισμός αλλά η συνταγματική ή καταστασιακή πληροφορία, δηλαδή η εικονογραφική. «Συνήθως το πιο σημαντικό στοιχείο φαίνεται να είναι ο ορισμός, όμως συχνά ή καμιά φορά ο ορισμός δεν έχει καμία σημασία και είναι παντελώς άχρηστος. [ ] Ο συγγραφέας ενός λεξικού για ξένους ο οποίος θα έκανε μεγάλη προσπάθεια να συντάξει τους ορισμούς αγνοώντας τα συγκείμενα, θα επιτελούσε ένα σοβαρό λάθος. Θα αγνοούσε ότι στην πραγματικότητα οι γλώσσες μας περιλαμβάνουν ένα τεράστιο κομμάτι από κωδικοποιημένη ιδιωματικότητα της οποίας δεν έχει επίγνωση ο φυσικός ομιλητής, αλλά η απουσία της οποίας από ένα λεξικό αποτελεί σφάλμα για τον ξένο». Ο ορισμός δεν είναι ανεξάρτητος αλλά υποτελής στο σύνολο των περιβαλλόντων που μαρτυρούν τις διαφορετικές χρήσεις. Επομένως, ο ορισμός ενός χρωματικού όρου θα πρέπει: - να δίνει τον ορισμό του χρωματικού τόνου που εκφράζει ο όρος (περιγραφική αξία του χρωματικού όρου), με αναφορά στις σχέσεις υπερωνυμίας-υπωνυμίας ως προς το χρωματικό πεδίο - να αναδεικνύει και να ορίζει όλες τις σημασίες των χρωματικών κατονομασιών, σύμφωνα με τα περιβάλλοντα χρήσης, τόσο τη δηλωτική όσο και τη συνυποδηλωτική σημασία. Να αναδεικνύει, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι χρωματικοί όροι είναι πολύσημοι και δεν κατονομάζουν πάντα τη βασική σημασία του χρώματος, αλλά μπορεί να αναφέρονται σε μια άλλη κοντινή απόχρωση ή ακόμη, σε κάποια περιβάλλοντα χρήσης, σε μια απόχρωση πολύ μακρινή σε σχέση με το χρώμα αναφοράς. Έτσι, οι 186

204 συνυποδηλώσεις και οι μεταφορικές έννοιες που συνδέονται με τα χρώματα είναι πολλές, αμφίσημες και κάποιες φορές αντιφατικές. Όσον αφορά τους ορισμούς, σύμφωνα με το Λεξικό της ελληνικής ως ξένης γλώσσας (Ιορδανίδου et al. 2007), θα πρέπει να αξιοποιηθεί ένα επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό, αυτό της καταστασιακότητας, όπως καθιερώθηκε από τα λεξικά Collins Cobuild, που έχει ως στόχο να βοηθήσει το χρήστη να κατανοήσει τη σημασία ενός λήμματος, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στο τι σημαίνει αλλά και στο πώς χρησιμοποιείται (πραγματολογικές συνθήκες, επίπεδο λόγου κτλ.). Ένα παράδειγμα καταστασιακού ορισμού είναι: κίτρινος: όταν κάποιος είναι κίτρινος, συνήθως είναι άρρωστος ή αδύναμος Πιο ειδικά, όσον αφορά τον ορισμό στο λεξικό των χρωμάτων, είμαστε εξαρτημένοι από έναν επιστημονικό τομέα, της φυσικής και ειδικότερα της χρωματομετρίας. Ο ορισμός κάποιων χρωματικών όρων ανήκει στον αυστηρό τομέα των χρωμάτων και μπορεί να στηριχθεί σε φυσικά δεδομένα για το χρώμα. Η παρατήρηση της μεταχείρισης των χρωματικών όρων στα γενικά λεξικά δείχνει ότι, για μια περιορισμένη κατηγορία χρωματικών όρων, ένας τρόπος ορισμού μπορεί να είναι η αναφορά στην επιστήμη (π.χ. η ένδειξη του μήκους κύματος). Ένας τέτοιος «επιστημονικός ορισμός» δίνει μια ερμηνεία που αντλεί πληροφορίες από κάποιο επιστημονικό πεδίο. Οι επιστημονικοί ορισμοί απαντούν συχνότερα σε ειδικά λεξικά, με ειδικούς όρους όπως π.χ. της ζωγραφικής, της φυσικής, της χημείας κτλ. (Αλεξανδρή 2010α). Στα λεξικά που εξετάσαμε, επιστημονικοί ορισμοί απαντούν μόνο σε δύο περιπτώσεις, στο άσπρο(ς) (ΛΚΝ) και στο μαύρο(ς) (ΛΚΝ και ΛΝΕΓ). Κι αυτό θεωρούμε ότι είναι συνεπές ως προς την προβληματική που υπάρχει σχετικά με το αν το άσπρο(ς)/λευκό(ς) και το μαύρο(ς) είναι χρώματα ή όχι 157 και ως προς το ποιες είναι οι ιδιαιτερότητές 158 τους σε σχέση με τα υπόλοιπα βασικά χρώματα. 157 Βλ. αναλυτικά: Mollard-Desfour 2005, 2008β. 158 Ένα χαρακτηριστικό που συναντάμε στον επιστημονικό ορισμό του λήμματος μαύρο είναι η ιδιότητα «έλλειψη χρώματος» που του αποδίδεται (επομένως δεν είναι χρώμα), σε αντίθεση με την ιδιότητα του άσπρου «παρουσία όλων των χρωμάτων» (επομένως είναι ουδέτερο χρώμα). Επίσης, θα πρέπει να τονίσουμε τη διττή φύση των δύο αυτών χρωμάτων, καθώς, εκτός από τη χρωματική τονικότητα, προσδιορίζουν και το απόλυτο φως/το απόλυτο σκοτάδι αντίστοιχα (και άπτονται άμεσα του πεδίου της φυσικής) (Αλεξανδρή 2010α). 187

205 άσπρος: που έχει τον ουδέτερο χρωματισμό που παίρνει ένα σώμα όταν αντανακλά σχεδόν όλες τις φωτεινές ακτίνες (ΛΚΝ) μαύρος: που δεν αντανακλά καμία από τις ορατές ακτινοβολίες και επομένως δεν έχει χρώμα (ΛΚΝ) μαύρος: αυτός που έχει το [ ] χρώμα [ ] της πλήρους ελλείψεως φωτός (ΛΝΕΓ) Ωστόσο, αυτός ο τύπος ορισμού έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι κατανοητός από την πλειονότητα των χρηστών ενός λεξικού. Επιπλέον, στην καθημερινή γλώσσα, ούτε η αντίθεση μεταξύ ουδέτερων χρωμάτων και πραγματικών χρωμάτων αποτελεί καθαρό κριτήριο αντίθεσης, ούτε ο βασικός ή πρωταρχικός χαρακτήρας ενός χρώματος παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η έννοια των πρωταρχικών χρωμάτων μπορεί ασφαλώς να χρησιμεύσει στον ορισμό των άλλων χρωμάτων. Πρόκειται για τον «συσχετιστικό» ορισμό, που δίνεται με βάση το χρωματικό φάσμα, δηλαδή σε σχέση με κάποιο/α άλλο/α χρώμα/χρώματα (Αλεξανδρή 2010α). Π.χ. πορτοκαλής: ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο. Ωστόσο, αυτή η τεχνική διάκριση έχει επιλεγεί ως κριτήριο ορισμού από τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας μόνο για ελάχιστους χρωματικούς όρους: άσπρο(ς), μαύρο(ς), ροζ, πορτοκαλής, γκρι/γκρίζο(ς). Εκτός από τα άσπρο(ς) και μαύρο(ς), που παρουσιάζουν τις ιδιαιτερότητες που ήδη αναφέραμε, τα ροζ και πορτοκαλής ανήκουν σε μια υποομάδα των βασικών χρωμάτων που, μαζί με το μοβ έχουν δημιουργηθεί αναλογικά προς τα αντικείμενα αναφοράς τους, π.χ. βιολέτα (Mollard 2008α). Για το γκρι/γκρίζο(ς) θεωρούμε ότι χρησιμοποιείται αυτός ο ορισμός, επειδή συνδυάζει την ιδιαιτερότητα της διττής φύσης των άσπρο(ς) και μαύρο(ς). άσπρο(ς): που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κτ. άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα (ΛΚΝ) μαύρο(ς): αυτός που έχει το πιο σκούρο χρώμα που υπάρχει στη φύση (ΛΝΕΓ) ροζ: χρώμα που προκύπτει από την ανάμειξη κόκκινου και άσπρου (ΛΝΕΓ) πορτοκαλής: αυτός που έχει το μεταξύ κίτρινου και κόκκινου χρώμα του πορτοκαλιού (ΛΝΕΓ) πορτοκαλής: που έχει χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο (ΛΚΝ) γκρι: που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο (ΛΚΝ) γκρίζο(ς): αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου (ΛΝΕΓ) 188

206 Οι ονομασίες των χρωμάτων θα πρέπει να ορίζονται με εμφανή τρόπο και, μέσω του ορισμού, είναι σημαντικό να αναδειχτεί το γεγονός ότι κάποια χρώματα μπορούν να θεωρηθούν ως πρωτότυπα που χρησιμεύουν στην ταξινόμηση και ότι τα πρωτότυπα και τα στερεότυπα 159 συνδέονται με τον πολιτισμό. Οι ορισμοί αυτοί ονομάζονται «στερεοτυπικοί» (ή πρωτοτυπικοί), καθώς δίνουν μια ερμηνεία με αναφορά σε κάποιο φυσικό αντικείμενο που έχει το χρώμα αυτό και αποτελεί τυπικό αντικείμενο αναφοράς για ένα συγκεκριμένο πολιτισμό. Έτσι, λευκό(ς): «αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού, του γάλακτος» (ΛNE). Στη λεξικολογία, πρωτότυπο αποτελεί το αντιπροσωπευτικό είδος της κατηγορίας. Το ενδιαφέρον της έννοιας του πρωτοτύπου για τη σημασιολογία βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι προβάλλει τις ιδέες μιας κατηγορίας και τις διαβαθμίζει. Έτσι, το μπλε/γαλάζιο είναι πιο πρωτοτυπικό από το θαλασσί, το σιελ, το πετρόλ κτλ. Αυτή η ιεράρχηση σε υπερώνυμα και υπώνυμα θα πρέπει να υπάρχει στο λεξικογραφικό ορισμό. Η έννοια του πρωτοτύπου συνδέεται συχνά με την έννοια της στερεοτυπίας, δηλαδή με τις συγκεκριμένες ή αφηρημένες συνδέσεις που κάνουμε αυθαίρετα για ένα πράγμα ή μια έννοια. Σύμφωνα με τον Fagot (στο Codier 1993), οι συγκεκριμένες και τρέχουσες πρωτοτυπικές συνδέσεις, τις οποίες ονομάζει «προνομιούχες πρωτοτυπικές αναπαραστάσεις» του τύπου [Κόκκινο ντομάτα, Κόκκινο κεράσι, Κόκκινο πυροσβεστικό όχημα] συνιστούν το πιο βασικό επίπεδο τυπικότητας, το αρχετυπικό, της παιδικής ευαισθησίας (από τα 2 ως τα +/-4 χρόνια). Αυτές οι συνδέσεις στη συνέχεια εξελίσσονται προς μια μεγαλύτερη αφαίρεση και μια κανονική πρόοδο προς παρόμοιες εξισώσεις, όπως [Κόκκινο Πάθος, Κόκκινο Έρωτας, Κόκκινο Φωτιά, Κόκκινο Θερμότητα] που αντιπροσωπεύουν τους νέους και τους ενήλικες. Πρόκειται δηλαδή για συνδέσεις που αντιπροσωπεύουν μια δεδομένη κοινωνική ομάδα, ένα εθνικό σύνολο. Το λεξικό θα πρέπει να αναφέρει πολιτισμικά στερεότυπα. Η ανάλυση μυθιστορημάτων, εφημερίδων, σελίδων από το διαδίκτυο αντιπροσωπεύει την ομιλία των ατόμων και επιτρέπει να προσεγγίσουμε στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που 159 Ο όρος «πρωτότυπο» συνδέεται με τον τρόπο που οι ομιλητές αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα (αποτελεί δηλαδή ψυχολογική κατασκευή) ενώ ο όρος «στερεότυπο» συνδέεται με την κοινωνική νόρμα που έχει κληρονομηθεί από κάποιον συγκεκριμένο πολιτισμό (αποτελεί δηλαδή κοινωνική κατασκευή). Ο Geeraerts (1985) υποστηρίζει ότι συνήθως υπάρχει μία ταύτιση των στερεοτύπων και των πρωτοτύπων: τα πιο σημαντικά σημασιολογικά δεδομένα από κοινωνική σκοπιά καταλαμβάνουν μια κεντρική θέση στην επιλογή του πρωτοτύπου μιας κατηγορίας. 189

207 αντιστοιχούν σε αυθόρμητες διατυπώσεις. Έτσι, καταγράφεται η νόρμα, γεγονός που αποτελεί σκοπό ενός λεξικού. Στα λεξικά που αποδελτιώσαμε παρατηρούμε ότι στους ορισμούς επιλέγονται συγκεκριμένα φυσικά αντικείμενα αναφοράς. Πιο ειδικά, γίνεται αναφορά σε λουλούδια, φρούτα, λαχανικά, ροφήματα, στοιχεία του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου σώματος, αντικείμενα που συναντά ή χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά της η ελληνική κοινωνία (Αλεξανδρή, 2010α). Επομένως, επαληθεύονται οι απόψεις της Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1987), ότι οι ονομασίες των χρωμάτων βρίσκονται σε άμεση σχέση με το φυσικό περιβάλλον που αναπτύσσεται μια γλώσσα και της Wierzbicka (1990: 99), ότι οι έννοιες των χρωμάτων είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένα πεδία της ανθρώπινης εμπειρίας. Ένα άλλο είδος ορισμού είναι ο ορισμός που αποτυπώνει τις σχέσεις συνωνυμίας/αντωνυμίας. Στα λεξικά που αποδελτιώσαμε αυτό το είδος ορισμού αποτελεί συχνά τη μόνη επιλογή (π.χ. ΛΚΝ: λευκό(ς), μπλε κ.ά.). Στο Ε&Ζ, στο λήμμα πράσινο(ς), δίνονται ως συνώνυμα τα πρασινόχρωμος και χλωροπράσινος. Δεν θεωρούμε ότι τέτοιου είδους συνώνυμα ρίχνουν φως στη σημασιολογική ταυτότητα του όρου, αλλά ενδιαφέρουν μόνο ως προς τη σύνθεση των όρων 160. Επιπλέον, πέρα από τον ορισμό, είναι πρωταρχική η σημασία της ύπαρξης παραδειγμάτων σε ένα λήμμα για την ανάδειξη των συνθηκών χρήσης. Τα παραδείγματα αποτελούν μέρος ενός ορισμού: ο ορισμός στηρίζεται πάνω σε αυτά και αυτά είναι η προέκτασή του (Mollard-Desfour 2009). Επίσης, είναι σημαντική η αναφορά σε σημασιολογικές περιοχές, σε γλωσσικά επίπεδα και περιβάλλοντα χρήσης. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι χρωματικοί όροι και φράσεις που ανήκουν σε μια επιστημονική/τεχνική περιοχή δεν είναι πάντα εμφανείς. Πράγματι, ο όρος ή η φράση που δηλώνει χρώμα μπορεί καμιά φορά να θεωρηθεί ως τρέχων όρος, δηλαδή γνωστός/οικείος, που χρησιμοποιείται σε επιστημονικές και τεχνικές περιοχές. Όμως πολλοί χρωματικοί όροι και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε ειδικούς τομείς δεν έχουν τεχνικό ισοδύναμο. Έτσι, ενώ η κιμωλία έχει ως τεχνικό ισοδύναμο το ανθρακικό ασβέστιο, και το στουπέτσι τον ανθρακικό μόλυβδο, οι χρωματικοί όροι μαρμαρόσκονη, άσφαλτος και ταλκ, που χρησιμοποιούνται στο ειδικό πεδίο της ζωγραφικής, δεν έχουν τεχνικά ισοδύναμα. 160 Περισσότερα σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης των διαφορετικών ορισμών στα λεξικά της νέας ελληνικής, βλ. Αλεξανδρή 2010α. 190

208 Για τις συνθήκες χρήσης προτείνουμε να χρησιμοποιείται ένας πολύ αναλυτικός κατάλογος αναλογικά προς κάποιο αντικείμενο συγκεκριμένο ή αφηρημένο (φύση, ζώο, πρόσωπο, προϊόν της ανθρώπινης τεχνολογίας, ιδέα κτλ.) (Αλεξανδρή 2009): π.χ. χρωματικό πεδίο: κόκκινο(ς) α. με συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς: [Λουλούδια, φρούτα, λαχανικά] κερασής, παπαρουνής, φραουλής, ροδής, βυσσινής, δαμασκηνής, καρπουζής [Πολύτιμοι λίθοι] ρουμπινής [Έγχρωμες πρώτες ύλες] άλικος, ματζέντα, γκρενά, καρμίνι, χάλκινος [Ποτά και ροφήματα] κόκκινος, ερυθρός [Κρέας] κοκκινιστός [Διάφορα αντικείμενα, φυσικά και τεχνητά] κοραλλής, πορφυρός, κόκκινος της φωτιάς/ της λάβας [Δέρμα] ερυθρός κτλ. β. με αφηρημένο αντικείμενο αναφοράς: Κάποιες φορές, οι κατονομασίες δίνονται αναλογικά προς κάποια αντικείμενα αναφοράς που προκαλούν μια συγκεκριμένη χρωματικότητα ή από ένα φαινόμενο που συνδέει ένα χρώμα και μια ιδέα, χωρίς να υπάρχει εμφανής σύνδεση με ένα πραγματικό χρώμα: [Συναισθήματα] κόκκινο του πάθους κτλ. Αυτές οι διευκρινίσεις σχετικά με τη χρήση αναδεικνύουν την εξέχουσα συνταγματική απόδοση κάποιων χρωματικών όρων και τη μικρή παραγωγικότητα κάποιων άλλων όρων, δηλαδή τη στενή τους σχέση με ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Υπογραμμίζουν επίσης τον πολλαπλασιασμό των συνθηκών χρήσης κάποιων χρωματικών όρων και το προοδευτικό πέρασμα από ένα περιβάλλον σε ένα άλλο. Είναι χρήσιμο ένα λεξικό τέτοιου είδους να έχει έναν περισσότερο εξωγλωσσικό χαρακτήρα παρέχοντας εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για τον εμπλουτισμό των λημμάτων. Τέτοιες πληροφορίες θα μπορούσαν να είναι (Mollard-Desfour 2009): - ετυμολογία και χρονολογίες - μια ειδική ή σπάνια σημασία 191

209 - μια τεχνική πληροφορία - αναφορά σε μια συγκεκριμένη θεματική περιοχή (π.χ. ιατρική, ζωγραφική, οινολογία κτλ.) - μια ιστορική ή κοινωνική πληροφορία - ένας ιστορικό ή λογοτεχνικό απόφθεγμα - ένας κοινωνικός κώδικας (συμβολισμός ενός ενδύματος, ενός λουλουδιού κτλ.). Έτσι, γίνεται ταυτόχρονα ταξινόμηση του χρώματος στο γλωσσικό σύστημα (η σύνθετη δομή των άμεσων ή έμμεσων χρωματικών κατονομασιών, τα μορφολογικά παράγωγα, τα χρωματικά σύνθετα και οι εκφράσεις, η ετυμολογία και η ιστορία των λέξεων), αλλά μαζί και φυσική ταξινόμηση, εξωγλωσσική και αναφορική, με τις χρήσεις του χρώματος και τους κοινωνικούς κώδικές του που αντανακλούν την κουλτούρα μιας κοινωνίας. Στην έρευνά μας οι ειδικοί όροι που έχουν μελετηθεί ως τώρα χρησιμοποιούνται στις ακόλουθες ειδικές περιοχές: ΠΙΝΑΚΑΣ 12: Ειδικές περιοχές εμφάνισης των ειδικών όρων Ειδικές περιοχές Παραδείγματα εικαστικές τέχνες οινολογία κομμωτική μόδα κόκκινο Βενετίας, πράσινο Βικτωρίας, μπλε κοβαλτίου, περσικό κόκκινο, σέπια ανοιχτό αχυροκίτρινο, βαθύ χρυσό με καφετί ανταύγειες, βαθύ μαυροπόρφυρο ασημί πλατινέ, καστανό νουγκά, ξανθό ακαζού, βαθύ σοκολατί καστανό λεβάντα, λεοπάρ, λιλά μελανζέ, μάνγκο, μπεζ καστορί, μπλεγκρι stone Ωστόσο, στα δεδομένα μας περιλαμβάνονται και όροι από άλλες ειδικές περιοχές, που όμως έχουν εισχωρήσει στο γενικό λεξιλόγιο και αποτελούν ταυτόχρονα ειδικούς και γενικούς όρους. Σχηματίζουν συνήθως πολυλεκτικά σύνθετα και εμφανίζονται σε ποικίλους τομείς χρήσης, όπως απεικονίζεται στον πίνακα 13. Στην κατηγορία αυτή, το χρώμα δεν έχει καμιά διακριτική φυσική ιδιότητα, δεν έχει περιγραφικό ρόλο αλλά κυρίως ταξινομικό. Επομένως, απαιτούνται πραγματολογικές/ πολιτισμικές πληροφορίες για την κατανόηση των όρων αυτών. Έτσι, π.χ. για την πράσινη κάρτα, η λεξική περιγραφή (μια κάρτα πράσινου χρώματος) δεν αποτελεί 192

210 επαρκή ορισμό. Θα πρέπει να συνδέσουμε το όνομα πράσινη κάρτα με την κάρτα παραμονής σε μια χώρα. Ο Goes (1999: 123) θεωρεί ότι «η πρωτοτυπική σημασιολογική αξία του εξεταζόμενου επιθέτου συχνά δεν παίζει κανένα ρόλο». Ο ρόλος της αποδυναμώνεται σε σημείο που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πράσινη κάρτα ακόμη κι αν είχε άλλο χρώμα. ΠΙΝΑΚΑΣ 13: Τομείς χρήσης όπου εμφανίζονται οι πολυλεκτικά σύνθετοι χρωματικοί όροι Τομείς Υποδιαιρέσεις Παραδείγματα Διατροφή Τέχνη Βοτανική Ψυχαγωγία Μέσα μεταφοράς Ιστορία Ονομασίες ποτών: Ονομασίες τυριών: Ονομασίες λαχανικών: Ονομασίες διάφορων τροφών: Ονομασίες πρόσθετων χρωστικών: Εικαστικές τέχνες: Βαφές, χρωστικές: Ονομασίες λουλουδιών: Ονομασίες καρπών: Μπιλιάρδο: Μουσική: Αθλήματα: Τηλεόραση: Τουρισμός: Εναέρια: Σιδηροδρομικά: Θαλάσσια: Οδικά: Δικανική ιστορία: Εκκλησιαστική ιστορία: Ιστορία των ηθών: κόκκινο/λευκό κρασί, λευκό ρούμι, ξανθιά μπίρα μπλε τυρί, κίτρινο τυρί, λευκό τυρί πράσινα φασολάκια, κόκκινες πιπεριές μαύρο τσάι ανθρακικό ασβέστιο, κίτρινη κινολίνη γαλάζια εποχή κόκκινο Βουργουνδίας κόκκινα τριαντάφυλλα μαύρη/ξανθή σταφίδα μαύρη μπάλα λευκές νότες, μαύρη μουσική μαύρη/ πράσινη πίστα, κίτρινη κάρτα μαύρη οθόνη πράσινη κάρτα (για το αυτοκίνητο) μπλε ταρίφα, λευκή πτήση κόκκινο φανάρι κόκκινος άξονας, γαλάζια ζώνη κόκκινο/πορτοκαλί/πράσινο φανάρι κόκκινο βιβλίο κόκκινα άμφια κόκκινα φανάρια Λογοτεχνία Μύθοι και θρύλοι: μικρά γαλάζια ανθρωπάκια Πολιτική Επαγγέλματα Επιστήμες Πολιτική ιστορία της Ελλάδας: Παγκόσμια πολιτική και οικονομική ιστορία: Τσίρκο: Αεροπορία: Αστρονομία: Βιολογία: Εθνολογία: Πράσινη γραμμή Κόκκινος Οκτώβρης Μαύρη Δευτέρα κόκκινη μύτη, κόκκινη ουρά μπλε αεροπορίας / μπλε ραφ, μαύρο κουτί μαύρη τρύπα λευκά/ερυθρά αιμοσφαίρια λευκή/κίτρινη φυλή 193

211 Ζωολογία Γεωγραφία: Ιατρική/παθολογία: Μεταλλουργία: Φυσική/οπτική: Άλογα: Εντομολογία: Ορνιθολογία: μαύρη/ερυθρά θάλασσα, μαύρη ήπειρος κίτρινος πυρετός, μπλε χαπάκι κίτρινος χρυσός, λευκός χρυσός σκοτεινός θάλαμος, μπλε φως μαύρο άλογο (καράς), άσπρο άλογο κόκκινο μυρμήγκι μαύρη καλιακούδα Πιο αναλυτικά, από την επιστήμη της μεταλλουργίας, ένας μεγάλος αριθμός όρων χρησιμεύουν στην παραγωγή ΟΔΧ. 161 Οι πιο σημαντικοί είναι: χρυσός, κίτρινος 162 χρυσός, κόκκινος χρυσός, ροζ χρυσός, λευκόχρυσος, ασήμι, πλατίνα, μόλυβδος, νίκελ, άργυρος, κάδμιο, χρώμιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο, σίδηρος, τιτάνιο, χαλκός, ψευδάργυρος. Πρόκειται για όρους που, εκτός από τα ειδικά λεξιλόγια όπου τους συναντάμε, έχουν εισχωρήσει και στο γενικό λεξιλόγιο, καθώς πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν το χρώμα κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων, μεταλλικών εξαρτημάτων κτλ. 163 Συχνά τα ουσιαστικά που δηλώνουν μέταλλο αντικαθιστούν τις πλήρεις ονομασίες των χρωματικών όρων, για παράδειγμα λέμε Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί τιτάνιο αντί για λευκό τιτανίου. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας παραγράφου, ως προς τον ορισμό των χρωματικών όρων, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμο να εμπλουτιστεί με τεχινκές πληροφορίες. Έτσι, για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε ότι η χρήση του λευκό αρζάν γίνεται κατ αναλογία προς το κίτρινο αρζάν, καθώς δεν χρησιμοποιείται ασήμι για την παραγωγή του λευκού αλλά μόνο για του κίτρινου. Όσον αφορά τα παράγωγα του ψευδαργύρου, υπάρχουν το λευκό, το κίτρινο, το πορτοκαλί, το κόκκινο και το πράσινο ψευδαργύρου. Υπάρχουν επίσης το κίτρινο και το πράσινο χρωμίου, το μπλε και το πράσινο κοβαλτίου. Ο όρος μαύρο του Άρη αναφέρεται στο χρώμα των μετάλλων του θεού του πολέμου, Άρη. Τέλος, οι ώχρες και τα άλλα γήινα χρώματα περιέχουν σημαντική δόση οξειδίου του σιδήρου. 161 Η μελέτη των συχνοτήτων καταδεικνύει μια εξέλιξη ανά τους αιώνες των συνδυασμών της πολυτέλειας με τη λάμψη, τη λαμπρότητα, το φως, των λαμπερών χρωμάτων, του χρυσού και του αργύρου, του κόκκινου χρώματος, μιας εκδοχής του μαύρου χρώματος (χωρίς πάντα να είναι εύκολη η αποσύνδεση του χρώματος από την ύλη), που συνδέονται με ιστορικούς και θρησκευτικούς όρους. 162 Η διαφορά στο χρώμα καθορίζεται από τα μέταλλα που χρησιμοποιήθηκαν στο μίγμα κραμάτων. 163 Πρβλ. δίσκος χρυσός/ πλατινένιος. 194

212 Θεωρούμε ότι όλες οι παραπάνω εξωγλωσσικές πληροφορίες θα πρέπει να δίνονται με κάποιον τρόπο στην περιγραφή των χρωματικών όρων του λεξικού που προτείνουμε, ώστε να αναδειχτούν όλες οι σημασίες των χρωματικών κατονομασιών ανάλογα με τα περιβάλλοντα χρήσης Το υλικό - τα αριθμητικά δεδομένα Το λεξικό των χρωμάτων έχει συσταθεί από μια στενή και σταθερή ονοματολογία (τους άμεσους όρους) αλλά και από μια ασταθή και εν εξελίξη ονοματολογία, έναν ανοιχτό κατάλογο αναφορικών χρωματικών όρων, λιγότερο ή περισσότερο λεξικοποιημένων, που αντανακλούν τη σύγχρονη γλώσσα, καθώς το λεξιλόγιο των χρωμάτων καθορίζεται πάνω από όλα από παράγοντες εξωγλωσσικούς (πολιτισμικούς). Επομένως, σε κάθε εποχή αντιστοιχεί ένας μεγάλος αριθμός όρων που τη χαρακτηρίζουν. Σημασιολογικά, στους όρους που χαρακτηρίζουν τις χρωματικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου σώματος ή τα ζώα κτλ., ο βιολογικός περιορισμός επηρεάζει τα αριθμητικά δεδομένα. Έτσι, εκτός από τα τεχνητά χρώματα (βαφές μαλλιών κτλ.), οι όροι που κατονομάζουν φυσικές αποχρώσεις είναι πολύ περιορισμένοι, χωρίς να παρουσιάζουν ιδιαίτερη εξέλιξη (π.χ. για τα ζώα, χρησιμοποιούνται ακόμη οι όροι που εμφανίζονται στο λεξικό του Βοσταντζόγλου [1962]1998). Αντίθετα, στην τέχνη και στη μόδα, η αναζήτηση της πρωτοτυπίας πολλαπλασιάζει τα αριθμητικά δεδομένα. Στη ζωγραφική, συναντάμε όρους όπως κίτρινο Van Gogh, που υπογραμμίζουν την ατομική πρωτοτυπία. 164 Επίσης, στη μόδα η κάθε εταιρεία προτείνει τους δικούς της όρους, οι οποίοι ανανενώνονται σε κάθε σεζόν. Πρόκειται για τους νεολογιογόνους τομείς, οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό να δημιουργούν γενικά νεολογισμούς (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986: 29). Στόχος των τομέων αυτών είναι να ανταποκρίνεται αισθητικά και εμπορικά σε κάθε προσδοκία του κοινού, π.χ. να είναι ευκολοπρόφερτος, εύκολος στην απομνημόνευση, να έχει μουσικότητα, μεγάλη συντομία ή αντίθετα μεγάλο μήκος χωρίς όμως να γίνεται ποτέ κουραστικός, να αποφεύγει δυσάρεστες ομωνυμίες, αλλά συγχρόνως να εντυπωσιάζει, να εκπλήττει, ίσως και να σοκάρει, ποτέ όμως δυσάρεστα (ό.π.: 58). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των νεολογισμών της γλώσσας της διαφήμισης, που οφείλεται στην επίδραση των 164 Η βάση ενός νεολογισμού σε ειδικό λεξιλόγιο συχνά προέρχεται από ανθρωπωνύμιο ή τοπωνύμιο, δηλαδή το όνομα του εφευρέτη, ο τόπος εφεύρεσης, η καταγωγή του προϊόντος είναι δυνατό να χρησιμεύουν ως βάση του (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986: 62). 195

213 πολυεθνικών εταιριών, είναι η τάση για διεθνοποίηση του νεολογισμού που κυλοφορεί σε διάφορες γλώσσες με το ίδιο σημαίνον ή την ίδια γραπτή μορφή, π.χ. denim, sunkissed blue: με τον τρόπο αυτό λύνεται το πρόβλημα της αναζήτησης νέου σημαίνοντος στη γλώσσα του νέου καταναλωτικού κοινού (ό.π.: 59). Κατά την Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (ό.π.: 57-58) τα ειδικά λεξιλόγια αποτελούν πιο γόνιμο έδαφος για τη νεολογία και ανανεώνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι το γενικό λεξιλόγιο. Τα ειδικά λεξιλόγια που εμφανίζονται ως ιδιαίτερα νεολογιογόνα, και αποτελούν αντικείμενο που απαιτεί τη διαρκή επαγρύπνησή μας ως προς την ανανέωση του corpus των χρωματικών όρων, αφορούν τους εξής επιστημονικούς/τεχνικούς τομείς: ιατρική, βιολογία, βιοϊατρική, πυρηνική φυσική, αστροναυτική, χημεία, βακτηρολογία, πληροφορική, πολιτική, σπορ, τυπογραφία, δημοσιογραφία, οπτικοακουστικά μέσα, διαφήμιση. Συμπερασματικά, ο γενικός σκοπός του λεξικού που προτείνουμε δεν είναι μόνο να συγκεντρωθούν οι χρωματικοί όροι και να δοθεί ο ορισμός τους, αλλά επίσης να προσδιοριστούν τα περιβάλλοντα χρήσης αυτών των όρων, οι συμβολισμοί, οι έννοιες, οι παγιωμένες φράσεις και οι εκφράσεις με τις οποίες συνδέονται. Κι αυτό γιατί το χρώμα μας βοηθάει να εισχωρήσουμε στην καρδιά της κοινωνίας μας, κατανοώντας τις συνυποδηλώσεις κάθε είδους: κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές κτλ. Προκειμένου να ερμηνεύσουμε την εποχή μας μέσω της χρήσης των χρωματικών όρων, το λεξικό θα πρέπει να αναφέρει κάποιες φορές και ιστορικά στοιχεία προηγούμενων εποχών, που θεωρούνται απαραίτητα για την καλύτερη κατανόηση της σημασίας των χρωμάτων και των συνυποδηλώσεών τους, χωρίς αυτό να χάνει το συγχρονικό χαρακτήρα του. 5.5 Ανακεφαλαίωση Στο πέμπτο κεφάλαιο, αρχικά παρουσιάστηκε το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχτήκαμε για τη μελέτη της ορολογίας και έγινε διάκριση του γενικού και του ειδικού λεξιλογίου, με έμφαση στο τελευταίο. Στη συνέχεια, αναφερθήκαμε στην ορολογία από λεξικογραφικής σκοπιάς. Τέλος, το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου αφορά την πρότασή μας για ένα πρότυπο λεξικού χρωματικών όρων. 196

214 Κεφάλαιο 6: Αυτόματη επεξεργασία των ΟΔΧ 6.0 Εισαγωγή Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζουμε την έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο πλαίσιο της αυτόματης επεξεργασίας των ΟΔΧ στη νέα ελληνική. Στόχος της μελέτης αυτής είναι η κατασκευή γλωσσικών δεδομένων (λεξικά) που παρέχουν πληροφορίες ως προς την κλίση των υπό εξέταση όρων και τα οποία, στη συνέχεια, θα ενσωματωθούν σε σύστημα αυτόματης επεξεργασίας της νέας ελληνικής, ώστε να χρησιμεύσουν σε μελλοντικές εφαρμογές κυρίως στη λεξικογραφία αλλά και στη διδακτική. Σε αντίθεση με το κλιτικό μοντέλο που προτείναμε στο δεύτερο κεφάλαιο (παράγραφος 2.5), το συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο θεωρούμε ότι εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά τις ανάγκες μας για τη σύσταση του ηλεκτρονικού λεξικού που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο (πέμπτο) καθώς και τη διεύρυνση των διδακτικών στόχων 165 που θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο (έβδομο). Από το σύνολο των χρωματικών όρων που έχουμε συλλέξει στο corpus μας, επιλέγουμε ένα μέρος των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων, τις μετατρέπουμε σε ηλεκτρονικό μορφολογικό λεξικό κλιτών τύπων και δημιουργούμε ένα σύστημα μέσω του οποίου πραγματοποιούμε την αυτόματη κλίση των λημμάτων του λεξικού μας, προκειμένου να παραχθούν όλοι οι κλιτοί τύποι. Πριν περάσουμε στην παρουσίαση του συστήματος, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε εισαγωγικά θεωρητικά ζητήματα που αφορούν το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχτήκαμε, τα συστήματα αυτόματης ανάλυσης και τα ηλεκτρονικά λεξικά σύνθετων λέξεων. 6.1 Θεωρητικό πλαίσιο Η θεωρητική βάση της έρευνας που περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο είναι η µετασχηµατιστική γραµµατική του Z.S. Harris (1964, 1976), ο οποίος υιοθετεί µια µαθηµατική προσέγγιση της γλωσσολογίας µε σαφείς και ακριβείς ορισµούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ενότητα της σημασίας υφίσταται στην απλή, στοιχειώδη πρόταση και όχι στη λέξη, καθώς οι λέξεις, από µόνες τους, δεν έχουν νόηµα, γι αυτό και πρέπει να 165 Π.χ. χρήση συμφραστικών πινάκων, εφαρμογή του ηλεκτρονικού λεξικού πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων σε αυθεντικά κείμενα κτλ. 197

215 εξετάζονται µέσα σε προτάσεις. 166 Έτσι, η µετασχηµατιστική γραµµατική προϋποθέτει τη συστηµατική περιγραφή και τον αυστηρό φορµαλισµό αυτών των απλών προτάσεων, δεδοµένου ότι οι σύνθετες προτάσεις προέρχονται από τις απλές και ότι το σύνολο των απλών και των σύνθετων προτάσεων απαρτίζει τη γλώσσα. Επιπλέον, το µεθοδολογικό µας πλαίσιο για τη συντακτική περιγραφή των σύνθετων χρωματικών όρων εντάσσεται στο λεξικό-γραµµατική, του οποίου τη µεθοδολογία ανέπτυξε ο Μ. Gross (1975). Πρόκειται για µια προσέγγιση θεωρητική, µετασχηµατιστική και εµπειρική που αναδεικνύει το βασικό ρόλο του λεξιλογίου. Ο M. Gross, βασιζόµενος στη συστηµατική καταγραφή γλωσσικών δεδοµένων, αποδεικνύει ότι οι κανόνες της γραµµατικής δεν είναι ιδιαίτερα οµαλοί. Η µεθοδολογική εφαρµογή αυτής της θεωρίας αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη πολλών ηλεκτρονικών εφαρµογών στη Γλωσσολογία, όπως ηλεκτρονικά λεξικά, λεξικά-γραµµατικές και τοπικές γραµµατικές. Πιο συγκεκριμένα, τα τυποποιηµένα δεδοµένα (λεξικά και γραµµατικές) εφαρµόζονται πάνω σε κείµενα εκατοµµυρίων λέξεων µε σκοπό την ανάλυσή τους σε επίπεδο µορφολογίας, σύνταξης, και σηµασιολογίας (βλ. Kyriacopoulou 2005). Μερικές από τις εφαρµογές αυτές έχουν ήδη οδηγήσει στην οµαδοποίηση ιστοσελίδων ή ειδήσεων που αναφέρονται στο ίδιο γεγονός, στην αυτόµατη εξαγωγή περιλήψεων και πληροφοριών, στην ταξινόµηση και τον εντοπισµό θεµατικά συναφών κείµενων κ.ά. (βλ. Βλαχάβας 2002). Σύμφωνα με τις αρχές του λεξικού-γραμματική, η κύρια συντακτική μονάδα η οποία φέρει τη γραμματική πληροφορία είναι η απλή πρόταση (υποκείμενο - ρήμα - συμπλήρωμα), όπως αναφέρθηκε ήδη στην παράγραφο 3.1. Κάθε πρόταση ανάγεται σε μία κατηγορική μορφή, όπου διακρίνονται τα βασικά συμπληρώματα από τα μη βασικά (επιρρηματικοί προσδιορισμοί, περιστασιακά συμπληρώματα). Έτσι, τα λήμματα στο λεξικό γραμματική αποτελούν οι απλές, στοιχειώδεις προτάσεις. 166 Η Αναστασιάδη-Συµεωνίδη (1986: 131) αναφέρει ότι πολλές µελέτες που θεωρούν τη λέξη ως τη δεδοµένη λεξική µονάδα βασίζονται είτε σε µεταγλωσσικά κείµενα είτε σε υλικό που αντλήθηκε έξω από τις πραγµατικές συνθήκες εκφώνησης. Όταν προσπαθήσει κανείς να αποδελτιώσει κάποιο κείµενο διαπιστώνει, ωστόσο, τη δυσκολία ορισµού των ορίων της λεξικής µονάδας, η οποία -και αυτό είναι πολύ σηµαντικό- λειτουργεί µέσα στην πρόταση. 198

216 Και στο σημασιολογικό επίπεδο, η ελάχιστη µονάδα είναι η απλή πρόταση µέσα στην οποία εµφανίζεται η λέξη (και όχι η αποµονωµένη από το συγκείμενο λέξη), γιατί µόνο µέσα σε αυτό το πλαίσιο µπορούµε να καθορίσουµε τις συντακτικές και σηµασιολογικές ιδιότητες των στοιχείων που µελετάµε. Οι διαφορετικές σηµασίες µιας λέξης µελετώνται µόνο µέσα από τις διαφορετικές χρήσεις της µέσα στην απλή πρόταση. Οι μετασχηματισμοί στους οποίους μπορεί να υπόκειται μια απλή πρόταση όπως η απαλοιφή ή αντικατάσταση στοιχείων της πρότασης, οι αναφορικές προτάσεις, η μετατροπή μιας ενεργητικής δομής σε παθητική κ.ά. οδηγούν στη δημιουργία των εκφωνημάτων που απαρτίζουν το λόγο. Συγκεκριµένα, ένας τύπος πρότασης είναι µια απλή πρόταση που περιέχει ένα κατηγόρηµα (ρήµα, επίθετο ή ουσιαστικό) και ένα ή περισσότερα συµπληρώµατα ονοµατικά ή προτασιακά σε θέση υποκειµένου, αντικειµένου ή εµπρόθετου προσδιορισµού. Η συντακτική περιγραφή βασίζεται σε σαφή και ρητά κριτήρια µε βάση την αποδεκτότητα των προτάσεων, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται µια απεικόνιση της γλώσσας πληρέστερη από αυτή των περιγραφών που περιορίζονται σε σηµασιολογικές διαισθήσεις. Το λεξικό-γραµµατική των ρηµάτων και των άλλων κατηγορηµάτων (ουσιαστικών, επιθέτων και επιρρηµάτων) κατασκευάστηκε για πολλές γλώσσες, και συγκεκριµένα για την αγγλική, τη γερµανική, την ιταλική, την πορτογαλική κ.ά., υπό µορφή πινάκων. Οι πίνακες αυτοί εµπεριέχουν σηµαντικό αριθµό ληµµάτων και η κατασκευή τους στηρίζεται στις εξής γλωσσολογικές αρχές: i. H σηµασία κάθε ρήµατος διακρίνεται µε βάση την ορισματική δοµή 167 και τις κατανεµητικές και µετασχηµατιστικές του ιδιότητες. Αυτός είναι ο λόγος που οµόγραφα ρήµατα βρίσκονται ταξινοµηµένα σε διαφορετικές τάξεις. ii. Η απλή πρόταση είναι η ελάχιστη µονάδα µελέτης και η βασική της δοµή περιέχει ένα υποκείµενο και ενδεχομένως ένα σύνολο συµπληρωµάτων. Εκτός από τα κύρια συµπληρώµατα (υποκείµενα και αντικείµενα) υπάρχουν και δευτερεύοντα (επιρρηματικοί προσδιορισμοί, περιστασιακά συμπληρώματα). Ο διαχωρισµός τους επιτελείται εφαρµόζοντας κατάλληλα κριτήρια. 167 Στο πλαίσιο του λεξικού-γραμματικής, κάθε ρήμα έχει συγκεκριμένη συντακτική δομή, η οποία ονομάζεται «ορισματική δομή» (structure définitionnelle) (βλ. Gross 1975). 199

217 iii. Η αξιολόγηση της αναπαραγωγικότητας των αποδεκτών προτάσεων επιτυγχάνεται µε µια σειρά συντακτικών µετασχηµατισµών µε τρόπο εμπειρικό και ελέγχεται σε μεγάλο αριθμό λημμάτων. Η βασική αρχή του λεξικού-γραµµατικής συνίσταται στη συστηµατική καταγραφή και ταξινόµηση των κατηγορηµάτων σε τάξεις. Τα ρήµατα, τα επίθετα και τα κατηγορηµατικά ονόµατα θεωρούνται ο πυρήνας της πρότασης και ταξινοµούνται σε διαφορετικούς πίνακες που περιέχουν τις προτάσεις µε τις συγκεκριµένες βασικές δοµές, τις µετασχηµατιστικές και τις κατανεµητικές τους ιδιότητες. Οι κατανεµητικές ιδιότητες απεικονίζονται µε τη µορφή τύπων προτάσεων που είναι ή δεν είναι αποδεκτές για τη λέξη που ανήκει σε µια γραµµατική κατηγορία. Για να είναι εφικτή η αξιοποίηση του λεξικού-γραµµατικής από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το λεξικό-γραµµατική έχει, όπως ήδη αναφέραμε, τη µορφή πινάκων, όπου κάθε γραμμή περιγράφει µία πρόταση ή µία σημασία κατά τη λεξικογραφική παράδοση. Με τον τρόπο αυτό, η συστηµατική και εξαντλητική συντακτικο-σηµασιολογική περιγραφή της γλώσσας µπορεί να ενσωµατωθεί σε ένα σύστηµα αυτόµατου συντακτικού αναλυτή, προκειµένου να επιτευχθεί η αναγνώριση των προτάσεων ενός κειµένου. Το λεξικό-γραµµατική µιας γλώσσας, λοιπόν, είναι µια συστηµατική απεικόνιση του συνόλου των δοµών αυτής της γλώσσας µέσα από απλές προτάσεις και µπορεί να θεωρηθεί ως ένα ηλεκτρονικό συντακτικο-σηµασιολογικό λεξικό ή ως µια συντακτική βάση δεδοµένων όπου περιγράφονται συστηµατικά οι κατανεµητικές και µετασχηµατιστικές ιδιότητες των βασικών συντακτικών δοµών. 6.2 Συστήματα αυτόματης ανάλυσης Τα συστήματα αυτόματης ανάλυσης είναι γλωσσικά περιβάλλοντα ανάπτυξης που επιτρέπουν την τυποποιημένη περιγραφή των φυσικών γλωσσών και την εφαρμογή τους σε σώματα κειμένων μεγάλου όγκου με σκοπό την αυτόματη επεξεργασία τους σε πραγματικό χρόνο. Τα συστήματα αυτά περιλαμβάνουν ένα, δύο ή τρία στάδια ανάλογα με τις εφαρμογές τους: την ανάλυση, τη μετάφραση και τη γένεση. Στο στάδιο της ανάλυσης, διακρίνουμε τρία επίπεδα αναπαράστασης: Α επίπεδο: Τυπογραφική και μορφολογική ανάλυση: Στο επίπεδο αυτό, η τυπογραφική ανάλυση συνίσταται στην αναγνώριση μιας πρότασης, μελετώντας τη λειτουργία κάθε 200

218 χαρακτήρα 168 ξεχωριστά μέσα στην πρόταση αυτή. Ακολουθεί η μορφολογική ανάλυση, δηλαδή η αναγνώριση των λέξεων του κειμένου, είτε αυτές είναι απλές είτε σύνθετες. 169 Η αναγνώριση των απλών λέξεων απαιτεί τη μορφολογική ανάλυση των γλωσσικών τύπων και στοχεύει στην εύρεση του λημματικού τύπου 170, δηλαδή στη μετατροπή όλων των κλιτών τύπων στο λημματικό. Η ανάλυση αυτή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: α) με τη χρήση αλγόριθμου που εξετάζει το επίθημα του κλιτού τύπου και κατασκευάζει το λημματικό τύπο χρησιμοποιώντας σαφείς γραμματικούς κανόνες, β) με την κατασκευή ενός λεξικού που περιλαμβάνει όλους τους κλιτούς τύπους. Προϋπόθεση για την αυτόματη παραγωγή του λεξικού αυτού αποτελεί η ύπαρξη ενός λεξικού που να περιέχει τους λημματικούς τύπους. Με τη λεξικογραφική ανάλυση επιτυγχάνουμε την αναγνώριση του συνόλου των λέξεων ενός σώματος κειμένων. Οι υπολογιστικές μονόγλωσσες βάσεις δεδομένων απαιτούν μια ολοκληρωμένη και συστηματική περιγραφή τόσο της μορφής όσο και της σημασίας των στοιχείων της κάθε γλώσσας. Β επίπεδο: Συντακτική ανάλυση, η οποία αναγνωρίζει τις κατανεμητικές και μετασχηματιστικές ιδιότητες των απλών προτάσεων, που αποτελούν τις σημασιολογικές στοιχειώδεις μονάδες. Γ επίπεδο: Σημασιολογική ανάλυση, όπου οι λέξεις και οι φράσεις οργανώνονται ανάλογα με το σημασιολογικό ρόλο τους. Στο στάδιο της γένεσης, η οποία επιτυγχάνεται με την αντίστροφη εκτέλεση των σταδίων της ανάλυσης, διακρίνουμε επίσης τρία επίπεδα αναπαράστασης Γ επίπεδο: Σημασιολογική σύνθεση Β επίπεδο: Συντακτική σύνθεση Α επίπεδο: Μορφολογική σύνθεση 168 Για παράδειγμα, η τελεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο στίξης στο τέλος της πρότασης, ως υποδιαστολή στους αριθμούς ή στην αποτύπωση της ώρας, σε αρκτικόλεξα κτλ. 169 Οι σύνθετες λέξεις, σύµφωνα με τον φορµαλισµό DELA ορίζονται ως µια ακολουθία η οποία αποτελείται από τουλάχιστον δύο απλές λέξεις που διαχωρίζονται είτε µε κενό είτε µε παύλα είτε µε απόστροφο (βλ. Silberzstein 1990, Kyriacopoulou 2003). 170 Ο λημματικός τύπος των ουσιαστικών είναι η ονομαστική ενικού αριθμού και των επιθέτων η ονομαστική ενικού του αρσενικού γένους. 201

219 6.3 Ηλεκτρονικά λεξικά Για την αυτόματη επεξεργασία μιας φυσικής γλώσσας, κάθε σύστημα ανάλυσης κειμένων πρέπει να έχει στη διάθεσή του τυποποιημένα λεξικά, πλήρη και κωδικοποιημένα με συστηματικό τρόπο (που να περιέχουν γλωσσικές πληροφορίες - μορφολογικές, συντακτικές, σημασιολογικές-), τόσο για τις απλές όσο και για τις σύνθετες λέξεις, προκειμένου να μπορέσει να τις αναγνωρίσει στα σώματα κειμένων. Όσον αφορά το ηλεκτρονικό λεξικό που χρησιμοποιούμε, οι Kyriacopoulou, Martineau & Yannacopoulou (2006) διακρίνουν 887 κλιτικά διανύσματα (κλιτικές τάξεις) για τα ουσιαστικά, ενώ η Κυριακοπούλου et al. (2002) αναφέρει πάνω από 50 κλιτικά διανύσματα για τα επίθετα που καταχωρίζονται στα ηλεκτρονικά λεξικά της κοινής νέας ελληνικής που σχεδιάστηκαν και αναπτύσσονται από τη μονάδα αυτόματης επεξεργασίας φυσικών γλωσσών του Εργαστηρίου Μετάφρασης και Επεξεργασίας του Λόγου (ΕΜΕΛ) ΑΠΘ. Η επεξεργασία των μονάδων στα λεξικά αυτά γίνεται με το πρόγραμμα αυτόματης κλίσης GenereFlexion, το οποίο, με την προσθήκη κωδικών, παράγει όλους τους κλιτούς τύπους των καταχωρισμένων γλωσσικών μονάδων. Ο τόνος υπολογίζεται με ένα σύστημα κανόνων με βάση την τονισμένη συλλαβή στο λημματικό τύπο. Κάθε λημματικός τύπος συνοδεύεται από έναν κλιτικό κωδικό αριθμό, που αποτελείται από ένα τμήμα αλφαβητικό (με γράμματα) που προσδιορίζουν τη γραμματική κατηγορία (το μέρος του λόγου), και ένα τμήμα αριθμητικό που αναφέρεται σε έναν κλιτικό πίνακα με τη μορφή καταλόγου κλιτικών διανυσμάτων. Η επεξεργασία είναι σαρωτική, αλλά, καθώς βασίζεται στις καταλήξεις των επιθέτων και στη θέση του τόνου, δεν προσφέρει οικονομία στην περιγραφή των δεδομένων, δεν δίνει τη δυνατότητα για πρόβλεψη της κλίσης νέων μονάδων, ούτε λαμβάνονται υπόψη αριθμητικά δεδομένα για τη διάκριση ανάμεσα σε πρωτοτυπικές ΚΤ και μη. Για το λόγο αυτό, δεν χρησιμοποιούμε το εν λόγω κλιτικό σύστημα στη διδασκαλία, αλλά υιοθετούμε το σύστημα που προτείνουν οι Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2012) και Νικολάου (2012) για τα ουσιαστικά και τα επίθετα, αντίστοιχα, όπως περιγράφουμε διεξοδικά στο κεφάλαιο Σήμερα αυτό το ηλεκτρονικό λεξικό αυτόματης κλίσης μονολεκτικών ουσιαστικών περιλαμβάνει ουσιαστικά κοινά και κύρια (ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια). 202

220 6.4 Τα δεδομένα Όπως ήδη αναφέραμε στην εισαγωγή του κεφαλαίου, από το σύνολο των χρωματικών όρων που έχουμε συλλέξει, δημιουργήσαμε ένα υπο-corpus με τις πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες που αποτελούνται μόνο από χρωματικούς όρους: λευκό μολύβδου, κίτρινο χρυσίζον, χρυσό σαντρέ σκούρο. Συνεπώς, για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου δεν επεξεργαστήκαμε πολυλεκτικές ακολουθίες, όπως πράσινη ανάπτυξη, που περιλαμβάνει και χρωματικό και μη χρωματικό όρο, ούτε και σύνθετα όπως σάπιο μήλο, καθώς, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σύνθετο δηλώνει χρώμα, τα συνθετικά του δεν αποτελούν χρωματικούς όρους. Επιλέχτηκαν οι συγκεκριμένες πολυλεκτικές μονάδες καθώς δεν είχαν αποτελέσει ως τώρα αντικείμενο έρευνας όσον αφορά τη νέα ελληνική. Υποθέσαμε, λοιπόν, ότι θα προέκυπταν ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις και, επιπλέον, με τους νέους κλιτικούς γράφους που θα δημιουργούσαμε, θα εμπλουτιζόταν το μορφολογικό λεξικό του ΕΜΕΛ. Πιο συγκεκριμένα, το υπο-corpus που συστάθηκε περιέχει 256 σύνθετες μονάδες-όρους, που αντλήθηκαν από τις ακόλουθες τρεις θεματικές περιοχές (για τη μεθοδολογία, βλ. αναλυτική περιγραφή στο κεφάλαιο 1): α) των Εικαστικών Τεχνών (π.χ. λευκό μολύβδου), β) της Οινολογίας (π.χ. κίτρινο χρυσίζον) και γ) της Κομμωτικής (π.χ. χρυσό σαντρέ σκούρο). Οι συγκεκριμένες θεματικές έχουν επιλεγεί επειδή παρουσιάζουν πληθώρα σύνθετων χρωματικών όρων με ποικίλες δομές. Και, όπως έχουμε ήδη αναφέρει και προηγουμένως, ως πολυλεκτικό σύνθετο αναγνωρίζουμε οποιονδήποτε όρο παραπέμπει σε μία συγκεκριμένη απόχρωση στον εξωγλωσσικό κόσμο. Επιπλέον, μας ενδιαφέρει να διαπιστώσουμε ερευνητικά κατά πόσο τρεις τόσο διαφορετικοί κλάδοι εμφανίζουν ομοιότητες (ή διαφορές, και τι είδους) στη σύσταση των αντίστοιχων όρων. Περιορίσαμε την έρευνά μας στην επεξεργασία ακολουθιών με βάση ουσιαστικό και όχι επίθετο -παρόλο που έχουμε δημιουργήσει και αντίστοιχο υπο-corpus με σύνθετα που έχουν ως βάση επίθετο- καθώς το σύστημα Multiflex βρίσκεται σε εξέλιξη και κατά την περίοδο συγγραφής του παρόντος κεφαλαίου δεν υποστήριζε αυτές τις δομές 172. Τις μονάδες αυτές τις μετατρέψαμε σε ηλεκτρονικό μορφολογικό λεξικό κλιτών τύπων και δημιουργήσαμε ένα σύστημα μέσω του οποίου πραγματοποιούμε την αυτόματη κλίση των λημμάτων του λεξικού μας, ώστε να παραχθούν όλοι οι κλιτοί τύποι. 172 Το υπο-corpus των σύνθετων επιθέτων θα αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής μας έρευνας. 203

221 Αξίζει να σημειωθεί ότι διαπιστώσαμε πως δεν είναι δυνατό να κωδικοποιηθούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί ενός βασικού χρωματικού όρου και ενός παράγωγου ΟΔΧ ή ενός ΟΔΧ τροπ. Επιπλέον, ακόμη κι αν αυτό ήταν δυνατό, δεν θα είχε κάποια χρησιμότητα, αφού η σημασία καθενός από τους συνδυασμούς αυτούς θα μπορούσε να παραχθεί άμεσα από το συνδυασμό των σημασιών των δύο ΟΔΧ ξεχωριστά. Η έρευνα αυτή έγινε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Μετάφρασης και Επεξεργασίας του Λόγου (με υπεύθυνη καθηγήτρια την κ. Κυριακοπούλου), όπου ήδη έχουν γίνει αντίστοιχες έρευνες που αφορούν την κλίση των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων με τη χρήση των προγραμμάτων κλίσης GenereFlexion και GrFlex. 173 Για την εν λόγω έρευνα χρησιμοποιήσαμε την ελληνική έκδοση του προγράμματος αυτόματης επεξεργασίας σύνθετων λέξεων Multiflex (Savary 2005a, Savary 2005b, Savary 2005c, & Savary et al. 2007, Savary 2008, Savary 2009), την οποία ανέπτυξε η Β. Φούφη, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής (2012). Το Multiflex αναπτύχθηκε στο Laboratoire d Informatique (LI) του Πανεπιστημίου της Tours (Γαλλία) από την A. Savary. Πρόκειται για μια πολύγλωσση πλατφόρμα που διαχειρίζεται αρχεία σε μορφή Unicode και έχει σχεδιαστεί για την αυτόματη κλίση των πολυλεκτικών μονάδων, δηλαδή για τη δημιουργία ηλεκτρονικών μορφολογικών λεξικών σύνθετων λέξεων. Το Multiflex έχει ήδη αναπτυχθεί για τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα πολωνικά και τα σερβικά. Είναι με τέτοιο τρόπο σχεδιασμένο έτσι ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί για κάθε γλώσσα, αφού προηγουμένως προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητές της. Για την περιγραφή της κλιτικής συμπεριφοράς των πολυλεκτικών μονάδων, βασίζεται σε φορμαλισμό ομογενοποίησης 174, έχοντας όμως ως προϋπόθεση τη μορφολογική κλίση των απλών λέξεων (Savary et al. 2007: 77). Ο λόγος που επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε το πρόγραμμα αυτό είναι πρώτον διότι το Multiflex μάς παρέχει περισσότερες δυνατότητες, όπως η παραγωγή και κλίση ταυτόχρονα τόσο των σύνθετων ονομάτων όσο και των παραλλαγών τους, και δεύτερον διότι χρησιμοποιείται και για άλλες φυσικές γλώσσες και, συνεπώς, θα μας είναι χρήσιμο σε πιθανή μελλοντική συγκριτική έρευνα. Το πρόγραμμα κλίσης Multiflex 173 Τα μέλη του ΕΜΕΛ σε συνεργασία με το Institut Gaspard Monge (LIGM) του Πανεπιστημίου Paris- Est Marne-la-Vallée2, καθώς και άλλες ερευνητικές ομάδες που εντάσσονται στο δίκτυο RELEX, εργάζονται με σκοπό τη συστηματική περιγραφή και τυποποίηση ευρωπαϊκών κυρίως γλωσσών (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά κ.ά.). 174 Απόδοση του εξής: It is based on the abstract morphological representation of simple words, as well as some regular-language patterns and unification agreement rules. 204

222 είναι ενσωματωμένο στο σύστημα αυτόματης ανάλυσης φυσικών γλωσσών Unitex. Για το λόγο αυτό, ακολουθεί περιγραφή του αυτόματου αναλυτή Unitex. 6.5 Αναλυτής κειμένων Unitex Το Unitex, που κατασκευάστηκε από τον S. Paumier (2010) στο Ινστιτούτο Gaspard- Monge του Πανεπιστημίου της Marne-La-Vallée (Γαλλία), είναι ένα γλωσσικό περιβάλλον ανάπτυξης που χρησιμοποιείται για την εκτενή περιγραφή των ζωντανών γλωσσών και την αποτελεσματική εφαρμογή της σε κείμενα σημαντικού όγκου σε πραγματικό χρόνο. Η υπολογιστική επεξεργασία του Unitex βασίζεται στη χρήση τυποποιημένων ηλεκτρονικών λεξικών, τα οποία συμπληρώνονται με τυποποιημένες γραμματικές. Οι τυποποιημένες γραμματικές βασίζονται στη θεωρία των «διαδικασιών αυτοματισμού πεπερασμένων καταστάσεων» ή, όπως είναι γνωστότερα, των «πεπερασμένων αυτομάτων». Στο πλαίσιο της αυτόματης επεξεργασίας φυσικών γλωσσών, οι τυποποιημένες γραμματικές αναπαριστούν με γράφους αυτομάτων ή μεταβιβαστών μορφολογικές και συντακτικές πληροφορίες. Κάθε γράφος περιέχει έναν αριθμό κόμβων και βέλη που συνδέουν αυτούς τους κόμβους μεταξύ τους. Όλοι οι κόμβοι έχουν ετικέτες, εκτός από τον τελικό. Σε κάθε κόμβο εντάσσεται, κατόπιν, ένα σύμβολο ή μια κενή λέξη (<Ε>). Ενώ με τα πεπερασμένα αυτόματα είναι δυνατή μόνο η αναγνώριση των φραστικών ακολουθιών μέσα σε ένα σώμα κειμένου, οι μεταβιβαστές πεπερασμένων καταστάσεων αναπαριστούν στην είσοδο φραστικές ακολουθίες και παράγουν στην έξοδο νέες πληροφορίες (μορφολογικές, συντακτικές, σημασιολογικές) σχετικές με τις συγκεκριμένες φραστικές ακολουθίες. Στην επόμενη παράγραφο, θα παρουσιάσουμε το φορμαλισμό που ακολουθούμε για την κατασκευή του ηλεκτρονικού μας λεξικού, ο οποίος είναι συμβατός με τον αυτόματο αναλυτή Unitex. 6.6 Ο φορμαλισμός DELA 175 Το ηλεκτρονικό λεξικό που κατασκευάζουμε βασίζεται στο φορμαλισμό DELA όπως έχει σχεδιαστεί από το Laboratoire d Automatique Documentaire et Linguistique (LADL 176 ). Σύμφωνα με το φορμαλισμό DELA, στο ηλεκτρονικό λεξικό περιγράφονται 175 Dictionnaire Electronique du LADL

223 οι απλές και σύνθετες 177 λεξικές μονάδες μιας γλώσσας ακολουθούμενες από τις αντίστοιχες γραμματικές, σημασιολογικές και μορφολογικές πληροφορίες (βλ. παράρτημα 4Β). Τα ηλεκτρονικά λεξικά διακρίνονται σε δύο είδη: το λεξικό των λημματικών τύπων απλών και σύνθετων λέξεων (DELAS 178 και DELAC 179, αντίστοιχα) και το λεξικό των κλιτών τύπων απλών και σύνθετων λέξεων (DELAF 180 και DELACF 181, αντίστοιχα). Στη συνέχεια, παραθέτουμε αποσπάσματα από τα τέσσερα προαναφερθέντα λεξικά: DELAS κόκκινος,α4 182 ώχρα,n2002 χρυσό,n304 DELAC ψημένη(ψημένος.a4:fs) ώχρα(ώχρα.n2002:fs),nc_sing+[couleur] ανθρακικό(ανθρακικός.a1:ns) ασβέστιο(ασβέστιο.n3301:ns),nc_sing+[couleur] DELAF κόκκινος, κόκκινος.n:nms κόκκινο, κόκκινος.n: Ams/ Vms κόκκινου, κόκκινος.n:gms κόκκινοι, κόκκινος.n: Nmp/ Vmp κόκκινους, κόκκινος.n:amp κόκκινων, κόκκινος.n:gmp ώχρα,ώχρα.n: Nfs /Afs /Vfs ώχρας,ώχρα.n:gfs ώχρες,ώχρα.n: Nfp/ Afp/ Vfp 177 Βλ. παράγραφο DELA de formes simples. 179 DELA de formes composées. 180 DELA de formes fléchies. 181 DELA de formes composées fléchies. 182 Ν=Ουσιαστικό, Α=Επίθετο, det=προσδιοριστής. Οι αριθμοί αντιστοιχούν στα κλιτικά παραδείγματα των ηλεκτρονικών λεξικών της κοινής νέας ελληνικής που σχεδιάστηκαν και αναπτύσσονται από τη μονάδα αυτόματης επεξεργασίας φυσικών γλωσσών του Εργαστηρίου Μετάφρασης και Επεξεργασίας του Λόγου (ΕΜΕΛ) του ΑΠΘ. Τα υπόλοιπα σύμβολα εξηγούνται αναλυτικά στον πίνακα συμβόλων, στην αρχή της εργασίας. 206

224 ωχρών,ώχρα.n:gfp χρυσό,χρυσό.n: Nns/ Ans/ Vns χρυσού, χρυσό.n:gns χρυσά, χρυσό.n: Νnp/ Anp/ Vnp χρυσών, χρυσό.ν:gnp DELACF ψημένη ώχρα,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:nfs/ Afs/ Vfs ψημένης ώχρας,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:gfs ανθρακικό ασβέστιο,ανθρακικό ασβέστιο.n+[couleur]:nns/ ANs/ Vns ανθρακικού ασβεστίου,ανθρακικό ασβέστιο.n+[couleur]:gns Οι παραπάνω κλιτοί τύποι προκύπτουν από τις καταχωρίσεις στο λεξικό των λημματικών τύπων των απλών και των σύνθετων λέξεων. Στα λεξικά αυτά εμφανίζεται ο λημματικός τύπος της εκάστοτε λεξικής μονάδας συνοδευόμενος από τον κωδικό κλίσης και το σημασιολογικό χαρακτηριστικό που του αντιστοιχεί: κόκκινος,α4 ψημένη(ψημένος.a4:fs) ώχρα(ώχρα.n2002:fs),nc_sing+[couleur] Ο κωδικός κλίσης (στην περίπτωση της λέξης κόκκινος Α4) παραπέμπει στο πεπερασμένο αυτόματο που φέρει αυτό το όνομα και το οποίο θα χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα, προκειμένου να παραγάγει αυτόματα τους κλιτούς τύπους. Δηλαδή, η λέξη κόκκινος πρέπει να κλιθεί με βάση το πεπερασμένο αυτόματο Α4. Όπως παρατηρούμε, όλες οι επιπλέον πληροφορίες εκτός από τον λημματικό και τους κλιτούς τύπους 183 δίνονται με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό συμβαίνει διότι οι κωδικοί που χρησιμοποιούνται είναι κοινοί για όλες τις γλώσσες που παρουσιάζουν συναφή χαρακτηριστικά. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά το τελευταίο λεξικό (DELACF), που μας ενδιαφέρει για την εφαρμογή που επιθυμούμε να σχεδιάσουμε, αν μελετήσουμε τα διαφορετικά στοιχεία που απαρτίζουν μια σειρά του: ψημένη ώχρα,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:nfs παρατηρούμε ότι εμφανίζεται αρχικά ο κλιτός τύπος (εδώ ψημένη ώχρα), έπειτα ο λημματικός τύπος ψημένη ώχρα, στη συνέχεια η γραμματική κατηγορία Ν (Noun), 183 Η ελληνική γλώσσα διαφέρει από την αγγλική και τη γαλλική στην κλίση των ουσιαστικών και των επιθέτων, καθώς οι άλλες γλώσσες δεν διαθέτουν πτώσεις. 207

225 καθώς πρόκειται για ουσιαστικό, μετά το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [Couleur] και τέλος οι μορφολογικές πληροφορίες Ν για την ονομαστική πτώση, f για το θηλυκό γένος και s (singulier) για τον ενικό αριθμό. 6.7 Κλίση των σύνθετων λέξεων Για την κλίση των σύνθετων λέξεων, το Multiflex βασίζεται στην κλίση των απλών λέξεων μέσω πεπερασμένων αυτομάτων. Προκειμένου να προβλεφθούν όλες τις ιδιομορφίες και παραλλαγές των επιθέτων και των ουσιαστικών της νέας ελληνικής, έχουν δημιουργηθεί περίπου 450 πεπερασμένα αυτόματα (Φούφη 2012). Τα ουσιαστικά ταξινομήθηκαν σε κλιτικά παραδείγματα που χωρίστηκαν σε πέντε κατηγορίες, με βάση το γένος: οι τρεις πρώτες αφορούν τα τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο), μια τέταρτη που περικλείει τα ουσιαστικά με διπλό γένος, δηλαδή αρσενικό και θηλυκό (π.χ. ο καθηγητής, η καθηγήτρια), καθώς και μία ακόμη που περιλαμβάνει τα ουσιαστικά με αλλαγή γένους στον πληθυντικό (π.χ. ο πλούτος, τα πλούτη). Ο μεγάλος αριθμός των κλιτικών γράφων κυρίως για τα ουσιαστικά (περίπου 400) οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στην μετακίνηση του τόνου στη γενική και στην αιτιατική πτώση του ενικού και του πληθυντικού αριθμού. Καθώς για τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ένα άτονο γράμμα και ένα γράμμα με τόνο θεωρούνται δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, τα κλιτικά διανύσματα πρέπει να είναι τυποποιημένα με τρόπο που το σύστημα να «γνωρίζει» με σαφήνεια πού θα πρέπει να αποβάλει έναν άτονο χαρακτήρα και να τον αντικαταστήσει με έναν χαρακτήρα με τόνο, και το αντίθετο. Όπως για τα ουσιαστικά, έτσι και για τα επίθετα κάθε κωδικός έχει το αντιπροσωπευτικό του κλιτικό παράδειγμα που συμπεριλαμβάνει όλα τα γένη του επιθέτου. Οι παρατηρήσεις αναφορικά με τον καταβιβασμό του τόνου και τη διπλοτυπία στα ουσιαστικά, αφορούν και τα επίθετα και πραγματοποιήθηκε ανάλογη επεξεργασία και γι αυτή τη γραμματική κατηγορία. Επίσης, υπάρχουν λεξικές μονάδες στις οποίες παρατηρείται και μετακίνηση του τόνου και ύπαρξη δύο καταλήξεων. Πρόκειται για την κατηγορία που αφορά τα απλά ουδέτερα ουσιαστικά σε -ί, τα επίθετα σε -ής-ιά-ί, που κατεξοχήν δηλώνουν χρώμα, και τα επίθετα σε -ύς-ιά-ύ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την αυτόματη κλίση παράγουμε και τους δύο τύπους, όπως φαίνεται στο παράδειγμα: βαθύ ροδί, βαθύ ροδί.n+[couleur]:gns βαθιού ροδί, βαθύ ροδί.n+[couleur]:gns 208

226 βαθύ ροδιού, βαθύ ροδί.n+[couleur]:gns βαθιού ροδιού, βαθύ ροδί.n+[couleur]:gns Προκειμένου να περιγράψουμε λεπτομερώς μια πολυλεκτική σύνθετη μονάδα, πρέπει να ορίσουμε την γραμματική κατηγορία στην οποία ανήκει (ουσιαστικό, επίθετο, επίρρημα κ.ά.), τις μορφολογικές πληροφορίες που της αντιστοιχούν καθώς και τις ιδιαιτερότητες που πιθανόν παρουσιάζει (μόνο ενικό ή πληθυντικό αριθμό, κτλ.). Εκτός όμως από την πολυλεκτική μονάδα ως σύνολο, πρέπει να μελετήσουμε ξεχωριστά τις πιθανές ιδιαιτερότητες καθενός από τα συστατικά της (κλιτή ή άκλιτη λέξη, κτλ.). Το πρώτο βήμα είναι η τροφοδότηση του προγράμματος με κάποια γενικά δεδομένα που αφορούν την εκάστοτε γλώσσα. Τα δεδομένα αυτά κατανέμονται σε δύο ξεχωριστά αρχεία: το μορφολογικό αρχείο (Morphology.txt) και το αρχείο αντιστοιχιών (Equivalences.txt). Το μορφολογικό αρχείο περιλαμβάνει τις γραμματικές κατηγορίες (ουσιαστικό, επίθετο κτλ.), τα γένη, τους αριθμούς και τις πτώσεις και τις αντίστοιχες τιμές τους. Ακολουθεί ένα τμήμα του μορφολογικού αρχείου που αντιστοιχεί στην ελληνική γλώσσα: Greek (Modern) <CATEGORIES> Case: N, G, A, V Gen: m, f, n Nb: s, p <CLASSES> A: (Case,<var>), (Gen,<var>), (Nb,<var>) N: (Case,<var>), (Gen,<fixed>), (Nb,<var>) Σύμφωνα με το αρχείο αυτό, για την κλίση της νέας ελληνικής πρέπει να λάβουμε υπόψη τρεις παραμέτρους: την πτώση (Case), το γένος (Gen) και τον αριθμό (Nb). Για κάθε κατηγορία δίνεται ένας εξαντλητικός κατάλογος των πιθανών τιμών (π.χ. αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο για το γένος). Επιπλέον, για κάθε γραμματική κατηγορία (π.χ. Ν=ουσιαστικό) δηλώνεται αν καθεμία από τις κατηγορίες μεταβάλλεται (var) ή παραμένει αμετάβλητη (fixed). Το αρχείο αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να δηλώσουμε ότι μια λέξη μεταβάλλεται ως προς τον αριθμό, το γένος ή την πτώση, χωρίς να είναι αναγκαίο κάθε 209

227 φορά να απαριθμούμε ποιες κλιτικές τιμές (ενικός ή πληθυντικός αριθμός, αρσενικό γένος κτλ.) τής αντιστοιχούν. Προκειμένου όμως το μορφολογικό αρχείο να είναι συμβατό με το φορμαλισμό DELA, έχει δημιουργηθεί ένα άλλο αρχείο, το αρχείο αντιστοιχιών (Equivalences.txt), στο οποίο αντιστοιχίζονται οι τιμές των δύο συστημάτων. Το αρχείο αντιστοιχιών που δημιουργήθηκε για τα ελληνικά είναι το παρακάτω: Greek (Modern) N : Case=N G : Case=G A : Case=A V : Case=V m : Gen=m f : Gen=f n : Gen=n s : Nb=s p : Nb=p Κάθε απλή ακολουθία που πρόκειται να κλιθεί στο πλαίσιο της πολυλεκτικής ακολουθίας, πρέπει να χαρακτηριστεί σε μορφολογικό επίπεδο, δηλαδή να εφοδιάσουμε το σύστημα με όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα, έτσι ώστε το σύστημα να παραγάγει όλους τους επιθυμητούς κλιτούς τύπους. Για παράδειγμα, στη σύνθετη λέξη χρυσή ώχρα, πρέπει να ορίσουμε ότι το επίθετο χρυσή είναι το θηλυκό γένος του επιθέτου χρυσός και ότι από την κλίση πρέπει να προκύψει ο τύπος χρυσές (πληθυντικός θηλυκού γένους). Για τις πληροφορίες αυτές (χαρακτηρισμό και παραγωγή των κλιτών τύπων των απλών λέξεων) είναι υπεύθυνο το σύστημα που διαχειρίζεται τις απλές λέξεις. Ειδικότερα, το σύστημα για να μπορεί να παράγει τους κλιτούς τύπους ενός λήμματος, πρέπει να γνωρίζει το λημματικό τύπο, τον κωδικό κλίσης (κλιτικό παράδειγμα) και τα κλιτικά διανύσματα των τύπων που πρόκειται να παραχθούν. Στο περιβάλλον του Multiflex, η περιγραφή της απλής λέξης έχει τη μορφή χρυσή(χρυσός.α1:fs) όπου Α1 είναι ο κωδικός κλίσης που αντιστοιχεί στα κλιτικά διανύσματα του επιθέτου χρυσός και fs είναι οι μορφολογικές πληροφορίες σύμφωνα με τον φορμαλισμό DELA οι οποίες βρίσκονται στο αρχείο Equivalences.txt. Για ολόκληρη την πολυλεκτική μονάδα, η καταχώριση που κάνουμε στο λεξικό είναι: χρυσή(χρυσός.α1:fs) ώχρα(ώχρα.ν2002:fs),nc_an 210

228 O παρακάτω γράφος αντιστοιχεί στις πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες που κλίνονται όπως το σύνθετο όνομα χρυσή ώχρα: Οι ξεχωριστές μονάδες περιγράφονται στο περιβάλλον του Multiflex υπό τη μορφή αριθμητικών μεταβλητών ($1, $2 κτλ.). Παρατηρούμε ότι η ακολουθία χρυσή ώχρα αποτελείται από τρία συστατικά: το $1 αφορά το επίθετο χρυσός, το $2 το κενό και το $3 το ουσιαστικό ώχρα. Τα $1 και $3 που αντιστοιχούν σε λεξικές μονάδες από τις οποίες πρέπει να προκύψουν κλιτοί τύποι συνοδεύονται από τις αντίστοιχες μεταβλητές (πτώση, γένος, αριθμό). Σε περίπτωση που το σύνθετο αποτελείται από τρεις όρους, πρέπει να χρησιμοποιηθεί άλλο σχήμα που να προβλέπει τις διαδρομές που πρέπει να ακολουθήσει το πρόγραμμα, προκειμένου να κλίνει πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες που αποτελούνται από ΕΕΟ, π.χ. ξανθό ανοιχτό κόκκινο: Παρατηρούμε ότι οι ακολουθίες αυτής της μορφής αποτελούνται από πέντε συστατικά: $1 = ξανθό, $2 = κενό, $3 = ανοιχτό, $4 = κενό, $5 = κόκκινο Σε περίπτωση που πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες αποτελούνται από ΕΕΕΟ, π.χ. καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο, πρέπει να χρησιμοποιηθεί το παρακάτω σχήμα: Παρατηρούμε ότι οι ακολουθίες αυτής της μορφής αποτελούνται από επτά συστατικά: $1 = καστανό, $2 = κενό, $3 = ανοιχτό, $4 = κενό, $5 = χάλκινο, $6 = κενό, $7 = κόκκινο 6.8 Τα κλιτικά διανύσματα των σύνθετων χρωματικών όρων 211

229 Τα κλιτικά διανύσματα του μοντέλου που χρησιμοποιήσαμε στο λεξικό μας από το αρχείο κλιτικών τάξεων του ΕΜΕΛ (Α.Π.Θ.) είναι δεκαεννέα: δώδεκα για τα ουσιαστικά και επτά για τα επίθετα (βλ. παράρτημα 4Α). Συγκεκριμένα: ΠΙΝΑΚΑΣ 14: Τα κλιτικά διανύσματα του λεξικού μας Ουσιαστικά Επίθετα αρσ. θηλ. ουδ. Ν101, Ν1010 Ν2, Ν221, Ν2002 Ν31, Ν303, Ν304, Ν305, Ν381, Ν1016, Ν3301 Α1, Α4, Α10, Α15, Α201, Α300, Α3001 Πιο αναλυτικά, 184 πράσινες(πράσινος.a4:fp) λάκες(λάκα.n221:fp),nc_pluriel+[couleur] ψημένη(ψημένος.a4:fs) ώχρα(ώχρα.n2002:fs),nc_sing+[couleur] περσικό(περσικός.a1:ns) κόκκινο(κόκκινο.n31:ns),nc_sing+[couleur] μαόνι(μαόνι.n303:ns) σοκολά(σοκολά.a10:ns),nc_ sing +[Couleur] καστανό(καστανό.n304:ns) φουντουκί(φουντουκί.a10:ns),nc_an+[couleur] ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) καφέ(καφέ.n305:ns)-κίτρινο(κίτρινο.n31:ns),nc_ann_sing +[Couleur] βαθύ(βαθύς.a300:ns) ερυθρό(ερυθρό.n304:ns) ιώδες(ιώδες.n381:ns),nc_aνn_sing +[Couleur] ανθρακικό(ανθρακικός.a1:ns) ασβέστιο(ασβέστιο.n3301:ns),nc_sing+[couleur] κίτρινο(κίτρινο.n31:ns) χρυσίζον(χρυσίζων.a15:ns),nc_an+[couleur] 185 ροδί(ροδί.n305:ns) βαθύ(βαθύς.a300:ns),nc_an+[couleur] κόκκινο(κόκκινο.n31:ns) γήινο(γήινος.a201:ns),nc_an+[couleur] 6.9 Οι γράφοι Οι γράφοι που χρησιμοποιήσαμε για να κωδικοποιήσουμε τα σύνθετα του τμήματος που αφορά τα πολυλεκτικά σύνθετα του corpus μας ήταν οι ακόλουθοι: 1. NC_AN (π.χ. ανοιχτό καστανό) 2. NC_sing (π.χ. ανθρακικό ασβέστιο) 184 Η ερμηνεία των γράφων παρουσιάζεται αναλυτικά στην επόμενη παράγραφο. 185 Για λόγους οικονομίας, εφαρμόζεται ο γράφος NC_AN στα σύνθετα ΟΕ και ΕΟ, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία εμφανίζονται οι δύο όροι (βλ. παράγραφο 6.9). 212

230 3. NC_pluriel (π.χ. πράσινες λάκες) 4. NC_NAAA (π.χ. ξανθό σκούρο χάλκινο κόκκινο) 5. NC_ΝNX (π.χ. κίτρινο καδμίου) 6. NC_ANΝX (π.χ. ξανθό κόκκινο Βουργουνδίας) 7. NC_ΝΧsing (π.χ. καφέ της Ρώμης) 8. NC_NADVA (π.χ. ξανθό πολύ ανοιχτό) 9. NC_NADVAA (π.χ. ξανθό πολύ ανοιχτό χρυσαφί) 10. NC_ANN (π.χ. βαθύ ερυθρό ιώδες) 11. NC_ANN_sing (π.χ. ανοιχτό ροδί-πορτοκαλί) 12. NC_AAN (π.χ. ζωηρό λαμπερό κίτρινο) 13. NC_AAN_sing (π.χ. βαθύ λαμπερό κίτρινο) 14. NC_NNnm (π.χ. μαύρο έβενος) 15. NC_NNnf (π.χ. ξανθό πραλίνα) 16. NC_NAN (π.χ. ξανθό σκούρο παλίσανδρος 186 ) Οι τρεις πρώτοι γράφοι, που υπήρχαν ήδη στο ηλεκτρονικό λεξικό του ΕΜΕΛ, χρησιμεύουν για την κλίση των πολυλεκτικών συνθέτων, ως εξής: 1. NC_AN: πρόκειται για την πιο συχνή κατηγορία, που εφαρμόζεται στα περισσότερα σύνθετα ΕΟ ή ΟΕ, όπως: καστανό(καστανό.n304:ns) ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns),nc_an+[couleur] 2. NC_sing: εφαρμόζεται στα σύνθετα ΕΟ ή ΟΕ, που εμφανίζονται μόνο στον ενικό αριθμό. ανθρακικό(ανθρακικός.a1:ns) ασβέστιο(ασβέστιο.n3301:ns),nc_sing+[couleur] πρωσικό(πρωσικός.a1:ns) μπλε(μπλε.n305:ns),nc_sing+[couleur] Στην περίπτωση του ανθρακικό ασβέστιο πρόκειται για μη μετρήσιμη ύλη, ενώ στο πρωσικό μπλε δεν απαντά ο πληθυντικός λόγω της μοναδικότητας του αντικειμένου αναφοράς με το οποίο συνδέεται ο χρωματικός όρος. 3. NC_pluriel: εφαρμόζεται στα σύνθετα ΕΟ ή ΟΕ, που εμφανίζονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. 186 Στα ΛΚΝ και ΛΝΕΓ απαντά ως παλισάνδρη ή παλίσαντρο. Ωστόσο, στο χρωματολόγιο που χρησιμοποιήσαμε απαντά στο αρσενικό γένος. 213

231 πράσινες(πράσινος.a4:fp) λάκες(λάκα.n221:fp),nc_pluriel+[couleur] Το σύνθετο αυτό απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό στο πλαίσιο της ορολογίας των ζωγράφων, που εξετάζουμε. Στο γενικό λεξιλόγιο εμφανίζει και ενικό αριθμό, αλλά δεν αποτελεί πολυλεκτικό σύνθετο. Προκειμένου όμως να καλυφθούν οι ανάγκες περιγραφής του τμήματος που αφορά τα πολυλεκτικά σύνθετα του corpus μας, δημιουργήσαμε δεκατρείς καινούριες κλιτικές κατηγορίες καθώς και τους αντίστοιχους γράφους, με αποτέλεσμα το μορφολογικό λεξικό να εμπλουτιστεί με νέα δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα: 4. NC_NAAA: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από τρία επίθετα και ένα ουσιαστικό, με τη μορφή ΕΕΕΟ ή ΟΕΕΕ. ξανθό(ξανθό.n304:ns) σκούρο(σκούρος.a4:ns) χάλκινο(χάλκινος.a4:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns),nc_naaa+[couleur] 5. NC_ΝNX: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο ουσιαστικά εκ των οποίων το δεύτερο βρίσκεται σε γενική πτώση, δηλαδή έχουν τη μορφή ΟΟ γεν : κίτρινο(κίτρινο.n31:ns) καδμίου,nc_νnx+[couleur] 6. NC_ANΝX: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από ένα επίθετο και δύο ουσιαστικά εκ των οποίων το δεύτερο βρίσκεται σε γενική πτώση, δηλαδή έχουν τη μορφή ΕΟΟ γεν : ανοιχτό(ανοιχτός.α1:ns) κόκκινο(κόκκινο.n31:ns) Bουργουνδίας,NC_ANΝX +[Couleur] καστανό(καστανό.α1:ns) κόκκινο(κόκκινο.n31:ns) Bουργουνδίας,NC_ANΝX +[Couleur] 7. NC_ΝΧsing: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο ουσιαστικά, το δεύτερο από τα οποία βρίσκεται σε γενική και συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο ως προσδιοριστή, δηλαδή εμφανίζουν τη μορφή Ο+Α ορ+ Ο γεν : καφέ(καφέ.n305:ns) της Ρώμης,NC_ΝDETNsing+[Couleur] Τα σύνθετα αυτά σημασιολογικά δεν εμφανίζουν πληθυντικό, λόγω της μοναδικότητας του αντικειμένου αναφοράς που συνδέεται με το χρωματικό όρο (στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ένα είναι το χαρακτηριστικό καφέ της Ρώμης). 214

232 8. NC_NADVA: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από ένα ουσιαστικό και ένα επίθετο που τροποποιείται από ένα επίρρημα, με τη μορφή Ο+Επίρρ+Ε: ξανθό(ξανθό.n304:ns) πολύ ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns),nc_nadva+[couleur] 9. NC_NADVAA: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από ένα ουσιαστικό και δύο επίθετα εκ των οποίων το πρώτο τροποποιείται από ένα επίρρημα, με τη μορφή Ο+Επίρρ+Ε+Ε: ξανθό(ξανθό.n304:ns) πολύ ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) χρυσαφί(χρυσαφί.a10:ns), NC_NADVAA+[Couleur] 10. NC_ANN: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από ένα επίθετο και δύο ουσιαστικά (που μπορούν να ενώνονται με ενωτικό), με τη μορφή ΕΟΟ ή ΕΟ-Ο: ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) καφέ(καφέ.n305:ns)-κίτρινο(κίτρινο.n31:ns),nc_ann_sing +[Couleur] βαθύ(βαθύς.a300:ns) ερυθρό(ερυθρό.n304:ns) ιώδες(ιώδες.n381:ns),nc_aνn_sing +[Couleur] 11. NC_ANN_sing: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από ένα επίθετο και δύο ουσιαστικά που ενώνονται με ενωτικό, με τη μορφή ΕΟ-Ο και απαντούν μόνο στον ενικό αριθμό: ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) ροδί(ροδί.ν305:ns)-πορτοκαλί(πορτοκαλί.n305:ns), NC_AΝN_sing+[Couleur] Η χρήση του συγκεκριμένου συνθέτου στον πληθυντικό αποφεύγεται λόγω ομωνυμίας (πορτοκαλιά = δέντρο) για να μην υπάρχει ασάφεια, γεγονός που αποτελεί ιδιαιτερότητα της κλίσης των ουσιαστικών σε -ί (βλ. κεφάλαιο 2). 12. NC_AAN: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο επίθετα και ένα ουσιαστικό, με τη μορφή ΕΕΟ ή ΕΟΕ ή ΟΕΕ: ζωηρό(ζωηρός.a1:ns) λαμπερό(λαμπερός.a1:ns) κίτρινο(κίτρινο.n31:ns),nc_aan +[Couleur] 13. NC_AAN_sing: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο επίθετα και ένα ουσιαστικό και απαντούν μόνο στον ενικό αριθμό, με τη μορφή ΕΕΟ ή ΕΟΕ ή ΟΕΕ: βαθύ(βαθύς.a300:ns) λαμπερό(λαμπερός.a1:ns) κίτρινο(κίτρινο.n31:ns), 215

233 NC_AAN_sing+[Couleur] NC_NNnm και NC_NNnf: εφαρμόζονται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο ουσιαστικά και απαντούν μόνο στον ενικό αριθμό. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κατηγορίας είναι ότι τα ουσιαστικά που συμμετέχουν σε αυτές τις πολυλεκτικές μονάδες μπορεί να διαφέρουν κατά γένος: μαύρο(μαύρο.n31:ns) έβενος(έβενος.n1016:ms),nc_nnnm+[couleur] ξανθό(ξανθό.n32:ns) πραλίνα(πραλίνα.n2:fs),nc_nnnf+[couleur] 16. NC_NAN: εφαρμόζεται στα σύνθετα που αποτελούνται από δύο ουσιαστικά διαφορετικού γένους και ένα επίθετο που συμφωνεί με το πρώτο ουσιαστικό ως προς το γένος, και απαντούν μόνο στον ενικό αριθμό, με τη μορφή ΟΕΟ: ξανθό(ξανθό.n304:ns) σκούρο(σκούρος.a201:ns) παλίσανδρος(παλίσανδρος.n15940:ms), NC_NAN2+[Couleur] 6.10 Στατιστικά αποτελέσματα χρήσιμα συμπεράσματα Τα παρακάτω στατιστικά αποτελέσματα μας δίνουν τη δυνατότητα να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Τα κλιτικά διανύσματα που χρησιμοποιήσαμε στην παρούσα μελέτη ήταν τα εξής 19: Ν101, Ν1010, Ν1016, Ν2, Ν221, Ν2002, Ν31, Ν303, Ν304, Ν305, Ν381, Ν3301, Α1, Α4, Α10, Α15, Α201, Α300, Α3001. Η συχνότητα χρήσης τους φαίνεται στο γράφημα 3: ΓΡΑΦΗΜΑ 3: Συχνότητα χρήσης των κλιτικών διανυσμάτων 216

234 Όσον αφορά τους γράφους που χρησιμοποιήσαμε, όπως φαίνεται και στο γράφημα 4, το μεγαλύτερο μέρος των χρωματικών σύνθετων όρων ανήκει στην κατηγορία NC_AN, αφού πρόκειται για την πιο συχνή μορφή συνθέτων που αποτελούνται από ένα ΕΔΧ τροπ και ένα ουσιαστικό με τη μορφή ΕΟ ή ΟΕ. Σε συνδυασμό με τις κατηγορίες NC_sing και NC_pluriel, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός του αριθμού, δίνουν ένα σύνολο 168 σύνθετων όρων. Αυτό εξηγείται και από το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα σύνθετα δεν χρησιμοποιούνται μόνο στην ορολογία, που εξετάζουμε εδώ, αλλά αποτελούν σχηματισμούς που απαντούν και στο γενικό λεξιλόγιο. Επίσης, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι σχηματισμοί αυτοί εμφανίζονται και στις τρεις θεματικές που επιλέξαμε να μελετήσουμε. ΓΡΑΦΗΜΑ 4: Γράφοι των σύνθετων χρωματικών όρων συχνότητα εμφάνισης Δεύτερη στη σειρά εμφάνισης κατηγορία είναι η NC_AAN και τέταρτη η NC_AAN_sing, οι οποίες σε σύνολο (49) προηγούνται σαφώς των υπολοίπων. Τα σύνθετα αυτά, που έχουν τη μορφή ΕΕΟ ή ΕΟΕ ή ΟΕΕ, αποτελούνται από ένα ουσιαστικό και δύο ΕΔΧ τροπ και εμφανίζονται μόνο στις δύο από τις τρεις θεματικές που μελετάμε, την Οινολογία και την Κομμωτική. Αυτό ίσως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι τα δύο αυτά θεματικά πεδία χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ελευθερία στον σχηματισμό όρων από ό,τι το θεματικό πεδίο των εικαστικών τεχνών, όπου υπάρχει ανάγκη για χρήση, πρωτότυπων μεν, αλλά πιο αυστηρών τεχνικών όρων. Πιο ειδικά, στον χώρο της Οινολογίας οι σύνθετοι όροι που συναντάμε διακρίνονται από μεγάλη δημιουργικότητα, ποικιλία συνδυασμών και συνήθως αποτελούνται από 217

235 περισσότερους από δύο όρους (για τη μορφή τους, βλ. και παράγραφο 2.2.2): μαυροκόκκινο ζωηρό, βαθύ ερυθρό πολύ λαμπερό, κίτρινο λαμπερό τονισμένο, κίτρινο χρυσίζον, λαμπερό κίτρινο χρυσαφί. Η ιδιαιτερότητα αυτή φαίνεται να πηγάζει από την ανάγκη για σαφή και αναλυτική περιγραφή, με μεγάλη σημασιολογική διαφάνεια, σε συνδυασμό με την ανάγκη για προσωπική πρωτοτυπία του οινολόγου που κάνει κάθε φορά την περιγραφή. Από την άλλη, στον χώρο της Κομμωτικής, ο βιολογικός περιορισμός επηρεάζει σημαντικά τα αριθμητικά δεδομένα. Οι όροι που μπορούν να κατονομάσουν το φυσικό χρώμα του (ανθρώπινου) τριχωτού της κεφαλής είναι περιορισμένοι. Προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός αυτός, στο πλαίσιο της σύστασης χρωματολογίων της κομμωτικής, χρησιμοποιούνται σύνθετοι όροι που κατονομάζουν τις νέες -τεχνητές- αποχρώσεις. Οι όροι αυτοί έχουν ως βάση ένα χρώμα που αντιστοιχεί σε φυσικό χρώμα μαλλιών και στο οποίο προσαρτώνται αποχρώσεις που δείχνουν την απόκλιση από αυτό το χρώμα, όπως φαίνεται στα παραδείγματα: καστανό ακαζού χάλκινο, καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο, καστανό ανοιχτό μπρονζέ, καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο, καστανό ανοιχτό χρυσαφί, καστανό κόκκινο Bουργουνδίας, καστανό νουγκά, καστανό φουντουκί. Τα σύνθετα που αποτελούνται από τέσσερις όρους, όπως καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο, θεωρούμε ότι χρησιμεύουν για την αναφορά σε ενδιάμεσες αποχρώσεις, δηλαδή απόχρωση ανάμεσα στο καστανό ανοιχτό και το χάλκινο κόκκινο. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει στο κεφάλαιο της Σημασιολογίας (βλ. και Αλεξανδρή 2010α), μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιοτυπίες των χρωματικών προσδιορισμών είναι ότι μπορεί να έχουν διαφορετική ονομασία ανάλογα με το είδος του αντικειμένου στο οποίο αναφέρονται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στο ανθρώπινο. Στα ελληνικά, και σε άλλες γλώσσες, υπάρχουν ειδικά επίθετα που αναφέρονται μόνο στον άνθρωπο, π.χ. όταν αναφέρονται στα μαλλιά, λ.χ. το «καφέ» χρώμα λέγεται καστανό, το «κίτρινο» ξανθό, ενώ χρησιμοποιείται το ροδαλό και όχι το ροζ για να περιγραφεί το χρώμα του δέρματος (βλ. και κεφάλαιο 4). Επιπλέον, ένας ελεύθερος χρωματικός όρος είναι ένας χρωματικός όρος τον οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να προσδιορίσουμε τα πάντα. Τέτοιοι όροι είναι τα «βασικά» χρώματα, οι δώδεκα (για τα ελληνικά) βασικοί, γενικοί όροι που προαναφέραμε. Για παράδειγμα, το κόκκινο (υπερώνυμο) χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε στοιχεία της φύσης, φυτά, φρούτα, λουλούδια, αλλά και ζώα, το ανθρώπινο σώμα, τα μαλλιά, βιομηχανικά προϊόντα -ακόμη και συναισθήματα (π.χ. 218

236 θυμός, ντροπή) κτλ. Στα δεδομένα που μελετάμε, οι βασικοί χρωματικοί όροι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εμφανίζονται αυτόνομοι, αλλά σε συνδυασμό με αποχρώσεις που προσδιορίζουν το αντικείμενο με το οποίο συνδυάζονται. Σε σημασιολογικό επίπεδο, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητες οι ιδιότητες κατανομής κάθε όρου, αφού καθορίζουν τη σημασία του στο εκάστοτε περιβάλλον. Για παράδειγμα, ο όρος κόκκινο απαντά σε σύνθετα και των τριών θεματικών μας, όπως φαίνεται στον πίνακα 15 και το γράφημα 5. ΠΙΝΑΚΑΣ 15: Η εμφάνιση του κόκκινου στις τρεις θεματικές ΚΟΚΚΙΝΟ χρώμα / απόχρωση εικαστικά κρασιά μαλλιά ανοιχτό κόκκινο + ανοιχτόχρωμο κόκκινο + βαθύ κόκκινο + βαθύχρωμο κόκκινο + έντονο κόκκινο + ζωηρό κόκκινο + ινδικό κόκκινο + καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο + καστανό ανοιχτό κόκκινο + καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο + καστανό ιριζέ κόκκινο + καστανό κόκκινο + καστανό κόκκινο Βουργουνδίας + καφέ κόκκινο + κόκκινο Rebrandt + κόκκινο Rubens + κόκκινο Vandyke + κόκκινο αλιζαρίνης + κόκκινο ανοιχτό + κόκκινο ανοιχτόχρωμο + κόκκινο βαθύ + κόκκινο Βενετίας + κόκκινο βερμιγιόν + κόκκινο Βουργουνδίας + κόκκινο γήινο + κόκκινο έντονο + κόκκινο ζωηρό + 219

237 κόκκινο καδμίου + κόκκινο καρμίν + κόκκινο καφέ + κόκκινο Νεαπόλεως + κόκκινο ουλτραμαρίν + κόκκινο Πομπηίας + κόκκινο σκούρο + κόκκινο της Σαντορίνης + κόκκινο της φωτιάς + κόκκινο χρυσό + κόκκινο χρωμίου + μαυροκόκκινο ζωηρό + ξανθό ανοιχτό κόκκινο + ξανθό κόκκινο + ξανθό κόκκινο Βουργουνδίας + ξανθό κόκκινο μαόνι + ξανθό σκούρο κόκκινο + ξανθό σκούρο κόκκινο ιριζέ + ξανθό σκούρο χάλκινο κόκκινο + περσικό κόκκινο + πυκνό κόκκινο + πυκνό μαυροκόκκινο + σκούρο κόκκινο + χρυσό κόκκινο + Σύνολο Η αυτόματη επεξεργασία των ΟΔΧ, εκτός από την κλίση των όρων, μας βοηθά να εξαγάγουμε ποικίλα στατιστικά συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα τη συχνότητα εμφάνισης του κάθε όρου ξεχωριστά στο corpus μας, τόσο στο σύνολο όσο και ξεχωριστά σε κάθε θεματική, όπως φαίνεται στο γράφημα 5: 220

238 ΓΡΑΦΗΜΑ 5: Συχνότητα εμφάνισης του όρου κόκκινο στο corpus μας 6.11 Ανακεφαλαίωση Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάστηκε η έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο πλαίσιο της αυτόματης επεξεργασίας της γλώσσας, με στόχο την κατασκευή γλωσσικών δεδομένων (λεξικά) που θα ενσωματωθούν σε σύστημα αυτόματης επεξεργασίας της νέας ελληνικής. Αρχικά παρουσιάστηκε το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχτήκαμε και αναφέρθηκαν θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τα συστήματα αυτόματης ανάλυσης και τα ηλεκτρονικά λεξικά σύνθετων λέξεων. Ακολούθησε η παρουσίαση του συστήματος: από το σύνολο των χρωματικών όρων που συλλέχτηκαν, επιλέχτηκε ένα μέρος των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων που μετατράπηκαν σε ηλεκτρονικό μορφολογικό λεξικό κλιτών τύπων. Μέσω του συστήματος αυτού πραγματοποιήθηκε η αυτόματη κλίση των λημμάτων του λεξικού μας, προκειμένου να παραχθούν όλοι οι κλιτοί τύποι. Το κεφάλαιο έκλεισε με την ανάλυση των στατιστικών αποτελεσμάτων και τα σχετικά συμπεράσματα. 221

239 Κεφάλαιο 7. Η Διδακτική των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα: Εφαρμογή στη διδασκαλία της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας 7.0 Εισαγωγή Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζουμε μια εφαρμογή που έγινε στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και αφορά τη διδασκαλία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα (ΟΔΧ) σε ενήλικους αλλοδαπούς σπουδαστές. Αρχικά εκτίθενται οι στόχοι της εφαρμογής, η μεθοδολογία και οι υποθέσεις της έρευνας, καθώς και το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχθήκαμε. Ακολουθεί η παρουσίαση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων, η ερμηνεία τους και τα τελικά συμπεράσματα. 7.1 Στόχος της εφαρμογής Στόχος της εργασίας μας είναι η παρουσίαση του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της αξιολόγησης ενός project που επικεντρώνεται στην εκμάθηση των χρωμάτων της ελληνικής, με μέσο την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα. Το project υλοποιήθηκε από τον Μάιο ως το Δεκέμβριο του 2013 σε τμήματα ενήλικων αλλοδαπών σπουδαστών του Σχολείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΑΠΘ) επιπέδου Β1-Β2, με διάρκεια 9 διδακτικών ωρών. Η διδακτική αυτή παρέμβαση αποτελεί μια απόπειρα περιγραφής του συστήματος των χρωμάτων της ελληνικής γλώσσας με έμφαση στην κατάκτηση του λεξιλογίου του συγκεκριμένου θεματικού πεδίου, έτσι ώστε να διατυπώνουν κατάλληλα και αποτελεσματικά τις ιδέες τους σε σχέση όχι μόνο με εικαστικές έννοιες αλλά και με καθημερινές διαδικασίες και λειτουργίες, και να εμπλουτίσουν τον τρόπο που περιγράφουν τόσο συγκεκριμένες όσο και αφηρημένες έννοιες στην ελληνική γλώσσα. 7.2 Θεωρητικό πλαίσιο Το θεωρητικό πλαίσιο που υιοθετούμε για την εν λόγω εφαρμογή είναι η διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο (content based instruction). Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για να περιγράψει διδακτικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες επιχειρείται συνδυαστική διδασκαλία γλώσσας και περιεχομένου και όπου ως περιεχόμενο εκλαμβάνεται το επιστημονικό περιεχόμενο γνωστικών αντικειμένων όπως είναι η Φυσική, η Ιστορία ή τα Καλλιτεχνικά. 222

240 Πιο συγκεκριμένα, εφαρμόζουμε το διδακτικό μοντέλο της ολιστικής εκμάθησης περιεχομένου και γλώσσας (CLIL), που εστιάζει στην ανάπτυξη ακαδημαϊκών δεξιοτήτων και ακαδημαϊκού λεξιλογίου, μέσω της επαφής των μαθητών με διαφορετικά είδη κειμένων του επιστημονικού λόγου. Το πλαίσιο αυτό έχει επιλεγεί γιατί παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα: συμβάλλει στην ανάπτυξη προσληπτικών και παραγωγικών γλωσσικών δεξιοτήτων, προωθεί τις γνωστικές διεργασίες, καλλιεργεί τις επικοινωνιακές δεξιότητες των μαθητών και ενθαρρύνει τη διαπολιτισμική επικοινωνία και κατανόηση. Επιπλέον, αυξάνει το ενδιαφέρον των μαθητών μέσω της ενεργούς συμμετοχής τους σε δραστηριότητες γνωστικά και γλωσσικά απαιτητικές, συντελεί στην ανάπτυξη της ακαδημαϊκής γλωσσικής ικανότητας και διευκολύνει την ακαδημαϊκή τους επιτυχία (Snow & Brinton 1997). Ταυτόχρονα, επιτυγχάνει τη συνεργασία εκπαιδευτικών διαφορετικών ειδικοτήτων και προβλέπει δραστηριότητες για την ανάπτυξη παραγωγικών γλωσσικών δεξιοτήτων σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα (Swain 1999). Όσον αφορά τη διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο, αυτή στηρίζεται ως ένα βαθμό στη θεωρία του Krashen (1987, 1988) για τη διδασκαλία της Γ2 και ειδικότερα στην υπόθεση της κατανοητής εισερχόμενης πληροφορίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας μπορεί να προχωρήσει μόνο όταν ο μαθητής εκτίθεται σε γλωσσικά δεδομένα λίγο δυσκολότερα ή συνθετότερα από αυτά που ήδη κατέχει, τα οποία θα μπορέσει να προσπελάσει ενεργοποιώντας γνωστικές, γλωσσικές και πραγματολογικές διεργασίες και χρησιμοποιώντας πληροφορίες από το εξωγλωσσικό συγκείμενο (context). Στο πλαίσιο αυτό οι τάξεις όπου διδάσκονται τα γνωστικά αντικείμενα μπορούν να αποτελέσουν πηγή κατανοητής εισερχόμενης πληροφορίας και μέσο για γλωσσική παραγωγή, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που δέχεται ο μαθητής σε μια τέτοια τάξη είναι ενταγμένες ήδη μέσα σε ένα αυθεντικό επικοινωνιακό πλαίσιο. Εάν το πλαίσιο αυτό μπορέσει να γίνει ενδιαφέρον και κατανοητό, τότε θα μπορέσει ο μαθητής να παραγάγει λόγο, προφορικό και γραπτό. Μια άλλη θεωρία που στηρίζει τη διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο είναι η θεωρία του Cummins (1984) για τις όψεις της γλωσσικής ικανότητας. Σύμφωνα με αυτή, η απρόσκοπτη σχολική εξέλιξη και πορεία των δίγλωσσων μαθητών περνάει μέσα από την ανάπτυξη όχι μόνο των βασικών δεξιοτήτων της επικοινωνίας για τις οποίες απαιτείται ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά και των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, που στη σχολική τάξη ταυτίζεται με την ικανότητα πρόσβασης των μαθητών στο λόγο της επιστήμης. Ο επιστημονικός λόγος, όπως αυτός εκφράζεται στην προφορική και γραπτή 223

241 του εκδοχή στη σχολική τάξη είναι αυξημένης δυσκολίας, εφόσον παρουσιάζει μία σειρά από χαρακτηριστικά, όπως είναι: η λεξική πυκνότητα, η συντακτική αμφισημία, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ονοματοποιήσεων, η παρουσία σύνθετων μορφοσυντακτικών δομών και παθητικής φωνής και μια πληθώρα τεχνικών ταξινομιών. Η πρόσβαση στον επιστημονικό λόγο, άμεσα συνδεδεμένη με το λεξιλόγιο, τους τεχνικούς όρους και με τη γραμματική μεταφορά δεν είναι επιτεύξιμη με την απλοποίηση αλλά με την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένος (Halliday & Μartin, 2004). Τέλος, η διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο στηρίζεται θεωρητικά και στις αρχές των γνωστικών θεωριών μάθησης που υποστηρίζουν σχετικά πιο πρόσφατες προσεγγίσεις, όπως είναι η διδασκαλία με στρατηγικές (strategy-based learning, Cohen 1996, Oxford 2001). Κατά την Ζάγκα (2007), η διδασκαλία της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο φαίνεται να αποτελεί αποτελεσματική μορφή διδασκαλίας, διότι: (α) διδάσκει τη γλώσσα μέσα σε αυθεντικά επικοινωνιακά συμφραζόμενα, (β) αντιμετωπίζει τη γλώσσα και το περιεχόμενο ως αλληλεξαρτώμενα στοιχεία και (γ) βοηθάει τους μαθητές που μαθαίνουν μια Γ2 να αποκτήσουν ακαδημαϊκές δεξιότητες. Επίσης, η προσέγγιση αυτή δίνει παράλληλα στους αλλόγλωσσους μαθητές την ευκαιρία να εκτεθούν σε άφθονα στοιχεία της γλώσσας-στόχου και τους φέρνει σε επαφή με τις πραγματικές ακαδημαϊκές τους ανάγκες. Επιπλέον, η εκμάθηση της γλώσσας σε επίπεδο διδακτικής πρακτικής στοχεύει: (α) στην κατάκτηση από τους σπουδαστές βασικών επικοινωνιακών διαπροσωπικών δεξιοτήτων (BICS) (Basic Interpersonal Communicative Skills (Cummins 1981, 1984), ώστε να επιτευχθεί η διευκόλυνση της καθημερινής επικοινωνίας στο πλαίσιο κοινωνικών συναναστροφών και (β) στην ανάπτυξη ακαδημαϊκών δεξιοτήτων (CALP) (Cognitive Academic Language Proficiency) (Cummins 1981, 1984), που αναφέρονται στην ακαδημαϊκή μορφή της γλώσσας, και που στην πράξη σχετίζονται άμεσα με την ικανότητα των σπουδαστών να αντεπεξέρχονται συνολικά στις απαιτήσεις του syllabus. Η κατάκτηση των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων είναι ιδιαιτέρως χρονοβόρα, αφού το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με την έρευνα κυμαίνεται από 5 έως 7 χρόνια (Collier 1989, 1995), ενώ ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί στο λεξιλόγιο, το οποίο θεωρείται ο σημαντικότερος παράγοντας στην εκμάθηση της δεύτερης/ ξένης γλώσσας, όταν η διδασκαλία των γραμματικοσυντακτικών δομών έχει ολοκληρωθεί (Huckin et al 1993, Nation 2001). Εκτός τούτων, το λεξιλόγιο δεν μεταφέρει απλώς ένα 224

242 μήνυμα, αλλά παρέχει συντακτικές, πραγματολογικές, ακόμα και συναισθηματικές πληροφορίες, κατά συνέπεια συνδέεται άμεσα με την κατανόηση κειμένων (Gu & Jonhson 1996). Επικουρικά, στην παρούσα διδακτική εφαρμογή χρησιμοποιούμε και το μοντέλο των σημασιολογικών τάξεων που εμπερικλείει το μοντέλο των τάξεων αντικειμένων, το οποίο ενδείκνυται για τη διδασκαλία του λεξιλογίου στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας για τους εξής λόγους (Βαλετόπουλος, 2003): 1. Ο σπουδαστής (και ο διδάσκων) είναι σε θέση να βρει το ακριβές αντίστοιχο στη Γ1 που θα του επιτρέψει να αποκτήσει άρτια γνώση της λέξης-στόχου της Γ2. Αυτή η ολοκληρωμένη γνώση προκύπτει από το γεγονός ότι με μία τέτοια παρουσίαση των απαραίτητων πληροφοριών, ο διδασκόμενος έχει στη διάθεσή του όλες αυτές τις πληροφορίες οι οποίες απαιτούνται για να ενσωματώσει στο νοητικό του λεξικό τη νέα λέξη μαζί με όλες αυτές τις πληροφορίες που κατέχει για την αντίστοιχη λέξη στη Γ1. 2. Η εγγραφή της νέας λέξης στο νοητικό του λεξικό μπορεί να επιβοηθείται από τις αντίστοιχες πιθανόν κοινές πληροφορίες που κατέχει για την αντίστοιχη λέξη στη γλώσσα του. Μπορεί όμως και να παρεμποδίζεται από παρεμβολές της Γ1 στην κατάκτηση της Γ2 σε επίπεδο λεξιλογίου, παρεμβολές που μπορεί να οφείλονται σε διαφορετική νοητική οργάνωση στις δύο γλώσσες, στο διαφορετικό πολιτισμό, σε διαφορετική αντίληψη του κόσμου κτλ., π.χ. απόδοση χρωμάτων μπλε και σιελ για το bleu της γαλλικής. Μια άρτια παρουσίαση της χρήσης της λέξης δεν μπορεί παρά να βοηθήσει τον διδάσκοντα/διδασκόμενο να συγκρίνει και να αποφύγει τις όποιες παρεμβολές. 3. Ο σπουδαστής γνωρίζει τις σημασιοσυντακτικές ιδιότητες με τρόπο οικονομικό αφού, η σχέση υπωνυμίας και υπερωνυμίας που αναπτύσσεται σε επίπεδο τάξεων αντικειμένων (Γαβριηλίδου, 2000) επιτρέπει στο σπουδαστή να εντοπίσει τις ομοιότητες μεταξύ των μελών της ίδιας κατηγορίας. 4. Σε επίπεδο σημασιολογικών πεδίων, ο σπουδαστής χειρίζεται το λεξιλόγιο τόσο στον παραδειγματικό άξονα, αφού οι λέξεις του ίδιου σημασιολογικού πεδίου μπορούν να εναλλάσσονται, όσο και στο συνταγματικό άξονα, καθώς τα μέλη του ίδιου σημασιολογικού πεδίου διαθέτουν και την ίδια ορισματική δομή Για τον ορισμό της ορισματικής δομής με βάση το θεωρητικό πλαίσιο του M. Gross (1975) και του G. Gross (1994), βλ. παραγράφους 6.1 και 4.9, αντίστοιχα. 225

243 5. Η γνώση στο συνταγματικό επίπεδο μπορεί να επιβοηθείται ακόμη περισσότερο και από το γεγονός της κοινής σύνταξης μεταξύ Γ1 και Γ2, όπως ήδη αναφέρθηκε. Η Γαβριηλίδου (2001 & 2002) προτείνει την εφαρμογή του μοντέλου των τάξεων αντικειμένων στη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής ή ως δεύτερης γλώσσας. Υποστηρίζει ότι η συστηματική διδασκαλία του λεξιλογίου κατά σημασιολογικές ομάδες μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην καλλιέργεια και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των σπουδαστών. Υιοθετώντας την προσέγγιση αυτή, θεωρούμε ότι ο σημασιολογικός χαρακτηρισμός των πολυλεκτικών σύνθετων ουσιαστικών που απαρτίζουν το ηλεκτρονικό μας λεξικό μας μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διδακτική της νέας ελληνικής. Ο διδάσκων μπορεί να διαχειριστεί τις υποκατηγορίες στις οποίες είναι κατανεμημένο το λεξικό ανάλογα με τις εκάστοτε διδακτικές ανάγκες. 7.3 Μεθοδολογία Το δείγμα της έρευνας αυτής αποτέλεσαν 17 ενήλικοι αλλοδαποί σπουδαστές δύο τμημάτων του Σχολείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΣΝΕΓ, Α.Π.Θ.), επιπέδου Β1-Β2 (Μάρτιος Δεκέμβριος 2013), οι οποίοι αποκαλούνται πειραματική ομάδα (ΠΟ). Ως ομάδα ελέγχου (ΟΕ), χρησιμοποιήθηκαν 20 σπουδαστές των ίδιων επιπέδων, από διαφορετικά τμήματα του ΣΝΕΓ. Τέλος, τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν και με ομάδα 16 ενηλίκων φυσικών ομιλητών (ΦΟ) της ελληνικής. Στον πίνακα 16 παρουσιάζονται συγκεντρωτικά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων: ΠΙΝΑΚΑΣ 16: Δημογραφικά χαρακτηριστικά Ομάδα Ν Ηλικία (Μ.Ο. & διακύμανση) Φύλο Επίπεδο n ο Γ1 ΠΟ 17 30, Θ=16 (94,12%) Α=1 (5,88%) ΟΕ 20 26, Θ=17 (85%) Α=3 (15%) ΦΟ 16 41, Θ=8 (50%) Α=8 (50%) Σύνολο: 53 32, Θ=41 (77,36) Α=12 (22,64) Β1-Β2 13 Β1-Β2 10 ΦΟ

244 Όπως φαίνεται από τον πίνακα 16, οι ομάδες ΠΟ και ΟΕ είναι αντίστοιχης περίπου ηλικίας, αν και αξίζει να σημειωθεί ότι οι σπουδαστές της ΠΟ έχουν λίγο μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Η ομάδα ΦΟ έχει αρκετά μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας, ωστόσο λόγω του ότι πρόκειται για φυσικούς ομιλητές, θεωρούμε ότι δεν επηρεάζονται τα αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, η συντριπτική πλειονότητα των ομάδων ΠΟ και ΟΕ είναι γυναίκες (γεγονός που αποτελεί χαρακτηριστικό που συναντάμε στο μέσο και προχωρημένο επίπεδο των τάξεων ελληνομάθειας του ΣΝΕΓ), ενώ η ομάδα των ΦΟ απαρτίζεται από ίσο αριθμό γυναικών και αντρών. Ως προς τη μητρική γλώσσα (Γ1) των σπουδαστών, σημειώνεται μεγάλη ποικιλία. 188 Στην ΠΟ οι γλώσσες των σπουδαστών είναι οι εξής: αφγανικά (1), βουλγαρικά (1), γεωργιανά (1), γαλλικά (1), γερμανικά (3), ισπανικά (1), ιταλικά (1), κορεάτικα (1), ουκρανικά (1), ρωσικά (3), σουηδικά (1), τουρκικά (2). Υπάρχουν και 3 δίγλωσσοι σπουδαστές με δεύτερη μητρική τα ελληνικά. Στην ΟΕ οι γλώσσες των σπουδαστών είναι οι εξής: βουλγαρικά (4), γαλλικά (1), γερμανικά (5), γεωργιανά (1), ισπανικά (1), ολλανδικά (1), πολωνικά (3), ρουμανικά (3), τουρκικά (1). Για την τεκμηρίωση των υποθέσεων της έρευνας και τη διαπίστωση της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο με τη μορφή γλωσσικού τεστ, τόσο πριν όσο και μετά 189 την εφαρμογή (αρχικό και τελικό τεστ, αντίστοιχα, βλ. παράρτημα 5). Τα τεστ αυτά είχαν τον ίδιο τύπο ερωτήσεων, με αλλαγή κάποιων στοιχείων (items), ώστε να μην επηρεαστούν τα αποτελέσματα. Στην ΟΕ δόθηκε για συμπλήρωση το τελικό τεστ της ΠΟ, το οποίο συμπληρώθηκε την ίδια εβδομάδα που συμπληρώθηκαν τα τελικά ερωτηματολόγια της ΠΟ. Λόγω πρακτικών δυσκολιών που αφορούν τη λειτουργία της δομής όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα (τέλος του προγράμματος, περιορισμένος χρόνος, δυσανασχέτηση ή αναχώρηση 188 Για το λόγο αυτό, στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων δεν λάβαμε υπόψη τον παράγοντα της επιρροής της Γ1. Θα χρειαζόταν μεγαλύτερο δείγμα σπουδαστών για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων και την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων. 189 Τα τελικά τεστ συμπληρώθηκαν μία εβδομάδα μετά την εφαρμογή. Δυστυχώς, λόγω της λήξης των προγραμμάτων δεν ήταν δυνατή η συμπλήρωση ενός δεύτερου τελικού τεστ κάποιο διάστημα αργότερα, ώστε να υπολογιστεί ο βαθμός κατάκτησης του γνωστικού αντικειμένου σε βάθος χρόνου. 227

245 των σπουδαστών), η ΟΕ συμπλήρωσε μόνο το τελικό τεστ, γεγονός που ενδεχομένως να αποτελεί αδυναμία της έρευνας. 190 Πιο αναλυτικά, πριν το μάθημα, δόθηκε στους σπουδαστές για συμπλήρωση ένα αρχικό τεστ (25 στο εργαστήριο πολυμέσων), προκειμένου να αξιολογηθεί το επίπεδό τους πριν τη διδασκαλία (βλ. παράρτημα 5). Το τεστ εν μέρει έγινε μέσω ενός ιστολογίου που δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν τον σκοπό ( γιατί θεωρούμε ότι η διαδικασία του να διαβάζει και να γράφει κανείς on-line, συμμετέχοντας σε μια πολυπολιτισμική κοινότητα και αντανακλώντας την επίσης on-line, είναι μια διαδικασία που δίνει ζωή στη διαδικασία της μάθησης (Αλεξανδρή, 2011). Το τεστ περιλαμβάνει 6 ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα (ερώτημα α) ζητάει την καταγραφή των βασικών χρωματικών όρων μιας γλώσσας, με όριο τις 11 απαντήσεις (που αντιστοιχούν στους 11 βασικούς όρους κατά Berlin & Kay 1969, βλ. κεφάλαιο 1). Το ερώτημα αυτό αποσκοπεί στη διαπίστωση του κατά πόσο οι σπουδαστές γνωρίζουν πώς είναι ιεραρχημένο το σύστημα των χρωμάτων, το οποίο έχει καθολική ισχύ και αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζεται η διδακτική εφαρμογή. Επιπλέον, στο ερώτημα αυτό εξετάζεται η μορφολογία των ΟΔΧ, η οποία και αξιολογείται. Επομένως, προκειμένου να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό θα πρέπει να παρέμβουμε στο πλαίσιο της διδακτικής εφαρμογής και να αξιολογηθεί η όποια βελτίωση των επιδόσεων μετά το πέρας της, το ερώτημα α αξιολογείται με δύο διαφορετικούς τρόπους: α) μη λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογία αλλά βαθμολογώντας ως σωστούς όλους τους τύπους που απαντούσαν σωστά στο ερώτημα και β) λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λάθη που εντοπίστηκαν στις απαντήσεις των σπουδαστών τα διακρίναμε σε δύο γενικές κατηγορίες: 191 α) λάθη που αφορούν το γραμματικό μόρφημα: πορτοκαλύ, πορτοκαλίδα, πράσυνο, πράσηνο, γαλάζηο β) λάθη που αφορούν το λεξικό μόρφημα: 192 κύτρινο, πράσσινο, κόκινο, χρισό, μάβρο, γρι, γρίζι, γυρι, νγρι, γκρίσο, γρίζα, μπράσινο, μποβ, μοφ, ροσ, γαλάσιο, κόκκηνο, κίτρηνο. 190 Ένας αριθμός σπουδαστών της ΟΕ συμπλήρωσε εθελοντικά και τα δύο ερωτηματολόγια. Δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση ως προς τις απαντήσεις των δύο τεστ. 191 Συναντάμε και συνδυασμό των δύο κατηγοριών: γρυ, γκρει, γρει. 192 Λόγω του περιορισμένου όγκου των δεδομένων μας, δεν προβήκαμε σε περαιτέρω ταξινόμηση των λαθών, όπως για παράδειγμα σε διάκριση των αμιγώς μορφολογικών vs. των ορθογραφικών, κτλ. 228

246 Κατά τη βαθμολόγηση των λαθών αφαιρείται -για πρακτικούς λόγους- ένας βαθμός για κάθε τύπο που εμφανίζει λάθος είτε σε γραμματικό είτε σε λεξικό μόρφημα, δίνοντας έτσι την ίδια βαρύτητα στα δύο είδη μορφημάτων, καθώς αποτελούν και τα δύο αντικείμενο της παρέμβασής μας. Ωστόσο, γενικά, δεν θεωρούμε ότι τα δύο αυτά είδη μορφημάτων έχουν την ίδια βαρύτητα ούτε ότι απαιτούν ισοδύναμη αντιμετώπιση σε επίπεδο διδασκαλίας. Τέλος, δεν λάβαμε υπόψη τον τονισμό, καθώς σε ένα μεγάλο μέρος των απαντήσεων των σπουδαστών δεν είχαν σημειωθεί τόνοι ή είχαν σημειωθεί στην τύχη. Το δεύτερο ερώτημα (ερώτημα β) διερευνά το ζήτημα των αποχρώσεων που αφορούν ένα βασικό χρώμα (κόκκινο στο αρχικό τεστ και μπλε στο τελικό τεστ). Με τη μέθοδο της ιδεοθύελλας, οι συμμετέχοντες πρέπει να αναφέρουν τις αποχρώσεις που συνδέονται με το εκάστοτε βασικό χρώμα, τόσο τις μονολεκτικές όσο και τις πολυλεκτικές. Στόχος της δοκιμασίας αυτής είναι να αξιολογηθεί το κατά πόσο οι σπουδαστές γνωρίζουν πώς είναι δομημένο το σύστημα των χρωμάτων, ότι σε κάθε βασικό χρωματικό όρο αντιστοιχούν κάποιες αποχρώσεις, και πώς αυτές σχηματίζονται. Επιπλέον, στο ερώτημα αυτό εξετάζεται η μορφολογία των ΟΔΧ, η οποία και αξιολογείται. Και το β ερώτημα αξιολογείται με δύο διαφορετικούς τρόπους: α) μη λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογία και β) λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογία (για πιο αναλυτικά βλ. παράγραφο 7.6), για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο. Καθώς στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπήρχε όριο απαντήσεων, ο υπολογισμός των επιδόσεων γίνεται με βάση τα υποχρεωτικά περιβάλλοντα, δηλαδή το συνολικό αριθμό των σωστών απαντήσεων του κάθε σπουδαστή. Τα λάθη που εντοπίστηκαν στις απαντήσεις των σπουδαστών τα διακρίναμε σε τρεις γενικές κατηγορίες: α) λάθη που αφορούν το γραμματικό μόρφημα: θαλασσή, ουρανή, μπλε ουρανιό, γαλάζι, μπλε τις θάλασσας, μπλε βασιλίας, κόκκινο κερασή, κόκκινο βυσσινό, καροτύς, τριανταφιλλύς, θαλασσινής, θαλάσσιο μπλε, γαλλάζι, ουρανικό, γαλαζινό, κόκκινο της αυγείς, κόκκινο σικωτή β) λάθη που αφορούν το λεξικό μόρφημα: κειανό, ανιχτό μπλε, μπλε ηλεκτηρικ, θαλλασσινό μπλε, μπλε ανυρτό, μπλε φαλασσινό, τουρκοίζ, κόκκινο ανήρτο, κόκκινο της φοτιάς, σκύρο μπλε, ανιχτό, γαλάσιο, οσκούρο μπλε, γαλλάζι, τουρκούζ, τερκουάζ, ελεκτρέικ, φραολί, τριανταφιλλύς 229

247 γ) μη γραμματικοί τύποι / ανύπαρκτοι τύποι: Σημαία της Ελλάδας, αίμα, σημαία, κόκκινο αλεπού, πούρφερι, κόκκινο τις φρουλές, κετσαπή, κόκκινο του πόνου, της καρδιάς, την σπθεία του Χριστού, κόκκινο του ηλίου, το μπλε με κίτρινο, το μπλε μειάζει με κόκκινο, η θάλασσα είναι μπλε, άσπρο μπλε, φοτιανί, φαναί, μιλανί, ιλιοβασιλιμί Κατά τη βαθμολόγηση των λαθών αφαιρείται ένας βαθμός για κάθε τύπο που εμφανίζει λάθος είτε σε γραμματικό είτε σε λεξικό μόρφημα ή θεωρείται μη γραμματικός τύπος. Ούτε σε αυτό το ερώτημα λαμβάνεται υπόψη ο τονισμός για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν στην περιγραφή του πρώτου ερωτήματος. Το τρίτο ερώτημα (ερώτημα γ) εξετάζει το ζήτημα των χρωματικών μεταφορών ζητώντας τον εντοπισμό και την ερμηνεία των πλαισιωμένων με παραδείγματα μεταφορικών εκφράσεων, για παράδειγμα: Ήμουν ένα μαύρο πρόβατο στο κοπάδι. Ήταν ζήτημα χρόνου να με απολύσουν. Το όριο των απαντήσεων ήταν 5, όπως και τα παραδείγματα. Στο ερώτημα αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας της μορφολογίας. Βαθμολογούνται με ένα βαθμό οι απαντήσεις στις οποίες διακρίνεται ότι έχει κατανοηθεί η χρωματική μεταφορά και με μηδέν οι υπόλοιπες απαντήσεις. Το τέταρτο ερώτημα, όπου ζητείται ο σχολιασμός ενός πίνακα ζωγραφικής, απαρτίζεται από 3 υποερωτήματα. Το υποερώτημα δα ζητάει από τους συμμετέχοντες να εντοπίσουν και να καταγράψουν τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος στο συγκεκριμένο πίνακα. Στόχος της δοκιμασίας αυτής είναι να αξιολογηθεί η ευαισθησία των συμμετεχόντων σε σχέση με απτά χρώματα και η ικανότητα δημιουργικότητάς τους. Καθώς στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπήρχε όριο απαντήσεων, ο υπολογισμός των επιδόσεων έγινε με βάση τα υποχρεωτικά περιβάλλοντα, δηλαδή το σύνολο των σωστών απαντήσεων των σπουδαστών. Το υποερώτημα δβ ζητάει από τους συμμετέχοντες να εντοπίσουν τους συμβολισμούς του ζωγραφικού πίνακα που προκύπτουν από τις χρωματικές επιλογές του καλλιτέχνη. Η δοκιμασία αυτή αποσκοπεί στην αξιολόγηση της ικανότητας των σπουδαστών να εντοπίσουν και να περιγράψουν έναν αριθμό συμβολισμών που συνδέονται με στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας (έγιναν δεκτοί και συμβολισμοί που ισχύουν σε διαγλωσσικό επίπεδο, είναι δηλαδή κατά κάποιον τρόπο διεθνείς, αφού αναγνωρίζονται από τους ΦΟ της νέας ελληνικής). Λόγω της υποκειμενικής φύσης των απαντήσεων του συγκεκριμένου ερωτήματος κρίναμε ότι δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί ποσοτικά, ως 230

248 εκ τούτου επιλέχτηκε η ποιοτική ανάλυση, όπως θα δούμε στην παράγραφο που αφορά τα αποτελέσματα της έρευνας. Το τελευταίο υποερώτημα (δγ) ζητάει από τους σπουδαστές να εντοπίσουν τα αντικείμενα της εικόνας και να τα συνδυάσουν με κάποιο χρωματικό επίθετο. Στόχος της δοκιμασίας αυτής είναι να εξετάσει το ζήτημα της συμφωνίας γένους και αριθμού των χρωματικών επιθέτων με τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά. Καθώς στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπήρχε όριο απαντήσεων, ο υπολογισμός των επιδόσεων έγινε με βάση τα υποχρεωτικά περιβάλλοντα, δηλαδή το σύνολο των απαντήσεων των σπουδαστών. Ο σχεδιασμός του project βασίστηκε συνδυαστικά στις αρχές της Ολοκληρωμένης Μάθησης Περιεχομένου και Γλώσσας (CLIL, Coyle, Hood & Marsh 2010, Vollmer 2010, Ζάγκα 2007, Jäppinen 2005), της Ανάπτυξης Ακαδημαϊκών Δεξιοτήτων (CALP, Cummins 1982) και της Μάθησης με τη Χρήση Στρατηγικών (strategy-based learning, Cohen 1996, Oxford 2001). Παράλληλα, έχει ληφθεί υπόψη το αναλυτικό πρόγραμμα/ syllabus του ΣΝΕΓ. Η μαθησιακή διαδικασία επικεντρώνεται στη θεματική «Χρώματα» και ειδικότερα στη διδασκαλία των ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χρώμα στα νέα ελληνικά. Το διδακτικό υλικό περιλαμβάνει φωτογραφίες, σχήματα, γραπτά κείμενα και ασκήσεις, κατάλληλα για την καλλιέργεια τόσο του εικαστικού όσο και του γλωσσικού γραμματισμού. Βασική στόχευση αποτελεί η καλλιέργεια της γλωσσικής ικανότητας των σπουδαστών, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά επικοινωνιακές περιστάσεις όπου χρησιμοποιούνται χρωματικοί όροι. Η καλλιέργεια της γλωσσικής ικανότητας των σπουδαστών πραγματοποιείται μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για κάθε γλωσσική δεξιότητα, όπως ο μορφολογικός τεμαχισμός, η ομαδοποίηση κτλ. 7.4 Η εφαρμογή Βασικός άξονας των μοντέλων διδασκαλίας της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο παραμένει η αρχή ότι το γλωσσικό μάθημα διδάσκεται με τη βοήθεια και των άλλων γνωστικών αντικειμένων, τα οποία χρησιμεύουν ως όχημα για τη γλωσσική διδασκαλία (Met, 1991). Στην παρούσα έρευνα, τα γνωστικά αντικείμενα που βοήθησαν τη 231

249 διδασκαλία ήταν οι εικαστικές τέχνες (Ζωγραφική, Γλυπτική, Φωτογραφία), η Ιστορία της Τέχνης, η Μυθολογία, η Λογοτεχνία, η Ιστορία και η Φυσική. Η διδακτική εφαρμογή είχε συνολική διάρκεια 9 διδακτικές ώρες, οι οποίες κατανεμήθηκαν ως εξής: ΠΙΝΑΚΑΣ 17: Η κατανομή των ωρών της διδακτικής εφαρμογής Περιεχόμενο διδασκαλίας Διάρκεια σε διδακτικές ώρες Κύρια διδασκαλία 6 Επιτόπια επίσκεψη 3 Σύνολο 9 Στην αρχή της κύριας διδασκαλίας (6 δ.ώ.), ως εισαγωγική δραστηριότητα (αφόρμηση) προβάλλονται φωτογραφίες από ολάνθιστα λιβάδια με κάθε λογής χρώματα (εισαγωγή υλικού προς παρατήρηση) και ζητείται από τους σπουδαστές να ονοματίσουν τα χρώματα των λουλουδιών (προετοιμασία, εισαγωγή στο καινούριο). Η δραστηριότητα αυτή βοηθά αφενός να κατανοήσουν ότι πηγή προέλευσης πολλών χρωμάτων αποτελούν τα φυτά και αφετέρου να κάνουν παραλληλισμούς με τη γλώσσα τους, συνειδητοποιώντας την κοινή προέλευση πολλών χρωματικών όρων, με στόχο την ανάπτυξη οικειότητας με το υπό διδασκαλία λεξιλόγιο. Έπειτα, γίνεται έλεγχος για ύπαρξη γνωστικών απαιτήσεων και ανάκλησή τους, πληροφόρηση των σπουδαστών για τους ειδικούς σκοπούς του μαθήματος και διέγερση της προσοχής τους. Ακολουθεί επίδειξη των θεωρητικών δεδομένων σχετικά με την αντίληψη των χρωμάτων, που αντλήθηκαν από τη Φυσική, ώστε να κατανοηθεί το πώς γίνονται αντιληπτά τα χρώματα από τα υποκείμενα και παράλληλα να έρθουν σε επαφή οι σπουδαστές με τον ακαδημαϊκό λόγο. Επιλέγεται για κείμενο κατανόησης γραπτού λόγου ένα κείμενο που έχει ως περιεχόμενο τις εναλλαγές στις αποχρώσεις του ουρανού κατά τη διάρκεια της μέρας. Με στόχο να εμβαθύνουμε σε κάποιον βαθμό στη θεματική της τέχνης, ζητάμε από τους σπουδαστές να μας αναφέρουν αν γνωρίζουν περιπτώσεις ζωγράφων που στα έργα τους αποτύπωσαν παιχνίδια του φωτός. Αναγνωρίζοντας ότι ο χώρος της τέχνης είναι συχνά άγνωστος στους σπουδαστές, ο διδάσκων πιθανόν θα χρειαστεί να παρουσιάσει τις απαραίτητες πληροφορίες κατονομάζοντας καταρχήν το ρεύμα του «ιμπρεσιονισμού». Ο 232

250 όρος τεμαχίζεται μορφολογικά (στρατηγική μορφολογικού τεμαχισμού), 193 ώστε να καταστεί πιο διαφανές το πρώτο συστατικό, που πιθανόν να υπάρχει στη Γ1 των σπουδαστών (νεολατινικές γλώσσες): ιμπρεσιον ισμός, impression (γαλ.) εντύπωση. Παρέχουμε πληροφοριακά τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεύματος και ζητάμε από τους σπουδαστές να βρουν δείγματα έργων που ανήκουν σε αυτό και αποτυπώνουν τα βασικά χαρακτηριστικά του, π.χ. έργα του Claude Monet: Le Bassin aux nymphéas/ Les nénuphars (πρβλ. Αναστασιάδη et al., υπό έκδ.). Στη συνέχεια, διακρίνονται οι χρωματικοί όροι σε πρωτογενή και δευτερογενή χρώματα και γίνεται ομαδοποίησή τους. Γίνεται συζήτηση για το ποιοι αποτελούν τους 11 βασικούς χρωματικούς όρους στις γλώσσες, δίνονται οι 12 βασικοί χρωματικοί όροι των νέων ελληνικών (άσπρο, μαύρο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε/γαλάζιο, πορτοκαλί, μοβ, καφέ, ροζ, γκρι) και αντιστοιχίζονται με τους χρωματικούς όρους των γλωσσών των σπουδαστών. Προκύπτει, έτσι, ένας πίνακας με τους βασικούς χρωματικούς όρους σε 13 γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, τουρκικά, ουκρανικά, σουηδικά, ισπανικά, βουλγαρικά, κορεάτικα, γεωργιανά, αφγανικά). Ακολουθεί η διδασκαλία των γενικών χρωματικών όρων (ανοιχτό, σκούρο, φωτεινό, σκοτεινό, έντονο, άτονο, παλ, διάφανο κτλ., σε σύνολο επιλέχτηκαν 42), ώστε να διευκολυνθεί η περιγραφή των επιμέρους αποχρώσεων των βασικών χρωμάτων. Για την περιγραφή των αποχρώσεων, έχοντας ως στόχο την καλλιέργεια της δημιουργικότητας των σπουδαστών, η δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε ήταν η εξής: μοιράστηκαν στους σπουδαστές υλικά ζωγραφικής (τέμπερες, πινέλα, χαρτιά κτλ.) και τους ζητήθηκε να παραγάγουν δικά τους χρώματα και, αφού τα εντάξουν σε ένα χρωματικό πεδίο, να τους προσδώσουν μια ονομασία μονολεκτική ή περιφραστική (απόχρωση, βλ. παράρτημα 7). Έπειτα από το τέλος της παραπάνω δραστηριότητας, και μετά την εμπέδωση του πώς προσδίδουμε χρωματικές ονομασίες σε αντικείμενα, γίνεται το πέρασμα στη σφαίρα του αφηρημένου, του συμβολικού. Οι σπουδαστές προσκαλούνται σε μια ιδεοθύελλα σχετικά με τη σύνδεση των χρωμάτων με τον κόσμο («Τι σας φέρνει στο νου το κόκκινο;» κτλ.), με αποτέλεσμα να προκύψει πληθώρα συμβολισμών, όπου παρατηρήθηκαν και σχολιάστηκαν οι διαπολιτισμικές διαφορές. Με αφορμή τους συμβολισμούς αυτούς, οι σπουδαστές καθοδηγούνται σε επιπλέον συνδέσεις κάνοντας σύγκριση και μεταξύ των γλωσσών (διαπολιτισμικότητα). Στη συνέχεια, τα χρώματα 193 Αν και ο όρος δεν είναι παράγωγος στη ΝΕ. 233

251 συνδέονται με τα συναισθήματα που προκαλούν. Αυτό έχει ως στόχο να προετοιμαστεί το έδαφος για τη χρήση των ίδιων όρων σε παγιωμένες/ μεταφορικές εκφράσεις (πολυλεκτικά σύνθετα) 194, που αποτελεί επόμενο στάδιο της διδασκαλίας. Παρουσιάζονται (με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής έκδοσης του ΛΚΝ) 195 τα πιο συχνά πολυλεκτικά σύνθετα της νέας ελληνικής που περιέχουν κάποιον χρωματικό όρο (π.χ. φαιά ουσία, μαύρη κωμωδία, μαύρη τρύπα) και επισημαίνονται οι τομείς όπου χρησιμοποιούνται αυτά τα πολυλεκτικά σύνθετα (π.χ. Ιατρική, Τέχνη, Επιστήμες κτλ.). Για εμπέδωση, προτείνεται στους σπουδαστές να αναζητήσουν στο διαδίκτυο (εναλλακτικά, στο ΣΕΚ) τρία παγιωμένα χρωματικά πολυλεκτικά σύνθετα και να επιχειρήσουν να τα ερμηνεύσουν (στρατηγική μαντέματος) και να τα συγκρίνουν με αντίστοιχες εκφράσεις της Γ1 τους, με στόχο να αναδυθούν οι πολιτισμικές διαφορές αναφορικά με τη στερεοτυπική χρήση της γλώσσας. Το επόμενο στάδιο της διδακτικής εφαρμογής αφορά τη διδασκαλία της μορφολογίας και της σύνταξης των χρωματικών όρων. Πρώτα, ομαδοποιούνται οι χρωματικοί όροι με βάση το κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής (βλ. κεφάλαιο 2, παράγραφο 5), λαμβάνοντας υπόψη και το σημασιολογικό χαρακτηριστικό [±λόγιο] (για την εμπέδωση του οποίου πραγματοποιείται μια άσκηση με πολυλεκτικά σύνθετα στα οποία καλούνται να επιλέξουν τον κατάλληλο τύπο, π.χ. λευκός/άσπρος γάμος, λευκή/ άσπρη μέρα) και γίνεται εκτενής αναφορά στα σχετικά δάνεια (προσαρμοσμένα και μη). Αμέσως μετά, μελετούνται οι όροι που προκύπτουν από προθηματική και επιθηματική παραγωγή (π.χ. κατακόκκινος και κιτρινωπός, αντίστοιχα) και ομαδοποιούνται με βάση τις επιμέρους σημασίες τους. Ακολουθεί η μελέτη των σύνθετων όρων (π.χ. ασπρόμαυρο) ως προς τον τρόπο σχηματισμού τους και τη σημασία τους. Αναφορικά με τη σύνταξη των ΟΔΧ η 194 Με δεδομένο ότι το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από πολυλεκτικές σύνθετες μονάδες, όπως παρατηρεί και η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1996: 142), ο διδάσκων πρέπει να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διδασκαλία τους αρχίζοντας βέβαια από τις λεξικές μονάδες με την υψηλότερη συχνότητα και από τα πιο κοινά σχήματα. 195 Η χρήση λεξικών από τους ίδιους τους μαθητές στη διάρκεια του μαθήματος (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1997β και Γαβριηλίδου 2002β) αποτελεί βοηθητική στρατηγική για την εκμάθηση του λεξιλογίου, όταν συνοδεύεται από μεθοδική εκμάθηση της χρήσης του λεξικού με τη βοήθεια ασκήσεων συγκεκριμένου τύπου. Οι ασκήσεις εξοικειώνουν τους μαθητές με τη μακροδομή του λεξικού, τη λημματογράφηση και την αλφαβητική κατάταξη, εξασκώντας τους στις εξής δεξιότητες: (α) στην αναγνώριση του λεξικού και τη διάκρισή του από άλλα είδη κειμένων, (β) στην αλφαβήτιση και (γ) στην αναγωγή ενός τύπου του μορφολογικού παραδείγματος στο λημματικό τύπο (βλ. Αναστασιάδη Συμεωνίδη 1997β), όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 234

252 διδασκαλία εστιάζεται στη σειρά εμφάνισης των όρων στην πρόταση και τις συνέπειες που αυτή έχει στη σημασία του εκφωνήματος (ελεύθερες vs. παγιωμένες εκφράσεις), όπως και στη συμφωνία των όρων. Ως δραστηριότητα κλεισίματος γίνεται εφαρμογή των όσων διδάχτηκαν σε πίνακες ζωγραφικής (ζωγράφων όπως του Λύτρα, του Γύζη και του Ιακωβίδη), που προβάλλονται στο εργαστήριο πολυμέσων με τη χρήση του ιστότοπου της Εθνικής Πινακοθήκης ( με διαδραστική περιήγηση στις συλλογές του μουσείου) και με ασκήσεις πολλαπλών επιλογών, συμπλήρωσης κενών, πινάκων, αντιστοίχισης, σύγκρισης γλωσσών, αναζήτησης στον παγκόσμιο ιστό, χρήση χαρτών κ.ά., οι οποίες πραγματοποιούνται με τη χρήση Η/Υ (έλεγχος μεταγνώσης, εμπέδωση) (για τις ασκήσεις, βλ. Alexandri 2009 και παράρτημα). Οι μέθοδοι διδασκαλίας που εφαρμόζονται συνδυαστικά στο εξάωρο μάθημα είναι οι εξής: ατομική μελέτη, διήγηση, συζήτηση, ιδεοθύελλα, επίδειξη, εργαστηριακή, καθοδηγούμενη ανακάλυψη και διδασκαλία με Η/Υ. Στο επόμενο μάθημα (3δ.ώ.) πραγματοποιείται επιτόπια επίσκεψη σε μουσείο, συγκεκριμένα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών (teloglion.gr), όπου οι σπουδαστές της Π.Ο. του εαρινού εξαμήνου επισκέπτονται 196 την έκθεση ζωγραφικής «Δημοσθένης Κοκκινίδης. Ομήρου Οδύσσεια. Ζωγραφικό Δοκίμιο. Κείμενα Δ.Ν. Μαρωνίτης» και την έκθεση γλυπτικής «Θόδωρος Παπαγιάννης. Τα Φαντάσματά μου Ο Άρτος» ενώ οι σπουδαστές της Π.Ο. του χειμερινού εξαμήνου την έκθεση ζωγραφικής «Wagner - Verdi: 200 χρόνια» και την έκθεση χαρακτικής «Βάσω Κατράκη: Σε λευκό και μαύρο». Στόχος του μαθήματος αυτού είναι η εμπέδωση αλλά και η αξιολόγηση όσων διδάχτηκαν ήδη και παράλληλα ο εμπλουτισμός των δεδομένων, η ανάπτυξη των προσληπτικών και παραγωγικών γλωσσικών δεξιοτήτων των σπουδαστών και η αισθητική τους καλλιέργεια, μέσα σε μια πραγματική περίσταση, που προωθεί τις γνωστικές διεργασίες, καλλιεργεί τις επικοινωνιακές δεξιότητες των μαθητών και ενθαρρύνει τη διαπολιτισμική επικοινωνία και κατανόηση, μέσα από τη διαδικασία αυτή της βιωματικής προσέγγισης της πολυγλωσσίας και πολυπολιτισμικότητας. Με τον όρο διαπολιτισμική επικοινωνία δεν εννοούμε μόνο τη συνομιλία με αλλόγλωσσα άτομα αλλά μια σύνθετη διαδικασία που διέπεται από 196 Εκτός από τη διδάσκουσα, οι σπουδαστές συνοδεύονταν από την ξεναγό του μουσείου και την αρχαιολόγο-παιδαγωγό του ΣΝΕΓ, καθώς επιδιώχθηκε η συνεργασία εκπαιδευτικών διαφορετικών ειδικοτήτων με σκοπό να προβλεφθούν δραστηριότητες για την ανάπτυξη παραγωγικών γλωσσικών δεξιοτήτων σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. 235

253 στάσεις, συμπεριφορές και δεξιότητες βασισμένες σε κώδικες που θέτει η διαφορετικότητα στο κάθε πολυπολιτισμικό περιβάλλον (Καγκά, 2001). Η καλλιέργεια αυτής της ικανότητας σχετίζεται άμεσα με την υιοθέτηση του πολυγλωσσικού γραμματισμού ως βασικού παράγοντα διαμόρφωσης της ικανότητας του ατόμου να διαπραγματεύεται την πολιτισμική πολυμορφία που βιώνει (Δενδρινού, 2001). Το μάθημα, εκτός από μια σύντομη θεωρητική εισαγωγή που γίνεται από τις ξεναγούς, περιέχει επικοινωνιακές, γνωστικές, διαδραστικές και παιγνιώδεις-δημιουργικές ασκήσεις που ενισχύουν την αυτενέργεια και τη δημιουργικότητα των συμμετεχόντων, οι οποίοι παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον μέσω της ενεργούς συμμετοχής τους σε δραστηριότητες γνωστικά και γλωσσικά απαιτητικές. Οι μέθοδοι διδασκαλίας που ακολουθούνται στο τρίωρο αυτό είναι οι εξής: ατομική μελέτη, επιτόπια επίσκεψη, ομάδες εργασίας, διήγηση, υπόδυση ρόλου, συζήτηση, προσομοίωση, επίδειξη, καθοδηγούμενη ανακάλυψη. Η τελική αξιολόγηση της όλης διδακτικής εφαρμογής γίνεται με τη συμπλήρωση του τελικού τεστ (διάρκειας 20'), το οποίο συμπληρώθηκε και από την ΟΕ, όπως περιγράφηκε αναλυτικά στην παράγραφο Υποθέσεις της έρευνας Οι βασικές υποθέσεις εργασίας είναι ότι: 1. Το syllabus (και τα διδακτικά εγχειρίδια που αντιστοιχούν στο επίπεδο Β1-Β2) δεν προβλέπει τη διδασκαλία του αντικειμένου αυτού. Επομένως, αναμένουμε οι σπουδαστές, αν και προχωρημένου επιπέδου, να σημειώσουν χαμηλή επίδοση στη συγκεκριμένη λεξιλογική ενότητα. 2. Οι σπουδαστές της ομάδας ελέγχου (ΟΕ) αναμένεται να σημειώσουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της πειραματικής ομάδας (ΠΟ). 3. Οι φυσικοί ομιλητές (ΦΟ) αναμένεται να σημειώσουν την υψηλότερη επίδοση σε όλα τα ερωτήματα. 4. Μετά την παρέμβαση οι σπουδαστές θα έχουν φτάσει κοντά στο επίπεδο των φυσικών ομιλητών της νέας ελληνικής στην κατανόηση και παραγωγή του εξεταζόμενου λεξιλογίου. 5. Σε αφηρημένο/ συμβολικό επίπεδο, αναμένεται αύξηση της χρήσης συμβολισμών στην πειραματική ομάδα μετά τη διδακτική παρέμβαση. Επίσης, 236

254 αναμένεται ομοιογένεια μεταξύ των απαντήσεων των φυσικών ομιλητών, σε αντίθεση με αυτές των δύο ομάδων των μη φυσικών ομιλητών. 6. Καθώς η έμφαση της διδακτικής παρέμβασης δίδεται στο λεξιλόγιο, 197 και αφού η διόρθωση παγιωμένων λαθών στο επίπεδο της γραμματικής αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία, οι σπουδαστές αναμένεται να σημειώσουν μεγαλύτερη βελτίωση στην κατάκτηση του λεξιλογίου από ό,τι στη γραμματική (κατάκτηση λεξικών και γραμματικών μορφημάτων, συμφωνία). 7.6 Αποτελέσματα της έρευνας Προτού περάσουμε στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των επιδόσεων των συμμετεχόντων στις σχετικές δοκιμασίες. Το μεγαλύτερο μέρος των αποτελεσμάτων (τα πέντε από τα έξι ερωτήματα) αναλύεται ποσοτικά, ενώ μόνο το ένα ερώτημα απαιτεί ποιοτική ανάλυση. Σε κάθε δοκιμασία, για κάθε σωστή απάντηση δόθηκε μία (1) μονάδα και μηδέν (0) για κάθε λαθεμένη. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκαν τρεις τρόποι βαθμολόγησης: α) υπολογίστηκε η συνολική επίδοση του κάθε συμμετέχοντα σε κάθε δοκιμασία, το άθροισμα δηλαδή των μονάδων που είχε συγκεντρώσει. Σε κάποιες δοκιμασίες (α, β) δόθηκαν δύο βαθμολογίες, μία που καταμετρούσε τις σωστές απαντήσεις (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη λάθη μορφολογίας) και μία που καταμετρούσε τις εντελώς σωστές απαντήσεις (λαμβάνοντας υπόψη τα λάθη στη μορφολογία), όπως παρουσιάζεται αναλυτικά στην παράγραφο της μεθοδολογίας. β) Σε δύο δοκιμασίες (β, δ3) υπολογίστηκε το ποσοστό % των τιμών που συγκέντρωσε ο κάθε συμμετέχων, ώστε να προκύψουν συγκρίσιμα αποτελέσματα. 197 Θεωρούμε σκόπιμη τη διευκρίνιση του τι σημαίνει διδάσκω και μαθαίνω μία λέξη. Έτσι, διδάσκω μία λέξη σημαίνει (Nation 2001, Ζάγκα 2007): (α) καθιστώ σαφές το σημαίνον και το σημαινόμενό της, (β) εντάσσω τη λέξη σε ένα παράδειγμα, σε δίκτυα και σχέσεις με άλλες λέξεις (την εντοπίζω δηλαδή στο συνταγματικό και στον παραδειγματικό άξονα), (γ) περιγράφω το συντακτικό περιβάλλον στο οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και (δ) επισημαίνω τις κυριολεκτικές και μεταφορικές χρήσεις της. Αντίστοιχα, μαθαίνω μία λέξη σημαίνει: (α) αναγνωρίζω αυτόματα τη λέξη σε φυσικά συμφραζόμενα (β) μαντεύω τι σημαίνει μία λέξη ενταγμένη σε γλωσσικά συμφραζόμενα και (γ) μπορώ και χρησιμοποιώ τη λέξη στο ίδιο ή σε ανάλογα συμφραζόμενα, στην ουσία δηλαδή κατακτώ τόσο το παθητικό όσο και το ενεργητικό λεξιλόγιο στη γλώσσα στόχο. 237

255 γ) Η δοκιμασία δ2 αναλύθηκε μόνο ποιοτικά, καθώς εξετάζει ένα πολύ υποκειμενικό/ αφηρημένο τμήμα του υπό έρευνα υλικού, αυτό των συμβολισμών. Θεωρήσαμε, λοιπόν, ότι η ποσοτική ανάλυση δεν θα περιέγραφε επαρκώς την εικόνα των αποτελεσμάτων. Για τη σύγκριση των µέσων όρων δύο µεταβλητών χρησιμοποιήσαμε το µη παραµετρικό τεστ Mann-Whitney 198. Το συγκεκριμένο τεστ ελέγχει κατά πόσο οι µέσοι όροι δύο µεταβλητών διαφέρουν στατιστικώς σηµαντικά µε την επιπλέον δυνατότητα ότι µπορεί να δώσει αξιόπιστα αποτελέσµατα και µε µικρό αριθµό παρατηρήσεων, µε δεδοµένα που δεν προϋποθέτουν κανονική κατανοµή (κανονική κατανομή έχουμε μόνο σε δύο ερωτήματα, γ και δ3α) ή δεν είναι αριθµητικά. Η ερµηνεία του τεστ είναι ίδια µε αυτή του αντίστοιχου παραµετρικού t-τεστ. Το τεστ Mann-Whitney µας δίνει µία τιμή U την οποία ελέγχουμε κατά πόσο είναι στατιστικώς σημαντική, δηλαδή η πιθανότητα λάθους 199 (p) να είναι µικρότερη από 5% (0,05). Σε όλα τα αποτελέσµατα αναφέρουµε επιπλέον την τιμή Z, καθώς και την αντίστοιχη τιμή p. Η συγκεκριµένη ανάλυση επιλέχθηκε ως σταθερή διαδικασία για όλες τις περιπτώσεις, όπου χρειάζεται να ελεγχθεί η στατιστική σηµαντικότητα δύο µέσων όρων, αφορά δηλαδή τα πέντε από τα έξι ερωτήματα του ερωτηματολογίου μας. Οι μεταβλητές που συγκρίνονται είναι οι εξής: α) το αρχικό με το τελικό τεστ της πειραματικής ομάδας (ΠΟ), β) το αρχικό τεστ της ΠΟ με το τεστ της ομάδας ελέγχου (ΟΕ), γ) το τελικό τεστ της ΠΟ με το τεστ της ΟΕ, δ) το αρχικό τεστ της ΠΟ με το τεστ της ομάδας των φυσικών ομιλητών (ΦΟ), ε) το τελικό τεστ της ΠΟ με το τεστ των ΦΟ. Η ανάλυση ακολουθεί τη σειρά των ερωτημάτων του ερωτηματολογίου Ερώτημα α Ως προς το πρώτο ερώτημα, που αφορά την καταγραφή των 11 βασικών χρωματικών όρων της ΝΕ, παρατηρούμε ότι, με βάση τον πρώτο τρόπο υπολογισμού (χωρίς να 198 Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο IBM SPSS Statistics Το p είναι η πιθανότητα τα αποτελέσµατα της στατιστικής ανάλυσης να οφείλονται στην καθαρή σύµπτωση. Εφεξής θα δεχόµαστε ως στατιστικώς σηµαντικά αποτελέσµατα τιµές που παρουσιάζουν p<0,05, δηλ. πιθανότητα τυχαίου αποτελέσµατος µικρότερη του 5%. 238

256 λάβουμε υπόψη τον παράγοντα της ορθογραφίας), η ΠΟ εμφανίζει σαφή βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να ξεπερνούν αυτές των ΦΟ. Η ΟΕ, από την άλλη, εμφανίζει χαμηλότερες επιδόσεις (ένας σπουδαστής εκτός του Μ.Ο.) ακόμη και από τις επιδόσεις του αρχικού τεστ της ΠΟ (ένας σπουδαστής εκτός του Μ.Ο.). Τα δεδομένα παρουσιάζονται πιο αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα 200 : ΓΡΑΦΗΜΑ 6: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα α (1 ος τρόπος υπολογισμού) Φαίνεται ότι υπάρχει βελτίωση της ΠΟ και ότι έχουν κατακτηθεί οι ΒΧΟ σε τέτοιο σημείο που οι επιδόσεις τους ξεπερνούν αυτές των ΦΟ. Με ανώτατη τιμή το 11, η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 10,65 (τ.α.,61) σε αντίθεση με τους ΦΟ που σημειώνουν 9,88 (τ.α. 1,50). Η ΟΕ εμφανίζει επιδόσεις 9,15 (τ.α. 1,31), παραπλήσιες με αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ. Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=64,00/ Ζ=-2,977/ p=,003) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=136,50/ Z=-1,054/ p=,292), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=51,50/ Ζ=- 3,788/ p=,00), δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=108,00/ Ζ=-1,049/ p=,294), δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=98,00/ Ζ=-1,562/ p=,118) ούτε ανάμεσα στα τεστ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=104,00/ Ζ=- 200 Πρβλ. και τα αντίστοιχα θηκογράμματα στο παράρτημα (8). 239

257 1,836/ p=,066), αν και στην τελευταία περίπτωση υπάρχει προβάδισμα των ΦΟ ως προς τις επιδόσεις. Με βάση τα παραπάνω, δεν φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 1, καθώς οι επιδόσεις και των τριών ομάδων κινούνται πάνω από το 9/11, που δεν θεωρείται χαμηλή επίδοση. Επιβεβαιώνεται, ωστόσο, η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της ΠΟ, γεγονός λογικό, δεδομένου ότι οι σπουδαστές θεωρούνται ίδιου επιπέδου με βάση το τεστ κατάταξης του ΣΝΕΓ. Το εντυπωσιακό σε αυτή τη δοκιμασία είναι ότι οι ΦΟ σημειώνουν μεν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις δύο ομάδες των σπουδαστών πριν τη διδακτική παρέμβαση, δεν κατορθώνουν όμως να ξεπεράσουν τις επιδόσεις της ΠΕ στο τελικό τεστ, επομένως δεν επαληθεύεται η υπόθεση 3. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα αντικείμενο που δεν υπάρχει στο syllabus της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας (Γ1) ή ίσως αποτελεί περισσότερο γνωστικό παρά γλωσσικό ζήτημα, αφού έχει να κάνει με τη γνώση του κόσμου. Επιπλέον, ίσως να υπάρχει επιρροή του φύλου των υποκειμένων. Υπενθυμίζουμε ότι το 50% των ΦΟ αποτελείται από άντρες. Μια άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να στηρίζεται στη φύση του ερωτήματος του τεστ, ότι ίσως να μην έγινε κατανοητό από τους ΦΟ. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι ΦΟ συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα διευκρινίσεων. Η τελευταία ερμηνεία θεωρούμε ότι είναι λιγότερο πιθανή, καθώς αν ίσχυε θα αναμέναμε ακόμη χαμηλότερες επιδόσεις από το 9,88/11. Με βάση το δεύτερο τρόπο υπολογισμού (δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα της ορθογραφίας), η ΠΟ εμφανίζει σαφή βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να ξεπερνούν και πάλι αυτές των ΦΟ. Η ΟΕ, από την άλλη, αν και με μεγαλύτερο εύρος τιμών, εμφανίζει υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις επιδόσεις του αρχικού τεστ της ΠΟ (με ένα σπουδαστή εκτός του Μ.Ο.) αλλά χαμηλότερες σε σχέση με τις επιδόσεις των σπουδαστών της ΠΟ στο τελικό τεστ. Τα δεδομένα παρουσιάζονται πιο αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: 240

258 ΓΡΑΦΗΜΑ 7: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα α (2 ος τρόπος υπολογισμού) Φαίνεται ότι υπάρχει βελτίωση της ΠΟ και ότι έχουν κατακτηθεί οι ΒΧΟ σε τέτοιο σημείο που οι επιδόσεις τους ξεπερνούν αυτές των ΦΟ. Με ανώτατη τιμή το 11, η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 10,29 (τ.α.,77) σε αντίθεση με τους ΦΟ που σημειώνουν 9,88 (τ.α. 1,97). Η ΟΕ εμφανίζει επιδόσεις 8,20 (τ.α. 1,50), παραπλήσιες με αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ. Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=21,00/ Ζ=-4,354/ p=,00) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=144,50/ Z=-,794/ p=,427), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΟΕ (U=50,50/ Ζ=-3,738/ p=,00), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=47,00/ Ζ=-3,269/ p=,001), δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=125,00/ Ζ=-,427/ p=,67), ενώ υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=73,50/ Ζ=-2,806/ p=,005). Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 1, καθώς οι επιδόσεις και των ομάδων ΠΟ (στο αρχικό τεστ) και ΟΕ είναι 7,76 και 8,20 με άριστα τις 11 απαντήσεις, που δεν θεωρείται ιδιαίτερα υψηλή επίδοση. Επιβεβαιώνεται και εδώ η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της πειραματικής ομάδας, γεγονός λογικό δεδομένου ότι οι σπουδαστές θεωρούνται ίδιου επιπέδου με βάση το τεστ κατάταξης 241

259 του ΣΝΕΓ. Εδώ δεν επιβεβαιώνεται η υπόθεση 3, καθώς οι ΦΟ σημειώνουν μεν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις δύο ομάδες των σπουδαστών πριν τη διδακτική παρέμβαση, δεν κατορθώνουν όμως να ξεπεράσουν τις επιδόσεις της ΠΕ στο τελικό τεστ, όπως σχολιάσαμε παραπάνω. Η ιεραρχία επίδοσης στο ερώτημα α, με βάση τη στατιστική ανάλυση, αποτυπώνεται στον πίνακα 18. ΠΙΝΑΚ ΑΣ 18: Ι ερα ρχία επίδοσης στ η δοκι μασία α ΠΟ(τελικό τεστ) & ΦΟ > OE & ΠΟ(αρχικό τεστ) Ερώτημα β Ως προς το δεύτερο ερώτημα, που αφορά την καταγραφή των αποχρώσεων ενός συγκεκριμένου χρωματικού πεδίου (μπλε ή κόκκινο, ανάλογα με το τεστ), παρατηρούμε ότι, με βάση τον πρώτο τρόπο υπολογισμού (χωρίς να λάβουμε υπόψη τον παράγοντα της ορθογραφίας), η ΠΟ εμφανίζει σαφή βελτίωση στο τελικό τεστ (με τρία υποκείμενα εκτός του Μ.Ο.), σε σημείο που οι επιδόσεις της να φτάνουν αυτές των ΦΟ (100%). Η ΟΕ, από την άλλη, ενώ φτάνει κι αυτή στην οροφή (100%), το εύρος των τιμών που εμφανίζει είναι πολύ μεγαλύτερο (0-100%) σε σύγκριση με το αρχικό τεστ της ΠΟ (60-100%) και το τελικό τεστ της ΠΟ (100%). Τα δεδομένα παρουσιάζονται πιο αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: ΓΡΑΦΗΜΑ 8: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα β (1 ος τρόπος υπολογισμού) 242

260 Φαίνεται ότι υπάρχει μικρή βελτίωση της ΠΟ και ότι έχει κατακτηθεί ο τρόπος σχηματισμού των αποχρώσεων σε τέτοιο σημείο που οι επιδόσεις τους να πλησιάζουν αυτές των ΦΟ. Η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 97,84% (τ.α. 5,04) ενώ οι ΦΟ, όπως ήταν αναμενόμενο, αγγίζουν το 100% (τ.α.,00). Η ΟΕ εμφανίζει επιδόσεις 71,32 (τ.α. 40,36), αρκετά χαμηλότερες από αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ (87,16 με τ.α. 26,14). Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=120,00/ Ζ=-1,135/ p=,257) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=137,50/ Z=-1,138/ p=,255), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=110,00/ Ζ=-2,20/ p=,028), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=96,00/ Ζ=-2,309/ p=,021), δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=112,00/ Ζ=-1,733/ p=,083) ενώ υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=88,00/ Ζ=-3,017/ p=,003). Με βάση το δεύτερο τρόπο υπολογισμού (λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα της ορθογραφίας), η ΠΟ εμφανίζει σαφή βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να προσεγγίζουν τις επιδόσεις των ΦΟ (100%), χωρίς όμως να τις ξεπερνούν αφού εμφανίζουν μεγαλύτερο εύρος τιμών (80-100%, με ένα υποκείμενο εκτός του Μ.Ο.). Η ΟΕ, από την άλλη, σημειώνει ένα μικρό προβάδισμα σε σχέση με τις επιδόσεις του αρχικού τεστ της ΠΟ αλλά πολύ χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις αυτές των σπουδαστών της ΠΟ στο τελικό τεστ. Τα δεδομένα παρουσιάζονται αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: 243

261 ΓΡΑΦΗΜΑ 9: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα β (2 ος τρόπος υπολογισμού) Όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 9, υπάρχει μεγάλη βελτίωση της ΠΟ. Φαίνεται ότι παράλληλα με τον τρόπο σχηματισμού των αποχρώσεων, έχει κατακτηθεί και η ορθογραφία. Η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 82,2000% (τ.α. 22,19), ενώ οι ΦΟ, όπως ήταν αναμενόμενο, αγγίζουν το 100% (τ.α.,00). Η ΟΕ εμφανίζει επιδόσεις 51,57 (τ.α. 39,27), που είναι σχεδόν ίδιες με αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ (52,16 με τ.α. 31,88). Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=59,00/ Ζ=-2,978/ p=,003) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=163,50/ Z=-,201/ p=,841), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=86,00/ Ζ=- 2,604/ p=,009), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=16,00/ Ζ=-4,727/ p=,00), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=56,00/ Ζ=-3,545/ p=,00) και, τέλος, υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=32,00/ Ζ=-4,49/ p=,00). Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 1, καθώς οι επιδόσεις και δύο ομάδων σπουδαστών πριν τη διδακτική παρέμβαση ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (αν λάβουμε υπόψη τον παράγοντα της μορφολογίας). Επιβεβαιώνεται και η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της πειραματικής ομάδας, γεγονός λογικό, δεδομένου ότι 244

262 οι σπουδαστές θεωρούνται ίδιου επιπέδου με βάση το τεστ κατάταξης του ΣΝΕΓ. Οι ΦΟ σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις δύο ομάδες των σπουδαστών, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση 3. Τα αποτελέσματα του υποερωτήματος αυτού (β2) επιβεβαιώνει την υπόθεση 6, αφού παρατηρούμε εντυπωσιακή πρόοδο των σπουδαστών της ΠΟ στο τελικό τεστ όσον αφορά τη μορφολογία. Διαπιστώνουμε ότι παράλληλα με το λεξιλόγιο συντελείται και η εκμάθηση της ορθογραφίας. Η ιεραρχία επίδοσης στο ερώτημα β, με βάση τα στατιστικά αποτελέσματα, αποτυπώνεται στον πίνακα 19. ΠΙΝΑΚ ΑΣ 19: Ιε ραρχία επίδοσης στη δοκιμασ ία β ΦΟ > ΠΟ(τελικό τεστ) > ΠΟ(αρχικό τεστ) & OE Ερώτημα γ Στην τρίτη δοκιμασία, που αφορά την κατανόηση και ερμηνεία των μεταφορικών εκφράσεων, η ΠΟ εμφανίζει εντυπωσιακή βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να πλησιάζουν τις επιδόσεις των ΦΟ (5/5, με τρία υποκείμενα εκτός του Μ.Ο.), χωρίς όμως να τις ξεπερνούν, αφού εμφανίζουν μεγαλύτερο εύρος τιμών (3-5/5, με δύο υποκείμενα εκτός του Μ.Ο.). Η ΟΕ, από την άλλη, με εξαίρεση ένα υποκείμενο εκτός Μ.Ο. σημειώνει πολύ χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις επιδόσεις τόσο του αρχικού όσο και του τελικού τεστ της ΠΟ. Τα δεδομένα παρουσιάζονται αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: ΓΡΑΦΗΜΑ 10: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα γ 245

263 Όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 10, υπάρχει εντυπωσιακή βελτίωση της ΠΟ. Φαίνεται να έχουν κατακτηθεί οι μεταφορικές εκφράσεις (που περιλαμβάνουν κάποιο ΟΔΧ). Οι επιδόσεις της ΠΟ στο τελικό τεστ βρίσκονται αρκετά κοντά σε αυτές των ΦΟ. Με ανώτατη τιμή το 5, η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 4,06 (τ.α.,97), ενώ οι ΦΟ σημειώνουν 4,69 (τ.α.,70). Η ΟΕ εμφανίζει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις 0,70 (τ.α.,91), ακόμη χαμηλότερες από αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ (1,71 με τ.α. 1,26). Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=23,50/ Ζ=-4,235/ p=,00) του αρχικού και τελικού τεστ της ΠΟ, υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=87,00/ Z=-2,639/ p=,008), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=5,50/ Ζ=-5,107/ p=,00), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=7,00/ Ζ=-4,82/ p=,00), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=83,00/ Ζ=-2,181/ p=,029), ενώ υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά και μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=2,00/ Ζ=-5,231/ p=,00). Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 1, καθώς οι επιδόσεις των ομάδων ΠΟ (στο αρχικό τεστ) και ΟΕ είναι πολύ χαμηλές, με 1,71/5 και 0,70/5 αντίστοιχα. Δεν επιβεβαιώνεται απόλυτα η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν χαμηλότερη επίδοση στο τεστ σε σύγκριση με το αρχικό τεστ των σπουδαστών της ΠΟ, γεγονός που πιθανόν να είναι τυχαίο ή να οφείλεται στο διαφορετικό γνωστικό υπόβαθρο των σπουδαστών των δύο ομάδων. Και σε αυτή τη δοκιμασία επιβεβαιώνεται η υπόθεση 3, καθώς οι ΦΟ αγγίζουν την οροφή. Πολύ κοντά στις επιδόσεις των ΦΟ βρίσκονται και οι επιδόσεις της ΠΟ στο τελικό τεστ, επαληθεύοντας έτσι την υπόθεση 4. Η ιεραρχία επίδοσης στο ερώτημα γ αποτυπώνεται στον πίνακα 20. ΠΙΝΑΚΑΣ 20: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία γ ΦΟ > ΠΟ(τελικό τεστ) > ΠΟ(αρχικό τεστ) > OE Ερώτημα δα Στην τέταρτη δοκιμασία, που αφορά την απαρίθμηση των χρωμάτων που επιλέγει ο ζωγράφος σε έναν πίνακά του, η ΠΟ εμφανίζει εμφανή βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να ξεπερνούν τις επιδόσεις των ΦΟ. Η ΟΕ, από την άλλη 246

264 σημειώνει αντίστοιχες επιδόσεις με αυτές του αρχικού τεστ της ΠΟ, λίγο χαμηλότερες από τις επιδόσεις των ΦΟ. Τα δεδομένα παρουσιάζονται αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: ΓΡΑΦΗΜΑ 11: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα δα Όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 11, υπάρχει μεγάλη βελτίωση της ΠΟ. Φαίνεται να έχει ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της παραγωγής και της σύνθεσης, και να έχει ενισχυθεί ο μηχανισμός ανίχνευσης των αποχρώσεων και η δημιουργικότητα των σπουδαστών αναφορικά με τη χρήση νέων όρων. Οι επιδόσεις της ΠΟ στο τελικό τεστ παρατηρούμε ότι είναι κατά πολύ υψηλότερες από αυτές των ΦΟ. Συγκεκριμένα, η ΠΟ στο τελικό τεστ σημειώνει 9,18 (τ.α. 3,03), ενώ οι ΦΟ σημειώνουν 6,88 (τ.α. 2,33). Τέλος, η ΟΕ εμφανίζει επιδόσεις ελαφρώς υψηλότερες (6,00 με τ.α. 1,81) από αυτές της ΠΟ στο αρχικό τεστ (5,65 με τ.α. 2,45). Έτσι, με βάση τη μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=57,00/ Ζ=-3,031/ p=,002) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=159,00/ Z=-,341/ p=,733), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=66,00/ Ζ=- 3,199/ p=,001), δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=103,00/ Ζ=-1,20/ p=,23), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=79,00/ Ζ=-2,079/ 247

265 p=,038), ενώ δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=127,00/ Ζ=-1,067/ p=,286). Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ και της ΠΟ (στο αρχικό τεστ) σημειώνουν παρόμοια επίδοση. Όπως στη δοκιμασία 1, έτσι και σε αυτή τη δοκιμασία δεν επιβεβαιώνεται η υπόθεση 3, καθώς οι επιδόσεις της ομάδας ΦΟ είναι κατά πολύ χαμηλότερες από αυτές της ΠΟ στο τελικό τεστ, γεγονός που μας προβληματίζει. Θεωρούμε ότι η χαμηλή επίδοση των ΦΟ σε σχέση με την ΠΟ (στο τελικό τεστ) δεν αποδεικνύει τόσο κάποιο κενό στο λεξιλόγιο των ομιλητών αυτών όσο την έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικότητας, ίσως και την προσπάθεια αποφυγής εντυπωσιασμού, γεγονός που δεν είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε με βεβαιότητα, καθώς απαιτεί περαιτέρω ψυχογλωσσολογική έρευνα. Πιθανόν να παίζει ρόλο και ο παράγοντας του φύλου, ωστόσο για την επιβεβαίωση αυτού του ερωτήματος απαιτείται περαιτέρω έρευνα. Η ιεραρχία επίδοσης στο ερώτημα δα, με βάση τα στατιστικά αποτελέσματα, αποτυπώνεται στον πίνακα 21. ΠΙΝΑΚΑΣ 21: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία δα ΠΟ(τελικό τεστ) > ΦΟ & OE & ΠΟ(αρχικό τεστ) Ερώτημα δβ Ο λόγος που επιλέγεται η ποιοτική ανάλυση στην επεξεργασία του ερωτήματος δβ είναι επειδή μια τέτοιου είδους ανάλυση έχει ως χαρακτηριστικό ότι τεκμηριώνεται κοινωνικά από τα μεμονωμένα άτομα σε αλληλεπίδραση με την πραγματικότητά τους, η οποία δεν αποτελεί ένα σταθερό, μοναδικό, φαινόμενο που ανήκει στην ποσοτική έρευνα. Η δοκιμασία δβ αποσκοπεί να αξιολογήσει αν έχουν επιτευχθεί οι ειδικοί στόχοι της διδακτικής παρέμβασης, οι οποίοι σχετίζονται με τα εξής: - Σε τι βαθμό αντιλαμβάνονται τους χρωματικούς συμβολισμούς ενός ζωγραφικού πίνακα οι σπουδαστές της ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας; - Πώς καταφέρνουν να τους αποδώσουν γλωσσικά; - Στις απαντήσεις των σπουδαστών υπάρχει ομοιογένεια που υπαγορεύεται από τα στερεότυπα της κοινωνίας όπου ζουν (ελληνική κοινωνία) ή επηρεάζονται από τα στερεότυπα της κοινωνίας προέλευσής τους; 248

266 Ως προς το πρώτο ερώτημα, υπολογίστηκε ο αριθμός χρωματικών συμβολισμών που εντοπίστηκε από κάθε συμμετέχοντα της ΠΟ, τόσο στο αρχικό όσο και στο τελικό τεστ. Όπως φαίνεται στο γράφημα 12, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων παρουσιάζει σαφή αύξηση των συμβολισμών που χρησιμοποιείται στην περιγραφή του υπό εξέταση πίνακα (Μ.Ο. αρχ. τεστ = 1,63 vs. Μ.Ο. τελ. τεστ =4,65). Αυτό αποδεικνύει ότι, μετά τη διδακτική παρέμβαση, έχει ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός εντοπισμού των συμβολικών στοιχείων σε ένα έργο τέχνης, στοιχεία που οι σπουδαστές επιδιώκουν να καταγράψουν με υπερβάλλοντα ζήλο στο τελικό τεστ. ΓΡΑΦΗΜΑ 12: Αριθμός συμβολισμών ανά συμμετέχοντα στο αρχικό και τελικό τεστ Οι σπουδαστές στο αρχικό τεστ επιλέγουν απλούς συμβολισμούς, π.χ. ζέστη, καλοκαίρι, ζωή (στη μια εκδοχή του τεστ) ενώ αγάπη, έρωτας (στην άλλη εκδοχή). Αντίθετα, στο τελικό τεστ συναντάμε πιο σύνθετες και αφηρημένες έννοιες, όπως κίνδυνος, ελπίδα, αγνότητα, πάθος, θηλυκότητα, ελευθερία κτλ., γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουν κατανοήσει τον τρόπο περιγραφής ενός έργου τέχνης σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Από την άλλη, η ΟΕ παρουσιάζει υψηλότερη επίδοση στη δοκιμασία αυτή (Μ.Ο.=2,35) σε σχέση με το αρχικό τεστ της ΠΟ (Μ.Ο.=1,63), αρκετά χαμηλότερη όμως σε σχέση με το τελικό τεστ της ΠΟ (Μ.Ο.=4,65). Μολονότι συναντάμε αρκετές κενές ή μονολεκτικές απαντήσεις στη συγκεκριμένη δοκιμασία, οι πιο αναλυτικές απαντήσεις περιέχουν αφηρημένες έννοιες που δεν συναντήσαμε στο αρχικό τεστ της ΠΟ, π.χ. 249

267 ρομαντισμός, θλίψη, ένταση, δράμα, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στην ανομοιογένεια του τμήματος 201. ΓΡΑΦΗΜΑ 13: Ομάδα ελέγχου αριθμός απαντήσεων Τέλος, οι ΦΟ σημειώνουν Μ.Ο. απαντήσεων 3,5 ως προς τη χρήση συμβολισμών, με χαμηλότερη τιμή το 1 και υψηλότερη το 8. Για μια ακόμη φορά, οι ΦΟ δεν σημειώνουν τις περισσότερες σωστές απαντήσεις, ωστόσο αυτή είναι μια καθαρά ποσοτική διαπίστωση. Στην πραγματικότητα, οι ΦΟ εμφανίζονται λακωνικοί αλλά ακριβείς και ορθοί στη χρήση της γλώσσας, περιγράφοντας το ζωγραφικό πίνακα με συνέπεια ως προς τα κοινωνικά στερεότυπα και μη εμφανίζοντας κανένα γραμματικό λάθος. Συναντάμε έννοιες ως συμβολισμούς χρωμάτων όπως ερωτισμός, σαγήνη, σφριγηλότητα, πλούτος, γαλήνη, οικειότητα, αποδοχή, που διακρίνονται από υψηλή αφαίρεση και δεν τους συναντάμε στις ομάδες των μη φυσικών ομιλητών. Συνεπώς, βαθμολογούνται με την υψηλότερη βαθμολογία. 201 Πρόκειται για τμήμα που καλύπτει δύο επίπεδα (Β1 & Β2), στο οποίο εντάχθηκαν κάποιοι σπουδαστές Γ1 επιπέδου λόγω έλλειψης προχωρημένου τμήματος. 250

268 ΓΡΑΦΗΜΑ 14: Φυσικοί ομιλητές αριθμός απαντήσεων Ένα άλλο ζήτημα που μας απασχόλησε αφορά τον τρόπο απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών γλωσσικά. Παρατηρούμε ότι οι χρωματικοί συμβολισμοί αποδίδονται είτε με επίθετα είτε με ουσιαστικά είτε με ρηματική φράση. Όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 15, είναι σαφής η προτίμηση των ουσιαστικών για την απόδοση των συμβολισμών, με δεύτερα στη σειρά τα επίθετα και τρίτη τη χρήση ρηματικών φράσεων. Κατά τη διδακτική παρέμβαση, εξάλλου, υπογραμμίστηκε η προτίμηση των ονοματοποιήσεων, που αποτελεί χαρακτηριστικό του ακαδημαϊκού λόγου. Τα επίθετα και πολύ περισσότερο οι ΡΦ εμφανίζονται σε γραπτά όπου διαπιστώνεται αδυναμία αφηρημένης έκφρασης (ζωντανό κίτρινο: το κλίμα είναι αισιόδοξο vs. αισιοδοξία, ανοιχτά χρώματα: η εικόνα είναι φιλική vs. φιλία, φιλικότητα, κόκκινο: δείχνει ότι ντρέπεται λίγο vs. ντροπή, λευκό: θέλει να δείξει ότι δεν έγινε τίποτα ανάμεσα στους δύο vs. αγνότητα). 251

269 ΓΡΑΦΗΜΑ 15: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών στο αρχικό και τελικό τεστ της ΠΟ Στο θέμα της γλωσσικής απόδοσης των συμβολισμών η ΟΕ παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις. Εκτός από δύο σπουδαστές οι οποίοι χρησιμοποιούν και επίθετα, και τρεις σπουδαστές που δεν απάντησαν σωστά στην ερώτηση, οι υπόλοιποι επιλέγουν το ουσιαστικό ως μέσο απόδοσης των συμβολισμών που περιγράφουν. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι υπάρχει κάποια εξοικείωση στη χρήση ονοματοποιήσεων, που είτε οφείλεται στο ότι έχει αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας στο τμήμα τους είτε έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό υπόβαθρό τους. ΓΡΑΦΗΜΑ 16: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών απο την ΟΕ Τέλος, όσον αφορά τους ΦΟ, παρατηρούμε ότι επιλέγουν και τους τρεις τρόπους προκειμένου να αποδώσουν τους χρωματικούς συμβολισμούς, με σαφή προτίμηση στα 252

270 ουσιαστικά. Η χρήση επιθέτων και ΡΦ δεν σχετίζεται εδώ με αδυναμία έκφρασης αλλά με επιλογή ποικιλίας έκφρασης, π.χ. Το κόκκινο υποδηλώνει ένταση, ενδεχομένως πάθος, πόθο η Κίρκη είναι πιο λευκή ίσως [ο ζωγράφος] θέλει να την αποδώσει πιο αγνή, πιο αυστηρή, πιο απόλυτη / το κόκκινο χρώμα τονίζει την ερωτική πτυχή της στιγμής ΓΡΑΦΗΜΑ 17: Τρόπος απόδοσης των χρωματικών συμβολισμών απο τους ΦΟ Το τρίτο ερώτημα που μας απασχόλησε ήταν κατά πόσο στις απαντήσεις των συμμετεχόντων υπάρχει ομοιογένεια, καθώς και κατά πόσο οι απαντήσεις τους υπαγορεύονται από τα στερεότυπα της κοινωνίας όπου ζουν (ελληνική κοινωνία) ή επηρεάζονται από τα στερεότυπα της κοινωνίας προέλευσής τους; Ξεκινώντας από τους ΦΟ, διαπιστώνουμε ότι παρουσιάζουν σαφή ομοιογένεια, καθώς οι απαντήσεις τους κινούνται στο ίδιο εννοιακό πλαίσιο. Έρωτας, πάθος, σαγήνη είναι οι συμβολισμοί που εντοπίζονται και επικρατούν σχεδόν σε όλες τις απαντήσεις των συμμετεχόντων ΦΟ. Αντίθετα με την ομάδα των ΦΟ, οι ομάδες των μη φυσικών ομιλητών εμφανίζουν έντονη ανομοιογένεια στις απαντήσεις τους. Οι περισσότεροι συμβολισμοί που καταγράφονται, αναφέρονται μόνο μία φορά, ενώ μόνο 4 έννοιες (ελπίδα-13 φορές, αγάπη-10 φορές, έρωτας-7 φορές, κίνδυνος-2 φορές) αναφέρονται από περισσότερα του ενός υποκείμενα, σε σύνολο 152 απαντήσεων. Αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας ότι οι συμβολισμοί βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τα στερεότυπα που κληροδοτούνται από κάθε κοινωνία, τα οποία συχνά μπορεί να έχουν καθολική ισχύ, όπως φαίνεται από την ταύτιση κάποιων απαντήσεων. 253

271 7.6.6 Ερώτημα δγ Στην έκτη δοκιμασία, που αφορά την περιγραφή των αντικειμένων του πίνακα με βάση το χρώμα (με σκοπό την αξιολόγηση της συμφωνίας γένους και αριθμού), η ΠΟ εμφανίζει σημαντική βελτίωση στο τελικό τεστ, σε σημείο που οι επιδόσεις της να αγγίζουν τις επιδόσεις των ΦΟ (100%). Η ΟΕ, από την άλλη σημειώνει χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με αυτές της ΠΟ τόσο στο αρχικό όσο και στο τελικό τεστ. Τα δεδομένα παρουσιάζονται αναλυτικά στο ακόλουθο γράφημα: ΓΡΑΦΗΜΑ 18: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση κάθε ομάδας στο ερώτημα δγ Όπως αποτυπώνεται στο γράφημα 18, σημειώνεται μεγάλη βελτίωση της ΠΟ ως προς τη συμφωνία. Οι επιδόσεις της ΠΟ στο τελικό τεστ είναι υψηλότερες από αυτές της ίδιας ομάδας στο αρχικό τεστ. Όπως είναι αναμενόμενο, οι ΦΟ αγγίζουν την οροφή (100%). Με αναγωγή στα 100, η ΠΟ στο αρχικό τεστ σημειώνει 63,81 (τ.α. 33,00) και στο τελικό τεστ 86,68 (τ.α. 19,14). Από την άλλη, η ΟΕ εμφανίζει ακόμη χαμηλότερες επιδόσεις 51,51 (τ.α. 36,14) από το αρχικό τεστ της ΠΟ. Έτσι, με βάση την μη παραμετρική ανάλυση Mann-Whitney, στο ερώτημα αυτό υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά (U=83,00/ Ζ=-2,978/ p=,003) ανάμεσα στο αρχικό και το τελικό τεστ της ΠΟ, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=133,00/ Z=-1,143/ p=,253), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ της ΟΕ (U=74,50/ Ζ=- 3,015/ p=,003), υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=40,00/ Ζ=-4,016/ p=,00), υπάρχει στατιστικά ασθενώς 254

272 σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τελικό τεστ της ΠΟ και το τεστ των ΦΟ (U=80,00/ Ζ=-2,822/ p=,005), ενώ υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά και μεταξύ των ομάδων ΟΕ και ΦΟ (U=40,00/ Ζ=-4,271/ p=,00). Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση 2, αφού οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ σε σύγκριση με το αρχικό τεστ των σπουδαστών της ΠΟ. Επίσης, επιβεβαιώνεται και η υπόθεση 3, καθώς οι ΦΟ αγγίζουν την οροφή. Διαπιστώνουμε, όπως φαίνεται από τις επιδόσεις των σπουδαστών της ΠΟ, ότι το ζήτημα της συμφωνίας των ΟΔΧ παρουσιάζει δυσκολίες στους σπουδαστές αυτού του επιπέδου, ωστόσο με μια στοχευμένη διδακτική παρέμβαση το κενό αυτό καλύπτεται. Η ιεραρχία επίδοσης στο ερώτημα δγ, με βάση τα στατιστικά αποτελέσματα, αποτυπώνεται στον πίνακα 22. ΠΙΝΑΚΑΣ 22: Ιεραρχία επίδοσης στη δοκιμασία δγ ΦΟ > ΠΟ(τελικό τεστ) > ΠΟ(αρχικό τεστ) & OE 7.7 Συμπεράσματα Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα του τελικού τεστ κατέδειξαν σαφή βελτίωση των μαθητών στην κατανόηση και την αποτελεσματική χρήση χρωματικών όρων, τόσο στην κυριολεκτική όσο και στη μεταφορική χρήση τους αλλά και ουσιαστική βελτίωση της περιγραφικής τους ικανότητας με τη χρήση αφηρημένων εννοιών και συμβολισμών. Στο γράφημα 19 εμφανίζονται οι μέσοι όροι (Μ.Ο.) της βαθμολογίας που συγκέντρωσε η κάθε ομάδα συνολικά σε όλες τις δραστηριότητες που αναλύθηκαν ποσοτικά. Παρατηρούμε ότι οι σπουδαστές της ΟΕ σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της ΠΟ, ωστόσο παρουσιάζουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με το αρχικό τεστ της ΠΟ. Οι ΦΟ σημείωσαν συνολικά την υψηλότερη επίδοση, αν και δεν ξεπερνούν παρά ελάχιστα την ΠΟ στο τελικό τεστ. 255

273 ΓΡΑΦΗΜΑ 19: Οι μέσοι όροι της βαθμολογίας των ομάδων σε όλα τα ερωτήματα Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τις βασικές υποθέσεις εργασίας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι: Καθώς δεν προβλέπεται η διδασκαλία του αντικειμένου αυτού από το syllabus (και τα διδακτικά εγχειρίδια που αντιστοιχούν στο επίπεδο Β1-Β2), οι σπουδαστές του μέσου επιπέδου σημειώνουν χαμηλές επιδόσεις στη συγκεκριμένη λεξιλογική ενότητα, σε άλλους τομείς περισσότερο και σε άλλους λιγότερο (υπόθεση 1). Οι σπουδαστές της ομάδας ελέγχου στις περισσότερες δοκιμασίες σημειώνουν παρόμοια επίδοση στο τεστ με αυτή του αρχικού τεστ των σπουδαστών της πειραματικής ομάδας (υπόθεση 2), ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων παρουσιάζουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με το αρχικό τεστ της ΠΟ. Αυτό ίσως οφείλεται στο διαφορετικό προφίλ διδασκαλίας των διδασκόντων των δύο ομάδων (γνωστικός παράγοντας). Ίσως ακόμη να οφείλεται και στη μη προσωπική εμπλοκή τους λόγω του απρόσωπου του ερωτηματολογίου σε αντίθεση με την ΠΟ, η οποία έχει προσωπική επαφή με τη διδάσκουσα που πραγματοποίησε τα τεστ (ψυχολογικός παράγοντας). Οι φυσικοί ομιλητές σημείωσαν την υψηλότερη επίδοση στα περισσότερα ερωτήματα. Ωστόσο, είναι άξιο σχολιασμού το γεγονός ότι σε δύο δοκιμασίες (α και δα) σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις από αυτές της ΠΟ στο τελικό τεστ. Οι λόγοι και εδώ θα μπορούσαν να είναι γνωστικοί, δηλαδή να μην έχουν ποτέ διδαχθεί συστηματικά το αντικείμενο (δοκιμασία α) ή ψυχολογικοί, δηλαδή να μην επιθυμούν τη πρόκληση εντυπωσιασμού (δοκιμασία δα). 256

274 Όπως είχαμε υποθέσει στην αρχή της έρευνάς μας (υπόθεση 4), μετά τη διδακτική παρέμβαση οι σπουδαστές θεωρούμε ότι έχουν φτάσει πολύ κοντά στο επίπεδο των φυσικών ομιλητών της νέας ελληνικής στην κατανόηση και παραγωγή του εξεταζόμενου λεξιλογίου, σε σημείο που να τους ξεπερνούν σε κάποια ερωτήματα, όπως προαναφέραμε. Σε συμβολικό επίπεδο, όπως έχουμε ήδη σχολιάσει στο θεωρητικό τμήμα της εργασίας μας, οι συμβολισμοί συνδέονται άμεσα με τα κοινωνικά στερεότυπα κάθε χώρας. Πράγματι, παρατηρείται μεγάλη ομοιογένεια στις απαντήσεις των φυσικών ομιλητών, σε αντίθεση με αυτές των δύο ομάδων των μη φυσικών ομιλητών (υπόθεση 5). Επίσης, έπειτα από τη διδακτική παρέμβαση, όπου διδάσκονται οι συμβολισμοί των χρωμάτων στην ελληνική γλώσσα, παρατηρείται μεγαλύτερη ομοιογένεια στις απαντήσεις των σπουδαστών της πειραματικής ομάδας στο τελικό τεστ, σε αντίθεση με το αρχικό τεστ. Τέλος, η έμφαση της διδακτικής παρέμβασης δόθηκε στην κατάκτηση του λεξιλογίου: μορφή των χρωματικών όρων, σχηματισμός παράγωγων και σύνθετων τύπων, σύνταξη των ΟΔΧ, κυριολεκτική και μεταφορική σημασία τους και εμφάνισή τους σε παγιωμένες εκφράσεις. Η δημιουργία συνδέσεων ανάμεσα στην Γ1 και την Γ2, καθώς και η άμεση έκθεση και πολύωρη χρήση του λεξιλογίου σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας αποδείχτηκε διευκολυντική για τη γρήγορη απομνημόνευση του συγκεκριμένου λεξιλογίου. Από την άλλη, η διδασκαλία της κλίσης και της συμφωνίας αποτέλεσαν αναλογικά πολύ μικρό κομμάτι, δεδομένου ότι στο επίπεδο αυτό θεωρούνται κατακτημένα ζητήματα. Ωστόσο, διαπιστώθηκαν αδυναμίες ως προς την κλίση και τη συμφωνία τόσο στο αρχικό τεστ της ΠΟ όσο και στο τεστ της ΟΕ. Αυτό αποτελεί συχνό φαινόμενο στο μέσο επίπεδο, καθώς υπάρχουν αδυναμίες στο λόγο που έχουν παγιωθεί και δύσκολα υποχωρούν. Πράγματι, παρά τη σαφή βελτίωση της ΠΟ στο τελικό τεστ, αν συγκρίνουμε τις επιδόσεις των σπουδαστών σε δοκιμασίες καθαρά λεξιλογικές, διαπιστώνουμε ότι σημειώθηκε μεγαλύτερη βελτίωση στην κατάκτηση του λεξιλογίου από ό,τι στη γραμματική, συμπέρασμα που βρίσκεται σε αρμονία με την αρχική μας υπόθεση (υπόθεση 6). Κλείνοντας, θεωρούμε ότι η διδασκαλία των ΟΔΧ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη θεματική, με αφορμή την οποία μπορούν να διδαχθούν πολλά γλωσσικά αντικείμενα σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Προτείνουμε, λοιπόν, την ένταξή της στο syllabus της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας. 257

275 Μελλοντικά σκοπεύουμε να επεκτείνουμε τη διδασκαλία της θεματικής των ΟΔΧ εντάσσοντας τη χρήση του ηλεκτρονικού λεξικού (χρήση συμφραστικών πινάκων, εφαρμογή του ηλεκτρονικού λεξικού πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων σε αυθεντικά κείμενα κτλ.) καθώς και τη χρήση του portfolio (Αμβράζης & Αλεξανδρή 2010α, 2010β) που θα αφορά τις τέσσερις μακροδεξιότητες (κατανόηση και παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου). 7.8 Ανακεφαλαίωση Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάσαμε μια εφαρμογή που έγινε στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και αφορά τη διδασκαλία των ονομάτων που δηλώνουν χρώμα (ΟΔΧ) σε ενήλικους αλλοδαπούς σπουδαστές. Αρχικά εκτέθηκαν οι στόχοι της εφαρμογής, η μεθοδολογία και οι υποθέσεις της έρευνας, καθώς και το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηριχθήκαμε. Ακολούθησε η παρουσίαση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων, η ερμηνεία τους και τα τελικά συμπεράσματα. 258

276 Επίλογος Τα ονόματα που δηλώνουν χρώμα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ως ερευνητικό αντικείμενο σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι χρωματικές κατονομασίες παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες ως προς τον τρόπο δήλωσής τους, που οφείλονται στις φυσικές ιδιότητες των χρωμάτων: τα χρώματα είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης του φωτός. Περιέχονται σε ένα συνεχές, το φάσμα του φωτός, και για το λόγο αυτό δεν έχουν διακριτά όρια. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να τα ξεχωρίζουν και να τα ονομάζουν, αλλά οι διακρίσεις που πραγματοποιούν είναι συμβατικές. Το αποτέλεσμα είναι να προσπαθούμε να διακρίνουμε και να αναζητούμε τρόπους για να ονομάσουμε απεριόριστη ποικιλία αποχρώσεων, καθώς οι χρωματικοί όροι διαρκώς αυξάνονται, εξελίσσονται και βρίσκονται σε διαρκή κίνηση στο χρόνο. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχείρησε να καλύψει το μεγάλο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας σχετικά με τους ονοματικούς χρωματικούς όρους της νέας ελληνικής μελετώντας τους αρχικά σε μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο και, στη συνέχεια, επεκτείνοντας τις θεωρητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της υπολογιστικής γλωσσολογίας, της διδακτικής, της ορολογίας και της λεξικογραφίας. Στην αρχή έγινε μια ανασκόπηση της ελληνόγλωσσης και της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας που αφορά το επιστημονικό πεδίο των χρωμάτων, με αναφορά στις πιο σημαντικές, κατά τη γνώμη μας, έρευνες που αφορούν τα χρώματα και ειδικότερα τους ονοματικούς χρωματικούς όρους (πρώτο κεφάλαιο). Η κύρια προσέγγιση έγινε μέσα από το πρίσμα της θεωρίας περί καθολικότητας των χρωμάτων, που υποστήριξαν οι Berlin & Kay (1969), σύμφωνα με την οποία υπάρχουν καθολικές χρωματικές κατηγορίες έμφυτες και κοινές σε όλα τα ανθρώπινα όντα, οι οποίες οργανώνονται σε ένα σύστημα έντεκα όρων που ισχύει για όλες (σχεδόν) τις γλώσσες. Η συνέχεια του θεωρητικού μέρους της εργασίας οργανώθηκε με βάση τα τρία επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης: τη μορφολογία, τη σύνταξη και τη σημασιολογία. Περιλαμβάνει πληροφορίες για τις διαδικασίες κατασκευής των χρωματικών όρων (την προθηματοποίηση, την επιθηματοποίηση, τη σύνθεση και τη μετατροπή), για τα στοιχεία που μετέχουν σε αυτές και για τους περιορισμούς που επιβάλλονται κατά την εφαρμογή τους, καθώς και για τις τυχόν αποκλίσεις ως προς τη μορφή και τη σημασία τους. Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο που αφορά τη μορφολογία (δεύτερο κεφάλαιο) δόθηκε ο ορισμός των ΟΔΧ και παρουσιάστηκαν τα προβλήματα που εμφανίζουν οι εν λόγω 259

277 όροι στο επίπεδο αυτό. Έπειτα κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τη μορφή τους (απλά, παράγωγα, σύνθετα ΟΔΧ) και ταξινομήθηκαν σε κλιτικά παραδείγματα. Αναφορικά με την κατασκευή λέξεων, οριοθετήθηκε το πλαίσιο της παραγωγικότητας και της σύνθεσής τους. Το κεφάλαιο που αφορά τη σύνταξη των ΟΔΧ (τρίτο κεφάλαιο) στηρίχθηκε στο θεωρητικό πλαίσιο των τάξεων αντικειμένων (G. Gross 1994). Με αφορμή τις ταξινομήσεις που πρότειναν οι Valetopoulos (2001) και Molinier (2001) παρουσιάστηκαν τρόποι κατηγοριοποίησης των ΕΔΧ της νέας ελληνικής. Συγκεκριμένα, ταξινομήσαμε τους γενικούς χρωματικούς όρους σε τέσσερις κατηγορίες και τους διακρίναμε από τους τροποποιητές. Στη συνέχεια περιγράψαμε ζητήματα που αφορούν την ιδιαίτερη φύση των ΕΔΧ, όπως η ουσιαστικοποίηση, η συμφωνία γένους και αριθμού, η σειρά εμφάνισής τους στην πρόταση και η παρουσία ή απουσία διαβάθμισής τους τόσο στις ελεύθερες όσο και στις παγιωμένες εκφράσεις. Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου που αφορά τη σημασιολογία (τέταρτο κεφάλαιο), επικεντρώθηκε σε θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη φύση των ΟΔΧ από σημασιολογική σκοπιά και την οριοθέτηση του σημασιολογικού πεδίου των χρωμάτων, ενώ στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου αναλύθηκε το ζήτημα της μεταφοράς (με βάση το θεωρητικό πλαίσιο των Lakoff & Johnson 1980 & 1999) που διακρίνει τους χρωματικούς όρους καθώς και το ζήτημα των χρωματικών νεολογισμών που καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα του corpus μας. Στο πέμπτο κεφάλαιο, έγινε διάκριση του γενικού και του ειδικού λεξιλογίου και παρουσιάστηκε το σχετικό θεωρητικό πλαίσιο, η Επικοινωνιακή θεωρία της ορολογίας της Cabré (1997, 1998, 1999). Στη συνέχεια του κεφαλαίου, που αφορά τη λεξικογράφηση της ορολογίας, προτάθηκε ένα πρότυπο λεξικό χρωματικών όρων, που θα αποτελέσει προϊόν της παρούσας έρευνας. Το έκτο κεφάλαιο είχε ως αντικείμενο την αυτόματη κλίση μέρους των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων που απαρτίζουν το λεξικό μας, καθώς και την περιγραφή των εργαλείων που χρησιμοποιήσαμε και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν οι σύνθετες αυτές λέξεις κατά την αυτόματη κλίση. Θεωρούμε ότι έχει μεγάλη αξία ο εμπλουτισμός του ήδη υπάρχοντος ηλεκτρονικού μορφολογικού λεξικού με νέους γράφους που δημιουργήσαμε στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των κλιτικών παραδειγμάτων του λεξικού. Στο τελευταίο κεφάλαιο (έβδομο), παρουσιάστηκε η εφαρμογή της έρευνας που πραγματοποιήσαμε με αντικείμενο τη διδακτική των ΟΔΧ, στο πλαίσιο της ελληνικής 260

278 ως ξένης/δεύτερης. Στηριχτήκαμε στο θεωρητικό πλαίσιο της διδασκαλίας της γλώσσας με βάση το περιεχόμενο και προτάθηκαν τρόποι διδακτικής αξιοποίησης των θεωρητικών πορισμάτων μας σε σπουδαστές μέσου επιπέδου ελληνομάθειας (Β1-Β2). Τέλος, ακολούθησε η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της σχετικής διδακτικής εφαρμογής. Ένα βασικό ζήτημα που μας απασχόλησε στο μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αφορούσε τον καθορισμό της γραμματικής κατηγορίας των ΟΔΧ. Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγηθήκαμε, έπειτα από εκτενή έρευνα, είναι ότι τα ΟΔΧ είναι αδιαφοροποίητα ως προς τη συντακτική τους λειτουργία, ώστε μπορούν να λειτουργούν είτε ως επίθετα είτε ως ουσιαστικά και, αν δεν υπάρχουν μορφολογικοί περιορισμοί, να ενεργοποιούνται από το εκάστοτε γλωσσικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει αν συμπεριφέρονται με τρόπο που τείνει προς τη μια ή την άλλη κατηγορία. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα ήταν να οριοθετήσουμε την παραγωγικότητά τους. Με 7 επιθήματα για το σχηματισμό ουσιαστικών, 18 επιθήματα και 10 προθήματα για το σχηματισμό επιθέτων και με πληθώρα συνθέτων τόσο μονολεκτικών όσο και πολυλεκτικών, τα ΟΔΧ της νέας ελληνικής μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα παραγωγικά. Αν υπολογίσουμε σε όλα αυτά και την παραγωγικότητα που εμφανίζουν στο επίπεδο της σύνταξης, με τη μορφή παγιωμένων εκφράσεων, δεν θα ήταν υπερβολή να δηλώσουμε ότι είχαμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερα πληθωρικό πεδίο. Αναφορικά με τη θέση που καταλαμβάνει ένα ΟΔΧ στη συντακτική δομή των προτάσεων, αποδείξαμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες διαφορετικές λειτουργίες του επιθέτου στο ονοματικό σύνολο. Η συντακτική περιγραφή βασίστηκε σε σαφή και ρητά κριτήρια µε βάση την αποδεκτότητα των προτάσεων, ούτως ώστε να επιτευχθεί µια όσο το δυνατόν πιο πλήρης και ακριβής απεικόνιση της γλώσσας. Βεβαίως, όσον αφορά τη σύνταξη των ΟΔΧ συναντήσαμε δυσκολίες. Καθώς αρκετές από τις δομές που μας απασχόλησαν αποτελούν δομές του προφορικού λόγου, διακρίνονται από μεγάλη ελευθερία. Συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι δεν υπάρχει για τα νέα ελληνικά γραμματική του προφορικού λόγου την οποία θα μπορούσαμε να συμβουλευτούμε, κάποιες δομές ίσως αμφισβητηθούν ως προς την αποδεκτότητά τους ή μη. Εκτός από το γλωσσικό μας αίσθημα και τη συγκριτική μελέτη των δομών με αντίστοιχες άλλων γλωσσών, τα εργαλεία στα οποία στηριχτήκαμε ήταν το ΣΕΚ και οι μηχανές αναζήτησης Google και Yahoo, τα οποία όμως δεν έδωσαν ικανοποιητικό αριθμό αποτελεσμάτων ώστε να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα. Σε επόμενη φάση σκοπεύουμε να εξελίξουμε την έρευνά μας με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων από 261

279 φυσικούς ομιλητές, ώστε να είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε τη συχνότητα εμφάνισης των εν λόγω δομών. Μια ακόμη σημαντική διαπίστωση που αφορά τους υπό εξέταση όρους είναι ότι διακρίνονται για τη μεγάλη λεξική παραγωγικότητά τους, η οποία συνδέεται σχεδόν άμεσα με το ζήτημα του πώς είναι δομημένο το σημασιολογικό πεδίο των χρωμάτων από γνωστικής πλευράς. Η παρούσα έρευνα επιχείρησε να αναδείξει τον πλούτο των συνυποδηλώσεων και των μεταφορικών σημασιών που εμφανίζει ένα τόσο πλούσιο θεματικό πεδίο. Ειδικά στο πλαίσιο της νεολογίας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα υλικό που εκτός από πλούσιο, είναι ταυτόχρονα και υπερβολικά εφήμερο, γεγονός που αποτελεί τη βασική αιτία της έλλειψης μη κωδικοποιημένων λημμάτων στα λεξικά της νέας ελληνικής. Πρόκειται για ένα ακόμη κενό που επιχειρούμε να καλύψουμε τόσο με το υλικό όσο και με τις θεωρητικές διαπιστώσεις της εργασίας αυτής. Εξάλλου, ένας από τους σκοπούς της έρευνάς μας πάνω στο χρωματικό λεξιλόγιο είναι να καλύψει τα κενά της λεξικογραφίας σε αυτόν τον τομέα και να συμμετάσχει στη συζήτηση σχετικά με τις γνωστικές και πολιτισμικές αναφορές ενός τέτοιου λεξικού. Ως εκ τούτου, η λεξική ανάλυση των όρων του ιδιαίτερου αυτού σημασιολογικού πεδίου των χρωμάτων οδήγησε στη χρήση ειδικών ερευνητικών μεθόδων. Το λεξικό που προτείνουμε απομακρύνεται από το τυπικό μοντέλο λεξικού, καθώς εμπλουτίζεται με πιο λεπτομερείς εξωγλωσσικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα να αποτελεί ταυτόχρονα και γενικό και ειδικό λεξικό. Τέλος, θεωρούμε ότι η διδασκαλία των ΟΔΧ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη θεματική όχι μόνο στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης αλλά και της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας, με αφορμή την οποία μπορούν να διδαχθούν πολλά γλωσσικά αντικείμενα σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να την εντάξουμε στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη διδακτική εφαρμογή, διαπιστώσαμε ότι ήταν επιτυχής, καθώς τα αποτελέσματα του τελικού τεστ κατέδειξαν σαφή βελτίωση των σπουδαστών στην κατανόηση και την αποτελεσματική χρήση των χρωματικών όρων, τόσο στην κυριολεκτική όσο και στη μεταφορική χρήση τους αλλά και ουσιαστική βελτίωση της περιγραφικής τους ικανότητας με τη χρήση αφηρημένων εννοιών και συμβολισμών. Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη μας στηρίχθηκε σε πολύ πρόσφατο υλικό και χρησιμοποίησε διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια, ανάλογα με την οπτική από την οποία μελετήθηκαν κάθε φορά οι χρωματικοί όροι, αποσκοπώντας σε μια πολυδιάστατη 262

280 περιγραφή και ανάλυση των δεδομένων. Από την έρευνά μας έχει προκύψει πλούσιο υλικό: ένα corpus τουλάχιστον 2000 όρων, που συνεχώς εμπλουτίζεται και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία ενός χρωματικού λεξικού (γενικού και ειδικού), πληθώρα πινάκων που ταξινομούν τους όρους του corpus με βάση διαφορετικά κριτήρια κάθε φορά, ένα λεξικό με κωδικοποιημένους ως προς την κλίση πολυλεκτικούς σύνθετους όρους, διδακτικό υλικό στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας, καθώς και συλλογή πλούσιων βιβιογραφικών πηγών. Φυσικά, μια διδακτορική διατριβή έχει περιορισμένο θέμα και έκταση. Δεν θεωρούμε, λοιπόν, ότι έχουμε εξαντλήσει το υπό έρευνα αντικείμενο. Δεσμευόμαστε όμως για τη συνέχιση της έρευνας τόσο εμβαθύνοντας σε ήδη μελετηθέντα ζητήματα (π.χ. ορολογία και άλλων θεματικών πεδίων) όσο και επεκτείνοντάς την και προς άλλες κατευθύνσεις (π.χ. στη μελέτη των ρημάτων που δηλώνουν χρώμα, στην εφαρμογή της διδακτικής παρέμβασης και στα υπόλοιπα επίπεδα ελληνομάθειας, στη συγκριτική μελέτη των χρωματικών όρων της νέας ελληνικής και άλλων γλωσσών, κ.ά.). 263

281 Βιβλιογραφία Ξενόγλωσσες αναφορές Alexandri, K. (2009). Teaching metaphorical color expressions in Modern Greek, Proceedings of the 9 th International Conference on Greek Linguistics October 2009, University of Chicago, Chicago Illinois. Alexiadou, Α., Haegeman, L. & M. Stavrou (2007). Noun phrase in the generative perspective (Studies in Generative Grammar 71). Berlin & New York: Mouton de Gruyter. Alexiadou, A. & Ch. Wilder (1998). Adjectival modification and multiple determiners. Στο Alexiadou, A. & C. Wilder (eds). Possessors, Predicates and Movement in the DP Amsterdam : John Benjamins Publishing. Anastassiadis-Symeonidis, A. (2008). Les adjectifs temporels suffixés en -in(os) et - iatik(os) en grec moderne. In Fradin B. (éd). La raison morphologique. Hommage à la mémoire de Danielle Corbin. Vol. 27, Supplementa Linguisticae Investigationes. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins, Anastassiadis-Syméonidis, A. (1996). À propos de l emprunt suffixal en grec moderne. Cahiers de Lexicologie 68, , Institut National de la Langue Française, Paris, Androulaki, A., Gômez-Pestaña, N., Mitsakis, Ch., Lillo Jover, J., Coventry, K. & I. Davies (2006). Basic colour terms in Modern Greek: Twelve terms including two blues. Journal of Greek Linguistics 7, Bailey, A.C. (2001). On the non-existence of blue-yellow and red-green color terms. Studies in Language, 25(2), (31), John Benjamins Publishing Company. Berlin, B. & E.A. Berlin (1975). Aguaruna Color Categories. American Ethnologist, 2(1), Berlin, B. & P. Kay (1969). Basic Color Terms. Their Universality and Evolution, , Berkeley, University of California Press, , United States, CSLI Publications, Leland Stanford Junior University. Black, M. (1993). More about metaphor. In Ortony, A. (Ed.), Metaphor and Thought (pp ) (2 nd ed.). Cambridge University Press. 264

282 Bloomfield, L. (1933). Language. New York: Henry Holt and Co. Boeckx, C. (2006). Linguistic Minimalism: Origins, Concepts, Methods, and Aims. Oxford University Press. Bosque, I. (1996). El sustantivo sin determinación. La presencia y ausencia del determinante en la lengua española. Madrid, Visor-Libros. Bosque, I. (1989). Las categorías gramaticales. Relaciones y diferencias, Madrid, Síntesis. Cabré, M.T. (2000). Sur la représentation mentale des concepts: bases pour une tentative de modélisation. In Béjoint, H. & Ph. Thoiron (eds.) Le sens en terminologie. Lyon: Presses Universitaires de Lyon, Cabré, M.T. (1999). Hacia una teoría comunicativa de la terminología: aspectos metodológicos. In Laterminología. Representación y comunicación. Una teoría de base comunicativa y otros artículos. Barcelona: Institut Universitari de Lingüística Aplicada, Iniversitat Pompeu Fabra, Cabré, M.T. (1998). El discurs especialitzat o la variació funcional determinada per la temática. Caplletra Cabré, M.T. (1997). Élements pour une théorie de la terminologie. Ponencia presentada en II Rencontres Terminologie et Intelligence Artificielle. Université Toulouse-le- Mirail, 3-4 avril Cacciari, C. (2005). Il rapport fra percezione e linguaggio attraverso la metafora. In Lorusso A.M. (a cura di), Metafora e conoscenza. Da Aristotele al cognitivismo contemporâneo. Milano, Bompiani. Cadiot, P. (2002). Schematics and motifs in the semantics of prepositions. Typological Studies in Language 50: Campos, H. & M. Stavrou (2001). Polydefinite constructions in Modern Greek and Aromanian. XXVII Incontro di Grammatica Generativa. Trieste: Università degli Studi di Trieste. Chomsky, N. (2000). New Horizons in the Study of Language and Mind. Cambridge: Cambridge University Press. Chomsky, N. (1995). The Minimalist Program. Cambridge, MA: The MIT Press. Chomsky, N. (1986). Knowledge of Language: Its Nature, Origin, and Use. Greenwood Publishing Group. Chomsky, N. (1965). Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge: The MIT Press. 265

283 Codier, F. (1993). Les représentations cognitives privilégiées. Typicalité et niveau de base. Lille, Presses Universitaires de Lille. Cohen, A.D. (1996). Second language learning and use strategies: Clarifying the issues (revised version). Center for Advanced Research on Language Acquisition, University of Minnesota, Minneapolis. Coleman, L. & P. Kay (1981). Prototype Semantics: The English Word Lie. Language 57, 1, σσ Collier, V., (1989). How long? A synthesis of research on academic achievement in a second language. TESOL Quarterly, 23, 3: Corbett, Greville, G. & G. Morgan (1988). Color terms in Russian: reflections of typological constraints in a single language. Journal of Linguistics 24, Corbin, D. (1987). Morphologie dérivationnelle et structuration du lexique, 2 τόµοι, Τυβίγκη, Max Niemeyer Verlag, β έκδ Villeneuve d Ascq: Presses Universitaires de Lille. Coyle, D., Hood, P. & D. Marsh (2010). CLIL-Content and Language Integrated Learning. Cambridge: Cambridge University Press. Cruse, D.A. (2004). Meaning in Language: An Introduction to Semantics and Pragmatics. Oxford: Oxford University Press. Cruse, D.A. (1986). Lexical semantics. Cambridge, England: University Press. Cummins, J. (1984). Wanted: A theoretical framework for relating language proficiency to academic achievement among bilingual students. Στο Rivera C. Language Proficiency and Academic Achievement. Clevedon: Multilingual Matters. Cummins, J. (1982). Bilingualism and minority language children. Toronto, ON: OISE Press. Cummins J. (1981). The role of primary language development in promoting educational success for language minority students. In California State Department of Education (ed.). Schooling and Language Minority Students. A Theoretical Framework. California State Department of Education, Los Angeles. Davies, I. Corbett, G. & J.B. Margalef (1995). Color terms in Catalan: an investigation of eighty performants, concentrating on the purple and blue regions. Transactions of the Philological Society, 93(1), Davies, I. & G. Corbett (1994). The basic color terms of Russian. Linguistics 32:

284 de Valois, R.L. & K.K. de Valois (1993). A multi-stage color model. Vision Research, 33(8): Delveroudi, R. & S. Vassilaki (1999). Préfixes d intensité en grec moderne: para-, kata-, poly-, et olo-. Les opérations de détermination-quantification/qualification. Ophrys: Demonte, V. (1999). El adjetivo. Clases y usos. La posición del adjetivo en el sintagma nominal. Στο I. Bosque & V. Demonte (eds.), Gramática descriptiva de la lengua española, Chapter 3, Vol I. Madrid: Espasa Calpe / RAE, Dougherty, J.W.D. (1977) Color categorization in West Futunese: Variability and change. In Sociocultural Dimensions of Language Change. B.G. Blount and M. Sanches, eds., New York, London: Plenum, Dubois, D. & C. Cance (2005). Mises en discours de l expérience visuelle et cognition située: couleurs et espace. CORELA - Numéros thématiques Espace, Préposition, Cognition. Dubois, D. (2001). Lexique(s) et catégories: de la perception individuelle aux connaissances partagées. In Terminología y cognición. Barcelona: Institut Universitari de Lingüística Aplicada, Universidad Pompeu Fabra, Fábregas, A. (2002). Gramática de los Nombres de Color en Español Actual. Trabajo de Investigación Avanzado, Instituto Universitario Ortega y Gasset / Universidad Complutense de Madrid / Universidad Autónoma de Madrid. Fridman, Kh.Kh., Korsunskaïa, T.G. & I.N. Tcheremisina (1963). Î sisteme tsvetooboznatcheniï v russkom, angliïskom i nemetskom ïazykakh [Μτφρ. Το σύστημα των χρωματικών κατονομασιών στα ρωσικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά]. Utchen. zap. GGPPIIïa, Gorki, Gavriilidou, Z. (1997). Étude comparée des suites NN en français et en grec. Elaboration d un lexique bilingue. Lille: Presses Universitaires du Septentrion. Gavriilidou, Z. (2002). La détermination des noms de sentiments en grec moderne. Languages 145, Paris: Larousse, Geiger, L. (1880). Contributions to the History of the Development of the Human Race. London, Trübner & Co. Geeraerts, D., Grondelaers, S. & P. Bakema (1994). The Structure of Lexical Variation. Meaning, Naming, and Context. Berlin: Mouton de Gruyter. Geeraerts, D. (1985). Les données stéréotypiques, prototypiques et encyclopédiques dans les dictionnaires. Cahiers de lexicologie 46, 1,

285 Giannakidou, A. & M. Stavrou (1999). Nominalization and ellipsis in the Greek DP. The Linguistic Review 16: Gibbs, R.W. (2002). A new look at literal meaning in understanding what is said and implicated. Journal of Pragmatics 34, Gladstone, W.E. (1858). Studies on Homer and the Homeric Ages. Oxford: University Press. Glucksberg, S., Gildea, P. & H.B. Bookin (1982). On Understanding Nonliteral Speech: Can People Ignore Metaphors? Journal if Verbal Learning and Verbal Behavior 21, Gobert, G. & G. Morgan (1988). Color terms in Russian: reflection of typological constraints in a single language. Journal of Linguistics, 24, Goes, J. (1999). L adjectif. Entre nom et verbe. Paris/Brussels: Duculot. Greimas, A.-J. & T.-M. Keane (1991). L éloge du mot. Considérations méthodologiques à propos d un nouveau dictionnaire. Cahiers de Lexicologie, vol. LVIII, I, σσ. 93. Grice, H.P. (1975). Logic and Conversation. Syntax and Semantics, vol.3, P. Cole & J. Morgan (eds.), Academic Press. Reprinted as ch.2 of Grice 1989, Grice, H.P. (1968). Utterer s Meaning, Sentence Meaning, and Word Meaning. Foundations of Language, 4. Reprinted as ch.6 of Grice 1989, Gross, G., Girardin, C., Groud, C., Abdellatif, E & F. Valetopoulos (2001). Un dictionnaire électronique des adjectifs prédicatifs sur une base sémantique. L adjectif en français et à travers les langues, Colloque à Caen. Gross, G. (2000). Elaboration d un dictionnaire électronique. Bulletin de la Société de Linguistique de paris 94, 1, Gross, G. (1996). Les expressions figées en français. Ophrys, Paris. Gross, G. (1994). Classes d'objets et description des verbes, Langages n 115, Larousse, Gross, G. (1989). Les constructions converses en français. Genève: Droz. Gross, G. (1988). Degré de figement des noms composés. Langages 90, Larousse: Paris, Gross, G. (1986). Sur un emploi particulier de certains adjectifs de couleur. Studia Romanica Posnaniensia 12, Gross, M. (1975). Méthodes en Syntaxe, Régime des constructions complétives, Paris. Gu, Y., & Johnson R.K., (1996). Vocabulary Learning Strategies and Language Learning Outcomes. Language Learning 46: 4:

286 Guedou, G. & C. Coninckx (1986). La dénomination des couleurs chez les Fon. Journal de la Société des Africanistes, 56, Halliday, M.A.K. & J.R. Martin (2004). H γλώσσα της επιστήμης. Αθήνα: Μεταίχμιο. [Writing Science: literacy and discursive power. London: Falmer & Pittsburg: University of Pittsburg Press, 1993, σσ. 283]. Hausmann, Fr.-J. (1990). La définition est-elle utile? Regard sur les dictionnaires allemand, anglais et français, La définition, collection «Langue et langage», Paris, Librairie Larousse, Larousse, Heider, Rosch, E. & D.C. Olivier (1972). The structure of the color space for naming and memory in two languages. Cognitive Psychology 3: Hering, E. (1920). Outlines of a Theory of the Light Sense (1964 trans. by L.M. Hurvich and D. Jameson), Cambridge, MA: Harvard University Press. Huckin Th., M. Haynes, and Coady J., (1993). Second language reading and vocabulary learning. Norwood, New Jersey. Hurvich, L.M. & D. Jameson (1955). Some quantitative aspects of an opponent-colors theory. II. Brightness, saturation and hue in normal and dichromatic vision. Journal of the Optical Society of America, 45: Israel, M. (2002). Literally speaking. Journal of Pragmatics 34, Jackson, H. & E. Zé Amvela (2000). Words, Meaning and Vocabulary: An Introduction to Modern English Lexicology, London: Continuum. Jäppinen, A.-K. (2005). Thinking and content learning of mathematics and science as cognitional development in Content and Language Integrated Learning (CLIL): Teaching through a foreign language in Finland. Language and Education 19(2), 148:169. Johnson, M. (1987). The Body and the Mind. The Bodily Basis of Meaning, Imagination, and Reason. Chicago & London: The University of Chicago Press. Harris, Z.S. (1951). Methods In Structural Linquistics. Chicago: The University of Chicago Press. Harris, Z.S. (1964). The Elementary Transformations. T.D.A.P., Université de Pennsylvanie, Επανατύπωση στο Papers in Structural and Transformationl Linguistics, Reidel, Dordrecht, Harris Z.S. (1976). Notes du cours de syntaxe, Paris: Seuil. Hering, E. (1878). On the theory of sensibility to light. Στο Hochberg, J.E. Perception. Prentice-Hall Inc, New Jersey,

287 Horrocks, G. & M. Stavrou (1997). Bounding Theory and Greek Syntax: Evidence for wh-movement in NP. Journal of Linguistics 23, Horrocks, G. & M. Stavrou (1986). A first attempt to explain the distribution of adjectival modifiers in Modern Greek noun phrases. Studies in Greek Linguistics Karanassios, G. (1990). The clausal dimension of the NP. Studies in Greek Linguistics 11, Kay, P. (2003). NSM and the meaning of color words. Theoretical Linguistics 29, Kay, P. & L. Maffi (1999). Color Appearance and the Emergence and Evolution of Basic Color Lexicons. American Anthropologist 101/4, Kay, P., Berlin, B., Maffi, L. & W. Merrifield (1997). Color naming across languages. Στο Color Categories in Thought and Language. C.L. Hardin & L. Maffi (eds.), Cambridge: Cambridge University Press. Kay, P., Berlin, B. & W. Merrifield (1991). Biocultural implications of systems of color naming. Journal of Linguistic Anthropology 1: Kay, P. & Chad K. McDaniel (1978). The linguistic significance of the meanings of basic color terms. Language 54/3, Kay P. (1975). Synchronic variability and diachronic change in basic color terms. Language in Society, 4, Kleiber, G. (2009). Couleurs et espace. Analele Universitatii «Stefan cel Mare» Suceava, Seria Filologie, A. Linguistica, t.xv, n 1, Numéro spécial sur les couleurs (Dosar : Culori în cuvinte), Kleiber, G. (2007). Adjectifs de couleur et gradation : une énigme... «très» colorée. Travaux de linguistique, 2, 55, p DOI: /tl Kleiber, G. (1984). Dénomination et relations dénominatives. Langages 76: Kövecses, Z. (2006). Language, Mind, and Culture. A Practical Introduction. Oxford University Press. Kövecses, Z. (2005). Metaphor in Culture. Universality and Variation. Cambridge University Press. Kövecses, Z. (2002). Metaphor. A Practical Introduction. Oxford University Press. Krashen, S.D. (1988). Second Language Acquisition and Second Language Learning. Prentice-Hall International. 270

288 Krashen, S.D. (1987). Principles and Practice in Second Language Acquisition. Prentice-Hall International. Kristol, A.M. (1978). Color. Les langues romanes devant le phénomène de la couleur. Berne: Francke, pp. 409 (Romanica Helvetica 88). Krylosova, S. (2010). Attrait de la Nouveauté et du Luxe: néologismes chromatiques dans la presse féminine russe contemporaine. Conferinţei internaţionale lexic comun lexic specializat, Neologie şi politici lingvistice, Galaţi, 8 9 Septembrie Kyriakopoulou, T, Martineau, C. & A. Yannakopoulou (2006). Reconnaissance automatique de formes dérivées dans les textes grecs. Στο Actes de la 13 e conférence sur le traitement automatique des langues naturelles, TALN 2006, avril 2006, Leuven (France), éd. UCL Presses Universitaires de Louvain, Kyriacopoulou, T. (2005). Analyse automatique des textes écrits: le cas du grec moderne. Thessaloniki: University Studio Press, pp Kyriacopoulou, T. (2003). Dictionnaire électronique et représentation des mots composés. Ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Λισσαβώνας, Πορτογαλία. Kyriacopoulou, T., Mrabti, S. & A. Yannacopoulou (2002). Le dictionnaire électronique des noms composés en grec moderne. Lingvisticæ Investigationes 25: 1, Amsterdam- Philadelphia: John Benjamins Publishing Co, Lakoff, G. & M. Johnson (1999). Philosophy in the flesh. New York: Basic Books. Lakoff, G. (1993). The contemporary theory of metaphor. In Ortony, A. (Ed.), Metaphor and Thought, pp , 2 nd ed., Cambridge: Cambridge University Press. Lakoff, G. (1990). The Invariance Hypothesis: is abstract reason based on imageschemas? Cognitive Linguistics 1, Lakoff, G. & M. Turner (1989). More than Cool Reason. A Field Guide to Poetic Metaphor. Chicago & London: The University of Chicago Press. Lakoff, G. (1987). Women, fire, and dangerous things: What categories reveal about the mind. Chicago: University of Chicago Press. Lakοff, G. & M. Johnson (1980). Metaphors We Live By. The University of Chicago Press. Chicago and London. Langacker, R.W. (1991). Noms et verbs. Communications, 53, Langacker, R.W. (1987). Foundations of Cognitive Grammar: Theoretical Prerequisites, Τόμος 1. Stanford University Press, pp Leech, G. (1974). Semantics. London: Penguin 271

289 Le Pesant, D. & M. Colas (1998). Les Classes d Objets. Langages, 32, 131. Paris: Larousse. Levinson, S. (2001). Yeli Dnye and the Theory of Basic Color Terms. Journal of Linguistic Anthropology 10(l):3-55. American Anthropological Association. Lucy, J. (1997) The linguistics of color. Στο C.L. Hardin & L. Maffi (eds.), Color categories in thought and language (σσ ). Cambridge: Cambridge University Press. Lucy, J. (1992). Language diversity and Thought. Cambridge: Cambridge University Press. Lyons, J. (2001[1968]). Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία. Αθήνα, Μεταίχμιο. Lyons, J Semantics 1 & 2. Cambridge: Cambridge University Press. MacLaury, R.E. (1997). Color and Cognition in Mesoamerica. Austin: University of Texas. MacLaury, R.E. (1987). Color-category evolution and Shuswap yellowwith-green. American Anthropologist 89: Marinis, T. (1998). The acquisition of expletive definite articles in Modern Greek. In: Cambier-Langeveld, T., Lipták, A. & Radford, M. (eds.): Proceedings of ConSOLE 6, Lisbon, 1997, McNeill, N.B. (1972). Colour and colour terminology. Journal of linguistics 8, 21-33, Cambridge University Press. Magnus, H. (1880). Untersuchungen über den Farbensinn der Naturvölker. Physiologische Abhandlungen: Zweite Reihe, Vol. 7. Fischer eds. Mel'čuk, I. (1988). Semantic Description of Lexical Units in an Explanatory Combinatorial Dictionary: Basic Principles and Heuristic Criteria. International Journal of Lexicography 1, Met, M. (1991). Learning language through content; learning content through language. Foreign Language Annals, 24/4: Milner J.-C. (1978). De la syntaxe à l interprétation, Paris, Seuil. Molinier, Ch. (2006). Les termes de couleur en français. Essai de classification sémantico-syntaxique. In Cahiers de Grammaire N 30, Toulouse: ERSS-Université de Toulouse- Le Mirail. Molinier, Ch. (2005). Sur la forme et le statut des adjectifs de couleur suffixés. In Le français moderne, tome LXXIII, N 2, Paris : CIL. 272

290 Molinier, Ch. (2001). Les adjectifs de couleur en français. Eléments pour une classification. In Revue romane, Copenhague, MUNKSGAARD, International Publishers Ltd. Mollard-Desfour, A. (2009). Le lexique des couleurs français. Observation et problèmes de traduction, Revue roumaine, Analele Universitătii Stefan cel Mare. Seria Filologie, A Lingvistică (n o spécial «Les mots de couleur»). Mollard-Desfour, A. (2008α). Les mots de couleur : des passages entre langues et cultures, Synergies Italie, 4, juin 2008, Mollard-Desfour, A. & P. Fagot (1993). Couleurs contemporaines et société : Observation des lexiques chromatiques dans des situations de commercialisation - Le cas des catalogues de vente par correspondance, Le langage et l homme XXVIII, Morgan, G. & G. Corbett (1989). Russian Colour Term Salience. Russian Linguistics 13, 2, Nation I.S.P. (2001). Learning vocabulary in another language. Cambridge University Press, Cambridge. Newton [1704] Opticks or, a treatise of the reflexions, refractions, inflexions and colours of light : also two treatises of the species and magnitude of curvilinear figures. Commentary by Nicholas Humez (Octavo ed.). Palo Alto, Calif.: Octavo. Noailly, M. (2005). L intensité de la couleur. Remarques sur l emploi de très devant bleu, rouge, vert, jaune. Στο Choi-Jonin I., Bras M., Dagnac A. & Rouquier M. (éds), Questions de classification en linguistique: méthodes et descriptions, Berne, Peter Lang, p Pastoureau, M. (2002). Bleu: Histoire d'une couleur, éditions du Seuil. Oxford, R.L. (2001). Language learning styles and strategies. In M. Celce-Murcia (eds.), Teaching English as a second or foreign language (2nd Ed.). Boston: Heinle & Heinle/International Thomson. Paumier, S. (2010). Unitex user manual. ( (Institut Gaspard-Monge (IGM)). Piattelli-Palmarini, M., Uriagereka, J. & P. Salaburu (eds.) (2009). Of Minds and Language: The Basque Country Encounter with Noam Chomsky. New York: Oxford University Press. Pinker, S. (1994). The language instinct. How the mind creates language. US: William Morrow & Company. 273

291 Quine, W.O. (1970). Las raíces de la referencia. Madrid, Revista de Occidente. Radford, A. (1988). Transformational grammar: a first course. Cambridge: Cambridge University Press. Ralli, A. & M. Stavrou (1998). Morphology-syntax interface: A-N compounds vs. A-N constructs in Modern Greek. In G. Booij, J van Marle (eds.), Yearbook of Morphology 1997, Ralli, A. & M. Stavrou (1995). A-N Compounds vs. A-N Constructs in Greek. Greek Linguistics 95. Proceedings of the 2nd International Conference on Greek Linguistics, ed. by G. Drachman, A. Malikouti-Drachman, C. Klidi & J. Fykias, Graz: Neugebauer Verlag, Ricoeur, P. (1996). Η ζωντανή μεταφορά. Μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης. Εκδ. Κριτική, σσ. 648 (γαλλική έκδ. 1975). Riemsdijk, H.V. (1998). Categorial feature magnetism: The endocentricity and distribution of projections. Journal of Comparative Germanic Linguistics 2: Kluwer Academic Publishers, Netherlands. Rivers, W.H.R. (1901). Primitive Color Vision. Popular Science Monthly, Vol. 59. Rosch, E. (1978). Principle of Categorization. Στο E. Rosch & B.B. Lloyd (eds.), Cognition and Categorization (pp ). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Inc. Rosch, E.H. (1975). Cognitive representations of Semantic Categories. Journal of Experimental Psychology: General 104 (3) (September 1975), Rosch, E.H. (1973). Cognitive Psychology, Vol.4, No.3, (May 1973), Rosch, E. (1972). Universals in Color Naming and Memory, Journal of Experimental Psychology, 93, Roché, M. (1991). De l attribution du genre aux mots nouveaux dans la langue française. Thèse. Toulouse. Sapir, E. (1968). La gradation : recherches sémantiques. In Sapir E., Linguistique, Paris, Editions de Minuit (traduction de l article paru en 1944: Grading: a Study in Semantics, Philosophy in Science, II). Saunders, B.A.C. & J. van Brakel (1997). Are there nontrivial constraints on colour categorization? Behavioral and Brain Sciences 20 (2): Saussure F. de (1916). Cours de linguistique générale. C. Bally & A. Sechehaye (eds.), Μτφρ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα: Παπαζήσης,

292 Savary, A., Krstev, C. & D. Vitas (2007). Inflectional non compositionality and variation of compounds in French, Polish and Serbian, and their automatic processing. In Dziadkiewicz A. & I. Thomas (eds.) «Les langues slaves et le français: approches formelles dans les études contrastives», Bulag 32, Presses de universitaires de Franche-Comté, Savary, A. (2005a). Towards a Formalism for the Computational Morphology of Multi- Word Units. Στο Vetulani (eds.) Human Language Technologies as a Challenge for Computer Science and Linguistics, Proceedings of the 2nd Language & Technology Conference, Poznań, Poland, April Savary, A. (2005b). A Formalism for the Computational Morphology of Multi-Word Units. Archives of Control Sciences 15: 3, Savary, A. (2005c). MULTIFLEX. User s Manual and Technical Documentation. Version 1.0. Technical Report 285, LI-François Rabelais University of Tours: France. Savary, A., Krstev, C. & D. Vitas (2007). Inflectional non compositionality and variation of compounds in French, Polish and Serbian, and their automatic processing. In Dziadkiewicz A. & I. Thomas (eds.) Les langues slaves et le français: approches formelles dans les études contrastives, Bulag 32, Presses de universitaires de Franche-Comté, Savary, A. (2008). Computational Inflection of Multi-Word Units, a contrastive study of lexical approaches. In Linguistic Issues in Language Technology 1: 2, CSLI, Savary, A. (2009). Multiflex: A Multilingual Finite-State Tool for Multi-Word Units. In S. Maneth (ed.) CIAA 2009, LNCS 5642, Searle, J.R. (1993). Metaphor. In Ortony, A. (eds.), Metaphor and Thought (pp ) (2 nd ed.). Cambridge University Press. Selkirk, E. (1982). The Syntax of Words. Linguistic Inquiry Monographs No 7. The M.I.T. Press. Seuren, P.A.M. (1998). Western linguistics: An historical introduction. Wley-blackwell, σσ Silberztein, M. (1990). Le dictionnaire électronique des mots composés. Langue Française, 87, Silvestrini, N. (1996). Les Systèmes de couleur dans l art et les sciences. Catalogue 1, Konstag, Regenbogen verlag Klauss Stromer, Snow, M.A. & D.M. Brinton (eds.) (1997). The content-based classroom: Perspectives on integrating language and content. New York: Longman. 275

293 Søgaard, A. (2005). Compounding theories and linguistic diversity. In Z. Frajzyngier, A. Hodges & D.S. Rood (eds.), Linguistic diversity and language theories, Amsterdam: Benjamins. Stati, S. (1979). La sémantique des adjectifs : essai d'analyse componentielle appliquée aux langues romanes. Saint-Sulpice de Favières: Éditions Jean-Favard, pp.144. Stavrou, M. (1996). Adjectives in Modern Greek : an instance of predication, or an old issue revised. Journal of Linguistics 32, Steinvall, Α. (2002). English Colour Terms in Context. Skrifter från moderna språk 3, Institutionen för moderna språk, Umeå universitet (Sweden). Stump, G. (2001). Inflectional Morphology. A theory of Paradigm Structure. Cambridge: Cambridge University Press. Swain, M. (1999). Integrating language and content teaching through collaborative tasks. Anthology Series Seamed Regional language Center, 40, Talmy, L. (2000). Toward a Cognitive Semantics. Cambridge, MA: MIT Press. Ting-Fang, Wu (2007). The Color Term Hei (black) in Mandarin Chinese: A Cognitive Semantics Study. Master Thesis. Providence University. Tornay, S. (1978). Voir et nommer les couleurs. Nanterre: LABETHNO. Tredinnick, V. (1992). Movement in the Modern Greek Noun Phrases. Penn Review of Linguistics 17, Valetopoulos, F. (2003). Dictionnaire électronique des adjectifs prédicatifs: <adjectifs de goût>. ΜΕΓ 23, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ. Valetopoulos, F. (2001). Les adjectifs prédicatifs du grec: élaboration d un dictionnaire électronique. 5ème Colloque International de Linguistique Grecque : Université René Descartes-Paris V. Paris: L Harmattan. Vollmer, H.J. (2010). Items for a description of linguistic competence in the language of schooling necessary for learning/teaching sciences (at the end of compulsory education) An approach with reference points. Council of Europe, Language and School Subjects Linguistic Dimensions of Knowledge Building in School Curricula, No 2. Van de Velde, D. (1995). Le spectre nominal. Des noms de matière aux noms d abstraction, Louvain-Paris, Editions Peeters. Van Wijk, H.A.C.W. (1959). A cross-cultural theory of colour and brightness nomenclature. Bijdragen tot de Taal-, Land- en Volkenkunde, Deel 115, 2 de Afl.,

294 Vendler, Z. (1968). Adjectives and nominalizations. Mouton, The Hague, Paris. Vendler, Z. (1967). The Grammar of Goodness. In Linguistics in Philosophy, by Z. Vendler, chapter 7. Ithaca: Cornell University Press. VITA HAIR PROFESSIONAL: Wierzbicka, A. (1990). The meaning of color terms: semantic, culture and cognition. Cognitive Linguistics 1, Whittaker, S. (2002). La notion de gradation. Application aux adjectifs, Berne, Peter Lang. Whittaker, S. (1994). L emploi scalaire des adjectifs de couleur. In Boysen G. (éd.), Actes du XIIIe Congrès des Romanistes Scandinaves, Aalborg, Aalborg University Press, p Worf, B. (1040/1956). Language, Thought & Reality. New York: John Wiley & Sons. Ελληνόγλωσσες αναφορές Αλεξανδρή, Κ. (2012). Οι Χρωματικοί Νεολογισμοί της Νέας Ελληνικής στον Γυναικείο Τύπο. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 32: Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ. Αλεξανδρή, Κ. (2011). Νέα Ελληνική ως Ξένη: Η Χρήση Ιστολογίου στη Διδασκαλία. Poster στο 10 ο Διεθνές συνέδριο ελληνικής γλωσσολογίας, Κομοτηνή, Σεπτέμβριος Αλεξανδρή, K. (2010α). Οι Ορισμοί των Ονομάτων που Δηλώνουν Χρώμα στη Σύγχρονη Ελληνική Λεξικογραφία, Πρακτικά 5ης Συνάντησης Μεταπτυχιακών Φοιτητών, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μαΐου 2009, Αθήνα. Αλεξανδρή, K. (2009). Η Μορφολογία των Χρωματικών Όρων στη Νέα Ελληνική. Πρακτικά 7 ου Συνεδρίου για την «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία», ΕΛΕΤΟ, Οκτωβρίου 2009, Αθήνα. Αμβράζης, Ν. & Κ. Αλεξανδρή (2010α). Εφαρμογές στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης: το Portfolio. Στο: Ντίνας, Κ., Χατζηπαναγιωτίδη, Α., Βακάλη, Α., Κωτόπουλος, Τ. & Στάμου, Α. (επιμ.) Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου με διεθνή συμμετοχή "Η Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας (ως πρώτης/μητρικής, δεύτερης/ξένης)", Σεπτεμβρίου 2009, Νυμφαίο Φλώρινας. Αμβράζης, Ν. & Κ. Αλεξανδρή (2010β). Η χρήση του ΦΕΜ (Portfolio) στα πλαίσια της Διδασκαλίας της Ελληνικής ως Ξένης. Μια εφαρμογή στην Τριτοβάθμια 277

295 Εκπαίδευση, 5η Συνάντηση Μεταπτυχιακών Φοιτητών, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας γλωσσολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μαΐου Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2014). Το επίθημα -άτο(ς) στο λεξιλόγιο της ελληνικής κουζίνας. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 34: 46-56, Θεσσαλονίκη. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2012). Το νεοελληνικό κλιτικό σύστημα των ουσιαστικών και οι τάσεις του. Στο: Gavriilidou, Z., Efthymiou, A., Thomadaki, E. & Ρ. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL, Komotini, 10ο Διεθνές συνέδριο ελληνικής γλωσσολογίας, Κομοτηνή, Σεπτέμβριος 2011, σ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2008). Το μόρφημα θεο- στη νέα ελληνική, Στο Γλώσσης χάριν. Τόμος αφιερωμένος από τον Τομέα Γλωσσολογίας στον Καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2007). Το μόρφημα ειδ(ής) στη νέα ελληνική. ΕΛΕΤΟ. Αθήνα: Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2006). Πρόταση για τη διδασκαλία της μεταφοράς. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 27: 45-56, Θεσσαλονίκη. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2003). «Η μορφολογική δομή της Νέας Ελληνικής και η διδακτική της.» Γλωσσολογία 15: Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Ά. (2001). Το στοιχείο -ώδ(ης) στην ελληνική - Μια περίπτωση γραμματικοποίησης. Greek linguistics-proceedings of the 4th International Conference on Greek Language, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, 1999, Θεσσαλονίκη 2001, University Studio Press, σσ Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Ά. (1999). «Το επίθημα -ιν(ός) στη νέα ελληνική», Greek linguistics-proceedings of the 3rd International Conference on Greek Language, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελληνικά Γράμματα, σσ Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Ά. (1997α). Διαδικασίες κατά τη δημιουργία όρων. 1 ο συνέδριο Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία, ΕΛΕΤΟ, Αθήνα, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. (1997β). Η λεξικογραφία στην εκπαίδευση. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Επιμ. Χρήστος Τσολάκης, Κώδικας, Θεσσαλονίκη. Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Α. (1996). Η νεοελληνική σύνθεση. Ζητήματα νεοελληνικής γλώσσας - Διδακτική προσέγγιση, (εκδ.) Γ. Κατσιμαλή & Φ. Καβουκόπουλος, Τομέας Γλωσσολογίας Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, σσ

296 Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (1994). Νεολογικός Δανεισμός της Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Ά. (1993). Μια πρώτη προσέγγιση του επιθήματος -ιάτικ(ος). Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 14. Θεσσαλονίκη 1993, σσ Αναστασιάδη Συμεωνίδη, Ά. (1992). Η νεοελληνική παραγωγή κατά το μοντέλο της D. Corbin», Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 13. Θεσσαλονίκη 1992, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (1987). Ονόματα δηλωτικά χρώματος της Κοινής ΝΕ Συμβολή λεξικολογική, Μελέτες για την ελληνική γλώσσα-πρακτικά της 8 ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., Απρίλιος 1987, Θεσσαλονίκη, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (1986). Η Νεολογία στην Κοινή Ελληνική. Διδακτορική Διατριβή, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παράρτημα Αρ. 65, Θεσσαλονίκη. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (1985). έ: ένα νέο επίθημα στη ΝΕ. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 6. Θεσσαλονίκη 1985, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά., Μητσιάκη, Μ., Βλέτση Ε., Οικονόμου Σ. & Κ. Αλεξανδρή (υπό έκδ.), «Βλέποντας τον κόσμο με άλλα μάτια: φως, χρώματα, οπτικά όργανα». Μια προσέγγιση διδασκαλίας των φυσικών επιστημών μέσω της νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. 15 ο Διεθνές Συνέδριο Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας. Διαθεματικές προσεγγίσεις στη γλωσσική διδασκαλία, Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά., Ευθυμίου Α. & Α. Φλιάτουρας (2012). Τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα της νέας ελληνικής. ΜΕΓ 32, Θεσσαλονίκη, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. & Α. Ευθυμίου (2006). Οι Στερεότυπες Εκφράσεις και η Διδακτική της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. & Α. Φλιάτουρας (2003). Το χαρακτηριστικό [+/-λόγιο] στη νέα ελληνική: ορισμός και ταξινόμηση. Greek linguistics-proceedings of the 6th International Conference on Greek Language. Πανεπιστήμιο Κρήτης 2003, σσ Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά., Βαβατζάνη, Π., Γαλανή, Σ. & Α. Σταυριανάκη (1997). Το Λεξικό Νεολογισμών της Νεοελληνικής. 1 ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία», ΕΛΕΤΟ, Αθήνα,

297 Ανδρέου, Γ. & Ι. Γαλαντόμος (2006). Πρόταση διδασκαλίας των μεταφορών και των ιδιωτισμών της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Investigationes Linguisticae, Vol. XIII. Poznan. Αριστοτέλης (1994). Ελάσσονα Έργα (Περί Χρωμάτων και περί τα Ζώα Ιστορίαι). Εκδ. Κάκτος, Αθήνα. Ἀριστοτέλης (1911). Περὶ Ψυχῆς. Μετάφραση-Σχόλια Παύλου Γρατσιάτου Αθήνα: Φέξη. Βαλετόπουλος, Φ. (2003). Ηλεκτρονικό λεξικό των κατηγορημικών επιθέτων: επίθετα <γεύσης>. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 23: Α.Π.Θ., σσ Βασιλάκη, Σ. & Ε. Τσαμαδού-Jacoberger (1994). Οι επιφωνηματικές προτάσεις στα νέα ελληνικά. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 14: Α.Π.Θ., σσ: Βελούδης, Γ. (2005). Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική. Βλαχάβας, Ι. (2002). Τεχνητή Νοηµοσύνη. Εκδ. Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη. Γαβριηλίδου, Ζ. (2013). Όψεις Επίτασης στη Νέα Ελληνική. Εκδ. Κυριακίδη. Θεσσαλονίκη, σσ Γαβριηλίδου, Ζ. (2002α). Τάξεις Αντικειμένων: Εφαρμογές κατά τη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής ή ως δεύτερης. Journal of Applied Linguistics, vol.16, Θεσσαλονίκη, σσ Γαβριηλίδου, Ζ. (2002β). Η διερεύνηση των λόγων χρήσης λεξικού ως προϋπόθεση για τη διδασκαλία στρατηγικής χρήσης του λεξικού στην τάξη. Στο: Π. Καμπάκη (επιμ.), Η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως μητρικής γλώσσας, Κομοτηνή, σσ Γαβριηλίδου, Ζ. (2001). Η καλλιέργεια του λεξιλογίου με τη βοήθεια των τάξεων αντικειμένων. Πρακτικά 3 ης Επιστημονικής Ημερίδας Νέας Ελληνικής Γλώσσας με θέμα «Η καλλιέργεια της γραπτής γλωσσικής έκφρασης στο σχολείο: αρχές, προβλήματα, προοπτικές και διδακτικές προσεγγίσεις», Αλεξανδρούπολη, σσ Γαβριηλίδου, Ζ. (2000). Τάξεις αντικειμένων: ανάλυση του μοντέλου και εφαρμογή κατά τη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής ή ως δεύτερης. Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία 16. Γαβριηλίδου, Ζ. (1997). Πολυλεκτικά παραθετικά σύνθετα: κατονομασία και κατάδειξη. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 18 ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σσ Γαλαντόμος, Ι. (2008). Η διδασκαλία των μεταφορών και των ιδιωτισμών της νέας ελληνικής ως ξένης/ δεύτερης γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Βόλος,

298 Γιαννουλοπούλου, Γ. (2003). Μορφήματα στα όρια ανάμεσα στην παραγωγή και τη σύνθεση. Η περίπτωση του θεο-, ψιλο- και φέρνω. Πρακτικά του 6 ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας. Ρέθυμνο, Κρήτη. Γιαννουλοπούλου, Γ. (2001) «Η συμβολή της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής στη διαμόρφωση της επιστημονικής ορολογίας των ευρωπαϊκών γλωσσών: Ιστορική θεώρηση». Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία: Ανακοινώσεις 3ου Συνεδρίου της ΕΛΕΤΟ, Γούτσος, Δ. (2003). Σώμα Ελληνικών Κειμένων: Σχεδιασμός και υλοποίηση. Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Σεπτεμβρίου Δενδρινού, Α. (2001). Επιμόρφωση εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτών τους για εναλλακτικά προγράμματα πρόσθετων γλωσσών στην Ε.Ε. Πρακτικά Συνεδρίου «Εκπαίδευση εκπαιδευτών καθηγητών ξένων γλωσσών». Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Αθήνα. Ευθυμίου, Α. (2003). Προθήματα ή πρώτα συνθετικά που δηλώνουν επίταση στη ΝΕ. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 23 ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας Α.Π.Θ, Μαΐου 2002, σσ Ευθυμίου, Α. (1999). Περιληπτική σημασία/αναφορά στα επιθηματοποιημένα ουσιαστικά της νέας ελληνικής, Proceedings of the 3rd international conference on Greek linguistics (Αθήνα, Σεπτεμβρίου 1997), Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, pp Ζάγκα, Ε. (2007α). Η συμβολή των μαθημάτων ειδικότητας στη γλωσσική αγωγή: Η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας με έμφαση στο περιεχόμενο των γνωστικών αντικειμένων του Αναλυτικού Προγράμματος. Διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ., Διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών (ΔΠΜΣ), Επιστήμες της Γλώσσας και της Επικοινωνίας, Ενυάλειο Κληροδότημα, Θεσσαλονίκη. Ζάγκα, Ε. (2007β). Στρατηγικές εκμάθησης του λεξιλογίου κατά τη διδασκαλία της ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας. Ανακοίνωση στο Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα: Η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και οι προκλήσεις της εποχής μας, Σχολή Επιστημών Αγωγής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Θαβώρης, Α.Ι. (1969). Ουσιαστικά από επίθετα (και μετοχές) στη νέα ελληνική. Ελληνικά. Περιοδικόν σύγγραμμα εταιρείας μακεδονικών σπουδών, Παράρτημα, 19, Θεσσαλονίκη. 281

299 Θώμου, Π. (2006). Λεξι(λογι)κές συνάψεις (lexical collocations) στη Νέα Ελληνική ως ξένη γλώσσα. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ιορδανίδου, Α. (2004). Η ορολογία στα λεξικά γενικής γλώσσας. Στο Μ. Κατσογιάννου & Ε. Ευθυμίου (επιμ.) Ελληνική ορολογία: Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Καγκά, Ε. (2001). Διαπολιτισμική επικοινωνία και Διαθεματικότητα: Όψεις και προοπτικές στην Ευέλικτη Ζώνη, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 6, Κακριδή-Φερράρι, Μ. (2001). «Μετάφραση ξένων όρων». Στο Χριστίδης, Α.-Φ. (επιμ.) Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Κισσόπουλος, Δ.Ε. (1968/1991). Η χρωματολογία των αρχαίων (οι όροι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τα χρώματα). Χημικά Χρονικά. Αθήνα. Κονταξάκης Γ. (1979). Χρωματική Θεωρία και Πρακτική. Θεσσαλονίκη. Κουκής, Δ. & Α. Τσακίρης (2010). Αθηνόραμα Alpha Wine Guide. Τα 1150 καλύτερα ελληνικά κρασιά αξιολογημένα και βαθμολογημένα. Δέσμη Εκδοτική Α.Ε. Μανωλέσου, Ι. & Σ. Τσολακίδης (2009). Τα παρατακτικά σύνθετα της Ελληνικής: συγχρονία και διαχρονία. Patras Working Papers in Linguistics, Special issue: Morphology. Volume 1: Μπαμπινιώτης, Γ. (1994). Η Γλώσσα ως Αξία: Το Παράδειγμα της Ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg. Μπόλλα - Μαυρίδου, Β. (1996). Αντιπαραθετική εξέταση των στερεότυπων παρομοιώσεων της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Νικολάου, Γ. (2012). Μορφολογική ανάλυση των επιθέτων της νέας ελληνικής. Στο: Gavriilidou, Z., Efthymiou, A., Thomadaki, E. & Kambakis-Vougiouklis, P. (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL, Komotini, 10ο Διεθνές συνέδριο ελληνικής γλωσσολογίας, Κομοτηνή, Σεπτέμβριος 2011, σ Ντάρτσια, Ει. (2007). Αρχαιοελληνικό-Γεωργιανό Λεξικό Χρωματικών Όρων. 6 ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία». Αθήνα, 1-3 Νοεμβρίου Ξυδόπουλος, Γ.Ι. & Μ. Παυλάκου (2009). Η διαχείριση της ορολογίας της γλωσσολογίας σε δύο μονόγλωσσα συγχρονικά λεξικά της Νέας Ελληνικής: μια πρώτη κριτική αποτίμηση. ΕΛΕΤΟ. Ξυδόπουλος, Γ.Ι. (2008). Λεξικολογία: Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. 282

300 Πλακωτάρης, Κ. (1980). Υλικά και τεχνική στη ζωγραφική και διακοσμητική, 3 η έκδ., Καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο ΩΡΑ, Αθήνα. Πλάτων (1994). Κρατύλος ή περί ορθότητος ονομάτων. Αθήνα: Εκδ. Κάκτος. Σειρά: Οι Έλληνες, 179. Ράλλη, Α. (2007). Η σύνθεση των λέξεων. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Ράλλη, Α. (1991). Λεξική Φράση: Μια μορφολογική ανάλυση. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 11, , Θεσσαλονίκη. Ρεβυθιάδου, Α. (2014). Επαναδρομική Φωνολογική Λέξη στην Ελληνική: Μορφοφωνολογικά επιχειρήματα από δομές σύνθεσης Στο: Γαβριηλίδου, Ζ. & Α. Ρεβυθιάδου (επιμ.) Μελέτες αφιερωμένες στην Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη. Σειρά: Γλώσσας Παράλληλοι: Θεωρία και διδακτικές προτάσεις. Εκδόσεις Σαΐτα. Σγουρούδη, Δ. (2003). Η Μεταφορά και η Συμβολή της στη Γλώσσα. Αθήνα: Κριτική. Σοφιανός, Ν. (1550/1874). Γραμματική. Εκδ. É. Legrand, Athènes-Paris. Σταυριανάκη, Α. (2008). -άκι & -ette: Τα υποκοριστικά επιθήματα της ελληνικής και της γαλλικής. Συγκριτική μελέτη και προεκτάσεις για τη γλωσσική εκμάθηση και διδασκαλία. Σταυριανάκη Α. (2001). «Κατασκευασμένες λέξεις σε άκι: είναι δυνατή μια ενιαία ανάλυση;» Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 22, Α.Π.Θ.: Σταύρου-Σηφάκη, Μ. (1995). Παραθέσεις ή παραθέματα. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 15 ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας Α.Π.Θ, Μαΐου 1994, σσ Τοκατλίδου-Παναγιωτίδου, Β. (1976). Προβλήματα ορολογίας και δανείων. Στο Προβλήματα της Δημοτικής Γλώσσας (Πρακτικά Συμποσίου). Θεσσαλονίκη: Τέχνη, Φιλόπουλος, Β. (1994). Συμβολή στη δημιουργία ελληνικής ορολογίας χρωμάτων, Terminologie et Traduction, 2, Comission Européenne, σ Φούφη, Β. (2012). Μορφολογική, σημασιολογική και συντακτική περιγραφή των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων με τη μορφή Επίθετο και Ουσιαστικό. Προτάσεις εφαρμογής στη διδακτική της ελληνικής ως ξένης/δεύτερης γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ. Χάρης, Γ.Η. (1999). Το αύταρκες ή το αυτάρκες. Εφημερίδα Τα Νέα, 28 Αυγούστου

301 Χειλά-Μαρκοπούλου, Δ. (1986). Τα Συγκριτικά της Νέας Ελληνικής. Συντακτική Ανάλυση του Συγκριτικού Βαθμού Επιθέτων και Επιρρημάτων. Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ. Χριστίδης, Α.-Φ. (2002). Όψεις της γλώσσας, Αθήνα: Νήσος. Χριστίδης, Α.-Φ. (2001). Η φύση της γλώσσας. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Χριστίδης, Α.-Φ. (1999). Όψεις της μεταφοράς. Στο Γλώσσα και νόηση, εκδ. Δ. Κατή, Μ. Κονδύλη & Β. Νικηφορίδου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Λεξικά Εγκυκλοπαίδειες Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ά. (2002) Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης (1962/1998), εκδ. Βοσταντζόγλου. Ιορδανίδου, Ά., επιστ. υπεύθ. (2007). Λεξικό της Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας για Μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Αθήνα: ΕΚΠΑ, Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. Κρύσταλλ, Ντ. ([1980]2013). Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Εκδ. Πατάκη. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) (1998) Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (ΛΚΝ) (1978), εκδ. Ρέκου. Malmkjær, K. (eds.) (1991). The Linguistics Encyclopedia. Routledge, London and New York. Mollard-Desfour, A. (2008β). Dictionnaire de la couleur. Mots et expressions d aujourd hui. Le Blanc, Paris: CNRS Editions. Mollard-Desfour, A. (2005). Dictionnaire des mots et expressions de couleur. Le Noir, Paris: CNRS Editions. Mollard-Desfour, A. (2002). Dictionnaire des mots et expressions de couleur. Le Rose, Paris: CNRS Editions. 284

302 Mollard-Desfour, A. (2000). Dictionnaire des mots et expressions de couleur. Le Rouge, Paris: CNRS Editions. Mounin, G. (1974). Dictionnaire de la Linguistique. Presses Universitaires de France. Μπαμπινιώτης, Γ. (2011). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (ΕΛ). Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα. Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ), Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα. Πολυλεξικό Επιστήμη & Ζωή (2005). Εκδ. Επιστήμη & Ζωή multimedia (ηλεκτρονικό λεξικό σε cd-rom), Θεσσαλονίκη. Τεγόπουλος Φυτράκης (1991), Ελληνικό λεξικό. Εκδ. Πατάκη. Τσιούνης, Σ. (1990), Επίτομο νέο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Εκδ. Αλφειός. Υπερλεξικό της ελληνικής γλώσσας (1997), τ. 1-6, εκδ. Παγουλάτου. Γραμματικές Holton, D., Mackridge, Ρ. & E. Φιλιππάκη-Warburton (1999). Γραμματική της ελληνικής γλώσσας, Μτφρ. Β. Σπυρόπουλος, Αθήνα: Πατάκης, σσ Τίτλος πρωτοτύπου Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language (Λονδίνο: Routledge, 1997). Κλαίρης, Χ. & Γ. Μπαμπινιώτης (σε συνεργασία με τους Αμ. Μόζερ, Αικ. Μπακάκου- Ορφανού, Στ. Σκοπετέα) (2009). Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική - Επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Τριανταφυλλίδης, Μ. ([1926]2002) Νεοελληνική Γραμματική, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [Ανατύπωση της έκδοσης του ΟΕΔΒ (1941)]. Τσοπανάκης, Α. (1998). Νεοελληνική Γραμματική (τρίτη έκδοση), Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε. 285

303 286

304 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) Στα όρια συγχρονίας διαχρονίας Όπως από τα περισσότερα λεξικά πεδία της νέας ελληνικής, έτσι και από το λεξικό πεδίο των χρωμάτων δεν απουσιάζουν όροι που προέρχονται από παλαιότερες φάσεις της ελληνικής γλώσσας. Αναφέρουμε εδώ τους χρωματικούς όρους που βρίσκονται στα όρια μεταξύ της συγχρονίας και της διαχρονίας καθώς και τα επίθετα της αρχαίας ελληνικής που χρησιμοποιούνται σήμερα στην κοινή νέα ελληνική. Οι πληροφορίες που αφορούν την ετυμολογία αντλήθηκαν από το ΛΚΝ (1998) και το ΕΛ (2009), ενώ τα παραδείγματα αναζητήθηκαν στο διαδίκτυο. Τα επίθετα άσπρος και λευκός άσπρος, άσπρη, άσπρο <ελνστ. ἂσπρος < λατ. asper «τραχύς», όπως στη φρ. nummi asperi «καινούργια νομίσματα» (που είχαν μόλις κοπεί και ήταν ακόμη τραχιά, δεν είχαν λειανθεί από τη χρήση). Το λευκό: αρχ. (ήδη μυκ. re-u-ko) < Ι.Ε.*leuk- «φωτεινός, λαμπρός». Διαπιστώνουμε ότι παράλληλα με την τονικότητα, εκφράζει και τη φωτεινότητα. Δεδομένου ότι είναι το φωτεινότερο χρώμα, εφόσον αντανακλά το φως στον μέγιστο βαθμό, δεν είναι παράξενο ότι ορισμένες λέξεις που σημαίνουν «λευκός» και «φωτεινός» ανάγονται σε κοινή ρίζα. Ως προς τη χρήση, το λευκό διακρίνεται από το άσπρο, καθώς συχνά απαντά σε λόγια περιβάλλοντα. Τα επίθετα μαύρο και μελανό αρχ. ἀμαυρός σκοτεινός, χωρίς φως > ελνστ. ρ. ἀμαυρ(ῶ) > μαυρῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. > ελνστ.μαῦρος (αναδρ. σχημ.) μαύρ(ος) ούλης. Το αρχ. επίθετο μέλας, μέλαινα, μέλαν σήμαινε «μαύρος, σκοτεινός». Ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιείται για οτιδήποτε έχει βαθύ σκούρο χρώμα, όπως για τον οίνο, το αίμα, το θάνατο, καθώς και μεταφορικά (π.χ. θανάτου μέλαν νέφος). Σήμερα ωστόσο χρησιμοποιείται αντί του μέλας το επίθετο μαύρος. Το επίθετο αυτό εμφανίζεται κατά την ελληνιστική περίοδο ως μαύρος και μαυρός και προέρχεται από το επίθετο αμαυρός «σκοτεινός, δυσδιάκριτος» μέσω των ρημάτων αμαυρώ και μαυρώ. Σήμερα χρησιμοποιούμε τον μεταπλασμένο σε ώνω ρηματικό τύπο αμαυρώνω, καθώς και το ουσιαστικό αμαύρωση. Το αρχ. επίθετο μέλας επιβιώνει στον όρο μέλας ζωμός (των αρχαίων Σπαρτιατών) και στο τοπωνύμιο Μέλας Δρυμός (δηλ. το μαύρο δάσος) της Γερμανίας (γερμ. 287

305 Schwarzwald), καθώς και στον επιστημονικό χώρο μέσω ελληνογενών επιστημονικών όρων, όπως μελανίνη (πβ. γαλλ. mélanine), μελάνωμα (νεολατινικό melanoma) και, τέλος, στο τοπωνύμιο Μελανησία του Ειρηνικού Ωκεανού, το οποίο πλάστηκε τον 19 ο αι. (γαλλ. Mélanésie) αναλογικά προς το τοπωνύμιο Πολυνησία, από τα μέλας + νησ(ία) (< νήσος), για να δηλώσει τα νησιά που κατοικούνται από κατοίκους με σκούρο δέρμα. Επίσης, έχει σχηματίσει τα σύνθετα: μελαχρινός μεσν. < ελνστ. μελαγχρινός < αρχ. μελαγχρ(ους) «σκουρόχρωμος ως προς το δέρμα», με παραγ. κατάληξη ινός) μελαμψός μεσν. (με ανομοιωτική αποβολή του -ο-) < *μελαν-οψός < αρχ. μέλας, -ανος «μαύρος» + -οψ(ός) < αρχ. όψις. Τα επίθετα κόκκινο και ερυθρό κόκκινος: ελνστ.. < αρχ. κόκκ(ος) + παραγ. κατάληξη ινός. Η σημασία «ερυθρός» οφείλεται στη χρήση των κόκκων πρίνου 202 για τη βαφή ερυθρού χρώματος. ερυθρός: <αρχ. ερυθρός (ήδη μυκ. e-ru-to-ro) < θ. ερυθ- (με παραγ. κατάληξη ρός), μεταπτ. βαθμίδα του θ. που απαντά στο ρ. ερεύθ-ω «κοκκινίζω» < ε- προθεμ. + Ι.Ε. *reudh- «κόκκινος» λατ. ruber (> μτγν. rubeus > γαλλ. rouge «κόκκινος», ισπ. rubio «ξανθός»), σανσκρ. ρudhirá-, αρχ. γερμ. *rauda- (> γερμ. rot, αγγλ. red, ολλ. rood). Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα χρώματα, για τα οποία υπάρχουν ομόρριζες λέξεις στις περισσότερες Ι.Ε. γλώσσες. Ως προς τη χρήση, το ερυθρό διακρίνεται από το κόκκινο, καθώς συχνά απαντά σε λόγια περιβάλλοντα και σε περιορισμένης χρήσης λεξιλογικά πεδία. Το επίθετο γλαυκός λόγ. < αρχ. γλαυκός. Το επίθετο αυτό αποδίδει ποικίλες χρωματικές έννοιες σε διαχρονικό επίπεδο: άλλοτε αναφέρεται σε κάποιο ανοιχτό ή λαμπερό χρώμα, άλλοτε δηλώνει κάποια απόχρωση του κυανού και άλλοτε αντιστοιχεί στο σημερινό γκρίζο. Το επίθετο ιώδης λόγ. < αρχ. ἰώδης. Σημαίνει χαλκοπράσινος, στο χρώμα της σκουριάς ή βιολετής. Σχηματίζει λόγια πολυλεκτικά σύνθετα: ιώδης ιτιά, ιώδης περίοδος, ιώδης σήψη, ιώδης ασβεστόλιθος, ιώδης επιπεφυκίτιδα, ιώδες της γεντιανής (gentian violet), κρυσταλλικό ιώδες. Το επίθετο κυανούς vs. κυανός 202 κόκκ-ιν(ος): Προέρχεται από τη λεξική φράση κόκκος ο βαφικός. Ωστόσο, η αποκοπή συσκοτίζει την έννοια. Βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1999). 288

306 λόγ. < αρχ.κυανοῦς/κυάνεος < ουσ. κύανος «σμάλτο, αζουρίτης» Αρχαιόκλιτο επίθετο που χρησιμοποιείται στα λόγια μονολεκτικά και πολυλεκτικά σύνθετα: κυανόκρανος, κυανέρυθροι, κυανούς σταυρός, κυανούν του μεθυλενίου Το επίθετο πορφυρός λόγ. < αρχ. πορφυροῦς/πορφύρεος < πορφύρα «βαθυκόκκινη χρωστική ουσία (από τον αδένα οστρακοφόρων μαλακίων) ένδυμα αυτοκρατόρων» Σήμερα, τόσο το επίθετο όσο και το ουσιαστικό βρίσκονται σε χρήση κυρίως στη λογοτεχνία (π.χ. πορφυρογέννητος). Συναντώνται, επίσης, στους βυζαντινούς ύμνους, ιδιαίτερα της Μεγάλης Εβδομάδας (π.χ. πορφυρούς κώδιξ των ευαγγελίων). Το επίθετο πυρρός λόγ. < αρχ. πυρρός. Σημαίνει κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος. Απαντά συνήθως σε μονολεκτικά σύνθετα: πυρρότριχος, πυρρόχρους, πυρρόξανθος, πυρρόχρωμος. Το επίθετο φαιός λόγ. < αρχ. φαιός. ΕΔΧ που σημαίνει μουντός γκρίζος, σταχτής. Σχηματίζει μονολεκτικά και πολυλεκτικά σύνθετα: φαιοκίτρινος, φαιοπράσινος, φαιοκόκκινος, φαιοχίτων («μέλος του γερμανικού ναζιστικού κόμματος [από το χρώμα της στολής]»), φαιόχρωμος, λευκόφαιος, υπόφαιος, ωχρόφαιος, φαιά ουσία, φαιός νάνος, φαιός χυτοσίδηρος. Το επίθετο χρυσούς vs. χρυσός μσν. χρυσός < αρχ. χρυσ(οῦς) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ός. Αρχαιόκλιτο επίθετο που έχει αντικατασταθεί από το χρυσός και χρησιμοποιείται στα λόγια πολυλεκτικά σύνθετα, συνοδευόμενο ενίοτε με μια δόση ειρωνείας: χρυσούς αιών, χρυσούς κανών, χρυσούς αγών. Το επίθετο ωχρός λόγ. < αρχ. ὠχρός & σημδ. γαλλ. pale. Το επίθετο ωχρός στην Αρχαιότητα αναφερόταν σε ένα χρώμα υποκίτρινο, παραπλήσιο με το χρώμα της κίτρινης ώχρας και ήταν περίπου συνώνυμο του χλωρός. Το χρώμα αυτό διαχρονικά συνδέθηκε με αρνητικά συναισθήματα, κυρίως με το φόβο (δεδομένου ότι μερικές φορές προκαλεί κιτρίνισμα στο πρόσωπο). Σχηματίζει πολυλεκτικά σύνθετα που απαντούν σε ειδικά λεξιλόγια, κυρίως της ιατρικής: ωχρός σύνδεσμος, ωχρός μυελός, ωχρό σωμάτιο, ωχρή/ωχρά κηλίδα, ωχρά σπειροχαίτη ή ωχρό τρεπόνημα. Τα επίθετα σε χρους 289

307 Αρχαιόκλιτα ΕΔΧ με λόγια χρήση, απαντούν κυρίως στο γραπτό (λογοτεχνία) αλλά και σποραδικά στον προφορικό λόγο. Η σημασία των σύνθετων αυτών επιθέτων είναι που έχει το χρώμα του σημαινόμενου της βάσης. Στο Αντίστροφο Λεξικό της Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2002) απαντούν τα εξής: αιματόχρους, ανθρακόχρους, ανοικτόχρους, άχρους, εβενόχρους, ηλεκτρόχρους, θαλασσόχρους, ιόχρους, ιριδόχρους, κανελόχρους, καστανόχρους, κεραμόχρους, λευκόδους, λευκόχρους, μελιτόχρους, μελίχρους, μολυβδόχρους, ουρανόχρους, πορτοκαλόχρους, πορφυρόχρους, πυρρόχρους, ροδόχρους, σαρκόχρους, σιδηρόχρους, σιτόχρους, σμαραγδόχρους. 2) Νεολογισμοί (πρβλ. παράγραφο 4.12) ΠΙΝΑΚΑΣ 23: Επιλογή νεολογισμών ΓΚΑΜΑ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΜΑΥΡΙΣΜΑΤΟΣ 203 από το Απαλό Μπεζ του Μέικ-απ μέχρι το Βαθύ Μαύρο του Εξαποδώ dark περλέ σκιά (αμφιβολίας) glow ανταύγειες (του πρωταθλητή) απαλό κανελί patent leather απαλό ροζέ μουσταρδί γαλάζιο πουδρί από τη σειρά «Γραφείο Κηδειών Φίσερ» γκρι του καταλύτη (επηρεασμοί από Τιμ Μπάρτον) διακριτικό κρεμ (από τις μπρατέλες του μπικίνι) εκρού του νεκρού από τη σειρά «Μπιούτιφουλ Γκοθ Κοσμέτικς» ζεστό κανελί της αρπαγμένης χένας (το πρώτο μου μπάνιο) θερμό κόκκινο (της σφαλιάρας) καμένο κόκκινο σκαφάτο του Μπέβερλι Χιλς καφέ Μυκονί, θέση Τρία Πηγάδια κιτρινοπράσινα χρυσουλί highlights κόκκινο ιντιέν της σειράς «Ο Μεγάλος Μανιτού» κόκκινο του μπεταντίν (από το χτύπημα στο γόνατο) κουλ σομόν (σας βαριέμαι όλους) λευκό λινό (αντανάκλαση από το σακάκι του διπλανού) λευκό του αφρού της μπίρας (βαρελάκι) λευκό του ροκά (δεν πάω θάλασσα) λευκό του φοιτητή (εξεταστική) ματ μπεζ αρτιστίκ φον-ντε-τεν με τρισδιάστατη ιλουζιόν ματ σε-μπεζάκι (σε γήινους τόνους) με πήρε ο ύπνος στη γέφυρα (μαύρισμα κοτέρου) μια πινελιά βρόμικο ξανθό της φωτογράφισης μοβ-μπλε του Gay Pride μοβ-ροζ της ασφυξίας (με σφίγγει ο κολιές) 203 Του Γιάννη Νενέ, από το περιοδικό LOOK. 290

308 μπεζ σκονί (σηκώθηκε κουρνιαχτό στο Θέατρο Βράχων) μπεζ-καφέ του φρεντοτσίνο (καφετέρια) μπεζ-ροζ πλαζ αμπαλάζ μπεμπέ ροδακινί παιδικής κρεβατοκάμαρας μπίτερ σοκολατί λάμπας φθορισμού spa μπλε γκρεκ (του τατού) μπλε μαρέν (του kick boxing) μπορντό μπαλκάν σβησμένο με πούδρα σε γήινους τόνους μπρονζέ σοκολά πρωινάδικου νατουρέλ λεμονί της κιλοβατώρας (πολλοί προβολείς στην πίστα του μαγαζιού) ντεγκραντέ πορτοκαλοκίτρινο του βερίκοκου που καταλήγει σε λευκό του φωτοστέφανου ντιπ τροπικάλια γκλίτερ ξεροψημένο καροτέν (Σαββατοκύριακο στην Αρετσού) παιδικό ροζ ιδιοσυγκρασίας πιπέρι καγιέν προπέρσινο χρυσαφί μπρονζέ (πάνω στη βιασύνη μου) ροζ της ευτυχίας (επιτέλους με αναγνώρισε το κοινό του Mad) σοκαριστικό ροζ σούπερ ντούπερ ντένταλ γουάιτ (φλασάρει η λεύκανση) τιρκουάζ τρανσπαράν (από το χλώριο της πισίνας) φλαμπέ κοραλλί καφέ φλασάτο λευκό της υπερωρίας φλούο πορτοκαλί της σωστικής λέμβου φότοσοπ (απόχρωση μόκα) φωσφοριζέ λευκό της νύχτας (τη μέρα κοιμάται) χαλαρό ξεκούραστο ροδακινί (ποικιλία Καλιφόρνιας) χιονί ροζ χρυσές ανταύγειες 3) Ενδεικτικός πίνακας ειδικών χρωματικών όρων που χρησιμοποιούνται στη ζωγραφική (πρβλ. κεφάλαιο 5). ΠΙΝΑΚΑΣ 24: Οι ειδικοί χρωματικοί όροι στη ζωγραφική ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΖΩΓΡΑΦΩΝ ΣΤΗ ΝΕ στουπέτσι λιθοπόνιο κιμωλία μαρμαρόσκονη ώχρα σιένα κιννάβαρι μίνιο καρμίνιο(ν) ουλτραμαρίνη σέπια άσφαλτος γραφίτης κτλ. αρζάν ταλκ κίτρινο ουλτραμαρίν κόκκινο βερμιγιόν κόκκινο καρμίν κόκκινο ουλτραμαρίν βιολέ ουλτραμαρίν γαλάζιο ουλτραμαρίν βιολέ/μενεξεδί κοβαλτίου πράσινο ουλτραμαρίν(ου) μαύρο ιβουάρ κτλ. κίτρινο Van Gogh κόκκινο Rubens κόκκινο Rebrandt κόκκινο Van Dyck καφέ van Dyck πράσινο (Paul) Véronese κόκκινο Winsor λευκό μολύβδου λευκό ψευδαργύρου λευκό (του) τιτανίου κίτρινο χρωμίου πορτοκαλί χρωμίου κίτρινο ψευδαργύρου κίτρινο στροντίου κίτρινο καδμίου λεμονί καδμίου κίτρινο κοβαλτίου κίτρινο ώχρας κόκκινο χρωμίου κόκκινο καδμίου πορτοκαλί καδμίου κόκκινο αλιζαρίνης μπλε χαλκού μπλε κοβαλτίου βαθυγάλαζο κοβαλτίου κίτρινο Νεαπόλεως κόκκινο Νεαπόλεως κόκκινο (της) Σαντορίνης κόκκινο Πομπηίας κόκκινο Βενετίας πράσινο Βικτωρίας πράσινο του Τυρόλου πράσινο της Βοημίας καφέ της Φλωρεντίας καφέ της Ρώμης κτλ. ινδικό κίτρινο αγγλικό κόκκινο ινδικό κόκκινο περσικό κόκκινο πρωσικό μπλε κυπριακή όμπρα χρυσή ώχρα ψημένη ώχρα κόκκινο γήινο χρώμα καμένη σιένα όμπρα φυσική πράσινες λάκες ανάμικτο ανοιχτό μέσο σκούρο φωτεινό ζεστό κρύο ψυχρό πορφυρό ψημένο 291

309 σιτρόν ίντιγκο κτλ. κτλ. μαύρο μαγγανίου πράσινο σμαράγδου πράσινο (οξειδίου) χρωμίου πράσινο κοβαλτίου κτλ. κτλ. καμένο νοθευμένο κτλ. ανθρακικό ασβέστιο (κιμωλία) κτλ. 4) Αυτόματη κλίση των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων Α) Κλιτικά διανύσματα (ενδεικτικά) π.χ.ερυθρός-ή-ό ΕΙΚΟΝΑ 1: Κλιτικό διάνυσμα Α1.grf 292

310 π.χ. ιώδες ΕΙΚΟΝΑ 2: Κλιτικό διάνυσμα Ν381.grf π.χ. καστανό ανοιχτό ΕΙΚΟΝΑ 3: Κλιτικός γράφος NC_AN.grf π.χ. ζωηρό λαμπερό κίτρινο ΕΙΚΟΝΑ 4: Κλιτικός γράφος NC_AAN.grf Β) Απόσπασμα λεξικού των πολυλεκτικών σύνθετων μονάδων: α) αρχείο κλιτών τύπων ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:nns ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:nnp ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:gns ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:gnp ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:ans ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:anp ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:vns 293

311 ασημί πλατινέ,ασημί πλατινέ.n+[couleur]:vnp βαθύ σοκολατί καστανό,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:nns βαθιά σοκολατί καστανά,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:nnp βαθύ σοκολατί καστανού,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:gns βαθιού σοκολατί καστανού,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:gns βαθιών σοκολατί καστανών,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:gnp βαθύ σοκολατί καστανό,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:ans βαθιά σοκολατί καστανά,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:anp βαθύ σοκολατί καστανό,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:vns βαθιά σοκολατί καστανά,βαθύ σοκολατί καστανό.n+[couleur]:vnp καστανό ακαζού χάλκινο,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:nns καστανά ακαζού χάλκινα,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:nnp καστανού ακαζού χάλκινου,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:gns καστανών ακαζού χάλκινων,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:gnp καστανό ακαζού χάλκινο,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:ans καστανά ακαζού χάλκινα,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:anp καστανό ακαζού χάλκινο,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:vns καστανά ακαζού χάλκινα,καστανό ακαζού χάλκινο.n+[couleur]:vnp καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:nns καστανά ανοιχτά ιριζέ κόκκινα,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:nnp καστανού ανοιχτού ιριζέ κόκκινου,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:gns καστανών ανοιχτών ιριζέ κόκκινων,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:gnp καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:ans καστανά ανοιχτά ιριζέ κόκκινα,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:anp καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:vns καστανά ανοιχτά ιριζέ κόκκινα,καστανό ανοιχτό ιριζέ κόκκινο.n+[couleur]:vnp καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:nns καστανά ανοιχτά χάλκινα κόκκινα,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:nnp καστανού ανοιχτού χάλκινου κόκκινου,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:gns καστανών ανοιχτών χάλκινων κόκκινων,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:gnp καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:ans καστανά ανοιχτά χάλκινα κόκκινα,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:anp καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:vns καστανά ανοιχτά χάλκινα κόκκινα,καστανό ανοιχτό χάλκινο κόκκινο.n+[couleur]:vnp καστανό κόκκινο Bουργουνδίας,καστανό κόκκινο Bουργουνδίας.N+[Couleur]:Nns καστανού κόκκινου Bουργουνδίας,καστανό κόκκινο Bουργουνδίας.N+[Couleur]:Gns καστανό κόκκινο Bουργουνδίας,καστανό κόκκινο Bουργουνδίας.N+[Couleur]:Ans καστανό κόκκινο Bουργουνδίας,καστανό κόκκινο Bουργουνδίας.N+[Couleur]:Vns καστανό φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:nns καστανά φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:nnp 294

312 καστανού φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:gns καστανών φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:gnp καστανό φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:ans καστανά φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:anp καστανό φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:vns καστανά φουντουκί,καστανό φουντουκί.n+[couleur]:vnp καστανωπό μαύρο,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:nns καστανωπά μαύρα,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:nnp καστανωπού μαύρου,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:gns καστανωπών μαύρων,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:gnp καστανωπό μαύρο,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:ans καστανωπά μαύρα,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:anp καστανωπό μαύρο,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:vns καστανωπά μαύρα,καστανωπό μαύρο.n+[couleur]:vnp κατάξανθο μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:nns κατάξανθα μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:nnp κατάξανθου μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:gns κατάξανθων μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:gnp κατάξανθο μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:ans κατάξανθα μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:anp κατάξανθο μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:vns κατάξανθα μπεζ σαντρέ,κατάξανθο μπεζ σαντρέ.n+[couleur]:vnp μαόνι σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:nns μαόνια σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:nnp μαονιού σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:gns μαονιών σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:gnp μαόνι σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:ans μαόνια σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:anp μαόνι σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:vns μαόνια σοκολά,μαόνι σοκολά.n+[couleur]:vnp μαύρο μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:nns μαύρα μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:nnp μαύρου μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:gns μαύρων μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:gnp μαύρο μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:ans μαύρα μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:anp μαύρο μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:vns μαύρα μπλε,μαύρο μπλε.n+[couleur]:vnp ξανθό ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:nns ξανθά ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:nnp 295

313 ξανθού ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:gns ξανθών ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:gnp ξανθό ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:ans ξανθά ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:anp ξανθό ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:vns ξανθά ακαζού,ξανθό ακαζού.n+[couleur]:vnp ξανθό ανοιχτό κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:nns ξανθά ανοιχτά κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:nnp ξανθού ανοιχτού κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:gns ξανθών ανοιχτών κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:gnp ξανθό ανοιχτό κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:ans ξανθά ανοιχτά κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:anp ξανθό ανοιχτό κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:vns ξανθά ανοιχτά κακάο,ξανθό ανοιχτό κακάο.n+[couleur]:vnp ξανθό ανοιχτό κόκκινο,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:nns ξανθά ανοιχτά κόκκινα,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:nnp ξανθού ανοιχτού κόκκινου,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:gns ξανθών ανοιχτών κόκκινων,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:gnp ξανθό ανοιχτό κόκκινο,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:ans ξανθά ανοιχτά κόκκινα,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:anp ξανθό ανοιχτό κόκκινο,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:vns ξανθά ανοιχτά κόκκινα,ξανθό ανοιχτό κόκκινο.n+[couleur]:vnp πορτοκαλί καδμίου,πορτοκαλί καδμίου.n+[couleur]:nns πορτοκαλί καδμίου,πορτοκαλί καδμίου.n+[couleur]:gns πορτοκαλί καδμίου,πορτοκαλί καδμίου.n+[couleur]:ans πορτοκαλί καδμίου,πορτοκαλί καδμίου.n+[couleur]:vns πορτοκαλί χρωμίου,πορτοκαλί χρωμίου.n+[couleur]:nns πορτοκαλί χρωμίου,πορτοκαλί χρωμίου.n+[couleur]:gns πορτοκαλί χρωμίου,πορτοκαλί χρωμίου.n+[couleur]:ans πορτοκαλί χρωμίου,πορτοκαλί χρωμίου.n+[couleur]:vns πράσινες λάκες,πράσινες λάκες.n+[couleur]:nfp πράσινων λακών,πράσινες λάκες.n+[couleur]:gfp πράσινες λάκες,πράσινες λάκες.n+[couleur]:afp πράσινες λάκες,πράσινες λάκες.n+[couleur]:vfp ψημένη ώχρα,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:nfs ψημένης ώχρας,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:gfs ψημένη ώχρα,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:afs ψημένη ώχρα,ψημένη ώχρα.n+[couleur]:vfs 296

314 β) αρχείο λημματικών τύπων ασημί(ασημί.n305:ns) πλατινέ(πλατινέ.a10:ns),nc_an+[couleur] βαθύ(βαθύς.a300:ns) σοκολατί(σοκολατί.a10:ns) καστανό(καστανό.n304:ns),nc_aan+[couleur] καστανό(καστανό.n304:ns) ακαζού(ακαζού.a10:ns) χάλκινο(χάλκινος.a4:ns),nc_aan+[couleur] καστανό(καστανό.n304:ns) ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) ιριζέ(ιριζέ.a10:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns),nc_naaa+[couleur] καστανό(καστανό.n304:ns) ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns) χάλκινο(χάλκινος.a4:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns),nc_naaa+[couleur] ξανθό(ξανθό.n304:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns) Βουργουνδίας,NC_ANXX+[Couleur] ξανθό(ξανθό.n304:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns) ιριζέ(ιριζέ.a10:ns),nc_aan+[couleur] ξανθό(ξανθό.n304:ns) κόκκινο(κόκκινος.a4:ns) μαόνι(μαόνι.n303:ns),nc_aan+[couleur] ξανθό(ξανθό.n304:ns) πλατινέ(πλατινέ.a10:ns),nc_an+[couleur] μαύρο(μαύρο.n31:ns) κερασί(κερασί.a10:ns),nc_an+[couleur] μαόνι(μαόνι.n303:ns) σοκολά(σοκολά.a10:ns),nc_an+[couleur] μαύρο(μαύρο.n31:ns) μπλε(μπλε.a10:ns),nc_an+[couleur] μελί(μελί.n305:ns) καφέ(καφέ.n305:ns)-κίτρινο(κίτρινο.n31:ns),nc_aan_sing+[couleur] νεανικό(νεανικός.a1:ns) ερυθρό(ερυθρό.n304:ns),nc_an+[couleur] περλέ(περλέ.n305:ns) ανοιχτό(ανοιχτός.a1:ns),nc_an+[couleur] περσικό(περσικός.a1:ns) κόκκινο(κόκκινο.n31:ns),nc_sing+[couleur] πυκνό(πυκνός.a1:ns) κόκκινο(κόκκινο.n31:ns),nc_an+[couleur] πορτοκαλί(πορτοκαλί.n305:ns) καδμίου,nc_anx+[couleur] πορτοκαλί(πορτοκαλί.n305:ns) χρωμίου,nc_anx+[couleur] πορτοκαλί(πορτοκαλί.n305:ns) χαλκόχρωμο(χαλκόχρωμος.a2:ns),nc_an+[couleur] πράσινες(πράσινος.a4:fp) λάκες(λάκα.n221:fp),nc_pluriel+[couleur] πράσινο(πράσινο.n31:ns) Veronese(Veronese.N305:ns),NC_sing+[Couleur] 5) Ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διδακτική εφαρμογή ΠΊΝΑΚΑΣ 25: Ερωτηματολόγιο1 Test 1 Α. Οι βασικοί όροι που δηλώνουν χρώμα σε μια γλώσσα είναι 11. Ποιοι πιστεύετε ότι είναι αυτοί;

315 Β. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του κόκκινου. Αναφέρετε όσες σας έρχονται στο νου (μπορείτε να τις δηλώσετε μονολεκτικά ή περιφραστικά): Γ. Στα παρακάτω παραδείγματα, υπογραμμίστε τις μεταφορικές εκφράσεις και αντικαταστήστε τες με άλλες εκφράσεις, χωρίς να αλλάξει το νόημα των προτάσεων: i. Ήμουν ένα μαύρο πρόβατο στο κοπάδι. Ήταν ζήτημα χρόνου να με απολύσουν. ii. Έδωσε λευκή κόλλα στο διαγώνισμα. iii. Τους ευχήθηκε: Άσπρο πάτο! iv. Συμφώνησαν να κάνουν λευκό γάμο. v. Ο Γιάννης είναι χρυσό παιδί. Δ. Μπείτε στο ιστολόγιο: και σχολιάστε τον πίνακα «Λαϊκή Αγορά» του Παναγιώτη Τέτση (1925) απαντώντας στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: α) Ποια χρώματα χρησιμοποιεί ο ζωγράφος; β) Τι πιστεύετε ότι θέλει να δηλώσει με αυτά; γ) Εντοπίστε τα αντικείμενα της εικόνας και συνδυάστε τα με κάποιο χρωματικό επίθετο. π.χ._γαλανά_μάτια 298

316 ΠΊΝΑΚΑΣ 26: Ερωτηματολόγιο 2 Test 2 Α. Οι βασικοί όροι που δηλώνουν χρώμα σε μια γλώσσα είναι 11. Ποιοι πιστεύετε ότι είναι αυτοί; Β. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του μπλε. Αναφέρετε όσες σας έρχονται στο νου (μπορείτε να τις δηλώσετε μονολεκτικά ή περιφραστικά): Γ. Στα παρακάτω παραδείγματα, υπογραμμίστε τις μεταφορικές εκφράσεις και αντικαταστήστε τες με άλλες εκφράσεις, χωρίς να αλλάξει το νόημα των προτάσεων: i. Στη μαύρη λίστα η Ελλάδα για το εμπόριο λευκής σάρκας. ii. Ο χρυσός οδηγός τώρα και στο διαδίκτυο! iii. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε, Μαρία! iv. Το κάμπινγκ Αρμενιστής είναι βραβευμένη ακτή με τη γαλάζια σημαία. v. Ξόδεψα πολλή φαιά ουσία για να λύσω το πρόβλημα. 299

317 Δ. Σχολιάστε τον πίνακα του Δημοσθένη Κοκκινίδη, «Οδυσσέας και Κίρκη». α) Ποια χρώματα χρησιμοποιεί ο ζωγράφος; β) Τι πιστεύετε ότι θέλει να δηλώσει με αυτά; γ) Εντοπίστε τα αντικείμενα (έμψυχα και άψυχα) της εικόνας και συνδυάστε τα με κάποιο χρωματικό επίθετο. π.χ._γαλανά_μάτια 6) Ασκήσεις για τη διδασκαλία της μεταφοράς 1. Διαβάστε τις παρακάτω προτάσεις, υπογραμμίστε τις λέξεις ή/και φράσεις που πιστεύετε ότι χρησιμοποιούνται μεταφορικά και, με τη βοήθεια λεξικού, δώστε την κυριολεκτική σημασία τους: α. Πού εξαφανίστηκες, Μαρία; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε! β. Στη μαύρη λίστα η Ελλάδα για το εμπόριο λευκής σάρκας. γ. Οι άνθρωποι του κίτρινου τύπου είναι αδίστακτοι. Κρύβονται πίσω από ανώνυμες στήλες των εφημερίδων, των εντύπων και των περιοδικών και δε διστάζουν να δημοσιεύουν εντελώς φανταστικά και απαράδεκτα κείμενα. 300

318 δ. Στις τελευταίες εκλογές ψήφισε λευκό. ε. Τον εξουσιοδότησαν να διαπραγματευτεί εν λευκώ την πώληση της εταιρείας. στ. Σε περίοδο γιορτών τα ζαχαροπλαστεία κάνουν χρυσές δουλειές. ζ. Προσπαθεί να του χρυσώσει το χάπι λέγοντάς του ότι, παρά την ταλαιπωρία του, θα έχει πολλά οφέλη στο μέλλον. 2. Συμπληρώστε τα κενά με την κατάλληλη λέξη: 1. Στη τα εισιτήρια για τη συναυλία της Μαντόνα! α. μαύρη λίστα β. μαύρη αγορά γ. μαύρη πώληση 2. θεωρούν οι Τούρκοι το Αγαθονήσι, καθώς η κυριότητα του νησιού είναι αμφισβητούμενη. α. Μαύρη ζώνη β. Λευκή ζώνη γ. Γκρίζα ζώνη 3. Το «Μαύρο Κουτί» του Γιώργου Ηλιόπουλου είναι ένα έργο με και με στοιχεία θρίλερ, για έναν άνθρωπο που στήριξε τη ζωή του σε λάθος στοιχεία και στις λάθος ερμηνείες τους. α. μαύρο χιούμορ β. ροζ οπτική γ. γκρίζα ματιά 4. Το κάμπινγκ Αρμενιστής είναι βραβευμένη ακτή με και πληροί όλα τα κριτήρια της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης. α. τη γαλανόλευκη σημαία β. την πράσινη σημαία γ. τη γαλάζια σημαία 5. -Τι διαβάζεις; -Ένα βιβλίο με τις της ελληνικής μυθολογίας. Μοιάζει με κουτσομπολίστικο περιοδικό εποχής α. γαλάζιες ιστορίες β. ροζ ιστορίες γ. ερυθρές ιστορίες 3. Υπογραμμίστε το σωστό στις παρακάτω προτάσεις. α. Άναψε το πράσινο φως για τη δημιουργία γηπέδου του Παναθηναϊκού στο Βοτανικό, σημαίνει ότι το γήπεδο θα γίνει ή δεν θα γίνει; β. Ο κόκκινος πλανήτης είναι ο Κρόνος ή ο Άρης; γ. Έγινε πράσινος ή κίτρινος από τη ζήλεια του; δ. Ο μαύρος χρυσός είναι πολύτιμος λίθος ή καύσιμο; ε. Τα λευκά είδη είναι είδη οικιακής χρήσης ή γαλακτοκομικά; 4. Αντιστοιχίστε τις μεταφορικές εκφράσεις με τις σημασίες τους (οι σημασίες δίνονται σε αρσενικό γένος): Μεταφορά Σημασία το ποινικό του μητρώο είναι λευκό λευκή ψήφος οι ντομάτες είναι ακόμα πράσινες τα βλέπει όλα ρόδινα σε βλέπω κίτρινο σήμερα Ουδέτερος Αισιόδοξος Καθαρός Χλομός Άγουρος 301

319 5. Να ταιριάξετε τις φράσεις της αριστερής στήλης με τις κατάλληλες φράσεις από τη δεξιά στήλη, ώστε να βγαίνει νόημα. Να γράψετε στα τετραγωνάκια το σωστό αριθμό, όπως στο παράδειγμα. 1. Η καημένη η Καίτη όλο βάσανα και στενοχώριες έχει. Την έδιωξαν από τη δουλειά, τέλειωσαν οι οικονομίες της και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι της. Επιπλέον ο γιος της έμπλεξε με κακές παρέες κι όλο απαιτήσεις είναι, χωρίς να προσφέρει τίποτα στο σπίτι. Δυστυχισμένη γυναίκα! Από τότε που πέθανε ο άντρας της, 2. Α : Πού βρήκες αυτόν τον ανίκανο υπάλληλο; Β: Είναι η μεγαλύτερή μου αποτυχία. Δεν ξέρει τίποτα. Και τα πιο απλά πράγματα του είναι τελείως άγνωστα. Ακόμα δεν κατάλαβα πώς ξεγελάστηκα και τον πήρα. 3. Κλαίει ο Δημητράκης. Φαίνεται ότι κάποια ζημιά έκανε πάλι και τον έδειρε η Αγγέλα. 4. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι τόσο πολύ. Όλοι μας έχουμε κάποτε τις ατυχίες μας. Εσύ όμως, όπως βλέπω, είσαι εντελώς απελπισμένη και απαρηγόρητη. 5. Έφυγε ο Κοσμάς μετανάστης στην Αυστραλία και μας ξέχασε όλους. Τ αδέλφια του, το σπίτι του, τους φίλους του. Οι περισσότεροι άνθρωποι που φεύγουν, θυμούνται με πόνο και νοσταλγία αγαπητά τους πρόσωπα και μέρη που αφήνουν πίσω τους. Ο Κοσμάς όμως έφυγε. α. Τον μαύρισε στο ξύλο, νομίζω, γιατί τον ακούω να φωνάζει δυνατά και να υπόσχεται για χιλιοστή φορά ότι δε θα το ξανακάνει. β. Τα έβαψες μαύρα. Είναι καιρός να καταλάβεις πως πρέπει να αντιδράσεις, να συνέλθεις και να ξαναρχίσεις να χαίρεσαι κι εσύ λίγο. γ. Έχει μαύρα μεσάνυχτα. δ. δεν είδε άσπρη μέρα. ε. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Μας ξέχασε εντελώς σα να μην υπήρξαμε γι αυτόν φίλοι κι αδέλφια στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης. 6. Μεταφράστε στη μητρική σας γλώσσα τις παρακάτω μεταφορικές εκφράσεις: Έδωσε λευκή κόλλα στο διαγώνισμα. Άσπρο πάτο! Μην κάνεις το άσπρο μαύρο! Ξόδεψα πολλή φαιά ουσία για να λύσω το πρόβλημα. Είμαι σε μαύρα χάλια. Συμφώνησαν να κάνουν λευκό γάμο. Ο Γιάννης είναι χρυσό παιδί. Ο χρυσός οδηγός τώρα και στο διαδίκτυο! 302

320 7. Τι σας φέρνουν στο νου αυτές οι λέξεις; Ζωγραφίστε ή κολλήστε μια φωτογραφία δίπλα σε καθεμία, που να παραπέμπει στη σημασία της. οι πράσινοι οι κόκκινοι οι γαλάζιοι οι μαύροι οι λευκοί οι κίτρινοι 8. Να αναζητήσετε στον Τύπο ή στην τηλεόραση χρωματικές μεταφορικές εκφράσεις και να τις δραματοποιήσετε (σε ζευγάρια ή ομάδες) στην τάξη. 9. Να δώσετε τον τίτλο του παρακάτω κειμένου με μια χρωματική μεταφορική έκφραση: Την ανάπτυξη της γεωργίας στην Αφρική με τρόπο που να συνδυάζει «την περιβαλλοντική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα», ζήτησε σήμερα ο αμερικανός ιδρυτής της Microsoft και φιλάνθρωπος Μπιλ Γκέιτς. Ο ίδιος παράλληλα ανακοίνωσε μία δωρεά 120 εκατομμυρίων δολαρίων για την επισιτιστική ασφάλεια στην Αφρική. Ο ιδρυτής της Microsoft κατά την διάρκεια ενός Συμποσίου για το παγκόσμιο βραβείο επισιτισμού στο Ντε Μόιν της Αιόβα στις ΗΠΑ, με φανερή επαναστατική διάθεση δήλωσε: «Έχουμε ανάγκη να επωφεληθούμε από όλες τις νέες τεχνολογίες για την ανάπτυξη νέων ποικιλιών φυτών, τις οποίες πρέπει να δώσουμε στη διάθεση των μικρών αγροτών για να τις χρησιμοποιήσουν». Η χρηματοδότηση των γεωργικών έργων από το Ίδρυμα Γκέιτς γίνεται σε δώδεκα αφρικανικές χώρες και στην Ινδία. (Αγγελιοφόρος, 18/10/09: ).Τίτλος: *(πράσινη επανάσταση) 10. Να δείξετε στο χάρτη πού βρίσκονται τα παρακάτω τοπωνύμια και να αναζητήσετε πληροφορίες στο διαδίκτυο σχετικά με την προέλευση της ονομασίας τους. (α) ο Κίτρινος Ποταμός (β) η Ερυθρά Θάλασσα (γ) η Μαύρη Θάλασσα (δ) η Κίτρινη Θάλασσα (ε) η Κυανή Ακτή 303

321 7) Άσκηση για την εμπέδωση των αποχρώσεων 304

322 8) Αποτελέσματα της έρευνας στη διδασκαλία των ΟΔΧ - Θηκογράμματα ΘΗΚΟΓΡΑΜΜΑ 1: Επιδόσεις των ομάδων στο ερώτημα α (1 ος τρόπος υπολογισμού) 305

323 ΘΗΚΟΓΡΑΜΜΑ 2: Επιδόσεις των ομάδων στο ερώτημα α (2 ος τρόπος υπολογισμού) ΘΗΚΟΓΡΑΜΜΑ 3: Επιδόσεις των ομάδων στο ερώτημα β (1 ος τρόπος υπολογισμού) ΘΗΚΟΓΡΑΜΜΑ 4: Επιδόσεις των ομάδων στο ερώτημα β (2 ος τρόπος υπολογισμού) 306

«Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές»

«Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές» ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ «Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές» W. kandinsky Το χρώμα είναι αναπόσπαστα δεμένο με ότι βλέπουμε γύρω μας. Από τον γύρω

Διαβάστε περισσότερα

Τυπικές προϋποθέσεις απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου εξειδίκευσης

Τυπικές προϋποθέσεις απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου εξειδίκευσης Εκπονώ διπλωματική ερευνητική εργασία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση: αυτό είναι εκπαιδευτική έρευνα; κι αν ναι, τι έρευνα είναι; Αντώνης Λιοναράκης 7-8 Ιουνίου 2008 Τυπικές προϋποθέσεις απόκτησης μεταπτυχιακού

Διαβάστε περισσότερα

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία 5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία Στόχοι της γλωσσολογίας Σύμφωνα με τον Saussure, βασικός στόχος της γλωσσολογίας είναι να περιγράψει τις γλωσσικές δομές κάθε γλώσσας με στόχο να διατυπώσει θεωρητικές αρχές

Διαβάστε περισσότερα

Φυλλάδιο Εργασίας 1. Ενδεικτικές Απαντήσεις. Αξιολόγηση Διδακτικών Δραστηριοτήτων από τα διδακτικά εγχειρίδια

Φυλλάδιο Εργασίας 1. Ενδεικτικές Απαντήσεις. Αξιολόγηση Διδακτικών Δραστηριοτήτων από τα διδακτικά εγχειρίδια Φυλλάδιο Εργασίας 1 Ενδεικτικές Απαντήσεις Αξιολόγηση Διδακτικών Δραστηριοτήτων από τα διδακτικά εγχειρίδια Κωνσταντίνος Κακαρίκος, Ευφροσύνη Κοντοκώστα k_kakarikos@hotmail.com efkodok@yahoo.gr Δραστηριότητα

Διαβάστε περισσότερα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Βασικοί όροι και έννοιες- Δεύτερη # Ξένη γλώσσα Δεύτερη γλώσσα είναι οποιαδήποτε γλώσσα κατακτά ή μαθαίνει ένα άτομο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟ: Δ / Ακ. Έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟ: Δ / Ακ. Έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1. Προγραμματισμός Μαθήματα 1-3: Εισαγωγή στην εκπαιδευτική έρευνα. Επίπεδα έρευνας, δεοντολογία εκπαιδευτικής έρευνας. Ερευνητικές διαδικασίες: Ερευνητικά πλαίσια,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΕΧΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ & ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΕΧΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ & ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ 1 ο ΕΚΦΕ (Ν. ΣΜΥΡΝΗΣ) Δ Δ/ΝΣΗΣ Δ. Ε. ΑΘΗΝΑΣ 1 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΕΧΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ & ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ Α. ΣΤΟΧΟΙ Η παραγωγή λευκού φωτός με τη χρήση λαμπτήρα πυράκτωσης. Η χρήση πηγών φωτός διαφορετικής

Διαβάστε περισσότερα

Συστήματα Πολυμέσων. Ενότητα 4: Θεωρία Χρώματος. Θρασύβουλος Γ. Τσιάτσος Τμήμα Πληροφορικής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Συστήματα Πολυμέσων. Ενότητα 4: Θεωρία Χρώματος. Θρασύβουλος Γ. Τσιάτσος Τμήμα Πληροφορικής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4: Θεωρία Χρώματος Θρασύβουλος Γ. Τσιάτσος Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Κατερίνα Σάλτα ΔιΧηΝΕΤ 2017-2018 ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Διεπιστημονικότητα Ιστορία & Φιλοσοφία της Χημείας Γλωσσολογία Χημεία Διδακτική της Χημείας Παιδαγωγική Ψυχολογία

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ/ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ/ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 1 Εκμάθηση του λεξιλογίου μιας γλώσσας σημαίνει να γνωρίζει ο σπουδαστής τη μορφή, τη σημασία, την κλίση, την παραγωγή, την πραγματολογική λειτουργία, την κοινωνική χρήση μιας λέξης.

Διαβάστε περισσότερα

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε επίσης ότι η ομοιότητα βασικών λέξεων οδήγησε στην

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία Περιεχόμενα Σχετικά με τους συγγραφείς... ΧΙΙΙ Πρόλογος... XV Eισαγωγή...XVΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας Εισαγωγή... 1 Τι είναι η έρευνα;... 2 Τι είναι η έρευνα των επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής: Τρόπος εξέτασης των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων Τα θέματα των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων λαμβάνονται από την ύλη που ορίζεται ως εξεταστέα για κάθε μάθημα κατά το έτος που γίνονται οι εξετάσεις.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 3: Χαρακτηριστικά της Γλώσσας, Ορολογία, Κλάδοι της Γλωσσολογίας Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονική Επετηρίδα, Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τόμος 8 (2015) Παρουσίαση Βιβλίου Ρέντζου, Κ., Σακελλαρίου, Μ. (2014). Ο χώρος ως παιδαγωγικό πεδίο σε προσχολικά περιβάλλοντα

Διαβάστε περισσότερα

Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα

Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα [1] Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα Παρουσίαση και ενδεικτικά παραδείγματα εκπαιδευτικής αξιοποίησης Συντάκτρια: Μαρία Αλεξίου (εκπαιδευτικός ΠΕ02, ΜΔΕ Θεωρητικής Γλωσσολογίας, συντονίστρια του ψηφιακού

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv. ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv. ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. Πληροφοριακή Συμπεριφορά: Εισαγωγή... 3 1.1.

Διαβάστε περισσότερα

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα, Δοµιστική µέθοδος διδασκαλίας - Δοµιστικά Προγράµµατα Γλωσσικής Διδασκαλίας Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας 20ός αιώνας: δοµισµός, F. de Saussure (1916) επιστηµονικό κίνηµα - το όνοµά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ Μέσω κανόνων Πλεονεκτήματα: κέρδος χρόνου, δυνατότητα επαναλήψεων, εκμετάλλευση των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών, λιγότερη διδακτική προετοιμασία.

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10 ΚΡΙΤΗΡΙΑ Εύρος θέματος Τίτλος και περίληψη Εισαγωγή Βαθμολογία

Διαβάστε περισσότερα

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση Πρόλογος Tα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια υπάρχουν δύο έννοιες που κυριαρχούν διεθνώς στο ψυχολογικό και εκπαιδευτικό λεξιλόγιο: το μεταγιγνώσκειν και η αυτο-ρυθμιζόμενη μάθηση. Παρά την ευρεία χρήση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ. Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό την παράθεση των αποτελεσμάτων πάνω σε μια έρευνα με τίτλο, οι ιδέες των παιδιών σχετικά με το

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

Ηχρήση του χρώµατος στους χάρτες

Ηχρήση του χρώµατος στους χάρτες Ηχρήση του χρώµατος στους χάρτες Συµβατική χρήση χρωµάτων σε θεµατικούς χάρτες και «ασυµβατότητες» Γεωλογικοί χάρτες: Χάρτες γήινου ανάγλυφου: Χάρτες χρήσεων γης: Χάρτες πυκνότητας πληθυσµού: Χάρτες βροχόπτωσης:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η Μεθοδολογία της Έρευνας (research methodology) είναι η επιστήμη που αφορά τη μεθοδολογία πραγματοποίησης μελετών με συστηματικό, επιστημονικό και λογικό τρόπο, με σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Γενικές Αρχές Φωτισμού

Γενικές Αρχές Φωτισμού Γενικές Αρχές Φωτισμού ΤΟΜΟΣ Β Σοφία Σωτηροπούλου Δρ. Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Η Φυσιολογία της Οπτικής Αντίληψης και το Φως Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του υποέργου 2 με τίτλο «Ανάπτυξη έντυπου

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ

προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ Δυσκολίες και προβλήματα που έχουν εντοπιστεί στα αρχικά στάδια (της προετοιμασίας και του σχεδιασμού) της ΔΕ στη ΘΕ ΕΚΠ 65 και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Τα προβλήματα αφορούν κυρίως την επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

Προς όλες και όλους τις/τους φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος

Προς όλες και όλους τις/τους φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Πρόεδρος: Φοίβος-Βασίλειος Γκικόπουλος Τηλ. 2310-997584 Εmail: ghico@itl.auth.gr ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Πληροφορίες:

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες

Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες Σκοπός του μαθήματος Να προετοιμάσει τις φοιτήτριες/τους φοιτητές για το εγχείρημα της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΦΥ6755 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Γραμματική της Νέας Ελληνικής ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Επεξεργασία Χαρτογραφικής Εικόνας

Επεξεργασία Χαρτογραφικής Εικόνας Επεξεργασία Χαρτογραφικής Εικόνας Διδάσκων: Αναγνωστόπουλος Χρήστος Κώδικες μετρήσεων αντικειμένων σε εικόνα Χρωματικά μοντέλα: Munsell, HSB/HSV, CIE-LAB Κώδικες μετρήσεων αντικειμένων σε εικόνες Η βασική

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WAIS-IV GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WAIS-IV GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ WAIS-IV G R Το WAIS-IV (Wechsler Adult Intelligence Scale Fourth

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ..................................... 13 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ................................... 14 ΠΡΟΛΟΓΟΣ............................................. 15 ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Α/ Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Απλή Αν κάνετε αναζήτηση µιας λέξης σε ένα αρχαιοελληνικό σώµα κειµένων, αυτό που θα λάβετε ως αποτέλεσµα θα είναι: Μια καταγραφή όλων των εµφανίσεων της λέξης στο συγκεκριµένο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13 1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 17 ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 17 1.1 Η αξία του λεξιλογίου και η θέση του στο γλωσσικό μάθημα 18 1.2 Εμπόδια στη

Διαβάστε περισσότερα

Λεξικός δανεισμός και ειδικά λεξιλόγια Πρόταση για διαθεματική διδασκαλία

Λεξικός δανεισμός και ειδικά λεξιλόγια Πρόταση για διαθεματική διδασκαλία Λεξικός δανεισμός και ειδικά λεξιλόγια Πρόταση για διαθεματική διδασκαλία ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγικό μέρος 2. Ειδικά λεξιλόγια και λεξικός δανεισμός 2.1.Διδακτικές προτάσεις 3. Παράδειγμα διδακτικής εφαρμογής

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία

Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών EGL Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Επίπεδο Προπτυχιακό Μεταπτυχιακό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6 πρώτο δεύτερο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I ΓΑΛ 170 e-french ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής ΓΑΛ 104 Γραπτός λόγος II ΓΑΛ 111 Φωνητική ΓΑΛ 1 Από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή της επιμελήτριας της έκδοσης... xix Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii Πρόλογος... xxv ΜΑΘΗΜΑΤΑ Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης... 1 1. Επιστημολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Clements & Sarama, 2009; Sarama & Clements, 2009 Χωρική αντίληψη και σκέψη Προσανατολισμός στο χώρο Οπτικοποίηση (visualization) Νοερή εικονική αναπαράσταση Νοερή

Διαβάστε περισσότερα

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού Περιεχόμενα 1. Εισαγωγικά στοιχεία 1.1 Η τρέχουσα αντιμετώπιση του γλωσσικού δανεισμού 1.2 Η προσέγγιση του θέματος μέσα από το σχολείο 1.3 Σχετικά

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής»

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής» Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής» Ειδίκευση B «Γραμματισμός, αφήγηση και διδασκαλία της Ελληνικής ως πρώτης και ως δεύτερης/ξένης» Στην ειδίκευση αυτή προσφέρονται

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης http://users.uoa.gr/~dhatziha Αριθμός: 1 Η εισαγωγή σε μια επιστήμη πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Ποιον τομέα και με ποιους τρόπους

Διαβάστε περισσότερα

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών Οι πρακτικές αναφέρονται σε θέματα κριτηρίων επιλογής κειμένων με βάση το επίπεδο ελληνομάθειας

Διαβάστε περισσότερα

Αξιοποίηση Φυσικών Αντιοξειδωτικών στην Εκτροφή των Αγροτικών

Αξιοποίηση Φυσικών Αντιοξειδωτικών στην Εκτροφή των Αγροτικών Ζώων για Παραγωγή Προϊόντων Ποιότητας» 1 Αξιοποίηση Φυσικών Αντιοξειδωτικών στην Εκτροφή των Αγροτικών Ζώων για Παραγωγή Προϊόντων Ποιότητας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Ζωοτεχνίας MIS 380231

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 10 η ( ) Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 10 η ( ) Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 10 η (2018 19) Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/dsh208 Διάρθρωση

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13

Περιεχόμενα. Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13 Περιεχόμενα Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13 Μέρος 1. Το πλαίσιο... 15 1. Οδηγός του βιβλίου... 16 Η προσέγγιση του βιβλίου... 16 Η δομή του βιβλίου... 17 Ιδιαίτερα γνωρίσματα του βιβλίου... 21 Πώς θα

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) «Διερμηνεία και Μετάφραση» Tων Τμημάτων: Φιλολογίας, Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Γαλλικής Γλώσσας και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ............................... 15 ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ................................... 17 ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Κείμενο Η γλώσσα ως αξία Μιλώντας για τη γλώσσα ως αξία-πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος της γαλλικής έκδοσης

Πρόλογος της γαλλικής έκδοσης Πρόλογος της γαλλικής έκδοσης Η Λατινική γραμματική της σειράς Bescherelle είναι μια εύκολη και πλήρης γραμματική της λατινικής γλώσσας, με αντικειμενικό στόχο να δι ευκολύνει τη μελέτη, τη μετάφραση και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Οδηγός Εκπόνησης Μεταπτυχιακής Εργασία ς Βασικά Σημεία Καθορισμός Θέματος Επιλογή Επιβλέποντα Πρωτογενή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ 2010-2013 ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, ΑΠΘ Ημερομηνία 01/07/2013 «ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 5η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία Περιεχόμενο ενοτήτων Ποιοτική αξιολόγηση Ορισμός και στάδια που περιλαμβάνονται Περιεχόμενο: στοιχεία που τη

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Μερικές χρήσιμες(;) υποδείξεις. Βασίλης Παυλόπουλος

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Μερικές χρήσιμες(;) υποδείξεις. Βασίλης Παυλόπουλος ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Μερικές χρήσιμες(;) υποδείξεις Βασίλης Παυλόπουλος Διάγραμμα της παρουσίασης Πότε (δεν) χρειάζονται πίνακες και σχήματα σε μια ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Εισαγωγή στην Παιδαγωγική ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Χειμερινό εξάμηνο 2016-2017 Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Επίκουρη καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Θεματική του μαθήματος Έννοια και εξέλιξη της Παιδαγωγικής

Διαβάστε περισσότερα

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2 Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Α. Παράμετροι που επηρεάζουν την εκμάθηση μιας Γ2 Πολλές παράμετροι επηρεάζουν τη διαδικασία αυτή. Σύμφωνα με τον

Διαβάστε περισσότερα

Σύγχρονες τεχνικές σχεδιασμού κομμωτικής

Σύγχρονες τεχνικές σχεδιασμού κομμωτικής Σύγχρονες τεχνικές σχεδιασμού κομμωτικής ΚΟΜ 108 Εβδομάδα 12 Χρώμα, Σχήμα και κίνηση στο ελεύθερο σχέδιο Χρωµατοµετρία είναι η µέτρηση των χρωστικών ενός διαλύµατος και µετριέται µε το χρωµατόµετρο. Το

Διαβάστε περισσότερα

H ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΡΑ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

H ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΡΑ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου H ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΡΑ Χαράλαμπος Χαραλάμπους Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου Πίστευε και μη ερεύνα Πίστευε και μη, ΕΡΕΥΝΑ! Στάδια έρευνας σε σχολική βάση: Μεθοδολογικές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας Ομιλία με θέμα: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Εκδήλωση αριστούχων μαθητών: Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική

Διαβάστε περισσότερα

1. Σκοπός της έρευνας

1. Σκοπός της έρευνας Στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων πιστοποίησης ελληνομάθειας 1. Σκοπός της έρευνας Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι κυριότατα πρακτικός. Η εξέταση των δεκτικών/αντιληπτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ Ονοµατικά σύνολα της Νέας Ελληνικής: Εξάλειψη µορφολογικών αµφισηµιών

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WISC-V GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WISC-V GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ WISC-V G R Το WISC-V (Wechsler Intelligence Scale fr

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ Δέσποινα Σιδηροπούλου-Δημακάκου Καθηγήτρια Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 1 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Αναφέρεται

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Περίληψη (Abstract),(

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Περίληψη (Abstract),( ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Περίληψη (Abstract),( στην ελληνική και αγγλική γλώσσα Λέξεις κλειδιά Εισαγωγή Επικρατούσες απόψεις Ορισμοί Η Η επιστημονική υπόθεση Περιγραφή αιτιολόγηση της έρευνας ή εφαρμογής Αποτελέσματα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

Επαγγελματικές κάρτες

Επαγγελματικές κάρτες Επαγγελματικές κάρτες Αφροδίτη Οικονόμου Νηπιαγωγός afoikon@uth.gr Η παρουσίαση αναπτύχθηκε για την πλατφόρμα Ταξίδι στον γραμματισμό Θεματική: Τα επαγγέλματα των γονιών της τάξης μας ΤΙΤΛΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Ι [1+31 \Ι 111 ΝΙ \ε. \(t ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ 1 η ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ (ΑΛΛΗΛΟ-)ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ 2012-2013. Διοργάνωση: Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Β. Καλοκύρη Παρασκευή 14 - Σάββατο

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 16: Ποιοτικές ερμηνευτικές μέθοδοι έρευνας στη φυσική αγωγή (σελ.341-364) του βιβλίου «Για μία καλύτερη φυσική αγωγή» (Παπαιωάννου, Α., Θεοδωράκης Ι.,

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ WPPSI-III G R Η Κλίμακα WPPSI (Wechsler Preschool and Primary Scale

Διαβάστε περισσότερα

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ 2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ 2.1. Πρόγραμμα Σπουδών Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας του Νηπιαγωγείου Στόχοι - Άξονες Περιεχομένου Κατανόηση θέματος που εκφέρεται στην ΕΝΓ.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ 2010-2015 ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, ΑΠΘ Ημερομηνία 31/08/2014 Παραδοτέο 1.4.12 «ΕΤΗΣΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 5 Έννοιες και Κλασική Θεωρία Εννοιών Έννοιες : Θεμελιώδη στοιχεία από τα οποία αποτελείται το γνωστικό σύστημα Κλασική θεωρία [ή θεωρία καθοριστικών

Διαβάστε περισσότερα

Ψηφιακή Επεξεργασία και Ανάλυση Εικόνας. Παρουσίαση 12 η. Θεωρία Χρώματος και Επεξεργασία Έγχρωμων Εικόνων

Ψηφιακή Επεξεργασία και Ανάλυση Εικόνας. Παρουσίαση 12 η. Θεωρία Χρώματος και Επεξεργασία Έγχρωμων Εικόνων Ψηφιακή Επεξεργασία και Ανάλυση Εικόνας Παρουσίαση 12 η Θεωρία Χρώματος και Επεξεργασία Έγχρωμων Εικόνων Εισαγωγή (1) Το χρώμα είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας περιγραφής, που συχνά απλουστεύει κατά

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Μάθηση και γνώση: μια συνεχής και καθοριστική αλληλοεπίδραση Αντώνης Λιοναράκης Στην παρουσίαση που θα ακολουθήσει θα μιλήσουμε

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 6 Μηχανισμοί επεξεργασίας οπτικού σήματος Οι άλλες αισθήσεις Πέτρος Ρούσσος Η αντιληπτική πλάνη του πλέγματος Hermann 1 Πλάγια αναστολή Η πλάγια αναστολή (lateral inhibition)

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ 2010-2015 ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, ΑΠΘ Ημερομηνία 28/02/2015 2/38 «ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ 2015-2016 Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ 2015-2016 Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ 2015-2016 Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας στην Α Γυμνασίου διδάσκεται τρεις (3) περιόδους την εβδομάδα. Συνεπώς, το σύνολο

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων. Ταυτότητα της Έρευνας Το Πρόγραμμα της Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων και Νεοεισερχομένων Εκπαιδευτικών προσφέρεται κάθε

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση Αντιπαράθεση φύσης ανατροφής η ανάπτυξη είναι προκαθορισμένη κατά την γέννηση από την

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. του αντικειμένου προσεγγίσεων...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. του αντικειμένου προσεγγίσεων... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγή..................................................... 17 1.1 Νόηση και γνώση και η σχέση

Διαβάστε περισσότερα

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου Γλωσσική επιμέλεια // Διαμόρφωση και οργάνωση κειμένου Η γλωσσική επιμέλεια αφορά τη γλωσσική μορφή και το περιεχόμενο, ενώ η διαμόρφωση και

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Αυτό το μάθημα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ. 1. Εξέδρες για αεροφωτογράφηση

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ. 1. Εξέδρες για αεροφωτογράφηση ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ 1. Εξέδρες για αεροφωτογράφηση Από τη στιγμή που άνθρωπος ανακάλυψε τη σπουδαιότητα της αεροφωτογραφίας, άρχισε να αναζητά τρόπους και μέσα που θα του επέτρεπαν

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: 202-203 ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα η Ενότητα Οι πρώτες μέρες σε ένα σχολείο Διδακτικές : 9

Διαβάστε περισσότερα

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α ΝΕΟ βιβλιο_layout 1 23/9/2016 4:25 μμ Page 7 Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α Πρόλογος... 13 Ευχαριστίες... 17 Εισαγωγή... 19 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕφαλαιΟ 1 Διαθεματικότητα και η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης 1.1. Ενιαιοποιημένα

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα