ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ & ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ & ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ & ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΟΚΟΜΙΑΣ ΜΟΣΧΟΣ Ν. ΤΟΜΠΑΖΙΩΤΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΟΡΜΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΥΒΡΙΔΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΑΤΗΣ ΜΕ ΘΛΙΨΙΓΕΝΕΣ ΞΥΛΟ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΔΑΣΟΣ ΠΕΡΤΟΥΛΙΟΥ ΜΕ ΔΑΣΟΚΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

2 Η έγκριση της παρούσας διδακτορικής διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέα (Ν. 5343/32, άρθρο 202, παρ. 2).

3 Επιβλέπων : Θεοχάρης Ζάγκας, αναπληρωτής καθηγητής Συμβουλευτική επιτροπή : Ηλίας Βουλγαρίδης, καθηγητής Παύλος Σμύρης, καθηγητής Εξεταστική επιτροπή : Ιωάννης Φιλίππου, καθηγητής Κωνσταντίνος Πασιαλής, αναπληρωτής καθηγητής Θέκλα Τσιτσώνη, αναπληρωτής καθηγητής Πέτρος Γκανάτσας, επίκουρος καθηγητής

4 - 1 - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Εισαγωγή Σκοπός έρευνας ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Επίδραση δασοκομικών χειρισμών και δομής του δάσους στο θλιψιγενές ξύλο και στην ποιότητα των δέντρων και του παραγόμενου ξύλου Επίδραση των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των δέντρων και του κορμού τους στο θλιψιγενές ξύλο και στην ποιότητα του παραγόμενου ξύλου Θλιψιγενές ξύλο Επίδραση θλιψιγενούς ξύλου και ποιοτικών χαρακτηριστικών του ξύλου στην πριστή ξυλεία και στην αξιοποίηση του ξύλου ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΥΒΡΙΔΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΑΤΗΣ Συστηματική κατάταξη Γεωγραφική εξάπλωση Δασοκομικές και βιολογικές ιδιότητες Δασοπονική σημασία Κίνδυνοι ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Γεωγραφική θέση Γεωλογικές συνθήκες Εδαφικές συνθήκες Κλιματικές συνθήκες Φυτοκοινωνικές συνθήκες Βιολογικές συνθήκες Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Έρευνα δομής του δάσους Διάκριση δέντρων με το σύστημα κατάταξης του IUFRO Διάκριση ποιοτήτων τόπου Καταγραφή αυξητικών σφαλμάτων σε ιστάμενα δέντρα Καταγραφή αυξητικών σφαλμάτων σε υλοτομημένα δέντρα Καταγραφή σφαλμάτων πριστής ξυλείας 78

5 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ανάλυση δομής των συστάδων στην περιοχή έρευνας Ποιότητα τόπου ΙΙ Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Ποιότητα τόπου ΙV Συνολικά για το τμήμα Ποιοτική αξιολόγηση των δέντρων που υλοτομήθηκαν και του ξύλου τους Αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των ιστάμενων δέντρων Αυξητικά και ποιοτικά γνωρίσματα στο ξύλο των υλοτομημένων δέντρων Εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Οριζόντια εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Κατακόρυφη εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Επίδραση ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ανάλυση δομής των συστάδων στην περιοχή έρευνας Ποιοτική αξιολόγηση των δέντρων που υλοτομήθηκαν και του ξύλου τους Αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά δέντρων και κορμοτεμαχίων Εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Επίδραση ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Επίδραση της δομής των συστάδων στην ποιότητα των δέντρων και δασοκομικοί χειρισμοί που μπορούν να εφαρμοστούν Εμφάνιση, κατανομή και ένταση του θλιψιγενούς ξύλου Επίδραση ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία ΜΕΤΡΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 237

6 - 3 - ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του εγκεκριμένου και χρηματοδοτούμενου από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), προγράμματος ΠΕΝΕΔ 2001, με τίτλο Έρευνα δομής, ιδιοτήτων και μηχανικής κατεργασίας ξύλου ελάτης ακανόνιστης δομής. Η εργασία ξεκίνησε τυπικά το Δεκέμβριο του 2003, με τον καθορισμό του θέματος, άλλα ουσιαστικά άρχισε το καλοκαίρι του 2003, με τη λήψη των πρώτων στοιχείων υπαίθρου και συνεχίστηκε μέχρι την τελική ολοκλήρωση και συγγραφή της, το Δεκέμβριο του Η ενασχόλησή μου με το θέμα της ποιοτικής αξιολόγησης της υβριδογενούς ελάτης και το σφάλμα του θλιψιγενούς ξύλου, στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου Τρικάλων, πραγματοποιήθηκε κατόπιν υπόδειξης του αναπληρωτή καθηγητή του εργαστηρίου Δασοκομίας και επιβλέποντα καθηγητή κ. Θεοχάρη Ζάγκα, έπειτα από πρόταση του καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου Υλοχρηστικής κ. Ηλία Βουλγαρίδη. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε στα εργαστήρια Δασοκομίας και Υλοχρηστικής, με τη βοήθεια του τεχνικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού τους. Με την ολοκλήρωση της ερευνητικής αυτής εργασίας, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον επιβλέποντα καθηγητή μου, αναπληρωτή καθηγητή του εργαστηρίου Δασοκομίας κ. Θεοχάρη Ζάγκα, για το ενδιαφέρον, τις συμβουλές τις υποδείξεις και την καθοδήγησή του, κατά τη διάρκεια της διατριβής αυτής. Επίσης ευχαριστώ: Τον καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου Υλοχρηστικής κ. Ηλία Βουλγαρίδη, μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, που πρότεινε το θέμα της εργασίας και βοήθησε με τις χρήσιμες οδηγίες του και την πολύχρονη εμπειρία του. Τον καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου Δασοκομίας κ. Παύλο Σμύρη, μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την πρόθυμη βοήθεια και τις πολύτιμες συμβουλές του, σε θέματα ανάλυσης δομής του δάσους. Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, καθηγητή κ. Ιωάννη Φιλίππου, αναπληρωτές καθηγητές κ. Κων/νο Πασιαλή και Θέκλα Τσιτσώνη και επίκουρο καθηγητή κ. Πέτρο

7 - 4 - Γκανάτσα, για τις εύστοχες παρατηρήσεις και υποδείξεις τους, καθώς και όσους συνετέλεσαν και βοήθησαν στη διεκπεραίωση της εργασίας αυτής. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στο προσωπικό του Δασαρχείου Περτουλίου και το δασάρχη κ. Φίλιππο Αλεξανδρίδη, για τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που μου παρείχε κατά τη συλλογή των στοιχείων της έρευνας, τον υπεύθυνο και το προσωπικό του εργοστασίου κατασκευής παλετών ΠΡΟΠΑΛΕΤ Α.Ε., καθώς και το προσωπικό του κρατικού πριστηρίου Λιτοχώρου Κατερίνης, όπου έγινε η προετοιμασία και επεξεργασία του υλικού έρευνας. Τέλος ευχαριστώ τους γονείς μου, για τη θερμή υποστήριξη και συμπαράστασή τους, καθώς και για την υπομονή και κατανόηση που έδειξαν. Τους είμαι ευγνώμων.

8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 1.1. Εισαγωγή Το δέντρο ως ζωντανή βιολογική μονάδα του δάσους, εμφανίζει ιδιαίτερη ποικιλία μορφών και χαρακτήρων, τόσο στη μορφολογία του κορμού όσο και στις ιδιότητες του ξύλου, λόγω της επίδρασης, που έχει πάνω του, ο συνδυασμός μιας πληθώρας γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, καθ όλη την πορεία της αύξησής του. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ποιοτικών γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών που καθορίζουν δυναμικά την αξία του δέντρου και των προϊόντων του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς και της παραγωγικής διαδικασίας. Ο όρος ποιότητα ξύλου εκφράζει την ποιοτική κατάσταση του ξύλου σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, ξεκινώντας από την κατάσταση του ιστάμενου δέντρου μέχρι την επεξεργασία και διαμόρφωσή του σε τελικά προϊόντα και αναφέρεται σε επιθυμητά χαρακτηριστικά και ιδιότητες που ικανοποιούν όσο το δυνατό καλύτερα τις απαιτήσεις συγκεκριμένων χρήσεων (Βουλγαρίδης 2002). Η ποιότητα ενός τελικού προϊόντος περιλαμβάνει όλες τις επιμέρους ιδιότητές του, συμπεριλαμβανομένης και της προβλεπόμενης διάρκειας ζωής του, η οποία εξαρτάται από το είδος των υλικών και τη μεθοδολογία κατασκευής του. Ο ποιοτικός έλεγχος των προϊόντων ξύλου, έχει σκοπό να πληροφορήσει τον αγοραστή για την ποιοτική στάθμη ορισμένων ιδιοτήτων του ξύλου, όπως η λειτουργικότητα, η μηχανική αντοχή, η ανθεκτικότητα της επιφάνειας και η κατασκευαστική τελειότητα που εμφανίζει (Γρηγορίου 1987). Ο βαθμός ικανοποίησης των απαιτήσεων του τελικού χρήστη, καθορίζει την ποιότητα του τελειοποιημένου προϊόντος. Παράλληλα χρειάζεται να διαμορφωθούν κανόνες διαβάθμισης της ποιότητας σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της αγοράς και των τελικών καταναλωτών. Ένα σύστημα λεπτομερούς ταξινόμησης για κάθε προϊόν ξύλου, θεωρείται απαραίτητο για να εγγυάται ένα αποδεκτό επίπεδο αποτελεσματικότητας (Johanson et al. 1994). Η ποιοτική κατάσταση του ξύλου των δασικών δέντρων είναι συνάρτηση παραγόντων όπως, (α) δασοπονικό είδος και γενετικά-κληρονομικά στοιχεία που καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες της δομής του, (β) αβιοτικοί παράγοντες (κλίμα, έδαφος, τοπογραφία, θρεπτικά στοιχεία, νερό κλπ.), (γ) βιοτικοί παράγοντες (ζώα,

9 - 6 - έντομα, μύκητες, παρασιτικά φυτά, ζωντανοί οργανισμοί), (δ) ανθρώπινες δραστηριότητες (καλλιέργεια του δάσους, χειρισμός και κατεργασία του ξύλου από το στάδιο συγκομιδής-μετατόπισης μέχρι την κατασκευή τελικών προϊόντων, καταστροφικές επιδράσεις). Η ποιότητα του ξύλου ξεκινά από την ποιοτική στάθμη του δέντρου ως δέντρο μέσα στο δάσος και έπειτα από τη συνολική μεταχείρισή του ως ξυλεία. Ποιοτικά σφάλματα προέρχονται πρωτογενώς από τις συνθήκες αύξησης και ανάπτυξης του δέντρου, άλλα και δευτερογενώς από τις συνθήκες συγκομιδής του ξύλου στο δάσος και της κατεργασίας του στο εργοστάσιο (Βουλγαρίδης 2002). Οι καλλιεργητικέςδασοκομικές επεμβάσεις, αποτελούν την αρχική προσπάθεια για ανύψωση της ποιότητας του ξύλου με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των δέντρων και τη δημιουργία δυνατοτήτων για παραγωγή περισσότερο επιθυμητών χαρακτηριστικών. Η επιλογή και η ανατροφή των δέντρων είναι τα σπουδαιότερα μέτρα βελτίωσης της ποιότητας του ξύλου. Ο φαινότυπος ενός δέντρου διαμορφώνεται με τη συνεπίδραση των κληρονομικών καταβολών του (γενετική ιδιοσυστασία) και των συνθηκών του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται. Η σχεδιασμένη και μεθοδική επίδραση πάνω στο δέντρο, με τη διαμόρφωση κατάλληλου αυξητικού χώρου και ευνοϊκών προϋποθέσεων για την επιθυμητή ανάπτυξή του, αποτελεί εφαλτήριο της ποιοτικής βελτίωσής του (Ντάφης 1990). Ο Brazier (1977) διακρίνει τις δασοκομικές επεμβάσεις που επιδρούν στην ποιότητα των δέντρων και συνεπώς του ξύλου, σε δυο γενικές κατηγορίες: (α) σε χειρισμούς που δρουν απευθείας στα δέντρα, όπως πυκνότητα συστάδας (φυτευτικός σύνδεσμος, κομοστέγη), υλοτομίες (περίτροπος χρόνος, αραιώσεις, καθαρισμοί, θετική ή αρνητική επιλογή) και επικουρικά μέτρα (κλαδεύσεις) και (β) σε χειρισμούς που επιδρούν στο περιβάλλον (σταθμό) του δέντρου και δρουν έμμεσα σε αυτό ως σύνολο μεταβάλλοντας την ποιότητα τόπου όπως, κατεργασία εδάφους, περιορισμός παραβλάστησης, λίπανση ή βαθμίδωση του εδάφους. Η μεταχείριση της ξυλείας που παράγεται από τη στιγμή της υλοτομίας των δέντρων, αποτελεί βασικό κριτήριο για την τελική ποιοτική κατάσταση του ξύλου. Παράγοντες που επιδρούν στη φάση αυτή της παραγωγικής διαδικασίας, είναι η ρίψη του δέντρου και οι ζημιές που μπορούν να προκληθούν σε αυτό ή στα γειτονικά

10 - 7 - δέντρα, η διαμόρφωση των δέντρων σε δασικά προϊόντα (αποκλάδωση, αποφλοίωση, τεμαχισμός κλπ.) με τρόπο που δεν επιτρέπει να υποβαθμίζεται η ποιότητα του ξύλου ή να γίνεται σπατάλη του, η μετατόπιση-μεταφορά της ξυλείας και οι φθορές που μπορεί να υποστεί, η παραμονή του ξύλου σε ανοιχτούς χώρους (υλοτόμια, δασόδρομους, κορμοπλατείες ή άλλες πλατείες συγκέντρωσης) και η έκθεσή του σε περιβαλλοντικές συνθήκες όπου ευνοείται η ανάπτυξη μυκητιακών προσβολών και τέλος η επιμελημένη ξήρανση της ξυλείας και οι παραμορφώσεις που μπορεί να υποστεί (Τσουμής 1959, 1961, Βουλγαρίδης 2002). Η ανάγκη διάκρισης ποιοτήτων ξυλείας, οφείλεται κυρίως στην ανομοιογένεια της δομής του ξύλου, η οποία επιδρά αποφασιστικά στις δυνατότητες τεχνικής αξιοποίησής του. Η πρόβλεψη απόδοσης ενός κορμού ή κορμοτεμαχίου σε πριστή ξυλεία, βασίζεται σε οπτική εκτίμηση των εξωτερικών (επιφανειακών) ποιοτικών χαρακτηριστικών του κορμού, ανάλογα με την παρουσία και ένταση των σφαλμάτων που υπάρχουν. Καθοριστικά κριτήρια για την ποιότητα ξύλου είναι το δασοπονικό είδος, το πλάτος των ετησίων δακτυλίων, η μορφολογία και η κατανομή των κυττάρων και τέλος τα σφάλματα που δημιουργούνται τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του ξύλου (Τσουμής 1961). Τα αυξητικά σφάλματα των δέντρων αποτελούν ποιοτικά γνωρίσματα και μπορούν να διακριθούν σε χαρακτηριστικά μορφής του κορμού σε ιστάμενα άτομα, δηλαδή αποκλίσεις από την τυπική εξωτερική μορφή όπως, (α) απόκλιση από την ευθυτένεια του κορμού (στρέβλωση ή κάμψη), (β) απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση, (γ) διάσπαση του άξονα του κορμού (διχάλωση, δικράνωση, πολυέλαιος), (δ) κλαδοβρίθεια και φυσική αποκλάδωση, (ε) μορφή βάσης (διογκωμένη, γονατοειδής), (στ) ελλιπομορφία (κωνικομορφία), (ζ) υγεία του δέντρου και τραυματικές ακανονιστίες (ραγαδώσεις, εκφλοιώσεις), καθώς και σε ιδιότητες του ξύλου σε υλοτομημένα άτομα, δηλαδή δομικοί χαρακτήρες όπως, (α) ακανόνιστη δομή (θλιψιγενές-εφελκυσμογενές ξύλο), (β) ακανόνιστη διάταξη αυξητικών δακτυλίων (εκκεντρότητα, ψευδείς, ασυνεχείς ή οδοντωτοί δακτύλιοι, διπυρήνωση), (γ) φυσικά αυξητικά χαρακτηριστικά (ρόζοι ή εντεριώνη), (δ) ασυνέχεια ιστών και Με τον όρο εκκεντρότητα εννοείται η έκκεντρη διαμόρφωση της εγκάρσιας διατομής του κορμού με την έκκεντρη τοποθέτηση της εντεριώνης, που έχει ως αποτέλεσμα οι αυξητικοί δακτύλιοι να είναι πλατύτεροι προς τη μια και στενότεροι προς την αντίθετη πλευρά (Τσουμής 1994). Η χρήση του όρου εκκεντρότητα σε οποιοδήποτε σημείο του κειμένου υποδηλώνει τον παραπάνω ορισμό.

11 - 8 - διακοπή της συνέχειας των αυξητικών δακτυλίων (θλιψιγενείς, περιφερειακές ή ακτινικές ραγάδες, ρητινοθύλακες), (ε) απόκλιση ινών από τον άξονα του κορμού (ευθυΐνια ή στρεψοΐνια), (στ) κατάσταση υγείας του ξύλου και χρωματικές αλλοιώσεις ή σήψη από προσβολές οργανισμών (Ντάφης 1990, Tsoumis 1991, Τσουμής, 1994, Desch and Dinwoodie 1996, Βουλγαρίδης 2002). Στην παρούσα έρευνα, σκοπός ήταν η ποιοτική αξιολόγηση δέντρων υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii regis), στο πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου Τρικάλων, με δασοκομικά και υλοχρηστικά κριτήρια και να διερευνηθεί η έκταση και η ένταση εμφάνισης του θλιψιγενούς ξύλου στα δέντρα αυτά, καθώς επίσης και το αποτέλεσμα που έχει στην ποιότητα του ξύλου η παρουσία θλιψιγενούς ξύλου, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σφάλματα. Η απόκτηση γνώσης σχετικά με τη δημιουργία του θλιψιγενούς ξύλου, κατά τη διάρκεια της αύξησης του δέντρου και η εξέταση της επίδρασης που έχουν στο σφάλμα, περιβαλλοντικές και δασοκομικές παράμετροι ή ατομικά χαρακτηριστικά του δέντρου, έχουν σκοπό να βοηθήσουν στην ανάπτυξη προγνωστικών μοντέλων ή διαχειριστικών τεχνικών (μεθόδων), που θα στοχεύουν στον περιορισμό της έντασης σχηματισμού του θλιψιγενούς ξύλου, στο είδος της υβριδογενούς ελάτης. Η επιλογή του είδους της ελάτης, έγινε για το λόγο ότι τα ελατοδάση αποτελούν παραγωγικά σε ξύλο δάση στην Ελλάδα, με θετικό αντίκτυπο στη δασική οικονομία της χώρας και επειδή το θλιψιγενές ξύλο αποτελεί βασικό κριτήριο ποιότητας του παραγόμενου ξύλου, με υψηλή συχνότητα εμφάνισης στο είδος αυτό Σκοπός έρευνας Οι βασικότεροι στόχοι της έρευνας ήταν, Η μελέτη των συνθηκών αύξησης της υβριδογενούς ελάτης και η δυνατότητα διάκρισης των δέντρων με θλιψιγενές ξύλο. Η μελέτη της επίδρασης του ενδοδασικού περιβάλλοντος και της δομής του δάσους στην εμφάνιση και ένταση των αυξητικών σφαλμάτων και ιδιαίτερα του θλιψιγενούς ξύλου, ώστε να προκύψουν τα κατάλληλα δασοκομικά μέτρα και χειρισμοί, που θα μπορούσαν να ληφθούν για την αποτροπή σχηματισμού του.

12 - 9 - Η αξιολόγηση των ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που εμφανίζονται στα δέντρα της ελάτης, με βάση τη συχνότητα εμφάνισής τους και την ένταση που έχουν. Η μελέτη και αξιολόγηση του θλιψιγενούς ξύλου στα δέντρα της υβριδογενούς ελάτης, με τη διάκριση τύπων (μορφών) που σχηματίζονται κατά την κατανομή του, τη μέτρηση της έντασής του (επιφάνειας που καταλαμβάνει σε εγκάρσιες διατομές) και τη συχνότητα (ποσοστό εμφάνισης) με την οποία εμφανίζεται. Η διερεύνηση της αλληλεπίδρασης του θλιψιγενούς ξύλου με άλλα αυξητικά σφάλματα του κορμού και του ξύλου, ώστε να διαπιστωθούν δυνατότητες εκτίμησης του σφάλματος, με τη δημιουργία κατάλληλων συναρτήσεων. Η μελέτη των επιπτώσεων του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα του παραγόμενου ξύλου και η ποιοτική αξιολόγηση της πριστής ξυλείας και των σφαλμάτων που δημιουργούνται σε αυτή.

13 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Επίδραση δασοκομικών χειρισμών και δομής του δάσους στο θλιψιγενές ξύλο και στην ποιότητα των δέντρων και του παραγόμενου ξύλου Η έρευνα για την επίδραση των δασοκομικών χειρισμών και της δομής του δάσους, στην ποιότητα του ξύλου και στο σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου, είναι περιορισμένη διεθνώς και ανύπαρκτη για τα ελληνικά δεδομένα. Οι Macdonald and Hubert (2002), παρουσιάζουν σε μια εκτενή ανασκόπηση για το είδος Picea sitchensis, τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν οι δασοκομικοί παράγοντες στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ξύλου. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκαν κι άλλες έρευνες σε διάφορα δασοπονικά είδη και τεχνικές δασοκομικών επεμβάσεων (Paul 1963, Cown 1974, Brazier 1976, 1977, Zobel et al. 1983, Brazier and Mobbs 1993, IUFRO 1996, Jaghanen and Lageson 1996, Hapla et al. 2000, Peri et al. 2002, Briggs 2002, Bohanek and Groninger 2003). Σχετικά με την επίδραση της δασοκομίας στην ποιότητα του ξύλου ο Τσουμής (1961) αναφέρει ότι υφίστανται στενές σχέσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών αύξησης των δέντρων (κάμψη κορμού, ελλιπομορφία, στρεψοΐνια, ρόζοι, εύρος ετησίων δακτυλίων, ρυθμός αύξησης) και των τεχνικών ιδιοτήτων του ξύλου. Επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δυνατό να επηρεαστούν με δασοκομικά μέτρα συνεπάγεται ότι η ποιότητα ξύλου εξαρτάται από δασοκομικές επεμβάσεις, γεγονός που συσχετίζει τη δασοκομία με την επιστήμη και τεχνολογία του ξύλου. Ο Briggs (2002), σχετικά με την επίδραση των δασοκομικών χειρισμών στην ποιότητα του ξύλου, αναφέρει ως κυριότερες επεμβάσεις στο δάσος, την αραίωση των συστάδων, τη ρύθμιση του αυξητικού χώρου των δέντρων, τις προπαρασκευαστικές υλοτομίες που γίνονται νωρίτερα των κύριων υλοτομιών, τις κλαδεύσεις και τις λιπάνσεις. Με τις παραπάνω επεμβάσεις είναι δυνατό να ελεγχθούν αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως, το πλάτος των αυξητικών δακτυλίων, η αναλογία ανώριμου-ώριμου ξύλου, η κλαδοβρίθεια-ροζοβρίθεια, η μορφή του κορμού (κωνικομορφία, στρέβλωση, απόκλιση από την κατακόρυφη θέση, παραμόρφωση βάσης κλπ.), η στρεψοΐνια και το θλιψιγενές ξύλο, τα οποία δημιουργούν την ποιότητα ξύλου, υπό την επίδραση του περιβάλλοντος (Σχήμα 2.1.1). Επιπλέον ο ίδιος ερευνητής, θεωρεί πολύ σημαντικό το ρόλο της κόμης του δέντρου και υποστηρίζει

14 ότι οι δασοκομικές επεμβάσεις πρέπει να στρέφονται κυρίως στη διαμόρφωση κατάλληλης κόμης και ομοιόμορφου φυτευτικού συνδέσμου, που δημιουργούν τον απαιτούμενο αυξητικό χώρο για την ομαλή ανάπτυξη του δέντρου (Σχήμα 2.1.2). Σχήμα Διάγραμμα παραγόντων που επιδρούν κατά τη διαδικασία με την οποία δημιουργείται η ποιότητα ξύλου (Διασκευή από Briggs 2002). Σχήμα Διάγραμμα παραγόντων που επιδρούν στη σχέση των δασοκομικών χειρισμών και της ποιότητας ξύλου (Διασκευή από Briggs 2002).

15 Οι Macdonald and Hubert (2002) πιστεύουν ότι, οι δασοκομικές πρακτικές, σκοπεύουν να επηρεάσουν έμμεσα την ποιότητα του ξύλου, μέσω της επίδρασής τους στο αυξητικό περιβάλλον της κόμης και του ριζικού συστήματος των δέντρων, ενώ αναφέρουν ότι, μικροί περίτροποι χρόνοι σχετίζονται με αύξηση της ζωτικότητας ή της αναλογίας ανώριμου ξύλου και τη μείωση της μηχανικής αντοχής και της διαστασιακής σταθερότητας του ξύλου. Επίσης προτείνουν, να εφαρμόζονται υλοτομίες πριν το κλείσιμο της κομοστέγης και ανάλογα με το φυτευτικό σύνδεσμο, καταλήγοντας ότι σε κλειστές συστάδες, οι επιλογικές υλοτομίες συνήθως βελτιώνουν την ευθυτένεια, την κλαδοβρίθεια και την αναλογία ανώριμου ξύλου. Οι παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα των δέντρων και του ξύλου που παράγουν, μπορούν να διακριθούν σε 2 ομάδες. Η μια ομάδα σχετίζεται με αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του δέντρου ή του ξύλου και περιλαμβάνει τους ρόζους, την απόκλιση ινών, την πυκνότητα του ξύλου, το μήκος των τραχεΐδων, τη γωνία μικροϊνιδίων, το ανώριμο και θλιψιγενές ξύλο, το μέγεθος, ευθυτένεια, κωνικομορφία και απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του κορμού και το ρυθμό αύξησης του δέντρου. Η δεύτερη ομάδα σχετίζεται με δασοκομικές επεμβάσεις στο δάσος ή στα δέντρα (σε φυτείες) και περιλαμβάνει τον περίτροπο χρόνο, τη ρύθμιση του αυξητικού χώρου (ή φυτευτικού συνδέσμου) των δέντρων, τις αραιώσεις πριν και μετά το κλείσιμο της κομοστέγης, την ανατροφή των νεοφυτειών και πυκνοφυτειών, τις κλαδεύσεις, την καλλιέργεια ή λίπανση του εδάφους και την καταπολέμηση ζιζανίων (Macdonald and Hubert 2002). Οι δασοκομικοί χειρισμοί που στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητας της ξυλείας, μπορούν να διακριθούν, σε εκείνους που επιδρούν στην ποιότητα τόπου και εκείνους που επιδρούν απ ευθείας στα δέντρα. Για το λόγο αυτό, σε μια φυτεία, αρχικά πρέπει να διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες με αρδεύσεις, λιπάνσεις ή κατεργασία εδάφους και έπειτα να ακολουθεί συμπληρωματικά η διαμόρφωση του αυξητικού χώρου των δέντρων, με αραιώσεις ή κλαδεύσεις (Brazier 1976, 1977). Ο αραιός φυτευτικός σύνδεσμος σχετίζεται με αύξηση ρόζων, μείωση ευθυτένειας και αύξηση ανώριμου ξύλου (Brazier and Mobbs 1993).

16 Η αξιολόγηση της ποιότητας ξύλου με μεθόδους διάδοσης κυμάτων (υπερηχητικών και πίεσης), σε δέντρα του είδους Cedrus japonica, 50 ετών, που βρίσκονταν σε 5 διαφορετικές ποιότητες τόπου, με φυτευτικούς συνδέσμους από 1x1 ως και 5x5, έδειξε ότι η ταχύτητα των κυμάτων, που διαδίδονται παράλληλα στις ίνες του ξύλου, ήταν μεγαλύτερη σε δέντρα κατώτερης ποιότητας τόπου, ενώ ο φυτευτικός σύνδεσμος είχε μέτρια επίδραση στην ταχύτητα των κυμάτων (Chuang and Wang 2001). Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στη Νέα Ζηλανδία για το είδος Pinus radiata, η επίδραση υπορόφου με λιβαδικά φυτά (Medicago sativa, Dactylis glomerata) είναι σημαντική, όσον αφορά τα αυξητικά σφάλματα και την ποιότητα κορμού του δέντρου. Επειδή ο ανταγωνισμός της υποβλάστησης και των λιβαδικών φυτών είναι ισχυρός, δέντρα που αναπτύχθηκαν σε γυμνό έδαφος, παρουσίασαν μεγαλύτερη αύξηση, είχαν όμως χειρότερη ποιότητα κορμού με υψηλότερο ποσοστό αυξητικών σφαλμάτων (κλαδοβρίθεια, μέγεθος κλάδων, κλίση, διόγκωση βάσης). Το γεγονός αυτό ενθαρρύνει περισσότερο την ανάπτυξη αγροδασικών συστημάτων, τα οποία εμφανίζουν ιδιαίτερη αποδοτικότητα και οικονομικό κέρδος (Peri et al. 2002). Οι Bohanek and Groninger (2003) παρατήρησαν σε φυτείες καρυδιάς, ότι ο έλεγχος της υποβλάστησης και των ζιζανίων, είχε ισχυρή επίδραση σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των δέντρων, αφού η εμφάνιση παγοραγάδων και αυξητικών σφαλμάτων στο κατώτερο τμήμα του κορμού, αυξήθηκαν κατά 100% και 30% αντίστοιχα, στα δέντρα που δέχθηκαν αυτό το χειρισμό. Επίσης ο πυκνός φυτευτικός σύνδεσμος και η μίξη με μαύρη κλήθρα μείωσε το ποσοστό των σφαλμάτων, σε βάρος όμως της αύξησης του κορμού. Έρευνα για το είδος Cedrus atlantica στα δάση της Ισπανίας, έδειξε ότι οι δασοκομικοί χειρισμοί έχουν άμεση επίδραση στη μορφολογία του δέντρου. Οι ευρύτεροι φυτευτικοί σύνδεσμοι επηρεάζουν περισσότερο δέντρα με εκτεταμένη κόμη και έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεγαλύτερου όγκου τεχνικής ξυλείας με παράλληλη βελτίωση της ποιότητας των ανατομικών και τεχνολογικών ιδιοτήτων. Η ταχυαύξεια των δέντρων ωστόσο μπορεί να επιφέρει υπερβολικό πλάτος ετησίων δακτυλίων ή αυξημένη κλαδοβρίθεια, γεγονός που ελαττώνει την ποιότητα της ξυλείας και αποτελεί όριο των δασοκομικών χειρισμών (Hapla et al. 2000).

17 Σε έρευνα που έγινε σε φυτείες ευκαλύπτου, διαπιστώθηκε ότι οι δασοκομικές επεμβάσεις (κλαδεύσεις-αραιώσεις), έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ποιότητα του ξύλου και την αξία των παραγόμενων προϊόντων (Montagu et al. 2002). Πιο συγκεκριμένα, σε αραιές συστάδες, όπου δεν υπάρχει επαρκής φυσική αποκλάδωση, η εφαρμογή συστήματος κλαδεύσεων και ο περιορισμός εκτεταμένων κλαδιών ή κόμης, επέφερε πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, αυξάνοντας το ποσοστό ποιοτικού και απαλλαγμένου από ρόζους ξύλου, ενώ παράλληλα περιόρισε και άλλα αυξητικά σφάλματα (Montagu et al. 2002). Η εκτίμηση της ποιοτικής κατάστασης συστάδων δασικής πεύκης σε περιοχή της Σουηδίας, έδειξε ότι η στρέβλωση του κορμού και η απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του δέντρου, είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, σε διαφορετικούς τύπους υλοτομιών (αποψιλωτική και κρασπεδική), ενώ τα άλλα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που μελετήθηκαν ήταν η διάμετρος και το ύψος του δέντρου, η ροζοβρίθεια, κωνικομορφία, στρέβλωση και απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του κορμού, καθώς και ο αριθμός και το πλάτος των αυξητικών δακτυλίων (Jaghanen and Lageson 1996). Ο Timell (1986) αναφέρει ότι, η αραίωση μιας συστάδας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση σχηματισμού θλιψιγενούς ξύλου, κάτι που ενδεχομένως οφείλεται στην επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των δέντρων και στη συνεπίδραση άλλων παραγόντων. Μεγαλύτερος αυξητικός χώρος οδηγεί σε μεγαλύτερα κλαδιά και περισσότερους ρόζους, ενώ η δημιουργία ακανόνιστου φυτευτικού συνδέσμου, ωθεί στην επίσης ακανόνιστη κόμη των δέντρων και σε προβλήματα κορμού. Στο συμπέρασμα ότι ο ευρύτερος φυτευτικός σύνδεσμος, επιδρά περισσότερο στο σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου, σε σχέση με στενούς φυτευτικούς συνδέσμους, καταλήγουν οι περισσότεροι ερευνητές (Pillow and Luxford 1937, Westing 1965, Macdonald and Hubert 2002), αποδίδοντας το γεγονός στην ύπαρξη περισσότερων δέντρων με υψηλό ρυθμό αύξησης ή με απόκλιση από την κατακόρυφη θέση, σε αραιές συστάδες. Η συστηματική καλλιέργεια και η διαμόρφωση ενός κατάλληλου αυξητικού χώρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον περιορισμό του σχηματισμού θλιψιγενούς ξύλου. Πρέπει να επιδιώκονται ομοιόμορφοι φυτευτικοί σύνδεσμοι και να αποφεύγεται η δημιουργία διακένων στην κομοστέγη (Knigge 1958).

18 Η διαμόρφωση της επιθυμητής δομής του δάσους με τις κατάλληλες δασοκομικές επεμβάσεις, επιδρά άμεσα ή έμμεσα στην αυξητική δραστηριότητα του δέντρου, δίνοντας άτομα ανάλογης ποιοτικής αξίας. Έτσι η καλλιέργεια του δάσους, καθίσταται σημαντική για τη δημιουργία δέντρων υψηλής ποιότητας και αναφέρεται σε όλες εκείνες τις δασοκομικές επεμβάσεις από τη νεοφυτεία μέχρι τις αναγεννητικές υλοτομίες, που έχουν σκοπό τη δημιουργία δομής και σύνθεσης του δάσους ή του ξυλαποθέματος, που θα ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο διαχειριστικό σκοπό (Ντάφης 1988, 1990). Η χρησιμοποίηση δέντρων που αναλαμβάνουν έπειτα από μακρόχρονη καταπίεση, δεν εξαρτάται από την τρέχουσα ζωτικότητα ή τάση εξέλιξής τους, αλλά και από την ποιοτική τους κατάσταση. Εφόσον είναι καλής ποιότητας, μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη συγκρότηση της μελλοντικής συστάδας (Ντάφης 1969). Τα ζωτικότερα δέντρα εμφανίζουν μεγαλύτερη προδιάθεση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο, ενώ σε ομήλικες συστάδες τα δέντρα του ανωρόφου αναμένεται να εμφανίζουν περισσότερο το σφάλμα αυτό σε σχέση με τα κατώτερα άτομα (Low 1964a, Walker 1993). Η περισσότερα υποσχόμενη μέθοδος για τη μείωση των προβλημάτων που δημιουργούνται από την κατεργασία του θλιψιγενούς ξύλου, είναι η γενετική βελτίωση και ο κατάλληλος δασοκομικός χειρισμός των δέντρων (Zobel et al. 1983, Timell 1986, Estevez et al. 2003). Ο Hammatt (1992) προτείνει τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των δέντρων με τεχνικές που είναι γνωστές από τη βιοτεχνολογία και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε ριζώματα οπωροφόρων δέντρων. Η ιστοκαλλιέργεια, η ενσωμάτωση εμβρύων, η κλωνοποίηση και ο μετασχηματισμός του DNA αποτελούν τεχνικές, που μπορούν, μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, να επινοήσουν κατάλληλες στρατηγικές στη δασική πράξη. Προβλήματα υλοχρηστικής, που σχετίζονται με το θλιψιγενές ξύλο, τείνουν να απασχολήσουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και υψηλή συχνότητα στο μέλλον, λόγω των αναγκών σε ξύλο και της ταχύρυθμης δασοκομίας που εφαρμόζεται, αφού συνεχώς, αυξάνεται η αναλογία της ξυλείας που προέρχεται από πρεμνοφυείς και νεαρότερες συστάδες, όπου οι συνθήκες εμφάνισης θλιψιγενούς ξύλου είναι ευνοϊκότερες (Barger and Ffolliott 1976).

19 Μακροπρόθεσμα δασοκομικά σχέδια και πιστοποίηση της παραγωγής, μέσα από την ενάσκηση ορθολογικής δασοπονίας, αποτελούν αναπτυξιακούς παράγοντες, προσφέροντας ασφαλέστερα κριτήρια και δυνατότητες παραγωγής ξυλείας υψηλής ποιότητας (Macdonald and Hubert 2002). Η αειφορική διαχείριση των δασών και η ποιοτική βελτίωση της δασικής παραγωγής, διασφαλίζεται με την αειφορική πιστοποίηση του ξύλου και των προϊόντων του. Η δημιουργία ενός προτύπου πιστοποίησης του ξύλου πρέπει να βασίζεται στην έρευνα, στις διεθνής υποχρεώσεις, το νομοθετικό πλαίσιο ή την ισχύουσα πολιτική και να στοχεύει στην εξασφάλιση πρόσβασης της πιστοποιημένης ξυλείας στην αγορά (Ευσταθιάδης 2005) Επίδραση των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των δέντρων και του κορμού τους στο θλιψιγενές ξύλο και στην ποιότητα του παραγόμενου ξύλου Όσον αφορά την επίδραση των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των δέντρων και του κορμού τους στο θλιψιγενές ξύλο και στην ποιότητα του παραγόμενου ξύλου, ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό διεθνώς και τα περισσότερα συστήματα ταξινόμησης ποιοτήτων ξυλείας, που υπάρχουν, βασίζονται σε αυτά τα χαρακτηριστικά (Zobel 1962, Timell 1986, Johansson et al. 1994, Perstorper et al. 1995, Arnold et al. 1995, Wilhelmsson et al. 2002, Rune and Warensjö 2002, Constant et al. 2003, Warensjö and Rune 2004). Στην Ελλάδα, οι σχετικότερες έρευνες με ποιοτική αξιολόγηση κορμών δέντρων, είναι αυτή των Μπόσκου κ.α. (2002α), σε μόνιμες πειραματικές επιφάνειες, στην Ευρυτανία, για ποιοτική αξιολόγηση σε κορμοτεμάχια υβριδογενούς ελάτης και του Τσουμή (1961), στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου, για ποιοτική ταξινόμηση της υβριδογενούς ελάτης, με βάση ποιοτικά γνωρίσματα του κορμού ή του ξύλου. Ακόμα, στην περιοχή του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες για το θλιψιγενές ξύλο στα δέντρα ελάτης, με βάση την εμφάνιση ή έντασή του, καθώς και τη σχέση του με άλλα αυξητικά σφάλματα (Μπόγρη 2000, Μπόγρη και Βουλγαρίδης 2002), ενώ οι Ντάσιου και Πασιαλής (2002) στην ίδια περιοχή μελέτησαν το σφάλμα της στρεψοίνιας. Τέλος οι Μουλόπουλος και Τσουμής (1960), μελέτησαν τις αυξητικές ακανονιστίες που υπήρχαν σε δέντρα λεύκης, διαφόρων περιοχών της Μακεδονίας.

20 Σήμερα, στην ελληνική αγορά δεν εφαρμόζεται συστηματικά ποιοτική ταξινόμηση της ξυλείας και η στρογγύλη ξυλεία διατίθεται συνήθως στο εμπόριο, ως μια ενιαία ποιότητα (Μπόσκος κ.α. 2002α). Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, για τη μέτρηση και ταξινόμηση της στρογγύλης ξυλείας (βλέπε παράρτημα 1) και την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας στην παραπάνω οδηγία της ΕΟΚ (βλέπε παράρτημα 2), η διάκριση της ακατέργαστης ξυλείας, γίνεται με βάση τις διαστάσεις και την ποιότητα του ξύλου. Ο Τσουμής (1961), στηριζόμενος σε αυστριακούς κανόνες ταξινόμησης και στα σφάλματα που εμφανίστηκαν στην ακατέργαστη ξυλεία ελάτης στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου, διέκρινε 3 ποιότητες ποιοτικής ταξινόμησης (βλέπε παράρτημα 3) ενώ αναφέρει ότι οι προδιαγραφές για την ποιοτική ταξινόμηση των κορμοτεμαχίων, ορίζουν 3 ποιότητες (Τσουμής 1995): Ποιότητα Α. Κορμοτεμάχια υγιή, ευθυτενή, χωρίς ή σχεδόν χωρίς ρόζους, χωρίς άλλα ελαττώματα ή με μικρά ελαττώματα που δεν επηρεάζουν την αξία χρήσης του ξύλου. Ποιότητα Β. Κορμοτεμάχια συνηθισμένα, υγιή, χωρίς πολλά ελαττώματα που αντισταθμίζονται από την γενικά καλή κατάσταση του ξύλου. Ποιότητα Γ. Κορμοτεμάχια με πολλούς ρόζους, πολύ κωνικόμορφα, με μεγάλη στρεψοΐνια, με σήψη κατά θέσεις και περιφερειακές ραγάδες, σε κακή γενική κατάσταση, όμως όχι άχρηστα. Ο Leibundgut (1970) αναφέρει ότι στην Ελβετία, η ποιοτική κατάταξη του ξύλου, στα κορμοτεμάχια κωνοφόρων, διακρίνεται σε 3 ποιότητες: Ποιότητα n. Κορμός ισχυρά κλαδοβριθής, ευθυτενής (κύρτωση μικρότερη του 1 cm ανά τρέχον μέτρο), χωρίς κωνικομορφία (μείωση διαμέτρου μικρότερη του 1,5 cm ανά τρέχον μέτρο), χωρίς στρεψοΐνια, με λίγους ρητινοθύλακες, χωρίς περιφερειακές ραγάδες και παγετοραγάδες, χωρίς στοές στο ξύλο από έντομα και ανεκτή κατά κηλίδες παράχρωση του ξύλου, εφόσον πληρούνται τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ποιότητα a. Κορμός άκλαδος ή σχεδόν άκλαδος, ευθυτενής, πληρόμορφος (μείωση διαμέτρου μικρότερη του 1 cm ανά τρέχον μέτρο), ευθύϊνος, χωρίς θλιψιγενές ξύλο ή ρητινοθύλακες και με υγιές ξύλο.

21 Ποιότητα aa. Ιδιότητες όπως στην ποιότητα a, με ξύλο μεγαλύτερης αξίας, κατάλληλο για ειδικές χρήσεις, με λεπτούς ισοπαχείς αυξητικούς δακτυλίους (τουλάχιστον 5 αυξητικοί δακτύλιοι ανά cm με ομοιόμορφο πάχος σε όλη την εγκάρσια διατομή). Όπως αναφέρει ο Βουλγαρίδης (2002), στοιχεία που συνδέονται με την ποιοτική κατάσταση ενός δένδρου και συνεπώς του κορμού και του ξύλου, περιλαμβάνουν το δασοπονικό είδος, τη στηθιαία διάμετρο, το ύψος δένδρου, τον εμπορεύσιμο όγκο κορμοξύλου, κατάσταση και χαρακτηριστικά κόμης, ταξινόμηση δένδρου από χρηστική άποψη, δείκτες ποιότητας (παρουσία και ένταση εξωτερικών σφαλμάτων) κλπ. Ο ίδιος αναφέρει ως παράδειγμα, την προσπάθεια εκτίμησης της ποιοτικής κατάστασης δέντρων πεύκης που προορίζονταν για πρίση και τη διάκρισή τους σε τρεις κλάσεις ανάλογα με τις διαστάσεις, κλαδοβρίθεια, ευθυτένεια ή άλλα σφάλματα του κορμού (Clark III/McMinn 1997): Κλάση 1. Δένδρα υψηλής ποιοτικής στάθμης με απόδοση 40% σε πολύ καλής ποιότητας ξυλεία. Κλάση 2. Δένδρα μέσης ποιοτικής στάθμης με απόδοση 20% αλλά 40% σε πολύ καλής ποιότητας ξυλεία. Κλάση 3. Δένδρα χαμηλής ποιοτικής στάθμης (κάτω της μέσης) με απόδοση < 20% σε πολύ καλής ποιότητας ξυλεία. Παράγοντες του περιβάλλοντος, όπως η τοπογραφία, το έδαφος, η γεωγραφική θέση, το κλίμα κλπ. επηρεάζουν την ταχύτητα αύξησης των δέντρων και την ποιοτική κατάσταση του ξύλου που παράγουν. Σύμφωνα με τον Timell (1986), ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου στη φύση οφείλεται σε δυο βασικές επιδράσεις, (α) αβιοτικών παραγόντων (άνεμος, χιόνι, γεωλογικές κατακρημνίσεις, διάβρωση εδάφους, ισχυρή κλίση εδάφους κλπ.), που προκαλούν απόκλιση ή μετακίνηση των δέντρων από την αρχική τους θέση και (β) παραγόντων που προκαλούν τραυματισμό του δέντρου ή απώλεια του επικόρυφου. Σε λευκοφυτείες με γραμμική διάταξη, οι Μουλόπουλος και Τσουμής (1960) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο σχηματισμός ξύλου ακανόνιστης δομής οφείλεται κυρίως στους ισχυρούς ανέμους της περιοχής, ενώ άλλες έρευνες για τη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ χαρακτηριστικών του δέντρου και επίδρασης ισχυρών ανέμων,

22 έδειξαν ότι υψηλά ποσοστά θλιψιγενούς ξύλου οφείλονται σε θύελλες (Pillow 1931, Roger et al. 2000, Dunham and Cameron 2000). Η έντονη ξηρασία του περιβάλλοντος επηρεάζει σημαντικά τη δομή του ξύλου, δημιουργώντας ακανόνιστη δομή στην ανατομία των κυτταρικών τοιχωμάτων και ακανόνιστη κατανομή λιγνίνης (Donaldson 2002), ενώ παράλληλα παρατηρείται αύξηση της παρουσίας ρητινοθυλάκων στο ξύλο όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα ξηρασίας της περιοχής όπου αναπτύσσεται το δέντρο (Temnerud 1999). Τα ταχυαυξή είδη δέντρων εμφανίζουν περισσότερο την τάση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο, σε σύγκριση με τα βραδυαυξή (Pillow and Luxford 1937, Rendle 1956, Westing 1965, Timell 1986, Τσουμής 1994). Οι Low (1964b) και Westing (1965) υποστηρίζουν ότι ο ρυθμός αύξησης και ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου, συσχετίζονται θετικά υπό την παρουσία αυξίνης, ενώ η ταχυαύξεια επιδρά άμεσα στην έκταση που καταλαμβάνει το θλιψιγενές ξύλο. Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, ο ρυθμός αύξησης του δέντρου στα κωνοφόρα συνήθως σχετίζεται θετικά με την εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου (Holmes 1944, Low 1964a, Pillow and Luxford 1976), ενώ υπάρχουν και ερευνητές που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους συσχέτιση (Hiley 1959, Brazier 1976). H ύπαρξη ποσοτικής σχέσης ανάμεσα στο βαθμό απόκλισης του δέντρου και την ένταση-βαθμό σχηματισμού θλιψιγενούς ξύλου, δεν έχει αποσαφηνιστεί, αφού κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει ποσοτική σχέση (Hartmann 1932, Haller 1935, Pillow and Luxford 1937, Holmes 1944) και κάποιοι ότι δεν υπάρχει (Low 1964a, Barger and Ffolliott 1976, Harris 1977, Sundberg et al. 1994). Υπάρχουν ερευνητές που προσπάθησαν να ταξινομήσουν τα δέντρα ανάλογα με το εξωτερικό τους σχήμα (Low 1964a, Dyson 1969), ενώ αρκετοί προσπάθησαν να συσχετίσουν την απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση με την εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου, όμως δε βρήκαν κάποια στενή εξάρτηση (Low 1964b, Shelbourne 1966). Ο Timell (1986) αναφέρει ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ έντασης θλιψιγενούς ξύλου και αυξητικών αποκλίσεων του κορμού, όμως είναι πολύ αδύναμη. Πολλές φορές η συσχέτιση αυτή γίνεται αρνητική, γεγονός παράδοξο για τη φυσιολογική συμπεριφορά του δέντρου (Shelbourne 1966). Η συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου, με χαρακτηριστικά δέντρων, όπως είναι η διάμετρος, η απόκλιση από την κατακόρυφη

23 θέση και η εκκεντρότητα του κορμού, βρέθηκε αδύναμη, ενώ η κλίση του δέντρου, χωριστά ή σε συνδυασμό με άλλα εξωτερικά σφάλματα του κορμού, αποτελεί αναξιόπιστο δείκτη της ποσότητας του θλιψιγενούς ξύλου (Barger and Ffolliott 1976). Σε δέντρα του είδους Pseudotsuga menziesii, παρατηρήθηκε ότι η αυξημένη καμβιακή δραστηριότητα, που οφείλεται σε τάσεις που αναπτύσσονται στον κορμό λόγω της φόρτισης ή της κάμψης του, δεν αποτελεί ερέθισμα το οποίο σχετίζεται άμεσα με την κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου. Η έλξη της βαρύτητας και το μήκος των τραχεΐδων, παρουσίασαν θετική συσχέτιση με τις τάσεις αυτές, που αναπτύσσονται συνήθως στο κάτω μέρος των κορμών κεκλιμένων δέντρων. Εντούτοις δεν υπήρχε αξιόλογη συσχέτιση ανάμεσα στο θλιψιγενές ξύλο και στις τάσεις που αναπτύσσονται λόγω της απόκλισης του κορμού, ενώ οι τάσεις αυτές βρέθηκαν να επηρεάζουν την κατά πάχος αύξηση του δέντρου (Riech and Ching 1970). Έρευνα στο είδος Pinus wallichiana, έδειξε ότι υπάρχει υψηλή και θετική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού θλιψιγενούς ξύλου και της πυκνότητας (ειδικού βάρους) του ξύλου και παρατηρείται αύξηση της πυκνότητας σε αυξητικούς δακτυλίους όπου υπάρχει θλιψιγενές ξύλο (Seth and Jain 1978). Έρευνα που έγινε για την ακανόνιστη δομή του ξύλου στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου, έδειξε ότι η παρουσία θλιψιγενούς ξύλου συνδέεται με αποκλίσεις της εξωτερικής μορφής του δέντρου, ενώ η έκταση και ο βαθμός του έχει σχέση με τη μορφή του κορμού (Μπόγρη και Βουλγαρίδης 2001). Στο ίδιο μέρος παρατηρήθηκε ότι, όπου εμφανίζονται συγχρόνως θλιψιγενές και στρεψόϊνο ξύλο, οι μεγαλύτερες γωνίες στρεψοΐνιας συνδέονταν με ισχυρή εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου (Ντάσιου και Πασιαλής 2002). Οι Rune and Warensjö (2002) βρήκαν σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στο βαθμό γονατοειδούς βάσης και θλιψιγενούς ξύλου, σε δέντρα δασικής πεύκης 6 ετών, στη Σουηδία, σε αντίθεση με παρόμοια εργασία τους, για δέντρα της ίδιας περιοχής 16 έτη αργότερα, η οποία δεν έδειξε καμιά συσχέτιση (Warensjö and Rune 2004). Έκκεντρη διαμόρφωση του κορμού χωρίς σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου δεν έχει αναφερθεί από κανέναν ερευνητή (Timell 1986). Η εκκεντρότητα και το θλιψιγενές ξύλο, αποτελούν αυξητικά σφάλματα που βρίσκονται υπό εξαρτώμενο φυσιολογικό έλεγχο, ενώ εμφανίζονται συχνά μαζί και είναι δυνατό να σχετίζονται θετικά με

24 ταχυαύξεια (Timell 1986) ή γεωτροπικά ερεθίσματα και τάσεις θλίψης που οφείλονται στη δύναμη της βαρύτητας και την έλξη της γης (Riech 1966, Riech and Ching 1970). Ωστόσο, συχνές είναι οι αναφορές ότι υπάρχει αδύναμη συσχέτιση ανάμεσα στην εκκεντρότητα και το θλιψιγενές ξύλο (Molski 1971, Burdon 1975, Barger and Ffolliott 1976, Warensjö et al. 2002, Warensjö 2003, Warensjö and Rune 2004). Το θλιψιγενές ξύλο δε σχετίζεται μόνο με αυξητικά σφάλματα που διακρίνονται στον κορμό του δέντρου πριν την υλοτομία του, όμως εμφανίζεται και σε κατακόρυφους, ευθυτενείς, χωρίς ιδιαίτερα σφάλματα, κανονικούς κορμούς (Low 1964a, Shelbourne 1966, Burdon 1975, Barger and Ffolliott 1976). Για το λόγο αυτό είναι αδύνατη η επιλογή και η απομάκρυνση δέντρων που περιέχουν θλιψιγενές ξύλο σε σημαντική ποσότητα (Low 1964a, 1964b). Αξονικές τομογραφίες (ακτινογράφηση) του κορμού, που επισημαίνουν τη διαφοροποίηση της πυκνότητάς του, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην ταξινόμηση των κορμών, με στόχο την ποιοτική βελτίωση των παραγόμενων πριστών προϊόντων (Öhman 2001). Η ύπαρξη συσκευών ανίχνευσης ποιοτικών σφαλμάτων του ξύλου τόσο σε διαμορφωμένα κορμοτεμάχια όσο και σε υλοτομημένους κορμούς, αναφέρεται από διάφορους ερευνητές. Χαρακτηριστική είναι η συσκευή ανίχνευσης του δείκτη στρεψοΐνιας (Steele et al. 1991). Η περιγραφή ρόζων σε κορμοτεμάχια και σε επιφάνειες πριστής ξυλείας, οδήγησε στη δημιουργία γεωμετρικών μοντέλων, τα οποία με τη βοήθεια προγραμμάτων προσομοίωσης σε Η/Υ, προσδιορίζουν τους ρόζους χρησιμοποιώντας παραμέτρους σχήματος και θέσης τους στον κορμό (Samson 1993). Αξιόπιστη μέθοδος για την περιγραφή της μορφής και του προσανατολισμού ρόζων σε κορμοτεμάχια (εργαστηριακό περιβάλλον), είναι αυτή που προτείνεται από τους Lemieux et al. (1997) και βοηθά στη βελτιστοποίηση της παραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα για μέτρηση κι άλλων χαρακτηριστικών (πυκνότητα, στρεψοΐνια).

25 Θλιψιγενές ξύλο Οι πρώτες έρευνες για το θλιψιγενές ξύλο, πραγματοποιήθηκαν το 1860 από τον Γερμανό βοτανολόγο Karl Gustav Sanio, ο οποίος με τα λιγοστά μέσα που διέθετε, μελέτησε την ύπαρξη, το σχηματισμό και τις ιδιότητες του διαφοροποιημένου, όπως ονόμασε, ξύλου (Timell 1986). Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές ότι ο Carl von Linné ήταν από τους πρώτους που παρατήρησαν το σφάλμα αυτό, όταν κατά τη διάρκεια περιηγήσεών του στη Σουηδία το 1737, τo εντόπισε σε στρεβλούς κορμούς πεύκης και το περιέγραψε με τον όρο boxwood, ως σκληρό και σκοτεινόχρωμο ξύλο, που σχηματίζεται στο κατώτερο τμήμα του κορμού (Warensjö 2003). Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών μελέτησε το φαινόμενο αυτό από διάφορες πλευρές (εμφάνιση, δομή, χημική σύσταση, επίδραση στις ιδιότητες του ξύλου και των προϊόντων του) σε διεθνές επίπεδο (Hartig 1901, Heck 1919, Pillow 1933, Onaka 1949, Perem 1960, Core et al. 1961, Zobel 1961, Westing 1965, Shelbourne 1966, 1969, Côté et al. 1967, Timell 1986, Nyström and Hagman 1999, Öhman 1999, 2001, Du and Yamamoto 2003, Warensjö 2003, Krauss 2005, Hsu et al 2006, Barnett and Jeronimidis 2006). Στην Ελλάδα υπάρχουν λιγοστές αναφορές για το ξύλο ακανόνιστης δομής και δεν επεκτείνονται σε αναλυτικότερη εξέτασή του ή προσπάθεια ποσοτικοποίησής του, ώστε να φανεί η αλληλεπίδραση που έχει με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ξύλου. Επιπλέον ανύπαρκτη είναι η έρευνα για την επίδραση του σφάλματος στην παραγόμενη πριστή ξυλεία και την κατεργασία της, κατά τη δευτερογενή παραγωγή. Οι σχετικότερες με το θλιψιγενές ξύλο εργασίες, είναι των Μπόγρη (2000), Μπόγρη και Βουλγαρίδη (2002), για τη μελέτη του θλιψιγενούς ξύλου στα δέντρα ελάτης, με βάση την εμφάνιση ή έντασή του και τη σχέση που έχει με άλλα αυξητικά σφάλματα, ενώ αξίζει να αναφερθεί και η έρευνα των Μουλόπουλου και Τσουμή (1960), για το ξύλο ακανόνιστης δομής (εφελκυσμογενές ξύλο) σε δέντρα λεύκης. Διεθνώς, από τις σημαντικότερες και εκτενέστερες εργασίες που έχουν γίνει για το ξύλο ακανόνιστης δομής, είναι αυτή του Timell (1986), ο οποίος συγκέντρωσε μέσα σε τρεις τόμους, τις γνώσεις που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, σε μια πλήρη και καλά οργανωμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση.

26 Ο όρος θλιψιγενές ξύλο αναφέρεται σε θλιπτικές δυνάμεις που δημιουργούνται μέσα στους ιστούς του δέντρου, ώστε να το επαναφέρουν σε μια σταθερότερη θέση, εφόσον αυτό αποκλίνει από την τυπική του μορφή. Αποτελεί ξύλο ακανόνιστης δομής, που δημιουργείται σε κωνοφόρα είδη, προς τη θλιβόμενη πλευρά, σε αντίθεση με το εφελκυσμογενές ξύλο, που σχηματίζεται σε πλατύφυλλα είδη, προς την εφελκούμενη πλευρά. Το θλιψιγενές ξύλο διαφοροποιείται δομικά και χημικά από το κανονικό ξύλο και ουσιαστικά αποτελεί μια προσπάθεια προσαρμογής του δέντρου στο αυξητικό του περιβάλλον, με την αντίστασή του σε κάθε εξωτερικό παράγοντα που τείνει να μεταβάλλει τις αυξητικές του κινήσεις. Η καταπίεση που δέχεται το δέντρο, κατά την ανάπτυξή του, λόγω της επίδρασης πλήθους οικολογικών παραγόντων (κοινωνικές, περιβαλλοντικές ή εξωτερικές συνθήκες, ανταγωνισμός κλπ.) και η εφαρμογή τάσεων ή δυνάμεων περιορισμού του, ενεργοποιεί τη δραστηριότητα αυξητικών ορμονών, που δημιουργούν ανισοτροπία και ανομοιογένεια στο ξύλο και τη δομή του (Low 1964a, 1964b, Westing 1965, Larson 1969, Timell 1986, Lee and Eom 1988, Τσουμής 1994, Little and Eklund 1999, Bamber 2001, Yamamoto et al. 2002, Krauss 2005, Hsu et al. 2006, Barnett and Jeronimidis 2006). Η εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου είναι δυνατή σε οποιοδήποτε γένος των τάξεων Coniferales, Gingkoales και Taxales (Westing 1965). Σχηματίζεται συνήθως σε κορμούς δέντρων τα οποία αυξάνουν αποκλίνοντας από την τυπική τους μορφή και θέση (Rendle 1956) με την επίδραση βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων (Timell 1986). Στα κλαδιά σχηματίζεται υπό κανονικές συνθήκες αύξησης (Koch et al. 1990) όμως και όταν αυτά υποστούν απόκλιση από τη θέση τους (Westing 1965), ενώ η παρουσία του στις ρίζες είναι σπανιότερη (Jaccard 1912, Onaka 1935, Hartmann 1942, Patel 1964, Westing 1965, Hsu et al. 2006). Σύμφωνα με τον Timell (1983), η ύπαρξη του θλιψιγενούς ξύλου σε απολιθώματα φυτικών ιστών, αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα αυξητικό χαρακτηριστικό, που εξυπηρέτησε για μακρύ χρονικό διάστημα, ακόμη και σε κλίμακα γεωλογικού χρόνου (περίπου έτη), λειτουργίες των δέντρων κωνοφόρων ειδών, ώστε να είναι δυνατές οι απαραίτητες κινήσεις κατεύθυνσης. Η παρουσία θλιψιγενούς ξύλου είναι συχνότερη σε κορμούς με εμφανή στρέβλωση, ελλειψοειδή μορφή ή εκκεντρότητα,

27 μπορεί όμως να παρατηρηθεί και σε κορμούς χωρίς σφάλματα (Timell 1986, Koch et al. 1990). Η αναγνώριση του θλιψιγενούς ξύλου μακροσκοπικά γίνεται με βάση το χρώμα του και την αντίθεση που παρουσιάζει με το υπόλοιπο μέρος του ξύλου (Εικόνα 2.3.1), ως προς τη μορφή των ετησίων δακτυλίων του (διαφορετικό πάχος, έκκεντρη διάταξη). Η χρωματική αντίθεση και το σκοτεινότερο χρώμα, που διακρίνεται συχνά με γυμνό μάτι, οφείλεται στην απορρόφηση περισσότερου φωτός (λόγω της υψηλής περιεκτικότητας λιγνίνης) και την ανάκλαση λιγότερου (λόγω πυκνών κυτταρικών τοιχωμάτων στις τραχεΐδες) (Yumoto et al. 1983, Timell 1986, Tsoumis 1991, Andersson and Walter 1995, Nyström and Hagman 1999). Εικόνα Εγκάρσια διατομή του κορμού σε δέντρο του είδους Tsuga canadensis, όπου φαίνεται η αντίθεση του θλιψιγενούς ξύλου από το υπόλοιπο μέρος του ξύλου (Timell 1986). Η αντίθεση γίνεται εντονότερη, έπειτα από διαβροχή (Onaka 1949), διέλευση από φως ή λείανση της εγκάρσιας επιφάνειας του κορμού (Young et al. 1970, Koch et al. 1990). Η χρήση χρωματικών φίλτρων ή χρωστικών ουσιών (Mergen 1958, Knigge

28 , Τσουμής 1994), ακτίνων x ή ανακλώμενου φωτός (Elliot and Brook 1967, Τσουμής 1994, Marcok et al. 1996, Nyström and Hagman 1999) και μηχανημάτων ψηφιακής ανάλυσης (Zhu 1993, Beard et al. 1993, Anderson and Walter 1995, Pham and Alcock 1998, Nyström and Hagman 1999, Öhman 1999), διευκολύνει περισσότερο τη μακροσκοπική αναγνώριση. Η ψηφιοποίηση εικόνων ξύλου βοηθά στην καλύτερη ανίχνευση των σφαλμάτων και δημιουργεί προϋποθέσεις για βελτίωση της ποιοτικής αξιολόγησης του ξύλου (Berndt et al. 1999). Η ανίχνευση και ο προσδιορισμός της ποσότητας και της κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, είναι δυνατή κυρίως σε χλωρές επιφάνειες υλοτομημένων κορμών, όπου αυξάνεται η ακρίβεια υπολογισμού του θλιψιγενούς ξύλου (Nyström 1999). Επίσης ο προσδιορισμός του θλιψιγενούς ξύλου, πραγματοποιείται ευκολότερα όταν χρησιμοποιηθούν λεπτοί δίσκοι από τον κορμό (3-6 mm), οι οποίοι τοποθετούνται σε ειδική συσκευή φωτισμού, ώστε με τη διέλευση του φωτός να γίνεται εύκολα ορατή η περιοχή που καταλαμβάνεται από θλιψιγενές ξύλο και να σημειώνεται ή μετράται η επιφάνειά της (Tappi Standard 1972). Επιπλέον έχουν αναπτυχθεί νεότερες και ακριβέστερες μέθοδοι, με τεχνικές ψηφιακής ανάλυσης. Δίσκοι πάχους 2-3 mm, από κορμούς δέντρων, τοποθετούνται σε συσκευές φωτός και σαρώνονται με ψηφιακή κάμερα, ώστε να παραχθούν έγχρωμες ψηφιακές εικόνες με δυνατότητα επεξεργασίας τους στον Η/Υ. Συγκεκριμένα λογισμικά έχουν δημιουργηθεί με σκοπό το διαχωρισμό του θλιψιγενούς από το κανονικό ξύλο και τη σύγκριση των τύπων που εμφανίζει (Andersson and Walter 1995). Πολλοί ερευνητές διακρίνουν βαθμούς στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου ανάλογα με τη διαβάθμιση που παρουσιάζει στο χρώμα του (Pillow and Luxford 1937, Perem 1960, Tappi Standard 1972, Low 1964a, Burdon 1975, Harris 1977). Υπάρχουν έρευνες που δε διαπίστωσαν χρωματικές διαφορές του σφάλματος σε κεκλιμένα δέντρα (Yumoto and Ishida 1982), όμως η γενικότερη άποψη είναι ότι υπάρχει διαβάθμιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου και συνήθως αυξάνεται με την ένταση του χρώματος, ενώ το σφάλμα διακρίνεται δύσκολα μακροσκοπικά όταν υπάρχει σε ήπια ένταση. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται κι από το λεπτομερές σύστημα ταξινόμησης της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου των Yumoto et al. (1983), το οποίο στηρίζεται σε

29 ανατομικά χαρακτηριστικά, από μικροσκοπική εξέταση του ξύλου και διακρίνει 6 βαθμίδες έντασης. Κατά τον Timell (1986) υπάρχουν 3 διαβαθμίσεις (ελαφριά, μέση και ισχυρή) στην ένταση του σφάλματος, που έχουν αναγνωριστεί και από τους περισσότερους ερευνητές (Pillow and Luxford 1937, Perem 1960, Low 1964a, Shelbourne 1966, Tappi Standard 1972). Σε μικροσκοπικό επίπεδο, το θλιψιγενές ξύλου σε σύγκριση με το κανονικό ξύλο, παρουσιάζει διαφορετικό σχήμα κυττάρων, με περισσότερους μεσοκυττάριους χώρους, κοντύτερες (ως και 30%) και πιο στρογγυλεμένες τραχεΐδες, που έχουν κυκλική ως ελλειψοειδή διατομή (Εικόνα 2.3.2). Οι στρώσεις των μικροϊνιδίων S1 και S2, είναι πυκνότερες, ενώ η S3 απουσιάζει. Η διεύθυνση των μικροϊνιδίων είναι περισσότερο ή λιγότερο οριζόντια στη στρώση S1 και σχηματίζει γωνία 45 ο με των άξονα των ινών στη στρώση S2. Η περιεκτικότητα της λιγνίνης είναι υψηλότερη (35-40%) και της κυτταρίνης μικρότερη (30-32%). Επίσης περιέχει γαλακτογλυκομανάνη (9%), ξυλάνη (8%), 1,3-γλυκάνη (2%) και οξική γαλακτάνη (10%), η οποία απουσιάζει ή εμφανίζεται σε πολύ μικρές ποσότητες στο κανονικό ξύλο (Core et al. 1961, Westing 1965, Côté et al. 1967, Timell 1982, Yoshizawa et al. 1985, 1987, Barnett and Jeronimidis 2003). Συγκρίσεις σε 38 είδη γυμνόσπερμων δέντρων, στα οποία ο κορμός είχε καμφθεί τεχνητά, έδειξαν ότι υπήρχαν διαφορές στα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τραχεΐδων του θλιψιγενούς ξύλου και ότι το σφάλμα εμφανίζει μια σαφή τάση εξελικτικής ανάπτυξης. Το στρογγυλεμένο σχήμα των κυττάρων και τα αυξημένα επίπεδα λιγνίνης στη στρώση S2, αποτελούν απαραίτητα στοιχεία της διαμόρφωσης του θλιψιγενούς ξύλου (Yoshizawa and Idei 1987). Παρατηρήθηκε μείωση του μήκους των τραχεΐδων, σε αυξητικούς δακτυλίους όπου σχηματίστηκε θλιψιγενές ξύλο, με παράλληλη αύξηση των ανωμαλιών στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των άκρων τους. Υπήρχε αρνητική συσχέτιση μεταξύ του μήκους των τραχεΐδων και της εμφάνισης ανωμαλιών στις άκρες τους (Yoshizawa et al. 1987). Έρευνα των χημικών ιδιοτήτων θλιψιγενούς, αντιθέτου και κανονικού ξύλου, κατά την πολτοποίηση του είδους Picea mariana, έδειξε ότι το αντίθετο ξύλο σε σύγκριση με το κανονικό ξύλο, δεν εμφάνισε σημαντικές διαφορές και είχε παρόμοια ποσά εκχυλισμάτων, λιγνίνης, ολοκυτταρίνης και μεταλλικών στοιχείων, ενώ το θλιψιγενές

30 ξύλο εμφάνισε αρκετές διαφορές (Πίνακας 2.3.1). Επιπλέον το θλιψιγενές ξύλο μειονεκτεί στη δημιουργία χαρτιού ή ξυλοπολτού (Lohrashebi 1999). Α. Β. Γ. Α. Ξύλο κανονικής δομής με τραχεΐδες σε στενή επαφή χωρίς μεσοκυττάριους χώρους. Β. Θλιψιγενές ξύλο ήπιας έντασης με σχεδόν κυκλικής διατομής τραχεΐδες και με μεσοκυττάριους χώρους. Γ. Θλιψιγενές ξύλο υψηλής έντασης με τραχεΐδες κυκλικής διατομής, απουσία της S3 στρώσης και μικροραγαδώσεις στην S2 στρώση. Εικόνα Μικροσκοπικές τομές σε κανονικό και θλιψιγενές ξύλο του είδους Pinus radiata (Barnett and Jeronimidis 2003). Πίνακας Χημική σύσταση θλιψιγενούς, αντίθετου και κανονικού ξύλου, στο είδος Picea mariana, σε ξύλο ελεύθερο εκχυλισμάτων (Lohrashebi 1999). Χημικά συστατικά, % Θλιψιγενές ξύλο Αντίθετο ξύλο Κανονικό ξύλο Εκχυλίσματα 3,7 3,6 3,8 Λιγνίνη 34,8 27,2 26,5 Ολοκυτταρίνη 61,5 69,2 69,7 Κυτταρίνη 37,3 45,1 44,4 Ημικυτταρίνες 24,2 24,1 25,3 Μεταλλικά στοιχεία, ppm Al Mg Ca Συγκρίσεις των ανατομικών χαρακτηριστικών, θλιψιγενούς και αντιθέτου ξύλου (Εικόνα 2.3.3), στο είδος Pinus koraiensis, έδειξαν ότι υπήρχαν ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές. Η μετάβαση των τραχεΐδων, από το πρώιμο στο όψιμο, σε

31 θλιψιγενές ξύλο, γίνεται πιο σταδιακά από ότι στο αντίθετο ξύλο. Το θλιψιγενές ξύλο εμφανίζει συνήθως πλατύτερους αυξητικούς δακτυλίους, λόγω της εκκεντρότητας και μικρότερη διαφοροποίηση στην αναλογία όψιμου ξύλου ανάμεσα και μέσα στους δακτυλίους. Η διατομή των τραχεΐδων στο θλιψιγενές ξύλο είναι κυκλική ενώ στο αντίθετο ξύλο τετραγωνισμένη και γωνιώδης. Μεσοκυττάριοι χώροι, τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί και σπειροειδείς παχύνσεις, παρατηρήθηκαν μόνο στο θλιψιγενές ξύλο (Lee and Eom 1988). Το αντίθετο ξύλο με κυριότερη διαφορά από το θλιψιγενές ξύλο, την πυκνή στρώση S3 στο κυτταρικό τοίχωμα, έχει συνήθως παρόμοια χημική σύσταση με το κανονικό ξύλο. Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρείται ανατομικά το ίδιο, αφού έχει συμπληρωματική λειτουργία με το θλιψιγενές ξύλο, στην ανάπτυξη του δέντρου (Timell 1986). Α. Β. Εικόνα Εγκάρσιες διατομές κορμών σε δέντρα ελάτης, όπου διακρίνονται οι περιοχές με θλιψιγενές (CW) και αντίθετο ξύλο (OW) Α. Από είδος Abies borisii regis, στην περιοχή έρευνας, Β. Από είδος Abies balsamea, από δέντρο με γονατοειδή βάση (Timell 1986). Τα αίτια σχηματισμού του θλιψιγενούς ξύλου δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, όμως σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες πιστεύεται ότι, σχετίζονται με τάσεις που δημιουργούνται στον κορμό, κατά την αύξηση του δέντρου και με την παραγωγή αυξητικών ορμονών (Sundberg et al. 1994, Kwon et al. 2001, Bamber 2001, Huang et al. 2001, Yamamoto et al. 2002, Du and Yamamoto 2003). Παλαιότερα έχουν εκφραστεί απόψεις, περί ανομοιόμορφης τροφοδοσίας θρεπτικών συστατικών (Hartig 1901), ανομοιόμορφου φωτισμού (Ewart and Mason-Jones 1906, White 1908),

32 μηχανικών τάσεων θλίψης (Metzger 1908, Hartmann 1932, Pillow 1933) και φαινομένων γεωτροπισμού (Ewart and Mason-Jones 1906, Jaccard 1938, Hartmann 1942, Wardrop 1965, Seth and Jain 1978). Σύμφωνα με τον Westing (1965), το θλιψιγενές ξύλο αποτελεί μια γεωτροπική ανταπόκριση του δευτερογενούς μεριστώματος (κάμβιο) και περιέχει κατά μέσο όρο 28% περισσότερη λιγνίνη από το κανονικό ξύλο, με διαφορετική χημική σύνθεση. Οι υψηλές τιμές της λιγνίνης δίνουν τη δυνατότητα στο ξύλο, να είναι ανθεκτικότερο και σκληρότερο. Ο Bamber (2001), υποστηρίζει ότι το θλιψιγενές ξύλο σχετίζεται με τα συστατικά των κυτταρικών τοιχωμάτων του ξύλου και τα μικροϊνίδια της κυτταρίνης (διάταξη, μορφή). Πειράματα που έγιναν σε περιβάλλον μικροβαρύτητας, σε εγκαταστάσεις της NASA, στο είδος Pseudotsuga menziesii, έδειξαν ότι ο βλαστός των φυταρίων, όταν υποστεί μηχανική κάμψη, επιτρέπει τη διαμόρφωση θλιψιγενούς ξύλου ακόμα και σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, ώστε να κάνει όλες εκείνες τις απαραίτητες διορθώσεις που τείνουν να αντισταθμίσουν την αρχική δράση της κάμψης, χωρίς να επιδρά η δύναμη της βαρύτητας (Kwon et al. 2001). Μετρήσεις σε κυρτά ή καμπτόμενα τμήματα του κορμού δέντρων, με ειδικούς μετρητές πίεσης, που τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις κατά μήκος του κορμού, αποδεικνύουν ότι οι τάσεις (φορτίσεις) που αναπτύσσονται κατά την αύξηση του κορμού, είναι μεγαλύτερες στο κάτω μέρος του τμήματός του, ενώ οι τάσεις που αναπτύσσονται στην περιοχή όπου εμφανίζεται το θλιψιγενές ξύλο, αποσκοπούν να δώσουν κατακόρυφη θέση στο δέντρο (Huang et al. 2001). Ο Yamamoto (2003), υποστηρίζει ότι η αντίθετη προς την έλξη της βαρύτητας κίνηση των βλαστών των δέντρων, είναι αποτέλεσμα της αυξητικής πίεσης που δέχεται ο φυτικός ιστός, στην περιοχή όπου εμφανίζεται η ακανόνιστη δομή του ξύλου. Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η βαρύτητα αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα, αλλά σημαντικό και ανεξήγητο ρόλο έχουν οι αυξητικές ορμόνες (Wershing and Bailey 1942, Timell 1986, Wardrop and Davies 1964, Blum 1970, Smith 1980, Starbuck and Phelps 1986). Πειράματα σχετικά με τη δράση των αυξινών και των φυτικών ορμονών έδειξαν ότι, ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου δε σχετίζεται με τη συγκέντρωση της αυξίνης σε κάποιες περιοχές των δακτυλίων, αλλά επηρεάζεται από τις μεταβολές που

33 προκαλεί η παρουσία χημικών ουσιών, που επιδρούν αρνητικά στη δράση της αυξίνης IAA (ινδολυλο-3-οξικό οξύ) (Wilson et al. 1989, Funada et al. 1990, Sundberg et al. 1994). Είναι λοιπόν πιθανό, ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου να οφείλεται σε συγκεντρώσεις χημικών αναστολέων της αύξησης του δέντρου, όπως το NPA (1-N- Naphthylphthalamic Acid). Σχετικά πειράματα έγιναν στα είδη Cryptomeria japonica (Yamaguchi et al. 1980) και Pseudotsuga menziesii (Starbuck and Phelps 1986). Σε ακραία τμήματα διετών κοιμώμενων βλαστών ελάτης, τα οποία κάμφθηκαν μηχανικά σε γωνία 60 ο ή κάμφθηκαν με την επίδραση Ν-1-ναφθιλφθαλαμικού οξέως (ΝΡΑ), που αναστέλλει τη δράση του ΙΑΑ, παρουσιάστηκε αύξηση αιθυλενίου, σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου και μείωση παραγωγής ξυλώματος στα ανώτερα τμήματα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η συγκέντρωση του αιθυλενίου στην καμβιακή ζώνη, εντείνεται με το σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου και μάλιστα περισσότερο από ότι συμβαίνει με την αύξηση παραγωγής τραχεΐδων (Little and Eklund 1999). Η ακανόνιστη μεταβολή συγκέντρωσης του αιθυλενίου στην περιοχή σχηματισμού θλιψιγενούς ξύλου, σε 2ετείς βλαστούς του είδους Metasequia glyptostroboides, που είχαν καμφθεί τεχνητά σε γωνία 45 ο, έδειξε ότι τα υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης αιθυλενίου σχετίζονται με έντονη δραστηριότητα κυτταροδιαίρεσης στην καμβιακή ζώνη και σχηματισμό όψιμου και θλιψιγενούς ξύλου (Du and Yamamoto 2003). Σημαντική άλλα ανεξήγητη είναι η απουσία του θλιψιγενούς ξύλου από τις ρίζες, γεγονός που παρατηρήθηκε από αρκετούς ερευνητές (Onaka 1935, Hartman 1942, Westing 1965). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το θλιψιγενές ξύλο δε σχηματίζεται στις ρίζες (εκτός αυτών που είναι κοντά στον κορμό), ακόμα και αν ασκηθεί τεχνητά, μηχανική φόρτιση ή τάση στις ρίζες ή χρησιμοποιηθούν αυξητικές ορμόνες (Hsu et al 2006). Περιορισμένη είναι η έρευνα σχετικά με το αν το θλιψιγενές ξύλο είναι κληρονομούμενη ιδιότητα (Zobel 1961, Shelbourne 1966, Burdon 1975), μολονότι η εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου σχετίζεται έμμεσα με αυξητικά σφάλματα που ελέγχονται γενετικά. Ο Westing (1965) αναφέρει ότι χαρακτηριστικά όπως, η στρεψοΐνια και η γωνία των κλαδιών, τα οποία κληρονομούνται και ελέγχονται γενετικά, επηρεάζουν σαφώς το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου. Αλλαγές στη

34 δομή και στη χημεία του κυτταρικού τοιχώματος, κυττάρων θλιψιγενούς ξύλου, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα διαφορετικής γονιδιακής έκφρασης (Plomion et al. 2000). Το θλιψιγενές ξύλο, αποτελεί αποτέλεσμα φυσιολογικής λειτουργίας και έχει θετική επίδραση σε ζωντανά ιστάμενα δέντρα, όσον αφορά την προσαρμογή τους στο περιβάλλον και την ικανότητά τους να διατηρούν την τυπική τους μορφή και θέση, ώστε να προστατεύονται από θραύση (Rendle 1956, Westing 1965, Riech and Ching 1970, Timell 1986, Desch and Dinwoodie 1996). Για το λόγο αυτό, θλιψιγενές ξύλο εμφανίζεται συνήθως στο κάτω μέρος των κορμών, ώστε να επαναφέρει το δέντρο στην κατακόρυφη θέση, ενώ στα κλαδιά η δημιουργία του είναι ανάλογη, για να διατηρηθεί η γενετικά καθορισμένη γωνία που σχηματίζουν με τον κατακόρυφο άξονα του δέντρου (Westing 1965). Η κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου, τόσο σε μια εγκάρσια επιφάνεια όσο και κατά μήκος του κορμού του δέντρου, ποικίλει έντονα. Συνήθως έχει περισσότερο την τάση να σχηματίζεται στο κάτω μέρος του κορμού, στους πλατύτερους αυξητικούς δακτυλίους, με ημισεληνοειδές σχήμα (Hale et al. 1961, Burdon 1975, Timell 1986, Öhman 1999, 2001, Warensjö and Rune 2004). Οι Archer and Wilson (1973), υποστηρίζουν ότι το θλιψιγενές ξύλο αποτελεί ευαίσθητη φυσιολογική και μηχανική αντίδραση του δέντρου, σε γεωτροπικά ερεθίσματα των ελκτικών δυνάμεων της γης, ενώ η θέση που έχει μέσα στον κορμό, ρυθμίζεται από φυσιολογικές λειτουργίες του δέντρου, ώστε να αντιμετωπιστούν οι μεταβολές στο μέγεθος των δυνάμεων βαρύτητας. Μια αποδεκτή ανάλυση του θλιψιγενούς ξύλου απαιτεί λεπτομερή στοιχεία, από εγκάρσιες διατομές κατά μήκος του κορμού, για τη σκληρότητα ή τη θέση του θλιψιγενούς ξύλου, τη διάμετρο ή τη στρέβλωση του κορμού καθώς και πληροφορίες που αφορούν την κλίση ή το ανάγλυφο του εδάφους (Archer and Wilson 1973). Έρευνες στη δομή και χημική σύσταση του θλιψιγενούς ξύλου, σε είδος της Abies balsamea, που είχε προσβληθεί από μύκητες που προκαλούν λευκή ή καστανή σήψη, έδειξαν ότι αυτός ο τύπος ξύλου, είναι ανθεκτικότερος στην αποσύνθεση από ότι το κανονικό ξύλο (Blanchette et al. 1994). Επισημαίνεται πως, ό,τι χαρακτηριστικό είναι

35 χρήσιμο για το ζωντανό δέντρο, μπορεί να μην είναι για τα προϊόντα που παράγει, όσον αφορά την παραγωγή τεχνικού ξύλου ή ξυλοπολτού Επίδραση θλιψιγενούς ξύλου και ποιοτικών χαρακτηριστικών του ξύλου στην πριστή ξυλεία και στην αξιοποίηση του ξύλου Το θλιψιγενές ξύλο, αποτελεί ένα σοβαρό αυξητικό σφάλμα που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα κατά τη βιομηχανική του αξιοποίηση και κατεργασία, όπως στρέβλωση, ραγάδωση και παραμόρφωση των πριστών κατά την ξήρανση της πριστής ξυλείας, υποβαθμίζοντας την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων (Pillow and Luxford 1937, Rendle 1956, Low 1964b, Lutz 1970, Young et al. 1970, Timell 1986, Beard et al. 1993, Lohrashebi et al. 1999). Θεωρείται ακατάλληλο για την παραγωγή ξυλοφύλλων (Lutz 1970), ενώ κατά τη χημική του αξιοποίηση, παράγει πολτό με μικρότερη απόδοση και μηχανική αντοχή, ιδίως όταν πολτοποιείται με την όξινη (θειώδη) μέθοδο (Young et al. 1970, Lohrashebi et al. 1999). Το θλιψιγενές ξύλο σε σύγκριση με το κανονικό, είναι βαρύτερο, σκληρότερο, πιο δύσκαμπτο, με μικρότερη μηχανική αντοχή και διαστασιακή σταθερότητα, υψηλότερη αξονική (κατά 7-10%) και χαμηλότερη εγκάρσια (ακτινική ή εφαπτομενική) ρίκνωση, καθώς και μεγαλύτερη τάση παραμόρφωσης, εξαιτίας της αυξημένης ανισοτροπίας του (Perem 1960, Cockrell and Knudson 1973, Dudhain et al. 1988). Μελέτη του υδρο-μηχανικού ερπυσμού του θλιψιγενούς ξύλου και των τάσεων διόγκωσης * που αναπτύσσονται σε αξονική διεύθυνση, στο είδος Picea abies, έδειξε ότι οι τάσεις αυτές σε δείγματα θλιψιγενούς ξύλου ήταν μικρότερες από εκείνες του κανονικού ξύλου, με σημαντικές διαφορές. Η μέγιστη τάση στα κυτταρικά τοιχώματα του θλιψιγενούς ξύλου μετρήθηκε 28,3 MPa, δηλαδή 45% χαμηλότερη από του κανονικού ξύλου που είναι 51 MPa (Krauss 2005). Σε πειράματα που έγιναν στα είδη Picea glauca και Pinus resinosa βρέθηκε ότι το θλιψιγενές ξύλο, μειώνει τη μηχανική αντοχή ανά μονάδα βάρους του ξύλου, όμως λόγω υψηλότερης πυκνότητας (ειδικού βάρους), παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή σε * Μηχανικές τάσεις που αναπτύσσονται στο ξύλο, όταν αυτό προσλαμβάνει υγρασία (προσρόφηση) σε ειδικούς θαλάμους με υγρό αέρα και έχουν ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραμόρφωση των κυττάρων του ξύλου με το πέρασμα του χρόνου. Οι τάσεις αυτές αποτελούν αντίδραση των κυττάρων του ξύλου στις τάσεις κάμψης που αναπτύσσονται παράλληλα και κάθετα του άξονα των ινών του ξύλου (Krauss 2005).

36 κρούση από το κανονικό ξύλο (Πίνακας 2.4.1), ενώ η σκληρότητά του μειώνεται με το χρόνο και εμφανίζεται σαφώς μικρότερη σε ξηρή κατάσταση του ξύλου (Perem 1958). Το θλιψιγενές ξύλο σε σύγκριση με το κανονικό ξύλο, στο είδος Sequoia gigantea, έδειξε υψηλότερες τιμές σε σκληρότητα, μέτρο θραύσης, αξονική θλίψη (παράλληλα στις ίνες) και κρούση (Πίνακας 2.4.1). Σε χλωρή κατάσταση το θλιψιγενές ξύλο είχε σαφώς μεγαλύτερη αντοχή σε στατική κάμψη και αξονική θλίψη και περίπου ίδιο μέτρο ελαστικότητας σε στατική κάμψη. Σε ξηρή κατάσταση ήταν περίπου ισοδύναμο με το κανονικό ξύλο σε στατική κάμψη όμως είχε μικρότερο μέτρο ελαστικότητας σε στατική κάμψη (Cockrell and Knudson 1973). Πίνακας Σύγκριση θλιψιγενούς και κανονικού ξύλου, σε 3 κωνοφόρα, ως προς την πυκνότητα και τη μηχανική αντοχή, όπως μετρήθηκαν σε ξηρή κατάσταση. Δασοπονικό είδος Πυκνότητα Θλίψη Στατική κάμψη Σκληρότητα Κρούση Σε ξηρή κατάσταση g/cm 3 (N/mm 2 ) (N/mm 2 ) (N/mm 2 ) (J/mm 2 ) (υγρασία 12%) ΙΙ ΜΘ ΜΕ Θλιψιγενές ξύλο Sequoia sempervirens 1 0,59 23,30 118,66 96, ,02 19,31 475,01 Picea glauca 2 0,39 66,33 8,34 356,09 Pinus resinosa 2 0,46 70,88 11,10 377,71 Κανονικό ξύλο Sequoia sempervirens 1 0,35 50,81 65,43 67, ,50 8,27 363,52 Picea glauca 2 0,33 63,91 12,82 337,17 Pinus resinosa 2 0,40 72,60 12,82 364,87 1 Πηγή: Cockrell and Knudson (1973) 2 Πηγή: Perem (1960) Για την αποφυγή ατυχημάτων στο δάσος, κατά τη ρίψη των δέντρων, συνιστάται η κοπή των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων να εκτελείται από εκείνη την πλευρά όπου υφίσταται το σφάλμα. Κορμοί που περιέχουν θλιψιγενές ξύλο είναι ανεπιθύμητοι, συνήθως εξαιτίας του σχηματισμού ελλειψοειδούς διατομής, της έκκεντρης διάταξης των αυξητικών δακτυλίων, της υψηλής αξονικής ρίκνωσης που διαφοροποιεί τη διαστασιακή σταθερότητα, της μεγάλης πυκνότητας και της χαμηλής διαπερατότητας που προκαλεί προβλήματα κατά τη συγκόλληση και κατασκευή αντικολλητών ή επικολλητών προϊόντων (Timell 1986). Το ποσοστό του θλιψιγενούς ξύλου βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην στρέβλωση των πριστών προϊόντων, κατά την ταξινόμηση ξυλείας πεύκης στις Η.Π.Α.

37 (Beard et al. 1993). Επίσης η άτμιση πριστής ξυλείας με θλιψιγενές ξύλο, δεν έδειξε να επηρεάζει τη στρέβλωση των πριστών (Öhman 1999). O Hallock (1965), σε έρευνά του για τη στρέβλωση των πριστών, το σχέδιο πρίσης και το θλιψιγενές ξύλο, που είχε στόχο τη μείωση των επιδράσεων του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία του είδους Pinus taeda, αναφέρει 4 μεθόδους πρίσης (Σχήμα Α). Στις μεθόδους πρίσης Ι και ΙΙ παράχθηκαν 2 σειρές πριστών με διαστάσεις 2x4 ίντσες, ενώ στις μεθόδους πρίσης ΙΙΙ και IV, παράχθηκε μια σειρά πριστών, που εμπεριέχει την εντεριώνη του κορμοτεμαχίου. Από τις παραπάνω μεθόδους πρίσης διαπιστώθηκε ότι, η παραγωγή αποδεκτών πριστών ήταν υψηλότερη στις μεθόδους ΙΙΙ και IV, ενώ η παραμόρφωση των πριστών ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση που είχαν θλιψιγενές ξύλο και όταν προέρχονταν από κορμοτεμάχια κοντά στη βάση του κορμού του δέντρου. Επίσης η χρήση της μεθόδου IV, σε κορμοτεμάχια με θλιψιγενές ξύλο, που βρίσκονταν κοντά στη βάση του κορμού του δέντρου, ήταν δυνατό να αυξήσει την παραγωγή αποδεκτών πριστών κατά 15%. Σχήμα Α. Μέθοδοι πρίσης (Ι-IV) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πριστών του είδους Pinus taeda, με διαστάσεις 2 x 4 ( σε ίντσες) από κορμοτεμάχιο διαμέτρου 12 ιντσών (Hallock 1965). Β. Έκκεντρη διαμόρφωση διατομής με ημισεληνοειδές θλιψιγενές ξύλο και πρίση αυτής προς την κατεύθυνση του μικρότερου άξονά της (Konig 1957). Ο Konig (1957) συνιστά σε κορμοτεμάχια με θλιψιγενές ξύλο και έκκεντρη διαμόρφωση της διατομής τους, η πρίση να γίνεται προς την κατεύθυνση εκείνη του

38 άξονα όπου παρουσιάζεται η μικρότερη ακτίνα (βλέπε σχήμα Β). Ανάλογα σχέδια και μέθοδοι πρίσης για τον περιορισμό του θλιψιγενούς ξύλου και τη μείωση φαινόμενων στρέβλωσης, έχουν προταθεί κι από άλλους ερευνητές (Hallock 1966, 1969, Hallock and Lewis 1971, Hallock and Malcolm 1972). Ο Timell (1986), υποστηρίζει ότι η τροποποίηση των σχεδίων πρίσης και η κατάλληλη διαμόρφωση των πριστών, ώστε να περιορίζεται η επιφάνεια του θλιψιγενούς ξύλου στα πριστά τεμάχια που παράγονται, θα μπορούσε να μειώσει τα φαινόμενα ισχυρής στρέβλωσης. Επίσης αναφέρει ότι ο εμποτισμός του θλιψιγενούς ξύλου με χημικές ουσίες (ουρία) ή η συγκόλληση τεμαχίων θλιψιγενούς ξύλου με κανονικό ξύλο, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των επιπτώσεων του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία (όσον αφορά τη στρέβλωση των πριστών), με μικρότερη όμως επιτυχία από ότι συμβαίνει με την κατάλληλη διαμόρφωση των πριστών. Οι Pillow and Luxford (1937), αναφέρουν ότι το θλιψιγενές ξύλο που βρίσκεται στο κάτω μέρος μερικώς σύμφυτων ρόζων, σε πριστά τεμάχια ειδών ελάτης και πεύκης, μπορεί να προκαλέσει μετακίνηση των ρόζων και να τους κάνει να προεξέχουν στην επιφάνεια του πριστού. Επίσης η ύπαρξη θλιψιγενούς ξύλου σε δοκούς ή στηρίγματα, εγκυμονεί κινδύνους ισχυρής στρέβλωσης, που καθιστά την ξυλεία για τέτοιου είδους χρήσεις, μη λειτουργική. Το θλιψιγενές ξύλο έχει μια ακανόνιστα υψηλή αξονική ρίκνωση κατά την ξήρανση, με συνέπεια να προκαλεί σφάλματα στη μεταποιημένη ξυλεία. Για το λόγο αυτό, ξυλεία που εμπεριέχει θλιψιγενές ξύλο δεν ενδείκνυται για χρήσεις όπου η αξονική διαστασιακή σταθερότητα είναι σημαντική. Αν το θλιψιγενές ξύλο είναι μικρής έντασης, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παρκετοποιία ή σε βαριές οικοδομικές κατασκευές (Rendle 1956). Ξύλο που προέρχονταν από ταχυαυξή δέντρα του είδους Picea abies, εμφάνισε υψηλότερη αξονική ρίκνωση και στρεψοΐνια, ενώ είχε μικρότερη εφαπτομενική ρίκνωση σε σύγκριση με ξύλο από βραδυαυξή δέντρα. Η εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου σε αρκετούς αυξητικούς δακτυλίους, συνδυάστηκε με αύξηση της αξονικής ρίκνωσης του ξύλου, που πολλές φορές ξεπερνούσε το 100%. Παρόμοια αύξηση της ρίκνωσης του ξύλου παρατηρήθηκε και σε δείγματα πριστών με ρόζους μεγάλου μεγέθους. Κατά την ακτινική και εφαπτομενική διεύθυνση η παρουσία του θλιψιγενούς ξύλου

39 μειώνει τη ρίκνωση περίπου 30%, ενώ ο λόγος μεταξύ εφαπτομενικής και αξονικής ρίκνωσης ήταν 49 για το θλιψιγενές και 13 για το κανονικό ξύλο. Τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν τη θεωρία ό,τι η γωνία των μικροϊνιδίων σχετίζεται με τη ρίκνωση του ξύλου (Perstorper et al. 2001). Το θλιψιγενές ξύλο υψηλής έντασης, αν και δε θεωρείται κατάλληλο για την παραγωγή ξύλινων προϊόντων, παλιότερα είχε ευρεία εφαρμογή στην κατασκευή έλκηθρων και σκι, λόγω σκληρότητας (Mork 1928, Wegelius 1939), πλοίων και βαρκών, λόγω κάμψης (Knuckel 1940) και ξύλινων σκεπών, λόγω ανθεκτικότητας σε ακραίες καιρικές συνθήκες, σε σχέση με άλλα υλικά όπως κεραμίδι ή λαμαρίνα (Scott 1951). Περιορισμός του θλιψιγενούς ξύλου σε λεπτά κομμάτια ή μακρύτερες λωρίδες, συγκολλημένες με κομμάτια κανονικού ξύλου, καθώς και ο πλήρης διαχωρισμός του, μετριάζουν την επίδραση που έχει στην πριστή ξυλεία (Konig 1957). Η εμφάνιση σφαλμάτων στην παραγόμενη πριστή ξυλεία (ραγάδωση, στρέβλωση κλπ.) αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την ποιότητά της. Τα επιτρεπτά όρια των σφαλμάτων αυτών, πηγάζουν κυρίως από τις απαιτήσεις των τελικών προϊόντων. Η δημιουργία ενός συστήματος ταξινόμησης με κατεύθυνση περισσότερο στα τελικά προϊόντα είναι αναγκαία. Οι βιομηχανίες ξυλείας μπορούν να χειριστούν και να χρησιμοποιήσουν την ακατέργαστη ξυλεία ανάλογα με τις απαιτήσεις των καταναλωτών (Johansson et al. 1994). Σε έρευνα ποιοτικής αξιολόγησης πριστής ξυλείας ελάτης στην Ελλάδα, εφαρμόστηκε η προδιαγραφή ΕΝ και σύμφωνα με αυτή ελήφθησαν υπόψη τα σφάλματα και των 4 πλευρών των πριστών (Μπόσκος κ.α. 2002β). Τα σφάλματα περιελάμβαναν το μέγεθος, αριθμό και είδος των ρόζων, εγκλείσματα φλοιού στην ταξινομούμενη επιφάνεια, ρητινοθύλακες, δαδοποιημένο ξύλο, θλιψιγενές ξύλο (% της επιφάνειας), στρεψοΐνια, σήψη, μεταχρωματισμό, προσβολή εντόμων, λειψάδες, ραγάδες και παραμόρφωση. Από την παραπάνω αξιολόγηση προέκυψε ότι η παραγόμενη πριστή ξυλεία κατατάσσεται στην τελευταία ποιοτική κατηγορία (από τις 5 συνολικά κατηγορίες που προβλέπει η προδιαγραφή), σε ποσοστό 78-92%, όμως τα αποτελέσματα για την επίδραση της δασοκομικής μορφής των συστάδων, στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας είναι ασαφή (Μπόσκος κ.α. 2002β).

40 Στις Η.Π.Α. έχουν διαμορφωθεί ποιοτικά πρότυπα, που αφορούν την αξία χριστουγεννιάτικων δέντρων και διακρίνουν βαθμούς και κατηγορίες ποιότητας. Σε έρευνα που χρησιμοποίησε οικονομετρικές παραμέτρους για να συσχετίσει την ποιότητα (αυξητικά γνωρίσματα) και την αξία των χριστουγεννιάτικων δέντρων (χονδρική-λιανική), παρατηρείται ότι η ποιοτική πιστοποίηση των δέντρων και η κατάρτιση ποιοτικών δεικτών, προσφέρουν μεγαλύτερη ακρίβεια στην αξιολόγηση της ποιότητας και αυξάνουν την τελική τιμή στο εμπόριο (Arnold et al. 1995). Όσο νωρίτερα γίνεται η ποιοτική αξιολόγηση και ταξινόμηση της ξυλείας, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εξεύρεσης πρώτων υλών που είναι περισσότερο προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις του κάθε τελικού προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ομοιογένεια στην ολική ποιότητα της παραγωγής, με μείωση του κόστους παραγωγής (Nyström and Öhman 2002). Η χρήση ευαίσθητων μηχανημάτων ψηφιοποίησης της επιφάνειας του ξύλου, σε πριστά του είδους Picea abies στη Νορβηγία, είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα, όσον αφορά τη δημιουργία γραμμικών μοντέλων εκτίμησης του θλιψιγενούς ξύλου, με τη βοήθεια φασματογραφικών μεθόδων και της στατιστικής (Nyström and Hagman 1999). Το κυριότερο πρόβλημα στην ταξινόμηση της τεχνικής ξυλείας, είναι ο υψηλός ρυθμός παραγωγής, επειδή δυσχεραίνει τον αξιόπιστο έλεγχο από τους χειριστές παραγωγής, λόγω κούρασης και λανθασμένων εκτιμήσεων. Προτιμότερο είναι να γίνεται ένας αυτόματος οπτικός έλεγχος, με ειδικά μηχανήματα, κατά τον οποίο σταδιακά θα δημιουργούνται, μεγεθύνονται και υποδιαιρούνται ψηφιακές εικόνες των προϊόντων ξύλου, θα εξάγονται βασικά χαρακτηριστικά τους και τελικά θα ομαδοποιούνται και ταξινομούνται κατάλληλα (Pham and Alcock 1998). Κυριότερα μέτρα, με τα οποία είναι δυνατό να επιδιωχθεί η βελτίωση στη μεταχείριση της εγχώριας ξυλείας, πέρα από τις δασοκομικές και καλλιεργητικές επεμβάσεις, αποτελούν η επιμελημένη πρίση (εκλογή, χρήση και συντήρηση μηχανημάτων πρίσης), η τυποποίηση από άποψη διαστάσεων (σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς), η ποιοτική ταξινόμηση (σύμφωνα με τα αυξητικά σφάλματα) και η επιμελημένη ξήρανση (Τσουμής 1959).

41 Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες εμπορίας της πριστής ξυλείας στην Ελβετία, ο Leibundgut (1970) αναφέρει ότι η αξιολόγηση του ξύλου εξαρτάται σημαντικά από την κλαδοβρίθεια, ενώ διακρίνονται τρεις κατηγορίες πριστής ξυλείας κωνοφόρων: Κατηγορία I. Ξύλο απαλλαγμένο ή σχεδόν απαλλαγμένο από κλαδιά, στιλπνό, χωρίς θύλακες και ρωγμές. Ανεκτά σφάλματα μπορούν να είναι μικροί συναυξάνοντες κλάδοι σε μικρό όμως αριθμό και μεμονωμένες μικρές και ξηρές ρωγμές. Κατηγορία II. Ξύλο με συναυξάνοντες υγιείς κλάδους, στιλπνό, απαλλαγμένο από ρωγμές, χωρίς χοντρά κλαδιά και πίπτοντες ρόζους. Ανεκτά σφάλματα είναι λίγοι χοντροί συναυξάνοντες κλάδοι, μικρότεροι μονόπλευρα συναυξάνοντες μελανού χρώματος κλάδοι, ρητηνώδεις ρωγμές που δε φτάνουν μέχρι την επιφάνεια και μικρές ακραίες ρωγμές. Κατηγορία III. Ανεκτά σφάλματα είναι ο μεγαλύτερος αριθμός χοντρών συναυξάνοντων κλάδων, αποπίπτοντες ρόζοι σε περιορισμένο αριθμό, ελαφρώς ερυθρό ξύλο, διαμπερείς ρωγμές και σφάλματα κατά την πλάνιση.

42 ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΥΒΡΙΔΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΑΤΗΣ 3.1. Συστηματική κατάταξη Η υβριδογενής ελάτη, ανήκει στα 50 περίπου μέχρι σήμερα αναγνωρισμένα είδη του γένους Abies (Αθανασιάδης 1986α) και προέρχεται από τη διασταύρωση των ειδών λευκής (Abies alba) και κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica), που αποτελούν τους αρχικούς γονείς, καθώς και των υβριδίων που προέκυψαν αργότερα (Mattfeld 1930). Φέρει το όνομα Abies alba x Abies cephalonica, populus hybridogenus (Abies borisii regis Mattf.). Πρόκειται για δέντρο με πλατιά κόμη, ύψους m και διαμέτρου cm σε ώριμη ηλικία και εμφανίζει καστανόχρωμο ως σταχτόλευκο κορμό, σε μεγαλύτερη ηλικία. Εμφανίζει ενδιάμεσα χαρακτηριστικά των ειδών από τα οποία προήλθε και οι συνδυασμοί των χαρακτήρων εξασθενούν με το γεωγραφικό πλάτος, προς βορά για την κεφαλληνιακή ελάτη και προς νότο για τη λευκή ελάτη (Μπασιώτης 1956, Μητσόπουλος 1983, Αθανασιάδης, 1986α). Ο Mattfeld (1930) διέκρινε στο Άγιο Όρος την ποικιλία Abies borisii regis var. pseudocilicica με μαλακές και μακριές βελόνες. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες υποστηρίζεται η ύπαρξη ενός αρχαιότερου (πρωτόγονου) είδους ελάτης (κατάλοιπα τέτοιων προγονικών πληθυσμών υπάρχουν μέχρι σήμερα στην κεντρική Ελλάδα και την Εύβοια, σε μίξη με τα άλλα είδη ελάτης), το οποίο μετά από διαδοχικές διασταυρώσεις και υβριδισμό με τα είδη της λευκής (A. alba) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Αbies cephalonica), αλλοίωσε το χαρακτήρα τους, σχηματίζοντας πληθυσμούς-παράγωγα των παραπάνω διαδικασιών, που είναι γνωστοί σήμερα με το όνομα Αbies borisii regis, στην κεντρική βόρεια Ελλάδα και Αbies cephalonica, στην κεντρική νότια Ελλάδα (Scaltsoyiannes et al. 1998). Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην απομόνωση του είδους Αbies cephalonica στο νησί της Κεφαλονιάς, όπου υπάρχει ο μόνος καθαρός γενετικά πληθυσμός (Αbies cephalonica var. cephalonica), ενώ στην κεντρική νότια Ελλάδα παρέμεινε η Αbies cephalonica var. graeca (Liu 1971). Η παραπάνω υπόθεση αποκλείει το ενδεχόμενο της απ ευθείας διασταύρωσης μεταξύ λευκής και κεφαλληνιακής ελάτης, ενισχύοντας την άποψη ότι η υβριδογενής ελάτη (Αbies borisii regis) προήρθε από αρχαιότερο προγονικό είδος.

43 Γεωγραφική εξάπλωση Η υβριδογενής ελάτη σχηματίζει δάση, σε αμιγείς ή μικτές συστάδες, στα νότια της Βουλγαρίας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), ενώ στην Ελλάδα απαντάται σποραδικά στην Πελοπόννησο, σε μίξη με την κεφαλληνιακή ελάτη, στα όρη της κεντρικής Πίνδου μέχρι τον Τυμφρηστό και βορειότερα στα σύνορα, στο ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης (Χάρτης 3.2.1). Ακόμη σποραδικά συναντάται στο Άγιο Όρος και στο νησί της Θάσου (Mattfeld 1930, Μπασιώτης 1956). Χάρτης Γεωγραφική εξάπλωση υβριδογενούς ελάτης στην Ελλάδα (Mattfeld 1930, Μπασιώτης 1956).

44 Κατακόρυφα εξαπλώνεται στην περιοχή των φυλλοβόλων πλατυφύλλων, από υπερθαλάσσιο ύψος m μέχρι m και μέχρι τα 2000 m σχηματίζει τα ψευδαλπικά δασοόρια και δενδροόρια. Η άριστη ζώνη εξάπλωσης βρίσκεται στα m. Γενικότερα η υβριδογενής ελάτη που υπάρχει στα ελληνικά όρη αποτελεί ενώσεις παραμεσόγειων ψυχρόβιων κωνοφόρων (Μπασιώτης 1956). Σύμφωνα με τον Αθανασιάδη (1986β) ανήκει στην ορεινή-υπαλπική ζώνη δασών οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων Fagetalia και πιο συγκεκριμένα στην υποζώνη Fagion moesiacae όπου δημιουργεί τον αυξητικό χώρο Abietum borisii regis Δασοκομικές και βιολογικές ιδιότητες Η υβριδογενής ελάτη είναι είδος βραδυαυξές κατά τη νεαρή ηλικία, διατηρεί επί μακρά περίοδο την καθ ύψος και πάχος αύξηση και δημιουργεί σπερμοφυείς συστάδες, με πληροκαρπία 2-4 έτη (Περτούλι 3 έτη) και διάρκεια ζωής μέχρι και χρόνια. Είναι δέντρο συνήθως στενόκομο, λεπτόφλοιο, καλλίκορμο, με τάση σχηματισμού κορμού με λίγα κλαδιά, μέτρια βαθύριζο με έντονο πασσαλοειδές ως καρδιόσχημο ριζικό σύστημα, που ανθίσταται σε ισχυρούς ανέμους. Έχει υψηλές απαιτήσεις σε υγρασία και πολύ καλή αναπαραγωγική ικανότητα (οι τυχόν ζημιές που προκαλούνται στον κορμό επουλώνονται σχετικά γρήγορα εντός 8-10 ετών) (Μπασιώτης 1956, Αθανασιάδης 1986α, Ντάφης 1986). Είναι ανθεκτική σε ψυχρά περιβάλλοντα (ψυχρόβιο), καθώς και σε μακρόχρονη σκίαση, ενώ απαιτεί γόνιμο έδαφος, πλούσιο σε ανόργανες θρεπτικές ουσίες, βαθύ, χαλαρό, αργιλλοαμμώδες, νωπό και πλούσιο σε χούμο. Η υβριδογενής ελάτη παράγει σπόρους/kgr, οι οποίοι έχουν μέτριο μέγεθος, φέρουν πτερύγιο, για να διασπείρονται σε μεγάλη απόσταση από το σπορέα και παρουσιάζουν φυτρωτικότητα μέχρι 60-70% κατά μέσο όρο (Μπασιώτης 1956, Αθανασιάδης 1986α, Ντάφης 1986) Δασοπονική σημασία Οι ελατοσυστάδες που υπάρχουν στην Ελλάδα, είναι δυνατό να παράγουν ξύλο καλής ποιότητας και καλών τεχνικών ιδιοτήτων, αν καλλιεργηθούν ορθολογικά (Μπασιώτης, 1956). Τα δάση ελάτης καταλαμβάνουν περίπου έκταση ha,

45 αποτελώντας το 16,17% των βιομηχανικών δασών και το 38% της συνολικής έκτασης των κωνοφόρων της χώρας (Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, 1992, 1993). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι δάση υβριδογενούς ελάτης, η οποία σχηματίζει τα ελατοδάση ολόκληρης σχεδόν της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μπασιώτης 1956, Μητσόπουλος 1983). Έχουν μεγάλη οικονομική σημασία αφού εμφανίζουν ετησίως, περίπου m 3 παραγωγή βιομηχανικής ξυλείας με μεγάλο ποσοστό τεχνικού ξύλου και παράγουν το 31,23% του συνολικού εμπορεύσιμου όγκου των δασών μας (Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, 1992, 1993). Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, επιπλοποιία, κιβωτοποιία, χαρτοποιία, για την κατασκευή συγκολλητών ή μοριοσανίδων και ως καυσόξυλο (Τσουμής 1994). Επίσης η παραγωγή χριστουγεννιάτικων δέντρων έχει μεγάλη οικονομική αξία και αποτελεί μια ελκυστικά αποδοτική δραστηριότητα (Χριστοδούλου κ.α. 1990). Σχετικά με άλλα κωνοφόρα είναι εδαφοβελτιωτικό (οι βελόνες της χουμοποιούνται ευκολότερα) και ως σκιόφυτο είδος ενδείκνυται για τη δημιουργία κηπευτών (υποκηπευτών) και μικτών συστάδων, οι οποίες ανταποκρίνονται κατά τον καλύτερο τρόπο σε ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών του δάσους (Μπασιώτης 1956, Ζάγκας και Σμύρης 1993, Tsitsoni and Zagas 1994, Zagas et al. 1999, 2000) Κίνδυνοι Τα δάση της ελάτης έχουν υποστεί και ακόμη εν μέρει υφίστανται μεγάλη καταπιέση, κακοποίηση και κακομεταχείριση από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως εκχερσώσεις, λαθροϋλοτομίες και υπερβόσκηση (Μπασιώτης 1956, Ντάφης 1988). Αβιοτικοί παράγοντες, που αποτελούν κίνδυνο για την ελάτη είναι, οι υψηλές θερμοκρασίες του εδάφους (54 o C), οι χαμηλές ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες (-20 o C) και οι όψιμοι παγετοί, που προκαλούν νέκρωση κορυφαίων βλαστών ή παγοραγάδες, η ρύπανση, οι πυρκαγιές και έντονα καιρικά φαινόμενα όπως ισχυροί άνεμοι, έντονη χιονόπτωση, χαλαζόπτωση κλπ. (Ντάφης 1986, Καϊλίδης, 1990, Μουλαλής 1990). Βιοτικοί παράγοντες, επικίνδυνοι για την ελάτη είναι, από τα ζώα, τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή (επιβάρυνση εδάφους, φυσικής αναγέννησης), τα ζαρκάδια και τα ελάφια (καταστροφή επικόρυφων οφθαλμών) και τέλος οι σκίουροι που τρώνε τους σπόρους (Ζαγκας 1990, Ζαγκας και Σμυρης 1993). Από τα έντομα κυριότερα είναι, τα

46 Hylobius abietis, Otiorrhynchus scaber, που αναπτύσσονται στο έδαφος και στις ρίζες, τα Mindarus abietinus, Trisetacus abietis, Bucheria pectinatae, Agevillea abietis, Argyresthia fundella, Cacoecia murinana, που αναπτύσσονται στις βελόνες, τα Phaenops knoteki, Cryphalus abietis, C. piceae, Buprestis rustica, Pityokteines (Ips) spinidens, P. curvidens, P. vorontzowi, Pissodes piceae, Platypus oxyurus, Trypodendron lineatus, Acanthocinus reticulates, Rhagium inquisitor, Callidium aeneum, morimus asper, Leptura rubra, L. dubia, Ergater faber, Urocerus (Sirex) gigas, U. augur, U. cyaneus, Xeris spectrum, που αναπτύσσονται στο φλοιό και στο ξύλο, ενώ τα Ernobius kailidisi, Dioryctria abietella αναπτύσσονται στα άνθη και στους σπόρους (Καϊλίδης, 1994). Από τους μύκητες τα είδη Armilaria melea, Rhizina inflata δημιουργούν σηψιρριζίες, το Agrobacterium tumefaciens όγκους, τα Lophodermium nervisequum, Melampsorella symphyti, Milesia spp., M. Kriegeriana σκωριάσεις και άλλα συμπτώματα στις βελόνες, ενώ η σκούπα της μάγισσας οφείλεται στο μύκητα Melampsorella caryophyllacearum (Καϊλίδης, 1990). Ο μύκητας Heterobasidium annosum βρέθηκε ότι προκαλεί σηψιρριζία και σήψη των πρέμνων (Tsopelas and Karhonen 1996). Από τα παρασιτικά φυτά που εμφανίζονται στην ελάτη, συνηθέστερο στην Ελλάδα είναι ο ιξός (Viscum album), το οποίο προκαλεί όγκο.

47 ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 4.1. Γεωγραφική θέση Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε το τμήμα 630 του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου, στο δασικό σύμπλεγμα Κόζιακα (Χάρτης 4.1.1). Βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος 39 ο ο 33, γεωγραφικό μήκος 21 ο ο 40 και υπερθαλάσσιο ύψος m. Εμφανίζει κυρίως δυτικές ή βόρειες και βορειοανατολικές εκθέσεις και κατά μέσο όρο μέτριες ως ισχυρές κλίσεις (40%). Η έκτασή του ανέρχεται σε 20,74 ha, από τα οποία 20 ha είναι δασοσκεπής και 0,74 ha γυμνή έκταση (ΤΔΔΠΔ 1998). Το πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου Τρικάλων (Χάρτης 4.1.1) βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής Πίνδου και εκτείνεται μεταξύ των ορεινών όγκων Κόζιακα (1901 m) και Μπουντούρας (2067m). Αποτελεί το ανώτερο μέρος της υδρολογικής λεκάνης του Ασπροποτάμου και έχει καθαρά ορεινή φυσιογραφία (Ganatsas et al. 2001, Tsitsoni et al. 2002). Χάρτης Περιοχή έρευνας (τμήμα 630) στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου (ΤΔΔΠΔ 1998).

48 Γεωλογικές συνθήκες Τα συνήθη πετρώματα που απαντώνται στο πανεπιστημιακό δάσος είναι ιζηματογενούς προέλευσης, ασβεστόλιθοι και σχιστολιθικοί ψαμμίτες της σειράς του φλύσχη (Παπαμίχος κ.α. 1979, 1985, Μουντράκης 1985). Οι ορεινοί όγκοι αποτελούνται από νεοκρητιδικούς πελαγικούς ασβεστόλιθους και πυριτόλιθους, που εναλλάσσονται με μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθους (Χάρτης 4.2.1). Χάρτης Γεωλογικός χάρτης πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου (Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών υπεδάφους) (ΤΔΔΠΔ 1998). Τα πετρώματα αυτά ανήκουν στη ζώνη Πίνδου-Ολονού, που σχηματίσθηκαν στην Ηώκαινη εποχή της τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα σαν μηχανικά ιζήματα, αποτελούμενα από στρώσεις με μεγάλο πάχος και περιλαμβάνουν στις κατώτερες διαστρώσεις τους, λεπτόκοκκους ψαμμίτες, άργιλο και μάργα, ενώ στις

49 ανώτερες, χονδρόκοκκους ψαμμίτες, κροκαλοπαγείς και λατυποπαγείς σχηματισμούς (Μουντράκης 1985). Στο χάρτη 4.2.1, παρατηρείται ότι το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής έρευνας (τμήμα 630) αποτελείται από πετρώματα της σειράς του φλύσχη και μόνο στα όρια του τμήματος δημιουργούνται αποθέσεις ρυακιών και κορήματα Εδαφικές συνθήκες Τα εδάφη του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου χαρακτηρίζονται από σχετικά μεγάλη αναλογία ιλύος και αργίλου. Κυριαρχούν τα πηλώδη και αργιλοπηλώδη εδάφη, ενώ τα λεπτά συστατικά αυξάνονται με το βάθος. Τα εδάφη που σχηματίζονται στο φλύσχη είναι του τύπου των ορφνών δασικών εδαφών με διαφορετικό βαθμό έκπλυσης και διαπήλωσης ανάλογα με το αν το πέτρωμα περιέχει περισσότερο αργιλομαργαϊκό σχιστόλιθο ή ψαμμίτη και τις μικροκλιματικές και τοπογραφικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά (Παπαμίχος 1979, Παπαμίχος κ.α. 1979, 1985, Γούλας 1984). Διακρίνονται (α) Ορφνά δασικά εδάφη με Β ορίζοντα, στα οποία έλαβε χώρα έκπλυση των διαλυτών αλάτων, χωρίς όμως αξιόλογη μετακίνηση αργίλου. Έχουν ελαφρά όξινη αντίδραση, υψηλό βαθμό κορεσμού με βάσεις και έντονη βιολογική δραστηριότητα, (β) Όξινα ορφνά δασικά εδάφη, με τέλεια απομάκρυνση των διαλυτών αλάτων, όξινη αντίδραση, κορεσμό σε εναλλακτικές βάσεις (μικρότερο του 50%, με εξαίρεση τον Α1 ορίζοντα), αυξημένη αποσάθρωση με σχηματισμό αργίλου και ελευθέρωση οξειδίων σιδήρου ή σχηματισμό χουμοσιδηροαργιλικών συμπλόκων, χωρίς μετακίνηση αργίλου, (γ) Ορφνά διαπηλωθέντα (μεσογειακά) εδάφη, στα οποία παρατηρείται, μετακίνηση αργίλου μέσα από τις ρωγμές, πόρους, νεκρές ρίζες, στοές σκουληκιών και εναπόθεσή τους ως αργιλικές επικαλύψεις, γύρω από τα τοιχώματα και τις μονάδες δομής. Η οξύτητα των εδαφών εμφανίζει ph 4,5-6,5 και μεταβάλλεται λίγο με το βάθος, ενώ τα επιφανειακά στρώματα παρουσιάζουν υψηλότερο ph. Η εναλλακτική ικανότητα είναι υψηλή, ίσως λόγω της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων βερμικιουλίτη, μοντμοριλονίτη και μαρμαρυγιακών ορυκτών (Σακελλαριάδης 1983). Όσον αφορά την οργανική ουσία, κυριαρχεί ένας ενδιάμεσος τύπος χούμου Mull και Moder, ενώ

50 σπάνια σε σκιερές και ψυχρές θέσεις παρατηρείται χούμος που μοιάζει με Mor. Αυτό οφείλεται στις καλές συνθήκες αερισμού, υγρασίας, θρεπτικών στοιχείων, ph και γονιμότητας του εδάφους, που εμφανίζεται πλούσιο σε άζωτο. Οι παράγοντες αυτοί εντείνουν τη βιολογική δραστηριότητα και επιταχύνουν τη διαδικασία χουμοποίησης του εδάφους ακόμη και σε δυσχερείς, ψυχρές θέσεις (Παπαμίχος 1990). Ο αριθμός σκουληκιών είναι περιορισμένος, υπάρχει όμως σημαντική ανάπτυξη αρθρόποδων και μυκήτων. Η σχέση C/N κυμαίνεται από 7 ως 18, γεγονός που δείχνει έντονη βιολογική δραστηριότητα και ευνοϊκές συνθήκες αποσύνθεσης των φυτικών υπολειμμάτων και απελευθέρωση θρεπτικών στοιχείων. Έλλειψη από θρεπτικά στοιχεία για την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης δε παρατηρείται. Μικρή ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η περιεκτικότητα σε εναλλακτικό Ca, που είναι δυνατό να οδηγήσει σε ταχύτερη έκπλυση και δημιουργία όξινων συνθηκών (Παπαμίχος 1979, Παπαμίχος κ.α. 1979, 1985, Γούλας 1984). Το βάθος του εδάφους, ο χουμώδης ορίζοντας Α και πολλές φορές η ύπαρξη αλλουβιακού ορίζοντα Β, που μπορεί να συγκρατήσει σημαντικές ποσότητες νερού, είναι οι σπουδαιότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης. Το βάθος κυμαίνεται από 30 cm (και λιγότερο στις ράχες) μέχρι 100 cm (και περισσότερο στις κατώτερες κλιτείς), ενώ τα εδάφη που σχηματίστηκαν στο φλύσχη είναι ασταθή και υφίστανται εύκολη διάβρωση (Παπαμίχος 1979). Στην περιοχή έρευνας εμφανίζεται κυρίως ο τύπος του ορφνού διαπηλωθέντος δασικού εδάφους, με έντονη βιολογική δραστηριότητα και ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας για την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης. Η διάβρωση του εδάφους είναι έντονη κατά θέσεις, όμως σε μικρή συχνότητα. Η μορφολογία του εδάφους είναι ισχυρά κυματοειδής και παρουσιάζει 3 ποιότητες τόπου (ΙΙ, ΙΙΙ, IV). Από τα 20 ha της δασοσκεπούς επιφάνειας του τμήματος η ποιότητα τόπου ΙΙ καταλαμβάνει 5,2 ha, η ΙΙΙ 13,5 ha και η IV 1,3 ha (Παπαμίχος κ.α. 1979, 1985, ΤΔΔΠΔ 1998) Κλιματικές συνθήκες Στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου, λειτουργεί από το 1960 μετεωρολογικός σταθμός (1130 m), από τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία για τα έτη (Πίνακας 4.4.1). Το κλίμα της περιοχής μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταβατικό

51 μεσογειακό-μεσοευρωπαϊκό (Μαυρομμάτης 1980, Φλόκας 1992), με πολύομβρο και ψυχρό χειμώνα και σχετικά θερμό καλοκαίρι (Σχήμα 4.4.1). Πίνακας Μέσες μηνιαίες και ετήσιες τιμές κλιματικών στοιχείων για την περίοδο Μέσες μηνιαίες τιμές Θερμοκρασία ( o C) Ύψος κατακρημνισμάτων (mm) Σχετική υγρασία Μήνες Μέση Μέση ελάχιστη Μέση μέγιστη Χιονόπτωση Βροχόπτωση Συνολικά (%) Ιανουάριος -0,1-3,4 3,6 85,1 93,8 178,9 85,1 Φεβρουάριος 0,4-3,3 4,1 80,1 96,4 176,4 82,7 Μάρτιος 2,9-1,5 7,0 50,7 92,3 143,0 78,0 Απρίλιος 7,0 1,5 11,5 11,5 133,1 144,6 75,1 Μάιος 12,5 5,4 17,2 0,6 89,9 90,5 70,7 Ιούνιος 16,5 8,4 21,5 0,0 41,4 41,4 67,0 Ιούλιος 18,6 10,1 24,1 0,0 43,7 43,7 65,5 Αύγουστος 18,1 9,8 24,2 0,0 41,0 41,0 67,2 Σεπτέμβριος 14,3 7,3 20,0 0,0 76,5 76,5 66,8 Οκτώβριος 9,5 4,2 14,4 4,7 150,0 154,7 78,9 Νοέμβριος 5,3 1,2 9,6 22,0 192,8 214,8 81,6 Δεκέμβριος 1,4-1,8 4,7 71,1 171,3 242,3 85,5 Μέσες ετήσιες τιμές 8,9 3,2 13,5 27,1 101,8 129,0 75,3 Σύνολο ετήσιων κατακρημνισμάτων 316,7 1222,0 1547,8 Απόλυτες τιμές θερμοκρασίας Απόλυτη ελάχιστη θερμοκρασία Απόλυτη μέγιστη θερμοκρασία -20 ο C (Ιανουάριος 1963) 35 ο C (Ιούλιος 1988) Σχήμα Ομβροθερμικό διάγραμμα περιοχής για την περίοδο

52 Παρατηρείται μια άνιση κατανομή μετεωρολογικών κατακρημνισμάτων κατά τη διάρκεια του έτους. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου (Μάιος-Σεπτέμβριος) το μέσο ύψος βροχής φτάνει τα 293,1 mm, ενώ το μέσο ετήσιο ύψος μετεωρολογικών κατακρημνισμάτων ανέρχεται στα 1547,8 mm, γεγονός που καθιστά τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής ευνοϊκές για την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης. Σύμφωνα με υπόδειξη του Εργαστηρίου Μετεωρολογίας του Α.Π.Θ., το χιόνι υπολογίζεται σε ύψος βροχής έπειτα από αναγωγή του ύψους χιονιού κάθε παρατήρησης σε ύψος βροχής, με τη βοήθεια της σχέσης βροχή : χιόνι = 1:10 (Peguy 1970, Primault and Quiby 1977). Στη διαμόρφωση του κλίματος αποφασιστικό ρόλο παίζει το ανάγλυφο του εδάφους. Το δάσος βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της οροσειράς της Πίνδου και δέχεται την επίδραση δυτικών ανέμων, που φέρνουν τη βροχή. Οι συνηθέστεροι άνεμοι στην περιοχή είναι βορειοανατολικοί και νοτιοδυτικοί. Δημιουργούνται δυο τοπικά κλίματα από τη διαμόρφωση του εδαφικού ανάγλυφου, το δριμύ κλίμα γύρω από τα Περτουλιώτικα Λιβάδια, λόγω των βόρειων ανέμων που επιταχύνονται κατά μήκος του Κόζιακα-Ασπροποτάμου και το ηπιότερο κλίμα της περιοχής Βαθύ και Κορομηλιά, που δεν προσβάλλονται από ισχυρούς ανέμους λόγω της παρουσίας των ορεινών όγκων της Λύξας, Κορομηλιάς, Κούκου και Κουρούνας (Οικονομόπουλος 1937, Γούλας 1984, Ζάγκας και Σμύρης 1993) Φυτοκοινωνικές συνθήκες Η δασική βλάστηση του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου, φυτοκοινωνικά ανήκει στη ζώνη της οξιάς (Fagetalia) και μάλιστα στον αυξητικό χώρο της συνένωσης Fagion illyricum. Κυριαρχεί η ένωση Abietum borisii regis και τοπικά εμφανίζονται λείψανα των ενώσεων Abieti-Fagetum. Η ένωση Abietum borisii regis παρουσιάζει σημαντικό οικολογικό εύρος και μέσα σ αυτή διαμορφώνονται μικρότερες φυτοκοινωνικές ομάδες που διαχωρίζονται μεταξύ τους με τη βοήθεια φυτοδεικτών (Αθανασιάδης 1986β). Οι Zagas et al. (2000) για τη ζώνη της Fagetalia αναφέρουν τις μικτές συστάδες οξιάς-ελάτης, όπου η μίξη αυτή είναι εύκολη και συνεχής, λόγω των παρόμοιων δασοκομικών και βιολογικών γνωρισμάτων, που εμφανίζουν τα δυο αυτά είδη.

53 Τέτοιες συστάδες αποτελούν πολύτιμα οικοσυστήματα, με υψηλή βιοποικιλότητα και παραγωγικότητα, οικολογική σταθερότητα και αισθητική αξία, σχηματίζοντας κατάλληλους βιότοπους για τα σημαντικότερα είδη της ελληνικής πανίδας. Στην ευρύτερη περιοχή του Κόζιακα βρέθηκαν και περιγράφηκαν 9 τύποι φυσικών οικότοπων με μεγάλη ποικιλότητα, ενώ συνολικά καταγράφηκαν 422 φυτικά είδη. Τα δασικά οικοσυστήματα μαζί με τα λιβάδια κυριαρχούν, ενώ η ποικιλία εξαρτάται από δασοκομικούς χειρισμούς (Tsitsoni et al. 2002). Μελέτη στην περιοχή του Ασπροποτάμου για την εκτίμηση της ποικιλότητας των δασικών οικοσυστημάτων, έδειξε ότι η ποικιλότητα εξαρτάται από το είδος που κυριαρχεί, την πυκνότητα της κομοστέγης, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και τις δασοκομικές επεμβάσεις (Ganatsas et al. 2001). Αυτοφυή, εκτός της Abies borisii regis, υπάρχουν σποραδικά τα είδη Fagus moesiaca, Quercus cerris, Taxus baccata, Acer obtusatum, Ostrya carpinifolia, Cytisus laburnum, Juniperus communis, Juniperus foetidissima, Ilex aquifolium, Tilia cordata, Salix caprea κλπ. Τεχνητά εγκαταστάθηκαν, κατά τις αναδασώσεις που έγιναν, η Pinus nigra (var. pallasiana) σε μεγάλη κλίμακα, η Pinus silvestris και Pinus leucodermis σε μικρότερη κλίμακα και δοκιμαστικά τα είδη Pinus ponderosa, Pseudotsuga menziesii, Thujia pliccata, Larix europaea, Acer platanoides, Acer pseudoplatanus, Sequoia gigantea κ.α. (Οικονομόπουλος 1937, Μπασιώτης 1956, Γούλας 1984, ΤΔΔΠΔ 1998). Η χλωριστική σύνθεση των ενδιαιτημάτων του τύπου μικτών δασών οξιάςυβριδογενούς ελάτης, όπου ανήκει και η περιοχή έρευνας, αποτελεί ένωση Abies borisii regis, Campanula abietina-comm και χαρακτηρίζεται από παραγωγικά αμιγή δάση ελάτης, με πλούσια φυσική αναγέννηση και άτομα ελάτης όλων των ηλικιών, που συμμετέχουν σε όλα τα επίπεδα ορόφωσης. Η χλωρίδα στο επίπεδο του υπορόφου αποτελείται κυρίως από τα είδη Helleborus cyclophyllus, Campanula patula, Campanula spatulata, Sanicula europaea, Geocaryum carpinifolium. (Tsitsoni et al. 2002). Στην περιοχή έρευνας (τμήμα 630) η υβριδογενής ελάτη αποτελεί το κυρίαρχο είδος και μόνο σε μικρές επιφάνειες του τμήματος βρίσκεται σε μίξη με αυτοφυή οξιά (Fagus moesiaca), όπου η εφαρμοζόμενη διαχείριση ευνοεί την ανάπτυξή της. Τα είδη

54 Ilex aquifolium (αρκουδοπούρναρο), Ostrya carpinifolia (οστρυά), Quercus cerris (δρυς) είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της θαμνώδους βλάστησης Βιολογικές συνθήκες Οι οργανικοί και ανόργανοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, που παρατηρήθηκαν μέχρι τώρα και επιδρούν σημαντικά στις βιολογικές συνθήκες του δάσους, είναι οι εξής: Ζώα. Από ζώα παραγωγής, σημαντικός είναι ο πληθυσμός των αγελάδων που βόσκουν ελεύθερα, λόγω των ζημιών που προκαλούν στις νεοφυτείες ελάτης και στην ποικιλότητα της υποβλάστησης, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση ανεπιθύμητων ειδών, όπως η φτέρη, ενώ καθίσταται αδύνατη η εισαγωγή πλατύφυλλων ειδών για τη βελτίωση του δάσους. Οι βλάβες που δημιουργούνται από ζώα φόρτου (ίπποι, ημίονοι) είναι ελάχιστες ενώ μετρίου μεγέθους είναι αυτές που προκαλούνται από άγρια ζώα. Οι σκίουροι τρώνε τους σπόρους ελάτης αλλά σπάνια εκφλοιώνουν κορμίδια ελάτης. Τα ζαρκάδια και τα ελάφια είναι ελάχιστα και προκαλούν ζημιές κυρίως σε πυκνοφυτείες και κορμίδια ξενικών ειδών (Καϊλίδης 1968, Γούλας 1984, ΤΔΔΠΔ 1998). Έντομα. Τα σπουδαιότερα έντομα, που προσβάλλουν την ελάτη στο δάσος Περτουλίου, είναι φλοιοφάγα και ξυλοφάγα. Αυτά σε συνδυασμό με τους μύκητες (δευτερογενείς προσβολές) είναι υπεύθυνα για ξήρανση μικρών ή και μεγάλων δέντρων. Τα κυριότερα είναι τα είδη Xyloterus lineatus, Pityoktenes spinidens, Cyrvidens verontzowi, Phaenops knoteki, P. cyanea, Urocerus (Sirex) gigas, U. augur (Εικόνα 4.6.1), Callidium aeneum, Phagium inquisitor, Gryphalus piceae, Xylotrypes bajulus, Dioryctria abietella (Καϊλίδης 1968, 1994, Γούλας 1980, Καϊλίδης και Μαρκάλας 1989). Ο μύκητας Heterobasidium annosum προκαλεί σηψιρριζία και σήψη των πρέμνων (Tsopelas and Karhonen 1996). Μύκητες. Τα κυριότερα είδη μυκήτων είναι τα Lophodermium nervisequm, Milesia blechini, Milesia kriegeriana, που προσβάλλουν τις βελόνες, χωρίς όμως ιδιαίτερη σημασία, τα Armillaria mellea και Fomes annosus που προσβάλλουν τη ρίζα ή το ριζικό κόμβο και είδη ξυλοσηπτικών μυκήτων, όπως Fomes sp., Polyporus sp. και Srereum sp. (Καϊλίδης 1968, 1990).

55 Εικόνα Θηλυκό τέλειο έντομο του είδους Urocerus (Sirex) augur, εναποθέτει τα αυγά του στο ξύλο κατακείμενου κορμοτεμαχίου υβριδογενούς ελάτης (φωτογραφία από την περιοχή έρευνας). Παρασιτικοί οργανισμοί. Στο πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου υπάρχει σε αφθονία το παράσιτο Viscum album. Αυτό δημιουργεί όγκους και κατά συνέπεια ακατάλληλο τεχνικά ξύλο, ενώ αποτελεί είσοδο για μύκητες (Καϊλίδης 1968). Πυρκαγιές. Οι κίνδυνοι πυρκαγιών στο πανεπιστημιακό δάσος είναι σχετικά περιορισμένοι. Στο παρελθόν είχαν εκραγεί 7 πυρκαγιές και κάηκαν μικρές εκτάσεις. Το γεγονός ότι τα δάση ελάτης είναι αρκετά ανθεκτικά στον κίνδυνο πυρκαγιών σε συνδυασμό με το υγρό κλίμα και τις έγκαιρες επεμβάσεις της Διοίκησης του δάσους, αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την αποφυγή έντονων φαινομένων (Καϊλίδης 1968, ΤΔΔΠΔ 1998). Το δάσος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο το καλοκαίρι και ιδίως σε θέσεις όπου έχει εισαχθεί πεύκη (εύφλεκτο είδος). Παγετοί. Βλάβες από παγετούς εμφανίζονται κυρίως στα κοιλώματα. Οι βλάβες από όψιμους παγετούς συνίστανται στην καταστροφή νέων βλαστών, νωρίς την άνοιξη (Καϊλίδης 1968). Άνεμοι-χιόνια. Ανεμοριψίες, ανεμοθλασίες και χιονοριψίες λαμβάνουν χώρα συχνά και είναι σχετικά σοβαρές σε τμήματα όπου το δάσος δεν έχει καλλιεργηθεί κανονικά. Το χειμώνα του , συνέβησαν σοβαρές ζημιές λόγω ισχυρών ανέμων και μεγάλου ύψους χιονιού. Κυρίως ζημιώθηκαν ομήλικες συστάδες στο στάδιο χοντρών

56 κορμιδίων. Το Μάρτιο του 1971 από χιονοστιβάδα καταστράφηκαν 10 ha δάσους (Καϊλίδης 1968, ΤΔΔΠΔ 1998) Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες Οι κάτοικοι του Περτουλίου και των όμορων κοινοτήτων συνυπάρχουν με το δάσος. Η διαβίωσή τους εξαρτάται από αυτό και οι ζημιές που προκαλούνται από εργασίες συγκομιδής και μεταφοράς είναι ελάχιστες. Οι συντελεστές της ελαχιστοποίησής τους είναι η οργάνωση των εργασιών, η συνεχής παρακολούθηση αυτών, η χρήση κατάλληλων εργαλείων και μηχανημάτων, καθώς και η απομάκρυνση των υπολειμμάτων που παράγονται από τις εργασίες. Τα παραγόμενα δασικά προϊόντα αποτελούνται κυρίως από τεχνική ξυλεία (στρογγύλη άνω των 2 m, στρογγύλη κάτω των 2 m, λεπτή στρογγύλη, υπολείμματα υλοτομιών, βιομηχανική και κιβωτοποιίας), καυσόξυλα και χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τα προϊόντα αυτά στην πλειονότητά τους διατίθενται στο εμπόριο μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό και κάποια καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων της κοινότητας Περτουλίου (ΤΔΔΠΔ 1998). Το δάσος έχει διαιρεθεί σε 9 ορεογραφικές μονάδες με 2 διαχειριστικές κλάσεις που περιέχουν 174 δασικά τμήματα και εμφανίζουν 5 ποιότητες τόπου. Ο δασοπονικός σκοπός είναι η μέγιστη παραγωγή πολύτιμου ξύλου με το μέγιστο δυνατό ξυλώδες κεφάλαιο, η διατήρηση και βελτίωση της υγείας και αντοχής του δάσους, η εξασφάλιση υδρονομικών, προστατευτικών, υγιεινών κλπ. επιδράσεων του δάσους, παράλληλα με την υπάρχουσα ερευνητική δραστηριότητα και εκπαίδευση των δασολόγων. Το πραγματικό ξυλώδες κεφάλαιο ανέρχεται στα ,57 m 3, ενώ το κανονικό σε ,75 m 3. Η μέση ετήσια προσαύξηση υπολογίζεται περί τα 9.682,66 m 3 /έτος ή 4,89 m 3 /έτος-ha. Για υποκηπευτές συστάδες, χρησιμοποιείται περίτροπος χρόνος έτη ανάλογα με την ποιότητα τόπου, ενώ ο χρόνος αναγέννησης κυμαίνεται από 30 ως 50 έτη και ο ειδικός χρόνος αναγέννησης από 15 ως 20 έτη. Στις κηπευτές συστάδες χρησιμοποιείται χρόνος περιφοράς 10 έτη, ανάλογα με την ποιότητα τόπου και ώριμη για υλοτομία διάμετρο cm. Το λήμμα δεκαετίας υπολογίζεται σε

57 από το οποίο 60% αποτελεί χρήσιμο όγκο ξυλείας και το 40% καυσόξυλα (ΤΔΔΠΔ 1998). Στην περιοχή έρευνας (τμήμα 630, Εικόνα 4.7.1), τα ογκομετρικά στοιχεία, για καρπώσεις που έγιναν κατά την περίοδο , δείχνουν ότι το συνολικό ξυλαπόθεμα ανέρχεται στα 3.286,74 m 3 (ή m 3 /ha) και το κανονικό στα 5.210,32 m 3 (ή 260,52 m 3 /ha). Η μέση ετήσια προσαύξηση υπολογίζεται περί τα 55,18 m 3 /έτος ή 2,76 m 3 /έτος-ha, ενώ το λήμμα δεκαετίας ( ) στα 468 m 3. Ο συνολικός αριθμός κορμών που παράχθηκε από τις καρπώσεις ήταν 802 κορμοί, εκ των οποίων οι 300 ανήκουν σε κλάσεις διαμέτρου cm (ΤΔΔΠΔ 1998). Εικόνα Άποψη της περιοχής έρευνας, με συστάδα δέντρων υβριδογενούς ελάτης, που εμφανίζει πλούσια φυσική αναγέννηση στα κράσπεδα. Διακρίνονται οι γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ, που διέρχονται από τα όρια του δάσους και βρίσκονται παραπλεύρως της δημοτικής οδού Τρικάλων.

58 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Υλικό της έρευνας αποτέλεσαν τα δέντρα υβριδογενούς ελάτης του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου, στο τμήμα 630 του δασικού συμπλέγματος Κόζιακα, επειδή κρίθηκε ως το αντιπροσωπευτικότερο και μεγαλύτερο σε έκταση (20,74 ha), των τμημάτων που επρόκειτο να υλοτομηθούν κατά την περίοδο Η λήψη των στοιχείων πραγματοποιήθηκε σε 3 φάσεις. Η πρώτη φάση βασίζεται στην καταγραφή ποιοτικών σφαλμάτων σε ιστάμενα δέντρα και υλοποιήθηκε σε 2 στάδια. Μελέτη και ανάλυση δομής του δάσους, ώστε να διευκρινιστούν οι κοινωνικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δέντρων, καθώς και έρευνα των αυξητικών σφαλμάτων στον κορμό. Η δεύτερη φάση βασίζεται στην καταγραφή ποιοτικών σφαλμάτων στο ξύλο των υλοτομημένων κορμών, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη ρίψη των δέντρων. Η τρίτη φάση τέλος, βασίζεται στην καταγραφή στοιχείων μετά τη διαμόρφωση των κορμών στο πριστήριο και την επίδραση των σφαλμάτων στην παραγόμενη ξυλεία Έρευνα δομής του δάσους Σκοπός του σταδίου αυτού είναι η ανάδειξη της κοινωνικής θέσης των δέντρων και των αυξητικών σχέσεων μεταξύ τους. Για το σκοπό αυτό ελήφθησαν με στρωματωμένη τυχαία δειγματοληψία, 10 δειγματοληπτικές επιφάνειες, σχήματος τετραγώνου και έκτασης 1024 m 2 (32m x 32m). Οι επιφάνειες αυτές κατανεμήθηκαν στις ποιότητες τόπου (3 στην ΙΙ, 5 στην ΙΙΙ και 2 στην IV), που εμφανίζονται στο δασικό τμήμα και αποτέλεσαν στρώματα της δειγματοληψίας. Οι επιφάνειες έχουν ληφθεί σε κάθε στρώμα αναλογικά, σύμφωνα με την έκταση του στρώματος, δηλαδή την επιφάνεια που καταλαμβάνει κάθε ποιότητα τόπου (Χάρτης 5.1.1). Η ένταση της δειγματοληψίας υπολογίζεται στο 5,12% (Μάτης 1992, 1994). Για τη διάκριση των ποιοτήτων τόπου χρησιμοποιήθηκε η διάκριση και χαρτογράφηση ποιοτήτων τόπου του δάσους, που έγινε από τους Παπαμίχο κ.α. (1985) και η διάκριση ποιοτήτων τόπου σύμφωνα με τη διαχειριστική μελέτη του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου βάσει φυτοδεικτών, η οποία υποδείχθηκε από το εργαστήριο Δασοκομίας (ΤΔΔΠΔ 1998). Σε κάθε επιφάνεια αριθμήθηκαν τα δέντρα

59 που είχαν διάμετρο ανώτερη των 4 cm και πραγματοποιήθηκαν τα εξής (Ντάφης 1966, Γούλας 1984, Σμύρης 1985, 1987, Σμύρης κ.α. 1989, 1992, Ζάγκας 1990, Τσιτσώνη 1991, Ζάγκας και Σμύρης 1993, Γκανάτσας 1993, Τσιτσώνη κ.α. 1996): 1. Μέτρηση διαμέτρου (>4cm) των κορμών με παχύμετρο (σε cm). 2. Μέτρηση ύψους των δέντρων με υψόμετρο Haga (σε m). 3. Μέτρηση ύψους έναρξης κόμης για τον υπολογισμό του μήκους κόμης. 4. Καταγραφή κλίσης εδάφους, υψομέτρου και έκθεσης. 5. Δημιουργία προφίλ συστάδας 10m x 30m. 6. Κατάταξη των δέντρων σύμφωνα με το σύστημα IUFRO. Χάρτης Κατανομή των δειγματοληπτικών επιφανειών (τετράγωνα με αριθμό) στις ποιότητες τόπου, που εμφανίζονται στην περιοχή έρευνας.

60 Διάκριση δέντρων με το σύστημα κατάταξης του IUFRO Στο σύστημα κατάταξης IUFRO, ταξινομούνται τα επί μέρους δέντρα, από άποψη κοινωνικής θέσης στη συστάδα και από άποψη βιολογικών, δασοκομικών και οικονομικών γνωρισμάτων που έχουν. Το σύστημα αυτό βρίσκει εφαρμογή σε όλους τους τύπους δομής των συστάδων και λαμβάνει υπόψη ότι άτομα ίδιας ηλικίας, μπορεί να έχουν διαφορετικές αυξητικές ιδιότητες (Ντάφης 1990). Βασικά συστατικά στοιχεία του συστήματος IUFRO είναι, το ύψος, η ζωτικότητα, η τάση εξέλιξης, η δασοκομική αξία, η ποιότητα κορμού και το μήκος κόμης του δέντρου. Διάκριση ανάλογα με την κοινωνική θέση Τάξεις ύψους. Διακρίνονται 3 όροφοι (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες), ανάλογα με τον εναέριο χώρο που καταλαμβάνεται από τη συστάδα. - Ανώροφος (100): δέντρα που ανήκουν στην ανώτερη κομοστέγη και έχουν ύψος >2/3 του μέσου ανώτερου ύψους της συστάδας. - Μεσόροφος (200): δέντρα που δεν ανήκουν στην ανώτερη κομοστέγη και έχουν ύψος 1/3-2/3 του μέσου ανώτερου ύψους της συστάδας. - Υπόροφος (300): δέντρα που δεν ανήκουν στην ανώτερη κομοστέγη και έχουν ύψος <1/3 του μέσου ανώτερου ύψους της συστάδας. Τάξεις ζωτικότητας. Διακρίνονται 3 τάξεις ζωτικότητας (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες), ανάλογα με την υγιεινή κατάσταση, αυξητική ρώμη, πυκνότητα φυλλώματος, χρώμα φύλλων, μήκος επικόρυφου και πλάγιων βλαστών, τραχύτητα φλοιού κλπ. χαρακτηριστικών των δέντρων. - Δέντρα που αναπτύσσονται ζωηρά (10). - Δέντρα που αναπτύσσονται κανονικά (20). - Δέντρα που αναπτύσσονται καχεκτικά (30). Τάξεις ανάλογα με την τάση κοινωνικής εξέλιξης. Διακρίνονται 3 τάξεις (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες). Η τάση μεταβολής της κοινωνικής θέσης του δέντρου εκδηλώνεται κυρίως με το σχετικό μέγεθος του επικόρυφου βλαστού. - Προαυξανόμενα δέντρα (κοινωνικά ανερχόμενα) (1). - Συναυξανόμενα δέντρα (κοινωνικά παραμένοντα) (2). - Υπολειπόμενα δέντρα (κοινωνικά κατερχόμενα) (3).

61 Διάκριση ανάλογα με την οικονομική σημασία Τάξεις δασοκομικής εκτίμησης. Διακρίνονται 3 τάξεις εκτίμησης (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες), ανάλογα με τα δασοκομικά κριτήρια και σχετικά με τα γειτονικά άτομα. - Εκλεκτά άτομα (400): άτομα τα οποία λόγω της ποιότητας, παραγωγικής δυνατότητας κλπ. ιδιοτήτων, είναι ιδιαίτερα πολύτιμα και συνεπώς κατάλληλα για επιλογή και ευνόηση (φορείς αξίας). - Ωφέλιμα άτομα (500): μέλη της συστάδας που συμβάλλουν στη δημιουργία του κατάλληλου αυξητικού χώρου για την ανατροφή των εκλεκτών ατόμων ή είναι απαραίτητα για τη διατήρηση και βελτίωση της παραγωγικής ικανότητας του σταθμού (εδαφοβελτιωτικά είδη). - Επιζήμια άτομα (600): μέλη της συστάδας που παρεμποδίζουν τα εκλεκτά άτομα ή ζημιώνουν την απόδοση σε αξία της συστάδας ή για οποιοδήποτε λόγο ώριμα για υλοτομία άτομα. Τάξεις ποιότητας κορμού. Διακρίνονται 3 τάξεις ποιότητας κορμού (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες), ανάλογα με τις τοπικές οικονομικές συνθήκες και τις προδιαγραφές που ισχύουν για κάθε δασοπονικό είδος. - Πολύτιμο ξύλο (40): τουλάχιστον το 50% του κορμόξυλου κατά το χρόνο της κάρπωσης είναι κατάλληλο για πολύτιμο ξύλο. - Κανονικό ξύλο (50): τουλάχιστον το 50% του κορμόξυλου ανταποκρίνεται στις κανονικές απαιτήσεις. - Ελαττωματικό ξύλο (60): λιγότερο από το 50% του κορμόξυλου ανταποκρίνεται στις κανονικές απαιτήσεις. Τάξεις κόμης. Διακρίνονται 3 τάξεις κόμης (χαρακτηρίζονται από αριθμοδείκτες), ανάλογα με το μήκος της και τη μορφή που έχει. - Μακρόκομα (4): το μήκος κόμης ξεπερνά το 1/2 του συνολικού μήκους του δέντρου. - Μεσόκομα (5): το μήκος κόμης ανέρχεται στο 1/2-1/3 του συνολικού μήκους του δέντρου. - Βραχύκομα (6): το μήκος κόμης είναι μικρότερο του 1/3 του συνολικού μήκους του δέντρου.

62 Διάκριση ποιοτήτων τόπου Ως ποιότητα τόπου ορίζεται η ικανότητα μιας έκτασης να υποστηρίζει την αύξηση των δέντρων (Spurr 1952) ή η δυνατότητα παραγωγής ξύλου για δεδομένο δασοπονικό είδος ή δασικό τύπο (Clutter et al. 1983), ενώ ως κορυφαίο ύψος (ή μέσο ανώτερο ύψος) ορίζεται το μέσο ύψος των 100 υψηλότερων δέντρων/ha, το οποίο ελάχιστα επηρεάζεται από το χειρισμό και την πυκνότητα της συστάδας, ενώ εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα τόπου (Ντάφης 1990). Η εύρεση της σχέσης μεταξύ ύψους-διαμέτρου υπολογίστηκε ξεχωριστά για κάθε ποιότητα τόπου επειδή η κλίση της καμπύλης σχετίζεται με τη δομή της συστάδας, το δασοπονικό είδος, την ποιότητα τόπου και την ηλικία του δέντρου (Beck 1971, Μάτης 1998). Η εκτίμηση της ποιότητας τόπου και η διαίρεση του τμήματος σε σταθμικούς τύπους, έγινε με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία και τη διάκριση των φοιτοκοινωνικών μονάδων με τη βοήθεια της υποβλάστησης (ομάδες φυτοδεικτών), σύμφωνα με όσα έχουν υποδειχθεί από το εργαστήριο Δασοκομίας, καθώς και με τη βοήθεια της σχέσης ύψους-διαμέτρου των δέντρων με διάμετρο άνω των 34 cm (ΤΔΔΠΔ 1998). Το μέσο ανώτερο ύψος των ώριμων δέντρων τα οποία έχουν συμπληρώσει σχεδόν την καθ ύψος αύξηση, βρέθηκε ως το καλύτερο μέσο εκτίμησης της παραγωγικότητας στα κηπευτά δάση της υβριδογενούς ελάτης, ενώ η αναγωγή του ύψους των δέντρων σε μια ορισμένη διάμετρο και η εφαρμογή της εξίσωσης του Meyer (1940) δεν έδωσε καλές εκτιμήσεις ποιότητας τόπου (Παπαμίχος κ.α. 1979). Από τα στοιχεία δομής που συγκεντρώθηκαν, καταρτίστηκαν σταθμοδεικτικές καμπύλες ύψους-διαμέτρου για ανομήλικες συστάδες (Meyer 1940, Mc Lintock and Bickford 1957, Μάτης 1994) βάσει του δείκτη ποιότητας (Site Index, S.I.), σύμφωνα με τον οποίο το ύψος του δέντρου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ποιότητα τόπου. Αυτό έγινε με σκοπό τη σύγκριση των στοιχείων και την επιβεβαίωση των προϋπαρχόντων διακρίσεων ποιοτήτων τόπου για την περιοχή. Η σταθμοδεικτική καμπύλη που προτείνει ο Meyer (1940) είναι εφαρμόσιμη στο αποκορύφωμα της αυξητικής δραστηριότητας του δέντρου σε ύψος, επειδή έχει καμπυλόγραμμη μορφή και δε δίνει τη δυνατότητα να υπολογιστεί η ποιότητα τόπου από τα επιμέρους τμήματά της (Stage 1963).

63 Το Υπουργείο Γεωργίας (1965), στις οδηγίες σύνταξης διαχειριστικών εκθέσεων, ορίζει τρεις ποιότητες τόπου για τα σπερμοφυή δάση ελάτης, που καθορίζονται βάσει των υψών των ώριμων διαμέτρων, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται παρακάτω: Διάμετρος σε cm Ποιότητα τόπου I II III Ύψος σε m > <16 Ο Ντάφης (1988), για το πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου, αναφέρει ως ώριμες διαμέτρους σε κάθε ποιότητα τόπου, από αυτές που εμφανίζονται και στο τμήμα 630, τις παρακάτω: Ποιότητα τόπου II III IV Ώριμη διάμετρος 66 cm 50 cm 46 cm Η στατιστική ανάλυση για τη δομή των συστάδων, τόσο σε ολόκληρο το τμήμα όσο και σε κάθε ποιότητα τόπου, πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του λογισμικού SPSS 12.0 και περιελάμβανε, (α) μη παραμετρικό έλεγχο καλής προσαρμογής της κατανομής συχνοτήτων του δείγματος σε γνωστές θεωρητικές κατανομές, σύμφωνα με το κριτήριο ελέγχου Kolmogorov-Smirnov και τον έλεγχο της προσαρμογής των ομήλικων συστάδων στην κανονική κατανομή ή των κηπευτοειδών στη φθίνουσα εκθετική κατανομή (Μάτης 1994), (β) απλή και γραμμική παλινδρόμηση για τη διερεύνηση της σχέσης ύψους-διαμέτρου (h-d) στο μαθηματικό μοντέλο h=a+bd+cd 2 (όπου a, b, c, σταθερές), μετά από κατάλληλο μετασχηματισμό (Curtis 1967, Prodan 1968, Μάτης 1977, Γούλας 1984, Σμύρης 1985, Biging 1985, Carmean et al. 1989, Nigh 2000, Colbert et al. 2002). Η δημιουργία διαγραμμάτων και πινάκων μέσων όρων έγινε με τη βοήθεια του λογισμικού Excel 2000.

64 Καταγραφή αυξητικών σφαλμάτων σε ιστάμενα δέντρα Μετρήθηκαν και ταξινομήθηκαν ελαττώματα ή αποκλίσεις από την τυπική μορφή του κορμού, σε 266 προσημασμένα δέντρα όπως, (α) απόκλιση από την ευθυτένεια του κορμού (στρέβλωση), (β) απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του κορμού, (γ) διάσπαση του άξονα του κορμού, (δ) κλαδοβρίθεια και φυσική αποκλάδωση, (ε) παραμόρφωση της βάσης, (στ) υγεία του δέντρου και τραυματικές ακανονιστίες (Ντάφης 1986, Tsoumis 1991, Τσουμής, 1994, Desch and Dinwoodie 1996, Βουλγαρίδης 2002), σύμφωνα με την κλίμακα που δείχνει ο πίνακας Πίνακας Αυξητικά σφάλματα κορμού σε ιστάμενα δέντρα υβριδογενούς ελάτης. ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΘΥΤΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΥ (ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ) Μηδενική (ανύπαρκτη) 0. Κορμός ευθυτενής χωρίς καμπυλώσεις Μικρή 1. Κορμός με κάμψη (καμπύλωση σε όλο το μήκος του κορμού) (α) Εμφανής 2. Κορμός με 1 καμπύλο τμήμα Μέτρια 3. Κορμός με 2 καμπύλα τμήματα Ισχυρή 4. Κορμός με 3 καμπύλα τμήματα Πολύ ισχυρή 5. Κορμός με 4 ή περισσότερα καμπύλα τμήματα ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΥ Μηδενική (ανύπαρκτη) 0. Κορμός κατακόρυφος, που δεν αποκλίνει (0 ο ) Μικρή 1. Απόκλιση κορμού (1 ο -4 ο ) (β) Εμφανής 2. Απόκλιση κορμού (5 ο -8 ο ) Μέτρια 3. Απόκλιση κορμού (9 ο -12 ο ) Ισχυρή 4. Απόκλιση κορμού (13 ο -16 ο ) Πολύ ισχυρή 5. Απόκλιση κορμού (>16 ο ) ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΟΡΜΟΥ Ενιαίος κορμός 0. Ένας πλήρης κορμός (γ) Διχάλωση 1. Διάσπαση σε 2 επιμέρους κορμούς, υπό οξεία γωνία Δικράνωση 2. Διάσπαση σε 2 επιμέρους κορμούς, υπό αμβλεία γωνία Πολυέλαιος 3. Διάσπαση σε περισσότερους από 2 επιμέρους κορμούς ΚΛΑΔΟΒΡΙΘΕΙΑ Μικρή 1. Η κόμη καταλαμβάνει μέχρι και το 25% του δέντρου (δ) Μέτρια 2. Η κόμη καταλαμβάνει το 25,1-50% του δέντρου Ισχυρή 3. Η κόμη καταλαμβάνει το 50,1-75% του δέντρου Πολύ ισχυρή 4. Η κόμη καταλαμβάνει πάνω από το 75% του δέντρου ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ ΒΑΣΗΣ Βάση κανονική 0. Βάση χωρίς ανωμαλίες, ανάλογη του κορμού (ε) Μικρή παραμόρφωση βάσης 1. Βάση διαφορετική του κορμού, λόγω διόγκωσης Μέτρια παραμόρφωση βάσης 2. Βάση διαφορετική του κορμού, λόγω στρέβλωσης Ισχυρή παραμόρφωση βάσης 3. Βάση διαφορετική του κορμού, λόγω διόγκωσης και στρέβλωσης ΥΓΕΙΑ Υγιές 0. Δέντρο ζωτικό, χωρίς προσβολές (στ) Επιβαρημένο 1. Δέντρο με τραύματα, νέκρωση ή απώλεια κόμης (<30%), πληγές και προσβολές από παρασιτικούς οργανισμούς Ασθενικό 2. Δέντρο με καχεκτική ανάπτυξη, νέκρωση ή απώλεια επικόρυφου και κόμης (>30%), έκκριση υγρών και σήψη στον κορμό Στα 266 ιστάμενα δέντρα που επρόκειτο να υλοτομηθούν, μετρήθηκε η στηθιαία και πρεμνική διάμετρος με παχύμετρο, το ύψος με υψόμετρο Haga, το ύψος έναρξης

65 κόμης για τον υπολογισμό του μήκους της, η κλίση του δέντρου με νήμα της στάθμης και μοιρογνωμόνιο, η έκθεση με πυξίδα, η εδαφική κλίση με κλισίμετρο, ο αριθμός στρεβλών τμημάτων, ο αριθμός και το είδος των διασπάσεων του κορμού. Η στρεβλότητα του κορμού (Εικόνα α) και η κάμψη του (Εικόνα β), συνδέεται από πολλούς ερευνητές με την παραμόρφωση της βάσης. Οι Gjerdrum et al. (2001) διέκριναν 6 τύπους στρέβλωσης του κορμού, ενώ οι Warensjö et al. (2002) 4 τύπους. Στην παρούσα έρευνα διακρίθηκαν 6 βαθμοί στρέβλωσης (βλέπε πίνακα 5.2.1) που προσδιορίζουν την ένταση του σφάλματος, με βάση τον αριθμό καμπύλων τμημάτων (Σχήμα 5.2.1). Η κάμψη του δέντρου (Σχήμα β) αποτέλεσε μικρής έντασης στρέβλωση και υπολογίστηκε ως στρέβλωση με μια καμπύλωση, όμως σε όλο το μήκος του κορμού και όχι σε κάποιο τμήμα του κορμού (Σχήμα γ-στ). (α) Εικόνα (α) Στρέβλωση κορμού, με δυο καμπύλα τμήματα, σε δέντρο υβριδογενούς ελάτης, (β) Κάμψη κορμού και απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης που αναπτύσσονται σε θέσεις πλαγιών με ισχυρή κλίση (φωτογραφίες από την περιοχή έρευνας). (β) Σχήμα Βαθμοί στρέβλωσης του κορμού, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στην περιοχή έρευνας. (α) Ευθυτενής κορμός, (β) Κορμός με κάμψη, (γ) Κορμός με 1 καμπύλο τμήμα, (δ) Κορμός με 2 καμπύλα τμήματα, (ε) Κορμός με 3 καμπύλα τμήματα, (στ) Κορμοί με 4 ή περισσότερα καμπύλα τμήματα.

66 Η απόκλιση από την κατακόρυφη θέση του δέντρου, καταγράφηκε σε μοίρες και η κατηγοριοποίηση που χρησιμοποιείται (βλέπε πίνακα 5.2.1), βασίστηκε στην 8βάθμια κλίμακα των Μουλόπουλο και Τσουμή (1960), για δέντρα λεύκης. Στην παρούσα έρευνα, η κλίμακα αυτή διαμορφώθηκε σε 6βάθμια, αφαιρώντας τις 2 τελευταίες κλάσεις, διότι τα δέντρα δεν εμφάνισαν ιδιαίτερα υψηλές αποκλίσεις (Σχήμα 5.2.2). Οι Barger and Ffolliott (1976), χρησιμοποίησαν 4βάθμια κλίμακα, σε δέντρα πεύκης (Pinus ponderosa), που εμφάνισαν θλιψιγενές ξύλο και κλίση στον κορμό (0-35 ο ). Σχήμα Βαθμός απόκλισης του κορμού από την κατακόρυφη θέση, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στην περιοχή έρευνας. (α) Κατακόρυφος κορμός με ανύπαρκτη κλίση (0 ο ), (β) Κορμός με μικρή κλίση (1-4 ο ), (γ) Κορμός με εμφανή κλίση (5-8 ο ), (δ) Κορμός με μέτρια κλίση (9-12 ο ), (ε) Κορμός με ισχυρή κλίση (13-16 ο ), (στ) Κορμός με πολύ ισχυρή κλίση (>16 ο ). Η διάσπαση του κορμού (Εικόνα α) καταγράφηκε με βάση το είδος, ως διχάλωση, δικράνωση ή πολυέλαιος (βλέπε πίνακα 5.2.1), ανάλογα με τον αριθμό των διακρινόμενων τμημάτων του κορμού και τη γωνία που σχηματίζουν (Σχήμα 5.2.3), σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ντάφης (1986, 1990). Η κλαδοβρίθεια στα ιστάμενα δέντρα (Εικόνα β), βασίστηκε στη σχέση μεταξύ του ύψους κόμης και του ύψους δέντρου και διακρίθηκε σε 4 βαθμούς (βλέπε πίνακα 5.2.1), ανάλογα με το ποσοστό του δέντρου που καταλαμβάνει η κόμη (Σχήμα 5.2.4). Η κλαδοβρίθεια κατηγοριοποιήθηκε αρχικά με τον αδρομερή αυτό τρόπο, επειδή ο αριθμός των κλαδιών μετρήθηκε μετά την υλοτομία των δέντρων, ως ρόζοι ανά μέτρο, όπως περιγράφεται παρακάτω για τη ροζοβρίθεια (βλέπε κεφάλαιο 5.3, σελ. 50).

67 (α) Εικόνα (α) Εμφάνιση δικράνωσης και (β) ισχυρής κλαδοβρίθειας (η κόμη καταλαμβάνει άνω του 75% του δέντρου), σε άτομα υβριδογενούς ελάτης (φωτογραφίες από την περιοχή έρευνας). (β) Σχήμα Είδος της διάσπασης του κορμού, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στην περιοχή έρευνας. (α) Πλήρης κορμός, (β) Κορμός με διχάλωση, (γ) Κορμός με δικράνωση, (δ) Κορμός με πολυέλαιο. Σχήμα Ένταση κλαδοβρίθειας, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στην περιοχή έρευνας. (α) Κλαδοβρίθεια μικρής έντασης, (β) Κλαδοβρίθεια μέτριας έντασης, (γ) Κλαδοβρίθεια ισχυρής έντασης, (δ) Κλαδοβρίθεια πολύ ισχυρής έντασης (h = ύψος του δέντρου).

68 Η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου (Εικόνα 5.2.3), διακρίθηκε σε 4 βαθμίδες έντασης (βλέπε πίνακα 5.2.1), ανάλογα με τη διαφοροποίηση που είχε από τον κορμό. Βασικά στοιχεία της παραμόρφωσης ήταν η διόγκωση και η κάμψη της βάσης. Απλή διόγκωση της βάσης, χωρίς ύπαρξη στρέβλωσης, αποτέλεσε την πρώτη βαθμίδα της παραμόρφωσης. Στρέβλωση της βάσης, χωρίς να είναι απαραίτητη κάποια διόγκωση, αποτέλεσε τη δεύτερη βαθμίδα, ενώ η ύπαρξη και των δυο χαρακτηριστικών, που οδηγεί στη διαμόρφωση γονατοειδούς ή σπαθοειδούς βάσης, αποτέλεσε την τρίτη και εντονότερη μορφή παραμόρφωσης (Σχήμα 5.2.5). Οι Warensjö and Rune (2004), σε δέντρα δασικής πεύκης, διέκριναν 4 κλάσεις παραμόρφωσης της βάσης του κορμού, ανάλογα με την απόκλιση, που είχε σε μοίρες, από την ευθύγραμμη μορφή. Εικόνα Κάμψη της βάσης και ανάπτυξη γονατοειδούς βάσης σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης, που αναπτύσσονται σε θέσεις με ισχυρή κλίση (φωτογραφίες από την περιοχή έρευνας). Σχήμα Παραμόρφωση της βάσης του κορμού, σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στην περιοχή έρευνας. (α) Κανονική βάση, (β), Διόγκωση της βάσης, (γ) Κάμψη της βάσης, (δ) Διόγκωση και κάμψη της βάσης (γονατοειδής βάση).

69 Η κατάσταση της υγείας του δέντρου, διακρίθηκε σε 3 κατηγορίες ανάλογα με την εξωτερική εμφάνιση του δέντρου και τα τραύματα ή συμπτώματα ασθενειών που είχε (βλέπε πίνακα 5.2.1). Ως υγιές χαρακτηρίστηκε το άτομο εκείνο που ήταν ζωτικό και δεν εμφάνισε πληγώσεις ή τραύματα, ενώ η κατάσταση του επικόρυφου και της κόμης του, ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, χωρίς σημάδια καχεκτικής ανάπτυξης ή βλάβης. Επιβαρημένο ήταν το άτομο που παρουσίαζε νεκρώσεις, τραύματα ή πληγές και ανάπτυξη παρασιτικών οργανισμών. Ραγάδες στο φλοιό του κορμού (συνήθως από παγετό), εκφλοιώσεις ή σχίσιμο του φλοιού από ζώα ή άλλες αιτίες, τρύπες από πουλιά (Εικόνα 5.2.4) ή ανοιχτές κοιλότητες στον κορμό, νέκρωση ή απώλεια τμημάτων της κόμης (<30% του μεγέθους της) και προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς (ιξός, έντομα, μύκητες κλπ.), θεωρήθηκαν ως αιτίες που επιβαρύνουν την υγεία του δέντρου. Τέλος ασθενικό χαρακτηρίστηκε το άτομο εκείνο που παρουσίαζε καχεκτική ανάπτυξη και συμπτώματα αρρώστιας, με διαφορές στο χρώμα των φύλλων και ανάπτυξη καρκινωμάτων ή σήψη του κορμού. Εκκρίσεις υγρών από ανοίγματα του κορμού και βαθιές πληγές, σήψη του ριζικού κόμβου ή άλλων τμημάτων του κορμού, διόγκωση τμημάτων του κορμού με ανάπτυξη μυκήτων εξωτερικά, νέκρωση ή και απώλεια τμημάτων του κορμού (επικόρυφος) και της κόμης (>30% του μεγέθους της), θεωρήθηκαν ως βασικά αίτια για την ασθένεια του δέντρου. Εικόνα Ανοιχτή κοιλότητα (τρύπα) στον κορμό δέντρου υβριδογενούς ελάτης, που οφείλεται σε πουλιά (δρυοκολάπτες της οικογένειας Picidae) (φωτογραφία από την περιοχή έρευνας).

70 Καταγραφή αυξητικών σφαλμάτων σε υλοτομημένα δέντρα Μετρήθηκαν και ταξινομήθηκαν ελαττώματα και αποκλίσεις από την κανονική δομή του ξύλου, σε 1044 κορμοτεμάχια που παράχθηκαν από τα δέντρα που υλοτομήθηκαν, όπως (α) ακανόνιστη δομή ξύλου (θλιψιγενές ξύλο), (β) ακανόνιστη διάταξη αυξητικών δακτυλίων και έκκεντρη διαμόρφωση της εγκάρσιας διατομής του κορμού (εκκεντρότητα), (γ) φυσικά αυξητικά χαρακτηριστικά (ρόζοι), (δ) απόκλιση ινών από τον άξονα του κορμού (ευθυΐνια ή στρεψοΐνια), (ε) υγεία του ξύλου και χρωματικές αλλοιώσεις ή σήψη (Ντάφης 1986, Tsoumis 1991, Τσουμής, 1994, Desch and Dinwoodie 1996, Βουλγαρίδης 2002), σύμφωνα με την κλίμακα που δείχνει ο πίνακας Πίνακας Αυξητικά σφάλματα ξύλου σε κορμοτεμάχια υβριδογενούς ελάτης. ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ (ΘΛΙΨΙΓΕΝΕΣ ΞΥΛΟ) Μηδενική ένταση 0. Κανονική δομή της επιφάνειας διατομής, χωρίς θλιψιγενές ξύλο Μικρή ένταση 1. Κάλυψη επιφάνειας διατομής από θλιψιγενές ξύλο (0,1-5%) (α) Εμφανής ένταση 2. Κάλυψη επιφάνειας διατομής από θλιψιγενές ξύλο (5,1-10%) Μέτρια ένταση 3. Κάλυψη επιφάνειας διατομής από θλιψιγενές ξύλο (10,1-15%) Υψηλή ένταση 4. Κάλυψη επιφάνειας διατομής από θλιψιγενές ξύλο (15,1-20%) Πολύ υψηλή ένταση 5. Κάλυψη επιφάνειας διατομής από θλιψιγενές ξύλο (>20%) ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΑ Μηδενική 1. Εντεριώνη στο κέντρο (συντελεστής εκκεντρότητας = 1,00) (β) Εμφανής 2. Συντελεστής εκκεντρότητας = 1,01-2,00 Ισχυρή 3. Συντελεστής εκκεντρότητας >2,00 ΡΟΖΟΒΡΙΘΕΙΑ Μηδενική (Άροζο κορμοτεμάχιο) 0. Αριθμός ρόζων ανά τρέχον μέτρο (0 ρόζοι/m) Μικρή (Λίγοι ρόζοι) 1. Αριθμός ρόζων ανά τρέχον μέτρο (1-3 ρόζοι/m) (γ) Μέτρια (Αρκετοί ρόζοι) 2. Αριθμός ρόζων ανά τρέχον μέτρο (4-6 ρόζοι/m) Ισχυρή (Πολλοί ρόζοι) 3. Αριθμός ρόζων ανά τρέχον μέτρο (7-9 ρόζοι/m) Πολύ ισχυρή (Πάρα πολλοί ρόζοι) 4. Αριθμός ρόζων ανά τρέχον μέτρο ( >10 ρόζοι/m) ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΙΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΥ (ΣΤΡΕΨΟΪΝΙΑ) Μηδενική (Ευθυΐνια) 0. Χωρίς περιστροφή ινών (0 ο ) Μικρή 1. Περιστροφή ινών (1 ο -4 ο ) (δ) Εμφανής 2. Περιστροφή ινών (5 ο -8 ο ) Μέτρια 3. Περιστροφή ινών (9 ο -12 ο ) Ισχυρή 4. Περιστροφή ινών (13 ο -16 ο ) Πολύ ισχυρή 5. Περιστροφή ινών ( >16 ο ) ΥΓΕΙΑ Υγιές ξύλο 1. Ξύλο χωρίς τραύματα ή ενδείξεις από προσβολές ζωντανών οργανισμών (ε) Ξύλο με τραυματικές ακανονιστίες 2. Ξύλο με διακοπές ιστού (θλιψιγενείς, ακτινικές, περιφερειακές ραγάδες), πληγές και εγκλείσματα ξένων σωμάτων από επούλωση τραυμάτων Ξύλο με προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς 3. Ξύλο με στοές από ζωντανούς οργανισμούς, υγρό εγκάρδιο, μεταχρωματισμό ή αλλοιώσεις από σηπτικούς μύκητες και σήψη Στα 266 δέντρα που υλοτομήθηκαν μετρήθηκε ο αριθμός των κορμοτεμαχίων που παράχθηκαν και σε κάθε κορμοτεμάχιο, αφού αξιολογήθηκε η κατάσταση της υγείας

71 του, μετρήθηκε με μετροταινία, το μήκος, η διάμετρος (στη βάση και στην κορυφή), η απόκλιση της εντεριώνης από το κέντρο της διατομής και ο αριθμός ρόζων ανά μέτρο. Η αναγνώριση του θλιψιγενούς ξύλου έγινε με οπτική εκτίμηση και με βάση την αντίθεση που παρουσιάζει με το υπόλοιπο μέρος του ξύλου, από το σκοτεινότερο χρώμα του και τη μορφή των ετησίων δακτυλίων του (διαφορετικό πάχος, έκκεντρη διάταξη) (Pillow and Luxford 1937, Onaka 1949, Rendle 1956, Core et al. 1961, Young et al. 1970, Tappi Standard 1972, Burdon 1975, Harris 1977, Yumoto and Ishida 1982, Yumoto et al. 1983, Timell 1986, Koch et al. 1990, Τσουμής 1994, Andersson and Walter 1995, Nystrom and Hagman 1999, Ohman 1999). Για τον υπολογισμό της οριζόντιας και της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, μελετήθηκαν η ένταση και ο σχηματισμός του, στη βάση κάθε εγκάρσιας διατομής, των διαδοχικών κορμοτεμαχίων που προέκυψαν από τον τεμαχισμό του κορμού (Σχήμα 5.3.1). Σχήμα Εκτίμηση της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου στις εγκάρσιες διατομές (1, 2, 3) τεμαχισμένου κορμού υβριδογενούς ελάτης. H αναγνώριση και η μέτρηση του θλιψιγενούς ξύλου, έγινε με τη λήψη 1044 ψηφιακών εικόνων από τις εγκάρσιες διατομές, στα κορμοτεμάχια που παράχθηκαν, με ψηφιακή κάμερα (CMDV 630i). Οι εικόνες αυτές επεξεργάστηκαν σε Η/Υ με λογισμικά ψηφιακής ανάλυσης και απεικόνισης (ZoomBrowser EX, Photoshop 5), ώστε να προσδιοριστεί το ποσοστό επιφάνειας που καταλαμβάνει το θλιψιγενές ξύλο στις εγκάρσιες διατομές. Σύμφωνα με τους Berndt et al. (1999), η ψηφιοποίηση εικόνων ξύλου βοηθά στην καλύτερη ανίχνευση των σφαλμάτων και δημιουργεί

72 προϋποθέσεις για βελτίωση της ποιοτικής αξιολόγησης του ξύλου. Ο Nyström (1999), αναφέρει ότι η ανίχνευση και ο προσδιορισμός της ποσότητας και της κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, είναι δυνατό να γίνει με λήψη ψηφιακών εικόνων σε χλωρές επιφάνειες υλοτομημένων κορμών, ενώ όσο περισσότερο χλωρή είναι η κατάσταση των κορμών, τόσο αυξάνεται η ακρίβεια υπολογισμού του θλιψιγενούς ξύλου. Ανάλογες μέθοδοι και συστήματα οπτικής ανίχνευσης ποιοτικών σφαλμάτων στο ξύλο, με μηχανήματα ψηφιακής ανάλυσης, προτείνονται από πολλούς ερευνητές και έχουν αποτελεσματική εφαρμογή στη βιομηχανική αξιοποίηση του ξύλου με εξαιρετική ακρίβεια (Zhu 1993, Beard et al. 1993, Anderson and Walter 1995, Pham and Alcock 1998, Nystrom and Hagman 1999, Ohman 1998, 1999, 2001, Nyström 1999, 2002, Warensjö 1998, 2003, Warensjö and Rune 2004). Για τον ευκολότερο προσδιορισμό του θλιψιγενούς ξύλου, λεπτοί δίσκοι από τον κορμό (3-6 mm), τοποθετούνται σε ειδική συσκευή φωτισμού, ώστε με τη διέλευση του φωτός να γίνεται ορατή η περιοχή που καταλαμβάνεται από θλιψιγενές ξύλο και να σημειώνεται ή μετράται η επιφάνειά της (Tappi Standard 1972). Οι Andersson and Walter (1995), προτείνουν τη σάρωση των παραπάνω δίσκων με ψηφιακή κάμερα, ώστε να παραχθούν έγχρωμες ψηφιακές εικόνες με δυνατότητα επεξεργασίας τους στον Η/Υ, από συγκεκριμένα λογισμικά που διακρίνουν το θλιψιγενές από το κανονικό ξύλο και συγκρίνουν τους τύπους που εμφανίζει. Η διαδικασία για τη μέτρηση της επιφάνειας που καταλάμβανε το θλιψιγενές ξύλο σε κάθε εγκάρσια διατομή, παρουσίασε τα εξής στάδια: 1. Εισαγωγή της εικόνας κάθε εγκάρσιας διατομής, από την ψηφιακή κάμερα στον Η/Υ, μέσω του λογισμικού ZoomBrowser EX (Εικόνα 5.3.1). 2. Διαχείριση της ψηφιακής εικόνας με το λογισμικό Photoshop 5, για την περαιτέρω επεξεργασία της. Πιο συγκεκριμένα, η εικόνα μέσω των εργαλείων (tools) του λογισμικού, διαμορφώθηκε έτσι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη ευκρίνεια και να τονιστούν περισσότερο, χαρακτηριστικά σημεία του θλιψιγενούς ξύλου πάνω στη διατομή. Η χρωματική αντίθεση της εικόνας, ενισχύθηκε μέσω χρωματικών φίλτρων του λογισμικού, που επιτρέπουν την ευκολότερη αναγνώριση του θλιψιγενούς ξύλου (Εικόνα 5.3.2). Επίσης, όπου χρειαζόταν, αυξήθηκε η φωτεινότητα ή μειώθηκε ο ψηφιακός θόρυβος της εικόνας (θολότητα).

73 Σχεδίαση των τμημάτων της εγκάρσιας διατομής, που απουσίαζαν από την εικόνα και των θέσεων όπου σχηματίστηκε το θλιψιγενές ξύλο (Εικόνα 5.3.3). Ο σχεδιασμός είχε σκοπό να διευκολύνει τις μετρήσεις που έγιναν έπειτα, πάνω στη διατομή. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, ήταν αδύνατη η απεικόνιση ολόκληρης της επιφάνειας της διατομής, επειδή είτε οι διαστάσεις της διατομής, είτε η θέση των κορμοτεμαχίων, δεν επέτρεπαν τη λήψη κατάλληλων φωτογραφιών. 4. Μέτρηση των απαραίτητων γεωμετρικών στοιχείων, της διατομής και των επιμέρους τμημάτων, όπου έχει σχηματιστεί το θλιψιγενές ξύλο (Εικόνα 5.3.4). Τα εργαλεία του λογισμικού, επιτρέπουν με ακρίβεια pixel τη μέτρηση, των αποστάσεων πάνω στη διατομή και των γεωμετρικών χαρακτηριστικών στα σχήματα που εμφανίζει το θλιψιγενές ξύλο. Ο υπολογισμός της επιφάνειας των γεωμετρικών σχημάτων που προέκυψαν σε κάθε εγκάρσια διατομή, έγινε με τη βοήθεια των γεωμετρικών τύπων για το εμβαδόν των σχημάτων και του λογισμικού Excel 2000, όπου εισήχθησαν οι παραπάνω μετρήσεις και τύποι, ώστε να υπολογιστεί η επιφάνεια και το ποσοστό (%) που καταλαμβάνει το θλιψιγενές ξύλο σε κάθε εγκάρσια διατομή (Εικόνα 5.3.5). Εικόνα Η εγκάρσια διατομή, στη βάση κάποιου δέντρου ή κορμοτεμαχίου, εισάγεται ως ψηφιακή εικόνα στον Η/Υ, μέσω του λογισμικού ZoomBrowser EX.

74 Εικόνα Αύξηση στη χρωματική αντίθεση και στην ευκρίνεια της εικόνας, για τον ευκολότερο προσδιορισμό του θλιψιγενούς ξύλου στην εγκάρσια διατομή. Εικόνα Σχεδίαση των τμημάτων της εγκάρσιας διατομής, που απουσίαζαν από την εικόνα και των θέσεων όπου σχηματίστηκε το θλιψιγενές ξύλο.

75 Εικόνα Μέτρηση των απαραίτητων γεωμετρικών στοιχείων, για τον υπολογισμό του εμβαδού της διατομής και των επιμέρους τμημάτων του θλιψιγενούς ξύλου. Εικόνα Τύποι υπολογισμού εμβαδού, για τα γεωμετρικά σχήματα που προέκυψαν από το θλιψιγενές ξύλο σε κάθε εγκάρσια διατομή, στο λογισμικό Excel 2000, ώστε να υπολογιστεί το εμβαδόν και το ποσοστό (%) που καταλαμβάνει το θλιψιγενές ξύλο σε κάθε διατομή.

76 Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, υπολογίστηκε από το ποσοστό (%) επιφάνειας (εμβαδόν) της εγκάρσιας διατομής, που καταλαμβάνει το σφάλμα, στη διατομή της βάσης του κάθε δέντρου ή κορμοτεμαχίου (βλέπε πίνακα 5.3.1). Διακρίθηκαν 6 βαθμοί έντασης θλιψιγενούς ξύλου (Σχήμα 5.3.2), οι οποίοι περιγράφονται ως εξής: 1. Μηδενική ένταση. Εγκάρσια διατομή χωρίς θλιψιγενές ξύλο (με ξύλο κανονικής δομής) (Σχήμα ). 2. Μικρή ένταση. Εγκάρσια διατομή με θλιψιγενές ξύλο, που καλύπτει το 0,1-5% της συνολικής επιφάνειας της διατομής (Σχήμα ). 3. Εμφανής ένταση. Εγκάρσια διατομή με θλιψιγενές ξύλο, που καλύπτει το 5,1-10% της συνολικής επιφάνειας της διατομής (Σχήμα ). 4. Μέτρια ένταση. Εγκάρσια διατομή με θλιψιγενές ξύλο, που καλύπτει το 10,1-15% της συνολικής επιφάνειας της διατομής (Σχήμα ). 5. Ισχυρή ένταση. Εγκάρσια διατομή με θλιψιγενές ξύλο, που καλύπτει το 15,1-20% της συνολικής επιφάνειας της διατομής (Σχήμα ). 6. Πολύ ισχυρή ένταση. Εγκάρσια διατομή με θλιψιγενές ξύλο, που καλύπτει περισσότερο από το 20% της συνολικής επιφάνειας της διατομής (Σχήμα ). Σχήμα Βαθμοί έντασης θλιψιγενούς ξύλου (επιφάνεια που καλύπτεται από θλιψιγενές ξύλο), 1. Μηδενική ένταση (κανονικό ξύλο), 2. Μικρή ένταση (0,1-5%), 3. Εμφανής ένταση (5,1-10%), 4. Μέτρια ένταση (10,1-15%), 5. Ισχυρή ένταση (15,1-20%), 6. Πολύ ισχυρή ένταση (>20%). Πολλοί ερευνητές διακρίνουν βαθμούς στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ανάλογα με τη διαβάθμιση που παρουσιάζει στο χρώμα του (Pillow and Luxford 1937, Perem 1960, Tappi Standard 1972, Low 1964a, Burdon 1975, Harris 1977). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το σύστημα ταξινόμησης της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, των Yumoto et al. (1983), το οποίο στηρίζεται σε ανατομικά χαρακτηριστικά, από μικροσκοπική εξέταση του ξύλου και διακρίνει 6 βαθμίδες έντασης. Η ένταση του

77 θλιψιγενούς ξύλου, συνήθως αυξάνεται με την ένταση του χρώματος, ενώ το σφάλμα διακρίνεται δύσκολα μακροσκοπικά, όταν υπάρχει σε ήπια ένταση. Κατά τον Timell (1986), υπάρχουν 3 διαβαθμίσεις (ελαφριά, μέση και ισχυρή) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Η ακανόνιστη διάταξη των αυξητικών δακτυλίων και η εμφάνιση εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, στηρίχθηκε στην απόκλιση της εντεριώνης από το κέντρο της εγκάρσιας διατομής και την απόσταση που έχει από τα άκρα της εγκάρσιας διατομής (Εικόνα 5.3.7). Ο υπολογισμός της εκκεντρότητας, έγινε σύμφωνα με όσα αναφέρονται από τους Μουλόπουλο και Τσουμή (1960), με τη βοήθεια του συντελεστή (ή δείκτη) εκκεντρότητας. Ο συντελεστής εκκεντρότητας, αποτελεί τη σχέση της μεγάλης ακτίνας δια της μικρής ακτίνας, που σχηματίζονται πάνω στη διάμετρο που διέρχεται από το κέντρο και την εντεριώνη, με κέντρο την εντεριώνη (Σχήμα 5.3.2). Διακρίθηκαν 3 βαθμοί με βάση τις τιμές του συντελεστή εκκεντρότητας (βλέπε πίνακα 5.3.1). Συντελεστής εκκεντρότητας με τιμή 1,00, δείχνει ότι η εντεριώνη βρίσκεται στο κέντρο της εγκάρσιας διατομής της βάσης του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, χωρίς να δημιουργείται έκκεντρη διαμόρφωση. Τιμές του συντελεστή εκκεντρότητας από 1,01 ως 2,00, δείχνουν ότι η εντεριώνη έχει απόσταση από το κέντρο της διατομής, μικρότερη ή ίση του 1/3 της ακτίνας της διατομής, ενώ τιμές του συντελεστή εκκεντρότητας άνω του 2,00 δείχνουν ότι η παραπάνω απόσταση είναι μεγαλύτερη του 1/3 της ακτίνας της διατομής. Η ροζοβρίθεια του κορμοτεμαχίου βασίστηκε στον αριθμό των ρόζων ανά τρέχον μέτρο και διακρίθηκε σε 5 βαθμούς (βλέπε πίνακα 5.3.1). Η διάκριση, στηρίχθηκε στην κατηγοριοποίηση που χρησιμοποιήθηκε από τους Σμύρη κ.α. (1992), για τα είδη δρυός και μαύρης πεύκης, όπου κριτήριο αποτέλεσε ο αριθμός των κλαδιών ανά τρέχον μέτρο. Οι βαθμίδες έντασης της ροζοβρίθειας, προσαρμόστηκαν κατάλληλα στα δεδομένα της παρούσας έρευνας και η καταμέτρηση συμπεριέλαβε ρόζους μέσου και μεγάλου μεγέθους, με διάμετρο 4 cm και πάνω, όπως αναφέρεται στο σύστημα ταξινόμησης που προτείνεται από τη Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος (Τσουμής 1986).

78 Εικόνα Μέτρηση της απόκλισης της εντεριώνης από το κέντρο της διατομής και της απόστασής της από τα άκρα της διατομής (dmin, dmax), σε κορμοτεμάχιο της έρευνας, που εμφάνισε ισχυρή ένταση εκκεντρότητας. Σχήμα Υπολογισμός του συντελεστή εκκεντρότητας στη διατομή της βάσης κάθε δέντρου και κορμοτεμαχίου. Όπου dmax η μεγαλύτερη απόσταση και dmin η μικρότερη απόσταση της εντεριώνης από τα άκρα της διατομής, τα οποία σχηματίζουν την ευθεία που ενώνει το κέντρο της διατομής με την εντεριώνη. Για τον προσδιορισμό της στρεψοΐνιας (Εικόνα 5.3.7), μετρήθηκε η γωνία (σε μοίρες) που σχηματίζεται από τον άξονα των κυττάρων με τον κατά μήκος άξονα του κορμού (Βουλγαρίδης 1998), με μοιρογνωμόνιο, στην αρχή και στο τέλος του

79 εμπορεύσιμου κορμού (Ντάσιου και Πασιαλής 2002), ενώ καταγράφηκε η φορά της σε δεξιόστροφη (+) και αριστερόστροφη (-) (Harris 1989). Διακρίθηκαν 6 βαθμοί στρεψοΐνιας, με βάση την απόκλιση - περιστροφή των ινών σε μοίρες (βλέπε πίνακα 5.3.1), σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση των Ντάσιου και Πασιαλή (2002). Εικόνα Μέτρηση της γωνίας που σχηματίζεται από τον άξονα των κυττάρων με τον κατά μήκος άξονα του κορμού, σε κορμοτεμάχια της έρευνας που εμφάνισαν στρεψοΐνια. Η κατάσταση της υγείας του κορμοτεμαχίου, διακρίθηκε σε 3 κατηγορίες ανάλογα με την εμφάνιση του ξύλου του στις εγκάρσιες διατομές και τις πληγώσεις, προσβολές ή αλλοιώσεις που είχε (βλέπε πίνακα 5.3.1). Ως υγιές χαρακτηρίστηκε το ξύλο εκείνο που δεν είχε τραύματα, πληγές ή ενδείξεις προσβολής από παρασιτικούς οργανισμούς. Ξύλο με τραυματικές ακανονιστίες, που επιβαρύνουν την υγεία του δέντρου, διευκολύνοντας την προσβολή του από ζωντανούς οργανισμούς, αποτέλεσε τη δεύτερη κατηγορία υγείας. Διακοπές ή πληγώσεις ιστού, λόγω αβιοτικών παραγόντων (παγετοραγάδες, θλιψιγενείς ραγάδες λόγω ισχυρών τάσεων θλίψης) και εγκλείσματα ξένων σωμάτων από επούλωση πληγών και τραυμάτων, είναι τα πιο χαρακτηριστικά προβλήματα. Στην τρίτη κατηγορία, ανήκουν εκείνες οι περιπτώσεις προσβολής του ξύλου από ζωντανούς οργανισμούς, που οδηγούν στην αλλοίωση του ξύλου, με συνέπεια τη μείωση της αξίας του και τη μεταβολή της δομής και των ιδιοτήτων του.

80 Χαρακτηριστικές προσβολές είναι, η δημιουργία στοών από ζωντανούς οργανισμούς (ιξός, έντομα, μύκητες), ο σχηματισμός υγρού εγκαρδίου (Εικόνα Α), ο μεταχρωματισμός ή η αλλοίωση του ξύλου από μύκητες (χρωστικοί ή σηπτικοί) και τέλος η σήψη (καστανή ή λευκή) του ξύλου και του κορμού (Εικόνα Β). Α. Β. Εικόνα Α. Σχηματισμός υγρού εγκαρδίου, σε διατομή κορμοτεμαχίου υβριδογενούς ελάτης, Β. Εσωτερική σήψη του κορμού, στη βάση δέντρου υβριδογενούς ελάτης, με δημιουργία σηπτικής κοιλότητας στο κέντρο (φωτογραφίες από την περιοχή έρευνας). Οι παραπάνω μετρήσεις έγιναν στη βάση των δέντρων, δηλαδή στη διατομή του πρέμνου που απομένει μετά την υλοτομία, καθώς και στη βάση των κορμοτεμαχίων, δηλαδή στη διατομή του κάθε κορμοτεμαχίου που παράχθηκε (βλέπε σχήμα 5.3.1). Επιπλέον μετρήθηκε η ηλικία, με απευθείας καταμέτρηση των αυξητικών δακτυλίων στη διατομή της βάσης των δέντρων. Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων έγινε με τη βοήθεια Η/Υ και των λογισμικών, SPSS 12.0 και Excel Για να εξεταστεί η επίδραση που είχαν στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, τα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης (One way - ANOVA). Για τη συσχέτιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του δέντρου με το θλιψιγενές ξύλο, χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο του Spearman και μη παραμετρικός έλεγχος των μεταβλητών, ενώ πραγματοποιήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης, εφόσον οι μεταβλητές ήταν συνεχείς και τυχαίες (Bluman 1997, Warensjö 2003, Edlund 2004).

81 Καταγραφή σφαλμάτων πριστής ξυλείας Για την παραγωγή πριστής ξυλείας χρησιμοποιήθηκαν 8 κορμοτεμάχια (4 μήκους 1m και 4 μήκους 2m), που είχαν διαφορετικό ποσοστό θλιψιγενούς ξύλου, ενώ 1 από αυτά (μήκους 2m), ελήφθη ως μάρτυρας με ξύλο κανονικής δομής. Εφαρμόστηκε η μέθοδος της παράλληλης πρίσης και σχέδιο πρίσης κάθετα στη μεγαλύτερη διάμετρο της εγκάρσιας διατομής του κορμού, με πάχος τεμαχισμού 30 mm (Σχήμα Α). Τα πριστά τεμάχια που προέκυψαν, αφού αριθμήθηκαν με γράμματα της αλφαβήτου (Σχήμα Α), στοιβάχτηκαν σε κλειστό χώρο για φυσική ξήρανση (μέχρι υγρασίας 15%) και για χρονική περίοδο 1 έτους, ενώ προσδιορίστηκε η παραμόρφωση και τα σφάλματα που παρουσίασαν όπως, στρέβλωση, στρέψη, κατάρρευση, ραγάδωση ή σχίση (Τσουμής και Βουλγαρίδης 1980, Τσουμής 1983, 1994). Η τοποθέτηση της πριστής ξυλείας για ξήρανση, έγινε για κάθε κορμοτεμάχιο χωριστά με στοίβαση των παραχθέντων πριστών και με τοποθέτηση ενδιάμεσων πήχεων, διατομής 25x25 mm (Εικόνα 5.4.1). Η καταγραφή της παραμόρφωσης των πριστών και των σφαλμάτων που προέκυψαν σε αυτά, έγινε μετά το τέλος της ξήρανσής τους και είχε σκοπό να διερευνήσει την επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα της πριστής ξυλείας. Για τον υπολογισμό της παραμόρφωσης χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό παχύμετρο, με το οποίο μετρήθηκε το βέλος κάμψης (Σχήμα Β) και καταγράφηκε σε ειδικό δελτίο (Πίνακας 5.4.1). Εικόνα Στοίβαση πριστών τεμαχίων για ξήρανση σε κλειστό χώρο.

82 Πίνακας Δελτίο καταγραφής των παραμορφώσεων στα πριστά που παράχθηκαν από τα οκτώ κορμοτεμάχια. Κορμοτεμάχιο Πριστό Θλιψιγενές Βέλος κάμψης ξύλο, % Διαγώνια d1* t** Παράλληλα d1 t Αξονικά d1 t Bάση t Kορυφή t *d1 = απόσταση από τη βάση του πριστού ** t = τύπος βέλους κάμψης (a, b, c) - βλέπε Σχήμα Α Σε κάθε πριστό, μετρήθηκε κατά μήκος το βέλος κάμψης διαγώνια, παράλληλα και αξονικά, καθώς και η απόσταση (dx) του σημείου όπου γίνεται μέγιστο το βέλος κάμψης, από τη βάση του πριστού (Σχήμα Β). Ο μέσος όρος των 2 βελών κάμψης που μετρήθηκαν διαγώνια και παράλληλα του πριστού τεμαχίου (d1, d2 - βλέπε Σχήμα Β), αποτέλεσε το μέγεθος του βέλους κάμψης διαγώνια και παράλληλα του πριστού αντίστοιχα. Με παρόμοιο τρόπο υπολογίστηκε, διαγώνια και παράλληλα, η απόσταση του σημείου όπου γίνεται μέγιστο το βέλος κάμψης, από τη βάση του πριστού. Επίσης μετρήθηκε κατά πλάτος το βέλος κάμψης στη βάση και στην κορυφή του κάθε πριστού τεμαχίου. Σχήμα Α. Σχέδιο πρίσης του κορμοτεμαχίου και παραγωγή πριστών τεμαχίων, πάχους 30 mm, Β. Μετρήσεις βελών κάμψης (d1, d2, d) στα τεμάχια των πριστών. Η απόσταση από τη βάση του τεμαχίου μέχρι το σημείο όπου γίνεται μέγιστο το βέλος κάμψης συμβολίζεται με dx.

83 Η κατά μήκος παραμόρφωση υπολογίστηκε από το μέσο όρο των μετρήσεων διαγώνια, παράλληλα και αξονικά του πριστού τεμαχίου, ενώ η κατά πλάτος παραμόρφωση, υπολογίστηκε από το μέσο όρο των μετρήσεων εγκάρσια, στη βάση και στην κορυφή του πριστού. Παρόμοια υπολογίστηκε η κατά μήκος απόσταση, του σημείου όπου γίνεται μέγιστη η παραπάνω παραμόρφωση, από τη βάση του πριστού. Από προκαταρκτικές παρατηρήσεις, διαπιστώθηκε ότι η μορφή (τύπος) της παραμόρφωσης σε κάθε πριστό ποικίλει, ενώ ανάλογα με το περιεχόμενο του θλιψιγενούς ξύλου μεταβάλλεται η συχνότητα εμφάνισής της. Ανάλογα με τον αριθμό των στρεβλών τμημάτων, που εμφανίστηκαν κατά μήκος των δειγματοληπτικών πριστών τεμαχίων της έρευνας, διακρίθηκαν τρεις τύποι βέλους κάμψης (a, b, c), η σύνθεση των οποίων έδωσε έξι τύπους παραμόρφωσης (Σχήμα 5.4.2). Η κατηγοριοποίηση αυτή του τύπου στρέβλωσης, με την καταμέτρηση του αριθμού των καμπύλων τμημάτων στα βέλη κάμψης, έγινε για να αποκτήσει και ποσοτικό χαρακτήρα, ώστε να υπάρξει καλύτερη συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο. Σχήμα Α. Τύποι βέλους κάμψης a. Με 1 καμπύλο τμήμα, b. Με 2 καμπύλα τμήματα, c. Με 3 καμπύλα τμήματα, Β. Μέτρηση του βέλους κάμψης στα πριστά τεμάχια, Γ. Τύποι παραμόρφωσης (1-6) στα παραγόμενα πριστά, οι οποίοι προκύπτουν από το συνδυασμό των βελών κάμψης (a, b, c). Όπου d, η ευθεία που διέρχεται από το κέντρο των άκρων του πριστού (κεντρικός άξονας).

84 Όπως φαίνεται στο σχήμα Α, οι 3 τύποι βέλους κάμψης εκφράζουν το είδος εκείνο της καμπύλης που είχε το βέλος κάμψης. Η μέγιστη τιμή που είχε η κυρτότητα της καμπύλης αυτής (Σχήμα Β), αποτέλεσε την τιμή του βέλους κάμψης και κατά συνέπεια το μέγεθος της παραμόρφωσης. Έτσι ο τύπος a εκφράζει την ήπια μορφή καμπύλωσης του βέλους κάμψης με 1 κυρτό τμήμα, ο τύπος b τη μέτρια μορφή καμπύλωσης του βέλους κάμψης με 2 κυρτά τμήματα και ο τύπος c την ισχυρή μορφή καμπύλωσης του βέλους κάμψης με 3 κυρτά τμήματα. Οι 6 τύποι παραμόρφωσης προκύπτουν από το συνδυασμό των παραπάνω βελών κάμψης και εμφανίζονται κατά μήκος και κατά πλάτος του πριστού τεμαχίου. Στους τύπους 1(a-a), 2(b-b) και 3(c-c), η παραμόρφωση του πριστού είναι ομοιόμορφη και εκτείνεται συμμετρικά, ως προς το επίπεδο που διέρχεται από τον άξονά του (d), παράλληλα στο βέλος κάμψης (Σχήμα Γ). Στους τύπους 4(a-b), 5(a-c) και 6(b-c), η παραμόρφωση του πριστού είναι ανομοιόμορφη και εκτείνεται ασύμμετρα ως προς το επίπεδο που διέρχεται από τον άξονά του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανύψωση των άκρων και ασύμμετρη παραμόρφωσή τους. Οι πλευρές του πριστού τεμαχίου, καθορίζουν το είδος (σχήμα) της παραμόρφωσης. Παρόμοιοι τύποι παραμόρφωσης, έχουν παρατηρηθεί από πολλούς ερευνητές, οι οποίοι αναφέρουν ότι, το είδος της παραμόρφωσης και ο αριθμός των στρεβλών τμημάτων του πριστού τεμαχίου, εξαρτώνται από την ποσότητα και την κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου στο πριστό (Johansson 2002, Beard et al. 1993, Τσουμής 1994, Johansson et al. 1994, Öhman 1999, 2001, Öhman and Nyström 2002). Οι Öhman and Nyström (2002), σε έρευνα για την επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία, που παράγεται από το είδος Picea abies, στη Σουηδία, διέκριναν 4 τύπους παραμόρφωσης των πριστών, ενώ σε παρόμοια έρευνα για το ίδιο είδος, ο Öhman (2001) διέκρινε 3 τύπους παραμόρφωσης. Για τη συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου με την παραμόρφωση, μετρήθηκε σε κάθε πριστό, η επιφάνεια που καταλαμβάνει το θλιψιγενές ξύλο, στη διατομή της βάσης του πριστού. Η σχέση μεταξύ της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου και της παραμόρφωσης των πριστών, εκτιμήθηκε με στατιστική ανάλυση και με τη βοήθεια του λογισμικού SPSS 12.0 (ανάλυση διακύμανσης, γραμμική συσχέτιση μεταβλητών και γραμμική παλινδρόμηση).

85 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 6.1. Ανάλυση δομής των συστάδων στην περιοχή έρευνας Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δομής του δάσους στην περιοχή έρευνας, προέκυψαν από τις 10 δειγματοληπτικές επιφάνειες, που είχαν ληφθεί στο τμήμα 630 και κατανεμήθηκαν στις τρεις ποιότητες τόπου, όπως περιγράφεται στη μεθοδολογία. Στο χάρτη ποιοτήτων τόπου (Χάρτης 6.1.1) παρατηρείται ότι κυριαρχεί η ποιότητα τόπου ΙΙΙ, ενώ η ποιότητα τόπου ΙV καταλαμβάνει μικρή σχετικά επιφάνεια. Μολονότι υπάρχουν, κατά θέσεις, καλές εδαφικές συνθήκες και αποθέσεις ρυακιών, δεν παρατηρείται στο τμήμα 630 ποιότητα τόπου Ι, όπως και ποιότητα τόπου V. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω (στα υποκεφάλαια του κεφαλαίου 6.1), ξεκινούν από την ανάλυση της δομής των συστάδων, χωριστά για κάθε ποιότητα τόπου και καταλήγουν στην ανάλυση της δομής του δάσους, συνολικά για την περιοχή έρευνας (τμήμα 630). Χάρτης Ποιότητες τόπου που εμφανίζονται στην περιοχή έρευνας (Παπαμίχος κ.α. 1985, ΤΔΔΠΔ 1998).

86 Ποιότητα τόπου ΙΙ Η δεύτερη ποιότητα τόπου, εμφανίζεται κυρίως σε βορειοδυτικές εκθέσεις του τμήματος, συνήθως δίπλα σε ρέματα ή κοιλώματα, προς τα κατάντη των πλαγιών, με σχετικά ισχυρές ως πολύ ισχυρές κλίσεις. Αποτελεί σημαντικό μέρος του τμήματος 630, καταλαμβάνοντας περίπου το 30% της συνολικής του έκτασης. Χαρακτηριστικό της ποιότητας II είναι η πολύ καλή απόδοση των συστάδων ελάτης, με μέγιστο ύψος δέντρων που φτάνει τα 31 m και μέγιστη διάμετρο 64 cm, στην ηλικία των ετών. Οι συστάδες είναι αμιγείς υβριδογενούς ελάτης, ανομήλικης μορφής, με υποκηπευτή ως υποκηπευτοειδή δομή. Η κατανομή των ατόμων στις βαθμίδες διαμέτρου (Σχήμα ), προσεγγίζει περισσότερο εκείνη του υποκηπευτού δάσους, όμως τείνει να εξομοιωθεί με αυτή της ομήλικης, εμφανίζοντας κανονική κατανομή (βλέπε παράρτημα 4) στους ανώτερους ορόφους. Αποτελείται από ομήλικες ή ανομήλικες, διαφορετικής φάσης εξέλιξης, ομάδες δέντρων, με πιο χαρακτηριστικές εκείνες του ανωρόφου. Όπως παρατηρείται από την κατανομή του ύψους των δέντρων (Σχήμα ) και από το προφίλ συστάδας (Σχήμα ), οι συστάδες που σχηματίζονται είναι τριώροφες, με έντονη την παρουσία του μεσωρόφου και σαφή υπεροχή του ανωρόφου, έναντι των άλλων δυο ορόφων. Η ασκηθείσα διαχείριση οδηγεί τη συστάδα σε διώροφη μορφή. Τα δεδομένα δομής που αφορούν το ύψος, τη διάμετρο, το μήκος κόμης, το βαθμό λυγερότητας και τα κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατάταξης IUFRO, φαίνονται στους πίνακες , Η πυκνότητα του πληθυσμού στην ποιότητα τόπου ΙΙ είναι 403 άτομα/ha, με συνολική κυκλική επιφάνεια 35,43 m 2 /ha και μέση διάμετρο 30,35 cm. Το μέσο ύψος φτάνει τα 16,84 m ενώ το μέσο ανώτερο ύψος τα 26,1 m. Το μέσο μήκος της κόμης (8,92 m) και ο μέσος βαθμός λυγερότητας (55,09) δείχνουν ότι η σταθερότητα των δέντρων βρίσκεται σε καλό επίπεδο και συμβαδίζει με την ποιότητα του κορμού. Το μέσο ύψος έναρξης της κόμης είναι 8,06 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 48,64% του συνολικού ύψους του δέντρου. Ο βαθμός λυγερότητας αναφέρεται στη σχέση του ύψους δια της διαμέτρου του δέντρου και εκφράζει τη σταθερότητα του δέντρου, δηλαδή τη στατική αντοχή του δέντρου σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως άνεμος, χιόνια, εδαφική κλίση κλπ. Με

87 βάση το βαθμό λυγερότητας διακρίνονται 4 κατηγορίες σταθερότητας του δέντρου, (α) Υψηλή αστάθεια (h:d > 100), (β) Αστάθεια (h:d = ), (γ) Σταθερότητα (h:d < 80), (δ) Υψηλή σταθερότητα (h:d < 45) (Burchel and Huss 1987) II N/ha d (cm) Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις διαμέτρου (d) συνολικά και σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙΙ. Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις ύψους (h) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙΙ.

88 Σχήμα Προφίλ συστάδας στην ποιότητα τόπου ΙΙ.

89 Πίνακας Στατιστικά παραμέτρων δομής σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙ. Ποιότητα τόπου ΙΙ Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης (Eκ), m Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά παραμέτρων δομής Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά Αριθμός ατόμων/ha, N N (%) 56,52 20,50 22, Κυκλική επιφάνεια, G (m 2 /ha) 30,56 3,63 1,24 35,43 Μέσος όρος (μ.ο.) 40,48 22,88 12,11 30,35 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 8,51 6,18 4,95 14,17 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,89 1,08 0,81 1,12 Μέσος όρος (μ.ο.) 22,95 12,94 5,26 16,84 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 3,39 3,10 1,77 8,03 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,36 0,54 0,29 0,63 Μέσος όρος (μ.ο.) 10,75 6,12 2,90 8,06 Ελάχιστη τιμή 3 1,5 0,5 0,5 Μέγιστη τιμή ,5 18 Τυπική απόκλιση 3,61 2,82 1,30 4,46 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,37 0,53 0,22 0,35 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 47,48 47,05 52,91 48,64 Μέσος όρος (μ.ο.) 12,21 6,83 2,37 8,92 Ελάχιστη τιμή 2 2 0,5 0,5 Μέγιστη τιμή 23 15, Τυπική απόκλιση 4,47 3,13 1,37 5,51 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,47 0,54 0,23 0,44 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 52,52 52,95 47,09 51,36 Μέσος όρος (μ.ο.) 58,16 57,88 45,03 55,09 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 9,56 11,77 9,86 11,46 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,00 2,05 1,62 0,90 Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙ. Ποιότητα τόπου ΙΙ Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά χαρακτηριστικών Μέσος όρος (μ.ο.) 15,27 14,55 21,08 16,46 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,81 1,61 2,51 1,93 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 46,04 47,88 54,32 48,32 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 434,07 493,94 516,22 465,22 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Η ζωτικότητα των ατόμων του πληθυσμού είναι αρκετά καλή, με μέση τιμή 16,46, όπως και η τάση εξέλιξης (1,93) και η ποιότητα κορμού τους (48,32). Η δασοκομική εκτίμηση των δέντρων είναι πολύ καλή, με μέση τιμή 465,22. Από το σύνολο των δέντρων στην ποιότητα τόπου ΙΙ, το 42,3% είναι ζωτικά και αναπτύσσονται ζωηρά, το 50,9% αναπτύσσεται κανονικά και το 6,8% αναπτύσσεται καχεκτικά. Το 26,7% είναι

90 κοινωνικά ανερχόμενα (προαυξανόμενα) άτομα, το 53,4% παραμένοντα (συναυξανόμενα) και το 19,9% κατερχόμενα (υπολειπόμενα). Η δασοκομική εκτίμηση δείχνει ότι το 41% των δέντρων είναι εκλεκτά, το 52,8% ωφέλιμα και το 6,2% επιζήμια, ενώ όσον αφορά την ποιότητα κορμού τους, το 32,3% παράγει πολύτιμο ξύλο, το 52,2% κανονικό και το 15,5% ελαττωματικό ξύλο (Πίνακας ). Πίνακας Σχετική συχνότητα κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙ. Ποιότητα Όροφοι Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Σύνολο II άτομα/ha Τάξεις Σχετική συχνότητα (%) Τάση 1 18,7 57,6 18,9 26,7 κοινωνικής 2 81,3 24,2 10,8 53,4 εξέλιξης 3 18,2 70,3 19, ,4 60,6 10,8 42,3 Ζωτικότητα 20 50,5 33,3 67,6 50,9 30 1,1 6,1 21,6 6, ,0 30,3 5,4 32,3 Ποιότητα 50 51,6 60,6 45,9 52,2 κορμού 60 4,4 9,1 48,7 15, ,9 18,2 41,0 Δασοκομική ,1 69,7 83,8 52,8 εκτίμηση ,1 16,2 6,2 Ανώροφος (100): Στην τάξη του ανωρόφου ανήκει το 56,52% του πληθυσμού (228 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 40,48 cm, μέσο ύψος 22,95 m, μέσο μήκος κόμης 12,21 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 58,16. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 10,75 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 47,48% του συνολικού ύψους του δέντρου. Ο μέσος βαθμός ζωτικότητας των δέντρων είναι 15,27, η μέση τάση εξέλιξης 1,81 και η ποιότητα κορμού 46,04. Πιο συγκεκριμένα, από το σύνολο των ατόμων το 18,7% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το υπόλοιπο 81,3% παραμένοντα. Από άποψη ζωτικότητας, το 48,4% εμφανίζει ζωηρή αύξηση, το 50,5% κανονική και το 1,1% καχεκτική αύξηση. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση), το 65,9% αποτελείται από εκλεκτά άτομα και το 34,1% από ωφέλιμα άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 44% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 51,6% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 4,4% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Μεσώροφος (200): Στην τάξη του μεσωρόφου ανήκει το 20,5% του πληθυσμού (83 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 22,88 cm, μέσο ύψος 12,94 m,

91 μέσο μήκος κόμης 6,83 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 57,88. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 6,12 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 47,05% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 14,55, μέση τάση εξέλιξης 1,61 και ποιότητα κορμού 47,88. Από το σύνολο των ατόμων, το 57,6% είναι κοινωνικά ανερχόμενα, το 24,2% παραμένοντα και το 18,2% υπολειπόμενα. Το 60,6% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 33,3% κανονική και το 6,1% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 18,2% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 69,7% από ωφέλιμα και το 12,1% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 30,3% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 60,6% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 9,1% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Υπόροφος (300): Στην τάξη του υπορόφου ανήκει το 22,98% του πληθυσμού (92 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 12,11 cm, μέσο ύψος 5,26 m, μέσο μήκος κόμης 2,37 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 45,03. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 2,90 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 52,91% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 21,08, μέση τάση εξέλιξης 2,51 και ποιότητα κορμού 54,32. Από το σύνολο των ατόμων το 18,9% είναι κοινωνικά ανερχόμενα το 10,8% παραμένοντα και το 70,3% υπολειπόμενα. Το 10,8% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 67,6% κανονική και το 21,6% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 83,8% αποτελείται από ωφέλιμα και το 16,2% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 5,4% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 45,9% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 48,7% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Χαρακτηριστικό των συστάδων στην ποιότητα τόπου II είναι η έντονη καταπίεση της φυσικής αναγέννησης και ο ισχυρός συναγωνισμός των ατόμων του ανωρόφου, ο οποίος εμφανίζει αυξημένο αριθμό δέντρων έναντι των άλλων ορόφων. Ο υπόροφος εμφανίζει μειωμένη ζωτικότητα και τάση εξέλιξης, σχετικά με τους άλλους ορόφους, δίχως να είναι σε θέση να επηρεάσει τις κοινωνικές σχέσεις της συστάδας. Ο μεσώροφος ωστόσο διατηρεί τη λειτουργικότητά του και αποτελεί αξιόλογη εφεδρεία για τον ανώροφο, μολονότι δεν εμφανίζει σημαντικό αριθμό ατόμων. Ο ανώροφος αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο της ποιοτικής κατάστασης της συστάδας, με κύριους φορείς αύξησης, δέντρα υγιή και εύρωστα, τα οποία στην

92 πλειονότητά τους, εμφανίζουν πολύτιμο ξύλο και συναυξάνονται με τρόπο που καθιστά δύσκολη τη διάκριση αυτών που υπολείπονται ή υπερτερούν. Ωστόσο υπάρχουν δέντρα που έχουν ξεπεράσει το κρίσιμο στάδιο του συναγωνισμού και φανερά υπερτερούν, καταπιέζοντας κυρίως δέντρα του μεσορόφου, τα οποία όμως διατηρούν υψηλά επίπεδα ζωτικότητας, με εμφανή δυναμική και τάση εξέλιξης τα επόμενα έτη. Για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ύψους-διαμέτρου (h-d), ώστε να εκφραστεί το ύψος (h) ως συνάρτηση της διαμέτρου (d), χρησιμοποιήθηκε η εξίσωση (μαθηματικό μοντέλο) της μορφής h = ad+bd 2 +c, η οποία έχει πολύ καλή προσαρμογή στο είδος της ελάτης και στα δεδομένα της περιοχής έρευνας (Prodan 1968, Γούλας 1984, Σμύρης 1985, Μάτης 1986, Τσιτσώνη 1991). Ωστόσο, η τροποποίησή της στη μορφή h = ad+bd 2, έδειξε καλύτερη προσαρμογή (βλέπε παράρτημα 5), με υψηλότερους συντελεστές συσχέτισης (r 2 ). Η χρήση της εξίσωσης αυτής και η προσαρμογή της στα ζεύγη τιμών h-d, που εμφανίζονται στην ποιότητα τόπου ΙΙ (Σχήματα , ), έδωσε ικανοποιητική εξήγηση της σχέσης μεταξύ του ύψους και της διαμέτρου των δέντρων. Παρατηρείται ότι το μήκος κόμης, ως συνάρτηση της διαμέτρου, ακολουθεί παρόμοια πορεία με αυτή του ύψους δέντρου σε κάθε όροφο, είναι μετατοπισμένη κατώτερα και προσαρμόζεται το ίδιο ικανοποιητικά στον τύπο της παραπάνω εξίσωσης (Σχήμα ). Η συνολική για την ποιότητα τόπου ΙΙ καμπύλη ύψους-διαμέτρου εμφανίζει κάποια απόκλιση από την αντίστοιχη του μήκους κόμης-διαμέτρου (Σχήμα ) και έχει εντονότερο ρυθμό αύξησης. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θρεπτικών στοιχείων, που εμφανίζει συνήθως η ποιότητα τόπου ΙΙ, καθώς και στον έντονο συναγωνισμό μεταξύ των δέντρων.

93 h II = 0,676748d-0,003112d 2 (r 2 = 0,974 Se = 3,016) h LII = 0,284849d+0,000274d 2 (r 2 = 0,903 Se = 3,268) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) στην ποιότητα τόπου ΙΙ. h 100 = 0,862466d-0,007012d 2 (r 2 = 0,987 Se = 2,648) h 200 = 0,827734d-0,01062d 2 (r 2 = 0,969 Se = 2,307) h 300 = 0,632101d-0,013693d 2 (r 2 = 0,964 Se = 1,054) h L100 = 0,3265d-0,00058d 2 (r 2 = 0,917 Se = 3,742) h L300 = 0,245621d-0,00316d 2 (r 2 = 0,844 Se = 1,078) h L200 = 0,468847d-0,006902d 2 (r 2 = 0,839 Se = 3,007) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) για κάθε όροφο στην ποιότητα τόπου ΙΙ.

94 Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Η τρίτη ποιότητα τόπου εμφανίζεται σε δυτικές και βορειοδυτικές ή βόρειες εκθέσεις του τμήματος, συνήθως στα μεσαία και ανώτερα τμήματα των πλαγιών, σε μέτριες ως ισχυρές κλίσεις. Αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του τμήματος 630, καταλαμβάνοντας περίπου το 65% της συνολικής του έκτασης. Χαρακτηριστικό της ποιότητας τόπου ΙΙΙ είναι ο έντονος συναγωνισμός των δέντρων κυρίως στον υπόροφο και στο στάδιο εξέλιξης των κορμιδίων, καθώς και οι σχετικά μεγάλες εκτάσεις φυσικής αναγέννησης ή τμήματα νεοφυτειών και πυκνοφυτειών. Η απόδοση της ελάτης είναι πολύ καλή, με μέγιστο ύψος δέντρων που φτάνει τα 30 m και μέγιστη διάμετρο 66 cm, σε ηλικία ετών. Οι συστάδες είναι αμιγείς υβριδογενούς ελάτης και εμφανίζουν τη δομή του κηπευτού δάσους. Η κατανομή των ατόμων στις βαθμίδες διαμέτρου (Σχήμα ), είναι η τυπική του κηπευτού δάσους και ακολουθεί κατά προσέγγιση τη θεωρητική εκθετική καμπύλη (συνάρτηση του τύπου y = a e -bx ) (βλέπε παράρτημα 4). Η δομή αυτή έχει επιτευχθεί με την ασκηθείσα διαχείριση και ουσιαστικά πρόκειται για μια κηπευτοειδή μορφή που αποτελείται από ομοιόμορφα αθροίσματα μεγέθους ομάδας ή λόχμης, διαφορετικής φάσης εξέλιξης. Όπως παρατηρείται από την κατανομή του ύψους των δέντρων (Σχήμα ) και από το προφίλ συστάδας (Σχήμα ), οι συστάδες που σχηματίζονται είναι τριώροφες και τα πολυάριθμα άτομα του υπορόφου ενισχύουν με τον καιρό το μεσώροφο. Οι όροφοι αυτοί τροφοδοτούν συνεχώς τον ανώροφο και εμφανίζουν κατά θέσεις, μια δυναμική κυριαρχίας στο άμεσο μέλλον, μέσα από διαδικασίες έντονου συναγωνισμού. Τα δεδομένα δομής που αφορούν το ύψος, τη διάμετρο, το μήκος κόμης, το βαθμό λυγερότητας και τα κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατάταξης IUFRO, παρουσιάζονται συνολικά στους πίνακες , Η πυκνότητα του πληθυσμού στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ, είναι 651 άτομα/ha με συνολική κυκλική επιφάνεια 28,14 m 2 /ha και μέση διάμετρο 17,84 cm. Το μέσο ύψος φτάνει τα 9,36 m, ενώ το μέσο ανώτερο ύψος τα 22,6 m. Το μέσο μήκος της κόμης (7,23 m) και ο μέσος βαθμός λυγερότητας (56,79) δείχνουν ότι η σταθερότητα των δέντρων βρίσκεται σε αρκετά καλό επίπεδο, χωρίς όμως να συμβαδίζει απαραίτητα με την ποιότητα του κορμού. Το μέσο ύψος έναρξης της κόμης είναι 2,12 m και το

95 ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 15,22% του συνολικού ύψους του δέντρου III N/ha d (cm) Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις διαμέτρου (d) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις ύψους (h) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ.

96 Σχήμα Προφίλ συστάδας στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ.

97 Πίνακας Στατιστικά παραμέτρων δομής σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης (Eκ), m Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά παραμέτρων δομής Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά Αριθμός ατόμων/ha, N N (%) 22,37 15,79 61, Κυκλική επιφάνεια, G (m 2 /ha) 21,69 4,19 2,26 28,14 Μέσος όρος (μ.ο.) 42,41 21,68 7,96 17,84 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 9,92 7,08 2,83 15,26 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,39 1,18 0,24 1,01 Μέσος όρος (μ.ο.) 21,28 11,43 4,51 9,36 Ελάχιστη τιμή 15,5 8 1,5 1,5 Μέγιστη τιμή ,5 30 Τυπική απόκλιση 3,96 2,25 1,60 7,28 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,55 0,38 0,14 0,48 Μέσος όρος (μ.ο.) 6,90 2,38 0,33 2,12 Ελάχιστη τιμή 1,5 0,1 0,1 0,1 Μέγιστη τιμή ,5 21 Τυπική απόκλιση 4,21 1,85 0,71 3,44 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,61 0,31 0,06 0,23 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 31,76 20,22 7,99 15,22 Μέσος όρος (μ.ο.) 14,38 9,04 4,18 7,23 Ελάχιστη τιμή 6 5 0,5 0,5 Μέγιστη τιμή ,3 24 Τυπική απόκλιση 4,11 2,23 1,69 4,90 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,58 0,37 0,14 0,32 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 68,24 79,78 92,01 84,78 Μέσος όρος (μ.ο.) 51,96 55,42 58,89 56,79 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 12,47 11,43 19,99 17,58 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,75 1,90 1,68 1,16 Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Ποιότητα τόπου ΙΙI Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά χαρακτηριστικών Μέσος όρος (μ.ο.) 16,86 13,89 11,84 13,29 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,76 1,53 1,45 1,54 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 46,47 46,67 49,29 48,25 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 435,29 475,00 497,87 480,26 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Η ζωτικότητα των ατόμων του πληθυσμού είναι αρκετά καλή με μέση τιμή 13,29, όπως και η τάση εξέλιξης (1,54) και η ποιότητα κορμού τους (48,25). Η δασοκομική εκτίμηση των δέντρων είναι πολύ καλή, με μέση τιμή 480,26. Από το σύνολο των δέντρων στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ, το 70,2% είναι ζωτικά και αναπτύσσονται ζωηρά, το 26,7% είναι κανονικά αναπτυσσόμενα και το 3,1% είναι καχεκτικά, το 64,1% είναι

98 κοινωνικά ανερχόμενα (προαυξανόμενα), το 18,4% παραμένοντα (συναυξανόμενα) και το 17,5% κατερχόμενα (υπολειπόμενα). Η δασοκομική εκτίμηση δείχνει ότι το 28,5% των δέντρων είναι εκλεκτά, το 62,7% ωφέλιμα και το 8,8% επιζήμια. Όσον αφορά την ποιότητα κορμού των δέντρων, το 28,1% παράγει πολύτιμο ξύλο, το 61,4% κανονικό και το 10,5% ελαττωματικό ξύλο (Πίνακας ). Πίνακας Σχετική συχνότητα κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Ποιότητα Όροφοι Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Σύνολο III άτομα/ha Τάξεις Σχετική συχνότητα (%) Τάση 1 23,5 69,5 77,3 64,1 κοινωνικής 2 76,5 8,3 18,4 εξέλιξης 3 22,2 22,7 17, ,4 61,1 86,5 70,2 Ζωτικότητα 20 68,6 38,9 8,5 26,7 30 5,0 3, ,1 36,1 19,1 28,1 Ποιότητα 50 41,2 61,1 68,8 61,4 κορμού 60 11,7 2,8 12,1 10, ,6 30,6 14,2 28,5 Δασοκομική ,4 63,9 73,8 62,7 εκτίμηση 600 2,0 5,5 12,0 8,8 Ανώροφος (100): Στην τάξη του ανωρόφου ανήκει το 22,37% του πληθυσμού (145 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 42,41 cm, μέσο ύψος 21,28 m, μέσο μήκος κόμης 14,38 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 51,96. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 6,9 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 31,76% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 16,86, μέση τάση εξέλιξης 1,76 και ποιότητα κορμού 46,47. Πιο συγκεκριμένα, από το σύνολο των ατόμων το 23,5% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το υπόλοιπο 76,5% παραμένοντα. Από άποψη ζωτικότητας, το 31,4% εμφανίζει ζωηρή αύξηση και το 68,6% κανονική αύξηση. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση), το 66,6% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 31,4% από ωφέλιμα άτομα και το 2% από επιζήμια, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 47,1% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 41,2% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 11,7% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Μεσώροφος (200): Στην τάξη του μεσωρόφου ανήκει το 15,79% του πληθυσμού (103 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 21,68 cm, μέσο ύψος 11,43 m,

99 μέσο μήκος κόμης 9,04 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 55,42. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 2,38 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 20,22% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 13,89, μέση τάση εξέλιξης 1,53 και ποιότητα κορμού 46,67. Από το σύνολο των ατόμων το 69,5% είναι κοινωνικά ανερχόμενα, το 8,3% παραμένοντα και το 22,2% υπολειπόμενα. Το 61,1% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα) και το 38,9% αναπτύσσεται κανονικά. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 30,6% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 63,9% από ωφέλιμα και το 5,5% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 36,1% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 61,1% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 2,8% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Υπόροφος (300): Στην τάξη του υπορόφου ανήκει το 61,84% του πληθυσμού (403 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 7,96 cm, μέσο ύψος 4,51 m, μέσο μήκος κόμης 4,18 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 58,89. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 0,33 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 7,99% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 11,84, μέση τάση εξέλιξης 1,45 και ποιότητα κορμού 49,29. Από το σύνολο των ατόμων το 77,3% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το 22,7% υπολειπόμενα. Το 86,5% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 8,5% κανονική και το 5% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 14,2% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 73,8% από ωφέλιμα και το 12% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 19,1% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 68,8% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 12,1% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Η μείωση της καθ ύψος αύξησης και η προοδευτική διάσπαση του ανωρόφου λόγω της ασκηθείσας διαχείρισης, έχει ως αποτέλεσμα την ανανέωσή του από άτομα υποκείμενων ορόφων και τη δημιουργία κλιμακωτής ως κατακόρυφης διάρθρωσης συστάδων που εμφανίζουν κλειστή συγκόμωση, περιορίζοντας τη φυσική αναγέννηση στο ελάχιστο. Ωστόσο οι εφαρμοζόμενες υλοτομίες και αραιώσεις, δημιουργούν ευμενείς συνθήκες πλευρικού και άμεσου φωτισμού προς τα αναγεννητικά κέντρα, που σχηματίζονται και συναρθρώνουν πολυάριθμες νεοφυτείες και πυκνοφυτείες. Ο έντονος συναγωνισμός στο μεσώροφο και η ισχυρή καταπίεση που δέχεται από άτομα

100 του ανωρόφου, έχει ως αποτέλεσμα τα περισσότερα δέντρα να χαρακτηρίζονται από κατερχόμενη ή ανερχόμενη τάση εξέλιξης και να είναι λίγα αυτά που συναυξάνουν. Η χρήση της εξίσωσης με μορφή h = ad+bd 2 +c και η τροποποίησή της στη μορφή h = ad+bd 2, που παρουσιάζει καλύτερη συμπεριφορά και προσαρμογή (βλέπε παράρτημα 5), για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ύψους-διαμέτρου (h-d) και μήκους κόμης-διαμέτρου (h L -d), έδωσε τις καμπύλες των σχημάτων , Παρατηρείται ότι η καμπύλη ύψους-διαμέτρου δεν έχει τη ραγδαία αύξηση που είχε στην ποιότητα τόπου ΙΙ, ενώ η απόκλιση της καμπύλης μήκους κόμης-διαμέτρου μειώνεται (Σχήμα ). Επειδή χαρακτηριστικό των συστάδων στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ, είναι η σταδιακή διάσπαση του ανωρόφου με υλοτομίες και η ενίσχυση των αναγεννητικών κέντρων, ο έντονος συναγωνισμός, μετατίθεται από τα δέντρα του ανωρόφου στα δέντρα του μεσωρόφου, με συνέπεια το μήκος της κόμης τους να σταθεροποιείται νωρίτερα και σε μικρότερες διαμέτρους (Σχήμα ). Ωστόσο, η μορφή της καμπύλης μήκους κόμης-διαμέτρου, παρουσιάζει μεγαλύτερη ομοιότητα με την αντίστοιχη του ύψουςδιαμέτρου στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ, και συμβαδίζει περισσότερο με αυτή από ότι συμβαίνει στην ποιότητα τόπου ΙΙ. Η πορεία αυτή της καμπύλης μήκους κόμηςδιαμέτρου, τείνει να εξομοιωθεί με αυτή της καμπύλης ύψους-διαμέτρου όσο η ποιότητα τόπου υποβιβάζεται και αυτό γίνεται φανερό στην ποιότητα τόπου IV του τμήματος 630. Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι τα στοιχεία της ποιότητας τόπου IV, λόγω του μεγέθους της, δεν είναι επαρκή ώστε να δώσουν μια ικανοποιητικότερη εικόνα και ερμηνεία των καμπυλών αυτών.

101 h III = 0,622055d-0,003145d 2 (r 2 = 0,963 Se = 2,279) h LIII = 0,513442d-0,003896d 2 (r 2 = 0,929 Se = 2,318) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ. h 100 = 0,739253d-0,005376d 2 (r 2 = 0,971 Se = 3,693) h 200 = 0,772746d-0,01033d 2 (r 2 = 0,987 Se = 1,328) h 300 = 0,793214d-0,025103d 2 (r 2 = 0,932 Se = 1,251) h L100 = 0,477458d-0,003105d 2 (r 2 = 0,939 Se = 3,661) h L200 = 0,589538d-0,00737d 2 (r 2 = 0,956 Se = 1,941) h L300 = 0,83255d-0,033954d 2 (r 2 = 0,892 Se = 1,484) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου για κάθε όροφο στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ.

102 Ποιότητα τόπου ΙV Η τέταρτη ποιότητα τόπου εμφανίζεται σε βορειοδυτικές εκθέσεις του τμήματος, σε σχετικά μέτριες κλίσεις. Καταλαμβάνει ένα μικρό μέρος του τμήματος 630, που αποτελεί το 5% περίπου της συνολικής του έκτασης. Χαρακτηριστικό της ποιότητας ΙV είναι η χαμηλή σχετικά απόδοση της ελάτης. Το μέγιστο ύψος δέντρων φτάνει τα 26 m και η μέγιστη διάμετρος τα 63 cm. Οι συστάδες είναι αμιγείς υβριδογενούς ελάτης, ανομήλικες και εμφανίζουν τη δομή του κηπευτού δάσους. Η κατανομή των ατόμων στις βαθμίδες διαμέτρου (Σχήμα ), είναι εκείνη του τυπικού κηπευτού δάσους, ακολουθώντας κατά προσέγγιση τη θεωρητική εκθετική καμπύλη του τύπου y = a e -bx (βλέπε παράρτημα 4). Τα περισσότερα δέντρα βρίσκονται σε ανώριμο ακόμη στάδιο εξέλιξης και είναι στο στάδιο των λεπτών κορμιδίων. Όπως παρατηρείται από την κατανομή του ύψους των δέντρων (Σχήμα ) και από το προφίλ συστάδας (Σχήμα ), οι συστάδες που σχηματίζονται είναι τριώροφες, λόγω της εφαρμοζόμενης διαχείρισης. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός δυναμικού μεσωρόφου, ο οποίος θα καταλάβει σταδιακά τη θέση του ανωρόφου, όπου και θα δεσπόζει. Τα δεδομένα δομής που αφορούν το ύψος, τη διάμετρο, το μήκος κόμης, το βαθμό λυγερότητας και τα κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατάταξης IUFRO, παρουσιάζονται συνολικά στους πίνακες , Η πυκνότητα του πληθυσμού στην ποιότητα τόπου ΙV, είναι 297 άτομα/ha με συνολική κυκλική επιφάνεια 20,77 m 2 /ha και μέση διάμετρο 14,99 cm. Το μέσο ύψος φτάνει τα 5,72 m, ενώ το μέσο ανώτερο ύψος τα 16 m. Το μέσο μήκος κόμης (4,72 m) και ο μέσος βαθμός λυγερότητας (39,65) δείχνουν ότι η σταθερότητα των δέντρων βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και συμβαδίζει με την ποιότητα του κορμού. Το μέσο ύψος έναρξης της κόμης είναι 0,99 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 10,28% του συνολικού ύψους του δέντρου. Το μικρό ποσοστό άκλαδου κορμού, δείχνει ότι τα δέντρα στην ποιότητα αυτή δεν παράγουν τον επιθυμητό εμπορεύσιμο όγκο ξυλείας, γεγονός που οφείλεται κυρίως, στο στάδιο εξέλιξης των περισσότερων συστάδων, οι οποίες δεν έχουν περάσει ακόμη στη φάση της ωριμότητας (στάδιο χοντρών κορμιδίων), όπου η απόδοση των δέντρων αρχίζει να αυξάνεται.

103 IV N/ha d (cm) Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις διαμέτρου (d) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙV. Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις ύψους (h) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στην ποιότητα τόπου ΙV.

104 Σχήμα Προφίλ συστάδας στην ποιότητα τόπου ΙV.

105 Πίνακας Στατιστικά παραμέτρων δομής σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙV. Ποιότητα τόπου ΙV Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης (Eκ), m Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά παραμέτρων δομής Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά Αριθμός ατόμων/ha, N N (%) 19,23 7,69 73, Κυκλική επιφάνεια, G (m 2 /ha) 15,81 1,03 3,93 20,77 Μέσος όρος (μ.ο.) 37,20 14,75 9,17 14,99 Ελάχιστη τιμή ,5 4,5 Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 11,49 5,57 3,87 12,58 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 2,57 1,97 0,44 1,23 Μέσος όρος (μ.ο.) 15,25 7,00 3,07 5,72 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 3,82 1,60 0,95 5,14 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,85 0,57 0,11 0,50 Μέσος όρος (μ.ο.) 4,03 0,48 0,25 0,99 Ελάχιστη τιμή 0,1 0,1 0,1 0,1 Μέγιστη τιμή 9 3 3,5 9 Τυπική απόκλιση 2,26 2,26 0,55 1,99 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,92 0,57 0,06 0,20 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 29,72 26,92 8,77 12,77 Μέσος όρος (μ.ο.) 11,22 6,53 2,83 4,72 Ελάχιστη τιμή 6 5,8 1 1 Μέγιστη τιμή 19 8,9 4,9 19 Τυπική απόκλιση 3,06 1,08 0,87 3,67 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,68 0,38 0,10 0,36 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 70,28 73,08 91,23 87,23 Μέσος όρος (μ.ο.) 42,05 51,00 37,83 39,65 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 6,00 13,05 15,53 14,40 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,34 4,61 1,78 1,41 Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙV. Ποιότητα τόπου ΙV Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά χαρακτηριστικών Μέσος όρος (μ.ο.) 16,00 10,00 12,37 12,88 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,35 1,00 1,37 1,34 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 44,50 47,50 45,26 45,29 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 425,00 487,50 457,89 453,85 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Η ζωτικότητα των ατόμων του πληθυσμού είναι πολύ καλή, με μέση τιμή 12,88, όπως και η τάση εξέλιξης (1,34) και η ποιότητα κορμού τους (45,29). Η δασοκομική εκτίμηση των δέντρων είναι επίσης πολύ καλή, με μέση τιμή 453,85. Από το σύνολο των δέντρων στην ποιότητα τόπου ΙV, το 75% είναι ζωτικά και αναπτύσσονται ζωηρά, το 21,2% είναι κανονικά αναπτυσσόμενα και το 3,8% καχεκτικά, ενώ το 79,8% είναι

106 κοινωνικά ανερχόμενα (προαυξανόμενα), το 6,7% παραμένοντα (συναυξανόμενα) και το 13,5% κατερχόμενα (υπολειπόμενα). Η δασοκομική εκτίμηση δείχνει ότι το 55,8% των δέντρων είναι εκλεκτά, το 34,6% ωφέλιμα και το 9,6% επιζήμια, ενώ όσον αφορά την ποιότητα κορμού τους, το 52,9% παράγει πολύτιμο ξύλο, το 41,3% κανονικό και το 5,8% ελαττωματικό ξύλο (Πίνακας ). Πίνακας Σχετική συχνότητα κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στην ποιότητα τόπου ΙV. Ποιότητα Όροφοι Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Σύνολο IV άτομα/ha Τάξεις Σχετική συχνότητα (%) Τάση 1 65,0 100,0 81,6 79,8 κοινωνικής 2 35,0 6,7 εξέλιξης 3 18,4 13, ,0 100,0 81,6 75,0 Ζωτικότητα 20 60,0 13,2 21,2 30 5,2 3, ,0 25,0 55,3 52,9 Ποιότητα 50 45,0 75,0 36,8 41,3 κορμού 60 7,9 5, ,0 25,0 53,9 55,8 Δασοκομική ,0 62,5 34,2 34,6 εκτίμηση ,5 11,9 9,6 Ανώροφος (100): Στην τάξη του ανωρόφου ανήκει το 19,23% του πληθυσμού (57 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 37,20 cm, μέσο ύψος 15,25 m, μέσο μήκος κόμης 11,22 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 42,05. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 4,05 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 11,22% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 16, μέση τάση εξέλιξης 1,35 και ποιότητα κορμού 44,5. Πιο συγκεκριμένα από το σύνολο των ατόμων, το 65% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το υπόλοιπο 35% παραμένοντα. Το 40% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα) και το 60% κανονική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 75% αποτελείται από εκλεκτά άτομα και το 25% από ωφέλιμα άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 55% καλή (πολύτιμο ξύλο) και στο 45% μέτρια (κανονικό ξύλο). Μεσώροφος (200): Στην τάξη του μεσωρόφου ανήκει το 7,69% του πληθυσμού (23 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 14,75 cm, μέσο ύψος 7 m, μέσο μήκος κόμης 6,53 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 51. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 0,48 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 6,57% του

107 συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 10, μέση τάση εξέλιξης 1 και ποιότητα κορμού 47,5. Από το σύνολο των ατόμων το 100% είναι κοινωνικά ανερχόμενα. Το 100% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα). Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 25% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 62,5% από ωφέλιμα και το 12,5% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 25% καλή (πολύτιμο ξύλο) και στο 75% μέτρια (κανονικό ξύλο). Υπόροφος (300): Στην τάξη του υπορόφου ανήκει το 73,08% του πληθυσμού (217 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 9,17 cm, μέσο ύψος 3,07 m, μέσο μήκος κόμης 2,83 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 37,83. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 0,25 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 2,83% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 12,37, μέση τάση εξέλιξης 1,37 και ποιότητα κορμού 45,26. Από το σύνολο των ατόμων το 81,6% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το 18,4% κατερχόμενα. Το 81,6% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 13,2% κανονική και το 5,2% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 53,9% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 34,2% από ωφέλιμα και το 11,9% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 55,3% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 36,8% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 7,9% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Χαρακτηριστικό της ποιότητας τόπου IV είναι τα άτομα του μεσωρόφου, που εμφανίζουν ιδιαίτερα καλή ζωτικότητα και τάση εξέλιξης. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη διαχείριση του δάσους και κατά δεύτερο λόγο στη μικρή έκταση των συστάδων, που οδηγεί σε περιορισμένο αριθμό στοιχείων. Επίσης, ο μεγάλος αριθμός ατόμων στον υπόροφο, δείχνει την κατάσταση του δάσους, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννητικές διαδικασίες και εξέλιξη των πυρήνων αναγέννησης, με κορμίδια εύρωστα και ισχυρά συναγωνιστικά. Οι καμπύλες ύψους-διαμέτρου και μήκους κόμης-διαμέτρου, σε κάθε όροφο και συνολικά για την ποιότητα τόπου IV δίνονται στα σχήματα , (βλέπε και παράρτημα 5).

108 h IV = 0,54932d-0,00338d 2 (r 2 = 0,949 Se = 1,722) h LIV = 0,34182d-0,00136d 2 (r 2 = 0,915 Se = 1,737) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) στην ποιότητα τόπου ΙV. h 100 = 0,50003d - 0,00227d 2 (r 2 = 0,983 Se = 1,991) h 200 = 0,78891d - 0,01894d 2 (r 2 = 0,962 Se = 1,389) h 300 = 0,54958d - 0,02036d 2 (r 2 = 0,914 Se = 0,941) h L100 = 0,40615d - 0,00264d 2 (r 2 = 0,949 Se = 2,618) h L200 = 0,83977d - 0,02390d 2 (r 2 = 0,979 Se = 0,941) h L300 = 0,52922d - 0,02104d 2 (r 2 = 0,901 Se = 0,925) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου για κάθε όροφο στην ποιότητα τόπου ΙV.

109 Συνολικά για το τμήμα 630 Οι συστάδες στο τμήμα 630 είναι αμιγείς υβριδογενούς ελάτης με μικρή μίξη οξιάς στα όρια του τμήματος, εμφανίζοντας τη δομή ανομήλικου, υποκηπευτού δάσους. Επιπλέον, η διαχείριση του δάσους, στο τμήμα αυτό, έχει ως σκοπό τη διατήρηση της υποκηπευτής δομής (ΤΔΔΠΔ 1998). Η κατανομή των ατόμων στις βαθμίδες διαμέτρου (Σχήμα ), είναι κατά προσέγγιση αυτή του υποκηπευτού δάσους. Ο μη παραμετρικός έλεγχος καλής προσαρμογής των τιμών και θεωρητικών συχνοτήτων του αριθμού δέντρων στις κλάσεις διαμέτρου, με το κριτήριο Kolmogorov-Smirnov (Πίνακας ), έδειξε ότι η κατανομή δεν προσεγγίζει καμία από τις δυο συνήθεις θεωρητικές κατανομές (κανονική ή εκθετική), γεγονός που μαρτυρά την υποκηπευτή δομή. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια υποκηπευτοειδή δομή η οποία τείνει σε υποκηπευτή. Πίνακας Μη παραμετρικός έλεγχος καλής προσαρμογής των τιμών και θεωρητικών συχνοτήτων του αριθμού δέντρων στις κλάσεις διαμέτρου και ύψους, με το κριτήριο Kolmogorov- Smirnov. Κριτήριο ελέγχου Kolmogorov-Smirnov Κανονική Εκθετική Τμήμα 630 d h d h Αριθμός παρατηρήσεων (N) Παράμετροι Μέσος 21,324 11,031 21,324 11,031 Τυπική απόκλιση 15,705 8,323 15,705 8,323 Μέγιστες αποκλίσεις Απόλυτη 0,173 0,197 0,189 0,154 Θετική 0,173 0,197 0,058 0,064 Αρνητική -0,140-0,127-0,189-0,154 Τυποποιημένη τιμή ελέγχου προσέγγισης κανονικότητας Z 3,831 4,376 4,191 3,412 Επίπεδο σημαντικότητας 0,000 0,000 0,000 0,000 Όπως παρατηρείται από την κατανομή του ύψους των δέντρων (Σχήμα ), οι συστάδες που σχηματίζονται είναι τριώροφες, με σαφή διάκριση των ορόφων και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, στον υπόροφο και ανώροφο, σε σύγκριση με τον αριθμό ατόμων του μεσωρόφου. Τα δεδομένα δομής που αφορούν το ύψος, τη διάμετρο, το μήκος κόμης, το βαθμό λυγερότητας και τα κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατάταξης IUFRO, παρουσιάζονται στους πίνακες , Η πυκνότητα του πληθυσμού στο τμήμα 630 είναι 548 άτομα/ha, με συνολική κυκλική επιφάνεια 30,15 m 2 /ha και μέση διάμετρο 21,32 cm. Το μέσο ύψος φτάνει τα 11,03 m, ενώ το μέσο ανώτερο ύψος τα 24,56 m. Το μέσο μήκος κόμης (7,25 m) και ο

110 μέσος βαθμός λυγερότητας (52,62) δείχνουν ότι η σταθερότητα των δέντρων βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης είναι 3,81 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 25,1% του συνολικού ύψους του δέντρου. N/ha d (cm) Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις διαμέτρου (d) συνολικά και σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στο τμήμα 630. Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά κλάσεις ύψους (h) σε κάθε όροφο (ανώροφος-100, μεσώροφος-200, υπόροφος-300) στο τμήμα 630.

111 Πίνακας Στατιστικά παραμέτρων δομής σε κάθε όροφο και συνολικά στο τμήμα 630. Τμήμα 630 Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης (Eκ), m Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά παραμέτρων δομής Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά Αριθμός ατόμων/ha, N N (%) 30,22 16,23 53, Κυκλική επιφάνεια, G (m 2 /ha) 23,2 4,7 2,25 30,15 Μέσος όρος (μ.ο.) 41,15 24,73 9,10 21,32 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 9,57 7,86 3,90 15,71 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,78 0,88 0,24 0,71 Μέσος όρος (μ.ο.) 22,25 12,37 4,29 11,03 Ελάχιστη τιμή 17 8,2 1,5 1,5 Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 3,66 2,40 1,71 8,32 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,30 0,27 0,11 0,37 Μέσος όρος (μ.ο.) 9,32 3,84 0,66 3,81 Ελάχιστη τιμή 1,5 0,1 0,1 0,1 Μέγιστη τιμή ,5 21 Τυπική απόκλιση 4,09 2,80 1,17 4,65 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,34 0,31 0,07 0,21 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 41,93 30,52 13,95 25,10 Μέσος όρος (μ.ο.) 12,93 8,53 3,63 7,25 Ελάχιστη τιμή 2 2 0,5 0,5 Μέγιστη τιμή ,8 24 Τυπική απόκλιση 4,49 2,87 1,69 5,10 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,37 0,32 0,10 0,23 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 58,07 69,48 86,05 74,90 Μέσος όρος (μ.ο.) 56,02 52,55 50,72 52,62 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 11,62 10,97 19,77 16,57 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,95 1,23 1,22 0,75 Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στο τμήμα 630. Τμήμα 630 Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Συνολικά χαρακτηριστικών Μέσος όρος (μ.ο.) 15,97 14,25 13,26 14,24 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,80 1,48 1,57 1,62 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 46,24 46,63 48,75 47,65 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 434,23 476,25 487,88 469,78 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Χαρακτηριστικό του τμήματος 630 είναι η ενίσχυση των πυρήνων αναγέννησης, με υλοτομίες που ευνοούν τη δημιουργία διακένων και παράλληλα βελτιώνουν τη ζωτικότητα και τάση εξέλιξης των δέντρων. Ο μεσώροφος επηρεάζεται ιδιαίτερα από τους δασοκομικούς χειρισμούς, παρά τον έντονο συναγωνισμό των ατόμων του και αποτελεί σημαντική εφεδρεία για τις μελλοντικές συστάδες.

112 Ο ανώροφος έχει δεχθεί τις περισσότερες δασοκομικές φροντίδες, επειδή αποτελεί τον κύριο φορέα της αύξησης του δάσους. Τα επιζήμια από πλευράς δασοκομικής εκτίμησης άτομα, μαζί με αυτά που υπολείπονται έναντι των άλλων, έχουν απομακρυνθεί με τις μέχρι τώρα υλοτομίες, αφήνοντας τον απαραίτητο αυξητικό χώρο, στα άτομα που είναι σημαντικοί φορείς αύξησης. Ανάλογα με τις συνθήκες της τοπογραφικής διαμόρφωσης, τα κράσπεδα του δάσους αποτελούνται από δέντρα με μονόπλευρη ή κλαδοβριθή κόμη, που είναι πιθανό να αποκλίνουν από την κατακόρυφη θέση και να σχηματίζουν στρεβλώσεις στον κορμό ή παραμορφώσεις στη βάση (γονατοειδής διαμόρφωση). Η ζωτικότητα των ατόμων του πληθυσμού είναι πολύ καλή με μέση τιμή 14,24, όπως και η τάση εξέλιξης (1,62) και η ποιότητα του κορμού τους (47,65). Η δασοκομική εκτίμηση αποδεικνύει αυτή την καλή κατάσταση των δέντρων με μέση τιμή 469,78. Από το σύνολο των δέντρων στο τμήμα, το 62,1% είναι ζωτικά και αναπτύσσονται ζωηρά, το 33,5% είναι κανονικά αναπτυσσόμενα και το 4,5% είναι καχεκτικά, ενώ το 55,2% είναι κοινωνικά ανερχόμενα (προαυξανόμενα), το 27,4% παραμένοντα (συναυξανόμενα) και το 17,4% κατερχόμενα (υπολειπόμενα). Η δασοκομική εκτίμηση δείχνει ότι το 38,3% των δέντρων είναι εκλεκτά, το 53,5% ωφέλιμα και το 8,1% επιζήμια, ενώ όσον αφορά την ποιότητα του κορμού τους, το 34,7% παράγει πολύτιμο ξύλο, το 54,2% κανονικό και το 11,2% ελαττωματικό ξύλο (Πίνακας ). Πίνακας Σχετική συχνότητα κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε όροφο και συνολικά στο τμήμα 630. Τμήμα Όροφοι Ανώροφος Μεσώροφος Υπόροφος Σύνολο 630 άτομα/ha Τάξεις Σχετική συχνότητα (%) Τάση 1 20,1 68,8 70,8 55,2 κοινωνικής 2 79,9 15,0 1,5 27,4 εξέλιξης 3 16,2 27,7 17, ,6 58,8 74,6 62,1 Ζωτικότητα 20 57,1 40,0 18,2 33,5 30 1,3 1,2 7,2 4, ,3 38,8 28,1 34,7 Ποιότητα 50 49,0 56,2 56,4 54,2 κορμού 60 6,7 5,0 15,5 11, ,4 31,3 24,6 38,3 Δασοκομική ,9 61,2 62,9 53,6 εκτίμηση 600 0,7 7,5 12,5 8,1

113 Ανώροφος (100): Στην τάξη του ανωρόφου ανήκει το 30,22% του πληθυσμού (166 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 41,15 cm, μέσο ύψος 22,25 m, μέσο μήκος κόμης 12,93 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 56,02. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 9,32 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 41,93% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 15,97, μέση τάση εξέλιξης 1,48 και ποιότητα κορμού 46,24. Πιο συγκεκριμένα από το σύνολο των ατόμων το 20,1% είναι κοινωνικά ανερχόμενα και το υπόλοιπο 79,9% παραμένοντα, χωρίς ύπαρξη υπολειπόμενων ατόμων. Το 41,6% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 57,1% κανονική και το 1,3% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 66,4% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 32,9% από ωφέλιμα, και το 0,7% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 44,3% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 49% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 6,7% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Μεσώροφος (200): Στην τάξη του μεσωρόφου ανήκει το 16,23% του πληθυσμού (89 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 24,73 cm, μέσο ύψος 12,37 m, μέσο μήκος κόμης 8,53 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 52,55. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 3,84 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 30,52% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 14,25, μέση τάση εξέλιξης 1,48 και ποιότητα κορμού 46,63. Από το σύνολο των ατόμων το 68,8% είναι κοινωνικά ανερχόμενα, το 15% παραμένοντα και το 16,2% υπολειπόμενα. Το 58,8% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 40% κανονική και το 1,2% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 31,3% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 61,2% από ωφέλιμα και το 7,5% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 38,8% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 56,2% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 5% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Υπόροφος (300): Στην τάξη του υπορόφου ανήκει το 53,55% του πληθυσμού (293 άτομα/ha), το οποίο παρουσιάζει μέση διάμετρο 9,1 cm, μέσο ύψος 4,29 m, μέσο μήκος κόμης 3,63 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 50,72. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ανέρχεται στα 0,66 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελεί το 13,95% του συνολικού ύψους του δέντρου. Τα δέντρα εμφανίζουν μέσο βαθμό ζωτικότητας 13,26, μέση τάση εξέλιξης 1,57 και ποιότητα κορμού 48,75. Από το

114 σύνολο των ατόμων το 70,8% είναι κοινωνικά ανερχόμενα, το 1,5% παραμένοντα και το 27,7% υπολειπόμενα. Το 74,6% εμφανίζει ζωηρή αύξηση (ζωτικότητα), το 18,2% κανονική και το 7,2% καχεκτική. Από δασοκομική άποψη (εκτίμηση) το 24,6% αποτελείται από εκλεκτά άτομα, το 62,9% από ωφέλιμα και το 12,5% από επιζήμια άτομα, ενώ η ποιότητα κορμού εμφανίζεται στο 28,1% καλή (πολύτιμο ξύλο), στο 56,4% μέτρια (κανονικό ξύλο) και στο 15,5% κακή (ελαττωματικό ξύλο). Το δάσος στο τμήμα 630, χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό λεπτών κορμιδίων και έλλειμμα στους χοντρούς κορμούς (Σχήμα ). Σημαντικό είναι, ότι το 20,1% του πληθυσμού βρίσκεται στο στάδιο μέτριων κορμών, λόγω της διαχείρισης του δάσους, η οποία στρέφεται κυρίως σε δέντρα του ανωρόφου, που έχουν φτάσει σε μια ώριμη διάμετρο και αντικαθιστούνται μετά την υλοτομία τους από τα άτομα που βρίσκονται στο στάδιο εξέλιξης μετρίων κορμών. N/ha ,9% 22,5% 20,1% 17% 3,4% < d (cm) Στάδιο εξέλιξης Διάμετρος (cm) d Λεπτών κορμιδίων 4-10 Χοντρών κορμιδίων Λεπτών κορμών Μέτριων κορμών Χοντρών κορμών 52< Σχήμα Κατανομή ατόμων (N/ha) κατά στάδιο εξέλιξης, στο τμήμα 630. Τα δεδομένα δομής, που αφορούν το ύψος, τη διάμετρο, το μήκος κόμης, το βαθμό λυγερότητας και τα κοινωνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατάταξης IUFRO, σε κάθε στάδιο εξέλιξης των δέντρων του τμήματος 630, παρουσιάζονται στους πίνακες , Χαρακτηριστική είναι η αυξημένη σταθερότητα που εμφανίζουν τα δέντρα που βρίσκονται στη φάση χοντρών κορμών, έναντι των άλλων σταδίων εξέλιξης, με μέσο βαθμό λυγερότητας 43,76 (Πίνακας ).

115 Πίνακας Στατιστικά παραμέτρων δομής σε κάθε στάδιο εξέλιξης στο τμήμα 630. Τμήμα 630 Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης (Eκ), m Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά παραμέτρων δομής Λεπτών Χοντρών Λεπτών Μέτριων Χοντρών κορμιδίων κορμιδίων κορμών κορμών κορμών Αριθμός ατόμων/ha, N N (%) 36,92 22,52 17,04 20,08 3,45 Κυκλική επιφάνεια, G (m 2 /ha) 0,80 2,16 7,38 15,27 4,54 Μέσος όρος (μ.ο.) 7,01 14,57 28,39 42,88 58,24 Ελάχιστη τιμή 4 10, Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 1,80 3,12 4,26 4,66 4,64 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,13 0,30 0,46 0,47 1,13 Μέσος όρος (μ.ο.) 3,86 6,67 16,49 22,00 25,47 Ελάχιστη τιμή 1,5 2, Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 1,53 2,91 4,21 4,07 3,41 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,11 0,28 0,46 0,41 0,83 Μέσος όρος (μ.ο.) 0,35 1,82 6,98 8,76 8,94 Ελάχιστη τιμή 0,1 0, Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 0,70 2,04 4,37 4,25 4,74 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,05 0,19 0,48 0,43 1,15 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 11,69 22,70 38,02 39,39 37,14 Μέσος όρος (μ.ο.) 3,50 4,87 9,51 13,24 16,53 Ελάχιστη τιμή 0,5 0, Μέγιστη τιμή 7,8 15, Τυπική απόκλιση 1,66 2,58 3,55 3,84 5,08 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,12 0,25 0,39 0,39 1,23 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 88,31 77,30 61,98 60,61 62,86 Μέσος όρος (μ.ο.) 55,82 45,46 58,25 51,51 43,76 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 19,91 16,20 13,17 8,93 5,56 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,48 1,54 1,44 0,90 1,35 Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών σε κάθε στάδιο εξέλιξης στο τμήμα 630. Τμήμα 630 Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών Λεπτών κορμιδίων Χοντρών κορμιδίων Λεπτών κορμών Μέτριων κορμών Χοντρών κορμών Μέσος όρος (μ.ο.) 12,86 13,87 14,17 16,46 18,82 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,52 1,68 1,38 1,89 2,00 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 49,34 47,39 47,02 45,66 45,88 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 493,41 480,18 466,67 428,28 405,88 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Από άποψη κοινωνικών χαρακτηριστικών τα δέντρα της περιοχής έρευνας παρουσιάζουν πολύ ικανοποιητική κατάσταση, με ιδιαίτερη ζωτικότητα και τάση εξέλιξης, ενώ παρόμοια συμπεριφορά εμφανίζουν και από άποψη οικονομικής σημασίας, με καλή ποιότητα κορμού. Η ζωηρότερη ανάπτυξη και ο υψηλότερος βαθμός ζωτικότητας παρατηρείται στο στάδιο εξέλιξης λεπτών κορμιδίων (12,86) ενώ ο χαμηλότερος στο στάδιο χοντρών κορμών (18,82). Γενικότερα η ζωτικότητα

116 αυξάνεται όσο μειώνεται η διάμετρος και μεταβαίνουμε από τον ανώροφο στον υπόροφο ή το στάδιο εξέλιξης βρίσκεται σε νεώτερη φάση (βλέπε πίνακα ). Η τάση εξέλιξης εμφανίζεται εντονότερη στο στάδιο λεπτών κορμών (1,38) και μικρότερη στο στάδιο χοντρών κορμών (2) (βλέπε πίνακα ). Επιπλέον ο μεσώροφος εμφανίζει την υψηλότερη τάση εξέλιξης (1,48), γεγονός που δείχνει ότι η διαχείριση του δάσους ευνοεί τα κοινωνικά ανερχόμενα άτομα του μεσωρόφου, τα οποία θα αντικαταστήσουν τα γηραιότερα άτομα του ανωρόφου που έχουν παραμένουσα τάση εξέλιξης (1,8) (βλέπε πίνακα ). Η δασοκομική εκτίμηση και η ποιότητα κορμού των δέντρων, παρουσιάζονται ικανοποιητικότερες στα στάδια μετρίων και χοντρών κορμών (βλέπε πίνακα ), γεγονός που ενισχύεται από τις υψηλές τιμές τους στον ανώροφο, που είναι 46,24 και 434,23 κατά μέσο όρο για ποιότητα κορμού και δασοκομική εκτίμηση αντίστοιχα (βλέπε πίνακα ). Αυτό οφείλεται, στο ότι η παραγωγή του τμήματος 630 συγκεντρώνεται στα ώριμα δέντρα του ανωρόφου, τα οποία αποτελούν φορείς αύξησης του δάσους και στόχος των διαχειριστικών επεμβάσεων είναι η βελτίωση των οικονομικών χαρακτηριστικών τους. Για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ύψους-διαμέτρου (h-d) και μήκους κόμηςδιαμέτρου (h L -d) του δέντρου, χρησιμοποιήθηκε η εξίσωση της μορφής h = ad+bd 2, η οποία έχει πολύ καλή προσαρμογή στα δεδομένα της περιοχής έρευνας (βλέπε παράρτημα 5), για το είδος της ελάτης (Σχήματα , ). Παρατηρείται ότι το μήκος κόμης, ως συνάρτηση της διαμέτρου, ακολουθεί παρόμοια πορεία, με αυτή του ύψους δέντρου σε κάθε όροφο και είναι μετατοπισμένη κατώτερα. Ωστόσο, στα δέντρα του ανωρόφου, η καμπύλη αυτή (h L100 ) εμφανίζει διαφορετική μορφή και έχει εντονότερο ρυθμό αύξησης (κλίση ανόδου), σε σύγκριση με την καμπύλη ύψουςδιαμέτρου (h 100 ), η οποία τείνει να σταθεροποιηθεί (Σχήμα ). Η διαφορά αυτή κλίσης μεταξύ των καμπυλών ύψους-διαμέτρου και μήκους κόμης-διαμέτρου, αντιστρέφεται, όταν πρόκειται για το σύνολο του τμήματος 630, με την καμπύλη ύψους-διαμέτρου (h 630 ), να έχει εντονότερο ρυθμό αύξησης (κλίση ανόδου), σε σύγκριση με την καμπύλη μήκους κόμης-διαμέτρου (h L630 ) (Σχήμα ).

117 h 630 = 0,59443d-0,00209d 2 (r 2 = 0,956 Se = 2,884) h L630 = 0,39399d-0,00190d 2 (r 2 = 0,903 Se = 2,752) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) στο τμήμα 630. h 100 = 0,84732d-0,00711d 2 (r 2 = 0,979 Se = 3,203) h 200 = 0,76242d-0,00966d 2 (r 2 = 0,984 Se = 1,591) h 300 = 0,66218d-0,01805d 2 (r 2 = 0,899 Se = 1,462) h L100 = 0,38618d-0,00167d 2 (r 2 = 0,919 Se = 3,871) h L200 = 0,48170d-0,00506d 2 (r 2 = 0,925 Se = 2,456) h L300 = 0,59503d-0,01626d 2 (r 2 = 0,829 Se = 1,784) Σχήμα Σχέση ύψους (h) - διαμέτρου (d) και μήκους κόμης (h L ) - διαμέτρου (d) για κάθε όροφο στο τμήμα 630.

118 Ποιοτική αξιολόγηση των δέντρων που υλοτομήθηκαν και του ξύλου τους Η ποιοτική αξιολόγηση, των δέντρων και της ξυλείας που παράχθηκε από αυτά, έγινε σε κάθε στάδιο συγκομιδής του ξύλου, από την αρχική μορφή του δέντρου ως δέντρο, μέχρι τη μορφή του ως πριστή ξυλεία, ακολουθώντας την πορεία που περιγράφεται στα υποκεφάλαια του κεφαλαίου 6.2 ( ). Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω αφορούν, (α) τα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά στα ιστάμενα δέντρα, πριν ακόμη υλοτομηθούν (υποκεφάλαιο 6.2.1), (β) τα ποιοτικά γνωρίσματα στο ξύλο των κορμοτεμαχίων που παράχθηκαν μετά την υλοτομία των δέντρων (υποκεφάλαιο 6.2.2), (γ) την εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου (υποκεφάλαιο 6.2.3), (δ) την επίδραση των παραπάνω ποιοτικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο (υποκεφάλαιο 6.2.4) και τέλος (ε) την επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας (υποκεφάλαιο 6.2.5) Αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των ιστάμενων δέντρων Τα δέντρα που μελετήθηκαν εμφάνισαν ποικιλομορφία ποιοτικών γνωρισμάτων με διαφορετική ένταση και συχνότητα εμφάνισης. Η κατανομή των δέντρων σε κάθε ποιότητα τόπου της περιοχής έρευνας, έδειξε ότι τα περισσότερα (σε ποσοστό 63,2%) αναπτύσσονταν σε ποιότητα τόπου ΙΙΙ, γεγονός αναμενόμενο, αφού αυτή η ποιότητα τόπου καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση, ενώ η πλειονότητα των δέντρων βρίσκονταν σε δυτικές εκθέσεις και μέτριες ως ισχυρές κλίσεις (Πίνακας ). Πίνακας Ποσοστό δέντρων που εμφανίστηκε σε κάθε ποιότητα τόπου, έκθεση πλαγιάς και κλίση εδάφους. Ποιότητα Σύνολο ΙΙ ΙΙΙ IV τόπου δέντρων Δέντρα Ποσοστό, % 32,0 63,2 4,9 100,0 Έκθεση Β ΒΑ Α Δέντρα Ποσοστό, % 17,7 21,1 8,3 42,5 10,5 100,0 Κλίση Ήπια Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή εδάφους 11-20% 21-35% 36-50% 51-75% Δέντρα Ποσοστό, % 6,4 38,3 34,6 20,7 100,0 Δ ΒΔ

119 Τα αυξητικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των δέντρων που υλοτομήθηκαν παρουσιάζονται στους πίνακες και , κατά ποιότητα τόπου και συνολικά. Τα δέντρα αυτά σύμφωνα με το διαχειριστικό σχέδιο, το οποίο επέβαλε κηπευτικές υλοτομίες, ήταν διάσπαρτα σε ολόκληρο το τμήμα 630 και ανήκαν κυρίως στο στάδιο μέτριων και χοντρών κορμών. Έτσι εξηγούνται οι υψηλές τιμές των μέσων όρων των αυξητικών στοιχείων τους (Πίνακας ). Πίνακας Στατιστικά αυξητικών χαρακτηριστικών στα δέντρα που υλοτομήθηκαν. Δειγματοληπτικά δέντρα που υλοτομήθηκαν Διάμετρος (d), cm Ύψος (h), m Έναρξη κόμης, (m) Μήκος κόμης (L), m Βαθμός λυγερότητας (h/d) Στατιστικά αυξητικών χαρακτηριστικών Ποιότητα τόπου ΙΙ Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Ποιότητα τόπου ΙV Συνολικά Αριθμός ατόμων, N N (%) 31,95 63,16 4, Μέσος όρος (μ.ο.) 48,78 45,52 41,54 46,37 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 12,53 11,70 10,99 12,04 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 1,36 0,90 3,05 0,74 Μέσος όρος (μ.ο.) 22,83 20,95 20,54 21,53 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 5,50 5,01 5,35 5,25 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,60 0,39 1,48 0,32 Μέσος όρος (μ.ο.) 8,28 6,46 9,69 7,20 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 3,81 4,27 3,82 4,22 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,41 0,33 1,06 0,26 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 36,72 32,05 47,69 34,31 Μέσος όρος (μ.ο.) 14,56 14,57 10,85 14,39 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 5,33 5,42 4,88 5,41 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,58 0,42 1,35 0,33 Ποσοστό (%) ύψους δέντρου 63,28 67,95 52,31 65,69 Μέσος όρος (μ.ο.) 47,41 46,98 49,92 47,26 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 5,83 9,14 11,78 8,37 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 0,63 0,71 3,27 0,51 Παρατηρείται ότι, η μέση διάμετρος ανέρχονταν στα 46,37 cm, το μέσο ύψος στα 21,53 m, ο μέσος βαθμός λυγερότητας 47,26 και το μέσο μήκος κόμης στα 14,39 m, με ποσοστό 65,69% του συνολικού ύψους του δέντρου. Το μέσο ύψος έναρξης κόμης ήταν 7,2 m και το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, αποτελούσε το 34,31% του

120 συνολικού ύψους του δέντρου. Σημαντικό στοιχείο επίσης, ήταν ο χαμηλός βαθμός λυγερότητας, με μέση τιμή 47,26, που δείχνει ότι η σταθερότητα των δέντρων αυτών βρισκόταν σε πολύ καλό επίπεδο και τα περισσότερα άτομα αντιτίθονταν στις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες (βλέπε πίνακα ). Η μέση τάση εξέλιξης ήταν αναμενόμενη, λόγω της ηλικίας των δέντρων, με μέση τιμή 1,98, ενώ η μέση ζωτικότητα ήταν 19,89 (Πίνακας ). Χαρακτηριστικό των δέντρων αυτών ήταν η κοινωνική θέση που είχαν, με κανονική ανάπτυξη και παραμένουσα τάση εξέλιξης. Η ποιότητα κορμού, στην πλειονότητά των δέντρων ήταν καλή, με ελάχιστες εξαιρέσεις στην ποιότητα τόπου IV, επειδή αποτελούσαν εκλεκτά άτομα, που είχαν δεχθεί τις καλλιεργητικές φροντίδες και συγκέντρωναν τη συνολική παραγωγή του τμήματος, ως φορείς αύξησης. Ο στατικός αυτός χαρακτήρας που παρουσίαζαν, επέβαλε την εφαρμογή του διαχειριστικού σκοπού και την επιλογή τους για υλοτομία. Πίνακας Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών στα δέντρα που υλοτομήθηκαν. Δειγματοληπτικά δέντρα που υλοτομήθηκαν Ζωτικότητα (Ζ) Τάση εξέλιξης (ΤΕ) Ποιότητα κορμού (ΠΚ) Δασοκομική εκτίμηση (ΔΕ) Στατιστικά κοινωνικών χαρακτηριστικών Ποιότητα τόπου ΙΙ Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Ποιότητα τόπου ΙV Συνολικά Μέσος όρος (μ.ο.) 21,76 19,11 17,69 19,89 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 1,99 1,98 2,08 1,98 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 45,88 46,13 49,23 46,20 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Μέσος όρος (μ.ο.) 432,94 427,98 476,92 431,95 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Επειδή η έκταση που καταλαμβάνει η κάθε ποιότητα τόπου είναι ανομοιόμορφη, παρατηρήθηκε υψηλή διαφοροποίηση του αριθμού των δέντρων σε κάθε ποιότητα τόπου (βλέπε πίνακα ). Έτσι, ο σχετικά μικρός αριθμός δέντρων (4,9%) στην ποιότητα τόπου IV, οφείλεται στη μικρή έκτασή της. Τα δέντρα που αναπτύσσονταν στην ποιότητα τόπου ΙΙ, σε σύγκριση με τα δέντρα των άλλων δυο ποιοτήτων τόπου (III, IV), εμφάνισαν καλύτερα αυξητικά χαρακτηριστικά και ποιότητα κορμού, είχαν όμως παρόμοια τάση εξέλιξης (1,99) και μικρότερη ζωτικότητα (21,76), ενώ από

121 άποψη δασοκομικής εκτίμησης βρίσκονταν σε ενδιάμεση κατάσταση (βλέπε πίνακα ). Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δέντρων που παρατηρήθηκαν, παρουσιάζονται στον πίνακα Η διάκριση των βαθμών έντασης του κάθε αυξητικού σφάλματος, έγινε σύμφωνα με όσα έχουν περιγραφεί στην ενότητα της μεθοδολογίας της έρευνας (κεφάλαιο 5.2) και αναφέρεται στα 266 δέντρα που μελετήθηκαν. Πίνακας Συχνότητα εμφάνισης δέντρων, που παρουσίασαν απόκλιση του κορμού από την ευθυτένεια ή την κατακόρυφη θέση, διάσπαση του κορμού, κλαδοβρίθεια, παραμόρφωση βάσης ή προβλήματα υγείας. Ποιοτικά και αυξητικά χαρακτηριστικά των δέντρων Βαθμοί έντασης - συχνότητα εμφάνισης αυξητικών σφαλμάτων Σύνολο δέντρων Απόκλιση κορμού από την ευθυτένεια (στρεβλώσεις) Μηδενική Μικρή Εμφανής Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 52,3 24,1 16,9 5,6 1,1 0,0 100,0 Απόκλιση κορμού από την Μηδενική Μικρή Εμφανής Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή κατακόρυφη θέση (κλίση) 0 ο 1 ο -4 ο 5 ο -8 ο 9 ο -12 ο 13 ο -16 ο 16 ο < Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 42,9 41,7 13,2 1,9 0,4 0,0 100,0 Διάσπαση κορμού Πληρότητα Διχάλωση Δικράνωση Πολυέλαιος Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 89,1 6,8 3,4 0,8 100,0 Κλαδοβρίθεια Μικρή Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή Ποσοστό κόμης < 25% 25,1-50% 50,1-75% 75% < Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 2,6 19,9 41,4 36,1 100,0 Παραμόρφωση βάσης Μηδενική Μικρή Μέτρια Ισχυρή Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 41,7 27,4 11,7 19,2 100,0 Υγεία Δέντρα Υγιές 164 Επιβαρημένο 84 Ασθενικό Ποσοστό, % 61,7 31,6 6,8 100,0 Από τον πίνακα παρατηρείται ότι, η απόκλιση του κορμού από την ευθυτένεια δεν εκδηλώθηκε έντονα, αφού το 52,3% των ατόμων δεν εμφάνισε κάμψη ή στρέβλωση του κορμού και μόνο το 6,7% (5,6+1,1 %) είχε μέτρια ως ισχυρή στρέβλωση. Επίσης, δεν παρουσιάστηκε πολύ ισχυρή ένταση στρέβλωσης (τέσσερα ή περισσότερα στρεβλά τμήματα) σε κανένα δέντρο. Η πλειονότητα των δέντρων δεν εμφάνισε απόκλιση από την κατακόρυφη θέση (42,9%) ή εμφάνισε μικρή απόκλιση (41,7% των δέντρων), ενώ το 15,5% των

122 ατόμων, είχε εμφανή ως ισχυρή απόκλιση. Αξίζει να σημειωθεί ότι δε βρέθηκαν δέντρα που να αποκλίνουν περισσότερο από 16 ο (βλέπε πίνακα ). Ακόμη το 89,1% του πληθυσμού δεν παρουσίασε διάσπαση του κορμού, ενώ η διχάλωση του κορμού εκδηλώθηκε περισσότερο συχνά (6,8%) από ότι η δικράνωση (3,4%) ή ο πολυέλαιος (0,8%) (βλέπε πίνακα ). Το 41,4% των δέντρων παρουσίασε ισχυρό βαθμό κλαδοβρίθειας και το 36,1% πολύ ισχυρό, με την κόμη να εκτείνεται σε μήκος μεγαλύτερο του 50% του ύψους του δέντρου. Αξίζει να σημειωθεί το σχετικά χαμηλό ποσοστό (22,5%) δέντρων που εμφάνισε μικρή ως μέτρια κλαδοβρίθεια (2,6+19,9 %) (βλέπε πίνακα ). Το 41,7% των δέντρων, δεν παρουσίασε παραμόρφωση στη βάση. Η εμφάνιση γονατοειδούς βάσης του κορμού, παρατηρήθηκε σε ποσοστό 19,2%, ενώ η διόγκωση της βάσης αποτέλεσε αρκετά συχνό φαινόμενο (27,4%) (βλέπε πίνακα ). Η κατάσταση της υγείας των δέντρων ήταν σχετικά καλή, με το 61,7% του συνόλου τους, να είναι υγιές και μόνο ένα 6,8% των δέντρων να φαίνεται ασθενικό. Ακόμα, το 31,6% των δέντρων ήταν επιβαρημένο από παρασιτικούς οργανισμούς (έντομα, μύκητες, ιξό) και πληγώσεις ή τραύματα (βλέπε πίνακα ) Αυξητικά και ποιοτικά γνωρίσματα στο ξύλο των υλοτομημένων δέντρων Τα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του ξύλου των κορμοτεμαχίων, που παρατηρήθηκαν μετά την υλοτομία των δέντρων, μετρήθηκαν σύμφωνα με όσα περιγράφονται στην ενότητα της μεθοδολογίας (κεφάλαιο 5.3) και αναφέρονται στα 1044 κορμοτεμάχια και στις 266 διατομές της βάσης των δέντρων που μελετήθηκαν. Από την καταμέτρηση των αυξητικών δακτυλίων στη βάση των 266 δέντρων, βρέθηκε ότι η μέση ηλικία των δέντρων ήταν 148 ετών, με μέγιστη τιμή 220 έτη και ελάχιστη τιμή 87 έτη (Πίνακας ). Η ηλικία των δέντρων που υλοτομήθηκαν διακρίθηκε σε 7 κλάσεις ηλικίας, των 20 ετών η κάθε μια, με αρχική αυτή των ετών (μέσο κλάσης - 90 έτη) και τελική αυτή των ετών (μέσο κλάσης έτη) (Σχήματα ). Αξίζει να σημειωθεί ότι, βρέθηκε μόνο ένα άτομο που είχε ηλικία 220 ετών, ενώ όλα τα υπόλοιπα δέντρα είχαν ηλικία μικρότερη των 210 ετών, με ελάχιστη αυτή των 87 ετών. Η κατανομή των ατόμων στις κλάσεις ηλικίας, σε κάθε ποιότητα τόπου,

123 φαίνεται στο σχήμα και ακολουθεί περισσότερο την κανονική κατανομή και στις 3 ποιότητες τόπου, με τα περισσότερα δέντρα να συγκεντρώνονται στην κλάση ηλικίας ετών, που αποτελεί το μέσο της κατανομής. Πίνακας Στατιστικά ηλικίας των δέντρων που υλοτομήθηκαν, σε κάθε ποιότητα τόπου και συνολικά στο τμήμα 630. Δειγματοληπτικά δέντρα που υλοτομήθηκαν Ποιότητα τόπου ΙΙ Ποιότητα τόπου ΙΙΙ Ποιότητα τόπου ΙV Συνολικά Αριθμός ατόμων, N N (%) 31,95 63,16 4, Ηλικία (age), έτη Μέσος όρος (μ.ο.) 150,89 146,98 148,31 148,30 Ελάχιστη τιμή Μέγιστη τιμή Τυπική απόκλιση 25,65 24,70 24,47 24,97 Τυπικό σφάλμα μέσου όρου 2,78 1,91 6,79 1,53 II III IV Αριθμός ατόμων (N) Ηλικία (age), έτη Σχήμα Κατανομή των δέντρων που υλοτομήθηκαν (αριθμός ατόμων, Ν) κατά κλάση ηλικίας, σε κάθε ποιότητα τόπου (Ι, II, ΙV). Στα σχήματα , παρουσιάζονται οι τιμές διαμέτρου και ύψους, που είχαν τα δέντρα, σε κάθε κλάση ηλικίας τους και σε κάθε ποιότητα τόπου. Πρόκειται για τη μέση τιμή διαμέτρου ή ύψους, που εμφάνιζε η ομάδα των ατόμων της κάθε κλάσης ηλικίας, σε κάθε ποιότητα τόπου.

124 II III IV Διάμετρος (d), cm Ηλικία (age), έτη Σχήμα Κλάσεις ηλικίας των δέντρων που υλοτομήθηκαν, σε σχέση με τη διάμετρο των δέντρων (d), κατά ποιότητα τόπου (Ι, II, ΙV). Ύψος (h), m II III IV Ηλικία (age), έτη Σχήμα Κλάσεις ηλικίας των δέντρων που υλοτομήθηκαν, σε σχέση με το ύψος των δέντρων (h), κατά ποιότητα τόπου (Ι, II, ΙV). Η εμφάνιση και ο βαθμός εκκεντρότητας (Εικόνα ) στις εγκάρσιες διατομές των κορμοτεμαχίων, παρουσιάζονται στον πίνακα Διακρίθηκαν 3 βαθμοί έντασης του σφάλματος, ανάλογα με την τιμή του συντελεστή εκκεντρότητας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ενότητα της μεθοδολογίας (κεφάλαιο 5.3). Όπως προκύπτει από τον πίνακα , ένα μικρό σχετικά ποσοστό (3,7%) των κορμοτεμαχίων, εμφάνισε ισχυρή εκκεντρότητα (συντελεστής εκκεντρότητας > 2,00), ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό τους (80,5%) παρουσίασε εμφανή εκκεντρότητα. Ακόμα

125 το 15,8% του συνόλου των κορμοτεμαχίων, είχε μηδενική εκκεντρότητα (συντελεστής εκκεντρότητας = 1), εμφανίζοντας κανονική διατομή, χωρίς έκκεντρη διαμόρφωση. Τα αποτελέσματα για την εκκεντρότητα στη βάση των δέντρων (Πίνακας ), δείχνουν ότι η ποσοστιαία συχνότητα εμφάνισης, εκκεντρότητας σε ισχυρό βαθμό, ήταν μεγαλύτερη (9,8%) από την αντίστοιχη στις διατομές των κορμοτεμαχίων. Επίσης, η πλειονότητα των δέντρων (79,7%) παρουσίασε εμφανή εκκεντρότητα στη βάση και το 10,5% του συνόλου τους, είχε μηδενική εκκεντρότητα. Ο βαθμός ροζοβρίθειας των κορμοτεμαχίων και ο αριθμός των ρόζων ανά τρέχον μέτρο, έδειξαν ότι, η πλειονότητα των κορμοτεμαχίων εμφάνισε μέτρια ως ισχυρή ροζοβρίθεια, με συχνότητα εμφάνισης 57% (27+30 %) του συνόλου τους, ενώ το 12,6% των κορμοτεμαχίων είχε πολύ ισχυρή ένταση ροζοβρίθειας (Πίνακας ). Από άποψη υγείας, τα περισσότερα κορμοτεμάχια (48%) χαρακτηρίστηκαν υγιή και δεν είχαν προβλήματα από προσβολή του ξύλου τους ή εμφάνιση τραυμάτων. Ωστόσο, το 34,9% των κορμοτεμαχίων παρουσίασε προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς, ενώ το 17,1% είχε τραυματικές ακανονιστίες, με πληγώσεις και διακοπές στον ιστό του ξύλου (Πίνακας ). Όσον αφορά το σφάλμα της στρεψοΐνιας (Εικόνα ), σημαντική ήταν η ύπαρξη ευθύϊνων ατόμων (82,7%), ενώ οι κορμοί που παρουσίασαν εμφανή ως πολύ ισχυρή στρεψοΐνια, ήταν το 13,9% του συνόλου τους (Πίνακας ). Πίνακας Εκκεντρότητα που εμφανίστηκε στην εγκάρσια διατομή της βάσης του κάθε κορμοτεμαχίου, ροζοβρίθεια ανά μέτρο σε κάθε κορμοτεμάχιο και κατάσταση υγείας του ξύλου σε κάθε κορμοτεμάχιο. Ποιοτικά και αυξητικά χαρακτηριστικά των δέντρων Βαθμοί έντασης - συχνότητα εμφάνισης αυξητικών σφαλμάτων Σύνολο κορμοτεμαχίων Εκκεντρότητα κορμοτεμαχίου Μηδενική Συντελεστής εκκεντρότητας 1 Συχνότητα εμφάνισης 165 Ποσοστό, % 15,8 Εμφανής 1,01-2, ,5 Ισχυρή 2,00< 39 3, ,0 Ροζοβρίθεια Μηδενική Μικρή Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή Αριθμός ρόζων ανά μέτρο < Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 13,6 16,8 27,0 30,0 12, ,0 Υγεία του ξύλου Υγιές Με τραυματικές ακανονιστίες Με προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς Κορμοτεμάχια 501 Ποσοστό, % 48, , , ,0

126 Πίνακας Εκκεντρότητα που εμφανίστηκε στην εγκάρσια διατομή της βάσης του κάθε δέντρου και στρεψοΐνια που παρατηρήθηκε στο μήκος του εμπορεύσιμου κορμού των δέντρων. Ποιοτικά και αυξητικά χαρακτηριστικά των δέντρων Βαθμοί έντασης - συχνότητα εμφάνισης αυξητικών σφαλμάτων Σύνολο δέντρων Εκκεντρότητα κορμοτεμαχίου Συντελεστής εκκεντρότητας Συχνότητα εμφάνισης Μηδενική 1 28 Εμφανής 1,01-2, Ισχυρή 2,00< Ποσοστό, % 10,5 79,7 9,8 100,0 Στρεψοΐνια Μηδενική Μικρή Εμφανής Μέτρια Ισχυρή Πολύ ισχυρή Περιστροφή ινών σε μοίρες 0 ο 1 ο -4 ο 5 ο -8 ο 9 ο -12 ο 13 ο -16 ο 16 ο < Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 82,7 3,4 7,5 4,9 1,1 0,4 100,0 Εικόνα Έκκεντρη διαμόρφωση διατομής, στη βάση δέντρου υβριδογενούς ελάτης, σε ισχυρό βαθμό, με σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου (φωτογραφία από την περιοχή έρευνας). Εικόνα Εμφάνιση στρεψοΐνιας σε κορμοτεμάχια υβριδογενούς ελάτης (φωτογραφίες από δείγματα της έρευνας).

127 Εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Η εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη ποικιλομορφία και η κατανομή του στην εγκάρσια διατομή της βάσης δέντρων ή κορμοτεμαχίων, διακρίθηκε σε οριζόντια και κατακόρυφη. Η οριζόντια κατανομή του, αναφέρεται στο σχήμα που είχε και στην επιφάνεια που κάλυπτε σε κάθε εγκάρσια διατομή. Η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου, συνδέεται με το ύψος στο οποίο έφτανε, κατά μήκος του κορμού του δέντρου και με τη μορφή που είχε το σφάλμα, αναλόγως του σημείου από όπου ξεκινούσε ή της συνέχειας που εμφάνιζε Οριζόντια εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Η οριζόντια εμφάνιση και κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου, στις εγκάρσιες διατομές των βάσεων των δέντρων (βλέπε παράρτημα 6) και των κορμοτεμαχίων, μελετήθηκε ως προς τη μορφή (σχηματισμό), τη συχνότητα εμφάνισης και την έντασή του. Με βάση τη μορφή του σφάλματος, παρατηρήθηκαν και διακρίθηκαν 8 τύποι οριζόντιας κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου (Σχήμα ), που είναι οι εξής: 1. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, συνεχές. Εμφανίζεται σε σχήμα ημισελήνου και παρατηρείται συνεχόμενα, προς τη μια πλευρά της διατομής, μετά την εντεριώνη, με διάταξη τέτοια, ώστε να καλύπτει σειρά αυξητικών δακτυλίων, σαν μηνίσκος (Σχήμα ). 2. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, ασυνεχές. Εμφανίζεται σε σχήμα ημισελήνου και παρατηρείται τμηματικά, προς τη μια πλευρά της διατομής, μετά την εντεριώνη, με διάταξη τέτοια, ώστε να καλύπτει σειρά αυξητικών δακτυλίων, σαν συνεχείς μηνίσκοι (Σχήμα ). 3. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, συνεχές. Εμφανίζεται σε σχήμα ημισελήνου και παρατηρείται συνεχόμενα, εκατέρωθεν της εντεριώνης, με διάταξη τέτοια, ώστε να καλύπτει σειρά αυξητικών δακτυλίων, σαν δυο μηνίσκοι εκατέρωθεν της εντεριώνης (Σχήμα ). 4. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, ασυνεχές. Εμφανίζεται σε σχήμα ημισελήνου και παρατηρείται τμηματικά, εκατέρωθεν της εντεριώνης, με διάταξη τέτοια, ώστε να καλύπτει σειρά αυξητικών δακτυλίων, σαν συνεχείς μηνίσκοι εκατέρωθεν της εντεριώνης (Σχήμα ).

128 Σημειακό μονόπλευρο. Εμφανίζεται σε πολλά σχήματα (κυρίως ημισελήνου - μηνίσκου) και παρατηρείται τμηματικά, προς τη μια πλευρά της διατομής, μετά την εντεριώνη, διάσπαρτα και χωρίς διάταξη, σε σημεία της διατομής (Σχήμα ). 6. Σημειακό αμφίπλευρο. Εμφανίζεται σε πολλά σχήματα (κυρίως ημισελήνου - μηνίσκου) και παρατηρείται τμηματικά, εκατέρωθεν της εντεριώνης, διάσπαρτα και χωρίς διάταξη, σε σημεία της διατομής (Σχήμα ). 7. Περικεντρικό δακτυλιοειδές. Εμφανίζεται σε σχήμα δακτυλίου (κυρίως κύκλου ή έλλειψης) που περιβάλλει την εντεριώνη και παρατηρείται συνεχόμενα, ώστε να καλύπτει σειρά αυξητικών δακτυλίων (Σχήμα ). 8. Κεντρικό ενιαίο. Εμφανίζεται σε πολλά σχήματα (κυρίως κύκλου, έλλειψης ή κυκλικού τομέα) και παρατηρείται συνεχόμενα, στο κέντρο της διατομής, ώστε να καλύπτει την εντεριώνη (Σχήμα ). Σχήμα Τύποι οριζόντιας κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, στις εγκάρσιες διατομές των κορμών που παρατηρήθηκαν στην περιοχή έρευνας. 1. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, συνεχές, 2. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, ασυνεχές, 3. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, συνεχές, 4. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, ασυνεχές, 5. Σημειακό μονόπλευρο, 6. Σημειακό αμφίπλευρο, 7. Περικεντρικό δακτυλιοειδές, 8. Κεντρικό ενιαίο. Οι τύποι αυτοί είναι αντιπροσωπευτικοί ενός πλήθους μορφών που εμφανίστηκαν στην περιοχή έρευνας (Εικόνα ) και βασίστηκαν στο σχήμα που είχε και στον τρόπο, με τον οποίο κατανέμονταν το θλιψιγενές ξύλο, σε κάθε εγκάρσια διατομή, στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές διατομές, παρατηρήθηκε να συνυπάρχουν περισσότεροι από έναν τύποι θλιψιγενούς ξύλου,

129 ταυτόχρονα στην ίδια διατομή, γεγονός που δείχνει την ιδιαίτερη ποικιλομορφία που έχει το σφάλμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ως τύπος του θλιψιγενούς ξύλου, θεωρήθηκε αυτός που κάλυπτε τη μεγαλύτερη επιφάνεια στη διατομή. Εικόνα Τύποι θλιψιγενούς ξύλου, στις εγκάρσιες διατομές των κορμοτεμαχίων που προέκυψαν από την υλοτομία των δέντρων, στην περιοχή έρευνας. 1. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, συνεχές, 2. Ημισεληνοειδές, μονόπλευρο, ασυνεχές, 3. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, συνεχές, 4. Ημισεληνοειδές, αμφίπλευρο, ασυνεχές, 5. Σημειακό μονόπλευρο, 6. Σημειακό αμφίπλευρο, 7. Περικεντρικό δακτυλιοειδές, 8. Κεντρικό ενιαίο. Η συχνότητα και το ποσοστό εμφάνισης, των παραπάνω 8 τύπων θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης κάθε δέντρου και κορμοτεμαχίου, φαίνονται στον πίνακα Οι υψηλότερες τιμές παρουσιάστηκαν στον τύπο 4 (29,3% των δέντρων και 20,5% των κορμοτεμαχίων) και στον τύπο 2 (23,3% των δέντρων και 21,5% των κορμοτεμαχίων), όπου το θλιψιγενές ξύλο ήταν ασυνεχές και είχε ημισεληνοειδή μορφή. Επίσης, το 13,5% των δέντρων (36 άτομα) και το 36,9% των κορμοτεμαχίων (385 κορμοτεμάχια), παρουσίασε ξύλο κανονικής δομής.

130 Πίνακας Τύπος θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης κάθε δέντρου και κορμοτεμαχίου. Τύπος θλιψιγενούς ξύλου* Σύνολο Συχνότητα εμφάνισης στη βάση του δέντρου Ποσοστό, % 13,5 7,1 23,3 0,8 29,3 1,5 6,8 10,2 7,5 100,0 Συχνότητα εμφάνισης στη διατομή του κορμοτεμαχίου Ποσοστό, % 36,9 5,8 21,5 0,5 20,5 0,7 3,9 7,0 3,3 100,0 *Βλέπε Σχήμα (0: Ξύλο κανονικής δομής) Στα δέντρα που μελετήθηκαν, διακρίθηκαν 6 βαθμοί έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (Σχήμα ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μεθοδολογία (κεφάλαιο 5.3). Από το σχήμα , προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό δέντρων (62,4%) και κορμοτεμαχίων (51,6%), παρουσίασε χαμηλής έντασης θλιψιγενές ξύλο (ποσοστό 0,1-5,0% της επιφάνειας σε εγκάρσια διατομή), ενώ μικρό ποσοστό δέντρων (4,2%) και κορμοτεμαχίων (1,8%) παρουσίασε υψηλής (μεταξύ 15-20%) και πολύ υψηλής (άνω του 20%) έντασης θλιψιγενές ξύλο. Σχήμα Ένταση θλιψιγενούς ξύλου στην εγκάρσια διατομή της βάσης του κάθε δέντρου (συνεχής καμπύλη) και του κάθε κορμοτεμαχίου (διακεκομμένη καμπύλη).

131 Κατακόρυφη εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Η κατακόρυφη εμφάνιση και κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου, μελετήθηκε ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το σφάλμα κατά μήκος του κορμού, τη συχνότητα εμφάνισης που έχει και το ύψος στο οποίο φτάνει. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στο σχήμα και στους πίνακες , Από τη μελέτη της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου προέκυψαν 3 τύποι κατανομής του (Σχήμα ): (α) Σχηματισμός του από τη βάση του δέντρου μέχρι κάποιο σημείο του κορμού, στο οποίο υποχωρεί και μηδενίζεται. (β) Σχηματισμός του από τη βάση του δέντρου με διακοπή σε κάποιο σημείο και συνέχεια σε ανώτερο σημείο. (γ) Σχηματισμός του από ανώτερο σημείο του κορμού και όχι από τη βάση του δέντρου. Σχήμα Τύποι κατακόρυφης κατανομής θλιψιγενούς ξύλου. Από τον πίνακα , προκύπτει ότι το 87,6% (75,9%+11,7%) των δέντρων παρουσίασε θλιψιγενές ξύλο, που ο σχηματισμός του άρχιζε από τη βάση, ενώ ένα

132 ποσοστό 7,9% από ανώτερο σημείο του κορμού. Ακόμη παρατηρείται ότι μόνο το 4,5% από το σύνολο των δέντρων είχε κανονική δομή και δε σχημάτισε θλιψιγενές ξύλο. Το ύψος στο οποίο έφτανε το θλιψιγενές ξύλο μέσα στον κορμό του δέντρου διακρίθηκε σε 4 κλάσεις ύψους, που διαιρούν το δέντρο σε 4 τμήματα και εκφράζονται σε ποσοστά ύψους του (Πίνακας ). Όπως παρατηρείται το σφάλμα κατανέμονταν σε όλες τις κλάσεις ύψους, με υψηλότερη τιμή το 31,6% των δέντρων (84 δέντρα) στη δεύτερη κλάση (25,1-50%) και με μικρότερη τιμή το 17,7% (47 δέντρα) στην πρώτη κλάση (0,1-25%). Ακόμη προκύπτει ότι στο 49,3% (17,7%+31,6%) των δέντρων, σχηματίστηκε θλιψιγενές ξύλο που δεν ξεπερνούσε σε ύψος το μέσο ύψος του δέντρου, ενώ ο σχηματισμός του μπορεί να ξεπεράσει και το 75% του ύψους του δέντρου. Πίνακας Συχνότητα εμφάνισης του τύπου κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου στα εξεταζόμενα δέντρα. Τύπος κατακόρυφης κατανομής Μηδενικός Από τη βάση Από τη βάση Από ανώτερο Σύνολο θλιψιγενούς ξύλου 0 συνεχής ασυνεχής σημείο δέντρων Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 4,5 75,9 11,7 7,9 100,0 Πίνακας Ύψος στο οποίο φτάνει η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου στον κορμό του δέντρου. Ύψος θλιψιγενούς ξύλου 0 0,1-25% 25,1-50% 50,1-75% >75% Σύνολο (ποσοστό ύψους δέντρου) δέντρων Συχνότητα εμφάνισης Ποσοστό, % 4,5 17,7 31,6 21,1 25,2 100,0

133 Επίδραση ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Τα ποιοτικά και αυξητικά χαρακτηριστικά, που περιγράφηκαν στα προηγούμενα υποκεφάλαια, είχαν διαφορετική επίδραση στο θλιψιγενές ξύλο και η συσχέτισή τους με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, παρουσίασε ποικιλία αποτελεσμάτων. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκε η επίδραση που είχαν στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, αυξητικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τη δομή του δάσους και την κοινωνική θέση του δέντρου όπως, η διάμετρος (d), το ύψος (h), ο βαθμός λυγερότητας (h/d), η ηλικία (age), η ζωτικότητα (Z), η τάση εξέλιξης (ΤΕ) ή η ποιότητα κορμού (ΠΚ) του δέντρου και αυξητικά σφάλματα του δέντρου που συνδέονται με την ποιότητα του ξύλου του όπως, η απόκλιση του κορμού του δέντρου από την ευθυτένεια (cr) ή την κατακόρυφη θέση (ln), η διάσπαση του κορμού του δέντρου (spl), η κλαδοβρίθεια του δέντρου (hk), η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου (b), η υγεία του δέντρου (He) και του κορμοτεμαχίου (he), ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου (Secc) και του κορμοτεμαχίου (secc), η ροζοβρίθεια (k/m) του κορμοτεμαχίου, η στρεψοΐνια (g) του κορμού, ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου (Tcw) και του κορμοτεμαχίου (tcw) ή το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου (hcw). Επιπλέον, μελετήθηκε η επίδραση που είχαν η ποιότητα τόπου (q) και η κλίση του εδάφους (sl). Στους πίνακες , δείχνεται πως διακυμάνθηκε η μέση τιμή της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, σε σχέση με τις τιμές των παραπάνω αυξητικών και ποιοτικών γνωρισμάτων των δέντρων. Επίσης στο κάτω μέρος του κάθε πίνακα, φαίνονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης διακύμανσης (One way-anova), με την οποία ελέγχθηκε στατιστικά ο βαθμός επίδρασης του κάθε χαρακτηριστικού στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, αφού πρώτα έγιναν οι απαραίτητοι μη παραμετρικοί έλεγχοι (βλέπε παράρτημα 7). Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με τη διάμετρο των δέντρων. Παρατηρείται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη στις κλάσεις διαμέτρου cm (μέγιστη μέση τιμή 5,51% στην κλάση cm) και χαμηλότερη στις κλάσεις cm (ελάχιστη μέση τιμή 2,30% στην κλάση cm). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η διάμετρος δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των

134 δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 1,036, p= 0,241). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, σε κάθε κλάση διαμέτρου (d, cm) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της διαμέτρου (d) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. d, cm N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,5 2,90 1,498 2,996 0,0 7, ,8 5,47 1,416 6,008 0,0 25, ,9 5,51 1,208 6,506 0,0 25, ,2 3,88 0,624 5,104 0,0 21, ,1 2,73 0,447 3,579 0,0 21, ,3 3,25 0,598 4,395 0,0 19, ,9 3,31 0,934 4,280 0,0 15, ,6 2,87 1,748 4,624 0,0 13, ,8 2,30 1,500 2,121 0,8 3,8 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 238, ,846 1,306 d Εντός ομάδων 5874, ,859 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,241 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με το ύψος των δέντρων. Παρατηρείται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη στις κλάσεις ύψους m (μέγιστη μέση τιμή 5,50% στην κλάση m) και χαμηλότερη στις κλάσεις m (ελάχιστη μέση τιμή 2,52% στην κλάση m). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι το ύψος δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 1,359, p= 0,223). Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με το βαθμό λυγερότητας των δέντρων. Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, μειώνονταν όσο αυξάνονταν ο βαθμός λυγερότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίστροφη αυτή πορεία του θλιψιγενούς

135 ξύλου, συμβαδίζει με το βαθμό της σταθερότητας του δέντρου, αφού μείωση της σταθερότητας του δέντρου συνεπάγεται αύξηση του βαθμού λυγερότητας (βλέπε υποκεφάλαιο 6.1.1, σελ. 52). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι ο βαθμός λυγερότητας δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,534, p= 0,587). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, σε κάθε κλάση ύψους (h, m) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης του ύψους (h) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. h, m N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,9 4,30 1,341 2,998 0,0 7, ,0 3,85 1,289 3,647 0,0 10, ,6 5,50 1,365 6,548 0,0 25, ,9 4,42 0,649 5,697 0,0 25, ,8 3,33 0,511 4,392 0,0 23, ,4 2,52 0,438 3,310 0,0 15, ,4 2,99 1,087 4,480 0,1 16, ,9 2,84 0,858 1,919 0,8 5,3 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 217, ,058 1,359 h Εντός ομάδων 5896, ,853 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,223 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό λυγερότητας (h/d) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης του βαθμού λυγερότητας (h/d) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. h/d N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση < ,9 4,00 0,464 4,952 0,0 21, ,4 3,43 0,385 4,718 0,0 25,9 80< 2 0,7 2,30 0,700 0,990 1,6 3,0 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 24, ,353 0,534 h/d Εντός ομάδων 6088, ,151 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,587

136 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την ηλικία των δέντρων. Παρατηρείται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη στην κλάση ηλικίας ετών, με μέση τιμή 6,14% και χαμηλότερη στην κλάση ετών, με μέση τιμή 1,63%. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η ηλικία δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 1,964, p= 0,071). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, σε κάθε κλάση ηλικίας (age, έτη) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της ηλικίας (age) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. age, έτη N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,8 3,37 1,323 4,184 0,0 12, ,4 4,81 1,109 6,370 0,0 23, ,2 4,59 0,694 4,957 0,0 25, ,3 2,88 0,335 3,252 0,0 16, ,9 3,87 0,785 5,717 0,0 25, ,8 1,63 0,361 1,532 0,0 4, ,6 6,14 3,236 8,562 0,0 21,5 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 266, ,345 1,964 age Εντός ομάδων 5847, ,577 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,071 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με τη ζωτικότητα των δέντρων (βλέπε υποκεφάλαιο 5.1.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (3,81%) σε ζωηρά αναπτυσσόμενα δέντρα (10) και χαμηλότερη (3,44%) σε δέντρα που αναπτύσσονται καχεκτικά (30). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η ζωτικότητα δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,077, p= 0,925).

137 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με τη ζωτικότητά (Ζ) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της ζωτικότητας (Ζ) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Ζ N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,2 3,81 0,563 4,018 0,0 21, ,8 3,68 0,395 5,107 0,0 25, ,0 3,44 0,657 4,552 0,0 21,5 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 3, ,800 0,077 Z Εντός ομάδων 6109, ,232 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,925 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την τάση κοινωνικής εξέλιξης των δέντρων (βλέπε υποκεφάλαιο 5.1.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (4,72%) σε προαυξανόμενα δέντρα (1) και χαμηλότερη (3,57%) σε συναυξανόμενα δέντρα (2). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η τάση κοινωνικής εξέλιξης δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,557, p= 0,574). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με την τάση εξέλιξης (ΤΕ) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της τάσης εξέλιξης (ΤΕ) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. ΤΕ N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,9 4,72 1,259 5,771 0,0 25, ,7 3,57 0,319 4,815 0,0 25, ,4 3,64 0,766 3,158 0,0 10,3 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 25, ,890 0,557 TE Εντός ομάδων 6087, ,147 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,574

138 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την ποιότητα κορμού των δέντρων (βλέπε υποκεφάλαιο 5.1.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (4,08%) σε δέντρα με κανονικό ξύλο (50) και χαμηλότερη (3,28%) σε δέντρα με πολύτιμο ξύλο (40). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η ζωτικότητα δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,891, p= 0,411). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με την ποιότητα κορμού (ΠΚ) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της ποιότητας κορμού (ΠΚ) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. ΠΚ N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,5 3,28 0,400 4,402 0,0 23, ,0 4,08 0,457 5,106 0,0 25, ,5 3,40 1,163 5,201 0,0 21,5 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 41, ,575 0,891 ΠΚ Εντός ομάδων 6072, ,089 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,411 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την κοινωνική και οικονομική σημασία των δέντρων, σύμφωνα με το σύστημα κατάταξης του IUFRO (βλέπε υποκεφάλαιο 5.1.1), ώστε να φανεί η συνολικότερη επίδραση της δομής του δάσους. Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ποικίλε σε κάθε έναν από τους δείκτες ταξινόμησης των δέντρων, με υψηλότερες τιμές στους δείκτες 212 (8,3%) και 446 (9,5%). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο μεγαλύτερος αριθμός δέντρων, παρουσιάστηκε στους δείκτες 122, 222, 112, 132, 232, 221, από τους δείκτες κοινωνικής σημασίας των δέντρων και 444, 454, 554, 445, από τους δείκτες οικονομικής σημασίας των δέντρων, με υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου, στο δείκτη 221 (6,1%) και 554 (5,1%) αντίστοιχα. Επίσης στον πίνακα , φαίνεται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου ήταν υψηλότερη

139 στα δέντρα του μεσωρόφου (4,9%) και στα ωφέλιμα, από δασοκομική εκτίμηση, άτομα (4,7%), ενώ ήταν χαμηλότερη στα δέντρα του ανωρόφου (2,7%). Ο μικρός αριθμός δέντρων (6 άτομα) στην κατηγορία δασοκομικής εκτίμησης 600 (επιζήμια άτομα), δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα για την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε κάθε κατηγορία κοινωνικής θέσης και οικονομικής σημασίας των δέντρων, του συστήματος κατάταξης του IUFRO. IUFRO Μέση ένταση Αριθμός IUFRO Μέση ένταση Αριθμός θλιψιγενούς δέντρων θλιψιγενούς δέντρων Ορόφωση ξύλου, % ξύλου, % 111 1, ,1 99 IUFRO , ,7 16 Μέση ένταση 122 2, ,5 4 θλιψιγενούς 2,7 4,9 4, , ,3 54 ξύλου, % 132 2, ,8 9 Αριθμός 211 4, ,8 2 δέντρων , , , ,9 3 Δασοκομική εκτίμηση 221 6, , , ,1 7 IUFRO , ,0 5 Μέση ένταση 232 5, ,8 6 θλιψιγενούς 3,3 4,7 2, , ,2 3 ξύλου, % 313 5, ,4 4 Αριθμός 323 3, ,2 4 δέντρων , ,3 2 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την απόκλιση του κορμού των δέντρων από την ευθυτένεια (στρέβλωση) και τον αριθμό καμπύλων τμημάτων του (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα 5.2.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (6,10%) σε κορμούς με ισχυρή στρέβλωση και 3 καμπύλα τμήματα (βαθμός στρέβλωσης 4) και χαμηλότερη (2,48%) σε κορμούς με μέτρια στρέβλωση και 2 καμπύλα τμήματα (βαθμός στρέβλωσης 3). Σημαντική επίσης είναι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου σε κορμούς που εμφάνισαν κάμψη (βαθμός στρέβλωσης 1), με μέση τιμή 4,13%. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η στρέβλωση δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,593, p= 0,668).

140 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό στρέβλωσης (cr) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της στρέβλωσης (cr) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. cr N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,3 3,57 0,402 4,734 0,0 25, ,1 4,13 0,669 5,354 0,0 25, ,9 3,52 0,650 4,359 0,0 21, ,6 2,48 0,691 2,676 0,0 7, ,1 6,10 6,100 10,566 0,0 18,3 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 55, ,761 0,593 cr Εντός ομάδων 6058, ,212 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,668 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την απόκλιση του κορμού των δέντρων από την κατακόρυφη θέση (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα 5.2.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (8,40%) σε ένα άτομο με κορμό που εμφάνισε ισχυρή απόκλιση από την κατακόρυφη θέση (13 ο -16 ο ) και χαμηλότερη (2,56%) σε κορμούς με μέτρια απόκλιση (9 ο -12 ο ). Αξίζει να σημειωθεί ότι, τα περισσότερα δέντρα είχαν μηδενική και μικρή απόκλιση από την κατακόρυφη θέση, ενώ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, είναι πιο μεγάλη σε κατακόρυφα ιστάμενα άτομα (3,72%) από ότι σε άτομα που παρουσίασαν μικρή απόκλιση κορμού (3,57%). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,327, p= 0,859). Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με το είδος της διάσπασης του κορμού των δέντρων (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα 5.2.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη σε άτομα που εμφάνισαν πολυέλαιο (6,85%) και διχάλωση (4,43%) και χαμηλότερη σε άτομα με δικράνωση (1,68%) ή με πλήρη κορμό (3,65%). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι το είδος διάσπασης του κορμού δεν επηρέασε την

141 ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,960, p= 0,412). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων ανάλογα με το βαθμό απόκλισης από την κατακόρυφη θέση σε μοίρες (ln, ο ) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της κλίσης του δέντρου (ln) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. ln, ο N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,9 3,72 0,438 4,678 0,0 21, ,7 3,57 0,430 4,535 0,0 25, ,2 3,80 1,044 6,174 0,0 25, ,9 2,56 1,603 3,584 0,0 8, ,4 8,40.. 8,4 8,4 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 30, ,631 0,327 ln Εντός ομάδων 6082, ,306 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,859 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το είδος της διάσπασης του κορμού (spl) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της διάσπασης του κορμού (spl) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. spl N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση 0 237,0 89,10 3,65 0,312 4,797 0,0 25,9 1 18,0 6,77 4,43 1,287 5,461 0,0 16,1 2 9,0 3,38 1,68 1,115 3,346 0,0 10,5 3 2,0 0,75 6,85 3,150 4,455 3,7 10 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 66, ,165 0,960 spl Εντός ομάδων 6046, ,080 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,412 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την κλαδοβρίθεια που εμφάνισαν τα δέντρα και το ποσοστό ύψους δέντρου που καταλάμβανε η κόμη τους (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα

142 ). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (4,26%) σε άτομα με μέτρια κλαδοβρίθεια (κόμη με μήκος 25-50% του ύψους του δέντρου) και χαμηλότερη (2,26%) σε δέντρα με μικρή κλαδοβρίθεια (κόμη με μήκος <25% του ύψους του δέντρου). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η κλαδοβρίθεια δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,534, p= 0,659). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό κλαδοβρίθειας του κορμού (hk, %) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της κλαδοβρίθειας (hk) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. hk, % N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση <25 7 2,6 2,26 0,838 2,217 0,7 7, ,9 4,26 0,724 5,270 0,0 21, ,4 3,46 0,415 4,350 0,0 25,2 75< 96 36,1 3,66 0,528 5,171 0,0 25,9 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 37, ,387 0,534 hk Εντός ομάδων 6076, ,192 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,659 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την παραμόρφωση της βάσης των δέντρων (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα 5.2.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, αυξάνονταν όσο ισχυρότερος ήταν ο βαθμός παραμόρφωσης της βάσης, εμφανίζοντας τη μέγιστη τιμή (5,39%) σε άτομα με ισχυρή παραμόρφωση βάσης (γονατοειδής μορφή). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 3,459, p= 0,017).

143 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό παραμόρφωσης της βάσης (b) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της παραμόρφωσης της βάσης (b) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. b N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,7 2,93 0,367 3,864 0,0 21, ,4 3,30 0,509 4,350 0,0 19, ,7 4,27 0,961 5,351 0,0 23, ,2 5,39 0,889 6,350 0,0 25,9 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 232, ,646 3,459 b Εντός ομάδων 5880, ,445 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,017 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την υγεία των δέντρων (βλέπε κεφάλαιο 5.2, πίνακα 5.2.1) και η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων σε σχέση με την υγεία του ξύλου των κορμοτεμαχίων (βλέπε κεφάλαιο 5.3, πίνακα 5.3.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, ήταν υψηλότερη σε ασθενικά δέντρα (3,98%) και χαμηλότερη σε επιβαρημένα (3,35%) ή υγιή άτομα (3,79%). Παρόμοια η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων, ήταν υψηλότερη σε ξύλο κορμοτεμαχίων που παρουσίασε προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς (2,20%) και χαμηλότερη στο ξύλο κορμοτεμαχίων που παρουσίασε τραυματικές ακανονιστίες (1,92%) ή ήταν υγιές (1,94%). Αξίζει να σημειωθεί ότι, τα ασθενικά δέντρα εμφάνισαν την υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου, μολονότι αποτελούσαν ένα μικρό σχετικά ποσοστό του συνολικού αριθμού των δέντρων (6,8%). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η υγεία των δέντρων και των κορμοτεμαχίων δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων αντίστοιχα, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,276, p= 0,759 για τα δέντρα και F= 0,618, p= 0,539 για τα κορμοτεμάχια).

144 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, ανάλογα με την υγεία κάθε δέντρου (He) και κάθε κορμοτεμαχίου (he) αντίστοιχα και αναλύσεις διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της υγείας του δέντρου (He) και του κορμοτεμαχίου (he) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. He N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,6 3,79 0,361 4,627 0,0 25, ,6 3,35 0,541 4,960 0,0 25, ,8 3,98 1,364 5,786 0,0 21,5 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 he ,0 1,94 0,162 3,617 0,0 25, ,1 1,92 0,246 3,288 0,0 21, ,9 2,20 0,197 3,765 0,0 25,9 Σύνολο ,0 2,03 0,112 3,615 0,0 25,9 Αναλύσεις διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 12, ,403 0,276 He Εντός ομάδων 6100, ,197 Σύνολο 6113, Μεταξύ ομάδων 16, ,084 0,618 he Εντός ομάδων 13613, ,078 Σύνολο 13629, Επίπεδο σημαντικότητας 0,759 0,539 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, σε σχέση με το συντελεστή (δείκτη) εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων αντίστοιχα (βλέπε κεφάλαιο 5.3, πίνακα 5.3.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, αυξάνονταν όσο ισχυρότερος ήταν ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση, εμφανίζοντας τη μέγιστη τιμή (5,53%) σε άτομα με ισχυρή εκκεντρότητα. Παρόμοια αυξάνονταν η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων, εμφανίζοντας τη μέγιστη τιμή (5,09%) σε κορμοτεμάχια με ισχυρή εκκεντρότητα. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων αντίστοιχα, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 3,329, p= 0,037 για τα δέντρα και F= 17,730, p= 0,000 για τα κορμοτεμάχια). Παρατηρείται ότι η επίδραση αυτή, ήταν εντονότερη στην περίπτωση του συντελεστή

145 εκκεντρότητας στη βάση των κορμοτεμαχίων και εμφανίστηκε σε μικρότερο επίπεδο σημαντικότητας (p 0,01). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, ανάλογα με το συντελεστή εκκεντρότητας στη βάση κάθε δέντρου (Secc) και κάθε κορμοτεμαχίου (secc) αντίστοιχα και αναλύσεις διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης του συντελεστή εκκεντρότητας (Secc και secc) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Secc N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,5 2,20 0,896 4,739 0,0 15,9 1,01-2, ,7 3,63 0,314 4,575 0,0 25,9 2,00< 26 9,8 5,53 1,202 6,131 0,0 25,2 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 secc 1, ,8 1,32 0,241 3,093 0,0 18,9 1,01-2, ,5 2,02 0,122 3,527 0,0 25,9 2,00< 39 3,7 5,09 0,891 5,564 0,0 25,2 Σύνολο ,0 2,03 0,112 3,615 0,0 25,9 Αναλύσεις διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 150, ,462 3,329 Secc Εντός ομάδων 5962, ,671 Σύνολο 6113, Μεταξύ ομάδων 448, ,492 17,730 secc Εντός ομάδων 13180, ,662 Σύνολο 13629, Επίπεδο σημαντικότητας 0,037 0,000 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων, σε σχέση με τη ροζοβρίθεια των κορμοτεμαχίων και τον αριθμό ρόζων ανά τρέχον μέτρο που υπήρχαν (βλέπε κεφάλαιο 5.3, πίνακα 5.3.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, μειώνονταν όσο ισχυρότερος ήταν ο βαθμός ροζοβρίθειας, εμφανίζοντας τη μέγιστη τιμή (3,38%) σε κορμοτεμάχια χωρίς ρόζους (μηδενική ροζοβρίθεια) και την ελάχιστη (1,16%) σε κορμοτεμάχια με πάρα πολλούς ρόζους (πολύ ισχυρή ροζοβρίθεια). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η ροζοβρίθεια επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,01), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 14,403, p= 0,000).

146 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των κορμοτεμαχίων, ανάλογα με το βαθμό ροζοβρίθειας (k/m) που εμφάνισαν τα κορμοτεμάχια και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της ροζοβρίθειας (k/m) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. k/m N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,6 3,38 0,423 5,037 0,0 25, ,8 3,05 0,310 4,094 0,0 25, ,0 1,93 0,205 3,451 0,0 18, ,0 1,29 0,156 2,760 0,0 25,2 10< ,6 1,16 0,201 2,307 0,0 15,0 Σύνολο ,0 2,03 0,112 3,615 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 716, ,017 14,403 k/m Εντός ομάδων 12913, ,429 Σύνολο 13629, Επίπεδο σημαντικότητας 0,000 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με τη στρεψοΐνια που εμφάνισε ο κορμός των δέντρων (βλέπε κεφάλαιο 5.3, πίνακα 5.3.1). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη σε άτομα με μέτρια και ισχυρή στρεψοΐνια (4,72% και 4,57% αντίστοιχα) και χαμηλότερη (2,10%) σε ένα άτομο που εμφάνισε πολύ ισχυρή στρεψοΐνια (>16 ο ). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η στρεψοΐνια δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,231, p= 0,949). Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την ποιότητα τόπου (Ι, ΙΙ, IV) της περιοχής έρευνας. Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη (3,82%) σε δέντρα που αναπτύσσονται στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ και χαμηλότερη (2,39%) σε άτομα που αναπτύσσονται στην ποιότητα τόπου IV. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η ποιότητα τόπου δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,562, p= 0,571).

147 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό στρεψοΐνιας σε μοίρες (g, ο ) που εμφάνισαν τα δέντρα και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της στρεψοΐνιας (g) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. g, o N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,7 3,59 0,332 4,922 0,0 25, ,4 4,42 1,745 5,234 0,0 16, ,5 3,41 0,720 3,219 0,0 12, ,9 4,72 1,506 5,430 0,0 21, ,1 4,57 1,354 2,346 2,7 7,2 16< 1 0,4 2,10.. 2,1 2,1 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 27, ,410 0,231 g Εντός ομάδων 6086, ,409 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,949 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, σε κάθε ποιότητα τόπου (q) της περιοχής έρευνας και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της ποιότητας τόπου (q) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. q N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση II 85 31,9 3,55 0,492 4,539 0,0 25,9 III ,2 3,82 0,391 5,069 0,0 25,2 IV 13 4,9 2,39 0,650 2,343 0,0 7,0 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 26, ,016 0,562 q Εντός ομάδων 6087, ,146 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,571 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με την κλίση του εδάφους της περιοχής έρευνας. Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη σε ήπιες (11-20%) και ισχυρές (36-50%) κλίσεις με τιμή 4,69% και 4,12% αντίστοιχα και χαμηλότερη σε πολύ ισχυρές (51-75%) και μέτριες (20-35%) κλίσεις με τιμή 2,38% και 3,77% αντίστοιχα. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι η κλίση του εδάφους δεν επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά

148 σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 1,872, p= 0,135). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το βαθμό κλίσης του εδάφους (sl) της περιοχής έρευνας και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης της κλίσης του εδάφους (sl) στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. sl, % N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,4 4,69 1,536 6,333 0,0 23, ,3 3,77 0,493 4,982 0,0 25, ,6 4,12 0,540 5,178 0,0 25, ,7 2,38 0,365 2,710 0,0 11,8 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 128, ,767 1,872 sl Εντός ομάδων 5985, ,844 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,135 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, σε σχέση με τον τύπο του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων αντίστοιχα (βλέπε υποκεφάλαιο ). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, ήταν υψηλότερη στους τύπους 8, 7 και 6, με τιμή 8,41%, 7,24% και 4,34% αντίστοιχα. Παρόμοια, η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων, ήταν υψηλότερη στους ίδιους τύπους (8, 7 και 6), με τιμή 6,81%, 5,58% και 3,50% αντίστοιχα. Χαρακτηριστικό είναι ότι, οι παραπάνω τύποι θλιψιγενούς ξύλου, παρουσίασαν την υψηλότερη ένταση του σφάλματος αν και δεν ήταν οι συχνότεροι τύποι που εμφανίστηκαν (σε αντίθεση με τους τύπους 2 και 4). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι ο τύπος θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων αντίστοιχα, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,01), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 9,952, p= 0,000 για τα δέντρα και F= 50,417, p= 0,000 για τα κορμοτεμάχια).

149 Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, ανάλογα με τον τύπο που εμφάνισε στη βάση κάθε δέντρου (Tcw) και κάθε κορμοτεμαχίου (tcw) αντίστοιχα και αναλύσεις διακύμανσης για την επίδραση του τύπου του θλιψιγενούς ξύλου (Tcw και tcw) στην έντασή του. Tcw N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,5 0,00 0,000 0,000 0,0 0, ,1 1,09 0,272 1,185 0,1 4, ,3 3,33 0,499 3,926 0,2 15, ,8 1,25 0,750 1,061 0,5 2, ,3 3,79 0,602 5,314 0,2 25, ,5 1,75 0,704 1,408 0,6 3, ,8 4,34 0,643 2,730 1,7 10, ,2 7,24 1,221 6,344 0,7 25, ,5 8,41 0,957 4,279 2,2 18,3 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 tcw ,9 0,00 0,000 0,000 0,0 0, ,8 1,07 0,206 1,611 0,1 9, ,5 2,39 0,216 3,235 0,1 20, ,5 1,10 0,310 0,693 0,4 2, ,5 3,33 0,294 4,295 0,1 25, ,7 2,19 0,690 1,826 0,1 5, ,9 3,50 0,411 2,632 0,2 10, ,0 5,58 0,664 5,676 0,2 25, ,2 6,81 0,828 4,828 0,1 18,3 Σύνολο ,0 2,03 0,112 3,615 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 1445, ,738 9,952 Tcw Εντός ομάδων 4667, ,162 Σύνολο 6113, Μεταξύ ομάδων 3822, ,763 50,417 tcw Εντός ομάδων 9807, ,476 Σύνολο 13629, Επίπεδο σημαντικότητας 0,000 0,000 Στον πίνακα , παρουσιάζεται η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε σχέση με το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, κατά μήκος του κορμού του δέντρου και το ποσοστό ύψους του δέντρου που είχε (βλέπε υποκεφάλαιο ). Παρατηρείται ότι η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ήταν υψηλότερη όταν η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου έφτανε κοντά στην κορυφή (>75% του ύψους του δέντρου) ή κοντά στη βάση (0,1-25% του ύψους του δέντρου) με τιμή 4,36% και 4,27% αντίστοιχα, ενώ όταν η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου έφτανε σε ενδιάμεσα ύψη του δέντρου (25,1-75% του ύψους του δέντρου), η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου ήταν χαμηλότερη, με

150 τιμή 3,40% ως 3,47%. Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου επηρέασε την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές έντασης του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισαν οριακά, στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 2,408, p= 0,050). Πίνακας Μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των δέντρων, ανάλογα με το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του (hcw) κατά μήκος του κορμού και ανάλυση διακύμανσης για το στατιστικό έλεγχο της επίδρασης του ύψους της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου (hcw) στην ένταση που εμφανίζει στη βάση των δέντρων. hcw, % N N, % Μέση ένταση Τυπικό Τυπική Ελάχιστο Μέγιστο θλιψιγενούς ξύλου, % σφάλμα απόκλιση ,5 0,00 0,000 0,000 0,0 0,0 0, ,7 4,27 0,767 5,261 0,0 25,2 25, ,5 3,47 0,476 4,361 0,0 23,5 50, ,1 3,40 0,717 5,368 0,0 25,9 75< 67 25,2 4,36 0,574 4,702 0,0 21,4 Σύνολο ,0 3,66 0,294 4,803 0,0 25,9 Ανάλυση διακύμανσης για την ένταση Άθροισμα ΒΕ Μέσα F του θλιψιγενούς ξύλου τετραγώνων τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 217, ,393 2,408 hcw Εντός ομάδων 5895, ,590 Σύνολο 6113, Επίπεδο σημαντικότητας 0,050 Από τους παραπάνω πίνακες και την ανάλυση διακύμανσης που έγινε για κάθε αυξητικό και ποιοτικό χαρακτηριστικό του δέντρου και του ξύλου του, φαίνεται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, επηρεάστηκε σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), από τα εξής χαρακτηριστικά: 1. Την παραμόρφωση της βάσης του δέντρου (b), 2. Το συντελεστή εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου (Secc) και του κορμοτεμαχίου (secc), 3. Τη ροζοβρίθεια (k/m) του κορμοτεμαχίου, 4. Τον τύπο του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου (Tcw) και του κορμοτεμαχίου (tcw) και 5. Το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου (hcw). Ο βαθμός της σχέσης που είχε η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, με τα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικών των δέντρων, ελέγχθηκε με μη παραμετρικό έλεγχο των μεταβλητών και τη χρήση του

151 συντελεστή συσχέτισης κατά Spearman, επειδή πρόκειται για εν μέρει ποιοτικές μεταβλητές. Έχουν ληφθεί υπόψη αυξητικά χαρακτηριστικά του δέντρου ή του ξύλου, ως ποσοτικές μεταβλητές, ώστε να είναι δυνατή η ύπαρξη συσχέτισής τους με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ενώ διαχωρίστηκαν εκείνα τα γνωρίσματα που αποτελούσαν συνεχείς μεταβλητές, επειδή καθιστούσαν τη συσχέτιση αδύνατη. Δεν έγινε έλεγχος της συσχέτισης με χαρακτηριστικά όπως, η ζωτικότητα, η τάση εξέλιξης ή η ποιότητα κορμού (ΠΚ) του δέντρου, η διάσπαση του κορμού του δέντρου, η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, η υγεία του δέντρου και του κορμοτεμαχίου, η ποιότητα τόπου και η κλίση του εδάφους, επειδή αποτελούν ασυνεχείς και ποιοτικές μεταβλητές. Επίσης, δεν ελέγχθηκε η συσχέτιση με τον τύπο του θλιψιγενούς ξύλου ή το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του, επειδή προέρχονται από την ίδια πηγή διακύμανσης και αποτελούν ποιοτικά χαρακτηριστικά ή ασυνεχείς μεταβλητές Στον πίνακα , παρουσιάζεται ο βαθμός συσχέτισης των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών που μελετήθηκαν, με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων. Προκύπτει ότι, η διάμετρος (d) των δέντρων, το ύψος (h) των δέντρων, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων ή στη διατομή των κορμοτεμαχίων (Secc και secc αντίστοιχα), καθώς και η ροζοβρίθεια (k/m) των κορμοτεμαχίων, εμφάνισαν αδύναμη συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,05 ή 0,01). Πίνακας Μη παραμετρικές συσχετίσεις (Spearman rank) των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών, με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση δέντρων και κορμοτεμαχίων. Στα δέντρα εξετάστηκαν η διάμετρος (d), το ύψος (h), ο βαθμός λυγερότητας (h/d), η ηλικία (age), η στρέβλωση του κορμού (cr), η απόκλιση του κορμού από κατακόρυφη θέση (ln), η κλαδοβρίθεια (hk), η στρεψοΐνια του κορμού (g) και ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων (Secc), ενώ στα κορμοτεμάχια εξετάστηκε ο συντελεστής εκκεντρότητας (secc) και η ροζοβρίθεια (k/m). Παράμετρος d 1 h 1 h/d 1 age 1 cr 1 ln 1 hk 1 g 1 Secc 1 secc 2 k/m 2 Συσχέτιση, r -0,142* -0,163** -0,026-0,071-0,002-0,059-0,020-0,037 0,195** 0,248** -0,334** Επίπεδο σημαντικότητας 0,020 0,008 0,674 0,246 0,972 0,339 0,745 0,548 0,001 0,000 0,000 Πλήθος, N * Η συσχέτιση είναι σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 0,05. ** Η συσχέτιση είναι σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 0,01. 1 Η παράμετρος συσχετίστηκε με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων 2 Η παράμετρος συσχετίστηκε με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων

152 Αξίζει να σημειωθεί ότι, η διάμετρος, το ύψος και η ροζοβρίθεια, είχαν αρνητική συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ενώ ο συντελεστής εκκεντρότητας είχε θετική. Επιπλέον η διάμετρος, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που συσχετίσθηκαν σε σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,01), με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, είχε την αδύναμη αυτή συσχέτιση (r= -0,142) σε μικρότερο διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,05). Από τη διαδικασία της παλινδρόμησης, ώστε να εξακριβωθεί η γραμμική σχέση μεταξύ των παραπάνω αυξητικών χαρακτηριστικών και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, προέκυψαν τα σχήματα , που δείχνουν την αδύναμη αρνητική σχέση της διαμέτρου ( ) και του ύψους του δέντρου ( ), με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και του συντελεστή εκκεντρότητας στη βάση των κορμοτεμαχίων ( ), με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των κορμοτεμαχίων. Οι συναρτήσεις που χρησιμοποιήθηκαν και για τα 3 ποιοτικά χαρακτηριστικά ήταν ευθύγραμμες, ώστε να φανεί καθαρότερα η θετική ή η αρνητική συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών. 30,0 25,0 y = -0,051x + 6,037 r 2 = 0,016 cw, % 20,0 15,0 10,0 5,0 0,0 0,0 8,0 16,0 24,0 32,0 40,0 48,0 56,0 64,0 72,0 80,0 88,0 d, cm Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων ΒΕ Μέσα τετράγωνα Εκτιμητής: (Συνεχής), διάμετρος δέντρου (d, cm) Εξαρτημένη μεταβλητή: θλιψιγενές ξύλο στη βάση του δέντρου (cw, %) F Επίπεδο σημαντικότητας Παλινδρόμηση 633, ,701 4,426 0,036 Υπόλοιπα 37794, ,159 Συνολικά 38427, Σχήμα Καμπυλόγραμμη συσχέτιση μεταξύ της διαμέτρου του δέντρου (d) και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %) στη βάση των δέντρων.

153 ,0 25,0 y = -0,164x + 7,203 r 2 = 0,032 cw, % 20,0 15,0 10,0 5,0 0,0 0,0 4,0 8,0 12,0 16,0 20,0 24,0 28,0 32,0 36,0 h, m Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων Παλινδρόμηση 235,254 ΒΕ Μέσα τετράγωνα Υπόλοιπα 7056, ,731 Συνολικά 7292, Εκτιμητής: (Συνεχής), ύψος δέντρου (h, m) Εξαρτημένη μεταβλητή: θλιψιγενές ξύλο στη βάση του δέντρου (cw, %) F Επίπεδο σημαντικότητας 1 235,254 8,801 0,003 Σχήμα Καμπυλόγραμμη συσχέτιση μεταξύ του ύψους του δέντρου (h) και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %) στη βάση των δέντρων. 30,0 25,0 y = 2,299x - 0,801 r 2 = 0,047 cw, % 20,0 15,0 10,0 5,0 0,0 0,0 1,0 2,0 3,0 4,0 5,0 secc Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων ΒΕ Μέσα τετράγωνα Παλινδρόμηση 4, ,629 Υπόλοιπα 116, ,112 Συνολικά 121, F Επίπεδο σημαντικότητας 41,351 0,000 Εκτιμητής: (Συνεχής), συντελεστής εκκεντρότητας στη διατομή του κορμοτεμαχίου (secc) Εξαρτημένη μεταβλητή: θλιψιγενές ξύλο στη διατομή του κορμοτεμαχίου (cw, %) Σχήμα Καμπυλόγραμμη συσχέτιση μεταξύ του συντελεστή εκκεντρότητας (Secc) και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %) στη βάση των κορμοτεμαχίων.

154 Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης ή της κορυφής κάθε πριστού τεμαχίου, που παράχθηκε από τα 8 πειραματικά κορμοτεμάχια, (βλέπε κεφάλαιο 5.4, σχήμα Α), παρουσίασε εύρος 0-35,2% της επιφάνειας στην εγκάρσια διατομή, με μέση τιμή 10,4 και 3,7% στη βάση και την κορυφή των πριστών αντίστοιχα (Πίνακας ). Παρατηρείται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, μειώνονταν σημαντικά προς την κορυφή, με χαρακτηριστικότερη και εμφανέστερη την κατακόρυφη πτώση που είχε στο κορμοτεμάχιο 5, μήκους 1 m. Το γεγονός αυτό δείχνει τη μεγάλη ποικιλομορφία του σφάλματος στην κατακόρυφη κατανομή του. Το κορμοτεμάχιο 4 ελήφθη ως μάρτυρας, με ξύλο κανονικής δομής, όμως και σε αυτό προσδιορίστηκαν μικρά ποσοστά θλιψιγενούς ξύλου (χαμηλής έντασης). Πίνακας Αριθμός και χαρακτηριστικά των πριστών τεμαχίων που παράχθηκαν από τα πειραματικά κορμοτεμάχια. Βάση Πριστά τεμάχια* Ένταση θλιψιγενούς ξύλου, % Κορυφή Ένταση θλιψιγενούς ξύλου, % Κορμοτεμάχια μήκους 2 m Κορμοτεμάχια μήκους 1 m ** τεμάχια* Β 16,8 2,1 10,0 0,0 11,0 2,4 0,7 25,8 1 Β 0,7 1,0 8,2 2,0 10,3 3,7 1,9 7,6 2 Γ 16,0 4,8 5,8 0,0 34,4 1,5 1,3 27,6 2 Γ 1,1 1,9 6,6 1,9 14,2 5,2 3,6 14,6 3 Δ 20,4 6,4 6,1 0,5 32,9 2,7 2,1 34,2 3 Δ 0,4 2,3 5,5 2,3 9,7 8,8 3,9 16,2 4 Ε 20,3 2,6 10,9 1,2 33,5 2,1 1,5 29,5 4 Ε 0,0 3,7 7,3 0,9 9,4 6,8 0,7 13,9 5 ΣΤ 24,8 13,1 15,4 1,5 34,2 2,9 2,7 28,4 5 ΣΤ 1,4 2,2 9,4 0,6 5,9 5,3 0,3 7,6 6 Ζ 19,1 12,5 17,7 1,4 35,2 3,1 11,2 6 Ζ 1,0 1,8 8,6 0,6 5,0 3,8 0,9 7 Η 15,0 1,3 9,8 0,0 31,0 2,9 11,3 7 Η 1,3 2,0 4,7 0,3 7,4 3,1 0,2 8 Θ 14,0 0,9 8,5 0,0 3,4 5,2 8 Θ 1,8 0,9 3,0 0,0 1,9 6,9 9 Ι 10,3 0,0 2,3 0,0 4,9 9 Ι 0,8 0,0 2,0 0,0 1,1 10 Κ 8,7 1,6 0,0 10 Κ 0,6 1,3 0,0 11 Λ 11,5 4,6 0,0 11 Λ 0,3 0,7 0,0 12 Μ 12,3 12 Μ 0,7 13 Ν 12,7 13 Ν 0,8 Μέσος 7,8 14,5 2,1 6,2 όρος Συνολικά 10,4 3,7 ΘΞ 1 15,8 4,9 8,5 0,4 30,8 2,9 4,5 29,2 0,8 1,8 5,1 0,8 9,0 4,5 2,2 12,2 ΘΞ * Το τεμάχιο Α αποτελεί το εξακρίδιο της μιας πλευράς του κορμοτεμαχίου (βλέπε Σχήμα Α) ** Κορμοτεμάχιο κανονικής δομής, με θλιψιγενές ξύλο χαμηλής έντασης 1 Ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή του κορμοτεμαχίου, % 2 Τύπος θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή του κορμοτεμαχίου Πριστά Κορμοτεμάχια μήκους 2 m Κορμοτεμάχια μήκους 1 m

155 Η παραμόρφωση των πριστών και τα βέλη κάμψης που δημιουργήθηκαν μετά την ξήρανση των πριστών, μετρήθηκαν σύμφωνα με όσα έχουν περιγραφεί στη μεθοδολογία (βλέπε κεφάλαιο 5.4), ώστε να μελετηθεί η συσχέτισή τους με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών τεμαχίων. Στον πίνακα , δείχνεται πως διακυμάνθηκε η μέση τιμή της κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωσης των πριστών τεμαχίων *, που είχαν μήκος 2 m, σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης τους. Στο κάτω μέρος του πίνακα, φαίνονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων διακύμανσης, με τις οποίες ελέγχθηκε στατιστικά ο βαθμός επίδρασης της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου. Πίνακας Μέση κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωση, σε πριστά μήκους 2 m, ανάλογα με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης των πριστών και αναλύσεις διακύμανσης για την επίδραση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στην παραμόρφωση του πριστού. Πριστά με Ένταση θλιψιγενούς Ν Μέση παραμόρφωση Τυπική Τυπικό Ελάχιστο Μέγιστο μήκος 2 m ξύλου στη βάση του (βέλος κάμψης, mm) απόκλιση σφάλμα (mm) (mm) πριστού, % (mm) 0 8 6,13 1,934 0,684 4,21 9,40 0, ,47 1,164 0,336 5,07 9,32 Κατά μήκος του πριστού Κατά πλάτος του πριστού Αναλύσεις διακύμανσης για την παραμόρφωση των πριστών (μήκους 2m) Επίδραση κατά μήκος του πριστού Επίδραση κατά πλάτος του πριστού 5, ,60 2,626 0,993 5,43 12,13 10, ,42 1,652 0,551 6,41 11,10 15, ,84 5,025 2,247 8,98 21,41 20< 3 11,25 4,377 2,527 7,42 16,02 Σύνολο 44 8,61 4,319 0,651 4,21 21, ,15 0,655 0,232 2,22 4,43 0, ,64 1,290 0,372 1,27 5,17 5, ,85 0,649 0,245 2,30 4,21 10, ,08 0,875 0,292 1,99 4,81 15, ,17 1,317 0,589 1,85 4,73 20< 3 3,34 0,502 0,290 2,76 3,68 Σύνολο 44 2,96 0,962 0,145 1,27 5,17 Άθροισμα τετραγώνων ΒΕ Μέσα τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 558, ,695 17,424 0,000 Εντός ομάδων 243, ,410 Σύνολο 802, Μεταξύ ομάδων 2, ,475 0,483 0,787 Εντός ομάδων 37, ,985 Σύνολο 39, F sig. Παρατηρείται ότι, η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, αυξάνονταν όσο υψηλότερη ήταν η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ενώ η κατά πλάτος * Η μέση κατά μήκος παραμόρφωση υπολογίστηκε από το μέσο όρο των μετρήσεων διαγώνια, παράλληλα και αξονικά του πριστού τεμαχίου, ενώ η μέση κατά πλάτος παραμόρφωση, υπολογίστηκε από το μέσο όρο των μετρήσεων εγκάρσια, στη βάση και στην κορυφή του πριστού (βλέπε κεφάλαιο 5.4, σχήμα Β). Οι μέσες τιμές των βελών κάμψης διαγώνια, παράλληλα, αξονικά, στη βάση και στην κορυφή του πριστού τεμαχίου, σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του πριστού, δίνονται στο παράρτημα 8.

156 παραμόρφωση εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της (3,34 mm), σε πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (>20%). Οι αναλύσεις διακύμανσης έδειξαν ότι, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των πριστών με μήκος 2 m, επηρέασε τη μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,01), επειδή οι μέσες τιμές εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 17,424, p= 0,000), σε αντίθεση με την κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, όπου δεν υπήρχε επίδραση σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,483, p= 0,787). Στον πίνακα , δείχνεται πως διακυμάνθηκε η μέση τιμή της κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωσης των πριστών τεμαχίων, που είχαν μήκος 1 m, σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης τους. Στο κάτω μέρος του πίνακα, φαίνονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων διακύμανσης, με τις οποίες ελέγχθηκε στατιστικά ο βαθμός επίδρασης της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου. Πίνακας Μέση κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωση, σε πριστά μήκους 1 m, ανάλογα με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης των πριστών και αναλύσεις διακύμανσης για την επίδραση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στην παραμόρφωση του πριστού. Πριστά με Ένταση θλιψιγενούς Ν Μέση παραμόρφωση Τυπική Τυπικό Ελάχιστο Μέγιστο μήκος 1 m ξύλου στη βάση του (βέλος κάμψης, mm) απόκλιση σφάλμα (mm) (mm) πριστού, % (mm) 0 0, ,91 1,360 0,363 4,30 8,02 Κατά μήκος του πριστού Κατά πλάτος του πριστού Αναλύσεις διακύμανσης για την παραμόρφωση των πριστών (μήκους 1m) Επίδραση κατά μήκος του πριστού Επίδραση κατά πλάτος του πριστού 5, ,81.. 5,81 5,81 10, ,47 0,887 0,512 4,70 6,44 15, < 11 6,54 3,002 0,905 3,59 11,93 Σύνολο 29 6,10 2,067 0,384 3,59 11,93 0 0, ,38 1,335 0,357 0,47 5,80 5, ,32.. 2,32 2,32 10, ,16 0,703 0,406 1,37 2,71 15, < 11 2,49 0,756 0,228 0,96 3,43 Σύνολο 29 2,40 1,037 0,193 0,47 5,80 Άθροισμα τετραγώνων ΒΕ Μέσα τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 3, ,298 0,281 0,839 Εντός ομάδων 115, ,628 Σύνολο 119, Μεταξύ ομάδων 0, ,092 0,077 0,972 Εντός ομάδων 29, ,194 Σύνολο 30, F sig.

157 Παρατηρείται ότι, η μέση κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωση των πριστών, εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της (6,54 mm και 2,49 mm αντίστοιχα), σε πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (>20%), ενώ οι περισσότερες τιμές συγκεντρώνονται σε 2 βαθμίδες έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, εκείνη της μικρής έντασης (0,1-5%) και εκείνη της πολύ υψηλής έντασης (>20%). Οι αναλύσεις διακύμανσης έδειξαν ότι, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των πριστών με μήκος 1 m, δεν επηρέασε τη μέση κατά μήκος και πλάτος παραμόρφωση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,281, p= 0,839 και F= 0,077, p= 0,972 αντίστοιχα). Στον πίνακα , δείχνεται πως διακυμάνθηκε η μέση απόσταση, του σημείου όπου εμφανίστηκε η μέγιστη κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών τεμαχίων (με μήκος 2 ή 1 m) από τη βάση τους (βλέπε κεφάλαιο 5.4, σχήμα Β), σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης των πριστών. Στο κάτω μέρος του πίνακα, φαίνονται τα αποτελέσματα των αναλύσεων διακύμανσης, με τις οποίες ελέγχθηκε στατιστικά ο βαθμός επίδρασης της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου. Παρατηρείται ότι, η μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών (μήκους 2 m) από τη βάση των πριστών, εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της (104,44 cm), σε πριστά με κανονικό ξύλο και μηδενική ένταση θλιψιγενούς ξύλου, ενώ η μικρότερη τιμή της (74,42 cm) παρουσιάστηκε σε πριστά με θλιψιγενές ξύλο πολύ υψηλής έντασης (>20%). Η παραπάνω απόσταση, σε πριστά μήκους 1 m, εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της (47,33 cm) σε εμφανή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (5,1-10%) και τη μικρότερη τιμή της (42,55 cm) σε μέτρια ένταση θλιψιγενούς ξύλου (10,1-15%), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των πριστών (25 τεμάχια) παρουσίασε μικρή ή πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (0,1-5% και >20% αντίστοιχα). Οι αναλύσεις διακύμανσης έδειξαν ότι, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των πριστών με μήκος 2 m, επηρέασε τη μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών από τη βάση τους, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές εμφάνισαν οριακά, στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 2,490, p= 0,048), ενώ σε πριστά μήκους 1 m, η επίδραση δεν ήταν στατιστικά σημαντική (p 0,05), επειδή οι μέσες τιμές δεν εμφάνισαν, στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους (F= 0,159, p= 0,923).

158 Πίνακας Μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών από τη βάση τους, σε πριστά μήκους 2 m, ανάλογα με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης των πριστών και αναλύσεις διακύμανσης για την επίδραση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στην παραμόρφωση του πριστού. Πριστά τεμάχια Ένταση θλιψιγενούς Ν Μέση απόσταση της Τυπική Τυπικό Ελάχιστο Μέγιστο ξύλου στη βάση του παραμόρφωσης από απόκλιση σφάλμα (cm) (cm) πριστού, % τη βάση του πριστού (cm) Με μήκος 2 m Με μήκος 1 m Αναλύσεις διακύμανσης για την απόσταση της παραμόρφωσης των πριστών από τη βάση τους Επίδραση σε πριστά με μήκος 2 m Επίδραση σε πριστά με μήκος 1 m (cm) ,44 25,152 8,893 76,33 141,50 0, ,85 32,997 9,525 39,33 138,33 5, ,18 32,504 12,285 49,75 151,50 10, ,41 16,398 5,466 43,25 96,83 15, ,20 38,827 17,364 49,42 152,50 20< 3 74,42 27,811 16,057 46,00 101,58 Σύνολο 44 85,47 31,664 4,773 39,33 152,50 0 0, ,01 8,644 2,310 35,00 61,83 5, , ,33 47,33 10, ,55 4,820 2,783 37,33 46,83 15, < 11 46,00 8,965 2,703 36,33 63,83 Σύνολο 29 45,69 8,142 1,512 35,00 63,83 Άθροισμα τετραγώνων ΒΕ Μέσα τετράγωνα Μεταξύ ομάδων 10638, ,752 2,490 0,048 Εντός ομάδων 32472, ,530 Σύνολο 43110, Μεταξύ ομάδων 34, ,567 0,159 0,923 Εντός ομάδων 1821, ,862 Σύνολο 1856, F sig. Στον πίνακα , δείχνεται πως επηρέασε η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 2 m, τον τύπο βέλους κάμψης των πριστών (a, b, c) * κατά μήκος τους και πως διακυμάνθηκαν οι τιμές της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών τεμαχίων. Παρατηρείται ότι, στους τύπους βέλους κάμψης a και b, η μέση παραμόρφωση των πριστών παρουσίασε τη μεγαλύτερη τιμή της (17,50 mm και 19,19 mm αντίστοιχα για κάθε τύπο βέλους κάμψης) σε υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (15,1-20%), ενώ στον τύπο βέλους κάμψης c, η μέση παραμόρφωση των πριστών παρουσίασε τη μεγαλύτερη τιμή της (8,28 mm) σε μέτρια ένταση θλιψιγενούς ξύλου (10,1-15%). Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πριστά τεμάχια, δεν παρατηρήθηκαν, σε κάθε τύπο βέλους κάμψης όλες οι βαθμίδες έντασης του θλιψιγενούς ξύλου. Στον τύπο a, δεν υπήρχαν πριστά με εμφανή ένταση (5,1-10%) θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της * Για τους τύπους βέλους κάμψης των πριστών βλέπε κεφάλαιο 5.4 (Σχήμα 5.4.2). Σημειώνεται ότι, οι τύποι παραμόρφωσης των πριστών (1a-a, 2b-b, 3c-c, 4a-b, 5a-c, 6b-c), δε χρησιμοποιήθηκαν για την κατηγοριοποίηση των αποτελεσμάτων, ώστε να υπάρξουν περισσότερες τιμές και σημαντικότερες επιδράσεις.

159 βάσης τους, στον τύπο b, δεν υπήρχαν πριστά με πολύ υψηλή ένταση (>20%) θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης τους και στον τύπο c, δεν υπήρχαν πριστά με υψηλή και πολύ υψηλή ένταση (>15%) θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης τους. Από την κατανομή των τιμών της μέσης παραμόρφωσης των πριστών τεμαχίων, στους τύπους βέλους κάμψης, διαπιστώνεται η πιθανότητα μιας θετικής σχέσης μεταξύ της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου και της μέσης παραμόρφωσης των πριστών, κάτι που όμως είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα, λόγω του μικρού αριθμού πριστών τεμαχίων σε κάθε τύπο βέλους κάμψης. Πίνακας Μέση κατά μήκος παραμόρφωση και τύπος βέλους κάμψης (a, b, c) που εμφανίζεται, σε πριστά μήκους 2 m, ανάλογα με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των πριστών. Τύπος βέλους Θλιψιγενές ξύλο Ν Μέση παραμόρφωση Τυπική Τυπικό Ελάχιστο Μέγιστο κάμψης στη βάση (βέλος κάμψης, mm) απόκλιση σφάλμα (mm) (mm) (ένταση, %) (mm) 0 1 9,40.. 9,40 9,40 0, ,32.. 9,32 9,32 a 10, ,07 2,011 1,005 7,09 11,10 15, ,50 5,736 2,868 8,98 21,41 20< 3 11,25 4,377 2,527 7,42 16,02 Σύνολο 13 12,21 5,161 1,431 7,09 21, ,23 0,940 0,543 4,28 6,16 0, ,05 0,997 0,407 5,07 7,86 b 5, ,14 3,508 2,026 5,55 12,13 10, ,81 1,469 0,735 6,41 9,77 15, , ,19 19,19 Σύνολο 17 7,46 3,571 0,866 4,28 19, ,98 1,933 0,967 4,21 8,42 0, ,40 0,427 0,191 5,93 6,86 c 5, ,21 2,256 1,128 5,43 10,25 10, ,28.. 8,28 8,28 Σύνολο 14 6,65 1,598 0,427 4,21 10,25 Ο βαθμός της σχέσης που είχε η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των πριστών, με την παραμόρφωση των πριστών και την απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από τη βάση των πριστών, ελέγχθηκε με γραμμική εξάρτηση των μεταβλητών και τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης κατά Pearson. Έχουν ληφθεί υπόψη τα βέλη κάμψης και οι αποστάσεις τους από τη βάση, ως ποσοτικές μεταβλητές, ώστε να είναι δυνατή η ύπαρξη συσχέτισής τους με την ένταση του

160 θλιψιγενούς ξύλου, ενώ δεν έγινε έλεγχος της συσχέτισης με τον τύπο βέλους κάμψης, επειδή αποτελεί ασυνεχή και ποιοτική μεταβλητή. Στον πίνακα , παρουσιάζεται ο βαθμός συσχέτισης των παραμέτρων παραμόρφωσης σε πριστά με μήκος 2 ή 1 m, με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών. Προκύπτει ότι σε πριστά μήκους 2 m, η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, το βέλος κάμψης διαγώνια, παράλληλα ή αξονικά των πριστών και η απόσταση του παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από τη βάση των πριστών, εμφάνισαν αδύναμη ως χαλαρή συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,01). Πίνακας Γραμμική συσχέτιση μεταξύ του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των πριστών και των παραμέτρων παραμόρφωσης, σε πριστά μήκους 2 m, με βάση το συντελεστή προσδιορισμού Pearson. Κύρια επίδραση Ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 2 m Ένταση θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 1 m Παράμετρος παραμόρφωσης Συσχέτιση, r Επίπεδο σημαντικότητας Μέση παραμόρφωση κατά μήκος του πριστού 0,599 ** 0,000 Μέση παραμόρφωση κατά πλάτος του πριστού 0,097 0,530 Μέση απόσταση κατά μήκος παραμόρφωσης από βάση - 0,275 0,071 Βέλος κάμψης διαγώνια του πριστού 0,541 ** 0,000 Βέλος κάμψης παράλληλα του πριστού 0,553 ** 0,000 Βέλος κάμψης αξονικά του πριστού 0,579 ** 0,000 Βέλος κάμψης στη βάση του πριστού 0,117 0,449 Βέλος κάμψης στην κορυφή του πριστού 0,043 0,781 Απόσταση διαγώνιου μέγιστου βέλους κάμψης από βάση - 0,205 0,181 Απόσταση παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από βάση - 0,385 ** 0,010 Απόσταση αξονικού μέγιστου βέλους κάμψης από βάση - 0,124 0,423 Μέση παραμόρφωση κατά μήκος του πριστού 0,127 0,512 Μέση παραμόρφωση κατά πλάτος του πριστού 0,132 0,495 Μέση απόσταση κατά μήκος παραμόρφωσης από βάση 0,030 0,876 Βέλος κάμψης διαγώνια του πριστού - 0,103 0,596 Βέλος κάμψης παράλληλα του πριστού 0,293 0,123 Βέλος κάμψης αξονικά του πριστού 0,128 0,507 Βέλος κάμψης στη βάση του πριστού 0,210 0,273 Βέλος κάμψης στην κορυφή του πριστού 0,005 0,980 Απόσταση διαγώνιου μέγιστου βέλους κάμψης από βάση 0,078 0,687 Απόσταση παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από βάση - 0,436 * 0,018 Απόσταση αξονικού μέγιστου βέλους κάμψης από βάση 0,297 0,118 * Η συσχέτιση είναι σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 0,05. ** Η συσχέτιση είναι σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 0,01. Σε πριστά μήκους 1 m, μόνο η απόσταση του παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από τη βάση των πριστών, εμφάνισε αδύναμη και αρνητική συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό

161 διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,05). Οι υπόλοιπες παράμετροι, δε συσχετίστηκαν σε στατιστικά ικανοποιητικό βαθμό με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους (βλέπε πίνακα ). Από τα παραπάνω φαίνεται, ότι το μήκος των πριστών επηρέασε το βαθμό επίδρασης του θλιψιγενούς ξύλου στην παραμόρφωση των πριστών και στα πριστά μήκους 1 m, μολονότι παρατηρήθηκαν υψηλά ποσοστά θλιψιγενούς ξύλου, με ανάλογα βέλη κάμψης (βλέπε πίνακα ), δεν ήταν δυνατή η ικανοποιητική συσχέτιση της παραμόρφωσης με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Από τη διαδικασία της παλινδρόμησης, ώστε να εξακριβωθεί η γραμμική σχέση των παραπάνω παραμέτρων παραμόρφωσης, σε πριστά 2 m, με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των πριστών, προέκυψαν τα γραφικά Οι καμπυλόγραμμες (3 ου βαθμού), συναρτήσεις χρησιμοποιήθηκαν επειδή προσαρμόστηκαν ικανοποιητικότερα στο νέφος των τιμών που προέκυψε. Στο σχήμα , φαίνεται η θετική και χαλαρή (r= 0,599, p 0,01) ευθύγραμμη σχέση, ανάμεσα στην κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών μήκους 2 m και στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη διατομή της βάσης των πριστών. Η χαλαρή αυτή συσχέτιση, έδειξε να επηρεάζεται φανερά από τον τύπο βέλους κάμψης των πριστών και ενισχύθηκε σημαντικά (r= 0,851) στον τύπο b (Σχήμα ). Οι υπόλοιποι τύποι εμφάνισαν πιο αδύναμη συσχέτιση αλλά είχαν παρόμοια συμπεριφορά στη διαμόρφωση της καμπύλης. Σε πριστά μήκους 1 m, η συσχέτιση ήταν πολύ αδύναμη και δεν είναι σε θέση να δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στον περιορισμένο αριθμό στοιχείων που προκύπτει από αυτά. Η μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από τη βάση των πριστών, εμφάνισε συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, στην περίπτωση του τύπου βέλους κάμψης a, σε πριστά μήκους 2 m (Σχήμα ). Η συσχέτιση ήταν σημαντική (r = 0,835) και αρνητική, δείχνοντας ότι ο σχηματισμός έντονου θλιψιγενούς ξύλου, ευνοεί τη δημιουργία παραμορφώσεων κοντά στη βάση του πριστού, όπου και το σφάλμα έχει συνήθως μεγαλύτερη ένταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω απόσταση, ανεξαρτήτως του τύπου βέλους κάμψης, δεν εμφάνισε σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών (βλέπε πίνακα ).

162 ,0 y = 0,364x + 5,7661 r 2 = 0, ,0 warp, mm 20,0 16,0 12,0 8,0 4,0 0,0 0,0 5,0 10,0 15,0 20,0 25,0 cw, % Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων Παλινδρόμηση 287, ,915 23,519 0,000 Υπόλοιπα 514, ,242 Συνολικά 802, Μεταβλητή εκτίμησης: (συνεχής), θλιψιγενές ξύλο στη βάση του πριστού (cw) Εξαρτημένη μεταβλητή: παραμόρφωση κατά μήκος του πριστού (warp) Έχουν επιλεγεί όλες οι περιπτώσεις του τύπου παραμόρφωσης, σε πριστά 2 m ΒΕ Μέσα τετράγωνα Σχήμα Ευθύγραμμη γραμμική συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %), στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 2 m, με τη μέση παραμόρφωση των πριστών (warp, mm), ανεξάρτητα του τύπου βέλους κάμψης. F Sig. 24,0 20,0 y = 0,0131x 3-0,2971x 2 + 1,8966x + 4,5366 r 2 = 0,7254 warp, mm 16,0 12,0 8,0 4,0 0,0 0,0 5,0 10,0 15,0 20,0 cw, % Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων Παλινδρόμηση 149, ,69 11,744 0,001 Υπόλοιπα 55, ,23 Συνολικά 204, Μεταβλητή εκτίμησης: (συνεχής), θλιψιγενές ξύλο στη βάση του πριστού (cw) Εξαρτημένη μεταβλητή: παραμόρφωση κατά μήκος του πριστού (warp) Έχουν επιλεγεί μόνο οι περιπτώσεις του τύπου βέλους κάμψης b, σε πριστά 2 m ΒΕ Μέσα τετράγωνα Σχήμα Συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %), στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 2 m, με τη μέση παραμόρφωση των πριστών (warp, mm), στον τύπο βέλους κάμψης b. F Sig.

163 ,0 140,0 y = -0,0671x 3 + 2,7242x 2-30,014x + 133,99 r 2 = 0,6979 dx, cm 120,0 100,0 80,0 60,0 40,0 20,0 0,0 0,0 5,0 10,0 15,0 20,0 25,0 cw, % Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων Παλινδρόμηση 7542, ,13 6,911 0,010 Υπόλοιπα 3273, ,78 Συνολικά 10816, Μεταβλητή εκτίμησης: (συνεχής), θλιψιγενές ξύλο στη βάση του πριστού (cw) Εξαρτημένη μεταβλητή: μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από βάση του πριστού (dx) Έχουν επιλεγεί μόνο οι περιπτώσεις του τύπου βέλους κάμψης a, σε πριστά 2 m ΒΕ Μέσα τετράγωνα Σχήμα Συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %), στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 2 m, με τη μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών (warp, mm), στον τύπο βέλους κάμψης a. F Sig. Γενικότερα παρατηρήθηκε ότι η παραμόρφωση των πριστών επηρεάστηκε από το θλιψιγενές ξύλο, εμφανίζοντας αδύναμες ως χαλαρές συσχετίσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν και να προσδιορίσουν με στατιστική ασφάλεια το βαθμό επίδρασης του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει και σε στατιστικούς περιορισμούς, που πολλές φορές δεν επέτρεπαν την αποδοχή ακόμη και ισχυρών συσχετίσεων. Για παράδειγμα η ισχυρή (r= 0,959) συσχέτιση ανάμεσα στο θλιψιγενές ξύλο και στη μέση απόσταση της παραμόρφωσης από τη βάση, σε πριστά 1 m, με τύπο βέλους κάμψης a, δεν ήταν αξιόπιστη λόγω του μικρού πλήθους δεδομένων και της έλλειψης χαρακτηριστικών σημείων στην καμπύλη (Σχήμα ). Η σύγκριση της παραμόρφωσης πριστών με κανονικό ή θλιψιγενές ξύλο (Πίνακας ) έδειξε ότι το θλιψιγενές ξύλο επηρέασε θετικά την κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών μήκους 2 m, αυξάνοντας την τιμή της μέχρι και 54% περισσότερο (κατά μέσο όρο), σε αντίθεση με την κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, όπου παρατηρήθηκε μείωση της τιμής της μέχρι και 15% λιγότερο (κατά μέσο όρο). Στον

164 πίνακα , παρατηρείται ότι σε κάθε τύπο βέλους κάμψης, η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών με κανονικό ξύλο έχει μικρότερη τιμή (συνολικά 6,1 mm) από αυτή των πριστών με θλιψιγενές ξύλο (συνολικά 9,4 mm), ενώ η μέση κατά πλάτος παραμόρφωση έχει μεγαλύτερη τιμή (συνολικά 3,3 mm) από αυτή των πριστών με θλιψιγενές ξύλο (συνολικά 2,8 mm), με εξαίρεση την περίπτωση όπου ο τύπος βέλους κάμψης είναι a (κανονικό ξύλο-2,6 mm, θλιψιγενές ξύλο 2,9 mm). 70,0 60,0 y = 0,0022x 3-0,1122x 2 + 1,1918x + 16,339 r 2 = 0, ,0 dx, cm 40,0 30,0 20,0 10,0 0,0 0,0 5,0 10,0 15,0 20,0 25,0 30,0 35,0 cw, % Ανάλυση διακύμανσης Άθροισμα τετραγώνων Παλινδρόμηση 193, ,59 30,791 0,000 Υπόλοιπα 16, ,10 Συνολικά 210, Μεταβλητή εκτίμησης: (συνεχής), θλιψιγενές ξύλο στη βάση του πριστού (cw) Εξαρτημένη μεταβλητή: μέση απόσταση του μέγιστου σημείου παραμόρφωσης από βάση του πριστού (dx) Έχουν επιλεγεί μόνο οι περιπτώσεις του τύπου βέλους κάμψης a, σε πριστά 1 m ΒΕ Μέσα τετράγωνα Σχήμα Συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (cw, %), στη διατομή της βάσης πριστών μήκους 1 m, με την απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών (warp, mm), στον τύπο βέλους κάμψης a. F Sig. Πίνακας Σύγκριση * των μέσων τιμών παραμόρφωσης ανάμεσα σε πριστά μήκους 2 m με κανονικό ξύλο και με θλιψιγενές ξύλο, σε κάθε τύπο βέλους κάμψης και για κάθε παραμόρφωση. Μέση παραμόρφωση σε πριστά 2m Κανονικό ξύλο (n=8) Θλιψιγενές ξύλο (n=36) Τύπος βέλους κάμψης Τύπος βέλους κάμψης Συνολικά Συνολικά a b c a b c Κατά μήκος των πριστών (mm) 9,4 5,7 5,9 6,1 12,4 8,4 7,0 9,4 Κατά πλάτος των πριστών (mm) 2,6 3,3 3,5 3,3 2,9 3,0 2,7 2,8 * Ο στατιστικοί έλεγχοι που έγιναν (μη παραμετρικοί έλεγχοι και T-test), δίνονται στα παραρτήματα 9, 10.

165 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 7.1. Ανάλυση δομής των συστάδων στην περιοχή έρευνας Τα δασοαποδοτικά-αυξητικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των δέντρων, που προέκυψαν από την ανάλυση δομής, παρουσιάζονται συγκεντρωτικά για κάθε ποιότητα τόπου και συνολικά στο τμήμα 630 και κάθε στάδιο εξέλιξης, στους πίνακες και 7.1.2, ώστε να διευκολυνθεί η σύγκριση των στοιχείων. Πίνακας Αριθμός ατόμων στο εκτάριο (N/ha), συνολική κυκλική επιφάνεια (G) και μέσοι όροι διαμέτρου (d), ύψους (h), εκκίνησης κόμης (Ek), μήκους κόμης (hk), ποσοστού μήκους κόμης (hk, %), βαθμού λυγερότητας (h/d), ζωτικότητας (Ζ), τάσης κοινωνικής εξέλιξης (ΤΕ), ποιότητας κορμού (ΠΚ) και δασοκομικής εκτίμησης (ΔΕ), σε κάθε ποιότητα τόπου (Ι, ΙΙ, IV). Ποιότητα τόπου II Ποιότητα τόπου IIΙ Ποιότητα τόπου IV Όροφος Συνολικά Συνολικά Συνολικά N/ha N/ha (%) 56,52 20,50 22, ,37 15,79 61, ,23 7,69 73, G (m 2 /ha) 30,56 3,63 1,24 35,43 21,69 4,19 2,26 28,14 15,81 1,03 3,93 20,77 d (cm) 40,48 22,88 12,11 30,35 42,41 21,68 7,96 17,84 37,20 14,75 9,17 14,99 h (m) 22,95 12,94 5,26 16,84 21,28 11,43 4,51 9,36 15,25 7,00 3,07 5,72 Ek (m) 10,53 6,12 2,90 8,06 6,90 2,38 0,33 2,12 4,03 0,48 0,25 0,99 Ek (%) 47,48 47,05 52,91 48,64 31,76 20,22 7,99 15,22 29,72 26,92 8,77 12,77 hk (m) 12,21 6,83 2,37 8,92 14,38 9,04 4,18 7,23 11,22 6,53 2,83 4,72 hk (%) 52,52 52,95 47,09 51,36 68,24 79,78 92,01 84,78 70,28 73,08 91,23 87,23 h/d 58,16 57,88 45,03 55,09 51,96 55,42 58,89 56,79 42,05 51,00 37,83 39,65 Ζ 15,27 14,55 21,08 16,46 16,86 13,89 11,84 13,29 16,00 10,00 12,37 12,88 TE 1,81 1,61 2,51 1,93 1,76 1,53 1,45 1,54 1,35 1,00 1,37 1,34 ΠΚ 46,04 47,88 54,32 48,32 46,47 46,67 49,29 48,25 44,50 47,50 45,26 45,29 ΔΕ 434,07 493,94 516,22 465,22 435,29 475,00 497,87 480,26 425,00 487,50 457,89 453,85 Όπως παρατηρείται στον πίνακα 7.1.1, η ποιότητα τόπου ΙΙ, δασοαποδοτικά βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση με συνολική κυκλική επιφάνεια 35,43 m 2 /ha και δέντρα εκλεκτά ή ωφέλιμα, που έχουν καλή ποιότητα κορμού, όμως μικρότερη τάση εξέλιξης και ζωτικότητα. Ο βαθμός λυγερότητας των δέντρων είναι ο υψηλότερος, ιδίως στα άτομα του ανωρόφου, τα οποία αποτελούν τους φορείς αύξησης του δάσους. Η ποιότητα τόπου ΙΙΙ εμφανίζει ένα δυνατό υπόροφο, με δέντρα που έχουν ιδιαίτερη ζωτικότητα και τάση εξέλιξης. Επίσης, η πλειονότητα των ατόμων του μεσωρόφου είναι εκλεκτά με καλή ποιότητα κορμού. Τα δέντρα της ποιότητας τόπου IV, δείχνουν να έχουν ιδιαίτερα υψηλές τιμές κοινωνικών χαρακτηριστικών, κάτι που οφείλεται στη φυσιογνωμία των συστάδων και την περιορισμένη έκτασή τους.

166 Πίνακας Αριθμός ατόμων στο εκτάριο (N/ha), συνολική κυκλική επιφάνεια (G) και μέσοι όροι διαμέτρου (d), ύψους (h), έναρξης κόμης (Ek), μήκους κόμης (hk), ποσοστού μήκους κόμης (hk, %), βαθμού λυγερότητας (h/d), ζωτικότητας (Ζ), τάσης κοινωνικής εξέλιξης (ΤΕ), ποιότητας κορμού (ΠΚ) και δασοκομικής εκτίμησης (ΔΕ), στο τμήμα 630 και σε κάθε στάδιο εξέλιξης. Τμήμα 630 Λεπτών κορμιδίων Χοντρών κορμιδίων Στάδιο εξέλιξης Λεπτών κορμών Μέτριων κορμών Χοντρών κορμών Όροφος Συνολικά (4-10 cm) (11-20 cm) (21-35 cm) (35-52 cm) (52 cm <) N/ha N/ha (%) 30,22 16,23 53, ,92 22,52 17,04 20,08 3,45 G (m 2 /ha) 23,2 4,7 2,25 30,15 0,80 2,16 7,38 15,27 4,54 d (cm) 41,15 24,73 9,10 21,32 7,01 14,57 28,39 42,88 58,24 h (m) 22,25 12,37 4,29 11,03 3,86 6,67 16,49 22,00 25,47 Ek (m) 9,32 3,84 0,66 3,81 0,36 1,80 6,98 8,76 8,94 Ek (%) 41,93 30,52 13,95 25,10 11,69 22,70 38,02 39,39 37,14 hk (m) 12,93 8,53 3,63 7,25 3,50 4,87 9,51 13,24 16,53 hk (%) 58,07 69,48 86,05 74,90 88,31 77,30 61,98 60,61 62,86 h/d 56,02 52,55 50,72 52,62 55,82 45,46 58,25 51,51 43,76 Ζ 15,97 14,25 13,26 14,24 12,86 13,87 14,17 16,46 18,82 TE 1,80 1,48 1,57 1,62 1,52 1,68 1,38 1,89 2,00 ΠΚ 46,24 46,63 48,75 47,65 49,34 47,39 47,02 45,66 45,88 ΔΕ 434,23 476,25 487,88 469,78 493,41 480,18 466,67 428,28 405,88 Η διαχείριση του τμήματος 630 ευνοεί τη φυσική εξέλιξη του δάσους με τη διάσπαση της κομοστέγης και την ενίσχυση των αναγεννητικών κέντρων. Με την επιτάχυνση της διαδικασίας αυτής αυξάνεται παράλληλα η απόδοση των συστάδων. Το 53,55% των ατόμων βρίσκεται στον υπόροφο, ενώ το 16,23% στο μεσώροφο, αποτελώντας σημαντική εφεδρεία για τα δέντρα του ανωρόφου. Το μήκος της κόμης μειώνεται σημαντικά από τον υπόροφο προς τον ανώροφο και η έναρξή της ξεκινά υψηλότερα στα δέντρα του ανωρόφου, αφήνοντας μεγαλύτερο ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού (βλέπε πίνακα 7.1.2). Από τα στάδια εξέλιξης του δάσους στο τμήμα 630, παρατηρείται ότι η συνολική αύξηση και ποιότητα κορμού συγκεντρώνεται στα εκλεκτά άτομα των χοντρών και μέτριων κορμών, ενώ τα άτομα των λεπτών κορμών και κορμιδίων εμφανίζουν υψηλότερο βαθμό λυγερότητας, τάση εξέλιξης και ζωτικότητα. Η διαχείριση του δάσους ευνοεί την ανάπτυξη των λεπτών κορμιδίων με τις κατά θέσεις κατάλληλες υλοτομίες, οι οποίες διασφαλίζουν την απρόσκοπτη εξέλιξή τους. Ωστόσο, τα άτομα των λεπτών κορμών είναι αυτά που δέχονται τις περισσότερες εξυγιαντικές υλοτομίες, επειδή στο μέλλον θα αποτελούν τους εκλεκτούς φορείς αύξησης (βλέπε πίνακα 7.1.2).

167 Η χρήση της εξίσωσης h = ad+bd 2 και η προσαρμογή της στα ζεύγη τιμών h-d κάθε σταθμικού τύπου, διευκολύνει τη σύγκριση της παραγωγικότητας των ποιοτήτων τόπου στο τμήμα (Σχήμα 7.1.1). Παρατηρείται ότι, η διαφορά κλίσης των καμπυλών των σταθμικών τύπων είναι μεν αναμενόμενη, λόγο της διαφορετικής παραγωγικότητας που εμφανίζουν, εμφανίζεται όμως σε έντονο βαθμό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι υπάρχει υψηλή διακύμανση στην έκταση των ποιοτήτων τόπου, με εκείνη της IV να υπολείπεται φανερά, ενώ η ανομοιογένεια αυτή επιδρά στην κατανομή των δειγματοληπτικών επιφανειών, δίνοντας στην ποιότητα τόπου ΙΙΙ περισσότερες επιφάνειες, με υψηλή συχνότητα ατόμων του υπορόφου ή μικρών κλάσεων διαμέτρου. h II = 0,67675d - 0,00311d 2 (r 2 = 0,974 Se = 3,016) h III = 0,62206d - 0,00315d 2 (r 2 = 0,963 Se = 2,279) h IV = 0,54932d - 0,00338d 2 (r 2 = 0,949 Se = 1,722) Σχήμα Καμπύλες ύψους (h)-διαμέτρου (d) σε κάθε σταθμικό τύπο (II, III, IV) στο τμήμα 630. Η δομή των συστάδων του τμήματος οδεύει προς την υποκηπευτή μορφή και εμφανίζει πολλές φορές, μια υποκηπευτοειδή δομή που προέρχεται από κηπευτές κατά ομάδες ή λόχμες συστάδες. Ο Μπασιώτης (1956) αναφέρει για τις συστάδες ελάτης στην Ελλάδα, ότι συναντώνται κυρίως κηπευτοειδούς μορφής συστάδες, δηλαδή

168 ακανόνιστης κηπευτής δομής με κλιμακωτή συγκόμωση, λιγότερο υποκηπευτοειδούς μορφής, συγκροτημένες από ομήλικες ομάδες ή λόχμες διαφορετικής ηλικίας και σπανιότερα ακανόνιστης ομήλικης μορφής. Ο Ντάφης (1969) σε μελέτη του για συστάδες ελάτης του πανεπιστημιακού δάσους, που αναπτύσσονταν σε ποιότητα τόπου ΙΙ, αναφέρει ότι η πλέον κυριαρχούσα δομή ήταν η υποκηπευτοειδής, η οποία αποτελούνταν από ομήλικα αθροίσματα που δεν εμφάνιζαν κατά χώρο τάξη. Ο ίδιος αναφέρει σε μεταγενέστερη εργασία του για τα δάση ελάτης, ότι η κηπευτή δομή που εμφανίζεται συχνότερα, δημιουργήθηκε με επιλογικές υλοτομίες του παρελθόντος, ενώ οι υποκηπευτοειδείς συστάδες με ακανόνιστη κατά χώρο τάξη, δημιουργούν προβλήματα και ζημιές κατά τη συγκομιδή του ξύλου (Ντάφης 1988). Στο πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου, δεν έχει ξαναγίνει έρευνα ανάλυσης δομής σε διαχειριζόμενο τμήμα, παρά μόνο σε φυσικό απόθεμα δάσους. Μοναδική εργασία είναι αυτή των Ζάγκα και Σμύρη (1993), η οποία όμως περιορίστηκε σε κορμίδια και νεαρά άτομα πυκνοφυτειών υβριδογενούς ελάτης στο τμήμα 211, γεγονός που καθιστά αδύναμη τη σύγκριση των στοιχείων, επειδή η πυκνότητα των δέντρων ήταν ιδιαίτερα υψηλή και αφορούσε επιφάνειες λεπτών κορμιδίων. Ωστόσο, η μέση διάμετρός τους (7,69 cm) πλησίασε πολύ αυτή των λεπτών κορμιδίων του τμήματος 630, που αποτελεί την περιοχή έρευνας (7,01 cm). Σε δυο μόνιμες πειραματικές επιφάνειες, μια στα Φουρνά Ευρυτανίας και μια στην Καλοσκοπή Φωκίδας, με ανομήλικες συστάδες υβριδογενούς ελάτης που εμφανίζουν κηπευτή δομή, μετρήθηκαν αντίστοιχα 326 και 519 άτομα/ha, με μέση διάμετρο 33,5 και 23 cm και μέσο ύψος 21,6 και 14 m (Μπόσκος κ.α. 2002α). Παρατηρείται ότι στην πειραματική επιφάνεια που παρουσίασε υψηλότερο αριθμό ατόμων/ha, τα αυξητικά στοιχεία των συστάδων ήταν περισσότερο κοντά σε αυτά που μετρήθηκαν στο τμήμα 630. Αυτό οφείλεται κυρίως στον αριθμό των ατόμων του υπορόφου, που αυξάνεται όσο μεγαλύτερη γίνεται η πυκνότητα της συστάδας, με συνέπεια την ελάττωση της συνολικής διαμέτρου και του ύψους. Οι διαφορές των επιφανειών βέβαια οφείλονται και στο διαφορετικό σταθμικό περιβάλλον των περιοχών και στην ανομοιογένεια των εξωτερικών συνθηκών.

169 Το δάσος στην περιοχή έρευνας εμφανίζει πολλά κοινά στοιχεία με εκείνο το αντίστοιχο δάσος που εξελίσσεται φυσικά και βρίσκεται στη φάση της αναγέννησης καθώς μεταβαίνει στην κηπευτή δομή. Ο Γούλας (1984) σε έρευνα δομής στο τμήμα 113, του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου, το οποίο έχει τεθεί εκτός διαχείρισης και εξελίσσεται φυσικά, κατέληξε σε παρόμοια αποτελέσματα με 456 άτομα/ha, μέση διάμετρο 20 cm, μέσο ύψος 10,64 m και συνολική κυκλική επιφάνεια 29,78 m 2 /ha. Οι κοινωνικές σχέσεις των δέντρων εμφάνισαν αρκετές διαφορές, επειδή η φυσική εξέλιξη των συστάδων ευνοεί τη δημιουργία ατόμων με χαμηλότερη παραγωγικότητα και ποιότητα κορμού. Στο ίδιο τμήμα (113) και σε συστάδες που βρίσκονταν στο τέλος της μετάβασής τους από το στάδιο της αναγέννησης στο στάδιο της κηπευτής δομής, βρέθηκε ότι ο μέσος όρος της διαμέτρου ανέρχονταν σε 23,8 cm και του ύψους σε 13,59 m. Επίσης ο ανώροφος αποτελούνταν από 210 άτομα/ha, ο μεσώροφος από 183 άτομα/ha και υπόροφος από 411 άτομα/ha, ενώ το 14,8% ήταν στο στάδιο χοντρών κορμών, το 15,9% στο μέτριων κορμών και το 12,5 στο λεπτών κορμών (Καλλιόγλου κ.α. 1999). Ο Σμύρης (1985) σε μελέτη δομής στο παρθένο δάσος Παρανεστίου, αναφέρει ότι η ελάτη εμφάνισε στον ανώροφο το μεγαλύτερο ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, έναντι των ειδών της οξιάς και της ερυθρελάτης, με διακύμανση 41-63%. Το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με το 25,10% στην περιοχή έρευνας) δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρόκειται για φυσικά εξελισσόμενο δάσος, με διαφορετική υφή και μίξη ειδών, που έχει ως επακόλουθο, την ύπαρξη ισχυρότερου ανταγωνισμού μεταξύ των ειδών και την εντονότερη φυσική αποκλάδωση. Επίσης, ελαφρώς αυξημένα ήταν τα δασοαποδοτικά δεδομένα στο δάσος του Παρανεστίου, με 686 άτομα/ha, κυκλική επιφάνεια 49,38 m 2 /ha, μέση διάμετρο 23,12 cm και ύψος 14,09 m. Αυτό δείχνει ότι η ελάτη σε μικτά δάση, βρίσκει ευνοϊκότερο περιβάλλον ανάπτυξης, όμως και εντονότερο ανταγωνισμό, ο οποίος επιβεβαιώνεται από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, των δέντρων στο δάσος του Παρανεστίου, που είναι εμφανώς χαμηλότερα, με μέση ζωτικότητα 19,7 και τάση εξέλιξης 1,9. Ο Ντάφης (1969) διέκρινε 5 τύπους αύξησης των δέντρων υβριδογενούς ελάτης για το πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου:

170 Τύπος κωδωνοειδούς αυξητικής καμπύλης που εμφανίζουν τα ελεύθερα αναπτυσσόμενα άτομα του ανωρόφου, 2. Τύπος δικόρυφης καμπύλης για τα άτομα που αρχικά αναπτύσσονταν ελεύθερα και έπειτα καταπιέστηκαν από γειτονικά, όμως τελικά κατάφεραν να κυριαρχήσουν (2 ο μέγιστο καμπύλης), 3. Τύπος πολυκόρυφης καμπύλης για τα άτομα που εμφάνισαν περιοδικά υφέσεις και εξάρσεις αύξησης, 4. Τύπος συνεχούς και συγκρατημένης ανερχόμενης προσαύξησης μέχρι μεγάλης ηλικίας για τα άτομα με ανερχόμενη τάση εξέλιξης, που αναπτύχθηκαν βαθμιαία, 5. Τύπος ασύμμετρης κωδωνοειδούς καμπύλης για τα άτομα που έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα καταπιεσμένα και παρουσίασαν απότομη έξαρση αύξησης μετά την απελευθέρωσή τους. Σε αναλύσεις νεοφυτειών υβριδογενούς ελάτης του δάσους Περτουλίου βρέθηκαν κατά μέσο όρο 450 άριστα άτομα/ha, που αποτελεί ποσοστό 1-2% του συνολικού αριθμού ατόμων, ενώ σε αναλύσεις πυκνοφυτειών, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 40-50% του συνολικού αριθμού ( άτομα/ha), γεγονός που δείχνει ότι η ελάτη έχει την ικανότητα να διορθώνει σφάλματα της νεότητας (Ντάφης 1988). Σκοπός της καλλιέργειας της νεοφυτείας, είναι η δημιουργία πυκνοφυτείας με όσο το δυνατό περισσότερα άριστα άτομα στον ανώροφο, τα οποία παρουσιάζουν την επιθυμητή πυκνότητα και κατανομή. Στο στάδιο της πυκνοφυτείας οι καλλιεργητικές επεμβάσεις πρέπει να περιορίζεται στον ανώροφο και κυρίως σε αρνητική επιλογή. Στη φάση των λεπτών κορμιδίων παρατηρούνται κοινωνικές ανακατατάξεις σε αντίθεση με τη φάση των χοντρών κορμιδίων. Σκοπός της καλλιέργειας των κορμιδίων είναι η συγκέντρωση της παραγωγής στα καλύτερα άτομα της συστάδας, ενώ μετά από αυτό το στάδιο ενεργείται μόνο θετική επιλογή (Ντάφης 1988, 1990).

171 Ποιοτική αξιολόγηση των δέντρων που υλοτομήθηκαν και του ξύλου τους Αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά δέντρων και κορμοτεμαχίων Στον πίνακα 7.2.1, παρουσιάζονται συγκεντρωτικά οι μέσες τιμές των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των δέντρων και των κορμοτεμαχίων που. Η γενικότερη κατάσταση των δέντρων της έρευνας, από πλευράς αύξησης και ποιότητας, είναι σχετικά καλή. Η κοινωνική θέση των δέντρων έχει σταθεροποιηθεί και βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση, λόγω της ωριμότητας που εμφανίζουν, με μέση ηλικία 148 έτη (βλέπε πίνακα ). Αυξητικά, τα άτομα αυτά ανήκουν στο στάδιο των μέτριων και χοντρών κορμών, με σχετικά υψηλές τιμές δασοαποδοτικών στοιχείων και ως εκλεκτά και επίλεκτα άτομα, αποτελούν φορείς αύξησης του δάσους, δίνοντας πολύτιμο ξύλο (βλέπε πίνακες , ). Πίνακας Μέσοι όροι διαμέτρου (d), ύψους (h), βαθμού λυγερότητας (h/d), ζωτικότητας (Ζ), τάσης κοινωνικής εξέλιξης (ΤΕ), ποιότητας κορμού (ΠΚ), δασοκομικής εκτίμησης (ΔΕ), απόκλισης από την κατακόρυφη θέση (ln), κλαδοβρίθειας (hk), θλιψιγενούς ξύλου (Cw και cw), συντελεστή εκκεντρότητας (Secc και secc), βαθμού στρεψοΐνιας (g) και βαθμού ροζοβρίθειας (k/m), στα 266 δέντρα και 1044 κορμοτεμάχια της περιοχής έρευνας, με διάκριση εκείνων που δεν εμφάνισαν κάποια από τα παραπάνω αυξητικά σφάλματα. Αυξητικό-ποιοτικό χαρακτηριστικό d, cm h, m age, έτη hd Z TE ΠΚ ΔΕ Ν Μέσος όρος 46,37 21,53 148,30 47,26 19,89 1,98 46,20 431,95 Αυξητικό-ποιοτικό χαρακτηριστικό (σφάλμα) ln, o hk, % Cw, % Secc g, o cw, % secc k/m Ν Μέσος όρος 2,02 65,69 3,66 1,42 0,35 2,03 1,23 5,50 Ν N, % 57,1 100,0 86,5 89,5 17,3 63,1 84,2 86,4 Μέσος όρος 3,54 65,69 4,24 1,58 2,02 3,21 1,47 6,37 1 Αριθμός δέντρων 2 Αριθμός δέντρων ή κορμοτεμαχίων 3 Δέντρα ή κορμοτεμάχια που εμφάνισαν σε κάποιο βαθμό το σφάλμα Στην πλειονότητά τους, πρόκειται για δέντρα, υγιή (61,7% του συνολικού αριθμού τους), με μικρή ως ανύπαρκτη στρέβλωση (76,4%) ή απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση (84,6%), μονοστέλεχα, χωρίς διάσπαση στον κορμό (89,1%) και με μικρή ως μηδενική παραμόρφωση της βάσης τους (69,1%) (βλέπε πίνακα ). Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος τους, εμφανίζει ισχυρή ως πολύ ισχυρή κλαδοβρίθεια

172 (77,5%). Τα κορμοτεμάχια, εμφανίζουν επίσης ισχυρή ως πολύ ισχυρή ροζοβρίθεια (42,6%), ενώ έχουν εμφανή συντελεστή εκκεντρότητας (80,5%) και προβλήματα υγείας (52%), γεγονός που υποβιβάζει την ποιοτική τους κατάσταση (βλέπε πίνακα ). Τέλος, τα περισσότερα δέντρα, διακρίνονται από εμφανή εκκεντρότητα στη βάση τους (79,7%) και είναι ευθύϊνα (82,7%) (βλέπε πίνακα ). Η μέση απόκλιση των δέντρων από την κατακόρυφη θέση, ανέρχεται σε 2 ο, η μέση κλαδοβρίθεια είναι 65,69%, η μέση ένταση θλιψιγενούς ξύλου είναι 3,66% στη βάση των δέντρων και 2,03% στη βάση των κορμοτεμαχίων, ο μέσος συντελεστής εκκεντρότητας είναι 1,42 στη βάση των δέντρων και 1,23 στη βάση των κορμοτεμαχίων, η μέση στρεψοΐνια του κορμού είναι 0,35 ο και η μέση ροζοβρίθεια σε 5 ρόζους/m (βλέπε πίνακα 7.2.1). Οι τιμές αυτές αυξάνονται σε μικρό βαθμό, όταν δεν υπολογίζονται τα δέντρα ή τα κορμοτεμάχια, που δεν εμφάνισαν κάποιο από τα παραπάνω αυξητικά σφάλματα. Τα περισσότερα άτομα βρίσκονται κυρίως σε ισχυρές ως πολύ ισχυρές κλίσεις και σε ποιότητα τόπου ΙΙΙ (βλέπε πίνακα ) Οι Low (1964a) και Dyson (1969) προσπάθησαν να ταξινομήσουν τα δέντρα ανάλογα με το εξωτερικό τους σχήμα, ενώ ο Lundgren (2000) αναφέρει ότι το εξωτερικό σχήμα του κορμού αποτελεί καλό δείκτη για την ποιότητα της παραγόμενης ξυλείας. Μεταβλητές όπως στρεβλότητα, κωνικομορφία, ελλειψοειδής μορφή και ευθυτένεια μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μοντέλα ποιοτικής ταξινόμησης. Οι Gjedrum et al. (2001) διέκριναν 6 τύπους στρέβλωσης του κορμού και δημιούργησαν σχηματικές παραμέτρους τρισδιάστατων μοντέλων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανίχνευση κορμών με συγκεκριμένο τύπο στρέβλωσης. Ο Τσουμής (1961) σε μελέτη κορμοτεμαχίων ελάτης στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου, βρήκε ότι ο μέσος βαθμός ροζοβρίθειας ανέρχονταν σε 9,6 ρόζους/m, ενώ αναφέρει ότι ένα σημαντικό ποσοστό (30%) παρουσίασε στρεψοΐνια. Έρευνες στο ίδιο δάσος (τμήμα 814) έδειξαν ότι ένα μεγάλο ποσοστό δέντρων (58%), εμφάνισε στρεψόϊνο ξύλο, σε γωνίες όμως 3-9 ο, που δεν επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες αξιοποίησης της παραγόμενης ξυλείας (Ντάσιου και Πασιαλής 2002). Στην ίδια περιοχή οι Μπόγρη και Βουλγαρίδης (2001) παρατήρησαν ότι, από τα δέντρα που εμφάνισαν θλιψιγενές ξύλο, το 24% ήταν κεκλιμένα όμως ευθυτενή, το

173 % είχε γονατοειδή βάση, το 8,7% είχε διόγκωση στη βάση, το 7,3% είχε διάσπαση του κορμού και το 3% εμφάνισε πολλαπλή καμπυλότητα του κορμού. Οι Barger and Ffolliott (1976) σε δέντρα του είδους Pinus ponderosa στις Η.Π.Α., με μέση διάμετρο 58,6 cm, παρατήρησαν απόκλιση από την κατακόρυφη θέση τους κατά 6 ο και μέση απόκλιση εντεριώνης (εκκεντρότητα) 2,54 cm από το κέντρο της διατομής. Σε συστάδες του είδους Pinus radiata στη Ν. Αφρική, παρατηρήθηκε έκκεντρη διαμόρφωση εντεριώνης, στο 63,4% των δέντρων που υλοτομήθηκαν (Hartig 1896). Οι Μουλόπουλος και Τσουμής (1960) σε υβρίδια λεύκης, κοντά σε παραποτάμιες περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας, παρατήρησαν στη βάση μέσο συντελεστή εκκεντρότητας 1,34 και μέση απόκλιση των δέντρων κατά 10 ο, ενώ αναφέρουν ότι το 76% του συνόλου τους εμφάνισε έκκεντρη διάταξη των δακτυλίων και το 85% απέκλινε από την κατακόρυφη θέση. Η υψηλή αυτή συχνότητα απόκλισης των δέντρων, αποδόθηκε στην επίδραση ισχυρών ανέμων που επικρατούν στην περιοχή και τη γραμμική διάταξη των ατόμων στη λευκοφυτεία. Σε σύγκριση με αυτή των δέντρων ελάτης της παρούσας έρευνας, πιθανώς να οφείλεται επιπλέον, στην ισχυρά ανταγωνιστική ικανότητα του είδους και την ταχυαύξεια που εμφανίζει ή στα διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. πλατιά κόμη). Οι Warensjö and Rune (2004), αναφέρουν ότι η έκκεντρη ανάπτυξη ενός δέντρου και ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ευθυτενούς κορμού, ιδίως σε νεαρότερα άτομα, όπου η γονατοειδής βάση με το χρόνο ευθυγραμμίζεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ευθυτενή δέντρα να περιέχουν μεγάλες ποσότητες θλιψιγενούς ξύλου, γεγονός που καθιστά την ευθυτένεια αναξιόπιστο μέτρο της εμφάνισης ξύλου ακανόνιστης δομής (Warensjö and Rune 2004). Ο Timell (1986), υποστηρίζει ότι τα δέντρα μπορούν να αποκλίνουν από την κατακόρυφη θέση τους εξαιτίας αβιοτικών παραγόντων (άνεμος, χιόνι, διάβρωση, έκθεση της πλαγιάς κλπ.) ή εξαιτίας τραυματισμών που προστίθενται από βιοτικούς παράγοντες, όπως ζώα (ζαρκάδια, τρωκτικά), έντομα (κυρίως παρασιτικά), μύκητες, μικροοργανισμοί κλπ., ενώ συχνά η λανθασμένη εγκατάσταση φυταρίων, σε διάφορες θέσεις του δάσους, αποτελεί αιτία για την ανάπτυξη γονατοειδούς βάσης ή στρεβλώσεων του κορμού. Ωστόσο, ένας ελαττωματικός επικόρυφος δέντρου είναι

174 μικρότερης σημασίας από ένα ελάττωμα σε κατώτερο σημείο του κορμού, κοντά στη βάση, επειδή το δεύτερο είναι μονιμότερο και δεν αλλάζει (Sutton 1973). Ο Dobie (1964) παρατήρησε στο είδος Pseudotsuga menziesii, ότι οι κορμοί που εμφάνισαν στρεβλώσεις ή γονατοειδή βάση απέφεραν 15% λιγότερη ξυλεία σε σύγκριση με αυτή που έδωσαν ευθυτενείς κορμοί, ενώ η ποιότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και άλλοι ερευνητές για διαφορετικά είδη και σφάλματα (Ffolliott and Barger 1967, Heiskanen 1968, Barger and Ffolliott 1970, Asikainen and Panhelainen 1970, Brown and Miller 1975, Lier 1977, Dobie and Middleton 1980, Ffolliott et al. 1983). Τα καταπιεσμένα άτομα παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευπάθεια σε στρέβλωση ή απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση και συνήθως στο δάσος υπάρχει πυκνή συγκόμωση και περιορισμένος αυξητικός χώρος (Pillow and Luxford 1937). Δέντρα τα οποία συναυξάνουν, έχουν την τάση να αποκλίνουν από την κατακόρυφη θέση, προς αντίθετες κατευθύνσεις, φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί από πολλούς ερευνητές (Pillow and Luxford 1937, Paul and Meagher 1949, Pearson 1950, Paul 1963, Barger and Ffolliott 1976). Η ρύθμιση της πυκνότητας των δέντρων είναι η καλύτερη μέθοδος που διαθέτει ο δασολόγος για να αλλάξει την παραγωγή και την ποιότητα του ξύλου (Larson 1969, 1972, Elliott 1970, Gardiner 1978). Κατά τους Zobel et al. (1983), μια υποσχόμενη μέθοδος, είναι η ανατροφή δέντρων με ελάχιστη ανομοιομορφία στην κόμη, που αποσκοπεί στη μικρότερη πιθανότητα ανάπτυξης αυξητικών αποκλίσεων του κορμού. Αυξητικά σφάλματα του κορμού τα οποία σχετίζονται με την παρουσία θλιψιγενούς ξύλου, είναι περισσότερο συνηθισμένα σε ανοιχτές παρά σε κλειστές συστάδες (Timell 1986). Αύξηση του φυτευτικού συνδέσμου έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της κόμης των δέντρων, γεγονός που εντείνει την κλαδοβρίθεια και τη δημιουργία μεγαλύτερων και περισσότερων ρόζων, ενώ ακανόνιστοι φυτευτικοί σύνδεσμοι επιδρούν άμεσα στη δημιουργία αυξητικών σφαλμάτων και θλιψιγενούς ξύλου, λόγω της φωτοτροπικής αντίδρασης του δέντρου (Pillow and Luxford 1937, Knigge 1958, Westing 1965, Timell 1986, Brazier and Mobbs 1993, Hapla et al. 2000, Macdonald and Hubert 2002).

175 Εμφάνιση και κατανομή θλιψιγενούς ξύλου Από τους 8 τύπους θλιψιγενούς ξύλου που παρατηρήθηκαν στην περιοχή έρευνας (βλέπε πίνακα , σχήμα ) συχνότεροι ήταν οι τύποι 2 (23,3% στη βάση των δέντρων και 21,5% στη βάση των κορμοτεμαχίων) και 4 (21,3% και 20,5% αντίστοιχα), οι οποίοι εμφανίζουν τυπική ημισεληνοειδή μορφή, που σχηματίζεται ασυνεχώς μονόπλευρα ή αμφίπλευρα της εντεριώνης (Εικόνα ). Εικόνα Τύποι θλιψιγενούς ξύλου που παρουσίασαν την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στο τμήμα 630, 2. Ημισεληνοειδής, μονόπλευρος, ασυνεχής, 4. Ημισεληνοειδής, αμφίπλευρος, ασυνεχής. Οι περισσότεροι ερευνητές αναφέρουν τέτοιους τύπους, με ημισεληνοειδές σχήμα και συνήθως προς την πλευρά των πλατύτερων αυξητικών δακτυλίων (Rendle 1956, Τσουμής 1961, 1994, Core et al. 1961, Low 1964, Westing 1965, Burdon 1975, Timell 1986, Zhu 1993, Anderson and Walter 1995, Öhman 1999, 2001, Warensjö and Rune 2004). Ανάλογες παρατηρήσεις έγιναν και από τους Μπόγρη και Βουλγαρίδη (2001) στο τμήμα 814 του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου. Το θλιψιγενές ξύλο πάντως αποτελεί συχνό σφάλμα και εμφανίζει ποικιλία μορφών και σχεδιάσεων στα δέντρα της ελάτης. Ο Timell (1986) στην εκτενή ανασκόπηση βιβλιογραφίας που έκανε, αναφέρει διαφόρων ειδών κατανομές και σχέδια του θλιψιγενούς ξύλου, όμως συχνότερα παρουσιάζει τους 4 πρώτους τύπους, όπου το σφάλμα έχει ημισεληνοειδή μορφή (μονόπλευρα ή αμφίπλευρα) και σπανιότερους θεωρεί τους τύπους σημειακής ή κεντρικής και περικεντρικής ανάπτυξης. Ωστόσο, δεν αναφέρεται κάποια ανάλογη κατηγοριοποίηση ή συχνότητα εμφάνισης των μορφών του θλιψιγενούς ξύλου. Ο Molski (1971) σε έρευνά του για την κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου σε πεύκα του είδους Pinus sylvestris, με κατεστραμμένο επικόρυφο, παρατήρησε ότι το σφάλμα

176 σχηματίστηκε στους στενότερους δακτυλίους, σε αντίθεση με τους πλατύτερους δακτυλίους, οι οποίοι περιείχαν ξύλο κανονικής δομής. Σε πειράματα που έγιναν στα κωνοφόρα Pinus taeda και Abies concolor, παρατηρήθηκε σπειροειδής σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου κατά την αύξηση 3-5ετών φυταρίων (Telewski 1988). Η έρευνα αυτή έδειξε ότι υπήρχαν δυο ελικοειδείς αυξητικές κινήσεις, διαφορετικής περιστροφικής συχνότητας, κάτι που σε ξυλώδη είδη σχετίζεται με πρωτεύοντες και δευτερεύοντες ιστούς. Ο σπειροειδής αυτός σχηματισμός του σφάλματος σχετίστηκε με γεωτροπικά ερεθίσματα και την αυξητική κίνηση των βλαστών. Η επιλογή της κατεύθυνσης περιστροφής, κατά τη θετική φορά, εξηγήθηκε με την επίδραση περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, όπως η κίνηση του ήλιου. Ωστόσο, άλλες έρευνες αναφέρουν ότι ο σπειροειδής αυτός σχηματισμός μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο κορμός του δέντρου είχε κλίση σε διάφορες κατευθύνσεις στα προηγούμενα έτη της ζωής του (Westing 1965, Timell 1986). Οι Rune and Warensjö (2002) αναφέρουν τέτοιο σχηματισμό σε δασική πεύκη, στη Σουηδία και υποστηρίζουν ότι παρατηρείται συνήθως όταν το δέντρο κλίνει προς την κατεύθυνση εκείνη που τείνει να αντισταθμίσει την παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, όμως ίσως να αποτελεί τυχαίο γεγονός. Μια τέτοια μορφή του θλιψιγενούς ξύλου δεν παρατηρήθηκε στην περιοχή έρευνας, όμως προσεγγίζει τον τύπο 7, όπου το σφάλμα εμφανίζεται περικεντρικά σχηματίζοντας κατά κάποιον τρόπο μια σπείρα (Εικόνα ). Α. Β. Εικόνα Εγκάρσια διατομή κορμών με θλιψιγενές ξύλο που κατανέμεται Α. Σπειροειδώς, σε δέντρο του είδους Picea sp. (Timell 1986) και Β. Περικεντρικά με δακτυλιοειδή μορφή, σε δέντρο του είδους Abies borisii regis, στην περιοχή έρευνας.

177 Από το σύνολο των δέντρων και παραχθέντων κορμοτεμαχίων που μελετήθηκαν στην περιοχή έρευνας, το 13,5% (36 δέντρα) και το 36,9% (385 κορμοτεμάχια), δεν παρουσίασε θλιψιγενές ξύλο στη βάση (βλέπε σχήμα ). Το υπόλοιπο ποσοστό των δέντρων (86,5%) και των κορμοτεμαχίων (63,1%) εμφάνισε το σφάλμα σε διάφορη ένταση (6 βαθμοί έντασης). Επίσης ένα 4,5% των δέντρων (12 δέντρα) δεν παρουσίασε θλιψιγενές ξύλο σε όλο το μήκος τους (βλέπε πίνακα ). Η πλειονότητα των δέντρων (95,8%), εμφάνισε θλιψιγενές ξύλο στη βάση, με μέτρια ως μηδενική ένταση, γεγονός που δε δημιουργεί προβλήματα στην αξιοποίηση των κορμοτεμαχίων (βλέπε σχήμα ). Ο Ohman (1999), υποστηρίζει ότι κορμοτεμάχια που εμφανίζουν υψηλής και πολύ υψηλής έντασης θλιψιγενές ξύλο πρέπει να διαχωρίζονται από τα άλλα κορμοτεμάχια, ώστε να επιτυγχάνεται η βέλτιστη αξιοποίησή τους. Στην περίπτωση της παρούσας έρευνας ένας τέτοιος διαχωρισμός κορμοτεμαχίων, με υψηλή και πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου, περιλαμβάνει το 1,8% του συνολικού αριθμού τους. Έρευνα που έγινε για την ακανόνιστη δομή του ξύλου στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου (τμήμα 814) έδειξε ότι το 65,5% των δέντρων παρουσίασε εμφανές οπτικά θλιψιγενές ξύλο, ενώ από αυτά ένα υψηλό ποσοστό (43,8%), είχε το σφάλμα σε ισχυρό βαθμό, που συνιστάται να αξιοποιείται χωριστά, λόγω της δυσμενούς επίδρασής του στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας (Μπόγρη και Βουλγαρίδης 2001). Οι Johnson and Brundage (1934) είχαν διαπιστώσει ότι σε κορμοτεμάχια ελάτης (Abies concolor) το 25% του συνόλου τους περιείχε σε διάφορες αναλογίες θλιψιγενές ξύλο, όμως το μεγαλύτερο μέρος του δεν είχε πρακτική σημασία. Για την Abies mayriana ο Kano (1954) βρήκε ότι το 22% των δειγμάτων, περιείχε ξύλο ακανόνιστης δομής. Επίσης σημαντικά ποσοστά βρέθηκαν και στην Abies procera (Paul et al. 1959). Σε δάση πεύκης (Pinus taeda) στην Αμερική, το θλιψιγενές ξύλο αποτελεί ένα κοινό σφάλμα και σύμφωνα με το Zobel (1971) το 10% της ξυλείας που παράγεται, περιέχει το σφάλμα αυτό σε έντονο βαθμό. Ο ίδιος ερευνητής σημειώνει σε παλιότερη έρευνα, ότι περισσότερο από το 90% των δέντρων που μελέτησε, παρουσίασε θλιψιγενές ξύλο στους 8 πρώτους αυξητικούς δακτυλίους (Zobel 1962).

178 Ο Shelbourne (1966, 1969) σε εκτενή μελέτη για την κληρονομικότητα του θλιψιγενούς ξύλου στο είδος πεύκης Pinus taeda, εκτίμησε ότι το 5% του συνολικού όγκου του κορμού καταλαμβάνονταν από ξύλο ακανόνιστης δομής σε έντονη μορφή, ενώ το 20-30% το εμπεριείχε σε ελαφριά έως μέτρια ένταση. Σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, τα δέντρα που αναπτύσσονται σε φυτείες ή διαχειριζόμενα δάση μπορούν να περιέχουν περισσότερο από 40% θλιψιγενές ξύλο στον κορμό τους (Timell 1986). Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου κυμάνθηκε από 0 μέχρι 25,9%, με μέσο όρο 3,66% στη βάση των δέντρων και 2,03% στη βάση των κορμοτεμαχίων (βλέπε πίνακες ). Η συνολική καμπύλη της πορείας της, ήταν ισχυρότερη στη βάση των δέντρων και μετατοπισμένη υψηλότερα, σχετικά με εκείνη στη βάση των κορμοτεμαχίων, παρουσιάζοντας όμως παρόμοια συμπεριφορά (βλέπε σχήμα ). Αυτή η καμπύλη έντασης του θλιψιγενούς ξύλου (στη βάση των δέντρων) θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό δείκτη εκτίμησης του σφάλματος (σχετικά με την έντασή του), στο σύνολο των κορμοτεμαχίων που παράγονται και να καταστήσει δυνατή την πρόβλεψη της έντασής του στο σύνολο των κορμοτεμαχίων από μετρήσεις της έντασής του στη βάση των δέντρων. Ο Warensjö (2003) αναφέρει, ότι το περιεχόμενο θλιψιγενές ξύλο στη βάση των κορμοτεμαχίων, αποτελεί καλό εκτιμητή του περιεχόμενου θλιψιγενούς ξύλου σε ολόκληρο τον κορμό του δέντρου και ιδίως όταν αυτός είναι ευθυτενής ή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες στρεβλώσεις, μολονότι η ευθυτένεια δεν είναι αξιόπιστος δείκτης του περιεχόμενου θλιψιγενούς ξύλου. Σε είδη Pinus ponderosa στις Η.Π.Α., από το σύνολο 103 δέντρων που εξετάστηκαν, το 61% παρουσίασε θλιψιγενές ξύλο που εύκολα προσδιορίστηκε οπτικά και καταλάμβανε το 0,6-20,9% της επιφάνειας της διατομής των κορμών με μέσο όρο 4%, ενώ τα περισσότερα δέντρα εμφάνισαν το σφάλμα στο κατώτερο τμήμα του κορμού και μόνο το 17,4% του συνόλου τους σε ανώτερο τμήμα (Barger and Ffolliott 1976). Σε διατομές κορμοτεμαχίων δασικής πεύκης στη Σουηδία, το συνολικό περιεχόμενο του θλιψιγενούς ξύλου κυμάνθηκε μεταξύ 0-26,6%, με περισσότερο να παρατηρείται στη βάση τους (Warensjö and Rune 2004).

179 Στην πλειονότητα (87,6%) των δέντρων υβριδογενούς ελάτης που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα, το θλιψιγενές ξύλο κατά την κατακόρυφη κατανομή του, άρχιζε από τη βάση και παρουσίασε 3 τύπους (Σχήμα ). Παρόμοια διάκριση τύπων κατακόρυφης κατανομής του σφάλματος δεν αναφέρεται από κανέναν ερευνητή, υπάρχουν όμως αναφορές για τον κατακόρυφο σχηματισμό του και την ένταση που εμφανίζει. Κατά την κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου παρατηρείται ότι, το σφάλμα εμφανίζει υψηλότερη ένταση κοντά στη βάση ή την κορυφή του δέντρου, ενώ στο ενδιάμεσο τμήμα του κορμού η έντασή του μειώνεται (βλέπε πίνακα ). Η υψηλή τιμή του κοντά στην κορυφή, πιθανώς οφείλεται στην εντονότερη επίδραση που δέχεται το δέντρο σε ανώτερα τμήματα, λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών (άνεμοι, χιόνια κλπ.) ή τον συναγωνισμό των γειτονικών ατόμων, που επιβάλλουν τις απαραίτητες αυξητικές κινήσεις του επικόρυφου. Το ύψος σχηματισμού του, κατά μήκος του κορμού, εμφάνιζε μεγάλη ποικιλία και συχνά ξεπερνούσε το 75% του ύψους του δέντρου. Οι περισσότεροι ερευνητές αναφέρουν ότι το σφάλμα εμφανίζεται συχνότερα κοντά στη βάση του δέντρου και έχει εντονότερη μορφή (Hale et al. 1961, Burdon 1974, Barger and Ffolliott 1976, Timell 1986, Warensjö and Rune 2004). Οι Pillow and Luxford (1937) έπειτα από εκτεταμένες μετρήσεις υπαίθρου σε είδη ελάτης και πεύκης στην περιοχή της California, παρατήρησαν ότι το θλιψιγενές ξύλο εμφανίζεται συνήθως σε λίγους αυξητικούς δακτυλίους στη βάση των δέντρων, κοντά στην εντεριώνη και εκτείνεται σε ύψος μέχρι και 15 m από το έδαφος. Στη Νορβηγία, έρευνα σε είδη Picea abies, έδειξε ότι η παρουσία θλιψιγενούς ξύλου ήταν περισσότερο κοινή σε κορμοτεμάχια που προέρχονταν από τα ανώτερα τμήματα του κορμού (75%), σε σχέση με εκείνα των κατώτερων τμημάτων (44%), χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις στο θλιψιγενές ξύλο κατά την ακτινική διεύθυνση (Perstorper et al. 1995).

180 Επίδραση ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Από την έρευνα προκύπτει ότι, τα αυξητικά και ποιοτικά γνωρίσματα των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, δεν εμφανίζουν κάποια αξιόλογη ή σημαντική συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι, από το σύνολο των αυξητικών χαρακτηριστικών που μελετήθηκαν, η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, η ροζοβρίθεια του κορμοτεμαχίου, ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου και το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, επηρεάζουν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, όμως ο βαθμός επίδρασης είναι αδύναμος. Από τη συσχέτιση των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών (βλέπε πίνακα ), με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, προκύπτει ότι, η διάμετρος και το ύψος των δέντρων, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων και η ροζοβρίθεια των κορμοτεμαχίων, εμφάνισαν αδύναμη συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,05 ή 0,01). Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, δεν εμφάνισαν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ενώ πολλά από αυτά ήταν αδύνατο να συσχετισθούν. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ενός άλλου είδους συσχέτισης μεταξύ των παραπάνω χαρακτηριστικών και του θλιψιγενούς ξύλου (π.χ. μερικώς γραμμική ή μη γραμμική συσχέτιση). Επίσης, οι επιδράσεις των αυξητικών χαρακτηριστικών, μπορεί να υπάρχουν σε στατιστικά μη αποδεκτό ή μη σημαντικό επίπεδο, όμως να εξηγούν ικανοποιητικά τη σχέση τους με το θλιψιγενές ξύλο. Η διάμετρος και το ύψος του δέντρου, παρουσίασαν αρνητική και αδύναμη συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ), που είχε υψηλότερες τιμές στις μικρότερες κλάσεις διαμέτρου και ύψους (βλέπε πίνακες , ). Πιθανώς αυτό να οφείλεται, στο γεγονός ότι το θλιψιγενές ξύλο, κατανέμεται σε μεγαλύτερες διαστάσεις διαμέτρου και ύψους, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσοστό επιφάνειας που καταλαμβάνει (ένταση) στην εγκάρσια διατομή της βάσης του δέντρου. Επιπλέον, λόγω του μεγάλου ύψους του δέντρου, υπάρχει

181 μεγαλύτερη πιθανότητα να κατανέμεται σε υψηλότερα σημεία από τη βάση του δέντρου, ώστε να λάβει μέρος σε αυξητικές διαδικασίες και κινήσεις του κορμού. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά του βαθμού λυγερότητας του δέντρου, αφού μείωσή του συνεπάγεται αύξηση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ). Η αρνητική αυτή σχέση, πιθανώς οφείλεται στη σταθερότητα του δέντρου, η οποία ενισχύεται όσο μειώνεται ο βαθμός λυγερότητας και όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα θλιψιγενούς ξύλου. Επαληθεύεται λοιπόν, η άποψη ότι το θλιψιγενές ξύλο έχει θετική επίδραση σε ζωντανά ιστάμενα δέντρα και επηρεάζει την προσαρμογή τους στο περιβάλλον, προσδίδοντας την απαιτούμενη σταθερότητα, ώστε να αντεπεξέλθουν στις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες. Η ηλικία του δέντρου, δεν επηρέασε σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο το θλιψιγενές ξύλο, όμως τα πιο ηλικιωμένα δέντρα ( ετών), εμφάνισαν κατά μέσο όρο, την υψηλότερη τιμή έντασης θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ). Αυτό πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι όσο ωριμάζει το δέντρο, μειώνεται η αυξητική του δραστηριότητα σε ύψος, ενώ συνεχίζει η κατά πάχος αύξηση του κορμού και των ζωντανών κλαδιών, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του συντελεστή λυγερότητας και άρα της σταθερότητας. Η ζωτικότητα και τάση εξέλιξης του δέντρου, επίσης δεν επηρέασαν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, όμως παρατηρείται ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, είναι υψηλότερη σε ζωηρά αναπτυσσόμενα δέντρα με ανερχόμενη τάση εξέλιξης και μειώνεται όσο τα άτομα γίνονται καχεκτικά και υπολείπονται των άλλων (βλέπε πίνακες , ). Ακόμα, η ποιότητα κορμού του δέντρου, φαίνεται να επιδρά αρνητικά στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, όχι όμως σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο και όσο βελτιώνεται τόσο μειώνεται το θλιψιγενές ξύλο (βλέπε πίνακα ). Παρατηρείται ότι τα δέντρα του μεσωρόφου, παρουσιάζουν ισχυρότερη τάση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί από την καταπίεση που δέχονται από δέντρα του ανωρόφου και τις έντονες συνθήκες συναγωνισμού που δημιουργούνται. Τα δέντρα του υπορόφου, δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων, λόγω του μικρού αριθμού τους, εντούτοις μπορούν να δικαιολογήσουν σε μικρό βαθμό την υψηλή ένταση του

182 θλιψιγενούς ξύλου, λόγω των αυξητικών ιδιομορφιών τους και της καταπίεσης που δέχονται. Αντίθετα στα δέντρα του ανωρόφου το σφάλμα περιορίζεται, λόγω της κυριαρχίας των ατόμων αυτών και του εκτεταμένου αυξητικού χώρου τους, ως επίδραση της επιλογής που έχουν υποστεί. Αυτό φαίνεται και από την επίδραση της δασοκομικής εκτίμησης στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, όπου τα ωφέλιμα άτομα της συστάδας που συμβάλλουν στη δημιουργία του κατάλληλου αυξητικού χώρου, εμφανίζουν μεγαλύτερη μέση ένταση του σφάλματος, σε αντίθεση με τα άτομα καλής ποιότητας που αποτελούν φορείς αξίας. Τα επιζήμια άτομα ωστόσο, δεν είναι δυνατό να συγκριθούν με ασφάλεια λόγω του μικρού αριθμού τους (βλέπε πίνακα ). Χαρακτηριστική είναι η επίδραση του τύπου θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ), όπου η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, γίνεται μεγαλύτερη στους τύπους 8 και 7 (δηλαδή της κεντρικής και περικεντρικής μορφής), ενώ όπως φαίνεται στο Σχήμα , το σφάλμα αυξάνει την έντασή του όσο διαφοροποιείται από την ημισελινοειδή μορφή του (τύποι 1-4), όσον αφορά το σχηματισμό του στη βάση των κορμοτεμαχίων. Μολονότι σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, υπάρχει επίδραση του τύπου στην ένταση του σφάλματος, είναι αδύνατη η συσχέτιση μεταξύ τους (ασυνεχής μεταβλητή). cw, % 8,00 7,00 6,00 5,00 4,00 3,00 2,00 1,00 0, (1-4) tcw Σχήμα Ένταση θλιψιγενούς ξύλου (cw, %) σε σχέση με τον τύπο (tcw) που εμφανίζει (βλέπε σχήμα ) στη βάση του κάθε κορμοτεμαχίου. Με διαγράμμιση συμβολίζεται η μέση τιμή των τύπων 1-4. Το θλιψιγενές ξύλο, κατά την κατακόρυφη κατανομή του, εμφανίζει υψηλότερη ένταση κοντά στη βάση και την κορυφή του δέντρου, ενώ στο ενδιάμεσο τμήμα του

183 κορμού μετριάζεται (βλέπε πίνακα ). Αυτό πιθανώς οφείλεται στις τάσεις που αναπτύσσονται στον κορμό και το μεγαλύτερο βάρος που δέχεται η βάση του δέντρου. Η αύξηση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στα ανώτερα τμήματα του κορμού, δείχνει ότι το σφάλμα επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. άνεμος, χιόνια), που επιβαρύνουν και κάμπτουν την κορυφή του δέντρου, δημιουργώντας κατάλληλες προϋποθέσεις σχηματισμού του. Η επίδραση της εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, είναι θετική και παρουσιάζει αδύναμη γραμμική συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακες , , σχήμα ). Παρόμοια η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, επιδρά θετικά στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, όμως δεν είναι δυνατό να συσχετισθεί με αυτή (ασυνεχής μεταβλητή). Ωστόσο, φαίνεται ότι όσο αυξάνεται η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου τόσο υψηλότερη γίνεται η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ). Αρνητική και αδύναμη, είναι η συσχέτιση του βαθμού ροζοβρίθειας των κορμοτεμαχίων με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, αφού αύξηση της ροζοβρίθειας, συνεπάγεται μείωση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακες , ), μολονότι η ύπαρξη ρόζων στον ιστό του κορμού, αλλοιώνει τη δομή του ξύλου. Κλαδοβριθές με ισχυρή κόμη δέντρο, λόγω της ισχυρής φωτοσυνθετικής ικανότητάς του, εμφανίζει συνήθως μεγάλη διάμετρο κορμού και εκτεταμένο αυξητικό χώρο, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει ιδιαίτερη σταθερότητα, που συνδέεται με υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η κλαδοβρίθεια του δέντρου, όπου ήταν μικρή, συνοδεύτηκε από μικρή ένταση θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ). Το μέγεθος (μήκος) της κόμης του δέντρου (ως κλαδοβρίθεια του κορμού), αναμενόταν να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου, εξαιτίας των τάσεων που μπορούν να δημιουργηθούν στον κορμό, από τη φόρτιση που ασκεί. Ωστόσο, δε φαίνεται να υπάρχει σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, κάποια επίδραση (βλέπε πίνακα ). Η αδύναμη αυτή σχέση, ίσως εξαρτάται από τη μικρή ανομοιομορφία της κόμης του είδους της ελάτης και το κωνικό σχήμα της, που κατανέμει ομοιογενώς, κατά κάποιο τρόπο, το φορτίο και δεν παρουσιάζει ισχυρές αποκλίσεις (όπως γίνεται π.χ. στην πεύκη). Παρατηρείται ότι η υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου, εμφανίζεται σε δέντρα με ποσοστό κόμης στο

184 δέντρο 25-50%, γεγονός που δείχνει ότι απαιτείται μια σημαντική αναλογία κόμης που θα προσδώσει υψηλό σχετικά κέντρο βάρους με παράλληλα σημαντικό βάρος. Αυξητικά σφάλματα που δεν επηρέασαν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, εμφανίζουν σε ακραίες τιμές τους, υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου. Παράδειγμα αποτελούν, η στρέβλωση του κορμού του δέντρου (βλέπε πίνακα ), η διάσπαση του κορμού του δέντρου (βλέπε πίνακα ), η απόκλιση του δέντρου από την κατακόρυφη θέση (βλέπε πίνακα ) και η υγεία του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου (βλέπε πίνακα ), που έδειξαν ότι σε έντονη μορφή, επηρεάζουν το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου. Έτσι, το θλιψιγενές ξύλο, εμφάνισε υψηλότερες τιμές έντασης σε ισχυρή στρέβλωση του δέντρου (πολλαπλή στρεβλότητα του κορμού με 3 καμπύλα τμήματα), σε πολλαπλή διάσπαση του κορμού (πολυέλαιος), σε ισχυρή απόκλιση του κορμού από την κατακόρυφη θέση (13-16 ο ) και σε δέντρα ή κορμοτεμάχια με κακή υγεία (ασθενικά με προσβεβλημένο από ζωντανούς οργανισμούς ξύλο). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αυξητικά σφάλματα δεν έχουν επίδραση σε ικανοποιητικό βαθμό, επειδή εμφανίστηκαν σε ένα σχετικά μικρό αριθμό δέντρων και ως μεταβλητές υπόκεινται σε στατιστικούς περιορισμούς, λόγω του ποιοτικού χαρακτήρα τους. Η στρεψοΐνια δεν παρουσίασε καμία αξιόλογη επίδραση στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, ούτε συσχετίστηκε με αυτό. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο μικρό αριθμό δέντρων, που εμφάνισαν στρεψοΐνια, ενώ τα δέντρα που είχαν συγχρόνως στρεψοΐνια και θλιψιγενές ξύλο, έδειξαν σαφώς μεγαλύτερη προδιάθεση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο υψηλής έντασης, σε μεγαλύτερες γωνίες ινών (>9 ο ) (βλέπε πίνακα ). Η ποιότητα τόπου επιδρά αδύναμα στην εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου, λόγω της ανομοιόμορφης έκτασης που έχει, με την ποιότητα τόπου ΙΙΙ, να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των δέντρων. Ακόμη ο πολύ μικρός αριθμός δέντρων στην ποιότητα τόπου ΙV, δεν επιτρέπει στατιστικά ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, φαίνεται ότι όσο υποβαθμίζεται η ποιότητα τόπου τόσο αυξάνεται η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου (βλέπε πίνακα ). Χαρακτηριστική είναι η ιδιαίτερα υψηλή τιμή έντασης του θλιψιγενούς ξύλου σε ήπιες κλίσεις εδάφους, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε πολύ ισχυρές κλίσεις εδάφους

185 (βλέπε πίνακα ). Αυτό δείχνει, ότι η κλίση του εδάφους δεν επιδρά άμεσα στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, μολονότι έμμεσα δημιουργεί προϋποθέσεις για σχηματισμό του, αφού οι μεγάλες κλίσεις, ευνοούν την παραμόρφωση της βάσης του δέντρου και το γονατοειδή σχηματισμό της (Low 1964a, Timell 1986, Tsoumis 1991, Τσουμής 1994, Βουλγαρίδης 2002, Barnett and Jeronimidis 2006). Έρευνα που έγινε σε δέντρα υβριδογενούς ελάτης στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου (τμήμα 814), έδειξε ότι η παρουσία θλιψιγενούς ξύλου συνδέεται με αποκλίσεις της εξωτερικής μορφής του δέντρου, ενώ η έκταση και ο βαθμός του έχει σχέση με τη μορφή του κορμού (Μπόγρη και Βουλγαρίδης 2001). Στο ίδιο μέρος παρατηρήθηκε ότι, όπου εμφανίζονταν συγχρόνως θλιψιγενές και στρεψόϊνο ξύλο, οι μεγαλύτερες γωνίες στρεψοΐνιας συνδέονταν με ισχυρή εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου (Ντάσιου και Πασιαλής 2002). Οι περισσότεροι ερευνητές αναφέρουν ότι υπάρχει αδύναμη συσχέτιση ανάμεσα στην εκκεντρότητα και το θλιψιγενές ξύλο (Molski 1971, Burdon 1975, Barger and Ffolliott 1976, Warensjö et al. 2002, Warensjö 2003, Warensjö and Rune 2004). Οι Rune and Warensjö (2002), σε δέντρα δασικής πεύκης 6 ετών στη Σουηδία, βρήκαν σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (p 0,01), συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου με το βαθμό παραμόρφωσης βάσης (r= 0,66) και το συντελεστή εκκεντρότητας (r= 0,44) του δέντρου, σε αντίθεση με παρόμοια εργασία τους, για δέντρα της ίδιας περιοχής 16 έτη αργότερα, η οποία δεν έδειξε καμιά συσχέτιση μεταξύ των παραπάνω αυξητικών χαρακτηριστικών (Warensjö and Rune 2004). Ο Warensjö (2003), αναφέρει ότι η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων που προέκυψαν από προσομοίωση κορμών σε Η/Υ, βάσει γεωμετρικών χαρακτηριστικών του κορμού, έδειξε ότι το θλιψιγενές ξύλο, η εκκεντρότητα και η ελλειπτικότητα του κορμού συσχετίζονται χαλαρά ως αδύναμα μεταξύ τους. Η ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου συσχετίστηκε σε στατιστικά σημαντικότερο επίπεδο με την εκκεντρότητα, από ότι με την ελλειπτικότητα του κορμού, ενώ η εκκεντρότητα, όταν εμφανίζονταν σε έντονο βαθμό στα άκρα του κορμού, είχε ισχυρή συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο στα ενδιάμεσα τμήματα του κορμού (r= 0,89). Το μοντέλο επεξηγεί το 72% της συνολικής διακύμανσης, ενώ το θλιψιγενές ξύλο ως μεταβλητή το 68% (Warensjö 2003).

186 Σύμφωνα με τους Barger and Ffolliott (1976), η απόκλιση του δέντρου, χωριστά ή σε συνδυασμό με άλλα εξωτερικά σφάλματα του κορμού, αποτελεί αναξιόπιστο δείκτη της ποσότητας του θλιψιγενούς ξύλου. Η συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου, με αυξητικά χαρακτηριστικά των δέντρων του είδους Pinus ponderosa στις Η.Π.Α., όπως η διάμετρος, η απόκλιση από την κατακόρυφη θέση και η εκκεντρότητα του κορμού, βρέθηκε αδύναμη (Barger and Ffolliott 1976). Σε δέντρα του είδους Pseudotsuga menziensii, η απόκλιση του κορμού και η κατά πάχος αύξηση του δέντρου, δεν έδειξαν να επηρεάζουν το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου, ενώ υπήρχε θετική συσχέτιση ανάμεσά τους (Riech and Ching 1970). Σε άλλη έρευνα, ο Core (1962a) αναφέρει ότι η κατανομή και έκταση σχηματισμού του θλιψιγενούς ξύλου, συσχετίστηκε θετικά με την απόκλιση από την κατακόρυφη θέση σε δέντρα ομήλικης συστάδας (20 ετών) Pinus resinosa, αλλά όχι με το ρυθμό αύξησης. Έρευνα που έγινε σε 18 κλώνους του είδους Pinus radiata, σε 4 διαφορετικές περιοχές, έδειξε ότι το θλιψιγενές ξύλο μπορεί να συσχετιστεί με την έκθεση, την κομοστέγη και τη γονιμότητα του εδάφους (Burdon 1975). Επίσης στην ίδια έρευνα, αναφέρεται ότι η χαμηλή γονιμότητα του εδάφους, πιθανώς δεν ευνοεί το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου. Ο βαθμός της έντασης του σφάλματος συσχετίστηκε με την κλίση του κορμού και τη διόγκωση της βάσης, όχι όμως και με τη στρέβλωση. Οι 18 κλώνοι παρουσίασαν διαφορές μεταξύ τους, ως προς την τάση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο. Η στρέβλωση του δέντρου, μολονότι εμφάνισε χαμηλή γενετική προδιάθεση για δημιουργία θλιψιγενούς ξύλου, μόνο σε εξαιρετικές και ακραίες περιπτώσεις αποτέλεσε αξιόλογο παράγοντα. Δέντρα τα οποία παρουσιάζουν μια μέση κατάσταση στρέβλωσης, είναι δυνατό να εμφανίσουν θλιψιγενές ξύλο σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι πολύ στρεβλά άτομα (Burdon 1975). Ο Shelbourne (1969), αναφέρει ότι ευθυτενείς και κατακόρυφοι κορμοί δέντρων είναι πάντα επιθυμητοί στο δάσος ή σε φυτείες, επειδή συνεπάγονται μειωμένο κόστος χειρισμού και μεταποίησης και λόγω του ότι, οι κεκλιμένοι ή οι στρεβλοί κορμοί τείνουν να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο σε διάφορες ποσότητες. Το θλιψιγενές ξύλο, δε σχετίζεται μόνο με αυξητικά σφάλματα που διακρίνονται στον κορμό του δέντρου πριν την υλοτομία του (ως ιστάμενο), όμως εμφανίζεται και

187 σε κατακόρυφους, ευθυτενείς, χωρίς ιδιαίτερα σφάλματα, κανονικούς κορμούς (Low 1964a, Shelbourne 1966, Burdon 1975, Barger and Ffolliott 1976). Για το λόγο αυτό, ο Low (1964b) υποστηρίζει ότι στο δάσος, είναι δύσκολο ως αδύνατο να διακριθούν τα δέντρα που έχουν θλιψιγενές ξύλο σε σημαντική ποσότητα, ώστε να επιλεχθούν κατάλληλα για υλοτομία και απομάκρυνσή τους. Η απομάκρυνση δέντρων με διακριτά σφάλματα στον κορμό προτείνεται από πολλούς ερευνητές ως μέσο ελάττωσης του θλιψιγενούς ξύλου σε φυσικές και τεχνητές συστάδες (Shelbourne 1969, Burdon 1975, Barger and Ffolliott 1976, Zobel et al. 1983, Macdonald and Hubert 2002). Για την επίδραση της ποιότητας τόπου στο σχηματισμό του σφάλματος, υπάρχουν αναφορές για το είδος Pinus strobus, ότι παρατηρήθηκε αύξηση της συχνότητας εμφάνισης του σφάλματος, σε φτωχότερες ποιότητες τόπου (Timell 1986). Οι Pillow and Luxford (1937) παρατήρησαν ότι ο ανταγωνισμός για φως σε κλειστές συστάδες και οι φωτοτροπικές κινήσεις των δέντρων, έχουν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ξύλου ακανόνιστης δομής κατά την αρχική αυξητική περίοδο των νεαρών δέντρων. Περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως χιόνι, άνεμος, τοπογραφική διαμόρφωση, έχουν παρόμοια επίδραση. Ωστόσο η μείωση του ρυθμού αύξησης του δέντρου με το πέρασμα του χρόνου δε φάνηκε να ευθύνεται για την εμφάνιση ξύλου ακανόνιστης δομής. Ο Timell (1986) αναφέρει ότι, μετά την αραίωση του δάσους, ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου δεν αυξάνεται σε σταθερά άτομα, με χαμηλό βαθμό λυγερότητας (h/d), λόγω ισχυρών ανέμων, σε αντίθεση με ασταθή δέντρα, που αναπτύσσονται σε λιγότερο βαθιά εδάφη. Το χιόνι έχει παρόμοια επίδραση με τον άνεμο στο σχηματισμό του σφάλματος και περισσότερο σε κλειστές συστάδες (Timell 1986). Ο Cown (1974) δοκιμάζοντας 2 σχέδια αραιώσεων σε δέντρα Pinus radiata στη Νέα Ζηλανδία, παρατήρησε ότι το θλιψιγενές ξύλο σχηματίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στην εντονότερη αραίωση και είχε υψηλότερο ρυθμό σχηματισμού. Στη βάση και στο στηθιαίο ύψος του κορμού, παρατηρήθηκε ισχυρά θετική συσχέτιση (r 2 = 0,74 και 0,89 αντίστοιχα) ανάμεσα στο ρυθμό αύξησης, όπως αυτός επηρεάστηκε από την αραίωση και την ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου. Η συσχέτιση εξασθενούσε όσο αυξάνονταν το ύψος, ιδίως σε δέντρα με μέτριο βαθμό αραίωσης. Το 20% της

188 παραγωγής ξύλου στο χαμηλότερο τμήμα του κορμού, αποτελούνταν από θλιψιγενές ξύλο, το οποίο οφείλονταν σε έντονες αραιώσεις και υψηλό ρυθμό αύξησης του δέντρου. Τη συσχέτιση αυτή ανάμεσα στο θλιψιγενές ξύλο και τον υψηλό ρυθμό αύξησης του δέντρου, ύστερα από αραίωση, παρατήρησαν και οι Barger and Ffolliott (1976), για το είδος Pinus ponderosa. Σύμφωνα με τον Timell (1986), οι επιλογικές υλοτομίες, σε σύγκριση με άλλου είδους αραιώσεις, περιορίζουν το σχηματισμό του θλιψιγενούς ξύλου. Ωστόσο, η δημιουργία μεγαλύτερου αυξητικού χώρου στη συνέχεια, επιδρά θετικά στο σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου στα εναπομείναντα δέντρα. Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο έντασης των αραιώσεων, όπου ο πιθανός σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου ελαχιστοποιείται (Timell 1986). Ο Low (1964b), αναφέρει για το είδος Pinus sylvestris, ότι τα ζωτικότερα δέντρα έχουν αυξημένη προδιάθεση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο, ενώ σε ομήλικες συστάδες, τα δέντρα του ανωρόφου αναμένεται να εμφανίζουν το σφάλμα σε μεγαλύτερο βαθμό, σε σύγκριση με αυτά του υπορόφου. Η ζωτικότητα του δέντρου, σε κωνοφόρα είδη, συνδέεται με υψηλότερο ρυθμό αύξησης και έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου μέσης έντασης σε όλο τον κορμό του δέντρου (Walker 1993). Ως αντίδραση σε αυτή την τάση, αποτελεί το γεγονός ότι τα υπολειπόμενα δέντρα του υπορόφου, που συνήθως καταπιέζονται, αποκλίνουν από την κατακόρυφη θέση ή δημιουργούν στρεβλώσεις και κατ επέκταση είναι πιθανότερος ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου σε αυτά (Pillow and Luxford 1937).

189 Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία Το ποσοστό θλιψιγενούς ξύλου που προσδιορίστηκε στα πειραματικά πριστά τεμάχια υβριδογενούς ελάτης, έφτασε μέχρι 35,2%, με μέση τιμή 10,4% στις διατομές της βάσης των πριστών (βλέπε πίνακα ). Επιπλέον, κατά μήκος του κορμού, η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισε ποικιλομορφία και ιδιαίτερα μειωμένη ένταση στη διατομή της κορυφής των πριστών (3,7% κατά μέσο όρο). Η συμπεριφορά των τιμών της παραμόρφωσης των πριστών σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, είναι περισσότερο αξιοποιήσιμη στη διατομή της βάσης, παρά στην κορυφή. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι το σφάλμα ήταν εντονότερο στη βάση και συσχετίστηκε σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p 0,05), με την παραμόρφωση των πριστών. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση των πριστών τεμαχίων με μήκος 2 m, επηρεάζει την κατά μήκος παραμόρφωσή τους, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (βλέπε πίνακα ). Έτσι παρατηρείται, ότι η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, αυξάνεται όσο υψηλότερη είναι η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Το ίδιο συμβαίνει και σε πριστά μήκους 1 m, μολονότι δεν υπάρχει επίδραση σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (βλέπε πίνακα ). Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση πριστών με μήκος 2 ή 1 m, δεν επιδρά στη μέση κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, μολονότι η κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της, σε πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου, είτε σε πριστά μήκους 2 m είτε σε πριστά μήκους 1 m (βλέπε πίνακες , ). Η μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών (μήκους 2 m) από τη βάση των πριστών, επηρεάστηκε από την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη τιμή της σε πριστά με κανονικό ξύλο (μηδενική ένταση θλιψιγενούς ξύλου) και τη μικρότερη τιμή της σε πριστά με θλιψιγενές ξύλο πολύ υψηλής έντασης (βλέπε πίνακα ). Η παραπάνω απόσταση, σε πριστά μήκους 1 m, δεν έδειξε να επηρεάζεται από την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, όμως παρουσιάζει κάποια τάση να αυξηθεί όσο μειώνεται η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου.

190 Ο τύπος βέλους κάμψης (a, b, c), φαίνεται να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο, το θλιψιγενές ξύλο που υπάρχει στη βάση των πριστών, επιδρά στην κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών ή στην απόστασή της από τη βάση των πριστών. Αυτό εκδηλώνεται πιο φανερά, όταν εξετάζεται η συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, με την παραμόρφωση των πριστών ή την απόστασή της από τη βάση των πριστών, ανάλογα του τύπου βέλους κάμψης (βλέπε σχήματα ). Σε κάποιους τύπους βέλους κάμψης, η συσχέτιση είναι ισχυρότερη, όμως δεν είναι ικανή να αποδώσει με στατιστική βεβαιότητα και αξιοπιστία, αυτή την αλληλεπίδραση, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πριστών και των τιμών που έδωσαν (βλέπε σχήμα ). Από τη συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου με την παραμόρφωση των πριστών, προκύπτει ότι το μήκος του πριστού, παίζει σημαντικό ρόλο στο βαθμό της συσχέτισης. Σε πριστά μήκους 2 m, η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, εμφανίζει θετική και χαλαρή συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης (βλέπε πίνακα , σχήμα ). Αντίθετα η μέση κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών δεν παρουσιάζει συσχέτιση, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, όπως και η απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από τη βάση των πριστών (βλέπε πίνακα ). Σε πριστά μήκους 1 m, δεν παρουσιάστηκε συσχέτιση σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, σε καμία παράμετρο παραμόρφωσης των πριστών, εκτός από την περίπτωση όπου, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου συσχετίστηκε αδύναμα με την απόσταση του παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από τη βάση του πριστού (βλέπε πίνακα ). Αυτό ίσως να οφείλεται στο μικρό μήκος των πριστών τεμαχίων και τη μεγάλη ανομοιογένεια του θλιψιγενούς ξύλου σε αυτά, το οποίο έχει περισσότερο ακραίες τιμές, χωρίς ύπαρξη ενδιάμεσων τιμών (βλέπε πίνακα , σχήμα ). Οι παραπάνω συσχετίσεις, εφόσον εμφανίστηκαν σε σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, ήταν θετικές για την παραμόρφωση ή τα βέλη κάμψης των πριστών και αρνητικές για την απόσταση που είχαν από τη βάση των πριστών (βλέπε πίνακα ). Αυτό δείχνει ότι το θλιψιγενές ξύλο, ευνοεί τη δημιουργία παραμορφώσεων κοντά στη βάση του πριστού, όπου και έχει συνήθως μεγαλύτερη ένταση.

191 Το θλιψιγενές ξύλο, σε σύγκριση με το ξύλο κανονικής δομής, επιδρά σημαντικά στην παραμόρφωση των πριστών μήκους 2 m, αυξάνοντας το βαθμό αξονικής στρέβλωσης μέχρι και 54% περισσότερο και μειώνοντας το βαθμό εγκάρσιας στρέβλωσης μέχρι και 15% λιγότερο, κατά μέσο όρο αντίστοιχα (βλέπε πίνακα ). Το γεγονός αυτό, πιθανώς οφείλεται στην ανισοτροπία του ξύλου αυτού και τη μικρότερη ακτινική και εφαπτομενική ρίκνωση που εμφανίζει. Ο Pillow (1951b), αναφέρει ότι κατά την ατμοσφαιρική ξήρανση του ξύλου, το περισσότερο κοινό σφάλμα που εμφανίζεται, είναι μια κατά μήκος τοξοειδής στρέβλωση. Η αξονική ρίκνωση και διόγκωση του θλιψιγενούς ξύλου, λόγω των αλλαγών της ατμοσφαιρικής υγρασίας, παρουσιάζεται κατά πολύ μεγαλύτερη του κανονικού ξύλου, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη τάσεων σε συνδέσεις δοκών ή άλλων κατασκευών από ξύλο, που οδηγούν στη χαλάρωση δεσμών (Timell 1986). Η ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης του κινδύνου για υψηλού βαθμού στρέβλωση (Warensjö and Lundgren 1998, Öhman 1998). Η υψηλή αξονική ρίκνωση, που σχετίζεται με τη μεγάλη γωνία των μικροϊνιδίων στο θλιψιγενές ξύλο, προκαλεί παραμόρφωση των πριστών, όπως στρέβλωση και ραγάδωση (Timell 1986, Warensjö and Lundgren 1998, Öhman 2002). Ο du Toit (1963), σε σχετική του έρευνα με πριστή ξυλεία που παράγεται από το είδος Pinus radiata, υποστηρίζει ότι ένα πριστό τεμάχιο που έχει ξύλο εξ ολοκλήρου θλιψιγενές, γεγονός πολύ σπάνιο, δεν παρουσιάζει προβλήματα στρέβλωσης ή ραγάδωσης, ενώ ο Knigge (1958) αναφέρει ότι, η χαμηλή ακτινική και εφαπτομενική ρίκνωση του θλιψιγενούς ξύλου, θα μπορούσε να αποτελέσει πλεονέκτημα. Ωστόσο, τεμάχια πριστής ξυλείας που παρουσίασαν 40-70% θλιψιγενές ξύλο, είχαν το μεγαλύτερο βαθμό στρέβλωσης (du Toit 1963). Σε πριστά μήκους 4,88 m και πάχους 38 mm του είδους Pinus ponderosa, ο όγκος του περιεχόμενου θλιψιγενούς ξύλου παρουσίασε, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, συσχέτιση (r 2 = 0,00-0,09, p 0,05) με την παραμόρφωση της πριστής ξυλείας, για 7 τύπους παραμόρφωσης και είχε μη γραμμική μορφή (Beard et al. 1993). Η αδύναμη αυτή εξάρτηση του θλιψιγενούς ξύλου με την παραμόρφωση των πριστών, πιθανώς οφείλεται στο μεγάλο μήκος των τεμαχίων και κατά συνέπεια στην περισσότερο ανομοιόμορφη και ανομοιογενή κατανομή του σφάλματος.

192 Ο Öhman (1999) αναφέρει ότι παρατήρησε χαλαρή συσχέτιση (r= 0,79) ανάμεσα στο θλιψιγενές ξύλο και τη στρέβλωση πριστών τεμαχίων, που προέρχονταν από το είδος Picea abies. Επίσης υποστηρίζει ότι από την ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου στα κορμοτεμάχια, είναι δυνατό να προσδιοριστεί η λιγότερο κατάλληλη για μηχανική κατεργασία, πριστή ξυλεία. Σε χλωρά πριστά του ίδιου είδους, το μέγεθος της παραμόρφωσης συσχετίστηκε με το περιεχόμενο θλιψιγενές ξύλο, θετικά και χαλαρά (r= 0,63), όμως η συσχέτιση δεν ήταν ικανή να επιτρέψει τον ασφαλή διαχωρισμό των τεμαχίων, με βάση την ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου (Öhman and Nyström 2002). Οι Donalson and Turner (2001), σε μελέτη παραμόρφωσης του ξύλου της Pinus radiata σε σκελετούς παραθύρων, παρατήρησαν ότι η κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου, η μέση γωνία των μικροϊνιδίων και η γωνία κλίσης των ινών (στρεψοΐνια), επιδρούν ισχυρά στην ανάπτυξη στρεβλώσεων. Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών αυτών, μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητικό προγνωστικό κριτήριο εμφάνισης στρέβλωσης σε πριστά τεμάχια, που προορίζονται για τέτοιου είδους χρήσεις. Τεμάχια με υψηλά επίπεδα στρέβλωσης, είχαν γωνία μικροϊνιδίων με μέση τιμή 32 ο και ποσότητες θλιψιγενούς ξύλου με μέση τιμή 15%, ενώ σε τεμάχια με χαμηλά επίπεδα στρέβλωσης, οι τιμές αυτές ήταν 24 ο και 7% αντίστοιχα. Το θλιψιγενές ξύλο και η γωνία των μικροϊνιδίων, φαίνονται να λειτουργούν ανεξάρτητα, γεγονός που δείχνει ότι η διαστασιακή σταθερότητα του θλιψιγενούς ξύλου, σχετίζεται περισσότερο με τη χημική διαφοροποίηση του ξύλου και την περιεκτικότητά του σε λιγνίνη ή υδατάνθρακες, παρά με τη γωνία μικροϊνιδίων. Σφάλματα στρεβλώσεων, μπορούν να ελαττωθούν με τον περιορισμό του θλιψιγενούς ξύλου, όπου η γωνία των μικροϊνιδίων αυξάνεται (Donalson and Turner 2001). Οι Johansson et al. (2001) αναφέρουν ότι, σε πριστή ξυλεία του είδους Picea abies, το θλιψιγενές ξύλο είχε ισχυρή επίδραση στη ρίκνωση των πριστών. Η υψηλή ένταση του θλιψιγενούς ξύλου συνοδεύτηκε από αύξηση αξονικής ρίκνωσης μέχρι και 100% και μείωση ακτινικής ή εφαπτομενικής ρίκνωσης μέχρι και 30%. Σπάνια περίπτωση αποτελεί η έρευνα των Boone and Chundnoff (1972), οι οποίοι δεν παρατήρησαν καμία ποιοτική υποβάθμιση και κανένα φαινόμενο στρέβλωσης, σε πριστή ξυλεία που προέρχονταν από το είδος Pinus caribaea και περιείχε θλιψιγενές ξύλο άνω του 50%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω ξυλεία, είχε διαμορφωθεί σε

193 σανίδες για επένδυση τοίχων, έπειτα από πρίση και πλάνιση, ενώ δυο έτη μετά τη χρήση της δεν εμφάνισε στρέβλωση. Ο οπτικός έλεγχος των κορμοτεμαχίων, με τη χρήση ακτίνων X και τη δημιουργία αξονικών τομογραφιών τους, είναι ικανός να εκτιμήσει την ποιότητα των κεντρικών πριστών που πρόκειται να παραχθούν. Χρήσιμοι δείκτες στη διαδικασία αυτή αποδεικνύονται οι ρόζοι (αριθμός, μέγεθος, γωνία, απόσταση μεταξύ τους), η διόγκωση της βάσης και η αναλογία σομφού-εγκάρδιου (Öhman 1999a). Οι Öhman and Nyström (2002), διέκριναν την παραμόρφωση χλωρών πριστών που προέρχονταν από το είδος Picea abies, σε 4 τύπους και παρατήρησαν ότι ανάλογα με την ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου που περιείχαν τα χλωρά πριστά, είναι δυνατό να υπάρξει ποικιλία παραμορφώσεων. Οι ίδιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει δυνατότητα πρόγνωσης της αξονικής κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, από τη στρέβλωση των χλωρών πριστών. Ο Öhman (1999b), αναφέρει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας από 55 ο C σε 100 ο C, κατά την εφαρμογή δυο προγραμμάτων ξήρανσης, σε πριστή ξυλεία Νορβηγικής ερυθρελάτης, δεν έδειξε να επηρεάζει σημαντικά τις εσωτερικές αξονικές τάσεις που σχετίζονται με την παρουσία θλιψιγενούς ξύλου και έπειτα οδηγούν στην αύξηση των παραμορφώσεων στα τελικά προϊόντα. Στην ίδια έρευνα, το θλιψιγενές ξύλο στη βάση των κορμοτεμαχίων, αποδείχθηκε φτωχός δείκτης της παραμόρφωσης των ξηρών πριστών (r<0,20), των χλωρών πριστών (r= 0,46) και του περιεχόμενου στα πριστά θλιψιγενούς ξύλου (r= 0,57). Αν τα κορμοτεμάχια παρουσιάζουν υψηλές ποσότητες θλιψιγενούς ξύλου (>20%) προτείνεται να διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα που έχουν λιγότερο ή καθόλου, ώστε τα προϊόντα που τελικά θα παραχθούν, να εμφανίζουν λιγότερα σφάλματα (παραμορφώσεις), με άμεση αύξηση της ολικής παραγωγής (Öhman 1999b). Ο Öhman (2001) σε μελέτη του για την επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου σε πριστή ξυλεία μήκους 1,5 m, που προέρχονταν από το είδος Picea abies, δεν παρατήρησε στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε δυο μεθόδους επανάπρισης (μια σε ξηρή και μια σε χλωρή κατάσταση), ως προς την ποιοτική παραγωγή πριστών προϊόντων. Η υπερβολική παραμόρφωση ήταν η βασική αιτία της υποβάθμισης των πριστών, ανεξαρτήτως του σχεδίου πρίσης, ενώ όσο περισσότερο θλιψιγενές ξύλο ή

194 μεγαλύτερη ανωμαλία υπήρχε στη βάση των πριστών, τόσο αυξάνονταν η πιθανότητα να υποβαθμιστούν ποιοτικά. Μικρά ποσοστά θλιψιγενούς ξύλου μπορούν να είναι αποδεκτά σε πριστά τεμάχια. Ποσοστά έως 10% δεν εμφανίζουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στην παραγωγή, σε αντίθεση με υψηλά περιεχόμενα θλιψιγενούς ξύλου (>50%) τα οποία καθιστούν ακατάλληλη την ξυλεία, ανεξαρτήτως σχεδίου πρίσης. Πριστά με θλιψιγενές ξύλο λιγότερο του 12%, παρουσίασαν κατά μέσο όρο, αποδεκτή παραγωγή σε ποσοστό 77%, ενώ από προϊόντα πριστής ξυλείας που εμφάνισαν θλιψιγενές ξύλο άνω του 50%, μόνο το 26% της παραγωγής (κατά μέσο όρο) έγινε αποδεκτό. Στην παραπάνω έρευνα, ο Öhman (2001) διέκρινε ανάλογα με το ποσοστό του θλιψιγενούς ξύλου τρεις κατηγορίες, χαμηλού (<12%), μέσου (12-15%) και υψηλού (>50%) βαθμού, θλιψιγενές ξύλο. Ο βαθμός αυτός θλιψιγενούς ξύλου, είχε αδύναμη επίδραση στην παραγωγή της πριστής ξυλείας, ιδίως όταν αυτή προέρχονταν από ευθείς κορμούς, ενώ όσο χαμηλότερος ήταν τόσο πιο βελτιωμένη εμφανίζονταν η παραγωγή. Η υψηλότερη παραγωγή παρατηρήθηκε σε ξυλεία, έπειτα από επανάπριση σε ξηρή κατάσταση, με θλιψιγενές ξύλο χαμηλού βαθμού (<12%). Η ποιοτική ταξινόμηση μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των αποκλειόμενων πριστών, αν χρησιμοποιηθούν κορμοί με θλιψιγενές ξύλο άνω του 50% (Öhman 2001). Τα χρωματικά χαρακτηριστικά και οι μεταβλητές που προέρχονται από ψηφιακές εικόνες πριστής ξυλείας, χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία ενός μη γραμμικού προγνωστικού μοντέλου, με ταξινόμηση και σύγκρισή τους, ενώ η ολική ακρίβεια που παρατηρήθηκε στην ταξινόμηση, έφτανε το 87% (Nystrom and Kline 2000). Το γεγονός αυτό ενισχύει τη χρήση αυτοματοποιημένων τεχνικών στην ταξινόμηση της πριστής ξυλείας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας.

195 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας μπορούν να συνοψισθούν σε 4 ενότητες, που σχετίζονται με τα εξής: 1. Επίδραση της δομής του δάσους στην ποιότητα των δέντρων και των δασοκομικών χειρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν, 2. Εμφάνιση, κατανομή και ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, 3. Επίδραση των ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο και 4. Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία Επίδραση της δομής του δάσους στην ποιότητα των δέντρων και δασοκομικοί χειρισμοί που μπορούν να εφαρμοστούν Οι δασοκομικοί χειρισμοί, θα πρέπει να ξεκινούν από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης των δέντρων, με σκοπό να περιορίσουν τα ποιοτικά σφάλματα που εμφανίζονται σε νεαρότερες ηλικίες και να ευνοήσουν τα άριστα άτομα, που θα συνθέσουν τη μελλοντική συστάδα. Τα μέτρα αυτά έχουν σχέση με την καλλιέργεια των νεοφυτειών και πυκνοφυτειών, καθώς και με τις εξευγενιστικές αραιώσεις των λεπτών κορμιδίων. Η ευνόηση νεαρών ατόμων, δημιουργεί προϋποθέσεις σταθερής ανάπτυξής τους, υπό την προστασία της μητρικής συστάδας, χωρίς αποκλίσεις και στρεβλώσεις του κορμού τους, λόγω ισχυρού ανταγωνισμού. Η αύξηση του δέντρου που θα ευνοηθεί, ώστε να εμφανίσει επιθυμητά ποιοτικά χαρακτηριστικά, πρέπει να ακολουθεί τον τύπο της συνεχούς συγκρατημένης ανερχόμενης προσαύξησης, μέχρι μια ώριμη ηλικία και έπειτα να αφήνεται η ελεύθερη ανάπτυξη και κυριαρχία του. Η ελάτη, επειδή έχει την ικανότητα να διορθώνει σφάλματα της νεότητας, εμφανίζει καλύτερη ποιοτική κατάσταση όταν αυξάνεται σταδιακά, καταλαμβάνοντας με σχετικά αργό ρυθμό, τα ανώτερα επίπεδα ορόφων. Για το λόγο αυτό, απαιτεί τουλάχιστο έτη για να παράγει ξύλο επιθυμητής ποιοτικής σύνθεσης και διαστάσεων. Αυτό αποδεικνύεται και από τα εξεταζόμενα δέντρα, τα οποία είχαν μέση ηλικία 148 έτη και τα περισσότερα εμφάνισαν συγκρατημένη προσαύξηση, λόγω της δομής του δάσους, χωρίς δημιουργία θλιψιγενούς ξύλου υψηλής έντασης. Η παράταση του περίτροπου χρόνου

196 και του χρόνου αναγέννησης, παίζει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της ποιότητας των κορμών των δέντρων. Ανοιχτές συστάδες του δάσους, με χαλαρή πυκνότητα και ευρύτερους αυξητικούς χώρους των δέντρων, ευνοούν το σχηματισμό ποιοτικών σφαλμάτων, επειδή ο ρυθμός αύξησης των δέντρων εντείνεται και το ποσοστό ζωτικότερων ατόμων με ανερχόμενη τάση εξέλιξης αυξάνεται. Με τον τρόπο αυτό είναι πιθανότερη η ανάπτυξη ανομοιόμορφης κόμης και κατά συνέπεια κλαδοβριθούς κορμού, ενώ οι κινήσεις των δέντρων γίνονται εντονότερες. Σε κλειστές συστάδες ωστόσο, ευνοείται η βραδύτερη και συγκρατημένη ανάπτυξη των δέντρων, όμως απαιτείται η ρύθμιση της πυκνότητάς τους, με κατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς, ώστε να περιορίζεται ο αριθμός καταπιεσμένων ατόμων και η υποβάθμιση της ποιοτικής σύνθεσης του δάσους. Η ρύθμιση της πυκνότητας του δάσους και η επιδίωξη ομοιόμορφων αυξητικών χώρων, χωρίς δημιουργία διακένων στην κομοστέγη, αποτελεί το σημαντικότερο δασοκομικό μέτρο για τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου ξύλου. Η απομάκρυνση ατόμων με διακριτά σφάλματα είναι επιθυμητή, εφόσον η ενέργεια αυτή ευνοεί τη δημιουργία κατάλληλου και ομοιόμορφου αυξητικού χώρου, για τα εκλεκτά άτομα της συστάδας. Οι δασοκομικοί χειρισμοί θα πρέπει να έχουν σκοπό τη ρύθμιση του χώρου και κάτω από την κομοστέγη του ανωρόφου, με χωρική διευθέτηση των δέντρων, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται κλιμακωτή δομή. Η διαμόρφωση της δομής αυτής σε ομαδο-λοχμοπαγείς συστάδες, διευκολύνει το δασοκομικό χειρισμό τους, ενώ παράλληλα επιτυγχάνεται η διαρκής κάλυψη και προστασία των νεαρότερων δέντρων και η συγκρατημένη αύξησή τους. Με τον τρόπο αυτό οι κηπευτικές υλοτομίες, στρέφονται και σε άτομα ή συνδεδρίες εντός των ομάδων του μεσωρόφου ή υπορόφου, συνδυάζοντας τον καλλιεργητικό σκοπό με τη διαρκή αναγέννηση του δάσους. Η υποκηπευτή-κηπευτή δομή του δάσους, στην περιοχή έρευνας, σε συνδυασμό με την ποιότητα τόπου και τις ιδιαίτερες οικολογικές συνθήκες, δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης και διαμόρφωσης ζωτικών και αυξητικά σταθερών δέντρων, με αξιόλογη ποιοτική σύνθεση, τα οποία δεν εμφανίζουν σφάλματα σε έντονο βαθμό και υψηλή συχνότητα. Εξαίρεση αποτελεί το σφάλμα της κλαδοβρίθειας και κατ επέκταση της ροζοβρίθειας, που εμφανίζονται συχνά σε ισχυρό βαθμό. Το γεγονός αυτό οφείλεται

197 εν μέρει στην κατάσταση αυτή του δάσους, όμως και στα ίδια τα δειγματοληπτικά δέντρα, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν κυρίαρχα, είχαν ξεπεράσει τη φάση του έντονου ανταγωνισμού και αναπτύσσονταν ελευθέρα, διαμορφώνοντας ευρεία και πολύκλαδη κόμη. Επίσης τα δέντρα αυτά, παρουσίασαν θλιψιγενές ξύλο σε ήπια μορφή (χαμηλής έντασης), που δε δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στην αξιοποίηση της παραγόμενης ξυλείας και δείχνει ότι η δομή αυτή του δάσους είναι ευνοϊκή για την ποιοτική κατάσταση των δέντρων, όσον αφορά το θλιψιγενές ξύλο Εμφάνιση, κατανομή και ένταση του θλιψιγενούς ξύλου Η οριζόντια και κατακόρυφη εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου, σε κορμούς δέντρων υβριδογενούς ελάτης στο τμήμα 630, του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου, εμφανίζει ιδιαίτερη ποικιλομορφία, αποδεικνύοντας την ανομοιομορφία που έχει ως ποιοτικό γνώρισμα των δέντρων. Στη συγκεκριμένη περιοχή έρευνας, η μορφή του θλιψιγενούς ξύλου, σε εγκάρσιες τομές του κορμού, έχει συνηθέστερα σχήμα ημισεληνοειδές, ασυνεχές και δίπλευρο ή μονόπλευρο, ενώ συνολικά διακρίνονται οκτώ διαφορετικοί τύποι εμφάνισης του θλιψιγενούς ξύλου. Επίσης παρατηρείται ότι το σφάλμα αυξάνει σε ένταση, όσο διαφοροποιείται από την ημισελινοειδή μορφή του. Κατά την κατακόρυφη διεύθυνση, διακρίνονται τρεις τύποι εμφάνισης θλιψιγενούς ξύλου (έναρξη από τη βάση του δέντρου με συνέχεια ή ασυνέχεια σε κάποιο ύψος ή έναρξη από ανώτερο σημείο του κορμού), όμως συχνότερα παρατηρείται ο τύπος κατά τον οποίο, το θλιψιγενές ξύλο αρχίζει από τη βάση του δέντρου και συνεχίζεται κατά μήκος του κορμού του δέντρου. Το ύψος σχηματισμού του θλιψιγενούς ξύλου, μέσα στον κορμό του δέντρου ποικίλλει και συχνά ξεπερνά το 75% του ύψους του δέντρου. Το σφάλμα εμφανίζει υψηλότερη ένταση κοντά στη βάση ή στο ανώτερο τμήμα του κορμού του δέντρου, ενώ στο ενδιάμεσο τμήμα του κορμού έχει χαμηλότερη ένταση. Η πλειονότητα (95,5%) των δέντρων υβριδογενούς ελάτης εμφάνισε θλιψιγενές ξύλο σε διάφορη ένταση (6 βαθμοί έντασης). Στο σύνολο των δέντρων, η ένταση αυτή κυμάνθηκε από 0 μέχρι 25,9%, με μέσο όρο 3,66% στη βάση των δέντρων και 2,03% στη βάση των κορμοτεμαχίων. Η μέση ένταση του θλιψιγενούς ξύλου είναι χαμηλού

198 βαθμού, όμως τα κορμοτεμάχια που εμφανίζουν υψηλής και πολύ υψηλής έντασης θλιψιγενές ξύλο, είναι επιθυμητό να διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα, ώστε να βελτιστοποιείται η αξιοποίησή τους. Στην περίπτωση της παρούσας έρευνας ένας τέτοιος διαχωρισμός κορμοτεμαχίων, με υψηλή και πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου, περιλαμβάνει το 1,8% του συνολικού αριθμού τους. Με βάση τα αποτελέσματα της οριζόντιας και κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, σε κορμούς δέντρων υβριδογενούς ελάτης, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό δείκτη εκτίμησης της κατακόρυφης κατανομής και έντασής του, στο σύνολο των δέντρων και των κορμοτεμαχίων που παράγονται, γεγονός που καθιστά δυνατή την καλύτερη ποιοτική αξιολόγηση των παραγόμενων κορμοτεμαχίων Επίδραση των ποιοτικών και αυξητικών χαρακτηριστικών στο θλιψιγενές ξύλο Από τα αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του δέντρου και του κορμού, η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, η ροζοβρίθεια του κορμοτεμαχίου, ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου και το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, επηρεάζουν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, όμως ο βαθμός επίδρασης είναι αδύναμος. Η διάμετρος, το ύψος και ο βαθμός ροζοβρίθειας του δέντρου, παρουσίασαν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, αρνητική και αδύναμη συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, ενώ στην περίπτωση του συντελεστή εκκεντρότητας η συσχέτιση ήταν θετική και αδύναμη. Σημαντικό είναι ότι, όσα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν στην έρευνα, εμφανίστηκαν σε έντονο βαθμό, είχαν αποτέλεσμα το σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου με υψηλή ένταση. Επίσης, τα αυξητικά στοιχεία των δέντρων, όπως η διάμετρος και το ύψος, δεν επιδρούν σημαντικά στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου και δεν είναι ικανά να εξηγήσουν τη μεταβλητότητά της.

199 Η σταθερότητα των δέντρων και ο χαμηλός βαθμός λυγερότητας, συνεπάγεται αύξηση ποιοτικών σφαλμάτων και θλιψιγενούς ξύλου, επειδή τα δέντρα έχουν προσαρμοστεί στο αυξητικό τους περιβάλλον και προσπαθούν να κυριαρχήσουν αναπτύσσοντας μηχανισμούς, οι οποίοι βοηθούν στην κατάληψη περισσότερου αυξητικού χώρου. Αυτή η τάση προσαρμογής, έχει ως συνέπεια τη χειροτέρευση της ποιοτικής κατάστασης των κορμών των δέντρων και αποδίδεται σε χαρακτηριστικά όπως, η ισχυρή κλαδοβρίθεια, η ανομοιόμορφη κόμη, η στρέβλωση του κορμού ή η παραμόρφωση της βάσης των δέντρων. Το γεγονός ότι η ποσότητα του θλιψιγενούς ξύλου αυξάνεται, όσο ενισχύεται η σταθερότητα του δέντρου και μειώνεται ο βαθμός λυγερότητας, εξηγεί ως ένα βαθμό την άποψη ότι, ο σχηματισμός θλιψιγενούς ξύλου έχει θετική επίδραση σε ζωντανά ιστάμενα δέντρα και διευκολύνει την προσαρμογή τους στο περιβάλλον, προσδίδοντας την απαιτούμενη σταθερότητα, ώστε να αντεπεξέλθουν στις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες. Ακόμη, παρατηρείται ότι απαιτείται σημαντική ποσότητα κόμης (25-50% του ύψους του δέντρου), ώστε να σχηματιστεί θλιψιγενές ξύλο με υψηλότερη ένταση, γεγονός που δείχνει ότι απαιτείται μια σημαντική αναλογία κόμης που θα προσδώσει υψηλό σχετικά κέντρο βάρους με παράλληλα σημαντικό βάρος. Τα δέντρα του μεσωρόφου εμφανίζουν εντονότερη τάση να σχηματίσουν θλιψιγενές ξύλο, λόγω του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσονται, ενώ τα ωφέλιμα άτομα της συστάδας, που συμβάλλουν στη δημιουργία του κατάλληλου αυξητικού χώρου, εμφανίζουν τη μεγαλύτερη μέση ένταση του σφάλματος. Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, επηρεάζεται θετικά και αδύναμα από τη ζωτικότητα και την τάση εξέλιξης του δέντρου, και έχει αυξητική τάση, όταν το δέντρο είναι κοινωνικά ανερχόμενο ή εμφανίζει ζωηρή ανάπτυξη. Ακόμα, η ποιότητα κορμού του δέντρου, φαίνεται να επιδρά αρνητικά στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου και όσο βελτιώνεται τόσο μειώνεται το θλιψιγενές ξύλο, όχι όμως σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο. Η ποιότητα τόπου και η κλίση του εδάφους, επιδρούν αδύναμα και ανομοιογενώς στην ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, όμως το σφάλμα δείχνει να έχει αυξητική τάση,

200 όταν τα δέντρα αναπτύσσονται σε χειρότερες ποιότητες τόπου και σε ισχυρότερες κλίσεις του εδάφους. Το θλιψιγενές ξύλο μεταβάλλεται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του δέντρου και πρέπει να εξετάζεται ως σφάλμα το οποίο εμπεριέχει δυναμικό και ποικιλόμορφο χαρακτήρα. Υπάρχει πιθανότητα, το θλιψιγενές ξύλο να αυξάνεται όταν υπάρχει καταπίεση του δέντρου από γειτονικά άτομα και να ελαττώνεται μετέπειτα, κατά την ελεύθερη αύξηση ή την ενδεχόμενη κυριαρχία του δέντρου. Η διακοπή της δημιουργίας ή ο επανασχηματισμός του σφάλματος, πιθανώς σχετίζεται με τις κοινωνικές ανακατατάξεις στο δάσος και το περιβάλλον αύξησης του δέντρου. Η ισχυρή επίδραση του αυξητικού περιβάλλοντος, φαίνεται και από το γεγονός ότι, το σφάλμα δεν εμφανίζει ομοιογενή και σταθερή συμπεριφορά και μεταβάλλεται διαφορετικά από δέντρο σε δέντρο Επίδραση του θλιψιγενούς ξύλου στην πριστή ξυλεία Γενικότερα, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου επηρεάζει το μέγεθος των βελών κάμψης και της παραμόρφωσης των πριστών. Επιπλέον, όπου παρατηρήθηκαν υψηλές τιμές της έντασης, συνδέονταν με ισχυρή παραμόρφωση των πριστών. Κατά μήκος του κορμού, η κατακόρυφη κατανομή του θλιψιγενούς ξύλου εμφάνισε ποικιλομορφία και μειωμένη ένταση στη διατομή της κορυφής των πριστών. Η συμπεριφορά των τιμών της παραμόρφωσης των πριστών σε σχέση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, είναι περισσότερο αξιοποιήσιμη στη διατομή της βάσης, παρά στην κορυφή. Η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, στη βάση πριστών τεμαχίων μήκους 2 ή 1 m, επηρεάζει θετικά την κατά μήκος παραμόρφωσή τους (υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου συνεπάγεται αύξηση της μέσης κατά μήκος παραμόρφωσης των πριστών), όμως δεν επιδρά στη μέση κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, μολονότι η κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών, εμφάνισε τη μεγαλύτερη τιμή της, σε πολύ υψηλή ένταση θλιψιγενούς ξύλου. Η μέση απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από τη βάση των πριστών, σε πριστά μήκους 2 m, επηρεάστηκε αρνητικά από την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη τιμή της σε πριστά με κανονικό ξύλο (μηδενική ένταση θλιψιγενούς ξύλου) και τη μικρότερη τιμή της σε πριστά με θλιψιγενές ξύλο πολύ

201 υψηλής έντασης, ενώ σε πριστά μήκους 1 m, δεν επηρεάστηκε από την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου. Η πολύ υψηλή ένταση του θλιψιγενούς ξύλου μπορεί να αποτελέσει δείκτη για υψηλού βαθμού παραμόρφωση. Ωστόσο, το θλιψιγενές ξύλο και η παραμόρφωση του πριστού, δε συσχετίζονται ισχυρά, ώστε να εξηγηθεί με στατιστική ασφάλεια η αλληλεπίδραση μεταξύ τους και να υπάρξει κάποια αποτελεσματική συνάρτηση. Από τη συσχέτιση του θλιψιγενούς ξύλου με την παραμόρφωση των πριστών, προκύπτει ότι το μήκος του πριστού, παίζει σημαντικό ρόλο στο βαθμό της συσχέτισης. Σε πριστά μήκους 2 m, η μέση κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών, εμφανίζει θετική και χαλαρή συσχέτιση με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των πριστών, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, ενώ η μέση κατά πλάτος παραμόρφωση των πριστών και η απόσταση της κατά μήκος παραμόρφωσης από τη βάση των πριστών δεν παρουσιάζουν συσχέτιση, σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης. Σε πριστά μήκους 1 m, δεν παρουσιάστηκε συσχέτιση σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, σε καμία παράμετρο παραμόρφωσης των πριστών, εκτός από την περίπτωση όπου, η ένταση του θλιψιγενούς ξύλου συσχετίστηκε αδύναμα με την απόσταση του παράλληλου μέγιστου βέλους κάμψης από τη βάση του πριστού. Οι συσχετίσεις της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου με την παραμόρφωση των πριστών και την απόστασή της από τη βάση των πριστών, εφόσον εμφανίστηκαν σε σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, ήταν θετικές για την παραμόρφωση ή τα βέλη κάμψης των πριστών και αρνητικές για την απόσταση που είχαν από τη βάση των πριστών. Αυτό δείχνει ότι το θλιψιγενές ξύλο, ευνοεί τη δημιουργία παραμορφώσεων κοντά στη βάση του πριστού, όπου και έχει συνήθως μεγαλύτερη ένταση. Ο τύπος βέλους κάμψης (a, b, c), φαίνεται να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο, το θλιψιγενές ξύλο, επιδρά στην κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών ή στην απόστασή της από τη βάση των πριστών. Σε κάποιους τύπους βέλους κάμψης, η συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, με την παραμόρφωση των πριστών ή την απόστασή της από τη βάση των πριστών, είναι ισχυρότερη, όμως δεν είναι ικανή να αποδώσει με στατιστική βεβαιότητα και αξιοπιστία, αυτή την αλληλεπίδραση, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πριστών και των τιμών που έδωσαν.

202 Το θλιψιγενές ξύλο, σε σύγκριση με το ξύλο κανονικής δομής, επιδρά σημαντικά στην παραμόρφωση των πριστών μήκους 2 m, αυξάνοντας το βαθμό αξονικής στρέβλωσης μέχρι και 54% περισσότερο και μειώνοντας το βαθμό εγκάρσιας στρέβλωσης μέχρι και 15% λιγότερο, κατά μέσο όρο αντίστοιχα. Η ανομοιόμορφη εμφάνιση του θλιψιγενούς ξύλου κατά την εγκάρσια και αξονική διεύθυνση, με τη μικρότερη εφαπτομενική και ακτινική ρίκνωση που το διακρίνει, μπορεί να εξηγήσει την αδυναμία προσδιορισμού ισχυρής συσχέτισής του με άλλα σφάλματα του κορμού ή της πριστής ξυλείας. Αυτό σε σχέση με τη μεταβλητότητα του σφάλματος, λόγω του αυξητικού περιβάλλοντος, δείχνει ότι τα αίτια του θλιψιγενούς ξύλου, θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες και όχι σε ενδογενείς, που αφορούν ποιοτικά και αυξητικά γνωρίσματα του δέντρου. Ο μηχανισμός ανάπτυξης του θλιψιγενούς ξύλου αποτελεί φυσιολογική διαδικασία και συντελείται με τη συνεπίδραση αυξητικών ορμονών, όμως το ερέθισμα σχηματισμού του, οφείλεται σε οικολογικούς παράγοντες και κυρίως στο ενδοσυσταδικό περιβάλλον και μικροπεριβάλλον, που δημιουργείται κοντά στο δέντρο. Ο ταχύς ρυθμός αύξησης του δέντρου (ποσοτική απόδοση), έχει αντιστρόφως ανάλογη πορεία με την ποιότητα του παραγόμενου ξύλου (ποιοτική απόδοση). Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο, όπου επέρχεται μια εξισορρόπηση και εναρμόνιση μεταξύ της ποσοτικής και ποιοτικής απόδοσης της παραγόμενης ξυλείας, ενώ παράλληλα επιτυγχάνεται η αριστοποίηση της ολικής παραγωγής, συνδυάζοντας, τη μέγιστη δυνατή ποιότητα και ποσότητα ξύλου. Η σύγχρονη επίτευξη και των δυο αυτών μεταβλητών, είναι σχετικά δύσκολο να υπολογιστεί, αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος των παραγόντων που συνεπιδρούν στο δάσος. Ωστόσο, η εκτίμηση μιας άριστης περιοχής τιμών, όπου η ποσοτική απόδοση του δέντρου δεν αντίκειται στην ποιοτική του απόδοση και επέρχεται συγκερασμός τους, είναι πολύ σημαντική για την πλέον ενδεδειγμένη αξιοποίηση των αγαθών του δάσους.

203 ΜΕΤΡΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η ποιότητα της παραγόμενης ξυλείας, εξαρτάται από τη διαχείρισή της και όλη εκείνη τη διαδικασία που ακολουθείται, ξεκινώντας από τη συγκομιδή της μέχρι τη μεταφορά της στο πριστήριο και την τελική κατεργασία και επεξεργασία της. Το σύνολο των παραγόντων μεταχείρισης της ξυλείας, που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία αυτή και επιδρούν καθοριστικά στην ολική ποιότητα, όπως ρίψη και διαμόρφωση των δέντρων, παραμονή του ξύλου σε χώρους συγκέντρωσής του, μετατόπιση, μεταφορά, πρίση, στοίβαση, ξήρανση και μηχανική κατεργασία του ξύλου κλπ., απαιτεί κατάλληλη ρύθμιση και οργάνωση. Η διαμόρφωση ενός συστήματος ποιοτικής ταξινόμησης και τυποποίησης της ξυλείας, που είναι βασισμένο στις απαιτήσεις της αγοράς, καθίσταται αναγκαία. Τα κυριότερα μέτρα που προτείνονται για την ποιοτική βελτίωση των συστάδων και της παραγόμενης ξυλείας στην περιοχή έρευνας είναι: Επιδίωξη της κηπευτής δομής του δάσους, για συνεχή προστασία των νεαρότερων δέντρων και βραδύτερη αύξησή τους. Επειδή η δομή αυτή επιτυγχάνεται δύσκολα, θα πρέπει να διατηρηθεί η παρούσα υποκηπευτή μορφή και οι επεμβάσεις να έχουν σκοπό τη δημιουργία κηπευτοειδούς δομής, κατά ομάδες ή λόχμες. Οι διενεργούμενες κηπεύσεις, θα πρέπει να θίγουν όλα τα στάδια εξέλιξης, έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό να επέλθει βαθμιδωτή δομή και να εξασφαλισθεί η συνεχής κάλυψη των ατόμων κατώτερων ορόφων, χωρίς έντονο ανταγωνισμό. Η καλλιέργεια των ενδιάμεσων ορόφων, θα πρέπει να έχει σκοπό τη σταδιακή ενίσχυση των αναγεννητικών κέντρων και την τροφοδότησή τους με φως, καθώς και την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων, που δεν επιτρέπουν την ομαλή αύξηση των εκλεκτών ατόμων, που έχουν επιλεγεί για τη σύνθεση της μελλοντικής συστάδας. Η εφαρμογή καλλιεργητικών μέτρων πρέπει να επικεντρωθεί στην καλλιεργεια νεοφυτειών και πυκνοφυτειών, σε εξευγενιστικές αραιώσεις κορμιδίων και στη συστηματική διενέργεια κηπεύσεων. Βασική προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη συγκρατημένης αύξησης των νεαρών δέντρων, χωρίς όμως την άμεση καταπίεση των εκλεκτών ατόμων από γειτονικά, με ισχυρό ανταγωνισμό άτομα.

204 Αύξηση του χρόνου αναγέννησης (γενικού και ειδικού), έτσι ώστε να είναι επιτυχής η αναγέννηση και να αξιοποιείται παράλληλα η παραγωγικότητα των επιμέρους ατόμων. Η πυκνότητα του δάσους πρέπει να καθορίζεται από την ορόφωση ή την ηλικία των δέντρων και να είναι διαφορετική σε κάθε όροφο και κλάση ηλικίας. Η ρύθμισή της έχει σκοπό, να παρέχει τον απαιτούμενο αυξητικό χώρο, σε δέντρα του μεσωρόφου, ενώ σε άτομα του υπορόφου, που είναι νεαρά και βρίσκονται στο στάδιο των κορμιδίων, σκοπός είναι να υπάρχει στενότερος φυτευτικός σύνδεσμος, ώστε να επιτυγχάνεται η φυσική αποκλάδωση και η βελτίωση της ποιοτικής τους κατάστασης. Διαμόρφωση συστήματος ποιοτικής ταξινόμησης των κορμοτεμαχίων και της πριστής ξυλείας που παράγει το δάσος. Η ταξινόμηση πρέπει να βασίζεται αρχικά σε αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που έχουν τα παραγόμενα κορμοτεμάχια των δέντρων και έπειτα σε ποιοτικά γνωρίσματα της πριστής ξυλείας. Ένα επιμελημένο σύστημα ποιοτικής ταξινόμησης για τα παραγόμενα κορμοτεμάχια υβριδογενούς ελάτης της περιοχής έρευνας, πρέπει να λάβει υπόψη, την υγεία των κορμοτεμαχίων, το ποσοστό θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, την εκκεντρότητα της διατομής του κορμού, τον αριθμό ευμεγεθών ρόζων στον κορμό, τη στρεψοΐνια του κορμού και ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών που δημιουργούνται στα κορμοτεμάχια εξαιτίας ιδιόμορφων αυξητικών σφαλμάτων του δέντρου, όπως η διάσπαση ή έντονη στρέβλωση του κορμού. Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας των κορμοτεμαχίων, θα πρέπει να εξετάζεται η επιφάνεια της εγκάρσιας διατομής τους, για πληγώσεις ή ραγάδες, προσβολές από ζωντανούς οργανισμούς, παράχρωση και εμφάνιση σήψης. Όσον αφορά το θλιψιγενές ξύλο, την εκκεντρότητα της διατομής του κορμού, τον αριθμό των ρόζων στον κορμό και τη στρεψοΐνια του κορμού, θα πρέπει να εξετάζεται η ένταση με την οποία εμφανίζονται και να δημιουργηθούν κλάσεις ταξινόμησης των κορμοτεμαχίων, με βάση τις τιμές της έντασης αυτής. Επίσης κορμοτεμάχια που προέρχονται από δέντρα με ισχυρή στρέβλωση ή διάσπαση κορμού, είναι καλύτερο να διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα. Συγκεκριμένα για το θλιψιγενές ξύλο, κορμοτεμάχια που εμφανίζουν το σφάλμα αυτό σε υψηλή ένταση (>20%), θα πρέπει να διαχωρίζονται και να μεταχειρίζονται

205 ξεχωριστά. Αξιόλογος δείκτης, στη διαδικασία αυτή, είναι ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου, επειδή ο κεντρικός ενιαίος και ο περικεντρικός δακτυλιοειδής τύπος, συνδυάζονται συνήθως με υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου. Ένα σύστημα ποιοτικής ταξινόμησης για την πριστή ξυλεία που παράγεται από τα κορμοτεμάχια υβριδογενούς ελάτης της περιοχής έρευνας, πρέπει να λάβει υπόψη, το μέγεθος και τη θέση της παραμόρφωσης των πριστών μετά την ξήρανσή τους, την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου, τον αριθμό των ρόζων στην επιφάνειά τους, το βαθμό στρεψοΐνιας που έχουν, καθώς και τα σφάλματα που οφείλονται στη διαστασιακή μεταβολή τους, λόγω της απώλειας υγρασίας και των τάσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους (π.χ. ραγάδωση, κελύφωση, κυψελίδωση, κατάρρευση, σχίση). Περαιτέρω έρευνες για την εξεύρεση τρόπων απομόνωσης των σφαλμάτων που εμφανίζουν υψηλή ένταση στα κορμοτεμάχια και κατάλληλων σχεδίων πρίσης, ώστε η διαμόρφωση των κορμοτεμαχίων που έχουν διαχωριστεί από τα υπόλοιπα, να δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα και να οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγής. Εξεύρεση νέων τεχνικών και μέσων εκτίμησης της ποιοτικής κατάστασης του δέντρου, με τη χρήση της τεχνολογίας και την κατασκευή μηχανημάτων, ανίχνευσης, προσδιορισμού ή ταξινόμησης των ποιοτικών χαρακτηριστικών στο εσωτερικό των κορμών των δέντρων, θέτει τη βάση για την αυτοματοποίηση των εργασιών και την αύξηση της συνολικής αξίας. Η ψηφιακή απεικόνιση και ανάλυση δεδομένων, που σχετίζονται με σφάλματα και ποιοτικά χαρακτηριστικά του ξύλου σε κορμούς και δέντρα, διευκολύνει ικανοποιητικά την ποιοτική αξιολόγηση και μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα, ώστε να καταστεί χρήσιμο και απαραίτητο εφόδιο.

206 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα έρευνα, σκοπός ήταν η ποιοτική αξιολόγηση των δέντρων της υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii regis Matff.), στο πανεπιστημιακό δάσος του Περτουλίου Τρικάλων, με δασοκομικά και υλοχρηστικά κριτήρια, η μελέτη του σχηματισμού, του τρόπου εμφάνισης και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στον κορμό των δέντρων, καθώς και η επίδραση που είχε το σφάλμα αυτό στην ποιότητα της παραγωγής (πριστή ξυλεία). Υλικό της έρευνας αποτέλεσαν 266 δέντρα ελάτης, που υλοτομήθηκαν στο τμήμα 630 του πανεπιστημιακού δάσους το καλοκαίρι του Η μέθοδος ακολούθησε τα εξής παρακάτω στάδια: 1. Ανάλυση της δομής των συστάδων του δάσους, με στρωματωμένη τυχαία δειγματοληψία και λήψη 10 δειγματοληπτικών επιφανειών αναλογικά με την έκταση της κάθε ποιότητας τόπου (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV), που αποτέλεσε στρώμα της δειγματοληψίας, 2. Μελέτη των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών στα ιστάμενα δέντρα και στο ξύλο των κορμοτεμαχίων που παράχθηκαν μετά την υλοτομία των δέντρων, με τη μέτρηση και την ταξινόμηση των αποκλίσεων (σφαλμάτων), από την τυπική μορφή του κορμού και τη δομή του ξύλου των δέντρων, 3. Μελέτη του τρόπου εμφάνισης, της κατανομής, της συχνότητας εμφάνισης και της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου στους κορμούς των δέντρων, κατά την οριζόντια και κατακόρυφη διεύθυνση και τέλος, 4. Εξέταση της επίδρασης των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των δέντρων και κορμοτεμαχίων στο θλιψιγενές ξύλο, 5. Εξέταση της επίδρασης του θλιψιγενούς ξύλου στην ποιότητα της παραγόμενης πριστής ξυλείας του θλιψιγενούς ξύλου στην παραγόμενη πριστή ξυλεία, μετά τον προσδιορισμό της παραμόρφωσης του πριστού τεμαχίου, κατά μήκος (βέλος κάμψης διαγώνια, παράλληλα και αξονικά) και κατά πλάτος (βέλος κάμψης στη βάση και την κορυφή). Επιπλέον, διακρίθηκαν τύποι παραμόρφωσης, ανάλογα με τον αριθμό των στρεβλών τμημάτων που εμφανίστηκαν κατά μήκος των δειγματοληπτικών πριστών τεμαχίων.

207 Η δομή των συστάδων του τμήματος, οδεύει προς την υποκηπευτή μορφή και εμφανίζει πολλές φορές μια υποκηπευτοειδή δομή που προέρχεται από κηπευτές κατά ομάδες ή λόχμες συστάδες. Η συνολική αύξηση και ποιότητα κορμού συγκεντρώνεται στα εκλεκτά άτομα των χοντρών και μέτριων κορμών, ενώ τα άτομα των λεπτών κορμών και κορμιδίων εμφανίζουν ιδιαίτερη σταθερότητα, τάση εξέλιξης και ζωτικότητα. Η ποιότητα τόπου ΙΙ, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ποιότητες τόπου (III, IV) της περιοχής έρευνας, δασοαποδοτικά βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση και έχει μέτρια κοινωνικά χαρακτηριστικά των δέντρων. Η πυκνότητα του πληθυσμού στο τμήμα είναι 548 άτομα/ha, με συνολική κυκλική επιφάνεια 30,15 m 2 /ha και μέση διάμετρο 21,32 cm. Το μέσο ύψος φτάνει τα 11,03 m, ενώ το ανώτερο μέσο ύψος τα 24,56 m. Το ελεύθερο κλαδιών μήκος κορμού, ανέρχεται στο 25,1% του συνολικού ύψους του δέντρου, με μέσο μήκος κόμης 7,25 m και μέσο βαθμό λυγερότητας 52,62, που δείχνουν ότι η σταθερότητα των δέντρων βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο και συμβαδίζει με την ποιότητα του ξύλου. Η γενικότερη κατάσταση των δειγματοληπτικών δέντρων της έρευνας, από πλευράς αύξησης και ποιότητας, ήταν σχετικά καλή. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος τους, εμφάνισε ισχυρή ως πολύ ισχυρή κλαδοβρίθεια και ροζοβρίθεια, ενώ τα περισσότερα διακρίνονταν από εμφανή εκκεντρότητα και βρίσκονταν σε ισχυρές ως πολύ ισχυρές κλίσεις και σε ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Η μέση απόκλισή από την κατακόρυφη θέση τους, ανέρχονταν σε 2 ο, η μέση ροζοβρίθεια σε 5 ρόζους/m και ο μέσος συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση τους ήταν 1,35. Η κοινωνική θέση τους είχε σταθεροποιηθεί και βρίσκονταν σε μια μέση κατάσταση, λόγω της ωριμότητας που εμφανίζουν, με μέση ηλικία 148 έτη. Αυξητικά, ανήκαν στο στάδιο των μέτριων και χοντρών κορμών, με σχετικά υψηλές τιμές δασοαποδοτικών στοιχείων και ως εκλεκτά και επίλεκτα άτομα, αποτελούσαν φορείς αύξησης του δάσους, δίνοντας πολύτιμο ξύλο. Παρατηρήθηκαν 8 τύποι σχηματισμού θλιψιγενούς ξύλου, αλλά δυο από αυτούς εμφανίστηκαν συχνότερα, με ημισεληνοειδή, αμφίπλευρη και ασυνεχή μορφή. Από το σύνολο των δέντρων, το 95,5% παρουσίασε ξύλο ακανόνιστης δομής, σε διάφορη ένταση (6 βαθμοί έντασης), η οποία κυμάνθηκε από 0 μέχρι 25,9%, με μέσο όρο 3,66% στη βάση τους. Ένα μικρό ποσοστό δέντρων (4,2%) και κορμοτεμαχίων (1,8%), εμφάνισε θλιψιγενές ξύλο στη βάση, με υψηλή ως πολύ υψηλή ένταση

208 (>15%), γεγονός που δε δημιουργεί προβλήματα στην αξιοποίησή τους. Ωστόσο, είναι επιθυμητό τα κορμοτεμάχια αυτά, να διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα κορμοτεμάχια, λόγω της υψηλής και πολύ υψηλής έντασης θλιψιγενούς ξύλου, που περιέχουν. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η βελτιστοποίηση της αξιοποίησης του ξύλου και αποφεύγονται προβλήματα, που προκύπτουν εξαιτίας της ισχυρότερης παραμόρφωσης που δημιουργείται στα παραγόμενα, από τα παραπάνω κορμοτεμάχια, πριστά και έχουν ως συνέπεια την ποιοτική υποβάθμιση της πριστής ξυλείας. Το θλιψιγενές ξύλο αυξάνει σε ένταση, όσο διαφοροποιείται από την ημισελινοειδή μορφή του, ενώ κατά την κατακόρυφη κατανομή του, προκύπτει συχνότερα, ξεκινώντας από τη βάση (συνεχώς ή ασυνεχώς) μέχρι κάποιο ανώτερο σημείο του δέντρου. Το ύψος σχηματισμού του, εμφανίζει μεγάλη ποικιλία και συχνά ξεπερνά το 75% του ύψους του δέντρου. Επίσης, το σφάλμα εμφανίζει υψηλότερη ένταση κοντά στη βάση ή στην κορυφή του κορμού, ενώ στο ενδιάμεσο τμήμα μετριάζεται. Η έντασή του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων, έδειξε ότι μπορεί να αποτελέσει σημαντικό δείκτη εκτίμησης της έντασής του, στο σύνολο των κορμοτεμαχίων που παράγονται. Επίσης, το θλιψιγενές ξύλο χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα όταν είναι υψηλής έντασης, στη διαμόρφωση και ταξινόμηση των κορμοτεμαχίων. Από την έρευνα προκύπτει ότι, τα αυξητικά και ποιοτικά γνωρίσματα των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, δεν εμφανίζουν κάποια αξιόλογη ή σημαντική συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι, από το σύνολο των αυξητικών χαρακτηριστικών που μελετήθηκαν, η παραμόρφωση της βάσης του δέντρου, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου, η ροζοβρίθεια του κορμοτεμαχίου, ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση του δέντρου ή του κορμοτεμαχίου και το ύψος της κατακόρυφης κατανομής του θλιψιγενούς ξύλου, επηρεάζουν σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (p<0,05), την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων ή των κορμοτεμαχίων, όμως ο βαθμός επίδρασης είναι αδύναμος. Από τη συσχέτιση των αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών με την ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, προκύπτει ότι, η διάμετρος και το ύψος των δέντρων, ο συντελεστής εκκεντρότητας στη βάση των

209 δέντρων ή των κορμοτεμαχίων και η ροζοβρίθεια των κορμοτεμαχίων, εμφάνισαν αδύναμη συσχέτιση (r<0,35) με το θλιψιγενές ξύλο. Σημαντικό είναι ότι, όσα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν στην έρευνα, εμφανίστηκαν σε έντονο βαθμό, είχαν αποτέλεσμα το σχηματισμό θλιψιγενούς ξύλου με υψηλή ένταση. Το θλιψιγενές ξύλο που παρουσιάστηκε στην παραγόμενη πριστή ξυλεία, είχε εύρος 0-35,2%, με σημαντική μείωση της μέσης έντασής του από τη βάση (10,4%) στην κορυφή (3,7%). Όταν το σφάλμα προέρχονταν από τη βάση των πριστών, έδειξε σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο, χαλαρή ως αδύναμη (r<0,55) συσχέτιση με την παραμόρφωση του πριστού. Το μήκος του πριστού, παίζει σημαντικό ρόλο στο είδος της παραπάνω συσχέτισης, ενώ η κατά πλάτος παραμόρφωση του πριστού δεν εμφανίζει ικανοποιητική συσχέτιση με το θλιψιγενές ξύλο, σε αντίθεση με την κατά μήκος στρέβλωσή του. Η αλληλεπίδραση, εφόσον εμφανίστηκε σε στατιστικά σημαντικό διάστημα εμπιστοσύνης, ήταν θετική για την παραμόρφωση πριστών και αρνητική για την απόστασή της από τη βάση των πριστών. Ο τύπος βέλους κάμψης (a, b, c), φαίνεται να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο, το θλιψιγενές ξύλο που υπάρχει στη βάση των πριστών, επιδρά στην κατά μήκος παραμόρφωση των πριστών ή στην απόστασή της από τη βάση των πριστών. Αυτό εκδηλώνεται πιο φανερά, όταν εξετάζεται η συσχέτιση της έντασης του θλιψιγενούς ξύλου, με την παραμόρφωση των πριστών ή την απόστασή της από τη βάση των πριστών, ανάλογα του τύπου βέλους κάμψης. Σε κάποιους τύπους βέλους κάμψης, η συσχέτιση είναι ισχυρότερη, όμως δεν είναι ικανή να αποδώσει με στατιστική βεβαιότητα και αξιοπιστία, αυτή την αλληλεπίδραση, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πριστών και των τιμών που έδωσαν. Το θλιψιγενές ξύλο, σε σύγκριση με το ξύλο κανονικής δομής, επιδρά σημαντικά στην παραμόρφωση των πριστών μήκους 2 m, αυξάνοντας το βαθμό αξονικής στρέβλωσης μέχρι και 54% περισσότερο και μειώνοντας το βαθμό εγκάρσιας στρέβλωσης μέχρι και 15% λιγότερο, κατά μέσο όρο αντίστοιχα. Για τις συστάδες της περιοχής έρευνας προκύπτει ότι, η βελτίωση της ποιοτικής κατάστασής τους, απαιτεί την επιδίωξη της κηπευτής δομής του δάσους, για συνεχή προστασία των νεαρότερων δέντρων και βραδύτερη αύξησή τους, ενώ οι κατάλληλοι δασοκομικοί χειρισμοί είναι οι κηπεύσεις και η καλλιέργεια των ομάδων στα στάδια

210 νεοφυτείας, πυκνοφυτείας και κορμιδίων. Βασική προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη συγκρατημένης αύξησης των νεαρών ατόμων, στη ρύθμιση της πυκνότητας του δάσους και τέλος στη δημιουργία μιας βαθμιδωτής δομής με κατά χώρο τάξη σε λόχμες, ομάδες και συνδεδρίες. Το θλιψιγενές ξύλο μεταβάλλεται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του δέντρου και έχει δυναμικό και ποικιλόμορφο χαρακτήρα. Τα αίτια σχηματισμού του, πρέπει να αναζητηθούν κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες και όχι σε ενδογενείς, που αφορούν ποιοτικά και αυξητικά γνωρίσματα του δέντρου. Η παραγωγικότητα και ο ταχύς ρυθμός αύξησης του δέντρου, έχει αντιστρόφως ανάλογη πορεία με την ποιότητα ξύλου που τελικά αποδίδει. Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο, όπου επέρχεται μια εξισορρόπηση και εναρμόνιση μεταξύ της ποσοτικής και ποιοτικής απόδοσης της παραγόμενης ξυλείας, ενώ παράλληλα επιτυγχάνεται η αριστοποίηση της ολικής παραγωγής, συνδυάζοντας, τη μέγιστη δυνατή ποιότητα και ποσότητα ξύλου. Η διαμόρφωση ενός συστήματος ποιοτικής ταξινόμησης των κορμοτεμαχίων και της πριστής ξυλείας που παράγει το δάσος είναι αναγκαία και πρέπει να βασίζεται αρχικά σε αυξητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που έχουν τα παραγόμενα κορμοτεμάχια των δέντρων (υγεία κορμοτεμαχίων, ποσοστό θλιψιγενούς ξύλου στη βάση των δέντρων και των κορμοτεμαχίων, εκκεντρότητα της διατομής του κορμού, αριθμός ευμεγεθών ρόζων στον κορμό, στρεψοΐνια του κορμού) και έπειτα σε ποιοτικά γνωρίσματα της πριστής ξυλείας (μέγεθος και θέση της παραμόρφωσης των πριστών μετά την ξήρανσή τους, ένταση του θλιψιγενούς ξύλου στη βάση τους, αριθμός ρόζων και βαθμός στρεψοΐνιας που έχουν). Τα κορμοτεμάχια που προέρχονται από δέντρα με διάσπαση ή έντονη στρέβλωση του κορμού καθώς και τα πριστά τεμάχια με σφάλματα που οφείλονται στη διαστασιακή μεταβολή τους, λόγω της απώλειας υγρασίας και των τάσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους (π.χ. ραγάδωση, κελύφωση, κυψελίδωση, κατάρρευση), θα πρέπει να διαχωρίζονται. Συγκεκριμένα για το θλιψιγενές ξύλο, κορμοτεμάχια που εμφανίζουν το σφάλμα αυτό σε υψηλή ένταση (>20%), θα πρέπει να διαχωρίζονται και να μεταχειρίζονται ξεχωριστά. Αξιόλογος δείκτης, στη διαδικασία αυτή, είναι ο τύπος του θλιψιγενούς ξύλου, επειδή ο κεντρικός ενιαίος και ο περικεντρικός δακτυλιοειδής τύπος, συνδυάζονται συνήθως με υψηλότερη ένταση θλιψιγενούς ξύλου.

211 SUMMARY Qualitative evaluation of hybrid fir tree stems with compression wood in the University Forest of Pertouli under silvicultural and wood utilization criteria. Aim of this research was the qualitative evaluation of the hybrid fir trees (Abies borisii regis Matff.), existing in the university forest at Pertouli, Trikala (in Greece), under silvicultural and wood utilization criteria, in order to determine, how compression wood effect in the total production and to learn more about its formation and behavior as long as the tree grows up. Material of this study was 266 fir trees that have been cut in 630 section of university forest, in the summer of The method was completed in the following stages: 1. Stand structural analysis, by using 10 sample plots in proportion to the quality timber site (II, III, IV), according to stratified random sampling, 2. Study of the tree stem or wood structure growth and qualitative characteristics by growth defects measurement and classification, 3. Study of compression wood formation, distribution, frequency of appearance and intensity in tree stems, horizontally and vertically, 4. Study of how tree stem or wood structure growth and qualitative characteristics effected in compression wood and their correlation to compression wood 5. Study of compression wood effects in sawn timber and its correlation to longitudinal (bias, parallel and axial bending arrow) and transversely (base and top bending arrow) plank deformation. Moreover, deformation types were distinguished according to the number of the curve parts appeared longitudinally the sampling planks. The stand structure, in the study area is stepping to a mixture of tree groups with different ages and sizes as an irregular group selection system. The total yield and stem quality is being concentrated to exquisite trees, presenting large diameters and desirable growth features, while the majority of the other tree population presents individual stability, vitality and developmental tendency. Silvicultural treatment helps younger and smaller in diameter trees, to grow up easily by selective cuttings and

212 regeneration fellings. Site quality II, in comparison with the other site qualities (III, IV) appears the highest yield but it is inferior regarding to social tree characteristics. The forest density is 548 trees/ha, with a total basal area of m 2 /ha and average diameter cm. The average height is m and the maximum average height m. The average free of branches stem length is 25.1% of tree s height and the average crown height is 7.25 m. The average quotient h/d (lissome index) is showing that trees stability is satisfactory and keeps pace with wood quality. The general condition of sampling trees is rather good from the viewpoints of growth and wood quality. Nevertheless, most of them appear high or very high brunch and consequently knot number, obvious pith eccentricity and they are located in timber site III with high or very high slope intensity. The average tree leaning from its vertical position is 2 o, having 5 knots/m and an average eccentricity index at the base Trees social condition has already stabilized and appears a moderate level because they are old (mature) with a mean age 148 years old. The stand s growth yield is being concentrated to these trees which are desirable and selected to give valuable wood. Eight types of compression wood were distinguished according to its shape and formation but two of them appeared most frequently, giving a discontinuous and bothsided crescent shape. From the total number of trees a 95.5% revealed compression wood in various amounts (6 intensity classes) that ranged from 0 to 25.9%, averaging 3.66% at the basal area. A low percentage of trees (1.8%) and logs (4.2%) appeared compression wood at the base with high or very high intensity (>15%) that does not cause problems in timber utilisation. However, these logs should be separated from the other logs because of their high intense compression wood content. This separation succeeds to improve wood utilization and averts distortion problems in sawn products that degrade the total yield. Compression wood increases in intensity as much as it varies from its crescent shape; its vertical distribution is frequently presented by starting from the tree base (continuous or discontinuous) to a higher point of the tree stem. It also appears a great variety in the formation height and it often overcomes the 75% of tree s height. However, compression wood intensity is higher near the tree base or stem top and lower in the middle part of the tree. Compression wood intensity at the tree base could

213 constitute a useful indicator for the compression wood content in the total yield of logs, and it should be in consider whenever log is modulated or classified. The research concluded that the most qualitative characteristics of the trees or produced logs didn t show any significant correlation to compression wood, although statistical analysis showed significant interactions. The statistical analysis showed that tree base deformation, eccentricity index, number of knots, type of compression wood, and height of compression wood vertical distribution, weakly effect in compression wood at a significant level (p<0.05). The correlation between qualitative characteristics of the trees or logs and compression wood intensity showed that diameter and height of tree, eccentricity index at the tree or log base, and the number of knots were weakly correlated (r<0.35) to compression wood. It is very important that whenever any of the above qualitative characteristics was appeared in a high intensity, higher concentrations of compression wood were existed as a result. The compression wood appeared in sawn products ranged from % and significantly decreased in average from the base (10.4%) to the top (3.7%) of the plank. Whenever compression wood was examined at the plank base correlated weak or fair (r<0.55) to plank deformation in a significant statistical level. The plank s length is a very important adjuster of this correlation, while transversely plank deformation doesn t show any desirable and satisfactory correlation to compression wood in contrary to longitudinal plank deformation. The correlation was positive for the bending arrows and negative for their distances from the plank base to the point appeared the maximum curvature. The type of the bending arrow (a, b, c) effected in the way that compression wood appeared at the plank base related to plank deformation, and deformation s distance from the plank base. This is obviously observed when compression wood is correlated to plank deformation or deformation distance controlled by bending arrow type. In some types the correlation is significantly strong but incapable of giving safe statistical conclusions and accuracy, because of the restricted number of planks and their values.

214 Compression wood in comparison to normal wood, effects significantly in the curvature of 2 m length planks, increasing their longitudinal deformation up to 54% and decreasing their transversely deformation to 15% in average, respectively. For the improvement of the stand quality condition, is needed to maintain the existence of an uneven-aged stand where natural regeneration and younger trees could continuously be protected under older trees and grow up slower. Basic priority is the slow growth of young trees, the arrangement between regeneration fellings and tending interventions at the understory, the forest density adjustment and the attainment of a gradual structure with regular tree groups in the forest area. Compression wood is changing and varying during tree s whole life and shows an evolutionary and unstable behavior. The causes of its formation must be searched in external factors and not to endogenous tree factors, concerning qualitative and growth characteristics. Tree yield and growth rate is in conversely proportion to the wood quality that is finally being produced. There is a crucial point in which qualitative and quantitative yield, begin to tune up and be in balance; while the finest production is been succeeded providing the maximum synchronized wood quality and quantity. It is necessary to create a quality classification system, for the logs and sawn products produced from the trees which must firstly based on growth and qualitative characteristics of logs (log s health, compression wood concentrations at the tree or log base, stem eccentricity, number of knots existing on the trunk spiral grain of the trunk) and then to qualitative characteristics of sawn products (magnitude and position of plank s deformation after drying, compression wood intensity at the base, number of knots, and spiral grain). Logs that have been produced from trees with forked or severe crooked trunks or sawn products that showed deformations due to dimension change (humidity decrement and internal tensions that causes casehardening, honeycombing, collapse) should be separated. Logs that present compression wood in high intensity (>20%) should be separated and individually processed. The type of compression wood consists a valuable indicator about this because centric single and annular around center type are combined with compression wood high intensity.

215 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αθανασιάδης Ν. 1986α. Συστηματική Βοτανική ΙΙ. Δέντρα και θάμνοι. Εκδ. Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη, σελ Αθανασιάδης Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, σελ Anderson C., Walter F Classification of compression wood using digital image of analysis. For. Prod. J., 45(11/12): Archer R., Wilson B Mechanics of the compression wood response. II. On the location, action, and distribution of compression wood formation. Plant Physiol., 51: Arnold R.J., Jett J.B., Huxster W.T Relationship of USDA grades to the value of Fraser fir Christmas trees. Hortscience, 30(2): Asikainen K., Panhelainen A Tukin lenkoudin vaikutus sahaustulokseen (The effect of the sweep of the log on the sawing yield). Pap. Puu., 52: Αστέρης Κ., Καραμανώλης Δ Η διαχείριση των δασών ελάτης. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π., 35/1: Bamber R.K A general theory for the origin of growth stress in reaction wood: How trees stay upright. IAWA J., 22(3): Barger R.L., Ffolliott P.F Evaluating product potential in standing timber. US For. Serv. Res. Rap. RM-57, pp. 20. Barger R.L., Ffolliott P.F Factors affecting occurrence of compression wood in individual ponderosa pine trees. Wood Science, 8(3): Barnett J.R., Jeronimidis G Reaction wood. In: Wood Quality and its Biological Basis, (Eds) J.R. Barnett and G. Jeronimidis, Blackwell Publishing, Ltd, UK, p Beard J.S., Wagner F.J., Taylor F.W., Seale R.D The influence of growth characteristics on warp in two structural graded of southern pine lumber. For. Prod. J., 43(6): Beck D Improved estimates of site index of White pine in the southern Appalachians. Forest Science, 17:

216 Berndt H., Schniewind P., Johnson G.C High-resolution ultrasonic imaging of wood. Wood Science and Technology, 33: Biging G Improved estimates of site index curves using a varying-parameter model. Forest Science, 31: Blanchette R.A., Obst J.R., Timell T.E Biodegradation of compression wood and tension wood by white and brown rot fungi. Holzforschung, 48: Blandarkar S.M., Faust T.D., Tang M.J CATALOG : a system for detection and rendering of internal log defects using computer tomography. Machine Vision and Applications, 11(4): Blum W Über die experimentelle Beeinflussung der Reaktionsholzbildung bei Fichten and Pappeln. Ber. Schwiz. Bot. Ges., 80: Bluman, A.G Elementary statistics: a step by step approach. 3rd edition. Boston, Massachusetts, McGraw-Hill, ISBN , pp Bohanek J.R., Groninger J.W Impacts of intensive management on black walnut (Juglans nigra L.) growth and bole quality of mid- rotation. For. Sci., 49(4): Boone R.S., Chudnoff M Compression wood formation and other characteristics of plantation-grown Pinus caribaea. US For. Serv. Res. Pap. ITF- 13, 16 pp. Βουλγαρίδης Η Ποιότητα ξύλου (Πανεπιστημιακές παραδόσεις). Εκδ. Τυπογραφείο Α.Π.Θ., σελ Burchel P., Huss J Grundriss des Waldbaus. Paul-Parey Verlag, Hamburg und Berlin. S Burdon R.D Compression wood in Pinus radiata clones on four different sites. NZ J. For. Science, 5: Brazier J.D The effect of forest practices on quality of the harvested crop. Proceedings 16th IUFRO World For. Congr. Oslo, Div. V, p Brazier J.D The effect of forest practices on quality of the harvested crop. Forestry, 50:

217 Briggs D Wood Quality and Silviculture. In Proceedings of PNWTIRC/NWTIC Workshop Genetic Improvement of Wood Quality in Castal Douglas-Fir and Western Hemlock, June 27, 2002, Oregon State University, Corvallis, OR. Brown A.G., Miller R.G Effect of sweep on sawn recovery from radiata pine logs. Aust. For. Res., 7(1): Carmean W.H., Hanh J.T., Jacobs R.D Site index curves for forest tree species in the Eastern United States. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. NC-128. USDA Forest Service, North Central Forest Experiment Station, St Paul, MN, pp Chu L.C Comparison of normal wood and first-year compression wood in longleaf pine trees. Ms Thesis, MS State University, pp. 72. Chuang S.T., Wang S.Y Evaluation of standing tree quality of Japanese cedar grown with different spacing using stress-wave and ultrasonic-wave methods. Journal of Wood Science, 47(4): Clutter L.J., Fortson C.J, Pienaar V.L., Brister H.G., Bailey L.R Timber Management. A Quantitative Approach. Edited by John Wiley & Sons, Inc., p Clark III, A., McMinn, J.W Link between southern pine silvicultural treatments and stand value. In Role of Wood Production in Ecosystem Management, Proceedings of Sustainable Forestry Working Group at the IUFRO All Division 5 Conference, Pullman, Washington, July 1997, p Cockrell R.A., Knudson R.M A comparison of static bending, compression and tension parallel to grain and toughness properties of compression wood and normal wood of a giant sequoia. Wood science and Technology, 7: Colbert K., Larsen D., Lootens J Height-Diameter equations for thirteen Midwest bottomland hardwood species. Northern Journal of Applied Forestry, 19(4): Constant T., Mothe F., Badia M.A., Saint-Andre L How to relate the standing tree to internal wood characteristics: Proposal of an experimental method applied to poplar trees. Annals of Forest Science, 60(4): Constantinescu A Preliminary investigations of the formation of compression wood in Abies alba in Chilerei forest in the Timis valley. Ind. Lemm., 5:

218 Core H.A. 1962a. Variables affecting the formation of compression wood in plantation red pine. PhD Thesis, NY State Coll. For. Syracuse, p. 64. Core H.A. 1962b. Variables affecting the formation of compression wood in some native conifers. For. Prod. J., 11: Core H.A., Côté W.A., Day A.C Characteristics of compression wood in some native conifers. For. Prod. J., 11: Côté W.A., Day A.C., Kutsca N.P., Timell T.E Studies on compression wood: V. Nature of compression wood formed in the early springwood of conifers. Holzforschung, 21: Cown D.J Comparison of the effect of two thinning regimes on some wood properties of radiata pine. New Zealand Journal of Forest Science, 11: Γενική Γραμματεία Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος Αποτελέσματα Πρώτης Εθνικής Απογραφής Δασών. Υπουργείο Γεωργίας, σελ Γενική Γραμματεία Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος Απολογισμός δραστηριοτήτων Δασικών Υπηρεσιών. Υπουργείο Γεωργίας, σελ Γκανάτσας Π Δομή και φυσική αναγέννηση των δασών ερυθρελάτης στην Ελατιά Δράμας. Διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ., Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών, Τμήμα Δ.Φ.Π., σελ Γούλας Κ Παρατηρήσεις προσβολής στρογγυλής ξυλείας ελάτης από το έντομο Trypodendron lineatus. Δασικά χρονικά, 23(3): Γούλας Κ Ανάλυση δομής και δυναμική κατάσταση των φάσεων εξέλιξης σε φυσικό απόθεμα δάσους ελάτης. Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Α.Π.Θ., σελ Curtis R Height-diameter and Height-diameter-age Equations for Secondgrowth Douglas-fir. Forest Science, 13: Desch H.E., Dinwoodie J.M Timber: Structure, Properties, Conversion and Use (7th ed.) Macmillan Press Ltd., London, p Dhudhain A.N., Evertseen J.A., Gardiner J.J The influence of compression wood on the strength Properties of Sitka spruce. For. Prod. J., 38(9): Dobie J Log sweep and lumber production in the B C interior. B C Lumberman, 48(10):

219 Dobie J., Middleton G.R Lumber yields from sweepy lodgepole pine. For. Chron., 56: Διαμαντοπούλου Μ Εναλλακτικές διαδικασίες παλινδρόμησης σε δασικά δεδομένα. Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Κοζάνη, 17-20/10/01, σελ Donaldson L.A., Turner J.C.P The influence of compression wood and microfibril angle in the occurrence of distortion in window frames made from radiata pine (Pinus radiata). Holz als Roh- und Werkstoff, 59: Donaldson L Abnormal lignin distribution in wood from severely drought stressed Pinus radiata trees. IAWA J., 23(2): Du S., Yamamoto F Ethylene evolution changes in the stems of Metasequoia glyptostroboides and Aesculus turbinate seedlings in relation to gravity-induced reaction wood formation. Trees-Structure and Function, Springer-Verlag Heidelberg, 17(6): du Toit A.J A study of the influence of compression wood on the warping of Pinus radiata. D. Don. timber. S. Afr. For. J., 44: Dunham R.A., Cameron A.D Crown, stem and wood properties of winddamaged and undamaged Sitka spruce. Forest Ecology and Management, 135(1-3): Dyer M., Bailey R A test of six methods for estimating true heights from stem analysis data. Forest Science, 33(1): Dyson W.G Improvement of stem form and branching characteristics in Kenya cypresses. In: FAO/IUFRO Second World Consultation on Forest Tree Breeding, Washington DC, p. 10. Edlund, J Methods for Automatic Grading of Saw Logs. Doctoral dissertation ISSN: , ISBN: , p. 38. Elfving B., Kiviste A Construction of site index equations for Pinus sylvestris L. using permanent plot data in Sweden. Forest Ecology and Management, 98: Elliott G.K Wood properties, silviculture and genetics. In: the wood we grow. Suppl. Forestry, p

220 Elliot G.K., Brook SEG Microphotometric technique for growth-ring analysis. J. Inst. Wood Sci., 18: Estevez P.A., Perez C.A., Goles E Genetic input selection to a neural classifier for defect classification of radiata pine boards. For. Prod. J., 54(7-8): Ευσταθιάδης Ν Η πιστοποίηση της αειφορικής δασικής παραγωγής κατά την αξιοποίηση και διακίνηση προϊόντων ξύλου στην Ελλάδα σε σχέση με τη διεθνή πρακτική. Διδακτορική διατριβή, Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ, σελ Ewart A.J., Mason-Jones A.J The formation of red wood in conifers. Ann. Bot., 20: Ffolliott P.F., Barger R.L Occurrence of stem features affecting quality in cutover south-western ponderosa pine. US For. Serv. Res. Rap. RM-28, pp. 11. Ffolliott P.F., Rasmussen W.O., Gottfried G.J Stem characteristics changes affect long-term planning for timber resources utilization. For. Prod. J., 33(2): Funada R., Mizukami E., Kubo T., Fushitani M., Sugiyama T Distribution of indole-3-acetic acid and compression wood formation in stems of inclined Cryptomeria japonica. Holzforchung, 44: Ζάγκας Θ Συνθήκες φυσικής εγκατάστασης της δασικής Πεύκης σε περιοχή της Ροδόπης. Διδακτορική διατριβή. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ. Τομ. ΛΒ, Παράρτημα Αριθ. 10, σελ Ζάγκας Θ Εξέλιξη συστάδος δασικής πεύκης που προήλθε από σπορά σε πινάκια στην περιοχή Ελατιάς Δράμας. Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 36: Ζάγκας Θ., Σμύρης Π Δασοκομική έρευνα σε συστάδες υβριδογενούς ελάτης του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου. Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 36: Ζάγκας Θ., Χατζηστάθης Α Οικολογική διαχείριση δασικών παραγωγικών οικοσυστημάτων. Πρακτικά Συνεδρίου Natura 2000 Η εφαρμογή της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στην Ελλάδα, WWF, σελ

221 Fekedulegn D., Mac Siurtain, Colbert J Parameter estimation of nonlinear growth models in Forestry. Silva Fennica, 33(4): Fisher J.B., Stevenson J.W Occurrence of reaction wood in branches of dicotyledons and its role in tree architecture. Bot. Gaz., 142(1): Ganatsas P., Tsitsoni T., Zagas T Forest plant diversity in the Aspropotamos Site (GR ) of the Natura 2000 network. In: Ph. Tsalides, V.A. Tsihrintzis and K. Mountzouridis (eds) Proceedings of International Conference Ecological Protection of the Planet Earth I, Xanthi, Greece, 2001, Vol. I, pp Gardiner J.J Physiological aspects of wood formation. Irish Forestry, 35: Gjerdrum P., Warensjö M., Nylinder M Classification of crook types for unbarked Norway spruce sawlogs by means of a 3D log scanner. Holz als Rohund Werkstoff, 59: Gonzalez-Adrados J. R., Lopes F., Pereira H Quality grading of cork planks with classification models based on defect characterisation. Holz als Roh- und Werkstoff, 58: Grey D.C. 1989a. Site requirements of Pinus radiata: a review. South African Forestry Journal, 148: Grey D.C. 1989b. Site index: a review. South African Forestry Journal, 148: Hagman O Multivariate prediction of wood surface features using an imaging spectrograpf. Holz als Roh- und Werkstoff, 55: Hale J.D., Perem E., Clermont L.P Importance of compression wood in appraising wood quality. 13 th IUFRO Congr. Wien, Can. Dep. For. Preprint O-186, p. 12. Haller B Investigations on the eccentric radial growth in conifer stems. Tartu Ulikooli Metsaosakonna Toimetused 24, p Hallock H Sawing to reduce warp of loblolly pine studs. USDA For. Ser. Res. Pap. FPL-51, 52 pp. Hallock H Growth stresses and lumber warp in loblolly pine. For. Prod. J., 16: Hallock H Sawing to reduce warp of loblolly pine studs. US For. Ser. Res. Pap. FPL-102, pp. 32.

222 Hallock H., Lewis D.W Increasing softwood dimension yield from small logsbest opening face. US For. Ser. Res. Pap. FPL-166, pp. 12. Hallock H., Malcolm F.B Sawing to reduce wrap in plantation red pine studs. US For. Ser. Res. Pap. FPL-164, pp. 27. Hammatt N Progress in the biotechnology of trees. World Journal of Microbiology & Biotechnology, 8(4): Hapla F., Oliver-Villanueva J.V., González-Molina J.M Effect of silvicultural management on wood quality and timber utilization of Cedrus atlantica in the European Mediterranean area. Holz als Roh- und Werkstoff, 58: 1-8. Harris J.M Shrinkage and density of radiata pine compression wood in relation to its anatomy and mode of formation. NZ. J. For. Sci., 7: Harris J.M Spiral Grain and Wave Phenomena in Wood Formation. Springer Verlag, Berlin, Germany, p Hartig R Holzuntersuchungen. Altes und Neues. Julius Springer, Berlin, p. 99. Hartmann F Untersuchungen über Ursachen und Gesetzmassigkeit exzentrischen Dickkenwachstums bei Nadel- und Laubbäumen. Forstriss Cbl, 54: , , , Hartmann F Das statische Wuchsgesetz beim Nadel- und Laubbäumen. Neue Erkenntnisse über Ursache, Gesetzmassigkeit und Sinn des Reaktionsholzes. Springer, Wien, p Heck G.E Compression wood and failure of factory roof-beam. Eng News-Rec., 83: Heiskanen V Observations of the influence of some log defects in sawing of pine logs. Silvae Fennica, 2: Hiley W.E Conifers: South African methods of cultivation. Faber and Faber, London, pp Holmes W.H Amount and distribution of compression wood in leaning white pine trees. Ms Thesis, Yale Univ., New Haven CT., p. 28. Hsu L., Walker J., Butterfield B., Jackson S Compression wood does not form in the roots of Pinus radiata. IAWA Journal, 27(1):

223 Huang S., Price D., Titus S Development of ecoregion-based height-diameter models for white spruce in boreal forests. Forest Ecology and Management, 129: Huang Y.S., Chen S.S., Lin T.P., Chen Y.S Growth stress distribution in leaning trunks of Cryptomeria japonica. Tree Physiology, 21(4): Huber H.A., Ruddell S., McMillin C.W Industry standards for recognition of marginal wood defects. For. Prod. J., 40(3): IUFRO Connection between silviculture and wood quality through modeling approaches and simulation software. IAWA Journal, 17(2): Jaccard P Über abnorme Rotholzbildung. Ber. Deutsch Bot. Ges., 30: Jaccard P Exzentrisches Dickenwachstum und anatomisch-histologische Differenzierung des Holzes. Ber Schweiz Bot. Ges., 48: Jäghagen K., Lageson H Timber quality after thinning from above and below in stands of Pinus sylvestris. Scand. J. For. Res., 11: Johanson G., Kliger I.R., Perstoper M Quality of structural timber-product specification system required end-users. Holz als Roh- u. Werkstoff, 52(1): Johansson M., Perstorper M., Kliger R., Johansson G Distortion of Norway spruce timber. Part 2. Modelling twist. Holz als Roh- und Werkstoff, 59: Johansson J Modelling and Simulation in the Early Stages of the Development Process of a Manufacturing System. A case study of the developmet process of a wood flooring industry. LTU, 2002: 27. ISSN Johansson M Moisture-induced distortion in Norway spruce timber-experiments and models. Doctoral thesis. Department of Structural Engineering, Chalmers University of Technology. Göteborg, Sweden. Johansson M., Nyström J., Öhman M Prediction of longitudinal shrinkage and bow in Norway spruce studs using scanning techniques. Journal of Wood Science, 49(4): Johnson R.P.A., Brundage M.R Properties of white fir and their relation to the manufacture and uses of the wood. US Dep. Agr. Tech. Bull. 408, pp. 77.

224 Kaburagi Z Forest biological studies on the wood quality. 4. On the moisture content, the bulk-density in green lumber and the shrinkage of the compression wood in Todo-fir. Bull. Tokyo For. Exp. Sta., 52: Καϊλίδης Δ Εχθροί του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου (παρατηρήσεις ). Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. Τομ. 12, σελ. 51. Καϊλίδης Δ Ασθένειες δέντρων των δασών και πάρκων. Εκδ. Χριστοδουλίδη, Θεσσαλονίκη, σελ Καϊλίδης Δ Δασική εντομολογία και ζωολογία. Εκδ. Χριστοδουλίδη, Θεσσαλονίκη, σελ Καϊλίδης Δ., Μαρκάλας Σ Ξηρασία και η πλέον καταστροφική δευτερογενής επιδημία φλοιοφάγων εντόμων στα ελατοδάση και λοιπά δάση της Ελλάδας το Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Φ.Π. Τομ. 32. Καλλιόγλου Κ., Σμύρης Π., Παπαδοπούλου Κ., Καρτέρης Μ Δυναμική εξέλιξη του φυσικού αποθέματος ελάτης Περτουλίου. Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Αλεξανδρούπολη, 6-8/4/1998, σελ Kano T Forest-biological studies on wood quality. On the occurrence of compression wood in the Todo-fir (Abies mayriana) forest, Atsuta district, Hokkaido. Bull. For. Exp. Sta. Tokyo, 71: Καρτέρης Μ., Σταματέλλος Γ Σχέσεις διαμέτρου κόμης-στηθιαίας διαμέτρου κορμού ελεύθερα αναπτυχθέντος και συντελεστή συναγωνισμού της Abies borisii regis του Περτουλίου. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 26/27: Kariuki M Height estimation in complete stem analysis using annual radial growth measurements. Forestry, 75(1): Knigge W Phänomen der Reaktionsholzbildung und seine Bedeutung für die Holzverwendung. Forstarchiv., 29: Knuckel H Die Verwendung krummer Holzer einst und jetzt. Schweiz Z Forstwegs, 91: Koch P., Cote W.A., Schlieter J., Day A.C Incidence of compression wood and stem eccentricity in lodgepole pine of North America. USDA For. Ser. Res. Pap. INT-420.

225 Konig E Fehler des Holzes. Holz-Zentralblatt Verlag, Stuttgart, pp Krauss A Adsorption stress of compression spruce wood in longitudinal direction. Wood Research, 50(3): Kukera B The influence of wood defects on the bending strength of spruce wood. Norsk Skogind, 25: Kwon M., Bedgar D.L., Piastuch W., Davin L.B., Lewis N.G Induced compression wood formation in Douglas fir (Pseudotsuga manziesii) in microgravity. Phytochemistry, 57(6): Larson P.R Stem form of young Larix as influenced by wind and pruning. Forest Science, 11: Larson P.R Wood formation and the concept of wood quality. Yale University School Forestry. Bulletin 74, p. 54. Lee P.W., Eom Y.G Anatomical comparison between compression wood and opposite wood in a branch of Korean pine (P. koraiensis). IAWA Bull., 9(3): Leibundgut H Η καλλιέργεια του δάσους (Die waldpflege). Μετάφρασηδιασκευή από Ντάφη Σ., Έκδοση Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Α.Π.Θ., σελ Lemieux H., Usenius A., Samson M A method for the characterization of knots in logs. For. Prod. J., 47(2): Lier B Krokskur (Crook sawing). Norsk Skogind, 31: Little C.H.A., Eklund L Ethylene in relation to compression wood formation in Abies balsamea shoots. Trees-Structure and Function, 13(4): Springer- Verlag Heidelberg. Liu T.S A monograph of the genus Abies. Taiwan, China, Dept. For. Coll. Agric., Natl. Taiwan Univ., Taipei, pp Lohrasebi H., Mabee W.E., Roy D.N Chemistry and pulping feasibility of compression wood in black spruce. Journal of Wood chemistry and technology, 19(1,2): Low A.J. 1964a. Compression wood in conifers. A review of literature. For. Abstr., 25(3,4): p. 14.

226 Low A.J. 1964b. A study of compression wood in Scots pine (P. sylvestris L.). Forestry, 37: Lundgren, C Predicting log type and knot size using external log shape data from a 3D log scanner. Scand. J. For. Res., 15: Lutz J.F Buckle in veneer. USDA For. Ser. Res. Note FPL Macdonald E., Hubert J A review of the effects of silviculture on timber quality of Sitka spruce. Forestry, 75(2): Marcok M., Kudela J., Cunderlik I Identification of reaction beech wood by using x-ray computed tomography. Holz Roh Werkst., 54(2): Μαριολόπουλος Η Το κλίμα της Ελλάδος. Αθήναι. Μάτης Κ Επιλογή εξισώσεων ύψους-διαμέτρου για την ελάτη του Πανεπιστημιακού Δασους Περτουλίου με τη χρησιμοποίηση του Ι του FURNIVAL. Επιστημονική Επετηρίδα ΓΔΣ, Τομ. Κ, σελ Μάτης Κ Δασική Δειγματοληψία. Εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, σελ Μάτης Κ Δασική Βιομετρία IΙ. Δεντρομετρία. Εκδ. Δεδούσης. Θεσσαλονίκη, σελ Μάτης Κ Καμπύλες δεικτών παραγωγικότητας τόπου για την οξιά (Fagus moesiaca f.) στο Πανεπιστημιακό Δάσος Ταξιάρχη Χαλκιδικής. Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Αλεξανδρούπολη, 6-8/4/98, σελ Mattfeld J Uber hybridogene Sippen der Tannen, nachgewiesen an den Formen der Balkan Halbinsel. Bibliotheca Botanica, 100: Μαυρομμάτης Γ Το βιόκλιμα της Ελλάδος. Σχέσεις κλίματος και φυσικής βλάστησης. Βιοκλιματικοί χάρτες. Δασική Έρευνα, 1: Mc Lean C Abies in Scotland. Scot. For., 34: Mc Lintock T.F., Bickford C.A A proposed site index for red spruce in the northeast. USDA For. Serv., Northeastern Forest Exp. Sta., Station Paper No 93, 30 p. Mergen F Distribution of reaction wood in eastern hemlock as a function of its terminal growth. For. Sci., 4:

227 Metzger K Über das Konstruktionsprinzip des sekundären Holzkorperrs. Naturwiss Z, Forst-Landwirt, 6: Meyer H.A A mathematical expression for height curves. J. Forestry, 38: Mitchel H.L A concept of intrinsic wood quality and nondestructive methods for determining quality in standing timber. USDA For. Ser. FPL Rep Μητσόπουλος Δ Προσδιορισμός ποικιλότητας της ελάτης με τη χρήση χημικών και μορφολογικών χαρακτηριστικών. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη. Molski B The significance of compression wood in restoration of the leader in Pinus sylvestris L. damaged by moose (Alces alces). I. Distribution and function of compression wood in the stems. Acta Soc. Bot. Polon., 38: Montagu K.D., Kearney D.E., Smith R.G.B The biology and silviculture of pruning planted eucalypts for clear wood production-a review. Forest Ecology and Management, 179(1-3): Μουλαλής Δ Νέκρωση κορυφών στην ελάτη. Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Φ.Π. Τομ. 33/2. Μουλόπουλος Χ Ειδική εφαρμοσμένη δασοκομική. Θεσσαλονίκη, σελ Μουλόπουλος Χ Φυσική αναγέννηση των ελατοσυστάδων εν Ελλάδι και ιδία εν τω δάσει Περτουλίου. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. Τομ. 3, σελ Μουλόπουλος Χ., Τσουμής Γ Αυξητικαί ακανονιστίαι ευρωπαμερικάνικων υβριδίων λεύκης καλλιεργούμενων εν Μακεδονία. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. του Α.Π.Θ., 5: Μουντράκης Δ Γεωλογία της Ελλάδας. Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ., σελ Mork E Om tennar (on compression wood). Tidsskr Skogbr, 36(suppl.):1-41. Μπασιώτης Κ Τα δάση ελάτης εν Ελλάδι. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. του Α.Π.Θ., Τομ. 2, σελ. 89. Μπόγρη Κ Θλιψιγενές ξύλο: σχηματισμός και εμφάνιση, δομή, ιδιότητες και αξιοποίηση. Μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Α.Π.Θ., σελ Μπόγρη Κ., Βουλγαρίδης Η Οριζόντια και κατακόρυφη εμφάνιση θλιψιγενούς ξύλου σε ξύλο κορμού δέντρων ελάτης. Δασική Έρευνα, 14:

228 Μπόσκος Λ Πορεία αύξησης των δέντρων ελάτης στις ομήλικες και ανομήλικες συστάδες των μόνιμων πειραματικών επιφανειών της περιοχής Μαινάλου-Αρκαδίας με βάση τα στοιχεία αναλυθέντων κορμών. Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Χανιά, 6-8/4/94, σελ Μπόσκος Λ., Λυριντζής Γ., Βασιλόπουλος Γ. 2002α. Αξιολόγηση στο υλοτόμιο των παραγόμενων προϊόντων από ομήλικες και ανομήλικες συστάδες υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii Regis Mattf.). Δασική Έρευνα, 15: Μπόσκος Λ., Σκαρβέλης Μ., Λυριντζής Γ., Βασιλόπουλος Γ. 2002β. Ποιοτική ταξινόμηση πριστής ξυλείας: εφαρμογή ενός πρότυπου σε ξυλεία υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii regis Mattf.). Πρακτικά 10ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Τρίπολη, 26-29/5/2002, σελ Nigh G Species-Independed Height-Age models for British Columbia. Forest Science, 47(2): Ντάσιου Ζ., Πασιαλής Κ Εμφάνιση στρεψοΐνιας σε ξύλο κορμών ελάτης του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου. Δασική Έρευνα, 15: Ντάφης Σ Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνες σε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Διατριβή επί υφηγεσία, Γ.Δ.Σ. του Α.Π.Θ., σελ Ντάφης Σ Τύποι κατά πάχος αύξησης των καθέκαστα τάξεων κορμών υβριδογενούς ελάτης σε κηπευτοειδείς συστάδες του δάσους Περτουλίου. Δάσος, σελ. 25. Ντάφης Σ Δασική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, σελ Ντάφης Σ Ο δασοκομικός χειρισμός των δασών ελάτης της χώρας μας. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 31: Ντάφης Σ Εφηρμοσμένη δασοκομική. Εκδ. Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, σελ Ντάφης Σ., Σμύρης Π Δασοκομική και σταθμολογική έρευνα στα δάση ερυθρελάτης της Ελλάδος. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. του Α.Π.Θ., 24(5):

229 Nyström J Image based methods for nondestructive detection of compression wood in sawn timber. LTU 1999: 23, ISSN: Nyström J Automatic measurement of compression wood and spiral grain for the prediction of distortion in sawn wood products. LTU, 2002: 37. ISSN Nyström J Automatic measurement of fiber orientation in softwoods by using the tracheid effect. Computers and Electronics in Agriculture, Vol. 41, Issues 1-3, December, pp Nyström J., Hagman O Real-time spectral classification of compression wood in Picea abies. J. Wood Sci., 45: Nyström J., Kline E.D Automatic classification of compression wood in green southern yellow pine. Wood and Fiber Science, 32(3): Öhman M. 1998a. Grade Prediction of Pinus sylvestris Logs with the Aid of a Radiograph Image of the Log. Scandinavian Journal of Forest Research, 13: Öhman M. 1998b. Prediction of the Properties of Sawn Timber by Visual Inspection of Sawlogs. LTU, 1998: 21. ISSN Öhman M. 1999a. Plank grade indicators in radiograph images of Scots pine logs. Holz als Roh- und Werkstoff, 57: Öhman M. 1999b. Correspondences between manually estimated compression wood in Norway spruce and the warp of the sawn timber. Holz als Roh- und Werkstoff, 57: Öhman M Methods for avoiding the negative effects of compression wood. Research Report, LTU 2001: 11, ISSN: Öhman M., Nyström J Measurement of green plank shape for prediction and elimination of compression wood. Scand. Journal of Forest Res., 4: Οικονομόπουλος Α Η κατάστασις του δάσους Περτουλίου. Θεσσαλονίκη, σελ Onaka F On the formation of compression wood in conifers. Mokuzai Gakkaishi, 17: Onaka F Studies on compression and tension wood. Mokuzai Kenkyo, Wood Res. Inst. Kyoto Univ. 1, p. 88. Transl. For. Prod. Lab. Can. 93(1956), p. 99.

230 Πανέτσος Κ Γενετική Βελτίωση Δασοπονικών Ειδών. Εκδόσεις Γιαχούδη- Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, σελ Παπαμίχος Ν Εδάφη δάσους Περτουλίου. Εργαστήριο Δασικής Εδαφολογίας (Σημειώσεις), σελ. 20. Παπαμίχος Ν., Αλιφραγκής Δ., Σεϊλόπουλος Δ Επίδραση φυσιογραφικών και εδαφικών παραγόντων πάνω στην αύξηση της υβριδογενούς ελάτης. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. του Α.Π.Θ., 22: Παπαμίχος Ν., Αλιφραγκής Δ., Σεϊλόπουλος Δ Φυσιογραφική (οικολογική) ταξινόμηση και χαρτογράφηση των ποιοτήτων δασικού τόπου στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου Τρικάλων. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 28: Παπαμίχος Ν Δασικά εδάφη. Σχηματισμός, Ιδιότητες, Συμπεριφορά. Εκδ. Β. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, σελ Πασιαλής, Κ.Ν Το Υγρό Εγκάρδιο της Υβριδογενούς Ελάτης (Abies cephalonica x A. alba, populus hybridogenus) του Δάσους Περτουλίου. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Α.Π.Θ. Patel R.N On the occurrence of gelatinous fibres with special reference to root wood. J. Inst. Wood Sci., 12: Paul B The application of silviculture in controlling the specific gravity of wood. US Dep. Agr. Tech. Bull., 1288, p. 97. Paul B., Meagher G Growth quality study of ponderosa pine. W Coast Lumberm, 76(6): Paul B., Dohr A.W., Drow J.T Some physical and mechanical properties of noble fir. US For. Serv. FPL Rep. 2168, pp. 14. Payandeh B., Wang Y Modified site index equations for major Canadian timber species. Forest Ecology and Management, 64: Pearson G.A Management of ponderosa pine in the Southwest. US Dep. Agr. Monogr. 6, p Peguy Ch Précis de climatologie. Paris, p Perem E The effect of compression wood on the mechanical properties of white spruce and red pine. FPL of Canada, For. Serv. Rep. OP-X-3, pp. 28.

231 Perem E The structure and properties of reaction wood formed in trees infested by balsam aphid. Canada, Technical Note, No 13, pp. 22. Peri P.L., Mason E.G., Pollock K.M., Varella A.C., Mead D.J Early growth of radiata pine in a silvopastoral system in New Zealand. Agroforestry Systems, 55(3): Perstorper M., Pellicane P.J., Kliger I.R., Johansson G Quality of timber products from Norway spruce. 1. Optimization, key variables and experimentalstudy. Wood Science and Technology, 29(3): Perstorper M., Johansson M., Kliger R., Johansson G Distortion of Norway spruce timber. Part 1. Variation of relevant wood properties. Holz als Roh- und Werkstoff, 59: Pham D.T., Alcock R.J Automated grading and defect detection: A review. For. Prod. J., 48(4): Pham D.T., Alcock R.J Automated visual inspection of wood boards: selection of features for defect classification by neural network. Proceedings of the Institution of Mechanical Engineers B. Journal of Engineering Manufacture, 213(E4): Pham D.T., Sagiroglu S Neural network classification of defects in veneer boards. Proceedings of the Institution of Mechanical Engineers E. Journal of Process Mechanical Engineering, 213(B3): Pillow M.Y Compression wood records hurricane. J. For., 29: Pillow M.Y Structure, occurrence and properties of compression wood. Ms Thesis, University of WI Madison, pp. 83. Pillow M.Y. 1951a. A new method of detecting compression wood. J. For., 39: Pillow M.Y. 1951b. Some characteristics of Brasilian Parana pine affecting its use for millwork. For. Prod. Res. Soc., 5: Pillow M.Y., Luxford R.F Structure, occurrence and properties of compression wood. US Dep. Agr. Tech. Bull. 546, pp. 32.

232 Plomion C., Pionneau C., Brach J., Costa P., Bailleres H Compression woodresponsive proteins in developing xylem of Maritime pine (Pinus pinaster Ait.). Plant Physiology, 123: Primault B., Quiby J Diagrammes psychrométriques différencies en altitude. Institut suisse de météorologie. Zurich, p. 36. Prodan M Holzmesslehre. J.D. Sauerlander s Verlag-Frankfurt Am Main, pp Rendle B.J Compression wood. A natural defect of softwoods. Wood, 21: Riech F.P Influence of static bending stress on growth and wood characteristics of 9 year-old Douglas-fir from two geographic sources. MS thesis, OR State Univ. Corvallis, pp. 58. Riech F.P., Ching K.K Influence of bending stress on wood formation of young Douglas fir. Holzforschung, 24: Rune G., Warensjö M Basal sweep and compression wood in young Scots pine trees. Scandinavian Journal of Forest Research, 17: Σακελλαριάδης Σ Τα ορφνά εδάφη της Κεντρικής Πίνδου. Διατριβή επί διδακτορία. Samson M Modeling of knots in logs. Wood Sci. Tech., 27: Σβάρνας Δ Αποτελέσματα επεξεργασίας κατά την πρίσιν στρογγυλής ξυλείας στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου. Επιστημονική Επετηρίδα Γ.Δ.Σ. Τομ. 4. Scaltsoyiannes A., Tsaktsira M., Drouzas A. D Allozyme differentiation in the Mediterranean firs (Abies, Pinaceae). A first comparative study with phylogenetic implications. Plant Syst. Evol., 216: Scott M.H An unusually severe test for locally produced wooden shingles. J. S. Afr. For. Assoc., 20: Scurfiel G Reaction wood-its structure and function. Science, 179(4074): Seth M.K., Jain K.K Percentage of compression wood and specific gravity in blue pine (Pinus wallichiana AB Jackson). Wood Sci. Technol., 12:

233 Shelbourne C.J.A Studies on the inheritance and relationships of bole straightness and compression wood in southern pines. PhD Thesis, NC State Univ. Raleigh, p Shelbourne C.J.A Breeding for stem straightness in conifers. FAO/IUFRO Sec. World Consult. For. Tree Breeding, Washington DC, FO-FTB-69-3/4, pp. 10. Siemon G.R Review of WURK stockpiling and sawmilling studies. CALMScience, 2(1): Sinnott E.W Reaction wood and the regulation of tree form. Am. J. Bot., 39: Smith D.E Abnormal wood formation following fall and spring injuries in black walnut. Wood Science, 12(4): Σμύρης Π Η δομή του παρθένου δάσους του Παρανεστίου. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 28: Σμύρης Π Η δυναμική εξέλιξη της δομής στο παρθένο δάσος του Παρανεστίου. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 30: Σμύρης Π Ανάλυση δομής των συστάδων χαλεπίου πεύκης στο δάσος της Στροφυλιάς. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου. Χαλκίδα, 30/9-2/10, σελ Σμύρης Π., Γκανάτσας Π., Ευθυμίου Π Δυναμική εξέλιξη δρυοσυστάδων υπό αναγωγή. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 35/2: Σμύρης Π. Ζάγκας Θ., Τσιτσώνη Θ Ανάλυση δομής σε φυσικό δάσος της Pinus leucodermis στον Όρβηλο. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 32/2: Spurr S.H Forest Inventory. The Roland Press Co. New York, p Stage A.R A mathematical approach to polymorphic site index curves for grand fir. Forest Science, 9(2): Starbuck C.J., Phelps J.E Induction of compression wood rooted cuttings of Pseudotsuga menziesii (Mirb.) Franco by indole-3-acetic acid. IAWA Bull. (n.s), 7:

234 Steele Ph., Neal S.C., McDonald K.A., Cramer S.M The slope-of-grain indicator for defect detection in unplaned hardwood lumber. For. Prod. J., 41(1): Sundberg B., Tuominen H., Little C.H.A Effects of the Indole-3-Acetic acid (IAA) transport inhibitors N-1-Naphthylphthalamic acid and Morphactin on endogenous IAA dynamics in relation to compression wood formation in 1-yearold Pinus silvestris (L.) shoots. Plant Physiol., 106(2): Sutton W.R.J Changes in tree dominance and form in a young radiate pine stand. New Zeland Journal of Forest Science, 3: Taylor F.W., Wagner F.G Impact of log sweep on warp in Douglas-fir structural lumber. Forest Products Journal, 46(9): Ταμείο Διεύθυνσης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών (ΤΔΔΠΔ) Διαχειριστικό σχέδιο πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου Διοίκηση δάσους Περτουλίου. Tappi Standard Compression Wood Identification in Pulpwood. Proposed Revision of T 20 m-59 as a Standard. Tappi, 55(7): Telewski F.W Intra-annual spiral compression wood: a record of low-frequency gravitropic circumnutational movement in trees. IAWA Bull., 9(3): Temnerud E The occurrence of resin pockets in sawlog populations of Picea abies [L.]Karst. from five geographic regions in Sweden. Scan. Jour. For. Res., 14(2): Teshome T., Petty J Site index equation for Cypressus lusitanica stands in Munessa forest, Ethiopia. Forest Ecology and Management, 126: Timell T.E Helical thickenings and helical cavities in normal and compression wood of Taxus baccata. Wood Sci. Technol., 12: Timell T.E Recent progress in the chemistry and topochemistry of compression wood. Wood Sci. Technol., 16: Timell T.E Origin and evolution of compression wood. Holzforschung, 37: Timell T.E Compression wood in Gymnosperms. Vol. 1, 2 and 3. Springer- Verlag, Berlin, New York, Tokyo, pp

235 Tshaye A., Buchanan A.H., Walker J.C.F A comparison of density and stiffness for predicting wood quality or Density: the lazy man s guide to wood quality. Journal of the Institute of Wood Science, 13(6): Τσιτσώνη Θ Ανάλυση δομής και συνθήκες φυσικής αναγέννησης μετά από πυρκαγιά στα δάση χαλεπίου Πεύκης της Κασσάνδρας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ. Τόμος ΛΒ. Παράρτημα 17. Θεσσαλονίκη, σελ Τσιτσώνη Θ., Καραμανώλης Γ., Σταματέλλος Γ Αξιολόγηση της δομής των συστάδων χαλεπίου πεύκης Χαλκιδικής με την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 39/1: Tsitsoni Th., Zagas Th., Ganatsas P Plant diversity and nature conservation in Koziakas NATURA 2000 (network) site, central Greece. Proceedings of the International conference Protection and Restoration of the Environment VI. Skiathos, July 1-5, pp Tsitsoni T., Zagas T The regeneration problems of the mixed stands of St. Dimitrios forest in Pieria, Greece. Proc. of International Workshop of Professors in Silviculture IUFRO S Regeneration Problems of Mixed Stands. Cemil Ata ed. Bartin Forestry Faculty, Turkey, pp Tsopelas P., Karhonen K Hosts and distribution of the interesterility groups of Heterobasidion annosum in the highlands of Greece. European J. of Forest Pathology, 26(1): Τσουμής Γ Επίδραση της δασοκομικής επί της ποιότητας του ξύλου της ελάτης. Δάσος, 23-24: Τσουμής Γ Απόψεις για τη βελτίωση της ποιότητας της ελληνικής ξυλείας και των προϊόντων ξύλου. Δασικά Χρονικά, 6: Τσουμής Γ Ποιοτική ταξινόμηση κορμοτεμαχίων και πριστής ξυλείας ελάτης στο πριονιστήριο του πανεπιστημιακού δάσους Περτουλίου. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 6: Τσουμής Γ Επιστήμη και τεχνολογία ξύλου. Τόμος Β. Βιομηχανική αξιοποίηση. Εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, σελ. 308.

236 Τσουμής Γ Επιστήμη και τεχνολογία ξύλου. Τόμος Α. Δομή και ιδιότητες. Εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, σελ Τσουμής Γ Συγκομιδή δασικών προϊόντων. Εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, σελ Τσουμής Γ., Αλεξανδρίδης Φ., Βουλγαρίδης Η Αξιολόγηση υλοτομιών κατά λωρίδες σε ελληνικά δάση ελάτης, ερυθρελάτης και δασικής πεύκης. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δ.Φ.Π. του Α.Π.Θ., 26/27: Τσουμής Γ., Βουλγαρίδης Η Πειράματα φυσικής ξήρανσης πριστής ξυλείας μαύρης πεύκης, ελάτης και οξιάς. Γεωτεχνικά, 1: Tsoumis G Properties and effects of the abnormal wood produced by leaning hardwoods (tension wood). Yale Forestry School, p. 41. Tsoumis G Science and Technology of wood. Structure, Properties, Utilization. Ed. Van Nostrand Reinhold, ISBN , New York, p Tsoumis G., Passialis K Effect of growth rate and abnormal growth on wood substance and cell wall density. Wood. Sci. Tech., 11: Walker J.F.C Primary Wood Processing: Principles and Practice. Chapman and Hall, London. Wang G., Huang S Height growth pattern of white spruce in natural subregions in Alberta, Canada. Forest Ecology and Management, 80: Wardrop A.B The formation and function of reaction wood. In: Cote W.A. (ed.). Cellular ultrastructure of woody plants. Syracuse Univ. Press, Syracuse, p Wardrop A.B., Davies G.W The nature of reaction wood VIII. The structure and differentiation of compression wood. Aus. J. Bot., 12: Warensjö M., Lundgren C Impact of compression wood on deformations of sawn wood of spruce (Picea abies (L.) Karst.). Swedish University of Agricultural Sciences, Department of Forest Products, Report p. (In Swedish with English summary). Warensjö M Compression wood in Scots pine and Norway spruce distribution in relation to external geometry and the impact on dimensional stability in sawn

237 wood. Doctoral thesis. Swedish University of Agricultural Sciences, Department of Forest Products and Markets, Silvestria 298. Umeå/Uppsala, Sweden, p. 36. Warensjö M., Rune G Stem straightness and compression wood in a 22-yearold stand of container-grown Scots pine trees. Silva Fennica 38(2): Wegelius T The presence and properties of knots in Finnish spruce. Acta For. Fenn., 148, p Wershing H.F., Bailey I.W Seedlings as experimental material in the study of redwood in conifers. J. For., 40: Westing A.H Formation and function of compression wood in gymnosperms. Botanical Review, 31: Westing A.H Formation and function of compression wood in gymnosperms II. Botanical Review, 34: White J Formation of red wood in conifers. Proc. Roy. Soc. Victory, N.S., 20(2): Wilhelmsson L., Arlinger J., Spångberg K., Lundqvist S.-O., Grahn T., Hedenberg Ö., Olsson L Models for predicting wood properties in stems of Picea abies and Pinus sylvestris in Sweden. Scand. J. For. Res., 17: Wilson B.F., Archer R.R Reaction wood-induction and mechanical action. Annu. Rev. Plant Phys., 28: Wilson B.F., Chien C.T., Zaerr J.B Distribution of endogenous indole-3-acetic acid and compression wood formation in reoriented branches of Douglas fir. Plant Physiol., 91: Wolfgang G., Teischinger A Comparison of the TL-Shear strength of normal and compression wood of European larch. Holzforchung, 57: Yamaguchi K. Itoh T., Shimaji K Compression wood induced by 1-N- Napthylphthalamic acid (NPA) and IAA transport inhibitor. Wood Sci. Tech., 14: Yamamoto H., Yoshida M., Okuyama T Growth stress controls negative gravitropism in woody plant stems. Planta, 216(2): Yang K.C Growth ring contrast enhancement and the differentiation of sapwood and heartwood zones. Wood and Fiber Sci., 19(4):

238 Yoshizawa N., Idei T Some structural and evolutionary aspects of compression wood tracheids. Wood and Fiber Science, 19: Yoshizawa N., Itoh T., Shimaji K Helical thickenings in normal and compression wood of some softwoods. IAWA Bulletin 1985, 6(2): Yoshizawa N., Kiyomiya M., Idei T Variations in tracheid length and morphological changes in tracheids tips associated with the development of compression wood. Wood Sci. Technol., 21: Yoshizawa N., Satoh M., Yokota S. Idei T Formation and structure of reaction wood in Buxus microphylla var. insularis Nakai. Wood Sci. Tech., 27: Young W.D., Laidlaw R.A., Packman D.F Pulping of British-grown softwoods. VI. The pulping properties of Sitka spruce compression wood. Holzforschung, 24: Υπουργείο Γεωργίας Οδηγίαι συντάξεως διαχειριστικών εκθέσεων δημοσίων και μη δημοσίων δασών. Εγκύκλιος αρ. 958/1953, Αθήναι, σελ. 25. Yumoto M., Ishida S Studies on the formation and structure of the compression wood cells induced by artificial inclination in young trees of Picea glauca. III. Light microscopic observation on the compression wood cells formed under five different angular displacements. J. Fac. Agr. Hokkaido Univ., 60: Yumoto M., Ishida S., Fukazawa K Studies on the formation and structure of the compression wood cells induced by artificial inclination in young trees of Picea glauca. IV. Gradation of the severity of compression wood tracheids. Res. Bull. Coll. Exp. For. Hokkaido Univ., 40: Φλόκας Α Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας. Εκδ. Ζήτη. Θεσσαλονίκη, σελ Χατζηστάθης Α., Γουδέλης Γ., Ζάγκας Θ Έρευνα απόδοσης των αναδασώσεων μαύρης πεύκης στο δάσος Δαδιάς-Σουφλίου σε σχέση με τους οικολογικούς παράγοντες της περιοχής. Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος ΔΦΠ, ΑΠΘ, 37: Χριστοδούλου Α., Μπλιούμης Β., Παπαδόπουλος Ι., Στάμου Ν Η παραγωγή χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μια ελκυστικά αποδοτική αλλά παρεξηγημένη δραστηριότητα. Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Φ.Π. Τομ. 33/2.

239 Zagas T Die natürlich Bewaldung im Elatia-Gebirge (Griech. Rhodope). Schweiz. Z. Forstwes., 145(3): Zagas T., Tsitsoni T., Gkanatsas P Perspectives of silviculture as discipline in Greece. Sylva Gandavensis, 64: Zagas T., Tsitsoni T., Hatzistathis A The mixed forests of Greece. Proc. of IUFRO meeting Group of Professors in Silviculture, Estonia, p Zeide B Pattern of height growth for southern pine species. Forest Ecology and Management, 118: Zimmerman M., Brown C.L Trees structure and function. Springer Verlag, Berlin, N.Y, p Zhang X.H., Chiang V.L Molecular cloning of 4-coumerate: coenzyme A ligase in loblolly pine and the roles of this enzyme in the biosynthesis of lignin in compression wood. Plant Physiology, 113(1): Zhu D A feasibility study on using ct image analysis for hardwood log inspection (machine vision). PhD, Virginia Polytechnic Institute and State University, p Zobel B.J Inheritance of wood properties in conifers. Silvae Genet., 10: Zobel B.J Wood quality improvement through better trees. In: Hopkins W.C. (ed). Producing, harvesting and marketing high quality southern timber. L.A. State Univ. Press, Baton Rouge, pp. Zobel B.J Genetic manipulation of wood of the southern pines including chemical characteristics. Wood Sci. Tech., 5: Zobel B.J., Camphinos E., Jr Ikemore Y Selecting and breeding for desirable wood. Tappi, 66(1):

240 Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

241 Παράρτημα 1 Ταξινόμηση της Ε.Ο.Κ. για τις οποίες περιγράφεται ο βαθμός των επιτρεπόμενων σφαλμάτων σε κάθε κλάση.

242

243 Παράρτημα 2 Εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία της Ε.Ο.Κ. για ταξινόμηση της ακατέργαστης ξυλείας που προορίζεται για εμπορία στη χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ε.Κ.) κατά την Υπουργική Απόφαση /ΦΕΚ 573/19/

244

245

246 Παράρτημα 3 Κριτήρια ποιοτικής ταξινόμησης αποφλοιωμένων κορμοτεμαχίων ελάτης στο Πανεπιστημιακό Δάσος Περτουλίου (Τσουμής 1961). Ποιότητα Α Κορμοτεμάχια υγιή, ευθυτενή, κυλινδρόμορφα, χωρίς ή σχεδόν χωρίς ρόζους, χωρίς άλλα σφάλματα ή με μικρά τέτοια που να μην επηρεάζουν την αξία χρήσεως του ξύλου. Ποιότητα Β Κορμοτεμάχια συνήθη, υγιή, με σφάλματα όχι εκτεταμένα, που αντισταθμίζονται από τη γενικά καλή κατάσταση του ξύλου. Σκληρή παράχρωση * μέχρι το 1/5 της διαμέτρου. Ποιότητα Γ Κορμοτεμάχια ροζοβριθή, ισχυρά ελλιπόμορφα, ισχυρά στρεψόϊνα, με ασθένειες, αλλά όχι άχρηστα, με σήψη κατά θέσεις και περιφερειακές ραγάδες. Σκληρή παράχρωση απεριόριστη, ισχυρές προσβολές από ιξό (καρκινώματα), οπές από έντομα, παθολογικό ξύλο, ισχυρή εκκεντρότητα, κάμψη από τη βάση λόγω σπαθοειδούς μορφής του κορμού, ρόζοι απεριόριστοι σε αριθμό, μέγεθος και είδος. * Η παράχρωση (μεταχρωματισμός) λόγω καθολικής παρουσίας υγρού εγκαρδίου στην ελάτη του δάσους Περτουλίου δεν συνυπολογίζεται σήμερα στην ποιοτική ταξινόμηση επειδή νεώτερες έρευνες (Πασιαλής 1984) έδειξαν ότι δεν πρόκειται για παθολογικό ξύλο αλλά αυτό αρχίζει να εμφανίζεται κανονικά στο κεντρικό τμήμα του κορμού ως κανονικό εγκάρδιο από την ηλικία των περίπου 12 ετών και μετά. Σε ηλικιωμένα άτομα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις εγκαρδίου ξύλου, το υγρό εγκάρδιο ελάτης μπορεί να εμφανισθεί αλλοιωμένο από μύκητες και παρουσιάζεται με ακανόνιστη διατομή (Βουλγαρίδης 2002).

247 Παράρτημα 4 Μη παραμετρικοί έλεγχοι καλής προσαρμογής των τιμών και θεωρητικών συχνοτήτων του αριθμού δέντρων στις κλάσεις διαμέτρου (d) και ύψους (h), με το κριτήριο Kolmogorov-Smirnov, για κάθε ποιότητα τόπου (II, III, IV), κατά την ανάλυση δομής των συστάδων στην περιοχή έρευνας. Κριτήριο ελέγχου Kolmogorov-Smirnov Κανονική Εκθετική Ποιότητα τόπου ΙΙ d h d h Αριθμός παρατηρήσεων (N) Παράμετροι Μέσος 30,354 16,837 30,354 16,837 Τυπική απόκλιση 14,169 8,030 14,169 8,030 Μέγιστες αποκλίσεις Απόλυτη 0,080 0,138 0,231 0,241 Θετική 0,080 0,109 0,145 0,160 Αρνητική -0,077-0,138-0,231-0,241 Τυποποιημένη τιμή ελέγχου προσέγγισης κανονικότητας Z 1,021 1,746 2,931 3,054 Επίπεδο σημαντικότητας 0,248 0,004 0,000 0,000 Κριτήριο ελέγχου Kolmogorov-Smirnov Κανονική Εκθετική Ποιότητα τόπου ΙΙI d h d h Αριθμός παρατηρήσεων (N) Παράμετροι Μέσος 17,836 9,355 17,836 9,355 Τυπική απόκλιση 15,261 7,280 15,261 7,280 Μέγιστες αποκλίσεις Απόλυτη 0,234 0,228 0,219 0,173 Θετική 0,234 0,228 0,101 0,074 Αρνητική -0,187-0,140-0,219-0,173 Τυποποιημένη τιμή ελέγχου προσέγγισης κανονικότητας Z 3,538 3,439 3,301 2,619 Επίπεδο σημαντικότητας 0,000 0,000 0,000 0,000 Κριτήριο ελέγχου Kolmogorov-Smirnov Κανονική Εκθετική Ποιότητα τόπου ΙV d h d h Αριθμός παρατηρήσεων (N) Παράμετροι Μέσος 14,990 5,716 14,990 5,716 Τυπική απόκλιση 12,577 5,145 12,577 5,145 Μέγιστες αποκλίσεις Απόλυτη 0,226 0,286 0,259 0,295 Θετική 0,226 0,286 0,091 0,151 Αρνητική -0,202-0,235-0,259-0,295 Τυποποιημένη τιμή ελέγχου προσέγγισης κανονικότητας Z 2,308 2,918 2,645 3,011 Επίπεδο σημαντικότητας 0,000 0,000 0,000 0,000

248 Παράρτημα 5 Ανάλυση διακύμανσης για την παλινδρόμηση που χρησιμοποιήθηκε, ώστε να εξακριβωθεί η σχέση μεταξύ ύψους (h) διαμέτρου(d), σε κάθε ποιότητα τόπου (II, III, IV) και στο τμήμα 630. Τα αποτελέσματα δίνονται από τα φύλλα επεξεργασίας του λογισμικού SPSS MODEL: MOD_ Ποιότητα τόπου ΙΙ. Dependent variable.. h Method.. QUADRATI Listwise Deletion of Missing Data Multiple R,98699 R Square,97415 Adjusted R Square,97383 Standard Error 3,01602 Analysis of Variance: DF Sum of Squares Mean Square Regression , ,878 Residuals ,324 9,096 F = 2996,45438 Signif F =, Variables in the Equation Variable B SE B Beta T Sig T d,676748, , ,450,0000 d**2 -,003112, , ,791,0000 Notes: * Equation was estimated without the constant term; Rsq is redefined.

249 MODEL: MOD_ Ποιότητα τόπου ΙΙΙ. Dependent variable.. h Method.. QUADRATI Listwise Deletion of Missing Data Multiple R,98148 R Square,96330 Adjusted R Square,96298 Standard Error 2,27903 Analysis of Variance: DF Sum of Squares Mean Square Regression , ,882 Residuals ,836 5,194 F = 2966,11245 Signif F =, Variables in the Equation Variable B SE B Beta T Sig T d,622055, , ,348,0000 d**2 -,003145, , ,346,0000 Notes: * Equation was estimated without the constant term; Rsq is redefined. MODEL: MOD_ Ποιότητα τόπου ΙV. Dependent variable.. h Method.. QUADRATI Listwise Deletion of Missing Data Multiple R,97498 R Square,95058 Adjusted R Square,94961 Standard Error 1,72262 Analysis of Variance: DF Sum of Squares Mean Square Regression , ,0363 Residuals ,6774 2,9674 F = 980,99731 Signif F =, Variables in the Equation Variable B SE B Beta T Sig T d,369321,020831, ,729,0000 d**2,000375,000516,038504,726,4693

250 Notes: * Equation was estimated without the constant term; Rsq is redefined. MODEL: MOD_Τμήμα 630. Dependent variable.. h Method.. QUADRATI Listwise Deletion of Missing Data Multiple R,97805 R Square,95658 Adjusted R Square,95640 Standard Error 2,88439 Analysis of Variance: DF Sum of Squares Mean Square Regression , ,733 Residuals ,964 8,320 F = 5407,98647 Signif F =, Variables in the Equation Variable B SE B Beta T Sig T d,594429, , ,902,0000 d**2 -,002092, , ,697,0000 Notes: * Equation was estimated without the constant term; Rsq is redefined.

251 Παράρτημα 6 Ψηφιακές εικόνες των διατομών στις βάσεις των 266 δέντρων, που μελετήθηκαν για τον προσδιορισμό του θλιψιγενούς ξύλου και των άλλων αυξητικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών του ξύλου.

252

253

254

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΕΛΛΑΤΩΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΕΛΛΑΤΩΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 12-13. ΕΛΛΑΤΩΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ Ελαττώματα δομής Αυξητικές ακανονιστίες σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τη θέση εμφάνισής τους στα δέντρα: - εξωτερικά στον κορμό - εσωτερικά στο ξύλο Από επίδραση διαφόρων

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 10-11. ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΔΟΜΗΣ Μεταβλητότητα δομής Δομή δακτυλίων Μορφολογία κυττάρων Χημική σύσταση Υποδομή Μέσα σ ένα δέντρο Ανάμεσα στα δέντρα Οριζόντια Κατακόρυφα Πλάγια Στο ίδιο είδος Σε διαφορετικά

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦ: ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ

ΚΕΦ: ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ (ΤΜΗΜΑ ΔΦΠ ΑΠΘ) ΜΑΘΗΜΑ: ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΚΕΦ: ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ 2017-18 Ηλίας Βουλγαρίδης Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ (Αποκλίσεις από την τυπική εξωτερική

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΔΟΜΗΣ 4. Ακανονιστίες αυξητικών δακτυλίων 5. Ραγάδες

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 04: Πριστή ξυλεία (Γ) Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 04: Πριστή ξυλεία (Γ) Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 04: Πριστή ξυλεία (Γ) Ιωάννης Φιλίππου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: 2.2.2.α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών

Διαβάστε περισσότερα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: 2.2.2.α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΞΥ ΘΛΙΨΙΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΞΥΛΟΥ ΕΛΑΤΗΣ»

ΜΕΤΑΞΥ ΘΛΙΨΙΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΞΥΛΟΥ ΕΛΑΤΗΣ» ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ «ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ τα διάφορα στρώματα ενός κορμού δένδρου εξωτερικός φλοιός εσωτερικός φλοιός κάμβιο σομφό εγκάρδιο Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά Χαρακτηριστικά που διακρίνονται

Διαβάστε περισσότερα

Τα βασικά μέρη ενός πριστηρίου: Κορμοπλατεία Κυρίως πριστήριο Πριστοπλατεία (αποθήκη) Τροχιστήριο Βοηθητικές εγκαταστάσεις

Τα βασικά μέρη ενός πριστηρίου: Κορμοπλατεία Κυρίως πριστήριο Πριστοπλατεία (αποθήκη) Τροχιστήριο Βοηθητικές εγκαταστάσεις ΤΟ ΠΡΙΣΤΗΡΙΟ Τα βασικά μέρη ενός πριστηρίου: Κορμοπλατεία Κυρίως πριστήριο Πριστοπλατεία (αποθήκη) Τροχιστήριο Βοηθητικές εγκαταστάσεις 1. ΚΟΡΜΟΠΛΑΤΕΙΑ. Αποθήκες ενδιάμεσης αποθήκευσης, πριν την ξήρανση

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΑΥΞΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΑΥΞΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΑΥΞΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ Δασικά δέντρα α β Κωνοφόρα (α): αειθαλή δέντρα που τα φύλλα τους είναι βελονόμορφα και οι καρποί τους έχουν σχήμα κώνου, π.χ. πεύκη, ελάτη Πλατύφυλλα (β):

Διαβάστε περισσότερα

4. Συνθήκες αυξήσεως των δασικών δένδρων και επιδράσεις στην ποιότητα του παραγόμενου κορμόξυλου

4. Συνθήκες αυξήσεως των δασικών δένδρων και επιδράσεις στην ποιότητα του παραγόμενου κορμόξυλου 4. Συνθήκες αυξήσεως των δασικών δένδρων και επιδράσεις στην ποιότητα του παραγόμενου κορμόξυλου Σύνοψη Περιγράφονται οι συνθήκες αύξησης των δασικών δέντρων στο δάσος, οι επιδράσεις των συνθηκών αυτών

Διαβάστε περισσότερα

-1- Π = η απόλυτη παράλλαξη του σημείου με το γνωστό υψόμετρο σε χιλ.

-1- Π = η απόλυτη παράλλαξη του σημείου με το γνωστό υψόμετρο σε χιλ. -1- ΜΕΤΡΗΣΗ ΥΨΟΜΕΤΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Η γνώση των υψομέτρων διαφόρων σημείων μιας περιοχής είναι πολλές φορές αναγκαία για ένα δασοπόνο. Η χρησιμοποίηση φωτογραμμετρικών μεθόδων με τη βοήθεια αεροφωτογραφιών

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΑΤΕΙΘ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΜΗΜΑ LOGISTICS ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΗ ΕΛΠΙΔΑ Α.Μ. 206 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κατερίνη 2011 ΔΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΣΤΟΧΟΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA Εικ.1. Ελάτη προσβεβληµένη από το µύκητα Armillaria mellea. ιακρίνονται οι λευκές µυκηλιακές πλάκες στη βάση του κορµού. Μαίναλο. Εικ.2. Μυκηλιακές

Διαβάστε περισσότερα

Δράση 1.1. Σχεδιασμός και οργάνωση λήψης στοιχείων υπαίθρου.

Δράση 1.1. Σχεδιασμός και οργάνωση λήψης στοιχείων υπαίθρου. 1 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΓΟΥ 1 η φάση έργου (Περίοδος 25 Μαϊου έως 30 Σεπτεμβρίου 2014) Στη πρώτη φάση του έργου υλοποιήθηκαν τα παρακάτω: 1 ο Πακέτο εργασίας (Προσδιορισμός είδους και ποσοτήτων υπολειμμάτων

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας Ομάδα έργου: Παναγιώτης Πουλιανίδης, Αναστασία Κάκια, Φωτεινή Πελεκάνη Σεμινάριο Κατάρτισης Δασικών Υπηρεσιών

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία Ενότητα 3: Φωτοερμηνεία. Κωνσταντίνος Περάκης Ιωάννης Φαρασλής Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών

Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΡΙΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΡΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΡΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ως ποσοτική απόδοση νοείται ο όγκος ή το βάρος ενός προϊόντος, σε σχέση με τον όγκο ή το βάρος της πρώτης ύλης που χρησιμοποιήθηκε για να παραχθεί το συγκεκριμένο

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΑΔΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΙΣΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ

ΣΤΑΔΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΙΣΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΣΤΑΔΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΙΣΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΔΑΣΟΣ ΠΡΙΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΤΟΜΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΕ ΜΗΚΗ ΑΠΟΦΛΟΙΩΣΗ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΗ ΟΓΚΟΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΝΑ ΔΑΣ. ΕΙΔΟΣ ή και ΚΛΑΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

13SYMV

13SYMV ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ Πολύγυρος 8-11-2013 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ -ΘΡΑΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΩΝ Αρ. Πρωτ. : 27225 ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΩΝ Ν. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ Προς : κ. Κυριαζή

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 11: Επικολλητό ξύλο. Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 11: Επικολλητό ξύλο. Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 11: Επικολλητό ξύλο Ιωάννης Φιλίππου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Μέθοδοι επιφάνειας Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail: vkazana@teikav.edu.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ OREGON PINE

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ OREGON PINE ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ & ΕΠΙΠΛΟΥ Γρίβα 11, Τ.Κ. 43100, Καρδίτσα ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ Καθηγητής Δρ. Γεώργιος Μαντάνης, τηλ. 6947 300.585 Καρδίτσα, 27-03-2017 ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3601, 10/5/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3601, 10/5/2002 Ο περί της Ταξινόμησης της Ακατέργαστης Ξυλείας Νόμος του 2002 εκδίδεται με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος. Αριθμός 48(Ι) του 2002 ΝΟΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη LIFE + AdaptFor Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη Επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα Δασικά οικοσυστήματα Καλλιόπη Ραδόγλου & Γαβριήλ Σπύρογλου

Διαβάστε περισσότερα

Αυξητική και Ωριμότητα

Αυξητική και Ωριμότητα Αυξητική και Ωριμότητα Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 510 60435 E-mail: vkazaa@teikav.e.gr

Διαβάστε περισσότερα

2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ

2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ Τ.Ε.Ι. Λάρισας - Παράρτημα Καρδίτσας Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου Εργαστήριο Τεχνολογίας & Συντήρησης Ξυλοκατασκευών 2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ του Καθηγητή Δρ. Ιωάννη Κακαρά

Διαβάστε περισσότερα

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Στρατηγικές Βελτίωσης

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Στρατηγικές Βελτίωσης Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων Στρατηγικές Βελτίωσης 5 Σύνοψη Στη βελτίωση προσπαθούμε να συμπεράνουμε την απόδοση των απογόνων βασιζόμενοι στο φαινότυπο και την απόδοση των γονέων Η μαζική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ & ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΡΟΠΙΚΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ

ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ & ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΡΟΠΙΚΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ - ΕΠΙΠΛΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΞΥΛΟΥ & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ-ΕΠΙΠΛΟΥ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ: ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 9. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 9. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 9. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ Μεριστωματικοί ιστοί: ειδικευμένα κύτταρα, πολλαπλασιάζονται, αύξηση δέντρων (ύψος, διάμετρος) Αρχέφυτρα: πρωτογενείς μεριστωματικοί ιστοί στις κορυφές των

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΙΣΤΟΙ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΙΣΤΟΙ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΙΣΤΟΙ ΞΥΛΟΥ Το ξύλο στο μικροσκόπιο Κύτταρα: μικρές δομικές μονάδες ξύλου Κύτταρα φελλού (Hooke, 1665) 1 cm 3 ξύλου κωνοφόρα: 600-800 χιλιάδες πλατύφυλλα:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΩΝΟΦΟΡΩΝ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΩΝΟΦΟΡΩΝ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΩΝΟΦΟΡΩΝ Τύποι και ρόλος κυττάρων κωνοφόρων Τραχεΐδες (αξονικές, ακτινικές): αγωγά και στερεωτικά στοιχεία Παρεγχυματικά κύτταρα: αποθηκευτικά στοιχεία αξονικές τραχεϊδες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΡΙΚΟΛΛΗΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΡΙΚΟΛΛΗΤΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ & ΕΠΙΠΛΟΥ Γρίβα 11, Τ.Κ. 43100, Καρδίτσα ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ Καθηγητής Δρ. Γεώργιος Μαντάνης, τηλ. 6947 300.585 URL: http://www.wfdt.teilar.gr/dbdata/news/wst.pdf

Διαβάστε περισσότερα

ΔΑΣΟΥΣ. Δρ. Βασιλική Καζάνα

ΔΑΣΟΥΣ. Δρ. Βασιλική Καζάνα ΚΑΤΑ ΧΩΡΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail:

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Σύνοψη Τα γνωρίσματα που παρατηρούμε (φαινότυπος) είναι η συνδυασμένη έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ. Ξυλόφυλλα ή επενδύματα ή καπλαμάδες: λεπτά φύλλα ξύλου με πάχος 0,5-1,0 mm (ως 8-10 mm) αντικολλητών (κόντρα πλακέ)

ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ. Ξυλόφυλλα ή επενδύματα ή καπλαμάδες: λεπτά φύλλα ξύλου με πάχος 0,5-1,0 mm (ως 8-10 mm) αντικολλητών (κόντρα πλακέ) Ξυλόφυλλα ή επενδύματα ή καπλαμάδες: λεπτά φύλλα ξύλου με πάχος 0,5-1,0 mm (ως 8-10 mm) Παραγωγή αντικολλητών (κόντρα πλακέ) άλλων συγκολλημένων κατασκευών Ανάπτυξη βιομηχανίας παραγωγής ξυλοφύλλων λόγω:

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Δασική Εδαφολογία Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Μέρος 1 ο ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Η μεταφορά του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της γης, η κίνησή του σ αυτή και η επιστροφή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΟΜΙ ΗΣ ΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

ΣΥΓΚΟΜΙ ΗΣ ΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΓΚΟΜΙ ΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΓΚΟΜΙ ΗΣ ΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΑΥΛΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 8. ΥΠΟΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 8. ΥΠΟΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 8. ΥΠΟΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ Υποδομή του ξύλου Δομή της ξυλώδους ύλης: κυτταρικά τοιχώματα, μεσοκυττάρια στρώση, τυλώσεις Αόρατη με κοινό μικροσκόπιο Μελέτη με πολωτικό μικροσκόπιο, ακτίνες Χ, ηλεκτρονικό

Διαβάστε περισσότερα

2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ

2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ Τ.Ε.Ι. Λάρισας - Παράρτημα Καρδίτσας Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου Εργαστήριο Τεχνολογίας & Συντήρησης Ξυλοκατασκευών 2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ του Καθηγητή Δρ. Ιωάννη Κακαρά

Διαβάστε περισσότερα

Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας

Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας Ιωάννης Ελευθεριάδης, ΚΑΠΕ 08 Απριλίου 2016 Metropolitan Expo Ξυλώδης βιομάζα και τάσεις 70% της παραγωγής ενέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Επιστήµης Ξύλου Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου - Επίπλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Επιστήµης Ξύλου Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου - Επίπλου ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Επιστήµης Ξύλου Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου - Επίπλου ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ = Εξωτερικοί παράγοντες που µπορούν να προκαλέσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΞΥΛΟΥ I. Τα δάση στην Ελλάδα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΞΥΛΟΥ I. Τα δάση στην Ελλάδα ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΞΥΛΟΥ I Τα δάση στην Ελλάδα Μεταφορά τροπικής ξυλείας από το δάσος στην αγορά. «Η αειφορία του δάσους είναι προϋπόθεση για την σωτηρία του περιβάλλοντος, του κλίματος και του ανθρώπου» Μεταφορά

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική έκθεση - Αξιολόγηση δομικής ξυλείας καστανιάς

Τεχνική έκθεση - Αξιολόγηση δομικής ξυλείας καστανιάς Τεχνική έκθεση - Αξιολόγηση δομικής ξυλείας καστανιάς Συμμετέχοντες: Δρ. Χαράλαμπος Λυκίδης, Ι.Δ.Ε. Αθήνας (συντονιστής) Καθ. Γεώργιος Μαντάνης, ΤΕΙ Θεσσαλίας (συμμετέχων) 21 Δεκ. 2015 Η έκθεση συντάχθηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Ισχυρό Μεταφορικό Μέσο ΚΙΝΗΣΗ: Ομαλή και Αζήμια Ή Ανώμαλη και Επιζήμια ΛΟΓΟΙ: Κλίμα, Άνιση κατανομή βροχής, Πετρώματα,

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 06: Άτμιση ξυλείας. Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 06: Άτμιση ξυλείας. Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 06: Άτμιση ξυλείας Ιωάννης Φιλίππου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για

Διαβάστε περισσότερα

ΙΝΟΠΛΑΚΕΣ. Διαφορά με μοριοπλάκες: η πρώτη ύλη (ξύλο άλλες λιγνοκυτταρινικές ύλες) πολτοποιείται, όχι απαραίτητη η χρησιμοποίηση κόλλας

ΙΝΟΠΛΑΚΕΣ. Διαφορά με μοριοπλάκες: η πρώτη ύλη (ξύλο άλλες λιγνοκυτταρινικές ύλες) πολτοποιείται, όχι απαραίτητη η χρησιμοποίηση κόλλας Διαφορά με μοριοπλάκες: η πρώτη ύλη (ξύλο άλλες λιγνοκυτταρινικές ύλες) πολτοποιείται, όχι απαραίτητη η χρησιμοποίηση κόλλας Η τεχνική παραγωγής επηρεάστηκε από την παραγωγή χαρτιού (κυρίως μηχανική χημική

Διαβάστε περισσότερα

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΞΥΛΕΙΑΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΥΚΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΕ ΦΥΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΞΥΛΕΙΑΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΥΚΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΕ ΦΥΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΞΥΛΕΙΑΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΥΚΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΕ ΦΥΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ Φιλίππου Βασίλειος 1* και Καραστεργίου Σωτήριος 2 *Δασολόγος - Περιβαλλοντολόγος, MSC (PhD Candidate), Τμήμα Δασολογίας &

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ.

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ. Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ. Ψαρρή Σεμινάριο Κατάρτισης Δασικών Υπηρεσιών 18-19 Νοεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Απελευθέρωση ουσιών αποσύνθεση Απορρόφηση

Διαβάστε περισσότερα

Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος

Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος Η μεταφορά του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της γης, η κίνησή του πάνω σ αυτή και η επιστροφή του στην ατμόσφαιρα λέγεται υδρολογικός κύκλος. το νερό πέφτει στην επιφάνεια της γης με τα ατμοσφαιρικά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 3. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 3. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 3. ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ Μακροσκοπική αναγνώριση ελληνικών ξύλων - Τι εννοούμε με τον όρο μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Με τον όρο μακροσκοπικά χαρακτηριστικά εννοούμε

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: 2.2.2.α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών

Διαβάστε περισσότερα

Κ.Α. 15/ Α.Μ 18.0 /2017

Κ.Α. 15/ Α.Μ 18.0 /2017 ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ -------------------------------------------------------------------- «Μελέτη προμήθειας οικοδομικής ξυλείας για την συντήρηση επισκευή και βελτίωση Υποδομών κοινής ωφέλειας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 11 ο ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 11 ο ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 11 ο ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ 1 ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ 2 ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ Μυκορριζική συμβίωση: Η συμβιωτική σχέση μεταξύ ριζών μυκήτων / εκδηλώνεται με σχηματισμό ξεχωριστών οργάνων =μυκόρριζες Κατηγορίες μυκόρριζων ενδομυκόρριζες

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών ΤΙΤΛΟΣ ΥΠΟΕΡΓΟΥ: Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΞΥΛΟΥ Ι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών ΤΙΤΛΟΣ ΥΠΟΕΡΓΟΥ: Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΞΥΛΟΥ Ι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ EΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ: 2.2.2.α. Αναμόρφωση Προπτυχιακών

Διαβάστε περισσότερα

ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ : Τι είναι τα ξυλόφυλλα;

ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ : Τι είναι τα ξυλόφυλλα; ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ : ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ : Τι είναι τα ξυλόφυλλα; ΞΥΛΟΦΥΛΛΑ : ΦΥΛΛΑ ΣΥΜΠΑΓΟΥΣ ΞΥΛΟΥ, ΠΑΧΟΥΣ 0,5-3 mm (Σπανιότερα 0,05-8 mm) Οι κορμοί που προορίζονται για ξυλόφυλλα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά:

Διαβάστε περισσότερα

Κανονικότητα. Δρ. Βασιλική Καζάνα

Κανονικότητα. Δρ. Βασιλική Καζάνα Κανονικότητα Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail: vkazana@teikav.edu.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΞΥΛΟΥ & ΚΛΕΙΔΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΞΥΛΟΥ & ΚΛΕΙΔΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΞΥΛΟΥ & ΚΛΕΙΔΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ 95 96 ΓΕΝΙΚΑ Στα προηγούμενα κεφάλαια περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη Δομή του Ξύλου. Το Παράρτημα αυτό (Παράρτημα ΙΙΙ) αναφέρεται ειδικότερα στην

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ (TMHMA ΔΦΠ ΑΠΘ)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ (TMHMA ΔΦΠ ΑΠΘ) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΛΟΧΡΗΣΤΙΚΗΣ (TMHMA ΔΦΠ ΑΠΘ) ΜΑΘΗΜΑ: ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΚΕΦ: ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ 2017-18 ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ = ΜΑΖΑ / ΟΓΚΟΣ (g/cm³ ή kg/m³) (για το ξύλο σε συγκεκριμένες υγρομετρικές συνθήκες) Ηλίας

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435

Διαβάστε περισσότερα

Το Δάσος Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση. Επιμέλεια: Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου, Γεώργιος Καρέτσος, Γεώργιος Κατσαδωράκης

Το Δάσος Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση. Επιμέλεια: Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου, Γεώργιος Καρέτσος, Γεώργιος Κατσαδωράκης Το Δάσος Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Επιμέλεια: Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου, Γεώργιος Καρέτσος, Γεώργιος Κατσαδωράκης WWF Ελλάς, 2012 Επιστημονική Επιμέλεια Έκδοσης: Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου, Γεώργιος

Διαβάστε περισσότερα

Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή

Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή Βασιλική Χρυσοπολίτου και Πέτρος Κακούρος, ΕΚΒΥ Το κλίμα και τα δάση στο μέλλον Υπάρχουν αβεβαιότητες σχετικά με:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΝΙΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΙΤΡΩΔΩΝ ΙΟΝΤΩΝ ΣΕ ΝΕΡΟ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ενεργειακές καλλιέργειες δασικών ειδών

Ενεργειακές καλλιέργειες δασικών ειδών Ενεργειακές καλλιέργειες δασικών ειδών Ι. Ελευθεριάδης Τμήμα Βιομάζας, ΚΑΠΕ Περιεχόμενα Ταχυαυξή δάση για παραγωγή ενέργειας και επιδεικτικές εφαρμογές σε κλίμακα αγρού Πρεμνοφυείς φυτείες μικρού περίτροπου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ OREGON PINE (EN 338)

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ OREGON PINE (EN 338) ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ & ΕΠΙΠΛΟΥ Γρίβα 11, Τ.Κ. 43100, Καρδίτσα ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ Καθηγητής Δρ. Γεώργιος Μαντάνης, τηλ. 6947 300.585 URL: http://www.wfdt.teilar.gr/dbdata/news/wst.pdf

Διαβάστε περισσότερα

Mάθημα «ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ»

Mάθημα «ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ» Mάθημα «ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ» ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΞΥΛΟΥ Καθηγητής Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Επιστήμης & Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου Email: mantanis@teilar.gr Ορισμός της πυκνότητας

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 02: Πριστή ξυλεία (Α) Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τεχνολογία Ξύλου. Ενότητα 02: Πριστή ξυλεία (Α) Ιωάννης Φιλίππου Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 02: Πριστή ξυλεία (Α) Ιωάννης Φιλίππου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ

ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ Μαθήτρια: Αίγλη Θ. Μπορονικόλα Καθηγητής : Ιωάννης Αντ. Παπατσώρης ΜΑΘΗΜΑ: ΈΡΕΥΝΑ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΚΕΚΛΙΜΕΝΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΕΛΞΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣΕΙ ΕΝΑ ΣΩΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΞΥΛΟΥ & ΕΠΙΠΛΟΥ Γρίβα 11, Τ.Κ. 43100, Καρδίτσα T: 24410 79.206 (εσ. 112) www.wfdt.teilar.gr ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα ΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, ΓΕΩΤΕΕ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΡΟΔΑΣΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ Η Αγροδασοπονία στα Πλαίσια της Νέας ΚΑΠ 2014 2020 Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2014 Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΡΙΟΠΛΑΚΕΣ. Κατασκευάζονται με συγκόλληση τεμαχιδίων ξύλου

ΜΟΡΙΟΠΛΑΚΕΣ. Κατασκευάζονται με συγκόλληση τεμαχιδίων ξύλου Κατασκευάζονται με συγκόλληση τεμαχιδίων ξύλου Εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας μοριοπλακών λόγω: (α) δυνατότητας αξιοποίησης ξύλου μικρών διαστάσεων & υπολειμμάτων άλλης κατεργασίας (β) διαθεσιμότητας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020)

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020) ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) Το 2015 θεωρείται μια πολύ σημαντική χρονιά για τα δάση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τουλάχιστον τέσσερις

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών με την χρήση ΓΠΣ Νικόλαος Mέντης 1 - Γιάννης Μελιάδης 2 1 Δασάρχης Δασαρχείου Αριδαίας Ν. Πέλλας 2 Ερευνητής Δασολόγος Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Εισαγωγή Το

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ.

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Σύνοψη Τα γνωρίσματα που παρατηρούμε (φαινότυπος) είναι η συνδυασμένη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΟΜΗΣ ΞΥΛΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΟΜΗΣ ΞΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΟΜΗΣ ΞΥΛΟΥ Δρ. Δημητρίου Μπιρμπίλη Έκτακτου Συνεργάτη του τμήματος Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου Επίπλου Παράρτημα Καρδίτσας, ΤΕΙ Λάρισας Καρδίτσα 2011 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α σελίδα

Διαβάστε περισσότερα

Εγκατάσταση, διαχείριση και συγκομιδή Φυτειών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου

Εγκατάσταση, διαχείριση και συγκομιδή Φυτειών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου Γενικά στοιχεία Εγκατάσταση, διαχείριση και συγκομιδή Φυτειών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου Ιωάννης Ελευθεριάδης Τμήμα βιομάζας ΚΑΠΕ Τίτλος: Φυτείες Ξυλωδών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου (SRC) για τοπικές

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ 1 ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ 1 ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Η ενότητα εργασίας απέβλεπε στην δημιουργία ενός πλήρως αξιολογημένου και λειτουργικού συστήματος προσδιορισμού του υδατικού μετώπου. Ως γνωστό οι αισθητήρες υδατικού μετώπου παρεμβαλλόμενοι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ. ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου. Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ. ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου. Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου Ορισµός της πυκνότητας «Η σπουδαιότερη φυσική ιδιότητα του ξύλου»

Διαβάστε περισσότερα

13SYMV

13SYMV ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ & ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΑΣΩΝ Ν. ΔΡΑΜΑΣ ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ Κ. ΝΕΥΡΟΚΟΠΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: Δ/σης & Διαχ/σης Δασών ΤΑΧ. Δ/ΝΣΗ: Κ.Νευροκόπι

Διαβάστε περισσότερα

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής Εργαστήριο Δασικής Εδαφολογίας ΑΠΘ Αύξηση του ρυθμού δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΛΑΣΗ. Το εργαλείο διέλασης περιλαμβάνει : το μεταλλικό θάλαμο, τη μήτρα, το έμβολο και το συμπληρωματικό εξοπλισμό (δακτυλίους συγκράτησης κλπ.).

ΔΙΕΛΑΣΗ. Το εργαλείο διέλασης περιλαμβάνει : το μεταλλικό θάλαμο, τη μήτρα, το έμβολο και το συμπληρωματικό εξοπλισμό (δακτυλίους συγκράτησης κλπ.). ΔΙΕΛΑΣΗ Κατά τη διέλαση (extrusion) το τεμάχιο συμπιέζεται μέσω ενός εμβόλου μέσα σε μεταλλικό θάλαμο, στο άλλο άκρο του οποίου ευρίσκεται κατάλληλα διαμορφωμένη μήτρα, και αναγκάζεται να εξέλθει από το

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ - ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ - ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ο ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ - ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ 1 Οικολογία δασικών εντόμων Παράγοντες: 1. Κλιματικές συνθήκες 2. Είδος δέντρων 3. Δασοπονική μορφή 4. Ρύπανση ατμόσφαιρας 2 Οικολογία δασικών εντόμων

Διαβάστε περισσότερα

µε βελτιωµένες ιδιότητες ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ρ. Αντώνιος Παπαδόπουλος

µε βελτιωµένες ιδιότητες ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ρ. Αντώνιος Παπαδόπουλος Θερµικά τροποποιηµένη ξυλεία: Μία νέα τεχνική για ξύλο µε βελτιωµένες ιδιότητες ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ρ. Αντώνιος Παπαδόπουλος Εισαγωγή Το ξύλο αποτελεί ιδανική πρώτη ύλη για πολλές κατασκευές. Η βιοµηχανία ξύλου

Διαβάστε περισσότερα

«Η αειφορία του δάσους είναι προϋπόθεση για την σωτηρία. του περιβάλλοντος, του κλίματος και του ανθρώπου.»

«Η αειφορία του δάσους είναι προϋπόθεση για την σωτηρία. του περιβάλλοντος, του κλίματος και του ανθρώπου.» Η ΠΡΙΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ «Η αειφορία του δάσους είναι προϋπόθεση για την σωτηρία του περιβάλλοντος, του κλίματος και του ανθρώπου.» Το Πριστήριο Το μέρος όπου γίνεται η πρίση του κορμού Πρίζω (πριονίζω)= η διαδικασία

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (602)

ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (602) Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών (Σ.Τ.ΕΦ.) ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (602) 3 η Διάλεξη Δημήτριος Ν. Χριστοδούλου Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, M.Sc. Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας - Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών

Διαβάστε περισσότερα

ιαχείριση και προστασία γενετικών πόρων

ιαχείριση και προστασία γενετικών πόρων Εφαρµοσµένη ασική Γενετική ιαχείριση και προστασία γενετικών πόρων Θερινό εξάµηνο 2006 ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Ορεστιάδα Τµήµα ασολογίας & ιαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων Εργαστήριο ασικής

Διαβάστε περισσότερα

«Νομοθεσία και Προδιαγραφές που αφορούν το ξύλο» Μιχάλης Σκαρβέλης,

«Νομοθεσία και Προδιαγραφές που αφορούν το ξύλο» Μιχάλης Σκαρβέλης, «Νομοθεσία και Προδιαγραφές που αφορούν το ξύλο» Μιχάλης Σκαρβέλης, Αν. Καθηγητής του Τμήματος Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου Α) H Ξυλεία πρέπει να προέρχεται από αειφορικά διαχειριζόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών ΕΘΝΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΕΘΙΑΓΕ) ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών ρ. Σ. Γκατζογιάννης, Τακτικός ερευνητής Ι Ε/ ΕΘΙΑΓΕ 1. Το σύστηµα αξιών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΞΥΛΟΥ (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις)

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΞΥΛΟΥ (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΗΛΙΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΔΗΣ Καθηγητής ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΞΥΛΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

6. Ελαττώματα ξύλου και ποιοτική ταξινόμηση ξυλείας

6. Ελαττώματα ξύλου και ποιοτική ταξινόμηση ξυλείας 6. Ελαττώματα ξύλου και ποιοτική ταξινόμηση ξυλείας Σύνοψη Αναφέρεται στα σφάλματα του ξύλου που εμφανίζονται στη στρόγγυλη ξυλεία, που παράγεται από κωνοφόρα και πλατύφυλλα είδη μετά τη ρίψη και διαμόρφωση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ. ΘΕΜΑ : Τιμές ανάθεσης υλοτομικών εργασιών και λοιπών εργασιών συγκομιδής

ΑΠΟΦΑΣΗ. ΘΕΜΑ : Τιμές ανάθεσης υλοτομικών εργασιών και λοιπών εργασιών συγκομιδής ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ & ΑΓΡΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΑΣΩΝ & ΔΑΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία. Λύσανδρος Τσούλος 1

ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία. Λύσανδρος Τσούλος 1 ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία Λύσανδρος Τσούλος 1 Τοποθέτηση του προβλήματος [I] Οι χάρτες αποτελούν το μέσο γραφικής απόδοσης - σε σμίκρυνση - κάποιου τμήματος της γήϊνης επιφάνειας. Θα ήταν δύσκολο - αν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 Κυριακή 18 Μαρτίου 2012, ώρα 11:00 ενδροφύτευση - Τριάδι Θέρµης ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ: Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012, ώρα 18:00 ΚΤΙΡΙΟ ΠΑΛΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ - Αίθουσα Τελετών Σχολή ασολογίας

Διαβάστε περισσότερα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών 4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα

Διαβάστε περισσότερα

Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή

Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή Έργο: LIFE+ Προσαρμογή της δασικής διαχείρισης στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα AdaptFor (Life08 ENV/GR/00054). Δρ. Καλλιόπη

Διαβάστε περισσότερα