Διονύσης Μουρελάτος Κυκλοφορία νομισμάτων στην Κω κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Η συμβολή των νομισμάτων της επιφανειακής έρευνας στο δήμο Αλασαρνιτών. Η μελέτη της κυκλοφορίας των νομισμάτων μας δίνει πάντα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την οικονομική ζωή μίας περιοχής 1. Επίσης, από το πλήθος και το είδος των νομισμάτων σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρήματα, όπως τα κτήρια 2 ή η κεραμεική, μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για την ποιότητα ζωής σε κάποια περιοχή, τον πλούτο ή τη φτώχεια της 3. Το νησί της Κω φαίνεται ότι υπήρξε ένας πλούσιος τόπος κατά την αρχαιότητα αλλά και την παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως προκύπτει από το πλήθος των παλαιοχριστιανικών βασιλικών που έχουν αποκαλυφθεί στο νησί και από άλλα στοιχεία. Για τη πόλη της Κω 5 δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την παλαιοχριστιανική περίοδο. Πρέπει να ήταν η σημαντικότερη πόλη στο νησί, όπως ήταν και κατά την ελληνιστική περίοδο, αφού βρισκόταν πάνω στους θαλάσσιους δρόμους 6 που οδηγούσαν από την Κωνσταντινούπολη προς την Αλεξάνδρεια, τη Ρόδο και τη Κύπρο αλλά και ακριβώς απέναντι από την μικρασιατική ακτή και ενδεχομένως θα αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό σε τέτοια εμπορικά ταξίδια. Το λιμάνι της πόλης της Κω αποτελεί φυσικό όρμο και επομένως ενδείκνυται ως σταθμός ενός εμπορίου 7, το οποίο θα είχε διαστάσεις 4 1 Ά.Αβραμέα, Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα 2001, 16. Β. Πέννα, Το Βυζαντινό Νόμισμα, μέσο συναλλαγής και έκφραση αυτοκρατορικής προπαγάνδας, Λευκωσία 2002, 19-20. 2 Για τα κτήρια και τους τύπους τους στη πρωτο-βυζαντινή περίοδο δες στο K. Dark, Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire, Oxford 2004, 37-52 και ιδιαίτερα για τα σπίτια σε αγροτικές περιοχές 45-47. 3 E.Patlagean, Pauvrete economique et pauvrete sociale a Byzance 4e-7e siècle, Paris 1977, 53-67. Σύμφωνα με την Patlagean η κατοικία αποτελεί σημαντικό κριτήριο για το επίπεδο ζωής των κατοίκων. Πιο συγκεκριμένα θεωρεί ότι για να καθοριστεί το επίπεδο της φτώχειας πρέπει να συνυπολογιστούν η συνάφεια των οικιών με χώρους εργασίας, ο τύπος των σπιτιών, ο χώρος που αντιστοιχεί σε κάθε οικογένεια και τα υλικά κατασκευής τους. 4 S. Kalopissi-Verti, Kos tardoantica e bizantina nelle scoperte archaeolgiche dal IV secolo al 1314, Corsi Rav. 38 (1991), 233-251 και ιδιαίτερα για την παλαιοχριστιανική περίοδο 233-245. 5 Η. Κόλλιας, Οικισμοί, κάστρα και μοναστήρια της Μεσαιωνικής Κω, Ιστορία, Τέχνη, Αρχαιολογία της Κω, σειρά δημοσιευμάτων περιοδικού Αρχαιογνωσία αρ.1 (επιστ.επιμ.γ.κοκκορού-αλευρά-α.λαιμού- Ε.Σημαντώνη-Μπουρνιά), Αθήνα 2001, 302-304 6 Για τους θαλάσσιους δρόμους δες Ά. Αβραμέα, Land and Sea Communications, Fourth-Fifteenth Centuries, Economic History of Byzantium v.1 (ed.a.laiou), Washington 2002, 83-4. 7 Κόλλιας, ό.π., 304. 1
τουλάχιστον περιφερειακές 8. Η απουσία δημοσιευμένου υλικού νομισμάτων από τη πόλη της Κω για την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, δεν επιτρέπει, ωστόσο, να επιβεβαιώσουμε αυτή την υπόθεση 9. Στο νησί της Κω έχουν αποκαλυφθεί οικισμοί της παλαιοχριστιανικής περιόδου στη Κέφαλο 10, το Μαστιχάρι 11 και την Καρδάμαινα 12, σε περιοχές δηλαδή με μεγάλη ποικιλία φυσικών συνθηκών, εύφορες 13 αλλά και εύκολα προσβάσιμες αφού είναι παραθαλάσσιες. 8 Σύμφωνα με το διαχωρισμό του εμπορίου σε τοπικό, περιφερειακό, δια-περιφερειακό και διεθνές δες Α. Λαΐου, «Μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης: Είχαν οικονομία οι βυζαντινές πόλεις;», ΠΑΑ 81 (2006), 100, υποσ.36, όπου και προγενέστερη βιβλιογραφία 9 Αναμένεται ότι η πληρέστερη δημοσίευση νομισμάτων από την Κω θα διαφωτίσει περισσότερο την κυκλοφορία νομισμάτων στη πόλη της Κω, δες κυρίως Έ. Μπρούσκαρη Σ. Ντιντιούμη, «Κυκλοφορία βυζαντινών νομισμάτων από ανασκαφικά σύνολα της πόλης της Κω και από την ύπαιθρο της καθώς και από παραδόσεις», περιλήψεις ανακοινώσεων επιστημονικής συνάντησης, Το νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία, Κως 30 Μαΐου-2 Ιουνίου 2003, χωρίς αρίθμηση σελίδων, με αλφαβητική σειρά των συγγραφέων. Οι ίδιες, «Υστερορωμαϊκή και βυζαντινή Κως. Η συμβολή των νομισμάτων (4 ος -12 ος αι.)», Το Νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία : νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, αρχαίοι, βυζαντινοί, νεότεροι χρόνοι, πρακτικά της Δ' Επιστημονικής συνάντησης, Κως, 30 Μαϊου-2 Ιουνίου 2003, Αθήνα, Οβολός 8 (2006), 297-324 και επίσης Α.Μ.Κάσδαγλη, «Νομίσματα στα Δωδεκάνησα από τη μεταρρύθμιση του Αναστασίου (498 μ.χ.) έως το 19 ο αι.», Το Νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία : νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, αρχαίοι, βυζαντινοί, νεότεροι χρόνοι, πρακτικά της Δ' Επιστημονικής συνάντησης, Κως, 30 Μαϊου-2 Ιουνίου 2003, Αθήνα, Οβολός 8 (2006), 253, 258-9, 262-3. 10 Σ.Ντιντιούμη Ε. Μηλίτση Στ. Ντιντιούμη, «Οικόπεδο Δρόσου-Οικόπεδο Δραμουντάνη- Χαρ.Πολίτη-Οικόπεδο Χαρ.Πέρου-Οικόπεδο Ευστ.Χατζηδημητρίου-Οικόπεδο Παπασεβαστού- Οικόπεδο Γιάννου», ΑΔ 49 (1994), Β2 Χρονικά, 821-8, Ε.,Μηλίτση Κέφαλος, Όρυγμα ΟΤΕ- Οικόπεδρο Αικ.Αφενδούλη, ΑΔ 52 (1997), Β3 Χρονικά, 1162-1163, Ε.Μηλίτση, «Παλαιοχριστιανικός οικισμός Κεφάλου: πρώτα συμπεράσματα μετά από την έρευνα των πρόσφατων ανασκαφών», Ιστορία, Τέχνη, Αρχαιολογία της Κω, ό.π., 277-290 11 Β. Καραμπάτσος Ε. Παπαβασιλείου, Μαστιχάρι, Οικόπεδο Δ.Πουρσανίδη, ΑΔ 42 (1987) β 2, Χρονικά, 687-9. 12 Κοκκορού-Αλευρά Γ.- Καλοπίση-Βέρτη Σοφία - Παναγιωτίδου-Κεσίσογλου Μαρία, Kadramaina, ancient Halasarna on the island of Kos, a Guide, Athens 2006, 46-67, οι ίδιες, Ανασκαφή στην Καρδάμαινα (αρχαία Αλάσαρνα) της Κω, Κωακά 5 (1995), 141-184, και ειδικά για τον παλαιοχριστιανικό οικισμό 164-184.Ντιντιούμη Σ., «Καρδάμαινα-Οικόπεδο Στυλ.Γερασκλή-Οικόπεδο Κ.Ρούσσου», ΑΔ 50 (1995), Β2 Χρονικά, 828-830 13 Για την αγροτική οικονομία στα νησιά του Αιγαίου δες J. Lefort, «The rural Economy, Seventh- Twelfth Centuries», Economic History of Byzantium, ό.π., 234 2
Εικόνα 1 Οι ανασκαφές σε Κέφαλο 14 και Μαστιχάρι 15 έχουν δώσει κάποιες πληροφορίες, ενδεικτικές για την κυκλοφορία νομισμάτων στο νησί της Κω (εικόνες 1& 2). Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι απουσιάζουν εντελώς τα χρυσά και τα αργυρά νομίσματα, ενώ από το γράφημα στην εικόνα 1 προκύπτει ενδεικτικά τουλάχιστον ότι η κυκλοφορία των χάλκινων νομισμάτων ήταν σημαντικότερη στο νησί της Κω την περίοδο του αυτοκράτορα Ηρακλείου, αν και το δείγμα δεν είναι μεγάλο. Επίσης, φαίνεται ότι υπερέχει σημαντικά το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης 16, όπως προκύπτει από το γράφημα στην εικόνα 2, αν και το δείγμα είναι πολύ μικρό (αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ταυτίζεται το νομισματοκοπείο) και μπορεί να είναι συμπτωματικό. 14 Ντιντιούμη, ό.π., ΑΔ 49 (1994), 826, Μηλίτση, «Παλαιοχριστιανικός οικισμός Κεφάλου», ό.π., 280. 15 Καραμπάτσος-Παπαβασιλείου, ό.π., 689. 16 Για την κυριαρχία του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης στη Μικρά Ασία και στις κοντινές της περιοχές δες, C. Morrison, «La diffusion de la monnaie de Constantinople: routes commerciales ou routes politiques?», Constantinople and its hinterland (eds. C.Mango-G.Dagron), Cambridge 1995, 78-9. Επίσης για την κυκλοφορία των χάλκινων νομισμάτων δες Ph.Grierson, Byzantine Coins, London-Los Angeles 1982, 47. Για την υπεροχή των νομισμάτων της περιόδου του Ηρακλείου συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιόδους βλ. Μπρούσκαρη-Ντιντιούμη, «Υστερορωμαϊκή και βυζαντινή Κως.», ό.π., 307, 309, 315. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στη Καύνο (σημερινό Daylan), όπου επίσης υπερέχουν σημαντικά τα νομίσματα της περιόδου του Ηρακλείου, βλ. Z.C. Ogun, Kaunos Byzantine a la lumiere de trouvailles monetaires provenant des fouilles de la ville: Rapport preliminaire, Το Νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία : νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, αρχαίοι, βυζαντινοί, νεότεροι χρόνοι, πρακτικά της Δ' Επιστημονικής συνάντησης, Κως, 30 Μαϊου-2 Ιουνίου 2003, Αθήνα, Οβολός 8 (2006), 342, 345. 3
Είναι όμως ενδεικτικό αφού η Κως βρισκόταν πάνω στη διαδρομή των κυριότερων θαλάσσιων διαδρομών από την Κωνσταντινούπολη προς τη νότια και νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπως προαναφέρθηκε και το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης κυριαρχούσε στην ευρύτερη περιοχή. Η μικρή ποσότητα των νομισμάτων, ωστόσο, δεν υποδεικνύει μεγάλη συχνότητα σε αυτές τις σχέσεις. Εικόνα 2 Στη περιοχή της σύγχρονης Καρδάμαινας, η οποία υπήρξε στην αρχαιότητα σημαντικός Δήμος, φαίνεται ότι κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο υπήρχε παράλιος οικισμός ή οικισμοί, όπως έχει υποστηριχθεί 17. Η επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι επιβεβαιώνει ότι ο οικισμός ή οι οικισμοί εκτείνονταν κατά μήκος της παραλίας, υποδεικνύοντας μία κατοίκηση καθαρά αγροτικού χαρακτήρα. Τα νομίσματα, που βρέθηκαν ήταν λιγοστά, όπως άλλωστε και στις ανασκαφές, που έχουν πραγματοποιηθεί σε παλαιοχριστιανικές θέσεις στο νησί της Κω αλλά και σε γειτονικά νησιά με τα οποία φαίνεται ότι ακολουθούν παράλληλη πορεία, τουλάχιστον κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο 18. 17 Κοκκορού-Αλευρά-Καλοπίση-Παναγιωτίδη, ό.π., Κωακά 5 (1995), 170. 18 Ενδεικτικά αναφέρονται, Μ. Κουτελλάς, «Παλαιοχριστιανικός οικισμός στην Τέλενδο: πρώτα συμπεράσματα της πρόσφατης (2000-2001) ανασκαφικής έρευνας», Χάρις Χαίρε, Μελέτες στη μνήμη της Χάρης Κάντζια, τόμος Β, (επ.α.γιαννικουρή-η.ζερβουδάκη-η.κόλλιας-ι.παπαχριστοδούλου), Αθήνα 2004, κυρίως 373-381 και για τα νομίσματα 380, Β.Καραμπάτσος, «Κάλυμνος, Βαθύς, 4
Πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας βρέθηκαν τέσσερα χάλκινα νομίσματα πολύ διαβρωμένα. Από αυτά φαίνεται με βάση τα ίχνη των παραστάσεων, το βάρος και τη διάμετρο ότι ταυτίζονται ως εξής: 1) το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β4/Κ11.78, όπου απεικονίζεται μορφή σε προτομή, είναι πιθανότατα δεκανούμμιο του Ηρακλείου και χρονολογείται στις αρχές του 7 ου αιώνα και μάλιστα το 617-8, κοπή του νομισματοκοπείου Κωνσταντινούπολης, όπως συγκλίνουν τα περισσότερα στοιχεία (δες κατάλογο Ν1). 2) στο νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β1/Κ11.96, όπου απεικονίζεται στη μία όψη του ένα S, ταυτίζεται με εξανούμμιο, κοπής Αλεξάνδρειας, που πρέπει να χρονολογείται στην εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου και μάλιστα μεταξύ 613 και 618 (δες κατάλογο Ν2) 3)το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β1/Κ17.15, όπου διακρίνεται σταυρός στη μία όψη, ίσως πάνω σε βαθμιδωτή κλίμακα, ταυτίζεται με εξανούμμιο της εποχής του αυτοκράτορα Ηρακλείου, κοπής του νομισματοκοπείου Αλεξανδρείας και χρονολογείται μεταξύ 613-619 μ.χ. (δες κατάλογο Ν3), 4) το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου επίσης 04/Β1/Κ17.15, αν και τελείως διαβρωμένο, πρέπει να ταυτίζεται επίσης με χάλκινο νόμισμα της ίδιας περιόδου (δηλαδή του αυτοκράτορα Ηρακλείου) δεκανούμμιο ή εξανούμμιο ή σε κάθε περίπτωση νόμισμα χαμηλής αξίας, όπως προκύπτει από τα υπόλοιπα στοιχεία (δες κατάλογο Ν4). Τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με την πενιχρή εύρεση νομισμάτων στην ανασκαφή του Πανεπιστημίου Αθηνών στα οικόπεδα Πατέρα-Τσαγκαρούλη και Ιερομνήμονος συνηγορούν σε μία κοινωνία, όχι ιδιαίτερα εκχρηματισμένη 19, που χρησιμοποιούσε πιθανότατα αυτά τα μικρής αξίας χάλκινα νομίσματα για τις καθημερινές συναλλαγές. Φαίνεται ότι η εικόνα που μας δίνουν τα ευρήματα συμφωνεί με εκείνη που έχουμε για το υπόλοιπο νησί της Κω, αφού αν προσθέσουμε τα νομίσματα της επιφανειακής έρευνας στη Καρδάμαινα, ενισχύεται η εικόνα της μεγαλύτερης κυκλοφορίας των χάλκινων νομισμάτων στην περίοδο του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όπως φαίνεται στο Οικόπεδο Μιχ.Χαλκίτη», ΑΔ 44 (1989), Β2 Χρονικά, 527-530 και ειδικά για νομίσματα 529, Μ. Χαλκίτη, «Ψέριμος», ΑΔ 53 (1998), Β3 Χρονικά, 1009 και για τη Ρόδο Ά.-Μ. Κάσδαγλη, «Νομίσματα», ΑΔ 50 (1995), Β2 Χρονικά, 820-821 19 Σ. Καλοπίση-Βέρτη, «Παλαιοχριστιανική μήτρα κοσμημάτων από την Καρδάμαινα της Κω», ΔΧΑΕ 10 (1998), περίοδος Δ, 250-51, όπου επισημαίνεται η περιορισμένη οικονομική επιφάνεια των κατοίκων του παράλιου οικισμού της Αλάσαρνας στην παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως προκύπτει από τη μελέτη της μήτρας κοσμημάτων που βρέθηκε στην ανασκαφή του πανεπιστημίου Αθηνών στο οικόπεδο Πατέρα-Τσαγκαρούλη. 5
γράφημα της εικόνας 3. Εικόνα 3 Το γεγονός ότι πιθανότατα και τα τέσσερα νομίσματα της επιφανειακής έρευνας χρονολογούνται στην περίοδο του αυτοκράτορα Ηρακλείου και μάλιστα πριν την κατάληψη της Αλεξάνδρειας από τους Πέρσες (619-628) κι όχι αργότερα, ίσως σχετίζεται με την σταδιακή κατάρρευση της οικονομίας με τους συνεχείς πολέμους και την οριστική εγκατάλειψη των παράλιων οικισμών της Κω περίπου στα μέσα του 7 ου αιώνα. Η προέλευση και η ποσότητα των νομισμάτων φαίνεται να υποδεικνύει ένα σχετικά περιορισμένο ρόλο της Κω στο περιφερειακό, δια-περιφερειακό και διεθνές εμπόριο στη παλαιοχριστιανική περίοδο, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται κοντά σε σημαντικές θαλάσσιες διαδρομές. Η εικόνα που είχαμε για την κυκλοφορία των νομισμάτων στη Κω και τα νομισματοκοπεία που κυριαρχούσαν τροποποιείται ελαφρώς με την προσθήκη του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας, από την οποία φαίνεται ότι προέρχονται και τα δύο από τα τρία νομίσματα που ταυτίστηκαν από την επιφανειακή έρευνα, όπως φαίνεται από το γράφημα στην εικόνα 4. Η παλαιοχριστιανική Αλάσαρνα, όπως προκύπτει από τα νομίσματα, φαίνεται ότι έπαιζε ίσως κάποιο μικρό ρόλο στο τοπικό εμπόριο. 6
Εικόνα 4 Συμπερασματικά, τα λιγοστά νομίσματα που βρέθηκαν στην επιφανειακή έρευνα της Καρδάμαινας ενισχύουν την εικόνα, που ήταν γνωστή και από άλλες ανασκαμμένες θέσεις στο νησί της Κω. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκαν αποκλειστικά χάλκινα νομίσματα μικρής αξίας, της παλαιοχριστιανικής περιόδου, με έμφαση στη περίοδο του αυτοκράτορα Ηρακλείου και κυκλοφορούσαν κατ εξοχήν νομίσματα της Κωνσταντινούπολης και δευτερευόντως των υπόλοιπων νομισματοκοπείων της εποχής, δηλαδή της Αλεξάνδρειας (που βρέθηκαν στην Καρδάμαινα), της Νικομήδειας και της Κυζίκου. Έτσι επιβεβαιώνεται το νησί της Κω, στο σταυροδρόμι σημαντικών θαλάσσιων διαδρομών αλλά και πολύ κοντά στη μικρασιατική ακτή είχε άμεσες ή έμμεσες επαφές με διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας αλλά ταυτόχρονα ο μικρός αριθμός των νομισμάτων που βρέθηκαν και η χαμηλή τους αξία υποδεικνύουν ότι το εμπόριο τουλάχιστον σε μεγάλη κλίμακα- δεν ήταν σημαντικός τομέας δραστηριότητας. Επίσης, εμπλουτίζεται η εικόνα που έχουμε για τη νομισματική κυκλοφορία σε οικισμούς της υστερορωμαϊκής υπαίθρου. Η μικρή ποσότητα των νομισμάτων είναι μάλλον ενδεικτική μίας οικονομίας λιγότερο εκχρηματισμένης και ενδεχομένως κυρίως ανταλλακτικής 20, αφού τον 7ο αιώνα σε άλλες αγροτικές περιοχές η κυκλοφορία των 20 Για το μικρό βαθμό εκχρηματισμού της οικονομίας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές δες H.Saradi, Evidence of barter economy in the documents of private transactions, BZ 88 (1995), 405-418 και ιδιαίτερα 405-407, όπου ανακεφαλαιώνεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία. 7
χάλκινων νομισμάτων ήταν πολύ πιο έντονη 21. Φαίνεται όμως ότι την περίοδο του αυτοκράτορα Ηρακλείου εντείνεται αυτή η κυκλοφορία, πριν την οριστική εγκατάλειψη των παράλιων οικισμών. Προκύπτει δηλαδή, ότι, όπως υποδεικνύεται και από τα κτήρια της τελευταίας τουλάχιστον φάσης του οικισμού της παλαιοχριστιανικής Αλάσαρνας 22, πρόκειται για έναν φτωχικό αγροτικό οικισμό, με κάποιο περιορισμένο ενδεχομένως ρόλο στο τοπικό εμπόριο. Ν1 Αρ.Θέσης :04/Β4/Κ11.78 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Διαστάσεις:μσδ:11,35 mm, π.2,85 mm, βάρος 0,8 γρ. Διακόσμηση: Προφίλ προτομής προς τα αριστερά στη μία όψη. Παράλληλα: Ph.Grierson, Phocas to Theodosius III 602-717, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and the Whitemore collection (eds.a.bellinger- Ph.Grierson), vol.2 (Part I), Washington 1968, 170, υπ.αρ.40.5 (βάρος 1,25 γρ. και μέγιστη διάμετρος 14 mm) ή υπ.αρ.40.7 (βάρος 1,18 γρ. και μέγιστη διάμετρος 16 mm). Χρονολόγηση: Β (αρχές 7 ου αι;) 21 Δες ενδεικτικά, Les echanges monetaires dans les villages, table ronde dirigee par C.Morrisson, XXe Congres International des Edudes Byzantines, Sorbonne 19-25 Aout 2001, Pre-Actes II.Tables rondes, Paris 2001, 45-54. Επίσης, Les villages dans l Empire byzantine (IVe-XVe siècle) (eds.j.lefort- C.Morrisson-J.-P.Sodini), Paris 2005., δες C.Foss, The coinage of Syria in the seventh century: the evidence of excavations, INJ 13 (1994-99), 119-132 και κυρίως 125-6. Για την ύπαιθρο της Ρόδου βλ. Γ.Ψαρρή, «Νομίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων από την ύπαιθρο της Ρόδου», Το Νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία : νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, αρχαίοι, βυζαντινοί, νεότεροι χρόνοι, πρακτικά της Δ' Επιστημονικής συνάντησης, Κως, 30 Μαϊου-2 Ιουνίου 2003, Αθήνα, Οβολός 8 (2006), 267-81 και κυρίως 272-3, όπου προκύπτει ότι τα νομίσματα της περιόδου του Ηρακλείου είναι σημαντικά περισσότερα. Επίσης βλ. Β.Καραμπάτσος, «Η νομισματική παρουσία στην Κάρπαθο από την υστερορωμαϊκή μέχρι την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Συμβολή στην ιστορία της Καρπάθου.», Το Νόμισμα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική τους περαία : νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, αρχαίοι, βυζαντινοί, νεότεροι χρόνοι, πρακτικά της Δ' Επιστημονικής συνάντησης, Κως, 30 Μαϊου-2 Ιουνίου 2003, Αθήνα, Οβολός 8 (2006), 283-96. 22 Για την περιγραφή των κτηρίων δες Kokkorou-Alevras-Kalopissi-Verti-Panayotidi-Kesisoglou, Kardamaina, ό.π., 60-61, όπου παρουσιάζεται ο περιορισμός των χώρων διαβίωσης των κατοίκων και οι εργαστηριακοί χώροι, που δημιουργούνται σε συνάφεια με αυτούς. Σύμφωνα με την Patlagean (δες παραπάνω υποσ.3) αυτές ακριβώς οι πρακτικές στην κατοίκηση υποδεικνύουν τη φτώχεια των κατοίκων μιας περιοχής. 8
Διατήρηση: μέτρια Σχόλια: το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β4/Κ 11.78 (έχει βάρος 0,8 γρ. και μέγιστη διάμετρο 11,35 mm), στου οποίου τη μία όψη απεικονίζεται μορφή σε προτομή προς τα αριστερά είναι πιθανότατα δεκανούμμιο του Ηρακλείου (χρονολογείται στις αρχές του 7 ου αιώνα το 617-8 κατά Grierson 23 ) και κοπή του νομισματοκοπείου Κωνσταντινούπολης, αν και σε αυτή την περίπτωση η προτομή είναι προς τα δεξιά. Ο προσανατολισμός της προτομής προς τα αριστερά παρουσιάζεται σε νομίσματα με παρόμοιες παραστάσεις πρωιμότερων περιόδων, τα οποία, ωστόσο, διαφέρουν ως προς τις διαστάσεις και το υλικό 24. Έτσι, τα περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν στην ταύτιση του με το δεκανούμμιο του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Ν2 Αρ.Θέσης: 04/Β1/Κ11.96 Διαστάσεις: μσδ: 11,68 mm, π.2,88 mm, βάρος 1,05 γρ. Διακόσμηση: στη μία όψη υπάρχει ένα S Χρονολόγηση: Β (αρχές 7 ου αιώνα) Παράλληλα: Ph.Grierson, Phocas to Theodosius III 602-717, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and the Whitemore collection (eds.a.bellinger- Ph.Grierson), vol.2 (Part I), Washington 1968, 341, αρ.198.14. Διατήρηση: μέτρια Σχόλια: στο νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β1/Κ11.96 (βάρος 1,05 γρ. και μέγιστη διάμετρος 11,68 mm) απεικονίζεται στη μία όψη του ένα S, από το οποίο προκύπτει ότι 23 Στο ίδιο, 170, υπ.αρ.40.5 (βάρος 1,25 γρ. και μέγιστη διάμετρος 14 mm) ή υπ.αρ.40.7 (βάρος 1,18 γρ. και μέγιστη διάμετρος 16 mm). Η μικρή απόκλιση στο βάρος και στη διάμετρο, επίσης ερμηνεύεται από τη διάβρωση, που έχει υποστεί το νόμισμα. 24 Δες A.Bellinger, Anastasius I to Maurice, Catalogue of the Byzantine coins in the Dumbarton Oaks Collection, ό.π., Washington 1966, vol.1, 77, υπ.αρ. 26.1. Πρόκειται, ωστόσο, για αργυρό νόμισμα του Ιουστινιανού με βάρος 4,44 γρ. και διάμετρο 24 mm, που χρονολογείται 527-38. Επίσης, δες Ph.Grierson-M.Mays, Catalogue of Late Roman Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whitemore Collection, Washington 1992, 239-40, αρ..856 (βάρος 4,42 γρ. και μέγιστη διάμετρος 24 mm) και αρ.858 (βάρος 4,49 γρ. και μέγιστη διάμετρος 24 mm). Πρόκειται, ωστόσο, για χρυσούς σόλιδους του Βαλεντινιανού Γ (Ρώμη 435 και 455), όπου ο αυτοκράτορας απεικονίζεται σε προτομή προς τα αριστερά και κρατά ένσταυρη ράβδο, η οποία διακρίνεται πίσω του. 9
πρόκειται για εξανούμμιο, κοπής μάλιστα του νομισματοκοπείου Αλεξανδρείας, που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία πρέπει να χρονολογείται μεταξύ 613 και 618 25 σύμφωνα με τον Grierson 26. Ν3 Αρ.Θέσης: 04/Β1/Κ17.15 Διαστάσεις: μσδ: 10,98 mm, π. 2,28 mm, βάρος 1,1 γρ. Διακόσμηση: στη μία όψη διακρίνεται σταυρός Χρονολόγηση: Β (αρχές 7 ου αιώνα) Παράλληλα: Ph.Grierson, Phocas to Theodosius III 602-717, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and the Whitemore collection (eds.a.bellinger- Ph.Grierson), vol.2 (Part I), Washington 1968, 291, υπ.αρ.198.14 (βάρος 1,45 γρ. και μέγιστη διάμετρος 14 mm) Διατήρηση: μέτρια Σχόλια: το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου 04/Β1/Κ17.15, όπου διακρίνεται σταυρός στη μία όψη, ίσως πάνω σε βαθμιδωτή κλίμακα, όπως προκύπτει από τη σχέση του σταυρού με την επιφάνεια, που μένει ακάλυπτη, ταυτίζεται με εξανούμμιο της εποχής του αυτοκράτορα Ηρακλείου (έχει βάρος 1,1 γρ. και μέγιστη διάμετρο 10,98 mm), κοπής του νομισματοκοπείου Αλεξανδρείας και χρονολογείται σύμφωνα με τον Grierson 27 μεταξύ 613-619 μ.χ. 25 Παράβαλε Grierson, Phocas to Theodosius III 602-717, ό.π., 220 26 Στο ίδιο, 341, αρ.198.14. Πρόκειται για εξανούμμιο κοπής του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας βάρους 1,45 γρ. και διαμέτρου 14 mm. Η μικρή απόκλιση στο βάρος και στη διάμετρο μπορεί επίσης να ερμηνευτεί από τη διάβρωση που έχει υποστεί το νόμισμα. 27 Ph.Grierson, Phocas to Theodosius III 602-717, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and the Whitemore collection (eds.a.bellinger-ph.grierson), vol.2 (Part I), Washington 1968, 291, υπ.αρ.198.14 (βάρος 1,45 γρ. και μέγιστη διάμετρος 14 mm). Η μικρή απόκλιση στο βάρος και τη διάμετρο, ωστόσο, ερμηνεύεται από τη διάβρωση, που έχει υποστεί το νόμισμα. 10
Ν4 Αρ.Θέσης: 04/Β1/Κ17.15 Διαστάσεις: μσδ:12,20 mm,π.1,98 mm,βάρος 1γρ. Διατήρηση: κακή Σχόλια: το νόμισμα με αριθμό ευρετηρίου επίσης 04/Β1/Κ17.15 (βάρος 1 γρ., μέγιστη διάμετρος 12,20 mm) είναι τελείως διαβρωμένο και βρέθηκε κολλημένο πάνω στο νόμισμα με τον ίδιο αριθμό ευρετηρίου. Πρέπει, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι πρόκειται μάλλον για νόμισμα αντίστοιχης αξίας, αφού η διάμετρος και το βάρος του ταιριάζουν με εκείνα του νομίσματος με το οποίο βρέθηκαν μαζί. 11