νει σχολαστική και σωστή ανάλυση, δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει σωστά η σύνθεση, που από τη φύση της είναι συνοπτικότερη, αφού στηρίζεται στο



Σχετικά έγγραφα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ Θεωρητική Προσέγγιση, κατ άρθρον ερμηνεία και νομολογιακή αντιμετώπιση

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. «Επείγουσα Ιατρική» ( Emergency Medicine )

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ (σελ. 1-14)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Προχωρημένα Θέματα Διδακτικής της Φυσικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κύριε εκπρόσωπε του Συμβουλίου της Ευρώπης, Κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας,

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Η ενότητα της Συζήτησης στο δοκίμιο εμπειρικής έρευνας

Αντιλήψεις-Στάσεις των μαθητών του γυμνασίου και των Λ.Τ. τάξεων σχετικά με την σχολική ζωή

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

μεταναστευτικό ζήτημα θετικό βήμα το εγχείρημα της συγκέντρωσης της σχετικής νομοθεσίας σε ενιαίο κείμενο νόμου.

Τυπικές προϋποθέσεις απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου εξειδίκευσης

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων.

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Πατούλης: Ουραγός η Ελλάδα στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

GEORGE BERKELEY ( )

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου

16542/1/09 REV 1 ΛΜ/νικ 1 DG H 2B

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο: ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 4: ΕΜΒΑΔΟΝ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΧΩΡΙΟΥ [Κεφ.3.7 Μέρος Β του σχολικού βιβλίου]. ΑΣΚΗΣΕΙΣ

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

Συμβουλευτική στη δια βίου ανάπτυξη. Καθηγήτρια: Καλούρη Ο. Σπουδάστρια: Δασκαλά Βασιλική

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ. Public Relations Management

Η ιστορία του φωτός σαν παραμύθι

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Δεοντολογία Επαγγέλματος Ηθική και Υπολογιστές

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ποινική ευθύνη λόγω θαλάσσιας ρύπανσης

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ / ΚΥΡΙΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΩΣ ΚΑΤΟΧΟΥ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ / ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ / ΘΥΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΧΙΧ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Το ζήτημα της εφαρμογής του εργατικού δικαίου στο πλαίσιο της σύγχρονης αθλητικής

Αναπαράσταση και μεθοδολογικοί φόβοι

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ &

Κοινότητα και κοινωνία

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Transcript:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μελέτη αυτή προσπαθεί να προσεγγίσει τα προβλήματα, που θέτει η δογματική «κατασκευή» της εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεσης και να δώσει τις, κατά την άποψη του συγγραφέα, ενδεικνυόμενες λύσεις σ αυτά. Η εν λόγω «κατασκευή» καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο χώρο στο πεδίο, όπου καλλιεργείται επιστημονικά το ποινικό δόγμα, αλλά και μια σημαντική έκταση στην περιοχή της καθημερινής πρακτικής εμπειρίας, αφού ακουμπάει ζητήματα, τα οποία βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο της επικαιρότητας και απαιτούν την «επιστράτευση» της νομολογίας και της επιστημονικής θεωρίας για την σωστή αντιμετώπισή τους. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ λ.χ. τα πολυάριθμα ιατρικά σφάλματα, τα αναρίθμητα καθημερινά τροχαία ατυχήματα με εκατόμβες θυμάτων ορισμένες φορές, τα όχι σπάνια σιδηροδρομικά ή αεροπορικά ατυχήματα με ανάλογα αποτελέσματα, τα κατά καιρούς ναυάγια με πολύνεκρες ομοίως τραγωδίες, τα ποικίλα ατυχήματα σε εργοστάσια ή εργοτάξια, στις κάθε είδους οικοδομικές κατασκευές ή άλλες εργολαβίες κλπ. Είναι λοιπόν προφανής η σπουδαιότητα των θεμάτων, που καλύπτει η «κατασκευή», η οποία αποτελεί αντικείμενο της ανά χείρας μελέτης, και εύλογο το ενδιαφέρον της αντιμετώπισής τους με τρόπο, που να ικανοποιεί το περί δικαίου συναίσθημα και να σέβεται τις υπαγορεύσεις του ποινικού δόγματος. Για την επίτευξη αυτού του διπλού στόχου η μελέτη παίρνει όλο το σχετικό υλικό, που προσφέρει η συζητούμενη «κατασκευή», το αναλύει, το υποβάλλει σε κριτική βάσανο υπό το πρίσμα της επιστημονικής θεωρίας και της νομολογίας και αφού πρώτα το «ξεδιαλέξει» και από τις δυό μεριές, δηλ. και από την μεριά της μη γνήσιας παράλειψης, αλλά και από την μεριά της αμέλειας, στην συνέχεια προσπαθεί να το συνθέσει, για να το εντάξει αρμονικά μέσα στην «κατασκευή».πρόκειται για μια εργασία εξαιρετικά λεπτή και επίπονη, αν αναλογισθεί κάποιος ότι το υλικό αυτό είναι συνυφασμένο με πολλούς «σταυρούς», που κουβαλάει επάνω του το ποινικό δόγμα. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται η παρουσίαση του προς δόμηση υλικού, που είναι απαραίτητο για την «κατασκευή» της εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεσης. Το μέρος αυτό περιλαμβάνει δύο μεγάλα κεφάλαια, αφιερωμένα αντίστοιχα στα δύο δομικά στοιχεία της εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεσης. Όπως είναι φυσικό ο κύριος όγκος της «κατασκευής» βρίσκεται μέσα σ αυτό το υλικό, γι αυτό και τα δύο αυτά κεφάλαια του πρώτου μέρους καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από εκείνη, που διατίθεται στα αντίστοιχα κεφάλαια του δευτέρου μέρους. Είναι γνωστό άλλωστε ότι, εάν δεν γί-

νει σχολαστική και σωστή ανάλυση, δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει σωστά η σύνθεση, που από τη φύση της είναι συνοπτικότερη, αφού στηρίζεται στο έτοιμο υλικό, που της δίνει η ανάλυση. Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με την δογματική ύλη της παράλειψης. Σε μια πρώτη ενότητα επιχειρείται η θεωρητική θεμελίωση της τιμωρίας της παράλειψης, που μας αναγκάζει να έλθουμε εγγύτερα στο ζήτημα της έννοιας και της ουσίας της παράλειψης. Στα πλαίσια της σχετικής συζήτησης γίνεται δεκτή η άποψη ότι η παράλειψη δεν αποτελεί αρνητικό μέγεθος («μη πράξη»), όπως υποστηρίζει μια γνώμη με ευρεία αποδοχή στην γερμανική ιδίως βιβλιογραφία, αλλά είναι θετική δογματική οντότητα, που έχει ως περιεχόμενο συγκεκριμένη κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά του δράστη. Μέσα από τις σκέψεις αυτές αναδεικνύεται η φυσιογνωμία της παράλειψης ως πράξης, όπως ακριβώς την θεωρεί το άρ. 14 παρ. 2 ΠΚ. Επομένως και αυτή πρέπει να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα της πράξης, που απαιτούμε για την ενέργεια. Ακολουθεί η αναφορά στις δύο μορφές της παράλειψης, τη γνήσια και τη μη γνήσια, που αποτελούν ασύμπτωτα μεγέθη και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει η μετάβαση από τη μια μορφή της παράλειψης στην άλλη. Στην συνέχεια ερευνάται η σχέση της μη γνήσιας παράλειψης με άλλες συναφείς έννοιες, όπως είναι η μη γνήσια ενέργεια από τη μια μεριά και η γνήσια ενέργεια από την άλλη. Ειδικά για την σχέση της μη γνήσιας παράλειψης με την μη γνήσια ενέργεια υπογραμμίζεται, σε αντίθεση με την μάλλον κρατούσα άποψη, η αδυναμία μεταμόρφωσης της τελευταίας σε μη γνήσια παράλειψη, έστω κι αν φέρει μέσα στην νομοτυπική μορφή του σχετικού εγκλήματος, όλα τα στοιχεία, που απαιτεί το άρ. 15 ΠΚ για την μη γνήσια παράλειψη. Και τούτο, διότι σε όλα τα εγκλήματα μη γνήσιας ενέργειας λείπει ο κανόνας αντίστοιχίας προς ένα έγκλημα ενέργειας, που αποτελεί και τον «αρμό» της μη γνήσιας παράλειψης. Χωρίς αυτόν τον κανόνα αντιστοιχίας είναι αδιανόητη η ύπαρξη μη γνήσιας παράλειψης, έστω και αν υπάρχουν κατά τα λοιπά όλα τα άλλα στοιχεία της. Η γνήσια ωστόσο ενέργεια βρίσκεται με τη μη γνήσια παράλειψη αφ ενός μεν σε σχέση αντιστοιχίας, εφ όσον η δια παραλείψεως τέλεση βγαίνει μέσα από τα «σπλάχνα» ενός εγκλήματος ενέργειας, αφ ετέρου δε σε σχέση αντιπαράθεσης, στα πλαίσια της οποίας τίθεται το ερώτημα, πότε ένα έγκλημα γίνεται με ενέργεια και πότε με μη γνήσια παράλειψη. Μέσα από την κριτική παράθεση των σχετικών απόψεων που υποστηρίζονται στην ελληνική και την γερμανική θεωρία και νομολογία για το ζήτημα της εν λόγω οριοθέτησης, προτείνεται ως ορθότερο για την διάκριση της ενέργειας από την παράλειψη ένα μικτό κριτήριο, που αποτελείται τόσο από οντολογικά όσο και από αξιολογικά στοιχεία. Το κριτήριο αυτό λειτουργικά βρίσκεται πιο κοντά στο «σύνολο της συμπεριφοράς», όχι βέβαια όπως ευτελίσθηκε και εφαρμόζεται σήμερα από τη νομολογία, αλλά όπως συνέλαβαν το κριτήριο αυτό οι εμπνευστές του στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Με μια «ανασκαφικής» μορφής αναδρομή στην πρώτη εμφάνιση του κριτηρίου αυτού 2

ανακαλύπτεται η δομική ομορφιά και πρακτική λειτουργικότητά του και παραβάλλεται προς το σημερινό «κουρελιασμένο», όπως χαρακτηρίζεται, «απομεινάρι» του, το οποίο, με τις αλλοτριωτικές παρεμβάσεις, που έγιναν σ αυτό από την νομολογιακή αντιγραφή και παραφθορά του, έχει μετατραπεί στην πράξη σε «οδοστρωτήρα», ο οποίος ισοπεδώνει «εν ψυχρώ» σε καθημερινή βάση το ποινικό δόγμα «συνθλίβοντας» κάτω από τους «κυλίνδρους» του την έννοια της μη γνήσιας παράλειψης. Στην συνέχεια μέσα από μια εργασία συντήρησης και αποκατάστασης του κριτηρίου αυτού γίνεται η «αναδιάταξή» του και η ανάδειξη της αρχικής του μορφής, με την οποία μπορούν, όπως υποστηρίζεται σχετικά, να συμπορευθούν θεωρία και νομολογία, αφού βέβαια δοθούν πρώτα κάποιες διευκρινίσεις για τον τρόπο της λειτουργίας του. Το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται με την έρευνα των προαπαιτούμενων της μη γνήσιας παράλειψης, όπως ακριβώς μας την δίνει το άρ. 15 ΠΚ, το οποίο είναι απόλυτα συνυφασμένο με την έννοια και τις πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, γι αυτό και δεν πρέπει να ταυτίζεται με το «αντίπαλο δέος» της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας: την εγγυητική θέση του δράστη. Και τούτο άσχετα, αν de lege ferenda θα ήταν ευκταίο να κινηθεί ο νομοθέτης προς την κατεύθυνση αυτής είτε διευρύνοντας την έννοια της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης με υλικό, που μας δίνει η εγγυητική θέση, είτε με μεγαλύτερη διευκρίνιση της νομικής βάσης της τελευταίας. Ως γενικότερη κατευθυντήρια αρχή τονίζεται πάντως ότι de lege lata η ανάλυση των πηγών της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοεί την κατεύθυνση της αναζήτησής τους, που χαράσσει ο νομοθέτης του Ποινικού Κώδικα. εν πρέπει να λησμονείται ότι η διεύρυνση των πηγών της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης μεταφράζεται σε διεύρυνση του χώρου του αξιοποίνου και, εφ όσον αυτό γίνεται χωρίς αντίστοιχο σαφές νομοθετικό έρεισμα, είναι ανεπίτρεπτο από την αρχή της νομιμότητας (άρ. 7 παρ. 1 Συν). Το δεύτερο κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδούμε την ύλη της αμέλειας και να συζητήσουμε από την αρχή τα προβλήματα, που συναρτώνται με τα δομικά της στοιχεία. Όπως προκύπτει από την συζήτηση, μολονότι τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά «χρησιμοποιημένα» στη θεωρία και στην πράξη. Κάποιες πλευρές τους εξακολουθούν να έχουν ακόμη «αιχμές», οπότε ο επιστημονικός διάλογος μπορεί να λειτουργήσει ως «τριβείο» για την «λείανσή» τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον μόνιμο «πονοκέφαλο» της οριοθέτησης της ενσυνείδητης αμέλειας με τον ενδεχόμενο δόλο. Το δυσεπίλυτο αυτό πρόβλημα επανέρχεται σήμερα στη συζήτηση με μεγαλύτερη οξύτητα, διότι συνοδεύεται από τις απόψεις ορισμένων θεωρητικών, οι οποίοι προσπαθούν να θεραπεύσουν τον «πονοκέφαλο» αυτό προσθέτοντας απλά ένα ακόμη: την λεγόμενη «τρίτη μορφή υπαιτιότητας», μια ενδιάμεση δηλ. μορφή υπαιτιότητας, που δεν είναι ούτε δόλος ούτε αμέλεια. Η θέση της μελέτης είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε μια τέτοια πρόταση όχι μόνο, διότι λογικά και ψυχολογικά είναι αδιανόητη, αλλά και διότι δογματικά δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, από εκείνα που υποτίθεται επιλύει. 3

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, όπου αξιοποιούνται τα συμπεράσματα, που ποέκυψαν από το υλικό του πρώτου μέρους, εξετάζεται η «ζεύξη» της μη γνήσιας παράλειψης με την αμέλεια και η εμφάνισή της ως ενιαίου δογματικού μεγέθους με τις εντεύθεν συνέπειες. Το μέρος αυτό αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους ασχολείται κατ αρχάς με τον έλεγχο της «στατικής» επάρκειας της «κατασκευής», αν δηλ. δομήθηκαν σωστά επάνω σ αυτήν τα υλικά της μη γνήσιας παράλειψης και της αμέλειας. Στην συνέχεια ερευνώνται τα «σημεία τριβής» της «ζεύξης». Στα πλαίσια της έρευνας αυτής εφιστάται η προσοχή σε ορισμένα σημεία βραχυκυκλωτικής ερμηνείας, όπως είναι π.χ. η σύγχυση της (μη γνήσιας) παράλειψης με την αμέλεια, που γίνεται στην νομολογία, και η ταύτιση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του άρ. 15 ΠΚ με την οφειλόμενη κατ ά. 28 ΠΚ προσοχή, αλλά και με την υποχρέωση ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής του άρ. 315 ΠΚ. Το δεύτερο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους έχει ως αντικείμενο έρευνας τα σημεία μορφικής αλλοίωσης των δομικών στοιχείων της «ζεύξης» και τις συνέπειες, που προκύπτουν από αυτή την αλλοίωση. Υπογραμμίζεται εδώ η αλλοίωση της αιτιότητας, καθώς και της βάσης αιτιακής σύνδεσης, που επέρχεται μέσα στην εν λόγω «κατασκευή», ενώ προβάλλεται επίσης η αλλοίωση της δογματικής συμπεριφοράς των δομικών της στοιχείων, έτσι ώστε η παράλειψη να συμπεριφέρεται ως αμέλεια και η αμέλεια αντίστοιχα να συμπεριφέρεται ως παράλειψη. Το τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους ερευνά την προβληματική της «ζεύξης στον χώρο των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων και των εγκλημάτων διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών υπό το πρίσμα των αρχών της συρροής και των εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζομένων εγκλημάτων. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του δέυτρου μέρους της μελέτης είναι αφιερωμένο στα δικονομικά ζητήματα, που σχετίζονται με την εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεση. Στα πλαίσια αυτού του κεφαλαίου ερευνάται ο τρόπος δίωξης των σχετικών εγκλημάτων με ιδιαίτερη αναφορά στην ιδιορρυθμία και την προβληματική της δίωξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια στο άρ. 315 ΠΚ. Ακολούθως συζητούνται περιπτώσεις ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που σχετίζονται με έγκλημα αμέλειας, το οποίο τελέσθηκε με μη γνήσια παράλειψη. Περαιτέρω εξετάζεται το ζήτημα των αυτοτελών ισχυρισμών και πώς μπορούν να εμφανιστούν αυτοί στον χώρο της εν λόγω δογματικής κατασκευής. Στο κέντρο αυτής της συζήτησης δεν θα μπορούσε ασφαλώς να απουσιάζει η αναφορά στην έλλειψη αιτιολογίας ή εκ πλαγίου παράβαση, καθώς και στην εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, που έχουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης στην πράξη σε σχέση με την εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεση. Το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται με την έρευνα της μεταβολής κατηγορίας και της δυνατότητας εφαρμογής του κατ άρ. 469 ΚΠ επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων στην συζητούμενη δογματική κατασκευή. Η έλλειψη συμμετοχής στα εγκλήματα από 4

αμέλεια αποτελεί εκ πρώτης όψεως αποτρεπτικό παράγοντα οποιασδήποτε σκέψης για εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος στην κατηγορία αυτών των εγκλημάτων και κατ επέκταση στην εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεση. Και αυτό δέχεται η νομολογία επικουρούμενη από ένα μέρος της επιστημονικής θεωρίας. Ωστόσο, εάν λάβουμε υπ όψη ότι η έννοια της «συμμετοχής» δεν έχει το ίδιο νόημα στα άρ. 45 ΠΚ και 469 ΚΠ και επίσης εάν αποβλέψουμε στον σκοπό της διάταξης του άρ. 469 ΚΠ, που είναι ασφαλώς η αποτροπή της άνισης μεταχείρισης των συγκατηγορουμένων και η αποφυγή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, τότε πρέπει ανεπιφύλακτα να γίνει δεκτό ότι το άρ. 469 ΚΠ έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις των εγκλημάτων από αμέλεια. 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Τα προς δόμηση υλικά για τη δογματική κατασκευή της εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η δογματική ύλη της μη γνήσιας παράλειψης Ι. Θεωρητική θεμελίωση της τιμωρίας της παράλειψης 1. Έννοια και ουσία της παράλειψης εν γένει ως αξιόποινης συμπεριφοράς Η γνώση ότι στο Ποινικό ίκαιο τιμωρείται πολλές φορές ο δράστης όχι μόνο γι αυτό που έπραξε, αλλά και για εκείνο που παρέλειψε να πράξει, μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα αγκαθερό ζήτημα, το οποίο μας αναγκάζει να ασχοληθούμε με την έννοια και την βαθύτερη ουσία της παράλειψης, πριν δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα, γιατί τιμωρεί τελικά ο νομοθέτης αυτή τη μορφή της αποθετικής συμπεριφοράς. Γιατί δηλ. τιμωρεί π.χ. ο νόμος την μητέρα ενός νηπίου, η οποία, για να μη χάσει τον ύπνο της, άφησε το παιδί της, παρά τα αντιπυρετικά που του έδινε, να «ψήνεται» όλη τη νύχτα στον πυρετό με αποτέλεσμα να πεθάνει την επομένη από καλπάζουσα μηνιγγίτιδα; Ή γιατί αποδοκιμάζεται τέλος πάντων ποινικά ο δάσκαλος της κολύμβησης, ο οποίος λόγω της διάσπασης της προσοχής του στην ανάγνωση της αθλητικής εφημερίδας δεν προσέχει ότι ο μικρός, αλλά ζωηρός μαθητής της κολύμβησης βγάζει το σωσίβιο και δοκιμάζει να κολυμπήσει χωρίς αυτό με συνέπεια να πνιγεί στη θάλασσα; Ακόμη πιο επιτακτική είναι η ανάγκη του προσδιορισμού της ουσίας της παράλειψης για ένα πρόσθετο λόγο: Ο νομοθέτης εξομοιώνει στο άρ. 14 παρ. 2 ΠΚ την παράλειψη με την πράξη, η οποία αποτελεί το θεμέλιο του ποινικού οικοδομήματος. Άρα έχει και αυτή, όπως και η πράξη, την ίδια θεμελιακή σημασία. Πρέπει συνεπώς να ψάξουμε οπωσδήποτε να βρούμε την ύλη, από την οποία είναι φτιαγμένη η παράλειψη, γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε, αν αντέχει το δογματικό βάρος, που εναποθέτει επάνω της ο νομοθέτης, εφ όσον στηρίζει σ αυτήν τις πολύ βαρειές έννοιες του αδίκου, του καταλογισμού και του αξιοποίνου. Πρέπει λοιπόν να διαπιστωθεί ότι η παράλειψη έχει ισάξια ή ανάλογη με την πράξη δομική αντοχή. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να μας δείξει η έρευνα ότι πράξη και παράλειψη είναι φτιαγμένες από την ίδια στόφα της πραγματικότητας, έστω και αν λειτουργικά εμφανίζονται ως άρνηση η μια της άλλης. ιαφορε-

τικά, αν οι δύο αυτές έννοιες είναι εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, έχουν δηλ. αλλιώτικη σύσταση η μια με την άλλη, δεν μένει άλλος δρόμος παρά να γίνει αυτό, που εξέφραζε ως φόβο ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος και ποινικολόγος Gustav Radbruch: Να χωρισθεί το ποινικό οικοδόμημα από πάνω μέχρι κάτω σε δύο τμήματα, ένα για τα εγκλήματα ενέργειας και άλλο ένα για τα εγκλήματα παράλειψης 1. Έτσι το ζήτημα του προσδιορισμού της ουσίας της παράλειψης αναδεικνύεται σε πρωταρχικό μέλημα της επιστημονικής θεωρίας, ιδίως της γερμανικής, και απασχολεί θα λεγα καλύτερα: ταλαιπωρεί από παλιά την ποινική επιστήμη, στους κόλπους της οποίας διεξάγεται ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος, που τον τροφοδότησαν με τις μελέτες τους τα πιο μεγάλα αναστήματα της ποινικής επιστήμης, όπως είναι λ.χ. ο Gustav Radbruch, o Karl Engisch, ο Hans Welzel, o Edmund Mezger, o Armin και ο Arthur Kaufmann, o Claus Roxin κ. ά. Καταγράφοντας κάποιος το μακρύ «οδοιπορικό» της επιστημονικής βιβλιογραφίας στον χώρο της παράλειψης μπορεί, νομίζω, να υπογραμμίσει ως βασική παρατήρηση αυτό που αναδύεται αβίαστα από την σχετική συζήτηση, ότι δηλ., σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη, η παράλειψη έχει βέβαια μέσα της κάποια χροιά θετικότητας (που της την προσδίδει η παραλειφθείσα ενέργεια), επικρατεί όμως τελικά σ αυτήν ο αρνητικός της χαρακτήρας, που την εμφανίζει ως απόλυτη άρνηση της πράξης και την εξισώνει τελικά με το μηδέν. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρήσεως, εάν θέλαμε να παραστήσουμε την πράξη με το στοιχείο Π, τότε η παράλειψη θα έπρεπε να παρασταθεί ως μη-π, δηλ. ως μη-πράξη. Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε η ανέγερση του διαχωριστικού τοίχου ανάμεσα στην ενέργεια και την παράλειψη και παρέμεινε έτσι εν τέλει ενιαίο το «οικοδόμημα». Για να καταστεί όμως δυνατή η «φιλοξενία» στον ίδιο χώρο των δύο αντιθέτων αυτών εννοιών, ήτοι της ενέργειας και της παράλειψης, που δεν ταιριάζανε τα «χνώτα» τους, έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος «συνοίκησης». Και ο τρόπος αυτός δεν ήταν άλλος από το «αναποδογύρισμα» όλων των ρυθμίσεων, που ισχύουν για την ενέργεια, έτσι ώστε να εφαρμόζονται κατά την αντίθετη όψη τους στην παραλειφθείσα, αλλά αναμενόμενη ενέργεια και μέσω αυτής εν τέλει στην ίδια την παράλειψη. Αυτά μας λέει η περίφημη «αρχή της αντιστροφής» (Umkehrprinzip) 2, η οποία όχι μόνο δεν έλυσε τα δογματικά προβλήματα, που εμφανίζονται στον χώρο της παράλειψης, αλλά τα περιέπλεξε περισσότερο συνοδεύοντας τα πολλές φορές με αδιέξοδα και τραγικά εσφαλμένες αξιολογήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόπειρα, την οποία αρνείται η «αρχή της αντιστροφής» στην παράλειψη. εν υπάρχει, λέει, απόπειρα παράλειψης, αλλά μόνο παράλειψη απόπειρας ενέργεια.! Πόσο άτοπο και πόσο παράλογο είναι αυτό το πράγμα, που μας διδάσκει η «αρχή της αντιστροφής», μπορούμε 1. Βλ. G. Radbruch, Der Handlungsbegriff in seiner Bedeutung für das Strafrechtssystem, αρχική έκδοση 1904, ανατύπωση 1967, σ. 143. 2. Βλ. εκτενέστερα για την αρχή αυτή Arm. Kaufmann, Die Dogmatik der Unterlassungsdelikte, 1959, σ. 88. H. Welzel, Das Deutsche Strafrecht, 11 η έκδ., σ. 203. 10