Helen MARGARITOU-ANDRIANESSI, THE FORMATION OF THE MODERN ECLECTICISM AND THE SPIRIT OF THE «NEW ENCYCLOPEDISM» IN THE NINETEENTH CENTURY, ATHENS, FOUNDATION FOR RESEARCH AND EDITIONS ON NEOELLENIC PHILOSOPHY, 2004, pp. 47-58: THE NEW METHODOLOGICAL PERSPECTIVES OF THE ECLECTICISM THE DEVELOPMENT OF PSYCHOLOGY The ideal elements are forms of the most secret structure of nature and history. The Cousinian perspective of reconciliation is reflected in the historical novel as reconciliation between empiricism and historical idealism: the history of the forms of life, represented, described and symbolized, makes a significant appearance of the personal characteristics, of the modes of connections and of the criteria of selection of the tools for dramatization: i.e., man can distinguish the idea of holy from the combination of the symbolic forms with the additional elements : personal criteria and linguistic forms. The form of the idea of holy and its symbols depend on the human imagination and inspiration. The inspiration allows man to express his passions and to convey the feelings in words. In this case the eclectic function of perception supports the reduction of the data of the sense, of the memory and of the imagination to the conceptual form of the consciousness: a "new idea" has an internal power of stipulation through the eclectic functional series of feelings and thoughts composed by a bound founded on the universal algebra (the first elements of the idea of being). The eclectic functional series (formal enterprise) incorporates the genuine words, the immediate awareness, the moral intentions, the will, the meaning of the individual choices, with the order of the objective criteria. The recognition of the objective destination of life is considered as a consequence of the conditions of the natural necessity. The will and the reason incline towards the irreplaceable rhythm of the series of choices that denotes the exigency of the guides: the mental representation, the analogies, the paradigms and the linguistic forms. The selected instances suggest to us the modes of the applications of the Platonic idea, as logical and natural form. The theory of the Rosminian fundamental feeling has established a theory of choice based on 1) the conditions of the contingency (substantial form, moral order, real existence), 2) the significance of the "better", 3) the presence of the different/difference, 4) the participation in the natural similarity, 5) the harmonious feelings, and 6) the reflection of the idea of being in the reality.
2 The achievement of the consciousness served to declare the relation between the divine principles, the human personality and the development of the neothomistic formalism: the mystic forms of intuition, the primary form of life, the three natural forms, the mind formed in the mould and the personal character. The person becomes the "being between" God and the world. The functions of the consciousness regard the innate possibility of knowing itself; the relation upon our own states of mind is the way to the discovery of the first principles, of the inner relations among the three fundamental functions (intellect, will and self-conscious memory) and of the interaction of mind and body. The reflection of the idea of being concerns the mental representation, the structure of the free choice based on the analogies between the first elements of the idea of being and the structural elements of nature and of history. The inner essence supports all the external forms through the free activity/choice of man. (Filosofia oggi, n. 118-119, f. II-III, 2007, pp. 185-186) Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΙΚΙΣΜΟΥ: ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Η ἀνάπτυξη τῆς ψυχολογίας ἀπὸ τὴν ἐκλεκτικιστικὴ πνευματοκρατία καὶ ἡ ὑπέρβαση τῆς καρτεσιανῆς ἀντιθέσεως μεταξὺ νοήσεως καὶ ἐκτάσεως. Τὸ 1777 ὁ Genovesi 82 ἔγραφε ὅτι οἱ εὐγενεῑς καὶ εὐπατρίδες ἰταλοί, πάντοτε δημιουργικοί, κρύβουν τὸ πνεῡμα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἀπὸ ἐκείνην ὅμως τὴν στιγμὴ θὰ πάψουν νὰ εἶναι δογματικοὶ καὶ τολμηροὶ δημιουργοί. Διαπιστώνεται ὅμως ὅτι οἱ φορεῖς τοῦ ἐκλεκτικισμοῦ κατ αὐτὴν τὴν περίοδον στὴν Ιταλία δὲν εἶχαν ὡριμάσει ὡς πρὸς τὸν 82. Πβ. M. F. SCIACCA, μν. ἔργ., σ. 49. Πβ. Jacques BRUNSCHWIG, Sextus Empiricus on the kriterion, The Question of Eclecticism, ἔκδ. J. M. Dillon & A. A. Long, California Univ. Press, 1988, σ. 147. Πβ. CICERO, De finibus, 4. 72, re consentire, verbis discrepare, 5. 22, nominibus aliis easdem res. Ο locuς classicus αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως εἶναι ἡ φιλοσοφία τοῦ Spinoza. Η πνευματοκρατία ἀντιμετώπισε τὸ ὄν πολλαχῇ, ἀφ ἑνὸς ἀνευρίσκοντας συνδυασμοὺς τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν μέσων τῶν διαφόρων δογμάτων, ἀφ ἑτέρου ἐπιδιώκοντας τὴν γνώση τῶν πραγμάτων ἐκ τῶν αἰτίων, προσανατολίζοντας τὸ ἐνδιαφέρον τῆς φιλοσοφίας στὴν ἀπειρίαν τῆς πραγματικότητος. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Δοκ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σσ. 174-175, 7-32 καί 1-2, <φ. 90> καὶ Saggio, τ.7, ἔνθ ἀν., σσ. 131-132, 22-14, <φφ. 181-182>. 82.
3 ἑρμηνευτικὸν τῶν δογμάτων χαρακτήρα τῆς ἐκλεκτικιστικῆς διανοήσεως. Πραγματικῶς, ἡ «εἰσβολὴ» τοῦ ἀγγλικοῦ καὶ τοῦ γαλλικοῦ διαφωτισμοῦ σημασιοδότησε τὴν πνευματικὴν ἀνανέωση, ἡ ὁποία στὴν προκειμένη περίπτωση ἔλαβε τὸν χαρακτήρα τῆς ὑποβολῆς τῆς δράσεως τοῦ Χρόνου σὲ συγκρίσεις. Μετὰ τὸν Vico καὶ μέχρι τὸν Galluppi τὰ ἐνδιαφέροντα τῶν ἰταλῶν ἦταν πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ χαρακτήρα 83. Σταδιακὰ ἡ συνάντηση τοῦ ἐμπειρισμοῦ, τοῦ αἰσθητισμοῦ, τῆς λογοκρατίας καὶ τοῦ πανθεϊσμοῦ, μὲ τὴν παράδοση τοῦ Ι. Αὐγουστίνου, τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ακυινάτη καὶ τοῦ Vico, ἐδημιούργησε τὶς προϋποθέσεις ὑπερβάσεως τῶν μονομερειῶν, χωρὶς οἱ νέες θεωρήσεις- ἐπανατοποθετήσεις νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὴν ἐκλεκτικιστικὴ καὶ συνθετικὴ διαμόρφωση τῆς προβληματικῆς τους τὴν οὐσιακὴ δυναμικὴ τῶν ἀμέσων καὶ τῶν ἐμμέσων πηγῶν τους. Μία τέτοια πάλη τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεῶν ἐσήμαινε τόσο τὴν συμφιλίωση τῶν ἀρχῶν, ὅσο καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κριτικὴ τῶν συνεπειῶν ποὺ εἶχαν κατὰ τὴν προηγουμένην ἐφαρμογή τους. Ο Mazzini 84 ἐπιχειρῶντας νὰ ἐξηγήσει θεωρητικῶς καὶ ἱστορικῶς δύο ἀντιθέτους τρόπους θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ θεοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀφῃρημένης νοησιαρχίας καὶ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, ἰσχυρίσθηκε ὅτι : ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ τὸ φιλοσοφικόν ὑπόβαθρον τῆς ἀναλύσεως τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν δεδομένων της εὑρίσκεται στὴν ἰδεολογία, ἡ ὁποία ὡστόσο δὲν ἀποτελεῖ τὴν αἰτία γενέσεως τῆς δημιουργικότητος τῆς πρώτης καὶ τῆς δυνατότητος τῶν δευτέρων νὰ ἀναπτυχθοῦν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ γυμνὴ ἱστορικὴ ἀλήθεια, ἄν καὶ συνίσταται στὸ νὰ φαίνεται ἀνέγγικτο θρησκευτικῶς καὶ σχολαστικῶς τὸ πεδίον τῶν γεγονότων, ἐν τούτοις ἀποκαθίσταται διὰ τῶν ἰδεατῶν συμβόλων τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται σὲ ὄντα ἐπενδεδυμένα μὲ ἱστορικὲς μορφές, ποὺ ἐξελίσσονται κατὰ τρόπον ὥστε νὰ ἀναδεικνύονται σὲ δυνάμεις καὶ τάσεις ἰδεολογικές. Οἱ ἐκλεκτικιστικὲς τάσεις βαθμηδὸν ἐπεδίωκαν νὰ μετριάσουν τὴν ὑπερβολικὴ προσήλωση τῶν συστημάτων σὲ μίαν ἀρχήν. 83. Πβ. M. F. SCIACCA, μν. ἔργ., σσ. 51 καί 53-56. Πβ. F. TESSITORE, Momenti del vichismo giuridico- politico nella cultura meridionale, Bollettino del centro di studi vichiani, τ. 6, 1976, σσ. 97 κ. ἑξ. 84. Πβ. M. F. SCIACCA μν. ἔργ., σ. 258. Πβ. F. OTTONELLO, Culura filosofica nella stampa periodica [ ],v.2, Genova, La Quercia, 1980, σσ. 12 κ. ἑξ.
4 Αὐτὴ ἡ προσήλωση σήμαινε ἀφῃρημένη ἀνάπτυξη τῆς ἰδέας, παθητικὴ ἀνάκληση τοῦ ἰδεατοῦ καὶ ἐμμονὴ στὴν οὐτοπικοῦ χαρακτῆρος πραγματοποίηση τῆς ἐξωτερικῆς ἑνότητος τῶν πραγμάτων. Κατὰ τὸν Mazzini ἡ ἀλήθεια εὑρίσκεται στὰ γεγονότα, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι τὸ ἰδεατὸ εἶναι μορφὴ ἐνδομυχοῦσα στὸ σύμπαν 85. Ο ἐκλεκτικισμός, κατὰ τοὺς 18ο καὶ 19ο αἰ., υἱοθέτησε τόσο τὴν ψυχολογικὴ ὅσο καὶ τὴν ἱστορική μέθοδο. Διὰ τῆς ψυχολογικῆς μεθόδου ἀναλύσεως, τὸ ὑποκείμενο ἐμφανίζεται νὰ ἀποκαλύπτει σταδιακῶς τὴν κατοχὴ μιᾶς συνθετικῆς πρωταρχικῆς δυνάμεως, ἁπλῆς καθ αὑτήν, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιμερίζεται καὶ νὰ λαμβάνει τὴν μορφὴν ἐνεργείας ποὺ ἐκτείνεται στὸ σύμπαν. Διὰ τῆς ἱστορικῆς μεθόδου, ἡ διαδοχὴ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀναδεικνύει τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, ποὺ εἶναι τὰ σταθερὰ πάντοτε χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἕκαστον ἱστορικὸν γεγονὸς προβάλλει καὶ ὑποκινεῖ ἄλλα, παρόμοια ἤ διαφορετικά. Συνεπῶς, κατ ἀναλογίαν, ἡ μελέτη τῶν σταθερῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἐσωτερικῆς δυνάμεως, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικαιροποιεῖται ὑπὸ τὴν μορφὴν ἐνεργειῶν, συνδέθηκε πρὸς τὴν μελέτη τῶν σταθερῶν καὶ καθολικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Ὁ ἐκλεκτικισμὸς ὡς μέθοδος καλλιεργήθηκε κατά τὸν 19ο αἰ. ἀπὸ λογοτέχνες καὶ ἱστορικοὺς τῆς φιλοσοφίας. Η κουσινιανὴ προοπτικὴ τῆς διαλεκτικῆς συμφιλιώσεως ἐκφράσθηκε στὸ ἱστορικὸ μυθιστόρημα ὡς συμφιλίωση τοῦ ἐμπειρισμοῦ πρὸς τὸν ἱστορικὸ ἰδεαλισμό. Ὅπως ἰσχυρίσθηκε ὁ Mazzini ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν κλασσικισμὸ στὸν ρομαντισμό σήμανε τὴν «ἀπαγκίστρωση» τοῦ στοχασμοῦ ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο ὀρθολογισμὸ καὶ τὰ κλασσικὰ συστήματα, καὶ καθόρισε τοὺς τρόπους καὶ τὰ «μέσα» ἐπιλογῆς ἀπὸ τὴν ὕλη τῆς ἱστορίας μορφῶν ζωῆς ποὺ δραματοποιοῦνται, ὥστε ν ἀναδεικνύονται τὰ συναισθήματα, οἱ ἰδέες καὶ ἡ ἠθικὴ ὡς σύμβολα, ὡς στοιχεῖα τῆς διαχρονικῆς ὑπάρξεως τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ ὡς ἰδεατὰ ὄντα, ἤ ὡς εἰκόνες, ἤ ὡς ἀναπαραστάσεις ποὺ ἀφοροῦν 85. Πβ. E. MOUTSOPOULOS, P. BRAILAS,ἔνθ ἀν., σ. 37. Πβ.M. Adelaide RASCHINI, Rosmini e l idea del progresso, ἔνθ ἀν., σσ. 50 k. ἑξ.. Η ἰδέα τοῦ ὄντος ἐπαρκεῖ διὰ νὰ γνωσθῆ ἡ φύση τῶν ὄντων. Υπ αὐτὴν τὴν ἔποψη ὁ ἐκλεκτικισμὸς ἀναγνωρίζει στὸ ψυχικὸ ἐπίπεδο τόσο «fondate motivazioni di questa volontà aprioristica di negazione», ὅσο καὶ «quel vitale rapporto tra intelletto e volontà[ ] da entrare nel vivo e serio gioco richiesto dalla sua esistenza nella storia». Πβ. F. OTTONELLO, μν. ἔργ., σσ. 9 κ. ἑξ., καὶ 17 κ. ἑξ.
5 στὴν ἀλήθεια, στὴν ὡραιότητα, στὸ ἀγαθὸ συμβολικῶς. Πρῶτα ἀναδεικνύονται τὸ πάθος ἤ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, καὶ μετά, ἡ φαντασία ποὺ μορφοποιεῖ καὶ χρωματίζει τὴν πραγματικότητα ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος. Η δραματοποίηση τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ προέκταση τῆς ἀληθείας τῶν γεγονότων μέσα στὸ χρόνο, στοὺς τόπους, στὰ ἄτομα. Η προέκταση αὐτὴ ἐννοεῖται ὡς συνάντηση τοῦ συγκεκριμένου μὲ τὸ ἀφῃρημένο: ἡ ἰδέα λ.χ. τοῦ ἱεροῦ εἶναι θεμελιώδης καὶ ἀποκαλυπτικὴ τῆς ἀληθείας τῆς ζωῆς, νόμος θεϊκὸς καὶ ψυχὴ τοῦ σύμπαντος. Ο ἄνθρωπος διακρίνει αὐτὴν τὴν ἰδέα μέσ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ συμβολικὰ στοιχεῖα τῆς αἰσθητικῆς παραστάσεως, τὴν μορφοποιεῖ μὲ τὴν φαντασία του ποὺ ἐρεθίζεται ἐπιλεκτικῶς, δηλαδὴ ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ ἐμπνεύσεώς του. Η ἔμπνευση εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία εὑρίσκεται ἡ ψυχὴ ὅταν διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια μιᾶς ὑπερφυσικῆς δυνάμεως. Τὸ πεδίον τῆς συνειδήσεως καταλαμβάνεται ἀπὸ κάποια ἰδέα, ἐπίνοια, συναίσθημα, ἤ ἔντονη παράσταση χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τῆς βουλήσεως, καὶ προκαλεῖ ὑπερδιέγερση καὶ δημιουργικὸ ἐνθουσιασμό. Η ἔμπνευση διαφέρει, - χωρὶς νὰ σημαίνει τοῦτο ὅτι δὲν συνδέεται -, τόσο ἀπὸ τὴν φαντασία, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν μνήμη: ὡς πρὸς τὴν πρώτη διαφέρει ἐφ ὅσον συνοδεύεται ἀπὸ πάθος καὶ ὑπερένταση ὡς πρὸς τὴ δεύτερη διαφέρει καθ ὅσον ἀφορᾶ σὲ μία ἰδέα νέα ποὺ ἔχει ἐσωτερικὴ δυναμικὴ μὲ ἐξωτερικὲς προεκτάσεις μέσῳ τῆς δημιουργικῆς πνοῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πάθος καὶ ὁ δυναμισμὸς τῆς ψυχῆς ἀφοροῦν σὲ μίαν ἀέναη πάλη μεταξὺ τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ δημιουργοῦ, τῆς ὁποίας κύρια χαρακτηριστικὰ εἶναι ἡ συνεχὴς προθετικότης τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς γιὰ νέες ἰδέες καὶ καινούργια συναισθήματα. Η προθετικότης δὲν ἐξαντλεῖται κατὰ τὴν μελέτη τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀλλὰ ἀναδεικνύεται μὲ τὶς ἄπειρες καὶ ἀνεπανάληπτες διεισδύσεις στοὺς δρόμους ὅπου διασταυρώνονται οἱ ἱστορικὲς μορφές, ἤ τὸ παρὸν μὲ τὸ παρελθόν, καὶ σχεδιάζονται οἱ μορφὲς τοῦ αὔριο μὲ τὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ σχέση τῆς ἱστορίας πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, ποὺ συμμετέχει καὶ καθίσταται φορέας καὶ μέσο, διὰ τῆς γλώσσης, ἐκφράσεως τῶν νόμων, τῶν συνηθειῶν καὶ τῶν παθῶν ποὺ κυριαρχοῦν στὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἕως ὅτου ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου προκειμένου νὰ καταστῆ συνειδητὴ ἡ σειρὰ τῶν γενικῶν τύπων ἀναπτύξεως καὶ ἐξελίξεως τῆς ἀνθρωπίνης διανοήσεως. Στὸ πεδίο τῆς συνειδήσεως λαμβάνουν χώρα διεργασίες ποὺ ἀφοροῦν στὴν ὀργάνωση τοῦ παρόντος ὡς δομῆς, ἡ ὁποία στὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰ. ἀπαντᾶται μὲ τὴν μορφὴ σταθερῶν ἐννοιῶν ποὺ συνιστοῦν ἰδεατὰ σχήματα/κατηγορίες ποὺ ἀποδίδονται ἀναλόγως διὰ
6 τῆς γλώσσης, καὶ ποὺ ἀναφέρονται σὲ μίαν ἀνοιχτὴ πλὴν ὅμως ἰσορροπημένη ἀντίληψη τῶν ποικίλων γεγονότων: ἀνοιχτὴ διότι τὸ ὑποκείμενο βιώνει μία συνεχῆ, «διὰ βίου», περιπέτεια μὲ ἄπειρες γωνίες λήψεως, συμφώνως πρὸς τὶς ὁποῖες κάθε φάση τοῦ «ξετυλίγματος» τῶν βιωμάτων εἶναι δυνατόν, χωρὶς νὰ ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὴν ἐννοιακὴ/σχηματικὴ διαμόρφωση τοῦ πεδίου τῆς συνειδήσεως, νὰ ἔρθη, νὰ ἐμφανισθῆ, νὰ παραταθῆ, ν ἀλληλεπιδρᾶ ἤ νὰ διαδέχεται ἡ μία τὴν ἄλλη ἰσορροπημένη διότι ἡ ἐνέργεια τῆς ἀντιλήψεως δὲν εἶναι ἀθροιστικὴ ἀλλὰ ἐκλεκτικιστική: ἐπιλέγει τὴν λειτουργικὴ ἐκείνη σειρὰ προκειμένου ν ἀναχθοῦν τὰ δεδομένα τῆς αἰσθήσεως, ἤ τῆς μνήμης ἤ τῆς φαντασίας ἤ τῆς ἐμνεύσεως στὰ ἐννοιακὰ σχήματα. Η ἐκλεκτικιστικὴ κίνηση τῆς συνειδήσεως συγκροτεῖ ἐναλλακτικὲς ἀπόψεις τῆς ἀέναης ροῆς τῶν πραγματικῶν γεγονότων ἤ συνδέσεις ἑτερόκλητων θεμάτων τῆς πραγματικότητος. Η συγκρότηση ἤ σύνδεση ἀφοροῦν στὴν ἐκλεκτικὴ κίνηση τῆς συνειδήσεως ὡς δυναμικῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουργίας στὸ νὰ συνδέσει, νὰ συμφιλιώσει καὶ νὰ συμβάλει στὴν ἀλληλεπίδραση εἰκόνων, ἰδεῶν καὶ μνημονικῶν ἀναπαραστάσεων. Η ἐκλεκτικὴ κίνηση τῆς συνειδήσεως εἶναι ὑποκειμενικὴ ὡς πρὸς τὴν διάσταση καὶ τὴν πολλαπλότητα τῆς λήψεως δεδομένων τὰ ὁποῖα ὡστόσο συγκροτοῦνται μὲ κριτήριο ἕναν ἀνώτερο δεσμὸ ποὺ θεμελίωσε μία καθολικὴ ἄλγεβρα. Σὲ κάθε ἀτομικὴ πράξη διακρίνεται τόσο ὁ ἐσωτερικὸς ὑποκειμενικὸς καθαρὰ σκοπός, ὅσο καὶ ὁ ἠθικὸς σκοπὸς ποὺ τείνει νὰ γίνει κοινός. Ο δεύτερος «γίνεται» λόγος, διὰ τῆς ἐκλεκτικιστικῆς/δημιουργικῆς συνειδήσεως, κοινὸ αἴσθημα, σημεῖο ἀναφορᾶς, κριτήριο ζωῆς. Η περιπέτεια τῆς κινήσεως ἀπὸ τὸ ἰδεατὸ στὸ πραγματικὸ καὶ ἀντιστρόφως εἶναι κατ οὐσίαν ὁ δυναμισμὸς τῆς μεταφυσικῆς πραγματικότητος τῆς συνειδήσεως ποὺ τελικῶς διὰ τῶν ἰδίων αὐτῆς μέσων μετασχηματίζει τὰ παράγωγα τῆς μνήμης, τῆς φαντασίας καὶ τῶν ὑποκειμενικῶν κλίσεων σὲ συμπυκνωμένη καὶ συγκεκριμένη ἱστορικὴ πεῖρα. Ὡς συμπέρασμα, ἐξάγεται ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω συσχέτιση τῆς ψυχολογικῆς μεθόδου πρὸς τὴν ἱστορικήν ὅτι τὸ ἰδεατὸν 86 ἔχει ὡς σταθερὸ ἔρεισμα τὴν καρδιά ποὺ «ἀγγίζει» τόσο τὸν οὐρανὸ ὅσο καὶ τὴ γῆ σὰν λίμνη στῆς ὁποίας τὴν ἐπιφάνειαν ἀντανακλῶνται ὅλα τὰ δημιουργήματα. Τὰ ἀνωτέρω ἀφοροῦν στὴν ἐκλεκτικιστικὴ συνθετικὴ ἐνέργεια τῆς συνειδήσεως ποὺ διὰ τῆς γλώσσης σημασιοδοτεῖ τὴ διαδικασία τῆς 86. Πβ. F. OTTONELLO, μν. ἔργ., σσ. 15-16.
7 ἀνάγκης ὑπερβάσεως τοῦ φαινομένου καὶ τῆς προσεγγίσεως τῶν πραγμάτων, τῆς ἀναλύσεως καὶ τῆς ἐπανασυνθέσεως κυρίως διὰ τῆς ἀμέσου ἀφαιρέσεως (πρωταρχικὴ σύνθεση, ἰδέα τοῦ ὄντος), καὶ τῆς συγκριτικῆς ἀφαιρετικῆς λειτουργίας ποὺ βασίζεται στὴν ἐμπειρία, καὶ εἶναι ἡ κατεξοχὴν ψυχικὴ λειτουργία τῆς ὁποίας τὰ ἀποτελέσματα δὲν εἶναι οὔτε ὑποκειμενικὰ οὔτε ἀντικειμενικά, ἀλλὰ εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῶν νόμων καὶ τῶν ἀρχῶν ποὺ διέπουν τὴν ζωὴ τῶν ὄντων μὲ τρόπο ἐκλεκτικιστικό: ἡ ἐμπειρία «προσφέρεται» στὴν συνείδηση (εἶναι τὸ μέσο) για τὴν ἐξατομίκευση τῶν a priori στοιχείων, τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ περιεχομένου τῆς συνειδήσεως, καὶ τῆς δυνατότητος σχηματισμοῦ ὑπαρξιακῶν κρίσεων. Η ἐκλεκτικιστικὴ σύνθεση δὲν εἶναι ἀκεραία ἐπανόρθωση τῶν ἀπείρων μερῶν τῆς κοσμικῆς πραγματικότητος, ἀλλὰ εἶναι συνθετικὴ ἐπινόηση κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ κατὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν ἀντιλήψεων τὸ πλέον ἰσχυρὸ μέσο/κριτήριο συμφιλιώσεως τῆς ἀπείρου ἐμπειρίας πρὸς τὸν λόγο: ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία ἀρθρώνει διαφορετικὰ σὲ κάθε περίπτωση τὸν «ἐκ προσαγωγῆς καὶ κατὰ μικρὸν», ὅπως θὰ ἰσχυριζόταν ὁ Αριστοτέλης(Πολιτ., 5. 6, 17), σύνδεσμο. Κατ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Locke φαίνεται νὰ «συμφιλιώνεται» πρὸς τὸν Kant. Συμφώνως πρὸς αὐτὴν τὴν προοπτικὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς συνειδήσεως ἡ συνάντηση οὐσιωδῶν καὶ ὑποστασιακῶν χαρακτήρων τοῦ «ἐγὼ» καὶ τοῦ «οὐκ-ἐγὼ» δίδει τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀφυπνισθοῦν οἱ συνειδησιακὲς λειτουργίες καὶ κυρίως νὰ «προσαρμοσθῆ» στὴ δεδομένη κάθε φορὰ «συνάντηση» ἡ γλῶσσα. Η αὐτοσυνειδησία, ἡ σχετικὴ βεβαιότης καὶ ἡ σχετικὴ ἐξαντικειμένιση τῶν στοιχείων τῆς ἰδέας τοῦ ὄντος εἶναι ἀναμενόμενα. Η ἔννοια τοῦ «σχετικοῦ» σὲ κάθε ἐκλεκτικιστκὴ σύνθεση ἀφορᾶ στὴν ἐπεξεργασία τῶν ἐντυπώσεων, τῶν παρατηρήσεων καὶ τῶν συνδέσεων τῶν αἰσθητικῶν πρὸς τὰ νοητικὰ στοιχεῖα. Στὴν ἐκλεκτικιστικὴ σύνθεση συμβάλλουν ἀναλογικῶς, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Spinoza, πολλὰ «μέσα»: ἡ γλῶσσα τοῦ διαλόγου καὶ τῶν ἐλεγκτικῶν συλλογισμῶν, ἡ οὐσία τοῦ κυρίαρχου γεγονὸτος ἤ πράγματος, ἡ ὀπτικὴ γωνία, τὰ «ζωντανὰ χρώματα», ἡ πληρότητα τῆς πειθοῦς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιώνει καὶ ἐκφράζει τὴν ἐλευθερία του κατὰ τὴν πορεία ἐναρμονίσεως τοῦ λόγου τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν λόγο τῆς φύσεως. Αξίζει στὴ συνέχεια νὰ διερευνηθοῦν πῶς θεμελιώνονται οἱ ἀρχὲς τῆς ἐκλεκτικιστικῆς ψυχολογίας καὶ πῶς τελικῶς ἡ ψυχολογικὴ μέθοδος καὶ ἡ ἱστορικὴ συνθέτουν τὴν ἐκλεκτικιστική κατὰ τὴν ἄποψή μας.
8 Η ἐκλεκτικιστικὴ μέθοδος εἶναι σχεδιαστικὴ/χρηστικὴ μέθοδος κατὰ τὴν ὁποίαν ἀρκεῖ ἡ ἰδέα τοῦ ὄντος γιὰ τὴν σύλληψη τῆς πορείας τοῦ Υποκειμένου στὸ Αντικείμενο, ἀπαιτοῦνται ὅμως ἐπιπλέον λογικὲς ἐφαρμογὲς αὐτῆς (τῆς ἰδέας τοῦ ὄντος) ἐπὶ τῶν πραγματικῶν ὑπάρξεων καὶ ἐξαγωγὴ ὑπαρξιακῶν κρίσεων, ἀλλιῶς ἡ ἐνόραση τῆς ἰδέας θὰ ἔχει μία καθαρὴ φραστικὴ ὕπαρξη. Στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῆς θεωρίας τῆς πράξεως καὶ τῆς βουλήσεως ὁ Αριστοτέλης προσδιόρισε τὴν ἔννοια τῆς ἐσκεμμένης βουλήσεως ἡ ὁποία παρουσιάζεται κατὰ τὴν ἐκδήλωση μιᾶς ἐπιθυμίας. Η ἐπιθυμία ἐγείρεται ἀπὸ τὶς ἰδέες ἤ τὴν γνώση. Υπάρχει μία ἱεραρχία ἐνεργητικῶν κινήτρων καὶ σκοπῶν ποὺ θεωροῦνται διανοητικὲς καταστάσεις. Η βούληση, ὁ πόθος καὶ ἡ λογικὴ ἐπιλογὴ ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἀντιλήψεις, ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση καὶ τὴν λογικὴ ἐνόραση. Η λογικὴ βούληση εἶναι ἐλεύθερη. Η ἐλευθερία αὐτὴ ποὺ εἶναι ἀνάλογος τῆς «ἐλευθερίας τοῦ σοφοῦ» τῶν Στωικῶν καὶ τοῦ Spinoza, εἶναι ἡ ρυθμιστικὴ ἐνέργεια τῆς ζωῆς ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν δυνατότητα πραγματοποιήσεως φυσικῶς καὶ λογικῶς τῆς ἰδέας τοῦ ὄντος, καὶ ἀφορᾶ στὶς φυσικὲς καὶ λογικὲς ἐπιλογὲς, καθ ὅσον ἡ ἀριστοτελικὴ ἀρχὴ τῆς βουλήσεως προεκτείνεται στὴν ὀργανικὴ φύση ὑπὸ τὴν μορφὴ δυνατοτήτων. Στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφικῆς διανοήσεως ὁ νεοπλατωνισμὸς προβαίνει στὴν «συμφιλίωση» μεταξὺ τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς καὶ τῶν ἀντικειμενικῶν ἀξιῶν μέσῳ τῆς ἐνοράσεως τῆς ἑνότητος. Οἱ γάλλοι ἐγκυκλοπαιδιστὲς προέβησαν στὴν «συμφιλίωση» τῆς αἰσθησιοκρατικῆς ψυχολογίας πρὸς τὴν ματεριαλιστικὴ μεταφυσική, μέσῳ τῆς ὑποκειμενικῆς σχετικότητος τῶν σοφιστῶν σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴν φυσικὴ ὀντολογία τῶν ἀτομικῶν. Η πατερικὴ ψυχολογία προέβαλε κατεξοχὴν τὰ «μέσα». Τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ στοχασμὸς ἐπὶ τῶν νοητικῶν καταστάσεων. Τά «μάτια τῆς ψυχῆς» εἶναι αἴσθημα, λόγος, διανόηση. Η ἔμφαση στὴ βούληση καὶ στὴν πραγματικὴ ζωὴ ἀποδεικνύει τὴν σταδιακὴ ὑπαγωγὴ τῆς πλατωνικὴς ἰδέας σὲ ἕναν λογικὸ μορφισμὸ ποὺ στὸ ἐπίπεδο τῆς ψυχῆς ἀναλύεται σὲ νοητικὲς ἀναπαραστάσεις, σὲ ὀνοματικὰ σχήματα ποὺ ἀναλογικῶς, παραδειγματικῶς καὶ αἰτιωδῶς σημαίνονται στὰ ὄντα 87. 87. Πβ. ΠΡΟΚΛΟΥ, In Tim., Ι, 95, 7-9, ΙΙ, 16, 2-5. (Ed. Ernestus Diehl, Lipsiae, B. G. Teubneri, τ. I, MCMIII, τ. II, MCMIV, τ. III, MCMVI.).
9 Ο θωμισμὸς διεύρυνε τὸ ψυχικὸ πεδίο προσδίδοντάς του τὴν προσωπικὴ ὑπόσταση ποὺ ἐμπεριέχει τόσο τὴν βιολογικὴ πλευρὰ τῆς ἀτομικότητος, ὅσο καὶ τὴν προθετικότητα τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀτόμου. Ἡ ἀτομικότης ἀναλύθηκε ἀπὸ τὸν Duns Scotus, τὸν Avicenna, τὸν Alhacen (Optics) καὶ τὸν Averroes. Ο Avicenna συνέβαλε στὴν ἐξήγηση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, τοῦ κοινοῦ νοῦ, τῆς φαντασίας, τῆς μνήμης καὶ τῆς κρίσεως. Ο Alhacen συνέβαλε στὴν μελέτη τῆς προσομοιώσεως τῆς εἰκονικῆς μνήμης πρὸς τὶς ὀπτικὲς ἀντιλήψεις. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ἐπηρέασαν τὸν Helmholtz καὶ τὸν Bacon. Ο Averroes συνδύασε τὸν πανθεϊστικὸ ἀπρόσωπο λόγο πρὸς τὸν νατουραλισμό, τὸν ματεριαλισμὸ καὶ τὸν ἐμπειρισμό. Οἱ Meister Eckhard καὶ John Tauler προσέθεσαν στὴν ἀτομικότητα τὸ αἴσθημα(gemüth). Η θεωρία τοῦ Rosmini περὶ τοῦ θεμελιώδους συναισθήματος ἀφορᾶ στὴν «πηγὴ» ἀπὸ τὴν ὁποία ξεχύνεται στὸ σύμπαν πλήρης σημασιῶν ἡ ἀτομικότης. Ο Rosmini ἐθεώρησε αὐτὴν τὴν πηγὴ ὡς ἀντικειμενικὴ παρουσία τοῦ «εἶναι» στὸ νοητικὸ ὑποκείμενο. Η νόηση, ὁ λόγος, τὸ αἴσθημα καὶ τὸ συναίσθημα καθίστανται «γέφυρα», «μέσα», διὰ τῶν ὁποίων τὸ μορφικὸ ἀντικείμενο γίνεται πραγματικό. Αναφερόμεθα στοὺς ὅρους τῆς ἐνδεχομενικότητος: ἡ ὑποστασιακὴ μορφή, ἡ ἠθικὴ τάξη, ἡ πραγματικὴ ὕπαρξη. Η ἠθικότης θεμελιώνει τὴν σχέση ἰδεατότητοςπραγματικότητος, εἶναι προστακτική, κατηγοριακὴ καὶ ἀπόλυτη. Σχετικὴ πρὸς τὸ ὑποκείμενο εἶναι ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη τῶν νόμων τοῦ σύμπαντος καὶ ἡ γενετικὴ δύναμη τῶν συμπαθητικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κόσμο, διὰ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ἐσωτερικῶν δυνάμεων: νοῦς, βούληση, γνώση 88. Η ἠθικότης ἀναπτύσσεται ὡς ἐνέργεια λογικὴ τῆς ἑκουσίας καὶ ὑπαγομένης σὲ φυσικοὺς νόμους συμφιλιώσεως καὶ συναντήσεως μὲ τοὺς νόμους τῶν ὄντων. Κατ αὐτὸν τὸν τρόπον στὸ πλαίσιο τῆς ἀριστοτελικῆς καὶ τῆς θωμιστικῆς ψυχολογίας θεμελιώνονται οἱ ἀρχὲς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἐπιλέγειν: 1) Ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς βουλήσεως ἐπιλέγει τὸ καλύτερο, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ ἐκτιμᾶ πρακτικῶς ὡς καλύτερο. 2) Η ἐλεύθερη ἐπιλογὴ εἶναι ἡ ἠθικὴ ἐκείνη ἐνέργεια ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία καὶ στὸ ψυχικὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀτόμου εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη κλίση στὴν ἀντικειμενικὴ τάξη τῶν νόμων τῶν ὄντων, ἤ ἡ πλήρης ἀπόκλιση ἀπ αὐτήν. 88. Πβ. Giuseppe MUZIO, Dal tomismo essenziale al tomismo rosminiano, Roma, Quaderni «Sodalitas Thomistica», II, 1967, σσ. 10 κ. ἑξ.
10 3) Η ἀλήθεια καθίσταται τόσο περισσότερο ρυθμιστικὴ καὶ κανονιστικὴ ὅσο περισσότερο διὰ τῆς βουλήσεως ὡριμάζει ἡ συγκατάθεση σὲ κοινὲς ἀρχές. 4) Η παρουσία τῶν διαφορετικῶν ἤ ἀντιθέτων εἶναι προϋπόθεση τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐλευθέρας κρίσεως καὶ ἐπιλογῆς. 5) Ἡ ἀποτελεσματικότης τοῦ κανόνος ἀξιολογεῖται ἀντικειμενικῶς στὸν βαθμὸ ποὺ κάθε ὀντότης τὸν ἐκφράζει σταθερῶς στοὺς τρεῖς τρόπους ὑπάρξεως. Υποκειμενικῶς ἀξιολογεῖται στὸν βαθμὸ ποὺ πρακτικῶς ἀναγνωρίζεται κατὰ τὶς διϋποκειμενικὲς ἤ διαπροσωπικὲς σχέσεις οἱ ὀποῖες ἀναπτύσσονται. 6) Τὸ ὑποκείμενο μετέχει τῆς ἀντικειμενικότητος, στὸν βαθμὸ ποὺ ἐξαντικειμενίζει διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ δυνάμεων καὶ ἐλευθέρως στὴν ὕλη τῆς ἐμπειρίας του τοὺς ὅρους τῆς συνεργείας πραγματικοῦ καὶ ἰδεατοῦ «εἶναι». 7) Η «συνόραση» τῶν οὐσιῶν προκύπτει ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ σχέση τῶν νοητικῶν καὶ ψυχικῶν δυνάμεων. Τοῦτο ἔχει τὴν ἀκόλουθη ἐπιστημολογικὴ σημασία: ὁ κόσμος «βλέπεται» ὡς τὸ λογικὸ γίγνεσθαι στὸ πλαίσιο τῆς ὀντολογικῆς τάξεως τῆς πραγματικότητος διὰ τῆς ὁποίας ἀποκαλύπτεται ἡ σύνταξη τῶν στοιχείων τοῦ ἰδεατοῦ «εἶναι» πρὸς τὰ στοιχεῖα τοῦ ἠθικοῦ καὶ τοῦ πραγματικοῦ «εἶναι». Ο ἀριστοτελισμὸς καὶ ὁ θωμισμὸς ἐξήγησαν τὴν ὀντολογικὴ θεμελίωση τῆς μεταφυσικῆς ψυχολογίας, δηλαδὴ πῶς πραγματοποιεῖται διὰ τῶν ψυχοσωματικῶν συμπληρωματικῶν λειτουργιῶν ἡ μέθεξη πρὸς τὰ «ὅμοια» τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι. Ο Rosmini συνέδεσε τὴ θεωρία τοῦ «θεμελιώδους συναισθήματος» πρὸς τὴν πνευματικὴ ἐνέργεια ποὺ δὲν ὑπάγεται στὴν ἀμεσότητα τοῦ «εἶναι» ἀλλὰ στὴν ὀργάνωση, στοὺς δεσμοὺς καὶ στὶς ἀλληλοεπιδράσεις, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὶς εὐκαιρίες σχετικοποιήσεως ἤ ἐξατομικεύσεως τοῦ «εἶναι». Η πραγματικότης εἶναι συναίσθημα καὶ τὸ συναίσθημα ἀγκαλιάζει τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὸν Rosmini. Η νευροβιολογία ἀπέδειξε πόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Rosmini 89. Ἡ ροσμινιανὴ καὶ βραϊλιανὴ ψυχολογία συνδέεται πρὸς τὸν ρομαντικὸ «ἀπριορίστικο» ψυχολογισμὸ τοῦ Cousin, τοῦ Jouffroy καὶ τοῦ Ravaisson ποὺ ἀφορᾶ στὴν «συμπάθεια» μεταξὺ τοῦ ὑποκειμένου καὶ τοῦ ἀντικειμένου ποὺ ἐξέθρεψαν τὸν μπερξονισμὸ καὶ τὴν αἰσθητικὴ τοῦ Basch, ρυθμοὺς καὶ σχεδιασμοὺς ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἐσωτερικὰ ἐρεθίσματα, σειρὲς συναισθημάτων ποὺ πηγάζουν ἀπὸ ἕναν βιταλισμὸ 89. Πβ. αὐτόθι, σσ. 30 κ. ἑξ. Πβ. Filippo PIEMONTESE, La dottrina del sentimento fondamentale nella filosofia di A. Rosmini, Milano, Marzorati, 1966, σσ. 119, 131, 147, 159.
11 «ραφιναρισμένο» ἀπὸ τὰ συνεχῆ προσωπικὰ «στυλιζαρίσματα» τῆς ἀφομοιώσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ συναισθήματος πρὸς τὴν ἐμπειρία. Στὴν ψυχολογία τοῦ «εὐρρύθμου» συναισθήματος ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο ποὺ συγκεντρώνει τὴν ἐμπειρία καὶ διακρίνει τὰ μέσα ποὺ τοῦ «δίνονται» προκειμένου νὰ ἐξεικονίσει τὴν ἰδέα 90. Η ἰδιοσυγκρασία τοῦ «δημιουργοῦ» εἶναι σουρρεαλιστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἐπεμβάσεως τῆς φαντασίας καὶ τοῦ ὀνείρου ὥστε νὰ εὑρεθοῦν ἤ νὰ ἐπινοηθοῦν δυνατὲς ἀναλογίες καὶ συμμετρίες στὸ σύμπαν. Ο νοῦς, ἡ ψυχὴ πάντα ἐπιλέγουν, συλλέγουν, καὶ μεταγράφουν τὰ ποικίλα δεδομένα τῶν αἰσθήσεων σὲ μορφὲς στὶς ὁποῖες διαφαίνεται ὁ συγκριτικὸς στοχασμός: ἡ φύση ἀναδομεῖται φυσικῶς καὶ λογικῶς, μέσα ἀπὸ τὴν «δημιουργία», ὅταν ἔχουν ἐπισημανθῆ οἱ ἀναλογίες καὶ οἱ ἀληθινὲς ὁμοιότητες 91. Ο νεοπλατωνισμὸς ἐθεώρησε τὶς ἀναλογίες σωστικές, ποὺ ἀφοροῦν στὴν σύνθεση τῶν μέσων, ὥστε νὰ ἀναδεικνύεται σὲ κάθε περίπτωση ἡ ἀλήθεια τοῦ φαινομένου 92. Η μελέτη τῶν νεοπλατωνικῶν ἀναλογιῶν μᾶς δίδει τὴν ἐξήγηση περὶ τῆς εὐταξίας στὴν δημιουργία, περὶ τῶν «σεμνῶν δεσμῶν» ποὺ δημιουργεῖ ἡ βούληση καὶ περὶ τῶν «μὴ καθαρῶν» ἀναλογιῶν ποὺ δημιουργεῖ ἡ φαντασία. Ο Rosmini καὶ ὁ Βράϊλας μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ καλλιεργοῦν τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑπάρξεως ἀλλὰ καὶ περὶ ἀναλογιῶν στὰ μέσα πραγματώσεως τῆς οὐσίας. Η στιγμὴ εἶναι ὁ χρόνος-κλειδὶ κατὰ τὸν ὁποῖον τὸ πρόσωπο συνειδητοποεῑ ὅτι εἶναι τὸ «μεταξὺ» τῆς δημιουργίας, εἶναι ἡ γνώση τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνιστοῦν μηχανισμοὺς τῆς ἐνδεχομενικότητος, δηλαδὴ τοῦ χωροχρονικοῦ ἐνδιάμεσου μεταξὺ τοῦ «εἶναι» ποὺ «διαφεύγει» καὶ τῶν ὑπάρξεων ποὺ ἀγωνίζονται ν «ἁρπάξουν» τὴν στιγμή 93. 90. Πβ. J. SEGOND, L esthétique du sentiment, Paris, Boivin, 1927, σσ. 3, 57, 114,. 91. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σ. 241. Πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 3, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1989, σσ. 141, 143. 92. Πβ. ΠΡΟΚΛΟΥ, In. Tim., I, 71, 5-10 I, 152, 4-9 I, 165, 23-30, I, 373, 18-19. 93. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σ. 288. Πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 1, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σ. 131.
12 Η χρονοσυνείδηση ταυτίζεται μὲ τὸν στοχασμὸ τῆς στιγμῆς κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται στὸ ὑποκείμενο τὸ ἀντικειμενικὸ φῶς. Οἱ διαδοχικὲς «στάσεις» καὶ θέσεις τῶν χρονικῶν-ἀντικειμένων στὸ πλαίσιο τῆς λειτουργίας τῆς συνειδήσεως καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ τελικὴ θέση ἤ ἡ πλήρης ἐμπειρία τῆς συνειδήσεως ἀφοροῦν σὲ συνθέσεις ἀναμνήσεων καὶ συναισθημάτων. Η συνθετικὴ δομὴ τῆς χρονοσυνειδήσεως ἀφορᾶ στὴν σταδιακὴ ἐξάρτηση κάθε μορφῆς ἐνεργείας ἀπὸ τοὺς αἰτιώδεις μηχανισμοὺς ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἱκανότητος ἐπιλογῆς εὐκαιριῶν ἡ ὁποία ἀφορᾶ εἴτε στὴν διαχείριση τῶν μνημονικῶν δεδομένων, εἴτε στὴν ἐπεξεργασία τῶν πρωταρχικῶν ἐνοράσεων καὶ ἐντυπώσεων, εἴτε στὴν ἐλευθερία νὰ ἐπιλέξει ὁ ἄνθρωπος πράγματα κατὰ τρόπο ποὺ νὰ σημασιοδοτεῖται ἡ οὐσία καὶ οἱ δυνατὲς προεκτάσεις της. Ο ἐκλεκτικισμὸς ἀφορᾶ σὲ συνυπολογιστικοὺς τρόπους κωδικοποιήσεως ἤ ὀνοματολογίας. Ο συμβολισμὸς εἶναι ἀλγοριθμικός. Ο τρόπος ποὺ «ἐπένδυσαν» (μορφοποίησαν=ὑλοποίησαν ἤ «ὀνόμασαν») ὁ Αριστοτέλης, ὁ Rosmini, ὁ Οrwell, ὁ Eco, τὶς ἰδέες τους καὶ τὰ συναισθήματά τους, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμoσθῆ ἄπειρες φορὲς σὲ διαφορετικοὺς κόσμους 94. Επίσης στὴν ἴδια διαδικασία ὑπάγεται καὶ ἡ σειριακὴ ἐπεξεργασία τῶν συγκινήσεων καὶ τῶν συναισθημάτων: ἀπὸ τὴν μία ἡ προσωπικότης, ἡ ταυτότης, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ χρόνος-κλειδὶ τῆς ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητος καὶ τῆς ἔλλογης συμπεριφορᾶς ποὺ ἀνάγεται στὴν παρατήρηση, στήν λογικὴ ἐπιλογή, στὴν συμφωνία, (Dur heim). Τὸ «πέρασμα» ἀπὸ τὴν ἀνάλυση στὴ σύνθεση ἐγγυᾶται τὴν συνέχεια τοῦ συναισθηματικοῦ μας κόσμου κατὰ τὸν Rosmini καὶ τὸν Βράϊλα: ἡ πραγματικότης εἶναι συναίσθημα καί συγκινήσεις 95. 94. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σσ. 228, 237, 243, 244, 247. Πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 1, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σσ. 38, 127, 187. Πβ. W. Z. PYLYSHYN, Computation and Cognition: Toward a Foundation for Cognitive Science, MIT Press, 1984. 95. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σ. 237. Πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 1, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σσ. 43, 47, 124.Πβ. Norbert ELIAS, The Civilizing Process, Oxford, Blackwell, 1994. Πβ. Α. DAMASIO, Emozioni e coscienza, Milano, Adelphi, 2000. E. BORGNA, L arcipelago delle emozioni, Milano, Feltrinelli, 2001. S. CHAIKEN, Communicator physical attractiveness and persuasion, Journal of Personality and Social Psychology, 37, 1979, 1387-1397.
13 Ο A. Kenny μελετῶντας τὸ ἔργο τοῦ Ακυινάτη συγκριτικῶς πρὸς αὐτὸ τοῦ Wittgenstein, καὶ τὸ ἔργο τοῦ Teilhard de Chardin, ὑπεστήριξε ὅτι ἡ ἀξία τῆς φιλοσοφίας ἔγκειται ἀφ ἑνὸς στὸ νὰ προσδιορίσει τοὺς εἰδικοὺς ὅρους τῆς πραγματικῆς καὶ ὀνοματικῆς ὑποστάσεως κάθε ἀντικειμένου, ἀφ ἑτέρου νὰ ἐπιλέξει παραδείγματα χρήσεως τῶν ἀντικειμένων 96. Η ἐπιλογὴ εἶναι ἡ γνώση τῆς διαφορᾶς καὶ τοῦ ἐλαχίστου μέσου διαρθρώσεως τῶν μερῶν τῆς ἀπείρου ποικιλίας. Πάντα ἡ ἐσωτερικὴ οὐσία τείνει νὰ ὑποστηρίξει καὶ νὰ συμπληρώσει τὴν ἐξωτερικὴ μορφή 97. Η ψυχολογία τοῦ ἐκλεκτικισμοῦ ἀφορᾶ σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἐπίτευξη τοῦ νοητικοῦ ἐλέγχου, τῆς πνευματικῆς ἑνότητος, τῆς φυσικῆς ἱκανοποιήσεως καὶ τῆς «ὁμοιοστασίας» ποὺ εἶναι ὁ συνδυασμὸς καὶ ἡ ἰσορροπία τῶν δυνάμεων σὲ κάθε περίπτωση 98. 96.Πβ. A. KENNY, The Legacy of Wittgenstein, Oxford, Basil Blackwell, 1984, σσ. 2, 3,11, 19, 22, 51-73, 98, 109-144..Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σ. 252. Η ἐπιλογὴ περιεκτικῶν ἐννοιῶν διευκολύνει κάθε εἴδους πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ διεργασία.πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 1, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σ.139, καὶ τ. 3, ἔνθ ἀν., σσ. 198-201. 97. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σσ. 261, 272. Η ποιητικὴ φαντασία κατὰ τὸν Βράϊλα μιμεῖται καὶ ἀναπλάττει τὴ λογικὴ τάξη τῆς φύσεως. Πβ. A. ROSMINI- SERBATI, Psicologia, τ. 1, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σσ. 40 κ. εξ. Πβ. Peter UNGER, Toward a Psychology of Common Sense, American Philosophical Quarterly, 19, 1982, σσ. 117-129. 98. Πβ. Π. ΒΡΑΪΛΑ, Φιλ. ἔργ.,τ.1, ἔνθ ἀν., σ. 268. Πβ. A. ROSMINI-SERBATI, Psicologia, τ. 2, a cura di Vincenzo Sala, Roma, Città Nuova, 1988, σσ. 63-67, 70, 257. Η ψυχὴ μερίζεται περὶ τὰ σώματα, ἀλληλοσυμπληρώνονται οἱ πίστεις, οἱ δόξες καὶ «γίνονται» σταδιακῶς, μὲ διορθωτικοὺς/διαρθρωτικοὺς συνδυασμοὺς τῶν μέσων, ἀλήθειες.