ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Ακαδημαϊκό έτος: 2008-2009 ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ: Η αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων Εκπονήθηκε από την φοιτήτρια : Ζαρακιώτη Βασιλική Α.Μ. 1340200700090 Διδάσκοντες: κ Α. Δημητρόπουλος κ. Σ. Βλαχόπουλος ΑΘΗΝΑ, Μάιος 2009
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 2. ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 4 3. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ Σ.Δ. 5 4. ΠΡΟΕΡΜΗΝ ΕΥΤΙΚΕΣ ΒΑΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ Σ.Δ. 7 5. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ Σ.Δ. 8 6. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ Σ.Δ. 8 7. ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 9 8. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ 10 9. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ 11 10. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ 11 11. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ Σ.Δ. ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΔΙΩΤΩΝ 12 12. ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙ Α Σ.Δ. 14 13. ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 14 14. ΟΡΙΣΜΟΣ 15 15. ΘΕΩΡΙΕΣ 16 16. ΚΡΙΤΙΚΗ 17 17. Η ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 19 2
18. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜ ΑΤΑ 20 19. ΠΕΡΙΛΗΨΗ 21 20. ΛΗΜΜΑΤΑ 21 21. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙ Α 23 3
EΙΣΑΓΩΓΗ Το κύριο αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων ( Σ. 25 παρ. 1, εδ. γ ). Η αρχή αυτή εμπεριέχει τρεις μερικότερες διαστάσεις: όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται καταρχήν σε όλες τις έννομες σχέσεις και ως προς όλο το αμυντικό τους περιεχόμενο. Στο πρώτο μέρος δόθηκε έμφαση στην ίδια τη φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων, στη συνταγματική τους κατοχύρωση και τη νομική τους φύση. Έτσι έγινε προσπάθεια να κατανοηθεί η έννοια των συνταγματικών δικαιωμάτων και το περιεχόμενό τους, μέσα από την παράθεση των δύο βασικών επιστημονικών θεωριών, της παραδοσιακής και της σύγχρονης. Στο δεύτερο μέρος γίνεται άμεση εισαγωγή στο θέμα. Αναλύεται η ίδια η αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων και οι τρεις μερικότερες αρχές που εμπεριέχονται στη νέα της βασικής ισχύος σε συνδυασμό με την εγγυητική διάταξη του Σ. 25 παρ. 1 εδ. γ. Επιπλέον, γίνεται σύνδεση με την αρχή του αιτιώδους των περιορισμών, καθώς η τελευταία αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων. Τέλος, γίνεται λόγος για το ζήτημα της προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων στην ελληνική έννομη τάξη και για το ζήτημα της ισχύος τους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, ζήτημα που αναμφίβολα χρήζει εξέτασης με τη μετακύλιση πολλών κρατικών λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αναλύεται διεξοδικά η αρχή της << τριτενέργειας >> των συνταγματικών δικαιωμάτων, η οποία συνδέεται άμεσα με την αρχή της βασικής ισχύος, εφαρμοζόμενη όμως μόνο στο πλαίσιο της παραδοσιακής νομικής θεωρίας και της δυαδιστικής αντίληψής της για την έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, εξηγείται η γένέση της ιδέας της τριτενέργειας, η έννοια της, οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με αυτή και τέλος, πώς την αντιμετωπίζει η σύγχρονη συνταγματική θεωρία. Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση αυτών των σημαντικών ζητημάτων στην παρούσα εργασία δεν αξιώνει το χαρακτήρα εντρύφισης σε κεφαλαιώδη μεγέθη, αυτά που χρήζουν ξεχωριστής και διεξοδικής μελέτης. 4
ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η ιστορία της σχέσης εξουσίας και εξουσιαζομένων διαμορφώνεται και μετασχηματίζεται ανάλογα με την αντίστοιχη εξέλιξη των πολιτευμάτων. Από το θεσμό της δουλείας στην αρχαιότητα ως τις σύγχρονες μορφές της πολυκομματικής ή και συμμετοχικής μορφής δημοκρατίας, η νομική θέση του μέλους της κοινωνίας έναντι της κρατικής εξουσίας έχει μεταβληθεί ριζικά 1. Η ιστορική αυτή διαδικασία συνεχίζεται και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, γιατί παρακολουθεί την αέναη εξέλιξη της σχέσης κράτους και κοινωνίας. Μέσα στην αέναη αυτή εξέλιξη της σχέσης εξουσίας και εξουσιαζομένων προβάλλει η αξίωση του ανθρώπου, του πολίτη ή των κοινωνικών ομάδων για σεβασμό της ανθρώπινης υπόστασής τους, της ελευθερίας τους, της συμμετοχής τους στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και της ίσης μεταχείρισής τους. Το περιεχόμενο αυτών των αξιώσεων και η έκταση της αναγνώρισής τους ανανεώνεται μέσα στην ιστορική εξέλιξη των πολιτειών και της διεθνούς έννομης τάξης. Την εξέλιξη αυτή, καθρέπτισμα του ιστορικά μεταβαλλόμενου συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, παρακολουθεί αλλά και τροφοδοτεί μια αντίστοιχη φιλοσοφική και ιδεολογική αντιπαράθεση για την έννοια και το περιεχόμενο της ανθρώπινης ελευθερίας. Από τότε που στην ηπειρωτική Ευρώπη η λειτουργία της πολιτείας υπάγεται σε συνταγματικούς κανόνες και κατά κύριο λόγο μετά τη γαλλική επανάσταση του 1789, η κατοχύρωση του ανθρώπου, του πολίτη, και αργότερα των κοινωνικών ομάδων γίνεται σταθερό στοιχείο των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως τα αναγνωρίζει και τα θεσπίζει η έννομη τάξη και κατά κύριο λόγο το Σύνταγμα, δεν είναι μόνο διακηρύξεις αρχών 2. Πέρα από τον ιδεολογικό και διακηρυκτικό τους χαρακτήρα αποτελούν νομικούς κανόνες που δημιουργούν δικαιώματα και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Αποτελούν τις προστατευόμενες από το δίκαιο βασικές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης και δραστηριότητας. Με τον όρο << δικαίωμα >> περιγράφεται η από το δίκαιο απονεμόμενη στα πρόσωπα εξουσία για την ικανοποίηση συμφέροντος. Πέρα από τον όρο << ατομικά δικαιώματα >> χρησιμοποιούνται διεθνώς, πρόσφατα και στη χώρα μας οι όροι θεμελιώδη ή ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές, ανθρώπινες, θεμελιώδεις ή συνταγματικές ελευθερίες ή δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου. Εφόσον πρόκειται για συνολική αναφορά, ορθότερος είναι ο όρος << συνταγματικά δικαιώματα >>, γιατί παρέχει την αίσθηση της σύνδεσης με το ισχύον δίκαιο. Ως κριτήριο εννοιολογικής εξειδίκευσης έχουν την καταγραφή τους στο συνταγματικό κείμενο και τη συνακόλουθη αυξημένη τυπική ισχύ τους 3. Συνταγματικά δικαιώματα είναι τα παρεχόμενα στα άτομα και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου θεμελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, τα οποία αποτελούν τις κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη βασικές 1 Τσάτσος Δημήτρης, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Τόμος Γ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 19 2 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 20 3 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ 26 5
εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και των οποίων το αμυντικό περιεχόμενο στρέφεται κατά της κρατικής και κάθε άλλης εξουσίας, το προστατευτικό περιεχόμενο στρέφεται μόνο προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή βοήθειας για την απόκρουση κάθε απειλής, το δε ασφαλιστικό περιεχόμενο στρέφεται προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή των απαραίτητων μέσων για την άσκηση του εκάστοτε δικαιώματος. Η συνταγματική αναγνώριση είναι το βασικό στοιχείο του συνταγματικού δικαιώματος που το διαφοροποιεί από τα δικαιώματα του κοινού δικαίου. Τα συνταγματικά δικαιώματα είναι << υποκειμενικά δίκαια >>, πλήρη δικαιώματα του ατόμου, αγώγιμες και εξαναγκαστές έννομες αξιώσεις και << αντικειμενικά δίκαια >>, κανόνες που διέπουν ολόκληρη την έννομη τάξη. Έτσι, τα συνταγματικά δικαιώματα μεταβάλλουν τον ιδιώτη από αντικείμενο σε υποκείμενο δικαίου περιορίζοντας την κρατική εξουσία και κατοχυρώνοντας τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Τα δικαιώματα είναι προϊόν του ισχύοντος ( θετικού ) δικαίου που ρυθμίζοντας τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις, αφενός προσδιορίζει τους δικαιούχους και τα προστατευόμενα έννομα βιοτικά συμφέροντά τους, αφετέρου απονέμει σε αυτούς τις κατάλληλες εξουσίες για την ικανοποίησή τους. Ταυτόχρονα, τα θεμελιώδη δικαιώματα θέτουν τα όρια της συμπεριφοράς του φορέα τους προς τους άλλους φορείς και ανάστροφα. Προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του κράτους, από την οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η δυνατότητα άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΤΡΙΠΛΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ Για την κατανόηση της νομικής φύσης των συνταγματικών δικαιωμάτων έπαιξε ιστορικά σημαντικό ρόλο η παραδοσιακή διάκριση τους σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, με βάση την θεωρία των status που έλκει την καταγωγή της από τον γερμανικό συνταγματικό θετικισμό των αρχών του 20 ου αιώνα. Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή, τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν αξιώσεις του ατόμου έναντι του κράτους για αποχή από παρεμβάσεις σε μια συνταγματικά κατοχυρωμένη σφαίρα ιδιωτικής αυτονομίας, θεμελιώνοντας τον status negativus 4. Τα πολιτικά δικαιώματα έχουν ως αντικείμενό τους την ενεργή συμμετοχή του πολίτη στον σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης, ενώ αντίστοιχα το κράτος υποχρεούται να ανέχεται και να υποδέχεται την παρέμβαση αυτή των πολιτών στις πιο καίριες λειτουργίες του. Θεμελιώνεται έτσι ο status activus. Τέλος, τα κοινωνικά δικαιώματα, σε αντίθεση προς τα ατομικά, καθιερώνουν υποχρεώσεις του κράτους για παρέμβαση με θετικές ενέργειες ( status positivus ) και παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, χωρίς όμως τούτο να συνοδεύεται κατ ανάγκη από αντίστοιχες αξιώσεις συγκεκριμένων δικαιούχων κατά του κράτους. 4 Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002,Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 32, 33 6
Παρατηρείται συνεπώς μια διαφοροποίηση μεταξύ ατομικών αφενός και κοινωνικών, αλλά και πολιτικών δικαιωμάτων αφετέρου. Η διαφοροποίηση όμως αυτή δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δήθεν μόνο τα ατομικά δικαιώματα έχουν κανονιστική ισχύ, ενώ αντίθετα τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν απλές προγραμματικές διακηρύξεις, δηλαδή ευχολόγιο χωρίς ουσιαστικές συνέπειες. Τα τέτοιου είδους συμπεράσματα θα υποκαθιστούσαν τον ερμηνευτή σε ρόλο καταργητικού συντακτικού νομοθέτη. Απεναντίας θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι << ο κανονιστικός χαρακτήρας του Συντάγματος έχει μεν ενότητα, όχι όμως και ρυθμιστική πληρότητα >>. Με άλλα λόγια, όλες οι συνταγματικές διατάξεις έχουν κανονιστικό περιεχόμενο, δηλαδή δεσμευτική νομική ισχύ, έστω και αν η νομική φύση και οι συνέπειες καθεμιάς μπορεί να είναι διαφορετικές. Αρκετά μεταγενέστερη της θεωρίας των status ήταν η διαπίστωση της ύπαρξης και μιας άλλης κατηγορίας δικαιωμάτων, αυτών δηλαδή που απορρέουν από << θεσμικές εγγυήσεις >> 5. Οι θεσμικές εγγυήσεις μοιάζουν με τα κλασικά ατομικά δικαιώματα ως προς το ότι μπορούν να θεμελιώνουν και αγώγιμες αξιώσεις κατά του κράτους, με αντικείμενο την αποχή του τελευταίου από επεμβάσεις στη συνταγματικά κατοχυρωμένη σφαίρα ελευθερίας και ανεξαρτησίας συγκεκριμένων προσώπων. Παράλληλα όμως διαφέρουν από αυτά ως προς το ότι ο σκοπός της παραπάνω συνταγματικής κατοχύρωσης δεν είναι η προστασία του φορέα της αξίωσης ως ατόμου, αλλά η διασφάλιση του θεσμού. Έτσι τα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από θεσμικές εγγυήσεις έχουν συγκεκριμένο σκοπό, λειτουργικό προορισμό, και βέβαια υπόκεινται σε αντίστοιχους περιορισμούς και δεσμεύσεις. Άλλωστε για τη διασφάλιση του θεσμού συχνά δεν αρκεί η αποχή του κράτους, αλλά απαιτούνται παροχές εκ μέρους του. Γενικότερα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι θεσμικές εγγυήσεις δεν έχουν περιεχόμενο μόνο αρνητικό, δηλαδή απαγόρευση επεμβάσεων στην ελευθερία ή ανεξαρτησία συγκεκριμένων προσώπων- φορέων τους, αλλά και θετικό, δηλαδή ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να θεσπίζει τις ρυθμίσεις που είναι κάθε φορά κατάλληλες και αναγκαίες για την προστασία του σχετικού θεσμού. Εφόσον ο νομοθέτης παραλείπει να ανταποκριθεί προς την υποχρέωσή του αυτή, δεν είναι εύκολο να εξαναγκαστεί με νομικά μέσα, ιδίως στα πλαίσια ενός συστήματος παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όπως το ελληνικό. Εάν πάντως και σε όσο βαθμό ανταποκριθεί, δημιουργείται ένα θεσμικό κεκτημένο, με συνέπεια να μην επιτρέπεται η ολοσχερής κατάργηση των σχετικών διατάξεων, χωρίς ταυτόχρονη αντικατάστασή τους με άλλες, ικανές να επιφέρουν, αν όχι ισοδύναμο, πάντως παρεμφερές αποτέλεσμα 6. Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι μια θεσμική εγγύηση μπορεί να συνυπάρχει στην ίδια συνταγματική διάταξη μαζί με ένα ατομικό ή με ένα κοινωνικό δικαίωμα ή και με τα δύο μαζί. 5 Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002,Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 34 6 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 35 7
ΠΡΟΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΘΕΩΡΙΕΣ Δύο είναι οι θεωρίες, παραδοσιακή και σύγχρονη, δύο διαφορετικές αντιλήψεις, που διεκδικούν τη νομική αλήθεια και αντιμάχονται για τον καθορισμό των διαφόρων θεμάτων, που ανακύπτουν, αναφορικά προς την κατανόηση των νομικών εννοιών και φαινομένων και τη λύση των προβλημάτων, που ανάγονται στα συνταγματικά δικαιώματα. Η αποδοχή της μίας ή της άλλης βασίζεται σε διαφορετικές ερμηνευτικές βάσεις, εμπεριέχει προαποδοχή συγκεκριμένων ερμηνευτικών θέσεων. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Η θεωρία αυτή στηρίζεται στην υποκειμενική θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων, κατά την οποία τα ατομικά, δημόσια, αμυντικά δικαιώματα στρέφονται κατά του κράτους. Το ατομικό δικαίωμα είναι στατικό, έχει δεδομένο μέγεθος και εφαρμόζεται μόνο στη γενική κυριαρχική σχέση κράτους- πολιτών 7. Ο υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειμενικό στοιχείο, προς το δίκαιο, αγνοεί το θεσμικό περιβάλλον και αντιμετωπίζει το δικαίωμα απομονωμένα. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΩΡΙΑ Αυτή η θεωρία βρίσκει το στήριγμά της στην αντικειμενική θεωρία. Το δικαίωμα δεν ασκείται απομονωμένο, αλλά σε ένα ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον, μέσα σε κάποια έννομη σχέση ή θεσμό, οδηγώντας στη σημασιολογική αναβάθμιση και στη νομική αξιοποίηση του αντικειμενικού θεσμικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Τα συνταγματικά δικαιώματα ως αμυντικά δικαιώματα στρέφονται erga omnes, ενώ παράλληλα έχουν αποκτήσει και προστατευτικό ( προς το κράτος ), αλλά και διασφαλιστικό (εξασφαλιστικό- διεκδικητικό ) περιεχόμενο 8. Τα συνταγματικά ( όχι απλά ατομικά ) δικαιώματα εφαρμόζονται σε δύο επίπεδα, γενικό και ειδικό. Τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στη γενική κυριαρχική σχέση κράτουςπολιτών, αλλά και στη γενική διαπροσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών. Εφαρμόζονται επίσης μέσα σε όλες τις έννομες σχέσεις και τους θεσμούς δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. 7 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ. 20 8 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ 21 8
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η αρχή της βασικής των συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελεί τη συνταγματική βάση της όλης εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων. ΟΡΙΣΜΟΣ Σύμφωνα με την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων, καταρχήν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται σε όλες τις έννομες σχέσεις και ως όλο το περιεχόμενό τους 9. Ξεκινώντας από την αρχή αυτή, ο νομοθέτης, ο δικαστής, το διοικητικό όργανο, οι ιδιώτες, κάθε εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να εφαρμόσει τα συνταγματικά δικαιώματα σε οποιαδήποτε σχέση έχει ενώπιόν του και καταρχήν χωρίς κανένα περιορισμό. Η διαμόρφωση της αρχής της βασικής ισχύος είναι αποτέλεσμα της καθολικοποίησης των συνταγματικών δικαιωμάτων, αποτέλεσμα της αναγωγής του Συντάγματος σε καθολικό ρυθμιστή της έννομης τάξης και προκύπτει κυρίως από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ του ισχύοντος Συντάγματος. Η αρχή της βασικής ισχύος γεννήθηκε από την ανάγκη κάλυψης του κενού που δημιουργήθηκε στη θεωρία με την καθολικοποίηση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η αναθεώρηση του 2001 συνόψισε την ανθρωποκεντρική και κοινωνική πλευρά του Συντάγματος στη για πρώτη φορά ρητώς αναφερόμενη << αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου >>. Στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη, η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι απλά ιδιωτική υπόθεση,αλλά αποτελεί κρατικό σκοπό. Σε αντίθεση προς το παλιό κράτος αποχής, στο σύγχρονο συνταγματικό πλαίσιο τα συνταγματικά δικαιώματα τελούν υπό την εγγύηση του κράτους ( Σ.25 παρ. 1), το οποίο έτσι μετατρέπεται σε προστατευτικό κράτος δικαίου. Επίσης, η αρχή της βασικής ισχύος προϋποθέτει ως έννοια τη θέση του Συντάγματος στην κορυφή της μονιστικής έννομης τάξης, ζήτημα που συνδέεται με τη σύγχρονη έννοια του Συντάγματος. Όπως προκύπτει από το Σ. 25 παρ. 1 εδ. γ, το Σ. ρυθμίζει τη συνολική ζωή και την ενιαία έννομη τάξη, που η διάκριση σε δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο έχει διδακτική και μόνο αξία. Η καθολικότητα αυτή του Συντάγματος ανήκει στις βάσεις της σύγχρονης έννοιας του και οικοδομείται στη μονιστική αρχή και στην ενότητα της έννομης τάξης. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων αναλύεται σε τρεις μερικότερες διαστάσεις : I. Εφαρμογή όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων II. Εφαρμογή σε όλες τις έννομες σχέσεις III. Εφαρμογή καταρχήν όλου του αμυντικού περιεχομένου 1. Εφαρμογή όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων 9 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ. 65 επ. 9
Αφορά όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, των οποίων ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσει την εφαρμογή αδιακρίτως τόσο στις σχέσεις δημοσίου, όσο και στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. ( Σ. 25 παρ. 1, εδ. γ ) Εάν κάποιο δικαίωμα δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη σχέση, αυτό αφορά το περιεχόμενο της συγκεκριμένης σχέσης και όχι τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του. Δεν τίθεται έτσι το ερώτημα ποια δικαιώματα << τριτενεργούν >>. 2. Εφαρμογή σε όλες τις έννομες σχέσεις Η καθολικοποίηση των συνταγματικών δικαιωμάτων έχει την εφαρμογή τους σε όλη την έννομη τάξη σε όλες τις έννομες σχέσεις, είτε αυτές ανήκουν στο ιδιωτικό, είτε στο δημόσιο δίκαιο. Τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμοζόμενα σε όλο το μήκος και πλάτος της έννομης τάξης εφαρμόζονται σε κάθε μερικότερη έννομη σχέση σε κάθε θεσμό, δημοσίου/ ιδιωτικού δικαίου. Εφαρμόζονται δηλαδή σε δύο επίπεδα, γενικό και ειδικό, στο πλαίσιο της γενικής κυριαρχικής και διαπροσωπικής σχέσης, καθώς επίσης και σε όλες τις μερικότερες έννομες σχέσεις και θεσμούς δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. 3. Εφαρμογή καταρχήν όλου του αμυντικού περιεχομένου Η τρίτη διάσταση αναφέρεται στην έκταση του περιεχομένου τους. Καταρχήν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στους θεσμούς και τις διαπροσωπικές σχέσεις και ως προς το γενικό αμυντικό τους περιεχόμενο, δηλαδή ως προς την έκταση του αμυντικού περιεχομένου τους, όπως εφαρμόζονται στις σχέσεις κράτους- πολιτών. Εφαρμόζεται έτσι η συνταγματική αρχή της βασικής ισχύος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με τη μορφή της καταρχήν απαγόρευσης του περιορισμού του γενικού αμυντικού τους περιεχομένου. Η αρχή της βασικής ισχύος επιτάσσει τη μεγαλύτερη δυνατή εφαρμογή του περιεχομένου του δικαιώματος. Υποχρέωση του ερμηνευτή είναι η προσπάθεια εφαρμογής όλου του περιεχομένου. Εξαίρεση από τη διάσταση αυτή της βασικής ισχύος αποτελεί η αρχή του αιτιώδους των περιορισμών. 10
ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά ρητή συνταγματική επιταγή ( Σ. 25 παρ. 1, εδ. 2 ), τα θεμελιώδη δικαιώματα δεσμεύουν όλα τα κρατικά όργανα που είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκησή τους. Καμία κρατική λειτουργία λοιπόν δεν μπορεί να περιορίσει τη χρήση της ελευθερίας εφόσον εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος, χωρίς ο περιορισμός ή η δυνατότητα της θέσπισης ή επιβολής του περιορισμού να προκύπτουν από το ίδιο το Σύνταγμα. Ο Γ. Παπαδημητρίου σημειώνει χαρακτηριστικά: << Το τυπικό Σύνταγμα καθορίζει κατά τρόπο γενικό όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά συνήθως και τα όρια της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζει, γιατί στη σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία δεν νοείται, κατά κανόνα, συνταγματική κατοχύρωση δικαιωμάτων χωρίς την πρόβλεψη περιορισμών. Οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα, πάντως όμως με σαφήνεια, από το ίδιο το κείμενο του τυπικού Συντάγματος>> 10. Δεν είναι κάθε περιορισμός συνταγματικά ανεπίτρεπτος. Το ίδιο το Σύνταγμα προβλέποντας τέτοιους περιορισμούς επιδιώκει την καθυπόταξη των κοινωνικών συγκρούσεων, συμβιβάζοντας είτε τα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, είτε τη διάσταση ανάμεσα στα ατομικά συμφέροντα και στα συμφέροντα της πολιτείας. Ο εξισορροπητικός ρόλος του Συντάγματος απεικονίζεται ανάγλυφα στην οριοθέτηση της δράσης του κοινωνικού κράτους, που από τη φύση του βρίσκεται σε ένα διαρκές πεδίο έντασης ανάμεσα στο status quo και στην κοινωνικοπολιτική δυναμική 11. Το Σύνταγμα, με το σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θεσπίζει, δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του ανθρώπου ως ατόμου, αλλά και στη διάστασή του ως μέλους της κοινωνίας. Αυτές οι ιδεολογικές επιλογές του συντακτικού νομοθέτη αποτελούν και την αφετηρία για την ερμηνεία του ισχύοντος συστήματος των περιορισμών. 10 Τσάτσος Δημήτρης, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Τόμος Γ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 227 11 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 233 11
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Σύμφωνα με την αρχή του αιτιώδους των περιορισμών << επιτρέπονται οι αιτιώδεις και απαγορεύονται οι αναιτιώδεις περιορισμοί >>. Συνταγματική επιταγή κατ εφαρμογή της αρχής της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί μόνο εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου, αλλά και περιορισμός του, η θεσμική του προσαρμογή στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο. Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη περιορισμού του γενικού αμυντικού περιεχομένου: Περιορισμοί που επιτρέπονται ή απλοί περιορισμοί και περιορισμοί που απαγορεύονται ή προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι συνταγματικά επιτρεπόμενοι περιορισμοί είναι αιτιώδεις, δηλαδή επιβάλλονται από την αιτιώδη συνάφεια, τη φυσική σχέση δικαιώματος και θεσμού. Αντίθετα οι απαγορευμένοι περιορισμοί είναι αναιτιώδεις, δηλαδή περιορισμοί μη επιβαλλόμενοι από τη φυσική σχέση δικαιώματος- θεσμού. Κριτήριο λοιπόν για τη νομιμότητα των περιορισμών αποτελεί η φυσική σχέση δικαιώματος και θεσμού: Εφόσον θεμελιώδες δικαίωμα και έννομη σχέση δε συνδέονται με σχέση αιτιώδους συνάφειας ( ανομοιογένεια ), απαγορεύεται περιορισμός του γενικού αμυντικού περιεχομένου του δικαιώματος, ακριβώς γιατί το δικαίωμα αναπτύσσει πλήρως την ενέργειά του. Αντίθετα αν υπάρχει ομοιογένεια, δηλαδή αιτιώδης συνάφεια έννομης σχέσης και δικαιώματος οι περιορισμοί είναι επιτρεπτοί, ακριβώς γιατί από τα πράγματα δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου του δικαιώματος. Από αυτή τη βασική και αιτιώδη σχέση, προσδιορίζεται το περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και το περιεχόμενο των θεσμών. Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο η φιλελευθεροποίηση των θεσμών, αλλά και η θεσμοποίηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εφόσον υπάρχει κοινό αντικειμενικό στοιχείο, είναι δυνατός ο περιορισμός του δικαιώματος, αναφορικά πάντοτε όμως προς το στοιχείο αυτό. 12
ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ Αναγκαία είναι η διασάφηση της αιτιώδους συνάφειας ως λόγος περιορισμού του περιεχομένου του συνταγματικού δικαιώματος, όταν αυτό εισέρχεται σε μερικότερη έννομη σχέση, στην περίπτωση δηλαδή της θεσμικής εφαρμογής. << Αιτιώδης συνάφεια είναι συνάντηση των περιεχομένων θεμελιώδους δικαιώματος και θεσμού σε κοινό συστατικό στοιχείο>> 12. Η πραγματικότητα που περιβάλλει τον άνθρωπο, συνεπώς και η νομική πραγματικότητα, αποτελούν πραττόμενο σύνολο, του οποίου τα μέρη συνδέονται με δεσμούς αιτιώδους συνάφειας. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ 13 1. Η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων και συνδέει το θεμελιώδες δικαίωμα και το θεσμό. Αποτελεί σχέση δηλαδή δικαιώματος προς θεσμού, και όχι σχέση δικαιώματος προς το δικαίωμα. 2. Η αιτιώδης συνάφεια δεν έχει μόνο μία μορφή. Η ανάλυση περιεχομένου και θεσμού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ανάμεσά τους υπάρχει κάποιο κοινό συστατικό στοιχείο, στο οποίο και οφείλεται η μεταξύ τους αιτιώδης συνάφεια. 3. Η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί φυσική σχέση, επομένως και νομική σχέση των πραγμάτων, από τη στιγμή που ως φυσική σχέση απέρρεε από τη φύση των πραγμάτων, η οποία αποτελεί πηγή του δικαίου. 4. Η θεσμική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι αυθαίρετη λειτουργία, αλλά λειτουργεί ως αντικειμενική, που προσδιορίζεται από τη φυσική αντικειμενική σχέση της αιτιώδους συνάφειας. Τα ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών διακρίνονται σε σύμφυτα νομικά μορφώματα που ανήκουν στην ίδια βιοτική περιοχή και σε μη σύμφυτα νομικά μορφώματα, που δεν ανήκουν στη βιοτική περιοχή. Σύμφυτα ή μη, τα νομικά μορφώματα χαρακτηρίζονται ομοιογενή όταν υπάρχει μεταξύ τους κοινό συστατικό στοιχείο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση αποκαλούνται ανομοιογενή. Όπως έχει ήδη αναπτυχθεί παραπάνω, στα ομοιογενή ζεύγη δικαιώματοςθεσμού επιβάλλεται περιορισμός του δικαιώματος, ενώ στα ανομοιογενή επιβάλλεται αποχή από κάθε περιορισμό. 12 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ. 70. 13 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ.75 13
Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΔΙΩΤΩΝ Στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη, η διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν είναι απλά << ιδιωτική υπόθεση >>, αλλά αποτελεί κρατικό σκοπό. Σε αντίθεση προς το παλιό κράτος αποχής, στο σύγχρονο συνταγματικό πλαίσιο τα συνταγματικά δικαιώματα τελούν υπό την εγγύηση του κράτους ( Σ. 25 παρ.1 ), το οποίο έτσι μετατρέπεται σε προστατευτικό κοινωνικό κράτος δικαίου. Κατά Σ. 25 παρ. 1, εδαφ. β: << Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους>>. Με απλούστερο και δοκιμότερο τρόπο το Σύνταγμα θα έλεγε: << Τα δικαιώματα του κράτους δεσμεύουν όλα τα όργανα του κράτους>>. Κατά την αναθεώρηση μάλιστα του 2001, όχι μόνο ανεμπόδιστη αλλά και αποτελεσματική. Οι δύο αυτές έννοιες αλληλοσχετίζονται. Πλέον τα κλασικά ατομικά δικαιώματα δεν εμπλουτίζονται με μια νέα αντικειμενική ή θεσμική διάσταση, η οποία συνεπάγεται ότι επιτρέπεται ή και επιβάλλεται η ενεργητική παρέμβαση του κράτους για τη ρύθμιση και προστασία των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών. Από τη διάταξη αυτή (Σ. 25 παρ. 1 )συμπεραίνουμε ότι στην ελληνική συνταγματική τάξη το κράτος δεν επιτρέπεται πλέον να αρκείται σε ρόλο << νυκτοφύλακα >> μιας αυτορυθμιζόμενης << ελεύθερης >> κοινωνίας ιδιωτών 14. Δεν είναι συνεπές στις συνταγματικές του υποχρεώσεις αν απλά δημιουργεί τις εξωτερικές προϋποθέσεις αυτής της σφαίρας ελευθερίας (άμυνα και ασφάλεια )και επιπλέον απέχει το ίδιο από επεμβάσεις σε αυτή. Η συνταγματικοπολιτική εξέλιξη οδήγησε στη δημιουργία και οδηγεί προς την πλήρη διαμόρφωση μιας ποιοτικά νέας έννομης τάξης, της έννομης τάξης του κοινωνικού αννθρωπισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση τα κρατικά όργανα υποχρεούνται όχι μόνο να απέχουν από κάθε ενέργεια που προσβάλλει τα διασφαλισμένα δικαιώματα ( αποθετική υποχρέωση ), αλλά και να λαμβάνουν κάθε μέτρο που είναι αναγκαίο για την ανενόχλητη άσκηση των δικαιωμάτων αυτών ( θετική υποχρέωση ). Σε διάφορες διατάξεις του το Σύνταγμα επιβάλλει στο κράτος όχι μόνο σεβασμό, αλλά και προστασία των δικαιωμάτων( π.χ. Σ. 5 παρ. 2, Σ.21 παρ. 1, 3, Σ.12 παρ.5, Σ.16 παρ. 9, Σ. 17 παρ. 1, Σ. 22 παρ. 1, Σ. 24 παρ. 1 κ.λ.π. ). Η υποχρέωση της κρατικής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί τον σύνδεσμο τους προς τα κοινωνικά δικαιώματα που εξειδικεύουν την προστατευτική λειτουργία του κράτους. Τα ατομικά δικαιώματα όμως δε δεσμεύουν μόνο την ( ασκούσα δημόσια εξουσία )κυριαρχική, αλλά και τη συναλλακτική διοίκηση, αφού κατά το Σύνταγμα δεσμεύουν όλα τα κρατικά όργανα χωρίς διαφοροποίηση, ανάλογα με την κυριαρχική ή απλώς συναλλακτική τους δραστηριότητα 15. Συχνότατα στη χώρα μας η κυριαρχική διοίκηση επιλέγει για την οργάνωση ή και λειτουργία της μορφές ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, το κράτος δεν μπορεί αλλάζοντας απλώς τη μορφή 14 Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002,Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 38 15 Δαγτόγλου Π. Δ., Συνταγματικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα- Κομοτηνή, παρ. 171 επ. 14
οργάνωσης και λειτουργίας μιας δραστηριότητάς του, να αποφεύγει θεμελιώδεις δεσμεύσεις δημοσίου δικαίου, όπως ιδίως τις προερχόμενες από τα ατομικά δικαιώματα, αλλιώς η δεσμευτικότητα των ατομικών δικαιωμάτων θα ανήκε στη διάκριση των οργάνων του κράτους, πράγμα άτοπο και αντίθετο στο Σ.25 παρ. 1. Εφόσον, λοιπόν, μια δραστηριότητα ασκείται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, ανεξάρτητα από την καθορισμένη από αυτό νομική μορφή οργανώσεως του φορέα της ( κεντρική ή αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δημόσια επιχείρηση με μορφή ανώνυμης εταιρίας, παραχωρησιούχο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) τα ατομικά δικαιώματα ισχύουν και περιορίζουν τη δραστηριότητα αυτή. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι το Σύνταγμα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα όχι μόνο έναντι της διοίκησης και της δικαιοσύνης, αλλά και έναντι του ίδιου του νομοθέτη. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει ο νόμος. Κίνδυνοι για την άσκηση ατομικών δικαιωμάτων δεν προέρχονται μόνο από το κράτος 16. Αν τα ατομικά δικαιώματα ενεργούν μόνο έναντι του κράτους και όχι στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών, δεν θα είχαν νόημα οι διατάξεις Σ. 25 παρ. 1, 2, κατά τις οποίες το κράτος δεν αναγνωρίζει μόνο, αλλά και << εγγυάται >> και << προστατεύει >> τα δικαιώματα του ανθρώπου. Αν τα δικαιώματα του ανθρώπου ενεργούν μόνο έναντι του κράτους, αυτό μπορεί να τα << αναγνωρίσει >>, αλλά όχι να τα << εγγυηθεί >> και να τα << προστατεύσει >>. Εγγύηση και προστασία μπορεί να παράγει το κράτος μόνο ως τρίτος, μόνο εφόσον και καθόσον τα ατομικά δικαιώματα διέπουν και τις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους. Η μετακύλιση μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια κοινωνικών λειτουργιών από το κράτος προς ιδιώτες καθιστά οξύτερο το πρόβλημα ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων έναντι των τελευταίων. Συνεπώς, μια ορισμένη τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων επιβάλλεται από το γεγονός ότι διακινδυνεύονται στην πράξη όχι μόνο από φορείς κρατικής ή άλλης δημόσιας εξουσίας, αλλά και από φορείς μη δημόσιας εξουσίας. 16 Στο ίδιο, όπ. παρ., παρ.185 επ. 15
ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Με την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων συνδέεται άμεσα το ζήτημα της τριτενέργειάς τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι το ειδικότερο αυτό ζήτημα εφαρμόζεται μόνο στο πλαίσιο της παραδοσιακής νομικής θεωρίας και της δυαδιστικής της αντίληψης για την έννομη τάξη με το Σ. να αποτελεί όχι καθολικό ρυθμιστή του συνολικού δικαιϊκού οικοδομήματος. Το πρόβλημα της τριτενέργειας, το οποίο ρυθμίζει η διάταξη του Σ. 25 παρ. 1, εδ. Γ, δε θα έπρεπε να απασχολεί σήμερα τη νομική επιστήμη. Στη σύγχρονη ατομικιστική έννομη τάξη η ένταξη της τριτενέργειας δεν είναι δυνατή και ο όρος τριτενέργεια είναι αδόκιμος. Το Σύνταγμα, ως καθολικός ρυθμιστής της έννομης τάξης ρυθμίζει και το κράτος και την κοινωνία, ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους- πολιτών, αλλά και τις σχέσεις πολιτών μεταξύ τους. Οι συνταγματικοί κανόνες αυτοδίκαια,ipso iure, όχι μόνο στρέφονται προς το κράτος, αλλά αναπτύσσουν διαπροσωπική ενέργεια 17. Η αμυντική διαπροσωπική ενέργεια εφαρμόζεται αναγκαία σε όλες τις έννομες σχέσεις. Όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως προς την αμυντική τους διάσταση εφαρμόζονται ως συνταγματικά δικαιώματα στο κοινό, δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο 18. ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Η αντίληψη αυτή κατάγεται από την εποχή της ιστορικό- πολιτικής γένεσης του κλασικού καταλόγου των ατομικών δικαιωμάτων και ειδικότερα από το λιμπεριαλισμό και τον ατομικισμό του 18 ου αιώνα 19. Όπως είναι γνωστό, οι πρώτοι χάρτες και οι πρώτες διακηρύξεις των ατομικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη ήταν καρπός του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα των φεουδαρχών κατά του μονάρχη στην αρχή και της ανερχόμενης αστικής τάξης κατά της μοναρχικής και φεουδαρχικής εξουσίας στη συνέχεια. Θεωρητική τους βάση ήταν η προσωποκεντρική και αντιμοναρχική διδασκαλία του φυσικού δικαίου που χάραξε με αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα τα όρια μεταξύ της εξουσίας του κράτους και της ελευθερίας της ισότητας του ατόμου, διαχωρίζοντας ιδεολογικά και δικαιικά την ιδιωτική από τη δημόσια ζωή. Η συνταγματική εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων διασφάλιζε στα άτομα τη βιοτική σφαίρα, στην οποία το κράτος όφειλε να μην επεμβαίνει. Μετά την εδραίωση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και με την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας συνειδητοποιήθηκε ότι η ατομική προσωπικότητα δεν απειλείται μόνο από τη δημόσια, αλλά και από την ιδιωτική ή κοινωνική εξουσία που σχηματίζεται στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Οι εργασιακές σχέσεις αποτέλεσαν το πεδίο, όπου πολύ νωρίς και με ιδιαίτερη ένταση 17 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ.77 18 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 79 19 Κασιμάτης Γιώργος, Μελέτες, Μέρος Γ, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Κοινωνικό Κράτος 1974-1999, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 75 16
παρουσιάστηκε αυτή η απειλή και συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη προστασίας του εργαζομένου απέναντι στον εργοδότη. Από την ανάγκη προστασίας της ατομικής προσωπικότητας απέναντι και στην ιδιωτική εξουσία γεννήθηκε η έννοια της << τριτενέργειας >> των ατομικών δικαιωμάτων. Η έννοια αυτή συνδέεται, πάντως, με την ευρύτερη πεποίθηση για την υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την προσωπικότητα από κάθε απειλή και πίεση που υφίσταται στη σύγχρονη κοινωνία. Η υποχρέωση προστασίας, που βλέπουμε να διακηρύσσεται με ιδιαίτερη έμφαση στο διεθνές δίκαιο από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και εδώ και να αποκτά ιδιαίτερη νομική σημασία σε χώρες με ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. η Αμερική με τις φυλετικές συγκρούσεις, αποτελεί, αναμφίβολα, το ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η ιδέα της τριτενέργειας. ΟΡΙΣΜΟΣ Ο όρος << τριτενέργεια >>, που είναι δημιούργημα της γερμανικής νομικής επιστήμης είναι η προς τα πρόσωπα κατευθυνόμενη και κυρίως από την κρατική εξουσία πραγματοποιούμενη αμυντική νομική ενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία εξασφαλίζει την ακώλυτη άσκησή τους, εξαναγκάζοντας τις απειλητικές αντικοινωνικές δυνάμεις να απέχουν από κάθε προσβολή της ανθρώπινης αξίας. <<Τριτ-ενέργεια>> είναι η ενέργεια προς τους τρίτους. Ως τρίτοι θεωρούνται οι ιδιώτες, καθόσον κατά την παραδοσιακή διδασκαλία τα ατομικά δικαιώματα κατευθύνονται μόνο κατά του κράτους και όχι κατά των ιδιωτών 20. Πρόκειται συνεπώς για μια διεύρυνση του πεδίου ισχύος των συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών δικαιωμάτων προς το χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Η βαθιά ριζωμένη στη νομική σκέψη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου δημιουργούσε, όμως προβλήματα δογματικής θεμελίωσης αυτής της διεύρυνσης 21. Ωστόσο, η φύση του περιεχομένου των κλασικών δικαιωμάτων, που σύμφωνα τουλάχιστον με το παραδοσιακό τους νόημα αποβλέπουν κυρίως στη διασφάλιση της ιδιωτικής σφαίρας του προσώπου και της ελευθερίας δράσης του στο μη πολειτιακό κοινωνικό χώρο, καθώς και η ιεραρχική τους υπεροχή απέναντι στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου παρείχαν πρόσφορο έδαφος για τη δογματική θεμελίωση μιας τέτοιας διεύρυνσης. Άλλωστε, αποτελεί παλιά γενική αντίληψη ότι ατομικά δικαιώματα και ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι δύο εντελώς διαχωρισμένοι δικαιικοί χώροι. Στο μεταξύ, η προοδευτική κοινωνικοποίηση του δημοσίου και ειδικότερα του συνταγματικού δικαίου και, από το άλλο μέρος, η διαρκώς διευρυνόμενη δημοσιοποίηση του ιδιωτικού δικαίου- αποτέλεσμα και οι δύο αυτές τάσεις των κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων και πιέσεων που αναφέραμεάμβλυναν σε μεγάλο βαθμό τα πλασματικά στην ουσία τους εμπόδια που δημιουργούσε στη νομική σκέψη το χάσμα του διαχωρισμού δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. 20 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ.79 21 Κασιμάτης Γιώργος, Μελέτες, Μέρος Γ, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Κοινωνικό Κράτος 1974-1999, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 77 17
Κάτω από όλες αυτές τις συνθήκες η ιδέα μιας διευρυμένης ισχύος των ατομικών δικαιωμάτων και στο χώρο των ιδιωτικών σχέσεων μπόρεσε να προσχωρήσει και να επικρατήσει τελικά στη Γερμανία, ενώ έξω από τη χώρα αυτή κατακτά συνεχώς έδαφος. ΘΕΩΡΙΕΣ Οι θεωρίες της τριτενέργειας αναφέρονται βασικά στη μέθοδο νομικής θεμελίωσης της ισχύος των ατομικών δικαιωμάτων στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή στο <<πώς>> και όχι στο <<αν>> της τριτενέργειας, αλλά δεν απαντούν στα ερωτήματα της έκτασης και του τρόπου εφαρμογής 22. ΑΜΕΣΗ ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν αντικειμενική φύση. Ως αντικειμενικοί κανόνες δικαίου δεσμεύουν όχι μόνο το κράτος, αλλά και τους ιδιώτες. Η εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ιδιωτικό δίκαιο δεν έχει ανάγκη κανενός μέσου, καμιάς διόδου, όπως είναι οι γενικές ρήτρες. Η δικαιική ενέργεια είναι άμεση κανονιστική ενέργεια. Σύμφωνα με την παρούσα θεωρία, ορισμένα τουλάχιστον συνταγματικά δικαιώματα ισχύουν άμεσα στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, δεσμεύοντας ευθέως τους πολίτες, όπως και το κράτος και δημιουργώντας μια erga omnes αξίωση για παράλειψη. Η θεωρία της άμεσης τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχει συνδεθεί με το όνομα του Γερμανού καθηγητή του εργατικού δικαίουκαι προέδρου του γερμανικού ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίουhans Carl Nipperdey, ο οποίος έχει εκφράσει την άποψή του για την ισχύ των ατομικών δικαιωμάτων σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ήδη από το 1930. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, πολλά ατομικά δικαιώματα- όχι όμως όλα- αποτελούν θεμελιώδεις κανόνες και αρχές για το σύνολο της έννομης τάξης, που δεσμεύουν άμεσα και τις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. Ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει: << Η απειλή της ελευθερίας είναι μεγάλη. Αλλά η ελευθερία είναι ένα αδιαίρετο σύνολο που πρέπει να υπάρχει σε όλες τις βιοτικές περιοχές.>> Ο Nipperdey δέχεται κυρίως την απόλυτη δύναμη των εξής συνταγματικών κανόνων 23 : - Της αρχής nulla poena sine lege ( Άρθρο 103 GG) - Της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ( Άρθρο 1, Ι GG) - Της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ( Άρθρο 2, I GG) - Της αρχής της ισότητας ( Άρθρο 3 GG) - Της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης (Άρθρο 5 GG ) - Της προστασίας του γάμου και της οικογένειας ( Άρθρο 6, I GG ) - Του απόρρητου των επιστολών ( Άρθρο 10 GG ) 22 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ.81 23 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 83 18
Η ΕΜΜΕΣΗ ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η οποία πρόσκειται προς την ατομικιστική θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα συνταγματικά δικαιώματα διεισδύουν έμμεσα στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω διαύλων, όπως είναι οι γενικές ρήτρες και οι αόριστες νομικές έννοιες του ιδιωτικού δικαίου. Εφόσον υπάρχουν ειδικοί κανόνες ιδιωτικού δικαίου, η δράση των ιδιωτών πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με το περιεχόμενο των κανόνων αυτών, γιατί η δύναμη των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι περιορισμένη και η προστασία από επεμβάσεις ιδιωτών πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Στις περιπτώσεις που λείπουν ειδικοί κανόνες ιδιωτικού δικαίου, είναι δυνατή η έμμεση επίδραση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με την εννοιολογική συμπλήρωση των γενικών εννοιών και ρητρών του ιδιωτικού δικαίου. Στην εννοιολογική αυτή συμπλήρωση τα θεμελιώδη δικαιώματα κατέχουν θέση κατευθυντήριων γραμμών, κατά το μέτρο που αποτελούν έκφραση μιας γενικής τάξης αξιών, διασφαλιζόμενης έτσι της ενότητας της συνολικής τάξης δικαίου στη δικαιική ηθική, αλλά και της αυτονομίας του ιδιωτικού δικαίου από το δημόσιο δίκαιο. Με τη θεωρία της έμμεσης τριτενέργειας οφείλει κανείς να συμφωνήσει ότι η έννομη τάξη είναι διχοτομημένη σε δημόσιο και σε ιδιωτικό δίκαιο. Πράγματι, η θεωρία της λεγόμενης έμμεσης τριτενέργειας δεν προσφέρει συγκεκριμένη λύση 24. Είτε υποστηρίζει την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ιδιωτικό δίκαιο, επομένως καταλήγει στα ίδια αποτελέσματα με την άμεση θεωρία, είτε δέχεται μόνο την εφαρμογή των γενικών ρητρών, επομένως καταλήγει στην άρνηση της λεγόμενης τριτενέργειας, πράγμα το οποίο δεν ομολογούν τουλάχιστον οι υποστηρικτές της. Πάντως, οι παρεχόμενες νομικές λύσεις είναι οι ίδιες είτε με την άμεση χρησιμοποίηση των συνταγματικών διατάξεων, που περιέχουν θεμελιώδη δικαιώματα είτε με την ορθή χρησιμοποίηση μόνο των γενικών ρητρών. ΚΡΙΤΙΚΗ Τα μειονεκτήματα της θεωρίας της τριτενέργειας εντοπίζονται σε δύο σημεία 25 : Πρώτον, οι επεμβάσεις ιδιωτών στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα άλλων ιδιωτών μπορούν να βρίσκουν και αυτές συνταγματικό έρεισμα. Επομένως ανακύπτουν πολλές φορές δυσχερή ζητήματα εναρμόνισης στην άσκηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Δεύτερον, η διαμόρφωση των ιδιωτικών έννομων σχέσεων μεταφέρεται έτσι σε μεγάλο βαθμό από το άμεσα εκλεγμένο από τον κυρίαρχο λαό Κοινοβούλιο στα δικαστήρια, θέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο τις συνταγματικές ισορροπίες μεταξύ των λειτουργιών. 24 Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη, σελ.85 25 Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002,Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 62 19
Η μορφή που λαμβάνει η οριζόντια ενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα ως άμεση ή έμμεση τριτενέργεια, αλλά εξαρτάται από την εκάστοτε εφαρμοστέα συνταγματική διάταξη, λαμβανομένου άλλωστε υπόψη ότι ορθότερο είναι μεν να γίνει δεκτό πως δεν εκδηλώνουν οριζόντια ενέργεια μόνο τα ατομικά αλλά και τα κοινωνικά δικαιώματα, όμως η μορφή εκδήλωσης της επίδρασης των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών παρουσιάζει διαφοροποιήσεις 26. Δεύτερον, εξαρτάται από το βαθμό και τρόπο κάλυψης της ρυθμιζόμενης κοινωνικής ύλης από κανόνες του κοινού δικαίου. Τρίτον, εξαρτάται από την ίδια τη φύση της ιδιωτικής σχέσης που εξετάζεται σε κάθε επίμαχη περίπτωση, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι η οριζόντια ενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να αναπτυχθεί μόνο επί σχέσεων ιδιωτικής εξουσίασης. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στον δικαστή να κρίνει ad hoc, με γνώμονα πρωτίστως τη διατύπωση και το σκοπό που εξυπηρετεί το εκάστοτε εφαρμοζόμενο θεμελιώδες δικαίωμα, εάν και με ποια μορφή εκδηλώνεται η συνταγματική προστασία στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Άλλωστε, είτε επιλεγεί μεθοδολογικά η έμμεση είτε προτιμηθεί η άμεση μορφή τριτενέργειας, το τελικό αποτέλεσμα για την έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου πρακτικά μπορεί να είναι το ίδιο. Συνεπώς, κρίσιμη είναι η πειστικότητα της θεμελίωσης κάθε απόφασης. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την πρόβλεψη στο νέο εδ. γ της παρ. 1 του Σ. 25 ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Καθιερώνεται έτσι ρητά η καταρχήν δυνατότητα τριτενέργειας και μάλιστα όχι μόνο των συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά γενικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άρα και όσων απορρέουν από τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ούτε η μορφή της, ούτε σε ποιες σχέσεις προσιδιάζει. Η μεταβολή που επήλθε φαίνεται να έχει κυρίως συμβολική σημασία, αφού και πριν την αναθεώρηση δεν υπήρχε σοβαρή αμφισβήτηση για την καταρχήν δυνατότητα ορισμένων τουλάχιστον συνταγματικών δικαιωμάτων να ισχύσουν και σε ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Ειδικά σε μια περίοδο σταδιακής μεταβίβασης κρατικών λειτουργιών σε ιδιώτες και διεύρυνσης της ισχύος ιδιωτικών κέντρων οικονομικής ή πληροφοριακής εξουσίας, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα επέκτασης της προστατευτικής εμβέλειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Υποστηρίζεται, πάντως, καθ υπέρβαση του γράμματος του Συντάγματος του νέου εδ. γ της παρ. 1 του Σ. 25, η άποψη ότι αυτό εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη την άμεση τριτενέργεια των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η άποψη αυτή απορρίπτεται αν λάβουμε υπόψη ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν χρησιμοποίησε καν τον όρο στη διάταξη, πόσο μάλλον δεν εξειδίκευσε τη μορφή της, περιοριζόμενος στην επιταγή ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και μάλιστα σε εκείνες στις οποίες προσιδιάζουν. Συμπερασματικά, η κατοχύρωση της οριζόντιας ενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ Σ. έχει χαρακτήρα συμβολικό 27 και εκφράζει πανηγυρικά την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος, την επίδρασή του σε όλες τις περιοχές του κοινού δικαίου και τη δέσμευση όλων των κρατικών 26 Κοντιάδης Ξενοφών, Ο Νέος Συνταγματισμός και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001,εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 231 27 Στο ίδιο, όπ. παρ., σελ. 228 20
οργάνων από τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στην ουσία, η τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί συμπληρωματική ρύθμιση προς αυτήν του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ανεμπόδιστη άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Στα δύο παραπάνω εδάφια υπογραμμίζεται η αντικειμενική διάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που δε δεσμεύουν μόνο τη δημόσια εξουσία αλλά επιδρούν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Στο πλαίσιο αυτό το Σ. 25 παρ. 1 εδ. γ λειτουργεί και ως παρότρυνση, ιδίως προς τα πολιτικά δικαστήρια για αναγωγή στις συνταγματικές διατάξεις. Η ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Η ελληνική συνταγματική τάξη, κυρίως με το σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων και τη σημερινή διαμόρφωσή τους, καθώς και με το σύστημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τη διδασκαλία της τριτενέργειας. Γι αυτό και τα τελευταία χρόνια έχει διεισδύσει σε σημαντικό βαθμό στη συνταγματική θεωρία της χώρας μας. Η θεωρία αυτή, μπορούμε σήμερα να πούμε, εμφανίζει ευνοϊκή, γενικά, στάση απέναντι σε αυτή τη διδασκαλία, που δίνει ένα ευρύτερο κοινωνικό περιεχόμενο στα ατομικά δικαιώματα και αμβλύνει σημαντικά τον παλιό ατομικιστικό χαρακτήρα τους. Πάντως, η ελληνική επιστήμη, παρά την ευνοική διάθεσή της απέναντι στην τριτενέργεια, δεν έχει προχωρήσει σε βαθύτερη επεξεργασία κυρίως του τρόπου και της μεθόδου εφαρμογής της, ούτε έχει πάρει θέση απέναντι στις διάφορες αποχρώσεις της, που έχουν αναπτυχθεί στη γερμανική θεωρία και πράξη. Όσον αφορά την ελληνική νομολογία, φαίνεται να παίρνει ευνοική θέση απέναντι στο ζήτημα της διεύρυνσης της ισχύος των ατομικών δικαιωμάτων στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, σχετικά με τη συνταγματική εγγύηση της ισότητας των φύλων έγινε ήδη νομολογιακά δεκτή η άμεση εφαρμογή της στις εργασιακές σχέσεις. 21
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα συνταγματικά δικαιώματα στρέφονται έναντι όλων και έχουν πολλαπλό περιεχόμενο, προστατευτικό, εξασφαλιστικό- διασφαλιστικό, αμυντικό. Η μεταβολή αυτή οδήγησε στην αντιμετώπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων με ενιαίο τρόπο, τόσο στο δημόσιο, όσο και στο ιδιωτικό δίκαιο. Επιπλέον, η διασφάλιση των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί πια ιδιωτική υπόθεση, αλλά κρατικό σκοπό, που τελεί υπό την εγγύηση του κράτους, μετατρέποντας το σε κοινωνικό κράτος δικαίου. Η αρχή της βασικής ισχύος, όπως θεμελιώνεται στο Σ. 25 παρ. 1, εδ. γ, αποτελεί την συνταγματική βάση της όλης εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο στη σύγχρονη μονιστική έννομη τάξη του κοινωνικού ανθρωπισμού, που δεν υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής περιοχής του δικαίου και με το Σύνταγμα καθολικό ρυθμιστή της έννομης τάξης. Η αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων έθεσε στο περιθώριο τη θεωρίας της τριτενέργειας των συνταγματικών δικαιωμάτων, καθώς η τελευταία είχε βάσιμο λόγο ύπαρξης μόνο στο πλαίσιο της παλιάς μορφής φιλελεύθερου κράτους. Η αρχή της βασικής ισχύος επιτάσσει τη μεγαλύτερη δυνατή εφαρμογή του περιεχομένου του δικαιώματος. Εάν κάποιο δικαίωμα δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη σχέση, αυτό αφορά το περιεχόμενο της σχέσης, όχι το δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του. Τέλος, εξαίρεση από την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελεί η αρχή του αιτιώδους των περιορισμών. Από την αρχή των περιορισμών και της αρχής της βασικής ισχύος προκύπτει η απαγόρευση επιβολής περιορισμών στη γενική σχέση και η ευρύτερη δυνατή εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων. 22
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα απασχόλησαν από νωρίς τη νομική επιστήμη, ώσπου κατοχυρώθηκαν συνταγματικά. Η προσπάθεια για κατανόηση της νομικής τους φύσης οδήγησε στη δημιουργία δύο βασικών θεωριών. Η διασφάλισή τους δε αποτελεί κρατικό σκοπό, ενώ εφαρμόζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Στο ελληνικό Σύνταγμα θεσπίζεται ένας θεμελιώδης κανόνας: η αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή σημαίνει ότι όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται καταρχήν σε όλες τις έννομες σχέσεις και ως προς όλο το περιεχόμενό τους. Η αρχή αυτή που αναλύεται σε τρεις μερικότερες συνιστώσες, αποκτά ουσία μόνο στη μονιστική έννομη τάξη, της οποίας το Σύνταγμα τίθεται επικεφαλής, ως καθολικός και υπέρτατος νόμος. Επιπλέον με την αρχή αυτή συνδέεται ένα γενικότερο θέμα εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως το ζήτημα της τριτενέργειας τους. Από την αρχή του αιτιώδους των περιορισμών και την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων προκύπτει η απαγόρευση επιβολής περιορισμών και η συνακόλουθη εφαρμογή του ευρύτερου δυνατού περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων. ΛΗΜΜΑΤΑ Βασική ισχύς Περιορισμοί Τριτενέργεια 23
SUMMARY The personal and social rights have early occupied the law science till they were constitutionally consolidated. The effort to understand their legal nature has leaded to the development of two essential theories. Their protection, though, constitutes a state purpose while they are being applied not only to public but to private legitimate affairs too. The Constitution of Greece enacted a fundamental rule: the principle of the essential validity of the constitutional rights. This principle means that at first place all constitutional rights are being applied to all legitimate affairs towards their whole continent. This principle, which can be analyzed into three partial components, has a substantial meaning on grounds of a single unified law order, at the head of which lies the Constitution as universal and supreme law. A general matter of constitutional rights appliance is linked to the principle of their basic effect, such as the issue of constitutional rights third party action. From the principle of the restrictions casual and the principle of the basic cogency of constitutional rights arises the prohibition of imposition of restrictions in the general affair and the consecutive application of the wider content of constitutional rights. LEMMAS Basic cogency Restrictions Theory of horizontal result 24
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δαγτόγλου Π. Δ., Συνταγματικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα- Κομοτηνή Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, Αθήνα Θεσσαλονίκη Κασιμάτης Γιώργος, Μελέτες, Μέρος Γ, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Κοινωνικό Κράτος 1974-1999, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, Αθήνα- Κομοτηνή Κοντιάδης Ξενοφών, Ο Νέος Συνταγματισμός και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001,εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, Αθήνα- Κομοτηνή Τσάτσος Δημήτρης, Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Τόμος Γ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, Αθήνα- Κομοτηνή Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002,Αθήνα- Κομοτηνή 25