ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ



Σχετικά έγγραφα
«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Λοιπές Κατηγορίες Ασφάλισης Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Α) Χρήσιμοι όροι του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης...9

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

Η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικης

Ασφάλιση Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

Ασφάλιστρο είναι το χρηματικό ποσό που δίνει κάθε χρόνο ο ασφαλισμένος, για να εξασφαλίσει την κάλυψη που του παρέχει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του.

N. 2496/1997 (ΦΕΚ Α 87/ ) Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

2. Στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης οι εισφορές καταβάλλονται :

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ AΡΘΡΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Άρθρο 1 παρ. 2 Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει: τα στοιχεία των συμβαλλομένοων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος. τη διάρκεια της ασφαλιστικής

Πρόγραμμα Ισοβιας συνταξης εφαπαξ ασφαλιστρου (κωδ ) Πρόγραμμα Easy Plan άμεση σύνταξη

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4129, 22/6/2007. Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινοτήτας με τίτλο-

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύµβαση, τροποποιήσεις της νοµοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Ιστορική διαδρομή της ασφάλισης

Οι απαντήσεις μόνο από τα Πανεπιστημιακά Φροντιστήρια Κολλίντζα! 1

Εγχειρίδιο διαδικασιών σε περίπτωση επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης («ζημίας»)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παροχή Προστασίας Ασφαλίστρου

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΔΕΙΓΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ FX LINK 1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται.

3.1. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Κάλυψη Πολεμικών Κινδύνων

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΠΛΟΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων λόγω Ανικανότητας

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Ο Κίνδυνος και η ιοικητική του Κινδύνου

DRAFT COMMON FRAME OF REFERENCE CHAPTER III, SECTION IX INSURANCE CONTRACT

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

2. ΟΡΙΣΜΟΙ Στη Σύμβαση χρησιμοποιούνται για συντομία ορισμοί που έχουν τη παρακάτω έννοια:

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

Προβλήματα εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν 4387/2016 για. την παράλληλη ασφάλιση 1

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη.

Πρόγραμμα «ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΩ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΦΑΠΑΞ» - Δημιουργία Εγγυημένου Κεφαλαίου Εφάπαξ Ασφαλίστρου (κωδ )

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

ΠΑΙΓΝΙΟ ΛΑΙΚΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ

Αριθμ. Πρωτ.: 1407 ΕΞ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ & ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΛΥΨΕΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΠΑΙΓΝΙΟ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ ΣΚΡΑΤΣ. Σύμβαση Προσχώρησης

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ Ε.Α.Ε.Ε. ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΠΟΔΟΜΩΝ & ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο Ν

ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΔΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΚΑΦΩΝ

τύπου TAKRAF SRs2000/5x32 στο Ορυχείο Νότιου Πεδίου του ΛΚΔΜ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ).

Ασφάλιση σκαφών αναψυχής

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

Ασφάλειες Επιχειρήσεων

PENSION MASTER PLAN ΣΥΝΤΑΞΗ MΕ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ

«Οι συνέπειες από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την Περιβαλλοντική Ευθύνη στην Ελληνική Βιομηχανία»

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Ο θεσμός της υπερασφάλισης στο ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, με ιδιαίτερη αναφορά στη θαλάσσια ασφάλιση Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» Παπαδοπούλου Βαϊα Οκτώβριος 2005 ΧΙΟΣ

Παπαδοπούλου Βαϊα «Ο θεσμός της υπερασφάλισης στο ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, με ιδιαίτερη αναφορά στη θαλάσσια ασφάλιση» Οκτώβριος 2005 Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Συγγραφέας:.Παπαδοπούλου Βαϊα Επιβλέπων: Μπεχλιβάνης Αχιλλέας Διευθυντής Σπουδών: Πολυδωροπούλου Αμαλία ΧΙΟΣ 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Λέξεις κλειδιά...4 Περίληψη 5 Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή...6 Κεφάλαιο 2 ο : Ασφαλιστική αξία και ασφαλιστικό ποσό...10 2.1 Η ασφαλιστική αξία στη χερσαία ασφάλιση...10 2.2. Η ασφαλιστική αξία στη θαλάσσια ασφάλιση...11 2.3 Το ασφαλιστικό ποσό...12 2.3.1 Συσχετισμός ασφαλιστικού ποσού...13 Κεφάλαιο 3 ο :Η αποζημιωτική αρχή στην ασφάλιση ζημίας και η περίπτωση της υπερασφάλισης...15 3.1 Ο αποζημιωτικός χαρακτήρας των ασφαλίσεων κατά ζημιών...15 3.2. Ασφάλιση ποσού και αποζημιωτική αρχή...17 Κεφάλαιο 4 ο : Η υπερασφάλιση...199 4.1 Γενικά για την υπερασφάλιση...19 4.2 Η καλόπιστη (χωρίς δόλο) υπερασφάλιση στη χερσαία ασφάλιση...19 4.3 Η καλόπιστη υπερασφάλιση στη θαλάσσια ασφάλιση...21 4.4. Οι συνέπειες της καλόπιστης υπερασφάλισης...22 4.5 Η δόλια υπερασφάλιση...233 4.5.1 Οι συνέπειες της δόλιας υπερασφάλισης...24 4.6 Η απαγόρευση της υπερασφάλισης ως κανόνας δημοσίας τάξης. Προϋποθέσεις....266 Κεφάλαιο 5ο: Η συμβατική αποτίμηση του ασφαλισμένου συμφέροντος...29 5.1 Η συμβατική αποτίμηση-γενικά στοιχεία...29 5.2. Προϋποθέσεις σύναψης της συμβάσεως αποτίμησης...30 5.3. Η αποδεικτική δύναμη της συμφωνίας αποτίμησης..31 5.4Οι διαφορές ανάμεσα στη χερσαία και τη θαλάσσια ασφάλιση 32 5.5 Η σύμβαση αποτίμησης ως εξαίρεση της απαγόρευσης της υπερασφάλισης...32 Κεφάλαιο 6 ο : Η προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίων...37 6.1. Η προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου-γενικά...37 6.2. Έννοια, νομική φύση και χαρακτηριστικά της προτιμώμενης υποθήκης.37 6.3. Η προβληματική σχετικά με το θεσμό της προτιμώμενης υποθήκης και η σχέση της με την υπερασφάλιση...39 Κεφάλαιο 7 ο Η ρύθμιση της υπερασφάλισης από το αγγλικό δίκαιο...42 7.1 Γενικά για την ασφάλιση...42 7.2 Τα ασφαλιστήρια προσδιορισμένης αξίας (valued policies)...43 7.3 Η υπερασφάλιση ως συνέπεια της υπερεκτίμησης του ασφαλισμένου συμφέροντος...44 Συμπεράσματα...46 Βιβλιογραφία...48 3

Λέξεις κλειδιά Θαλάσσια ασφάλιση, υπερασφάλιση, συμβατική αποτίμηση, αποζημιωτική αρχή 4

Περίληψη Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση μιας μορφής ασφαλίσεως, της υπερασφάλισης, τόσο στη χερσαία όσο και στη θαλάσσια ασφάλιση λόγω της ιδιαιτερότητας και του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει στην επιστήμη και στη νομολογία, διότι είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα όχι μόνο των ασφαλιστικών εταιριών αλλά και των ίδιων των ασφαλισμένων. Καταρχήν θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην παρούσα εργασία θα επικεντρωθούμε στην κατηγορία των ασφαλίσεων ζημίας και όχι στις ασφαλίσεις ποσού, αφού στην τελευταία περίπτωση δε νοείται υπερασφάλιση, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Στο πρώτο κεφάλαιο, που αποτελεί και την εισαγωγή αναλύονται κάποιες βασικές έννοιες, όπως η ασφάλιση, το ασφαλιστικό συμφέρον, η ασφαλιστική σύμβαση και τα στοιχεία της, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την έγκυρη σύναψή της και κάποιες διακρίσεις ασφαλίσεων. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι έννοιες της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού, από το συσχετισμό των οποίων προκύπτει η μορφή της ασφαλιστικής σύμβασης, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για την αποζημιωτική αρχή, ως βασική αρχή που διέπει τις ασφαλίσεις ζημίας καθώς και τη σχέση της αρχής αυτής με την υπερασφάλιση. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η περίπτωση της υπερασφάλισης ως μορφή που μπορεί να λάβει η ασφαλιστική σύμβαση, οι διακρίσεις της καθώς και οι προϋποθέσεις αναγωγής της σε κανόνα δημοσίας τάξης. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται η περίπτωση της συμβατικής αποτίμησης του ασφαλισμένου συμφέροντος, ως εξαίρεση στην αποζημιωτική αρχή, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί το έκτο κεφάλαιο για την προτιμώμενη (ναυτική) υποθήκη και τη σχέση της με την υπερασφάλιση. Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στις ρυθμίσεις του αγγλικού δικαίου σχετικά με το ζήτημα της υπερασφάλισης. 5

Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή Η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων είναι σύνηθες φαινόμενο στην καθημερινή μας ζωή λόγω των αυξημένων κινδύνων που απειλούν τα περιουσιακά και τα προσωπικά αγαθά αλλά και των οικονομικών αναγκών που χρήζουν κάλυψης. Η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου και του ασφαλιστή, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα ώστε να αναλάβει τον ασφαλισμένο κίνδυνο, σε περίπτωση που αυτός επέλθει, ενώ ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση να καταβάλλει ως αντάλλαγμα το ασφάλιστρο. Οι ασφαλιστικές συμβάσεις καταρτίζονται με έγγραφο, που ονομάζεται ασφαλιστήριο, το οποίο έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Επομένως, η ασφαλιστική σύμβαση ισχύει και είναι έγκυρη ακόμα κι αν δεν καταρτίσθηκε εγγράφως, αλλά προφορικά και ισχύει και πριν από τη σύνταξη εγγράφου περί αυτής. Στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει να αποδειχθεί με μάρτυρες. Παρόλα αυτά, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις σύναψης άτυπων ασφαλιστικών συμβάσεων, λόγω της ανασφάλειας που θα δημιουργηθούν στις συναλλαγές και των δυσχερειών απόδειξης. Οι εν λόγω συμβάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν και κάποια στοιχεία, ως ελάχιστο περιεχόμενο. Τα στοιχεία αυτά, που θα αποτελέσουν και περιεχόμενου του ασφαλιστηρίου, ορίζονται από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2496/1997 και είναι τα εξής: α)τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι άλλο πρόσωπο, β) τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται από την επέλευση του κινδύνου, δ) το είδος των κινδύνων που καλύπτονται, ε) το ασφαλιστικό ποσό, στ) τις εξαιρέσεις κάλυψης αν υπάρχουν, ζ) το ασφάλιστρο και η) το εφαρμοστέο δίκαιο. Δεδομένου ότι η ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να συναφθεί και προφορικά μόνο με τη συναίνεση των μερών, είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, χωρίς αυτό να ασκεί επιρροή στην εγκυρότητά της. 1 Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι σημαντικότερες κατηγορίες ιδιωτικών ασφαλίσεων, που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη εργασία αφού η κοινωνική ασφάλιση, ως ασφάλιση υποχρεωτικού χαρακτήρα που διενεργείται από δημόσιο φορέα δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Οι ιδιωτικές ασφαλίσεις διακρίνονται σε: α) ασφαλίσεις ζημιών, β) ασφαλίσεις ποσού, γ) ασφάλιση ενεργητικού, δ) ασφάλιση παθητικού, ε) ασφάλιση χερσαία, στ) ασφάλιση θαλάσσια, ζ) αεροπορική ασφάλιση. Κριτήριο διακρίσεως των ασφαλίσεων σε ζημίας ή ποσού αποτελεί το αν καλύπτουν συγκεκριμένη ή αφηρημένη ανάγκη αντίστοιχα. Στην ασφάλιση κατά ζημιών ο ασφαλιστής παρέχει την ασφαλιστική αποζημίωση μόνο κατά την πραγματοποίηση μιας ορισμένης ανάγκης. 2 Ο χαρακτήρας των συμβάσεων αυτών είναι αποζημιωτικός, καθώς η έκταση της παροχής του ασφαλιστή εξαρτάται από την έκταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας της επέλευσης των συγκεκριμένων 1 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 63 2 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 21 6

κινδύνων που έχουν ασφαλιστεί, επομένως ο ασφαλιστής οφείλει αποζημίωση που καλύπτει μόνο τη συγκεκριμένη ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος. 3 Ο αποζημιωτικός χαρακτήρας της παροχής του ασφαλιστή αντλείται κυρίως από μια σειρά διατάξεων. Το ασφαλιστικό ποσό, το οποίο αναγράφεται υποχρεωτικά στο ασφαλιστήριο δεν είναι το ύψος της οφειλής του ασφαλιστή, σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου αλλά αποτελεί το ανώτατο όριο της παροχής του ασφαλιστή, όπως θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Προϋπόθεση έγκυρης σύναψης μιας ασφαλιστικής σύμβασης κατά ζημιών είναι η ύπαρξη του λεγόμενου ασφαλιστικού συμφέροντος, ενός συνδέσμου μεταξύ του ασφαλισμένου αγαθού και του ασφαλισμένου, (όπως για παράδειγμα το δικαίωμα κυριότητας του κυρίου που ασφαλίζει την κατοικία του από τον κίνδυνο πυρκαγιάς), άλλως η σύμβαση είναι άκυρη. Ουσιαστικά, το ασφαλιστικό συμφέρον είναι αυτό που υπόκειται σε ασφάλιση και όχι το περιουσιακό αγαθό καθεαυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως αποτελεί το σύννομο του ασφαλισμένου συμφέροντος. Εάν το ασφαλιστικό συμφέρον είναι αντίθετο στο νόμο ή στα χρηστά ήθη δε γίνεται έγκυρα αντικείμενο θαλάσσιας ασφάλισης. 4 Το συμφέρον που ασφαλίζεται δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα είδη. Ενδεικτικά, μπορεί να ασφαλιστεί: το συμφέρον του πλοιοκτήτη, το συμφέρον του συμπλοιοκτήτη για τη μερίδα συμπλοιοκτησίας που διαθέτει, το συμφέρον του ενυπόθηκου δανειστή για διατήρηση του πλοίου, επί του οποίου αυτός απέκτησε υποθήκη, το συμφέρον του εφοπλιστή ή επικαρπωτή ή μισθωτή του πλοίου για διατήρηση του πλοίου. Επιπλέον, το συμφέρον του κυρίου μεταφερόμενου φορτίου ή του επικαρπωτή του φορτίου, το συμφέρον του ναυλωτή ή του εκναυλωτή για το ναύλο. 5 Οι ασφαλίσεις ζημιών από συστηματική άποψη διακρίνονται σε ασφαλίσεις ενεργητικού και σε ασφαλίσεις παθητικού. Ασφάλιση ενεργητικού υπάρχει όταν ασφαλίζονται κίνδυνοι που απειλούν το συμφέρον που έχει ο ασφαλισμένος για τη διατήρηση πραγμάτων ή απαιτήσεων. Στην περίπτωση κατά ζημιών ασφάλισης πραγμάτων ή απαιτήσεων δεν ασφαλίζονται τα ίδια τα πράγματα ή οι απαιτήσεις, αλλά το συμφέρον που έχει το πρόσωπο προς διατήρησή τους. Για τη συνδρομή ασφαλιστικού συμφέροντος δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας επί των πραγμάτων ή των απαιτήσεων αλλά αρκεί και η κατοχή επί αυτών. Παρατηρούμε, επομένως, πως η ασφάλιση ενεργητικού δεν είναι πάντα ασφάλιση των ενεργητικών στοιχείων της περιουσίας του ασφαλισμένου, αφού τα πράγματα, στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστικό συμφέρον, μπορεί να ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή να είναι στοιχεία ενεργητικού της περιουσίας άλλου και όχι του ασφαλισμένου. Η ασφάλιση παθητικού είναι κι αυτή ασφάλιση κατά ζημιών αφού καλύπτει τους κινδύνους δημιουργίας ή επαύξησης του παθητικού της περιουσίας του ασφαλισμένου. Κυριότερη μορφή της είναι η ασφάλιση αστικής ευθύνης, όπως η ασφάλιση ευθύνης κατά ατυχημάτων. 6 Οι ασφαλίσεις ποσού αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία ασφαλίσεων, που διαφοροποιούνται από τις ασφαλίσεις ζημίας. Στις ασφαλίσεις ποσού η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη, καθώς αντικείμενο ασφάλισης αποτελούν τα προσωπικά 3 Ι. Ρόκα, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα, 1986, σελ 8 4 Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιον της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σε 380 5 Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιον της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σε 381 6 Ι. Ρόκα, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα, 1986, σελ 11 7

αγαθά, τα οποία δεν αποτιμώνται σε χρήμα, όπως επί παραδείγματι η ζωή και η υγεία. Ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει στην περίπτωση πραγματοποίησης των ασφαλισμένων κινδύνων ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο έχει συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη (ασφαλιστικό ποσό), ανεξάρτητα από το αν καλύπτεται κάποια συγκεκριμένη οικονομική ανάγκη. Οι ασφαλίσεις ποσού έχουν αποταμιευτικό, επενδυτικό χαρακτήρα και όχι αποζημιωτικό, όπως ισχύει στις ασφαλίσεις ζημίας, καθώς η παροχή του ασφαλιστή μπορεί να είναι πολλαπλάσια από τη ζημία που πραγματικά υπέστη ο ασφαλισμένος. Δεν τίθεται όμως ζήτημα πλουτισμού του ασφαλισμένου, γιατί η παροχή του ασφαλιστή δεν αφορά σε κάλυψη συγκεκριμένης αλλά αφηρημένης ζημίας και καταβάλλεται ανεξάρτητα από την έκταση της ζημίας που υπέστη ο ασφαλισμένος. Ομοίως με ότι ισχύει στις ασφαλίσεις ζημίας και η ασφάλιση ποσού προορίζεται για την κάλυψη συγκεκριμένης ανάγκης. Κυριότερες περιπτώσεις ασφαλίσεων ποσού είναι οι εξής: 1) κάθε ασφάλιση ζωής, δηλαδή α) η ασφάλιση για την περίπτωση θανάτου του αντισυμβαλλομένου, β) η ασφάλιση ζωής για την περίπτωση θανάτου τρίτου και 2) η ασφάλιση ατυχημάτων, όπου οι ασφαλιστικές παροχές υπολογίζονται α) σε παροχές ορισμένου ποσού ημερησίως, β) σε καταβολή ενός ποσού κατ αποκοπή για την περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος και γ) σε κατ αποκοπή ή σε περιοδικές δόσεις καταβολή ποσού σε περίπτωση διαρκούς αναπηρίας. 7 Ανάλογα με τον κίνδυνο που καλύπτεται οι ασφαλίσεις διακρίνονται σε χερσαίες, θαλάσσιες και αεροπορικές. Λόγω της διαφορετικότητας των κινδύνων που καλύπτονται με τις ασφαλίσεις ισχύει διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς για την καθεμία. Δεν αποκλείεται βέβαια κι ένας συνδυασμός από δύο ασφαλίσεις, καθώς μπορεί να συναφθεί μικτή ασφάλιση, που θα καλύπτει ένα ταξίδι που γεννάει τόσο χερσαίους όσο και θαλάσσιους κινδύνους. Ο τύπος ασφάλισης που ενδιαφέρει κυρίως την παρούσα εργασία είναι η θαλάσσια ασφάλιση, η οποία αποτελεί τον αρχαιότερο ασφαλιστικό κλάδο. Η θαλάσσια ασφάλιση παρουσιάζει συγκριτικά με τη χερσαία νομοθετική αυτοτέλεια, καθώς εφαρμόζονται σ αυτήν ειδικές διατάξεις, που περιέχονται σε διαφορετικό νομοθετικό κείμενο και υπερισχύουν των γενικών διατάξεων για τη χερσαία ασφάλιση. Στη θαλάσσια ασφάλιση, πέραν των γενικών διατάξεων για την ασφάλιση εφαρμόζονται τα άρθρα 257-289 ΚΙΝΔ. Παράλληλα όμως με τις διατάξεις του νόμου ισχύουν και τα τυποποιημένα ασφαλιστήρια που περιέχουν γενικούς όρους ασφάλισης. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η θαλάσσια ασφάλιση είναι βαθύτατα επηρεασμένη στην εξέλιξη και διαμόρφωσή της από το αγγλικό δίκαιο. 8 Όσον αφορά τη θαλάσσια ασφάλιση, από το συνδυασμό των άρθρων 257 και 258 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι τα αναγκαία στοιχεία του ασφαλιστηρίου είναι τα εξής: α) το πρόσωπο που ενεργεί την ασφάλιση και τη διαμονή ή κατοικία αυτού, β) το πρόσωπο του ασφαλιστή και την κατοικία ή διαμονή αυτού, γ) το αντικείμενο της θαλάσσιας ασφάλισης, δ) το ασφαλιστικό ποσό, ε) το ασφάλιστρο, στ) οι κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο ασφαλιστής. Κατά το άρθρο 258 ΚΙΝΔ για τη θαλάσσια ασφάλιση απαιτείται επιπροσθέτως να αναγράφεται στο ασφαλιστήριο το όνομα του πλοίου, το είδος, η χωρητικότητά του και η ιθαγένειά του. Οι θαλάσσιες ασφαλίσεις μπορεί να έχουν τόσο τη μορφή ασφάλισης ενεργητικού, ασφάλιση δηλαδή που αναφέρεται στα ενεργητικά στοιχεία της 7 Ι. Ρόκα, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα, 1986, σελ 9 8 Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1976, σελ 112 8

θαλάσσιας περιουσίας (πχ ασφάλιση πλοίου, φορτίου, ναύλου, ελπιζόμενου κέρδους) όσο και τη μορφή ασφάλισης παθητικού (π.χ. ασφάλιση ευθύνης του πλοιοκτήτη από σύγκρουση πλοίου, η ασφάλιση ευθύνης του εκναυλωτή για τη ζημία ή υπαίτια χρονοτριβή του φορτίου, η ασφάλιση για τη ρύπανση της θάλασσας). 9 Πέραν αυτού όμως, στη θαλάσσια ασφάλιση πρέπει να προκύπτει από την ασφαλιστική σύμβαση το ασφαλιστικό συμφέρον που αποτελεί το αντικείμενό της. Αντικείμενο της θαλάσσιας ασφάλισης μπορεί να αποτελέσει κάθε έννομο συμφέρον που εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους. Χωρίς ασφαλιστικό συμφέρον δεν υπάρχει έγκυρη ασφάλιση. Αν αυτό χαθεί ή εκλείψει το αντικείμενό του λήγει και η ασφάλιση, αφού δεν υφίσταται πλέον η σύνδεση του ασφαλισμένου με το αντικείμενο. 10 Ιδιαίτερα σημαντικό και υποχρεωτικό στοιχείο της θαλάσσιας ασφάλισης, που θα αναλυθεί εκτενώς το επόμενο κεφάλαιο είναι το ασφαλιστικό ποσό, το οποίο δηλώνεται μονομερώς από τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή και αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση που επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος. Από το συσχετισμό μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας, που είναι η αξία του ασφαλισμένου συμφέροντος, προκύπτει η μορφή της ασφάλισης που ισχύει στην κάθε περίπτωση. Εφόσον η ασφαλιστική αξία ισούται με το ασφαλιστικό ποσό η ασφάλιση είναι πλήρης, ενώ αν το ασφαλιστικό ποσό υπολείπεται της ασφαλιστικής αξίας η ασφάλιση έχει τη μορφή υπασφάλισης. Τέλος, σε περίπτωση που το ασφαλιστικό ποσό υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία η ασφαλιστική σύμβαση λαμβάνει την μορφή της υπερασφάλισης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. 9 Ι. Βελέντζα, Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ 171 10 Ζ. Σκουλούδη, Το Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1995, σελ 380 9

Κεφάλαιο 2 ο : Ασφαλιστική αξία και ασφαλιστικό ποσό 2.1 Η ασφαλιστική αξία στη χερσαία ασφάλιση Η έννοια της ασφαλιστικής αξίας αποκτά ενδιαφέρον και πρακτική χρησιμότητα στην ασφάλιση κατά ζημιών, η οποία έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της πραγματικής ζημίας την οποία υπέστη το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο εάν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Η ασφαλιστική αποζημίωση (ασφάλισμα), η οποία θα εισπραχθεί από τον ασφαλισμένο σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου υπολογίζεται βάσει της ασφαλιστικής αξίας. Ως ασφαλιστική αξία ορίζεται η αντικειμενική αξία του ασφαλισμένου συμφέροντος κατά τον χρόνο της ουσιαστικής ενάρξεως της ασφαλίσεως, αφού αντικείμενο της ασφάλισης κατά ζημιών δεν είναι το περιουσιακό αντικείμενο, το πράγμα, αλλά το οικονομικό συμφέρον που συνδέει το πρόσωπο με το πράγμα 11. Ο ορισμός της ασφαλιστικής αξίας είχε προβλεφθεί και στο Σχέδιο Εμπορικού Κώδικα και συγκεκριμένα στο προτεινόμενο άρθρο 19, σύμφωνα με το οποίο ασφαλιστική αξία καλούνταν «η εις χρήμα έκφρασις του ησφαλισμένου συμφέροντος κατά την σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως», δηλαδή κατά την τυπική έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης. Στο Σχέδιο Εμπορικού Κώδικα είχε πραγματοποιηθεί και η διάκριση σε αρχική, τρέχουσα και τελική ασφαλιστική αξία. 12 Η ασφαλιστική αξία αποδεικνύεται με κάθε μέσο, λόγω του αποδεικτικού χαρακτήρα της συμβάσεως ασφαλίσεως. Από την τυπική έναρξη της ασφαλίσεως διαφοροποιείται η ουσιαστική έναρξη, η οποία πραγματοποιείται κατά το χρονικό σημείο από το οποίο ο ασφαλιστής αναλαμβάνει τον κίνδυνο. Η ουσιαστική έναρξη ενδέχεται να συμπίπτει με την τυπική, με εξαίρεση όμως την ασφαλιστική σύμβαση παρελθόντος χρόνου, κατά την οποία η τυπική έναρξη έπεται της ουσιαστικής. Ανάλογα με το χρονικό σημείο στο οποίο υπολογίζεται η ασφαλιστική αξία διακρίνεται σε αρχική και τελική. Ειδικότερα, η αξία του πράγματος κατά το χρονικό σημείο έναρξης της ασφαλιστικής κάλυψης καλείται αρχική ασφαλιστική αξία. Ενδέχεται όμως η αρχική ασφαλιστική αξία να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σχέσης είτε να αυξηθεί είτε να μειωθεί. Η αξία του ασφαλισμένου συμφέροντος κατά το χρονικό σημείο στο οποίο επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση καλείται τελική ασφαλιστική αξία ή αξία αποκαταστάσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 208 ΕΝ (ήδη άρθρο 16 του ν. 2496/1997, ο οποίος κατήργησε τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου), η αποζημίωση που οφείλει ο ασφαλιστής στην περίπτωση που επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος καθορίζεται από την αξία που είχε το ασφαλισθέν κατά τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλισμένου 11 Κ.Ρόκα, Ιδιωτικόν Ασφαλιστικόν Δίκαιον, Αθήνα, 1974, σελ 164-165 12 Α. Αργυριάδη, Περί Συμβάσεως Ασφαλίσεως, Εισήγησις προς την Επιτροπή Συντάξεως Σχεδίου Εμπορικού Κώδικος, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ 50 10

κινδύνου (τελική ασφαλιστική αξία ή αξία αποκαταστάσεως). Η ρύθμιση του εν λόγω άρθρου ισχύει στην χερσαία ασφάλιση, κατά την οποία ο ασφαλισμένος θα λάβει ως αποζημίωση με την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως την αξία του περιουσιακού του αγαθού όπως διαμορφώνεται κατά τον χρόνο που πραγματοποιείται ο ασφαλισμένος κίνδυνος. Ενδέχεται, επομένως, η τελική ασφαλιστική αξία του οικονομικού συμφέροντος που έχει ασφαλιστεί να υπολείπεται της αρχικής ασφαλιστικής αξίας ή αντίστοιχα να είναι μεγαλύτερη, ανάλογα βέβαια και με την φύση του ασφαλισθέντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση ασφάλισης αυτοκινήτου κατά ζημίας, κατά την οποία η ασφαλιστική περίπτωση λαμβάνει χώρα σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η αντικειμενική αξία του αυτοκινήτου έχει μειωθεί, όπως είναι φυσικό με την πάροδο του χρόνου. Είναι επομένως αυτονόητο ότι το ασφάλισμα που θα εισπράξει ο ασφαλισμένος θα καθοριστεί βάσει της αγοραίας τιμής του αυτοκινήτου τη στιγμή επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου, που αποτελεί την αξία αποκαταστάσεως, η οποία όμως θα υπολείπεται της αρχικής ασφαλιστικής αξίας του αυτοκινήτου. 2.2. Η ασφαλιστική αξία στη θαλάσσια ασφάλιση Όσον αφορά την πρόβλεψη του νόμου για τη θαλάσσια ασφάλιση, η σχετική ρύθμιση εντοπίζεται στο άρθρο 268 ΚΙΝΔ, που ορίζει τα εξής: «Το ασφάλισμα καθορίζεται κατά την αξία, την οποία είχαν τα ασφαλισθέντα κατά τον χρόνο που άρχισε η ασφαλιστική κάλυψη, ενώ σχετικά με την ασφάλιση του φορτίου προστίθενται τα έξοδα φορτώσεως και εκφορτώσεως, ο ναύλος και το ασφάλιστρο. Το ασφάλισμα συνίσταται στην συμφωνημένη αποτίμηση που γίνεται από τα μέρη, εφόσον αυτή έγινε ρητά αποδεκτή από τον ασφαλιστή στο ασφαλιστήριο. Η προσβολή λόγω πλάνης της συμφωνίας περί αποτιμήσεως αποκλείεται». Καταρχήν, ως ασφαλιστική αξία νοείται η κατά τον χρόνο ενάρξεως της ασφαλιστικής καλύψεως αγοραία και αντικειμενική αξία του ασφαλισμένου εννόμου συμφέροντος και όχι η κατά την υποκειμενική κρίση του ασφαλισμένου αξία. Μεταξύ της αξίας κτήσεως ή της αγοραίας τιμής κατά την έναρξη της καλύψεως γίνεται δεκτό ότι θα ληφθεί υπόψη η αγοραία τιμή. 13 Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στη θαλάσσια και στην χερσαία ασφάλιση, όσον αφορά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της ασφαλιστικής αξίας του πλοίου ή του φορτίου, που θα καθορίσει το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που θα καταβάλει ο ασφαλιστής. Συγκεκριμένα, στην χερσαία ασφάλιση, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2496/1997 κρίσιμος χρόνος υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι ο χρόνος επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου, ενώ στη θαλάσσια ασφάλιση ο χρόνος σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης και μάλιστα το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει τον κίνδυνο, λαμβάνεται δηλαδή ως βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος η αρχική ασφαλιστική αξία και όχι 13 ΠολΠρΠειρ 97/1995 (ΝΟΜΟΣ) 11

η τελική ή αξία αποκαταστάσεως, όπως συμβαίνει στη χερσαία ασφάλιση. Ισχύει δηλαδή κατά πλάσμα του νόμου η αρχή του αμεταβλήτου της ασφαλιστικής αξίας. Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής αυτής ρύθμισης είναι ο εξής: Στη θαλάσσια ασφάλιση ο ασφαλισμένος κίνδυνος επέρχεται στην ανοιχτή θάλασσα κατά κανόνα, όπου το ασφαλισμένο αντικείμενο δεν έχει συγκεκριμένη αξία, καθώς πράγματι, στην ανοικτή θάλασσα δεν υπάρχει αγορά ώστε να διαμορφώνεται η τιμή του ασφαλισθέντος βάσει του νόμου της ζήτησης και της προσφοράς. Συνήθως κατά το σημείο που λαμβάνει χώρα η έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης το πλοίο βρίσκεται στο λιμάνι εκκινήσεως, οπότε η ασφαλιστική αξία του πλοίου ή του φορτίου λαμβάνεται υπόψη στο σημείο αυτό. 14 Βάσει όλων όσων αναφέρθηκαν, ο δικαιούχος του ασφαλίσματος μόλις επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση οφείλει να αποδείξει ότι νομιμοποιείται ως δικαιούχος και να αποδείξει όχι μόνο την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης αλλά και την έκταση της ζημίας, συνεπώς το καταβλητέο από τον ασφαλιστή ασφάλισμα. 2.3 Το ασφαλιστικό ποσό Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 2496/1997 η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και καθορίζει και τα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, μεταξύ των οποίων και το ασφαλισθέν ποσό. Το ασφαλιστικό ποσό στην ασφάλιση κατά ζημιών και συγκεκριμένα στη θαλάσσια ασφάλιση είναι ένα ποσό που αναγράφεται υποχρεωτικά στο ασφαλιστήριο και αποτελεί το ανώτατο όριο της ευθύνης του ασφαλιστή, σε περίπτωση ολικής απώλειας του ασφαλισθέντος πράγματος, γεγονός που σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος δε δύναται να αξιώσει ως αποζημίωση χρηματικό 15 ποσό που υπερβαίνει ο ύψος του συμφωνηθέντος ασφαλιστικού ποσού. Σε περίπτωση όμως που κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας η αξία του ασφαλισθέντος συμφέροντος έχει μειωθεί συγκριτικά με την ασφαλιστική αξία κατά τον χρόνο κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης, το ασφάλισμα δε δύναται να υπερβεί την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας, ήτοι την θεραπεία του πληγέντος ασφαλισθέντος συμφέροντος λόγω της ζημίας κατά το χρονικό σημείο που έλαβε χώρα αυτή. Το ασφαλιστικό ποσό δηλώνεται μονομερώς από το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο και αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου. Η σημείωση στο ασφαλιστικό συμβόλαιο του ασφαλιστικού ποσού δεν υποδηλώνει συμφωνημένη αποτίμηση του ασφαλισθέντος συμφέροντος. Σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως το ασφαλιστικό ποσό αποτελεί το ανώτατο όριο της υποχρεώσεως του ασφαλιστή έναντι του αντισυμβαλλομένου του ασφαλισμένου, έστω κι αν η αξία του ασφαλισθέντος πράγματος είναι ανώτερη από το καθορισθέν ασφάλισμα. 16 Αυτό ισχύει σε περίπτωση ολικής απώλειας του ασφαλισθέντος πράγματος. Αν λάβει χώρα μερική απώλεια, το 14 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 339 15 Ι. Ψωμά, Ασφαλιστικό ποσό και ασφαλιστική αξία στην ασφάλιση κατά ζημιών, ΝοΒ 1988, σελ 1755 16 ΑΠ 808/1993, ΕΕμπΔ 1994, σελ 453 12

ασφαλιστικό ποσό και η ασφαλιστική αξία καθορίζουν το ύψος του ασφαλίσματος που δικαιούται ο ασφαλισμένος. H υποχρεωτική μνεία του ασφαλιστικού ποσού στο ασφαλιστήριο δε σημαίνει, απαραίτητα, ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί πλήρως στην αξία του ασφαλισθέντος συμφέροντος, κατά τον χρόνο καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, ήτοι στην (αρχική) ασφαλιστική αξία. Σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται να υπάρξει ασυμφωνία μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας. Ειδικά στην περίπτωση που το ασφαλισμένο πλοίο υποστεί σημαντικές ζημίες εξαιτίας ενός ναυαγίου ή κάποιου άλλου ατυχήματος, είναι βέβαιο ότι η αντικειμενική του αξία θα μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την αρχική ασφαλιστική αξία κατά το χρονικό σημείο που συνήφθη η ασφαλιστική σύμβαση. Κατά συνέπεια, παρατηρείται πως στην περίπτωση αυτή το ασφαλιστικό ποσό που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματική αξία του πλοίου, αφού αυτή θα έχει μειωθεί αισθητά. Παρόλα αυτά όμως, βάσει του άρθρου 268 παρ. 1 του ΚΙΝΔ το ασφάλισμα υπολογίζεται βάσει της αρχικής ασφαλιστικής αξίας, ανεξάρτητα αν αυτή έχει μειωθεί κατά τον χρόνο επελεύσεως του κινδύνου. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή θα είναι η υπερασφάλιση, αφού το ασφαλιστικό ποσό θα υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία. Επομένως, το άρθρο 268 παρ. 1 του ΚΙΝΔ προσφέρει πρόσφορο έδαφος για την παραβίαση της αποζημιωτικής αρχής και συνιστά εξαίρεσή από αυτήν. Το ζήτημα αυτό θα αναλυθεί εκτενέστερα στο κεφάλαιο για την υπερασφάλιση και τις συνέπειές της. 2.3.1 Συσχετισμός ασφαλιστικού ποσού Στην ασφάλιση ενεργητικού από το συσχετισμό ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας προκύπτει η ύπαρξη ασφάλισης σε μια από τις παρακάτω μορφές: α) Πλήρης ασφάλιση υπάρχει όταν η ασφαλιστική αξία είναι ίση με το ασφαλιστικό ποσό. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής καλύπτει πλήρως το ασφαλισμένο συμφέρον. β) Υπασφάλιση συντρέχει όταν το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία. Η υπασφάλιση μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητά από τα μέρη ή να προκύπτει άμεσα από την ασφαλιστική σύμβαση. Συνήθως όμως είναι αφανής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που δεν αναγράφεται η ασφαλιστική αξία παρά μόνο το ασφαλιστικό ποσό στη σύμβαση ή αν η ασφαλιστική αξία παρουσιάζεται κατώτερη από την πραγματική χωρίς όμως να υπάρχει αποτίμηση. Στην περίπτωση που επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος εφαρμόζεται ο λεγόμενος αναλογικός κανόνας για τον υπολογισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ο οποίος συνιστά ένα είδος καταμερισμού της ζημίας, καθώς ο ασφαλιζόμενος υφίσταται ένα μέρος της και υποχρεούται να το καλύψει με ίδια μέσα. Ο λόγος του ασφαλίσματος προς τη ζημία παριστά το ποσό το οποίο καλείται να καλύψει ο ίδιος ο ασφαλισμένος, φέροντας κατά κάποιο τρόπο την ευθύνη λόγω της υπασφάλισης, 13

ουσιαστικά δηλαδή αναλαμβάνει τον κίνδυνο για το υπόλοιπο της ασφαλιστικής αξίας, το οποίο δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση. 17 γ) Υπερασφάλιση υπάρχει όταν το ασφαλιστικό ποσό υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία 18. Προκειμένου να χαρακτηριστεί μια ασφαλιστική σύμβαση ως πλήρης ασφάλιση, υπασφάλιση ή υπερασφάλιση κρίσιμο στοιχείο είναι ο συσχετισμός της ασφαλιστικής αξίας με το ασφαλιστικό ποσό κατά το χρονικό σημείο επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης στην χερσαία ασφάλιση, ενώ στη θαλάσσια λαμβάνεται υπόψη η ασφαλιστική αξία κατά τον χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης. Στα ακόλουθα κεφάλαια θα αναλυθεί διεξοδικά η περίπτωση της υπερασφάλισης και ο καθορισμός της αποζημίωσης με την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου στην χερσαία και τη θαλάσσια ασφάλιση. 17 Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ 92 18 Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ 90-91 14

Κεφάλαιο 3 ο : Η αποζημιωτική αρχή στην ασφάλιση ζημίας και η περίπτωση της υπερασφάλισης 3.1 Ο αποζημιωτικός χαρακτήρας των ασφαλίσεων κατά ζημιών Θεμελιώδης αρχή που διέπει τις ασφαλίσεις ζημίας είναι η αποζημιωτική αρχή ή η απαγόρευση πλουτισμού, σύμφωνα με την οποία το ασφάλισμα δεν μπορεί να υπερβαίνει την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας, όπως ορίζει το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2496/1997. Σύμφωνα με την αρχή αυτή η παροχή του ασφαλιστή στην ασφάλιση κατά ζημιών δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλουτισμό του ασφαλισμένου αλλά απλώς να αποκαθιστά τη ζημία που επήλθε στο ασφαλισμένο συμφέρον. Ο ασφαλισμένος θα εισπράξει αποζημίωση ανάλογη με την πραγματική του ζημία και όχι περισσότερο, ώστε να αποφεύγεται ο πλουτισμός του. Στο γερμανικό δίκαιο η αρχή αυτή είναι γνωστή ως «απαγόρευση πλουτισμού» (Bereicherungsverbot). 19 Οι δικαιολογητικοί λόγοι ύπαρξης της αποζημιωτικής αρχής είναι ηθικοί και κοινωνικοί και αποσκοπούν στη μη εκτροπή της ασφαλιστικής σύμβασης σε μέσο κερδοσκοπισμού του ασφαλισμένου. Η αποζημιωτική αρχή απορρέει από την ίδια την φύση της ασφάλισης κατά ζημιών και από τον σκοπό της ασφαλιστικής σύμβασης, που είναι η κάλυψη της συγκεκριμένης ζημίας, την οποία υφίσταται το ασφαλισμένο συμφέρον. Παρόλα αυτά όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως είναι μια υπερκείμενη, καθολική και αυστηρή αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, αν και αντλείται από μια σειρά διατάξεων. 20 Πράγματι, οι συμβάσεις ασφαλίσεως συνάπτονται από τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο να καλύψει μια οικονομική ανάγκη από κάποιον κίνδυνο που την απειλεί και να αποκατασταθεί η ζημία στα περιουσιακά του αγαθά. Σκοπός της σύναψης των ασφαλιστικών συμβάσεων κατά ζημιών είναι αποκλειστικά και μόνο η αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας και όχι ο πλουτισμός του ασφαλισμένου από την είσπραξη του ασφαλίσματος. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η ασφαλιστική σύμβαση να μετατραπεί σε κερδοσκοπική, οπότε θα αποκτούσε τον χαρακτήρα παιγνίου ή στοιχήματος. Συνέπεια του μη κερδοσκοπικού αλλά αποζημιωτικού χαρακτήρα των ασφαλίσεων ζημίας και σημαντική περίπτωση εφαρμογής της αποζημιωτικής αρχής είναι η ασφαλιστική υποκατάσταση (subrogation), κατά την οποία, ο ασφαλιστής, με την καταβολή στον ασφαλισμένο της ασφαλιστικής αποζημίωσης υποκαθίσταται εκ του νόμου (ex lege) στα δικαιώματα που έχει ο ασφαλισμένος έναντι των τρίτων που προκάλεσαν τη ζημία στο ασφαλιστικό του συμφέρον. Πρόκειται για εκχώρηση εκ 19 Κ. Παμπούκη, Παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 5740/2002, ΕπισκΕΔ Α/2003, σελ 199-200 20 Ι. Ρόκα, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 6/1990, ΕΕμπΔ 1990, σελ 82 15

του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 210 ΕΝ, των απαιτήσεων του ασφαλισμένου έναντι των τρίτων, η οποία λαμβάνει χώρα μόνο από το γεγονός της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, χωρίς να απαιτείται αναγγελία του ασφαλιστή προς τον τρίτο ότι κάλυψε τη ζημία του ασφαλισμένου, όπως είναι απαραίτητο στην εκχώρηση του αστικού δικαίου. Η υποκατάσταση χωρεί μέχρι το ποσό της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Αν η ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος είναι μεγαλύτερη από το ασφάλισμα που κατέβαλε ο ασφαλιστής είτε γιατί υπάρχει υπασφάλιση είτε γιατί η αστική ζημία υπερβαίνει την ασφαλιστική, οι αξιώσεις έναντι των τρίτων εκχωρούνται μερικά 21. Συγκεκριμένα, ο ασφαλιστής που κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση στον ασφαλισμένο νομιμοποιείται να στραφεί κατά του τρίτου και να αξιώσει ό,τι κατέβαλε για την κάλυψη της ζημίας, ενώ εμποδίζει τον ασφαλισμένο να τα ζητήσει. Ο ασφαλισμένος δε δικαιούται να εισπράξει σωρευτικά την ασφαλιστική αποζημίωση από τον ασφαλιστή δυνάμει της ασφαλιστικής συμβάσεως και την αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αστικού κώδικα για τις αδικοπραξίες (914 ΑΚ). Η αποζημίωση που κατέβαλε ο τρίτος, που προκάλεσε τα ζημία στον ασφαλισμένο θα υπολογιστεί για την αποκατάσταση της ζημίας από τον ασφαλιστή. Αν ο ασφαλισμένος είχε τη δυνατότητα να εισπράξει σωρευτικά και την αποζημίωση από τον τρίτο και την ασφαλιστική αποζημίωση από τον ασφαλιστή, αυτό θα οδηγούσε στον πλουτισμό του και θα καθιστούσε την ασφαλιστική σύμβαση κερδοσκοπική, αποστερώντας της, κατ αυτόν τον τρόπο, τον αποζημιωτικό της χαρακτήρα. Υπάρχει όμως και η δυνατότητα παραίτησης του ασφαλιστή από την απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του ασφαλισμένου και ακόμα και από την ασφαλιστική υποκατάσταση, γεγονός που καθιστά τον πλουτισμό του ασφαλισμένου δικαιολογημένο. Όμως και στις περιπτώσεις αυτές ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να εισπράξει και την κατά το αστικό δίκαιο αποζημίωση. 22 Τα παραπάνω ισχύουν μόνο στην ασφάλιση κατά ζημιών, καθώς καλύπτει μόνο τη συγκεκριμένη ζημία που υφίσταται ασφαλισμένο συμφέρον. Συνεπώς, από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω παρατηρούμε πως η ασφαλιστική σύμβαση σκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ασφαλισμένος και όχι στο να καταστεί αυτός πλουσιότερος από την είσπραξη του ασφαλίσματος. Για το λόγο αυτό προβλέφθηκε και η υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου μετά την καταβολή σε αυτόν της ασφαλιστικής αποζημίωσης, για να μη δικαιούται κατόπιν ο ασφαλισμένος να στραφεί κατά του τρίτου, αστικώς υπευθύνου για την πρόκληση της ζημίας και να εισπράξει και από αυτόν χρηματική αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου. Αν συνέβαινε αυτό, ο ασφαλισμένος θα καθίστατο αναμφίβολα πλουσιότερος, καθώς ουσιαστικά θα εισέπραττε διπλή αποζημίωση, γεγονός που αντίκειται καταφανώς στην αποζημιωτική αρχή που διέπει τις ασφαλίσεις ζημίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η διαφορά μεταξύ ασφαλιστικής αποζημίωσης και αστικής αποζημίωσης, βάσει του άρθρου 914 ΑΚ. Στην ασφάλιση ζημίας καλύπτεται η συγκεκριμένη ζημία που υφίσταται το ασφαλισμένο συμφέρον και η οποία προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση, ενώ με την αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αστικού κώδικα καλύπτεται η ζημία στο σύνολό της, δηλαδή τόσο η θετική ζημία όσο και τα διαφυγόντα κέρδη. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ρύθμιση του αγγλικού νόμου Marine Insurance Act 1906 και συγκεκριμένα το άρθρο 4, σύμφωνα με το οποίο μια σύμβαση 21 Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ 93 22 Α. Λιακόπουλου, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, ΝοΒ 1991, σελ 521 16

θαλάσσιας ασφαλίσεως είναι άκυρη, όταν από το σύνολο των συνθηκών προκύπτει ότι ο σκοπός της ασφαλιστικής συμβάσεως δεν ήταν η εξασφάλιση της ασφαλιστικής καλύψεως κάποιου συμφέροντος, που απειλείται από ορισμένους κινδύνους, αλλά η επιδίωξη παιγνίου ή στοιχήματος. 23 Η αποζημιωτική αρχή, παρόλο που είναι μια θεμελιώδης αρχή του δικαίου των ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν είναι ανεξαίρετη. Στα ακόλουθα κεφάλαια θα αναλυθούν κάποιες ειδικές μορφές ασφαλίσεων και περιπτώσεις οι οποίες οδηγούν σε κάμψη της εν λόγω αρχής. Εξίσου σημαντική είναι η ανάλυση των περιπτώσεων κατά τις οποίες η αποζημιωτική αρχή συνιστά κανόνα αναγκαστικού δικαίου (3ΑΚ) ή κανόνα δημοσίας τάξεως. 3.2. Ασφάλιση ποσού και αποζημιωτική αρχή Όσον αφορά την ασφάλιση ποσού το νομοθετικό καθεστώς διαφοροποιείται. Πράγματι και η ασφάλιση ποσού προορίζεται για την κάλυψη μιας οικονομικής ανάγκης, όπως ισχύει και στις ασφαλίσεις ζημίας. Στην ασφάλιση ποσού όμως η λειτουργία της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι για τον ασφαλισμένο αποταμιευτικού ή επενδυτικού χαρακτήρα και όχι αποζημιωτική, δεν αποσκοπεί δηλαδή στην αποκατάσταση της ζημίας που πράγματι επήλθε. Εξάλλου, στις εν λόγω ασφαλίσεις το αγαθό που εκτίθεται σε κίνδυνο δεν αποτιμάται εύκολα σε χρήμα λόγω της φύσεώς του (ζωή, υγεία) οπότε η ασφαλιστική κάλυψη δε δύναται εκ των πραγμάτων να είναι συγκεκριμένη, αλλά αφηρημένη. Για το λόγο αυτό είναι θεμιτός ο πλουτισμός του ασφαλισμένου, καθώς και ο ίδιος καταβάλλει το ανάλογο ασφάλιστρο στον ασφαλιστή. 24 Ειδικότερα, η παροχή του ασφαλιστή ενδέχεται να είναι πολλαπλάσια της ζημίας του ασφαλισμένου, γιατί αφορά την κάλυψη αφηρημένης και όχι συγκεκριμένης ζημίας, στερούμενη του αποζημιωτικού χαρακτήρα των ασφαλίσεων κατά ζημιών. 25 Στην ασφάλιση ποσού όμως δε βρίσκει πεδίο εφαρμογής η ασφαλιστική υποκατάσταση, που ισχύει στην ασφάλιση ζημίας, λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της. Σε περίπτωση που επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος (για παράδειγμα βλάβη της υγείας του ασφαλισμένου από ενέργεια τρίτου) ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, χωρίς όμως αυτός να υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου να στραφεί κατά του τρίτου και να απαιτήσει ό,τι κατέβαλε. Αντιθέτως, ο ασφαλισμένος δικαιούται να εισπράξει σωρευτικά και την ασφαλιστική αποζημίωση από τον ασφαλιστή δυνάμει της μεταξύ τους συμβάσεως και την αποζημίωση από τον τρίτο που του προκάλεσε τη ζημία βάσει των διατάξεων για τις αδικοπραξίες. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλισμένος καθίσταται πλουσιότερος λόγω του αποταμιευτικού χαρακτήρα της 23 ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝΑΥΤΔ 1991, σελ 6 24 Α. Λιακόπουλου, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, ΝοΒ 1991, σελ 516 25 Ι. Ρόκα, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Κ& Π. Σμπίλιας ΑΕΒΕ, Αθήνα, 1996, σελ 66 17

συμβάσεως ασφαλίσεως, χωρίς αυτό να είναι αθέμιτο. 18

Κεφάλαιο 4 ο : Η υπερασφάλιση 4.1 Γενικά για την υπερασφάλιση Μια άλλη μορφή ασφάλισης η οποία προκύπτει από τη σχέση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας είναι η υπερασφάλιση, η οποία είχε προβλεφθεί στο άρθρο 20 του Σχεδίου Εμπορικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, όριζε ότι εάν συντρέχει ή όχι περίπτωση υπερασφάλισης, αυτό προκύπτει από το συσχετισμό του ασφαλιστικού ποσού προς την ασφαλιστική αξία. Προϋπόθεση εγκυρότητας της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελεί η έλλειψη δόλου στο πρόσωπο του ασφαλισμένου όσον αφορά την ύπαρξη της υπερασφάλισης. Το βάρος αποδείξεως ότι συντρέχει δόλος φέρει ο ασφαλιστής 26. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο πρώτο κεφάλαιο, υπερασφάλιση υπάρχει όταν το ασφαλιστικό ποσό μιας και μόνης ασφάλισης υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία του ασφαλισμένου συμφέροντος. Η περίπτωση της υπερασφάλισης ρυθμιζόταν στο άρθρο 201 ΕμπΝ, σύμφωνα με το οποίο «η ασφάλισις δια ποσόν υπερβαίνον την αξίαν των ασφαλισθέντων πραγμάτων δεν παράγει αποτελέσματα ως προς τον ασφαλισμένο, εάν εγένετο παρ αυτού δολίως ή απατηλώς, ο δε καλής πίστεως ασφαλιστής δικαιούται εις το ασφάλιστρον, εάν δε ο ησφαλισμένος δεν ενήργησε δολίως ή απατηλώς η ασφάλισις είναι ισχυρά μέχρι της αξίας των ασφαλισθέντων πραγμάτων». Με το νόμο ν. 2496/1997 τα άρθρα 189-225 του Εμπορικού Νόμου, ανάμεσα στα οποία και η ρύθμιση για την υπερασφάλιση καταργήθηκαν. Η υπερασφάλιση ρυθμίζεται στο άρθρο 17 παρ 2, 3 του εν λόγω νόμου. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 2 προβλέπεται η χωρίς δόλο (καλόπιστη) υπερασφάλιση, ενώ στην παράγραφο 3 η δόλια υπερασφάλιση. 4.2 Η καλόπιστη (χωρίς δόλο) υπερασφάλιση στη χερσαία ασφάλιση Το άρθρο 17 παρ. 2 του νόμου 2496/1997 ορίζει τα εξής: «αν η αξία των 26 Α. Αργυριάδη, Περί Συμβάσεως Ασφαλίσεως, Εισήγησις προς την Επιτροπή Συντάξεως Σχεδίου Εμπορικού Κώδικος, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ 51-52 19

πραγμάτων, που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, υπερβαίνει την τρέχουσα ή, αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπολειπόμενο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον». Το άρθρο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη καλής πίστης στο πρόσωπο του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, την έλλειψη δόλου εκ μέρους του κατά το χρονικό σημείο που συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση και δηλώνεται το ασφαλιστικό ποσό μονομερώς από τον ασφαλισμένο. Αυτό προκύπτει εξ αντιδιαστολής από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, που ρυθμίζει τη δόλια υπερασφάλιση και τις συνέπειές της. Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και όταν ο ασφαλισμένος βαρύνεται με ελαφρά ή βαριά αμέλεια. Πράγματι, είναι σύνηθες φαινόμενο η ασφαλιστική αξία ενός ασφαλισμένου συμφέροντος να μην μπορεί να εκτιμηθεί ευχερώς και με ακρίβεια, αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα ασφαλιζόμενα αγαθά υφίστανται ανατιμήσεις με την πάροδο του χρόνου, οπότε είναι εξίσου δυσχερής και ο καθορισμός του ασφαλιστικού ποσού από τον αντισυμβαλλόμενο (ασφαλισμένο). Στη χερσαία ασφάλιση κρίσιμο χρονικό σημείο για να κριθεί αν υπάρχει υπερασφάλιση είναι ο χρόνος πραγματοποιήσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως. Συγκεκριμένα, υπάρχει υπερασφάλιση αν η ασφαλιστική αξία του ασφαλισθέντος συμφέροντος κατά την χρονική στιγμή που επέρχεται ο κίνδυνος υπολείπεται του ασφαλιστικού ποσού που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Λαμβάνεται επομένως ως βάση, για να κριθεί αν υπάρχει υπερασφάλιση, η αξία του πράγματος που ειδικά συμφωνήθηκε να ασφαλιστεί, όπως για παράδειγμα η αξία πώλησης, αξία αγοράς, αξία χρηματιστηριακή, όχι απαραίτητα η τρέχουσα αξία, εκτός αν δε συμφωνήθηκε τίποτα, οπότε λαμβάνεται καταρχήν υπόψη η τρέχουσα αξία. 27 Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερασφάλισης είναι η περίπτωση της ασφάλισης αυτοκινήτου κατά ζημιών. Πρόκειται για πράγμα το οποίο δε βρίσκεται υπό μεταφορά, όπως συμβαίνει στη θαλάσσια ασφάλιση φορτίου, κατά την οποία η τρέχουσα αξία των εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό μεταφορά, υπόκειται σε συνεχείς αυξομειώσεις, λόγω των διεθνών επιρροών. Αντιθέτως, πρόκειται για πράγμα, η αξία του οποίου μέσα στο χρόνο αναμένεται μόνο πτωτική. Εφόσον ο ασφαλισμένος κίνδυνος επέλθει μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά το οποίο η αγοραία αξία του αυτοκινήτου μειώθηκε αισθητά σε σχέση με την αρχική ασφαλιστική αξία, παρατηρείται το φαινόμενο της υπερασφάλισης, καθώς το ασφαλιστικό ποσό που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση υπερβαίνει την (τελική) ασφαλιστική αξία. Για να αποφευχθεί το φαινόμενο της υπερασφάλισης έχει καθιερωθεί από τη διεθνή πρακτική η σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως με τη ρήτρα αξία νέου, οπότε ο ασφαλιστής, με την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστική αποζημίωση βάσει της αρχικής ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, παρόλο που η αγοραία αξία του κατά το χρονικό σημείο που επέρχεται ο ασφαλισμένος κίνδυνος έχει μειωθεί 28. 27 Ι. Ρόκα, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002, σελ 162 28 Ι. Ρόκα, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 6/1990, ΕΕμπΔ 1990, σελ 83 20

4.3 Η καλόπιστη υπερασφάλιση στη θαλάσσια ασφάλιση Στην περίπτωση της θαλάσσιας ασφάλισης εφαρμόζεται πέραν του άρθρου 17 του ν. 2496/1997 και το άρθρο 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ. Σύμφωνα μ αυτό κρίσιμο χρονικό σημείο για τον προσδιορισμό της ασφαλιστικής αξίας, βάσει της οποίας θα υπολογιστεί η ασφαλιστική αποζημίωση σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου είναι ο χρόνος σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης και πιο συγκεκριμένα το χρονικό σημείο, από το οποίο λαμβάνει χώρα η έναρξη της ασφαλιστικής καλύψεως. Κατά συνέπεια, είναι πιθανόν η ασφαλιστική αξία του πλοίου τη στιγμή επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου (η τελική ασφαλιστική αξία ή αξία αποκαταστάσεως) να έχει μειωθεί, σε περίπτωση που το πλοίο έχει υποστεί σημαντικές βλάβες από κάποιο ναυάγιο, προσάραξη, σύγκρουση καθώς και από οποιοδήποτε άλλο θαλάσσιο συμβεβηκός, που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση. Η ενδεχόμενη όμως μείωση της αντικειμενικής αξίας του ασφαλισμένου συμφέροντος (πλοίου, φορτίου, πραγμάτων) δεν ασκεί καμία επιρροή στον υπολογισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης, καθώς λαμβάνεται υπόψη η αρχική ασφαλιστική αξία, κατά την χρονική στιγμή που αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη. Επομένως, ενδέχεται ο ασφαλισμένος να λάβει αποζημίωση μεγαλύτερη από τη ζημία που υπέστη στην πραγματικότητα, καθώς βάση υπολογισμού της θα αποτελεί η αρχική ασφαλιστική αξία και όχι η τελική, η οποία είναι μικρότερη από την αρχική. Συνεπώς, η σύμβαση λαμβάνει τη μορφή της υπερασφάλισης, καθώς το ασφαλιστικό ποσό είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία και ο ασφαλισμένος καθίσταται πλουσιότερος. Παρατηρείται επομένως, ότι το άρθρο 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ μπορεί να οδηγήσει σε κάμψη της αποζημιωτικής αρχής καθώς ο ασφαλισμένος, στην περίπτωση που αναφέρθηκε παραπάνω θα λάβει ασφάλισμα μεγαλύτερο από αυτό που θα λάμβανε σε περίπτωση που ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβανόταν η τελική ασφαλιστική αξία, αν ίσχυε δηλαδή και στη θαλάσσια ασφάλιση η ρύθμιση που ισχύει στη χερσαία. Κατά συνέπεια, η αποζημιωτική αρχή παρόλο που είναι θεμελιώδης και ιδιαίτερα σημαντική αρχή που διέπει το δίκαιο ασφαλίσεως ζημιών, δεν είναι ανεξαίρετη. Παρατηρείται, επομένως μια σημαντική διαφορά μεταξύ χερσαίας και θαλάσσιας ασφάλισης όσον αφορά τα χρονικά σημεία στα οποία θα υπολογιστεί η ασφαλιστική αξία και κατ επέκταση το ασφάλισμα, όταν επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος. Ένα ερώτημα που έχει τεθεί είναι κατά πόσο η μερική ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης ως προς το υπερβάλλον ποσό μπορεί να επιφέρει ολική ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ. Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί να γίνει δεκτή, γιατί θα αποστερούσε από τα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα συνέχισης μιας έγκυρης, πέραν του υπερβάλλοντος ποσού σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν να χάσει το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο μια συμφέρουσα γι αυτόν ασφαλιστική σύμβαση και κάλυψη από σημαντικούς κινδύνους, ενώ ο ασφαλιστής να χάσει μια σπουδαία και προσοδοφόρα γι αυτόν ασφαλιστική σύμβαση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι καθ όλα νόμιμη και δε ζημιώνει τα συμβαλλόμενα μέρη, καθώς ο μεν ασφαλιστής θα εισπράξει το ασφάλιστρο, όπως θα έχει αναπροσαρμοσθεί αφού αφαιρεθεί το υπερβάλλον ποσό, ο 21

δε ασφαλισμένος θα έχει την επιθυμητή ασφαλιστική κάλυψη του συμφέροντός του. Σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο (άρθρο 201 ΕμπΝ) ο νόμος περιόριζε αυτομάτως το υπερβαίνον της ασφαλιστικής αξίας ασφαλιστικό ποσό στο ποσό της ασφαλιστικής αξίας (πλήρης ασφάλιση) 29. Αν όμως ισχύσει αυτό, παράγεται αβεβαιότητα, οπότε τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να προβούν σε όλες τις ενέργειες ώστε να αναπροσαρμοστεί το ασφαλιστήριο, ή στην καλύτερη περίπτωση να εκδοθεί ένα νέο ασφαλιστήριο που θα περιγράφει τους νέους όρους. Τα μέρη μπορούν ασφαλώς να συμφωνήσουν υπασφάλιση, η οποία είναι επιτρεπτή από το νόμο, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να συμφωνήσουν υπερασφάλιση, καθώς θα συνέτρεχε δόλος του ενός ή του άλλου αντισυμβαλλομένου, οπότε η σύμβαση ασφαλίσεως θα ήταν άκυρη 30. 4.4. Οι συνέπειες της καλόπιστης υπερασφάλισης Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ζήτημα των συνεπειών της καλόπιστης υπερασφάλισης και η επίδρασή τους στην ασφαλιστική σύμβαση. Οι συνέπειες της υπερασφάλισης προβλέπονται στο άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2496/1997. Σύμφωνα με αυτό, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας, που δηλώθηκε στο ασφαλιστήριο, καθ όλο το υπολειπόμενο μέχρι τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο ασφαλισμένος δικαιούται να αξιώσει την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου κατά το ποσοστό που αναλογεί στο υπερβάλλον ποσό. Σε περίπτωση όμως επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον και η ασφαλιστική αποζημίωση που θα καταβάλει περιορίζεται στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ασφαλισμένου συμφέροντος. Εφόσον όμως ο ασφαλισμένος έχει ήδη καταβάλει το ασφάλιστρο για το υπερβάλλον ποσό και εν συνεχεία επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος έχει αξίωση κατά του ασφαλιστή επιστροφής του βάσει των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904 επ ΑΚ). Αν με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης καταστράφηκε ολοκληρωτικά το αντικείμενο του ασφαλισμένου συμφέροντος δεν μπορεί σύμφωνα με το νόμο να ζητηθεί μείωση του ασφαλίστρου. 31 Συνεπώς, παρατηρούμε ότι στην περίπτωση που συντρέχει καλόπιστη υπερασφάλιση η ασφαλιστική σύμβαση είναι μεν έγκυρη, ισχύει δε μόνο μέχρι το ύψος της αντικειμενικής ασφαλιστικής αξίας του ασφαλισμένου συμφέροντος και είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον ποσό, για το οποίο ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται. Κατά τον προϊσχύσαντα Εμπορικό Νόμο (άρθρο 201 εδ. 2), ο ασφαλισμένος υποχρεούνταν σε καταβολή αποζημίωσης στον ασφαλιστή, ίση με το μισό του 29 Β. Κιάντου, Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1972, σελ 179 30 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 204 31 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 205 22

ασφαλίστρου. 32 Ορθότερο είναι πλέον να θεωρηθεί ότι ο ασφαλισμένος δεν οφείλει αποζημίωση στον ασφαλιστή. Είναι γεγονός ότι ο ασφαλιστής πραγματοποίησε κάποια έξοδα, τα οποία όμως οφείλει να φέρει ο ίδιος, αφού η υπερασφάλιση είναι θέμα τύχης και μάλιστα εξακολουθεί, βάσει του νόμου να ισχύει η ασφαλιστική σύμβαση και να είναι έγκυρη. Εξάλλου, τα έξοδα που πραγματοποίησε ο ασφαλιστής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγιναν μάταια, γιατί ούτως ή άλλως θα πραγματοποιούνταν και στην περίπτωση της πλήρους ασφάλισης, οπότε ο ασφαλιστής δεν χρειάζεται να λάβει ιδιαίτερη αποζημίωση. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, τα επιπλέον έξοδα που πραγματοποίησε ο ασφαλιστής μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν γενικά έξοδα της επιχείρησης. 33 4.5 Η δόλια υπερασφάλιση Η περίπτωση της δόλιας υπερασφάλισης ρυθμίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 17 του ν. 2496/1997, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται: «αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφαλίσεως, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η ασφάλιση είναι άκυρη. Ο καλόπιστος ασφαλιστής δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα». Προϋπόθεση εφαρμογής του εν λόγω άρθρου είναι η ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του ασφαλισμένου. Εξ αντιδιαστολής συμπεραίνει κανείς ότι το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2496/1997 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος βαρύνεται με ελαφρά ή βαριά αμέλεια. Με δόλο θεωρείται ότι ενεργεί ο ασφαλισμένος όταν συνάπτει την υπερασφάλιση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί δόλια υπερασφάλιση απαιτείται όχι μόνο η δήλωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ποσού υπέρτερου της ασφαλιστικής αξίας, αλλά και η αναγνώριση της τελευταίας σε ποσό ανώτερο του πραγματικού. Αν το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο δεν επιτύχει αυτό δε θα μπορέσει να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, διότι η ασφαλιστική αξία θα αποτελέσει το ανώτατο όριο της ευθύνης του ασφαλιστή 34. Σύμφωνα με την άποψη της νομολογίας, αρκεί, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί δόλια υπερασφάλιση, ότι ο ασφαλισμένος είναι σε γνώσει της μικρότερης ασφαλιστικής αξίας 35. Είναι επομένως προφανές ότι συντρέχει περίπτωση δόλιας υπερασφάλισης όταν γίνεται με πρόθεση να αποκομίσει ο ασφαλισμένος παράνομο περιουσιακό όφελος από τον ασφαλιστή ή τρίτο πρόσωπο 36. Στην Ιταλία γίνεται δεκτό ότι δόλια υπερασφάλιση υπάρχει όταν το ενεργούν την ασφάλιση 32 Μ. Αντωνόπουλου, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, Αθήνα, 1961, σελ 56 33 Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 203 34 Β. Κιάντου, Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1972, σελ 191 35 Α. Λιακόπουλου, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, ΝοΒ 1991, σελ 514 36 Α. Λιακόπουλου, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, ΝοΒ 1991, σελ 512 23