(Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ειδική παροχή 176 ευρώ των υπαλλήλων του Δημοσίου, νπδδ και ΟΤΑ. Υπάλληλοι που την δικαιούνται και υπό ποιες προϋποθέσεις καταβολής της. Υπάλληλοι των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, οι οποίες αποτελούν νπιδ. Κρίση ότι εφόσον οι υπάλληλοι των τελευταίων επιχειρήσεων συνδέονται με αυτές με σχέση ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου, δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας απ την μη καταβολής αυτής της ειδικής παροχής και σε αυτούς. Η επίκληση των προνομίων που έχουν παραχωρηθεί, στις εν λόγω επιχειρήσεις με το άρ. 24 του Ν. 1069/1980, για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δεν μεταβάλλει την ως άνω άποψη, καθόσον, μόνο κατά τούτο οι επιχειρήσεις αυτές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ενεργούν ως ΝΠΔΔ, χωρίς να αποβάλλουν κατά τα λοιπά το χαρακτήρα τους, ως ΝΠΙΔ. (Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ αριθμ. 15/2011 απόφασης ΠολΠρΤριπόλεως). Αριθμός 2063/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Β. Ρ. του Ι., 2. Κ. Τ. Π., 3. Σ. Ν. Δ., 4. Κ. Ν. Σ., 5. Δ. Π. Μ., 6. Δ. Β. Ψ., 7. Γ. Α. Χ., 8. Ε. Μ. Μ., 9. Σ. Γ. Ρ., 10. Π. Χ. Γ. και 11. Ν. Α. Κ., απάντων κατοίκων..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τοκατλίδη και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση `Υδρευσης και Αποχέτευσης..." που εδρεύει στην... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γατσόπουλο και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-4-2007 και αρ.καταθ.120/4-4-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Τρίπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 218/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 15/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-9-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 24-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποία, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, συνάγεται, εκτός άλλων, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ 1 εδ. Β` του ίδιου Συν/τος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Με την 16/1983 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος κρίθηκε ότι η άνω διάταξη περί ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία αναφέρεται μόνο σε εκείνους που παρέχουν
εξαρτημένη εργασία, με σχέση ιδιωτικού δικαίου και δεν αφορά στους παρέχοντες υπηρεσίες με σχέση δημοσίου δικαίου. Την τελευταία περίπτωση (των υπαλλήλων με σχέση δημοσίου δικαίου) καλύπτει η πρώτη από τις άνω συνταγματικές διατάξεις (άρθρ. 4 παρ. 1) που απηχεί την κρατούσα στο κοινοτικό δίκαιο, δυνάμει του άρθρου 164 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ, γενική δικαιϊκή αρχή της ισόνομης ρύθμισης των ομοίων, η οποία έχει άμεση εφαρμογή και στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά και αυξημένη ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και την ως άνω Συνθήκη, που κυρώθηκε με το ν. 945/1979. Κατά την ερμηνεία της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως έγινε δεκτό ότι γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομικό καθεστώς ήτοι, όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών απασχολουμένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. και η άλλη σε Ν.Π.Ι.Δ. ή γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά, η ως άνω αρχή της ισότητας δεν έχει εφαρμογή και στην περίπτωση κατά την οποία είναι άλλος ο ρυθμιστικός παράγοντας που καθορίζει τη μισθολογική κατάσταση μιας κατηγορίας υπαλλήλων από εκείνον που ρυθμίζει την ίδια κατάσταση άλλης κατηγορίας υπαλλήλων (π.χ. στη μια περίπτωση ο νόμος ή, κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστική διοικητική, πράξη, ενώ στην άλλη το Διοικητικό Συμβούλιο νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ή ΣΣΕ), αφού η ρύθμιση του άνω θέματος από τον ένα παράγοντα, μη δυνάμενη να υπερβεί το πεδίο ισχύος της, δεν μπορεί να θεωρηθεί με την παράλειψη ρύθμισης του ίδιου θέματος της άλλης κατηγορίας ως παραβιάζουσα την ως άνω αρχή της ισότητας (ΟΛ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 903/2013, 15/2013, 1495/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/99, (ο οποίος εισήγαγε τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων), η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά
περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ολικά ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύφος τους, λαμβανομένου υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών του συνολικού ποσού των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 Ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου, και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους ως άνω μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ.
1, δηλαδή της χορηγήσεως της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης, που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), σε σύντομο χρονικό διάστημα (κυρίως εντός του έτους 2002), με τις οποίες η ως άνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, χορηγήθηκε διαδοχικώς σε διάφορες κατηγορίες και ειδικότητες υπαλλήλων διαφόρων υπουργείων, ο.τ.α. και ν.π.δ.δ., των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς τη φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους. Όλες οι προαναφερθείσες Κ.Υ.Α. έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Οι διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 Ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κλπ), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της παροχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Ετσι με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου
επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1- 2004) οι ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 παρ. 4 του ίδιου νόμου). Εξάλλου, με το Ν. 1069/1980 προβλέφθηκε η σύσταση δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και ορίσθηκε ότι το προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών θα συνδέεται με αυτές με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ οι εργασιακές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών, θα διέπονται από Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, ανά επιχείρηση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 1 εδ. α` και β` του ανωτέρω νόμου, "Δια την άσκησιν των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος υδρεύσεως και αποχετεύσεως οικιστικών κέντρων της Χώρας, εξαιρέσει των πόλεων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βόλου και των μειζόνων αυτών περιοχών, δύναται να συνιστώνται κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις έκαστον Δήμον ή Κοινότητα της Χώρας ή υπό πλειόνων Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων ενιαίαι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως. Αι ανωτέρω Επιχειρήσεις αποτελούν ίδια Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, κοινωφελούς χαρακτήρος, διεπόμενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπό νόμου". Με το άρθρο 7 1 του ιδίου Νόμου ορίσθηκε ότι "Δι` Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας, συντασσομένου δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως, εγκρινομένης υπό του Υπουργού Εσωτερικών μετά γνώμην των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, καθορίζεται η οργάνωσις, η σύνθεσις και η αρμοδιότης των υπηρεσιών, ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού, αναλόγως προς τας ανάγκας της επιχειρήσεως, η κατά μισθολογικά κλιμάκια κατανομή των θέσεων του προσωπικού καθ` ομάδας ειδικοτήτων και αναλόγως της βαθμίδος εκπαιδεύσεως, αι αποδοχαί, ως και ο τρόπος προσλήψεως και απολύσεως και το αρμόδιον προς τούτο όργανον", ενώ με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι "το κατά την προηγουμένην παράγραφον προσωπικόν της επιχειρήσεως συνδέεται μετ` αυτής δια συμβάσεως εργασίας Ιδιωτικού δικαίου..." Σύμφωνα με τις τελευταίες διατάξεις (Ν. 10691980), συστήθηκε η εναγομένη επιχείρηση "ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ...", ως δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, ανεξάρτητο και αυτοτελές ΝΠIΔ. Μάλιστα για τη λειτουργία της επιχείρησης συντάχθηκε κατ` αρχήν κατά το άρθρο 7 του Ν. 1069/1980 με την υπ` αριθ. 33/1996 απόφαση του ΔΣ Της.., που εγκρίθηκε με την υπ` αριθ. πρωτ. 15967/1996 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου, Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της επιχείρησης, ο οποίος τροποποιήθηκε και ανασυντάχθηκε, όπως ισχύει σήμερα, με την υπ` αριθ. 44/2001 απόφαση του ΔΣ της.., που επικυρώθηκε με την υπ` αριθ. 493/2001 απόφαση του ΔΣ του Δήμου... και εγκρίθηκε με την υπ` αριθ. 16110/2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου. Κατά τις διαλαμβανόμενες ρυθμίσεις του ισχύοντος
ΟΕΥ, οι αποδοχές του προσωπικού της.., καθορίζονται αποκλειστικά ως ακολούθως: α) κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ισχύοντος Οργανισμού της.., οι υπάλληλοι αυτής αμείβονται με ΣΣΕ της ΠΟΕ-ΔΕΥΑ ή της ειδικότητάς τους, ή με ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις ή με επιχειρησιακή σύμβαση, μετά από συμφωνία διοίκησης και εργαζομένων, β) για το διάστημα από 1.11.2004 έως 31.12.2005 ίσχυαν οι από 26.3.2004 και 19.5.2005 ΣΣΕ της ΠΟΕ-ΔΕΥΑ και γ) περαιτέρω κατά το άρθρο 1 των μεταξύ της.. και του σωματείου εργαζομένων από 19.7.2006 και 11.10.2007 επιχειρησιακών ΣΣΕ ετήσιας διάρκειας, στους όρους της σύμβασης αυτής υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι όλων των ειδικοτήτων στη... με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, οι εργαζόμενοι στην ως άνω επιχείρηση, δεν αμείβονται με τις διατάξεις του Ν.2470/1997 (αναμόρφωση μισθολογίου της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις). Ενόψει των προαναφερόμενων ρυθμίσεων, τόσο ως προς τη φύση της αναιρεσίβλητης, ως ΝΠΙΔ και των υπαλλήλων του, ως συνδεομένων με αυτήν με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όσο και με τον φορέα (ΔΣ), που είναι επιφορτισμένος να καθορίζει τη μισθολογική κατάσταση του άνω προσωπικού, με τις αναφερόμενες πιο πάνω μερικότερες ρυθμίσεις, αλλά και με βάση το σαφές περιεχόμενο του Ν. 3016/2002, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης με το να προβλέψει τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος στους τακτικούς υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου ή τους απασχολούμενους σε ΝΠΔΔ, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, προεχόντως, οι ρυθμίσεις αυτές αναφέρονται σε κατηγορία υπαλλήλων συνδεομένων με σχέση δημοσίου δικαίου, η οποία είναι διάφορος και δικαιολογεί άλλη μεταχείριση, από την κατηγορία των υπαλλήλων με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Το ότι η ειδική αυτή αποζημίωση χορηγήθηκε και σε άλλους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. με Κ.ΥΑ, η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος μη επεκτείνοντας τη χορήγηση της ίδιας αποζημίωσης και στους υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης, διότι είναι διάφορος ο ρυθμιστικός παράγοντας της μισθολογικής καταστάσεως του εν λόγω προσωπικού στις πρώτες από την τελευταία περίπτωση. Η επίκληση των προνομίων των που έχουν παραχωρηθεί, στις εν λόγω επιχειρήσεις με το άρθρο 24 του Ν. 1069/1980, για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δηλ. αρμοδιότητα που προσιδιάζει σε δημόσια αρχή, δεν μεταβάλλει την ως άνω άποψη, καθόσον, μόνο κατά τούτο οι επιχειρήσεις αυτές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ενεργούν ως ΝΠΔΔ, χωρίς να αποβάλλουν κατά τα λοιπά το χαρακτήρα τους, ως ΝΠΙΔ (ΣτΕ ΟΛ. 108/1991), όπως στην κρινόμενη περίπτωση, ενόψει του ότι, ο ιδρυτικός της αναιρεσίβλητης νόμος, εκτός της εν λόγω διατάξεως, καθώς και το εγκεκριμένο καταστατικό αναιρεσίβλητης, περιέχουν ειδικές διατάξεις που καθιερώθηκαν για την εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης, υπό την μορφή του ΝΠΙΔ και υπό καθεστώς οικονομικής αυτονομίας. Στην προκειμένη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες με την αγωγή τους επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεταν ότι εργάζονται στην εναγομένη με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, υπαγόμενοι μισθολογικά άπαντες στο καθεστώς των νόμων 2470/1997 και
3205/2003 και ζήτησαν να τους καταβληθεί η πρόσθετη μηνιαία μισθολογική παροχή του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 την οποία τους οφείλει η εναγομένη, από το νόμο και με βάση της αρχή της ίσης μεταχείρισης, ύψους 176 ευρώ και συνολικά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 8.062 ευρώ για έκαστο, για το χρονικό διάστημα των ετών 2004, 2005, 2006 και μέχρι και το Μάρτιο του 2007 (συνολικά 39 μήνες). Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 218/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Τρίπολης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, ενώ συμψηφίσθηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά δε της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση εκ μέρους της ηττηθείσας εναγομένης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας, ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα ακόλουθα: "Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη δημοτική επιχείρηση, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Η εναγομένη... έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1069/1980, ως δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, ανεξάρτητο και αυτοτελές ΝΓΠΔ. Μάλιστα για τη λειτουργία της επιχείρησης συντάχθηκε κατ` αρχήν κατά το άρθρο 7 του Ν. 1069/1980 με την υπ` αριθ. 33/1996 απόφαση του ΔΣ της..., που εγκρίθηκε με την υπ` αριθ. πρωτ. 15967/1996 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου, Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της επιχείρησης, ο οποίος τροποποιήθηκε και ανασυντάχθηκε, όπως ισχύει σήμερα, με την υπ` αριθ. 44/2001 απόφαση του ΔΣ της.., που επικυρώθηκε με την υπ` αριθ. 493/2001 απόφαση του ΔΣ του Δήμου Τρίπολης και εγκρίθηκε με την υπ` αριθ. 16110/2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου. Κατά τις διαλαμβανόμενες ρυθμίσεις του ισχύοντος ΟΕΥ, οι αποδοχές του προσωπικού της.., άρα και των εναγόντων, καθορίζονται αποκλειστικά ως ακολούθως: α) κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του ισχύοντος Οργανισμού της..., οι υπάλληλοι αυτής αμείβονται με ΣΣΕ της ΠΟΕ- ΔΕΥΑ ή της ειδικότητάς τους, ή με ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις ή με επιχειρησιακή σύμβαση, μετά από συμφωνία διοίκησης και εργαζομένων, β) για το διάστημα από 1.11.2004 έως 31.12.2005 ίσχυαν οι από 26.3.2004 και 19.5.2005 ΣΣΕ της ΠΟΕ- ΔΕΥΑ και γ) περαιτέρω κατά το άρθρο 1 των μεταξύ της... και του σωματείου εργαζομένων από 19.7.2006 και 11.10.2007 επιχειρησιακών ΣΣΕ ετήσιας διάρκειας, στους όρους της σύμβασης αυτής υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι όλων των ειδικοτήτων στη.. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Η προαναφερόμενη δε αρχή της ισότητας, δεν έχει εφαρμογή, όταν διαφέρει ο ρυθμιστικός παράγοντας, που καθορίζει τη μισθολογική κατάσταση των υπαλλήλων δύο διαφορετικών κατηγοριών (στην περίπτωση των υπαλλήλων στη... με κλαδική ΣΣΕ ή ΟΕΥ και στην περίπτωση των λοιπών υπαλλήλων ΟΤΑ με κανονιστική διοικητική πράξη με νομική εξουσιοδότηση)" Συνεπώς εν προκειμένω, για τους ενάγοντες εργαζομένους στη..., δεν μπορούν να τύχουν απευθείας εφαρμογής στις εργασιακές σχέσεις τους, οι όροι αμοιβής του προσωπικού του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, είτε οι όροι αυτοί καθορίσθηκαν με διατάξεις νόμου είτε με εθνικές ή κλαδικές ΣΣΕ, ενώ και ο ΟΕΥ της.. δεν εξομοιώνει μισθολογικά τους υπαλλήλους της... με τους υπαλλήλους των ΟΤΑ, ώστε να γίνει λόγος για εφαρμογή του ενιαίου
μισθολογίου του Δημοσίου και για τους ενάγοντες". Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε τυπικά κι κατ` ουσία την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε δεχτεί την αγωγή, στη συνέχεια απέρριψε αυτήν, ως κατ` ουσία αβάσιμη. Με τις κρίσεις του αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού, υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές, η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται, ενόψει ότι οι αναιρεσείοντες ως εργαζόμενοι σε ΝΠΙΔ, ανήκουν σε διαφορετική μισθολογική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του Δημοσίου των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, στους οποίους, προβλέφθηκε να χορηγηθεί η εν λόγω παροχή. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από ον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. τέλος, Τέλος, η δικαστική δαπάνη, βαρύνει τους αναιρεσείοντες, ως ηττώμενους διαδίκους, θα επιβληθεί όμως μειωμένη, κατ` άρθρο 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006), λόγω της δικονομικής ισότητας των διαδίκων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-9-2011 αίτηση αναιρέσεως της υπ` αρ. 15/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντες τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.