http://hallofpeople.com/gr/bio/beckett.php ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ (αναδημοσίευση από alphafreepress.gr/mia-prospatheia-ermineias-touperimenontas-ton-gkondo/.) Δύο κουρασμένοι και βαριεστημένοι αλήτες περιμένουν τον Γκοντό, ο οποίος αναφέρεται συνεχώς, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται. Αντιθέτως, εμφανίζεται ένα παράξενο ζευγάρι περιπλανώμενων, ο αρχοντικός Ποτζό με τον Λάκυ, που, δεμένος με ένα σκοινί, υπακούει τυφλά στις εντολές του Ποτζό, σαν ένα πιστό σκυλί. Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, ο Ντιντί και ο Γκογκό (υποκοριστικά του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ), αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο να κρεμαστούν από ένα δέντρο ή να περιμένουν τον Γκοντό (το σύμβολο μιας ανώτερης δύναμης), εκφράζοντας την φιλοσοφική θεωρία του Παραλόγου (absurdism), η οποία κηρύσσει, ότι η ζωή είναι άσκοπη και χωρίς νόημα. Tρεις είναι οι πιθανές αντιδράσεις σε αυτή την κατάσταση, σύμφωνα με την ανωτέρω φιλοσοφία: η αυτοκτονία, η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη ή η αποδοχή του κόσμου, όπως είναι. Ο Αλμπέρ Καμύ, με μια φράση του, εκφράζει άψογα, όσα προσπαθεί να πει ο Μπέκετ στο έργο: «Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;»
Η κριτικός Βίβιαν Μερσιέ περιέγραψε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ως ένα έργο, το οποίο κατάφερε κάτι θεωρητικά αδύνατο να είναι ένα έργο στο οποίο δεν γίνεται τίποτα και όμως να κρατά το κοινό στην θέση του. Και η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια, μιας και στο μεγαλύτερο μέρος του έργου οι δύο βαριεστημένοι ήρωες κουβεντιάζουν για ανούσια (επιφανειακά τουλάχιστον) θέματα («προτιμάς να φας ραπανάκι ή καρότο;»), χωρίς ειρμό και συγκεκριμένο σκοπό. Το έργο είναι διάσημο κυρίως για τις πολλαπλές ερμηνείες του. Σχεδόν για κάθε στοιχείο του έργου υπάρχει και μια προτεινόμενη θεωρία σχετικά με το τί συμβολίζει: είναι ο Γκοντό σύμβολο για τον Θεό (God); είναι ο Γκογκό και ο Ντιντί το ίδιο ον, χωρισμένο σε σώμα και πνεύμα; Είναι η σχέση μεταξύ Ποτζό και Λάκυ η μελλοντική μορφή, που θα πάρει η συμβιωτική σχέση Γκογκό και Ντιντί; Είναι τα ονόματα Γκογκό και Ντιντί κωδικοποιημένες ονομασίες των φροϋδικών Ego και Id; Και πολλά άλλα (μερικοί θεωρούν, ότι ακόμα και τα καπέλα, που φοράνε οι χαρακτήρες, παραπέμπουν στους παλιούς και δημοφιλείς κινηματογραφικούς χαρακτήρες του «Χοντρού και του Λιγνού»). Αποσπάσματα, Αναδημοσίευση από: lyk-peir-anavr.att.sch.gr/lessons/09project/b_class/2013-2014/05_diamesi_absurd.pdf ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: "Τούτη τη στιγμή, όμως, σε τούτη εδώ την άκρη, η ανθρωπότητα ολόκληρη είμαστε εμείς, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ας σπεύσουμε να επωφεληθούμε, λοιπόν, πριν είναι πολύ αργά! Ας εκπροσωπήσουμε επάξια κι εμείς για μια φορά τη σιχαμένη φάρα είς την οποίαν μάς έριξε ή μαύρη μας μοίρα! Τί λες και συ; ( Ό Εστραγκόν δε λέει τίποτα.) Είναι βέβαια αλήθεια ότι καθήμενοι εδώ με τα χέρια σταυρωμένα και σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά τιμάμε εξ ίσου το είδος μας. Ή τίγρη
δεν κάθεται ποτέ να το σκεφτεί, ή τρέχει να βοηθήσει τούς ομοίους της, ή χώνεται στην πλησιέστερη λόχμη. Αλλά το θέμα δεν είν' αυτό. Το θέμα είναι τί κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα, ιδού ή απορία. Και έχουμε την ευτυχία να ξέρουμε την απάντηση. Ναι, μέσα σ' αυτή την απέραντη σύγχυση, ένα είναι ξεκάθαρο: Περιμένουμε να έρθει 'ο Γκοντό... ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Ά, ναι. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ή το σκοτάδι. Το βέβαιο είναι πώς οι ώρες είναι ατελείωτες, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμε με διάφορα καμώματα πού, πώς, να το πω, πού μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν λογικά, μέχρι πού μάς γίνονται συνήθεια. Θα μού πεις, βέβαια, πώς το κάνουμε για να μη χάσουμε τα λογικά μας. Αναμφισβήτητα. Μήπως όμως δεν έχουμε κιόλας χαθεί στα αέναα κι ανήλιαγα αβυσσαλέα βάθη; Αυτό λέω καμιά φορά με το νου μου. Παρακολουθείς το συλλογισμό μου ; ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Όλοι μας γεννιόμαστε τρελοί. Και μερικοί παραμένουν διά βίου. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ανέβασε τα βρακιά σου. EΣΤΡΑΓΚΟΝ: Ά ναι. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Λοιπόν, φεύγουμε; ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Πάμε.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Είπε κατά τις τρεις. (κοιτάζουνε στο δέντρο). Βλέπεις κανένα άλλο; ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Τι είναι; ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν ξέρω. Ιτιά. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Που ναι τα φύλλα; ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Θα μαραθήκανε. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Δε κλαίει πια. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ή ίσως δεν είναι η εποχή. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Μου φαίνεται περισσότερο σα θάμνος. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Χαμόδεντρο. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σα θάμνος. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Α! Τι υπαινίσσεσαι; Πως ήρθαμε σε λάθος μέρος; ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Θα πρεπε να βρίσκεται εδώ. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν είπε στα σίγουρα πως θα ρχότανε. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κι αν δεν έρθει; ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Θα ξανάρθουμε αύριο. ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Και ύστερα μεθαύριο.
Αποσπάσματα από το "Περιμένοντας τον Γκοντό" μετάφραση Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις Κρύσταλο, Αθήνα 1984. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μήπως κοιμόνουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότσζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο. Καβάλα σ ένα τάφο και δύσκολη η γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, α τον να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Τι είπα;