Άγκιστρο: το λεγόμενο "γατζάκι", συντελεί στη συγκράτηση μίας μερικής οδοντοστοιχίας Αδαμαντίνη (σμάλτο) : η σκληρή και λευκή ουσία που καλύπτει εξωτερικά τη μύλη του κάθε δοντιού Αμάλγαμα : ένα από τα πιο δημοφιλή υλικά που χρησιμοποιούμε για την έμφραξη ενός δοντιού Ανατολή δοντιών : η διαδικασία εμφάνισης ενός δοντιού στη στοματική κοιλότητα Ανιχνευτήρας : μυτερό οδοντιατρικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για να εξετάζουμε τις επιφάνειες των δοντιών Απόξεση φατνίου : η αφαίρεση του νεκρωμένου ιστού από το εσωτερικό ενός φατνίου Αποτρύγωση (οδόντων) : η αφαίρεση της τρυγίας (πέτρας) των δοντιών από τον Οδοντίατρο Απόστημα (οδοντικό) : η φλεγμονή που συνήθως προσβάλλει ένα δόντι με προχωρημένη τερηδόνα. Συχνά συνοδεύεται από οίδημα (πρήξιμο) και άλλα δυσάρεστα συμπτώματα Απόστημα (περιοδοντικό) : παρόμοια με την παραπάνω φλεγμονή αλλά συνήθως πιο ήπιας μορφής. Δεν οφείλεται σε τερηδόνα αλλά σε φλεγμονή του περιοδοντίου Βρουξισμός : η φθορά των δοντιών, συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου Γέφυρα : μία συσκευή που αντικαθιστά ένα ή περισσότερα ελλείποντα δόντια Γνάθος : το σαγόνι. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γνάθο Γομφίοι (τραπεζίτες) : μία από τις 4 ομάδες των δοντιών Δευτερογενής τερηδόνα : η τερηδόνα που εμφανίζεται γύρω ή κάτω από μία αποκατάσταση (π.χ. έμφραξη) Δυσχρωμία (οδόντων) : η αλλαγή του φυσικού χρώματος ενός δοντιού Δυσλειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης : ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ορισμένες διαταραχές στις αρθρώσεις των γνάθων ή στους μύες που ελέγχουν τις κινήσεις τους Έγκλειστο (δόντι) : ένα δόντι το οποίο βρίσκεται μέσα στο οστό της γνάθου και δεν έχει ανατείλει καθόλου στο στόμα 1 / 5
Έμφραξη (σφράγισμα) : η διαδικασία αναπλήρωσης του κατεστραμμένου τμήματος ενός δοντιού με την χρησιμοποίηση ειδικών υλικών Εμφυτεύματα (οδοντικά) : μεταλλικοί κοχλίες ειδικής κατασκευής που τοποθετούνται χειρουργικά στο οστό της γνάθου στη θέση δοντιών που χάθηκαν Ενδιάμεσο : το κάθε τεχνητό δόντι μιας γέφυρας Ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση) : η θεραπεία που ακολουθείται όταν μολυνθεί ο πολφός ενός δοντιού από τερηδόνα, από κάταγμα κλπ. Ημιέγκλειστο (δόντι) : ένα δόντι το οποίο βρίσκεται εν μέρει μέσα στο οστό της γνάθου. Συχνά προσβάλλεται από μία φλεγμονή, την περιστεφανίτιδα Ιατρικό ιστορικό : το ειδικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώνει ο ασθενής και αφορά τη γενική κατάσταση της υγείας του Κροταφογναθική διάρθρωση : η άρθρωση που ενώνει το οστό της γνάθου με το κρανίο Κυνόδοντες : μία από τις 4 ομάδες των δοντιών Κύστη : σάκος γεμάτος υγρό Λεύκανση (οδόντων) : μέθοδος αλλαγής του χρώματος ενός δοντιού για αισθητικούς λόγους Μεσοδόντια διαστήματα : τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια Μερική οδοντοστοιχία : μία τεχνητή και κινητή αποκατάσταση η οποία τοποθετείται σε περιπτώσεις απώλειας ορισμένων δοντιών όταν η κατασκευή γέφυρας δεν είναι εφικτή Μύλη (οδόντος) : το τμήμα του δοντιού που είναι ορατό στο στόμα Νάρθηκας νυκτός : συσκευή από ειδικό υλικό που τοποθετείται στα άνω και κάτω δόντια κατά τη διάρκεια του ύπνου για να αποτρέψει την αποτριβή τους Νάρθηκας (οδοντικός) : ειδική συσκευή που τοποθετείται επάνω στα δόντια για διάφορους λόγους (π.χ. για λεύκανση, για προστασία των δοντιών στα σπορ κλπ.) Νεογιλά (δόντια) : τα πρώτα δόντια του ανθρώπου, είκοσι συνολικά. Νήμα (οδοντικό) : συμπληρωματικό μέσο στοματικής υγιεινής. Πολύτιμο για την αφαίρεση της πλάκας που συσσωρεύεται στα μεσοδόντια διαστήματα Νωδότητα : η κατάσταση απώλειας ενός ή περισσοτέρων δοντιών. Αν χαθούν όλα τα δόντια τότεμιλάμε για ολική νωδότητα ενώ αν χαθεί ένας ορισμένος αριθμός δοντιών 2 / 5
μιλάμε για μερική νωδότητα Ξηροστομία : η μειωμένη έκκριση σάλιου στο στόμα Ξυλοκαΐνη : ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα αναισθητικά Οδοντιατρικό ιστορικό : το ερωτηματολόγιο στο οποίο απαντά ο ασθενής και αφορά την κατάσταση της υγείας των δοντιών του Οδοντίνη : μία από τις σκληρές ουσίες του δοντιού. Βρίσκεται ανάμεσα στην αδαμαντίνη και τον πολφό Οίδημα : το κοινώς λεγόμενο πρήξιμο, που συνήθως εμφανίζεται στο τελικό στάδιο καταστροφής ενός δοντιού Ολική οδοντοστοιχία : μία τεχνητή και κινητή αποκατάσταση που τοποθετείται σε περιπτώσεις απώλειας όλων των δοντιών Οστεΐνη : μία από τις σκληρές ουσίες του δοντιού Ουδέτερο στρώμα : μία ειδική ουσία που τοποθετείται κάτω από μία έμφραξη ή στεφάνη προκειμένου να προστατέψει τον πολφό του δοντιού. Ουλεκτομή : μία μικρή χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται ένα τμήμα των ούλων Ουλίτιδα : μία από τις πιο διαδεδομένες φλεγμονές. Προσβάλει τα ούλα και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως αιμορραγία κατά το βούρτσισμα και ερυθρότητα Ουλοδοντική σχισμή : είναι η σχισμή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δόντια και στα ούλα Περιοδόντιο : το σύνολο των ιστών που περιβάλλουν κάθε δόντι Περιοδοντίτιδα : η φλεγμονή του περιοδοντίου και εξελικτικό στάδιο της ουλίτιδας Περιστεφανίτιδα : η φλεγμονή που αναπτύσσεται γύρω από έναν ημιέγκλειστο σωφρονιστήρα (φρονιμίτη) Πλάκα (οδοντική) : μία μαλακή και άμορφη μάζα που συσσωρεύεται στα δόντια μετά από κάθε γεύμα. Μπορεί να αφαιρεθεί από τον ασθενή με σωστό βούρτσισμα Πολφίτιδα : η φλεγμονή του πολφού ενός δοντιού Πολφός (οδοντικός) : η μοναδική μαλακή ουσία του δοντιού. Βρίσκεται στο κέντρο του δοντιού και είναι υπεύθυνος για την πλάση, την αίσθηση, τη θρέψη και την άμυνα του 3 / 5
δοντιού Προγόμφιοι : μία από τις 4 ομάδες των δοντιών Προληπτική έμφραξη ( sealant): Ρίζα (οδόντος) : το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται κάτω από τα ούλα και μέσα στο οστό της γνάθου Σιελόρροια : η αυξημένη παραγωγή σάλιου Στελεχιαία αναισθησία : η αναισθητοποίηση ενός μεγάλου νευρικού στελέχους, με αποτέλεσμα να μουδιάζει μία μεγάλη περιοχή του σώματος Στεφάνη (θήκη) : ένα είδος τεχνητής μύλης που κατασκευάζεται και τοποθετείται σε ένα δόντι για να το προστατεύσει από σπάσιμο ή τερηδονισμό Σωφρονιστήρας : ο λεγόμενος φρονιμίτης, δηλαδή ο τρίτος κατά σειρά γομφίος Στίλβωση (οδόντων) : το γυάλισμα των δοντιών. Συνήθως γίνεται με τη χρήση ειδικής πάστας Στήριγμα : το κάθε δόντι στο οποίο στηρίζεται μία γέφυρα Στοματικό διάλυμα : υγρό ειδικής σύνθεσης που χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό μέσο στοματικής υγιεινής Σύνθετη ρητίνη : μία ειδική πάστα που χρησιμοποιείται ως υλικό έμφραξης Τερηδόνα : μια πάθηση των σκληρών ιστών του δοντιού και κυριότερη αιτία καταστροφής του Τομείς (κοπτήρες) : μία από τις 4 ομάδες των δοντιών Τρυγία (πέτρα) : ουσία ανάλογη της πλάκας αλλά με σκληρή σύσταση. Δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον ίδιο τον ασθενή Υδράργυρος : ένα από τα συστατικά του αμαλγάματος. Έχει κατηγορηθεί για τοξική δράση στον οργανισμό Υφίζηση : ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την υποχώρηση των ούλων Φατνιακό οστό : το οστό που περιβάλλει τις ρίζες των δοντιών Φατνίο : ειδική υποδοχή στο οστό της γνάθου μέσα στην οποία είναι τοποθετημένο το δόντι 4 / 5
Φθόριο : χημικό στοιχείο που βοηθά στην καταπολέμηση της τερηδόνας Φθορίωση νερού : η διαδικασία ενσωμάτωσης φθορίου στο πόσιμο νερό για την καταπολέμηση της τερηδόνας του γενικού πληθυσμού 5 / 5