Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους (Νόμος της Επιδαύρου ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος)

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης

Η γένεση του Κανονισµού της Βουλής ως πολιτική αναγκαιότητα. Η σηµασία του.

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Ενότητα 6 η : Αντιπροσωπευτική Αρχή Εκλογικό Σώμα Δημοψήφισμα

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

1 η Γραπτή Εργασία. Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Ενότητα 7 η : Αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας Το εκλογικό σύστημα Η αρχή του πολυκομματισμού

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Η ΤΡΟΠΟΠΟΊΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΎ ΤΗΣ ΒΟΥΛΉΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2010: ΈΝΑΣ ΑΠΡΌΣΜΕΝΟΣ «ΔΙΆΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΎ ΝΟΜΟΘΈΤΗ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΘΈΤΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΎ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Μ Ε Ν Ε Σ Ρ Υ Θ Μ Ι Σ Ε Ι Σ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΟΤΑ

Υπεύθυνος Καθηγητής: ηµητρόπουλος Ανδρέας. Ονοµατεπώνυµο: Τσιµά Ανθούλα Αριθµός Μητρώου: Τηλέφωνο: Εξάµηνο: Α

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Οι Έλληνες παίρνουν θέση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Σύνταγμα και Δημόσια Διοίκηση

Αιτιολόγηση: Το κίνημα στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1909.

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

9ο Κεφάλαιο (σελ )

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Κανονισμός Δημοτικού Συμβουλίου Νέων Θεσσαλονίκης

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ 1

Transcript:

Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗ ΕΛΕΝΗ Α.Μ. 1340201200.302 Εργασία στο Συνταγματικό Δίκαιο Υπεύθυνος καθηγητής: Δημητρόπουλος Ανδρέας Τμήμα Νομικής Σχολή Νομικών-Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών Ιανουάριος, 2013

Πίνακας περιεχομένων ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 4 1. Το Θέμα... 4 2: Κοινοβουλευτικοί κανόνες και ΚτΒ... 5 3. Αρχή της αυτονομίας της Βουλής... 6 4. Το γενικό περιεχόμενο του ΚτΒ- Η διάρθρωσή του... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ... 8 1. Τα πρώτα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας (1.822-1.828)... 8 i. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1.822)... 8 ii. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1.827)... 8 2. Η περίοδος της μοναρχίας (1.832-1.864)... 9 i. Απόλυτη μοναρχία (1.832-1.843)... 9 ii. Συνταγματική μοναρχία (1.843-1.864)... 9 3. Η περίοδος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας... 10 i. Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)... 10 ii. Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1927) 10 iii. Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967)... 11 4. Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975... 11 i. Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)... 11 ii. Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)... 12 iii. Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)... 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ - ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ... 12

1. Γενική διάκριση των κανονισμών των αντιπροσωπευτικών σωμάτων... 12 i. Κανονισμοί κοινοβουλευτικής εργασίας ή Κανονισμοί της Βουλής (ΚτΒ)... 12 ii. Κανονισμοί συντακτικής και αναθεωρητικής εξουσίας... 13 iii. Κανονισμοί νομοθετικής εξουσίας... 13 2. Οι διακρίσεις των ΚτΒ... 14 i. Προσωρινοί και Οριστικοί ΚτΒ... 14 ii. ΚτΒ περιορισμένης διάρκειας και διαρκείς... 14 iii. Διάκριση σε κατά κυριολεξία ΚτΒ και σε οργανισμό της Βουλής ή υπηρεσιακό ΚτΒ... 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚτΒ... 15 1. Η νομική φύση του ΚτΒ... 15 i. Οι ιδιαιτερότητες του ΚτΒ σε σχέση με τους τυπικούς νόμους... 15 2. Ζητήματα Ιεραρχίας... 17 i. Η κρατούσα άποψη- Ο ΚτΒ ως υποδεέστερος του τυπικού νόμου... 17 ii. Ο ΚτΒ ως ισόκυρος των τυπικών νόμων... 17 iii. Ανυπαρξία ζητήματος ιεραρχίας ΚτΒ και τυπικών νόμων...18 iv. Σύγκρουση ΚτΒ και τυπικών νόμων...18 3. Η σύγχρονη άποψη για τη νομική φύση του ΚτΒ... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ - Ο ΚΤΒ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ 1.975/1.987/2.001/2.010... 19 1. Ο ΚτΒ του 1.975... 19 i. H διαδικασία θέσπισής του... 19 ii. Το περιεχόμενο του ΚτΒ του 1.975... 20 2. Ο ΚτΒ του 1.987... 21 i. Γένεση και διαδικασία κατάρτισης... 21 ii. Το περιεχόμενο του Κανονισμού του 1.987... 22 3. Ο ΚτΒ του 2.001... 28 i. Γένεση του ΚτΒ του 2.001... 28 ii. To εύρος των τροποποιήσεων του ΚτΒ του 2.001... 28 iii. Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις του ΚτΒ του 2.001... 29 4. Ο ΚτΒ του 2.010... 32 i. Γένεση... 32 ii. Σημαντικότερες τροποποιήσεις του ΚτΒ 2.010... 32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ... 35 1. Παθολογία του ΚτΒ - ο αυτοέλεγχος ως συνέπεια της αυτονομίας... 35 2. Παραδείγματα προβλημάτων που προκύπτουν από τον αυτοέλεγχο του ΚτΒ-ενδεικτικές λύσεις... 35

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ... 37 Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ - ΠΕΡΙΛΗΨΗ...38 STANDING ORDERS OF THE HELLENIC PARLIAMENT - SUMMARY...38 ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 38 Συντομογραφίες: Άρθρ. άρθρο Έκδ. έκδοση Έδ. εδάφιο ΚτΒ Κανονισμός της Βουλής ό.π. όπου παραπάνω ΠτΔ Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΠτΒ Πρόεδρος της Βουλής Σελ. σελίδα τ. τόμος τεύχ. τεύχος ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Το Θέμα Το θέμα της συγκεκριμένης εργασίας αποτελεί ο Κανονισμός της Βουλής (ΚτΒ), δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται και λειτουργεί η ελληνική Βουλή. Κάθε αντιπροσωπευτικό σώμα για να εξασφαλίσει την επιτυχημένη και απρόσκοπτη λειτουργία του χρειάζεται ένα Κανονισμό, ο οποίος όπως δηλώνει και το όνομά του- περιέχει τους κανόνες που κατευθύνουν τις εργασίες του, δεδομένου ότι δε γίνονται να προβλέπονται

όλοι αναλυτικά από το Σύνταγμα. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο εκ πρώτης όψεως ίσως φαντάζει κοινό ή ελάσσονος νομικής σημασίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σημασία του ΚτΒ δεν έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί και αξιολογηθεί στη χώρα μας, παρά το ότι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις τολμούμε να πούμε- είναι μεγαλύτερη ακόμη και από τη σημασία του Συντάγματος.1 Στην προσπάθειά μας, λοιπόν, να επιτύχουμε την πληρέστερη δυνατή κατάρτιση για τον ιδιότυπο αυτό νόμο θα δώσουμε κάποια εισαγωγικά στοιχεία (κεφάλαιο 1), στη συνέχεια θα ακολουθήσει το γενικό περίγραμμα της ιστορίας των ελληνικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων (κεφάλαιο 2) προκειμένου να εντάξουμε σε αυτό τις διακρίσεις (κεφάλαιο 3) των κανονισμών, θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τη νομική του φύση (κεφάλαιο 4), θα αναλύσουμε διεξοδικότερα τους κανονισμούς στην περίοδο της δημοκρατικής σταθεροποίησης, από την αντιπολίτευση μέχρι σήμερα (κεφάλαιο 5) εξετάζοντας παράλληλα το πραγματικό περιεχόμενο του ΚτΒ όπως ισχύει μέχρι και σήμερα, και τέλος θα διατυπώσουμε τις ενστάσεις αλλά και τις προτάσεις μας για τις αδυναμίες του σημερινού ΚτΒ (κεφάλαιο 6), πριν καταλήξουμε στο γενικό συμπέρασμα της εργασίας. 2: Κοινοβουλευτικοί κανόνες και ΚτΒ Η Βουλή, ως συλλογικό, νομοθετικό και ελεγκτικό, όργανο του κράτους, αναδεικνύεται, συγκροτείται και λειτουργεί με βάση ορισμένους κανόνες. Το σύνολο αυτών των κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της, υπάγεται σε μια κατηγορία, για την οποία επικράτησε ο όρος κοινοβουλευτικό δίκαιο, και οι κανόνες αυτοί ονομάζονται κοινοβουλευτικοί. 2 Οι πλέον βασικοί κανόνες του κοινοβουλευτικού δικαίου, αυτοί που ο νομοθέτης θέλησε να έχουν αυξημένη τυπική δύναμη, βρίσκονται διατυπωμένοι μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα τμήματα Γ και Δ του Συντάγματος. 3 Δεν είναι δυνατόν όμως το Σύνταγμα να ρυθμίζει όλα τα θέματα της εσωτερικής οργάνωσης της Βουλής και γι αυτό με ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 65 1) παραπέμπει στον ΚτΒ. «Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Το Σύνταγμα, δηλαδή, θέτει τις αδρές γραμμές για την εσωτερική οργάνωση της Βουλής και ιδρύει αρμοδιότητά της να τις συμπληρώνει με Κανονισμό 4. 1 Βολουδάκης Ε., Ο Κανονισμός της Βουλής του 1.987, γ έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1.990, σελ. 9 2 Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α Θεωρητικό θεμέλιο, έκδοση Δ, Αθήνα- Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1.994, σελ. 394 3 Σημειώνεται πως το τμήμα Γ (Η Βουλή) περιέχει εξ ολοκλήρου κοινοβουλευτικούς κανόνες ενώ από το τμήμα Δ (Η Κυβέρνηση) κοινοβουλευτικοί θεωρούνται μόνο οι κανόνες που αναφέρονται στη σχέση Βουλής και Κυβέρνησης (άρθρα 84-86) 4 Παντελής Αντ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η έκδοση, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 2.007, σελ. 335

3. Αρχή της αυτονομίας της Βουλής Γενικά ο Κανονισμός κάθε νομοθετικού σώματος είναι σύνολο διατάξεων που καθορίζουν τόσο την εσωτερική οργάνωσή του όσο και τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τις κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητές του. Όπως προκύπτει από το άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος της Ελλάδας, Κανονισμός της Βουλής είναι ο ειδικός κώδικας, που καταρτίζεται από μόνη της τη Βουλή και ο οποίος ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής και των υπηρεσιών της 5. Παρατηρούμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο εξουσιοδοτεί τη Βουλή να καταρτίζει μόνη της τον Κανονισμό της χωρίς τη συνεργασία άλλου κρατικού οργάνου και το κυριότερο- χωρίς να απαιτείται η έκδοση και η δημοσίευση του Κανονισμού (ως νόμου που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή) από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 42, 1, εδ. α ). Η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό ιδίως με τη διάταξη του άρθρου 65 6 εδ.α 6 του Συντάγματος κατοχυρώνει την περίφημη αυτονομία της Βουλής σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της. Με άλλες λέξεις η διάταξη αναθέτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής τη ρύθμιση των θεμάτων, που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία της. 7 Η αυτονομία της Βουλής, η οποία είναι απόρροια της συνταγματικής πρόβλεψης για τη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26), σημαίνει ότι η Βουλή ρυθμίζει τα εσωτερικά της, «τα του οίκου της», μόνη της, χωρίς την εκτελεστική εξουσία, δεσμευόμενη μόνο από το Σύνταγμα. Η ρύθμιση αυτή περιέχεται στον εκάστοτε ΚτΒ, ο οποίος αποτελεί μια ιδιαίτερη πηγή του συνταγματικού δικαίου. Η σημασία του Κανονισμού ως πηγής του συνταγματικού δικαίου, συνίσταται στο ότι προσδιορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο το νομοθετικό σώμα στο οποίο αναφέρεται στην προκειμένη περίπτωση η Ελληνική Βουλή- ασκεί τις αρμοδιότητες που του αναθέτει το Σύνταγμα 8. Η αυτονομία της Βουλής διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική. Εσωτερική είναι η αυτονομία της Βουλής καθώς έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύνταξη του Κανονισμού της, το κύρος του οποίου δεν εξαρτάται από τη σύμπραξη κανενός άλλου οργάνου. Άρρηκτα, όμως, συνυφασμένη με την εσωτερική είναι και η εξωτερική αυτονομία της, που σημαίνει ότι απαγορεύεται να ρυθμίζονται, έστω και έμμεσα, με άλλες 5 Δημητρόπουλος Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Μέρος Β Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2.011, σελ. 915 6 «Ο Κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των Υπηρεσιών της Βουλής υπό την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της» 7 Ραϊκου Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α Εισαγωγή-Οργανωτικό μέρος, Τεύχος Α, Αθήνα- Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1.989, σελ. 163 8 Γεωργόπουλος Κ., Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, 9 η έκδοση. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1.998, σελ. 136

πολιτειακές πράξεις θέματα που ανάγονται στην εσωτερική λειτουργία της Βουλής. Η αυτονομία της Βουλής, πάντως, δεν είναι απόλυτη, καθώς κατά πρώτο λόγο οι ρυθμίσεις του Κανονισμού πρέπει να συνάδουν με το Σύνταγμα και κατά δεύτερον με το άρθρο 65 6 εδ. β 9 επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος ορισμένων μόνο πράξεων του Προέδρου της Βουλής, γεγονός που διασπά τη γενικότερη αρχή της εξωτερικής αυτονομίας. 4. Το γενικό περιεχόμενο του ΚτΒ- Η διάρθρωσή του Η αυτονομία της Βουλής έχει ως λογική της προέκταση μια άλλη αρχή: την αρχή του καθ ύλην περιορισμού του περιεχομένου του Κανονισμού μόνο σε θέματα λειτουργίας της Βουλής. Διάταξη του Κανονισμού με προεκτάσεις έξω από τη θεματολογία αυτή είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη 10. Παράλληλα το περιεχόμενο του Κανονισμού υπόκειται στους περιορισμούς του Συντάγματος. Στο άρθρο 65 1 διατυπώνεται ρητά ότι απαιτείται από το Σύνταγμα η Βουλή να θεσπίζει τον Κανονισμό της, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία της. Ως ελεύθερη λειτουργία νοείται η ελευθερία του λόγου και της ψήφου των βουλευτών, ως δημοκρατική λειτουργία η ισηγορία 11. Ο ΚτΒ παραδοσιακά περιλαμβάνει 2 μέρη. Το «Κοινοβουλευτικό Μέρος», που αποτελεί την πηγή του Συνταγματικού Δικαίου και το «Προσωπικό της Βουλής», το οποίο ενδιαφέρει κυρίως το Διοικητικό Δίκαιο. 12 Τα δύο αυτά μέρη πλέον έχουν διαχωριστεί πλήρως και αποτελούν 2 ξεχωριστά κείμενα. Το κοινοβουλευτικό κείμενο του ΚτΒ που ισχύει σήμερα, δηλαδή του Κανονισμού του 2.010, αποτελείται από 172 άρθρα που διαιρούνται σε 6 μέρη και το κάθε μέρος περιλαμβάνει τα δικά του κεφάλαια. Τα μέρη του Κανονισμού είναι τα εξής: α) Οργάνωση και λειτουργία της Βουλής (άρθρα 1-88), β) Τακτική νομοθετική διαδικασία (άρθρα 89-123), γ) Διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρα 124-138), δ) Ειδικές διαδικασίες (άρθρα 139-159), ε) Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής (άρθρα 160-163), στ) Τελικές και μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 164-172) 13. 9 «Οι πράξεις του Προέδρου που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.» 10 Τσάτσος Δ., ό.π., Τόμος Α, σελ. 397 11 Σπυρόπουλος Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2.006, σελ. 104 12 Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάκριση αυτή αντιστοιχεί στις ρυθμίσεις του άρθρου 65 1 και 6 του Συντάγματος. 13 www.hellenicparliament.gr

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΩΝ14 ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ Προτού προβούμε στις διακρίσεις των Κανονισμών των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και στις τροποποιήσεις που υπέστη ο ΚτΒ από το 1.821 ως τις μέρες μας, κρίνεται απαραίτητο να δώσουμε μια σύντομη ανασκόπηση της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, ώστε να τοποθετήσουμε τις πληροφορίες των επόμενων κεφαλαίων στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. 1. Τα πρώτα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας (1.822-1.828) i. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1.822) Η πρώτη κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». ii. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1.827) 14 Οι ιστορικές πληροφορίες αντλήθηκαν από την επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής (www.hellenicparliament.gr) καθώς και από το εξής σύγγραμα: Δημητρόπουλος Α., ό.π., σελ. 333-369

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. 2. Η περίοδος της μοναρχίας (1.832-1.864) i. Απόλυτη μοναρχία (1.832-1.843) Μετά τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, το 1.831 στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους. ii. Συνταγματική μοναρχία (1.843-1.864) Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων».

3. Η περίοδος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας i. Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909) Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση για την έξωση του Όθωνα, περιλάμβανε 110 άρθρα και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του, ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Επίσης, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. ii. Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1927) Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του. Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε ε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Οι ραγδαίες μεταβολές, όμως, (Εθνικός διχασμός, μικρασιατική καταστροφή) οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση

αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927. iii. Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967) Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 50. Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. 4. Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975 Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και εμμέσως στην τότε ΕΟΚ. i. Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986) Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό.

ii. Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001) Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα, νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή, προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. iii. Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008) Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ - ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ 1. Γενική διάκριση των κανονισμών των αντιπροσωπευτικών σωμάτων Με βάση τα δεδομένα της ελληνικής κοινοβουλευτικής και συνταγματικής πρακτικής που αναλύσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο (δεύτερο), οι Κανονισμοί των αντιπροσωπευτικών σωμάτων μπορούν να διαιρεθούν σε 3 βασικές κατηγορίες. 15 i. Κανονισμοί κοινοβουλευτικής εργασίας ή Κανονισμοί της Βουλής (ΚτΒ) 15 Για το συγκεκριμένο κεφάλαιο βλ. Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 12-18

Η συγκεκριμένη κατηγορία Κανονισμών περιέχει τους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Διακρίνεται περαιτέρω σε Κανονισμούς κοινοβουλευτικής εργασίας των τακτικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, τα οποία προβλέπονται από το εκάστοτε ισχύον Σύνταγμα (Βουλή, Γερουσία), και σε Κανονισμούς κοινοβουλευτικής εργασίας των εκτάκτων αντιπροσωπευτικών σωμάτων, όπως είναι οι Συντακτικές Συνελεύσεις. Ειδικότερα, ενώ οι Κανονισμοί της Βουλής ή της Γερουσίας ρυθμίζουν την όπως είναι εσωτερική οργάνωση και τη λειτουργία των 2 αυτών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, οι Κανονισμοί των συντακτικών συνελεύσεων ψηφίζονται κατά την έναρξη των εργασιών τους και ρυθμίζουν τη λειτουργίας τους 16, με δύο διαφορές από τους Κανονισμούς των τακτικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων: α) Δε δεσμεύονται από το Σύνταγμα, β) Έχουν περιορισμένη διάρκεια. ii. Κανονισμοί συντακτικής και αναθεωρητικής εξουσίας Κριτήριο της διάκρισης των Κανονισμών αυτών είναι το αν ρυθμίζουν την άσκηση πρωτογενούς (Κανονισμοί συντακτικής εξουσίας) ή δευτερογενούς εξουσίας (κανονισμοί αναθεωρητικής εξουσίας). Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία το 1.911 και περιέχουν τους κανόνες άσκησης του συντακτικού ή αναθεωρητικού έργου από τα έκτακτα αντιπροσωπευτικά σώματα (συντακτικές και αναθεωρητικές Βουλές). Συνοπτικά αναφέρουμε ότι συντακτικής εξουσίας είναι οι Κανονισμοί του 1.921, 1.924, 1.935 ενώ αναθεωρητικοί είναι οι Κανονισμοί του 1.911, 1.926, 1.936, 1.946, 1.951 και 1.975. iii. Κανονισμοί νομοθετικής εξουσίας Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική μας ιστορία το 1.925 και περιέχουν τους κανόνες άσκησης νομοθετικού έργου, με τη μορφή νομοθετικών διαταγμάτων, από κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς με αποφασιστική αρμοδιότητα όπως είναι οι «ειδικές κοινοβουλευτικές επιτροπές» ή «οι επιτροπές νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως». Οι Κανονισμοί νομοθετικής εργασίας διακρίνονται ανάλογα με το αν αναφέρονται στους κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς των έκτακτων αντιπροσωπευτικών σωμάτων (συντακτικές ή αναθεωρητικές Βουλές), οπότε περιέχονται στο ψήφισμα σύστασής τους, ή στους κοινοβουλευτκούς σχηματισμούς των τακτικών Βουλών. 16 Πρόκειται κυρίως για τις επαναστατικές συνελεύσεις του 1.821, 1.823, 1.826, 1.829, 1.831, 1.832 και τις Συντακτικές Συνελεύσεις του 1.843 και 1.862

2. Οι διακρίσεις των ΚτΒ Από το 1.821 ως σήμερα έχουν ψηφιστεί συνολικά 23 ΚτΒ, οι οποίοι διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες. i. Προσωρινοί και Οριστικοί ΚτΒ Οι προσωρινοί ΚτΒ ψηφίστηκαν από συντακτικές συνελεύσεις ή από τακτικές Βουλές σε μεταβατικές περιόδους της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας και είχαν ισχύ από την έναρξη των εργασιών τους ως την ψήφιση οριστικού ΚτΒ. Παραδείγματα προσωρινών Κανονισμών είναι αυτοί του 1.844, 1.862 και 1.865. Οριστικοί είναι οι Κανονισμοί που ψηφίστηκαν από τακτικές Βουλές και ίσχυσαν όλο το διάστημα της βουλευτικής περιόδου (ΚτΒ του 1.845, Ιουλίου του 1.865, 1.911, 1.927, 1.933, 1.946, 1.952, 1.964, 1.975, 1.987, 2.001, 2.010). ii. ΚτΒ περιορισμένης διάρκειας και διαρκείς Οι Κανονισμοί περιορισμένης διάρκειας ψηφίστηκαν από τις επαναστατικές συνελεύσεις και ίσχυσαν για μια βουλευτική περίοδο (ΚτΒ του 1.821, 1.823, 1.826, 1.829, 1.831, 1.832, 1.843, 1.863) ενώ οι διαρκείς ΚτΒ ψηφίστηκαν από τακτικές Βουλές και ίσχυσαν σε περισσότερες από μία βουλευτικές περιόδους. Παρατηρείται ότι οι οριστικοί ΚτΒ είναι και διαρκείς, ψηφίζονται από μία τακτική Βουλή και ισχύουν όχι μόνο για τη Βουλή που τους ψήφισε αλλά και για τις επόμενες χωρίς να χρειαστεί να εγκριθεί εκ νέου από αυτές. iii. Διάκριση σε κατά κυριολεξία ΚτΒ και σε οργανισμό της Βουλής ή υπηρεσιακό ΚτΒ Όπως έχουμε ήδη αναφέρει (κεφάλαιο 1, 3), παλαιότερα συγκεκριμένα μέχρι το 1.950- ο ΚτΒ διακρινόταν σε δύο μέρη το «Μέρος Α : κοινοβουλευτικόν», το οποίο περιείχε τους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής, και «Μέρος Β : προσωπικόν», το οποίο ρύθμιζε τα θέματα των υπαλλήλων της Βουλής. Σήμερα όμως τα δύο μέρη αποτελούν δύο αυτοτελή κείμενα με δική του διάρθρωση το καθένα, οπότε η παραπάνω διάκριση έχει χάσει το έρεισμά της. Προτιμότερη είναι κατά τον Ε. Βολουδάκη η διάκριση σε «Κατά κυριολεξία ΚτΒ» για να αντικαταστήσει το παλιότερο κοινοβουλευτικό μέρος και σε «οργανισμό της Βουλής» αντί του παλαιότερου προσωπικού μέρους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚτΒ 1. Η νομική φύση του ΚτΒ i. Οι ιδιαιτερότητες του ΚτΒ σε σχέση με τους τυπικούς νόμους Προτού αναλύσουμε τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει ο ΚτΒ σε σχέση με τους υπόλοιπους τυπικούς νόμους, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ελληνική συνταγματική επιστήμη υποστήριζε ανέκαθεν ότι ο ΚτΒ περιέχει κανόνες δικαίου, άρα είναι νόμος. Πρόκειται, όμως, για ένα νόμο που, όπως θα δούμε στη συνέχεια ( 3), χαρακτηρίστηκε «ιδιότυπος» 17, λόγω των πολλών διαφορών που παρουσίαζε με τους υπόλοιπους τυπικούς νόμους, σε αρκετά επίπεδα. Α. Έκταση της νομικής υποχρεωτικότητας των κανόνων δικαίου που περιέχει ο ΚτΒ Οι κανόνες δικαίου που περιέχει ο ΚτΒ είναι ιδιόρρυθμοι από δύο κυρίως απόψεις. Πρώτον, ρυθμίζουν κατά κανόνα οργανωτικά και διαδικαστικά ζητήματα της Βουλής, ως άμεσου κρατικού οργάνου, και δεύτερον, απευθύνονται κατ αρχήν στα μέλη της Βουλής και της Κυβέρνησης και κατ εξαίρεση στους πολίτες. 18 Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας τους καθώς και το γεγονός ότι σε αντίθεση με όλους τους όλους τυπικούς νόμους- ο ΚτΒ δεν μπορεί να ελεγχθεί από τα δικαστήρια διότι αφορά τα interna corporis της Βουλής, δεν αναιρεί τη φύση τους ως κανόνων δικαίου. Β. Το αρμόδιο όργανο για την κατάρτιση του ΚτΒ Η ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζει ότι όλοι οι τυπικοί νόμοι για να τεθούν σε ισχύ πρέπει να εκδωθούν και να δημοσιευτούν από τον ΠτΔ (άρθρο 42 1 εδ. α του Συντάγματος). Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί ο τρόπος κατάρτισης του ΚτΒ. Στη διαδικασία για τη θέσπιση του Κανονισμού μετέχει μόνο η Βουλή και καθόλου η εκτελεστική εξουσία. Η Κυβέρνηση δεν έχει 17 Σαρίπολος Ν.Ι., Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνησι, Τύποις Χ., Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, τεύχος Α, 1.851, σελ. 276 επ. 18 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 34

σχετική πρωτοβουλία, ενώ για τους νόμους έχει (άρθρο 73 1 του Συντάγματος). Την πρωτοβουλία για τον Κανονισμό την έχουν μόνο οι βουλευτές και από τους υπουργούς μόνο όσοι έχουν βουλευτική ιδιότητα. Ο Κανονισμός ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής και δημοσιεύεται μεν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά με πρωτοβουλία του Προέδρου της Βουλής και όχι του ΠτΔ. 19 Με αυτό τον τρόπο κατοχυρώνεται η αυτονομία της Βουλής που αναφέραμε παραπάνω (κεφάλαιο 1, 2). Γ. Διαδικασία θέσπισης και τροποποίησης του ΚτΒ Όσον αφορά τη θέσπιση του ΚτΒ, παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τη διαδικασία θέσπισης των άλλων τυπικών νόμων. Οι διαφορές αυτές δεν περιορίζονται μόνο στο όργανο που αναφέραμε παραπάνω αλλά επεκτείνονται και στις προϋποθέσεις και στους διαδικαστικούς τύπους που απαιτεί το Σύνταγμα για τη θέσπιση των τυπικών νόμων. Ειδικότερα, δε βρίσκουν εφαρμογή εδώ π.χ. η προηγούμενη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων (Σύνταγμα, άρθρο 73 2), ή η συνοδευτική έκθεση του γενικού λογιστηρίου του κράτους για ό,τι συνεπάγεται δημοσιονομική επιβάρυνση (άρθρο 75 1 του Συντάγματος), επειδή ακριβώς ο Κανονισμός δεν είναι τυπικός νόμος αλλά ιδιαίτερη πηγή του δικαίου. 20 Ο ΚτΒ τροποποιείται βάσει του άρθρου 118 ΚτΒ και του άρθρου 76 του Συντάγματος. Οι προτάσεις υποβάλλονται από έναν τουλάχιστον βουλευτή και παραπέμπονται στην Επιτροπή Κανονισμού της Βουλής. Η Επιτροπή υποβάλλει σχέδια μεταβολής του Κανονισμού, τα οποία εγγράφονται σε ειδική ημερήσια διάταξη, ψηφίζονται από την Ολομέλεια και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ εντός ενός μηνός από την ψήφισή τους. 21 Οι ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους τυπικούς νόμους που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη διαδικασία τροποποίησης αφορούν α) την πρωτοβουλία μεταβολής του Κανονισμού που ανήκει μόνο στη Βουλή και όχι όπως συμβαίνει με τους τυπικούς νόμους, και στη Βουλή και στην Κυβέρνηση (Σύνταγμα, άρθρο 73 1), β) οι προτάσεις τροποποίησης υποβάλλονται μόνο από τους βουλευτές ή τον ΠτΒ και όχι από τους υπουργούς, παρά μόνο αν έχουν τη βουλευτική ιδιότητα και γ) η επεξεργασία των προτάσεων μεταβολής γίνεται από την επιτροπή ΚτΒ και όχι από διαρκείς ή ειδικές επιτροπές που είναι αρμόδιες για τη γενικότερη επεξεργασία των σχεδίων και τις προτάσεις νόμων. 22 19 Παντελής Αντ., ό.π., σελ. 335 20 Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2.003, σελ.477 21 Σπυρόπουλος Φ., ό.π., σελ. 105 22 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 37

Δ. Το αντικείμενο του ΚτΒ Το περιεχόμενο του ΚτΒ το οποίο καθορίζεται από την αυτονομία της- είναι περιορισμένο καθ ύλην και κατ έκταση. Καθ ύλην, διότι αναφέρεται μόνο σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής και κατ έκταση με την έννοια ότι τα θέματα αυτά είτε δεν έχουν ρυθμιστεί καθόλου από το Σύνταγμα είτα έχουν ρυθμιστεί σε αδρές γραμμές. Με άλλα λόγια κάθε διάταξη του Κανονισμού που προσπαθεί να ρυθμίσει θέματα ξένα προς το, προβλεπόμενο περιοριστικό στο άρθρο 65 1 του Συντάγματος, αντικείμενο του είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και δεν πρέπει να εφαρμοσθεί. Αντίστροφα κάθε διάταξη τυπικού νόμου που επιχειρεί να ρυθμίσει εσωτερικό θέμα της Βουλής, είναι ανεφάρμοστη λόγω αντίθεσης προς το άρθρο 65 1 του Συντάγματος, ασχέτως αν είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη, γενικότερη ή ειδικότερη του Κανονισμού. 23 Συνάγεται επομένως το τεκμήριο αρμοδιότητας υπερ του Κανονισμού, που σημαίνει ότι με τον ΚτΒ μπορεί να ρυθμιστεί οποιοδήποτε θέμα που έχει σχέση με την οργάνωση και τη λειτουργία της Βουλής, ακόμη και όταν το Σύνταγμα δεν αναφέρεται ρητά σε αυτόν. 2. Ζητήματα Ιεραρχίας Ως προς το ζήτημα της ιεραρχίας μεταξύ του ΚτΒ και των τυπικών νόμων, έχουν διατυπωθεί περισσότερες αντιφατικές μεταξύ τους απόψεις. i. Η κρατούσα άποψη- Ο ΚτΒ ως υποδεέστερος του τυπικού νόμου Κατά την κρατούσα και μάλλον ορθότερη- άποψη, αναγνωρίζεται η τυπική υπεροχή του τυπικού νόμου απέναντι στον ΚτΒ, εξαιτίας της κατάρτισης του πρώτου με τη σύμπραξη και των δύο οργάνων της νομοθετικής εξουσίας, και της Βουλής και του ΠτΔ. 24 Την τυπική υπεροχή,πάντως, του τυπικού νόμου απέναντι στον ΚτΒ, αναγνωρίζει και η γερμανική επιστήμη όπως επίσης και το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, που έχει υιοθετήσει τη συγκεκριμένη άποψη στη νομολογία του. ii. Ο ΚτΒ ως ισόκυρος των τυπικών νόμων Κατά την αντίθετη άποψη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι τυπικοί νόμοι έχουν αυξημένη τυπική δύναμη έναντι του ΚτΒ. Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι η θέση ενός κανόνα δικαίου στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου δεν εξαρτάται από κριτήρια ποσοτικά, δηλαδή τον αριθμό των κρατικών οργάνων 23 Χρυσογόνος Κ., ό.π., σελ. 478 24 Ράϊκος Αθ., ό.π., σελ. 164

που συνέπραξαν για την παραγωγή του, ειδικά μάλιστα όταν το ένα από τα όργανα αυτά στην περίπτωσή μας ο ΠτΔ- έχει καθαρά τυπική συμμετοχή, η οποία εξαντλείται στην έκδοση και δημοσίευση των ήδη ψηφισμένων από τη Βουλή, νόμων. 25 iii. Ανυπαρξία ζητήματος ιεραρχίας ΚτΒ και τυπικών νόμων Μια Τρίτη άποψη υποστηρίζει ότι είναι άτοπο να τίθεται ζήτημα ιεραρχίας μεταξύ ΚτΒ και τυπικών νόμων, δεδομένου ότι η ύλη του Κανονισμού δεν μπορεί να ρυθμιστεί από τυπικό νόμο. Ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής δεν μπορούν να ρυθμιστούν από τυπικό νόμο παρά μόνο από τον Κανονισμό. Νόμος που θα επιχειρήσει να ρυθμίσει ένα τέτοιο ζήτημα θα είναι αντισυνταγματικός κατά παράβαση του άρθρου 65 του Συντάγματος. 26 Η άποψη αυτή, όμως, δεν είναι ικανοποιητική καθώς αντί να αντιμετωπίζει το πρόβλημα, το παρακάμπτει. Το δίκαιο αποτελεί ακριβώς ένα «σύστημα» κανόνων δικαίου, δεν μπορεί να νοηθεί ένας κανόνας δικαίου εκτός της ιεραρχίας, επομένως και οι κανόνες δικαίου του ΚτΒ μπορούν και πρέπει να ενταχθούν στο ιεραρχικό σύστημα. iv. Σύγκρουση ΚτΒ και τυπικών νόμων Από τη στιγμή που ο ΚτΒ και ο νόμος ρυθμίζουν διαφορετικά ζητήματα, σύγκρουση μεταξύ τους κατ αρχήν δε νοείται. Γι αυτό και στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζήτημα της ιεραρχίας δεν έχει καμιά πρακτική σημασία. 27 Η σύγκρουση μεταξύ ΚτΒ και τυπικού νόμου γεννάται μόνο εφόσον ταυτίζεται το ρυθμιστικό τους πεδίο και ειδικά όταν ο ΚτΒ επεκτείνεται θεματολογικά και σε θέματα πέρα από την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της Βουλής. Σε αυτή την περίπτωση η μεταξύ τους σύγκρουση αίρεται με βάση την κρατούσα άποψη (ο ΚτΒ ως υποδεέστερος του τυπικού νόμου) και με τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του κοινού νόμου και κατά του ΚτΒ. Αυτό οφείλεται στον εξαιρετικό χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 65 1 (lex specialis) απέναντι στη διάταξη του άρθρου 26 1 του Συντάγματος (lex generalis). 28 Για παράδειγμα, για τις διατάξεις που αφορούν τους μετόχους εγκλημάτων οι οποίες ρυθμίζονται και από τον ΚτΒ και από τον κοινό νόμο, επικρατεί ο κοινός νόμος. 25 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 42 26 Σπυρόπουλος Φ., ό.π., σελ. 105 27 Παντελής Αντ., ό.π., σελ. 336 28 Ράϊκος Αθ., ό.π., σελ. 163

3. Η σύγχρονη άποψη για τη νομική φύση του ΚτΒ Κατά την κρατούσα γνώμη στην ελληνική νομική επιστήμη ο ΚτΒ αποτελεί έναν ιδιότυπο (sui generis) νόμο για τους λόγους που εκθέσαμε παραπάνω ( 1 οι ιδιαιτερότητες του ΚτΒ σε σχέση με τους τυπικούς νόμους). Αν, όμως, κάνουμε δεκτή αυτή την άποψη προκύπτει η εξής αντίφαση: εφόσον ο ΚτΒ αποτελεί έναν, ιδιότυπο μεν, αλλά χωρίς αμφιβολία νόμο, πώς είναι δυνατόν να γίνει δεκτή παράλληλα και η άλλη επίσης κρατούσα στην ελληνική νομική επιστήμη άποψη- για την ανωτερότητα του τυπικού νόμου απέναντι στον ΚτΒ; Με άλλα λόγια, αφού ο ΚτΒ είναι νόμος, πώς γίνεται να βρίσκεται «κάτω» από τον κοινό νόμο και όχι σε ισοδύναμη με αυτόν ιεραρχική θέση; Η αντίφαση αυτή αίρεται αν υιοθετήσουμε την αντίληψη της γερμανικής επιστήμης και νομολογίας. Ειδικότερα, η γερμανική νομική επιστήμη θεωρεί τον ΚτΒ ένα αυτόνομο καταστατικό (autonome Satzung) το οποίο εκ φύσεως βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από εκείνη του τυπικού νόμου. Ο Κανονισμός, δηλαδή, βρίσκεται σε μία βαθμίδα κάτω από τον κοινό νόμο, στη βαθμίδα των κανονιστικών διατάξεων. 29 Αν γίνε δεκτή η παραπάνω άποψη και βρίσκουμε μια ικανοποιητική απάντηση για τη νομική φύση του ΚτΒ και αντιμετωίζεται εύστοχα η αντίφαση της ελληνικής νομικής επιστήμης που συγχέει τη νομική φύση του ΚτΒ (ιδιότυπος νόμος) με τη θέση του στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου (υποδεέστερος του τυπικού νόμου). ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ - Ο ΚΤΒ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ 1.975/1.987/2.001/2.010 Ο πρώτος ΚτΒ στην περίοδο της δημοκρατικής σταθεροποίησης, με ισχύον πολίτευμα την «Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» ίσχυσε υπό το Σύνταγμα του 1.975, ψηφίστηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1.975 και διήρκησε μέχρι τις 24 Ιουνίου 1.987, οπότε δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο νέος ΚτΒ του 1.987, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα (2.012) με τις βασικές τροποποιήσεις του 2.001 και του 2.010. Παρακάτω θα εξετάσουμε τους συγκεκριμένους Κανονισμούς ως προς τη διαδικασία θέσπισης και κυρίως ως προς το περιεχόμενο και τις βασικότερες μεταρρυθμίσεις τους. 1. Ο ΚτΒ του 1.975 i. H διαδικασία θέσπισής του 29 Δημητρόπουλος Α., ό.π., σελ. 916

Η θέσπιση του ΚτΒ του 1.975 και του 1.987 έγινε με τη «διαδικασία των κωδίκων». Στα αρνητικά της διαδικασίας αυτής που είναι αντίθετη με την κοινοβουλευτική μας παράδοση- εντάσσεται ο υπερβολικός περιορισμός του δικαιώματος λόγου των βουλευτών κατά τη συζήτηση του Κανονισμού όπως επίσης και ο αποκλεισμός υποβολής και αποδοχής τροπολογιών, γεγονός που δυσχεραίνει τη βελτίωση του κειμένου που υποβάλλεται για ψήφιση στη Βουλή. Ωστόσο, λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1.975 και της ανάγκης της νεοεκλεγείσας Βουλής να λειτουργήσει άμεσα με Κανονισμό, η επιλογή και εφαρμογή της διαδικασίας αυτής, μπορεί, για λόγους κατ επείγοντος να θεωρηθεί δικαιολογημένη. 30 ii. Το περιεχόμενο του ΚτΒ του 1.975 31 Α. Ως προς τη νομοθετική διαδικασία Γενικότερο χαρακτηριστικό του Συντάγματος του 1.975 ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Κυβέρνησης και των υπουργών στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Επιγραμματικά οι βασικότερες ρυθμίσεις ήταν ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε βουλευτή να υποβάλλει προτάσεις νόμου περιορίστηκε σε ένα ακόμη μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Χαρακτηριστικό της νομοπαραγωγικής διαδικασίας αποτελούσε ακόμη η ταχύτητα στην ψήφιση των νομοσχεδίων, η επεξεργασία των οποίων σπάνια απαιτούσε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5-8 ημερών. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές αποτελούνταν από 30 μέλη, εκ των οποίων τα 16 τουλάχιστον ορίζονταν από τον αρχηγό του κόμματος της πλειοψηφίας. Όσον αφορά τη συζήτηση και ψήφιση νομοσχεδίων, αυτή διεξαγόταν είτε στην Ολομέλεια, είτε στο 150μελές τμήμα νομοθετικής εργασίας, είτε στο 100μελές τμήμα διακοπών κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Β. Ως προς τον κοινοβουλευτικό έλεγχο Ο ΚτΒ του 1.975 προέβλεπε 4 μέσα ελέγχου: αναφορές, ερωτήσεις, επερωτήσεις και αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων. Οι αναφορές αποτελούσαν το ηπιότερο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου και συνήθως εξέφραζαν την επιθυμία να επικεντρωθεί η προσοχή του αρμόδιου υπουργού σε ένα ζήτημα τοπικής σημασίας. Οι αναφορές σπάνια κατέληγαν σε συζήτηση. 30 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 23 31 Αλιβιζάτος Ν. Κ., «Η Βουλή στην περίοδο της δημοκρατικής σταθεροποίησης 1.974-1.987», Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τ. 23-24 (1.995), σελ. 35-54

Οι ερωτήσεις ήταν κατά βάση αιτήσεις για παροχή πληροφοριών σε συγκεκριμένα θέματα. Εγγράφονταν στην ημερήσια διάταξη και αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης μόνο αν ο υπουργός δεν απαντούσε εντός 20 ημερών. Οι επερωτήσεις μόνο κατ εξαίρεση υποβάλλονταν από την αντιπολίτευση και προσπαθούσαν να επισημάνουν κίνητρα ή σκοπούς μιας κυβερνητικής πράξης ή παράλειψης. Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων μετατρέπονταν δυνητικά σε επερωτήσεις και συζητούνταν κατά προτεραιότητα, αν δεν ικανοποιούνταν εντός 20 ημερών. Μετά το 1.974 καθιερώθηκε στην πρακτική ένα νέο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, οι «προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις» που ακόμη δεν προβλέπονταν ούτε από το Σύνταγμα ούτε από τον Κανονισμό. 2. Ο ΚτΒ του 1.987 i. Γένεση και διαδικασία κατάρτισης 32 Ο ΚτΒ του 1.987 αποτελεί τον 10 ο οριστικό και διαρκή Κανονισμό της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Κατά παράδοση οι ΚτΒ δεν αλλάζουν εύκολα, όχι γιατί η διαδικασία αναθεώρησής τους είναι αυστηρή αλλά γιατί απαιτείται μια γενικότερη κομματική συναίνεση που δύσκολα πετυχαίνεται. Το 1.985, όμως, η ανάγκη προσαρμογής του ΚτΒ στο αναθεωρημένο Σύνταγμα, η κοινή διαπίστωση ότι ο ΚτΒ του 1.975 ήταν «αυταρχικός» ή «απαρχαιομένος» και οι κομματικές προσδοκίες όλων των παρατάξεων, οδήγησαν σε μία ευρύτερη κομματική συναίνεση, με αποτέλεσμα την αντικατάσταση του προηγούμενου Κανονισμού. Όσον αφορά τη διαδικασία κατάρτισης του νέου Κανονισμού, έγινε με μία ειδική διαδικασία που καθορίστηκε με την απόφαση της Ολομέλειας στις 17 Οκτωβρίου του 1.985. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε 4 στάδια, τα οποία συνοπτικά είναι τα εξής: α) την υποβολή από τα πολιτικά κόμματα και τους βουλευτές «εγγράφων εισηγήσεων και προτάσεων» αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις του υπό σύνταξη νέου Κανονισμού β) την κατάρτιση από το Προεδρείο της Βουλής ενός «προσχεδίου Κανονισμού της Βουλής» γ)την επεξεργασία και σύνταξη οριστικού σχεδίου Κανονισμού από την επιτροπή Κανονισμού που αυξήθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό δ) την «κύρωση του 32 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 45-49

οριστικού σχεδίου του Κανονισμού από την ολομέλεια της Βουλής. Ωστόσο η παραπάνω ειδική διαδικασία είχε 2 σοβαρές συνέπειες, την καθυστέρηση στην προπαρασκευή του νέου Κανονισμού (διήρκησε 17 και πλέον μήνες) και δεύτερον, την περιορισμένη συμμετοχή κομμάτων και βουλευτών στη διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου του. ii. Το περιεχόμενο του Κανονισμού του 1.987 Ο ΚτΒ είναι ο πρώτος τόσο εκτενής, λεπτομερειακός και με τάξη διαρθρωμένος Κανονισμός της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Η διαίρεση του σε 6 κεφάλαια με συνολικά 172 άρθρα ισχύει μέχρι σήμερα (κεφάλαιο 1 3). Όσον αφορά το περιεχόμενό του, ο κύριος κορμός των ρυθμίσεών του έχει παραμείνει αναλλοίωτος με εξαίρεση τις διατάξεις που προστέθηκαν, αφαιρέθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τις σημαντικές τροποποιήσεις του 2.001 και 2.010. Α. Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις του ΚτΒ 1.987 33 Οι βασικότερες μεταρρυθμίσεις του Κανονισμού του 1.987 μπορούν να διαιρεθούν σε 4 κατηγορίες: α) Μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στον εκσυγχρονισμό και τη συμπλήρωση των υπαρχόντων κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών. Στις μεταρρυθμίσεις της πρώτης κατηγορίας, που είναι και οι περισσότερες ανήκει κατ αρχήν, η διεύρυνση της διακομματικότητας του Προεδρείου της Βουλής με την προσθήκη μελών από την αντιπολίτευση (άρθρο 6 2 ΚτΒ) 34. Παράλληλα άλλαξαν οι όροι λειτουργίας των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών με την ελάττωση αριθμού τους σε 6 (αρθ. 31 1), τη δυνατότητα σύστασης ειδικών νομοπαρακευαστικών επιτροπών για την επεξεργασία συγκεκριμένων προτάσεων νόμου (αρθ.42-43) και τη λειτουργία τους με μειωμένη σύνθεση και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του τμήματος διακοπής των εργασιών της Βουλής (άρθ. 31 2 και 4). Ακόμη ο Κανονισμός εισήγαγε την ελάττωση των πειθαρχικών ποινών των βουλευτών (άρθ. 75-82), την εκλογίκευση της συζήτησης των σχεδίων και των 33 Βολουδάκης Ευαγ., ό.π., σελ. 49-55 34 Όλα τα άρθρα που θα αναφερθούν στη συνέχεια αναφέρονται στον ΚτΒ.

προτάσεων νόμων και τροπολογιών (άρθ. 95-96), την ελάττωση του χρόνου αγορεύσεων (άρθ. 97). β) Μεταρρυθμίσεις που εισάγουν νέους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και διαδικασίες. Στις μεταρρυθμίσεις της κατηγορίας αυτής μπορούν να ενταχθούν η καθιέρωση ενός νέου οργάνου της Βουλής: της Διάσκεψης των Προέδρων (άρθ. 13-14), η σύσταση επιτροπών για θέματα μεγάλου ενδιαφέροντος (άρθ. 44-45) καθώς και η καθιέρωση των επίκαιρων ερωτήσεων (άρθ. 129-131) και επερωτήσεων (άρθ. 138). γ) Μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην προσαρμογή του ΚτΒ στις διατάξεις του αναθεωρημένου Συντάγματος Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι μεταρρυθμίσεις για τις διαδικασίες συζήτησης και ψήφισης των προτάσεων του υπουργικού συμβουλίου (άρθ. 115) και των προτάσεων των βουλευτών για δημοψήφισμα (άρθ. 116) και η ρύθμιση της διαδικασίας εκλογής του ΠτΔ με φανερή ψηφοφορία. δ) Μεταρρυθμίσεις που μετατρέπουν κοινοβουλευτικά έθιμα και πρακτικές σε κοινοβουλευτικό διαδικαστικό δίκαιο Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις υπάγεται κυρίως η θεσμοποίηση της πρακτικής των «συζητήσεων προ ημερησίας διατάξεως» που, όπως αναφέραμε (κεφάλαιο 5 1) άρχισαν να εφαρμόζονται από το Σύνταγμα του 1.975 χωρίς να κατοχυρώνονται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον Κανονισμό. Β. Η οργάνωση των εργασιών της Βουλής 35 α) Προεδρείο της Βουλής Η Βουλή συγκροτείται σε σώμα με την εκλογή του Προεδρείου της κατά το άρθρο 65 2. Το Προεδρείο της Βουλής εκλέγεται από τα μέλη της και απαρτίζεται από τον ΠτΒ, πέντε αντιπροέδρους, τρεις κοσμήτορες και έξι γραμματείς (άρθ. 6 1). Το προεδρείο αποτελείται από τα μέλη των 3 μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών ομάδων (άρθ. 6 2). Σύμφωνα με το άρθρο 9 1 η θητεία του προέδρου και των αντιπροέδρων διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος ενώ η θητεία των άλλων μελών του προεδρείου διαρκεί όσο και η τακτική σύνοδος για την οποία εκλέχθηκαν. Οι αρμοδιότητες των μελών του προεδρείου της Βουλής καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12. 35 Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Έκδοση Β, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2.003, σελ. 210-216

Ο Πρόεδρος της Βουλής και οι επτά Αντιπρόεδροι εκλέγονται στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, και για όλη τη διάρκεια αυτής. Η εκλογή του Προέδρου της Βουλής είναι μια από τις σημαντικές στιγμές της λειτουργίας της Βουλής. Και αυτό, όχι μόνον διότι το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής είναι αυτό καθ εαυτό σημαντικό, αλλά και γιατί η μυστική αυτή ψηφοφορία εκλογής αποτελεί την πρώτη δοκιμασία συνοχής κάθε νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο Πρόεδρος εκλέγεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλ. με 151 ψήφους). Εάν η πλειοψηφία αυτή δεν επιτευχθεί, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται, και εκλέγεται ο σχετικώς πλειοψηφήσας. Ο Πρόεδρος της Βουλής διευθύνει τις εργασίες του Σώματος, εκπροσωπεί τη Βουλή, έχει την αρμοδιότητα επιβολής πειθαρχικών ποινών σε βουλευτές και γενικότερα προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Βουλής και έχει όλες τις αρμοδιότητες που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, ο Κανονισμός ή που πηγάζουν από την αρχή της αυτονομίας της Βουλής. Πέραν αυτών, ο Πρόεδρος της Βουλής αναπληρώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν ο τελευταίος απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό, πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του. Οι Αντιπρόεδροι ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με απόφασή του ο Πρόεδρος ή που αναφέρονται στον Κανονισμό. Οι Κοσμήτορες επικουρούν τον Πρόεδρο σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Βουλής, ενώ οι Γραμματείς επικουρούν τον Πρόεδρο στις συνεδριάσεις της Βουλής και έχουν όσες άλλες αρμοδιότητες τους αναθέσει ειδικά ο Πρόεδρος β) Ολομέλεια της Βουλής Η Βουλή ασκεί τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και κατά κανόνα το νομοθετικό της έργο σε Ολομέλεια. Στην Ολομέλεια της Βουλής υπάγονται αποκλειστικά (άρθ. 72) τα θέματα με ιδιαίτερη πολιτική σημασία (Κανονισμός, ευθύνη Υπουργών, χορηγία του ΠτΔ) καθώς και κάθε θέμα που προβλέπει γι αυτό ειδικά το Σύνταγμα. Η Ολομέλεια ψηφίζει ακόμη τον προϋπολογισμό και απολογισμό του κράτους και της Βουλής. γ) Επιτροπές της Βουλής Εκτός από την Ολομέλεια, η Βουλή οργανώνεται και σε Επιτροπές. Οι επιτροπές της Βουλής έχουν ως αποστολή την άσκηση ή την προετοιμασία του νομοθετικού έργου καθώς και την υποβοήθηση της Βουλής κατά την άσκηση των υπολοίπων αρμοδιοτήτων της. Ο Πρόεδρος της Βουλής, λαμβάνοντας υπόψη τις υποδείξεις των κομμάτων, και τους ανεξάρτητους βουλευτές, συγκροτεί τις επιτροπές της Βουλής σε αριθμό βουλευτών ανάλογο με την κοινοβουλευτική δύναμη κάθε κόμματος (άρθρα 68 του Σ και 31 48 και 89-91 του ΚτΒ). Οι βασικότερες κατηγορίες επιτροπών είναι οι εξής:

Διαρκείς επιτροπές Συνιστώνται και συγκροτούνται στην αρχή κάθε τακτικής συνόδου της Βουλής με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, προκειμένου να επεξεργάζονται και να εξετάζουν σχέδια νόμων ή προτάσεις νόμων (άρθ. 31-41 KτΒ). Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και την αντίστοιχη τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, μπορούν να ασκούν και νομοθετικό έργο και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Επίσης μπορούν να συζητούν θέματα συναφή με την αρμοδιότητά τους, καθώς και να διατυπώνουν γνώμη για τους προτεινόμενους προς διορισμό σε ορισμένες θέσεις, εφόσον αυτό προβλέπεται από τον Κανονισμό ή νόμο. Προβλέπονται έξι (6) διαρκείς επιτροπές: Επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων Επιτροπή εθνικής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων Επιτροπή οικονομικών υποθέσεων Επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων Επιτροπή δημόσιας διοίκησης, δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης Επιτροπή παραγωγής και εμπορίου Σε κάθε διαρκή επιτροπή μπορεί να συσταθούν υποεπιτροπές, κατά υπουργεία. Ειδικές διαρκείς επιτροπές Προβλέπονται τέσσερις ειδικές διαρκείς επιτροπές, στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις περί διαρκών επιτροπών. Αυτές είναι: Επιτροπή του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους και ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Κράτους Επιτροπή ευρωπαϊκών υποθέσεων Επιτροπή εξοπλιστικών προγραμμάτων και συμβάσεων Επιτροπή παρακολούθησης του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης Ειδικές επιτροπές Συνιστώνται από τον Πρόεδρο της Βουλής, μετά από πρόταση της Κυβέρνησης, με σκοπό να επεξεργασθούν και να εξετάσουν συγκεκριμένα σχέδια νόμων ή προτάσεις νόμων (άρθ. 42-43 ΚτΒ). Η λειτουργία τους διαρκεί έως ότου πάρουν οριστική απόφαση σχετικά με την επεξεργασία και εξέταση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων για τα οποία συστάθηκαν. Ειδικές μόνιμες επιτροπές. Συνιστώνται στην αρχή κάθε τακτικής συνόδου της Βουλής, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, πλην της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, η οποία συνιστάται στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου και λειτουργεί καθ' όλη τη διάρκειά της.

Οι ειδικές μόνιμες επιτροπές: Ειδική μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας Ειδική μόνιμη επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς Ειδική μόνιμη επιτροπή προστασίας περιβάλλοντος Ειδική μόνιμη επιτροπή έρευνας και τεχνολογίας Ειδική μόνιμη επιτροπή ισότητας, νεολαίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου Ειδική μόνιμη επιτροπή περιφερειών Ειδική μόνιμη επιτροπή οδικής ασφάλειας Ειδική μόνιμη επιτροπή κοινοβουλευτικής δεοντολογίας Επίσης, συνιστώνται υποεπιτροπές ειδικών μονίμων επιτροπών, ως ακολούθως: Στην ειδική μόνιμη επιτροπή προστασίας περιβάλλοντος συνιστάται υποεπιτροπή υδατικών πόρων. Στην ειδική μόνιμη επιτροπή ισότητας, νεολαίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστάται υποεπιτροπή για τα θέματα των ατόμων με αναπηρία. Στην ειδική μόνιμη επιτροπή περιφερειών συνιστάται υποεπιτροπή νησιωτικών και ορεινών περιοχών. Επιτροπές εσωτερικών θεμάτων της Βουλής Οι επιτροπές αυτές είναι (άρθ. 46-48 ΚτΒ): Eπιτροπή Κανονισμού της Βουλής Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής Επιτροπή Βιβλιοθήκης της Βουλής Συνιστώνται η μεν Επιτροπή Κανονισμού της Βουλής στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, οι δε Επιτροπές Οικονομικών της Βουλής και Βιβλιοθήκης της Βουλής στην αρχή κάθε τακτικής συνόδου της Βουλής και ασχολούνται με θέματα εσωτερικής λειτουργίας της Βουλής. Επιτροπή δημοσίων επιχειρήσεων, τραπεζών, οργανισμών κοινής ωφελείας και φορέων κοινωνικής ασφάλισης Συνιστάται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου και λειτουργεί καθ'όλη τη διάρκεια αυτής, περιλαμβανομένου και του μεταξύ των συνόδων χρόνου (άρθ.49 Α ΚτΒ). Διατυπώνει γνώμη για την καταλληλότητα των προτεινομένων προς διορισμό ή επαναδιορισμό ή ανανέωση θητείας σε θέσεις προέδρου ή διευθύνοντος συμβούλου δημοσίων επιχειρήσεων, τραπεζών, οργανισμών κοινής ωφελείας