Γιώργος Αραμπατζής: Βυζαντινή φιλοσοφία και εικονολογία. Αθήνα: Καρδαμίτσα 2012, 206 σ., 16.



Σχετικά έγγραφα
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 8: ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ : Εθνικόν και Καποδιαστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΑΡ. ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ECTS ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α/Α

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Εξάµηνο Α Μαθήµατα Υποχρεωτικά

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών.

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Η αυτοκάθαρση στην Εκκλησία (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

Η πρόσληψη της Καινής Διαθήκης στη λογοτεχνία και την τέχνη

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Β ' εξάμηνο Μαθήματα Υποχρεωτικά

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΟΡΙΣΜΟΣ. 1. «Ορίζοντας τον ορισµό»

Οι τρεις Ιεράρχες. 30 Ιανουαρίου

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

Νίκος Αυγελής: Εισαγωγή στη φιλοσοφία (στ έκδοση, βελτιωμένη και επαυξημένη). Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 2012, 569 σ., 39.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΞΑΜΗΝΟ. 3 5 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Χρήστος Καραγιάννης ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Αλεξάνδρα Παλάντζα 30693

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Α' ΕΞΑΜΗΝΟ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο Α Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Α Ε Π Ι Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α

Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Θεσσαλονίκη. Εκδ. Χριστοδουλίδη

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

α/α ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΗΜΕΡΑ ΩΡΑ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ 1. Αρχαία Εβραϊκή Γλώσσα Βελουδία Σιδέρη- Παπαδοπούλου

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. LOGO

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Εισαγωγικές Επισημάνσεις

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. (ισχύει για τους εισαγομένους από το ακαδημαϊκό έτος )

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΕΞΑΜΗΝΟΥ. 203 Βυζαντινή αρχαιολογία Α Τρ 10:00 14:00 4 Γλ. Χατζούλη κατ ανάθεση. Τρ Πα 08:00 10:00 08:00 10:00

Γιατί ο Ιησούς Χριστός ήταν και είναι «σημείον αντιλεγόμενον» Διδ. Εν. 6

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Διδακτική της Λογοτεχνίας

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές.

Αναπληρωτής Καθηγητής Γεώργιος Παύλος. 1 Ο πολιτισμός ευαθείον του ανθρώπου, η φαντασία της προόδου και ο φετιχισμός της τεχνικής

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Συνοπτική θεώρηση των κυρίων φιλοσοφικών κλάδων Συστηματικές αναγνώσεις

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Τεχνικοί Όροι στην Θεολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

α/α ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΗΜΕΡΑ ΩΡΑ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ 1. Αρχαία Εβραϊκή Γλώσσα Βελουδία Σιδέρη- Παπαδοπούλου 31/1/2012 Α-Λ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. δ.λάθος. ε.σωστό Β2.

Τίτλος Μαθήματος: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Transcript:

1/7 2012-09 Αραμπατζής: Βυζαντινή φιλοσοφία και εικονολογία Γιώργος Αραμπατζής: Βυζαντινή φιλοσοφία και εικονολογία. Αθήνα: Καρδαμίτσα 2012, 206 σ., 16. Κρίνει ο Κατελής Βίγκλας kviglas@hol.gr Θα παρουσιάσουμε και θα ασκήσουμε κριτική σε ένα αξιόλογο βιβλίο για τη Βυζαντινή φιλοσοφία που δίνει έμφαση στην ηθικο-αισθητική διάστασή της και συμβάλλει ουσιαστικά στην επιστημονική διερεύνηση του εν λόγω γνωστικού πεδίου. Ο Γιώργος Αραμπατζής, ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, ανέλαβε το δύσκολο έργο αφενός να συνοψίσει πολλά από τα διανοητικά επιτεύγματα των Βυζαντινών φιλοσόφων και αφετέρου να προβεί στην ερμηνεία τους μέσα από τη σκέψη μεταγενέστερων και κυρίως σύγχρονων φιλοσόφων και μελετητών. Το ύφος του λόγου είναι εύληπτο, λόγιο, και δεν αλλοιώνει το ειδικό λεξιλόγιο κάθε φιλοσόφου που παρουσιάζει. Η σύντομη περιγραφή του περιεχομένου του βιβλίου, οι κριτικές επισημάνσεις και κάποιες συμπληρώσεις για ειδικότερα σημεία που ακολουθούν έχουν ως σκοπό να αναδείξουν τις πολλαπλές και σημαντικές όψεις του. Αρχικά ο συγγραφέας ορίζει το αντικείμενο του βιβλίου, που είναι η φιλοσοφική εικονολογία ως έρευνα του εικονιστικού και ως φιλοσοφική ανθρωπολογία. Το πρώτο κεφάλαιο (σ. 15-23) εκθέτει και υιοθετεί τη διάκριση ανάμεσα στην εικονογραφία και την εικονολογία, όπως αυτή έγινε αντιληπτή στον 20ό αι., ούτως ώστε, κυρίως η δεύτερη, να συνδεθεί με τη φιλοσοφικο-θρησκευτική βυζαντινή κατανόηση του τρόπου της ύ- παρξης. Για τον συγγραφέα, «η διάκριση μεταξύ εικονογραφίας και εικονολογίας παραπέμπει στη διαφορά μεταξύ μελέτης των εικόνων ως προς τα μοτίβα και τα εικονικά περιεχόμενά τους και μίας πλέον προωθημένης ανάλυσης, στο εσωτερικό πιο διευρυμένων πολιτιστικών πλαισίων όπου οι εικόνες αναγνωρίζονται ως συμπτωματικές μίας δεδομένης κουλτούρας» (σ. 15). Η εικονογραφική παράδοση θεωρείται πραγματικότητα που διαμόρφωσε «τον φαντασιακό καθορισμό της παράστασης του εξωτερικού κόσμου» (σ. 20). Σιγά σιγά, ο συγγραφέας αποσαφηνίζει σε τι έγκειται η ιδιαιτερότητα της βυζαντινής εικονογραφικής παράδοσης, καθόσον αυτή ανήκει στην τάξη του ιερατικού και του υπερβατικού. Θεωρεί, δικαιολογημένα, τη βυζαντινή εικονογραφία αποτύπωση της διανοητικότητας των δημιουργών και των πιστών στους οποίους απευθυνόταν. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται το ζήτημα της δομικής ομολογίας ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνίας μιας ιστορικής περιόδου, καθώς και η συμβολή του Φουκώ στη διαμόρφωση μιας ερμηνευτικής του υποκειμένου (σ. 25-31).

2/7 Ενδιαφέρουσα και σημαντική είναι, στο τρίτο κεφάλαιο, η επανασημασιοδότηση από τον συγγραφέα του όρου «βυζαντινισμός», κυρίως σε σχέση με τον ορισμό του Ζυλιέν Μπεντά (Julien Benda σ. 36 κ.ε.), περί «Βυζαντινής φιλολογίας», η οποία κατά αυτόν ασχολείται με μία φυσική, μακράς διάρκειας λογοτεχνία, χαρακτηριζόμενη από μοντερνιστικά στοιχεία (π.χ. την εναλλαγή μελαγχολίας, ενθουσιασμού, απογοήτευσης). Σε ένα έργο για τη Βυζαντινή φιλοσοφία όπως αυτό, δεν θα μπορούσε να λείπει η αναφορά στον Βασίλειο Τατάκη, η οποία γίνεται μέσα από την ανάλυση της σκέψης του και της συμβολής του, ιδιαίτερα υπό την οπτική της διάκρισης σε ορθολογική και θεολογίζουσα φιλοσοφία (σ. 45). Επισημαίνεται ακόμη η επίδραση του Εμίλ Μπρεγιέ (Émile Bréhier) και του Ετιέν Ζιλσόν (Étienne Gilson) στο έργο του. Η εκτεταμένη ενασχόληση του συγγραφέα με το έργο του Τατάκη οφείλεται στο ότι το τελευταίο εμφανίζεται να έχει μια πρώιμη επαφή με την κατηγορία του ηθικο-αισθητικού, την οποία όμως ε- ντοπίζει σε ελάσσονες μελέτες (σ. 53-60). Ωστόσο, επιβαλλόμενη και αναμενόμενη είναι η διευκρίνιση στη συνέχεια, της αναγνώρισης του προνομίου που έχει ο θεολόγος Νικόλαος Ματσούκας να είναι ο κύριος εισηγητής του όρου «ηθικο-αισθητικό» στο έργο του Ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας [1]. Η έμφαση στο ήθος, και λιγότερο στην ηθική, αποτελεί ίδιον της συμβολής του Ματσούκα και της λεγόμενης «διπλής θεολογικής μεθοδολογίας», βιώματος και γνώσης. Οι αναλύσεις του έργου των Τατάκη και Ματσούκα περιλαμβάνονται στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο κλείνει με μια αναφορά στο έργο του Κίρκεγκωρ, ο οποίος (όπως και ο Ματσούκας) πρότεινε μία γνωστική και ταυτόχρονα εμπειρική διαδρομή που οδηγεί στο ηθικο-αισθητικό. Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας μεταβαίνει στην αριστοτελικής προέλευσης θεω- ρία της αναλογίας του νου προς τα πράγματα (σ. 73), που χρησιμοποιεί ο Θωμάς Ακυινάτης, και σε ορισμένες άλλες ερμηνευτικές διανοίξεις του εικονισμού, όπως του Βίλχελμ Ντίλταϋ, του Χάιντεγκερ και του Στέλιου Ράμφου. Σταδιακά, η συζήτηση στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου μετατοπίζεται στην οντολογική αναβάθμιση του εικονιστικού της βυζαντινής αισθητικής. Εντός της τελευταίας, η βίωση του χώρου γίνεται όχι μέσω της αναπαράστασης, αλλά μέσω της μέθεξης. Η βυζαντινή εικονογραφία, κατά τον συγγραφέα, συγγενεύει με μία μη-φιλοσοφία, όπως θα έλεγε ο Μερλώ-Ποντύ (σ. 90), που οδηγεί στην πνευματικότητα, την αμεσότητα, καθώς και με μια εξύψωση του σωματικού. Όπως εξηγείται στο έβδομο κεφάλαιο, το βυζαντινό εικονιστικό ιδεώδες προκαλεί τον αναστοχασμό, που πηγάζει εν μέρει από τη νεοπλατωνική αντίληψη για τη φαντασία (Πλωτίνος-Πρόκλος). Η υπερβατικότητα της «εικονικότητας του μεσαιωνικού ελληνικού χώρου» αναπτύχθηκε μέσω του λεξιλογίου του ιονυσίου Αρεοπαγίτη και διαφαίνεται στις σύγχρονες αναλύσεις της βυζαντινής τέχνης από τον Πωλ Λεμέρλ (Paul Lemerle), τον Παναγιώτη Μιχελή, τον Μίλτων Ανάστος για την εικονομαχία [2], ακόμη και στην περιγραφή του λαϊκού πολιτισμού από τον Φαίδωνα Κουκουλέ. Στο όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζονται δύο ακόμη κριτικο-ερμηνευτικές απόπειρες της βυζαντινής εικονογραφίας ως μεσαιωνικής εικονολογίας, μέσα από τη θεώρηση της εικονογραφίας σε σχέση με την εξέλιξη της βυζαντινής ερμηνευτικής και τις χρήσεις της εικόνας. Στο ένατο κεφάλαιο, ο συγγραφέας αποδύεται σε μια εμπεριστατωμένη ανά-

3/7 λυση του ηθικο-αισθητικού στη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη Πατέρων όπως ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Έπειτα, στο δέκατο κεφάλαιο, ασκεί κριτική στο έργο Φιλοσοφία στο Βυζάντιο που συνέγραψε ο σύγχρονος Βούλγαρος μελετητής Γκεόργκι Καπρίεφ (Georgi Kapriev), στο οποίο μεγάλες μορφές της Βυζαντινής φιλοσοφίας θεωρούνται οι χριστιανοί στοχαστές (όπως ο Ιωάννης αμασκηνός, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Φώτιος κ.ά.), ενώ αδικούνται προσωπικότητες όπως ο Ψελλός ή ο Πλήθων (σ. 157). Εξετάζει ακόμη τον βίο και το έργο του Πατριάρχη Φωτίου, του Μιχαήλ Ψελλού, του Ιωάννη Ιταλού, των διανοουμένων που αποτελούσαν τον κύκλο της Άννας Κομνηνής, του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος και πολλών από τους μαθητές του, όμως με αρκετή συντομία (σ. 159-69), χωρίς να γίνεται σύνδεση με την εικονολογία και το ηθικο-αισθητικό. Ο συγγραφέας καταλήγει στην ωφέλιμη σκιαγράφηση μιας «πρωτο-τυπολογίας της Βυζαντινής εικονολογικής νοησιαρχίας», αλλά επισημαίνει ότι αυτή συνδέεται με το ηθικο-αισθητικό πρόβλημα της οντολογίας. Το τελευταίο, ενδέκατο κεφάλαιο έχει ως τίτλο «Το οντολογικό πρόβλημα». Η σύνδεση με το «Εδωνάείναι» (Dasein) της χαϊντεγκεριανής θεμελιώδους οντολογίας βοηθά στο πέρασμα στο τελευταίο υποκεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «το ερώτημα περί του Άλλου», όχι μόνο ως ηθικού αλλά και ως ιερού χρέους, και οδηγεί τον συγγραφέα να αναρωτηθεί ποιο είναι το προσωπικό-εικονολογικό εντός του πλαισίου της βυζαντινής εικονολογίας. Θα περάσουμε τώρα στο μέρος των κριτικών επισημάνσεων, κυρίως όσον αφορά ορι- σμένα ειδικότερα σημεία. Ο συγγραφέας στην έρευνά του για το εικονικό-φαντασιακό Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, στο σημείο αυτό ότι δύσκολα διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη κάποιας ενότητας ή κάποιου συνολικού επιχειρήματος που συνέχει τα επιμέρους κεφάλαια, παρά την προσπάθεια του συγγραφέα να τα συνδέσει μέσω της έννοιας του ηθικο-αισθητικού. Είναι αξιοσημείωτη η προσπάθεια να συνδεθούν μεσαιωνικοί και νεότεροι συγγραφείς χωρίς να διαφαίνεται κάποιο χάσμα. Παρόλα αυτά, η ενιαία σύνθεση του βιβλίου του Αραμπατζή δεν οφείλεται κυρίως στη θεματική και ερευνητική συνάφεια των κεφαλαίων, αλλά στην υφολογική ενότητα του λόγου του συγγραφέα. Έτσι το έργο καταλήγει να γίνει ασπόνδυλο, και οι στόχοι που προδιαγράφηκαν για μία έρευνα του εικονιστικού ως έκφρασης της σκέψης και της δράσης των Βυζαντινών και ως φιλοσοφικής ανθρωπολογίας δεν επιτυγχάνονται. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό δεν διεκδικεί τον ρόλο μιας ιστορίας της Βυζαντινής φιλοσοφίας, εφόσον, πρώτον, όπως ορίζεται ήδη από τον τίτλο, η Βυζαντινή φιλοσοφία εξετάζεται σε συνάφεια με την εικονολογία, δηλαδή με ένα ειδικότερο θέμα, και δεύτερον, διότι δεν εμπεριέχει μόνο την παρουσίαση του έργου φιλοσοφικών μορφών της Βυζαντινής περιόδου αλλά και πολλών άλλων μη Βυζαντινών συγγραφέων [3]. Ο συγγραφέας έχει εποπτεία του θέματος, η οποία κατά μία άποψη είναι περισσότερο φιλόδοξη από την απλή ιστορική περιγραφή των διανοητικών επιτευγμάτων των Βυζαντινών φιλοσόφων. Σε ορισμένα τμήματά του, το βιβλίο πράγματι περιλαμβάνει ιστορικο-φιλοσοφική προσέγγιση δεν εντάσσει όμως τους Βυζαντινούς διανοητές τυπικά στη μακραίωνη περιπέτεια της φιλοσοφίας, αλλά επιχειρεί να τους τοποθετήσει κατά μη ιστορικό, συστηματικό και ισότιμο τρόπο δίπλα σε πολλούς από τους άλλους πρωταγωνιστές της.

4/7 κατά τους Πλωτίνο και Πρόκλο, αναφέρει λανθασμένα ότι για τον Πρόκλο, αντίθετα με τον Πλωτίνο, ολόκληρη η ψυχή βρίσκεται συνεχώς σε επαφή με τη νόηση (σ. 102). Το χωρίο που ερμηνεύει ο Αραμπατζής έχει ως εξής: ἀπὸ δὴ τούτων ὁρμώμενοι παρρησιασόμεθα πρὸς Πλωτῖνον καὶ τὸν μέγαν Θεόδωρον ἄπαθές τι φυλάττοντας ἐν ἡμῖν καὶ ἀεὶ νοῦν [4]. Όμως στο απόσπασμα αυτό υποστηρίζεται το αντίθετο από ό,τι λέει ο συγγραφέας: ο Πλωτίνος και ο Θεόδωρος Ασίνης ήταν που θεωρούσαν απαθή την ψυχή εντός μας και την τοποθετούσαν στο επίπεδο του Νου, μη κατερχόμενη στον κόσμο των αισθητών, και όχι ο Πρόκλος [5]. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η ψυχή καταπίπτει εξ ολοκλήρου στα σώματα, καθώς το αντίθετο θα αποτελούσε ένα ρήγμα στις νεοπλατωνικές υ- ποστάσεις [6]. Για το θέμα της επίδρασης που άσκησε ο Μπρεγιέ στην επιστημολογική προσέγγιση της Βυζαντινής φιλοσοφίας από τον Τατάκη, σωστά επισημαίνεται η προτίμηση του Μπρεγιέ για τον ορθολογισμό (σ. 45), όμως θα μπορούσε ο συγγραφέας να αναφερθεί στην εγελιανή επίδραση στο έργο του Μπρεγιέ και, έμμεσα, στη σκέψη του Τατάκη [7]. Η διευκρίνιση ότι η νοησιαρχική επιρροή του Μπρεγιέ αφορά τον Τατάκη κυρίως ως προς την ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής και νεοπλατωνικής και όχι της χριστιανικής φιλοσοφίας θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική [8]. Ο Τατάκης θεωρεί ότι υπάρχει μια εγγενής αντινομία της βυζαντινής χριστιανικής σκέψης, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα στο λογικό και το υπέρλογο, προσπαθώντας να συλλάβει το θείο που υπερβαίνει τον ανθρώπινο λόγο. Το νοησιαρχικό επίπεδο δεν επαρκεί για τους Βυζαντινούς στοχαστές, καθώς αναζητούν την εμπειρική βίωση της θεϊκής πραγματικότητας, αν και διατηρούν πολλούς αρχαίους ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους με τους οποίους προσπαθούν να την εκφράσουν και να αναχθούν σε αυτήν. Ακόμη, ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να αναδείξει το ηθικο-αισθητικό κριτήριο για τη γνώση σε συνδυασμό με τη σημασία του ανθρώπινου προσώπου, παρουσιάζει τις σχετικές θέσεις του Ματσούκα. Πράγματι, σύμφωνα με τον Ματσούκα, η «Βυζαντινή θεολογία και φιλοσοφία δεν καθιερώνει μήτε απαιτεί έναν κώδικα ηθικής και συμπεριφοράς» (σ. 60). Σκοπός του ήταν να προβάλει την προτεραιότητα του ήθους, το βυζαντινό ιατρικό έναντι του δυτικού νομικού μοντέλου σκέψης, τη χριστιανική μεταμόρφωση των παθών και όχι την καταπίεσή τους, τους αναβαθμούς της κάθαρσης, φωτισμού και θέωσης, ώστε, σύμφωνα με τα λόγια του Μάξιμου Ομολογητή, ο πιστός να μην είναι δούλος ή μίσθιος, αλλά υιός του Θεού. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ματσούκας υιοθέτησε τη λεγόμενη «διπλή θεολογική μεθοδολογία των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας» [9], οδηγούμενος σε έναν γνωσιολογικό διαχωρισμό της σχέσης του ανθρώπου προς τα πράγματα, τα οποία κατ αυτόν αποτελούν το αντικείμενο μιας επιστημονικής θεολογίας. Ωστόσο, για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην εμπειρία και τη γνώση, και να λύσει το πρόβλημα, αποδέχτηκε την ύπαρξη μιας υπερβατολογικής κατάστασης a posteriori και a priori, εκλαμβάνοντάς την οιονεί νομιναλιστικά. Έτσι, κατέληξε σε σύγχυση μεταξύ πραγματολογικού ρεαλισμού και νομιναλιστικού ρεαλισμού, καθώς αρχικά τόνισε ότι δεν ήταν δυνατόν οι θεολόγοι πατέρες να δεχτούν πλατωνικές ιδέες και αρχέτυπα, αλλά καθιέρωσαν μία διάκριση ανάμεσα στο πράγμα και

5/7 στο τι είναι κατ ουσία τούτο το πράγμα, ενώ στη συνέχεια επισήμανε ότι έδωσαν προτεραιότητα στις ουσίες (σ. 68). Επίσης, η διπλή μεθοδολογία όπως ορίστηκε από τον Ματσούκα, νοημένη ως ενότητα εμπειρίας και επιστημονικής γνώσης, δεν φαίνεται να ισχύει με τους ίδιους όρους για τη Βυζαντινή φιλοσοφία, όπως ισχύει για τη Βυζαντινή θεολογία. Σημειωτέον ότι η φιλοσοφία δεν έγινε ποτέ ancilla theologiae στο Βυζάντιο, όπως συνέβη με τη Σχολαστική φιλοσοφία της ύσης [10], όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στην προηγηθείσα ανάλυση της σκέψης του Τατάκη (σ. 53-9). Έτσι, η διπλή μέθοδος μπορούσε να αφορά την πρακτική διδασκαλία και τη θεωρητική κατάρτιση των Βυζαντινών φιλοσόφων, ε- κλαμβανόμενη ως συνέχεια της παράδοσης των ποικίλων φιλοσοφικών σχολών της Ύστερης Αρχαιότητας [11]. Η διαφορά όμως είναι ότι τώρα η ελληνική φιλοσοφία καλείται θύραθεν ή ἔξωθεν φιλοσοφία [12], και τα γνωστικά της πεδία είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο για την έρευνα ακραιφνώς θεολογικών ζητημάτων. Ο Ματσούκας αρνείται σαφώς ότι υπήρχαν «αυτόνομοι τομείς φιλοσοφικής σκέψης» στο Βυζάντιο (σ. 67), προσπαθώντας να δώσει τα πρωτεία στη θεολογική σκέψη. Ο συγγραφέας, αν και σημείωσε ότι η φιλοσοφία δεν έγινε ποτέ ancilla theologiae στο Βυζάντιο, συμφωνεί συγχρόνως και με τη μονομερή τοποθέτηση του Ματσούκα ερχόμενος σε αντίφαση με την αρχική παραδοχή του. Οι λόγοι της συμφωνίας του με τον Ματσούκα δεν δηλώνονται σαφώς, αλλά συνάγονται από τον τρόπο επεξεργασίας του υλικού του προς κρίση βιβλίου: Όπως διαμορφώθηκε η Βυζαντινή φιλοσοφία, κυρίως από τον 9ο αιώνα και έπειτα, δεν φαίνεται πλέον να συνδέεται με την ηθικο-αισθητική διάσταση, καθώς απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την Αρχαιότητα και την Πατερική περίοδο, όταν υπήρχε διασύνδεση σκέψης και πρακτικής. Άρα μόνο αν ομιλούμε για Βυζαντινή θεολογία ως κυρίαρχο «παράδειγμα» μπορεί να γίνει κατανοητή η ηθικο-αισθητική διάσταση της Βυζαντινής φιλοσοφίας. Επίσης, η συνόψιση από τον Αραμπατζή των θέσεων του Φουκώ για το ανθρώπινο υ- ποκείμενο, την ετεροτοπία, τη θρησκευτικότητα και την ομολογία [13], αλλά και τη χωρίς νόημα πραγματικότητα των ιστορικών συμβάντων, δεν λαμβάνει υπόψη της την πολυσχιδή κριτική που αυτές έχουν δεχτεί. Ακόμη, η εμμονή του Φουκώ να εξορίσει το ανθρώπινο υποκείμενο από την ιστορικότητα αναφέρεται στο βιβλίο ως ένας «πνευματικός θάνατος του θετικιστικού εξατομικευμένου εαυτού», ενώ μπορεί να θεωρηθεί α- ντίθετα και ως ανάκαμψη και επαναφορά του θετικισμού, όπως σημειώνει σαφώς ο ίδιος ο Φουκώ [14], αν πράγματι χρειάζεται να συσταθούν πεδία γνώσης. Η προβληματική του Φουκώ, ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο του έργου του μετά το 1970, συνδέεται με τη θεώρηση του αισθητικού-ηθικού, το οποίο αποτελεί το κύριο αντικείμενο έ- ρευνας για το έργο που συζητάμε. Η ενδιαφέρουσα και σημαντική επεξεργασία του θέματος στο βιβλίο αυτό καταλήγει με τις ακροτελεύτιες φράσεις που θα υπέθετε κανείς ότι δίνουν μια προσωποκεντρική α- πάντηση στην κατακλείδα του Φουκώ στο έργο του Οι Λέξεις και τα Πράγματα, όπου λέγεται ότι ο άνθρωπος θα σβήσει ως αντικείμενο της γνώσης, όπως στο ακροθαλάσσι

6/7 ένα πρόσωπο από άμμο [15]. Μέσω της ανάδειξης της σπουδαιότητας της Βυζαντινής φιλοσοφίας που προηγήθηκε, ο συγγραφέας οδηγήθηκε εύστοχα στο συμπέρασμα ότι «το ζητούμενο είναι το προσωπικο-εικονολογικό και ότι η Βυζαντινή εικονολογία αποτελεί έναν ορίζοντα αυτής της ζήτησης» (σ. 182). Τελικά, το κύριο ζήτημα που θέτει το βιβλίο είναι η σύνδεση της εικονολογίας με το ηθικο-αισθητικό. Όμως πώς νοείται αυτή η σύνδεση; Κατά τη γνώμη μου μπορεί να νοηθεί ως αντιστοιχία του ήθους και των αρετών προς την ωραιότητα και την τέχνη, την οποία στην περίπτωση αυτή εκπροσωπεί η εικόνα. Τότε η ηθική θα μπορούσε να παραπέμπει απευθείας στην εικόνα, εφόσον ο όρος αισθητική, αναφερόμενος σε έναν μεταγενέστερο γνωστικό κλάδο, είναι μάλλον πλεοναστικός, και αφού η ίδια η εικόνα εκφράζει και αποπνέει το ήθος. Όμως για τον Αραμπατζή, το πέρασμα από το προλογικό ή πρωτο-λογικό προς το μετα-λογικό που προϋποθέτει η θρησκευτική εικονολογία αποποιείται την ιδέα της επαληθευσιμότητας (σ. 17). Ωστόσο, αν ο συγγραφέας με την αποποίηση της επαληθευσιμότητας υπονοεί την έλλειψη σύνδεσης της γνωσιολογίας με την εμπειρία, η κοινωνική επαλήθευση της εικονολογίας δεν διαφαίνεται ως δυνατότητα, για παράδειγμα εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Η ηθικο-αισθητική ερμηνεία του εικονολογικού δεν μπορεί να είναι απλώς ατομική υπόθεση, αφού τότε θα παρουσιαζόταν σε ένα μεταφυσικό επίπεδο χωρίς εμπειρικό έρεισμα. Έτσι θα λέγαμε ότι αν δούμε το θέμα στην ιστορική συνέχειά του, απαραίτητη προϋπό- θεση για να επιβιώσει η ηθικο-αισθητική διάσταση της βυζαντινής παράδοσης και η έννοια του προσώπου στους σημερινούς κληρονόμους της, θα ήταν να μην αφορά ένα ψευδές και ιδεολογικό περιεχόμενο του νου. Το ζητούμενο έτσι θα ήταν η ηθική να μην είναι απλώς επανάληψη και συνήθεια, και η αισθητική να μην μένει μόνο καθαρή μορφή, ώστε με τη σύζευξή τους να επιβεβαιώνουν την πνευματική αλήθεια της σχέσης του ανθρώπου με την πραγματικότητα [16]. Σημειώσεις: [1] Ν. Ματσούκας, Ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας (Θεσσαλονίκη: Βάνιας 1994), σ. 267-305. [2] Ο συγγραφέας θα μπορούσε να αναφερθεί εκτενέστερα στην εικονολογία του Ιωάννη αμασκηνού, του οποίου η συμβολή για τη σύνδεση της αισθητικής με την ανθρωπολογία και την πνευματικότητα της εποχής του ήταν καθοριστική βλ. Γ. Ζωγραφίδης, Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1997), σ. 44. [3] Όπως σημειώθηκε από τον Λίνο Μπενάκη το 2000, μια σημερινή έγκυρη συνο- λική θεώρηση της επίδοσης των Βυζαντινών φιλοσόφων και επιστημόνων δεν είναι α- κόμη δυνατή Λ. Μπενάκης, Βυζαντινή φιλοσοφία (Αθήνα: Παρουσία 2002), σ. 61. [4] Proclus Diadochus, In Platonis Timaeum Commentaria, τόμ. 3 (επιμ. E. Diehl Amsterdam: Hackett 1965), σ. 333. [5] T. Whittaker, The Neoplatonists. A Study in the history of Hellenism (New York: Freeport 2 1970), σ. 294-5. [6] Proclus, The Elements of Theology (μτφρ.-εισαγ.-σχόλια E.R. Dodds Oxford:

7/7 Clarendon Press 1963), σ. 184, 309-10. [7] Κ. Βίγκλας, «ύο ερμηνευτικές προσεγγίσεις του έργου του Πλωτίνου από τον Εμίλ Μπρεγιέ», Φιλοσοφικά δημοσιεύματα (2012), σ. 1-7 <http://www. philosophicalbibliography.com/attachments/179_viglas-plwtinos_2012.pdf>. [8] Β.Ν. Τατάκης, Μελετήματα Χριστιανικής φιλοσοφίας (Αθήνα: Αστήρ 1981), σ. 143-62. [9] Ν. Ματσούκας, ογματική και Συμβολική Θεολογία. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, τόμ. Α (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς 2000), σ. 137. [10] Λ. Μπενάκης, Βυζαντινή φιλοσοφία, σ. 97-105 πρβλ. K. Viglas, «Mysticism and Rational Spirituality When Theology meets Philosophy in Byzantium», European Journal of Science and Theology 1 (2005), σ. 5-9. [11] P. Hadot, Philosophy as a way of Life (μτφρ. M. Chase, επιμ.-εισαγ. A. Davidn Oxford: Blackwell 1995), σ. 264-76. so [12] H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντι- τόμ. 1: Η δίψα της γνώσης (μτφρ. Γ. νών, τόμ. Α (μτφρ. Λ. Μπενάκης, Ι. Αναστασίου, Γ. Μακρή Αθήνα: Μορφωτικό Ί- δρυμα Εθνικής Τραπέζης 1991), σ. 92. [13] Μ. Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Ροζάκη, επιμ. Γ. Κρητικός Αθήνα: Κέδρος 1982), σ. 75. [14] M. Foucault, Η αρχαιολογία της γνώσης (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης Αθήνα: Εξάντας 1987), σ. 193. [15] Μ. Φουκώ, Οι Λέξεις και τα Πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης Αθήνα: Γνώση 1986), σ. 528. [16] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ανώνυμους κριτές των Κριτικών για τις χρήσιμες και εποικοδομητικές παρατηρήσεις τους. ημοσιεύθηκε: 31.7.2012 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: Βίγκλας, Κ.: (Βιβλιοκρισία του:) Γιώργος Αραμπατζής: Βυζαντινή φιλοσοφία και εικονολογία (Αθήνα: Καρδαμίτσα 2012). Κριτικά 2012-09, <http://www.philosophica.gr/ critica/2012-09.html>.