Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Ένα καλοκαιρινό πρωινό η Αλίκη καθόταν ξαπλωμένη στην όχθη του ποταμού, δίπλα στην αδερφή της. Βαριόταν και η ζέστη της έφερνε νύστα. Κρυφοκοίταζε το βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της, αλλά δεν είχε εικόνες, και στην Αλίκη δεν άρεσαν τα βιβλία που δεν είχαν ζωγραφιές. Και τότε, ένα λευκό Κουνέλι με ροζ μάτια πέρασε τρέχοντας από κοντά της. «Αχ, δε θα προφτάσω να πάω στη Δούκισσα!» μουρμούρισε, κοιτάζοντας το ρολόι του. Γεμάτη περιέργεια, η Αλίκη πετάχτηκε όρθια και το ακολούθησε. Το Κουνέλι πήδησε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα δίπλα στο φράχτη. Ξοπίσω του και η Αλίκη, χωρίς δεύτερη σκέψη. Στην αρχή η τρύπα ήταν σαν σήραγγα, αλλά μετά βάθαινε απότομα. Η Αλίκη έπεφτε αργά και είχε όλο το χρόνο να ρίξει μια ματιά γύρω της. Τα τοιχώματα του πηγαδιού ήταν γεμάτα ντουλάπια και ράφια με βιβλία. Το πέσιμο συνεχιζόταν. Έπεφτε, έπεφτε βαθιά, όλο και πιο βαθιά. Ένιωθε πως την έπαιρνε ο ύπνος, όταν, ξαφνικά, προσγειώθηκε σ' ένα σωρό από ξερόκλαδα. Μπροστά της ξανοιγόταν ένας μακρύς διάδρομος. Στην άλλη άκρη του είδε το άσπρο Κουνέλι. Σηκώθηκε κι έτρεξε ξοπίσω του, μόλις όμως έστριψε στη γωνία, εκείνο είχε χαθεί. Βρισκόταν σ' ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, μ' ένα τραπεζάκι με τρία πόδια. Πάνω του ήταν ακουμπισμένο
ένα μπουκαλάκι με μια ετικέτα που έγραφε ΠΙΕΣ ΜΕ. Η Αλίκη δε δίστασε, δοκίμασε το ποτό, η γεύση του της άρεσε και το ήπιε όλο. «Τι παράξενο» μουρμούρισε, γιατί αισθάνθηκε πως είχε αρχίσει να μικραίνει. Μίκραινε, μίκραινε, ώσπου έμεινε μια σταλιά. Τότε το βλέμμα της έπεσε σ' ένα γυάλινο κουτάκι που βρισκόταν κάτω και μέσα βρήκε ενα μικρό κέικ διακοσμημένο με σταφίδες που σχημάτιζαν τη λέξη ΦΑΕ ΜΕ. Το έφαγε κι άρχισε να ψηλώνει. Ψήλωσε τόσο, που το κεφάλι της χτύπησε στο ταβάνι. Και τότε η Αλίκη τρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε μέχρι που ξαναείδε το Κουνέλι. Περπατούσε βιαστικά και ήταν ντυμένο επίσημα - στο ένα του χέρι κρατούσε μια βεντάλια και στο άλλο άσπρα δερμάτινα γάντια. «Παρακαλώ, κύριε...» είπε η Αλίκη, αλλά το Κουνέλι τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια, πετώντας τη βεντάλια και τ' άσπρα γάντια. Η Αλίκη μάζεψε τη βεντάλια και τα γάντια, κι επειδή έκανε ζέστη στο δωμάτιο, άρχισε να κάνει αέρα. «Τι παράξενα είναι όλα σήμερα» ψιθύρισε κοιτάζοντας τα χέρια της. Είχε φορέσει χωρίς να το καταλάβει ένα απ' τα γάντια. Πώς έγινε αυτό; σκέφτηκε. Πετάχτηκε πάνω και είδε πως είχε αρχίσει να μικραίνει και πάλι, μάλλον λόγω της βεντάλιας με την οποία αεριζόταν. Την πέταξε αμέσως μακριά και σταμάτησε να μικραίνει. Και τότε γλίστρησε και βρέθηκε μέσα σε νερά που έφταναν μέχρι το σαγόνι της: ήταν η λίμνη που σχημάτισαν τα δάκρυα που έχυσε όταν είχε δυο μέτρα μπόι. Τρομαγμένη, άρχισε να κολυμπά ώσπου έφτασε στην όχθη της λίμνης.
Βγήκε απ' το νερό και κατευθύνθηκε προς το δάσος που άρχιζε μερικά μέτρα πιο πέρα. Ανάμεσα στα δέντρα και στις πρασινάδες είδε ένα μανιτάρι που το ύφος του ήταν ίδιο με το δικό της. Στην κορυφή του καθόταν μια Κάμπια και κάπνιζε ένα μεγάλο ναργιλέ. «Ποια είσαι εσύ;» τη ρώτησε η Κάμπια. «Τι να σας πω... Είμαι ένα κορίτσι που αλλάζει συνέχεια μέγεθος. Πότε μικραίνω πότε ψηλώνω. Θα 'θελα να ξανάβρισκα το κανονικό μου ύψος». «Η μια πλευρά του μανιταριού θα σε ψηλώσει και η άλλη θα σε κοντύνει» είπε η Κάμπια ενώ κατέβαινε απ' το μανιτάρι και απομακρυνόταν ανάμεσα στα χόρτα. Το μανιτάρι ήταν ολοστρόγγυλο, οπότε η Αλίκη δεν ήξερε ποια πλευρά εννοούσε η Κάμπια. Άπλωσε τα χέρια της, το αγκάλιασε κι έκοψε ένα κομμάτι με το κάθε χέρι. Έφαγε μια μπουκιά απ' το δεξί κομματάκι και ψήλωσε τόσο, που ο λαιμός της έγινε σαν μακρύ κοτσάνι. Τρομαγμένη, έφαγε αμέσως λίγο απ' το κομμάτι που κρατούσε στο αριστερό της χέρι κι άρχισε να μικραίνει. Έτσι, τρώγοντας πότε απ' τη μια μεριά και πότε απ' την άλλη, κατάφερε ν' αποκτήσει ξανά το κανονικό της μέγεθος. Τότε μπροστά της, ως διά μαγείας, είδε ένα ξέφωτο. Στη μέση του βρισκόταν ένα σπιτάκι. Η Αλίκη έφαγε μια μπουκιά απ' το κομμάτι που 'χε στο δεξί της χέρι, μίκρυνε και πάλι, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η Δούκισσα καθόταν σ' ένα σκαμνί μ' ένα μωρό που στρίγγλιζε στην αγκαλιά της. Μια μαγείρισσα ανακάτευε ένα τσουκάλι και δίπλα στο τζάκι καθόταν ένας γάτος που χαμογελούσε πλατιά. «Παρακαλώ» είπε ντροπαλά η Αλίκη. «Γιατί ο γάτος σας χαμογελάει;»
«Γιατί είναι γάτος Τσεσάιρ» απάντησε η Δούκισσα, ενώ σηκωνόταν απότομα κι άφηνε το μωρό κάτω. «Πρέπει να ετοιμαστώ» συνέχισε. «Μ' έχει καλέσει η Βασίλισσα να παίξουμε κροκέ». Αμίλητη η Αλίκη, βγήκε απ' το σπιτάκι. Μπροστά της στεκόταν ο γάτος Τσεσάιρ και χαμογελούσε. «Θα παίξεις κροκέ με τη Βασίλισσα;» τη ρώτησε. «Μα δε μ' έχουν καλέσει». «Δεν πειράζει, θα σε δω εκεί» απάντησε ο Γάτος κι άρχισε να εξαφανίζεται σιγά σιγά. Η Αλικη δεν ξαφνιάστηκε, γιατί όλο παράξενα πράγματα συνέβαιναν, κι άρχισε να περπατά μέσα στο δάσος. Σε λίγο βρέθηκε σ' έναν ωραίο κήπο με τριανταφυλλιές. Μια πομπή από δέκα στρατιώτες και δέκα αυλικούς ξεπρόβαλε πίσω από ένα θάμνο. Τους ακολουθούσαν ευγενείς και, τέλος, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα. Παράξενο! Η παρέα αυτή δεν ήταν παρά ένα μάτσο τραπουλόχαρτα! Πιο πέρα περπατούσε η Δούκισσα και το άσπρο Κουνέλι. Η Βασίλισσα κοίταζε δεξιά αριστερά, κι όταν έβλεπε κάποιον που δεν της άρεσε, φώναζε: «Πάρτε του το κεφάλι!». Η Αλίκη τα 'χε χάσει, αλλά ο χαμογελαστός γάτος Τσεσάιρ, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της, την καθησύχασε λέγοντας της: «Μην ανησυχείς, αστειεύεται. Δεν εκτελούν ποτέ κανέναν». «Μα είναι δυνατόν; Πού ξανακούστηκε...» άρχισε να λέει η Αλίκη, αλλά τη διέκοψε η φωνή της Βασίλισσας,
που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα της. «Πάρτε της το κεφάλι» ούρλιαξε. Η Αλίκη άρχισε να τρέχει τρομαγμένη, ενώ τα τραπουλόχαρτα σηκώθηκαν στον αέρα και όρμησαν καταπάνω της. Και τότε η Αλίκη ξύπνησε και βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά της αδερφής της. «Ξύπνα, Αλίκη. Παρακοιμήθήκες. Ώρα για τσάι». «Είδα ένα παράξενο όνειρο» είπε η Αλίκη κι άρχισε να της διηγείται τις περίεργες περιπέτειες της στη Χώρα των Θαυμάτων.