Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Προσοχή! Μη διαβάσετε ποτέ μεγαλόφωνα το βιβλίο αυτό σε κάποιον που οδηγεί.

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Bάτραχοι στη λίμνη. Παιχνίδια Συνεργασίας Επίπεδο 1,2

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Κοσωφίδης Γεώργιος-Ιωάννης, 11 ετών

Απίθανα ταξίδια με μαγικά μολύβια

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

T: Έλενα Περικλέους

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος τρέχει στα

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Το Μπαούλο του κυρ Γιάννη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Πέστροφα. Χέλι. Τσιρόνι

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Ο Ι Δ Ω Δ Ε Κ Α Β Α Σ Ι Λ Ο Π Ο Υ Λ Ε Σ Π Ο Υ Χ Ο Ρ Ε Υ Α Ν

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΝΤΡΟ Μια ιστορία ταξιδεύει

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

κοσμο... γωνίες Εκπαιδευτήρια Διονύσιος Σολωμός

Η ιστορία του δάσους

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ενότητα: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΦΙΟΝΤΟΡΙΚΟ: Ήρθαμε τόσο μακριά γιατί εδώ έχει δουλειά. (αναστενάζουν, με βαριά καρδιά).

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

μη μου πεις! Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, είχε τόση ζέστη, καύσωνα, που μέχρι και ο ήλιος αναγκάστηκε να φορέσει

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Μπορείς να βάλεις τις προτάσεις στη σωστή σειρά, ώστε να σχηματιστεί μια ιστορία;

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Transcript:

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Ένα καλοκαιρινό πρωινό η Αλίκη καθόταν ξαπλωμένη στην όχθη του ποταμού, δίπλα στην αδερφή της. Βαριόταν και η ζέστη της έφερνε νύστα. Κρυφοκοίταζε το βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της, αλλά δεν είχε εικόνες, και στην Αλίκη δεν άρεσαν τα βιβλία που δεν είχαν ζωγραφιές. Και τότε, ένα λευκό Κουνέλι με ροζ μάτια πέρασε τρέχοντας από κοντά της. «Αχ, δε θα προφτάσω να πάω στη Δούκισσα!» μουρμούρισε, κοιτάζοντας το ρολόι του. Γεμάτη περιέργεια, η Αλίκη πετάχτηκε όρθια και το ακολούθησε. Το Κουνέλι πήδησε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα δίπλα στο φράχτη. Ξοπίσω του και η Αλίκη, χωρίς δεύτερη σκέψη. Στην αρχή η τρύπα ήταν σαν σήραγγα, αλλά μετά βάθαινε απότομα. Η Αλίκη έπεφτε αργά και είχε όλο το χρόνο να ρίξει μια ματιά γύρω της. Τα τοιχώματα του πηγαδιού ήταν γεμάτα ντουλάπια και ράφια με βιβλία. Το πέσιμο συνεχιζόταν. Έπεφτε, έπεφτε βαθιά, όλο και πιο βαθιά. Ένιωθε πως την έπαιρνε ο ύπνος, όταν, ξαφνικά, προσγειώθηκε σ' ένα σωρό από ξερόκλαδα. Μπροστά της ξανοιγόταν ένας μακρύς διάδρομος. Στην άλλη άκρη του είδε το άσπρο Κουνέλι. Σηκώθηκε κι έτρεξε ξοπίσω του, μόλις όμως έστριψε στη γωνία, εκείνο είχε χαθεί. Βρισκόταν σ' ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, μ' ένα τραπεζάκι με τρία πόδια. Πάνω του ήταν ακουμπισμένο

ένα μπουκαλάκι με μια ετικέτα που έγραφε ΠΙΕΣ ΜΕ. Η Αλίκη δε δίστασε, δοκίμασε το ποτό, η γεύση του της άρεσε και το ήπιε όλο. «Τι παράξενο» μουρμούρισε, γιατί αισθάνθηκε πως είχε αρχίσει να μικραίνει. Μίκραινε, μίκραινε, ώσπου έμεινε μια σταλιά. Τότε το βλέμμα της έπεσε σ' ένα γυάλινο κουτάκι που βρισκόταν κάτω και μέσα βρήκε ενα μικρό κέικ διακοσμημένο με σταφίδες που σχημάτιζαν τη λέξη ΦΑΕ ΜΕ. Το έφαγε κι άρχισε να ψηλώνει. Ψήλωσε τόσο, που το κεφάλι της χτύπησε στο ταβάνι. Και τότε η Αλίκη τρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε μέχρι που ξαναείδε το Κουνέλι. Περπατούσε βιαστικά και ήταν ντυμένο επίσημα - στο ένα του χέρι κρατούσε μια βεντάλια και στο άλλο άσπρα δερμάτινα γάντια. «Παρακαλώ, κύριε...» είπε η Αλίκη, αλλά το Κουνέλι τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια, πετώντας τη βεντάλια και τ' άσπρα γάντια. Η Αλίκη μάζεψε τη βεντάλια και τα γάντια, κι επειδή έκανε ζέστη στο δωμάτιο, άρχισε να κάνει αέρα. «Τι παράξενα είναι όλα σήμερα» ψιθύρισε κοιτάζοντας τα χέρια της. Είχε φορέσει χωρίς να το καταλάβει ένα απ' τα γάντια. Πώς έγινε αυτό; σκέφτηκε. Πετάχτηκε πάνω και είδε πως είχε αρχίσει να μικραίνει και πάλι, μάλλον λόγω της βεντάλιας με την οποία αεριζόταν. Την πέταξε αμέσως μακριά και σταμάτησε να μικραίνει. Και τότε γλίστρησε και βρέθηκε μέσα σε νερά που έφταναν μέχρι το σαγόνι της: ήταν η λίμνη που σχημάτισαν τα δάκρυα που έχυσε όταν είχε δυο μέτρα μπόι. Τρομαγμένη, άρχισε να κολυμπά ώσπου έφτασε στην όχθη της λίμνης.

Βγήκε απ' το νερό και κατευθύνθηκε προς το δάσος που άρχιζε μερικά μέτρα πιο πέρα. Ανάμεσα στα δέντρα και στις πρασινάδες είδε ένα μανιτάρι που το ύφος του ήταν ίδιο με το δικό της. Στην κορυφή του καθόταν μια Κάμπια και κάπνιζε ένα μεγάλο ναργιλέ. «Ποια είσαι εσύ;» τη ρώτησε η Κάμπια. «Τι να σας πω... Είμαι ένα κορίτσι που αλλάζει συνέχεια μέγεθος. Πότε μικραίνω πότε ψηλώνω. Θα 'θελα να ξανάβρισκα το κανονικό μου ύψος». «Η μια πλευρά του μανιταριού θα σε ψηλώσει και η άλλη θα σε κοντύνει» είπε η Κάμπια ενώ κατέβαινε απ' το μανιτάρι και απομακρυνόταν ανάμεσα στα χόρτα. Το μανιτάρι ήταν ολοστρόγγυλο, οπότε η Αλίκη δεν ήξερε ποια πλευρά εννοούσε η Κάμπια. Άπλωσε τα χέρια της, το αγκάλιασε κι έκοψε ένα κομμάτι με το κάθε χέρι. Έφαγε μια μπουκιά απ' το δεξί κομματάκι και ψήλωσε τόσο, που ο λαιμός της έγινε σαν μακρύ κοτσάνι. Τρομαγμένη, έφαγε αμέσως λίγο απ' το κομμάτι που κρατούσε στο αριστερό της χέρι κι άρχισε να μικραίνει. Έτσι, τρώγοντας πότε απ' τη μια μεριά και πότε απ' την άλλη, κατάφερε ν' αποκτήσει ξανά το κανονικό της μέγεθος. Τότε μπροστά της, ως διά μαγείας, είδε ένα ξέφωτο. Στη μέση του βρισκόταν ένα σπιτάκι. Η Αλίκη έφαγε μια μπουκιά απ' το κομμάτι που 'χε στο δεξί της χέρι, μίκρυνε και πάλι, χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η Δούκισσα καθόταν σ' ένα σκαμνί μ' ένα μωρό που στρίγγλιζε στην αγκαλιά της. Μια μαγείρισσα ανακάτευε ένα τσουκάλι και δίπλα στο τζάκι καθόταν ένας γάτος που χαμογελούσε πλατιά. «Παρακαλώ» είπε ντροπαλά η Αλίκη. «Γιατί ο γάτος σας χαμογελάει;»

«Γιατί είναι γάτος Τσεσάιρ» απάντησε η Δούκισσα, ενώ σηκωνόταν απότομα κι άφηνε το μωρό κάτω. «Πρέπει να ετοιμαστώ» συνέχισε. «Μ' έχει καλέσει η Βασίλισσα να παίξουμε κροκέ». Αμίλητη η Αλίκη, βγήκε απ' το σπιτάκι. Μπροστά της στεκόταν ο γάτος Τσεσάιρ και χαμογελούσε. «Θα παίξεις κροκέ με τη Βασίλισσα;» τη ρώτησε. «Μα δε μ' έχουν καλέσει». «Δεν πειράζει, θα σε δω εκεί» απάντησε ο Γάτος κι άρχισε να εξαφανίζεται σιγά σιγά. Η Αλικη δεν ξαφνιάστηκε, γιατί όλο παράξενα πράγματα συνέβαιναν, κι άρχισε να περπατά μέσα στο δάσος. Σε λίγο βρέθηκε σ' έναν ωραίο κήπο με τριανταφυλλιές. Μια πομπή από δέκα στρατιώτες και δέκα αυλικούς ξεπρόβαλε πίσω από ένα θάμνο. Τους ακολουθούσαν ευγενείς και, τέλος, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα. Παράξενο! Η παρέα αυτή δεν ήταν παρά ένα μάτσο τραπουλόχαρτα! Πιο πέρα περπατούσε η Δούκισσα και το άσπρο Κουνέλι. Η Βασίλισσα κοίταζε δεξιά αριστερά, κι όταν έβλεπε κάποιον που δεν της άρεσε, φώναζε: «Πάρτε του το κεφάλι!». Η Αλίκη τα 'χε χάσει, αλλά ο χαμογελαστός γάτος Τσεσάιρ, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της, την καθησύχασε λέγοντας της: «Μην ανησυχείς, αστειεύεται. Δεν εκτελούν ποτέ κανέναν». «Μα είναι δυνατόν; Πού ξανακούστηκε...» άρχισε να λέει η Αλίκη, αλλά τη διέκοψε η φωνή της Βασίλισσας,

που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα της. «Πάρτε της το κεφάλι» ούρλιαξε. Η Αλίκη άρχισε να τρέχει τρομαγμένη, ενώ τα τραπουλόχαρτα σηκώθηκαν στον αέρα και όρμησαν καταπάνω της. Και τότε η Αλίκη ξύπνησε και βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά της αδερφής της. «Ξύπνα, Αλίκη. Παρακοιμήθήκες. Ώρα για τσάι». «Είδα ένα παράξενο όνειρο» είπε η Αλίκη κι άρχισε να της διηγείται τις περίεργες περιπέτειες της στη Χώρα των Θαυμάτων.