ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ Υπό Ιωάννου Διώτη α) Εισαγωγή Μιλώντας για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Χώρα μας, νομίζω ότι είναι σωστό να κάνουμε δύο διαπιστώσεις: Από την μια πλευρά δηλαδή πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι παρ όλες τις επί μέρους ελλείψεις του, το νομικό πλαίσιο είναι επαρκές, σύγχρονο και εν πολλοίς σύμφωνο με τις διεθνείς πρακτικές. Από την άλλη πλευρά ωστόσο είναι επίσης σωστό να διαπιστώσει κανείς, ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς στην χώρα μας, παρά τις όποιες προόδους έχει σημειώσει, εξακολουθεί πάντως να μην είναι αποτελεσματική, να παραμένει αποσπασματική, και η γενική πρόληψη των σχετικών εγκλημάτων να παραμένει δυστυχώς ακόμα στα σπάργανα. Ασφαλώς αυτό δεν αποτελεί συνέπεια μόνο μιας γενικότερης, πολιτισμικής, θα έλεγα, στάσης απέναντι στο κράτος και τους φορείς του εκ μέρους της κοινωνίας και δεν συνιστά μόνον ένδειξη ελλειμματικής κρατικής προστασίας προς τους κοινωνούς, αλλά αποδεικνύει ταυτόχρονα την ύπαρξη μιας προϊούσας «ιδιωτικοποίησης» των λειτουργιών του κράτους από τους ίδιους τους δεκαζόμενους κρατικούς αξιωματούχους. 1
Για τον λόγο αυτό πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι η πάταξη του φαινομένου δεν αποτελεί καθήκον μόνο των επιφορτισμένων με το έργο αυτό διωκτικών φορέων, αλλά προϋποθέτει επίσης μια ριζοσπαστική μεταβολή των αντιλήψεων, των στάσεων και των πολιτισμικών προτύπων που διέπουν την κοινωνία και τους θεσμούς της. Σε αυτό μόνο το πλαίσιο μπορούν οι φορείς καταπολέμησης της διαφθοράς να αποδώσουν, να αποκτήσουν κύρος και να συμβάλουν στην εξάλειψη του φαινομένου. β) Ορισμός των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς και έννοια αυτής Σε ειδικότερο, τώρα, πλαίσιο πρέπει να προσδιοριστούν ποιοι είναι οι φορείς εκείνοι, που επιφορτίζονται με το καθήκον καταπολέμησης της διαφθοράς: Ασφαλώς εδώ πρέπει να αναφέρει κανείς πρώτα απ όλους την Δικαιοσύνη, αλλά, στην περιφερειακή στεφάνη αυτής, και κάθε διωκτική αρχή, κάθε υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της εκτελεστικής εξουσίας και κάθε μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή ελέγχου του αθέμιτου ανταγωνισμού στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Όλοι αυτοί οι φορείς πρέπει να δρουν υπό την στέγη ενός κοινού ορισμού ή τουλάχιστον μιας συναντίληψης περί του ποια είναι τα βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της διαφθοράς: 2
Επ αυτού εύκολα μπορεί κανείς να βρει απάντηση στις κυρωθείσες από την χώρα μας διεθνείς συμβάσεις και στα άλλα διεθνή, κανονιστικού περιεχομένου, κείμενα. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των ορισμών είναι ότι η διαφθορά συνίσταται στην εκμετάλλευση ενός δημόσιου αξιώματος προς ίδιον όφελος. Κι ενώ σε ορολογικό επίπεδο η κατανόηση της έννοιας της διαφθοράς δεν παρουσιάζει πλέον σημαντικές δυσχέρειες, εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις το ζήτημα αν η διαφθορά είναι αμιγώς υπηρεσιακό έγκλημα, ή συνιστά και άλλου είδους εγκληματική συμπεριφορά, λ.χ. οργανωμένο ή γενικότερα οικονομικό έγκλημα. Συναφώς προς το τελευταίο αυτό ζήτημα δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί και οι αναφυόμενες σε δικονομικό επίπεδο δυσκολίες. Δεν έχει δηλαδή διευκρινισθεί εν προκειμένω και μάλιστα με ομοιόμορφο τρόπο, αφενός μεν ο τρόπος δράσης των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς και αφετέρου ο τρόπος συλλογής αποδεικτικών στοιχείων για την συνδρομή της. γ) Ο τρόπος δράσης των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς Αν και το υπηρεσιακό έγκλημα (παθητική και ενεργητική δωροδοκία) εμφανίζεται συνήθως ως μεμονωμένη συμπεριφορά, η διαφθορά συνιστά κατά κανόνα δέσμη συμπεριφορών, που εκδηλώνονται σε χρόνο και τόπο ασύνδετους, φαινομενικά τουλάχιστον, προς την άσκηση του υπηρεσιακού καθήκοντος. 3
Για το λόγο αυτόν απαιτείται η διακρίβωση της αναγκαίας προς ένα υπηρεσιακό καθήκον συνάφειας, προκειμένου να αποδεικνύεται η τέλεση των σχετικών αξιόποινων πράξεων. Κατά συνέπεια αναγκαία παρίσταται η θέσπιση ενός φορέα, ο οποίος θα είναι επιφορτισμένος με το να διακριβώνει την εγκληματική συνάφεια σε φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους συμπεριφορές. Ίσως αυτή είναι η σκέψη που οδήγησε τον νομοθέτη στην θέσπιση του λεγόμενου εισαγγελέα κατά της διαφθοράς με υπό συζήτηση σχέδιο νόμου στην Βουλή. Μολονότι ο ομιλών υπήρξε από τους πρώτους που συνέβαλαν στην θέσπιση εισαγγελέων ειδικών καθηκόντων, η μεγάλη αύξηση του αριθμού τους κατά τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει ότι στην πράξη έχουν εμφανισθεί σημαντικές δυσλειτουργίες, σύγκρουση αρμοδιοτήτων και έλλειψη συντονισμού, ώστε να μη μπορεί πλέον κανείς να συνηγορήσει στην δημιουργία ενός ακόμα εισαγγελέα ειδικών καθηκόντων. Εξάλλου προβλέπεται ήδη η εποπτεία της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων της Αστυνομίας από Εισαγγελέα. Το πρόβλημα θα οξυνθεί, όπως εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, όταν η διαφθορά εκδηλώνεται στο πλαίσιο οργανωμένης δράσης, οπότε με την καταπολέμησή της είναι δυνατόν να ασχολούνται ο κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο εισαγγελέας οργανωμένου εγκλήματος, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, ο εισαγγελέας εσωτερικών υποθέσεων και ο εισαγγελέας για τη διαφθορά! 4
Νομίζω ότι μπορεί να αποφύγει κανείς την αλληλεπικάλυψη αυτή των αρμοδιοτήτων αν ανατεθεί το έργο της εποπτείας και συντονισμού των ανακριτικών ερευνών σε ανώτερο εισαγγελέα (εφετών ή Α.Π.) ο οποίος εποπτεύει τη λειτουργία της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων της Αστυνομίας. Η υπηρεσία αυτή με την αναγκαία ενίσχυση και αναδιάρθρωσή της πρέπει να αποτελέσει τον κύριο βραχίονα του Κράτους για την πάταξη της διαφθοράς, η δράση της δε πρέπει να εναρμονισθεί προς εκείνη της Αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες καθώς και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού εγκλήματος. Έτσι μπορεί να εκπονηθεί και να εφαρμοσθεί με συνέπεια και συνέχεια ένα σχέδιο καταπολέμησης της διαφθοράς σε εθνική και όχι μόνο κλίμακα και ταυτόχρονα να αποφευχθεί η λειτουργική πολυδιάσπαση της εισαγγελίας. δ) Ο τρόπος συλλογής αποδεικτικών στοιχείων Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία το βασικότερο πρόβλημα για την καταπολέμηση της διαφθοράς έγκειται στην απόδειξή της. Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική πάταξη του φαινομένου χωρίς την συμβολή προσώπων που συνεργάζονται με την δικαιοσύνη (γνωστά στην Αγγλική ως whistlblowers). Πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία με την εξασφάλιση της δικής τους ατιμωρησίας, συνεργάζονται με τις διωκτικές αρχές για την αποκάλυψη δυσεξιχνίαστων πράξεων διαφθοράς. 5
Ασφαλώς κανείς δεν συνηγορεί στην θέσμιση μιας πολιτείας στηριζόμενης στους γνωστούς μας εξ άλλης αιτίας «χαφιέδες». Από την άλλη πλευρά προκαλεί τον πατριωτισμό μας το γεγονός ότι ενώ η χώρα μας φέρεται από τους διεθνείς οργανισμούς να είναι μια από τις πιο διεφθαρμένες του ανεπτυγμένου κόσμου, η πολιτεία μας εμφανίζεται διστακτική να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για την διευκόλυνση της εξάλειψης του φαινομένου. Υπενθυμίζω ότι ανάλογες διατάξεις προστασίας των συνεργαζόμενων με την δικαιοσύνη προσώπων έχουν θεσπιστεί και σε σχέση με άλλα σοβαρά αδικήματα, όπως το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία. Θα ήταν επομένως λογικό να επεκτείνει κανείς την ισχύ των διατάξεων αυτών και στην περίπτωση των εγκλημάτων διαφθοράς. Σημαντική επίσης εν προκειμένω θα ήταν η επέκταση των σχετικών με το «πόθεν έσχες» διατάξεων σε όλους γενικώς τους δημόσιους λειτουργούς. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών θα έπρεπε να κινητοποιεί σε βάρος των δημόσιων λειτουργών μια διαδικασία ανίχνευσης των παράνομων περιουσιακών προσόδων αντίστοιχη προς εκείνη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. ε) Προτάσεις Συμπεράσματα Ας ανακεφαλαιώσουμε τις παραπάνω παραδοχές και ας συναγάγουμε τα δέοντα συμπεράσματα. Η διαφθορά δεν πρόκειται να παταχθεί αποτελεσματικά αν δεν διευκολυνθεί η απόδειξή της, αν δεν αφαιρεθεί από τον δράστη της κάθε κίνητρο για την τέλεσή της και αν 6
δεν αναζητηθεί και δημευθεί το υλικό όφελος από αυτήν. Πρέπει ειδικότερα: α) Ως προληπτικό μέτρο να αποπροσωποποιηθεί, όπου αυτό είναι δυνατόν, η διοίκηση και να αντικειμενικοποιηθούν τα κριτήρια άσκησή της έναντι του πολίτη (π.χ. πρόγραμμα elegxis για τους φορολογικούς ελέγχους). Όπου δε δεν είναι δυνατή η αποπροσωποποιημένη διοίκηση θα πρέπει να ενταθούν οι προληπτικοί έλεγχοι. β) Ως κατασταλτικό διοικητικό μέτρο θα πρέπει να θεσπισθεί, αντίστοιχα προς την ποινική, πειθαρχική διαδικασία αυτοφώρου για τα υπηρεσιακά αδικήματα. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολύνεται η επιβολή διοικητικών ποινών κατά του επίορκου δημόσιου λειτουργού χωρίς να χρονίζει η απονομή διοικητικής δικαιοσύνης. γ) Προκειμένου να υπάρχει αντικίνητρο και στον πολίτη να ενδώσει στην παράνομη συναλλαγή ή να την προκαλέσει, θα πρέπει να θεσπισθεί η εξ υπαρχής ακυρότητα της διοικητικής πράξης, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα συναλλαγής. δ) Περαιτέρω θα πρέπει να ενισχυθεί η επίδειξη μηδενικής ανοχής σε κάθε πράξη διαφθοράς. Για να παραφράσουμε τον Beccaria, όποιος είναι βέβαιος ότι δεν θα τιμωρηθεί, αυτός και οι όμοιοί του θα συνεχίσουν να τελούν τα σχετικά εγκλήματα. Για τον λόγο αυτό πρέπει να θεσπισθεί η συνευθύνη των προϊσταμένων, στις περιπτώσεις που παρέλειψαν να ασκήσουν 7
αποτελεσματικό έλεγχο στην υπηρεσία τους, με αποτέλεσμα να τελεστούν πράξεις διαφθοράς από τους υφισταμένους τους. 8