7.13 TABLE OF IRREGULAR VERBS Irregular verbs are verbs which have active and/or passive perfective stems or passive perfective participles which are not formed according to any of the patterns given in Sections 7.9 and 7.11, or which present irregularities in the formation of some other form(s), e.g. the erative. In some cases where the forms are not easily predictable, the verbs have been included in order to help the user; for example, we include all second conjugation-verbs which form their active perfective stem otherwise than in -ησ-. [...] Second-conjugation verbs are marked (A) or (B) to indicate which type the erfective forms follow. Active-Middle Passive Present Meaning Past Past Participle αγαναχτώ (B) am indignant αγανάχτησα αγαναχτισμένος -αγγέλλω -άγω αίρω -αιρώ (Β) raise -άγγειλα/ -ήγγειλα -αγγείλω :dep -ήγαγα -αγάγω :dep ήρα άρω :dep -αίρεσα/ -ήρεσα -αιρέσω :dep -αγγέλθηκα -άχθηκα/ -ήχθην άρθηκα -αιρέθηκα -αγγελμένος -ηγμένος (ηρμένος) -ηρμένος ακουμπώ (A) lean ακούμπησα ακουμπισμένος ανακλώ (A) reflect ανέκλασα ανακλάστηκα ανακλασμένος αναμιγνύω mix ανέμιξα αναμίχθηκα ανα(με)μιγμένος ανασταίνω resurrect ανάστησα αναστήθηκα αναστημένος ανατέλλω rise ανάτειλα/ ανέτειλα ανεβαίνω go up ανέχομαι tolerate ανέχτηκα αντέχω endure άντεξα απαλλάσσω exempt απάλλαξα απελαύνω deport ανέβηκα ανέβω/ ανεβώ :dep ανέβα, ανεβείτε : απήλασα απελάσω :dep απέχω am far from απείχα :erf απολαμβάνω αποτυχαίνω enjoy fail απήλαυσα απολαύσω :dep απέτυχα αποτύχω :dep απαλλάχτηκα απαλλαχτώ/ -αγώ : dep απελάθηκα ανεβασμένος απαλλαγμένος αποτυχυμένος
αρέσω please άρεσα αρκώ (B) suffice άρκεσα/ ήρκεσα αρκέστηκα αρταίνω spice άρτυσα αρτύθηκα αρτυ(σ)μένος αυξάνω/-αίνω increase αύξησα αυξήθηκα αυξημένος αφήνω Β leave άφησα άφησε/άσε, αφήστε/άστε : αφέθηκα αφη(σ)μένος βάζω put έβαλα βάλθηκα βαλμένος -βαίνω -έβην -βώ :dep -βάλλω -εβαλα -βλήθηκα -(βε)βλημένος βαριέμαι am bored βαρέθηκα βαριεστισμένος βαρώ (Α) strike βάρεσα βαρεμένος βαστώ (Α) bear βάσταξα/ βάστηξα βαστάχτηκα/ βαστήχτηκα βαστα(γ)μένος/ βαστη(γ)μένος βάφω paint έβαψα βάφ(τ)ηκα βαμμένος βγάζω take out έβγαλα βγάλθηκα βγαλμένος βγαίνω βλέπω -βλέπω go out see βγήκα βγω :dep βγες/έβγα, βγείτε : είδα δω :dep δες, δέστε/δείτε : -έβλεψα βογκώ (A) groan βόγκηξα ειδώθηκα ιδωθώ :dep βγαλμένος ιδωμένος βόσκω graze βόσκησα (βοσκήθηκα) βοσκημένος βούλομαι wish βουλήθηκα βουτώ (A) dive βούτηξα βουτήχτηκα βουτγμένος βρέχω wet έβρεξα βράχηκα βρε(γ)μένος βρίσκω find βρήκα βρω :dep βρες, βρείτε : βροντώ (A) thunder βρόντηξα/ βρόντησα βρέθηκα βυζαίνω suckle βύζαξα βυζάχτηκα βυζαγμένος Γ γδέρνω skin έγδαρα γδάρθηκα γδαρμένος γελώ (A) laugh γέλασα γελάστηκα γελασμένος
γέρνω lean έγειρα γερμένος γερνώ (A) grow old γέρασα γερασμένος γίνομαι become έγινα/γίνηκα γίνω/γενώ :dep γινωμένος γράφω write έγραψα γράφ(τ)ηκα γραμμένος Δ -δεικνύω -έδειξα -δείχθηκα -(δε)δειγμένος δέομαι pray δεήθηκα δέρνω beat έδειρα δάρθηκα δαρμένος διαβαίνω pass [by] διάβηκα διαβώ :dep διαθλώ (A) refract διέθλασα διαθλάστηκα διαθλασμένος διαμαρτύρομαι protest διαμαρτυρήθηκα διαμαρτυρημένος -δίδω -έδωσα -(ε)δόθηκα -δεδομένος δίνω give έδωσα δόθηκα δο(σ) μένος/δεδομένος διψώ (A) am thirsty δίψασα διψασμένος δρω (A) act έδρασα Ε εγείρω erect ήγειρα εγέρθηκα εγερμένος εκλέγω elect εξέλεξα εκλέξω :dep εκπλήσσω surprise εξέπληξα εκρήγνυμαι explode εξερράγην εκραγώ :dep εκλέχτηκα εκλεγώ :dep εξεπλάγην εκπλαγώ :dep εκλεγμένος επαινώ (B) praise επαίνεσα επαινέθηκα επαινεμένος επεμβαίνω έρχομαι -έρχομαι intervene come επενέβηκα/επενέβην επέμβω :dep ήρθα/ήλθα έρθω/έλθω :dep έλα, ελάτε : -ήλθα -έλθω :dep εύχομαι wish ευχήθηκα εφευρίσκω εφιστώ (A) invent draw [attention to] εφεύρα εφεύρω :dep επέστησα εφευρέθηκα επιστήθηκα εφευρεμμένος/ εφευρημένος
έχω have είχα :erf Ζ ζουλώ (A) squeeze ζούληξα ζουλήχτηκα ζουληγμένος ζω live έζησα Θ θαρρώ (B) believe θάρρεψα θέλω θέτω τίθεμαι :pass -θέτω -τίθεμαι :pass want θέλησα ήθελα :erf place έθεσα τέθηκα (η)θελημένος -έθεσα -τέθηκα -τεθειμένος θίγω touch έθιξα θίχτηκα/ εθίγην θιγμένος θρέφω τρέφω Ι -ιστώ (A) -ίσταμαι :pass Κ κάθομαι καθιστώ (A) καθίσταμαι : pass nourish έθρεψα θρέφτηκα θρεμμένος sit render -έστησα -στάθηκα -σταμένος κάθισα/ έκατσα κάτσε, καθίστε : κατέστησα κατέστην καταστώ :dep καθισμένος κατεστημένος καίω burn έκαψα κάηκα καμένος καλώ (B) call κάλεσα καλέστηκα καλεσμένος -καλώ (B) -κάλεσα -κλήθηκα -κεκλημένος κάνω make έκανα/έκαμα καμωμένος καρτερώ (A/B) wait patiently καρτέρεσα καταναλίσκω consume κατανάλωσα καταναλώθηκα καταναλωμένος καταπίνω swallow κατάπια κατάσχω confiscate κατάσχεσα κατασχέθηκα (κατασχεμένος) καταφρονώ (B) scorn καταφρόνεσα καταφρονέθηκα καταφρινεμένος κατεβαίνω go down κατέβηκα κατέβω/κατεβώ :dep κατέβα, κατεβείτε : κατεβασμένος κερδίζω earn κέρδισα κερδήθηκα κερδισμένος κερνώ (A) treat κέρασα κεράστηκα κερασμένος
κλαίω weep έκλαψα κλαύτηκα κλαμένος κλέβω steal έκλεψα κλάπηκα(steal)/ κλέφτηκα(elope) κλεμμένος κλείνω (-κλείω) close έκλεισα κλείστηκα κλεισμένος κόβω (-κόπτω) cut έκοψα κόπηκα (-κε)κομμένος κοιτάζω/ κοιτώ (Α) κρεμώ (A) κρέμομαι :pass look κοίταξα κοιτάχτηκα κοιταγμένος hang κρέμασα κρεμάστηκα κρεμασμένος κυλώ (A) roll κύλησα κυλίστηκα κυλισμένος Λ λαμβάνω/ λαβαίνω -λέγω λέ(γ)ω Μ receive έλαβα -λήφθηκα/ -εληφθην -ειλημμένος say -έλεξα είπα πω :dep πες, πέστε/πείτε : -λέχθηκα/ -λέχτηκα/ -ελέγην λέχθηκα/ ειπώθηκα -λεγμένος ειπωμένος μαθαίνω learn έμαθα μαθεύτηκα μαθημένος μεθώ (A) get drunk μέθυσα μεθυσμένος μένω stay έμεινα μηνώ (B)/ μηνύω μπαίνω Ν inform summons enter μήνυσα μηνύθηκα μηνυμένος μπήκα μπω :dep μπες/έμπα, μπείτε : μπασμένος -νέμω -ένειμα -(ε)νεμήθηκα -νεμημένος ντρέπομαι am ashamed ντράπηκα ντροπιασμένος Ξ ξαίνω comb [wool] έξανα ξάστηκα ξασμένος ξερνώ (A) vomit ξέρασα ξεράστηκα ξερασμένος ξέρω know ήξερα :erf ξεχνώ (A) forget ξέχασα ξεχάστηκα ξεχασμένος Ο Π παθαίνω suffer έπαθα παθημένος
παίρνω take πήρα πάρω :dep πάρε, πάρτε : παρελαύνω parade παρέλασα παρέχω provide πάσχω suffer έπαθα παρείχα :erf παράσχω :dep πάρθηκα παρασχέθηκα παρμένος πεινώ (A) am hungry πείνασα πεινασμένος παίρνω (A) pass πέρασα περάστηκα περασμένος πετώ (A) throw πέταξα πετάχτηκα πετα(γ)μένος πέφτω fall έπεσα πεσμένος πηγαίνω/πάω go πήγα πάω :dep πήγαινε, πηγαίνετε : πηδώ (A) jump πήδηξα/ πήδησα πηδήχτηκα πηδημένος πίνω drink ήπια πιω :dep πιες, πιέστε/ πιείτε : πιώθηκα πιωμένος πλάττω/πλάσσω mould έπλασα πλάστηκα πλασμένος πλένω wash έπλυνα πλύθηκα πλυμένος πλήττω am bored έπληξα πνίγω strangle έπνιξα πνίγηκα πνιγμένος ποικίλλω adorn (ε)ποίκιλα ποικιλμένος πονώ (A) hurt πόνεσα -πονέθηκα πονεμένος πρήζω swell έπρηξα πρήστηκα πρησμένος προβαίνω προβάλλω Ρ advance 1. appear 2. project προέβην προβώ :dep ρεύγομαι belch ρεύτηκα πρόβαλα προέβαλα προβλήθηκα προ(βε)βλημένος ρουφώ (A) suck ρούφηξα ρουφήχτηκα ρουφηγμένος Σ σέβομαι respect σεβάστηκα σέρνω (-σύρω) drag έσυρα σύρθηκα συρμένος σκουντώ (A) prod σκούντηξα/ σκούντησα σκουντήχτηκα σκουντηγμένος
σπέρνω (-σπείρω) στέκομαι/ στέκω sow έσπειρα σπάρθηκα (-ε)σπαρμένος stand στάθηκα -στέλλω -έστειλα -(ε)στάλ(θ)ηκα -(ε)σταλμένος στέλνω send έστειλα στάλθηκα σταλμένος στενοχωρώ (A/B) distress στενοχώρεσα/ στενοχώρησα στενοχωρέθηκα/ στενοχωρήθηκα στενοχωρημένος στρέφω turn έστρεψα στράφηκα στραμμένος συγχαίρω congratulate συγχάρηκα συμβαίνει συμμετέχω happens participate συνέβη/ συνέβηκε συμβεί :dep συμμετείχα :erf συμμετάσχω :dep συμπίπτω coincide συνέπεσα σφάλλω am mistaken έσφαλα εσφαλμένος σχολώ (A) stop work σχόλασα σχολασμένος σώζω save έσωσα σώθηκα σωσμένος σωπαίνω Τ am silent σώπασα σώπα/σώπασε, σωπάτε/σωπάστε : τείνω tend έτεινα -τάθηκα τεταμένος τελώ (B) perform τέλεσα τελέστηκα (τε)τελεσμένος τραβώ (A) pull τράβηξα τραβήχτηκα τραβηγμένος τρέπω turn έτρεψα τράπηκα -(τε)τραμμένος τρέφω nourish έθρεψα τράφηκα θρεμμένος τρώω eat έφαγα φάω :dep γά(γ)ε, φάτε : φαγώθηκα φαγωμένος -τυγχάνω -έτυχα -τυχημένος Υ υπάρχω exist υπήρξα υπάρξω :dep υπόσχομαι promise υποσχέθηκα (υποσχεμένος) υφίσταμαι Φ exist, undergo υπέστην υποστώ :dep
φαίνομαι appear φάνηκα φέρνω (-φέρ(ν)ω) bring έφερα φέρθηκα φερμένος φεύγω leave έφυγα -φεύχθηκα φθείρω corrupt έφθειρα φθάρηκα/εφθάρην φθαρμένος φορώ (A/B) wear φόρεσα φορέθηκα φορεμένος φταίω am to blame έφταιξα φυλά(γ)ω guard φύλαξα φυλάχτηκα φυλαγμένος φυσώ (A) blow φύσηξα Χ χαίρομαι/χαίρω am glad χάρηκα χαλώ (A) spoil χάλασα χαλασμένος χορταίνω am satiated χόρτασα χορτασμένος χυμώ (A) swoop χύμηξα χωρώ (A/B) fit in χώρεσα Ψ ψάλλω/ψέλνω chant έψαλα ψάλθηκα ψαλμένος Ω ωχριώ (A) turn pale ωχρίασα