ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΛΕΚΚΑΣ Λ. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥΠΟΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ, 157 84, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 210/7274410, FAX:210/72747983, elekkas@geol.uoa.gr ΠΕΡΙΛΗΨΗ Παρά το γεγονός ότι οι επιστημονικές γνώσεις και η τεχνολογική εξέλιξη, τις τελευταίες δεκαετίες, στον τομέα της Διαχείρισης των Φυσικών Καταστροφών έχουν βελτιωθεί σημαντικά, εν τούτοις οι επιπτώσεις από τις εκδηλούμενες φυσικές καταστροφές αυξάνονται εκθετικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Τούτο οφείλεται στην ολοένα και αυξανόμενη τρωτότητα των πολεοδομικών συγκροτημάτων, την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων τα οποία δεν εναρμονίζονται με τις εξελισσόμενες γεωδυναμικές διεργασίες και εν γένει στις ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες δεν συνάδουν με τις βασικές απαιτήσεις προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Στα πλαίσια αυτά οι κυβερνήσεις των κρατών αλλά και οι Διεθνείς Οργανισμοί έχουν αποδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να αναστείλουν και να περιορίσουν την τάση αύξησης των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών μέσα από ενίσχυση της έρευνας, τη βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και τη διαμόρφωση πολιτικών, οι οποίες να εκμεταλλεύονται και να αξιοποιούν στο μέγιστο δυνατό τις νέες εξελίξεις και στα τρία στάδια διαχείρισης των φυσικών καταστροφών δηλαδή το προκαταστροφικό, συγκαταστροφικό και το μετακαταστροφικό επίπεδο. Παρουσιάζονται εμπειρίες από την πολιτική της διαχείρισης των καταστροφών σε διάφορες χώρες στις οποίες εκδηλώθηκαν σεισμικά φαινόμενα μεγάλης κλίμακας έτσι όπως αυτές καταγράφηκαν στα πλαίσια παρέμβασης διεθνών αποστολών και ομάδων εμπειρογνωμόνων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Παρά το γεγονός ότι οι επιστημονικές γνώσεις και η τεχνολογική εξέλιξη, τις τελευταίες δεκαετίες, στον τομέα της Διαχείρισης των Φυσικών Καταστροφών έχουν βελτιωθεί σημαντικά, εν τούτοις οι επιπτώσεις από τις εκδηλούμενες φυσικές καταστροφές αυξάνονται εκθετικά σε παγκόσμιο επίπεδο (ΛΕΚΚΑΣ, 2000α). Τούτο οφείλεται στην ολοένα και αυξανόμενη τρωτότητα των πολεοδομικών συγκροτημάτων, την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων τα οποία δεν εναρμονίζονται με τις εξελισσόμενες γεωδυναμικές διεργασίες και εν γένει στις ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες δεν συνάδουν με τις βασικές απαιτήσεις προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (Εικ. 1). Στα πλαίσια αυτά οι κυβερνήσεις των κρατών αλλά και οι Διεθνείς Οργανισμοί έχουν αποδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να αναστείλουν και να περιορίσουν την τάση αύξησης των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών μέσα από ενίσχυση της έρευνας, τη βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και τη διαμόρφωση πολιτικών, οι οποίες να εκμεταλλεύονται και να αξιοποιούν στο μέγιστο δυνατό τις νέες εξελίξεις και στα τρία στάδια διαχείρισης των φυσικών καταστροφών δηλαδή το προκαταστροφικό, συγκαταστροφικό και το μετακαταστροφικό επίπεδο (ΛΟΖΙΟΣ & ΛΕΚΚΑΣ 2003). Στην συνέχεια παρουσιάζονται εμπειρίες από την πολιτική της διαχείρισης των καταστροφών σε διάφορες χώρες στις οποίες εκδηλώθηκαν σεισμικά φαινόμενα μεγάλης κλίμακας έτσι όπως αυτές καταγράφηκαν στα πλαίσια παρέμβασης διεθνών αποστολών και ομάδων εμπειρογνωμόνων. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Στον τομέα της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών, οι πλέον προηγμένες χώρες, θεωρούνται κατά κύριο λόγο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ιαπωνία. Και στους τρεις τομείς διαχείρισης των φυσικών καταστροφών τον προκαταστροφικό, τον συγκαταστροφικό και τον μετακαταστροφικό υφίσταται ένα εξαιρετικά συγκροτημένο και έμπειρο σύστημα τόσο από κυβερνητικές όσο και από μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες είναι σε θέση να συμβάλλουν καθοριστικά στην μείωση των κάθε είδους επιπτώσεων. Πολλές φορές μάλιστα αρνούνται την εξωτερική
βοήθεια ακόμη και σε μεγάλης κλίμακας καταστροφές όπως στο σεισμό του San Francisco (Η.Π.Α., Ιανουάριος 1994) γιατί θεωρείται ότι δεν μπορεί να ενταχθεί χωρίς προβλήματα στο οικείο σύστημα διαχείρισης (COLLING, 1997). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο για λόγους καθαρά ψυχολογικούς επέτρεψαν την είσοδο ξένων ομάδων αποστολών αλλά και εν γένει την διεθνή βοήθεια. Ως παράδειγμα αναφέρεται ο σεισμός στο Kobe (Ιαπωνία, Ιανουάριος 1995) στον οποίο όμως οι επεμβάσεις των διασωστικών ομάδων και των ομάδων βοήθειας δεν κρίθηκαν ως ιδιαίτερα ικανοποιητικές. Θα πρέπει να σημειωθεί παρά το γεγονός ότι στις χώρες αυτές επενδύονται τεράστια κονδύλια στην έρευνα, στην εκπαίδευση και στον εξοπλισμό, εν τούτοις λόγω της υψηλής τρωτότητας των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων (δηλαδή υψηλή πυκνότητα κτηρίων, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ανά μονάδα επιφάνειας, πολυπλοκότητα των γραμμών ζωής κ.α.) τα αποτελέσματα πολλές φορές είναι δυσανάλογα. Ως παράδειγμα αναφέρεται ο σεισμός στο Kobe (Ιαπωνία, Ιανουάριος 1995) ο οποίος έχει καταγραφεί σαν το γεγονός που κόστισε σε οικονομικό μέγεθος περισσότερο κάθε άλλο (COLLING 1997, COMARTIN et al.1995). Σε αναπτυσσόμενες και σε αναπτυγμένες χώρες υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση από χώρα σε χώρα στην πολιτική διαχείρισης των φυσικών καταστροφών αλλά και στην αποτελεσματικότητά της. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει: (i) η συχνή ή όχι εκδήλωση μεγάλων καταστροφών όπως πχ. Τουρκία, Ταϊβάν, Ελλάδα, Νέα Ζηλανδία κ.α., (ii) η ευαισθητοποίηση που υπάρχει στην κοινή γνώμη πχ. Ιταλία, Τουρκία, Ελλάδα, (iii) οι υφιστάμενες εκάστοτε οικονομικές δυνατότητες, (v) η πρωτογενής παραγωγή σχετικής επιστημονικής γνώσης και (vi) η ικανότητα αφομοίωσης της επιστημονικής γνώσης και των νέων τεχνολογιών από τους φορείς διαχείρισης. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του συγκαταστροφικού επιπέδου έχουν καταγραφεί τόσο θετικές όσο και αρνητικές παρεμβάσεις στον τομέα της επέμβασης (Εικ. 2), όπως για παράδειγμα στους σεισμούς των Γρεβενών (Ελλάδα, Μάιος 1995), Αιγίου (Ελλάδα, Ιούνιος 1995), Umbria (Ιταλία, Σεπτέμβριος 1997), Molise (Ιταλία, Οκτώβριος 2002), Chi Chi (Taiwan, Σεπτέμβριος 1999), και στους σεισμούς του Dinar (Τουρκία, Οκτώβριος 1995), του Izmit (Τουρκία, Αύγουστος 1999) και του Duzce (Τουρκία, Νοέμβριος 1999) αντίστοιχα (CARYDIS et al. 1995, CARYDIS et al. 1997, SCAWTHORN ed. 2000, ΛΕΚΚΑΣ 2000β).
Εικ. 1 Αριθμός καταστροφικών γεγονότων και μέσες απώλειες κατά τα έτη 1960-1988 (ΛΕΚΚΑΣ 2000). Ένα κυρίαρχο θέμα που αναδεικνύεται σε περιπτώσεις μεγάλων φυσικών καταστροφών είναι η αδυναμία, σε συγκαταστροφικό επίπεδο, προσδιορισμού του μεγέθους και της έκτασης της καταστροφής. Όπως αποδεικνύεται είναι βασικό και κυρίαρχο θέμα για την εξέλιξη και την επιτυχία της επέμβασης. Βέβαια για να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός του μεγέθους και της έκτασης της καταστροφής απαιτείται ένα συγκροτημένο επιστημονικό και τεχνικό επιτελείο με μεγάλη εμπειρία και σημαντικές παρεμβατικές ικανότητες και δυνατότητες στο πολιτικό σύστημα λήψης αποφάσεων (ΛΕΚΚΑΣ 2000β). Σε χώρες του τρίτου κόσμου και γενικώς σε χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο και κατά κεφαλήν εισόδημα, υπάρχει λανθασμένη προσέγγιση από πλευράς των κυβερνήσεων σχετικά με την διαχείριση των καταστροφών στις περισσότερες περιπτώσεις. Τούτο είναι επόμενο γιατί το όλο θέμα δεν αποτελεί πρώτη προτεραιότητα αλλά μια δευτερεύουσα υποχρέωση, δεδομένου ότι ούτε η λειτουργία της διοίκησης είναι ικανοποιητική, ούτε το επίπεδο των πολιτών συμβάλλει στη ορθή και ψύχραιμη αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Πρόσθετα οι φυσικές καταστροφές συνήθως είναι συνδεδεμένες με δεισιδαιμονίες και αναχρονιστικές αντιλήψεις, γεγονός το οποίο δεν συμβάλλει καθόλου στην μείωση των επιπτώσεων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφηκε να εκδηλώνεται προσπάθεια σε κυβερνητικό επίπεδο συγκάλυψης των επιπτώσεων από καταστροφικά γεγονότα, υποβάθμισης των γεγονότων και αποκλεισμού της περιοχής που επλήγει στο συγκαταστροφικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης είναι η δραματική αύξηση των επιπτώσεων και ο αποκλεισμός των εθνικών και διεθνών αποστολών από την δυνατότητα έγκαιρης επέμβασης στην πληγείσα περιοχή (ΛΕΚΚΑΣ κ.ά. 2001, ΛΕΚΚΑΣ & ΚΡΑΝΗΣ, 2004, JAIN et al. 2002) γεγονός το οποίο παρατηρήθηκε κατά κύριο λόγο στον σεισμό του Gujarat (Ινδία, Ιανουάριος 2002), στο σεισμό του Bumerdes (Αλγερία, Μάιος 2003) και στο σεισμό του Bam (Ιράν, Δεκέμβριος 2003). Βέβαια τούτο είναι απόρροια της όλης πολιτικής πολλών κυβερνήσεων, οι οποίες σε προκαταστροφικό επίπεδο δεν επενδύουν ή δεν μπορούν να επενδύσουν σε τομείς που δεν είναι άμεσης προτεραιότητας. Έτσι σε μετακαταστροφικό επίπεδο είναι επόμενο να μην μπορούν να συμβάλλουν με τις περιορισμένες δυνατότητες των οικονομιών των κρατών τους στο να επανέλθει η περιοχή στην προ του γεγονότος κατάσταση με ταχύ ρυθμό. Εικ. 2 Προσπάθεια διάσωσης παγιδευμένων από την Ελληνική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών σε κατάρρευση στον σεισμό του Dinar (Τουρκία, Οκτώβριος 1995).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Οι επιπτώσεις από τις εκδηλούμενες φυσικές καταστροφές αποτέλεσαν ένα από τα πλέον σημαντικά προβλήματα για όλα σχεδόν τα κράτη, ενώ εκτιμάται ότι στο άμεσο μέλλον θα είναι κυρίαρχο το πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Για την όσο το δυνατό μείωση των επιπτώσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο απαιτείται μια συντονισμένη προσπάθεια η οποία περιλαμβάνει επιστημονική έρευνα, τεχνολογικό εξοπλισμό, ενημερωμένους πολίτες, άρτιες διοικητικές δομές και κυρίως συνεργασία τεχνοκρατών και πολιτικών. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται και διάθεση σημαντικών πόρων αλλά και αξιοποίηση της εμπειρίας από μεγάλες φυσικές καταστροφές που εκδηλώθηκαν σε διάφορες χώρες στον πλανήτη. Η καλή προετοιμασία και ο σχεδιασμός σε προκαταστροφικό επίπεδο επιτρέπει την άμεση παρέμβαση σε συγκαταστροφικό επίπεδο για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων και την ταχεία αποκατάσταση και επαναφορά στην πριν το γεγονός κατάσταση σε μετακαταστροφικό επίπεδο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ CARYDIS, P., HOLEVAS, K., LEKKAS, E. & PAPADOPOULOS, T. (1995). The Grevena (Central - North) Greece Earthquake Series of May 13, 1995. EERI Newsletter, Special Earthquake Report, June 1995, Vol. 29, No 6, 1-4, California. CARYDIS P., LEKKAS E., PAPADOPOULOS T., & HOLEVAS K. (1997). Contribution of the scientific team of EPPO after the Egio earthquake (15-Jun-1995). Rapid collection scientific data estimation for the management of the disaster. 8th International Conference on Soil Dynamics and Earthquake Engineering (SDEE '97), Eds. A.S. Çakmak, M. Erdik, E. Durukal, Extended Abstracts, 302-303, Istanbul. COLLINS, C. (1997). Earhquake for Insurers. Published by Poyal & Sun Alliance. 64p. COMARTIN, C., GREENE, M., TUBBESING, S. (Eds) (1995). The Hyogo-Ken Nanbu Earthquake, January 17,1995. Preliminary
Reconnaissance Report.. Earthquakes Engineering Research Institute. 116p. JAIN, S., LETTIS, W., MURTY, C., BARDET, J.P., (Eds) (2002). Bhuj, India Earhtquake of January 26, 2001 Reconnaissance Report. Earthquakes Engineering Research Institute. ΛΕΚΚΑΣ, Ε., (2000α). Φυσικές και Τεχνολογικές Καταστροφές. Εκδόσεις Access 1996 και 2000. 278σ. ΛΕΚΚΑΣ, Ε. (2000β). Το επιχειρησιακό διασωστικό και επιστημονικό έργο της Ελληνικής αποστολής στον καταστροφικό σεισμό του Izmit (17 Αυγούστου 1999, Τουρκία). Συνέδριο Αντιμετώπισης Σεισμικών Καταστροφών Επιστημονική Προσέγγιση Κοινωνική διάσταση, Τμήμα Γεωλογίας Α.Π.Θ. Τμήμα Νοσηλευτικής ΤΕΙΘ-ΕΚΑΒ, 91-109, Θεσσαλονίκη. ΛΕΚΚΑΣ, Ε., ΛΟΖΙΟΣ, Σ. & ΔΑΝΑΜΟΣ, Γ. (2001). Παράγοντες που επέδρασαν στον τύπο, στην ένταση και στην κατανομή των ζημιών στο σεισμό του Gujarat, Ινδία. 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής & Τεχνικής Σεισμολογίας, TEE, Τομ. Α, 215-223, Θεσσαλονίκη. ΛΟΖΙΟΣ, Σ. & ΛΕΚΚΑΣ, Ε., (2003). Βασικές έννοιες και εφαρμογές του Επιχειρησιακού Σχεδιασμού για την αντιμετώπιση Φυσικών Καταστροφών, έκδοση 2003. Σημειώσεις Τμήματος Γεωλογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. LEKKAS, E. & KRANIS, H. (2004). The Algerian earthquake (May 21, 2003): Results of field reconnaissance on damage evaluation, surficial deformation and geological site effects. 13th World Conference on Earthquake Engineering, Vancouver. SCAWTHORN, C. (Ed) (2000). The Marmara, Turkey Earthquake of August 17, 1999: Reconnaissance Report. Multidisciplinary Center for Earthquake Engineering Research. 190p.