Αντιδράσεις γονιών, όταν πληροφορούνται ότι το παιδί τους πάσχει από μαθησιακές δυσκολίες Υπάρχουν πολλά συναισθήματα που βιώνουν οι γονείς όταν πληροφορούνται ότι το παιδί τους έχει μαθησιακές δυσκολίες, όπως σοκ, άρνηση, ενοχή, οργή και θλίψη. Επίσης, παρατηρούνται συναισθήματα απελπισίας, απογοήτευσης και ανησυχίας, αλλά υπάρχουν και γονείς, οι οποίοι αισθάνονται αποδοχή, ελπίδα και στο τέλος ανακούφιση, διότι γνωρίζουν το πρόβλημα. Οι αντιδράσεις των γονιών μπορεί να αλλάξουν ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας, τις δεξιότητες αντιμετώπισης της οικογένειας και την ικανότητα των γονιών να συνεργάζονται, ούτως ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του παιδιού. Οι πιο συχνές αντιδράσεις των γονιών είναι: Η άρνηση. Μερικοί γονείς αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί τους έχει κάποιου είδους μαθησιακή δυσκολία. Ενδεχομένως να βρίσκουν δικαιολογίες και να αποδίδουν τη δυσκολία του παιδιού σε άλλους παράγοντες (π.χ. αδιαφορία), επειδή δεν θέλουν να δουν ότι υπάρχει αντικειμενική δυσκολία. Μπορεί να κατηγορήσουν τους εκπαιδευτικούς ή το/τη σύζυγο για τη σχολική αποτυχία αρνούμενοι να προσφέρουν τις ειδικές υπηρεσίες και παροχές που μπορεί να έχει ανάγκη το παιδί. Για τους γονείς είναι δύσκολη η παραδοχή του προβλήματος, διότι φοβούνται ότι το παιδί θα αποτύχει στη ζωή του, γεγονός που αποτελεί και τον μεγαλύτερο προβληματισμό τους. Ο θυμός. Ο θυμός που μπορεί να νιώθουν μερικοί γονείς είναι στενά συνδεδεμένος με την άρνηση, διότι στηρίζεται στο φόβο. Αυτοί οι γονείς μπορεί να επιρρίπτουν ευθύνες παντού, διότι ανησυχούν ότι το παιδί θα αποτύχει στη ζωή του και κανείς δεν θα μπορέσει να το συνδράμει. Η θλίψη. Ορισμένοι γονείς αισθάνονται θλίψη, όταν μαθαίνουν για τη μαθησιακή δυσκολία του παιδιού. Η θλίψη μπορεί να πηγάζει από την ισχυρή αίσθηση ανησυχίας για το μέλλον και για τα διάφορα πράγματα που ίσως να μην καταφέρει να πετύχει το παιδί σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Η ανακούφιση. Αν και η ανακούφιση ίσως θα ήταν για κάποιους το τελευταίο πράγμα που θα περίμεναν να νιώσει ένας γονιός, μερικοί γονείς ανακουφίζονται, όταν μαθαίνουν ότι το παιδί έχει μαθησιακή δυσκολία. Αυτό συμβαίνει, επειδή η επίσημη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών δίνει στους γονείς μια εξήγηση για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί. Επιπλέον, οι γονείς μπορεί να νιώθουν ανακουφισμένοι γιατί γνωρίζουν πως η διάγνωση θα επιτρέψει στο παιδί να λάβει ειδική αντιμετώπιση και ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Όταν οι γονείς αντιδρούν αρνητικά στη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, δεν βοηθούν ούτε το παιδί τους αλλά ούτε και τον εαυτό τους. Το παιδί μπορεί να νιώσει ενοχή, απόρριψη, αυξημένο άγχος και αποθάρρυνση. Επίσης, ίσως, παραιτηθεί από κάθε σχολική προσπάθεια για πρόοδο και βελτίωση και να αποσυρθεί τελείως από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ακόμη, η αρνητική στάση των γονιών επιβαρύνει την ήδη δυσμενή εικόνα που έχει το παιδί για τον εαυτό του, λόγω της συνεχούς σχολικής αποτυχίας, να ισοπεδώσει την αυτοεκτίμησή του και να
δημιουργήσει λανθασμένες πεποιθήσεις αναξιότητας και ανικανότητας. Όλες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις δυστυχώς, μπορεί να συνοδεύουν το παιδί και στην ενήλικη ζωή. (Μάτζιου & Μεγαπάνου, 2011). Οι γονείς μπορούν να 1\ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς και άλλους γονείς. 2\πληροφορηθούν σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες. 3\να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να μάθουν τα διαχειρίζονται. 4\να αποδεχτούν την πραγματικότητα και να μην δημιουργούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες. 5\να θυμούνται ότι δεν είναι οι μόνοι με το συγκεκριμένο πρόβλημα Η συμπεριφορά του γονιού έχει πολλές αντιφάσεις. Κινείται από την αποδοχή των δυσκολιών μέχρι την απόλυτη άρνηση. Ανάμεσα στο δίπολο αυτό μπορεί να φτάσει από το να εξυπηρετεί το παιδί ετοιμάζοντάς του ακόμα και τη σάκα του σε καθημερινή βάση ή από την άλλη πλευρά να χειροδικεί, επειδή το παιδί έχει κακούς βαθμούς. Η παρέμβαση του ειδικού είναι επιβεβλημένη, ώστε να βοηθηθεί το παιδί. Ο γονιός μέχρι να οδηγηθεί στο σημείο της ουσιαστικής συνδρομής προς το παιδί θα προηγηθούν ορισμένα στάδια, όπως: Το σοκ: Το αναπάντεχο για το γονιό γεγονός, ότι το παιδί αντιμετωπίζει μαθησιακά προβλήματα. Η άρνηση: ο γονιός άμεσα ή έμμεσα δεν δέχεται πως υπάρχει πρόβλημα και θεωρεί ότι έχει γίνει λάθος. Οι ενοχές: Ο γονιός αισθάνεται υπεύθυνος για κάθε πρόβλημα που έχει το παιδί του. Ο Θρήνος: Στο στάδιο αυτό ο γονιός αποδέχεται τον πόνο του και πέφτει σε κατάσταση θρήνου. Είναι η αρχή για να φτάσει στην αποδοχή. Η ενεργητική στάση: Είναι το τελευταίο στάδιο. Ο γονιός έχει αποδεχθεί την κατάσταση. Έχει εκτονώσει τον θυμό του και επιθυμεί να βοηθήσει το παιδί, ώστε να βελτιώσει το πρόβλημά του (Ζάχος, 2004 & Τομαράς, 2008). Οι γονείς παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες έχουν τις ακόλουθες ανάγκες: 1\Να πληροφορηθούν για τις δυσκολίες των παιδιών τους. 2\ Να πληροφορηθούν για τις δυνατότητες των παιδιών τους. 3\Να πληροφορηθούν για τις παρεχόμενες υπηρεσίες που έχουν σχέση με την εκπαίδευση και την υποστήριξη των παιδιών τους. 4\Να δεχθούν εκπαίδευση και υποστήριξη οι ίδιοι. 5\Να δεχθούν πληροφορίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
6\ Να αποκτήσουν ρεαλιστικές προσδοκίες για τις δυνατότητες των παιδιών τους και να έχουν θετική διάθεση. (Παντελιάδου & Μπότσας 2007). 7\ Οι γονείς των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες είναι αναγκαίο να ενημερώνονται αναφορικά με την διαταραχή, να μην επενδύουν στα παιδιά τους τα δικά τους όνειρα, να επαινούν ακόμα και τις μικρές επιτυχίες του παιδιού του και να αξιολογούν την προσπάθεια του παιδιού και όχι το αποτέλεσμα. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι η αποφυγή της σύγκρισης του παιδιού με άλλα παιδιά και ιδίως ή με τα αδέλφια του. 8\ Οι γονείς πρέπει να βρίσκονται σε επαφή με το σχολείο και το σημαντικότερο να αποδεχθούν ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν προβληματική συμπεριφορά. 9\ Οι γονείς οφείλουν να επισημαίνουν τα πλεονεκτήματα του παιδιού και όχι τα μειονεκτήματα. 10\ Τέλος, να προφυλάσσεται το παιδί από καταστάσεις που ίσως του αναπτύξουν το αίσθημα της μειονεξίας και της απόρριψης. Και το σημαντικότερο, οι γονείς να συνδράμουν το παιδί στις εργασίες και να τις κάνουν οι ίδιοι (Τάφα, 1998). Ηθική και δεοντολογία στην έρευνα Η δεοντολογία στην έρευνα περιλαμβάνει αρχές, οι οποίες βοηθούν την ερευνητική κοινότητα να αποφασίσει ποιοι στόχοι είναι σπουδαιότεροι, όταν τίθενται ζητήματα αντικρουόμενων αξιών. Τα θέματα αφορούν τρεις τομείς: 1\ την σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και την επιστήμη, δηλαδή κατά πόσο οι ανησυχίες της κοινωνίας μπορούν να κατευθύνουν την επιστημονική έρευνα. 2\ τα διάφορα επιστημονικά θέματα, όπως την επίδειξη δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους του ερευνητή, όπως πλαστογράφηση στοιχείων, επιλεκτική παρουσίαση θεμάτων, αποσπασματική δημοσίευση. 3\ Την αντιμετώπιση των συμμετεχόντων. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θίγεται η ψυχική ή σωματική υγεία των συμμετεχόντων. Ο ερευνητής προτού ξεκινήσει την έρευνα οφείλει να αναλογίζεται το όφελος από την έρευνα που θα διεξάγει και την ενδεχόμενη βλάβη που θα προκαλέσει στα ερευνητικά υποκείμενα. Κατά τον σχεδιασμό της έρευνας πρέπει να ελέγξει ο ερευνητής, εάν η έρευνα αντιβαίνει στον κώδικα δεοντολογίας και αν θα διατρέξει
κίνδυνο όποιος συμμετέχει στην ερευνητική διαδικασία. Γι αυτό ο ερευνητής αρμόζει να είναι ειλικρινής με τους συμμετέχοντες εκ των προτέρων και να τους εξηγήσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Όταν τίθεται θέμα εξαπάτησης των συμμετεχόντων, τότε υποχρεούται να τους ενημερώσει και να αναλογιστεί το όφελος από την εξαπάτηση. Επιπλέον, ο ερευνητής οφείλει να σεβαστεί την ελευθερία του συμμετέχοντος και να σεβαστεί την επιθυμία του, εάν θελήσει να αποχωρήσει. Μόλις ολοκληρωθεί η έρευνα, ο ερευνητής ενημερώνει τους συμμετέχοντες για την φύση της έρευνας και διαλευκάνει τις απορίες. Κατά την πορεία της έρευνας, εφόσον υπάρξουν συνέπειες για τα ερευνητικά υποκείμενα, υποχρεούται ο ερευνητής να τις διορθώσει ή να τις απαλείψει. Επίσης, τα πορίσματα των ερευνών αποκρύπτονται από τις συμμετέχοντες. Επιπροσθέτως, προτού ο ερευνητής ξεκινήσει την έρευνα, ενημερώνει για την διαδικασία που θα ακολουθηθεί, αλλά δεν αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες στους συμμετέχοντες, διότι ενδεχομένως να αλλοιώσει την συμπεριφορά τους. Ακόμη, ζητά την συγκατάθεσή τους και την συγκατάθεση των κηδεμόνων για τους ανήλικους. Κατανοούμε ότι χρειάζεται ο ερευνητής να εξισορροπεί μεταξύ της επιστημονικής έρευνας και των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων. Ειδικότερα, τα ζητήματα, τα οποία είναι αναγκαίο να προσεχθούν κατά την διεξαγωγή μίας έρευνας είναι τα ακόλουθα: είναι απαραίτητη η συνειδητή συναίνεση των συμμετεχόντων, όταν πρόκειται να εκτεθούν σε πόνο, φυσικό ή συναισθηματικό τραυματισμό, σε απειλή της προσωπικής τους ησυχίας, σε φυσικό ή ψυχολογικό άγχος, ή όταν καλούνται να χάσουν την αυτονομία τους παροδικά σε έρευνες κυρίως για την επίδραση των φαρμάκων. Οι συμμετέχοντες χρειάζεται να ξέρουν ότι η συμμετοχή τους είναι εθελοντική και πρέπει να έχουν αποσαφηνίσει εξ αρχής όλες τις παραμέτρους της έρευνας, δηλαδή για τα οφέλη, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κινδύνους που συνδέονται με τη συμμετοχή τους στο ερευνητικό πρόγραμμα.(frankfort-nachmias and Nachmias, 1992) Επομένως, ο ερευνητής οφείλει να εξηγήσει τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν. Να περιγράψει την ταλαιπωρία και τον κίνδυνο που αναμένεται. Να αναφερθεί στα οφέλη που πρόκειται να υπάρξουν. Να αποκαλύψει τις εναλλακτικές διαδικασίες, οι οποίες ενδεχομένως να ωφελούσαν τους συμμετέχοντες. Να απαντήσει στα ερωτήματα των συμμετεχόντων και να ενημερώσει ότι ο κάθε συμμετέχων μπορεί όποτε θελήσει να φύγει από το πρόγραμμα. (Institutional Guide to DHEW Policy, 1971)
Σε αρχικό στάδιο πρέπει να ζητείται η άδεια για την διεξαγωγή της έρευνας. Εάν η έρευνα διεξαχθεί σε σχολεία, τότε είναι αναγκαίο η πρόσβαση στο σχολείο να γίνει με επίσημη αίτηση άδειας από τις τοπικές εκπαιδευτικές αρχές και τον διευθυντή του σχολείου. Οι συμμετέχοντες χρήζει να πληροφορηθούν για το τι πρόκειται να γίνει με τις πληροφορίες που παρέχουν, εάν τις δεί μόνο ο ερευνητής ή και άλλο πρόσωπο. Γι αυτό απαιτείται η προετοιμασία μίας περίληψης των προθέσεων και των συνθηκών υπό τις οποίες θα διεξαχθεί η μελέτη και θα διανεμηθεί στους συμμετέχοντες. (Bell, 1991) Στο πλαίσιο της ερευνητικής δραστηριότητας μπορεί εύκολα να παραβιαστεί το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα τόσο κατά τη διάρκεια της έρευνας ή αφού αυτή ολοκληρωθεί. Η ιδιωτικότητα έχει τρεις πτυχές σύμφωνα με τους Diener και Crandall (1978). Αυτές είναι: ο ευαίσθητος χαρακτήρας των πληροφοριών που παρέχονται, χώρος, ο οποίος παρατηρείται και η δημοσιοποίηση των πληροφοριών. Η ευαισθησία των πληροφοριών σχετίζεται με το πόσο προσωπικές ή δυνάμει απειλητικές είναι οι πληροφορίες που συλλέγονται από τον ερευνητή. Σύμφωνα με μία έκθεση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (1973): «οι θρησκευτικές προτιμήσεις, οι σεξουαλικές πρακτικές, το εισόδημα, οι φυλετικές προκαταλήψεις και άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως η ευφυΐα, η τιμιότητα και το θάρρος, είναι πολύ πιο ευαίσθητα θέματα από το 'όνομα, το βαθμό και τον αριθμό μητρώου». Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η ευαισθησία των πληροφοριών, τόσο περισσότερες εγγυήσεις χρειάζονται για να προστατευτεί η ιδιωτικότητα του συμμετέχοντα σε μία έρευνα. Ο χώρος που παρατηρείται μπορεί να είναι είτε προσωπικός είτε δημόσιος. Για παράδειγμα. το σπίτι θεωρείται ως ένα από τα πιο ιδιωτικά σκηνικά και η διείσδυση σε αυτό χωρίς την συγκατάθεση των ερευνητικών υποκειμένων απαγορεύεται από τον νόμο. Η δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετίζεται με την δυνατότητα οι προσωπικές πληροφορίες να ταυτίζονται με τους συμμετέχοντες στην έρευνα..η ανωνυμία προϋποθέτει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από τους συμμετέχοντες δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αποκαλύπτουν την ταυτότητα τους. Ένας συμμετέχων ή ένα ερευνητικό υποκείμενο θεωρείται ανώνυμος, όταν ο ερευνητής ή κάποιος άλλος δεν μπορεί να τον εντοπίσει από τις πληροφορίες που παρέχονται. Η ισχύς της συγκεκριμένης συνθήκης εγγυάται τον σεβασμό στον προσωπικό χώρο του συμμετέχοντα άσχετα με το εάν οι πληροφορίες είναι προσωπικές ή ευαίσθητης φύσεως. Οι συμμετέχοντες μπορεί να κληθούν να χρησιμοποιήσουν ένα ψευδώνυμο ή να διαφοροποιήσουν συγκεκριμένα προσωπικά στοιχεία, όπως την ημερομηνία
γεννήσεως. Η ανωνυμία μπορεί να ενισχυθεί, εάν τα ονόματα και άλλα αναγνωριστικά στοιχεία αντικατασταθούν με κωδικούς. (Frankfort-Nachmias and Nachmias, 1992) Οι ερευνητές οφείλουν να τηρούν όλους τους κανόνες της δεοντολογίας και τις αρχές της ηθικής, ώστε να εξαλείφονται οι συνέπειες για τα ερευνητικά υποκείμενα. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, με συνέπεια σε αρκετές περιπτώσεις να απειλείται όχι μόνο η αξιοπρέπεια του ερευνητικού υποκειμένου, αλλά και η ζωή του, όπως συνέβη στην ακόλουθη περίπτωση, η οποία αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή. Σ ένα πείραμα που σχεδιάστηκε για να μελετήσει την εφαρμογή μίας αντίδρασης σε μία κατάσταση που είναι τραυματική αλλά δεν προξενεί πόνο, οι Campbell, Sanderson και Laverty, προκάλεσαν με τη χρήση ενός φαρμάκου μία παροδική διακοπή στην αναπνοή των υποκειμένων τους. Τα υποκείμενα επιβεβαίωσαν στις αναφορές τους ότι αυτή ήταν μία "τρομακτική" εμπειρία γι' αυτούς και είχαν την αίσθηση ότι ότι πέθαιναν. Τα υποκείμενα, άνδρες αλκοολικοί που προσφέρθηκαν εθελοντικά για το πείραμα, επειδή τους είπαν ότι σχετίζεται με πιθανή θεραπεία του αλκοολισμού, δεν προειδοποιήθηκαν από πριν για την επίδραση του φαρμάκου, μια και αυτή η πληροφορία θα μείωνε την τραυματική επίδραση της εμπειρίας. (Kelman, 1967) Τα ΤΟ κύριος τρόπος για την εξουδετέρωση των αρνητικών επιδράσεων μίας έρευνας με εξαπάτηση είναι να επιβεβαιωθεί ότι δίνονται ικανοποιητικές εξηγήσεις στο τέλος της έρευνας ή της ερευνητικής συνάντησης. Η εξήγηση είναι αναγκαία και δεν πρέπει να εμπεριέχει ίχνη εξαπάτησης και ο ερευνητής να προβαίνει σε διαφορετικούς πειραματικούς χειρισμούς.)