Αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων και συμμετοχή των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Αγορά Γεωργία Πέππα Διπλωματική Εργασία που υπεβλήθη για τη μερική ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Σχολή Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Οικονομική και Ανάλυση Δεδομένων» Σεπτέμβριος 2017
Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Γεωργία Πέππα 2017 - Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος
Τριμελής Επιτροπή Επίβλεψης διπλωματικής εργασίας Επιβλέπων/πουσα: Γεώργιος Αργυρός Αναπληρωτής Καθηγητής Μέλος Επιτροπής: Ιωάννης Βενέτης Αναπληρωτής Καθηγητής Μέλος Επιτροπής: Αθηνά Ζερβογιάννη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Η παρούσα διατριβή με τίτλο «Αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων και συμμετοχή των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Αγορα» εκπονήθηκε από τον/την Γεωργία Πέππα, Α.Μ 1057258, για τη μερική ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Οικονομική και Ανάλυση Δεδομένων» από το Πανεπιστήμιο Πατρών και εγκρίθηκε από τα μέλη της τριμελούς επιβλέπουσας επιτροπής.
Θα ήθελα να αφιερώσω τη διπλωματική μου εργασία στους γονείς μου που ήταν δίπλα μου και με στήριξαν τόσο στη διάρκεια φοίτησής μου στο μεταπτυχιακό αυτό, όσο και σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου.
Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κο Γεώργιο Αργυρό για την καθοδήγηση, την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε, καθως και την άριστη συνεργασία μας για την ολοκλήρωση της διπλωματικής μου εργασίας. Ακόμα, ευχαριστώ όλους τους καθηγητές του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών για τις πολύτιμες γνώσεις που μου προσέφεραν.
Περίληψη Στις μέρες μας, και στο συνεχώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον που επικρατεί, αρκετές επιχειρήσεις επιλέγουν να μετακινηθούν σε αγορές όπου το περιβάλλον λειτουργίας τους θα είναι ευνοϊκότερο. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν για να μεταφερθεί η έδρα μιας εταιρίας από ένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα άλλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, φυσικό επακόλουθο είναι η ανησυχία των εργοδοτών, αλλά και των ίδιων των εργαζομένων για τη διαφύλαξη αλλά και την προώθηση των συμφερόντων τους. Επομένως, επιτακτική είναι η ανάγκη σύστασης της δέκατης τέταρτης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Εταιρικού δικαίου για να πραγματποιηθεί η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας εταιρίας. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της εταιρικής κινητικότητας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των παραγόντων που την επηρεάζουν, των προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούνται προκειμένου να μπορέσει μια εταιρία να πραγματοποιήσει μια τέτοια μετακίνηση, καθώς και του νομικού πλαισίου που τη διέπει. Επιπλέον, για την πιο ολοκληρωμένη κατανόηση του θέματος θα αναφερθεί και η περίπτωση της κινητικότητας του εταιρικού μορφώματος της Ευρωπαϊκής Εταιρίας καθώς και των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Τέλος, θα μελετηθεί η συμμετοχή των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή αγορά και πώς αυτή επηρεάζεται από τη μετακίνηση των επιχειρήσεων, τόσο για τους εργαζόμενους στις κοινές επιχειρήσεις, όσο και για τις περιπτώσεις της Ευρωπαϊκής Εταιρίας και των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Στην παρούσα εργασία αρχικά θα εξεταστεί η ελευθερία της εταιρικής κινητικότητας με βάση τη Συνθήκη και τη νομολογία του δικαστηρίου, όπως και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν στην προσπάθεια μετακίνησης μιας εταιρίας από ένα κράτος σε ένα άλλο (εξ αιτίας της σύγκρουσης της θεωρίας της πραγματικής έδρας και αυτής της καταστατικής). Στη συνέχεια, θα μελετηθεί η νομοθετική πρωτοβουλία από την ΕΕ, με την υιοθέτηση ενός νομικού πλαισίου που θα ρυθμίζει τους κανόνες που διέπουν τη μεταφορά της έδρας μιας εταιρίας. Έπειτα θα αναφερθεί η κινητικότητα στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Εταιρίας και των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Τέλος, θα ασχοληθούμε με την προσπάθεια εξισορρόπησης, από τη μεριά των κυβερνήσεων, των αναγκών μιας νέας και ανταγωνιστικής οικονομίας με την διατήρηση των συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων τους με βάση την αντίστοιχη νομολογία.
Λέξεις κλειδιά: εταιρική κινητικότητα, ελευθερία εγκατάστασης, ευρωπαϊκή εταιρεία, διασυνοριακές συγχωνεύσεις, συμμετοχή εργαζομένων
Summary Nowadays, and in the ever-changing and competitive environment that exists, many companies choose to move to markets where their operating environment will be more favorable. However, there are several obstacles to overcome in order to transfer a company's headquarters from one EU country to another. Under these circumstances, the natural consequence is the concern of employers, but also of workers themselves, to preserve and promote their interests. It is therefore imperative that the Fourteenth European Company Law Directive be set up to effect the transfer of the registered office of a company. The purpose of this paper is to study the corporate mobility within the European Union, the factors that affect it, the conditions that must be met in order for a company to carry out such a movement and the legal framework that governs it. In addition, for the more complete understanding of the issue, we will also mention the case of the mobility of the company's corporate structure as well as cross-border mergers. Finally, the participation of workers in the European market will be studied and how it is affected by the relocation of companies, both for joint venture workers and for the cases of the European Company and cross-border mergers. This work will initially address freedom of corporate mobility based on the Treaty and court jurisprudence as well as the obstacles to be overcome in attempting to move a company from one state to another (due to the conflict of real estate theory and this statute). The EU legislative initiative will then be studied by adopting a legal framework regulating the rules governing the transfer of a company's headquarters. Mobility in the case of the European Company and cross-border mergers will then be mentioned. Lastly, we will be working on balancing the needs of a new and competitive economy on the part of governments with the maintenance of their employees' rights of participation on the basis of the relevant case law. Keywords: corporate mobility, freedom of establishment, European company, cross-border mergers, employee participation
Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή...1 2. Η έννοια της εταιρικής κινητικότητας...2 3. Μορφές μετακίνησης μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο...3 3.1 Ίδρυση εκ νέου της εταιρίας...3 3.2 Ίδρυση δευτερεύουσας εγκατάστασης...3 3.3 Απόκτηση ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου...4 3.4 Διασυνοριακές συγχωνεύσεις...5 3.5 Διασυνοριακή μετατροπή...5 4. Νομοθετικό πλαίσιο και προϋποθέσεις για τη μετακίνηση των εταιριών...6 5. Μεταφορά της έφρας των εταιριών: Νομολογία του δικαστηρίου...7 5.1) Το δικαίωμα εισόδου και αναγνώρισης...8 5.1.1 Η απόφαση Centros...8 5.2) Το δικαίωμα εξόδου της επιχείρησης...11 5.2.1 Η Υπόθεση Daily Mail...12 5.2.2 Η απόφαση Cartesio...13 5.2.3 Η Απόφαση Vale...17 6. Η Ευρωπαϊκή Εταιρία και η μεταφορά της έδρας της...20 6.1) Η Έννοια και τρόποι δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Εταιρίας...20 6.1.1 Δημιουργία μιας SE με τη συγχώνευση...21 6.1.2 Δημιουργία SE μέσω μετατροπή...22 6.2. Μεταβίβαση της έδρας της SE- Νομοθετικό Πλαίσιο...22 6.3 Συμπεράσματα...25 7. Διασυνοριακές Συγχωνεύσεις...26 7.1) Διασυνοριακές Συγχωνεύσεις και μεταφορά της έδρας: Νομολογία του δικαστηρίου...26 7.2) Η Οδηγία για τις Διασυνοριακές Συγχωνεύσεις...29 8. Η Συμμετοχή των εργαζομένων...30 8.1) Η έννοια της συμμετοχής των εργαζομένων...31 8.2) Μορφές συμμετοχής των εργαζομένων...33 8.2.1 Χρηματοδοτική συμμετοχή...33 8.2.2. Η συμμετοχή στην εργασία...33 8.2.3 Επίπεδα συμμετοχής των εργαζομένων...34 8.3) Ιστορικά Στοιχεία...35 8.3.1 Ελευθέρωση της αγοράς...35 8.3.2 Νέα συμμετοχή...36 8.3.3 Η θέσπιση των συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων...36 9. Η συμμετοχή των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Εταιρία...38
9.1) Η Οδηγία για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Εταιρία...38 9.2) Σύνθεση της Ε.Δ.Ο και επιλογή των μελών της...39 9.3) Κόστος Ε.Δ.Ο και πρόσβαση σε εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη..41 9.4) Διάρκεια και πιθανά αποτελέσματα διαπραγματεύσεων...41 9.5) Τα εθνικά δικαιώματα ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής...42 9.6) Η επιλογή της συμμετοχικής διαδικασίας...44 9.7) Η Κατανομή των εδρών...44 9.8) Η Προστασία των συμμετοχικών δικαιωμάτων από καταστρατήγηση...44 10) Η συμμετοχή των εργαζομένων στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, συγκρητικά με την Ευρωπαϊκή Εταιρία...45 10.1) Η θέσπιση της οδηγίας 2005/56/ΕΚ για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις...45 10.2) Η οδηγία 2005/56/ΕΚ στην πράξη...46 10.3) Η διαμόρφωση του καθεστώτος συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία που προκύπτει από τη συγχώνευση...48 10.4) Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα...48 10.5) Οι διατάξεις αναφοράς...50 11) Συμπεράσματα...53 Βιβλιογραφία...55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα βασικότερα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ. Η Συνθήκη είναι αυτή η οποία δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες να δραστηριοποιούνται εντός οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ χωρίς να υπάρχουν περιορισμοί. Το δικαίωμα αυτό έχει προωθηθεί από τη δημιουργία νέων εταιρικών μορφωμάτων (Ευρωπαϊκή Εταιρεία) προσαρμοσμένων στη διαφορετικότητα των εταιρικών δικαίων στις διάφορες χώρες. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συμβάλει στην αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου της ελευθερίας εγκατάστασης, αρχικά με την επιβεβαίωση ότι μια συσταθείσα εταιρεία σύμφωνα με την νομοθεσία ενός κράτους μέλους της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται εντός ενός κράτους-μέλους έχει τη δυνατότητα μεταφοράς της πραγματικής της έδρας μέσω μιας δευτερεύουσας εγκατάστασης μέσα στην ΕΕ και χωρίς να χαθεί η νομική της προσωπικότητα. Έπειτα δεν σημαίνει ότι η Συνθήκη δίνει στις εταιρείες επίσης την ελευθερία αλλαγής της εθνικότητάς τους, μέσω της μετακίνησης της έδρας τους σε άλλο κράτος-μέλος. Για το εν λόγω ζήτημα έχουν γίνει οι εξής τρεις υποθέσεις: η υπόθεση Cartesio, η υπόθεση Sevic καθώς και η υπόθεση Vale. Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που σχετίζεται με την ελεύθερη μετακίνηση των εταιριών εντός της ευρωπαϊκής αγοράς, οι εταιρίες δεν έχουν την πλήρη δυνατότητα μετακίνησης. Επομένως, απαραίτητη είναι η νομοθετική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο παρόλο που η 14η Οδηγία για την εταιρική κινητικότητα ρυθμίζει το θέμα, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα η υιοθέτησή της. Επιπροσθέτως, μέσα σε αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες για το περιβάλλον των εταιριών, απαραίτητη είναι η μέριμνα από τη μεριά των κυβερνήσεων για τη διατήρηση των συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά και την ικανοποίηση των εργοδοτών και των συμφερόντων των εταιριών. Η συγκεκριμένη εργασία έχει την ακόλουθη δομή: Στο κεφάλαιο 2, γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης της έννοιας της εταιρικής κινητικότητας. Στο κεφάλαιο 3, αναλύονται οι μορφές που μπορεί να πάρει η μετακίνηση μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται το νομοθετικό πλαίσιο καθώς και οι προϋποθέσεις για τη μετακίνηση των εταιριών από μια χώρα σε μια άλλη. Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στη νομολογία του 1
δικαστηρίου που αφορά τη μεταφορά της έδρας των εταιριών μέσω των αποφάσεων του δικαστηρίου στις υποθέσεις Cartesio, Daily Mail και Vale. Στο έκτο κεφάλαιο μελετάται η μεταφορά της έδρας των εταιριών με βάση τη νομολογία του δικαστηρίου, ενώ στο έκτο κεφάλαιο επεξηγείται η έννοια της Ευρωπαϊκής Εταιρίας καθώς και η περίπτωση της μεταφοράς της έδρας της. Στο επόμενο κεφάλαιο εξηγείται η περίπτωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων με βάση τη νομολογία του δικαστηρίου καθώς και η Οδηγία που τις αφορά. Στο όγδοο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια της συμμετοχής των εργαζομένων, οι μορφές συμμετοχής, καθώς και κάποια ιστορικά στοιχεία. Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται η συμμετοχή των εργαζομένων στο όργανο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο μελετάται η συμμετοχή των εργαζομένων στην περίπτωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2. Η έννοια της εταιρικής κινητικότητας Στις μέρες μας, όπου ο ανταγωνισμός είναι οξύς, πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν να μετακινηθούν σε αγορές με χαμηλότερο κόστος εργασίας, μικρότερη φορολογική επιβάρυνση, ευκολότερη πρόσβαση σε πρώτες ύλες, εντονότερη σχετική επιχειρηματική δραστηριότητα και συνεπώς υψηλότερες χρηματικές αποδόσεις. Ωστόσο, προκειμένου να μεταφερθεί η έδρα μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος της ΕΕ σε ένα άλλο, έχει να αντιμετωπίσει αρκετούς περιορισμούς. Το δίκαιο της Ένωσης, στην προσπάθεια δημιουργίας μιας ενοποιημένης εσωτερικής αγοράς, περιέχει κανόνες οι οποίοι, μεταξύ άλλων, φιλοδοξούν να επιτύχουν τη διευκόλυνση της μετακίνησης των επιχειρήσεων από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Είναι αναγκαία η δυνατότητα μετακίνησης των εταιριών, ώστε να επαυξάνεται η αποτελεσματικότητά τους. Το πρωτογενές δίκαιο που αφορά στην ελευθερία εγκατάστασης στην ΕΕ παίζει σημαντικό ρόλο για τον καθορισμό του εταιρικού δικαίου στα κράτη μέλη, αναφορικά τόσο με την εγκατάσταση, όσο και με την κινητικότητα των εταιρειών από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Η νομολογία που έχει διαμορφωθεί για το εν λόγω ζήτημα δεν είναι ενιαία, 2
αλλά διαφοροποιείται ανάλογα με το αν οι επιχειρήσεις αποχωρούν ή αν πρόκειται να εγκατασταθούν σε μια χώρα. Στο άρθρο 54 ΣΛΕΕ, το οποίο εξομοιώνει τα νομικά με τα φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβάνονται στους φορείς του δικαιώματος εγκατάστασης και οι εταιρείες. Σύμφωνα με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, εγκατάσταση μιας εταιρίας μπορεί να γίνει με εγκατάσταση ή με μεταφορά της έδρας της σε ένα κράτος μέλος. Μπορεί ακόμα να διεξαχθεί με την εγκατάσταση της δευτερεύουσας έδρας της εταιρίας μέσω θυγατρικής εταιρίας, υποκαταστήματος ή πρακτορείου. Ωστόσο, παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης οι εταιρίες και τα φυσικά πρόσωπα θεωρούνται όμοια, για τις εταιρίες το δικαίωμα εγκατάστασης διαφοροποιείται. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η νομική προσωπικότητα της εταιρίας εξαρτάται, κατά τη μετακίνησή της, από το κράτος προέλευσης 1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3. Μορφές μετακίνησης μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο 3.1. Ίδρυση εκ νέου της εταιρίας Το δικαίωμα εγκατάστασης των εταιριών μπορεί να εφαρμοστεί με πέντε διαφορετικούς τρόπους 2. Αρχικά, θα μπορούσε να γίνει ίδρυση εξ αρχής κύριας εγκατάστασης της εταιρίας από πολίτες ενός άλλου κράτουςμέλους. Φυσικά, το δίκαιο της χώρας που θα υποδεχτεί την εταιρία οφείλει να είναι αμερόληπτο και να μην δημιουργεί οτιδήποτε είδους εμπόδια οικονομικού, ή οτιδήποτε άλλου χαρακτήρα, στην ίδρυση της εν λόγω εταιρίας. 3.2. Ίδρυση δευτερεύουσας εγκατάστασης Ο δεύτερος τρόπος είναι η ίδρυση περισσότερων δευτερευουσών εγκαταστάσεων σε διάφορα κράτη μέλη 3. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει 1 «Η Μετανάστευση των εταιριών και το ευρωπαϊκό δίκαιο:νομολογιακές τάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες», Γ. Αργυρός, ΔΕΕ 1/2002, σελ 27 2 Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Εσωτερικής Αγοράς, Γ.Αργυρός, κεφ.8 3 Υπόθεση C 55/94 Gebhard, Συλλ. 1995 σελ. I-4165 3
εφικτό είτε με την ίδρυση πρακτορείου, είτε υποκαταστήματος ή ακόμα θυγατρικής εταιρίας. Η έννοια του πρακτορείου δείχνει μια δευτερεύουσα επιχείρηση την οποία ελέγχει άμεσα η μητρική επιχείρηση, ενώ, ακόμα δεν απολαμβάνει αυθυπαρξίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για ένα γραφείο, το οποίο ασχολείται με την προώθηση των υποθέσεων της μητρικής εταιρίας, όπως, για παράδειγμα, των πωλήσεών της. Επιπλέον μπορεί να ασχολείται με την επικοινωνία της με πελάτες, καθώς και με διάφορα θέματά της γραφειοκρατικού χαρακτήρα. Από την άλλη, με τον όρο υποκατάστημα εννοείται η δευτερεύουσα επιχείρηση μιας εταιρίας, η οποία έχει ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας με αυτήν, βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από τη μητρική, δεν έχει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα και διατηρεί ένα βαθμό αυθυπαρξίας. Στην απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπόθεση C-212/97 Centros 4, αναφέρεται ότι μια εταιρία η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της, δικαιούται να προχωρήσει στην ίδρυση υποκαταστήματος μέσα σε ένα άλλο κράτος μέλος, παρά το ότι μπορεί να μην ασκήθηκε καμία δραστηριότητα εντός του κράτους της σύστασής της, και όπου υπάρχει η έδρα της αλλά ο μοναδικός σκοπός της σύστασής της ήταν η άσκηση μέρους ή του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων της στο κράτος μέλος της δευτερεύουσας εγκατάστασής της. Αντίθετα με τα προηγούμενα, η θυγατρική εταιρία είναι αυθύπαρκτη, νομικά, εταιρία, μολονότι ελέγχεται οικονομικά από τη μητρική εταιρία. Το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι «η συμπεριφορά της θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν, η θυγατρική εταιρία, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων» 5. 3.3. Απόκτηση ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου Μια επιπλέον μορφή άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης ενός φυσικού προσώπου ή εταιρίας, είναι η απόκτηση ποσοστού συμμετοχής στο κεφάλαιο μιας εταιρίας η οποία βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, για να θεωρηθεί ότι μια τέτοια κίνηση προέρχεται από το δικαίωμα εγκατάστασης, θα πρέπει το ποσοστό αυτό να μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις αποφάσεις και τις δρστηριότητες της εν λόγω 4 Υπόθεση Centros, Συλλ. 1999, σελ. Ι-1459 5 ΥπόθεσηC-97/08 Akzo Nobel (Συλλ.2009, σελ.i-8237) 4
εταιρίας 6. Για το λόγο αυτό, είναι ενάντια στην ελευθερία εγκατάστασης οποιαδήποτε εθνική ρύθμιση δυσχαιραίνει ή καθιστά ασύμφορη την συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης, μέσω της απόκτησης ποσοστού της. Τό ίδιο ισχύει και για τις εθνικές ρυθμίσεις που μεροληπτούν κατά των αλλοδαπών. 3.4 Διασυνοριακές συγχωνεύσεις Επόμενος τρόπος εγκατάστασης εταιριών σε ένα άλλο κράτος μέλος είναι με διασυνοριακή συγχώνευση. Το διικαστήριο έχει αποδεχθεί στην απόφαση Sevic τη σημασία των συγχωνεύσεων για την εταιρική αναδιάρθρωση και την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης, διαπιστώνοντας ότι μια συγχώνευση αποτελεί αποτελεσματικό μέσο μετατροπής των εταιριών. Αυτές οι συγχωνεύσεις επιτρέπουν, στο πλαίσιο μιας ενιαίας επιχείρησης, να επιδιώκεται μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με νέες μορφές και χωρίς παρεμβολή, μειώνοντας έτσι τις επιπλοκές, τους χρόνους και το κόστος που συνδέονται με άλλες μορφές εταιρικής ενοποίησης 7. 3.5 Διασυνοριακή μετατροπή Τελευταία μορφή εγκατάστασης μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο είναι η διασυνοριακή μετατροπή της. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία η έδρα της εταιρίας μεταφέρεται από ενα κράτος μέλος σε ένα άλλο, χωρίς να έχει προηγηθεί η λύση και εκκαθάρισή της, αλλά με μόνη μεταβολή αυτή του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μία τέτοια δραστηριότητα προστατεύεται από τη Συνθήκη, μιας και αφορά την ελευθερία εγκατάστασης. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος μέλος όπου η εταιρία συστάθηκε δεν έχει δικαίωμα να την παρεμποδίσει να μετακινηθεί στο άλλο κράτος και να γίνει εταιρία δικαίου του, ούτε να την αναγκάσει να προχωρήσει σε λύση και εκκαθάρισή της, αν φυσικά αυτό επιτρέπεται από το δίκαιο του άλλου κράτους 8. Σε αντίθετη περίπτωση, το κράτος προέλευσης θεωρείται ότι περιορίζει την ελευθερία εγκατάστασής της. Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι υπάρχουν διάφοροι περιορισμοί που αφορούν στη ρυθμιστική αυτονομία του κράτους υποδοχής στη περίπτωση της διασυνοριακής μετατροπής. Ειδικότερα, οποιαδήποτε ρύθμιση του κράτους μέλους υποδοχής παρεμποδίζει τη μετατροπή εταιρίας που υπόκειται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους, παρά το ότι 6 Υπόθεση C-251/98 Baars, Συλλ.2000, σελ. Ι-2787, Υπόθεση C-326/07 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ.2009, σελ. Ι-2291, Υπόθεση C-81/09 Ίδρυμα Τύπου, Συλλ. 2010 7 Υπόθεση SEVIC, C-411/03, παρ.21 8 YπόθεσηCartesio 5
προβλέπει τη δυνατότητα μετατροπής των εταιριών του ημεδαπού δικαίου, εμπίπτει καλύπτεται από τα Άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ 9. Τέλος, η παρεμπόδιση από το κράτος μέλος υποδοχής της διασυνοριακής μετατροπής αποτελεί αθέμιτο περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και δεν δικαιολογείται από λόγους που αφορούν το κοινό όφελος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. Νομοθετικό πλαίσιο και προϋποθέσεις για τη μετακίνηση των εταιριών Σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης, προκειμένου μια εταιρία να έχει το δικαίωμα εγκατάστασης, αρκεί να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Κατ αρχάς, η σύστασή της πρέπει να έχει γίνει σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους. Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα άσκησης της ελεύθερης εγκατάστασης εταιριών ισχύει μόνο για τις εταιρίες που ανήκουν στην Ένωση. Αντίθετα, αυτό δεν υφίσταται για εταιρίες που η σύστασή τους είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία κρατών εκτός της ένωσης. Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 54 ΣΛΕΕ τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίσουν τους κανόνες αναφορικά με τη σύσταση και τη λειτουργία των εταιριών. Συνεπώς, σε περίπτωση που δεν πληρούνται από την εταιρία οι απαιτήσεις του ανωτέρω εφαρμοστέου εθνικού δίκαιου που σχετίζονται με τη σύσταση και τη λειτουργία της, δεν υπάρχει και το δικαίωμα εγκατάστασης. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η καταστατική της έδρα ή η πραγματική της έδρα ή το κεντρικό της κατάστημα να βρίσκεται εντός της Κοινότητας. Οι προϋποθέσεις αυτές συνδέουν την εταιρία με την έννομη τάξη ενός κράτους μέλους. Εν ολίγοις, λειτουργούν για τις εταιρίες όπως, αντίστοιχα, λειτουργεί η ιθαγένεια για τα φυσικά πρόσωπα. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι υπάρχουν δύο θεωρίες σχετικά με την «ιθαγένεια» της εταιρίας. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένα κράτη-μέλη ακολουθούν τη θεωρία της ίδρυσης για τον προσδιορισμό της λειτουργίας της εταιρίας, ενώ κάποια άλλα κράτη-μέλη ακολουθούν τη θεωρία της πραγματικής έδρας προκειμένου να καθορίσουν το δίκαιο για την ίδρυση, τη λειτουργία της εταιρίας, καθώς και για την αναγνώρισή της. 9 Υπόθεση C-378/10Vale Epitesi, Συλλ.2012 6
Η πρώτη θεωρία θεωρεί το δίκαιο του τόπου όπου ίδρύθηκε η εταιρία και όπου διατηρεί τη καταστατική έδρα της, ως αυτό που πρέπει να ρυθμίζει τα θέματα σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία της. Επομένως, η μεταφορά της πραγματικής έδρας μια εταιρίας δεν μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα τη λύση και την εκκαθάρισή της, εφόσον η έδρα της εξακολουθεί να υπάρχει στο κράτος-μέλος όπου ιδρύθηκε. Από την άλλη πλευρά, η θεωρία της πραγματικής έδρας θεωρεί καθοριστικής σημασίας τον τόπο που ασκείται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι σε ένα κράτος εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, όταν εκτός από την καταστατική του έδρα, βρίσκεται μέσα σε αυτό και η πραγματική. Μεταφορά της πραγματικής έδρας σε άλλο κράτος-μέλος έχει ως συνέπεια τη λύση και την εκκαθάριση της εταιρίας. Αντίστοιχα, μεταφορά της πραγματικής έδρας μιας εταιρίας σε κράτος-μέλος που ενστερνίζεται τη θεωρία της πραγματικής έδρας σημαίνει πως η εταιρία δεν μπορεί να αναγνωριστεί από το κράτος αυτό. Πρέπει, εν ολίγοις, η εταιρία να ξανασυσταθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εταιρικού δικαίου που ισχύουν για τις ημεδαπές εταιρίες. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η θεωρία της ίδρυσης ή ενσωμάτωσης ευνοεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών διατάξεων του εταιρικού δικαίου στην Ευρωπαϊκη εσωτερική αγορά, αντίθετα με τη θεωρία της πραγματικής έδρας, σύμφωνα με την οποία μια εταιρία οφείλει να επανασυσταθεί και να λειτουργεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους όπου ανήκει η πραγματική τους έδρα. Επομένως δεν είναι εφικτή η μεταφορά της πραγματικής έδρας από ένα κράτος-μέλος σε ένα άλλο αν δεν προηγηθεί η λύση και η επανασύστασή τους. Έτσι, τα κράτη που λειτουργούν με βάση τη θεωρία της πραγματικής έδρας, προκειμένου να εγκατασταθούν σε ένα άλλο κράτος-μέλος αναγκάζονται να κάνουν μια δευτερεύουσα εγκατάσταση με τη μορφή πρακτορείου, υποκαταστήματος ή θυγατρικής εταιρίας, σύμφωνα με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 5. Μεταφορά της έδρας των εταιριών: Νομολογία του δικαστηρίου Η άφιξη μιας επιχείρησης σε ένα άλλο κράτος μέλος μπορεί να προκαλέσει νομικά ζητήματα, μιας και η νομική προσωπικότητα της εταιρίας συνδέεται άμεσα με το δίκαιο της χώρας προέλευσης της επιχείρησης. Δεν υπάρχουν διεθνώς αποδεκτοί κανόνες που αφορούν τη μεταφορά της έδρας μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο. 5.1. Το δικαίωμα εισόδου και αναγνώρισης Το ζήτημα της εισόδου της εταιρίας στο κράτος μέλος υποδοχής και της αναγνώρισης μέσα σε αυτό εταιριών από άλλο κράτος μέλος είναι μεγάλης σημασίας, απαιτεί μελέτη και σχετίζεται άμεσα με το δικαίωμα εγκατάσης. Η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την κινητικότητα των εταιριών, περιλαμβάνει τρεις αποφάσεις οι οποίες αφορούν την είσοδο της εταιρίας στη χώρα υποδοχής. 5.1.1. Η απόφαση Centros Η πρώτη απόφαση αφορούσε στην υπόθεση Centros. H απόφαση αυτή προέρχεται από την ίδρυση υποκαταστήματος μιας βρετανικής κεφαλαιουχικής εταιρίας στη Δανία. Η σύσταση της εν λόγω εταιρίας είχε γίνει από Δανούς πολίτες και είχε καταχωρηθεί στο βρετανικό εμπορικό μητρώο, ωστόσο η εταιρία δεν είχε δραστηριοποιηθεί ποτέ εμπορικά στη Βρετανία. Η σύσταση της έδρας στη Βρετανία και η δραστηριοποίησή της μέσω υποκαταστήματος στη Δανία έγινε με σκοπό να καταστρατηγηθούν οι κανόνες εταιρικού δικαίου της Δανίας, μιας και στη Βρετανία η εταιρία μπορούσε να συσταθεί με το μισό κεφάλαιο από αυτό που απαιτούταν για τη σύστασή της στη Δανία. Κατόποιν, λοιπόν, σχετικής υποβληθείσας αίτησης, οι αρμόδιες αρχές της Δανίας δεν δέχτηκαν την καταχώρηση στο μητρώο των εταιριών της Δανίας του υποκαταστήματος της Centros, λόγω του ότι η εταιρία αυτή δεν έχει δραστηριοποιηθεί στη Βρετανία. Αντιθέτως, πραγματικός της σκοπός ήταν η εγκατάστασή της στη Δανία, με μικρότερο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου. Το Δικαστήριο, λοιπόν, αποφάσισε ότι στην περίπτωση που μία εταιρία, που έχει συσταθεί σε ένα κράτους μέλους, επιθυμεί την ίδρυση υποκαταστήματος σε ένα άλλο κράτος μέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών με την ελευθερία εγκατάστασης διατάξεων της Συνθήκης. Μοναδική απαίτηση για να έχει μια εταιρία που έχει συσταθεί σε ένα κράτος μέλος το δικαίωμα εγκατάστασης είναι η ιθαγένεια της εταιρίας να συνδέεται με την έννομη τάξη ενός κράτους 8
μέλους. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω της καταστατικής έδρας ή της κεντρικής διοίκησης της εταιρίας. Όπως γίνεται αντιληπτό, η παρεμπόδιση της καταχώρησης υποκαταστήματος μιας εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο δημιουργείται το υποκατάστημα αυτό, σημαίνει καταπάτηση των ελευθεριών που αναφέρονται στα Άρθρα 52 και 58 ΣΕΚ (ήδη Άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ). Ωστόσο, έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι το οικείο κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα τα οποία θα δυχαιραίνουν, όσο είναι δυνατόν, την κατάχρηση του δικαιώματος εγκατάστασης 10. Παρόλα αυτά, το αν υπάρχει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού θα πρέπει να κρίνεται με βάση τους σκοπούς της, που επιδιώκονται από τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Στην περιίπτωση της Centros, σύσταση μιας εταιρίας σε ένα κράτος μέλος και στη συνέχεια η μεταφορά της σε ένα άλλο κράτος μέλος με τη βοήθεια υποκαταστήματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκατάστασης και και δεν αποτελεί κατάχρησή της 11. Τέλος, παρόλο που η προστασία των πιστωτών, η οποία επικαλέστηκε από τις αρχές της Δανίας, αναγνωρίσθηκε ότι χρήζει προστασίας, η αντίδραση των αρχών κρίθηκε ότι αντιτίθεται στην αρχή της αναλογικότητας, μιας και η προστασία των πιστωτών θα ήταν εφικτή μέσω κατάλληλης πληροφόρησης. Όσον αφορά την υπόθεση Uberseering το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη μεταφορά της πραγματικής έδρας μιας εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος, σε ευρύτερο πλαίσιο. Η υπόθεση αυτή σχετιζόταν με μια εταιρία της οποίας η ίδρυση έγινε σύμφωνα με το δίκαιο της Ολλανδίας, ωστόσο η ανακαίνιση κτηρίου το οποίο αγοράστηκε στο Ντύσελντορφ ανατέθηκε στη γερμανική εταιρία NCC. Έπειτα, όλα τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας Uberseering αποκτήθηκαν από δύο Γερμανούς. Στη συνέχεια, αφού η Uberseering κατηγόρησε την NCC για ελαττώματα στην ανακαίνιση του κτηρίου, το γερμανικό δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας Uberseering ήταν πλέον στη Γερμανία, καθώς όλα τα εταιρικά μερίδιά της είχαν αποκτηθεί από τους δύο Γερμανούς πολίτες, και αφού η εταιρία είχε ιδρυθεί με βάση το ολλανδικό δίκαιο, δεν υπήρχε πια η ικανότητα δικαίου. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η νομολογία της Γερμανίας επέβαλε την ταύτιση της καταστατικής έδρας με την πραγματική και έτσι κρίνεται η ικανότητα δικαίου των επιχειρήσεων. 10 Υπόθεση Centros, σκ. 24 11 Υπόθεση Centros, σκ. 27 9
Το Δικαστήριο έκανε, αρχικά, σαφές ότι προκειμένου μια εταιρία να χρησιμοποιήσει το δικάιωμα εγκατάστασής της σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό της σύστασής της, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εταιρία αυτή να αναγνωρίζεται από το κράτος μέλος όπου επιθυμεί να γίνει η εγκατάστασή της. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση δεν αποτελεί ειδική μορφή του δικαιώματος εγκατάστασης των εταιριών, ωστόσο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει μια εταιρία να ασκήσει αυτό το δικαίωμά της. Το Δικαστήριο, λοιπόν, αποφάσισε πως το δίκαιο του κράτους-μέλους όπου συστάθηκε η εταιρία μπορεί να επηρεάσει την επιθυμία της εταιρίας να μεταφέρει την καταστατική ή την πραγματική της έδρα σε ένα άλλο κράτος-μέλος διατηρώντας τη νομική προσωπικότητα που κατέχει στην επικράτεια του κράτους-μέλους όπου έγινε η σύστασή της. Το δίκαιο του κράτους μέλους της σύστασης έχει το δικαίωμα να εμποδίσει τη μεταφορά της πραγματικής της έδρας εκτός αυτού, εφόσον η εταιρία επιθυμεί τη διατήρηση της νομικής προσωπικότητας που βασίζεται στο δίκαιο του κράτους μέλους της σύστασής της 12. Τέλος, σύμφωνα με το δικαστήριο, τα Άρθρα 43 και 48 ΣΕΚ (ήδη Άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ) απαγορεύουν, σε ένα κράτος-μέλος να αρνηθεί την ικανότητα δικαίου σε μια εταιρία συσταθείσα κατά τη νομοθεσία του κράτους-μέλους όπου υπάρχει η καταστατική της έδρα και θεωρείται, με βάση το δίκαιο ενός άλλου κράτους-μέλους, ότι η πραγματική της έδρα έχει μεταφερθεί μέσα σε αυτό το κράτος. Συνεπώς, δεν μπορεί να απαγορευτεί στην εν λόγω εταιρία ούτε το να είναι διάδικος ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού, ώστε να προβληθούν τα δικαιώματα που αντλούνται από σύμβαση συναφθείσα με εταιρία, η οποία έχει εγκατασταθεί στην επικράτεια του κράτους-μέλους αυτού 13. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε πως αν μια εταιρία έχει την καταστατική της έδρα εντός του κράτους μέλους με βάση τη νομοθεσία του οποίου έχει γίνει η συστασή της, επιλέξει να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος αυτό είναι υποχρεωμένο, κατά τα Άρθρα 43 και 48 ΣΕΚ (ήδη Άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ) να αναγνωρίζει την ικανότητα δικαίου και, κατά συνέπεια, την ικανότητα του διαδίκου, που έχει η εταιρία αυτή με βάση το δίκαιο του κράτους μέλους της σύστασής της 14. Οπότε, γίνεται αντιληπτό ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει το δικαίωμα να μην κάνει δεκτή την ικανότητα δικαίου και διαδίκου, σε οποιαδήποτε εταιρία έχει συσταθεί με βάση το δίκαιο άλλου κράτους μέλους να κράτους-μέλους, και ούτε ακόμα να την αναγκάσει να 12 Υπόθεση Uberseering, σκ. 70 13 Υπόθεση Uberseering, σκ. 94 14 Υπόθεση Uberseering, σκ. 95 10
επανασυσταθεί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα περιοριζόταν το δικαίωμα εγκατάστασης. Η τελευταία απόφαση που αφορά την είσοδο μια εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος αφορά την υπόθεση C-167/01 Inspire Art 15. Η απόφαση αυτή λήφθηκε με αφορμή μια εταιρία της οποίας η σύσταση είχε γίνει με βάση το δίκαιο της Βρετανίας, όπου και έδρευε. Η συγκεκριμένη εταιρία δραστηριοποιούταν οικονομικά μέσω του υποκαταστήματός της στο Άμστερνταμ. Η νομοθεσία της Ολλανδίας για τις «τυπικά αλλοδαπές εταιρίες», που έχουν σε ένα άλλο κράτος μέλος την καταστατική τους έδρα, ωστόσο, δραστηριοποιούνται οικονομικά εντός της Ολλανδίας, είναι υποχρεωμένες να εγγραφούν ως «τυπικά αλλοδαπές» και να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες που αφορούν τη διαφάνεια, το ελάχιστο κεφάλαιο αλλά και το μερίδιο ευθύνης που φέρουν οι ιδιοκτήτες της. Η εταιρία Inspire Art δεν δέχτηκε να ακολουθήσει τους κανόνες αυτούς για το ειδικό αυτό νομικό καθεστώς, οπότε το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί για το ζήτημα που δημιουργήθηκε. Το Δικαστήριο αποφάσισε με βάση τα Άρθρα 43 και 48 ΣΕΚ (ήδη Άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με αυτά, δεν υφίσταται εθνική νομοθετική ρύθμιση, που να απαιτεί το να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία για τη σύσταση εταιριών και οι οποίες αφορούν την υποχρέωση για ελάχιστο όριο κεφαλαίου και την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου να βασίζει τη σύσταση υποκαταστήματος μέσα στο συγκεκριμένο κράτος-μέλος, εκ μέρους εταιρίας η οποία έχει συσταθεί βασισμένη στη νομοθεσία άλλου κράτους-μέλους. Παρά, λοιπόν, τη σύσταση της εταιρίας σε ένα κράτος και την άσκηση του μεγαλύτερου μέρους των δραστηριοτήτων της στο κράτος-μέλος υποδοχής, η ελευθερία εγκατάστασής της καλύπτεται από τη Συνθήκη, και δεν μπορεί να παραβιαστεί, με εξαίρεση το να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα εγκατάστασης της εταρίας χρησιμοποιείται καταχρηστικά 16. Επομένως, οι ειδικοί κανόνες της Ολλανδίας παρεμποδίζουν το δικαίωμα εγκατάστασης της εταιρίας και δεν καλύπτονται από λόγους που αφορούν το κοινό όφελος. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν πληρείται, στην περίπτωση αυτή, η αρχή της αναλογικότητας, καθώς θα αρκούσε η πληροφόρηση των πιστωτών για να προστατευθούν. 5.2 Το δικαίωμα εξόδου της επιχείρησης Παρ όλο που, όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης, οι εταιρίες και τα φυσικά πρόσωπα θεωρούνται όμοια, όσον αφορά το δικαίωμα εξόδου, δεν υπάρχει ίδια αντιμετώπιση. Αυτό συμβαίνει λόγω των ζητημάτων που 15 Συλλ. 2003, σελ. Ι-1015 16 Υπόθεση Ispire Art, σκ. 143 11
δημιουργεί η άφιξη μιας εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος, η εξάρτηση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ της χώρας όπου προέρχεται και της νομικής προσωπικότητάς της και της εθνικότητάς της, καθώς και οι θεωρίες της καταστατικής και πραγματικής έδρας. Το δικαστήριο έλαβε τρεις αποφάσεις προκειμένου να αποφανθεί το ζήτημα της εξόδου μιας εταιρίας από μια χώρα. Αυτές είναι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Cartesio, Daily Mail καιvale. 5.2.1. Η Υπόθεση Daily Mail Με την υπόθεση Daily Mail, το δικαστήριο είχε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να κρίνει για την κινητικότητα μιας επιχείρησης εντός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, η εταιρία Daily Mail and General Trust είχε την έδρα της στη Βρετανία και επιθυμούσε να την μεταφέρει στις Κάτω Χώρες, και συγκεκριμένα στην Ολλανδία, με απώτερο σκοπό να καταστρατηγήσει την αγγλική φορολογική νομοθεσία, η οποία αφορούσε νομικά πρόσωπα των οποίων η πραγματική έδρα βρισκόταν εντός της αγγλικής επικράτειας. Ο λόγος αυτής της καταστρατήγησης ήταν ότι η εταιρία επρόκειτο να προχωρήσει σε πώληση των περιουσιακών στοιχείων της. Ωστόσο η μεταφορά αυτή δεν ήταν εφικτή, καθώς, η χορήγηση της απαραίτητης άδειας δεν έγινε δεκτή αρχικά από τις βρετανικές αρχές και έπειτα από το Treasury Department, στο οποίο, μάλιστα, ανέφερε πως η μεταφορά της έδρας μιας εταιρίας αποτελεί δικαίωμα το οποίο καλύπτεται από τη Συνθήκη. Αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν η εταιρία να πρέπει να προχωρήσει στη λύση της και, στη συνέχεια στην επανασύστασή της στις Κάτω Χώρες, με τα ανάλογα τεχνικά και οικονομικά προβλήματα που συνεπάγεται μια τέτοια κίνηση. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως ήταν εφικτή παρα μόνο η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρίας σε μια νέα εταιρία, ενώ ήταν αδύνατη η μετακίνηση της εταιρίας. Το δικαστήριο έκρινε για το συμβάν αυτό αρχικά με βάση το γεγονός ότι η ελευθερία εγκατάστασης που καλύπτεται από τη Συνθήκη, αφορά την εγκατάσταση μέσω υποκαταστημάτων, πρακτορείων ή θυγατρικών εταιριών, κάτι που στην περίπτωση αυτή δεν ιφίστατο. Επιπλέον, βασίστηκε στην αρχή κατά την οποία, εφόσον το δίκαιο του κράτους που έχει δημιουργήσει μια νομική προσωπικότητα έχει την πλήρη εξουσιοδότηση να λαμβάνει τις αποφάσεις που την αφορούν, έχει επίσης και την ικανότητα να την «πάρει πίσω» σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο επιλέξει να μετακινηθεί σε άλλη χώρα. Μια τέτοια κίνηση είναι, προφανώς, παρεμπόδιση της ελεύθερης μεταφοράς μιας εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος, εντούτοις το Δικαστήριο θέλησε να μην κάνει κάποια παρέμβαση στους κανόνες εθνικού δικαίου για τις νομικές 12
προσωπικότητες. Επιπρόσθετα, το δικαστήριο έλαβε υπόψην του ότι κάθε εταιρία αποτελεί και μία οντότητα, της οποίας η ύπαρξη είναι βασισμένη αποκλειστικά στις εθνικές έννομες τάξεις, από τις οποίες ρυθμίζεται η ύπαρξη αλλά και η λειτουργία της. Ακόμη, έκρινε ότι το Άρθρο 58 ΣυνθΕΟΚ (ήδη Άρθρο 54 ΣΛΕΕ) δεν αποφασίζει απλά για το δικαίωμα εγκατάστασης, αλλά επίσης λαμβάνει υπόψην τους διάφορες παράγοντες οι οποίοι κάνουν σύνδεση της εταιρίας με μια εθνική έννομη τάξη, καθώς οι παράγοντες αυτοί είναι ισάξιοι. Τέλος, σύμφωνα με το δικαστήριο, είναι αναγκάια η ρύθμιση, μέσω κατάλληλων διατάξεων για την ελευθερία εγκατάστασης, των διαφορών και των εμποδίων που δημιουργούν οι διάφορες νομοθεσίες που αφορούν την ίδρυση και τη λειτουργία των εταιριών στα διάφορα κράτη μέλη. Απαιτείται, ακόμα, η λύση τους με τη βοήθεια κατάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων ή συμβατικών μέτρων, κάτι που προς το παρόν δεν έχει συμβεί. Εν ολίγοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις της Συνθήκς που αφορούν το δικαίωμα εγκατάστασης «δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα, να μεταφέρουν την κεντρική τους διοίκηση και τη διαχειριστική τους έδρα σε άλλο κράτος μέλος» 17. 5.2.2 Η απόφαση Cartesio Η δεύτερη υπόθεση που αφορούσε την αποχώρηση των εταιριών αφορούσε την υπόθεση Cartesio. Η υπόθεση αυτή προήρθε από μια ετερόρρυθμη εταιρία της οποίας η καταστατική έδρα ήταν στην Ουγγαρία και επιθυμούσε να τη μεταφέρει στην Ιταλία, με διατήρηση, ωστόσο, ουγγρικής της νομικής της προσωπικότητας. Οι ουγγρικές αρχές δεν έκαναν δεκτή την αίτηση, μιας και ακολουθούν την θεωρία της πραγματικής έδρας. Έπρεπε, οπότε να προηγηθεί λύση και εκκαθάριση της εταιρίας, και να ακολουθήσει η επανασύστασή της στην Ιταλία (κάτι που σήμερα δεν ισχύει, μιας και ο νέος ουγγρικός νόμος κάνει δεκτή τη μεταφορά της πραγματικής έδρας μιας εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος, με διατήρηση της καταστατικής της έδρας εντός της Ουγγαρίας). Το δικαστήριο, και στην περίπτωση αυτή, είχε να αποφασίσει για το αν η ουγγρική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία μια εταιρία που έχει συταθεί εντός της Ουγγαρίας και έχει καταχωρηθεί στο μητρώο εταιριών της Ουγγαρίας δεν μπορεί να μεταφέρει την έδρα της σε άλλη χώρα, καταπατά το δικαίωμα εγκατάστασης. Και στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αποφάσισε ανάλογα με την Υπόθεση της Daily Mail, προσθέτοντας ορισμένες παραμέτρους. Το δικαστήριο, λοιπόν, έκρινε ότι το κράτος μέλος υποδοχής δεν έχει το δικαίωμα να μην χορηγήσει σε 17 Απόφαση Daily Mail, σκ. 25 13
μια εταιρία νομική προσωπικότητα, βασιζόμενο στο γεγονός ότι δεν έγινε λύση της εταιρίας στο κράτος μέλος της ίδρυσής της. Προκειμένου να ενισχύεται το ενωσιακό δίκαιο και τα δύο κράτη μέλη οφείλουν να μην καταπατούν το δικαίωμα εγκατάστασης και να το επιβαρύνουν όσο το δυνατόν λιγότερο. Το άρθρο 48ΣΕΚ (ήδη Άρθρο 54 ΣΛΕΕ) ερμηνεύτηκε από το δικαστήριο σαν μία διάταξη που λαμβάνει υπόψη τους διάφορους παράγοντες που ενώνουν μία εταιρία με μία εθνική έννομη τάξη και που λαμβάνει τους παράγοντες αυτούς ως ισάξιους. Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει με την Υπόθεση Uberseering 18, δηλαδή, ότι το δίκαιο της χώρας στην οποία συστάθηκε μια εταιρία είναι και αυτό που προσδιορίζει τη δυνατότητα μεταφοράς της έδρας της χωρίς την απώλεια της νομικής της προσωπικότητας μέσα στο κράτος σύστασης, όπως και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για να γίνει μια τέτοια μεταφορά. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το δικαστήριο, η Συνθήκη παρουσιάζει τις διαφορές που προκύπτουν από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες που αφορούν το απαιτούμενο από τις εταιρίες συνδετικό στοιχείο, τη δυνατότητα αλλά και τον τρόπο μεταφοράς της έδρας μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο, ως ένα πρόβλημα που δεν έχει ρυθμισθεί από τις τρέχουσες διατάξεις που αφορούν την ελευθερία εγκατάστασης, αλλά χρήζει μελλοντικής αντιμετώπισης νομοθετικά ή συμβατικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, «..ελλείψει ομοιόμορφου ορισμού κατά το κοινοτικό δίκαιο των εταιριών που πρέπει να απολαύουν του δικαιώματος εγκατάστασης με γνώμονα ένα ενιαίο κριτήριο περί του συνδετικού στοιχείου το οποίο καθορίζει το εφαρμοστέο ως προς την εταιρία εθνικό δίκαιο..». Το ζήτημα είναι ότι αν μια εταιρία έχει πραγματικά το ελευθερία εγκατάστασης, στην παρούσα κατάσταση του κοινοτικού δικαίου, είναι δυνατόν να απαντηθεί αποκλειστικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο 19. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι μία εταιρία έχει την ελευθερία εγκατάστασης, εφόσον διατηρείται το συνδετικό στοιχείο που απαιτείται για να υπάρξει κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει συσταθεί. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως κατά το Δικαστήριο, ένα κράτος μέλος δύναται να εμποδίσει μια εταιρία που βασίζεται στο εθνικό του δίκαιο να διατηρήσει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, εφόσον το στοιχείο που συνδέει την εταιρία με εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου έχει συσταθεί χάνεται εξαιτίας της μεταφοράς της έδρας της 18 Υπόθεση C-208/2000 Συλλ.2002, σελ. Ι-9919 19 Υπόθεση Cartesio, σκ. 109 14
σε άλλο κράτος μέλος 20. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επιθυμεί να ξεχωρίσει την περίπτωση που μια εταιρία μεταφέρεται σε ένα άλλο κράτος μέλος διατηρώντας τους κανόνες δικαίου που την διέπουν με βάση το κράτος μέλος απ όπου προέρχεται, από την περίπτωση όπου μια εταιρία μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος αλλάζοντας το εθνικό δίκαιο που ακολουθεί, και άρα η εταιρία μετατρέπεται σε μία μορφή εταιρίας που διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου μεταφέρθηκε. Ωστόσο, η δυνατότητα του κράτους μέλους προέλευσης να καθορίσει το στοιχείο από το οποίο εξαρτάται η εθνικότητα μίας εταιρίας, δεν σημαίνει ότι είναι θεμιτό το κράτος μέλος προέλευσης να επιβάλλει τη λύση και την εκκαθάρισή της, προκειμένου να την εμποδίσει να μετατραπεί σε εταιρία του εθνικού δικαίου του άλλου κράτους μέλους, αρκεί φυσικά αυτό να καλύπτεται από τους κανόνες δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους 21. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι το Δικαστήριο θεωρεί ότι το προνόμιο που κατέχει ο κάθε εθνικός νομοθέτης να κρίνει το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μία εταιρία που έχει συσταθεί με βάση το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της εγκατάστασης (χωρίς προηγουμένως να λυθεί και να εκκαθαριστεί), δεν ισχύει στην περίπτωση της διεθνούς μετατροπής. Εν ολίγοις, η νομολογία της Daily Mail δεν υφίσταται εαν η εταιρία επιθυμεί να αλλάξει το εθνικό δίκαιο που ακολουθεί. Αυτό ουσιαστικά δείχνει πως η μεταφορά της έδρας μιας εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος θα μπορούσε να μεταφραστεί ως επιθυμία της εταιρίας να εξαφανίσει το σύνδεσμό της με την έννομη τάξη του κράτους μέλους απ όπου προέρχεται. Ωστόσο, αν συμβεί κάτι τέτοιο, το Δικαστήριο ισχυρίζεται πως το κράτος μέλος προέλευσης της εταιρίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απαιτήσει τη λύση και εκκαθάρισή της, ειδάλλως θεωρείται πως περιορίζεται η ελευθερία εγκατάστασής της. Κάτι τέτοιο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν υπάρχουν λόγοι γενικού συμφέροντος. Επομένως, ακόμα κι αν μια εταιρία επιθυμεί να μεταβάλει, μέσω της μεταφοράς της έδρας της, το στοιχείο που τη συνδέει με το κράτος μέλος προέλευσής της, καλύπτεται από το δικαίωμα της ελευθερίας εγκατάστασης που έχει, στο οποίο πια θα συμπεριλαμβάνεται και η γνήσια διασυνοριακή μετατροπή μιας εταιρίας. Θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί πως στο σημείο αυτό υπάρχει περιορισμός της ρυθμιστικής αυτονομίας του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους σύστασης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το δικαστήριο, αποκλειστικά λόγοι γενικού συμφέροντος όπως έχει ήδη αναφερθεί, όπως για παράδειγμα η 20 Υπόθεση Cartesio, σκ.110 21 Υπόθεση Cartesio, σκ. 112 15
προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών, της μειοψηφίας, των εργαζομένων ή των φορολογικών αρχών, μπορούν να δικαιολογήσουν την προσπάθεια περιορισμού από το κράτος προέλευσης. Το αν ισχύει πράγματι, ένας από τους παραπάνω λόγους θα κρίνεται κάθε φορά από το Δικαστήριο με βάση την αρχή της αναλογικότητας, όπως και στις περιπτώσεις που αφορούν τις οικονομικές ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς. Άρα, στην περίπτωση αυτή, η απαίτηση του κράτους μέλους προέλευσης για λύση και εκκαθάριση της εταιρίας προκειμένου να προστατευθούν κάποιοι λόγοι γενικού όφελους θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταπάτηση κοινοτικής ελευθερίας εγκατάστασης, μιας και δεν πληρείται η αρχή της αναλογικότητας. Για να είναι, ωστόσο, εφικτή μια τέτοια διασυνοριακή μετατροπή, πρέπει κάτι τέτοιο να είναι αποδεκτό από τη χώρα υποδοχής. Με άλλα λόγια για να μεταφερθεί η έδρα μιας εταιρίας σε ένα άλλο κράτος μέλος διατηρώντας την ταυτότητά της, αλλά αλλάζοντας το εφαρμοστέο δίκαιο, τον καθοριστικότερο ρόλο φαίνεται να έχει το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής. Σε περίπτωση, δηλαδή, που το κράτος μέλος υποδοχής το επιτρέπει, το κράτος μέλος προέλευσης δεν δύναται να το απαγορεύσει. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση της γνήσιας διασυνοριακή μετατροπής, το δικαίωμα εγκατάστασης μιας εταιρίας καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους υποδοχής, το οποίο μπορεί να καθορίζει οποιοδήποτε συνδετικό στοιχείο με την έννομη τάξη του επιθυμεί καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, μπορεί να υπάρχει το εν λόγω συνδετικό στοιχείο. Οι κανόνες και η διαδικασία της διασυνοριακής μετατροπής καθορίζονται, επίσης, από το κράτος υποδοχής. Είναι λοιπόν απαραίτητο να δημιουργήσει ο κοινοτικός νομοθέτης μια διαδικασία που θα καθιστά ευκολότερη την διασυνοριακή μετατροπή στα κράτη μέλη. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι, κατά πόσο η μη ύπαρξη μιας τέτοιας διαδικασίας δικαιολογεί την παρεμπόδιση, από το κράτος μέλος υποδοχής της διασυνοριακής μετατροπής μίας εταιρίας. Παρόλο που η φρασεολογία του Δικαστηρίου στην απόφαση κλίνει προς την καταφατική απάντηση, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και το αντίθετο. Η άποψη αυτή στηρίζεται κατά βάση στους εξής δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι, εφόσον η διασυνοριακή μετατροπή μιας εταιρίας μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, η άσκηση αυτή δεν γίνεται να εξαρτάται από νομοθετικές παρεμβάσεις είτε από νομοθέτη της Ένωσης, είτε από κάποιον εθνικό νομοθέτη. Αυτό είναι βασισμένοστη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τις οικονομικές ελευθερίες της Ένωσης και πιο συγκεκριμένα στην απόφαση Sevic. Σε αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διασυνοριακή συγχώνευση των εταιριών, η οποία είναι ένας τρόπος άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είναι 16
επιτρεπτή ανεξάρτητα από την ύπαρξη Οδηγίας που αφορά τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις των εταιριών. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κράτος μέλος υποδοχής επιβάλλεται σύμφωνα με την νομολογία του δικαστηρίου να κάνει δεκτή την μεταφορά της έδρας μίας εταιρίας η οποία ακολουθεί το δίκαιο του κράτους απ όπου προέρχεται. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να γίνουν εύκολα δεκτοί αν κρίνουμε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, σε περίπτωση που φτάνουν στο σημείο της συνολικής άρνησης της εισόδου της έδρας της εταιρίας στη χώρα 22. Εφόσον, λοιπόν, το κράτος μέλος υποδοχής δεν δύναται να περιορίσει την είσοδο της έδρας μιας εταιρίας, την οποία δεν μπορεί να ελέγξει λόγω της εξάρτησής της από το δίκαιο της χώρας απ όπου προέρχεται, θεωρείται παράλογο να επιτραπεί ο αποκλεισμός της εισόδου της έδρας μιας εταιρίας μέσω διασυνοριακής μετατροπής, όπου το κράτος υποδοχής θα μπορεί να την ελέγξει με καλύτερο τρόπο. Κατά συνέπεια, με βάση τα προηγούμενα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το κράτος μέλος υποδοχής δεν έχει το δικαίωμα να παρεμποδίσει την διασυνοριακή μετατροπή μιας εταιρίας. Μάλιστα, αυτό επιβεβαιώθηκε και με την επόμενη απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπόθεση Vale. 5.2.3 Η Απόφαση Vale H απόφαση Vale λήφθηκε στις 12 Ιουλίου 2012. Το ΔΕΚ στην περίπτωση αυτή κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με ένα είδος διασυνοριακής μετανάστευσης εταιριών που δεν είχε προηγούμενο. Επρόκειτο για τη μεταβίβαση του γραφείου εγγραφής εταιρείας. Η Vale Costruzioni Srl, μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης βασισμένη στην ιταλική νομοθεσία (γνωστή και ως "Vale"), ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2000, ενώ η καταχώρησή της στο εμπορικό μητρώο της Ρώμης έγινε στις 16 Νοεμβρίου 2000. Στις 3 Φεβρουαρίου 2006 η Vale ζήτησε να γίνει διαγραφή της από το μητρώο αυτό, λόγω του ότι επιθυμούσε να γίνει μεταφορά της έδρα και της δραστηριότητάς της στην Ουγγαρία, αφού πρώτα θα διέκοπτε τις δραστηριότητές της στην Ιταλία. Η εγγραφή στην Vale διαγράφηκε από το μητρώο στις 13 Φεβρουαρίου 2006, ενώ αντικαταστάθηκε με μια εγγραφή που αναφερόταν ως «Αφαίρεση και μεταφορά της έδρας», σύμφωνα με την οποία «έγινε μεταφορά της έδρας της επιχείρησης στην Ουγγαρία». Στις 19 Ιανουαρίου 2007 υποβλήθηκε αίτηση από τον εκπρόσωπο της Vale Epitesi Kft στο μητροπολιτικό δικαστήριο της Βουδαπέστης, ως εμπορικό δικαστήριο, προκειμένου να καταχωρηθεί η εταιρεία με βάση 22 Υπόθεση Uberseering, σκ. 92-94 17
το ουγγρικό δίκαιο. Σύμφωνα με την αίτηση, η Vale Construzioni ήταν ο προκάτοχος του νόμου στην Vale Epitesi. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε τόσο από το εμπορικό δικαστήριο όσο και από το περιφερειακό εφετείο της Βουδαπέστης, λόγω του ότι μια εταιρεία της οποίας η σύσταση και η καταχώρηση είχε γίνει στην Ιταλία δεν είναι δυνατόν, βάσει του ουγγρικού εταιρικού δικαίου, να μεταφέρει την έδρα της στην Ουγγαρία και δεν μπορεί να καταχωρηθεί στο αιτούμενο έντυπο. Κατά την ισχύουσα ουγγρική νομοθεσία, μια μη ουγγρική εταιρεία δεν μπορεί να καταχωρηθεί ως προκάτοχος του νόμου. Στο πλαίσιο του ανωτάτου δικαστηρίου, η Vale ισχυρίστηκε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι ενάντια στα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 54 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τα οποία η διάταξη δεν αναγνώρισε τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της διεθνούς μεταβίβασης της έδρας μιας εταιρίας χωρίς να αλλάξει το εθνικό δίκαιο που την διέπει, αφενός, και τη διεθνή μετατροπή μιας εταιρίας, αφετέρου. 23 Το Δικαστήριο λειτουργώντας με στρατηγική, ξεκίνησε επισημαίνοντας ότι «οι πράξεις μετασχηματισμού επιχειρήσεων εντάσσονται καταρχήν στις οικονομικές δραστηριότητες για τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την ελευθερία εγκατάστασης» και ότι, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει μόνο στις εθνικές εταιρείες να μετατραπούν, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 49 και 54 της Συνθήκης. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ουγγρική δικαιοδοσία για το θέμα αυτό ήταν περιοριστική στην ελευθερία εγκατάστασης, όταν «η εν λόγω πρακτική αντιμετωπίζει τις εταιρείες με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν η μετατροπή είναι εγχώριας ή διασυνοριακής φύσης». Αυτός ο περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο λόγω επιτακτικών λόγων στο συμφέρον των συμφερόντων των πιστωτών, των μετόχων και των εργαζομένων μειοψηφίας, της αποτελεσματικής φορολογικής εποπτείας και των θεμιτών εμπορικών συναλλαγών. Εξάλλου, η έλλειψη του κοινοτικού δικαίου επί του θέματος αυτού δεν δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που παρέχεται στις διεθνείς μετατροπές. Το γεγονός είναι ότι ο ουγγρικός νόμος «απλώς απαγορεύει τις διασυνοριακές μετατροπές πάντα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη εάν απειλείται το δημόσιο συμφέρον ή όχι», έτσι το Δικαστήριο δήλωσε ότι όταν δεν υπάρχει δικαιολογία για αυτήν την πραγματικότητα, ο ουγγρικός νόμος είναι αντίθετος προς τη Συνθήκη. 24 23 Case C-378/10 VALE Epitesi Kft., Judgment of 12 July 2012, not yet reported Freedom of establishment: cross-border transfer of company seat - The last piece of the puzzle? 24 14 th Directive on Company Law- The need of a discipline for cross-border mobility in the EU- Master s thesis, LL.M. Law in a European and Global Context, Gatolica Global School of Law, Filipa Correia da Silva 18