1. Οι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος. Ερμηνεία συνιστά την νοητική εκείνη διαδικασία που επιχειρεί την υπαγωγή της κάθε πράξεως στον εκάστοτε



Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Μεταπτυχιακή Εργασία. Καρκούλας Παναγιώτης. Λογική μέθοδος ερμηνείας

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Η ΔΙΚΑΙΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ. Αλέξης ΤΑΤΤΗΣ, Δ.Ν. Μάιος 2013

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΑ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 2: Ορισμός του δικαίου. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Πρόλογος... V ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΩΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η έννοια του Management: εµπεριέχει δύο βασικές λειτουργίες, την οργάνωση και τη διοίκηση, καθώς και µια βοηθητική, τον έλεγχο.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 4: Η έννοια της δικαιοσύνης. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ετήσια Έκθεση Πεπραγμένων Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έτους 2016.

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Κατατακτήριες Eξετάσεις για εισαγωγή στη Νομική Σχολή για το ακαδημαϊκό έτος

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Γιατί η διαμεσολάβηση δεν χρησιμοποιείται συχνότερα ως εναλλακτικό μέσο επίλυσης διαφορών;

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις πο υ

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τομέα Δημοσίου Δικαίου. Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο. Εργασία με θέμα :

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα

Το Ρυθμιστικό Πλαίσιο της Ανοικτής Διακυβέρνησης και των Ανοικτών Δεδομένων Μερος Α: Ποιοτικά Χαρακτηριστικά

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Προτάσεις κανονισμών σχετικά με το περιουσιακό καθεστώς των συντρόφων

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Συνταγματικό Δίκαιο. μεταβολές του Συντάγματος Λίνα Παπαδοπούλου. Ενότητα 9: Άτυπες τροποποιήσεις και άδηλες

Αξιολόγηση Επιχειρήματος Θεωρία & Ασκήσεις

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ (ΕΛΛΑΔΑ)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

Η παραγραφή της αξίωσης επιστροφής Φ.Π.Α.

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίπεδο Γ2. Χρήση γλώσσας (20 μονάδες) Διάρκεια: 30 λεπτά. Ερώτημα 1 (5 μονάδες)

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ Επί ξυρού ακμής

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου - 3 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και

3 Ιουλίου 2012 Αριθμ. Πρωτ.: /23430/2012 Πληροφορίες: Δήμητρα Μυτιληναίου (τηλ.: ) Μαρία Βουτσίνου (τηλ.

Transcript:

1. Οι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος. Ερμηνεία συνιστά την νοητική εκείνη διαδικασία που επιχειρεί την υπαγωγή της κάθε πράξεως στον εκάστοτε κανόνα δικαίου. Είναι μία διαλεκτική μάχη επιχειρημάτων και έλλογων απόψεων σε μία αέναη προσπάθεια κατανόησης, αποσαφήνισης και κατάκτηση του πραγματικού νοήματος του της εκάστοτε δικαιικής ρύθμισης. Είναι αυταπόδεικτο πως η ολοκληρωτική κατάκτηση ενός νόμου, ή μίας διάταξης είναι ανέφικτη αλλά και άσκοπη. Η ερμηνεία ενός νόμου σε τέλειο βαθμό αγγίζοντας το απόλυτο ορθό και δέον είναι ουτοπική. Εξάλλου αυτό πιστοποιείται και από τον δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των εκφάνσεων του Δικαίου. Κανένας κανόνας δικαίου, σε καμία εποχή, σε καμία κοινωνία και σε καμία ιστορικοπολιτική συγκυρία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τέλειος, και απόλυτα ορθό. Το απόλυτο δέον είναι μία αδιάλειπτη αναζήτηση της οποίας η μέγιστη προσέγγιση γονιμοποιεί νέες προσπάθειες ευόδωσης του. Στην προσπάθεια αυτή οι μέθοδοι ερμηνείας (γραμματική, συστηματική, λογική, ιστορική, τελολογική) είναι τα κατεξοχήν εργαλειακά μέσα. Οι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος αποδεχόμενες την ύπαρξη ενός σκληρού πυρήνα, τον οποίο και δεν «αγγίζουν» επεξηγηματικά, χρησιμεύουν σε εκείνα τα σημεία που εμφανίζονται οι πρώτες αμφισημίες, κενά και ασάφειες.. Για αυτό η ερμηνευτική μέθοδος ως εργαλείο άρσης των συγκρούσεων πρέπει ιδιαίτερα στον χώρο του Συνταγματικού Δικαίου, να θεμελιώνουν με τρόπο λογικά εκλεγκτό και επαληθεύσιμο το ανευρισκόμενο νόημα, ώστε η βάσει αυτήν την ερμηνεία εφαρμογή να καθίσταται όσος περισσότερο μπορεί προβλεπτή και λυσιτελής..

Κριτήριο πάντα θα είναι η τυπική και ουσιαστική ορθότητα του νομικού συλλογισμού. 2. Η έννοια της τελολογικής ερμηνείας του Συντάγματος Η τελολογική ερμηνεία είναι μία από τις μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος. Οι υπόλοιπες είναι η γραμματική, η ιστορική, η συστηματική και η λογική. Η τελολογική ερμηνεία αναζητά τον αντικειμενικό σκοπό του νόμου, ratio legis. Ερείζεται στους κανόνες της τυπικής λογικής, οι οποίοι είναι οι κανόνες του ορθώς νοείν. Ο όρος τελολογία είναι Ελληνικός από την λέξη «τέλος», που είναι ο σκοπός που κάθε έλλογο ον και βούληση θέτει και επιδιώκει. Έτσι και η κάθε διάταξη νόμου θέτει και υπηρετεί κάποιον ή κάποιους σκοπούς που δικαιολογούν την ύπαρξή της. Διαφορετικά νόμος άνευ σκοπού είναι περιττή εθιμοτυπία και κοινωνική δέσμευση. Έτσι οι κανόνες δικαίου εμφανίζονται ως μέσα του κανόνα δικαίου. Για αυτό εξάλλου και υπάρχει ιεράρχηση των κανόνων δικαίου εφόσον υπάρχει και ιεραρχία των σκοπών που υπηρετούν. Απόρροια αυτής της ιεραρχικής διαβάθμισης είναι και η απόληξη στην αρχή του Πλάτωνος που προσδιόρισε ως αρχή της Δικαιοσύνης(ιδέα τέλος). Αυτή είναι η τελολογική σχέση των κανόνων δικαίου. Κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη το αγαθόν είναι ο σκοπός, το τέλος της πράξεως. Η στενή αυτή εξάρτηση σκοπού και μέσου ενυπάρχει και στο Δικαιικό σύστημα αποτελώντας μία συστηματική ενότητα εδραζόμενη στην τελολογική συνοχή και σχέση. Έτσι για κατανοήσουμε πλήρως μία διάταξη πρέπει να προσεγγίσουμε και να προσδιορίσουμε τον σκοπό της. Ο νομοθέτης θέτοντας ένα

κανόνα δικαίου ακολουθεί εκείνη την ρύθμιση που κρίνει ως δίκαιη αλλά και πλέον πρόσφορη προς επίτευξη του τεθιμένου σκοπού. Ο σκοπός αυτός προσδιορίζει το νόημα του νόμου. Άρα σκοπός του νόμου κατά το αντικειμενικό νόημα του νόμου είναι σκοπός νοούμενος κατά τρόπο έλλογο σε αναφορά προς τους αντικειμενικούς σκοπούς του δικαίου. Κατά τον Α. Σούρλα βέβαια ο νόμος δεν μπορεί να έχει σκοπούς. Ως σκοπός νοείται ο δικαιολογητικός λόγος της ρυθμίσεως. Θα μπορούσε ένα χαρακτηριστεί ως εκείνη η νοητική διαδικασία, η οποία επιχειρεί την υπαγωγή του πραγματικού στον κανόνα δικαίου, όπως όμως αυτός καθορίζεται από τον αντικειμενικό σκοπό που τον υπαγορεύει και τον θεμελιώνει. Προαπαιτεί την αποδοχή της άμεσης συνάρτησης και σχέσης της εν λόγω ερμηνευτικής μεθόδου με την σκοπό ύπαρξής της το «τέλος» κατά τον Αριστοτέλη. Η τελολογική ερμηνεία ερείζεται στην παραδοχή ότι μεταξύ του εκάστοτε κανόνα δικαίου και ρυθμιζόμενης πράξεως, πραγματικής ή νομικής υπάρχει μία έννομη σχέση και ένας σύνδεσμος αιτιώδης, μία τελολογική συνάφεια η ανεύρεση της οποίας συμβάλλει στην κατανόηση του εκάστοτε νόμου. «Η τελολογική ερμηνεία επιζητά την ανεύρεση του αντικειμενικού σκοπού του νόμου, δηλ αναζητά το σύνολο των λόγων, που δικαιολογούν κατά τον καλύτερο και αρτιότερο δυνατό τρόπο την ρύθμιση του νόμου ως τμήμα του συνόλου του Δικαιικού συστήματος»(φ. Σπυρόπουλος). Επομένως βρίσκεται πολύ κοντά στην συστηματική ερμηνεία, ιδίως στο μέτρο που η συστηματική ερμηνεία διεύρυνε την έννοια του την έννοια του κανόνα δικαίου υπό το πρίσμα της αξιολογικής συνοχής της εννόμου τάξεως. Πρέπει να γίνει διαφοροποίησης ανάμεσα στα

υποκείμενα του τέλους, δηλαδή του σκοπού του κανόνα. Είναι ο συγκεκριμένος νομοθέτης που με την βούλησή του καθόρισε εφάπαξ τον σκοπό του νόμου, ή ο σκοπός αυτός προκύπτει από τον αποξενωμένο πια από τον συντάκτη του κανόνα ως τμήμα ενός συστήματος ένα αενάως μεταβαλλόμενο και εξελισσόμενο αξιακό και ερμηνευτικό μοντέλο. Στο σημείο αυτό έγκειται και η θεμελιώδης διαφοροποίηση της τελολογικής από την ιστορική και την συστηματική ερμηνεία. Ο θεμελιωτής της τελολογικής ερμηνείας ως μέθοδος κατανόησης και προσέγγισης θεωρείται ο Savigny, ο οποίος προχώρησε την παραδοσιακή ερμηνευτική μεθοδολογία και σε νέους ορίζοντας, ένας εκ των οποίων ήταν και η τελολογική αποσαφήνιση. Ο Savigny ανήγαγε τον σκοπό της διάταξης σε βασικό κριτήριο διαπίστωσης του νοηματικού περιεχομένου του ερμηνευτέου κανόνα. Διαπίστωσε και προέβαλλε την άποψη ηότι η ερμηνεία είναι έστω πρέπει να είναι αναπαραγωγή του νοήματος ου κανόνα δικαίου. Μία τέτοια αναπαραγωγή δεν μπορεί να γίνει άνευ του σκοπού του νόμου προς τον οποίο αποβλέπει και τον οποίο «υπηρετεί». 3. Μέσο και σκοπός Κάθε πράξη επιδιώκουσα και επιφέρουσα ένα άμεσα ή έμμεσα αποτέλεσμα είναι νοητή μόνο μέσα από την αναζήτηση και την κατανόηση του σκοπού και του μέσου που την διέπει. Ο σκοπός προϋποθέτει το μέσο την πραγμάτωσής του και αντίστοιχα τοπμέσο χρήσει ενός σκοπού που θα του δίνει νόημα. Εφόσον είναι η πράξη συνειδητή, εφόσον είναι απότοκος έλλογης δράσης και διανοητικής επεξεργασίας τότε είναι απαραίτητη και

αυτονόητη η ύπαρξη ενός σκοπού. Ο Sigwart δήλωσε πως ο θέλων το σκοπό θέλει και τα μέσα. Μέσο και σκοπός είναι έννοιες αλληλένδετες, όπως είναι η αιτία και το αποτέλεσμα. Η εξάρτηση του μέσου από τον σκοπό είναι απότοκος της έλλογης δράσης και ενέργειας. Το μέσον είναι υπηρετικό του σκοπού, ο σκοπός είναι το δεδομένο. Η ύπαρξη σκοπού φέρει εκ της φύσεως της κάποια ανάλογη αξία και προϋποθέτει συνείδηση ικανή όπως θέτει σκοπούς. Και ο σκοπός ως αξία είναι κριτήριο του μέσου. Η φύση και η νομοτελειακή της υφή δεν θέτει μέσα παρά μόνο αίτια, ενώ αντίθετα η έλλογη δράση και η συνείδηση είναι σε θέση να επιλέγει να ανευρίσκει και να επιλέγει εκείνα τα μέσα που θα υλοποιήσουν τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό. Κριτήριο αξιολόγηση άρα των μέσων είναι η προσφορότητά τους για την πραγματοποίηση των σκοπών που ετάχθησαν. Συνεπώς η σχέση μέσου και σκοπού είναι σχέση αξιών όπου η μία αξία είναι κριτήριο της άλλης. Η διαφαινόμενη ανωτέρω σχέση συνιστά την λεγόμενη τελολογική σχέση. Η τελολογική σχέση πρέπει να διαχωριστεί από την έννοια της τελολογίας, καθόσον αυτή συνιστά απλά και μόνο την σύνδεση αιτίου και αιτιατού όπου ο τελικός σκοπός δεν είναι μία ιδέα, αλλά μία ιδέας κανο0νιστική, που είναι αναγκαία για την κατανόηση της οργανικής φύσεως.. Εν προκειμένω η ιδέα δεν είναι δέον. 4. Οι κανόνες δικαίου ως μέσα Η Δικαιοσύνη ως σύνολο κανόνων είναι ανθρώπινο δημιούργημα, απότοκος συνείδησης, η θελημένης δράσης, και ενεργεί κατατείνουσα στην επίτευξη κάποιων σκοπών, στην διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, στην ρύθμιση των κοινωνικών

σχέσεων, στην προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στην περιφρούρηση της εννόμου τάξεως. Έτσι είναι πρόσφορη η ανάπτυξη τελολογικής σχέσεως μεταξύ των κανόνων δικαίου και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού. Εξάλλου η αξία και η απαξία του κάθε μέσου συνίσταται στο κατά πόσον δύναται να υλοποιήσει τον κάθε επιδιωκόμενο σκοπό. Έτσι και ο κάθε κανόνας δικαίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το μέσο για την πραγμάτων ση του κάθε σκοπού που η δικαιοσύνη θέτει. Για αυτό η πράξη, δηλ ο κανόνας δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, στην ιδέα του δικαίου. Οι κανόνες δικαίου είναι αφηρημένες γενικεύσεις ολότητας ομοειδών πράξεων. Η πράξη που ο κάθε κανόνας ρυθμίζει είναι ειδικευμένος κανόνας δικαίου και αντίστοιχα ο κάθε κανόνας δικαίου είναι γενίκευση ομοειδών πράξεων. Έτσι ότι ισχύει για τις πράξεις πρέπει να ισχύει και για τον κανόνα δικαίου. Η Δικαιοσύνη ως απόρροια ηθελημένης δράσης έχει κάποιον σκοπό, κάποιο τέλος εξειδικευμένο και επιμερριζόμενο από τον εκάστοτε κανόνα δικαίου. Επιδιώκει την κοινωνική ομαλή και ελεύθερη συμβίωση. Ο σκοπός αυτός της δικαιοσύνης αποτελεί ένα απόλυτο σκοπό, ένα ιδανικό τέλος, είναι το απόλυτο δέον. Και ως απόλυτη επιταγή πρέπει να κατατείνουν σε αυτήν όλες οι κοινωνικές πράξεις. 5. Σύνδεση ιδέας και πράξεως. Η σχέση των συγκεκριμένων κοινωνικών φαινομένων και της ιδέας του δικαίου είναι σχέση μέσου και σκοπού εφόσον η ιδέα του δικαίου, πρέπει να επιδιώκεται από κάθε κοινωνική πράξη, το δε κοινωνικό φαινόμενο ως πράξη πρέπει να πραγματοποιεί την

αρχή αυτή. Η κοινωνική είναι απολύτως συγκεκριμένη και ατομική, ενώ η ιδέα είναι εκ της φύσεως αυτής γενική. 6. Υποκειμενικός και Αντικειμενικός σκοπός του κανόνα δικαίου. Αναζήτηση του Υποκειμένου. Η τελολογική ερμηνεία επιζητά το τέλος, τον σκοπό το αίτιο που οδήγησε και δικαιολόγησε την εν λόγω δικαιική ρύθμιση. Όμως ο προσδιορισμός του σκοπού ως μέσου κατανόησης και ερμηνείας του νόμου προϋποθέτει ένα υποκείμενο, μία συνείδηση που μπορεί να θέτει σκοπούς και επιδιώξει. Αν δεν αποσαφηνιστεί το υποκείμενο του σκοπού κάθε απόπειρα τελολογικής δικαιολόγησης είναι ανώφελη. Και εάν δεχτήκαμε ότι η ιστορική ερμηνεία παίρνει ως υποκείμενο τον ιστορικό νομοθέτη και αυτού επιζητά τον σκοπό της νομοθετικής του πρωτοβουλίας, η τελολογική ερμηνεία όπως αναφέρθηκε αναζητά τον σκοπό του νόμου ως αφετηρία και αναφορά ερμηνείας. Εκείνο όμως που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ο θιασώτης της τελολογικής ερμηνεία δεν επιζητά τον «υποκειμενικό» σκοπό του νόμου, δεν ανευρίσκει την ιστορική βούλησης του νομοθέτη, δεν κρίνει ούτε αναλύει την διάταξη βάσει του τι θέλησε σε κάθε εποχή ο Συνταγματικός νομοθέτης. Θα αναζητείται σε κάθε περίπτωση το τι θα έπραττε και πως θα νομοθετούσε ο νομοθέτης στην σημερινή εποχή, ή στο διάστημα που μας ενδιαφέρει με τα νέα δεδομένα και συνθήκες. Ο σκοπός είναι συνάρτηση ιστορικοκοινωνικων μεταλλάξεων και δεν αποτελεί αποκλειστική βούληση και αντικειμενικό σκοπό που εκδηλώθηκε κάποτε κατά την ιστορική θέσπιση του νόμου και έκτοτε μένει σταθερός και αμετάβλητος. Κατά την τελολογική

ερμηνεία δεν αναζητάμε την διακρίβωση του σκοπού του νομοθέτη, κάτι που αποτελεί ίδιον της ιστορικής ερμηνείας που αναζητά την υποκειμενική βούληση. Σε περίπτωση που ο ερμηνευτής αναζητά την βούληση του ιστορικού νομοθέτη θα καταφύγει σε πρακτικά συνεδριάσεων, συζητήσεων, άρθρα του τύπου της εποχής, δηλώσεις των νομοθετών και κάθε άλλη πηγή που θα του εξασφαλίζει γνώση και κατανόηση του σκοπού του νομοθέτη. Αναζητά την υποκειμενική του βούληση και με βάση αυτήν ερμηνεύει τον νόμο. Η μέθοδος αυτή ερμηνεία καλείται «τελολογικός συντελούμενη ιστορική ερμηνεία», και είναι μία στατική μέθοδος ερμηνείας καθόσον εξετάζει μόνο τον σκοπό του νόμου κατά την εποχή θέσπισής του. Κατά την μέθοδο αυτή κανένας νομικό κείμενο και κανένα νομοθέτημα δεν μπορεί να ερμηνευτεί ανεξάρτητα από την βούληση του δημιουργού του εφόσον κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα και αδικαιολόγητο παραγκωνισμό του ιστορικού νομοθέτη. Αντίθετα η τελολογική μέθοδος ερμηνείας αποτελεί μία δυναμική ερμηνεία που συνίσταται στην αναζήτηση του αντικειμενικού σκοπού του νόμου, την αντικειμενική βούληση του νόμου. Κατά τους οπαδούς της άποψης αυτής ο κάθε κανόνας δικαίου εφόσον θεσπιστεί και τεθεί σε ισχύ αυτονομείται, είναι σαν ένα καράβι που από την στιγμή του απόπλου του και της εξόδου του από το λιμάνι αυτονομείται και οδεύει ανέλεγκτο και ανεξάρτητο από όποια ιστορική και υποκειμενική βούληση. Ακόμα και αν ο σκοπός του νομοθέτη διαφαίνεται άμεσα στην διάταξη αυτό κατά την τελολογική ερμηνεία δεν δεσμεύει την τελολογική ερμηνεία. Η νομολογία έχει αποδεχτεί ότι η τελολογική ερμηνεία λειτουργεί ανεξάρτητα από κάθε άλλη επίδραση υποκειμενικών

βουλήσεων και επιδιώξεων και εξετάζει τον κάθε νόμο όσο πιο αντικειμενικά και απροσωπόληπτα γίνεται. Βέβαια όσο και αν αυτό φαίνεται ουτοπικό να αξιώνεται από τον ερμηνευτή η πλήρως αντικειμενική αναζήτηση του σκοπού του νόμου, όσο και εάν προσωπικά στοιχεία και κριτήρια εμφιλοχωρούν, ωστόσο η τελολογική ερμηνεία αξιώνει έστω σαν ύστατο σκοπό και έον την απρόσωπη και αντικειμενική προσέγγιση. Η ιστορική ερμηνεία ως αναζήτηση του σκοπού και της υποκειμενικής βούλησης του νομοθέτη δύναται να ταυτίζεται και σε πολλές περιπτώσεις να οδηγία σε ίδιο ερμηνευτικό αποτέλεσμα με την τελολογική ερμηνεία. Η ταυτότητα αυτή του αποτελέσματος δύναται να εμφανιστεί στις περιπτώσεις όπου νομοθέτης αποτύπωσε τέλεια τον νόμο, κατανόησε στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα την έννομη τάξη, υιοθέτησε και πλήρως αποδέχθηκε τις επιδιώξεις του ιστορικού Δικαιικού συστήματος και όλα αυτά επιτυχώς χωρίς κενά, αμφισημίας και ασάφειας τα ρύθμιση με τον τιθέμενο νόμο. Σε αυτήν την περίπτωση και στην ίδια χρονική στιγμή η τελολογική και η ιστορική ερμηνεία θα οδηγούν στο ίδιο ερμηνευτικό αποτέλεσμα, εφόσον όπως προειπώθηκε ο νομοθέτης θα έχει καταφέρει να προσεγγίσει και τον αντικειμενικό σκοπό την έννομου ρυθμίσεως και κατά το δυνατόν τέλεια να τον ενσαρκώσει στην εν λόγω δικαιική ρύθμισή. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπάρχει εύλογη απόσταση μεταξύ του αντικειμενικού και του υποκειμενικού σκοπού του νόμου, ώστε η τελολογική και η ιστορική ερμηνεία να οδηγούν σε διαφορετικά ως και αντικρουόμενα αποτελέσματα. Όμως την θέση σε ισχύ της διάταξης νόμου είναι δυνατή η διαφοροποίηση και απομάκρυνση της τελολογικής ερμηνείας από την ιστορική βούλησης του νομοθέτη, την ιστορική ερμηνεία είτα λόγω της αλλαγής, της

εννόμου τάξεως είτε λόγω της μεταβολής των λέξεων του νόμου είτε και λόγω της μεταβολής της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Heck ο οποίος αντικρούων την θεωρία του αντικειμενικού νοήματος αναζητά το περιεχόμενο του κανόνα δικαιικού του νοήματος το οποίο έχει ως περιεχόμενο «την εντύπωση την οποία μία δήλωση συνηθίζει ή μπορεί να προκαλεί και θα έπρεπε να προκαλέσει». Κατά τον Heck αντικειμενικό νόημα είναι το κοινωνικώς επικρατούν. Το τελολογικό νόημα κατά τον ανωτέρω συλλογισμό φαίνεται να αγνοεί αλλά και ως εκ των περί αντικειμενικού νοήματος σκέψεων του εμμέσως αποκρούων. Για του λόγους αυτούς η τελολογική ερμηνεία εμφαίνεται εγκειτέρα προς την ιδέα της Δικαιοσύνης αλλά και προς την πράξη του δικαίου. 7. Στάδια Τελολογικής ερμηνείας. Κάθε ερμηνεία ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της χρησιμοποιεί κατ ανάγκη του κανόνες της κοινής τυπικής λογικής που αξιολογούνται και ιεραρχούνται από την ίδια την μεθοδολογική προσέγγιση. Οι κονόνες πάνω στην ερμηνεία του Συντάγματος αλλα κ εν γένει του Δικαίου έχουν χαρακτήρα «εργαλειακό» (Zaegrebelesky). Είναι δηλαδή κανόνες διαδικαστικού κάποιων άλλων κανόνων. Η χρησιμότητά τους δεν συνίσταται στην επιτυχία της αναζήτησης του ορθού, αλλά στην προσφορότητά τους να οδηγήσουν ευχερώς και λογικά στην πλέον πειστική νομικά άποψη και πρότασης. Δεν υπάρχει βέβαια αντικειμενικά ορθή ερμηνεία, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει Δίκαιο καθολικά αποδεκτό και τεθιμένο.

Υπάρχει όμως σχετικά ορθότερη ερμηνεία, πειστικότερη προσέγγιση, ορθότερη κατανόηση και ευόδωση του δέοντος και του αντικειμενικού τέλους. Αυτό είναι και το έργο και ο υπέρτατος σκοπός της τελολογικής ερμηνείας. Αυτό οδηγοί και στο συμπέρασμα ότι η τελολογική ερμηνεία δεν είναι μία στατική μέθοδος ερμηνείας του Συντάγματος αλλά μία δυναμική του αποσαφήνιση, που ποτέ και κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι την έχει κατακτήσει (Dworkin). H επιδίωξη του απόλυτου δέοντος και του τελικού αντικειμενικού σκοπού δεν είναι ποτέ σε απόλυτο βαθμό κατακτητή, παρά μόνο σε μεγάλο ή ήττον βαθμό προσεγγίσισμη. Η τελολογική ερμηνεία δεν μπορεί να «καυχηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί, όπως θα μπορούσε να γίνει επί παραδείγματι στην ιστορική ή στην συστηματική ερμηνεία για τον απλούστατο λόγο ότι η αντικειμενική επιδίωξη του νόμου δεν είναι κάτι που μπορεί να διαγνωστεί όπως η ιστορική βούληση του Συνταγματικού νομοθέτη, που ευχερώς μπορεί να βρεθεί και να αναγνωσθεί. Αφετηρία της εν λόγω ερμηνευτικής μεθόδου είναι η εξέταση της διατάξεως ως στοιχείου του συστήματος των κανόνων δικαίου. Εξ αυτής της εξετάσεως θα προκύψει η αληθής γνώση της ερμηνευμένης διατάξεως. Για την ανεύρεση του αντικειμενικού σκοπού του κανόνα δικαίου αποστασιοποιείται ο ερμηνευτής εκ της υποκειμενικής βούλησης των νομοθετώ. Έτσι κατά την τελολογική ερμηνεία είναι αποδεκτή κάθε διαφοροποίησης και διαχωρισμός από την ιστορική βούληση του συντάκτη, είτα λόγω υπαρχόντων κενών, είτε λόγω μεταγενεστέρων αλλοιώσεων και μεταλλάξεων εννόμων, ή πραγματικών.

Όταν γίνεται λόγος περί ερμηνεία του κανόνα δικαίου και δη Συνταγματικής διάταξης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι δεν είναι μία απλή μηχανική πράξη, αλλά πάντα ενέχει έντονο δημιουργικό στοιχείο. Η εφαρμογή προϋποθέτει ειδίκευση του εν λόγω κανόνα δικαίου ώστε τα επί μέρους έννομα στοιχεία του να εξειδικεύονται στην επί μέρους ρυθμιζόμενη πράξη. 8. Μοναδικότητα της τελολογικής ερμηνείας. Εφόσον η τελολογική ερμηνεία αποσκοπεί στην ανεύρεση του «τέλους», του απολύτου «δέοντος», της ανωτάτης αρχής της Δικαιοσύνης, είναι αδύνατο να υπάρχουν περισσότερες τελολογικές ερμηνείας, ούτε επί της ίδιας διατάξεως να οδηγούμεθα μέσω της τελολογικής ερμηνείας σε διάφορα αποτελέσματα, παρά μόνο εάν κάπου αποκλίνουμε από την ορθότητα της επιστημονικής μεθόδου. Όλοι οι κανόνες δικαίου πρέπει να αναφέρονται και να έχουν ως αφετηρία και ως εστία αναφοράς την ιδέα του Δικαίου Άρα όλοι οι κανόνες αποβλέπουν στην ίδια αρχή, στον ίδιο σκοπό και στο ίδιο τέλος, όποτε κάθε διαίρεση της τελολογικής μεθόδου είναι εσφαλμένη. Το τελολογικό σύστημα προσεγγίζει τα μέσα που επιτυγχάνουν άμεσα, ή έμμεσα τον υπέρτατο σκοπό της Δικαιοσύνης. Καθόσον τα μέσα στο τελολογικό σύστημα είναι οι κανόνες δικαίου και εφόσον τα μέσα αυτά ως απότοκα της κοινωνικής εξελισσόμενης πραγματικότητας μεταβάλλονται αδιαλείπτως πρέπει να γίνει δεκτό πως υπάρχουν τόσα τελολογικά συστήματα όσες είναι εξάλλου και οι ιστορικές στιγμές βάσει των οποίων και ερμηνεύεται ο κάθε νόμος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει οτι υπάρχουν και περισσότερες τελολογικές ερμηνευτικές μέθοδοι, παρά μόνο μία εφόσον ο τελικός σκοπός, το τέλος μένει πάντα ένα και το αυτό.

Το ότι υπάρχει περισσότερα τελολογικά συστήματα και μία τελολογική μέθοδος ερμηνείας δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση εφόσον αυτό είναι αποτέλεσμα της ιστορικής εξελικτικής πραγματικότητας. «Τα τελολογικά συστήματα είναι τόσα όσε είναι και οι στιγμές της ιστορικής ζωής». Στην παραδοχή αυτή εδράζεται η ενότητα της τελολογικής μεθόδου. (Kant Krit). Συμπερασματικά η τελολογική ερμηνεία είναι μοναδική. Δεν μπορεί επί του ίδιου κανόνα, την ίδια χρονική στιγμή να εφαρμοστεί η τελολογική ερμηνεία επιφέρουσα διάφορα αποτελέσματα. 9. Αμφισβήτηση της τελολογικής ερμηνείας. Η τελολογική ερμηνεία ανέκυψε από την συνειδητοποίησης της διαφοροποίησης της υποκειμενικής βούλησης του ιστορικού νομοθέτη και του αντικειμενικού σκοπού του δικαίου, άλλα και της ανεπάρκειας του ιστορικού νομοθέτη να προβεί σε ολικές και αέναες δικαιικές ρυθμίσεις. Τα πρώτα ανακύπτοντα ζητήματα εμφανίσθηκαν στο ερώτημα κατά πόσον ο ιστορικός νομοθέτης εκφράζει στην συγκεκριμένη στιγμή τον σκοπό και την βούλησης του νόμου, εφόσον δεν τον θέτει αυτός σε ισχύ αλλά αυτός απλά τον διαμορφώνει και τον θέτει στην κρίση του αρμόδιου νομοθετικού οργάνου προς επικύρωση ώστε να καταστεί δεσμευτικός νόμος.. Ποιο υποκείμενο δηλαδή εκφράζει πιο γνήσια την βούληση του νόμου; Από την μία ο νομοθέτης δεν δημιουργεί ο ίδιος νόμους και δεσμευτικούς εξαναγκαστούς κανόνες παρά μόνο τους θέτει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου για να τους ψηφίσει και α τους επικυρώσει, θέτοντάς τους σε ισχύ. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι το περιεχόμενο του νόμου

και ο σκοπός τους είναι αποκλειστικά αυτός που διέγνωσαν οι βουλευτές, που τον ψήφισαν, ή το νομοθετικό όργανο καθόσον ως τέτοιο δεν έχει ενιαία βούληση τόσο λόγω της αντιπολίτευσης όσο και μέσα στην ίδια την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Άλλωστε βαθύτερες νομικοπολιτικές διεργασίες έχουν επιφέρει το βάρος της νομοθετικής δράσης από το Κοινοβούλιο στα κυβερνητικά επιτελεία. Έτσι έγινε για πρώτη φόρα λόγος για «βούληση του νόμου» και αρχικά εμφανίστηκε όταν δεν ήταν εμφανής η υποκειμενική θέση και βούληση του νομοθέτη, ή όταν είχαν χρονικά εμφιλοχωρήσει πραγματικά ή νομικά γεγονότα τα οποία δεν δύνατο να προβλέψει ο Συνταγματικός συντάκτης κατά τον χρόνο θεσπίσεώς του. Μία πρώτη «ένσταση» έχει να κλάνει με την διαπίστωση ότι η αντικειμενική βούληση του νόμου δεν πρέπει να υπερακοντίζει το ισχύον δίκαιο, λόγω συνταγματικής επιταγής και βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Εκφράζεται έτσι ο φόβος πως εάν στους δικαστές αναγνωρίζεται διαπλαστική εξουσία θα παραγκωνιζόταν ο Συνταγματικός Νομοθέτης, και θα οδεύαμε σε παραβίαση της Συνταγματικά κατοχυρωμένης υπεροχής της νομοθετικής λειτουργίας. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι η τελολογική ερμηνεία δεν είναι η ουτοπική αναζήτηση του «δέοντος» άλλα η αναζήτηση του νήματος του ίδιου του Δικαιικού όπως αυτό αποτυπώνεται και εξειδικεύεται στις επί μέρους διατάξεις. Για αυτό δεν μπορεί να νοηθεί εκτός του Δικαιικού συστήματος παρά μόνο εντός αυτού και στα πλαίσιά του. Το δεύτερο ανακύπτον ζήτημα είναι το κατά πόσον μπορούμε να δεχτούμε ότι ο νόμος έχει «βούληση», κατά πόσον έχει σκοπό. Μήπως με αυτό το δίλημμα το μόνο που κατά βάθος επιζητούμε

είναι η βούληση του νομοθέτη, ή έστω η βούληση του ερμηνευτή στην εκάστοτε ιστορική πραγματικότητα; Την απάντηση σε αυτό το θέμα δίνει μία απλή αναστροφή του ερωτήματος, με την αναγωγή στην ιστορική ερμηνεία. Με την ιστορική μέθοδο πολλές φορές είναι αδύνατη η διαπίστωση του σκοπού του νομοθέτη και της βούλησής του. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν καλείται ο ερμηνευτής να προβεί σε μία αδόκιμη εκ των υστέρων πρόβλεψη, προκειμένου να κατασκευαστεί μάλλον παρά να αποκαλυφθεί η εικαζόμενη νομοθετική βούληση σε κάποιο σημείο του παρελθόντος. Η αναγωγή αυτή δεν έχει έτσι τόσο ιστορικό όσο ρυθμιστικό ρόλο και στόχο.