του Βασίλη Ζαµπούνη Ελληνικό ελαιόλαδο: S.O.S. Η περυσινή καταβαράθρωση των τιµών προκάλεσε ρίγη πανικού. Μετά την άνοιξη η αγορά άρχισε να οµαλοποιείται και οι τιµές να ανεβαίνουν. Όµως κανένας εφησυχασµός δεν δικαιολογείται. Γιατί πέραν των όποιων συγκυριακών αυξοµειώσεων των διεθνών τιµών, η ελληνική ελαιοκοµία βρίσκεται σε µια ολόπλευρη και βαθειά διαρθρωτική κρίση όλων των συντελεστών της. Το ελληνικό λάδι είναι µια πολύ µεγάλη υπόθεση, χιλιάδων ετών. Το τελευταίο ίσως «εθνικό προϊόν» µετά τον καπνό, τη σταφίδα, το βαµβάκι Χρειάζεται λοιπόν να σκύψουµε µε µεγάλη προσοχή, να δούµε την αληθινή πραγµατικότητα, ακόµα κι αν είναι πικρή, να βγάλουµε τα απαραίτητα συµπεράσµατα, να πάρουµε τις σχετικές αποφάσεις και να προχωρήσουµε στην εφαρµογή τους πριν να είναι αργά και έστω και αν συνεπάγονται κάποια αναπόφευκτα κόστη και το «ξεβόλεµα» κάποιων. Το άρθρο που ακολουθεί θα µπορούσε να έχει τίτλο «ελληνικό ελαιόλαδο: παρελθόν, παρόν και µέλλον». Σαν παρελθόν περιοριζόµαστε στα τελευταία 29 περίπου χρόνια µε ορόσηµο την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρ. Ένωση, άρα στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και στην Κοινή Οργάνωση Αγοράς του ελαιολάδου. Η καταγραφή - έστω και αναγκαστικά αποσπασµατική - του παρελθόντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να καταλάβουµε το σήµερα και να χαράξουµε µια σωστή στρατηγική για το αύριο. Λόγω της µεγάλης έκτασής του άρθρο θα παρουσιαστεί σε δύο συνέχειες: σε αυτό το τεύχος οι διαπιστώσεις και στο επόµενο οι προτάσεις. Οι σελίδες του ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑ Ο θα είναι ανοικτές να φιλοξενήσουν το διάλογο των αναγνωστών/ στριών του. Πηγές: Είναι γνωστά τα προβλήµατα µε τα στατιστικά στοιχεία στον τοµέα του ελαιολάδου. Υπάρχουν κενά και ελλείψεις, συχνά τα επίσηµα στοιχεία δεν συµβαδίζουν µε την εµπορική πραγµατικότητα (π.χ. για θέµατα που σχετίζονται µε τις επιδοτήσεις, όπως π.χ. τα µεγέθη της παραγωγής), ενώ στον τοµέα του εξωτερικού εµπορίου οι αριθµοί διαφοροποιούνται ανάλογα µε την πηγή τους (π.χ. οι εξαγωγές της Α χώρας προς την Β µπορεί να µην συµπίπτουν µε τις εισαγωγές της Β από την Α). Στους πίνακες που ακολουθούν έχουν χρησιµοποιηθεί κι συσχετισθεί ποικίλες πηγές. Για τις τιµές παραγωγού έχουµε βασισθεί στις επίσηµες ανακοινώσεις των Υπουργείων Γεωργίας προς την Ευρ. Επιτροπή. Σε ο,τι αφορά στο εξωτερικό εµπόριο (εξαγωγές, ποσότητες και αξίες) ιδιαίτερα χρήσιµα και σηµαντικά ήταν τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Παναγ. Μπαρζούκας στην οµιλία του στο 2 ο Φεστιβάλ Ελιάς και Ελαιολάδου, επίσης και οι ανακοινώσεις του ΟΠΕ που βασίζονται στις στατιστικές της ΕΣΥΕ, καθώς και διεθνών οργανισµών όπως η Eurostat, το COI, o FAO, ή άλλες εθνικές πηγές όπως η NAOOA/ USDA. Για τα δηµοσιονοµικά στοιχεία των ενισχύσεων από την Ε.Ε. υπήρχαν οι επίσηµοι ετήσιοι προϋπολογισµοί του Ευρ. Γεωργικού Ταµείου (FEOGA). Πολλά από τα στατιστικά στοιχεία, είτε ως πρωτογενή, είτε ως επεξεργασµένα, έχουν δηµοσιευθεί στην «Στατιστική Ανασκόπηση» που έγινε µε το πρόγραµµα «Συνεργασία» στο πλαίσιο του καν. 1334/02 και επιστηµονικό υπεύθυνο το ΙΟΒΕ, όπως επίσης έχουν δηµοσιευθεί στην κλαδική µελέτη του ΙΟΒΕ για το ελαιόλαδο (2001, επιστηµονικός υπεύθυνος Βασίλης Ζαµπούνης) και στο Ελιά και Ελαιόλαδο, στο οποίο επίσης δηµοσιεύονται σε κάθε τεύχος οι τιµές παραγωγού και καταναλωτή.
Θέµα 1. Εξέλιξη τιµών του Έλληνα παραγωγού για το έξτρα παρθένο (περίοδος 1988/89 έως 2008/09, αποπληθωρισµένες τιµές µε βάση 100=έτος 2008, σε /κιλό) 20 χρόνια κατρακύλας των τιµών παραγωγού (-77%) Θέµα 1 ο Τιµές Έλληνα παραγωγού Θέµα 2 ο Σύγκριση τιµών παραγωγού Ελλάδα 2,43 Ιταλία 2,77 Ισπανία 2,50 12,00 10,00 10,95 9,30 4,00 8,00 9,22 3,50 6,00 4,00 2,00 5,92 5,64 4,56 4,74 4,40 4,09 3,48 2,97 2,87 2,57 2,60 2,97 2,89 2,47 2,24 2,38 2,63 1,92 3,00 2,50 2,00 1,50 k 0,00 1988/89 1990/91 1992/93 1994/95 1996/97 1998/99 2000/01 2002/03 2004/05 2006/07 2008/09 1,00 1998/99 2000/01 2002/03 2004/05 2006/07 2008/09 2005/06 2007/08 Θέµα 2. Σύγκριση των τιµών παραγωγού µεταξύ Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας για το έξτρα παρθένο. (περίοδος 1998/99 έως 2008/09, ετήσιοι µέσοι όροι σε ιευκρίνιση: τρέχουσες τιµές /κιλό) Ο Έλληνας ελαιοπαραγωγός είναι σε χειρότερη θέση από το συνάδελφό του Ιταλό (-12,5%) και Ισπανό (-3,2%) Αν και οι επίσηµες τιµές των Υπουργείων των χωρών δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στην εµπορική πραγµατικότητα, ωστόσο εµπειρικά γνωρίζουµε ότι: 1) Η διαφορά υπέρ του Ιταλού παραγωγού είναι ακόµη µεγαλύτερη 2) Το πραγµατικό εισόδηµα που εξασφαλίζει ο Ισπανός παραγωγός είναι µεγαλύτερο του Έλληνα αν συνυπολογίσουµε: α) Το µειωµένο του κόστος, β) Τις παροχές που απολαµβάνει από τους συνεταιρισµούς του, και γ) Την ποιοτική σύγκριση των ελαιολάδων
Θέµα 3. Οι Εξαγωγές του ελληνικού παρθένου ελαιολάδου [σε ποσότητες (τόνους) και µέσες τιµές ( /κιλό), περίοδος 2003-2008] 1 ο Οι ελληνικές εξαγωγές είναι όµηρες των χύµα προς Ιταλία (και Ισπανία) που καλύπτουν το 83%. Προς τις υπόλοιπες χώρες (17%) κάνουµε την υπόθεση (γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία) ότι αφορούν σε τυποποιηµένο (αν και περιλαµβάνουν και χύµα και φασόν). 2 ο Πουλώντας χύµα (σε Ιταλία και Ισπανία µε µέση τιµή 2,85 /κιλό) η Ελλάδα έχει µια απώλεια 1,05 /κιλό (37%) σε σύγκριση µε τις πωλήσεις τυποποιηµένου προς τις υπόλοιπες χώρες (3,90 /κιλό). Προς Ιταλία και Ισπανία (χύµα) 68.525 τόνοι 83% µε 2,85 ευρώ / κιλό Προς λοιπό κόσµο (τυποποιηµέ νο) 13.998 τόνοι 17% µε 3,90 ευρώ / κιλό Θέµα 4. Κοινοτικές εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου προς Τρίτες Χώρες (µέσος όρος 1999/2000 έως 2007/08, ποσότητες σε τόνους). Η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση µε µερίδιο 3,4%, πίσω και από την Πορτογαλία. Σύνολο 384.412 Τόνοι Ισπανία 129.958 33,8% Πορτογαλία Ελλάδα 16.925 12.968 4,2% 3,4% Γαλλία 1.965 0,5% Ιταλία 222.596 57,9%
Θέµα 5. Οι εισαγωγές ελαιολάδου (15.09) Ρωσίας και Κίνας (µέσος όρος 2003 έως 2008, ποσότητες σε τόνους) Σχόλια: Πρόκειται για δύο νέες αγορές που ανοίγουν τα τελευταία χρόνια και για τις οποίες έχει καλλιεργηθεί κλίµα υπεραισιοδοξίας. Ωστόσο η Ελλάδα χάνει συνεχώς σε µερίδια αγοράς (ανταγωνιστικότητα). Ρωσία Το µερίδιο της Ελλάδας είναι 4% (470 τόνοι) και το 2008 ήταν 3,4% (592 τόνοι). Πίσω από την Τυνησία και ελάχιστα υψηλότερα από την Τουρκία. Από το 2003 οι εισαγωγές/ κατανάλωση της Ρωσίας αυξήθηκαν κατά 9.852 τόνους από τους οποίους η Ελλάδα ωφελήθηκε µόνο κατά 334 τόνους, δηλ. 3,3% Κίνα Το µερίδιο της Ελλάδας είναι 16,3% (780 τόνοι) και το 2008 ήταν 12,4% (1.261 τόνοι). Από το 2003 οι εισαγωγές/ κατανάλωση της Κίνας αυξήθηκαν κατά 9.400 τόνους από τους οποίους η Ελλάδα ωφελήθηκε µόνο κατά 1.102 τόνους (11,8%) µε αποτέλεσµα το µερίδιό της να πέσει από το 20,5% το 2003 στο 12,4% το 2008. 5α Ρωσία Σύνολο 11.820 Τυνησία 434 3,67% Ελλάδα 470 3,98% Ιταλία 2.363 19,99% Τουρκία 300 2,54% Λοιπές 219 1,85% Ισπανία 67,97% Εισαγωγές Ρωσίας 2008 Χώρα Τόνοι % Ισπανία 10.908 63,07 Ιταλία 3.885 22,46 Ελλάδα 592 3,42 Τυνησία 1.035 5,98 Τουρκία 542 3,13 Λοιπές 334 1,93 Σύνολο 17.296 100,00 5β ΚΙΝΑ Σύνολο 4.795 Ελλάδα 780 16,27% Λοιπές 462 9,64% Ιταλία 1.493 31,14% Εισαγωγές Κίνας 2008 Χώρα Τόνοι % Ισπανία 4.261 41,90 Ιταλία 3.258 30,22 Ελλάδα 1.261 12,40 Λοιπές 1.394 13,70 Σύνολο 10.174 100,00 Ισπανία 2.060 42,96%
Θέµα 6. Οι εισαγωγές ελαιολάδου (15.09) των ΗΠΑ (περίοδος 2003-2008, ποσότητες σε τόνους) Οι ΗΠΑ αποτελούν τη µεγαλύτερη εισαγωγό και καταναλώτρια χώρα εκτός της Μεσογείου. Η Ελλάδα, παρά τα πλεονεκτήµατα (οµογένεια κλπ) βρίσκεται στην 6η θέση µε µερίδιο µόλις 1,8%, πίσω και από την Αργεντινή. Μεταξύ των περιόδων 1990-1994 & 2003-2007 οι εισαγωγές του παρθένου ελαιολάδου αυξήθηκαν από τους 34.332 στους 145.747 τόνους (111.415 τόνους) και το εξαιρετικό παρθένο έχει µερίδιο 58% της ποσότητας και 64% της αξίας της εσωτερικής κατανάλωσης. Ωστόσο η Ελλάδα ωφελήθηκε µόνο κατά 2.335 τόνους (2,1%). Σύνολο 238.463 Τουρκία 4,75% Τυνησία 5,82% Αργεντινή 2,20% Ελλάδα 1,77% Λοιπές 4,95% Ισπανία 18,45% ΙΤΑΛΙΑ 62,06% Εισαγωγές ελαιολάδου στις ΗΠΑ (1994 έως 2009, ποσότητες σε χιλ. τόνους) 280 260 240 220 200 180 160 140 120 100 126 122 163 113 1994 1995 1996 1997 165 203 163 212 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 221 215 246 242 221 2005 2006 2007 2008 260 266 τονοι
Θέµα 7 Σχόλια: Μέση τιµή εξαγόµενων ελαιολάδων Ελλάδας και Ιταλίας και σύγκριση αυτών (περίοδος 2002-2007, τιµές σε /κιλό) Πουλάµε τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής. Όχι µόνο γιατί πουλάµε χύµα αντί για τυποποιηµένο (µε απώλεια -1,05 /κιλό, 37%, βλ. θέµα 3) αλλά και γιατί πουλάµε το τυποποιηµένο σε ολοένα και φθηνότερες τιµές, σε σύγκριση τουλάχιστον µε τους Ιταλούς (από +36,6% έχουµε φθάσει 35,8%). Αυτή η απώλεια προστιθέµενης αξίας (κέρδους) αντισταθµίζει και ίσως ερµηνεύει την αύξηση των ποσοτήτων από 11.863 τόνους το 2002 σε 21.346 το 2007 (βλ. σχεδ. 7γ) Πίνακας 7α Μέσες τιµές εξαγωγών σε /κιλό 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Eλλάδα 3,900 3,446 3,615 4,021 4,652 3,373 Ιταλία 2,863 3,556 4,182 4,488 5,727 5,252 ιαφορά 1,037-0,110-0,567-0,467-1,075-1,879 % +36,22% -3,09% -13,56% -10,41% -18,77% -35,78% Σχεδιάγραµµα 7β 6,000 5,727 5,500 5,252 5,000 4,500 4,000 3,500 3,900 4,488 4,652 4,021 4,182 3,446 3,556 3,615 3,373 Eλλάδα Ιταλία 3,000 2,863 2,500 2,000 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Σχεδιάγραµµα 7γ. Ποσότητες ελληνικών εξαγωγών τυποποιηµένων ελαιολάδων (σε τόνους) 22.000 20.000 21.346 18.000 16.000 14.000 12.000 10.000 16.865 13.244 13.897 11.863 14.295 2002 2003 2004 2005 2006 2007
Θέµα 8α. Εισπράξεις της Ελλάδας από διάφορες επιδοτήσεις ελαιολάδου. Ο πακτωλός των κοινοτικών χρηµατοδοτήσεων. Συνολικές εισπράξεις για την περίοδο 1981 έως 2006=17,4 δις Θέµα 8β. Κατανοµή µεταξύ των διαφόρων επιδοτήσεων για την περίοδο 1981-2000 Ενίσχυση στην κατανάλωση 13,5% Επιστροφή εξαγωγών 1% Παρέµβαση 1,4% Eνίσχυση στην παραγωγή 84,1% Σχόλια: Οι επιδοτήσεις απορροφήθηκαν κυρίως από την ενίσχυση στην παραγωγή. Έγινε ελάχιστη αξιοποίηση της επιστροφής εξαγωγών. Σκανδαλώδης κατασπατάληση της ενίσχυσης στην κατανάλωση Θέµα 8γ. Ενίσχυση στην κατανάλωση (των τυποποιητών ελαιολάδου) Η Ελλάδα εισέπραξε από το 1981/82 έως και 1996/97 1.963.109.278 (σε αποπληθωρισµένη σηµερινή αξία) Το 1993/94: µε 133,4 δρχ/κιλό η Ελλάδα δήλωσε 182.620 τόνους εκ των οποίων 98.209 τόνους ο ΣΕΒΙΤΕΛ, 72.650 ο ΕΣΒΙΤΕ & 11.451 ο ΣΑΣΟΤΕ (Συνεταιρισµοί). Εάν η ενίσχυση αυτή είχε αξιοποιηθεί θα µπορούσαµε να χρηµατοδοτούµε επί 16 χρόνια (απούσας τότε της Ισπανίας) µε 1 /κιλό τους 85 χιλ. τόνους που εξάγουµε χύµα στην Ιταλία ώστε να έχουµε τοποθετήσει το επώνυµο τυποποιηµένο προϊόν στη διεθνή αγορά.
9. Συµπεράσµατα Ελληνικό ελαιόλαδο = ένας τεράστιος αναξιοποίητος εθνικός πλούτος παρά την κορυφαία του ποιότητα (όπως οι ίδιοι πιστεύουµε αλλά όχι πάντοτε δικαιολογηµένα 1 ), παρά τον πακτωλό των κοινοτικών χρηµατοδοτήσεων το χάρισµα της φύσης µε τις άριστες κλιµατολογικές συνθήκες τη µακραίωνη πολιτιστική κληρονοµιά οι περισσότεροι από τους θεσµικούς, παραγωγικούς και εµπορικούς συντελεστές της ελληνικής ελαιοκοµίας παρέµειναν εφησυχασµένοι από τις χύµα πωλήσεις στην Ιταλία επαναπαυµένοι στις επιδοτήσεις και τα πανωγραψίµατα. Επί 29 χρόνια χάθηκαν ιστορικές ευκαιρίες δεν έγιναν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές (µικρός και κατατµηµένος κλήρος, µεγάλος αριθµός ελαιοτριβείων, πολυδιασπασµένο εµπόριο και προσφορά, ανεπαρκής επιστηµονική έρευνα) το ελληνικό λάδι γίνεται ολοένα και πιο µη ανταγωνιστικό λόγω υψηλού κόστους 2 δεν κατακτήθηκαν οι διεθνείς αγορές µε επώνυµο λάδι υψηλής προστιθέµενης αξίας στην εσωτερική (λιανική) αγορά συνεχίζει να κυριαρχεί ο ανώνυµος 16κιλος τενεκές (πηγή εισοδήµατος για ελαιοπαραγωγούς αλλά και νοθείας/ αθέµιτου ανταγωνισµού από πλανόδιους), ενώ παράλληλα οι όροι που έχουν επιβάλλει οι µεγάλες αλυσίδες S/M δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στις µµε τυποποιητών 10. Αίτια και ευθύνες (Συχνά) µπερδεύονται τα συµπτώµατα µε τα αίτια (το θερµόµετρο, ο πυρετός και η ίωση) Το ερώτηµα για τα πραγµατικά και βαθύτερα αίτια είναι ανοιχτό.. Γιατί το λάδι είναι ένας τεράστιος αναξιοποίητος εθνικός πλούτος επί 30 χρόνια και τώρα βρίσκεται στο κατώφλι της απαξίωσης και της κρίσης; Η µόνη (λογική) εξήγηση : Τα σφάλµατα και τα κενά της ελαϊκής και αγροτικής πολιτικής που εφαρµόσθηκε Άρα : Οι ευθύνες επιµερίζονται σε όσους όλα αυτά τα χρόνια- διαχειρίστηκαν τις τύχες του λαδιού αναλογικά κατά το µερίδιο που συµµετείχαν στη χάραξη και εφαρµογή αυτής της ελαϊκής και αγροτικής πολιτικής. 1 Πέραν της υποκειµενικής της διάστασης, η έννοια της ποιότητας (πρέπει να) έχει και την αντικειµενική µε κριτήρια τα φυσικοχηµικά χαρακτηριστικά, την οργανοληπτική αξιολόγηση καθώς επίσης και την πιστοποίηση των µεθόδων καλλιέργειας (π.χ. βιολογική γεωργία, ολοκληρωµένη διαχείριση) της ασφάλειας και της υγιεινής (ISO), της γεωγραφικής προέλευσης (ΠΟΠ/ΠΓΕ), ενώ νέες παράµετροι όπως η επιβάρυνση του περιβάλλοντος εκφράζουν δυναµικά νέες απαιτήσεις. Τελικά, το σηµείο κλειδί είναι η ανταπόκριση των αγοραστών (χονδρεµπόριο και καταναλωτές). Κατά πόσο δηλαδή είναι διατεθειµένοι να πληρώσουν αυτή την ποιότητα. Αυτό που παρατηρούµε τα τελευταία χρόνια είναι ότι όλες οι ανταγωνίστριες χώρες καταβάλουν σηµαντικές οργανωµένες προσπάθειες και βελτιώνουν την ποιότητα των ελαιολάδων τους. Άρα το ελληνικό ελαιόλαδο, σιγά-σιγά, κινδυνεύει να χάσει και αυτό το συγκριτικό του πλεονέκτηµα. 2 (ακριβό για τον αγοραστή και φθηνό για τον Έλληνα παραγωγό/ πωλητή)