E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 1 20 Σεπτεμβρίου 2018 ΤΕΥΧΟΣ A.EI.Δ. Αρ. Φύλλου 1 TEYXOΣ ΤΟΥ AΝΩΤΑΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Κατ άρθρον 100 του Συντάγματος) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 1 Προσφυγή κατά της υπ αριθ. 5/2014 αποφάσεως του κατ άρθρο 100 Συντ. Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. 2 Άρση αποφατικής σύγκρουσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 4305/2014 και 163/2016 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, αντίστοιχα. 3 Άρση αμφισβήτησης ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, η οποία δημιουργήθηκε από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (η υπ αριθ. 1472/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας) και του Αρείου Πάγου (η υπ αριθ. 3/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου). 4 Άρση αποφατικής σύγκρουσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 208/2010 και 6054/2013 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμ. απόφ. 10/2017 (1) Προσφυγή κατά της υπ αριθ. 5/2014 αποφάσεως του κατ άρθρο 100 Συντ. Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, (κωλυομένων του Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Σωτηρίου Ρίζου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του αρχαιοτέρου αυτού Αντιπροέδρου), Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένων του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κουτρομάνου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένων του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Νικολάου Αγγελάρα και της αρχαιοτέρας αυτού Αντιπροέδρου), Χρήστο Ράμμο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Ευαγγελία Νίκα, Συμβούλους Επικρατείας, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Μπιτζιλέκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεύτερο αναπληρωματικό μέλος (κωλυομένων των τακτικών μελών, Νικολάου Νίκα, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Ιωάννη Δρόσου, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), Γεώργιο Αρχανιωτάκη - Εισηγητή, Καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μέλη και τη Γραμματέα Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 13 Μαΐου 2015 και ώρα 18:00 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: Αιτούντος: Χρήστου Ξενόπουλου - Ιξενόπουλου του Ιωάννη, κατοίκου Νέας Σμύρνης του Ν. Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη. Καθ ου η αίτηση: Ανδρέα Στελλάτου, κατοίκου Νέας Σμύρνης του Ν. Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη. Ο αιτών, με την από 17.11.2014 αίτησή του ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 13/24.11.2014, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, ο Εισηγητής, Γεώργιος Αρχανιωτάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέγνωσε την από 29.04.2015 έκθεσή του.
2 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Με την κρινόμενη αίτηση, η οποία επιγράφεται «προσφυγή», ο αιτών, στρεφόμενος κατά του Ανδρέα Στελλάτου, ως διαχειριστή πολυκατοικίας στη Νέα Σμύρνη (επί της οδού Αγίας Σοφίας αριθ. 50), ζητεί, κατ εκτίμηση του δικογράφου, την εξαφάνιση της 5/2014 απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής της εισφοράς υπέρ του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτηρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), αίτηση του αιτούντος, με την οποία είχε επιδιώξει: α) Την εξαφάνιση της υπ αριθ. 1203/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για την εξαφάνιση της υπ αριθ. 626/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου, και β) Την αναπομπή της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο προκειμένου να ακυρώσει και να κρίνει την υπόθεση κατ ουσίαν. 2. Επειδή η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, αφού έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις εμπρόθεσμες δημοσιεύσεις, επιδόσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 Κώδικα περί του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΦΕΚ Α 141), όπως προκύπτει από τις γενόμενες, μετά από έγγραφη παραγγελία του γραμματέα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, και ευρισκόμενες στο φάκελο της υποθέσεως έξι (6) εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού υπαλλήλου Δημητρίου Κουριδάκη (στον αιτούντα ατομικά, στον πληρεξούσιο αυτού δικηγόρο Γεώργιο Σκούτα, τον καθ ου η αίτηση, τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον Πρόεδρο του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου που εξέδωσε την υπ αριθ. 1203/2013 απόφαση). 3. Επειδή κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα «οι διάδικοι παρίστανται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δια δικηγόρου παρ Αρείω Πάγω», ενώ κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα «.. εφόσον εγένοντο αι κατά τον παρόντα νόμον κοινοποιήσεις, η συζήτησις της υποθέσεως και η έκδοσις της αποφάσεως χωρεί και απολιπομένων των διαδίκων». Επομένως, ενόψει και της διαπιστώσεως που διαλαμβάνεται στην προηγούμενη (υπό 2) σκέψη ως προς την νόμιμη τήρηση της προδικασίας, το δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στην έκδοση αποφάσεως επί της ένδικης αιτήσεως, παρά την ερημοδικία του αιτούντος. 4. Επειδή στο μεν άρθρο 100 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι οι αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου είναι αμετάκλητες, στο δε άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 345/1976 ορίζεται ότι: «αι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου είναι, κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος, αμετάκλητοι, αποκλειομένης της ασκήσεως τριτανακοπής, ισχύουν δε από της επ ακροατηρίου δημοσιεύσεώς των έναντι πάντων, πλην αν άλλως δι ειδικής διατάξεως ορίζεται». Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση - προσφυγή, στρεφόμενη κατά της υπ αριθ. 5/2014 απόφασης του Α.Ε.Δ., είναι δικονομικώς απαράδεκτη και για το λόγο αυτό απορριπτέα (βλ. και Α.Ε.Δ. 10/2012 καθώς και 7/2007, η οποία αφορά τον ίδιο τον αιτούντα), καθώς με την «προσφυγή» αυτή προσβάλλεται αμετάκλητη και απρόσβλητη δικαστική απόφαση. Επομένως, εξέταση λόγων απαραδέκτου, οι οποίοι ανάγονται σε τυπικές παραλείψεις του δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε παρέλκει. Για τους λόγους αυτούς: Απορρίπτει την από 17.11.2014 (αρ. κατ. 13/24.11.2014) ένδικη «Προσφυγή» κατά της υπ αριθ. 5/2014 αποφάσεως του κατ άρθρο 100 Συντ. Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2015. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΗ Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 27 Σεπτεμβρίου 2017. Ο Πρόεδρος ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Ι Αριθμ. απόφ.. 11/2017 (2) Άρση αποφατικής σύγκρουσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των υπ αριθ. 4305/2014 και 163/2016 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, αντίστοιχα. ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αναστάσιο Γκότση, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύοντα, (κωλυομένης της Πρόεδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου - Χριστοφίλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Νικολάου Σακελλαρίου και των αρχαιοτέρων αυτού Αντιπροέδρων), Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Πρόεδρου του Αρείου Πάγου και της αρχαιοτέρας αυτού Αντιπροέδρου), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου), Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου Εισηγήτρια, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Ευθυμίου Αντωνόπουλου), Συμβούλους Επικρατείας, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Αναστασάκο, Διονυσία Μπιτζούνη, Αβροκόμη Θούα, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους Παναγιώτη Κατσιρούμπα), Αρεοπαγίτες, Ιωάννη Σύμπλη, Σύμβουλο Επικρατείας, Αντώνιο Παντελή και Καλλιόπη Χριστακάκου Φωτιάδη, Καθηγητές της Νομικής Σχολής του
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 3 Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη και τη Γραμματέα Σουλτάνα Κουφιάδου, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Μέγαρο του Αρείου Πάγου, στις 10 Μαΐου 2017, και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: Αιτούσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία: «ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΚΑΦΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και διακριτικό τίτλο «BOAT & YATCHT MANAGEMENT SERVICES L.T.D.», που εδρεύει στο Aμαρούσιο Ν. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Μαρίνο Πολλάτο του Δημητρίου - Ίωνος, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Καθ ων η αίτηση: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς α) Οικονομικών και β) Περιβάλλοντος και Ενέργειας (πρώην ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε), το οποίο εκπροσώπησε ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, Δημήτριος Μακαρονίδης του Ιωάννη, 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Αρχαίας Επιδαύρου», που εδρεύει στην Παλαιά Επίδαυρο του Ν. Αργολίδας, νομίμως εκπροσωπουμένου, 3) Νικολάου Γεώργα του Βασιλείου, κατοίκου Παλαιάς Επιδαύρου του Ν. Αργολίδας, 4) Αθανασίου Κωσταλάμπρου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Δημοτικής Κοινότητας Ναυπλίου του Ν. Αργολίδας, 5) Αντωνίου Ρόδη του Δημητρίου, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Νέας Επιδαύρου του Ν. Αργολίδας, 6) Μαρίας Ρώτα Παπαγιαννάκη του Νικολάου, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Νέας Επιδαύρου του Ν. Αργολίδας και 7) Αναστασίου Οικονόμου του Γεωργίου, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Δήμαινας του Ν. Αργολίδας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Η αιτούσα με την από 3-6-2016 αίτησή της ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό πράξης κατάθεσης 3/6-6-2016, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Ακολούθως, η Εισηγήτρια Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέγνωσε την από 4-5-2017 έκθεσή της. Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση για την άσκηση, της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου (βλ. Α.Ε.Δ. 1, 2/2016, 1/2015 κ.ά.), η αιτούσα εταιρία ζητεί την άρση της αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέκυψε από τις αποφάσεις 4305/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 163/2016 του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως. 2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο της 10.5.2017 κατόπιν της 1/8.2.2017 απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κηρύχθηκε απαράδεκτη η αρχική συζήτηση της αίτησης της προαναφερόμενης εταιρίας για την άρση της αποφατικής σύγκρουσης που ανέκυψε από τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις, ορίστηκε νέα δικάσιμος της υπόθεσης η 10.5.2017 και διατάχθηκε η διενέργεια των νόμιμων κοινοποιήσεων. Ήδη, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης που βρίσκονται στο φάκελο, έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που επιβάλλονται από τα άρθρα 10 παρ. 2, 45, 46 παρ. 2 και 47 παρ. 2 του Κώδικα «περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α 141). 3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περίπτ. δ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται «Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976), εφόσον τα κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα δικαστήρια, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αφενός και τα αστικά δικαστήρια αφετέρου, έκριναν τελεσιδίκως ότι στερούνται δικαιοδοσίας για την ίδια υπόθεση, η σύγκρουση αίρεται με την επιμέλεια κάθε διαδίκου δια καταθέσεως σχετικής αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας απόφασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα διάδικοι ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου είναι, πλην των αιτούντων, και οι διάδικοι των δικών οι οποίες προκαλούν τη σύγκρουση, και, τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου του Κώδικα αυτού η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται στη λύση του αμφισβητούμενου ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την απόφαση που εσφαλμένως αποφάνθηκε για το ζήτημα αυτό και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνεται ότι έχει δικαιοδοσία, η δε απόφασή του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του και για τους διαδίκους. 4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 46 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ο όρος της τελεσιδικίας, που τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της υποβολής της αίτησης προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, συντρέχει όχι μόνο όταν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που δημιούργησαν την αποφατική σύγκρουση δεν υπέκειντο, από την έκδοσή τους, σε έφεση διότι εκδόθηκαν από δευτεροβάθμια δικαστήρια ή πρωτοβάθμια μεν δικαστήρια, ανεκκλήτως όμως κατά νόμον, αλλά και όταν υπέκειντο μεν κατά το χρόνο της έκδοσής τους σε έφεση, ακολούθως όμως κατέστησαν τελεσίδικες με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και ειδικότερα με την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης κατ αυτών ή με την αποδοχή τους εκ μέρους εκείνου που είχε δικαίωμα έφεσης. Στην τελευταία περίπτωση η προθεσμία των ενενήντα ημερών αρχίζει από την τελεσι-
4 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 δικία της απόφασης που κατέστη τελεσίδικη τελευταία (βλ. Α.Ε.Δ. 1/2015, 21/2012, 28/2011, 18/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως η παρ. 2 του άρθρου αυτού ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (Α 87, έναρξη ισχύος από 1.1.2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015), «1. Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες, και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει την δίκη. 2. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την δίκη». 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα εταιρία με την από 8.9.2008 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του Ελληνικού Δημοσίου, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Αρχαίας Επιδαύρου» και των Νικολάου Γεώργα, Αθανασίου Κωσταλάμπρου, Αντωνίου Ρόδη, Μαρίας Ρώτα - Παπαγιαννάκη και Αναστασίου Οικονόμου, προσωπικώς και με την ιδιότητα τους ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του πιο πάνω Ταμείου, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, τα εξής ποσά συνολικού ύψους 284.053,73 ευρώ: α) ποσό 184.053,73 ευρώ λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της, απέρρεαν από σύμβαση που η ίδια είχε συνάψει με το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Επιδαύρου, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και β) ποσό 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4305/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η ένδικη διαφορά αναφύεται από διοικητική σύμβαση που υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, με την 163/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως απορρίφθηκε για έλλειψη δικαιοδοσίας η από 22.1.2010 αγωγή που είχε ασκήσει η αιτούσα κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Αρχαίας Επιδαύρου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτημα την καταβολή των ίδιων ως άνω ποσών και με την ίδια πραγματική και νομική βάση (κύρια και επικουρική). Οι αποφάσεις αυτές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως είναι τελεσίδικες. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις 933-γ, 934-γ, 935-γ, 936-γ, 937-γ, 938-γ/25.4.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου Κωνσταντίνου Σπυρόπουλου και την 10.005/26.4.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Θεώνης Λιακοπούλου, τις οποίες έχει προσκομίσει η αιτούσα, η 4305/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε από την αιτούσα εταιρία στους αντιδίκους της στις 25 και 26.4.2016, σύμφωνα δε με την 7787/4.10.2016 βεβαίωση της γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών (με αριθ. πρωτ. Α.Ε.Δ.: 133/4.10.2016), κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο (τακτικό ή έκτακτο). Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στην παρ. 1 του άρθρου 518 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τριακονθήμερης προθεσμίας από την ως άνω επίδοση, τόσο ως προς τους αντιδίκους της αιτούσας, όσο και ως προς την ίδια, η οποία αν και έλαβε αντίγραφο της δικαστικής απόφασης και την κοινοποίησε, κατά τα προεκτεθέντα, στους αντιδίκους της, δεν άσκησε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία (βλ. Α.Ε.Δ. 1/2015). Εξάλλου, η 163/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως είναι τελεσίδικη από την έκδοσή της. Συνεπώς, υφίσταται πράγματι αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο ως άνω δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, η δε αιτούσα νομιμοποιείται να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση, εφόσον υπήρξε διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων που εξέδωσαν τις προαναφερόμενες αποφάσεις από τις οποίες δημιουργήθηκε η αποφατική σύγκρουση. Περαιτέρω, εμπροθέσμως κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του Κώδικα (ν. 345/1976) η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Α.Ε.Δ. στις 6.6.2016, δηλαδή την ενενηκοστή πρώτη (91η) ημέρα από τη δημοσίευση της 163/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως (στις 8.3.2016), αφού η ενενηκοστή (90ή) ημέρα ήταν κατά νόμον εξαιρετέα (Κυριακή). 6. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές αναθεωρήθηκαν με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 (Α 182), που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση και επέβαλλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπόμενων στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων έχουν περιληφθεί και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικη-
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 5 τική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση είτε βάσει ρητρών οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 1, 2/2016, 11/2013, 3/2012, 28/2011, 18, 21/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, 10/1992). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίες είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου που συνδέει το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, σχέση από την οποία ή με αφορμή της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 1, 2/2016, 11/2013, 3/2012, 28/2011, 18/2009, 2/1993, 42/1990). 7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των αγωγών της αιτούσας εταιρίας και τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί των αγωγών αυτών, η εταιρία αυτή είχε συνάψει με το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Επιδαύρου την από 14.6.2007 έγγραφη σύμβαση εντολής για την ανάθεση του έργου «Προμήθεια και Εγκατάσταση Μηχανολογικού Εξοπλισμού Λιμένα Παλαιάς Επιδαύρου», προϋπολογισμού 155.652 ευρώ με Φ.Π.Α. Στη σύμβαση αυτή επισυνάπτεται η από 14.5.2007 μελέτη που υπέβαλε στο Δήμο Επιδαύρου ο νόμιμος εκπρόσωπος της αιτούσας εταιρίας. Στη μελέτη περιγράφονται οι απαιτούμενες εργασίες για το μηχανολογικό εξοπλισμό του λιμένα Παλαιάς Επιδαύρου με υπολογισμό και του συνολικού κόστους για την προμήθεια του εξοπλισμού και την εκτέλεση εργασιών υποδομής, αποκατάστασης και εγκατάστασης του εξοπλισμού. Επίσης, στη σύμβαση επισυνάπτεται και η 7/2007 απόφαση (πρακτικό 4/30.5.2007, θέμα 2ο ) του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, με την οποία εγκρίθηκε «το θέμα που αφορά την κατασκευή - μηχανολογικό εξοπλισμό στο Λιμένα Αρχαίας Επιδαύρου». Εξάλλου, όπως αναφέρεται στα δικόγραφα των αγωγών της αιτούσας, κατά την εκτέλεση του επίμαχου έργου, ύστερα από προφορικό αίτημα του Προέδρου του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, συμφωνήθηκε η ανάληψη πρόσθετων εργασιών. Προσκομίστηκαν δε από την αιτούσα ενώπιον των δικαστηρίων τα από 20.6.2007 και 22.6.2007 έγγραφα υπογραφόμενα από τον Πρόεδρο του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου και το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας για την εγκατάσταση πρόσθετης αντλιακής μονάδας πυρόσβεσης και την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών για το έργο Μηχανολογικός Εξοπλισμός Λιμένα Παλαιάς Επιδαύρου. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτούσας, η αξία του πρόσθετου αυτού εξοπλισμού και η αμοιβή για την εκτέλεση των ως άνω προσθέτων εργασιών συμφωνήθηκε στο ποσό των 28.401,73 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Κατόπιν αυτών, η συνολική αξία του έργου ανήλθε, κατά την αιτούσα, στο ποσό των 184.054 ευρώ. Με το από 7.7.2007 έγγραφό της η αιτούσα κάλεσε το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Επιδαύρου να προβεί στη φυσική παραλαβή του εγκατεστημένου εξοπλισμού του επίμαχου έργου. Σχετικώς συντάχθηκε το από 9.7.2007 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής υπογραφόμενο, για λογαριασμό του Λιμενικού Ταμείου, από τον Πρόεδρό του. Με το από 24.9.2007 έγγραφό της η αιτούσα κάλεσε το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο να καθορίσει την τιμή μονάδα χρέωσης ανά λίτρο νερού, καθώς και την τιμή μονάδας χρέωσης ανά KWH ρεύματος, προκειμένου να ρυθμιστεί το πρόγραμμα μετρητών νερού και ρεύματος, ώστε να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανολογικός εξοπλισμός που είχε εγκατασταθεί. Επειδή όμως τα όργανα του Ταμείου δεν προέβησαν στις σχετικές ενέργειες, η αιτούσα εταιρία με την από 9.10.2007 εξώδικη δήλωση κάλεσε το Ταμείο να της γνωστοποιήσει τις εν λόγω τιμές μονάδας χρέωσης και να προσέλθει στην παραλαβή του έργου, καθώς και να της καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό της αμοιβής της. Τελικώς, οι ζητηθείσες τιμές μονάδας καθορίστηκαν με το 135/22.10.2007 έγγραφο του Προέδρου του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, χωρίς, όμως, να καταβληθεί στην αιτούσα το συμφωνηθέν ποσό. Επακολούθησαν τα από 30.10.2007 και από 20.12.2007 πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής του πυροσβεστικού συστήματος του επίμαχου έργου και του ολοκληρωμένου έργου «Προμήθεια και Εγκατάσταση Μηχανολογικού Εξοπλισμού Λιμένα Παλαιάς Επιδαύρου» που υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου για λογαριασμό του Ταμείου αυτού. Δεδομένου όμως ότι το Ταμείο δεν κατέβαλε στην αιτούσα εταιρία το ποσό των 184.053,73 ευρώ παρά τη νεότερη από 17.4.2008 εξώδικη δήλωσή της, η αιτούσα κατέθεσε στις 10.9.2008 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή ζητώντας να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν νομιμοτόκως, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ποσό 184.053,73 ευρώ προς εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσής τους για την εξόφληση των εκδοθέντων από αυτήν με αριθμ. 1 και 4/20.12.2007 τιμολογίων, άλλως να της καταβάλουν το πιο πάνω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. Α.Κ. σε συνδυασμό και με τα άρθρα 197 και 198 Α.Κ.), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρ-
6 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 θρα 904 επ. Α.Κ.). Επιπλέον με την αγωγή της η αιτούσα ζήτησε να της καταβληθεί και ποσό 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 4305/2014 απόφασή του έκρινε ότι, με το παραπάνω περιεχόμενο, η αγωγή απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, καθόσον η αγωγή αφορά διαφορά αναφυόμενη από διοικητική σύμβαση που υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι στην επίδικη σύμβαση ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη και εν προκειμένω το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Επιδαύρου είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ότι με τη σύναψή της επιδιώκεται εκ μέρους του τελευταίου η ικανοποίηση δημόσιου σκοπού, δηλαδή η εξυπηρέτηση των αναγκών των δημοτών της Αρχαίας Επιδαύρου. Επιπροσθέτως, δέχθηκε το δικαστήριο ότι η εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, που αφορά ευθύνη του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, υπάγεται, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Με τις σκέψεις αυτές το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Εξάλλου, στις 4.2.2010 η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ναυπλίου ομοίου περιεχομένου αγωγή κατά του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου και του Ελληνικού Δημοσίου με βάση τα άρθρα 2 παρ. 1 του ν. 1406/1983 και 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και το δικαστήριο αυτό με την 5/2012 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Τριπόλεως λόγω αρμοδιότητας. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο με την 163/2016 απόφασή του δέχθηκε ότι στο περιεχόμενο της από 14.6.2007 σύμβασης, αλλά και στο περιεχόμενο της 7/2007 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, καθώς επίσης και «σε αυτά που, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, αποτελούν συμπληρωματικές συμβάσεις» δεν διαλαμβάνεται το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση ούτε περιλαμβάνονται ρήτρες που να αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ώστε το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείου Επιδαύρου να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι της ενάγουσας. Ενόψει αυτού, έκρινε το διοικητικό δικαστήριο ότι, ανεξαρτήτως του ότι το λιμενικό ταμείο που είχε συμβληθεί είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και εάν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος με την εν λόγω σύμβαση σκοπός, δηλαδή η εξυπηρέτηση των σκαφών, είναι πράγματι δημόσιος, η σύμβαση αυτή δεν είναι διοικητική, διότι διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Με τις σκέψεις αυτές το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, όπως συμπληρώθηκε με το από 23.4.2015 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ως απαράδεκτη. 8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, οι αξιώσεις της αιτούσας εταιρίας ενώπιον των πιο πάνω δικαστηρίων είχαν ως αιτία τη σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που λειτουργεί κατά τις διατάξεις περί δημοτικών νομικών προσώπων του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα περί Δήμων και Κοινοτήτων (βλ. άρθρο μόνο του π.δ. 172/2001, Α 149). Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης, η οποία δεν μνημονεύει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει ούτε παραπέμπει σε διατάξεις που εξασφαλίζουν εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Επιδαύρου, δεν προκύπτει ότι υπάρχουν ρήτρες, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η ανωτέρω σύμβαση δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης. Επομένως, η εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται από την πιο πάνω σύμβαση δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά στην κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων επί των ιδιωτικών διαφορών. Ενόψει των ανωτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 4305/2014 απόφασή του εσφαλμένως έκρινε ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής της αιτούσας και, για το λόγο αυτόν, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 4 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976), να εξαφανιστεί η απόφαση αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο. 9. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να απαλλάξει τους διαδίκους από το σύνολο της δικαστικής δαπάνης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976). Για τους λόγους αυτούς: Αίρει την αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ πολιτικού και διοικητικού δικαστηρίου, κατά το σκεπτικό. Εξαφανίζει την 4305/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση. Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017. O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΟΥΦΙΑΔΟΥ Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 27 Σεπτεμβρίου 2017. Ο Πρόεδρος ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 7 Αριθμ. απόφ.. 16/2017 (3) Άρση αμφισβήτησης ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, η οποία δημιουργήθηκε από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (η υπ αριθ. 1472/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας) και του Αρείου Πάγου (η υπ αριθ. 3/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου). ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, (κωλυομένης της Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου - Χριστοφίλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου), Γεώργιο Ποταμιά, Ευθύμιο Αντωνόπουλο - Εισηγητή, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους, Συμβούλου Επικρατείας Ιωάννη Σύμπλη), Συμβούλους Επικρατείας, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Γεώργιο Αναστασάκο, Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες, Αντώνιο Παντελή και Καλλιόπη Χριστακάκου - Φωτιάδη, Καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη και τη Γραμματέα Σουλτάνα Κουφιάδου, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Μέγαρο του Αρείου Πάγου, στις 7 Δεκεμβρίου 2016 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: Αιτούντων - υπερ ων η παρέμβαση: 1. Ελισάβετ Παπαδοπούλου του Χριστοφόρου, 2. Δέσποινας Τσιολερίδου του Έλληνα, 3. Θεώνης - Μαρίας Πιταράκη το γένος Φωκίωνα Μπίτσιου, κατοίκων Δράμας, τις οποίες εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους: α) Γρηγόριος Κοσσυβάκης του Νικηφόρου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:7482), β) Λάμπρος Γεωργακόπουλος του Χρήστου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:25632) και γ) Θεόδωρος Μαντάς του Παναγιώτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:12325), 4. Σταύρου Μπαρούτη του Δημητρίου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, 5. Δημοσθένη Ανδριόπουλο του Πάνου, κατοίκου Δράμας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6. Στυλιανού Μυλωνά του Ηλία, κατοίκου Χωριστής του Ν. Δράμας, 7. Σοφίας Πιστοφίδου του Ιωάννη, 8. Ευαγγελίας Κωνσταντινίδου του Αχιλλέα, κατοίκων Δράμας, 9. Ευαγγέλου Σιόλιου του Ιωάννη, κατοίκου Καβάλας, 10. Μαρίας Ταμπούρη του Ναπολέοντα, κατοίκου Δράμας και 11. Γρηγορίου Ευσταθιάδη του Νεοκλή, κατοίκου Αργυρούπολης του Ν. Δράμας, τους οποίους εκπροσώπησαν οι προαναφερόμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι. Καθ ου η αίτηση Καθ ου η παρέμβαση: Γενικού Νοσοκομείου Δράμας, που εδρεύει στην Δράμα, και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Σπυρίδων Μουκανάκης του Γεωργίου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:10788). Παρεμβαινουσών: 1) Βασιλικής Παπαδοπούλου του Παναγιώτη, κατοίκου Πετρούπολης του Ν. Αττικής, 2) Γεωργίας Βαρδάκη του Εμμανουήλ, κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας του Ν. Αττικής, 3) Χαμαϊδής Κοντογιάννη του Τρύφωνα και 4) Ειρήνης Μαργαρίτας Τουμπέκη του Αθανασίου, κατοίκων Αθηνών, τις οποίες εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Λουκάς Αποστολίδης του Θωμά (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:15643). Η παραπάνω αίτηση (αριθμός πράξης κατάθεσης 10/18.08.2016) φέρεται προς συζήτηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μετά την έκδοση της υπ αριθ. 1472/2016 παραπεμπτικής απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθως, ο Εισηγητής Ευθύμιος Αντωνόπουλος, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέγνωσε την από 30.11.2016 έκθεσή του. Το Δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους. Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο 1. Επειδή, με την υπ αριθμ. 1472/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς επίλυση αμφισβήτηση ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, σχετικά με την κατάργηση ή μη της προβλεπόμενης από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 πρόσθετης παροχής του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, δεδομένου ότι επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε σε κρίση αντίθετη προς εκείνη, στην οποία είχε καταλήξει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ αριθμ. 3/2015 απόφασή της. 2. Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία και, ειδικότερα, έχουν διενεργηθεί, νομίμως και εμπροθέσμως, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιήσεις προς τους Γρηγόριο Κοσσυβάκη και Λάμπρο Γεωργακόπουλο, πληρεξούσιους δικηγόρους και αντικλήτους των Ελισάβετ Παπαδοπούλου κ.λ.π. (συν. 11), τον Σπυρίδωνα Μουκανάκη, πληρεξούσιο του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας και τον Λουκά Αποστολίδη, πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των Βασιλικής Παπαδοπούλου, Γεωργίας Βαρδάκη, Χαμαϊδής Κοντογιάννη και Ειρήνης Μαργαρίτας Τουμπέκη, διαδίκους στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, καθώς και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Γενικό Επίτροπο επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως, επίσης, και οι κατά το άρθρο 50 παρ. 1
8 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 του ως άνω Κώδικα δημοσιεύσεις της πράξεως ορισμού δικασίμου μετά μνείας σε περίληψη του αντικειμένου της αμφισβητήσεως. 3. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος και το άρθρο 6 περ. ε του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) στην δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι περιπτώσεις άρσεως της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν έχουν εκδοθεί γι αυτές αντίθετες αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σχετικά με την έννοια τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, β) όταν το νομικό ζήτημα, που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο, για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα, που είχε αχθεί ενώπιόν του και γ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (ΑΕΔ 39/2011, 3/2006 κ.α.). 4. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 201/1975 (Α 228), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η συνολική ρύθμιση υπηρεσιακών και μισθολογικών ζητημάτων του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ορίζονται τα εξής: «1. Εις άπαν το προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του ν.δ. 2592/1953 χορηγείται από 1.9.1975 διά του παρόντος ειδικόν νοσοκομειακόν επίδομα εξ είκοσι τοις εκατόν (20%) επί του βασικού μισθού... 2. Εις το προσωπικόν, το επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου... καταβάλλεται, δια παρεχομένην νυκτερινήν εργασίαν ή εργασίαν, κατά τας Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας, αποζημίωσις υπολογιζομένη κατά τας ισχυούσας επί τούτου διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας. Η αποζημίωσις αύτη καταβάλλεται και εις το μόνιμον τακτικόν προσωπικόν των ιδίων ως άνω ιδρυμάτων καθοριζομένη δι αποφάσεως του επί των Κοινωνικών Υπηρεσιών Υπουργού, τη ητιολογημένη προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Ιδρύματος. 3. Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το αποασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων ν.δ. 2592/53 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή δια μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τας διατάξεις του εδαφίου (γ) της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.δ. 4548/1966 και από 1.1.1977 αμοιβή δια δύο ώρας ημερησίως». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η ιδιαίτερη μέριμνα του νομοθέτη για το προσωπικό των δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σκοπείται «η καθιέρωσις επ αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως εις το απασχολούμενον επί οκτάωρον ημερησίως», πρόσθετης, δηλαδή, μισθολογικής παροχής, η χορήγηση της οποίας ήταν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, «λίαν επιβεβλημένη, λόγω των σοβαρών ελλείψεων εις το προσωπικόν και ιδία εις νοσηλευτικόν τοιούτον, συνεπεία του πενιχρού των χορηγουμένων αποδοχών, της μεταξύ αυτού σημειουμένης προσφάτως αναταραχής και ακόμη της όλως επιπόνου εργασίας του προσωπικού τούτου». Ακολούθησε ο ν. 1505/1984 (Α 194), βασική καινοτομία του οποίου υπήρξε η πλήρης αποσύνδεση του βασικού μισθού του υπαλλήλου από τη βαθμολογική του εξέλιξη, επιτρεπομένης, κατ αυτόν τον τρόπο, της μισθολογικής εξελίξεως του υπαλλήλου αποκλειστικώς και μόνον βάσει του συμπληρωθέντος χρόνου υπηρεσίας και της κατηγορίας που αυτός ανήκε και την πλήρη απεξάρτησή της από τη διένεργεια οιασδήποτε κρίσεως περί της αποδόσεως του μισθολογικώς προαχθέντος υπαλλήλου (βλ. εισηγητική έκθεση). Με τον ίδιο νόμο επιχειρήθηκε ο εξ αρχής καθορισμός των επιδομάτων που χορηγούνταν στο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης (άρθρα 7-14). Μεταξύ αυτών περιελήφθη το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του αντίστοιχου μισθολογικού κλιμακίου, τα επιδόματα εορτών και αδείας, το επίδομα εξομάλυνσης διαφορών μισθολογίου, το επίδομα οικογενειακών βαρών, το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, καθώς και τα επιδόματα ανθυγιεινής ή επικίνδυνης εργασίας, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, εξακολούθησαν και υπό την ισχύ του νόμου αυτού να καταβάλλονται σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων υπό τις προϋποθέσεις και στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο δημοσιεύσεώς του. Εντός του πλαισίου αυτού, με το άρθρο 19 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν τα ρητώς μνημονευόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975. Με τις ίδιες διατάξεις καταργήθηκαν και όλα τα «λοιπά γενικά ή ειδικά επιδόματα, ανεξάρτητα από την ονομασία τους και τον τρόπο που καταβάλλοντα[ν], εφόσον δεν διατηρούντα[ν] με ρητή διάταξη του νόμου αυτού» (ΣτΕ 3962-3/2000, 5176-7/1997, 2876/1996 κ.ά.). Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη περί καταργήσεως του συνόλου των επιδομάτων που χορηγούνταν κατά το παρελθόν επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 1505/1984, με την οποία επαναλαμβάνεται ότι με τις εισαχθείσες διατάξεις καταργούνται τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις (σπουδών, διορθωτικό ποσό, ειδικό επίδομα εξωδιδακτικής εργασίας εκπαιδευτικών, θέσης κ.ά.), καθώς και «όλα τα άλλα γενικά ή ειδικά επιδόματα, εκτός μόνο από τα έξοδα παραστάσεως». Με την υπ αριθμ. 3456/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικα-
Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 9 στήριο προς άρση το ζήτημα που είχε ανακύψει, λόγω της εκδόσεως αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975. Επιληφθέν της υποθέσεως, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε την 10/2005 απόφασή του, με την οποία η ανακύψασα διαφωνία ήρθη υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις πρόσθετη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλκυση εργαζομένων στα δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικά ιδρύματα, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών που λαμβάνουν (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 201/1975), δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού που απασχολείται κατά πλήρες ωράριο στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και το οποίο, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975, είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Με την ίδια απόφαση έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί επίδομα, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών των προαναφερόμενων κατηγοριών εργαζομένων και ότι, ως εκ τούτου, δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1505/1984, που αφορούν τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μεν το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, όχι, όμως, και η παροχή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε σε χρονικό διάστημα από 1.4.1990 έως 30.4.1992 (βλ. Σ.τ.Ε. 3456/2004 Ολομ.), είχε δημοσιευθεί ο ν. 2470/ 1997 (Α 40), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, με την εκλογίκευση του μισθολογικού καθεστώτος και την εξομάλυνση των αδικαιολόγητων μισθολογικών διαφορών. Παραλλήλως, επιδιώχθηκε η άρση της εν τοις πράγμασι μισθολογικής ισοπεδώσεως των υπαλλήλων που ανήκαν στα εισαγωγικά και καταληκτικά κλιμάκια, αποτέλεσμα στο οποίο είχε οδηγήσει η, κατά το παρελθόν και επί σειρά ετών, ασκηθείσα εισοδηματική πολιτική, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η χωρίς σύστημα παροχή μεγάλου αριθμού επιδομάτων σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων. Με τις διατάξεις του νεότερου νόμου αυξήθηκαν οι βασικοί μισθοί κάθε μισθολογικού κλιμακίου, με την ενσωμάτωση τμήματος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και διαφόρων επιδομάτων, ενώ, κατά τα λοιπά, επαναλήφθηκαν οι προγενέστερες ρυθμίσεις του ν. 1505/1984 για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις μισθολογικής εξελίξεως (βλ. άρθρα 5 επ.), καθώς και για τα επιμέρους κονδύλια (βασικός μισθός και επιδόματα) που συνέθεταν τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 7 επ.). Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκαν τα «πριμ παραγωγικότητας» που είχαν διαδοχικώς χορηγηθεί σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων και η αντικατάστασή τους με ένα ενιαίο κίνητρο αποδόσεως, η χορήγηση του οποίου «σκοπούσε στην αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων και στην πρόσθετη αυτών εργασία προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών» (άρθρο 13). Παραλλήλως, προβλέφθηκαν νέα γενικού χαρακτήρα επιδόματα (πληροφορικής, προβληματικών και παραμεθόριων περιοχών, εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης κ.α.), καθώς και επιδόματα για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών εργασίας των υπαλλήλων διαφόρων υπηρεσιών. Στην τελευταία αυτή κατηγορία επιδομάτων κατατάσσεται και το νοσοκομειακό επίδομα (άρθρο 8 παρ. 7), το ύψος του οποίου διαφοροποιείται αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εντάσσεται το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων (νοσηλευτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό), και το οποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984. Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, το νοσοκομειακό επίδομα χορηγείται «σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων που έπαιρνε το προσωπικό αυτό, λόγω συνθηκών εργασίας (ανθυγιεινό, προσέλκυσης και παραμονής κ.λπ.), ρυθμίζοντας έτσι τα επιδόματα αυτά σε ένα ενιαίο επίδομα». Επαναλήφθηκαν, επίσης, οι περί επιδομάτων εορτών και αδείας ρυθμίσεις του προγενέστερου μισθολογίου (άρθρο 9). Με το άρθρο 10 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι «διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος», του νόμου, πέραν των επιδομάτων και των παροχών που διατηρήθηκαν δυνάμει ειδικής προβλέψεως του ίδιου νόμου, τα ρητώς μνημονευόμενα στις ίδιες διατάξεις επιδόματα και παροχές, μεταξύ των οποίων τα επιδόματα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών εργασίας και το επίδομα τροφής του προσωπικού του νοσοκομείων. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε, συναφώς, ότι «όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 2470/1997, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις προβλέπεται η διατήρηση των επιδομάτων που έχουν σχέση με τις ειδικές συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινής, επικίνδυνης, ειδικών συνθηκών κ.α.), τυχόν κατάργηση των οποίων «θα απέληγε σε αρρυθμία των [αντίστοιχων] υπηρεσιών». Κατ εξαίρεση, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών που είχαν χορηγηθεί στο προσωπικό των νοσοκομείων καταργήθηκαν και «ενοποιήθηκαν» στο κατ άρθρο 8 παρ. 7 νοσοκομειακό επίδομα. Στην εισηγητική έκθεση, αναφέρεται, περαιτέρω, ότι «λοιπά επιδόματα που καταβάλλονται σε υπαλλήλους, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων που έχουν χορηγηθεί με μορφή πριμ παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας ή αυξημένης ευθύνης, παύουν να καταβάλλονται, εφόσον δεν αναφέρονται ρητά ως διατηρούμενα». Τέλος, στο άρθρο 31
10 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος ΑΕΙΔ 1/20.09.2018 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι από της ενάρξεως ισχύος του νέου νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, «κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν». Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε εισήχθησαν και πάλι πολυάριθμες αποσπασματικού χαρακτήρα μισθολογικές ρυθμίσεις, οι οποίες οδήγησαν σε κατ ουσίαν ανατροπή της λογικής του ενιαίου μισθολογίου. Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που είχαν ανακύψει σχετικώς, εκδόθηκε ο ν. 3205/2003 (Α 297), με τον οποίο επιχειρήθηκε εκ νέου ο εξορθολογισμός του συστήματος αμοιβών, η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του προσωπικού της δημόσιας διοικήσεως και η κωδικοποίηση των διατάξεων των ειδικών μισθολογίων, των μισθολογίων, δηλαδή, ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου. Και υπό καθεστώς του νόμου αυτού, με τον οποίο προβλέπονται διάφορα επιδόματα που χορηγούνται στο προσωπικό της δημόσιας διοικήσεως (βλ. άρθρα 9, 11 και 12 σχετ. με τα επιδόματα εορτών και αδείας, οικογενειακή παροχή, κίνητρο απόδοσης κ.α.), χορηγείται στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφής (άρθρο 8 παρ. 5). Με το άρθρο 28 παρ. 1 του ίδιου νόμου καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, το σύνολο των διατάξεων του ν. 2470/1997, περιλαμβανομένου και του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Στο πλαίσιο, εξ άλλου, της ασκήσεως της μισθολογικής πολιτικής εντάσσεται και ο μεταγενέστερος ν. 3679/2008, με τον οποίο εισήχθησαν συνταξιοδοτικού και μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις του άρθρου 9 του νόμου αυτού περί αναπροσαρμογής του ύψους των επιδομάτων του προσωπικού της δημοσίας διοικήσεως. Με την παράγραφο 6 του τελευταίου αυτού άρθρου καταργήθηκε και ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, με την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είχε προβλεφθεί η χορήγηση της επίμαχης αμοιβής. 5. Επειδή, καλούμενο να ερμηνεύσει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 1 και 4 και 31 του ν. 2470/1997, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πλείονες αποφάσεις του (ΣτΕ 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3424/2013, 2866/2013, 901/2013, 3870/2012, 3370/2012, 2236/2012, 2152/2012, 1089/2012, 655/2012, 152/2009, 3151/2008 επταμ. κ.α.) έκρινε ότι η πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της. Κρίθηκε, επίσης, ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α 117), καταργήθηκε εκ των υστέρων ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν καταργήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), καθόσον τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 (Α 297), με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997. Έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η κατάργηση της πρόσθετης αυτής παροχής δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος, δεδομένου ότι με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 καταργήθηκαν όλες οι αμοιβές των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, οι οποίες, όπως η ένδικη αμοιβή, είχαν θεσπιστεί ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής και ότι, εξ αυτού του λόγου, δεν εισήχθη δυσμενής διάκριση σε βάρος του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έναντι των λοιπών υπαγομένων στον ως άνω νόμο υπαλλήλων. Κρίθηκε, συναφώς, ότι η κατάργηση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΣτΕ 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3151/2008), καθώς και ότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στις υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 περ. β και 7 της 149/1977 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας (Δ.Σ.Ε.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1672/1986 (Α 203, βλ. ΣτΕ 65, 2509/2014, 3151/2008). Εξ άλλου, με την υπ αριθμ. 3473/2011 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδοθείσα ύστερα από σχετική παραπομπή της υποθέσεως με την υπ αριθμ. 2327/2010 απόφαση του ΣΤ Τμήματος κρίθηκε ότι ήταν απαράδεκτη η ασκηθείσα ενώπιον του παραπέμψαντος Τμήματος αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, με την οποία επεδιώκετο κατ άρθρο 51 του ν. 345/1976 (Α 141) η εξαφάνιση της υπ αριθμ. 3151/2008 αποφάσεως του Τμήματος αυτού (με την οποία το πρώτον εκρίθη ότι η επίδικη παροχή είχε καταργηθεί υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997) ως αντίθετη προς τα κριθέντα με τη υπ αριθμ. 10/2005 απόφαση του Α.Ε.Δ. με τη σκέψη ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. ελήφθη υπ όψιν από την απόφαση του ΣΤ Τμήματος, τα δε υπ αυτής κριθέντα σε σχέση με την φύση της επίμαχης παροχής απετέλεσαν το έρεισμα για την επίλυση του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ζητήματος, αν δηλαδή η παροχή αυτή καταργήθηκε ή όχι με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997. 6. Επειδή, η παγιωθείσα επί του κρισίμου ζητήματος της καταργήσεως της επίδικης παροχής με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997 νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε, αρχικώς, υιοθετηθεί και από τον Άρειο Πάγο (υπ αριθμ. 1603/2011, 808/2011, 798/2011, 1371/2010 και 925/2010 αποφάσεις). Με πλέον πρόσφατες, εντούτοις, αποφάσεις του, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου διαφοροποιήθηκε από την αρχική του νομολογία, υιοθετώντας την άποψη περί μη καταργήσεως της παροχής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (υπ αριθμ. 604/2014 και 1228/2012 αποφάσεις). Προς άρση της αντιθέσεως που ανέκυψε μεταξύ της αρχικής και της μεταγενέστερης νομολογίας του, το Β Τμήμα του