ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων Ο Πρόεδρος 29.11.2012 Κύριο Michael Theurer Πρόεδρο Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ Θέμα: Γνωμοδότηση σχετικά με τη νομική βάση για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363 C7 0192/2012 2012/0193(COD)) Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, Κατά τη συνεδρίασή της στις 27 Νοεμβρίου, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3 του Κανονισμού, να εξετάσει με δική της πρωτοβουλία το ζήτημα κατά πόσο ενδείκνυται η αλλαγή της νομικής βάσης της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363), και η αντικατάσταση της παραγράφου 4 του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, την οποία η Επιτροπή έχει προτείνει ως νομική βάση, με την παράγραφο 2 του άρθρου 83 ΣΛΕΕ. Ιστορικό 1. Η πρόταση Η πρόταση οδηγίας θεσπίζει εναρμονισμένες διατάξεις ποινικού δικαίου, όπως ορισμούς των αδικημάτων και ελάχιστες καθώς και ανώτατες κυρώσεις στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και λοιπής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. AL\922348.doc PE500.747v02-00
Ειδικότερα, η πρόταση καθορίζει τη συμπεριφορά που υπόκειται σε τιμωρία ως απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (άρθρο 3) καθώς και τα συναφή με την απάτη ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (άρθρο 4) όπως η παρακώλυση των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ή παροχής επιχορηγήσεων, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η ενεργητική και παθητική δωροδοκία και η υπεξαίρεση χρηματικών ποσών. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση περιλαμβάνει επίσης ορισμό της έννοιας του «δημόσιου λειτουργού» (άρθρο 4 παράγραφος 5). Επιπλέον ορίζει ως αξιόποινες την ηθική αυτουργία και τη συνέργια καθώς και την απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων αυτών (άρθρο 5) και προβλέπει την ευθύνη των νομικών προσώπων (άρθρο 6). Προσδιορίζει επίσης τα (ιδιαιτέρως σοβαρά) αδικήματα που επισύρουν ποινές φυλάκισης και καθορίζει κατώτατα και ανώτατα όρια ποινών φυλάκισης γι' αυτά (άρθρο 8). Ειδικότερα, η πρόταση ζητεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν μια ελάχιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών για τα σοβαρά αυτά αδικήματα καθώς και μέγιστη ποινή κάθειρξης 10 ετών σε περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη ετελέσθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης. Η πρόταση θεσπίζει επίσης είδη ελάχιστων κυρώσεων για νομικά πρόσωπα (άρθρο 9). Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις για τη δέσμευση και τη δήμευση (άρθρο 10) και τη διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 11). Εναρμονίζει επίσης τις διατάξεις περί παραγραφής των αδικημάτων (άρθρο 12) διαρκείας τουλάχιστον 5 ετών καθώς και διατάξεις περί διακοπής και εκ νέου έναρξης των προθεσμιών παραγραφής. Η πρόταση περιλαμβάνει τέλος διατάξεις για τη διάδραση με άλλες εφαρμοστέες νομικές πράξεις της Ένωσης (άρθρο 14) και για τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (άρθρο 15). 2. Οι υπό εξέταση νομικές βάσεις α) Νομική βάση της πρότασης Η πρόταση της Επιτροπής βασίζεται στο άρθρο 325, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως εξής: «(4) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.» β) Προτεινόμενη τροποποίηση της νομικής βάσης Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καλείται να εξετάσει τη σκοπιμότητα της αντικατάστασης της παραγράφου 4 του άρθρου 325 με την παράγραφο 2 του άρθρου 83 ΣΛΕΕ ως νομική βάση. Το κείμενο του άρθρου 83, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ έχει ως εξής: «2. Όταν η προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικής της Ένωσης σε τομέα στον οποίο εφαρμόζονται μέτρα εναρμόνισης, PE500.747v02-00 2/6 AL\922348.doc
οδηγίες μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες σχετικούς με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον εν λόγω τομέα. Οι εν λόγω οδηγίες εκδίδονται με συνήθη ή με ειδική νομοθετική διαδικασία, ίδια με εκείνη που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση των εν λόγω μέτρων εναρμόνισης, με την επιφύλαξη του άρθρου 76». Ανάλυση 1. Αρχές που καθιερώθηκαν από το Δικαστήριο Σε ό,τι αφορά την επιλογή της νομικής βάσης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέουν ορισμένες αρχές. Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της νομικής βάσης στην ουσιαστική αρμοδιότητα και διαδικασία, η επιλογή της ορθής νομικής βάσης κρίνεται θεσμικής σημασίας 1. Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΕ, κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες 2. Τρίτον, σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, «η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεκτικά δικαστικού ελέγχου, στα οποία συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως» 3. 2. Η επιλογή της νομικής βάσης από την Επιτροπή Η Επιτροπή αιτιολογεί την επιλογή της για αυτή τη νομική βάση ως εξής: «Το άρθρο 325 ορίζει την αρμοδιότητα της ΕΕ να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τα οποία «έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα» 4. Το άρθρο 325 παράγραφος 4 καθορίζει τη νομοθετική διαδικασία για τη θέσπιση των απαραίτητων μέτρων, με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας.» 5. Σύμφωνα με την Επιτροπή «η καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αποτελεί πολύ συγκεκριμένο τομέα πολιτικής» και το άρθρο 325 έχει ως στόχο να προστατεύει το μοναδικό συμφέρον που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής με προτεραιότητα, ήτοι το δημόσιο χρήμα της Ένωσης, ανεξάρτητα από τα αν πρόκειται για έσοδα ή δαπάνες». 3. Σκοπός και περιεχόμενο της προτεινόμενης οδηγίας Η προτεινόμενη οδηγία θεσπίζει τις «αναγκαίες ρυθμίσεις στον τομέα της πρόληψης και 1 Γνωμοδότηση 2/00 Πρωτόκολλο της Καρθαγένης, Συλλ. 2001, σελ. I-9713, παρ. 5 υπόθεση C-370/07 Επιτροπή κατά Συμβουλίου Συλλ. 2009, σελ. I-8917, παρ. 46-49 γνωμοδότηση 1/08, Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, Συλλ. 2009, σελ. I-11129, παρ. 110. 2 Υπόθεση C-403/05 Επιτροπή κατά Επιτροπής Συλλ. 2007, σελ. I-9045, παρ. 49, και η παρατιθέμενη σχετικώς νομολογία. 3 Βλ. την πλέον πρόσφατη υπόθεση C-411/06, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλ. 2009, σελ.i- 7585. 4 Βλέπε το κείμενο του άρθρου 325, παράγραφος 2 της ΣΕΕ: "1. Η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.» 5 COM(2012)0363, αιτιολογική έκθεση, σ. 8 AL\922348.doc 3/6 PE500.747v02-00
καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, με τον καθορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων» (άρθρο 1). Η αιτιολογική σκέψη 2 εξηγεί ότι: «για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το ποινικό δίκαιο στα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμπληρώνει την προστασία που παρέχεται βάσει του διοικητικού και του αστικού δικαίου για τα πλέον σοβαρά είδη συμπεριφοράς που σχετίζονται με απάτη στο πεδίο αυτό, με παράλληλη αποφυγή των ασυνεπειών, τόσο εντός του πλαισίου κάθε τομέα όσο και μεταξύ αυτών των τομέων του δικαίου». Τα κύρια στοιχεία της πρότασης που αποσκοπούν στην επίτευξη του στόχου αυτού είναι ο ορισμός των αξιοποίνων πράξεων, η επιβολή ελάχιστων κυρώσεων και η εναρμόνιση των διατάξεων περί παραγραφής. Τα σχετικά μέτρα εξετέθησαν λεπτομερώς ανωτέρω. Φαίνεται συνεπώς ότι τόσο η αυστηροποίηση των διατάξεων ποινικού δικαίου στα κράτη μέλη με στόχο τη βελτίωση της καταπολέμησης της απάτης και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όσο και η εναρμόνιση των διατάξεων αυτών, προκειμένου αυτές να καταστούν σαφείς και συνεκτικές, αποτελούν τους κύριους στόχους της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν την κατάλληλη νομική βάση της υπό εξέταση πρότασης αποτελεί το άρθρο 325 παράγραφος ή το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ πρέπει κατά βάση να εξεταστεί ποια από τις διατάξεις αυτές αποτελεί ειδικό νόμο (lex specialis) στην παρούσα περίπτωση: αποτελεί άραγε το άρθρο 325 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ ειδικό νόμο για μέτρα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης/προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ή αποτελεί το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ειδικό νόμο για ορισμένα στοιχεία της εναρμόνισης των εθνικών ποινικών δικαίων, όταν η εναρμόνιση αυτή έχει καθοριστική σημασία για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σε ένα τομέα που αποτελεί αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης; Όσον αφορά το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό αντικατέστησε το πρώην άρθρο 280 παράγραφος 4 ΕΚ 1, το οποίο περιόρισε τα λαμβανόμενα βάσει αυτού μέτρα ως εξής: «Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη». Το άρθρο 325 παράγραφος 4 δεν περιλαμβάνει πλέον τον περιορισμό αυτό. Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί ότι το άρθρο αυτό συπεριλαμβάνει πλέον την αρμοδιότητα λήψης μέτρων εναρμόνισης του ποινικού δικαίου. Στην ερμηνεία αυτή φαίνεται να στηρίζεται η αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής που συνοδεύει την πρόταση οδηγίας, μολονότι το ζήτημα αυτό δεν μνημονεύεται ρητώς. Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε με το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ μια νέα νομική βάση για την εναρμόνιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των 1 Άρθρο 280 παράγραφος 4 ΣΕΚ: "4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.» (Προσθήκη υπογράμμισης) PE500.747v02-00 4/6 AL\922348.doc
πολιτικών της ΕΕ που αποτελούν αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης. Η διάταξη αυτή υιοθετεί την παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία - παρά το γεγονός ότι, κατά κανόνα, το ποινικό δίκαιο δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες της Ένωσης - υπήρχαν εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή αποτελεσματικών, ανάλογων και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων είχε ζωτική σημασία για την καταπολέμηση σοβαρών περιβαλλοντικών αδικημάτων ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα. 1 Η διαγραφή της τελευταίας πρότασης του άρθρου 280 παράγραφος 4 ΣΕΚ μπορεί συνεπώς να οφείλεται και στην εισαγωγή της νέας αυτής νομικής βάσης. Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι παρόμοια διαγραφή έχει επέλθει στον τομέα της τελωνειακής συνεργασίας: το άρθρο 135 ΣΕΚ 2 περιελάμβανε την ίδια τελευταία πρόταση με το άρθρο 280 ΣΕΚ, ενώ αυτή απουσιάζει στο αντίστοιχο άρθρο 33 ΣΛΕΕ 3. Όσον αφορά τη δημιουργία του άρθρου 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, αξίζει να σημειωθεί ότι από τα πρακτικά της Συνέλευσης προκύπτει ότι η προσθήκη στη Συνθήκη μιας νομικής βάσης που θα επέτρεπε τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού δικαίου, θεωρήθηκε ενδεδειγμένη στο πλαίσιο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ 4. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι άρθρο 83 παράγραφος 2, το οποίο παρέχει τη νέα αυτή νομική βάση, είναι ειδικός νόμος όσον αφορά την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε θέματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ περιλαμβάνει ειδικές απαιτήσεις («αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικής της Ένωσης [...]») και περιορίζει το περιεχόμενο των διατάξεων που μπορούν να βασίζονται στη διάταξη αυτή («ελάχιστους κανόνες σχετικούς με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον εν λόγω τομέα»). Επιπλέον, το άρθρο 83 παράγραφος 3 προβλέπει ένα ειδικό μηχανισμό σε περίπτωση ανάγκης. Θα ήταν απορίας άξιον αν οι περιορισμοί αυτοί θα μπορούσαν να παρακαμφθούν με την προσφυγή σε μια άλλη ουσιαστική νομική βάση. H δυνατότητα προσφυγής σε διαφορετικές δυνητικά νομικές βάσεις σχετικά με ουσιαστικές πολιτικές θα παρεμπόδιζε επίσης τη συνεκτική ανάπτυξη της μελλοντικής νομοθεσίας στον τομέα της εναρμόνισης του ποινικού δικαίου. Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν θα μπορούσε να αποσκοπεί στο αποτέλεσμα αυτό. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το άρθρο 86 ΣΛΕΕ περιλαμβάνει μια διάταξη σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας «για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα 1 Υπόθεση C-176/03 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλ. 2005, σελ. I-07879, παρ. 48-51 υπόθεση C-440/05 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλ. 2007, σελ. I-09097, παρ. 66-69. 2 Άρθρο 135 ΣΕΚ: «Στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης, το Συμβούλιο αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, λαμβάνει μέτρα με σκοπό την ενίσχυση της τελωνειακής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών καθώς και μεταξύ των τελευταίων και της Επιτροπής. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.» (Προσθήκη υπογράμμισης) 3 Άρθρο 33 ΣΛΕΕ: «Στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα με σκοπό την ενίσχυση της τελωνειακής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών καθώς και μεταξύ των τελευταίων και της Επιτροπής.» 4 Τελική έκθεση της ομάδας εργασίας X «Ελευθερία, Ασφάλεια και Δικαιοσύνη», CONV 426/02, σ. 10: «Η ομάδα εργασίας θεωρεί συνεπώς ενδεδειγμένη την προσθήκη μιας νομικής βάσης στη νέα συνθήκη, η οποία θα επιτρέπει την έγκριση ελάχιστων διατάξεων [...] όταν τα έγκλημα στρέφεται κατά ενός κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος το οποίο είναι ήδη αφεαυτού αντικείμενο μιας κοινής πολιτικής της Ένωσης (π.χ. παραχάραξη του ευρώ, προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης), η εναρμόνιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου πρέπει να αποτελεί μέρος της δέσμης μέτρων για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής, όταν οι μη ποινικού χαρακτήρα διατάξεις δεν επαρκούν». AL\922348.doc 5/6 PE500.747v02-00
οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» 1. Από αυτό προκύπτει ότι το άρθρο 325 ΣΛΕΕ δεν ρυθμίζει με εξαντλητικό τρόπο όλα τα μέτρα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της απάτης και άλλων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, γεγονός που επιτρέπει στο άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ να ρυθμίζει την οργάνωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου προς το σκοπό αυτό. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου το άρθρο 83 παρ. 2 ΣΛΕΕ να καλύψει την προταθείσα οδηγία, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι τα προταθέντα μέτρα είναι «αναγκαία» για την πολιτική καταπολέμησης της απάτης. Η Επιτροπή προβάλλει ισχυρά επιχειρήματα προς την κατεύθυνση αυτή στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης. Όσον αφορά το περιεχόμενο των προταθέντων μέτρων, οι προτάσεις θα πρέπει να αξιολογηθούν προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτές δεν υπερβαίνουν τους «ελάχιστους κανόνες σχετικούς με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον εν λόγω τομέα». Δεδομένου ότι η Επιτροπή πρότεινε κυρίως εναρμονισμένους ορισμούς και ελάχιστες κυρώσεις καθώς και ορισμένα συνοδευτικά μέτρα, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ καλύπτει τα κύρια στοιχεία της πρότασης. Το ζήτημα πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του μελλοντικού διαλόγου στον τομέα της νομοθετικής διαδικασίας. Σύσταση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εξέτασε το ανωτέρω ζήτημα κατά τη συνεδρίασή της στις 27 Νοεμβρίου 2012. Κατά τη συνεδρίαση αυτή αποφάσισε συνεπώς ομόφωνα, με 17 ψήφους υπέρ και ουδεμία αποχή 2, να συστήσει ως κατάλληλη νομική βάση για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης το άρθρο 83 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Με εκτίμηση, Klaus-Heiner Lehne 1 Άρθρο 86 παρ. 1 ΣΛΕΕ: «1. Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». 2 Ήταν παρόντες στην τελική ψηφοφορία οι βουλευτές: Raffaele Baldassarre (Αντιπρόεδρος), Sebastian Valentin Bodu (Αντιπρόεδρος), Françoise Castex (Αντιπρόεδρος), Sergio Gaetano Cofferati, Christian Engström, Marielle Gallo, Giuseppe Gargani, Klaus-Heiner Lehne (Πρόεδρος), Eva Lichtenberger, Antonio Masip Hidalgo, Alajos Mészáros, Angelika Niebler, Evelyn Regner (Αντιπρόεδρος), Rebecca Taylor, Alexandra Thein, Axel Voss, Cecilia Wikström. PE500.747v02-00 6/6 AL\922348.doc