Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-181

Σχετικά έγγραφα
Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-214

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-226

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-175

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-300

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-178

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-252

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-158

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-124

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-111

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:. του. και.., κατοίκου Αττικής (οδός αριθ.».), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αγγέλου Χριστοδούλου.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 43

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Εργατικό Ατύχημα και αποζημίωση

Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136

Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 85

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου

Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-202

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 71

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Αρείου Πάγου 197/1994 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ. 726,.Ε.Ν. 52/96, σ. 239

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 67

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-54

Αρείου Πάγου 58/2009 Πηγή: ΕΑΕΔ 532/2011, σελ. 330

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Του αναιρεσείοντος: Β. Α. του Κ., κατοίκου..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Διαμαντάρα και κατέθεσε προτάσεις.

Άρειος Πάγος Εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Αρείου Πάγου 1045/2007, Τμ. Β//ΙΙ Πηγή: ΕΕΔ 67/2008, σελ. 470

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Φορολογικό 3-7 [ 2 ]

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση ικαστηρίου. Προεδρεύων: Σ. ΣΩΚΡΑΤΕΙ ΗΣ Εισηγητής: Σ. ΜΑΤΘΙΑΣ ικηγόροι: Ι. Σταµούλης, Η. Παπαθανασίου, Λ. Σινανιώτης, Σ. εληκωστόπουλος.

Του αναιρεσείοντος: Α. Μ. του Π., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Καραγιάννη.

Αριθμός 1112/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Αρείου Πάγου 115/2012 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: 6YOVWTBBK3T4&apof=115_2012

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη,

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-181 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικαιολόγητος πλουτισµός - Αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού Αριθµός απόφασης: 357 - Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως. Μεταβολή της βάσης της αγωγής. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από το άρθρο 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως και µπορεί να ασκηθεί µόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύµβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεµελιώνεται σε πραγµατικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία. - Από τη διάταξη του άρθρου 526 παρ. 1 είναι απαράδεκτη στην κατ' έφεση δίκη κάθε µεταβολή της βάσης, του αντικειµένου και του αιτήµατος της αγωγής και αν ο διάδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαµβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Κατά την έννοια της διάταξης για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν πράγµατι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη του, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ. Εξάλλου, δεν θεµελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να µνηµονεύσει στην απόφαση του ποια αποδεικτικά µέσα χρησιµοποιήθηκαν για άµεση και ποια για έµµεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέµατα. ΑΚ: 904, ΚΠολ : 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 14, Αδικοπραξία - Αδικοπρακτική απάτη Αριθµός απόφασης: 457 - Αδικοπραξία. Εξαπάτηση επανδυτών, οι οποίοι κατέβαλαν κεφάλαιο εταιρείας, αλλά δεν τους παραδόθηκαν οι αναλογούσες µετοχές. - Κατά τους ορισµούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για την θεµελίωση υποχρεώσεως προς αποζηµίωση και χρηµατική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, από δόλο ή αµέλεια, επέλευση περιουσιακής ζηµίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή µη χαρακτήρα, ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η

συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανοµίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριµένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συµπεριφοράς στο γενικότερο πνεύµα του δικαίου ή στις επιταγές της έννοµης τάξεως. Έτσι. παρανοµία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόµων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβληµένης και εκ της θεµελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συµπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζηµίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων και χωρίς τη µεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την ζηµία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Μορφή αδικοπραξίας αποτελεί και η παράνοµη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγµατος που περιήλθε µε οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζηµίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζηµιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί µε κάθε µέσο ή τέχνασµα σε.άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγµατικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζηµία, εφόσον το χρησιµοποιηθέν απατηλό µέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόµενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιµοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε µελλοντικό γεγονός, µε την έννοια της ενδιάθετης διαθέσεως του υπαιτίου να µην εκτελέσει µελλοντική του υποχρέωση, είναι δε δυνατή η τέλεση αυτής και µε παρένθετο πρόσωπο, ανεξάρτητα αν ο τελευταίος ενεργούσε µε δόλο ή αµέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 926 εδ.`1 ΑΚ, µε το οποίο καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης οι περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόµο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, ως κοινή πράξη νοείται κάθε µορφή συµµετοχής στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζηµίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις, των περισσοτέρων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς µε το αποτέλεσµα, δηλαδή την επαγωγή της ζηµίας, ο βαθµός δε της αιτιώδους συµβολής ή του πταίσµατος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε µε δόλο και ο άλλος από αµέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεµελίωση της εκ ολόκληρο ευθύνης, αλλά µόνο για την αναγωγή µεταξύ των περισσοτέρων των ενεχοµένων από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 927 ΑΚ. ΑΚ: 297, 298, 386, 914, 926, 927, 932, Αδικοπραξία - Αδικοπρακτική απάτη Αριθµός απόφασης: 370 - Αδικοπραξία. Απάτη σε βάρος επενδυτή που κατέθεσε κεφάλαιο χωρίς να λάβει και τις αντίστοιχες επιταγές. Ενεργητική νοµιµοποίηση στην αναίρεση. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Μη λήωη υπόψη πραγµάτων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά τους ορισµούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για την θεµελίωση υποχρεώσεων προς αποζηµίωση και [4]

χρηµατική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συµπεριφορά, παράνοµη και υπαίτια, από δόλο ή αµέλεια, επέλευση περιουσιακής ζηµίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή µη χαρακτήρα, ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανοµίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριµένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συµπεριφοράς στο γενικότερο πνεύµα του δικαίου ή στις επιταγές της έννοµης τάξεως. Έτσι παρανοµία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόµων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβληµένης και εκ της θεµελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συµπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζηµίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων και χωρίς τη µεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την ζηµία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Μορφή αδικοπραξίας αποτελεί και η παράνοµη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγµατος, που περιήλθε µε οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Τέλος, µε τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόµο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζηµίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης νοείται κάθε µορφή συµµετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζηµίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς µε το αποτέλεσµα, δηλαδή την επαγωγή της ζηµίας. Ο βαθµός δε της αιτιώδους συµβολής ή του πταίσµατος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε µε δόλο και ο άλλος από αµέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεµελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά µόνο για την αναγωγή µεταξύ των συνοφειλετών κατ' άρθρο 927 ΑΚ. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν µπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζηµία. - Κατά τους ορισµούς και την έννοια του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του, µε το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 2339/1995, η καταβολή των µετρητών για κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου πραγµατοποιείται, υποχρεωτικά µε κατάθεση σε λογαριασµό επ' ονόµατι της εταιρείας. - Κατά τα άρθρα 556 παρ.1, 68 ΚΠολ, δικαίωµα αναιρέσεως έχει ο ηττηθείς εκκαλών, εφόσον έχει το απαιτούµενο προς τούτο έννοµο συµφέρον, το οποίο δεν διαθέτει επί απλής, κατά την έννοια του άρθρου 74 ΚΠολ, οµοδικίας, όπως επί ενεχοµένων εις ολόκληρο από κοινή άδικη και υπαίτια πράξη, κατά την οποία η αναίρεση εκάστου διαδίκου λειτουργεί αυτοτελώς, όταν ο λόγος αναιρέσεως αναφέρεται σε οµόδικό του, ο οποίος εντεύθεν ελέγχεται ως απαράδεκτος. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 11γ' ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν, είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη πραγµατικού ισχυρισµού που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως για τη στοιχειοθέτηση του αναιρετικού αυτού λόγου αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προσκοµισθέντων µε επίκληση [5]

αποδεικτικών µέσων, τα οποία έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη κατά τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 ΚΠολ (Β' ΟλΑΠ 2/2008). Μη λήψη, πάντως, δεν συνάγεται από µόνο το γεγονός ότι µνηµονεύονται όλα τα έγγραφα, πλην εκείνου, στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Για τον έλεγχο όµως της ουσιαστικής βασιµότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αναγκαία η προσκόµιση των αποδεικτικών µέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειµένου να διακριβωθεί το επικαλούµενο περιεχόµενο αυτών, µε βάση το οποίο θα ελεγχθεί η µη λήψη τους από το δικαστήριο της ουσίας. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, κατ' εσφαλµένη εκτίµηση των διαδικαστικών εγγράφων, παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί, που τείνουν στην θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος. εν αποτελούν όµως "πράγµατα" και εποµένως δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν δεν ληφθεί υπόψη, µεταξύ άλλων, η αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων, οι νοµικοί ισχυρισµοί και η νοµική επιχειρηµατολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισµοί που δεν θεµελιώνουν αυτοτελή ισχυρισµό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά που προκύπτουν από αυτές. εν στοιχειοθετείται όµως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε ο ισχυρισµός για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό ή αν πρόκειται για ισχυρισµό µη νόµιµο και µε την έννοια αυτή δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης. - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται για (ευθεία) παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν το δικαστήριο της ουσίας, µε βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόµενα δεκτά από εκείνο, ως αποδειχθέντα, πραγµατικά περιστατικά, δεν εφαρµόσει τον συγκεκριµένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή εφαρµόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµόσει αυτόν εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη ή µη υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκείς αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες, Εξ άλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και [6]

σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, Περαιτέρω, τα επιχειρήµατα του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε συνεκτίµηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. ΑΚ: 281, 297, 298, 914, 926, 932, 937, ΚΠολ : 74, 240, 524, 556, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, Αδικοπραξία - Αναπηρία και παραµόρφωση του παθόντος Αριθµός απόφασης: 333 - Αδικοπραξία. Αναπηρία και παραµόρφωση παθόντως. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαµβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµίωσης, αν επιδρά στο µέλλον του". Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωµατικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου ενώ ως παραµόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εµφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως µέλλον νοείται η επαγγελµατική, οικονοµική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Λεν απαιτείται βεβαιότητα δυσµενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραµορφώσεως στο µέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων. Στον επαγγεµατικό-οικονοµικό τοµέα η αναπηρία ή παραµόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισµού και της οικονοµικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσµενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονοµικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Ο βαρυνόµενοι µε αναπηρία ή παραµόρφωση µειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηµατικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το µέλλον του. Η χρηµατική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζηµίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται µε την επίκληση και απόδειξη ζηµίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς µεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως µετά το ζηµιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνέπεια της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζηµία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζηµίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδηµάτων). Όµως, η αναπηρία ή παραµόρφωση ως τοιαύτη δεν σηµαίνει κατ' ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζηµίας. Προέχον και κρίσιµο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ως βλάβης του σώµατος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννοµου αγαθού, που απολαύει και συνταγµατικής προστασίας, σύµφωνα [7]

µε τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγµατος, όχι µόνο σας σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις µεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται µε αδυναµία πορισµού οικονοµικών ωφεληµάτων ή πλεονεκτηµάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερµηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρµόσιµη, σύµφωνα µε την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση ενός ευλόγου χρηµατικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραµορφώσεως, χωρίς σύνδεση µε συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόµενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηµατικού ποσού εξευρίσκεται κατ' αρχήν µε βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραµορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήµατα του παθόντος, που κατ' ανάγκη συνδέεται µε επίκληση και απόδειξη συγκεκριµένης περιουσιακής ζηµίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατ' άρθρο 932 χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε µεµονωµένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεµελίωση κάθε µιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη µιας των λοιπών (βλ. ΟλΑΠ 18/2008). - Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για παραµόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, µε την έννοια των αρθρ. 339 και 432 ΚΠολ έγγραφο, περιεχοµένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. εν περιλαµβάνει όµως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίµηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, έστω και εσφαλµένως, καταλήγει σε συµπέρασµα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική µε την εκτίµηση πραγµάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήµια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχηµάτισε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραµορφωµένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιµήθηκε µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαρθεί η σηµασία του σε σχέση µε το πόρισµα, για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σηµασίας του. Περαιτέρω για να είναι ορισµένος ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα ακόλουθα: α) Το αληθινό περιεχόµενο του φερόµενου ότι παραµορφώθηκε εγγράφου ώστε από τη σύγκριση µε εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα κρίσεως από τον Άρειο Πάγο αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλµα, β) το από την προσβαλλόµενη απόφαση δεκτό γενόµενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόµενο, γ) το επιζήµιο αποδεικτικό πόρισµα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για την ύπαρξη ή όχι κρισίµων πραγµατικών γεγονότων και δ) ο ουσιώδης πραγµατικός ισχυρισµός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιµοποιήθηκε το έγγραφο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που [8]

υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. - Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, 929, 931, ΚΠολ : 559 αριθ. 20, Αδικοπραξία - Αποζηµίωση για µελλοντική ζηµία Αριθµός απόφασης: 332 - Αποζηµίωση για µελλοντική ζηµία. Επικουρικό κεφάλαιο. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 930 ΑΚ ότι η αξίωση αποζηµίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζηµιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Ως άλλος κατά την έννοια της άνω διατάξεως θεωρείται και το ηµόσιο στην περίπτωση που αυτό καταβάλει ως φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως νοσήλια στον παθόντα από αδικοπραξία τρίτου. Εποµένως ο παθών δικαιούται και τα καταβληθέντα από το ηµόσιο νοσήλια να αξιώσει κατ' εφαρµογή της άνω διατάξεως και την αποζηµίωση να επιδιώξει από τον ευθυνόµενο για τις εις βάρος του αδικοπραξία. Ως ευθυνόµενος δύναται να είναι και ασφαλιστική εταιρία καλύπτουσα την αστική ευθύνη του ζηµιογόνου αυτοκινήτου υπό τους όρους του Ν.489/1976. εν ισχύει όµως το ίδιο και για το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπό τους όρους της παρ. 4 του άρθρου 19 του Ν.480/1976 ευθύνεται έναντι του παθόντος τρίτου σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως ένεκα παραβάσεως νόµου. Για την περίπτωση αυτή µε την παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 489/1976 που προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 3 του Π 264/1991, µε το οποίο µεταφέρθηκε στην Ελληνική έννοµη Τάξη η Οδηγία 89/5/ΕΟΚ, ορίζεται για λόγους οικονοµικής ελαφρύνσεως του Επικουρικού Κεφαλαίου ότι "η αποζηµίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συµπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό Ταµείο ή άλλος οργανισµός κοινωνικής ασφαλίσεως για την αυτή αιτία στο ζηµιωθέντα". Ως τέτοιους οργανισµός κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως νοείται και το ηµόσιο όταν καταβάλει νοσήλια στον ασφαλισµένο παθόντα του, ο οποίος δεν δικαιούται να [9]

τα αξιώσει για δεύτερη φορά από το υπόχρεο Επικουρικό Κεφάλαιο γιατί η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ εκτοπίζεται κατά τούτο από την ειδικώς ρυθµίζουσα το θέµα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976 (βλ. ΑΠ 158/2006). Ο εισαγόµενος µε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976 περιορισµός δεν λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά πρέπει να προβληθεί νοµίµως ισχυρισµός από το νοµιµοποιούµενο προς τούτο Επικουρικό Κεφάλαιο. Η προβολή αυτή δύναται να γίνει το πρώτο στο Εφετείο υπό τους όρους του άρθρου 527 παρ. 2 ΚΠολ αν η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του αρχικώς εναχθέντος ασφαλιστή και η συνακόλουθη υποκατάσταση του Επικουρικού Κεφαλαίου έλαβε χώρα µετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως ή µετά την άσκηση εφέσεως από τον ασφαλιστή οπότε η προβολή του σχετικού ισχυρισµού από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 489/1976 δύναται να γίνει από το υπεισερχόµενο αυτοδικαίως στη δίκη Επικουρικό Κεφάλαιο µε τις έγγραφες προτάσεις που καταθέτει στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της εφέσεως που περιέχουν κατά τούτο πρόσθετο λόγο εφέσεως παραδεκτώς προβαλλόµενο ενόψει της διατάξεως του άρθρου 674 παρ. 1 ΚΠολ εν συνδυασµώ προς το άρθρο 681Α' του ΚΠολ. - Σύµφωνα µε τον αριθµό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως τέτοιας πράγµατα θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί, οι οποίοι παραδεκτώς προτεινόµενοι στηρίζουν κατά το νόµο αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων (αγωγή, ένσταση, ανακοπή, ένδικο µέσο) όχι δε και εκείνοι που συνιστούν ητιολογηµένη άρνηση των ισχυρισµών ή αιτήσεων του αντιδίκου ή επιχειρήµατα προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. ΑΚ: 930, ΚΠολ : 527, Νόµοι: 489/1976, άρθ. 19, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 978 Έτος: 2010 - Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Αιτιώδης συνάφεια. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αίτηση αναιρέσεως κατά αποβιώσαντος. ιακοπή δίκης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. β' και 914 του Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων οχηµάτων, η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά του οδηγού παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς αυτής και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας αποτελεί και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο την συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων να επιφέρει την ζηµία και την επέφερε στην συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα οδικής Κυκλοφορίας δεν θεµελιώνει, αυτή καθ' εαυτή, υπαιτιότητα στην επέλευση της συγκρούσεως αυτοκινήτων, αποτελεί, όµως, στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί, σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους [10]

συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσµατος. Εξ άλλου, οι έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές και εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος στο αυτοκινητικό ατύχηµα οδηγού, για την επέλευση της ζηµίας και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' και β' και 19 του ΚΠολ, για ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και για παράβαση διδαγµάτων της κοινής πείρας, καθώς και για έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία δέχεται το δικαστήριο, ως αποδειχθέντα, καθ' εαυτά, αντικειµενικώς και βάσει των διδαγµάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την έννοια της υπαιτιότητας και θεµελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ αυτής και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. - Έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόµενο από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει και όταν η απόφαση έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτηµα, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιφατικότητα δε ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, αναφέρονται αντιφατικώς ή ανεπαρκώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόσθηκε. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ., 558, 573 παρ. 1 του ΚΠολ και 35 του ΑΚ, συνάγεται, ότι η αίτηση αναιρέσεως, που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος προσώπου, όπως και κάθε άλλο ένδικο µέσο, είναι άκυρη, υπό την προϋπόθεση, όµως, ότι ο αναιρεσείων είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόµους του και να απευθύνει την αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτών. Η αίτηση, εποµένως, αναιρέσεως, που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς, όµως, να γνωρίζει τον θάνατό του ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και νοµίµως χωρεί η συζήτηση αυτής µε τους κληρονόµους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται ή εµφανίζονται κατά την συζήτηση, µε την ιδιότητα αυτή, στη θέση του αναιρεσιβλήτου, και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 286, 287, 290 και 291 του ΚΠολ, συνάγεται, ότι η δίκη διακόπτεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, και αν από την έναρξή της µέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από της γνωστοποιήσεως, προς τον αντίδικο, του λόγου της διακοπής, µε επίδοση δικογράφου ή µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως, από πρόσωπο που έχει δικαίωµα να επαναλάβει την δίκη ή από εκείνον που µέχρι της επελεύσεως του θανάτου του διαδίκου ήταν πληρεξούσιός του. Ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο οµόδικός του µπορούν να επισπεύσουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, µε πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόµους του θανόντος, προ της γνωστοποιήσεως του γεγονότος που προκάλεσε την διακοπή, θεωρώντας ότι αυτή επήλθε. Προϋπόθεση, όµως, της προσκλήσεως αυτής, για επανάληψη της διακοπείσας δίκης, είναι η πάροδός της, προς αποποίηση της κληρονοµίας, προθεσµίας, εφ' όσον, όπως συνάγεται από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 292 ΚΠολ. και 1847 εδ. α' του ΑΚ, ο κληρονόµος, κατά την διάρκεια της προθεσµίας, προς αποποίηση της επαχθείσας σ' [11]

αυτόν κληρονοµίας, δεν µπορεί να εξαναγκασθεί να επαναλάβει την βιαίως διακοπείσα δίκη, λόγω του θανάτου του κληρονοµουµένου διαδίκου. ΑΚ: 35, 297, 300, 330, 914, 1847, ΚΠολ : 62, 73, 286, 287, 290, 291, 292, 558, 573, 576, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 324 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύµατος, τοξικών ουσιών ή φαρµάκων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζηµιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνοµου και ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Σύµφωνα µε το άρθρο 42 εδ α' και β' του Ν 2696/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 43 παρ. 2 του Ν 2693/2001, απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήµατος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήµατος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύµατος, τοξικών ουσιών ή φαρµάκων που σύµφωνα µε τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόµενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύµατος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισµό είναι 0,50 γραµµάρια ανά λίτρο αίµατος (0,50 gr/l) και άνω, µετρούµενο µε τη µέθοδο της αιµοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραµµαρίου ανά [12]

λίτρο εκπνεόµενου αέρα και άνω, όταν η µέτρηση γίνεται στον εκπνεόµενο αέρα µε αντίστοιχη συσκευή αλκοολοµέτρου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο ή έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την ερµηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς. Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι σε περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόµενης µε αναίρεση απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες (κύριες ή επικουρικές), αν έστω και µία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς οι λόγοι αναίρεσης που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς και γι' αυτό απαράδεκτοι. - Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθµός 11 περίπτωση γ' ΚΠολ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκοµισθέντων µε επίκληση αποδεικτικών µέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολ (ΟλΑΠ 2/2008). ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 331 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Συνυπαιτιότητα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής [13]

πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του N. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Ο από το άρθρ. 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθµιση - αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος. - Με την κρίση του το δικάσαν Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 914 και 300 ΑΚ και στέρησε την απόφασή του νόµιµης βάσης, ένεκα ανεπάρκειας και ασάφειας αιτιολογίας, ως προς ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για την έκβαση της δίκης και ειδικότερα, ως προς το ζήτηµα της ύπαρξης αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγοµένου οδηγού και της ύπαρξης ή µη (συν)υπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της µοτοσυκλέτας. Και τούτο διότι αναφέρεται µεν στις αιτιολογίες της προσβαλλόµενης απόφασης ότι ο οδηγός του γεωργικού ελκυστήρα (τρακτέρ) "πραγµατοποίησε ανέλεγκτα αριστερό ελιγµό αλλαγής της κατεύθυνσης", χωρίς όµως, ουδόλως να αναφέρεται εάν επεχείρησε τον ελιγµό αυτόν κατά τρόπο αιφνιδιαστικό και χωρίς να καταστήσει εγκαίρως γνωστή, είτε µε την αφή του αντίστοιχου φλας είτε µε άλλο σήµα, την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά ή εάν, αντίθετα (και πριν από πόση απόσταση) άρχισε προοδευτικά να κινείται προς τη διαχωριστική γραµµή του οδοστρώµατος και εάν συγχρόνως κατέστησε γνωστή (και µε ποιό τρόπο) την πρόθεσή του να πραγµατοποιήσει ελιγµό προς τα αριστερά, στον οδηγό της όπισθεν και οµορρόπως κινουµένης δίκυκλης µοτοσυκλέτας, καθώς και εάν οι κρατούσες συνθήκες (ορατότητα, φωτισµός κ.λ.π.) παρείχαν τη δυνατότητα (και από ποια απόσταση) στον οδηγό της µοτοσυκλέτας να αντιληφθεί τούτο. Εποµένως, είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος, κατά το, από το άρθρο 559 αριθµ. 19 ΚΠολ, µέρος αυτού. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 247 - Σύγκρουση αυτοκινήτων. Ευθύνη προς αποζηµίωση. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση σε σύγκρουση [14]

αυτοκινήτων είναι η υπαιτιότητα του οδηγού που προκάλεσε τη ζηµία, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της πράξης ή παράλειψης του οδηγού αυτού και της σύγκρουσης από την οποία προκλήθηκαν οι ζηµίες. Τέτοιος σύνδεσµος πρόσφορος για την επέλευση του αποτελέσµατος υπάρχει όταν η σχετική πράξη ή παράλειψη του ζηµιώσαντος ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, να προκαλέσει τη ζηµία. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσµου σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση είναι ζήτηµα καθαρά πραγµατικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Όµως η κρίση για το αν τα πραγµατικά περιστατικά που κυριαρχικά διαπίστωσε το δικαστήριο της ουσίας επιτρέπουν το συµπέρασµα ότι ορισµένο γεγονός µπορεί αντικειµενικά να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του αποτελέσµατος που επήλθε υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθµός πταίσµατος των υπαίτιων οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, δεν αναιρούνται από µόνο το γεγονός ότι ένας από τους οδηγούς αυτούς παραβίασε τις διατάξεις του ΚΟΚ, αφού µόνη η παραβίαση των διατάξεων αυτού από τους οδηγούς δεν θεµελιώνει αυτή καθαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος. Αποτελεί απλά στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παράβασης και του αποτελέσµατος που επήλθε. - Ο λόγος αναίρεσης από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολ για έλλειψη νόµιµης βάσης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτουν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης. Ο λόγος άρα δεν ιδρύεται, όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στην αιτιολόγηση απλά του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον αυτό διατυπώνεται µε σαφήνεια. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Νόµοι: ΓΠΝ/1911, άρθ. 11, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 479 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Αιτιώδης συνάφεια. Ελλειψης νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη. - Το στοιχείο της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, ως µιας εκ των προϋποθέσεων, για την ευθύνη αποζηµίωσης εξ αδικοπραξίας, υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του εάν το ζηµιογόνο γεγονός υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους, για την επέλευση του επιζήµιου αποτελέσµατος, συνιστά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση και δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ, αντίθετα, ελέγχεται αναιρετικά η κρίση περί του εάν τα κυριαρχικώς δεχθέντα, από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδειχθέντα πραγµατικά περιστατικά, θεωρούνται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ως "πρόσφορος αιτία" επέλευσης της ζηµίας, διότι αυτή είναι έννοια νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή [15]

µη υπαγωγή των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της "αιτιώδους συνάφειας". - Ο από το άρθ. 559 αριθµ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθµιση - αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος. Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από αιτιολογικό δεν προκύπτουν τα πραγµατικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση της εφαρµοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 483 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Στοιχεία αδικοπραξίας.παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αδίκαστη άιτηση. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στα άρθρο 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζηµίωσης του παθόντα, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνοµη συµπεριφορά του δράστη, συνιστάµενη σε πράξη ή παράλειψή του, που πρέπει να είναι υπαίτια δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αµέλειά του και αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της ζηµιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζηµίας που επήλθε (περιουσιακής ή µη). - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά [16]

περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. - Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 8 του άρθρου 559 ΚΠολ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως «πράγµατα» θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογηµένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιµοι κατά νόµο ισχυρισµοί (ΟλΑΠ 3/1997). Κατά τον αριθµό δε 14 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. - Κατά τον αριθµό 9 του άρθρου 559 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη νοείται όχι οποιαδήποτε αίτηση, που υποβλήθηκε από τους διαδίκους κατά τη διαδροµή της δίκης, αλλά µόνο εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεµοδικία. Έτσι η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του ενστάσεις ή αντενστάσεις των διαδίκων δεν θεµελιώνει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθµό 9 του άρθρου 559 ΚΠολ. - Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµός 20 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλµα, αναγόµενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου µε την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγµατι περιλαµβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόµενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισµα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγµατι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόµενο στην εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεµελιωθεί ο προαναφερόµενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισµα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόµενο του οποίου φέρεται ότι παραµορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιµήσει απλώς µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά µε το πόρισµα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή µη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην [17]

έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε (ΟλΑΠ 26/2004). ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 141 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέµει δικαίωµα ή προστατεύει συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε η συµπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζηµιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνοµου και ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του δράστη ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 1 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ενώ κατά τον αριθµό 19 του ίδιου άρθρου η απόφαση [18]