Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α Ρ Τ Α Ν Η Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α Ρ Τ Α Ν Η Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Πρώτη έκδοση Νοέμβριος 2017 ISBN

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

«Η νίκη... πλησιάζει»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Σιδερένιες γροθιές, χάρτινες άγκυρες

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Επιμέλεια παρουσίασης : Μαριλένα Χυτήρογλου Α3 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Δανίκα Ευανθία

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ευάγγελος Ρήγας. Ευάγγελος Ρήγας. Ο Κήπος. του Ανάγερτου. Με την ευγενική υποστήριξη των Εκδόσεων iwrite και των Πρότυπων Εκδόσεων Πηγή.

Του Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Πάμπλο Νερούδα Επιλεγμένα ποιήματα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών $ηµοτικού

Λίγα λόγια για την προσευχή με το κομποσχοίνι.

ΟΜΑΔΑ Β. Παροιμίες για το μήνα Ιανουάριο (ΧΕΙΜΩΝΑΣ) Παροιμίες για το μήνα Φεβρουάριο (ΧΕΙΜΩΝΑΣ) 1. Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.

Σαν με δικάσετε Σκεφτείτε. τον πρότερο έντιμό μου βίο. Διαβάστε τη δικογραφία της ζωής μου. σ αυτό το ξέφυλλο βιβλίο.

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος


Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

ΘΩΜΑΣ ΓΚΙΝΗΣ ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΙΓΙΝΑΣ Γ ΤΑΞΗ. ΘΕΜΑ: Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία. «Θα σας περιμένω» Μ.

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Η δικη μου μαργαριτα 1

T: Έλενα Περικλέους

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού


Παραγωγή γραπτού λόγου

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Transcript:

Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α Ρ ΤΑ Ν Η Σ Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α Ρ Τ Α Ν Η Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ε Ψ Ι Λ Ο Ν

Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α

Εκδόσεις Έψιλον, Κέρκυρα 2009 Πέτρος Αρτάνης artanis@ontelecoms.gr ISBN 978-960-395-068-4 Εκδόσεις Έψιλον-Ευριπίδης Κλεόπας Ύδρας 10 Χαλάνδρι 15232 Τηλ / Fax: 26610 41280, Κινητό: 693 28 58 301 E-mail: euripides.kleopas@gmail.com www.editions-epsilon.com www.biblionet.gr (κλικ στο: εταιρεία / Έψιλον)

Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α Ρ ΤΑ Ν Η Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Ε Ψ Ι Λ Ο Ν

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ Α ΤΟ ΑΔΙΚΟ Β ΕΧΙΔΝΑΣ ΛΕΠΙΑ Γ ΧΕΡΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ A ΟΛΕΣΙΚΑΡΠΟΣ Β ΟΛΕΣΙΝΟΟΣ ΜΑΤΙ ΑΥΤΙ ΔΕΡΜΑ ΓΛΩΣΣΑ Γ ΟΛΕΣΗΝΩΡ ΟΥΡΑΝΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΕΡΙΑ ΤΡΙΤΗ ΓΡΑΦΗ «ΕΛΛΗΝΕΣ» Η IVγ ΜΟΙΡΑ ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ A Β ΓΡΑΦΗ ΥΣΤΑΤΗ A Β Γ

Στον Λάζαρο Αρσενίου μαχητή της Αριστεράς τῳ εισβάλοντι Πτέρυγας χάρις στην τεχνολογία, γλυκά με συντρόφεψε και με οδήγησε πετώντας πάν απ τα βουνά η φωνή του από τη Λάρισα, καθώς περιδιάβαινα τα ορύγματα στο Μπούμπεσι.

Ein Teil von jener Kraft, die stets das Boese will und stets das Gute schafft GoEthE Faust, Mephistopheles

Στο θρόισμα του ανέμου απόγευμα στο θεσσαλικό στάχυ στην πνοή του, χάδι στην ξανθή κόμη της γης, στον γλυκοστεναγμό του ελευθερία. Στο αγέρι, που με στροβιλό τού δελφινιού σκαρθμό, σπαδίζει των κυμάτων τις ρηγμίνες κι ασημοχρίζει αλάτι φυσημένο σε τρόχμαλους νησιών και φανογυάλια ελευθερία, ελευθερία... Στη Φλόγα Νου, που ανεξίκμαστη πλανεύει τις πυραλίδες πεταλούδες και τις καίγει Σειρήνα μια, την άλλη δίνη Χάρυβδης η φοβερή της έλξη, στην αυτοκτόνο τους τροχιά, σ αυτό το εκούσιο άλμα ελευθερία, ελευθερία!... Στην βιαίως εισβάλλουσαν στην κόλαση των ζώντων αυτοκλήτως, την αστράβην συντρίβουσα και πάντας αποσάττουσα Ριγεδανήν, Αγχέμαχον, Αιμοδιψούσαν, Α κ α τ ασ τ ό ρ ε σ τ ο ν Ε λ Ε υ θ Ε Ρ ΙΑ Ν [ 13 ]

Ύψωμα 731

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ

A Το άδικο ἔσετ ἧμαρ... tο άδικο είν ελαφρύτερο του αέρα. Χνοτίζει απ τον φλοιό. Ακρόδροσο αναδίνει απ τις βραγιές χύνεται στα ρουμάνια. Πιασμένο στις νεροδεσιές φουσκώνει κυλινδά και στα τενάγη αγγιαχτά επαιωρείται πάχνη. Το αδράχνει απ τα στεκάμενα τ ανέμου η σφυριξιά μιστράλ, μπόρα και γκίμπλι μπλέκεται στις σπιλιάδες και τους λαίλαπες αναρριπίζεται στα στροβιλώδη ρεύματα. Φυσούνε τις ατμίδες του η αύρα κι οι ετησίες. Σκορπά. Μα πάλι του συμπνίγεται και ξανασμίγει ανάερα συντραβηγμένο ηλεχτρικά. Το άδικο είν ελαφρύτερο του αέρα. [ 17 ]

Παίρνει ύψος ανταμώνει, πλέκεται, πληθύνει το άδικο, το αχνόπεπλο, των κυλισμένων χρόνων και του πλανήτη ντύνεται άμετρων γενεών στρώμα ατμοσφαιρικό. Μελανοστρώματα κι υψισωρείτες εναερίζουν το ξάχνωμά του, σπειροειδώς, ορμητικά. Υπερνικά, ανάσυρτο, δυνάμεις Coriolis αντιπαλεύει αληγείς, ανταληγείς, αποκορφής νήθει ολονέν αεροδίνητο του Ανθρώπου την αψηλοθόλωτη και φλουδερή τροπόσφαιρα. Σ αυτήν ψηλά το τρήμα κάθε μαχαιριάς εδώ, των Δυνατών, διαθλά τις ισοβαρικές γραμμές κλονίζει τις ισονεφείς καμπύλες της. Σ αυτήν ψηλά τούτο το μάταιο δάκρυ εδώ, ο κρύφιος στεναγμός αναταράσσουν την κυκλωνική κυκλοφορία των υψηλών της πιέσεων κυρτώνουνε το σάγμα. Λυγμός εδώ, στη σκοτεινή την αφανή γωνιά, εκτρέπει εκεί τη ζώνη των ισημερινών νηνεμιών και πάντα μηχανεύει, νεογέννητη, στρεβλή, των ισημεριών ανάδρομη μετάθεση. Τομή στις φλέβες τις κυανίζουσες παιδιών από των δυνατών την κελαινή τη λόγχη, σαστίζει την ιονόσφαιρα και εκσφενδονίζει στο κενό και στον αντάπηγα τα κύματα τα ραδιοφωνικά. [ 18 ]

Από τις τόσων αιώνων ανεξόφλητες πληγές έπαψε να φυσιέται κει από τον Βορρά ο ορνιθίας άνεμος. Στη σκιά κρυφά αποστρέφει εδώ το βλέμμα το ηλιοτρόπιο ταράσσεται ο βόμβος των σμηνών τρίμμα ουρανού σκορπιέται ανεμόσπαρτο κίσηρης, κροκαλοπαγούς, λατύπης. Κάθε άφαντο αίμα τώρα, ή τη γενιά-γενιά, παράριχτο κι αποχωμένο σε δυο μέτρα λήθη, συθέμελος μοχλός λοξώνει της ελλειπτικής αργά την εκκεντρότητα... Του βούνευρου ο συριγμός κι η πλαταγή του η καθαίμακτη στο δέρμα, που ακόμη και τσουκνίδα κάμνει να μορφάζει να ριγά, τα μονοσέπαλα εξαντλεί, γάζες κορέννει, δάπεδο και μεταθέτει πια εαρινές μεσουρανήσεις κι ηλιοστάσιο. Το άδικο είν ελαφρύτερο του αέρα. Μόνος αν, σε Ταΰγετο ψηλά σιμά στη νέα τροπόσφαιρα σαν πάρει νύχτα, δέσει απόλυτη σιγή σαν ειρηνέψει ο άνεμος και ρίξει τα φτερά του μέσα της, νά!, ψηλόφλογος, ο κοπετός μυρίων γενεών οίμοι, οτοτοί, ιατταταιάξ, αδινός γόος, στοναχή, αρχαίες κραυγές παίρνουν ν ακούονται συρομάδημα. [ 19 ]

Στοργής παλάμες αγκαλιές που διάνοιξεν η βία θρήνου ηλεκτρίζουν στην τροπόσφαιρα βουητό. Αστροπελέκια τότε αλοκίζουν τεθλασμένα σέρνουν στ αυλάκια τους ξοπίσω δίνες φρίκης που διαταράσσουν τις μαγνητικές ροπές και των αξόνων εξυφαίνουν κλόνιση μετάπτωση επικίνδυνη. Δρόσος του δάκρυου και άχνα του λυγμού απατμίζονται. Το ξέθυμά τους σφιχτοδένεται αερόσφαιρα και ουρανόγυρτες αστραποδέρνει κάτω απωστικές δυνάμεις που ιοντίζουν. Μέσα στ αγχίστροφα πεδία, στην τυρβώδη ροή άπραγοι απομένουνε πλοηγός και ραβδοσκόπος. Έξω πολύ, κορφουρανίς φεύγοντας πάνω ανάκρεμα κει απ όπου ξάφνου γράφεται σφαιροειδής η γη θα έφριττες το απεργασμένο θέαμα... Ξαλλάζει η σφαίρα του άδικου, ολοένα ψηλαπλώνεται, βρόχος κακοτυλίγεται ερυθρός. Τα αθώα νετρίνα πλαγιοδρομούν να φύγουνε τη γη θαμπώνει το ζιρκόνιο, σβήνεται αργά η αμαρυγή και η στίλβη των αστέρων. [ 20 ]

Κι είν άντοσε ο πλανήτης πλέον ολόσκεπος και αιθεροντυμένος απ τον αιώνων πόνου κι άδικου πλοχμό τον καταιγιδοφόρο κι ερυθρό, πλάνα εγκατεστημένο στου φάσματος την κυανή περιοχή. Πώς είναι δυνατόν, που μη δε φαίνεται; [ 21 ]

Β Έχιδνας λέπια Δρασκελά το αίμα, τί θαρρείς, γεφύρια κτίζει και περνά. Κει που σε μαύρο βάραθρο, λες, σβήστη ο ποταμός του, δεν χάνεται στ απόμερο, κρυφή του μια σταγόνα!... Λέπι πετάλι της οχιάς στροβιλιστή φολίδα στο ράπισμα αποδέρεται του ανέμου να χυθεί. Λέπι πετάλι της οχιάς μύδρος φτεροδαρμένος, τριγύρα ψαύει, οσμίζεται, σαν φύγει φυσημένο να κολληθεί, ν αβδελλωθεί, να καταθωρακίσει όποιου ομομάστιγου αδελφού διαθέσιμο αντιβράχιο. Συρίζει το ρουμπίνι, σχίζει την παρειά. Μέσα της λέπια ακρόχολα, σμήνη π ανακοχλάζαν νά, ξεφαντρίζουνε, αστατούν, νιφάδες ροδανίζουν. Με δίνες τ άνεμου η πνοή τα στρίβει αναδεντράδα στην κάλμα της τορυνητό, τα στρώνει πέπλο γύρης. Σπέρματα τα τρυπά τρελά σε κάθε κεγχραμίδα για να μπολιάσει άμυαλη ανεμόσυκα τον Μάρτη. [ 22 ]

Άδροσα λέπια, ψαθυρά, σπέρματα πικραλίδας κουφοπετούν περίστρεπτα στου Αύγουστου το καύμα. Καρτεροκέφαλοι έφηβοι αστόχαστοι αψηφώντας, τ αρπάζουν σαν φτερώνονται, ή σύρριζα στη χλόη, κι ενώτια τα κρεμούν κρυφά στις νέες τους ερωμένες, ουλτρόνιες, υφάντριες, άρκτιες, ζηρυνθίες. Έχιδνας λέπια πέταλα. Μες στην ειρκτή αναβλύζουνε βαρύς σαν πέφτει ο σύρτης κοχλάζουν κει στον πυρετό, στο δάκρυ παπουδιάζουν ενώ στην τετραντήχηση με ακμές πετρώνει ο χρόνος. Τότε, είτε φύσημα συρτό γραπώνουνε να φύγουν είτε σαρίδι στη γωνιά σαρανταπληγιασμένα φρυγός σωρός εκτίουνε ισόβιο τον θυμό τους. Κι αν είν φορά που το κακό μπήγει κρυφό δοκάνι σε ποταμιά ασίμωτη με πέτασμα πλατάνων, είν που ψυχανεμίστηκε τη σκεδαστή τους σκόνη. Και το δοκάνι του αυτό νύχτα το ακρανοίγει στο σκότος το ψηλαφητό και στις μικρές τις ώρες μη τ άνεμου παιχνιδιστεί ούτε καν μια φτενάδα σύφλουδο λέπι με κορμί, ν αφανιστούν θαμμένα. Μα κι αν Σελήνης στέρηση κι αν ο ουρανός βουρκώνει φλύαρη κι αν η ποταμιά κι αν πλάτανοι πεπλώνουν ολίγα το κινδύνευμα και η ταφή θα κρύψουν. [ 23 ]

Όχι γιατί τους τα σκυλιά σαν ξανανηφορίζουν αλλόκοτα, άθελά τους πια, βαδίζουν και κρατιούνται κι αλλιώς χορεύουν άθελα τον κόμπο του λαιμού τους Παρά γιατί στου φονικού την όχθη αυτήν τη μαύρη οπού συρμή στο έδαφος κι αποθραυσμένη λάμα σαν λάμψει αναπόφευγα τ ανίδεο το φεγγάρι και διαπυρσέψει μάλαμα τον κλαδερό της θόλο Δες! Α! Ψηλά! Τζίτζικες, λες, νερτεροδρόμοι μύριοι, αγγελιαφόροι των νεκρών πάνω απ τ αγγελοπόταμο στων πλάτανων τη φλούδα σείστρα πάλλουν ανάριθμα ανεμόσυκα τον Μάρτη. [ 24 ]

Γ Χέρι Λέπια όλο έχιδνας ξυράφια κοφτερά κατάφρακτο κι αμφίστομο της Ελευθερίας το αντιβράχιο. Σήπεται, όζει στις κυψέλες των λεπιών του τύραννου το δέρμα πνιγμένο σε μισόπηχτο θρόμβο όλον κοραξό για τη σκληρή σφραγίδα του, ισπανικό κηρό. Λέπια όλο, ανεμόσταλτα, ξυράφια κοφτερά, κατάφρακτο της Ελευθερίας το αντιβράχιο. Έτσι που χάδι ευγνωμοσύνης πάνω του, χάδι δειλό, ή στο κηρήθρωμα άγγιγμα, για αποτροπή, για παρακάλι κέλευσμα, σε άχερδο αγκριφώνεται κι ευθύς πίσω μαζεύεται με αναδορά σπαρταρισμένη, κροσσωτή μέσα σε σηπεδόνα και κακοσαρκίδα. [ 25 ]

Άνω η μασχάλη. Αρχή. Βάθρο και ριζοβόλι. Μέσα της καλυμμένη σμήριγγα, ακρόξινη, πνιχτή. Στο σύδεντρό της του Μετώπου ψείρα τράγου γράσος, καταπάτι δυσωδεί κι ανθρώπινη κινάβρα δείγματα έργου άοκνου αιώνων και μετάλλων. Βραχίων πιο κάτω. Κρατερός. Ολοσφύρητος. Που σαν τον κύκλο γράφει, δεν θερίζει. Σπέρνει. Όχι σιτάρι και κριθή σμιγμένο με ροδιάς καρπό ξόρκι για τον δαυλίτη, μα περικόβοντας λαιμούς σπέρνει τους τα κουκούτσια. Βραχίων ανάσπαστος καλαμητόμος, ακροθάλυπτος, φοξός. Αχ! πώς ακυρώνει τα σταθμά και τα διαπύλια αχ! έτσι κρικωτά να τρίψει χάμω μέρμηγκες, τα αδηφάγα χτήνη. Ακόλουθα παλάμη. Αγκαθερνή. Καταστύφελη. Πυρίκμητη. Έξω της αποσχίδες ξέπεχες μπλαβές στο ανάδιπλό της ρόζοι, μα και βούλωμα ανεξίτηλο [ 26 ]

ξύλου νερών, από χερακωμένου πέλεκυ λαβή, γραμμές πρωθύστερες της μοίρας των κραταιών. Παλάμη. Αν σου ανοιχτεί η φούχτα της κατάστομα, ευθύς πετιέται ρωγαλίδα, σφάλαγγας, σκορπιός αν κλείσει σου ατσάλινη, μέγγενη, συνθλαστήρας. Παλάμη. Συντρίβει καμαρόπορτα μεμιά και το σκοινί τής γκλαβανής αργά ανασηκώνει. Τούμπα της πέντε γόγγροι οροσειρά, εξάρματα λεπίδια. Κι αν σ αυλακώσει με έν ανάζερβο ημικύκλιο τετράδα ξέδιπλες χτενιές οι σάρκες σαστισμένες πίσω από σπάθες αλετριού χώμα αποξεδεμένο... Δάχτυλα, τέλος. Νύχια. Της φρίκης νύχια. Αγγρίφια κεστρωτά σε δάχτυλα ρικνά που αναπαμό να γραπουνούν δεν βρίσκουνε να τρέπει ωχρό η θωριά τους σε φυγή τον Εκατόγχειρα. Κάτ απ τις κάμες τους, σαν δρόσος απ του βράχου τη σκισμή κλαίει αίμα. Στη γύρα τους, αν πάνω σου ο δείχτης τους σταθεί κρεμάζονται στη ράγα του στάλες κι αλαφροτρέμουν. Κι όσοι ποτέ, σαν δίναν όξω αστραπή! κοφτά, λοξά τ αντίκρισαν, μα ζήσαν, [ 27 ]

είπανε, λέει, γρύπα ήσανε! κουγουάρου! πάρδαλης σαν, λεχώνας λέαινας λες, αίλουρου ωχροκίτρινου; Όχι... όχι... ρήσου πλουμιστού ή σαν να αετοφέρνανε; Μα ίσως και πάλι δεν. Δάχτυλα φρίκης δαίμονα αθεμιτοφάγου και θοιναρμόστριας σκοτεινής σε Θυέστειο δείπνο που αλέθουν στη δραγμίδα τους σκολόπενδρα για ν αλατίσουν πέλανο, μοναδική τροφή της. Δάχτυλα φρίκης, νύχια αγγριφερά κριχτά, ακαχμένα, ανάσπαγα πέντε αρπάγια ζωντανά κατάκρη της παλάμης. Μούρτζινα δάχτυλα γρυπά και νύχια βαβιλάτα, που σαν το χέρι απρακτεί σε ειρήνης ψεύτρας διάλειμμα κι ο αγκώνας στο επίξηνο βροντά κι αδημονεί του τύραννου το ξεραμένο δέρμα, γράπιδα φιδιού από τα λέπια σαν στλεγγίδες απογλάφουνε στη γη πεσμένο του, Α!, με λύσσα το μυλοκοπούν κι έτσι σβήνουν τη θύμηση και εκείνη τα τροχίζει. Σαν έλθει η ώρα η ανοιχτή, όλα μαζί, μασχάλη κι αντιβράχιο, βραχίονας και παλάμη νυχοξεφηκαρώνουνε στο αίμα να μουλιάσουν μες στη φωτιά μαργώνουνε, μες στον κρυμό πυρώνουν νά ν η αφή τους χέραδος και ράχτα που αγκαθάν τοπούζι, αν θες, ή αρμαθιά αγκιστριών και η θέα τους η κατάγγελη μαρμαίρει μια και μια είν ορφνή σαν την ψυχή της. Τούτο το χέρι [ 28 ]

Ρόπτρα δεν κατέχει να βροντά, θύρα ν αποκρικώνει μα εκριζώνει ολόσωμα γίγγλυμο, παραστάδες, σωριάζει υπέρτονο, αντισφήνια και ζευκτά να κρίξουν οι αντιστάτες, να τιναχτούν αμείβοντες, θρίγκωμα, επιτεγίδες. Τούτο το χέρι Δε σταυροκοπιέται καν, μηδέ πικρά ξεθέλει μα από πυροβολητή κρυφό κι αγχίκρημνο στα βράχια εκρυφοκοίταξε, έμαθε πώς με το κλωθογυριστό, καταθραυσμένο κράμα αντίσταυρα, εγκαιρόφλογα, να αποσκεπαρνίζει και στόλους μνηματόπετρες με τον σταυρό κατάρτι σε ξέβαθη άργιλο, ίσαλο ορθογώνιας λησμονιάς, γερά να προσορμίζει. Τούτο το χέρι, μέσα στο φιδόντυμα που είπατε πως τ αφήσατε, πίσω, ξεγελασμένο κι ανάμεσά σας και σ αυτό διορύξατε πορθμό χαράκι μίλια ωκεανό χρόνους μνήματα μνήμης, Τούτο το χέρι Που ξοπίσω αφήσατε μακριά θα πλανηθεί αμήχανο, άπραγο και χαμένο. Σε μακρινή ακροποταμιά θα ξεχασθεί κάποιο ένα κρυφοβδόμαδο, σε πλατανώνα ανάμερο, θα μπει, θα αναθαυμάσει, σε όχθη θαλασσινή θ αστροθετήσει, μες στη νύχτα, σκεπτικά στην άμμο ακόλουθα μ ένα κλαδί θα γράψει... «π λ ῆ κ τ ρ ο ν, σ φ ί γ ξ...» [ 29 ]

αποτελειώνοντας μια εκεί μισόσβηστη λες θαλασσοχελώνας σύρσιμο γραφή. Ανατριχιαστική, αρχέγονη, ακατάληπτη, Άλλου Κόσμου. Τούτο το χέρι Που ξοπίσω αφήσατε μακριά και γλύκανε στο κύλισμα τα μίση ο χρόνος φύσηξε αγέρι πέρα οργή, κατάρα κι όρκο και σύρθηκε κυλιντριστός με φλύσχη ο αφορισμός μες στη νεροσυρμή της ωριμότητας, της λήθης, της συγγνώμης... Τούτο το χέρι Που ξοπίσω αφήσατε, μακριά, τόσα, άλλα τόσα, θα αφήσει να συρθούν, να φυσηθούν μακριά, συγκυλισμένα. Αμήχανο, χρονιές πολλές θα πλανηθεί, άπραγο και χαμένο. Σε ερημική ακροποταμιά θα ξεχασθεί, σε πλατανώνα μέσα αργολογώντας θ απορήσει, θα θαυμάσει, / ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ /, σ όχθη θα πατηθεί τύπος στην άμμο / ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ /, σύρσιμο θαλασσοχελώνας και γραφή σημαδιακή. [ 30 ]

Και λίγο πριν το τέλος, για το τέλος το χέρι αυτό δεξίμι κυματόφερτο, την ώρα που πισωκυλά ο στερνός της λύτρωσης ο σύρτης, ν αφήσει κλάπα πια αδειανή κι η θύρα η ανοιχτή, τέλος, στο φως, αχ!, τῳ Θεῴ τη δόξα να σφραγίσει από το ξεχασμένο στενορύμι εναντιοδρομώντας, θα έλθει να σας βρει. [ 31 ]

Ύψωμα 731

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ

Α Ολεσίκαρπος Αιώνων πείρα στις παλάμες των ανδρών που ξεριζώναν βράχια, που από το κύμα σύρριζα ώς τους αναλυτάδες χερσάδες ξεπετρώνανε ορθώναν ξερολίθι για λίγο στάχυ θεριστό για μιαν αγκάλη χόρτο. Κάθε νωρίς, κάθε μετά και κάθε πέφτει η μέρα άνδρες ανέσπεροι, βουβοί, που αρνούνταν ν αποκάμουν ίσα σβηστούνε οι μορφές κι η νυχτερίδα τρίξει, πάλι ξανά πριν λάλισμα και πριν ξεμολυβίσει δαδοκοπούσανε σκυφτοί, σχίδακες, πλαναδούρι και γναφαλώναν χωνευτά μπαρούτι και ξαντό στου ονείρου τη στρωμνή τους... Αιώνων πείρα των αλίδρομων γερόντων τότε αγοριών, με τ άσπρα δόντια και το γένι μαδαρό με την κρουσταλλιασμένη μπούκλα τη ζηνάτη που αψηφούσανε φανούς, σινιάλα, ουραγκάν με αναίδεια, με απερισκεψιά, με δίνη φρένων... [ 35 ]

Στης θάλασσας το σκότος μεσοπέλαγα το κύμα αντισπαθίζανε το ανακουφωτό κι επαραβγαίνανε άτρομα στην πισκαλμίδα πάνω καβάλα στον στραγγαλωτό παράτονο λοξά κι από ασπιδίσκη ώς τα νερά γυρτά ετραμπουκάραν. Γύρω ως αφροκόπαγε κι ως σκίζονταν το ράμμα αυτά τ αγόρια άνωρα τα νιάτα τους ξεκάναν για ένα γαβάθι τάγισμα, γι αλάτι, για ταξίδι Αιώνων πείρα μάταια περιστρέφοντας τη στρέβλη λες και στην άκρη του σκοινιού να υφαίνονταν μπλοκάδες. Αιώνων πείρα μες στα βήματα του ανθρώπου στο στάχυ και στο διάσελο, στο μάγγανο, στο κύμα... Σοφία αμέτρητων γενεών που φύγανε και σβήσαν μα όλην στο τώρα, σαν καρπό σαν φοβερό φορτίο ο νους των ζωντανών κορμιών την έχει σταλαγμένη μόνο η γενιά η έσχατη της δίνει επισταθμία. Μονάχα εκεί, μεσοφρυδίς, και απομαθημένη εκεί αποθησαυρίζεται, αργά, στοχαστική. Εκεί μονάχα και γι αυτό Καρπός κι αιώνων πείρα αίμα καν δίχως στη γη να τρέξει και λύθρος [ 36 ]

να πλαστεί μ αυτό το χώμα διόλου με πλανεμένο σώμα και μυαλό, με μάτι, αυτί, γλώσσα και δέρμα πλανεμένα μ αυτά μαζί να αγοραστεί μπορεί, να μπει στην ζευκτηρία, με μία συγκατάβαση στ ακρόχειλο δειλή με μια μικρή απορία που παίρνει αναβολή μαζί και με της έχιδνας τα λέπια. [ 37 ]

Β Ολεσίνοος Μ Α Τ Ι Αλλότριο χρώμα σελαγίζει στον αιθέρα, αθαλωτό, ασβολερό, μουχλό! Στο σύθαμπό του χέρι σκοτεινό τον τρίβολο τινάζει να πεδικλώσει τις διπολικές ροπές να σχιδακίσει κάθετα, φυλές, το συνεχές το φάσμα. Φλάμπουρου ουρά, φωτοσυρμή και Ποταμό Γιορδάνη τα ξεθυμαίνει στον θολό, λες να ξεροσπιθίζουν. Στρέγει το μάτι, δεν αστρονομεί και δεν καλοξεκρίνει μήτε ξανοίγει Νυχτοκόπου επιτολή, Ξάστρα και Λαμπαδία. Αλλότριο χρώμα σελαγίζει στον αιθέρα, φλογάτο τώρα, σπιθοβόλο, χτυπητό. Του πάγου το ζαπφείρι το αιματώνει, σε ροϊδαμί, σκαρλάτο και βερτζί. Μόρικο, μπουκαλί, περκνό, ξουθό, κέρινο, μπλάβο τα στρίβει αδιάντροπο χειλιών φλογόχαρο μερτζάνι, για να θωρείς σαν ρόδινη του κοριτσιού παρειά τις σταχτογάλαζες μορφές των ετοιμοθανάτων. [ 38 ]

Στο φάγγρισμα μια αντιλαμπή τού δίνει κι οπαλλίζει. Το κανναβό, το ξέθωρο, το διαμελανωμένο πολιό κι εξίτηλο, θομπό, ψαρί και σιταράτο τα παρδαλώνει στρέπταιγλο, τα ασημοκαπνίζει, παρμένα τα λυγά σειρά, σε Παναγιάς Ζωνάρι. Αλλότριο χρώμα σελαγίζει στον αιθέρα, κρατά συλλογισμένο τον καιρό, νερά κάνει στο βλέμμα. Με φλόγα μετεικάσματος μίσγει τις αρμονίες κατάκορο, με αναπαλμό, γύρω χρυσοκαπνίζει γυρνά βλάγκο με σκέδαση σε ήλεκτρου χλωμάδα τιτανωτό και ξέξασπρο τα δείχνει ξανθό στάρι. Αλλότριο χρώμα σελαγίζει στον αιθέρα. Τη μια σπιθόβολο, φλογάτο, χτυπητό, σμουγό την άλλη, σκοτωμένο, αθαλωτό. Τούτο το χρώμα, σαν παχνίσει τον βολβό, την κόρη ξεγυαλίσει, των πεθαμένων σαν ξεστρέψει το αχερί κλοτσιά της νιότης μες στη φλέβα περουζένια το γρίβο της απόγνωσης το λευκοξεσβησμένο σ ελπίδα πράσινη χλωρή, που όλο να λες σιμώνει, τ ανάχτιδο, το στύγινο, το λάγιο, το ζοφό σειρητωμένα, γάργαρα, δίλογα και φευγάτα κι αν σ όλα τούτα τιθασό το λαγκεμένο βλέμμα ανάπαρτο, απλανές, δειλό, πεισθεί, συγκατανεύσει, τότε η ματιά σου η υγρή, δοξεύτρα και κοχεύτρα σαν ήλιος μες στη σκέπαση, στεγνώνοντας θ αδειάσει μακάρια, φωτολαβωμένη, αλλαξοφλάμπουρη. [ 39 ]

Και τότε πλέον, νά!, το μπορεί, δάχτυλο δόλου ελεύθερα της ζυγαριάς γλωσσίδι ν αντικόβει στα ανοιχτά τα μάτια σου μπροστά! Μια φούχτα του αλατοσωρού ζυγιάζει από τη μια κι αντίκρυ για παλάγγι του αίμα ξεδιαλεγμένο να καυχηθείς αφέγγιστος κι αλώνητος συνάμα σώνει ένα στράλισμα αλατιού για νά ρθεις απαγάδι. Α Υ Τ Ι Αλλότριος ήχος πλαταγίζει στον αιθέρα, καμπανιστός, ανακρακάτος, στριγγερός! Πλάγιος δεν είν του πρώτου και του δεύτερου, ή βαρύς, χησάρ, κιουρντί, ασιράν, ζιλκέζ και ραχατουλεβά. Χρωματικό δεν τον χωρά, διατονικό, εναρμόνιο, δεν πιάνεται στις λογαριθμικές και σ όλα τα ημιτόνια το μέσον του είναι ταραχτό, κουφόδρομο κενό. Αλλότριος ήχος πλαταγίζει στον αιθέρα. Όσο συ χαίρεσαι παιδιών ποδαλαχή και γέλιο, αχό, κραυγή και βούισμα, τροκάνι, βρονταλίδι, γλυμίζει κυματοκορφές αυτός οξύφθογγες, κρυφά να θάψει κλείστρων χρόμαδο, τορό Χάρυβδης ροίβδο των ταφοκόπων σκάλεμα, χραπ της πλακοπαγίδας το σύρε απόγνωσης νυχιών πάνω στη γραδελάδα. Κλέβει φωνή των αλλαχτών, του δάσους, του νερού. Όσο λαλά σαν ρήγισσα των ξωτικών, μαγεύτρα, σαν νεροκόρη αλάβαστρου σαν φεγγαροκυράδα [ 40 ]

συγκερασμένες κλίμακες κρύφια κατεπάδουν Κήρες, Σειρήνες κι Ενυώ, όπου καραδοκούνε πίσω από την παλλόμενη οθόνη του, των φθόγγων. Αλλότριος ήχος πλαταγίζει στον αιθέρα... Τύμπανο, σφύρα κι άκμονα στα δάχτυλά του παίζει αναβολέα λαβύρινθο στέκοντας κοκαλώνει. Ποδολασιά, χλαπαταγή παίρνουνε να φλιφλίζουν, βρύχημα, σύριγμα φιδιού, ο ρόγχος του θανάτου τριζάτα γέλια ακούγονται, θρους σιγηλός σε χάδι. Σαν οι παλμοί που πλαστουργεί πίσω στη γρίκησή σου παρακρουστούν κλωγμός νερού, ψιθυριστούν τραγούδι θα ακούς σαν μετρητό τριγμό, σαν μύλου απανωλίθι στριφτή την παλινδρόμηση που τις ψυχές τις τρίβει σαν τύμπανα γιορτής θ ακούς το χτύπημα στο στέρνο σαν των αμνών ποδοβολή τον βηταρμό που φθάνει κουρντάλημα πολύφθογγο του βίκερς το τραγούδι, του μάουζερ τον ξερόηχο, του παραμπέλουμ δούπο, σαν κάματου πελέκημα απάνω στο γλυφάρι. Σαν οι παλμοί του σύσμειχτοι πίσω στη γρίκησή σου μεταστραφούν γλυκόβοα, ψιθυριστούν τραγούδι ρινόλαλοι αβαθύρριζοι θα επαίρονται τριγύρω ακυρολόγοι, απόσκεποι, βραχνοί και λογοπαίκτες. Και θά ναι το μουθούνισμα, το στριφογύρισμά τους, το αχητό βαρβαρισμών απ το τζαμάρισμά τους Λ ό γ ο ς σοφός, πελεκητός, ακέραιος, βέρος, στρογγυλός. [ 41 ]

Δ Ε Ρ Μ Α Αλλότριο χάδι αδραλωπό το δέρμα αναχαιντρώνει! Φεύγει συρτό στην παρειά χτύπος γλυκός στο γόνα, φτερούγας βαριοχάδεμα στους σκεπτικούς σου ώμους. Τη σύξερή σου αιμασιά, απέρναγη και γρέντζα, τη βατουλιά σου δίκοπη, καμπάδικη και ξύστρα κει που επιψαύει απάλαφρα σε νότισμα μουλιάζει μόλις του ήλιου κρατηθεί, σε σκίζες να μαδήσει. Στα λιθερά σου κράκορα στους αγκυλόβραχούς σου στ αγκιδωμένα μπλόκια σου τ αναγριοτσάπωτά σου στο μάγλινό σου ανάστημα και το σφιχταρμοσμένο, στρώνει μοχό να κρύβεται η σφήνα του στις μπρέκιες. Αλλότριο χάδι αδραλωπό το δέρμα αναχαιντρώνει. Σου ξεγελά του γρόνθου του το στράτσο ριζοβράχι γυρίζοντας ανάκυρτα την ξέτρουλη πλαγιά του τον μέσο ξέδιπλο κρατά, δαχτυλιδά κι ωτίτη λυγά του πλήκτρου αντίχειρα, τον δείχτη της σκανδάλης. Ξυστό κινά επιπόλαιο, ακροθιγές, αεράτο, μα σμάρι αθροίζει πίσω του, που πα να σταφυλιάσει να σε κεντρώσει ξαφνικά κι αφού σ απονεκρώσει γυρνώντας το κρωμακωτό τραχιόπετσό του τούμπα τ αγγριφωτά στουρνάρια σου θρουλίδι να σ τα τρίψει. Αλλότριο χάδι αδραλωπό το δέρμα αναχαιντρώνει. [ 42 ]

Όπου χαμένο αμφιδοξεί, μπήγει καταβολάδι. Σου αποχαυνώνει την αφή με τσίμπημα μουδιάστρας, σε ντύνει ολοσύγκορμο με βραχοπεταλίδες μη νιώσεις σκούντρημα, κεντιά κι ανάγκη να αντιπράξεις. Γ Λ Ω Σ Σ Α Αλλότριος πίδακας δρασπός τη γλώσσα αναδριμιάζει! Άγουστος, όξαλμος, τσαγκός, αρίπικρος κι αψύς όλος σπιρτάδα, ξιδερός αφρόνιτρο σκορπίζει. Απ το γλωσσόραμμα συρτός, στο γευστικό το λάμβδα στης γλώσσας τη λιαστή πλευρά και την ξετραχεμένη ξεσπάζοντας χολή πηχτή, απάνω της ιππεύει και των θηλών της τα καρφιά όλα τα τζαβετάρει. Τρέπεται αίφνης μελιχρός, μοσχάτος, αμβροσιώδης! Ψεκάδα ραίνει μεντζουβί, σταλάζει γιασμολάδι, γυρνά κρασί που ξίδιασε σε τακερό νερό σε ανάσταση ξεραστικό, άχερο, νερομπούλι. Νά τον ξανά μουδιαστικός και σβέλτα καρατάρει. Με αναπαλμό φωνήεν μακρύ ανάδρομα αντεκτείνει σύμφωνα φατνοδοντικά στη δίψα μέσα τρίβει αστρόγγυλα φωνήεντα με κόμπους οξειδώνει. Αλλότριος πίδακας δρασπός τη γλώσσα αναδριμιάζει στάζει στ αχάραο πέλαο, ξαλμίζει Οδυσσέα. [ 43 ]

Στέρεμα κι ανακρέμαση, γλυφάδα κι αφραλάτι όπλα σου ακαταμάχητα και κοχερό σου έρκος με ένα νερό μιλητικό, κρεμάμενο ή φλεβίσιο με όμβρο ριπαίο διαβατικό και θυελλοφόρο νέφος πλύμα βραχυκατάληκτων να φτύσεις κάνει χάμω. Πιάνεται δικρανίζοντας στης μύτης το τιράγιο ιδρώνεται δροσόπαγος κι ένα ένα σβήνει τ άνθη. Σαν στραγγαλίδα σφίγγοντας με σκόλπο ξεριζώνει πρώτη και δεύτερη άρθρωση μορφήματα και φθόγγο, συστρέφει την πραγμάτωση όλων των φωνημάτων γδύνει τ απομεινάδι τους και το νεροσκορπίζει. Μέσ απ την πέτρα τιναχτός, με αλκάλι ή με στρυφνότη σου ανάβει τα ιώτα / μι, το ζήτα επιβρέχει απανωτός σ ανάδραση τα ουρανικά μολεύει ν απαλογείρουν ξέπνογα, με τρία γυαλιά φαρμάκι. Ταυ - θήτα - δέλτα, οδοντικά, φτύνονται λιμαρίδι προπαροξύτονα μακρά, περισπωμένη ήτα μηδίζουν στον παραδαρμό, στο χάος ακραφετούνται, Λ μονάχα, κι Υ, φυγοδικούν, κι Ω. [ 44 ]

Γ Ολεσήνωρ...Τα μηλογόνατα που σπαν δεν είν του καλαμιώνα. Δεν είν νερού ο βορβορυγμός όχι από κύμα ο δούπος. Κάδος δεν είν που το σκοινί στο φρέαρ γοργοτινάζει Απελπισιά κι απόφαση και μίσους αγρυπνία κι αν δάκρυζαν απ τη χολή να ιδρώσουν στο τομάρι δεν σώνουν πια στην άρμη τους να το ακριβοπουλήσεις. Κι οι επάλξεις που προτείχιζαν του νου σου τον καρπό, τις πήρε σιδερόχορτο. Κανένας δεν σ τις στόχευσε και μήτε χρειαζόταν. Αρκεί, η ματιά σου, μια θολή στιγμή, να πλανευτεί μύτη κι αυτί σου μόνον, γλώσσα, δέρμα και σύγκρατος μ αυτά μαζί, λησμονικό, σ αυτούς ανήκεις, σώμα νους νεκρός ομόγλωσσος συντροφοναύτης τους, θαρρείς, μα που γυρνά μονάχα σχοινοπλόκο αλλοτριονόμος, σκλαβολέφτερος και δώρο μόνο σου, ύπνος, λυσιμέριμνος, βαθύς στης πλάνης το προσκέφαλο, καταπαραχωμένο, με της δικής σου της οχιάς τα άπτερα τα λέπια. [ 45 ]

Κυκλόδειραν οι πλανευτές, κυματοπηγαινόρθαν ουρανοθέμελο άλλαξαν και τώρα αντροφάγοι απ ουρανό - θάλασσα - γη, πια ξεφανερωμένοι τινάζουν ανεμόσκαλες, καδένες ξετυλίγουν. tου φύλλου η φλέβα κέρωσε. Ο γρύλος δεν τριγλίζει. Δεν πριγιονίζει ο τζίτζικας. Υνί πια δεν αστράφτει. Τινάζει τώρα η ελιά τον ροδαμό πασπάλη. Ο Υ Ρ Α Ν Ο Σ Χύνονται φλόγες τ ουρανού κι οι δημοσιές αρπάζουν. Αλιαετοί τηλέμαχοι σφηνόφτεροι συρίζουν, ορθόπτερα στιλιβωτά αγεροτραμπαλίζουν, ανεμοψαλιδίζουνε, φτεροσπαθοκοπάνε. Φευγάτους ποδοστράγαλους με νύχι τούς γραπώνουν. Με βλέμμα νυχτογέρακα, πνιχτό καταυγαστήρα τον κράχτη και τον βρόχο σου, με μια λοξολαβίδα μέσα κι απ την κουδουνιστή σπηλιά, με σε τα ξεφωλεύουν. Κρεμιούνται απ τ άστρα αντίδρομοι κι αυτοπροσκαλεσμένοι. Μ άλικη ρίγα άφλογη, βερνιέρο και σετάντε την πλατωσιά σταδιομετρούν, τα χάη τα σκανταλιάρουν τρυγούν στο θρασομάνημα, στο υστέρημα γριπίζουν. Όλη τη σφαίρα νταμωτά την έχουνε στιγμένη πρώρα να στρέφουν γρήγορα, με κλίμακα μεγάλη, και μ ένα ζεύγος αριθμών να στέλνουν μέγα λίθο. [ 46 ]

Γι αυτούς μονάχα αεί ο Θεός, ο Μέγας, γεωμετρεί νά χουν τον ήλιο αντίνωτο τον άνεμο φορό. Δεινοί και λιγοκύλιστοι στου ρεύματος την κοίτη καν πριν τους δώσει θρόισμα, τους νιώσει η αγκληδόνα νά τους σιμά!, κι αδημονούν, δεν τους χωράει ο τόπος. Με σβολοκόπο ακροτομούν, καιν με φλογοκολόνες, απ όπου ήλθαν χάνονται, κι εκεί πικροβαστιούνται. Θ Α Λ Α Σ Σ Α Άφθογγος γόγγος στους βυθούς, από ίσαλο πιο κάτω από της πλώρης τον βολβό κι απ τα παρατροπίδια βρυχάται μες στα Τάρταρα. Μολύβδαινα κρεμιέται. Στο πίπουλο κουντριλινιού, στο πάνω παρουκέτο διάσκελα στο επίμηλο, γερά τραχηλωμένος μύλος διαπέμπων, άυπνος, τ αντίφεγγό του το ίδιο σ άηχου παλμού γυρνά ματιά, κυματωγή να δείξει. Στη βέντα του κιορ μπαστουνιού, μπομπρέσο, τουρκετίνα μες σε φανάρι ψεύτικο μια άκαυτη αθράκα θες το φεγγάρι γόγγυλο, θες σε δρεπάνι σβήνει, με ζεύγη μύριων αριθμών τα σκότη περιαυγάζει. Χορεύουν, στροβιλίζονται, μακρύσκελοι διαβήτες κανόνες διπαράλληλοι σερνάμενα κυλιούνται, σύνορα να ξεσκουντηθούν να αναδιχαστούνε να τα ριγλίσει μια συρμή το σκοτεινό το χέρι κι όσοι τού αντιπρωρίσουνε να παν σιδεροβούλι, να χαρολιμενιάσουνε στους ξυλοχάφτες κάβους. Κρυμμένα φορτοβάπορα σινιάλο καρτερούνε να οδηγηθούν απ τους πυρσούς, τους αστροκρεμασμένους. [ 47 ]

Θρανίτες αβασταγεροί, γοργόλαμνοι, αγεράτοι ογκόπαγους λοξοδρομούν, τις φόνισσες τις μύτες. Στις καραβέλες αψηλά θριαμβεύει η σιβαδιέρα σταντζιέρα και μεγάλη προτονίδα εκπετάννυνται. Στόλοι πολύπρωροι, υπερδρόμωνες, δρακάρ, σηκώνουν στάρι κάρβουνο, λυγμό ιδρώτα κι αίμα. Τροχήλατες κορβέτες έμφορτες σμιγάδι, δάκρυ και γέννημα του φλοιού υγρού ή στερεού, κόρες μαρμαροτράχηλες κι αστραπηβόλο αλάτι με τιμονιέρη αόμματο, τούτα όλα τ απιθώνουν με ρότα απαραστράτιστη σ αχόρταγο κελάρι. Σ Τ Ε Ρ Ι Α Αλλόμορφοι άρπαγες, πεζῄ, πατούνε, ξεγυμνώνουν. Στα ομιχλοκρύσταλλα ορθρινοί, ή θες και νυχτοθήρες, θες κόρωμα καλοκαιριού, κλειδοχρονιά από δρίμες, θες του Γενάρη ξύρισμα, του Μάρτη τ αποβόρι μια σε τυφλή παραταγή, μια αρμάτοι τοξοφόροι συγκλώθουν, σπιθογνέφουνε και μετακελητίζουν. Η ανοιχτή γρυμέα τους δαίμονα στόμα χαίνει, στρακώνει η αρβύλα τους της πτύχωσης τις λόξες. Με τανυσμένη τη νευρά, του ορείχαλκου τα πλούτη πανιλαδόν στο πλήθος τους και την ποδοβολή τους όλους τους αθωράκιστους τους κακοθανατίζουν. Κάθε ισθμό στο διάβα τους σαν στέαρ τον διαρρινίζουν κάθε ρωγμή στον τρόμο τους, φάγωμα, χάσμα, μάτι με πέντε του μοχλού παλμούς σε φάτνωμα γυρνάνε. [ 48 ]

Λυγούν τα γόνατα της γης σαν τηνε ξεκλειδώνουν. Από την απληστία τους εξουθενούται ο χώμος, αίμα, χυμούς, σπόρο ζωής, τρυπούν βαθύ κεντράδι συμπνίγουν τον ανεραγό το πέλαγο σωτεύουν. Λυγούν τα γόνατα της γης. Με ελικόπηκτα καρφιά γομφώνουν σαν τελέψουν μακρές χαλύβδινες τροχιές απάνω στις δοκίδες, με σάλαγο άγριοι βόνασοι για να τρεχοκοπάνε. Θυμώνει ο ατμός, αποτονούται αγγέλλοντας την αρπαγή, με συριγμό μακρύ του φυσητήρα. Διωστήρας μαστιγώνει τα συνεζευγμένα επίσωτρα πυρώνουν βάκτρο, σύρτης, αντιστρόφαλος εσχάρα. Θ αναξεράσει άραγες, Θεοί, ποτέ το κτήνος; [ 49 ]

(Ακόμη κι αν, η λαίλαπα, σπογγίσει από τους χάρτες στράτες κι ατραπούς, θύελλα μαγνητική τρελάνει τις πυξίδες... Ακόμη κι αν κοπούν γεφύρια, στρεβλωθεί η επιδομή, και σωριαστούν του Μυρισιώτη τα καρέλια... Ακόμη κι αν ξουθενωθεί, κενοκοπήσει ο ατμός / ξεφύγει νύχτα / στη στρατόσφαιρα παγώσει, [ 50 ]

κλοτσήσει πίσω μαύρο δάκρυ τ ουρανού... Κι ακόμα, ακόμη να θυμώσει ο Πολικός / ν αλλάξει γειτονιά, και του παρασταθεί ο αγέρας, με δρολάπι ή νηνεμία... Και πάλι τότε, όλα μαζί, σωροί άνθρακα κι αρώματα και σιταρένιοι κώνοι, ιδρώτας, αίμα και χρυσός, αλάτι και κορίτσι, η πλανεμένη Λευτεριά κι αυτή π ανανογιέται με δίνη, κατρακύλισμα και φοβερό ελκυσμό θα οδηγηθούν συβάπορα, στη σκοτεινή Ανερρούσα, που άλλη δεν είν απ τ αφανές, των αφανών κελάρι). [ 51 ]

Ύψωμα 731

ΤΡΙΤΗ ΓΡΑΦΗ

Από μια στάλα πρωινή κι έν απλοχέρι χώμα πλάθονται σε βραχότοπο και δένουν πυρωμένοι άνθρωποι αναπάντεχοι, ονειροπλανεμένοι. Στενόγνωμοι. Πεντάγνωμοι. Δυσκολορμηνευμένοι. Κάποιοι στην ουρανόσκαλα ανεμοπλέκουν μόνοι. Άλλοι ξεκλώθουνε γιαλούς αρμυρισμένοι πέρα. Όλοι τους μακροκαιριστές στο πλάγι ακουμπισμένοι. Μα σε στιγμή απόφασης ασύχαστοι ορθοστάδην. Σκληρίστι μουρμουρίζουνε, π α ρ ό λ ο ν, κ α ί π ε ρ, κ α ί τ ο ι πριν στο έ σ τ ω κ ι α ν!, το βροντερό ομού οδηγηθούνε. Έχει ο καθένας γλώσσες τρεις, μα εξω απ το σύρμα μία, τις δυο κρυφές του διάνδιχα χαρτί χαλκό ηλεχτρίζει κι αν φύσημα όλες κι αν τριχθά, τραβούν σκιά στον ήλιο! Σαν ο ήχος τους τσουρουφλιστεί στον αμολγό πυρσό του και τσιτσιρίσει αυτός ευθύς στο ύδωρ της σιωπής τους πισσίδι φθόγγων χύνεται, τυφλώνει ο φλογμός του σπίθισμα πάλλεται βουβό, μα κατακροταλίζει! «Χ θ ύ π τ η ς κ ν α ξ ζ β ί φλεγμώ και δ ρ ο ψ», χαράσσουνε στην άμμο και «μ ά ρ π τ ε σ φ ι γ ξ κ λ ω ψ ζ β υ χ η δ ό ν», αμέσως δευτερώνουν. Σκαφτή γραφή, β έ δ υ ζ α μ ψ χ θ ω... κι ω! πριν τριτώσουν κύμα οργίζουν και ξεχύνεται ευθύς και τους τη σβήνει μα σαν τραβιέται π τ ύ ξ α γ ρ ι ς στ αυλάκι της σκαλώνει [ 55 ]

ενώ στο σέρμα της μ αφρό κι η ξένη λέξη ανθίζει Καστίλο, Ποποτλίβιτσα, Περσέκ και Παρταλούσκα! Από μια στάλα πρωινή κι έν απλοχέρι χώμα πλάθονται, μια βραχόσπαρτοι και μια φυκοπλεμένοι άνθρωποι αμεγάλωτοι ονειροπλανεμένοι. Διψουν ζωή στη σβήση τους, νιοι χαρομαγεμένοι. Σιμόχνωτοι κι απόδιαβοι, παρείσακτοι συνάμα χυτοί από χαλικοπλαγιές σαθρές χαλνούν την άγια τάξη. Ξαλάφρυνε η κοιλιά της γης σαν αφαλόκοψέν τους κι απέκοψέν τους ξαργιτού, μεμιάς πρι ρίξου μπόι. Γοργά στη χέρσαν ερημιά απαρατά μονάχους ανάμεσο δυο πέλαα, στων βάρβαρων τις διάβες, που Θεός κι αν δώσει να σωθούν, δαίμονας και γλιτώσουν ατοί τους κει να καίγουνται στην πυρκαγιά του νου τους. Της Εσπερίας ενάντια τους καβαλαραίοι μυριάδες εις κάμπον αναμείνουσιν να δώσουν κονταρέας, ενώ αυτοί γι ασπίδα εδώ αγεροκρέμαστη έχουν περισπωμένης κέραμο, υφέν λυκοδοκάνι και για δοξάρια φεύγοντα, για δύση-ανατολή οξεία / βαρεία, κρουσιφλεγή περίστρεπτη βροχή. Ανθρώπους αναπάντεχους ζυμώνει αυτό το χώμα. Με πείσμα αμεταχώρητοι (ενώ κρυφά αμφιρρέπουν) μια επάρουροι, μια υψίδμητοι και πότε ουρανοδρόμοι πλέον τέχναις κατοικίσαντες θνητοίς τυφλάς ελπίδας στην κοίτη όπ όλους έθεσαν ανάδρομα μονάχοι. Ανθρώπους αναπάντεχους ζυμώνει αυτό το χώμα. [ 56 ]