......
Η Φυλή των Πεχόνε
Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος 2009 ΕΦΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου - Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 13562 Τηλ.: 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ.Κ. 10681 Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra.gr www.agyra.gr ISBN: 978-960-422-660-3 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
ΕΦΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Η Φυλή των Πεχόνε Eικόνες: Ιούλιος Mαρουλάκης
Οκτώ παιδιά. Χωρίς γονείς ή στενούς συγγενείς. Άγνωστα μεταξύ τους. Ηλικίες: από εννέα έως δεκαπέντε ετών. Πέντε αγόρια και τρία κορίτσια. Τα διάλεξαν με προσοχή και τα παρακολουθούσαν στενά τους τελευταίους έξι μήνες. Μετά από άπειρες συζητήσεις και συμβούλια έγινε η ψηφοφορία. Αποφάσισαν να το ρισκάρουν. Ναι, θα τα χρησιμοποιούσαν. Έτσι κι αλλιώς βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Στο κάτω κάτω παιδιά ήταν, τι δύναμη μπορεί να έχουν οκτώ παιδιά. Ο κίνδυνος πλησίαζε και δεν είχαν άλλα χρονικά περιθώρια να το ξανασκεφτούν. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να μελετήσουν τις ώρες και να ετοιμάσουν τις προσκλήσεις
Κεφάλαιο 1 «Κ ι αν έχει κάποιος αντίρρηση σε όλα αυτά ή κάτι να προσθέσει, ας έρθει να μου το πει», τελείωσε το μακρύ κατηγορητήριο η Ταραντούλα και σβήνοντας το φως, έκλεισε μαλακά πίσω της την πόρτα του θαλάμου, βυθίζοντάς τους στο σκοτάδι. Ακούστηκαν δυο-τρία ψιθυριστά «καληνύχτα» και ύστερα σιωπή και μόνο ο ήχος από τις σούστες και τα τριξίματα των κρεβατιών, καθώς τα παιδιά στριφογύριζαν προσπαθώντας να βολευτούν για ύπνο. Ο Μιχάλης σταύρωσε τα χέρια κάτω από το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια στο ταβάνι. Οι σκέψεις άρχισαν να χορεύουν στο μυαλό του ασύνδετες και μπερδεμένες, όπως γίνεται πάντα την ώρα που γλαρώνουμε πριν από τον ύπνο. Τελικά σκέφτηκε η Ταραντούλα δεν ήταν και τόσο φρικτή, και σίγουρα δεν είχε άδικο απόψε που τους τα έψαλε. Σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να είναι πολύ εύκολο να κάνεις κουμάντο σ ένα ορφανοτροφείο με πενήντα διαβολόπουλα. 11
EΦH ΠAΠANΔPEOY Εκείνος πάντως θα έφευγε. Ήταν θέμα χρόνου. Δεν ήξερε τι θα κανε, ούτε πού θα πήγαινε, αλλά σίγουρα εκεί μέσα δεν σκόπευε να μείνει πολύ ακόμα. Θα έπαιρνε τον Σωκράτη και θα φευγαν. Ο Σωκράτης πλησίαζε τα δέκα. Ήταν δυο χρόνια μικρότερός του και τον είχε σαν Θεό. Τους γονείς τους, τους είχαν χάσει χρόνια πριν. Ο Σωκράτης δεν τους θυμόταν καθόλου. Εκείνος είχε μια αμυδρή εικόνα του πατέρα του στο μυαλό, που όμως συχνά ξεθώριαζε τόσο που κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να συγκεντρωθεί και να τη φέρει πίσω στο νου του. Υπήρχε και το σπίτι, αυτό το θυμόταν καλύτερα. Ένα άσπρο σπίτι χαμηλό με αυλή και το τζάκι αναμμένο. Αυτό το σπίτι έβλεπε στα όνειρά του και ζέσταινε την ψυχή του. Τον έπνιγε η ανάγκη να βρεθεί ξανά σ ένα τέτοιο σπίτι, ζεστό και φιλόξενο, με τον Σωκράτη δίπλα του. Ένα σπίτι δικό τους, καταδικό τους. Τα βλέφαρά του βάρυναν και βυθίστηκε σ έναν ύπνο γεμάτο όνειρα, που όμως το πρωί, κάθε πρωί, πάσχιζε να ξαναθυμηθεί και δεν μπορούσε. 12
Κεφάλαιο 2 Η Άννα, με τα χέρια βουτηγμένα στη σαπουνάδα, προσπαθούσε με τον ώμο της να σπρώξει από το πρόσωπό της μια τούφα μαλλιά που όλο έπεφτε μπροστά και την ενοχλούσε. Αυτό το ταψί όσο κι αν το έτριβε δεν έλεγε να λάμψει και η ώρα περνούσε. Είχε αρχίσει να χαράζει και σε λίγο ο κυρ Ανέστης θα κατέβαινε ν ανάψει τους φούρνους και να βάλει μέσα τα ψωμιά που ζύμωνε η γυναίκα του εδώ και ώρα στο διπλανό δωμάτιο. Πριν καλά καλά το καταλάβουν, θ άρχιζαν να έρχονται οι πελάτες και έπρεπε παράλληλα να γεμίσουν και το καλάθι με τα καρβέλια που θα μετέφερε η Άννα απέναντι στο Ορφανοτροφείο, για να χουν τα παιδιά πρωινό. Πήρε τη λεκάνη με τα βρόμικα νερά και πήγε να την αδειάσει στο μικρό πλυσταριό. Χαμογέλασε στον ραγισμένο καθρέφτη και σκέφτηκε ότι η ζωή δεν ήταν δα και τόσο άσκημη. Πριν από έξι μήνες βολόδερνε στους δρόμους παγωμένη και βρόμικη, χωρίς να βλέπει φως πουθενά. Κι ύστερα εμφανίστηκε η γυναίκα του κυρ Ανέστη και της πρότεινε να πιάσει δουλειά στο φούρνο 13
EΦH ΠAΠANΔPEOY με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ και ένα μέρος καθαρό και ζεστό να κοιμηθεί. Ένα κορίτσι κοντά στα δεκατρία, ψηλό και λεπτό σαν σπάγγος, με συνηθισμένα καστανά μαλλιά, συνήθως πεσμένα μες στα μάτια της, που περνούσε μάλλον απαρατήρητη και σπάνια της απηύθυνε κανείς καμιά κουβέντα. Είχε μάθει ν ακούει τους μεγάλους να μιλάνε και της έκανε εντύπωση πόσο σπάνια γελούσαν και καλαμπούριζαν μεταξύ τους. Το μόνο πράγμα που την διασκέδαζε ήταν να το σκάει όποτε μπορούσε από το φούρνο και να κολ λάει τη μύτη της στον απέναντι φράχτη του Oρφανο τρο φείου, να παρακολουθεί τα παιδιά. Κι αυτά προβλήματα θα χαν και δεν υπήρχε τίποτα να ζηλέψεις από τα ρούχα και την εμφάνισή τους. Παρ όλα αυτά, δεν έλειπαν τα γέλια και οι πλάκες, οι φάρσες που σκάρωναν το ένα στ άλλο, τα κυνηγητά και τα χάχανα. Τη μάγευαν όλα αυτά καθώς κρυφοκοιτούσε, έτοιμη να εξαφανιστεί αν την έπαιρνε κανείς χαμπάρι. Η μάντρα του Ορφανοτροφείου από τη μεριά του δρόμου ήταν ψηλότερη απ ό,τι από μέσα και η Άννα σκαρφάλωνε σε έναν τσιμεντόλιθο και γράπωνε γερά τα δάχτυλά της στο συρματόπλεγμα που ξεκινούσε πάνω από τον πέτρινο τοίχο για να μπορεί να βλέπει μέσα τα παιδιά. Σ αυτή ακριβώς τη στάση βρισκόταν όταν έγινε το ατύχημα. Το πόδι της γλίστρησε, ο τσιμεντόλιθος αναπο- 14
EΦH ΠAΠANΔPEOY δογύρισε και το μανίκι της πιάστηκε στο συρματόπλεγμα. Βρέθηκε κρεμασμένη από το χέρι χωρίς να φτάνει να το ξεμπλέξει από το αιχμηρό σύρμα. Άρχισε να τραβάει πανικόβλητη. Τίποτα. Δεν σκιζόταν το άτιμο το ρούχο όσο κι αν τραβούσε, μάλλον έσφιγγε χειρότερα. Βρισκόταν πιασμένη σαν το ψάρι στο αγκίστρι, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όταν ένα κεφάλι με μαύρα μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια έκανε την εμφάνισή του πάνω από το φράχτη. «Μην κουνιέσαι, θα σε ξεμπλέξω στο λεπτό». Το αγόρι έβγαλε ένα σουγιά κι έκοψε το ύφασμα σύρριζα στο σύρμα, ενώ η Άννα μ ένα τράνταγμα βρέθηκε να πατάει ξανά στη γη. «Εντάξει;» «Ναι, ευχαριστώ», ψέλλισε η Άννα σηκώνοντας αργά τα μάτια στο πάνω μέρος του τοίχου. «Εγώ είμαι ο Μιχάλης, κι από δώ ο αδελφός μου ο Σωκράτης», είπε το αγόρι δείχνοντας μια τούφα καστανά μαλλιά που μόλις ξεπρόβαλλε δίπλα του. «Σε βλέπαμε από ώρα που καθόσουν και χάζευες και σκεφτόμασταν ότι πρέπει να σαι πολύ ψηλή για να το κάνεις αυτό». «Όχι ψηλή, μόνο χαζή», μουρμούρισε η Άννα και κάνοντας μεταβολή πέρασε τρέχοντας το δρόμο και χώθηκε σαν αστραπή μέσα στο φούρνο, αφήνοντας τα αγόρια να την κοιτούν με απορία. 16