ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ 3
Βασιλική Πήτα Εκδόσεις Λευκή Σελίδα ΠΟΙΗΣΗ Βασιλική Πήτα Τα γλυκόπικρα Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Λιβέρης Copyright Εκδόσεις Λευκή Σελίδα και Βασιλική Πήτα, Αθήνα 2012 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Λευκή Σελίδα, Αθήνα 2012 ISBN 978-960-9745-16-1 Εκδόσεις Λευκή Σελίδα Σταδίου 10, 105 64, Αθήνα Τηλ. & Fax.: 2103232870 www.lefkiselida.gr e-mail: info@lefkiselida.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή Σελίδα» προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. 4
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Βασιλική Πήτα ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ [ ποίηση ] 5
Βασιλική Πήτα 6
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Στη μικρή μου αδελφή Μαριάνθη Πήτα-Γαϊσίδου και τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Γαϊσίδη, που μας άφησαν πρόωρα 7
Βασιλική Πήτα 8
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Aθήνα, 21-12-1977 Στο χαμό σου «Απόκαμα» μου είπες ξαφνικά, «τον ήλιο δεν τον βλέπω, φεύγει η ψυχή μου, χάνεται και μόνη σου σ αφήνω». Του χωρισμού αβάσταχτος ο πόνος κι εσύ, καρδιά μου, πώς μπορείς; Έφυγε μπρος στα μάτια σου το όνειρο της ζωής σου, έσβησε πολύ γρήγορα το λαμπερό σου αστέρι. Και πώς ν αντέξει η καρδιά τέτοια τρελή λαχτάρα, να βλέπεις την αγάπη σου, όλες σου τις ελπίδες να φεύγουν από τα μάτια σου, τ αψήλου να ανεβαίνουν κι εσύ να μην μπορείς ούτε λαλιά να βγάλεις, γιατί σου φεύγει η ζωή, σου φεύγει η ανάσα. Και πώς να φτάσεις κει ψηλά, τ αγέρι να προλάβεις, όπου σου πήρε άκαρδα αυτόν που αγαπούσες, αυτόν που είχες σύντροφο, καμάρι στη ζωή σου. Συνέχεια για το χαμό σου «Απόκαμα» μου είπες ξαφνικά και έγειρες το κεφάλι. Το αετίσιο βλέμμα σου έσβησε μια για πάντα. Τ αψήλου ανέβηκες γοργά κι ευθύς σκοτάδι εγίνει. Τι να την κάνω τη ζωή χωρίς το φως του ήλιου, που έφυγε και χάθηκε μες στα βαθιά σκοτάδια. Φωνάζω πίσω για να ρθεις, στου γυρισμού το δρόμο, να λάμψει πάλι ο ουρανός, να ξημερώσει η μέρα. Του κάκου, χάνεται η φωνή, ο αέρας τη σκορπίζει, εκεί ψηλά δεν το μπορεί να φτάσει να σ αγγίξει. Και μένει άδεια η ψυχή, το σώμα ανατριχιάζει, γιατί κατάλαβε καλά πως πίσω δεν γυρίζεις. Πού να βρεθώ, πού να σταθώ, χωρίς να σε θυμάμαι. 9
Βασιλική Πήτα Σε κουβαλάω μέσα μου σαν ιερή εικόνα. Σε βλέπω πάντα και παντού, στα δέντρα, στα λουλούδια. Σε πέταγμα πουλιού, σε κάθε λάλημα αηδονιού. Σε όλα αυτά που αγάπησες και ζήσαμε μαζί τους. Που πόνεσες και λάτρεψες και γιόμιζε η ψυχή σου. Τα λατρεμένα μάτια σου, την όμορφη θωριά σου τα βλέπω εμπρός μου πάντοτε σαν να μου λένε «στάσου, μην τρέχεις, δεν μπορείς εσύ για να με φτάσεις, έχω φτερά στους ώμους μου που τρέχω και δεν φτάνω». 10
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Αθήνα, 15-2-1998 Αναμνήσεις. Γέφυρα Καλόγηρου, 5-6-1985 Ήταν Ιούλης λαμπερός, με στολισμένη φύση, όταν σε είδα να έρχεσαι, το χέρι σου ν απλώνεις και μ ένα άγγιγμα απαλό οι δυο καρδιές μας σμίξαν σε μιαν αγάπη τρυφερή, ατέλειωτη, μεγάλη. Κι έγινε ο κόσμος όμορφος, χωρίς καμιάν ασχήμια. Σφιχτά από το χέρι μ έπιασες και τρέχαμε στους δρόμους, για να χαρούμε τη ζωή, το θείο αυτό το δώρο, που τώρα καταλάβαμε όλη την ομορφιά της. Μαζί βαδίσαμε πολύ, ο ένας πλάι στον άλλον, νιώσαμε γλύκες άπειρες κι ανέλπιστες χαρές, όλη η ζωή μας ένα όνειρο, ατέλειωτη ευτυχία, γιατί ήταν αγάπη αληθινή, χωρίς καμιά κακία. Δύο καρδιές σε μια ψυχή, μια αγάπη ευλογημένη. Μα ο χάροντας τη ζήλεψε κι έκοψε με μαχαίρι την εδική σου τη ζωή, μαζί και τη δική μου. Έσβησαν, όλα χάθηκαν, εδώ κι εκεί γυρίζω, μήπως το θαύμα γένηκε και ελεύθερο σ αφήσει. Του κάκου, η ελπίδα χάνεται, το όνειρο έχει σβήσει. Σ έχασα κι άλλο δεν βαστώ, καλά είναι να πεθάνω. Μου είπες πως έτσι είναι η ζωή, περνά γοργά και φεύγει και αυτό που πάντα μένει είναι μια πίκρα ατέλειωτη και λίγες οι χαρές της. Αυτό που γράφει από την αρχή η καταλύτρα μοίρα τίποτε δεν το αλλάζει. Γραμμένο στο τεφτέρι της, λύπες, χαρές και πόνοι, και είναι το τίμημα βαρύ για αυτά τα λίγα χρόνια. 11
Βασιλική Πήτα Αθήνα, 24-4-1998 Το προσκύνημα Πέρασα πάλι από εκεί που άφησες την πνοή σου, λίγα λουλούδια απόθεσα, μαζί και την ψυχή μου. Και ήρθαν ξανά στη σκέψη μου οι τρομερές οι ώρες, τότε που μόνος τράβηξες για το μακρύ ταξίδι και άλλη αγκαλιά σε δέχτηκε, της λησμονιάς πλανεύτρα. 12
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Αθήνα, 26-4-1998 Στη γιορτή σου Κοντά σου ήταν όνειρο, ατέλειωτο γλεντοκόπι. Οι μέρες μοιάζαν όνειρο κοντά σου, αγαπημένε. Είχες καρδιά μικρού παιδιού, χωρίς καμιά κακία, πονούσες όσους στη ζωή ήτανε παιδεμένοι. Οι φίλοι σου μικρά παιδιά που θέλαν προστασία, αγάπη έδινες πολλή σε όλους τους πονεμένους και αν μια φορά σε βλέπανε, ποτέ δεν σε ξεχνούσαν. 13
Βασιλική Πήτα Αθήνα, 7-5-1998 Το όνειρο Έκλεισα χτες τα μάτια μου για μια στιγμή μονάχα κι ήρθες ξανά στον ύπνο μου, γοργά και στα κλεφτάτα. Ευθύς σπαρτάρισε η καρδιά κι έτρεξα εγώ κοντά σου, για να σου πω πως μου λειψες, πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς δική σου συντροφιά, χωρίς δικό σου φέγγος. Όλα μού φαίνονται θολά, δεν θέλω να αντικρίσω τίποτε που δεν είσαι εσύ, κι αν τύχει κάτι γνώριμο στη σκέψη να σε φέρει, τότε η καρδιά φτεροκοπά γεμάτη από λαχτάρα. Γυρίζουν όλα στο μυαλό, τα όμορφα και ωραία, όσα μαζί σου έζησα και πια δεν θα ξανάρθουν. 14
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Αθήνα, 14-5-1998 Πλάι στου δρόμου την πρασιά, εκεί που την πνοή σου άφησες, άνθισε ένα λουλούδι. Είναι μικρό και όμορφο με χρώμα πορφυρένιο και είναι αυτό σημάδι να μου θυμίζει πάντοτε πως η ψυχή σου πέταξε, ανέβη στα ουράνια και από τις πίκρες της ζωής και όλα τα καταφρόνια ξανά δεν θα περάσει. 15
Βασιλική Πήτα Έδεσσα, 15-6-1998 Μεσάνυχτα και κάτι Έφυγε από τα μάτια σου η ζωή, έφυγε και το φως τους και άφησες πίσω μια ψυχή που σ είχε σύντροφό της, σε είχε αστέρι λαμπερό, μαζί και οδηγό της. Στερέψανε τα δάκρυα κι άλλη φωνή δεν έχω. Στη σκέψη μου άσβηστη η ανάμνησή σου μένει. Σε βλέπω μες στην κάμαρα να γέρνεις το κεφάλι και να μου λες χαρούμενα πως σ έχει άλλη πάρει ζωή στα σκοτεινά του Άδη τα θαλάμια. 16
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Αθήνα, 9-7-1998 Το όραμα Ξάφνου σηκώνω αψηλά στον ουρανό το βλέμμα και αντίκρισα ένα σύννεφο στη γη να χαμηλώνει και ξαφνιασμένη το ρωτώ: «Γιατί μονάχο τρέχεις; Τι είναι αυτό που σ έκανε το δρόμο σου ν αλλάξεις, να πλησιάζεις τη ζωή και χαμηλά να πέφτεις;» Κι εκείνο μου αποκρίθηκε μ έναν περίσσιο πόνο: «Λαχτάρησα αυτού στη γη να κατεβώ μια στάλα, να δω ανθρώπους που άφησα μονάχους και θλιμμένους, να δω και μια γλυκιά μορφή που μόνη έχει μείνει και έχει γεμίσει στεναγμούς δρόμους, βουνά και δάση. Θέλω για λίγο να τη δω, τον πόνο της να γιάνω και να της πω παρήγορα πως κάποια ευλογημένη μέρα πάλι θεν ανταμώσουμε ψηλά μες στους αιθέρες, ελεύθεροι από καημούς, βάσανα, καταφρόνια. Ακούραστα θα τρέχουμε και ευτυχισμένοι πάλι, γιατί η αγάπη η αληθινή τέλος ποτέ δεν έχει». 17
Βασιλική Πήτα Βουργαρέλι, 15-7-1998 Μέρες γλυκές, γεμάτες από αγάπη, μέρες αξέχαστες και ευτυχισμένες εκεί ψηλά στην άκρη του βουνού. Κάτω θροΐζανε στη σιγαλιά της πράσινης βελανιδιάς τα φύλλα. Στα μάτια κοιταζόμασταν και νιώθαμε μικρά παιδιά κι εσύ μιλούσες όμορφα. Τι να τα κάνεις τα λεπτά, τα πλούτη και τα μεγαλεία, όταν η ίδια η ζωή μπορεί να σ τα προσφέρει σε τέτοιες όμορφες στιγμές δίπλα σ αυτή τη φύση. Και σαν παιδιά πρωτόβγαλτα, άπειρα από αγάπη, όλα τα βλέπαμε όμορφα χωρίς καμιάν ασχήμια, γιατί ταν έτσι άδολο τούτο το σμίξιμό μας που από τη ζωή μας έλειψε, μα η καλή μας μοίρα θυμήθηκε πως μας χρωστά λίγη χαρά περίσσια, γιατί τα χρόνια δεν περνούν στείρα και μαραμένα. Χωρίς το χέρι να κρατά ένα άλλο αγαπημένο. Στο μαξιλάρι σου κοντά να νιώθεις την ανάσα αυτού που σου έταξε η ζωή να έχεις σύντροφό σου. Και γίνονται οι μέρες όμορφες, οι μήνες μαγεμένοι, όταν οι δυο καρδιές χτυπούν στον ίδιο το ρυθμό. 18
ΤΑ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΑ Αθήνα, 20-7-1998 Ένα γοργό προσπέρασμα είναι η ζωή μας όλη. Άλλοι με πόνους την περνούν και άλλοι με καταφρόνια. Είναι οι λύπες άπειρες και λιγοστοί γελούνε, μιας μέρας ευτυχία με χίλιες νύχτες άγρυπνες είναι η πληρωμή της. 19
Βασιλική Πήτα Φιλιππιάδα, 2-8-1998 Λούρος ποταμός, μεσάνυχτα και κάτι Πανσέληνος Σφιχτά-σφιχτά με κράταγες στα δυνατά σου χέρια και στη μαγεία της νυχτιάς χαθήκαμε και οι δύο. Πλάι μας ο Λούρος ήρεμος κυλούσε τα νερά του κι οι καταπράσινες ιτιές σαν λυγερές μαγίστρες φτιάχναν ατέλειωτη σκιά, μην τύχει και περάσει του φεγγαριού του ολόγιομου το πορφυρένιο χρώμα. Μα αυτό το πεισματάρικο παιχνίδια κάνει χίλια κι από απίθανες μεριές τρυπώνει όπου βρίσκει, μέσα στην κοίτη ρίχνει φως και παίζει με το κύμα. Ήταν εικόνα άφθαστη που μόνο ένας ζωγράφος μπορεί ν απεικονίσει, κι είπες φιλώντας με γλυκά: «Χίλιες και αν είχαμε ζωές, δεν φτάνουν να χαρούμε τέτοιες ονειρικές στιγμές δίπλα στην ακροποταμιά με το τρελό φεγγάρι». Ας ήταν να γινότανε να φεύγεις με τα μάτια σου γεμάτα από τις εικόνες της φύσης τις πανέμορφες, αυτής που μόνη ξέρει να σε γεμίζει από χαρά και ευτυχία αντάμα. 20