ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ : ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΘΕΜΑ : Ι ΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : Α.Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΚΑΤΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ (Α.Μ. 1340200100919) ΑΘΗΝΑ 05/09/2007 [Έκταση εργασίας: 3.000 λέξεις] 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 2 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..3 2. Ι ΙΩΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ......4 3. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ.. 5 4. Ι ΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ.. 5 (i) Ιδιωτική Ζωή (ii) Ατοµική Ζωή (iii) Προσωπικά εδοµένα (iv) Οικογενειακή Ζωή (v) Φορείς 5. ΆΣΥΛΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ..11 (i) Έννοια Κατοικίας (ii) Έννοια Ασύλου (iii) Φορείς (iv) Περιορισµοί (v) Κυρώσεις 6. ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.. 15 (i) Έννοια Επικοινωνίας (ii) Φορείς (iii) Χρήση παρανόµως αποκτηθέντων αποδεικτικών µέσων 7. ΠΕΡΙΛΗΨΗ..20 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..21 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το κύριο χαρακτηριστικό που έχει κάθε ανθρώπινο ον και το οποίο διαθέτει από την ίδια του τη φύση, είναι η ελευθερία. Ελευθερία βουλήσεως, σκέψης, λόγου και κινήσεως, είναι χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα ζώντα όντα του πλανήτη µας, και τους καθιστούν ελεύθερους και συνεπώς ίσους µεταξύ τους. Για το λόγο αυτό οι κοινωνίες είναι οργανωµένες σε κράτη. Το κάθε κράτος έχει ως σκοπό να προστατέψει τους πολίτες του θέτοντας υποχρεώσεις, περιορισµούς αλλά και παρέχοντας δικαιώµατα, ώστε να αποφευχθεί η επικράτηση του χάους και της αναρχίας. Με το πέρασµα των χρόνων και τις διάφορες ιστορικές εξελίξεις, οδηγηθήκαµε σήµερα στη νοµική κατοχύρωση ορισµένων θεµελιωδών δικαιωµάτων του ανθρώπου, είτε ως µεµονωµένου πολίτη είτε ως µέλος µιας οµάδας. Σήµερα πιο δόκιµος είναι ο όρος ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, ένα από τα οποία είναι η ιδιωτική ζωή, και µε το οποίο θα ασχοληθούµε εκτενέστερα. 3
2. Ι ΙΩΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ Ένα από τα ατοµικά δικαιώµατα που κατοχυρώνονται από το Σύνταγµα και για το οποίο γίνονται συνεχείς αναφορές στα Συντάγµατα από το 1844 κι έπειτα, είναι το δικαίωµα της ιδιωτικής σφαίρας. Πολλές είναι οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί στην προσπάθεια να προσδιορίσουν τι ακριβώς περιλαµβάνεται στην ιδιωτική σφαίρα, καθότι είναι ιδιαίτερα δυσχερές να προσδιοριστεί εννοιολογικά ο όρος. Κατά τον κ. αγτόγλου, η ιδιωτική σφαίρα αναφέρεται στην ιδιωτική ζωή του ατόµου, δηλαδή τόσο στο άτοµο καθαυτό όσο και στην οικογενειακή ζωή του, καθώς και στον άµεσο βιοτικό του χώρο, δηλαδή την κατοικία του αλλά και την επικοινωνία µε τους συνανθρώπους του. Κατά τον κ. ηµητρόπουλο, ιδιωτική σφαίρα είναι η ιδιωτική ζωή, η µερικότερη περιοχή της ζωής του ανθρώπου, δηλαδή προστατευόµενο αγαθό δεν είναι η ζωή ως βιολογικό αγαθό αλλά η ζωή ως κοινωνικό αγαθό. Η ιδιωτική σφαίρα του κάθε ανθρώπου έχει µεγάλη αξία εφόσον µέσα από αυτή το άτοµο αναπτύσσει την προσωπικότητά του, καλλιεργεί τον πνευµατικό του κόσµο, δηµιουργεί οικογένεια, εργάζεται, ζει δηλαδή αρµονικά στο οργανωµένο κοινωνικό σύνολο. Συνεπώς χωρίς αυτή το άτοµο χάνει την ατοµικότητά του και µετατρέπεται σε ένα ανώνυµο άβουλο ον. 4
3. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ Για τους παραπάνω λόγους το δικαίωµα της ιδιωτικής σφαίρας κι ο σεβασµός του ιδιωτικού βίου κατοχυρώνεται από το Σύνταγµα στο άρθρο 9 αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου στο άρθρο 8. Ειδικότερα, στο άρθρο 9, το Σύνταγµα κατοχυρώνει το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Εποµένως η ιδιωτική ζωή είναι ελεύθερη εφόσον δεν παραβιάζεται. Αυτό σηµαίνει αφενός ότι ο κάθε άνθρωπος κυριαρχεί στη ζωή του, ενώ το κράτος δεν µπορεί να διεισδύσει, κι αφετέρου ότι η ιδιωτική ζωή να δηµοσιοποιείται χωρίς την συναίνεση του ανθρώπου που αφορά. Τέλος το Σύνταγµα κατοχυρώνει δυο ειδικότερες εκφάνσεις του ιδιωτικού βίου, το άσυλο της κατοικίας καθώς και το απόρρητο της επικοινωνίας. 4..Ι ΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ 4 (i) Ι ΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ Με τον όρο ιδιωτική ζωή ο συντακτικός νοµοθέτης θέλησε να προστατέψει τη ζωή όχι µε την βιολογική έννοια του όρου, δηλαδή το αποτέλεσµα των λειτουργιών ενός ενόργανου όντος, αλλά την ζωή ως κοινωνικό αγαθό, δηλαδή την µερικότερη περιοχή της όλης ζωής του ανθρώπου. Η ζωή λοιπόν ως ευρύτερο κοινωνικό αγαθό, χωρίζεται σε δύο έννοιες την τυπική και την ουσιαστική-λειτουργική. Κατά την πρώτη έννοια ο όρος ζωή έχει γεωγραφική διάσταση δηλαδή αφορά την κοινωνική, πολιτική κι οικονοµική ζωή, ενώ µε την λειτουργική έννοια, ο 5
όρος ζωή είναι το σύνολο ανθρώπινων ενεργειών, που προβαίνει το άτοµο κι αναφέρονται στο ίδιο ή στα κοντινά του πρόσωπα, είναι µε άλλα λόγια κάθε ιδιωτική δραστηριότητα. Το Σύνταγµα κατοχυρώνει την ιδιωτική ζωή του ατόµου, τη ζωή που κάθε άνθρωπος θέλει να κρατήσει µυστική ή κρυφή. Αυτό σηµαίνει ότι το άτοµο µπορεί να προβαίνει σε ορισµένες ενέργειες ή σε ορισµένες συµπεριφορές, τις οποίες είτε τις διεξάγει φανερά σένα στενό κύκλο προσώπων, όχι όµως δηµόσια, είτε κρυφά µε τρόπο ώστε ύστατη επιθυµία του είναι να µην γίνεται ευρύτερα γνωστό. Έτσι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα να αποκρύπτει θέµατα που αφορούν την προσωπική, την οικογενειακή του ζωή αλλά και την επαγγελµατική του κατάσταση, να συναναστρέφεται και να διασκεδάζει µε όποιον επιθυµεί καθώς και να κάνει πράγµατα που τον ευχαριστούν όπως ένας µοναχικός περίπατος, µία εκδροµή κτλ. Παρατηρούµε συνεπώς ότι η ιδιωτική ζωή προστατεύεται κι όταν ο άνθρωπος επιθυµεί να αποµονωθεί. Όλα αυτά όµως έχει δικαίωµα να τα πράξει και το Σύνταγµα να τον προστατέψει, εφόσον οι πράξεις αυτές δεν αντίκειται στους νόµους. ιότι σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να προστατευθεί η παρανοµία κάτω από το πέπλο της προστασίας του ιδιωτικού βίου, ούτε η πρόθεση του νοµοθέτη είναι αυτή. Αντίθετα, σκοπός του είναι να προστατευθεί µόνο ο νόµιµος ιδιωτικός βίος του ανθρώπου µέσα στο πλαίσιο ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. 6
4 (ii) ΑΤΟΜΙΚΗ ΖΩΗ Η ιδιωτική ζωή διακρίνεται στην ατοµική και την οικογενειακή ζωή. Η ατοµική ζωή αφορά στον άνθρωπο ως µονάδα κι αναφέρεται στη γενικότερη προσωπικότητα του και στην προσωπική του ελευθερία. Περιλαµβάνει προσωπικά στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν την υπόσταση του προσώπου, και τα οποία µε τη θέληση του, και µόνο σε ορισµένο κύκλο προσώπων αν επιθυµεί τα γνωστοποιεί. Εδώ ανήκουν οι σκέψεις κι οι επιθυµίες του, οι πεποιθήσεις του, που πολλές φορές στο παρελθόν έγιναν στόχος, ιδίως οι πολιτικές και οι θρησκευτικές, τα βιώµατα του, η κατάσταση της υγείας του, την οποία µπορεί να θέλει να κρατήσει απόρρητη, καθώς και η σεξουαλική του ζωή. Η σεξουαλικότητα τις τελευταίες δεκαετίες έχει απασχολήσει αρκετά την κοινωνία κι έτσι προστατεύεται η σεξουαλική ελευθερία, ως προς την επιλογή συντρόφου, και η ερωτική πράξη. Βέβαια δεν εµπίπτει στο πεδίο προστασίας η ασέλγεια ανηλίκου, ο βιασµός, η αποπλάνηση, πράξεις δηλαδή που αποδοκιµάζονται και διώκονται ποινικά. 4 (iii) ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής και ιδιαίτερα την προστασία των προσωπικών δεδοµένων του ατόµου. Η απειλή αυτή συνίσταται µε την ανάπτυξη της πληροφορικής και την επεξεργασία των 7
δεδοµένων µε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Για την αντιµετώπιση των προβληµάτων αυτών θεσπίστηκαν ειδικές νοµικές ρυθµίσεις. Στην Ευρώπη, η πρώτη απόπειρα έγινε µε τον νόµο του γερµανικού κρατιδίου της Έσσης το 1970. Ακολουθεί η Σουηδία το 1973, η Οµοσπονδιακή ηµοκρατία Γερµανίας το 1977, ενώ το 1978 ακολούθησαν η Αυστρία, η Γαλλία, η ανία, κι η Νορβηγία. Από το 1980 κι έπειτα συνεχίστηκε αυτή η προσπάθεια, µε εισαγωγή νοµοθεσιών δεύτερης γενιάς στις χώρες της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Ισπανίας και Πορτογαλίας. Το 1990 ψηφίστηκε η κοινοτική οδηγία 95 46 ΕΚ µε συνέπεια να ακολουθήσει τρίτη γενεά νοµοθετηµάτων. Και στις Η.Π.Α έγιναν αντίστοιχες προσπάθειες. Αρχικά στο µέσο της δεκαετίας του 1960, η οποία απέβη άκαρπη, και το 1974 όπου θεσπίστηκε νόµος, ο οποίος ρυθµίζει και την προστασία των προσωπικών δεδοµένων. Σε διεθνές επίπεδο η απόφαση 8450 τις 10.12.1968 της Γ.Σ Ηνωµένων Εθνών, θεωρείται πρωτοποριακή, ενώ το πρώτο νοµοθετικό δεσµευτικό κείµενο υπήρξε η Ευρωπαϊκή Σύµβαση του Συµβουλίου Ευρώπης 108 1981 για την προστασία του ατόµου από την αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κύρωσε και η Ελλάδα µε το νόµο 2068 92. Τέλος σε εγχώριο επίπεδο, η Ελλάδα άργησε να προβεί σε ψήφιση νόµου για την προστασία των προσωπικών δεδοµένων, αν και είχε υιοθετήσει την κοινοτική οδηγία 95 46 ΕΚ. Έτσι λοιπόν ψηφίστηκε ο νόµος 2472 1997 για την προστασία προσωπικών δεδοµένων, κατόπιν µιας µακράς και χρονοβόρας διαδικασίας που κράτησε 14 έτη. 8
4 (iv) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ Ο συντακτικός νοµοθέτης κατοχυρώνει την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής στο άρθρο 9 Σ. Προστατεύει όµως ιδιαιτέρως την οικογένεια και στο άρθρο 21 Σ ως θεµέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του έθνους, κάνοντας ειδική µνεία για τις πολύτεκνες οικογένειες. Η οικογενειακή ζωή είναι ίσως το σηµαντικότερο κεφάλαιο στη ζωή του ανθρώπου αφού περνά το µεγαλύτερο της ζωής του. Έτσι ο νοµοθέτης αναγνωρίζει δικαίωµα δηµιουργίας και συµµετοχής στην οικογένεια και γι αυτό δεν µεριµνά για την προστασία µόνο της νόµιµης οικογένειας, που δηµιουργείται µε τη σύναψη γάµου και την απόκτηση απογόνων, αλλά προστατεύει και την συµβίωση, την φυσική οικογένεια, στην οποία υπάρχουν δεσµοί αίµατος. Οικογένεια εποµένως αποτελείται είτε µόνο από τους συζύγους, είτε από τους συζύγους και τα παιδιά τους γνήσια ή υιοθετηµένα. Συνεπώς είτε η οικογένεια βασίζεται σε γάµο είτε όχι είναι απαραβίαστη. Το απαραβίαστο σηµαίνει αφενός ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα να δηµιουργήσει οικογένεια, αφετέρου απαγορεύεται οποιαδήποτε κρατική παρέµβαση. Η κρατική παρέµβαση δεν πρέπει να γίνεται τρόπο ασυµβίβαστο µε το απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής (δηλ. µε το άρθρο 9 Σ). Τέτοιου είδους κρατικές επεµβάσεις αποτελούν διάφορα κωλύµατα γάµου, όπως µεταξύ χριστιανού κι αλλόθρησκου, η απαγόρευση εισόδου στη χώρα ή η απέλαση αλλοδαπού που διατηρεί οικογενειακούς δεσµούς µε τη χώρα αυτή καθώς και η αντικατάσταση της γονικής µέριµνας µε την κρατική για το συµφέρον του τέκνου. 9
4 (v) ΦΟΡΕΙΣ Φορείς του δικαιώµατος όπως διατυπώνεται από την διάταξη είναι µόνο φυσικά πρόσωπα. Στα φυσικά πρόσωπα δεν ανήκουν µόνο Έλληνες αλλά αλλοδαποί και ανιθαγενείς. 5. ΑΣΥΛΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ 5 (i) ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Σύµφωνα µε το άρθρο 9 Σ, η έννοια της κατοικίας είναι κάθε χώρος που ο άνθρωπος ορίζει ως τον µη γενικά χώρο διαβιώσεως του και εργασίας του. Συνεπώς η κατοικία µπορεί να είναι κινητή ή ακίνητη π.χ. οικοδοµηµένο κτίριο, δωµάτιο ξενοδοχείου, σκηνή ή αυτοκίνητο, βάρκα κτλ. Είναι δηλαδή κάθε φυσικός χώρος που χρησιµοποιείται ως κατάλυµα. Αδιάφορη είναι η νοµική σχέση που έχει το άτοµο µε το κατάλυµα, όπως αν είναι ιδιοκτήτης ή ένοικος. Θα πρέπει όµως ο χώρος που χρησιµοποιείται να περικλείει τα χαρακτηριστικά της έννοιας της κατοικίας, θα πρέπει δηλαδή ο χώρος να µην είναι προσιτός στο κοινό και ελεύθερα προσπελάσιµος, αλλά το άτοµο να µπορεί να απαγορεύει ή να επιτρέπει την είσοδο στους άλλους. Έτσι ακόµα κι ένα οικόπεδο µπορεί να θεωρηθεί κατοικία αν είναι περιφραγµένο και δεν είναι δυνατή η είσοδος σε αυτό. Τέλος η κατοικία µπορεί να είναι κύρια ή εξοχική, δεν ενδιαφέρει η µόνιµη εγκατάσταση, όπως επίσης δύναται να έχει κάθε άνθρωπος 10
περισσότερες από µια κατοικίες, κι οι οποίες προστατεύονται όλες συνταγµατικά. 5 (ii) ΑΣΥΛΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Η έννοια του ασύλου της κατοικίας σηµαίνει την απαγόρευση της εισόδου ή της παραµονής στην κατοικία των οργάνων της δηµόσιας εξουσίας χωρίς την θέληση του κατόχου της κατοικίας. Παραβίαση ασύλου υφίσταται και µε την κρυφή τοποθέτηση στο χώρο µηχανηµάτων παρακολουθήσεως µικροφώνων ή κάµερας, ενώ η παρακολούθηση και κινηµατογράφηση από απόσταση δεν συνιστά παραβίαση του ασύλου κατοικίας. Βέβαια η συγκατάθεση του δικαιούχου αίρει την παραβίαση, εφόσον είναι συγκεκριµένη και παρέχεται µε πλήρη συνείδηση. Το άσυλο της κατοικίας παραβιάζεται επίσης και στην περίπτωση που τα όργανα της δηµόσιας εξουσίας εµποδίζουν την είσοδο στην κατοικία, καθώς και στην περίπτωση της βίαιης αποβολής του ατόµου από την κατοικία του ενώ αντίθετα η αποβολή η παρεµπόδιση εξόδου από την κατοικία αποτελεί περιορισµό της προσωπικής ελευθερίας κι όχι παραβιάσει του ασύλου της κατοικίας. Προστατεύεται τέλος η ελεύθερη επιλογή κατοικίας, υπό την έννοια, ότι καθένας έχει δικαίωµα να επιλέξει ελεύθερα το χώρο και τον τόπο της εγκατάστασης του. Τα δικαιώµατα αυτά, που απορρέουν από τη συνταγµατική κατοχύρωση, στρέφονται τόσο κατά κρατικής όσο και κατά της ιδιωτικής εξουσίας. 11
5 (iii) ΦΟΡΕΙΣ Φορείς του δικαιώµατος είναι όλα τα φυσικά και νοµικά πρόσωπα, ηµεδαπά ή αλλοδαπά. Φορέας του δικαιώµατος είναι κάθε πρόσωπο που διαµένει στην κατοικία, ανεξάρτητα από τον τρόπο που τη χρησιµοποιεί και την νοµική σχέση που έχει προς αυτή. Έτσι προστατεύεται ο ένοικος, ο ιδιοκτήτης, οι συγκάτοικοι και οι φιλοξενούµενοι, ενώ στην περίπτωση µιας οικογένειας φορείς είναι όλα τα µέλη της. 5 (iv) ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Το άσυλο της κατοικίας, προστατεύεται σύµφωνα µε το άρθρο 9 Σ, αλλά υπάρχουν ορισµένα όρια αυτής της προστασίας. Εποµένως το άσυλο της κατοικίας δεν προστατεύεται όταν διενεργείται παράνοµη δράση µέσα σε αυτή, ούτε βέβαια µπορεί κανείς να αντιτάξει το άσυλο όταν κάποιος επεµβαίνει για την αποφυγή µεγάλου κι αναπότρεπτου κινδύνου, όπως η πυρκαγιά ή η πληµµύρα. ιαπιστώνουµε λοιπόν ότι προκύπτουν ορισµένοι περιορισµοί, ενώ το ίδιο το Σύνταγµα εισάγει µία εξαίρεση. Ενώ δηλαδή απαγορεύει οποιαδήποτε έρευνα στην κατοικία, µε την εξαίρεση, επιτρέπει την κατ οίκον έρευνα µόνο όµως όταν κι όπως νόµος ορίζει. Η έρευνα λοιπόν κατ οίκον γίνεται πάντα µε την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας και µε τέτοιο τρόπο, ώστε οι συνέπειες να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο επαχθείς για τους κατοίκους. 12
Τέλος, οι διατάξεις που αφορούν την κατ οίκον έρευνα, λειτουργούν µε βάση την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς επιτρέπεται έρευνα µόνο επί κακουργηµάτων και πληµµεληµάτων κι όχι επί πταισµάτων, αποφεύγεται να γίνεται το διάστηµα της νύχτας, µε εξαίρεση βαρύνουσες κι επείγουσες περιπτώσεις, ενώ αυτοί που διεξάγουν την έρευνα οφείλουν σεβασµό και διακριτικότητα προς την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του κατοίκου ή των κατοίκων, καθώς και αποφυγή οποιασδήποτε περιττής δηµοσιότητας, όσον αφορά στην ιδιωτικότητα, τα µυστικά και τα στοιχεία που µπορούν να σκιαγραφήσουν και να στιγµατίσουν τον ερευνούµενο. 5 (v) ΚΥΡΩΣΕΙΣ Το ίδιο το Σύνταγµα προβλέπει κυρώσεις για όσους παραβιάζουν το άσυλο της κατοικίας και προβαίνουν σε κατάχρηση εξουσίας. Οι κυρώσεις, οι οποίες είναι ποινικές αλλά και πειθαρχικές, βαρύνουν προσωπικά τον παραβάτη ενώ σε δικονοµικό επίπεδο, η παράβαση του ασύλου έχει ως συνέπεια να µην αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα ευρήµατα µιας τέτοιας έρευνας κατά παράβαση του άρθρου 9 Σ. 13
6. ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6 (i) ΕΝΝΟΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Επικοινωνία, είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα µε την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή µε άλλους ανθρώπους, δραστηριότητα, την οποία έχει από τη φύση ανάγκη ο άνθρωπος, ώστε να µην είναι αποµονωµένος και να µπορέσει να αναδείξει την κοινωνικότητά του. Η επικοινωνία των ανθρώπων γίνεται είτε άµεσα, δηλαδή µε άµεση προσωπική επαφή των επικοινωνούντων µέσων, είτε έµµεσα, δηλαδή η επικοινωνία γίνεται µε τη χρήση επικοινωνιακών µέσων όπως το τηλέφωνο, η αλληλογραφία, το τηλεγράφηµα, το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο κτλ Επίσης η επικοινωνία µπορεί να είναι φανερή ή κρυφή, υπό την έννοια το κατά πόσο επιθυµούν οι επικοινωνούντες να γίνεται γνωστό σε τρίτους το περιεχόµενο της επικοινωνίας τους. Η κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας εκτός του γεγονότος ότι προκύπτει από την κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής, κατοχυρώνεται ειδικότερα στο Σύνταγµα στο άρθρο 19. Το άρθρο 19 προστατεύει αποκλειστικά την επικοινωνία, την οποία ο αποστολέας της θέλει να είναι εµπιστευτική και απόρρητη. Συνεπώς ο συντακτικός νοµοθέτης αφενός κατοχυρώνει την ελευθερία της επικοινωνίας, υπό την έννοια ότι καθένας είναι ελεύθερος να επικοινωνεί µε όποιον επιθυµεί, να χρησιµοποιεί οποιοδήποτε επικοινωνιακό µέσο, καθώς επίσης να επιλέγει τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο επικοινωνίας του. Αφετέρου προστατεύει το απόρρητο όχι µόνο του µηνύµατος (γραπτά µηνύµατα, επιστολές), αλλά κι οποιαδήποτε µορφή ιδιωτικής επικοινωνίας, δηλαδή επικοινωνίας η οποία δεν είναι δηµόσια. 14
Συνάγουµε λοιπόν το συµπέρασµα ότι απαγορεύεται στις δηµόσιες αρχές να προβαίνουν σε ενέργειες που παραβιάζουν το απόρρητο. Απαγορεύεται να ανοιχθεί και να αναγνωσθεί επιστολή, όπως επίσης να καταγραφεί τηλεφωνική συνδιάλεξη, να αναγνωστούν µηνύµατα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου κτλ. Βέβαια η προστασία του άρθρου 19 Σ αφορά µόνο τα νόµιµα µηνύµατα. Μηνύµατα που έρχονται σε αντίθεση µε το δικαϊκό µας σύστηµα, δεν εµπίπτουν στο πεδίο προστασίας του άρθρου 19 Σ. Στις περιπτώσεις που διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια ή για την εξακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκληµάτων, ο συντακτικός νοµοθέτης δίνει πρωτοβουλία στον κοινό νοµοθέτη να ορίσει µε νόµο τον τρόπο παρακολούθησης τέτοιων µηνυµάτων. 6 (ii) ΦΟΡΕΙΣ Φορείς του δικαιώµατος είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, Έλληνες, αλλοδαποί κι ανιθαγενείς, καθώς και τα νοµικά πρόσωπα, εφόσον κι αυτά είναι ικανά να επικοινωνούν. Το Σύνταγµα κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας τόσο κατά της κρατικής εξουσίας, όσο και κατά της ιδιωτικής, µε άλλα λόγια η προστασία είναι απόλυτη. 15
6 (iii) ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΑΠΟΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Στο αναθεωρηµένο άρθρο 19 3 του Συντάγµατος απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί παράνοµα κατά παράβαση του άρθρου 9 και 9Α Σ Από ανώτερο άρθρο συνάγουµε αρχικά το συµπέρασµα ότι δεν χωρεί εξαίρεση η συγκεκριµένη διάταξη, θα πρέπει όµως να εξετάσουµε αν είναι δυνατό να υπάρξει εξαίρεση και υπό ποιες προϋποθέσεις, αναφορικά µε τη χρήση παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων. Καταρχήν θα εξετάσουµε την νοµοθετική αντιµετώπιση επί του θέµατος. Το 1982 µε το νόµο 1291 προστέθηκε στο ποινικό κώδικα το άρθρο 370 Α, µε το οποίο ποινικοποιήθηκε η παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνηµάτων και της προφορικής συνοµιλίας, ενώ η χρησιµοποίηση τους θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. εν προβλέφθηκαν όµως δικονοµικές κυρώσεις, µε συνέπεια να δηµιουργηθεί νοµικό έρεισµα ως προς τη χρησιµοποίηση τους. Ο ν. 1941 1991 που ρυθµίζει ξανά την ποινική προστασία του απορρήτου, προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 µηνών για κάθε παραβίαση του απορρήτου µε οποιονδήποτε τρόπο, ενώ για πρώτη φορά προβλέπει δικονοµικές κυρώσεις σε περίπτωση χρήσης αθέµιτων αποτυπώσεων. Η διάταξη αυτή αν και φαίνεται ότι δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, ένα µέρος της θεωρίας, θεωρεί ότι µπορούν να χρησιµοποιηθούν παράνοµα κτηθέντα αποδεικτικά µέσα που καταδεικνύουν την αθωότητα του κατηγορουµένου. Λίγα χρόνια αργότερα ο ν. 2172 1993 έφερε αρκετές και σηµαντικές αλλαγές σχετικά µε τη χρήση αθέµιτων αποτυπώσεων και µε τις κυρώσεις που προβλεπόταν. Πλέον προβλέπονται µόνο ποινικές κυρώσεις, καταργήθηκε η δικονοµική κύρωση του απαραδέκτου, ενώ ως 16
προς τη χρήση παράνοµων αποδεικτικών µέσων προβλέφθηκε ειδικός λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα. Έτσι η χρήση τους δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης δηµόσιας αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογηµένου συµφέροντος που δεν µπορούσε να διαφυλαχτεί διαφορετικά και ιδίως σε ποινικό δικαστήριο για την υπεράσπιση του κατηγορουµένου Τέλος µε το ν. 2408 1996 προβλέφθηκε ρητά η απαγόρευση χρήσης παράνοµων κτηθέντων αποδεικτικών µέσων που επιβαρύνουν τον κατηγορούµενο, µε εξαίρεση την περίπτωση κακουργηµάτων που απειλούνται µε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Και η νοµολογία όµως αντιµετώπισε το ζήτηµα µε διακυµάνσεις το ζήτηµα. Μέχρι το 1991 ο Α.Π δεχόταν ότι και η χρήση των παράνοµων αποδεικτικών µέσων είναι επιτρεπτή σε κάθε περίπτωση µε κύρια επιχειρήµατα ότι ούτε ακυρότητα της διαδικασίας επέρχεται ούτε υπέρβαση εξουσίας αποτελεί. Με την αναθεώρηση του Συντάγµατος αποτελεί πλέον κανόνα η απαγόρευση χρήσης παράνοµων αποδεικτικών µέσων. Μετά όµως από την γραµµατική και ιστορική ερµηνεία των άρθρων 19 3, 20 1, 5 2 και 25 1, µπορούµε να καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ατοµικά δικαιώµατα άλλων ανθρώπων δεν µπορούν να προστατευτούν από σοβαρές προσβολές επιτρέπεται η παραβίαση από την απόλυτη προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδοµένων. Συνεπώς τόσο ο νοµοθέτης όσο και ο δικαστής σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να προβούν σε στάθµιση αφενός των δικαιωµάτων, στην προστασία των οποίων προβλέπει η απαγόρευση, κι αφετέρου των δικαιωµάτων, των οποίων η προσβολή δεν µπορεί να αποφευχθεί παρά µόνο µε τη χρήση παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα, κι εφόσον η 17
µη λήψη υπόψη των αποδείξεων αυτών δηµιουργεί προσβολή της ανθρώπινης αξίας. Τέλος για την ανωτέρω στάθµιση ο δικαστής και ο νοµοθέτης θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας και να λαµβάνουν υπόψη και τον τρόπο κτήσης των αποδεικτικών αυτών µέσων, δηλαδή να εξετάσουν µήπως ο τρόπος κτήσης τους προσβάλλει επίσης την ανθρώπινη αξία. 7. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η ιδιωτική ζωή του ανθρώπου ως ατοµικό και κοινωνικό δικαίωµα. Η ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου από πολύ νωρίς είχε γίνει αντικείµενο µελέτης και είχε απασχολήσει τη νοµική κοινότητα. Με τη θέσπιση λοιπόν του Συντάγµατος, ως θεµελιώδη νόµο του κράτους µας, κατοχυρώθηκαν τα ατοµικά και κοινωνικά µας δικαιώµατα µεταξύ των οποίων και η ιδιωτική ζωή. Ο συντακτικός νοµοθέτης θέλησε να διασφαλίσει την εξέλιξη του ανθρώπου, την ανάπτυξη της προσωπικότητας και του πνευµατικού του πλούτου αλλά και τη διατήρηση της ατοµικότητας και της µοναδικότητας του, όχι µόνο σε ατοµικό επίπεδο αλλά και σε οικογενειακό, τις δύο κυριότερες δηλαδή εκφάνσεις της ζωής. Για το λόγο αυτό κατοχυρώνεται ξεχωριστά το απαραβίαστο της κατοικίας και το απόρρητο της επικοινωνίας, αφού αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής, 18
ενώ η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα πλέον υπερσύγχρονα µέσα παρακολούθησης κατέστησαν πιο επιτακτική την ανάγκη αυτή. 19
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α.Γ. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά δικαιώµατα, εκδόσεις Αντ. Σάκουλας, Αθήνα 2004 Π.. αγτόγλου, Συνταγµατικό δίκαιο- Ατοµικά ικαιώµατα, εκδόσεις Σάκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1991 Ι.. Ιγγλεζάκης, Ευαίσθητα Προσωπικά εδοµένα- Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδοµένων και οι συνέπειες της, εκδόσεις Σάκουλα 2003 Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων και δικαίωµα υπεράσπισης του κατηγορουµένου, εκδόσεις Σάκουλα, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2003 Μήτρου Λίλιαν, Η αρχή προστασίας προσωπικών δεδοµένων 20