ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ 1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Κάθε καψάκιο, σκληρό περιέχει 200 mg emtricitabine. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1. 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Καψάκιο, σκληρό. Κάθε καψάκιο αποτελείται από ένα λευκό αδιαφανές κύριο μέρος με αδιαφανές κάλυμμα ανοικτού γαλάζιου χρώματος, διαστάσεων 19,4 mm x 6,9 mm. Το κάλυμμα κάθε καψακίου φέρει τυπωμένη με μαύρη μελάνη την ένδειξη «200 mg» και το κύριο μέρος του καψακίου την ένδειξη «GILEAD» και το [λογότυπο Gilead]. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Το Emtriva ενδείκνυται σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά φαρμακευτικά προϊόντα για τη θεραπεία ενηλίκων και παιδιών ηλικίας 4 μηνών και άνω που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV-1. Η ένδειξη αυτή έχει βασισθεί σε μελέτες που έγιναν σε πρωτοθεραπευόμενους ασθενείς και σε ασθενείς με εμπειρία θεραπείας με σταθερό ιολογικό έλεγχο. Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση του Emtriva σε ασθενείς στους οποίους αποτυγχάνει το τρέχον θεραπευτικό σχήμα ή στους οποίους απέτυχαν πολλαπλά θεραπευτικά σχήματα (βλ. παράγραφο 5.1). Κατά τον προσδιορισμό νέας αγωγής για ασθενείς στους οποίους μία αντιρετροϊκή αγωγή απέτυχε, θα πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά οι τύποι των μεταλλάξεων που συσχετίζονται με διαφορετικά φαρμακευτικά προϊόντα ως και το ιστορικό θεραπείας του συγκεκριμένου ασθενούς. Πιθανόν να είναι κατάλληλη και η διεξαγωγή δοκιμών αντοχής, εφόσον διατίθεται. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Την έναρξη της θεραπείας πρέπει να αναλαμβάνει γιατρός με εμπειρία στο χειρισμό της λοίμωξης από τον ιό HIV. Δοσολογία Τα Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά μπορεί να ληφθούν με ή χωρίς τροφή. Ενήλικες: Η συνιστώμενη δόση του Emtriva είναι ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg λαμβανόμενο από του στόματος μία φορά ημερησίως. Εάν ένας ασθενής παραλείψει κάποια δόση του Emtriva εντός 12 ωρών από την κανονική ώρα λήψης της δόσης, ο ασθενής πρέπει να πάρει το Emtriva με ή χωρίς τροφή όσο το δυνατό γρηγορότερα και να συνεχίσει το κανονικό του δοσολογικό πρόγραμμα. Εάν ένας ασθενής παραλείψει κάποια δόση του Emtriva για περισσότερο από 12 ώρες και πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, ο ασθενής δεν πρέπει να πάρει τη δόση που παρέλειψε, αλλά απλά να συνεχίσει το κανονικό δοσολογικό πρόγραμμα. 2
Εάν ο ασθενής κάνει εμετό εντός 1 ώρας από τη λήψη του Emtriva, πρέπει να πάρει μια άλλη δόση. Εάν ο ασθενής κάνει εμετό αφού περάσει περισσότερο από 1 ώρα μετά τη λήψη του Emtriva, δεν χρειάζεται να πάρει άλλη δόση. Ειδικοί πληθυσμοί Ηλικιωμένοι: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της emtricitabine σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Εν τούτοις, δεν πρέπει να απαιτείται προσαρμογή στη συνιστώμενη ημερήσια δόση για ενήλικες, εκτός εάν υπάρχουν αποδείξεις για νεφρική ανεπάρκεια. Νεφρική ανεπάρκεια: Η emtricitabine απομακρύνεται με νεφρική απέκκριση και η έκθεση στην emtricitabine αυξήθηκε σημαντικά σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 5.2). Απαιτείται η προσαρμογή της δόσης ή των δοσολογικών μεσοδιαστημάτων για όλους τους ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min (βλ. παράγραφο 4.4). Ο Πίνακας 1 πιο κάτω παρέχει οδηγίες για την προσαρμογή των δοσολογικών μεσοδιαστημάτων για τα καψάκια, σκληρά των 200 mg σύμφωνα με το βαθμό της νεφρικής ανεπάρκειας. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των προσαρμογών των δοσολογικών μεσοδιαστημάτων κάθε 72 ή 96 ώρες σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min δεν έχουν εκτιμηθεί κλινικά. Επομένως, στους ασθενείς αυτούς, η κλινική ανταπόκριση στη θεραπεία και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται στενά (βλ. παράγραφο 4.4). Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μπορούν επίσης να ελεγχθούν με τη χορήγηση πόσιμου διαλύματος Emtriva 10 mg/ml, το οποίο παρέχει μειωμένη ημερήσια δόση emtricitabine. Παρακαλώ, ανατρέξτε στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα. Πίνακας 1: Οδηγίες για τα δοσολογικά μεσοδιαστήματα για τα καψάκια, σκληρά των 200 mg προσαρμοσμένα σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης Συνιστώμενο δοσολογικό μεσοδιάστημα για τα καψάκια, σκληρά των 200 mg Κάθαρση Κρεατινίνης (ml/min) 30 15-29 < 15 (λειτουργική ανεπάρκεια των νεφρών χρήζουσα διαλείπουσας αιμοκάθαρσης)* Ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg κάθε 24 ώρες Ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg κάθε 72 ώρες Ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg κάθε 96 ώρες * Προϋποθέτει μία συνεδρία αιμοκάθαρσης διάρκειας 3 ωρών, τρεις φορές την εβδομάδα η οποία αρχίζει τουλάχιστον 12 ώρες μετά από τη χορήγηση της τελευταίας δόσης της emtricitabine. Ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου οι οποίοι ελέγχονται με άλλες μορφές κάθαρσης, όπως η περιπατητική περιτοναϊκή κάθαρση, δεν έχουν μελετηθεί και δεν μπορούν να γίνουν δοσολογικές συστάσεις. Ηπατική ανεπάρκεια: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για δοσολογικές συστάσεις σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια. Εν τούτοις, με βάση τον ελάχιστο μεταβολισμό της emtricitabine και τη νεφρική οδό απομάκρυνσης, δεν είναι πιθανή η ανάγκη προσαρμογής της δόσης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 5.2). Εάν το Emtriva διακοπεί σε ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για ενδείξεις έξαρσης της ηπατίτιδας (βλ. παράγραφο 4.4). Παιδιατρικός πληθυσμός: Η συνιστώμενη δόση του Emtriva για παιδιά ηλικίας 4 μηνών και άνω και εφήβους ηλικίας μέχρι 18 ετών βάρους τουλάχιστον 33 kg, οι οποίοι είναι σε θέση να καταπιούν 3
καψάκια, σκληρά, είναι ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg λαμβανόμενο από του στόματος μία φορά ημερησίως. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και μόνον πολύ περιορισμένα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια της emtricitabine σε βρέφη ηλικίας κάτω των 4 μηνών. Επομένως το Emtriva δεν συνιστάται για χρήση σε όσους έχουν ηλικία μικρότερη των 4 μηνών (σχετικά με φαρμακοκινητικά στοιχεία σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, βλ. παράγραφο 5.2). Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για δοσολογικές συστάσεις σε παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Τρόπος χορήγησης Τα Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά πρέπει να λαμβάνονται από του στόματος μία φορά ημερησίως, με ή χωρίς τροφή. Το Emtriva διατίθεται επίσης ως πόσιμο διάλυμα 10 mg/ml για χρήση σε βρέφη ηλικίας 4 μηνών και άνω, σε παιδιά και σε ασθενείς, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να καταπιούν καψάκια, σκληρά και ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Παρακαλώ, ανατρέξτε στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα. Λόγω της διαφοράς μεταξύ των καψακίων και του πόσιμου διαλύματος ως προς τη βιοδιαθεσιμότητα της emtricitabine, τα 240 mg emtricitabine χορηγούμενης ως πόσιμο διάλυμα πρέπει να παρέχουν παρεμφερή επίπεδα στο πλάσμα με εκείνα που παρατηρούνται μετά τη χορήγηση ενός καψακίου, σκληρού emtricitabine 200 mg (βλ. παράγραφο 5.2). 4.3 Αντενδείξεις Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Γενικά Η emtricitabine δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία της HIV λοίμωξης. Πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά. Παρακαλώ, ανατρέξτε επίσης στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος των άλλων αντιρετροϊκών φαρμακευτικών προϊόντων, που χρησιμοποιούνται στα θεραπευτικά σχήματα συνδυασμού. Συγχορήγηση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα Το Emtriva δεν πρέπει να λαμβάνεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν emtricitabine ή φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν lamivudine. Ευκαιριακές λοιμώξεις Ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν θεραπεία με emtricitabine ή κάποια άλλη αντιρετροϊκή θεραπεία μπορεί να εξακολουθήσουν να αναπτύσσουν ευκαιριακές λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές της HIV λοίμωξης και συνεπώς πρέπει να παραμένουν υπό στενή κλινική παρακολούθηση από ιατρούς με εμπειρία στη θεραπεία ασθενών με νόσους συσχετιζόμενες με τον ιό HIV. Μετάδοση του ιού HIV Αν και η αποτελεσματική ιολογική καταστολή με αντιρετροϊική θεραπεία έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού με σεξουαλική επαφή, δεν μπορεί να αποκλειστεί υπολειπόμενος κίνδυνος. Θα πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις σύμφωνα με τις εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες. Νεφρική λειτουργία Η emtricitabine απεκκρίνεται κυρίως από τους νεφρούς, μέσω σπειραματικής διήθησης και ενεργού σωληναριακής απέκκρισης. Η έκθεση στην emtricitabine μπορεί να αυξηθεί σημαντικά σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min), οι οποίοι λαμβάνουν ημερήσιες 4
δόσεις emtricitabine 200 mg καψάκια, σκληρά ή 240 mg ως πόσιμο διάλυμα. Συνεπώς, απαιτείται, είτε προσαρμογή του δοσολογικού μεσοδιαστήματος (με τη χρήση Emtriva σκληρών καψακίων 200 mg) είτε μείωση της ημερήσιας δόσης της emtricitabine (με τη χρήση πόσιμου διαλύματος Emtriva 10 mg/ml) για όλους τους ασθενείς με τιμές κάθαρσης κρεατινίνης < 30 ml/min. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των κατευθυντήριων οδηγιών για την προσαρμογή του δοσολογικού μεσοδιαστήματος που παρέχονται στην παράγραφο 4.2 βασίζονται σε φαρμακοκινητικά δεδομένα και μοντέλο μονήρους δόσης και δεν έχουν κλινικά αξιολογηθεί. Επομένως, η κλινική ανταπόκριση στη θεραπεία και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με emtricitabine με παρατεταμένα δοσολογικά μεσοδιαστήματα (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2). Πρέπει να δίδεται προσοχή, όταν η emtricitabine συγχορηγείται με φαρμακευτικά προϊόντα που απομακρύνονται μέσω ενεργού σωληναριακής απέκκρισης, καθώς τέτοια συγχορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων είτε της emtricitabine είτε του συγχορηγούμενου φαρμακευτικού προϊόντος στον ορό λόγω του ανταγωνισμού ως προς αυτήν την οδό αποβολής (βλ. παράγραφο 4.5). Σωματικό βάρος και μεταβολικές παράμετροι Κατά τη διάρκεια της αντιρετροϊικής θεραπείας ενδέχεται να παρουσιαστεί αύξηση του σωματικού βάρους καθώς και των επιπέδων των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα. Οι αλλαγές αυτές μπορεί, εν μέρει, να συνδέονται με τον έλεγχο της νόσου και τον τρόπο ζωής. Αναφορικά με τα λιπίδια, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις για επίδραση της θεραπείας, ενώ όσον αφορά την αύξηση του σωματικού βάρους δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που να τη συσχετίζουν με οποιαδήποτε συγκεκριμένη θεραπεία. Η παρακολούθηση των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα πρέπει να βασίζεται στις καθιερωμένες κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας του HIV. Οι διαταραχές των λιπιδίων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως ενδείκνυται κλινικά. Ηπατική λειτουργία Κατά τη διάρκεια της CART, ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική ανεπάρκεια συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας ενεργού ηπατίτιδας έχουν αυξημένη συχνότητα εμφάνισης διαταραχών της ηπατικής λειτουργίας και πρέπει να παρακολουθούνται σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική. Ασθενείς με λοίμωξη χρόνιας ηπατίτιδας Β ή C, οι οποίοι λαμβάνουν CART, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών, δυνητικά μοιραίων, ανεπιθύμητων ενεργειών στο ήπαρ. Σε περίπτωση συγχορήγησης αντιρετροϊκής θεραπείας για ηπατίτιδα Β ή C, παρακαλώ, ανατρέξτε επίσης στη σχετική Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων. Αν υπάρχουν αποδείξεις για την επιδείνωση της ηπατικής νόσου σε τέτοιους ασθενείς, πρέπει να εξετάζεται η κατά διαστήματα διακοπή ή η οριστική παύση της θεραπείας. Ασθενείς με συνυπάρχουσα λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) Η emtricitabine είναι δραστική in vitro έναντι του ιού HBV. Εν τούτοις, περιορισμένα μόνον είναι τα στοιχεία που διατίθενται σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της emtricitabine (ως καψάκιο, σκληρό των 200 mg μια φορά ημερησίως) σε ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη. Η χρήση της emtricitabine σε ασθενείς με χρόνια HBV λοίμωξη προκαλεί το ίδιο πρότυπο μεταλλάξεων στο μοτίβο YMDD που παρατηρείται στην αγωγή με λαμιβουδίνη. Η YMDD μετάλλαξη προκαλεί αντοχή και στην emtricitabine και στη λαμιβουδίνη. Ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη πρέπει να παρακολουθούνται στενά και η κλινική και η εργαστηριακή παρακολούθηση θα πρέπει να γίνονται για τουλάχιστον αρκετούς μήνες μετά από την διακοπή της θεραπείας με emtricitabine, προκειμένου να διαπιστωθούν εξάρσεις της ηπατίτιδας. Τέτοιες εξάρσεις έχουν παρατηρηθεί μετά από τη διακοπή της θεραπείας με emtricitabine σε μολυνθέντες με τον ιό HΒV ασθενείς χωρίς συνυπάρχουσα HIV λοίμωξη και ανιχνεύθηκαν πρωταρχικά από την άνοδο των επιπέδων αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης στον ορό επιπροσθέτως της επανεμφάνισης του HBV DNA. Σε μερικούς από αυτούς τους ασθενείς, η επανεργοποίηση του HBV συνοδευόταν από πιο σοβαρή ηπατοπάθεια, συμπεριλαμβανομένης της ανεπάρκειας αντιστάθμισης και ηπατικής βλάβης. Υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις για να προσδιοριστεί εάν η επανέναρξη της emtricitabine μεταβάλλει την πορεία τους μετά την θεραπεία εξάρσεων της 5
ηπατίτιδας. Σε ασθενείς με προχωρημένη ηπατική νόσο ή κίρρωση, δεν συνιστάται η διακοπή της θεραπείας, εφόσον οι εξάρσεις της ηπατίτιδας μετά τη θεραπεία μπορεί να οδηγήσουν σε έλλειψη ηπατικής αντιρρόπησης. Μιτοχονδριακή δυσλειτουργία μετά από έκθεση in utero Νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα ενδέχεται να επηρεάσουν τη μιτοχονδριακή λειτουργία σε ποικίλο βαθμό, το οποίο είναι εντονότερο με τη σταβουδίνη, διδανοσίνη και ζιδοβουδίνη. Έχει αναφερθεί μιτοχονδριακή δυσλειτουργία σε HIV αρνητικά βρέφη τα οποία είχαν εκτεθεί in utero και/ή μετά τη γέννηση σε νουκλεοσιδικά ανάλογα οι αναφορές αυτές αφορούσαν κυρίως τη θεραπεία με θεραπευτικά σχήματα που περιείχαν ζιδοβουδίνη. Οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες αναφέρθηκαν, είναι αιματολογικές διαταραχές (αναιμία, ουδετεροπενία) και μεταβολικές διαταραχές (υψηλό επίπεδο γαλακτικού οξέος στο αίμα, υψηλό επίπεδο λιπάσης στο αίμα). Οι ενέργειες αυτές συχνά ήταν παροδικές. Έχουν αναφερθεί σπάνια νευρολογικές διαταραχές όψιμης έναρξης (υπερτονία, σπασμοί, μη φυσιολογική συμπεριφορά). Δεν είναι γνωστό επί του παρόντος, αν τέτοιες νευρολογικές διαταραχές είναι παροδικές ή μόνιμες. Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για οποιοδήποτε παιδί που εκτέθηκε in utero σε νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα, το οποίο παρουσιάζει σοβαρά κλινικά ευρήματα αγνώστου αιτιολογίας, ιδίως νευρολογικά ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά δεν επηρεάζουν τις παρούσες εθνικές συστάσεις για τη χρήση αντιρετροϊκής θεραπείας σε έγκυες γυναίκες, προκειμένου να προληφθεί η κάθετη μετάδοση του ιού HIV. Σύνδρομο Επανενεργοποίησης του Ανοσοποιητικού Συστήματος Σε ασθενείς με λοίμωξη HIV με σοβαρή ανοσολογική ανεπάρκεια ενδέχεται να εμφανιστεί, κατά την έναρξη της CART, μία φλεγμονώδης αντίδραση σε ασυμπτωματικά ή υπολειμματικά ευκαιριακά παθογόνα και να προκληθούν σοβαρές κλινικές καταστάσεις ή επιδείνωση των συμπτωμάτων. Τέτοιες αντιδράσεις έχουν τυπικά παρουσιαστεί εντός των πρώτων εβδομάδων ή μηνών από την έναρξη της CART. Σχετικά παραδείγματα περιλαμβάνουν αμφιβληστροειδίτιδα από κυτταρομεγαλοϊό, γενικευμένες και/ή εστιακές λοιμώξεις από μυκοβακτηρίδια και πνευμονία οφειλόμενη σε Pneumocystis jirovecii. Θα πρέπει να εκτιμώνται οποιαδήποτε φλεγμονώδη συμπτώματα και να ορίζεται θεραπεία όταν απαιτείται. Aυτοάνοσες διαταραχές (όπως η νόσος του Graves και η αυτοάνοση ηπατίτιδα) έχουν επίσης αναφερθεί ότι συμβαίνουν κατά τη ρύθμιση της επανεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος. Ωστόσο, ο αναφερόμενος χρόνος έως την έναρξη είναι περισσότερο μεταβλητός και αυτά τα γεγονότα μπορεί να συμβούν πολλούς μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Οστεονέκρωση Αναφέρθηκαν περιπτώσεις οστεονέκρωσης κυρίως σε ασθενείς με προχωρημένη HIV λοίμωξη και/ή μακράς διάρκειας έκθεση σε CART αν και η αιτιολογία θεωρείται πολυπαραγοντική (συμπεριλαμβάνονται η χρήση κορτικοστεροειδών, η κατανάλωση αλκοόλ, η σοβαρή ανοσοκαταστολή, ο υψηλότερος δείκτης μάζας σώματος). Οι ασθενείς θα πρέπει να ζητούν ιατρική συμβουλή εάν παρουσιάζουν ενοχλήσεις και άλγος στις αρθρώσεις, δυσκαμψία άρθρωσης ή δυσκολία στην κίνηση. Ηλικιωμένοι Το Emtriva δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς ηλικίας πάνω από 65. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι πιο πιθανό να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, ως εκ τούτου απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπεία ηλικιωμένων ασθενών με το Emtriva Παιδιατρικός πληθυσμός Επιπροσθέτως των ανεπιθύμητων ενεργειών οι οποίες παρουσιάστηκαν σε ενήλικες, αναιμία και αποχρωματισμός του δέρματος εμφανίστηκαν περισσότερο συχνά στις κλινικές μελέτες με παιδιατρικούς ασθενείς με λοίμωξη HIV (βλ. παράγραφο 4.8). 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες. 6
In vitro η emtricitabine δεν αναστέλλει το μεταβολισμό φαρμάκων, που διενεργείται μέσω κάποιας από τις ακόλουθες ισομορφές του ανθρώπινου CYP450: 1Α2, 2Α6, 2Β6, 2C9, 2C19, 2D6 και 3Α4. Η emtricitabine δεν αναστέλλει το ένζυμο που ευθύνεται για την γλυκουρονιδίωση. Με βάση τα αποτελέσματα αυτών των in vitro πειραμάτων και τις γνωστές οδούς απομάκρυνσης της emtricitabine, το ενδεχόμενο των αλληλεπιδράσεων μέσω του CYP450, που εμπλέκουν την emtricitabine με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, είναι χαμηλό. Δεν υπάρχουν κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις κατά τη συγχορήγηση της emtricitabine με indicavir, zidovudine, stavudine, famciclovir ή με tenofovir disoproxil fumarate. Η emtricitabine απεκκρίνεται πρωταρχικά μέσω σπειραματικής διήθησης και ενεργού σωληναριακής απέκκρισης. Με την εξαίρεση των famciclovir και tenofovir disoproxil fumarate, το αποτέλεσμα της συγχορήγησης της emtricitabine με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία απεκκρίνονται δια της νεφρικής οδού ή άλλα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τη νεφρική λειτουργία, δεν έχει εκτιμηθεί. Η συγχορήγηση της emtricitabine με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που απομακρύνονται με ενεργή σωληναριακή απέκκριση μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των συγκεντρώσεων στον ορό είτε της emtricitabine είτε ενός συγχορηγούμενου φαρμακευτικού προϊόντος λόγω ανταγωνισμού ως προς αυτήν την οδό απομάκρυνσης. Δεν υπάρχει έως τώρα κλινική εμπειρία από τη συγχορήγηση αναλόγων κυτιδίνης. Επομένως, η χρήση της emtricitabine σε συνδυασμό με τη λαμιβουδίνη για τη θεραπεία της HIV λοίμωξης, δεν μπορεί επί του παρόντος να συστηθεί. 4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία Εγκυμοσύνη Τα δεδομένα από σχετικά περιορισμένο αριθμό εγκύων γυναικών (περιπτώσεις έκβασης εγκυμοσύνης μεταξύ 300-1.000) δεν καταδεικνύουν την ύπαρξη συγγενών διαμαρτιών ή τοξικότητας στο έμβρυο/νεογνό σχετιζόμενης με την emtricitabine. Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν αναπαραγωγική τοξικότητα. Η χρήση της emtricitabine θα μπορούσε να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εάν αυτή κρίνεται απαραίτητη. Θηλασμός Η emtricitabine έχει αποδειχθεί ότι απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επίδραση της emtricitabine στα νεογέννητα/βρέφη. Συνεπώς το Emtriva δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια του θηλασμού. Ως γενικός κανόνας, δεν συνιστάται σε καμία περίπτωση σε γυναίκες που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV να θηλάζουν τα βρέφη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση του ιού HIV στο βρέφος. Γονιμότητα Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για ανθρώπους σχετικά με τις επιπτώσεις της emtricitabine. Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν επικίνδυνες επιπτώσεις της emtricitabine στη γονιμότητα. 4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Εν τούτοις, οι ασθενείς πρέπει να πληροφορούνται, ότι κατά τη διάρκεια θεραπείας με emtricitabine αναφέρθηκε ζάλη. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες Περίληψη του προφίλ ασφάλειας Σε κλινικές μελέτες σε ενήλικες με λοίμωξη από τον ιό HIV, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν με τη μεγαλύτερη συχνότητα με το emtricitabine ήταν διάρροια (14,0%), κεφαλαλγία (10,2%), αυξημένα επίπεδα κινάσης της κρεατίνης (10,2%) και ναυτία (10,0%). Επιπροσθέτως των ανεπιθύμητων ενεργειών οι οποίες αναφέρθηκαν σε ενήλικες, αναιμία (9,5%) και αποχρωματισμός 7
του δέρματος (31,8%) εμφανίστηκαν περισσότερο συχνά στις κλινικές μελέτες με παιδιατρικούς ασθενείς με λοίμωξη HIV. Η διακοπή της αγωγής με Emtriva σε ασθενείς με συνυπάρχουσα λοίμωξη από τον ιό HIV και τον ιό της ηπατίτιδας Β μπορεί να συσχετισθεί με σοβαρές, οξείες εξάρσεις ηπατίτιδας. (βλ. παράγραφο 4.4). Συνοπτική περίληψη ανεπιθύμητων ενεργειών Η αξιολόγηση των ανεπιθύμητων ενεργειών από δεδομένα κλινικών μελετών βασίζεται στην εμπειρία από τρεις μελέτες σε ενήλικες (n = 1.479) και από τρεις μελέτες σε παιδιατρικούς ασθενείς (n = 169). Στις μελέτες σε ενήλικες, 1.039 πρωτοθεραπευόμενοι ασθενείς και 440 ασθενείς ήδη σε θεραπεία, έλαβαν emtricitabine (n = 814) ή συγκρινόμενο φαρμακευτικό προϊόν (n = 665) για 48 εβδομάδες σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά φαρμακευτικά προϊόντα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες για τις οποίες υπήρξε υπόνοια (τουλάχιστον πιθανή) συσχετισμού με τη θεραπεία σε ενήλικες από κλινικές μελέτες και την εμπειρία μετά την κυκλοφορία, καταγράφονται στον Πίνακα 2 πιο κάτω ανά κατηγορία οργανικού συστήματος του σώματος και συχνότητα εμφάνισης. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Οι συχνότητες προσδιορίζονται ως πολύ συχνές ( 1/10), συχνές ( 1/100 έως < 1/10) ή όχι συχνές ( 1/1.000 έως < 1/100). Πίνακας 2: Συνοπτική περίληψη των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με το emtricitabine βάσει των κλινικών μελετών και της εμπειρίας μετά την κυκλοφορία Συχνότητα Emtricitabine Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος: Συχνές: ουδετεροπενία Όχι συχνές: αναιμία 2 Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Συχνές: αλλεργική αντίδραση Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Συχνές: υπερτριγλυκεριδαιμία, υπεργλυκαιμία Ψυχιατρικές διαταραχές: Συχνές: αϋπνία, μη φυσιολογικά όνειρα Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Πολύ συχνές: κεφαλαλγία Συχνές: ζάλη Διαταραχές του γαστρεντερικού: Πολύ συχνές: διάρροια, ναυτία Συχνές: αυξημένα επίπεδα αμυλάσης που περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα παγκρεατικής αμυλάσης, αυξημένα επίπεδα λιπάσης, έμετος, κοιλιακό άλγος, δυσπεψία Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: Συχνές: αυξημένα επίπεδα ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης ορού (AST) και/ή αυξημένα επίπεδα αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης ορού (ALT), υπερχολερυθριναιμία Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Συχνές: κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, κυστικό-φυσαλλιδωτό εξάνθημα, φλυκταινώδες εξάνθημα, εξάνθημα, κνησμός, κνίδωση, αποχρωματισμός του δέρματος (υπερμελάγχρωση) 1,2 Όχι συχνές: αγγειοοίδημα 3 Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού: Πολύ συχνές: αυξημένα επίπεδα κινάσης της κρεατίνης Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: Συχνές: άλγος, αδυναμία 1 Βλέπε παράγραφο 4.8, Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών για περισσότερες πληροφορίες. 2 Συχνή ήταν η αναιμία και πολύ συχνός ο αποχρωματισμός του δέρματος (υπερμελάγχρωση) όταν η emtricitabine χορηγήθηκε σε παιδιατρικούς ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.8, Παιδιατρικός πληθυσμός). 8
3 Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια, η οποία αναγνωρίστηκε μέσω της παρακολούθησης μετά την κυκλοφορία, δεν παρατηρήθηκε σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε ενήλικες ή σε κλινικές μελέτες της emtricitabine σε παιδιατρικούς ασθενείς με HIV. Η κατηγορία συχνότητας των όχι συχνών εκτιμήθηκε από έναν στατιστικό υπολογισμό με βάση το συνολικό αριθμό των ασθενών που είχαν εκτεθεί στην emtricitabine σε αυτές τις κλινικές μελέτες (n = 1.563). Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών Αποχρωματισμός του δέρματος (υπερμελάγχρωση): Αποχρωματισμός του δέρματος, που εκδηλώνεται ως υπερμελάγχρωση κυρίως στις παλάμες ή/και στα πέλματα, ήταν γενικά ήπιος, ασυμπτωματικός και με μικρή κλινική σημασία. Ο μηχανισμός είναι άγνωστος. Μεταβολικές παράμετροι Το σωματικό βάρος και τα επίπεδα των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα ενδέχεται να αυξηθούν κατά τη διάρκεια της αντιρετροϊικής θεραπείας (βλέπε παράγραφο 4.4) Σύνδρομο Επανενεργοποίησης του Ανοσοποιητικού Συστήματος: Σε HIV οροθετικούς ασθενείς με σοβαρή ανοσολογική ανεπάρκεια ενδέχεται να εμφανιστεί, κατά την έναρξη της CART, μία φλεγμονώδης αντίδραση σε ασυμπτωματικά ή υπολειμματικά ευκαιριακά παθογόνα. Aυτοάνοσες διαταραχές (όπως η νόσος του Graves και η αυτοάνοση ηπατίτιδα) έχουν επίσης αναφερθεί. Ωστόσο, ο αναφερόμενος χρόνος έως την έναρξη είναι περισσότερο μεταβλητός και αυτά τα γεγονότα μπορεί να συμβούν πολλούς μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.4). Οστεονέκρωση: Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις οστεονέκρωσης κυρίως σε ασθενείς με γνωστούς γενικά παράγοντες κινδύνου, προχωρημένη HIV λοίμωξη ή μακράς διάρκειας έκθεση σε CART. Η συχνότητα αυτών είναι άγνωστη (βλ. παράγραφο 4.4). Παιδιατρικός πληθυσμός Η αξιολόγηση των ανεπιθύμητων ενεργειών σε παιδιατρικούς ασθενείς από δεδομένα κλινικών μελετών βασίζεται στην εμπειρία από τρεις μελέτες με παιδιατρικούς ασθενείς (n = 169), όπου οι πρωτοθεραπευόμενοι ασθενείς (n = 123) και οι ασθενείς με λοίμωξη HIV ήδη σε θεραπεία (n = 46) ηλικίας από 4 μηνών έως 18 ετών, έλαβαν θεραπεία συνδυασμού emtricitabine με άλλους αντιρετροϊκούς παράγοντες. Επιπροσθέτως των ανεπιθύμητων ενεργειών οι οποίες αναφέρθηκαν σε ενήλικες (βλ. παράγραφο 4.8, Συνοπτική περίληψη ανεπιθύμητων ενεργειών), οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν περισσότερο συχνά σε παιδιατρικούς ασθενείς: συχνή (9,5%) ήταν η αναιμία και πολύ συχνή (31,8%) ο αποχρωματισμός του δέρματος (υπερμελάγχρωση) σε παιδιατρικούς ασθενείς. Άλλοι ειδικοί πληθυσμοί Ηλικιωμένοι: Το Emtriva δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς ηλικίας πάνω από 65. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι πιο πιθανό να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, ως εκ τούτου απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπεία ηλικιωμένων ασθενών με το Emtriva (βλ. παράγραφο 4.2). Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια: Η emtricitabine απομακρύνεται με νεφρική απέκκριση και η έκθεση στην emtricitabine αυξήθηκε σημαντικά σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Απαιτείται η προσαρμογή της δόσης ή των δοσολογικών μεσοδιαστημάτων για όλους τους ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min (βλ. παραγράφους 4.2, 4.4 και 5.2). Ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV/HBV λοίμωξη: Το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών σε ασθενείς με συνυπάρχουσα HBV λοίμωξη είναι παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που είχαν μολυνθεί από τον ιό HIV χωρίς συνυπάρχουσα HBV λοίμωξη. Εν τούτοις, όπως θα αναμενόταν για αυτόν τον πληθυσμό των ασθενών, οι αυξήσεις των AST και ALT παρατηρούνταν συχνότερα από ότι στο γενικό πληθυσμό με HIV λοίμωξη. Εξάρσεις ηπατίτιδας μετά τη διάρκεια της θεραπείας: Σε ασθενείς με λοίμωξη από τον ιό HIV με συνυπάρχουσα λοίμωξη HBV, εξάρσεις ηπατίτιδας μπορεί να εμφανιστούν μετά τη διακοπή της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.4). 9
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V. 4.9 Υπερδοσολογία Η χορήγηση emtricitabine έως 1.200 mg συσχετίσθηκε με τις ανεπιθύμητες ενέργειες, που αναφέρονται πιο πάνω (βλ. παράγραφο 4.8). Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται για σημεία τοξικότητας και να χορηγείται η συνήθης υποστηρικτική αγωγή, όπως απαιτείται. Ποσοστό έως 30% της δόσης της emtricitabine μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση. Δεν είναι γνωστό, εάν η emtricitabine μπορεί να απομακρυνθεί με περιτοναϊκή κάθαρση. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Νουκλεοσιδικοί και νουκλεοτιδικοί αναστολείς της ανάστροφης μεταγραφάσης, κωδικός ATC: J05AF09 Μηχανισμός δράσης και φαρμακοδυναμικές επιδράσεις Η emtricitabine είναι ένα συνθετικό νουκλεοσιδικό ανάλογο της κυτιδίνης με δραστηριότητα η οποία είναι ειδική έναντι του Ιού της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (HIV-1 και HIV-2) και του ιού της ηπατίτιδας Β (HBV). Η emtricitabine φωσφορυλιώνεται από κυτταρικά ένζυμα και μετατρέπεται σε emtricitabine 5 -triphosphate η οποία αναστέλλει ανταγωνιστικά την ανάστροφη μεταγραφάση του HIV-1 καταλήγοντας στην λήξη της DNA αλύσου. Η emtricitabine είναι ένας ασθενής αναστολέας των DNA πολυμερασών α, β και ε των θηλαστικών και της μιτοχονδριακής DNA πολυμεράσης γ. Η emtricitabine δεν επιδεικνύει κυτταροτοξική δράση στα μονοπύρηνα κύτταρα του περιφερικού αίματος (peripheral blood mononuclear cells - PBMCs), στις εγκατεστημένες κυτταρικές σειρές των λεμφοκυττάρων και των μονοκυττάρων-μακροφάγων ή στα πρόγονα κύτταρα του μυελού των οστών in vitro. Δεν υπήρξε ένδειξη για τοξικότητα στα μιτοχόνδρια in vitro ή in vivo. Αντιϊκή δραστηριότητα in vitro: Οι τιμές των συγκεντρώσεων της emtricitabine που απαιτούνται για το 50% της αναστολής (IC 50) εργαστηριακά και κλινικά απομονω-μένων στελεχών HIV-1 είχαν εύρος από 0,0013 έως 0,5 µmol/l. Σε μελέτες συνδυασμού emtricitabine και αναστολέων πρωτεάσης, νουκλεοσιδικών, νουκλεοτιδικών και μη νουκλεοσιδικών αναστολέων της HIV ανάστροφης μεταγραφάσης παρατηρήθηκαν επιπροσθέτως συνεργικά αποτελέσματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους συνδυασμούς φαρμάκων δεν έχουν μελετηθεί σε ανθρώπους. Κατά τη δοκιμή της ως προς τη δραστηριότητα έναντι εργαστηριακών στελεχών HBV, οι τιμές των συγκεντρώσεων της emtricitabine για το 50% της αναστολής (IC 50) είχαν εύρος από 0,01 έως 0,04 µmol/l. Αντοχή: Η αντοχή του ιού HIV-1 στην emtricitabine αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα μεταβολών στον κώδωνα 184 προκαλώντας τη μετατροπή της μεθειονίνης σε βαλίνη (ένα διάμεσο ισολευκίνης παρατηρήθηκε επίσης) της ανάστροφης μεταγραφάσης του ιού HIV. Αυτή η μετάλλαξη του ιού HIV-1 παρατηρήθηκε in vitro και σε ασθενείς με λοίμωξη από τον ιό HIV-1. 10
Οι ανθεκτικοί στην emtricitabine ιοί ήταν διασταυρούμενης αντοχής στη λαμιβουδίνη, αλλά διατήρησαν την ευαισθησία έναντι άλλων νουκλεοσιδικών αναστολέων της ανάστροφης μεταγραφάσης (NRTIs) (zidovudine, stavudine, tenofovir, abacavir και didanosine), όλων των μη νουκλεοσιδικών αναστολέων της ανάστροφης μεταγραφάσης (NNRTIs) και όλων των αναστολέων της πρωτεάσης (PIs). Ιοί ανθεκτικοί στα zidovudine, didanosine και NNRTIs διατήρησαν την ευαισθησία τους στην emtricitabine (IC 50=0,002 µmol/l έως 0,08 µmol/l). Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια Η emtricitabine σε συνδυασμό με άλλους αντιρετροϊκούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων των νουκλεοσιδικών αναλόγων, των μη νουκλεοσιδικών αναλόγων και των αναστολέων πρωτεάσης, απεδείχθη αποτελεσματική στη θεραπεία της HIV λοίμωξης στην αγωγή των πρωτοθεραπευόμενων και των ασθενών με εμπειρία θεραπείας με σταθερό ιολογικό έλεγχο. Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση της emtricitabine σε ασθενείς στους οποίους αποτυγχάνει το τρέχον θεραπευτικό σχήμα ή στους οποίους απέτυχαν πολλαπλά θεραπευτικά σχήματα. Σε πρωτοθεραπευόμενους υπό αντιρετροϊκή αγωγή ενήλικες, η emtricitabine ήταν σημαντικά ανώτερη της stavudine, όταν και τα δύο φαρμακευτικά προϊόντα λαμβάνονταν σε συνδυασμό με didanosine και efavirenz για 48 εβδομάδες θεραπείας. Η ανάλυση του φαινοτύπου δεν έδειξε σημαντικές μεταβολές στην ευαισθησία στην emtricitabine πλην της ανάπτυξης της M184V/I μετάλλαξης. Σε ενήλικες ασθενείς με εμπειρία θεραπείας σταθεροποιημένους ιολογικά, η emtricitabine, σε συνδυασμό με ένα NRTI (είτε stavudine είτε zidovudine) και έναν αναστολέα πρωτεάσης (PI) ή ένα NNRTI δεν εδείχθη κατώτερη της λαμιβουδίνης ως προς την αναλογία των ανταποκριθέντων (< 400 copies/ml) σε περίοδο 48 εβδομάδων (77% στην emtricitabine 82% στη λαμιβουδίνη). Επιπροσθέτως, σε δεύτερη μελέτη, ενήλικες με εμπειρία θεραπείας σε σταθερό έντονα ενεργό αντιρετροϊκό θεραπευτικό σχήμα βασισμένο σε σταθερό αναστολέα πρωτεάσης, τυχαιοποιήθηκαν σε ημερήσιο εφάπαξ δοσολογικό σχήμα το οποίο περιελάμβανε την emtricitabine ή συνέχισαν με το PI-HAART δοσολογικό σχήμα. Μετά από 48 εβδομάδες θεραπείας το δοσολογικό σχήμα με την emtricitabine επέδειξε ισοδύναμη αναλογία ασθενών με HIV RNA < 400 copies/ml (94% στην emtricitabine έναντι 92%) και υψηλότερη αναλογία ασθενών με HIV RNA < 50 copies/ml (95% στην emtricitabine έναντι 87%) σε σύγκριση με αυτούς οι οποίοι συνέχισαν με το PI-HAART δοσολογικό σχήμα τους. Παιδιατρικός πληθυσμός Σε βρέφη και παιδιά ηλικίας άνω των 4 μηνών, η πλειονότητα των ασθενών επέτυχε ή διατήρησε πλήρη καταστολή του ιού HIV-1 RNA στο πλάσμα μέσα σε 48 εβδομάδες (το 89% εξ αυτών επέτυχε 400 copies/ml και το 77% επέτυχε 50 copies/ml). Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία από τη χρήση της emtricitabine σε βρέφη ηλικίας κάτω των 4 μηνών. 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Απορρόφηση Η emtricitabine απορροφάται ταχέως και ευρέως μετά την από στόματος χορήγηση και οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα παρατηρούνται μέσα σε 1 έως 2 ώρες μετά από τη δόση. Σε 20 ασθενείς που είχαν προσβληθεί από τον ιό HIV και έλαβαν 200 mg emtricitabine ως καψάκια, σκληρά ημερησίως, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (C max) κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση, οι ελάχιστες συγκεντρώσεις (C min) και η περιοχή υπό την καμπύλη συγκεντρώσεων στο πλάσμα- χρόνου (AUC) μετά από δοσολογικό μεσοδιάστημα 24 ωρών ήταν 1,8±0,7 µg/ml, 0,09±0,07 µg/ml και 10,03±3,1 µg h/ml, αντίστοιχα. Οι ελάχιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση έφθασαν σε επίπεδα περίπου τέσσερις φορές υψηλότερα από τις in vitro IC 90 τιμές της αντι-hiv δραστηριότητας. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητά της emtricitabine από το Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά εκτιμήθηκε στο 93% και η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα από το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα, εκτιμήθηκε στο 75%. 11
Σε μια πιλοτική μελέτη σε παιδιά και σε μια καθοριστική μελέτη βιοϊσοδυναμίας σε ενήλικες, το πόσιμο διάλυμα Emtriva 10 mg/ml, έδειξε βιοδιαθεσιμότητα περίπου το 80% της βιοδιαθεσιμότητας Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά. Ο λόγος για τη διαφορά αυτή είναι άγνωστος. Λόγω της διαφοράς αυτής στη βιοδιαθεσιμότητα, τα 240 mg emtricitabine χορηγούμενα ως πόσιμο διάλυμα πρέπει να παρέχουν παρεμφερή επίπεδα στο πλάσμα με εκείνα που παρατηρούνται μετά τη χορήγηση ενός καψακίου, σκληρού emtricitabine200 mg. Επομένως, παιδιά βάρους τουλάχιστον 33 kg μπορούν να λάβουν είτε ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg ημερησίως, είτε το πόσιμο διάλυμα μέχρι μια μέγιστη δόση 240 mg (24 ml) μια φορά ημερησίως. Η χορήγηση Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά, μαζί με ένα γεύμα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά ή η χορήγηση Emtriva 10 mg/ml πόσιμου διαλύματος μαζί με ένα γεύμα χαμηλής ή υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά δεν επηρέασε τη συστηματική έκθεση (AUC 0- ) της emtricitabine. Επομένως, το Emtriva 200 mg καψάκια, σκληρά και το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα μπορούν να χορηγηθούν με ή χωρίς τροφή. Κατανομή Η in vitro σύνδεση της emtricitabine με τις πρωτεΐνες του ανθρώπινου πλάσματος ήταν < 4% και ανεξαρτήτη της συγκέντρωσης άνω των 0,02-200 µg/ml. Ο λόγος της μέσης τιμής της συγκέντρωσης στο πλάσμα προς τη συγκέντρωση στο αίμα ήταν περίπου 1,0 και ο λόγος της μέσης τιμής συγκέντρωσης στο σπέρμα προς τη συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν περίπου 4,0. Ο φαινομενικός όγκος κατανομής μετά από ενδοφλέβια χορήγηση emtricitabine ήταν 1,4±0,3 l/kg, υποδεικνύοντας ότι η emtricitabine κατανέμεται ευρέως στο σώμα τόσο στα υγρά ενδοκυττάρια μεσοδιαστήματα όσο και στα εξωκυττάρια. Βιομετασχηματισμός Ο μεταβολισμός της emtricitabine είναι περιορισμένος. Η βιομετατροπή της emtricitabine περιλαμβάνει την οξείδωση του δακτυλίου των θειολών και τον σχηματισμό των 3 -sulfoxide διαστερεομερών (περίπου το 9% της δόσης) και την σύζευξη με γλυκουρονικό οξύ για να σχηματίσει το 2 -O-γλυκουρονίδιο (περίπου το 4% της δόσης). Η emtricitabine δεν αναστέλλει in vitro το μεταβολισμό των φαρμάκων που επιτελείται μέσω των ακολούθων ισοενζύμων του ανθρώπινου CYP450: 1A2, 2A6, 2B6, 2C9, 2C19, 2D6 και 3A4. Επίσης η emtricitabine δεν αναστέλλει την ουριδινο-5 -διφωσφογλυκουρονυλική τρανσφεράση, το ένζυμο που είναι υπεύθυνο για τη γλυκουρονιδίωση. Αποβολή Η emtricitabine απεκκρίνεται πρωταρχικά μέσω των νεφρών με πλήρη ανάκτηση της δόσης από τα ούρα (περίπου το 86%) και στα κόπρανα (περίπου το 14%). Το 13% της δόσης της emtricitabine ανακτήθηκε στα ούρα με τη μορφή τριών μεταβολιτών. Ο μέσος όρος της συστηματικής κάθαρσης της emtricitabine ήταν 307 ml/min (4,03 ml/min/kg). Μετά την από στόματος χορήγηση ο χρόνος ημίσειας ζωής για την απομάκρυνση ήταν περίπου 10 ώρες. Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα Η φαρμακοκινητική της emtricitabine είναι αναλογική ως προς τη δόση άνω του δοσολογικού εύρους των 25-200 mg μετά από εφάπαξ ή επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Ενδοκυττάρια φαρμακοκινητική: Σε μία κλινική μελέτη ο ενδοκυττάριος χρόνος ημίσειας ζωής του τριφωσφορικού emtricitabine στα μονοπύρηνα κύτταρα του περιφερικού αίματος ήταν 39 ώρες. Τα ενδοκυττάρια επίπεδα του τριφωσφορικού αυξάνονταν με τη δόση, αλλά έφθασαν σε υψίπεδο (plateau) επίπεδο με δόσεις των 200 mg ή υψηλότερες. Ενήλικες με νεφρική ανεπάρκεια Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι προσδιορίστηκαν μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης emtricitabine 200 mg ως καψάκια, σκληρά σε 30 ασθενείς χωρίς HIV λοίμωξη με διάφορο βαθμό νεφρικής ανεπάρκειας. Οι ασθενείς ομαδοποιήθηκαν σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης κατά την ένταξη 12
στην μελέτη (> 80 ml/min ως φυσιολογική λειτουργία; 50-80 ml/min ως ήπια δυσλειτουργία; 30-49 ml/min ως μέτρια δυσλειτουργία; < 30 ml/min ως σοβαρή δυσλειτουργία; < 15 ml/min ως λειτουργική ανεπάρκεια των νεφρών χρήζουσα αιμοκάθαρση). Η συστηματική έκθεση στην emtricitabine (μέση ± πρότυπη απόκλιση) αυξήθηκε από 11,8±2,9 µg h/ml σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, σε 19,9±1,1, 25,0±5,7 και 34,0±2,1 µg h/ml σε ασθενείς με ήπια, μέτρια και σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία αντίστοιχα. Σε ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου χρήζουσα αιμοκάθαρση, το 30% περίπου της δόσης της emtricitabine ανακτήθηκε στο διάλυμα της αιμοκάθαρσης κατά τη διάρκεια 3 ωρών κάθαρσης, η οποία άρχισε μέσα σε 1,5 ώρες από τη χορήγηση της emtricitabine (ρυθμός ροής αίματος 400 ml/min και ρυθμός ροής διαλύματος αιμοκάθαρσης περίπου 600 ml/min). Ηπατική ανεπάρκεια Η φαρμακοκινητική της emtricitabine δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς χωρίς HBV λοίμωξη και ποικίλλοντες βαθμούς ηπατικής ανεπάρκειας. Γενικά η φαρμακοκινητική της emtricitabine σε ασθενείς με HBV λοίμωξη ήταν παρόμοια με αυτή των υγιών και των ασθενών με HIV λοίμωξη. Ηλικία Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τη φαρμακοκινητική σε ηλικιωμένους (ηλικίας άνω των 65 ετών). Φύλο Αν και οι μέσες C max και C min ήταν περίπου 20% υψηλότερες και η μέση AUC κατά 16% υψηλότερη στα θήλεα σε σχέση με τους άρρενες, η διαφορά αυτή δεν θεωρήθηκε κλινικά σημαντική. Εθνικότητα Δεν έχει εντοπισθεί κλινικά σημαντική διαφοροποίηση στη φαρμακοκινητική όσον αφορά την εθνικότητα. Παιδιατρικός πληθυσμός Γενικά η φαρμακοκινητική της emtricitabine σε βρέφη, παιδιά και εφήβους (ηλικίας από 4 μηνών έως 18 ετών) είναι παρόμοια με αυτή των ενηλίκων. Η μέση AUC σε 77 βρέφη, παιδιά και εφήβους οι οποίοι έλαβαν 6 mg/kg emtricitabine μια φορά ημερησίως ως πόσιμο διάλυμα ή emtricitabine 200 mg καψάκια, σκληρά μια φορά ημερησίως, ήταν παρόμοια με τη μέση AUC των 10,0 µg h/ml σε 20 ενήλικες οι οποίοι έλαβαν καψάκια, σκληρά των 200 mg μια φορά ημερησίως. Σε ανοικτή, μη συγκριτική μελέτη, ελήφθησαν φαρμακοκινητικά δεδομένα από 20 νεογνά μητέρων με HIV λοίμωξη τα οποία έλαβαν δύο σειρές αγωγής με emtricitabine πόσιμο διάλυμα διάρκειας 4 ημερών η κάθε μια μεταξύ της πρώτης εβδομάδας ζωής και της ηλικίας των 3 μηνών σε επίπεδα δόσης 3 mg/kg μια φορά ημερησίως. Η δόση αυτή είναι η μισή αυτής που έχει εγκριθεί για βρέφη ηλικίας 4 μηνών και άνω(6 mg/kg). Η φαινομενική ολική κάθαρση σώματος κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση (CL/F) αυξήθηκε με την ηλικία εντός χρονικής περιόδου 3 μηνών με αντίστοιχη μείωση της AUC. Η έκθεση της emtricitabine στο πλάσμα (AUC) σε βρέφη ηλικίας μέχρι 3 μηνών τα οποία έλαβαν emtricitabine 3 mg/kg μια φορά ημερησίως, ήταν παρόμοια με αυτήν που παρατηρήθηκε με τη χρήση ημερησίων δόσεων 6mg/kg σε ενήλικες με HIV λοίμωξη και παιδιά ηλικίας 4 μηνών και άνω. 5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια Τα μη κλινικά δεδομένα σχετικά με την emtricitabine δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη. 13
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 6.1 Κατάλογος εκδόχων Περιεχόμενο του καψακίου Κροσποβιδόνη Στεατικό μαγνήσιο (E572) Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (E460) Ποβιδόνη (E1201) Κέλυφος του καψακίου Ζελατίνη Indigotine (E132) Διοξείδιο του τιτανίου (E171) Μελάνη εκτύπωσης Οξείδιο του σιδήρου μαύρο (Ε172) Shellac (E904) 6.2 Ασυμβατότητες Δεν εφαρμόζεται. 6.3 Διάρκεια ζωής 3 χρόνια. 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό. 6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη Φιάλη από πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας (HDPE), με πώμα ασφαλείας για παιδιά από πολυπροπυλένιο, η οποία περιέχει 30 καψάκια, σκληρά. Κυψέλες αλουμινίου από πολυχλωροτριφθοροαιθυλένιο (PCTFE)/πολυαιθυλένιο (PE)/πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC)/αλουμίνιο. Κάθε συσκευασία κυψελών περιέχει 30 καψάκια, σκληρά. Μέγεθος συσκευασίας: 30 καψάκια, σκληρά. 6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις. 7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Gilead Sciences Ireland UC Carrigtohill County Cork, T45 DP77 Ιρλανδία 14
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ EU/1/03/261/001 EU/1/03/261/002 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 24 Οκτωβρίου 2003 Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 22 Σεπτεμβρίου 2008 10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία για το παρόν φαρμακευτικό προϊόν είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων http://www.ema.europa.eu. 15
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Κάθε ml πόσιμου διαλύματος Emtriva περιέχει 10 mg emtricitabine. Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: Κάθε δόση (24 ml) περιέχει 36 mg παραϋδροξυβενζοϊκό μεθυλεστέρα (Ε218), 3,6 mg παραϋδροξυβενζοϊκό προπυλεστέρα (E216), 1,2 mg sunset κίτρινο (E110) και περιέχει νάτριο 36 mg. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1. 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Πόσιμο διάλυμα. Το διαυγές διάλυμα είναι χρώματος πορτοκαλί έως βαθύ πορτοκαλί. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Το Emtriva ενδείκνυται σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά φαρμακευτικά προϊόντα για τη θεραπεία ενηλίκων και παιδιών ηλικίας 4 μηνών και άνω που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV-1. Η ένδειξη αυτή έχει βασισθεί σε μελέτες που έγιναν σε πρωτοθεραπευόμενους ασθενείς και σε ασθενείς με εμπειρία θεραπείας με σταθερό ιολογικό έλεγχο. Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση του Emtriva σε ασθενείς στους οποίους αποτυγχάνει το τρέχον θεραπευτικό σχήμα ή στους οποίους απέτυχαν πολλαπλά θεραπευτικά σχήματα (βλ. παράγραφο 5.1). Κατά τον προσδιορισμό νέας αγωγής για ασθενείς στους οποίους μία αντιρετροϊκή αγωγή απέτυχε, θα πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά οι τύποι των μεταλλάξεων που συσχετίζονται με διαφορετικά φαρμακευτικά προϊόντα ως και το ιστορικό θεραπείας του συγκεκριμένου ασθενούς. Πιθανόν να είναι κατάλληλη και η διεξαγωγή δοκιμών αντοχής, εφόσον διατίθεται. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Την έναρξη της θεραπείας πρέπει να αναλαμβάνει γιατρός με εμπειρία στο χειρισμό της λοίμωξης από τον ιό HIV. Δοσολογία Το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς τροφή. Παρέχεται ένα δοσομετρικό κύπελλο (βλ. παράγραφο 6.5). Ενήλικες: Η συνιστώμενη δόση του Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα, είναι 240 mg (24 ml) μια φορά ημερησίως. Εάν ένας ασθενής παραλείψει κάποια δόση του Emtriva εντός 12 ωρών από την κανονική ώρα λήψης της δόσης, ο ασθενής πρέπει να πάρει το Emtriva με ή χωρίς τροφή όσο το δυνατό γρηγορότερα και να συνεχίσει το κανονικό του δοσολογικό πρόγραμμα. Εάν ένας ασθενής παραλείψει κάποια δόση του 16
Emtriva για περισσότερο από 12 ώρες και πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, ο ασθενής δεν πρέπει να πάρει τη δόση που παρέλειψε, αλλά απλά να συνεχίσει το κανονικό δοσολογικό πρόγραμμα. Εάν ο ασθενής κάνει εμετό εντός 1 ώρας από τη λήψη του Emtriva, πρέπει να πάρει μια άλλη δόση. Εάν ο ασθενής κάνει εμετό αφού περάσει περισσότερο από 1 ώρα μετά τη λήψη του Emtriva, δεν χρειάζεται να πάρει άλλη δόση. Το Emtriva καψάκια, σκληρά των 200 mg διατίθεται για ενήλικες, εφήβους και παιδιά βάρους τουλάχιστον 33 kg, οι οποίοι είναι σε θέση να καταπιούν καψάκια, σκληρά. Παρακαλώ, ανατρέξτε στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος Emtriva καψάκια, σκληρά των 200 mg. Λόγω της διαφοράς μεταξύ των καψακίων και του πόσιμου διαλύματος ως προς τη βιοδιαθεσιμότητα της emtricitabine, τα 240 mg emtricitabine χορηγούμενης ως πόσιμο διάλυμα (24 ml) πρέπει να παρέχουν παρεμφερή επίπεδα στο πλάσμα με εκείνα που παρατηρούνται μετά τη χορήγηση ενός καψακίου, σκληρού emtricitabine 200 mg (βλ. παράγραφο 5.2). Ειδικοί πληθυσμοί Ηλικιωμένοι: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της emtricitabine σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Εν τούτοις, δεν πρέπει να απαιτείται προσαρμογή στη συνιστώμενη ημερήσια δόση για ενήλικες, εκτός εάν υπάρχουν αποδείξεις για νεφρική ανεπάρκεια. Νεφρική ανεπάρκεια: Η emtricitabine απομακρύνεται με νεφρική απέκκριση και η έκθεση στην emtricitabine αυξήθηκε σημαντικά σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 5.2). Απαιτείται η προσαρμογή της δόσης ή των δοσολογικών μεσοδιαστημάτων για όλους τους ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min (βλ. παράγραφο 4.4). Ο Πίνακας 1 πιο κάτω παρέχει τις ημερήσιες δόσεις για το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα σύμφωνα με το βαθμό της νεφρικής ανεπάρκειας. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα αυτών των δόσεων δεν έχουν εκτιμηθεί κλινικά. Επομένως, στους ασθενείς αυτούς, η κλινική ανταπόκριση στη θεραπεία και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται στενά (βλ. παράγραφο 4.4). Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μπορούν επίσης να ελεγχθούν με τη χορήγηση σκληρών καψακίων Emtriva 200 mg με τροποποιημένα δοσολογικά μεσοδιαστήματα. Παρακαλώ, ανατρέξτε στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος Emtriva καψάκια, σκληρά των 200 mg. Πίνακας 1: Ημερήσιες δόσεις για το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα προσαρμοσμένες σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης Συνιστώμενη δόση πόσιμου διαλύματος Emtriva 10 mg/ml κάθε 24 ώρες Κάθαρση Κρεατινίνης (ml/min) 30 15-29 < 15 (λειτουργική ανεπάρκεια των νεφρών χρήζουσα διαλείπουσας αιμοκάθαρσης)* 240 mg (24 ml) 80 mg (8 ml) 60 mg (6 ml) * Προϋποθέτει μία συνεδρία αιμοκάθαρσης διάρκειας 3 ωρών, τρεις φορές την εβδομάδα η οποία αρχίζει τουλάχιστον 12 ώρες μετά από τη χορήγηση της τελευταίας δόσης της emtricitabine. Ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου οι οποίοι ελέγχονται με άλλες μορφές κάθαρσης, όπως η περιπατητική περιτοναϊκή κάθαρση, δεν έχουν μελετηθεί και δεν μπορούν να γίνουν δοσολογικές συστάσεις. Ηπατική ανεπάρκεια: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για δοσολογικές συστάσεις σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια. Εν τούτοις, με βάση τον ελάχιστο μεταβολισμό της emtricitabine και τη νεφρική 17
οδό απομάκρυνσης, δεν είναι πιθανή η ανάγκη προσαρμογής της δόσης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 5.2). Εάν το Emtriva διακοπεί σε ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για ενδείξεις έξαρσης της ηπατίτιδας (βλ. παράγραφο 4.4). Παιδιατρικός πληθυσμός: Η συνιστώμενη δόση του Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα, είναι 6 mg/kg έως 240 mg (24 ml) το μέγιστο μια φορά ημερησίως. Παιδιά ηλικίας 4 μηνών και άνω, βάρους τουλάχιστον 33 kg μπορούν να λάβουν είτε ένα καψάκιο, σκληρό των 200 mg μία φορά ημερησίως, είτε το πόσιμο διάλυμα έως 240 mg (24 ml) το μέγιστο μία φορά ημερησίως. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και μόνον πολύ περιορισμένα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια της emtricitabine σε βρέφη ηλικίας κάτω των 4 μηνών. Επομένως το Emtriva δεν συνιστάται για χρήση σε όσους έχουν ηλικία μικρότερη των 4 μηνών (σχετικά με φαρμακοκινητικά στοιχεία σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, βλ. παράγραφο 5.2). Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για δοσολογικές συστάσεις σε παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Τρόπος χορήγησης Το Emtriva 10 mg/ml πόσιμο διάλυμα πρέπει να λαμβάνεται από του στόματος μία φορά ημερησίως, με ή χωρίς τροφή. Παρέχεται ένα δοσομετρικό κύπελλο (βλ. παράγραφο 6.5). 4.3 Αντενδείξεις Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1. 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Γενικά Η emtricitabine δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία της HIV λοίμωξης. Πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά. Παρακαλώ, ανατρέξτε επίσης στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος των άλλων αντιρετροϊκών φαρμακευτικών προϊόντων, που χρησιμοποιούνται στα θεραπευτικά σχήματα συνδυασμού. Συγχορήγηση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα Το Emtriva δεν πρέπει να λαμβάνεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν emtricitabine ή φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν lamivudine. Ευκαιριακές λοιμώξεις Ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν θεραπεία με emtricitabine ή κάποια άλλη αντιρετροϊκή θεραπεία μπορεί να εξακολουθήσουν να αναπτύσσουν ευκαιριακές λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές της HIV λοίμωξης και συνεπώς πρέπει να παραμένουν υπό στενή κλινική παρακολούθηση από ιατρούς με εμπειρία στη θεραπεία ασθενών με νόσους συσχετιζόμενες με τον ιό HIV. Μετάδοση του ιού HIV Αν και η αποτελεσματική ιολογική καταστολή με αντιρετροϊική θεραπεία έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού με σεξουαλική επαφή, δεν μπορεί να αποκλειστεί υπολειπόμενος κίνδυνος. Θα πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις σύμφωνα με τις εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες. Νεφρική λειτουργία Η emtricitabine απεκκρίνεται κυρίως από τους νεφρούς, μέσω σπειραματικής διήθησης και ενεργού σωληναριακής απέκκρισης. Η έκθεση στην emtricitabine μπορεί να αυξηθεί σημαντικά σε ασθενείς με 18
σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min), οι οποίοι λαμβάνουν ημερήσιες δόσεις emtricitabine 200 mg καψάκια, σκληρά ή 240 mg ως πόσιμο διάλυμα. Συνεπώς, απαιτείται, είτε προσαρμογή του δοσολογικού μεσοδιαστήματος (με τη χρήση Emtriva σκληρών καψακίων 200 mg) είτε μείωση της ημερήσιας δόσης της emtricitabine (με τη χρήση πόσιμου διαλύματος Emtriva 10 mg/ml) για όλους τους ασθενείς με τιμές κάθαρσης κρεατινίνης < 30 ml/min. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των μειωμένων δόσεων που παρέχονται στην παράγραφο 4.2 βασίζονται σε φαρμακοκινητικά δεδομένα και μοντέλο μονήρους δόσης και δεν έχουν κλινικά αξιολογηθεί. Επομένως, η κλινική ανταπόκριση στη θεραπεία και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν μειωμένες δόσεις emtricitabine (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2). Πρέπει να δίδεται προσοχή, όταν η emtricitabine συγχορηγείται με φαρμακευτικά προϊόντα που απομακρύνονται μέσω ενεργού σωληναριακής απέκκρισης, καθώς τέτοια συγχορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων είτε της emtricitabine είτε του συγχορηγούμενου φαρμακευτικού προϊόντος στον ορό λόγω του ανταγωνισμού ως προς αυτήν την οδό αποβολής (βλ. παράγραφο 4.5). Σωματικό βάρος και μεταβολικές παράμετροι Κατά τη διάρκεια της αντιρετροϊικής θεραπείας ενδέχεται να παρουσιαστεί αύξηση του σωματικού βάρους καθώς και των επιπέδων των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα. Οι αλλαγές αυτές μπορεί, εν μέρει, να συνδέονται με τον έλεγχο της νόσου και τον τρόπο ζωής. Αναφορικά με τα λιπίδια, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις για επίδραση της θεραπείας, ενώ όσον αφορά την αύξηση του σωματικού βάρους δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που να τη συσχετίζουν με οποιαδήποτε συγκεκριμένη θεραπεία. Η παρακολούθηση των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα πρέπει να βασίζεται στις καθιερωμένες κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας του HIV. Οι διαταραχές των λιπιδίων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως ενδείκνυται κλινικά. Ηπατική λειτουργία Κατά τη διάρκεια της CART, ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική ανεπάρκεια συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας ενεργού ηπατίτιδας έχουν αυξημένη συχνότητα εμφάνισης διαταραχών της ηπατικής λειτουργίας και πρέπει να παρακολουθούνται σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική. Ασθενείς με λοίμωξη χρόνιας ηπατίτιδας Β ή C, οι οποίοι λαμβάνουν CART, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών, δυνητικά μοιραίων, ανεπιθύμητων ενεργειών στο ήπαρ. Σε περίπτωση συγχορήγησης αντιρετροϊκής θεραπείας για ηπατίτιδα Β ή C, παρακαλώ, ανατρέξτε επίσης στη σχετική Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων. Αν υπάρχουν αποδείξεις για την επιδείνωση της ηπατικής νόσου σε τέτοιους ασθενείς, πρέπει να εξετάζεται η κατά διαστήματα διακοπή ή η οριστική παύση της θεραπείας. Ασθενείς με συνυπάρχουσα λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) Η emtricitabine είναι δραστική in vitro έναντι του ιού HBV. Εν τούτοις, περιορισμένα μόνον είναι τα στοιχεία που διατίθενται σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της emtricitabine (ως καψάκιο, σκληρό των 200 mg μια φορά ημερησίως) σε ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη. Η χρήση της emtricitabine σε ασθενείς με χρόνια HBV λοίμωξη προκαλεί το ίδιο πρότυπο μεταλλάξεων στο μοτίβο YMDD που παρατηρείται στην αγωγή με λαμιβουδίνη. Η YMDD μετάλλαξη προκαλεί αντοχή και στην emtricitabine και στη λαμιβουδίνη. Ασθενείς με συνυπάρχουσα HIV και HBV λοίμωξη πρέπει να παρακολουθούνται στενά και η κλινική και η εργαστηριακή παρακολούθηση θα πρέπει να γίνονται για τουλάχιστον αρκετούς μήνες μετά από την διακοπή της θεραπείας με emtricitabine, προκειμένου να διαπιστωθούν εξάρσεις της ηπατίτιδας. Τέτοιες εξάρσεις έχουν παρατηρηθεί μετά από τη διακοπή της θεραπείας με emtricitabine σε μολυνθέντες με τον ιό HΒV ασθενείς χωρίς συνυπάρχουσα HIV λοίμωξη και ανιχνεύθηκαν πρωταρχικά από την άνοδο των επιπέδων αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης στον ορό επιπροσθέτως της επανεμφάνισης του HBV DNA. Σε μερικούς από αυτούς τους ασθενείς, η επανεργοποίηση του HBV συνοδευόταν από πιο σοβαρή ηπατοπάθεια, συμπεριλαμβανομένης της ανεπάρκειας αντιστάθμισης και ηπατικής βλάβης. Υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις για να προσδιοριστεί εάν η επανέναρξη της emtricitabine μεταβάλλει την πορεία τους μετά την θεραπεία εξάρσεων της 19