ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ (ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ) ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Σχετικά έγγραφα
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΣΤΡΑΚΟΕΙ ΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ Α: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ & ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ


ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΙΓΚΕΛΛΩΣΗ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΙΟΓΕΝΗΣ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΤΙΔΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ & ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

Διερεύνηση μιας υδατογενούς ή τροφικής επιδημικής έκρηξης

ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ (ΕΝΖΩΟΤΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ) (TESCHEN DISEASE, TALFAN DISEASE)

ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΣΟΙΧΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣΡΙΚΗ ΕΜΒΟΛΙΑ

ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΥΦΟΕΙΔΗ ΠΥΡΕΤΟΥ/ΠΑΡΑΤΥΦΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑΞΙΔΙ ΣΕ ΕΝΔΗΜΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΕΛΛΑΔΑ,

ΟΞΕIΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟU ΣΥΣΤHΜΑΤΟΣ

Shellfish-borne Viral Outbreaks: A Systematic Review

(Πίκρισμα. αγγουριού)

Κίνδυνος: παράγοντας / ουσία που κάνει το τρόφιµο ακατάλληλο ή επικίνδυνο για κατανάλωση (Μη ασφαλές)

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Τροφογενείςή τροφιμογενείς νόσοι

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ( )

ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ. Καρκίνος και ΑΙDS Βουβωνική πανώλη Ισπανική Γρίπη Η ελονοσία Έμπολα Η χολέρα Η Ευλογιά Πολιομυελίτιδα Φυματίωση Γρίπη Διάρροια

Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που τις περισσότερες φορές δηλώνουν κάποια σοβαρή νόσο.

Για το νέο ιό της γρίπης

Προέλευση πόσιμου νερού

Α. Βανταράκης Πρόεδρος Εταιρείας Μελέτης Μικροβιολογικής Ποιότητας Υδάτων ( Επικ. Καθηγητής Υγιεινής Μον.

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΕΘΙΣΜΟ. Το πέρασμα από τη χρήση στον εθισμό έχει ασαφή όρια

Μικροοργανισμοί. Οι μικροοργανισμοί διακρίνονται σε: Μύκητες Πρωτόζωα Βακτήρια Ιούς

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

6/6/2017: Ιογενείς & Μικροβιακές Γαστρεντερίτιδες

ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ (LISTERIOSIS, CIRCLING DISEASE)

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

Τι είναι άμεση ρύπανση?

ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΡΟΠΟΙ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ/ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΧΛΑΜΥΔΙΑ Αιτία : βακτήρια Πρόληψη : Η χρήση προφυλακτικού Μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΚΕΦ. 1ο

4. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ

Ιογενείς Ηπατίτιδες Ηπατίτιδα Β. Συχνές Ερωτήσεις

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

Υπόµνηση σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 43, παρ.1 Αρ.1 του Νόµου περί προστασίας από τις λοιµώξεις (IfSG)

Εμβόλιο Εποχικής Γρίπης

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE)

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΥΔΑΤΟΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΟΓΕΝΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΧΡ. ΖΗΛΙΔΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑ ELQA

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2016

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

Κίνδυνοι της υγείας από νερά ύδρευσης. Αθηνά Μαυρίδου Καθ. Μικροβιολογίας ΤΕΙ Αθήνας

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS)

Ενεργοποίησηκινδύνουγιαεπιβλαβήμικροφύκη: Το παράδειγμα του Μαλιακού κόλπου

ΘΕΜΑ 1 Ο ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΘΕΡΙΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10/11/2013

Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΥΣ

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων

Γιατί πρέπει να τηρηθούν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης;

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ - ΧΛΑΜΥΔΙΑ - ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ - ΕΡΠΗΣ - ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ - ΣΥΦΙΛΗ - HIV - ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ

Αντοχή τροφιμογενών βακτηρίων στα αντιβιοτικά

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης

Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης

ΝΟΣΟΣ MAREK (MAREK s DISEASE)

Ανάπτυξη Mοριακών Tεχνικών Real-Time PCR για την Aνίχνευση Eντεροαιμορραγικών Στελεχών E. coli, Campylobacter jejuni και Salmonella spp.

Ορθή Διαχείριση Τροφίμων. Μαριέττα Κονταρίνη Ημερίδα ΕΣΔΥ για Ασφάλεια τροφίμων 27/4/2015

2.4 Ρύπανση του νερού

ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων του; α. τη θέση τους στο ανθρώπινο σώμα β. την γενικευμένη ή εξειδικευμένη δράση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των. μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21/09/2015 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Φοιτητες: Σαμακός Φώτιος Παναγιώτης 7442 Ζάπρης Αδαμάντης 7458

Λοιμώξεις Αναπνευστικού

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ /ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΕΩΤΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ

Εμβόλιο Τετάνου-Διφθερίτιδας-Κοκκύτη (Td/Tdap)

ΑΛΚΟΟΛ. Φλίγκος Γιώργος Φραγκούλιας Κων/νος. νος Παναγιωταροπούλου Φωτεινή Ξυδιά Φωτεινή Λύκα Μαρία Βασιλόγιαννη Μαρία

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ. Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης

Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR)

Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης

Διανομή μέσω 'ΙΡΙΔΑ' με UID: 5ce26b b75684c7ff3 στις 22/05/19 12:58

Εβδομαδιαία Έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης σε σημεία φροντίδας υγείας προσφύγων/μεταναστών

Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. ΖΗΤΗΜΑ 1 ο

Εβδομαδιαία Έκθεση Επιδημιολογικής Επιτήρησης της Γρίπης 30 Δεκεμβρίου 2011

Tel : Fax: Web:

εξυγίανσης οστρακοειδών

Περιβαλλοντικά Προβλήματα της πόλης μου

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Εβδομαδιαία Έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης σε σημεία φροντίδας υγείας προσφύγων/μεταναστών

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. ΘΕΜΑ Β Β1. Στήλη Ι Στήλη ΙΙ 1 Α 2 Β 3 Α 4 Α 5 Β 6 Β 7 Α

Εβδομαδιαία Έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης σε σημεία φροντίδας υγείας προσφύγων/μεταναστών

Τα συμπτώματα της βρογχιολίτιδας εμφανίζονται συνήθως 1-3 ημέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων κοινού κρυολογήματος και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

Λοιμώδης Διάρροια (( Υπεύθυνος: Γ Πετρίκκος, Συνεργάτης:Σ Τσιόδρας)

ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ. Οι μικροοργανισμοί μπορούν να θεωρηθούν αναπόσπαστο τμήμα τόσο της ιστορίας της Γης όσο και της ανθρώπινης εμπειρίας

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ

εξουαλικώς t μεταδιδόμενα

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ

1. ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΟΚΟΚΚΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΙΤΙ Α

Ενημερώσου... γιατί. η ΗΠΑΤIΤΙΔΑ μπορεί να μη σου δώσει ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΗΠΑΤΟΣ. Αθήνα, Μάϊος 2008

Εβδομαδιαία Έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης σε σημεία φροντίδας υγείας προσφύγων/μεταναστών

7. Βιοτεχνολογία. α) η διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών στο θρεπτικό υλικό, β) το ph, γ) το Ο 2 και δ) η θερμοκρασία.

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΗΣ (ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ) ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

ii Στη μνήμη των γονέων μου.

ΜΕΛΗ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Γεώργιος Νικολαΐδης 1,2 : Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας Α.Π.Θ. Παπαπαναγιώτου Ηλίας 2 : Επίκουρος Καθηγητής Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. Γκάνιας Κωνσταντίνος 2 : Λέκτορας Τμήματος Βιολογίας Α.Π.Θ. 1 Επιβλέπων Καθηγητής 2 Μέλη της εξεταστικής επιτροπής Η έγκρισης της παρούσης διπλωματικής εργασίας υπό του Τμήματος Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλοί αποδοχή των γνωμών της συγγραφέως (Ν. 5343/1932, αρθρ.202, παρ.2) iii

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Περίληψη. 1 2. Εισαγωγή... 3 3. Υλικά και μέθοδοι. 21 4. Αποτελέσματα-Συζήτηση 4.1. Νομοθεσία. 23 4.2. Σύστημα δειγματοληψιών για τον έλεγχο της υγιεινής κατάστασης των οστρακοειδών, στη χώρα μας.. 42 4.3. Αποτελέσματα από νομούς της Ελλάδας. 45 4.3.1. Νομός Δυτικής Αττικής. 45 4.3.2. Νομός Έβρου. 50 4.3.3.Νομός Ημαθίας 54 4.3.4. Νομός Θεσπρωτίας. 58 4.3.5. Νομός Θεσσαλονίκης 60 4.3.6. Νομός Καβάλας. 68 4.3.7. Νομός Πιερίας.. 72 4.3.8. Νομός Ροδόπης. 77 iv

4.3.9. Νομός Σερρών... 82 4.3.10. Νομός Φθιώτιδας.. 84 4.3.11. Νομός Χαλκιδικής.. 90 5. Συμπεράσματα- Προτάσεις... 95 Συντομογραφίες.. 99 Βιβλιογραφία. 100 Παράρτημα v

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Υδροβιολογία και Υδατοκαλλιέργειες» του Βιολογικού Τμήματος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, τα έτη 2006 και 2007. Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του θέματος διαδραμάτισε η ενασχόλησή μου με το ίδιο αντικείμενο τα τελευταία έτη, από τη θέση της υπαλλήλου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, του τμήματος της Κτηνιατρικής Δημόσιας Υγείας. Η ετήσια εσωτερική κατανάλωση των οστρακοειδών παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια προοδευτική αύξηση που οφείλεται τόσο στην εφαρμογή καλύτερων συνθηκών υγιεινής κατά την καλλιέργεια τους, όσο και στην προτίμηση του πληθυσμού της χώρας μας για αγορά τους εξαιτίας της υψηλής θρεπτικής αξίας τους. Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα είναι από τις πλέον εξελιγμένες ομάδες ασπόνδυλων και είναι πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα ω-3, τα οποία παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην υγεία του ανθρώπου, καθώς η κατανάλωσή τους περιορίζει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων. Όπως όλα τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, έτσι και τα οστρακοειδή είναι δυνατόν να αποτελέσουν κίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία είτε λόγω της ρύπανσής τους από χημικές ουσίες, όπως βαρέα μέταλλα, παραφίνες, οργανοαλογόνα, είτε λόγω της μόλυνσή τους με παθογόνους μικροοργανισμούς ή ακόμη και λόγω της παρουσίας τοξικών ουσιών σε αυτά. Σήμερα, στις μονάδες παραγωγής οστρακοειδών εφαρμόζονται σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας, γεγονός το οποίο οδήγησε στην αύξηση της παραγωγής αυτών, ενώ παράλληλα εξελίσσεται το Νομοθετικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της υγιεινής των παραγόμενων προϊόντων με την εφαρμογή Νομοθετικών Διαταγμάτων, την υποχρεωτική μετάβαση τους σε Κέντρα Αποστολής Οστρακοειδών (Κ.Α.Ο.) και Κέντρα Καθαρισμού Οστρακοειδών (Κ.Κ.Ο.) αν χρειάζεται, πριν φτάσουν στον καταναλωτή, καθώς και με τους σχολαστικούς δειγματοληπτικούς ελέγχους από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Με την παρούσα έρευνα καταβάλλεται προσπάθεια να εκτιμηθεί η σχολαστική εφαρμογή ενός αξιόπιστου προγράμματος ελέγχου της υγιεινής κατάστασης των οστρακοειδών από τις νομαρχίες στις οποίες υπάρχει οστρακοαλιευτική ή/και οστρακοκαλλιεργητική δραστηριότητα. Το πρόγραμμα αυτό στηριζόμενο στην Κοινοτική και Εθνική νομοθεσία, ξεκίνησε στη χώρα μας ήδη από τις αρχές του 2000. vi

Στην έρευνά μας χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από έντεκα (11) νομούς που με αλφαβητική σειρά είναι: Αττικής (Δυτικής), Έβρου, Ημαθίας, Θεσπρωτίας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Πιερίας, Ροδόπης, Σερρών, Φθιώτιδας και Χαλκιδικής. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τη δυναμικότητα της κάθε περιοχής ως προς τις υπάρχουσες μονάδες και τα παραγόμενα ή αλιευόμενα οστρακοειδή, τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει ο κάθε ένας νομός και τέλος τις κάθε είδους εξετάσεις (τοξικό φυτοπλαγκτόν, βιοτοξίνες, μικροβιολογική διερεύνηση, πετρελαϊκούς υδρογονάνθρακες, οργανοαλογόνα, ραδιονουκλεοτίδια) που έγιναν από τις αρμόδιες Υπηρεσίες των νομαρχιών κατά τα έτη 2006 και 2007 (έως το Μάιο). Για κάθε νομό αναφέρονται επίσης οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες χρειάστηκε να ληφθούν μέτρα αναστολής της διακίνησης των οστρακοειδών, επειδή κάποιος ή κάποιοι από τους εξεταζόμενους παράγοντες της υγιεινής κατάστασης αυτών παρουσίασε τιμές ανώτερες των επιτρεπτών ορίων. Το σύνολο της Νομοθεσίας, για τη συλλογή της οποίας καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια έτσι ώστε να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερη, παρουσιάζεται σε παράρτημα στο τέλος της εργασίας και αποτελεί μια αναδρομή από το έτος 1967 έως και σήμερα. Η εργασία ολοκληρώνεται με μια προσπάθεια αξιολόγησης των αποτελεσμάτων, και καταγραφής των συμπερασμάτων αλλά και των προτάσεών μας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναδείχθηκαν μέσα από την έρευνα. vii

Ευχαριστίες Ολοκληρώνοντας το έργο μου αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω ορισμένους ανθρώπους που συντέλεσαν στη διεκπεραίωσή του. Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω το Νομάρχη Χαλκιδικής κ. Ζωγράφο Αστέριο ο οποίος έδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου, επικρότησε την προσπάθειά μου και μαζί με το Διευθυντή Κτηνιατρικής Χαλκιδικής κ. Κουμή Ανδρέα τη διευκόλυναν με κάθε δυνατό τρόπο, συνηγορώντας στη χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας, που ήταν απαραίτητη για την εκπόνηση της Μεταπτυχιακής Διπλωματικής μου. Ευχαριστώ τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Τομέα Βοτανικής και επιβλέποντα της Μεταπτυχιακής Διπλωματικής μου, κ. Νικολαΐδη Γεώργιο, γιατί μου εμπιστεύτηκε αρχικά το συγκεκριμένο θέμα και με βοήθησε με τις πολύτιμες συμβουλές του στη συγγραφή του κειμένου, καθώς και τον Επίκουρο καθηγητή της Κτηνιατρικής Σχολής κ. Παπαπαναγιώτου Ηλία, και το Λέκτορα του Βιολογικού τμήματος κ. Γκάνια Κωνσταντίνο που συμμετείχαν στην εξεταστική επιτροπή. Θερμές ευχαριστίες στους Δ/ντές Κτηνιατρικής των νομαρχιών αλλά και τους συναδέλφους κτηνιάτρους που μου έδωσαν άμεσα τα απαραίτητα στοιχεία για την εκπόνηση της εργασίας μου. Ακόμη, ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στη συνάδελφο και φίλη κτηνίατροιχθυοπαθολόγο, προϊσταμένη του τμήματος «Παθολογίας Υδρόβιων Οργανισμών του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς ασθενειών των Δίθυρων Μαλακίων» κ. Κάλφα Άννα- Μαρία που επί αρκετά χρόνια μου μεταλαμπαδεύει ακούραστα τις γνώσεις της και την αγάπη της για τη θάλασσα. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την αδερφή μου για την ουσιαστική βοήθεια που μου παρείχε όλο το διάστημα που διήρκησε η εκπόνηση της εργασίας μου. viii

Εισαγωγή 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα οστρακοειδή χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο ως τροφή, ως εργαλεία και ως διακοσμητικά αντικείμενα από τους προϊστορικούς χρόνους. Τα είδη αυτά ζούνε κυρίως στα ρηχά νερά, αλλά ορισμένα από αυτά και σε βάθη αρκετών μέτρων (Λαζαρίδου-Δημητριάδου, 1984). Η οστρακοκαλλιέργεια, η οποία πρωτοεμφανίστηκε την εποχή των αρχαίων Ρωμαίων, σήμερα έχει διαδοθεί ευρύτατα σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Υγειονομική Διάταξη Γ1γ/6000/17-05-1967 «περί όρων υγιεινής, αλιείας και διαθέσεως οστρακοειδών και εχινοδέρμων», και το Προεδρικό Διάταγμα 786/1978 (ΦΕΚ Α 182) «περί της κτηνιατρικής επιθεωρήσεως νωπών, κατεψυγμένων και λοιπών συντηρημένων εδώδιμων αλιευμάτων», ως «οστρακοειδή» χαρακτηρίζονται εκείνα τα εδώδιμα, Γαστερόποδα και Ελασματοβράγχια (Μαλάκια), που αλιεύονται ή/και καλλιεργούνται σε θαλάσσια και υφάλμυρα νερά. Τα κυριότερα από αυτά, στην Ελλάδα είναι τα εξής: α) Γαστερόποδα το Haliotis lamallosa-αυτί της θάλασσας και οι Petalla sppπεταλίδες και β) από τα Ελασματοβράγχια ή Λεπιδοβράγχια ή Πελεκύποδα τα Mytilus galloprovincialis-μύδι, Ostrea edulis-στρείδι, Cardium spp.-καρδιές ή μεθύστρες, Venus spp.- κυδώνια, Pecten spp.-χτένια, Solen spp.-σωλήνες, Modiolus barbatus-χάβαρο, Tapes spp.- αχιβάδες, Lithophaga lithophaga- λιθόφαγος, Arca spp.- καλόγνωμη, Pinna nobilis-πίννα. Τα οστρακοειδή αποτελούν αλιευτικά προϊόντα με μεγάλη θρεπτική αξία. Η σάρκα τους περιέχει σημαντική ποσότητα πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας, υδατανθράκων και βιταμινών του συμπλέγματος Β, ιώδιο, στοιχείο απαραίτητο για τη λειτουργία του θυρεοειδή αδένα, σίδηρο και ψευδάργυρο (Βαρελτζής, 1999). Επίσης είναι φτωχά σε κορεσμένα λιπαρά οξέα, αλλά πλούσια σε πολυακόρεστα κυρίως αυτά της σειράς ω3-ω6, τα οποία ελέγχουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων του πλάσματος του αίματος και αποτελούν ασπίδα του οργανισμού έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων, ενώ πιστεύεται ότι έχουν και ευεργετική επίδραση στην πρόληψη του καρκίνου του παγκρέατος (Botta, 1995). Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη παραγωγή οστρακοειδών, περίπου το 95% προέρχεται από το Θερμαϊκό κόλπο (νομοί Θεσσαλονίκης, Πιερίας, Ημαθίας) και το υπόλοιπο ποσοστό της παραγωγής συμπληρώνεται από τους νομούς Καβάλας, Φθιώτιδας, Λέσβου, Δυτικής Αττικής, Έβρου, Εύβοιας, Πρέβεζας, Ροδόπης και Χαλκιδικής (Υπουργείο Γεωργίας, 2000). 3

Εισαγωγή Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η ετήσια παραγωγή των οστρακοειδών στη χώρα μας κυμαίνεται στους 35.000-40.000 τόνους, με βασικό προϊόν τα μύδια, που προέρχονται κυρίως από καλλιέργειες και λιγότερο από αλιεία φυσικών αποθεμάτων. Η παραγωγή των υπόλοιπων οστρακοειδών (στρείδια, χτένια, αχιβάδες, κυδώνια κ.λ.π.) δεν υπερβαίνει τους 200-400 τόνους και προέρχεται από αλίευση φυσικών αποθεμάτων. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα αποτελεί την τρίτη χώρα από άποψη παραγωγικής δύναμης οστρακοειδών (μύδια) στη Μεσόγειο, μετά την Ιταλία (Turolla, 1999) και τη Γαλλία (Ministère de l agriculture et de la pêche, 2005). Από την παραγωγή αυτή το 90-95%, εξάγεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ το υπόλοιπο 5-10% απορροφάται στην εγχώρια αγορά. Οι εισροές από τη συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα είναι της τάξης των 25 εκατομμυρίων ευρώ (Κυριαζή-Παπαδοπούλου, 2002). Τα οστρακοειδή, ως διηθηματοφάγοι οργανισμοί (filter-finding) τρέφονται με σωματιδιακό υλικό που βρίσκεται υπό αιώρηση στο νερό του ενδιαιτήματός τους. Το υλικό αυτό αποτελείται από φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν, διάφορους μικροοργανισμούς όπως π.χ. βακτήρια, ιοί, μύκητες, παράσιτα καθώς και διάφορα θρύμματα. Εξαιτίας του τρόπου θρέψης των, που χαρακτηρίζεται από τη μή επιλεκτική τροφοληψία, (Παπαναστασίου, 1990) τα οστρακοειδή μπορούν, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να αποτελέσουν τροφικό κίνδυνο καθώς είναι δυνατόν να γίνουν φορείς διαφόρων παθογόνων μικροοργανισμών αλλά και τοξικών ουσιών, επικίνδυνων για την υγεία των καταναλωτών, που βρίσκονται συσσωρευμένοι στη σάρκα τους (Sidari et al., 1998). Ως «τροφικός κίνδυνος» σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, ορίστηκε κάθε βιολογικός, χημικός, ή φυσικός παράγοντας ενός τροφίμου, η κατανάλωση του οποίου μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του καταναλωτή (FAO, 1998). Η πρόσληψη των παραπάνω ουσιών στα ίδια τα οστρακοειδή συνήθως δεν προκαλεί κανένα κλινικό σύμπτωμα, αντίθετα η ανάπτυξή τους συνεχίζεται κανονικά και η μακροσκοπική τους εικόνα δε μαρτυρά την ύπαρξη αυτών των ουσιών στη σάρκα τους, οπότε χωρίς την παρουσία κατάλληλων ελεγκτικών μηχανισμών τα παραπάνω οστρακοειδή θα διοχετεύονταν στην κατανάλωση, απειλώντας τη Δημόσια Υγεία. Εκτός όμως από το βιότοπο και τις επικρατούσες συνθήκες υγιεινής κατά την αλίευση των οστρακοειδών, είναι δυνατόν αυτά να μολυνθούν και κατά τη διακίνηση ή τη μεταποίησή τους, από μολυσμένα δοχεία, σκεύη ή μηχανήματα επεξεργασίας, ή όταν το προσωπικό που έρχεται σε επαφή με τα οστρακοειδή δεν τηρεί σχολαστικά τους απαραίτητους κανόνες υγιεινής. 4

Εισαγωγή Οι εγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατόν να διακινηθούν τα οστρακοειδή είναι οι ακόλουθοι: Ζωντανά (σε δικτυωτούς σάκους των 5, 10 ή και 25 kg) Νωπά -αποκελυφωμένα μέσα σε πλαστικούς περιέκτες με ποσότητα πόσιμου νερού σε αναλογία 1:1. Η απομάκρυνση του κελύφους συνήθως γίνεται με τα χέρια και γι αυτό είναι απαραίτητο να εξασφαλίζονται υψηλά επίπεδα υγιεινής τόσο στα χρησιμοποιούμενα μαχαιρίδια, όσο και στο προσωπικό (Αρβανιτογιάννης και συν. 2001, Vasakou et al, 2002). Σήμερα με βάση στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ, http://www.minagric.gr) λειτουργούν στη χώρα μας 33 εγκεκριμένα αποκελυφωτήρια οστρακοειδών. Κατεψυγμένα σε θερμοκρασία μικρότερη των -18 0 C Κονσερβοποιημένα Αφυδατωμένα (Στην Άπω Ανατολή). Τα οστρακοειδή, είτε πωλούνται ως έχουν (με το κέλυφος), είτε μεταποιημένα, έχοντας δηλαδή δεχθεί τροποποίηση της αρχικής μορφής τους με τη βοήθεια της θερμικής επεξεργασίας, του καπνίσματος, του αλατίσματος, της ωρίμανσης, της αποξήρανσης, του μαριναρίσματος, ή συνδυασμού αυτών των μεθόδων, δεν υποβάλλονται σε πολύωρη θερμική επεξεργασία, γεγονός που βοηθά στην εκδήλωση, τροφιμογενών λοιμώξεων μετά την κατανάλωσή τους από τον άνθρωπο. Ως «τροφιμογενής λοίμωξη», καλείται η είσοδος και ο πολλαπλασιασμός στον οργανισμό του καταναλωτή παθογόνων μικροβίων που υπάρχουν στα καταναλισκόμενα τρόφιμα (Σαρρής κ.α., 1986). Στην Ελλάδα αν και η ετήσια εσωτερική κατανάλωση δίθυρων μαλακίων παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια προοδευτική αύξηση που οφείλεται τόσο στην εφαρμογή καλύτερων συνθηκών υγιεινής της παραγωγής τους, όσο και στην εξοικείωση του πληθυσμού της χώρας μας στην κατανάλωση αυτών, ωμά οστρακοειδή πολύ σπάνια προτιμώνται με εξαίρεση τα λιγοστά στρείδια, τα κυδώνια και τις γυαλιστερές. Οι τροφικές δηλητηριάσεις διακρίνονται σε τροφολοιμώξεις, οι οποίες προκαλούνται από την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν παθογόνους μικροοργανισμούς, και σε τροφοτοξινώσεις, οι οποίες οφείλονται σε κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν τοξίνες, ή τοξικές ουσίες (Harrison s, 2003). Κοινό γνώρισμα των δηλητηριάσεων αυτών είναι η απουσία οργανοληπτικών χαρακτηριστικών στα μολυσμένα τρόφιμα που να θέτουν υποψία του προβλήματος στον καταναλωτή, με αποτέλεσμα να φαίνονται σε όψη, οσμή και γεύση φυσιολογικά (Harrigan and Park, 1991). Τα συμπτώματα δεν εμφανίζονται αμέσως μετά τη 5

Εισαγωγή λήψη της μολυσμένης τροφής, αλλά μεσολαβεί πάντα κάποιο χρονικό διάστημα (περίοδος επώασης) που διαρκεί από μερικά λεπτά της ώρας έως και ημέρες. Οι σημαντικότερες και συνηθέστερα μεταδιδόμενες με τα οστρακοειδή λοιμώξεις είναι από τις: Α. τροφολοιμώξεις: 1. Λοιμώδης Ηπατίτιδα Α.-HAV. Οφείλεται σε ιό της οικογένειας Picornaviridae, γένους hepatovirus. Είναι συχνή σε περιοχές με έλλειψη ή κακή ποιότητα αποχετευτικών συστημάτων (αναπτυσσόμενες χώρες) (Papaevagelou, 1992). Ο ιός μεταδίδεται μέσω της κοπρανο-στοματικής οδού, δηλαδή μέσω χεριών που μολύνθηκαν με κόπρανα, μολυσμένο νερό ή τροφές. Τα οστρακοειδή, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα στη μετάδοση της νόσου επειδή έχουν συγκεντρώσεις ιού HAV 100 φορές μεγαλύτερες από το νερό του ενδιαιτήματός τους και συνήθως μαγειρεύονται σε θερμοκρασίες χαμηλές (γύρω στους 70 ο C), για σύντομο χρονικό διάστημα, ενίοτε μέχρι τη διάνοιξη του κελύφους, κάτι το οποίο γίνεται σε λιγότερο από 2 λεπτά, χωρίς όμως να είναι έτσι δυνατόν να γίνει πλήρης αδρανοποίηση του ιού HAV. Η αδρανοποίηση του ιού επιτυγχάνεται με θέρμανση στους 85 ο C για 6 λεπτά (Sanchez et al, 2004), ενώ η εξυγίανση των οστρακοειδών μειώνει, αλλά δεν εξαλείφει τον ιό HAV (Koff, 1992). Tα κύρια κλινικά συμπτώματα, τα οποία εμφανίζονται 10-15 ημέρες μετά τη μόλυνση είναι: έντονη αδυναμία, καταβολή, ανορεξία, ναυτία, έμετοι, μυαλγίες, αίσθημα βάρους στο δεξιό υποχόνδριο, αρθραλγίες, πυρετός και κίτρινη χροιά στους βλεννογόνους (ίκτερος). H νοσηλεία των ασθενών με ιογενή ηπατίτιδα Α συχνά γίνεται στο σπίτι, αφού η νόσος αυτοπεριορίζεται σε 2-4 εβδομάδες. Το 85% των περιπτώσεων έχει φυσιολογικά εργαστηριακά ευρήματα μέσα σε 3 μήνες από τη μόλυνση και το 100% αυτών στους 6 μήνες. Η ανάρρωση από την ασθένεια επιφέρει χρόνια ανοσία (Ντουράκης, 2005).. Εισαγωγή στο νοσοκομείο απαιτείται μόνο εάν υπάρχουν σοβαρά κλινικά συμπτώματα, όπως π.χ. επίμονοι εμετοί, ασκίτης, ηπατική εγκεφαλοπάθεια, ή εργαστηριακά ευρήματα τέτοια που να καθιστούν απαραίτητη τη μετάβαση σε αυτό π.χ. έντονη αφυδάτωση. Η θνησιμότητα συνήθως είναι πολύ μικρή, εξαρτάται δε από την ηλικία των ασθενών. Έτσι σε άτομα ηλικίας έως 14 ετών είναι 0,1%, σε άτομα ηλικίας 15 έως 39 ετών 0,3% και σε εκείνα άνω των 40 ετών 2,1% (WHO, 2000). Σπάνια (λιγότερο από 2%) η ιογενής ηπατίτιδα Α έχει πολύ βαριά πορεία, οπότε χαρακτηρίζεται ως κεραυνοβόλος οξεία ηπατίτιδα, με πολύ υψηλή θνησιμότητα (70-90%), αν δεν μεσολαβήσει επείγουσα μεταμόσχευση του ήπατος. Επίσης ένα ποσοστό των ασθενών με ηπατίτιδα Α αναπτύσσει κίρρωση, δηλαδή, μη αναστρέψιμη καταστροφή της δομής του 6

Εισαγωγή ήπατος. Για την πρόληψη της νόσου γίνονται εμβολιασμοί με αδρανοποιημένο εμβόλιο, ενώ για μια βραχυχρόνια προστασία προτιμάται η χορήγηση της υπεράνοσης γ-σφαιρίνης. Η νόσος είναι από τα σοβαρότερα νοσήματα που είναι δυνατόν να μεταδοθούν στον άνθρωπο, μέσω των μολυσμένων οστρακοειδών. Το 1988 στη Σαγκάη της Κίνας καταγράφηκαν 29.230 περιστατικά ηπατίτιδας Α μετά από κατανάλωση ωμών αχιβάδων, με συμπτώματα την έντονη καταβολή, ανορεξία, πυρετό, ναυτία, εμετό και μυαλγία. Συνολικά 32 άτομα κατέληξαν. Την ίδια χρονιά στην πόλη του Παναμά καταγράφηκαν 53 περιστατικά επίσης ηπατίτιδας Α, οφειλόμενα στην κατανάλωση στρειδιών και χτενιών τα οποία αλιεύθηκαν σε νερά που δέχονταν ακατέργαστα λύματα της πόλης (Aμίν, 2003). Το 1996, περίπου το 15% όλων των κρουσμάτων ηπατίτιδας Α (περίπου 800) στην Ιταλία ήταν μετά από κατανάλωση μολυσμένων οστρακοειδών (Italian Ministry of Health, 1996). Η Ελλάδα είναι χώρα χαμηλής ενδημικότητας για την ηπατίτιδα Α, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου του πληθυσμού, καθώς και των συνθηκών ύδρευσης και αποχέτευσης. 2. Χολέρα. Προκαλείται από τα δονάκια (βακτήρια καμπυλοειδούς μορφής) Vibrio cholerae Ο1 και Ο139 τα οποία είναι υπεύθυνα για την ασιατική ή επιδημική χολέρα, νόσημα ισχυρά διαρροϊκό. Αν και η νόσος είναι γνωστή εδώ και εκατοντάδες χρόνια, σήμερα η εμφάνιση της είναι σπάνια στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε αντίθεση με τις (υπό)- τροπικές περιοχές της Αφρικής, Ασίας και νότιας Αμερικής (Pruzzo et al, 2005). Η χολέρα συνδέεται με την πόση μολυσμένου νερού ή την κατανάλωση ωμών οστρακοειδών που διαβιούν σε μολυσμένα ύδατα. Τα δονάκια προσκολλώνται στα κύτταρα του βλεννογόνου του εντέρου, όπου πολλαπλασιάζονται, χωρίς να προκαλούν τοπική φλεγμονή. Κατά τον πολλαπλασιασμό τους όμως παράγουν εξωτοξίνη, η οποία είναι υπεύθυνη για το διαρροϊκό σύνδρομο (Αρσένη,1994). Η επώαση της νόσου διαρκεί 12-24 ώρες και στη συνέχεια ακολουθεί απότομη έναρξη υδαρούς με πόνο διάρροιας, κοιλιακοί μυϊκοί σπασμοί, ναυτία, ακατάσχετος εμετός, και πυρετός. Περίπου 25% των μολυσμένων ατόμων εμφανίζει αίμα και βλέννα στα κόπρανα. Η διάρροια μπορεί, σε μερικές περιπτώσεις, να είναι αρκετά οξεία και να διαρκέσει 6-7 ημέρες, προκαλώντας σοβαρή αφυδάτωση στον ασθενή, με πτώση της αρτηριακής πίεσης, ταχύ και νηματοειδή σφυγμό, οπότε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο κρίνεται απαραίτητη (FDA, 2006). 7

Εισαγωγή Η διάγνωση στηρίζεται στην καλλιέργεια κοπράνων και η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση ορών για την καταπολέμηση της αφυδάτωσης και αντιβιοτικών κυρίως σουλφοναμιδών ή τετρακυκλινών ενδοφλέβια. Αν δεν εφαρμοσθεί θεραπεία, επέρχεται θάνατος σε ποσοστό 60%. Επιπλέον, κυρίως για τους ταξιδιώτες των περιοχών όπου η νόσος ενδημεί, (Αφρική, νότια Ασία και Λατινική Αμερική) γίνεται υποδόριος εμβολιασμός με νεκρό εμβόλιο, διάρκειας έξι μηνών (Harrison s, 2003). Από το 1978 έως το 1987 καταγράφηκαν στις Η.Π.Α. 120 περιστατικά χολέρας οφειλόμενα στο Vibrio cholerae Ο1, μετά από κατανάλωση ωμών στρειδιών (Ahmed, 1991). 3. Λοιμώδης γαστρεντερίτιδα. Μπορεί να προκληθεί από περισσότερους του ενός παθογόνους μικροοργανισμούς όπως π.χ. Salmonella spp, Escherichia coli, Shigella spp., Vibrio parahaemolyticus (Hervio et al, 2005), Vibrio fluvialis, Staphylococcus aureus κ.λ.π. Στην περίπτωση που ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι κάποιο βακτήριο του γένους Salmonellα, η νόσος που προκαλείται ονομάζεται Σαλμονέλλωση. Οι πιο γνωστοί, υπεύθυνοι για τη νόσο ορότυποι που προσβάλλουν τον άνθρωπο, είναι η Salmonella enteritidis και η Salmonella typhi. Αν και η ανθεκτικότητα των βακτηρίων αυτών στο περιβάλλον είναι μεγάλη, τα περισσότερα κρούσματα από κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν υπόκειντο τα τρόφιμα αυτά σε βρασμό 80 ο C για 10 λεπτά, κάτι που δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των οστρακοειδών. Tα κύρια συμπτώματα της νόσου που είναι διάρροια, πυρετός, κοιλιακό άλγος, εμφανίζονται 12-72 ώρες μετά τη μόλυνση. Η εργαστηριακή διάγνωση γίνεται με απομόνωση και ταυτοποίηση των σαλμονελλών με τη βοήθεια των κατάλληλων θρεπτικών υποστρωμάτων. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών αναρρώνουν, μόνο με υποστηρικτική θεραπεία, χωρίς τη χορήγηση αντιβιοτικών. Στα άτομα όμως που η διάρροια είναι σοβαρή μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο, για την ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και αντιβιοτικών. Αν και η αυτοίαση είναι η συνηθέστερη κατάληξη της νόσου, υπάρχουν και περιπτώσεις που ο μικροοργανισμός προκαλεί σηψαιμία και θάνατο, κυρίως σε παιδιά, ( Delaroquet Astagneau et al, 1998), άτομα μεγάλης ηλικίας ή ανοσοκατεσταλμένα. Εφόσον δεν υπάρχει εμβόλιο για την πρόληψη της νόσου, στηρίζεται αυτή στην τήρηση των κανόνων υγιεινής και στην αποφυγή κατανάλωσης τροφίμων ζωικής προέλευσης ωμών, ή ατελώς ψημένων. 8

Εισαγωγή Στην περίπτωση που ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι η Salmonella typhi και paratyphi, οι νόσοι που προκαλούνται είναι αντίστοιχα ο τύφος και ο παράτυφος (Αρσένη, 1994). Σύμφωνα με τον Σαρρή κ.α. 1986, οι Ebert και Koch απομόνωσαν το 1885 τους παραπάνω μικροοργανισμούς. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης τύφου στον άνθρωπο προέρχεται από την κατανάλωση θαλασσινών (κυρίως εκείνων που τρώγονται ωμά) και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 1977 στη Φλώριδα καταγράφηκαν 100 περιστατικά εξαιτίας της κατανάλωσης στρειδιών μολυσμένων με Salmonella typhi (Aμίν, 2003). Έπειτα από ένα μέσο χρόνο επώασης δέκα ημερών η νόσος εκδηλώνεται κλινικά με την παρουσία ρίγους, πυρετού, ζάλης, κεφαλαλγίας και δυσκοιλιότητας. Η άνοδος του πυρετού έχει σταδιακή εξέλιξη και διαρκεί όλη την πρώτη εβδομάδα της νόσου, φθάνοντας τους 40 ο C. Στη φάση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί και συμμετοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Χωρίς θεραπεία η νόσος διαρκεί τέσσερις έως οκτώ εβδομάδες και η αποκατάσταση του ασθενή είναι σταδιακή, ενώ είναι πιθανόν να καταλήξει ο άρρωστος λόγω επιπλοκών (θνησιμότητα στο 15% των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε φαρμακευτική αντιμετώπιση). Σε μελέτη που έγινε στο Μικροβιολογικό τμήμα του Κέντρου Κτηνιατρικών Ιδρυμάτων Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των ετών 1990, 1991 και 1992 όλα τα δείγματα των οστρακοειδών βρέθηκαν αρνητικά στη Salmonella spp, σε 25g σάρκας, όπως ακριβώς ορίζει και η νομοθεσία (Αναγνωστόπουλος, 1999). Κατά τη διάρκεια του 1997 καταγράφηκαν στην Ιταλία 209 περιστατικά τροφοδηλητηριάσεων, μετά από κατανάλωση του ίδιου είδους οστρακοειδών, που ήταν μολυσμένα αυτή τη φορά από Vibrio parahaemolyticus, που δύσκολα απομακρύνεται κατά το στάδιο της εξυγίανσης των οστρακοειδών. Το βακτήριο αυτό, αλλά και άλλα του ιδίου γένους απομονώθηκαν στη χώρα αυτή από 62 δείγματα μυδιών, σε ποσοστό 48,4%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συχνή παρουσία του στα οστρακοειδή (Ripabelli et al.,1999, Normanno et al., 2005). Στην περίπτωση της λοιμώδους γαστρεντερίτιδας από κολοβακτηρίδια, ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι η Escherichia coli, η οποία βρίσκεται φυσιολογικά στο έντερο του ανθρώπου και των ζώων, από όπου αποβάλλεται με τα κόπρανα, διασπείρεται στο περιβάλλον (έδαφος, φυτά, νερά) μολύνοντας τα τρόφιμα (Dontorou et al 2003). Η Escherichia coli αποτελεί δείκτη της υγιεινής κατάστασης του νερού, η δε απομόνωσή της σε μεγάλο αριθμό από δείγματα αυτού, υποδηλώνει ότι καταλήγουν στο νερό κοπρανώδη υπολείμματα, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για την προστασία της Δημόσιας Υγείας (Σαρρής κ.α., 1986). 9

Εισαγωγή Η νόσος εκδηλώνεται μετά από μια περίοδο επωάσεως 2-4 ημερών με γαστροεντερίτιδα, συνοδευόμενη από έντονη διάρροια, μερικές φορές αιμορραγική και αφυδάτωση, η οποία όμως μπορεί να εξελιχθεί σε σηψαιμία. Η διάρροια είναι αποτέλεσμα του έντονου πολλαπλασιασμού του βακτηρίου στο λεπτό έντερο, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας εντεροτοξίνης, η οποία επιδρά τοπικά στα επιθηλιακά κύτταρα, προκαλώντας υπερρέκριση υγρών, αυξημένη περισταλτική κίνηση και διάρροια (Αρσένη, 1994). Η θεραπεία της νόσου συνίσταται σε χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα ή παρεντερικά. Η επιλογή όμως του κατάλληλου αντιβιοτικού θα πρέπει να γίνεται μετά από δοκιμή ευαισθησίας (αντιβιόγραμμα ), γιατί πολύ συχνά τα βακτήρια αυτά γίνονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανθεκτικά στις χορηγούμενες θεραπευτικές ουσίες (Donovan et al., 1998). Στην περίπτωση της λοιμώδους γαστρεντερίτιδας από Shigella spp, οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί μπορεί να είναι η Shigella somnei, Shigella flexneri, Shigella dysenteria. Από το 1978 έως το 1987 στις Η.Π.Α. καταγράφηκαν 4 ομαδικά και 77 ατομικά περιστατικά τροφοδηλητηρίασης από Shigella spp. μετά από κατανάλωση μολυσμένων οστρακοειδών (Αμίν, 2003). Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μία έως δυο ημέρες μετά την έκθεση στο βακτήριο και είναι διάρροια συνήθως με αίμα, πυρετός και κοιλιακό άλγος. Η νόσος συνήθως ιάται σε 5-7 ημέρες, αν και σε ένα ποσοστό 3% των ασθενών παρατηρείται μετά από καιρό πόνος στις αρθρώσεις, ενοχλήσεις στους οφθαλμούς και επώδυνη ούρηση. Ορισμένα μικρόβια όπως π.χ. ο Staphylococcus aureus δρουν με προσχηματισμένες τοξίνες. Ο άνθρωπος με τη βρώση της μολυσμένης τροφής παρουσιάζει οξεία γαστρεντερίτιδα από την εξωτοξίνη και όχι από το ίδιο το μικρόβιο. Η σοβαρότητα της γαστρεντερίτιδας εξαρτάται από την ποσότητα της τοξίνης που περιείχε η μολυσμένη τροφή. Η νόσος αρχίζει 2-6 ώρες μετά από τη βρώση της μολυσμένης τροφής με εμέτους και διάρροιες, χωρίς πυρετό. Διαρκεί 1-2 μέρες και αυτοϊάται. 10

Εισαγωγή Από τις τροφοτοξινώσεις: α. Τοξίνωση από θαλάσσιες βιοτοξίνες. Είναι οι σημαντικότερες από άποψη κινδύνου τροφοτοξινώσεις, που προκύπτουν μετά από βρώση μολυσμένων οστρακοειδών, με παγκόσμια εξάπλωση. Οι θαλάσσιες βιοτοξίνες αποτελούν ουσίες που παράγονται από διάφορα μικροφύκη και μέσω της κατανάλωσης οστρακοειδών καταλήγουν στον άνθρωπο, στον οποίο ανάλογα με την ευαισθησία του αλλά και τη συγκέντρωσή τους προκαλούν σοβαρά προβλήματα υγείας, κυρίως γαστρεντερικού και νευρολογικού χαρακτήρα ή ακόμη και θάνατο. Από τα 5.000 είδη φυτοπλαγκτού που υπάρχουν στις διάφορες θάλασσες παγκοσμίως, 300 έχει αναφερθεί ότι εμφανίζουν πληθυσμιακές εξάρσεις με αποτέλεσμα τον εμφανή χρωματισμό των επιφανειακών θαλάσσιων υδάτων. Οι πιο συνήθεις αποχρώσεις είναι η καφέ και η καφεκόκκινη (Νικολαΐδης, 1999). Η πρώτη αναφορά σε παρόμοιο φαινόμενο ίσως είναι αυτή της Παλαιάς Διαθήκης γύρω στα 1.000 π.χ., όπου ο ποταμός Νείλος βάφτηκε κόκκινος και τα ψάρια θανατώθηκαν «μετέβαλε παν το ύδωρ τω εν τω ποταμώ εις αίμα, και οι ιχθύς οι εν τω ποταμώ ετελεύτησαν και επώζεσεν ο ποταμός και ουκ ηδύναντο οι Αιγύπτιοι πιείν ύδωρ εκ του ποταμού» (Έξοδος 7 : 20-21, Hallegraeff, 2003 ). Σε αρκετές περιπτώσεις οι πληθυσμιακές αυτές εξάρσεις δε δημιουργούν πρόβλημα στον άνθρωπο, αντίθετα μπορεί να είναι ευεργετικές για τις υδατοκαλλιέργειες. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις η «άνθηση» (bloom) αυτή των μικροφυκών μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα με οικονομικές ζημιές στις υδατοκαλλιέργειες και την αλιεία, αλλά και να θέτει επιπλέον σε κίνδυνο τη Δημόσια Υγεία (Daranas, 2001). Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξηθεί οι περιπτώσεις των ανθήσεων των μικροφυκών, που είναι επικίνδυνες για τη Δημόσια Υγεία (Zingone end Enevoldsen, 2000). Σύμφωνα με τον Hallegraef (2003) οι πιθανότερες αιτίες γι αυτή την αύξηση των επιβλαβών ανθήσεων του φυτοπλαγκτού είναι: α) η συνεχώς αυξανόμενη ερευνητική δραστηριότητα και καταγραφή των φαινομένων αυτών β) ο ευτροφισμός και οι ασυνήθεις κλιματολογικές συνθήκες και γ) η μεταφορά κύστεων δινοφυκών με το έρμα των πλοίων. Από τα 300 είδη που εμφανίζουν πληθυσμιακές εξάρσεις, τα 80 περίπου έχουν την ικανότητα να παράγουν τοξίνες, οι οποίες είναι δυνατόν να καταλήξουν στον άνθρωπο με τη βρώση των οστρακοειδών. Φάλαινες, θαλάσσιοι ελέφαντες, δελφίνια, πελεκάνοι και κορμοράνοι μπορούν επίσης να δηλητηριαστούν από τις τοξίνες αυτές μέσω της τροφικής αλυσίδας. Παγκοσμίως αναφέρονται κάθε χρόνο περίπου 2.000 κρούσματα δηλητηρίασης ανθρώπων από θαλάσσιες βιοτοξίνες, μετά από κατανάλωση οστρακοειδών ή και ψαριών, με 11

Εισαγωγή το 15% αυτών να είναι θανατηφόρες (Hallegraef, 2003). Για την ανίχνευση των βιοτοξινών χρησιμοποιούνται κυρίως βιολογικές μέθοδοι. Επίσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν μια σειρά εναλλακτικών μεθόδων, όπως η υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (κυρίως για τις βιοτοξίνες τύπου ASP) η φασματομετρία μάζας, η ELISA και λειτουργικές δοκιμασίες, όπως η δοκιμή αναστολής φωσφατασών είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με τη βιολογική μέθοδο (Κανονισμός 2074/2005). Με βάση τα συμπτώματα που προκαλούνται στον άνθρωπο μετά από την κατανάλωση οστρακοειδών που ετράφηκαν με τοξικό φυτοπλαγκτόν διακρίνονται οι παρακάτω τύποι δηλητηριάσεων: 1. Διαρροϊκή δηλητηρίαση οστρακοειδών - Diarrhetic Shellfish Poisoning (DSP).Ο όρος «Διαρροϊκή δηλητηρίαση οστρακοειδών» σχετιζόταν παλαιότερα με έναν αριθμό διαφορετικών ομάδων τοξικών συστατικών οι οποίες περιλάμβαναν: α) το οκαδαϊκό οξύ και τις δινοφυσιστοξίνες -1, -2, -3, (DTX-1,DTX-2, DTX-3) β) τις μακροκυκλικές πολυαιθερικές πεκτενοτοξίνες 1 έως 10, και γ) την πολυαιθερική γεσοτοξίνη με τα τρία χημικά ανάλογά της η οποία απομονώθηκε για πρώτη φορά από το οστρακοειδές Patinopecten yessoensis στην Ιαπωνία. Σήμερα είναι γνωστό ότι πεκτενοτοξίνες και η γεσοτοξίνη δεν προκαλούν διάρροια (Quilliam, 2003). Το οκαδαϊκό οξύ (Εικ. 1) και τα 3 δινοφυσιστοξικά παράγωγα του, είναι λιποδιαλυτές ουσίες που περιέχουν ετεροσυνδεδεμένους ή σπειροειδώς ενωμένους κυκλικούς πολυαιθερικούς δακτυλίους. Διαλύονται σε ακετόνη, χλωροφόρμιο, μεθανόλη και διμεθυλοσουλφοξίδιο (Quilliam, 2003). Οι παραπάνω ουσίες δρουν ως ισχυροί αναστολείς των φωσφατάσεων, καθώς και της σερίνης και της θρεονίνης (EFSA, 2008), κάτι που συνδέεται άμεσα με τον ερεθισμό του γαστρεντερικού συστήματος και τη διάρροια. Το οκαδαϊκό οξύ απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον σπόγγο Halichondria okadai, απ όπου πήρε και τ όνομά του, και κατόπιν εντοπίσθηκε στα δινομαστιγωτά Dinophysis spp.( D. acuminata, D. acuta, D. fortii, D. norvegica) και στα βενθικά Prorocentrum spp. (Baden et al, 1995). 12

Εισαγωγή Εικ. 1: Χημική δομή οκαδαϊκού οξέος και δινοφυσιστοξινών (Quilliam, 2003). Pic. 1: Chemical structure of okadaic acid and dinofhysistoxins (Quilliam, 2003). Η πρώτη αναφορά γαστρεντερικών διαταραχών με διάρροια στον άνθρωπο μετά από κατανάλωση μυδιών, που είχαν τραφεί με τοξικά δινομαστιγωτά καταγράφεται στην Ιαπωνία το 1976, με υπεύθυνο μικροφύκος το Dinophysis fortii, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στην καλλιέργεια των οστρακοειδών (Yasumoto et al., 1978). Στη συνέχεια ανάλογα περιστατικά εμφανίστηκαν και σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στην Ευρώπη με αίτιο το Dinophysis acuminata (Kumagai et al., 1986). Aπό το 1976 έως το 1983 καταγράφηκαν 1.300 περιστατικά στην Ιαπωνία, 5.000 στην Ισπανία (Reguera, 1990, Baden et al., 1995) και 3.300 στη Γαλλία. Σε ότι αφορά την παγκόσμια εξάπλωσή της είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1990 τα κρούσματα αυτής περιοριζόταν μόνο στην Ευρώπη και Ιαπωνία, δέκα χρόνια αργότερα, κρούσματα εμφανίστηκαν επιπλέον σε Χιλή, Ταϊλάνδη, Καναδά, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία (Hallegraef, 2003), και Πορτογαλία (Vale, 2004). Στην Ιταλία το 1989 αλλά και το 1990, σημειώθηκαν αρκετά κρούσματα με γαστρεντερικές διαταραχές μετά την κατανάλωση τόσο ωμών, όσο και μαγειρεμένων οστρακοειδών, που προέρχονταν από φυσικούς πληθυσμούς αυτών, αλλά και από καλλιέργεια. Οι εργαστηριακές εξετάσεις που έγιναν, έδειξαν ότι τα παραπάνω προϊόντα περιείχαν σημαντικές ποσότητες διαρροϊκής τοξίνης. 13

Εισαγωγή Στη χώρα μας το 2000, συνολικά 120 άτομα, διαφόρων ηλικιών, παρουσίασαν γαστρεντερικά συμπτώματα και εισήχθησαν στο νοσοκομείο μετά από κατανάλωση οστρακοειδών (Kaniou-Grigoriadou et al 2005; Εconomou et al., 2007), την περίοδο που παρουσιάστηκε στο Θερμαϊκό κόλπο πληθυσμιακή έκρηξη τοξικών μικροφυκών Dinophysis acuminata, (Nikolaidis et al, 2005). Το γεγονός αυτό οδήγησε τις αρμόδιες αρχές να αναστείλουν τη διακίνηση των οστρακοειδών της περιοχής για χρονικό διάστημα περίπου πέντε μηνών ((Eυρωπαϊκή Επιτροπή, 2001). Από την περίοδο εκείνη και μετά, τοξίνες διαρροϊκού τύπου εμφανίζονται τόσο στο Θερμαϊκό κόλπο, όσο και στις άλλες περιοχές όπου υπάρχει οστρακοαλιευτική ή/και οστρακοκαλλιεργητική δραστηριότητα. Τα συμπτώματα, στον καταναλωτή μετά τη βρώση οστρακοειδών μολυσμένων με τοξίνη, είναι γαστρεντερικά και εμφανίζονται μέσα σε 30 λεπτά έως λίγες ώρες μετά την κατανάλωση αυτών (Hallegraef, 2003). Η κλινική εικόνα του ασθενούς χαρακτηρίζεται από οξεία διάρροια, ναυτία, εμετούς, υπερβολική έκκριση σιέλου, κοιλιακούς σπασμούς με έντονο πόνο, ρίγη και πυρετό. Αντίθετα με το οκαδαϊκό οξύ και τις δινοφυσιστοξίνες, οι πεκτενοτοξίνες και η γεσσοτοξίνη, δεν προκαλούν διάρροια. Ειδικότερα οι πεκτενοτοξίνες προκαλούν νέκρωση του ήπατος και η πολυαιθερική γεσσοτοξίνη, καταστρέφει τους καρδιακούς μύες μετά από ενδοπεριτοναϊκή έγχυση σε ποντίκια (Fernández, 2003). Η ανάρρωση διαρκεί περίπου 3 μέρες με ή χωρίς ιατρική περίθαλψη, ενώ δεν επέρχεται θάνατος. Είναι πιθανή όμως η πρόκληση νεοπλασιών στο πεπτικό σύστημα μετά από μακροχρόνια έκθεση (Baden et al, 1995; Hallegraef et al., 2003). Οι μέθοδοι ανίχνευσης των διαρροϊκών βιοτοξινών συνίστανται σε ενδοπεριτοναϊκή έγχυση σε ποντίκια ενός εκχυλίσματος οστρακοειδών, αποτελούμενο από το ηπατοπάγκρεας ή όλου του ιστού των οστρακοειδών και παρατήρηση στη συνέχεια της αντίδρασής τους (βιολογική μέθοδος). Η επιλογή του διαλύτη εξαρτάται από τις ιδιότητες διάλυσης της εξεταζόμενης τοξίνης, π.χ. το οκαδαϊκό οξύ και οι δινοφυσιστοξίνες είναι λιποδιαλυτές, Θάνατος, των δύο από τα τρία σε κάθε δοκιμή χρησιμοποιούμενα ποντίκια εντός 24 ωρών από την έγχυση σε κάθε ένα από αυτά του παραπάνω διαλύματος των οστρακοειδών, θεωρείται θετικό αποτέλεσμα ως προς τις διαρροϊκές βιοτοξίνες. Για την έκφραση της τοξικότητας χρησιμοποιούνται οι μονάδες μυών (Mouse Units- M.U.). Μια M.U. αντιστοιχεί σε 4 μg οκαδαϊκού οξέος και ορίζεται ως η ελάχιστη ποσότητα τοξίνης, ικανή να προκαλέσει το θάνατο σε ένα ποντίκι βάρους 20g μέσα σε 24 ώρες μετά από την ενδοπεριτοναϊκή έγχυση. Δείγμα μυδιών με τοξικότητα πάνω από 4-5 M.U. ή 16-20 μg ισοδυνάμων οκαδαϊκού οξέος ανά 100g ολικού ιστού δίθυρων μαλακίων, θεωρείται ακατάλληλο προς κατανάλωση (Μουρατίδου, 2005). 14

Εισαγωγή 2.Παραλυτική δηλητηρίαση οστρακοειδών - Paralytic Shellfish Poisoning (PSP). Οι υπεύθυνες τοξίνες για την πρόκληση του συνδρόμου αυτού είναι περίπου είκοσι (20), ανάλογα δε με την τοξικότητά τους μπορούν να χωρισθούν σε τρεις κατηγορίες: α) ισχυρής τοξικότητας β) ενδιάμεσης τοξικότητας και γ) χαμηλής τοξικότητας. Οι σπουδαιότερες από αυτές είναι η σαξιτοξίνη (STX) και οι νέο-σαξιτοξίνες (Εικ.2) οι οποίες είναι υδατοδιαλυτές, θερμοάντοχες και αδιάλυτες στα περισσότερα οξέα (Halsteand, 2002). Από το δινομαστιγωτό Gonyalax catenella απομονώθηκε αρχικά μια τοξίνη υδατοδιαλυτή και σταθερή σε όξινα διαλύματα που ταυτίστηκε με τη σαξιτοξίνη, η οποία είχε προηγούμενα απομονωθεί από δίθυρα μαλάκια στην Αλάσκα. Αλλά και τα περισσότερα είδη του γένους Alexandrium (στην Ιαπωνία τα A. tamarense και A. catenella-yamamoto and Yamasaki, 1996) και Pyrodinium παρήγαγαν τις τοξίνες στη Βόρειο Αμερική και στη Βόρειο Ευρώπη (Ifremer, 2003). Αντίθετα στην Ισπανία, Πορτογαλία, Μαρόκο, Βενεζουέλα και Αυστραλία οι παραλυτικές τοξίνες παράγονται από είδη του γένους Gymnodinium (Fernández et al., 2003). Σχετικά με την εξάπλωση της δηλητηριάσεως αυτής, ενώ τη δεκαετία του 1970 τα κρούσματα περιορίζονταν μόνο σε Ιαπωνία, Βόρεια Αμερική και Ευρώπη, το 2000 εμφανίστηκαν και στο νότιο ημισφαίριο, στη νότια Αφρική, Αυστραλία (Alexandrium catenella, Alexandrium minutum) Νέα Ζηλανδία, Ταϊλάνδη και Φιλιππίνες (Hallegraef, 2003). Η σαξιτοξίνη και οι παρόμοιου τύπου τοξίνες επιδρούν επί του κεντρικού νευρικού συστήματος προκαλώντας σπασμούς, αλλά και επί του αναπνευστικού συστήματος, με αποτέλεσμα αρχικά δυσκολία στην αναπνοή, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί στη συνέχεια. Ο άνθρωπος, τα ανώτερα θηλαστικά και επίσης τα πουλιά και τα ψάρια μπορούν να δηλητηριαστούν από τις τοξίνες αυτού του τύπου. Ιδιαίτερα ο άνθρωπος είναι πολύ ευαίσθητος στις παραλυτικού τύπου βιοτοξίνες, αφού δόση σαξιτοξίνης ίση με 1-4mg/kg σωματικού βάρους μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, ανάλογα με την ηλικία και τη φυσική του κατάσταση (Baden et al, 1995). 15

Εισαγωγή Εικ 2: Χημική δομή παραλυτικών τοξινών (Ifremer, 2003). Pic. 2: Chemical structure of paralytic toxins (Ifremer, 2003). Τα συμπτώματα που παρατηρούνται στην παραλυτική δηλητηρίαση οστρακοειδών, αρχίζουν σε 30 λεπτά μετά την κατανάλωση των μολυσμένων οστρακοειδών και μοιάζουν με εκείνα που εμφανίζονται μετά τη χρήση τοπικών αναισθητικών (μούδιασμα) με τη διαφορά ότι η παραλυτική τοξίνη είναι πολύ πιο δραστική από τα συνήθη αναισθητικά. Χαρακτηριστική είναι η αίσθηση καύσου στα χείλη που εμφανίζεται ταχύτατα, το μούδιασμα των άκρων, η σταδιακή αδυναμία και η ζάλη. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις επέρχεται παράλυση των αναπνευστικών μυών (Hallegraef, 2003) που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο από ασφυξία. Η δράση αυτή οφείλεται στον αποκλεισμό από το μόριο της τοξίνης των ιόντων Na +, που βρίσκονται στην επιφάνεια των νευρικών κυττάρων με αποτέλεσμα να μη μεταβιβάζεται το ερέθισμα, αφού δεν μπορεί να δημιουργηθεί η απαραίτητη διαφορά δυναμικού στις νευρικές συνάψεις. 16

Εισαγωγή Μετά από 30 λεπτά έως λίγες ώρες παρουσιάζεται διάρροια, ναυτία, έμετος, και πόνος στην κοιλιακή χώρα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις επέρχεται παράλυση των αναπνευστικών μυών, που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο από ασφυξία (σε ποσοστό 8,5-9,5%), μέσα σε 24 ώρες από την κατανάλωση της μολυσμένης τροφής (Νικολαΐδης, 1999). Το 1987 στη Γουατεμάλα το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο, 14%, ενώ στα νεαρά άτομα οι θάνατοι που σημειώθηκαν ανέρχονταν στο 50% των περιστατικών (Baden,1995). Η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αναρρόφηση του γαστρικού περιεχομένου, τεχνητή υποστήριξη της αναπνευστικής λειτουργίας και υποστηρικτική αντιμετώπιση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων (Νικολαΐδης, 1999). Στη Γαλλία οι πρώτες περιπτώσεις αναφέρονται τα έτη 1988 και 1989. Η μεγαλύτερη τιμή που βρέθηκε στη χώρα αυτή για παραλυτικού τύπου τοξίνες έφτασε τα 1.000 μg σε 100g σάρκας οστρακοειδών, όταν η νομοθεσία ορίζει πως δεν πρέπει να ξεπερνά τα 80 μg σε 100g σάρκας οστρακοειδών (Ifremer, 2003). Στην Ιαπωνία σημειώθηκαν το 1976 τα πρώτα κρούσματα από τοξίνες παραλυτικού τύπου σε καταναλωτές οστρακοειδών, με συμπτώματα όπως μούδιασμα των άκρων, αδυναμία, ίλιγγοι και παραισθήσεις, στις δε σοβαρότερες περιπτώσεις δυσπεψία και αναπνευστική δυσχέρεια λόγω παράλυσης των αναπνευστικών μυών, καθώς και θάνατος από ασφυξία (Ono, 1996). Για την ανίχνευση των παραλυτικού τύπου τοξινών ακολουθείται η μέθοδος της βιοδοκιμής σε ποντίκια (Mouse bioassay) σε συνδυασμό με την υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (High Performance Liquid Chromatography-HPLC). 3. Αμνησιακή δηλητηρίαση οστρακοειδών- Amnesic Shellfish Poisoning (ASP). Πρόκειται για μία νέου τύπου δηλητηρίαση που προκαλείται από τα οστρακοειδή, αφού αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1987, στο Prince Edward Island του Καναδά, όπου 105 άτομα προσβλήθηκαν από αυτή, τρία εκ των οποίων κατέληξαν, μετά από κατανάλωση οστρακοειδών (Hallegraef et al., 2003), ενώ το 1991 στην Καλιφόρνια πελεκάνοι και κορμοράνοι πέθαναν, μετά από κατανάλωση αντσούγιων (Backer et al., 2003). Η υπεύθυνη τοξίνη για την εμφάνιση της δηλητηριάσεως αυτής είναι το δομοϊκό οξύ(εικ.3) που απομονώθηκε στην Ιαπωνία από το ροδοφύκος Chondria armata domoi (Quilliam, 2003). Ανήκει σε μια ομάδα αμινοξέων που ονομάζονται νευροδιεγερτικές ουσίες επειδή παρεμβάλλονται στους νευροδιαβιβαστικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου, δρώντας ως γλουταμινικοί ανταγωνιστές (Fernández, 2003).Το αμινοξύ αυτό είναι κρυσταλλικό 17

Εισαγωγή υδατοδιαλυτό, σταθερό στη μεταβολή της θερμοκρασίας και όταν ενεθεί σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου των πειραματόζωων προκαλεί εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Παράγεται δε, από ορισμένα είδη του γένους Pseudo-nitzschia, όπως τα P.pseudodelicatissima, P.multiseries, P.australis. Εικ. 3: Χημική δομή του Δομοϊκού οξέος (Domoic acid) και των ισομερών του (Quilliam, 2003). Pic.3: Chemical structure of domoic acid and its isomers (Quilliam, 2003). Επειδή η απορρόφηση της τοξίνης γίνεται με αργό ρυθμό τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται μετά από 3 έως 5 ώρες από την κατανάλωση των μολυσμένων οστρακοειδών. Τα συμπτώματα αυτά είναι ναυτία, εμετός, κοιλιακοί σπασμοί και διάρροια. Μετά από 24 ή και 48 ώρες σε είναι δυνατόν να παρουσιαστούν και ανησυχητικά νευρολογικά συμπτώματα όπως επίμονος πονοκέφαλος, ίλιγγος, παραισθήσεις, σύγχυση, ταραχή και αποπροσανατολισμός, εξαιτίας βλαβών που προκαλούνται από την τοξίνη σε υποδοχείς του εγκεφάλου. Η κατάληξη των συμπτωμάτων αυτών είναι δυνατόν να είναι το κώμα. Σε αντίθεση με τις άλλες προαναφερθείσες δηλητηριάσεις που έχουν διάρκεια λίγες ημέρες, στην αμνησιακή από οστρακοειδή δηλητηρίαση, νευρολογικά συμπτώματα είναι δυνατόν να διατηρηθούν για μήνες ή και έτη (Fleming et al., 2002 ; Backer et al, 2003). Η θνησιμότητα ανέρχεται σε ποσοστό 3%, των περιστατικών (Ifremer, 2003). 18

Εισαγωγή Το δομοϊκό οξύ, ως υδρόφιλη ένωση που είναι συσσωρεύεται σε ολόκληρη τη σάρκα των οστρακοειδών και έχει την ιδιότητα να απορροφά ισχυρά στο υπεριώδες (242nm, Quilliam, 2003). Η ανίχνευσή του στηρίζεται στην παραπάνω ιδιότητα και περιλαμβάνει εκχύλιση με μίγμα μεθανόλης-νερού για την απομόνωση της τοξίνης και χρωματογραφικό διαχωρισμό, με την υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (High Performance Liquid Chromatography-HPLC). Η θεραπεία γίνεται με γαστρική εκκένωση και υποστηρικτικά. β.τοξίκωση από χημικούς ρυπαντές, όπως βαρέα μέταλλα, οργανοαλογόνα, πετρελαϊκούς υδρογονάνθρακες. Σε ότι αφορά την τοξικότητα των βαρέων μετάλλων από τη βρώση οστρακοειδών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνεργιστική δράση αυτών, η βιοσσυσώρευση και η επικινδυνότητα για τον καταναλωτή, που είναι δυνατόν να απορρέει από τα θαλάσσια αυτά προϊόντα. Το 1952, τα πρώτα κρούσματα της δηλητηρίασης από υδράργυρο εμφανίστηκαν στον πληθυσμό του κόλπου Minimata στην Ιαπωνία, όταν τα απόβλητα ενός εργοστασίου παραγωγής ακεταλδεΰδης που περιείχαν Hg, διοχετεύονταν ακατέργαστα στον κόλπο, με αποτέλεσμα στο σημείο που χύνονταν να βρεθούν πολύ υψηλές συγκεντρώσεις Hg. Ο υδράργυρος αυτός μέσω της τροφικής αλυσίδας (πλαγκτόν-ψάρια-άνθρωπος) συσσωρεύονταν σε πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, έως ότου εκδηλώθηκε μια αρρώστια γνωστή ως ασθένεια Minimata, με συμπτώματα σοβαρές νευρολογικές παθήσεις, σωματικές και διανοητικές βλάβες στους ενήλικες, καθώς και μεταβολές στην κανονική ανάπτυξη του εγκεφάλου των βρεφών. Τα οστρακοειδή είναι πιο επικίνδυνα από τα ψάρια, διότι συσσωρεύουν τις τοξικές ουσίες στο εδώδιμο μέρος τους σε αντίθεση με τα ψάρια που τις συσσωρεύουν κατά κύριο λόγο στους ιστούς, οι οποίοι δεν καταναλώνονται από τον άνθρωπο, όπως είναι το ήπαρ. Υπολογίζεται ότι περίπου 2.000 άτομα εμφάνισαν την ασθένεια αυτή, ενώ σημειώθηκαν και 780 θάνατοι (Eto, 1977 Κοβάτσης, 1992). Η μετάδοση στον καταναλωτή κατάλοιπων γεωργικών φαρμάκων-οργανοαλογόνωνπου είναι δυνατόν να υπάρχουν στα οστρακοειδή, όταν οι ουσίες αυτές καταλήγουν στο νερό του ενδιαιτήματός τους, μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπλοκές στην υγεία του καταναλωτή με σημαντικότερες τη διόγκωση και νέκρωση του ήπατος, τη δημιουργία νεοπλασιών, ή την παράλυση του νευρικού συστήματος. 19

Εισαγωγή Επίσης η πρόσληψη πετρελαϊκών υδρογονανθράκων μέσω της βρώσης οστρακοειδών, μπορεί να γίνει αιτία για την εμφάνιση σε αυτόν δυσάρεστων καταστάσεων, όπως τη συσσώρευσή τους στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στο σπλήνα, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της λειτουργίας του, την απορρόφησή τους από το έντερο και την είσοδό τους στην κυκλοφορία του αίματος, ενώ ενοχοποιούνται και για την πρόκληση διαφόρων μορφών καρκίνου. Η γνώση της εν δυνάμει επικινδυνότητας της Δημόσιας Υγείας, από τη βρώση οστρακοειδών, δεν αποσκοπεί στην αποφυγή της κατανάλωσης των προϊόντων αυτών, αλλά αντίθετα στην εύρεση όσο το δυνατόν καλύτερων τρόπων διαχείρισης αυτής, κάτι που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποίαν στηρίζεται η πολιτική για την ασφάλεια των παραγόμενων τροφίμων, στην προκειμένη περίπτωση των οστρακοειδών (Εuropean Commision, 2000 and 2007). Ορισμένοι εμπειρικοί τρόποι προστασίας της υγείας των καταναλωτών, όπως η αποφυγή κατανάλωσης οστρακοειδών εκείνους τους μήνες του έτους που περιέχουν το γράμμα «ρ», ή όταν έχουν αυτά κατά την αγορά τους ανοικτό κέλυφος, ή όταν αντίθετα το κέλυφος παραμείνει κλειστό μετά τη θέρμανσή τους, εξακολουθούν και σήμερα να ισχύουν. Η πολιτεία όμως στα πλαίσια της προστασίας της Δημόσιας Υγείας έχει θεσπίσει σήμερα ένα σύστημα ελέγχου της υγιεινής κατάστασης των παραγόμενων οστρακοειδών, το οποίο εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διακίνησής τους, αφού αρχίζει από τα σημεία παραγωγής ή αλιείας τους, συνεχίζεται στους χώρους μεταποίησής τους και ολοκληρώνεται στους τόπους της τελικής πώλησης αυτών, ικανοποιώντας έτσι την ισχύουσα αντίληψη για την ασφάλεια των τροφίμων, που θέλει τους ελέγχους αυτών να γίνονται «από τη φάρμα ως το τραπέζι» (Αρβανιτογιάνννης και συν. 2001). Οι δύο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται το σύστημα αυτό είναι αφενός η σύνταξη και η θέσπιση ενός νομοθετικού πλαισίου που απαρτίζεται σε εθνικό επίπεδο από Προεδρικά Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις (Κοινές και μη) καθώς και Διατάξεις, και σε Κοινοτικό επίπεδο από Αποφάσεις, Οδηγίες και Κανονισμούς, αφετέρου η ύπαρξη και ορθή λειτουργία αξιόπιστων κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών. Η σωστή εφαρμογή του συστήματος ελέγχου της υγιεινής κατάστασης των διακινούμενων οστρακοειδών, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επιθεωρείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι το 2001 η Ευρωπαϊκή αποστολή εντόπισε μια πολύ κακή κατάσταση ως προς την τήρηση των υγειονομικών όρων που διέπουν την ασφαλή διακίνηση των ζώντων δίθυρων μαλακίων και συνέστησε την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος περιοδικού ελέγχου του φυτοπλαγκτού και των θαλασσίων βιοτοξινών 20

Εισαγωγή (DG/SANCO 7022/2004). Το 2004, όταν η επιθεώρηση περιλάμβανε τρεις νομούς (Θεσσαλονίκης, Πιερίας, Αττικής-Πειραιά), επισκέψεις σε εργαστήρια, κέντρα αποστολής και αποκελύφωσης η κατάσταση παρουσιάστηκε σαφώς βελτιωμένη, αφού το σύστημα παρακολούθησης των αλιευτικών αυτών προϊόντων βρέθηκε να λειτουργεί αρκετά σωστά και να εφαρμόζεται ομοιόμορφα από τις σχετικές νομαρχίες (DG/SANCO 7022/2004). Μια γενικότερη επισκόπηση του συστήματος αυτού με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, αλλά και στοιχεία που συλλέχθηκαν από το σύνολο σχεδόν των νομών της χώρας μας στους οποίους υπάρχει μεγάλη ή μικρή οστρακοκαλλιεργητική ή οστρακοαλιευτική δραστηριότητα, επιχειρείται για πρώτη φορά, μέσω της παρούσης εργασίας. Στόχος της παρούσης εργασίας είναι η εξέταση του υφιστάμενου συστήματος ελέγχου της υγιεινής κατάστασης των οστρακοειδών στη χώρα μας, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών, ο τρόπος υλοποίησης του συστήματος αυτού από τις αρμόδιες Νομαρχιακές Υπηρεσίες, καθώς και η αναζήτηση τυχόν αδυναμιών που ενδέχεται να παρουσιάζει ακόμη και σήμερα το εν λόγω σύστημα. 21

Υλικά και μέθοδοι 3. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Η επισκόπηση του εφαρμοζόμενου στη χώρα μας συστήματος ελέγχου της υγιεινής κατάστασης των εμπορεύσιμων οστρακοειδών (δίθυρων μαλακίων και γαστεροπόδων), που είναι το θέμα της παρούσης εργασίας κατέστη δυνατή κατόπιν συλλογής υλικού που αποτελείται από: α) τα Νομοθετικού και Διοικητικού περιεχομένου κείμενα που εκδόθηκαν τόσο από την Ελληνική Πολιτεία όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την προστασία της Δημόσιας Υγείας από τη βρώση των οστρακοειδών, κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία (1967-2006), τα οποία παρατίθενται στο Παράρτημα της παρούσης εργασίας και β) τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από το σύνολο σχεδόν των περιοχών της χώρας μας, όπου υφίσταται αλιευτική, ή/και καλλιεργητική δραστηριότητα των οστρακοειδών, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2006 έως και το τέλος Μαΐου του 2007. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν: στη δυναμικότητα και στα είδη των παραγομένων ζώντων δίθυρων μαλακίων στην προέλευση τους (οστρακοκαλλιέργεια ή/και οστρακοαλιεία) στο εφαρμοζόμενο σύστημα καλλιέργειας (πλωτό ή πασσαλωτό) στη διάρκεια λειτουργίας των ζωνών παραγωγής, (καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, ή μόνο σε ορισμένες χρονικές περιόδους) σε Νομαρχιακές Αποφάσεις βάση των οποίων ξεκίνησε η λειτουργία των ζωνών στον τρόπο διακίνησης των οστρακοειδών, (μετάβασή τους σε Κέντρα Αποστολής, ή όχι) στη μορφή με την οποία διακινούνται τα οστρακοειδή (μεταποιημένα ή μη) και τέλος στα τελικά σημεία που καταναλώνονται αυτά τα προϊόντα θαλάσσης, (τοπική κατανάλωση ή εξαγωγή). Για τη συλλογή των πληροφοριών αυτών συνεργαστήκαμε με τις κατά τόπους αρμόδιες Υπηρεσίες, δηλαδή τις Δ/νσεις Κτηνιατρικής εκείνων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, των νομών που παρουσιάζουν αλιευτική, ή/και καλλιεργητική δραστηριότητα των οστρακοειδών, οι οποίες με αλφαβητική σειρά είναι: Αττικής(Δυτικής), Έβρου, Ημαθίας, Θεσπρωτίας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Πιερίας, Ροδόπης, Σερρών, Φθιώτιδας και Χαλκιδικής (Εικ.4). 22

Υλικά και μέθοδοι 4 3 2 1 7 8 5 6 9 10 11 Καλλιέργειες Φυσικοί πληθυσμοί Εικ. 4: Απεικόνιση των κυριότερων οστρακοκαλλιεργητικών / οστρακοαλιευτικών περιοχών της Ελλάδας (ΥΠ.Α.Α.Τ., 2005). Νομοί συλλογής στοιχείων: 1: Νομός Έβρου, 2: Νομός Ροδόπης, 3: Νομός Καβάλας, 4: Νομός Σερρών, 5: Νομός Θεσσαλονίκης, 6: Νομός Χαλκιδικής, 7: Νομός Ημαθίας, 8: Νομός Πιερίας, 9: Νομός Θεσπρωτίας, 10: Νομός Φθιώτιδα, 11: Νομός Δ. Αττικής. Pic. 4: Depiction of the main regions in Greece, where shellfish are cultivated or fished. (Ministry of Rural Development and Food, 2005) Prefectures where data was collected: 1. Evros, 2. Rodopi, 3. Kavala, 4. Serres, 5.Thessaloniki 6. Chalkidiki, 7. Imathia, 8. Pieria, 9.Thesprotia, 10. Fthiotida, 11. West Attiki. 23

4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 4.1. Νομοθεσία Εξετάζοντας την εξέλιξη των οστρακοκαλλιεργειών στη χώρα μας και της σχετικής ως προς τον έλεγχο της υγιεινής κατάστασης τους, νομοθεσίας, προέκυψε ότι μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη χώρα μας τα οστρακοειδή (ως επί το πλείστον μύδια) συλλέγονταν σε ελάχιστες ποσότητες κυρίως από πληθυσμούς φυσικών αποθεμάτων, χωρίς να γίνεται καλλιέργεια αυτών αλλά και χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για την υγιεινή τους κατάσταση. Τα οστρακοειδή που συλλέγονταν με αυτόν τον τρόπο κάλυπταν κυρίως ατομικές ανάγκες των αλιέων. Το πρώτο, περισσότερο διοικητικού περιεχομένου κείμενο, για τη διακίνηση των οστρακοειδών αποτελεί η Υγειονομική Διάταξη Γ1γ/6000/17-05-1967 (Παράρτημα, σελ.1) περί «όρων υγιεινής, αλιείας και διαθέσεως οστρακοειδών και εχινοδέρμων», υπεύθυνα όργανα για την εκτέλεση της οποίας ορίζονται τα κρατικά Υγειονομικά και Αστυνομικά. Τα άρθρα της Υγειονομικής Διατάξεως (Υ.Δ.) αυτής αναφέρονται σε όλα τα επιμέρους στάδια που μεσολαβούν από την αλιεία των οστρακοειδών, έως την τελική κατανάλωσή τους. Αρχικά ως «οστρακοειδή» θεωρούνται αρκετά θαλάσσια είδη Γαστερόποδων και Ελασματοβραγχίων (Μαλάκια), τα οποία αλιεύονται ή/και καλλιεργούνται σε θαλάσσια και υφάλμυρα νερά, όπως για παράδειγμα μύδια, στρείδια, κυδώνια, χτένια, αχιβάδες, χάβαρα, πεταλίδες κ.α. Τα νερά που αποτελούν τα ενδιαιτήματα όλων αυτών των αλιευόμενων οστρακοειδών, για τα οποία έως τότε δεν υπήρχε καμία ποιοτική διάκριση, με την παρούσα Υγειονομική Διάταξη διαχωρίζεται πλέον σε τρεις κατηγορίες, βάση του αριθμού των κολοβακτηριδίων που υπάρχουν σε αυτά. Έτσι διακρίνονται α) τα κατάλληλα ή αμόλυντα νερά όταν περιέχουν 0-70 κολοβακτηρίδια ανά 100 ml, β) τα μετρίως μολυσμένα, όταν ο αριθμός των κολοβακτηριδίων είναι 71-700 ανά 100 ml και γ) τα ακατάλληλα ή λίαν μολυσμένα, όταν ο αριθμός των κολοβακτηριδίων υπερβαίνει τα 701 ανά 100 ml. Στην τελευταία κατηγορία κατετάγησαν τα νερά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από 2 ναυτικά μίλια από τα λιμάνια, ή στα στόμια εκβολής ποταμών στους οποίους χύνονται υπόνομοι ή απόβλητα εργοστασίων, αλλά και τα νερά στα οποία επιτρέπεται η ομαδική κολύμβηση. Ως κολοβακτηρίδια, χαρακτηρίζονται αρνητικά κατά Gram βακτηρίδια, τα οποία υπάρχουν κυρίως ως φυσιολογική μικροβιολογική χλωρίδα στο έντερο του ανθρώπου, δίχως να προκαλούν καμία διαταραχή της υγείας του, αλλά είναι 24