Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 76/2009 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με διάκριση λόγω ηλικίας στους όρους απασχόλησης των σχολικών τροχονόμων Λεμεσού 1. Η κ Ε. Μ., με επιστολή της ημερομηνίας 9 Οκτωβρίου, μου υπέβαλε καταγγελία εναντίον του Δήμου Λεμεσού, αναφορικά με διάκριση λόγω ηλικίας στους όρους απασχόλησης των σχολικών τροχονόμων. Η κ Μ. έθεσε υπόψη μου ότι ασκεί τα καθήκοντα του σχολικού τροχονόμου στο Δήμο Λεμεσού τα τελευταία 16 χρόνια, χωρίς να της γίνει οποιαδήποτε παρατήρηση σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων της είτε από τον άμεσα προϊστάμενο της, που είναι ο υπεύθυνος των σχολικών τροχονόμων, είτε από τους εμπλεκόμενους φορείς που είναι οι Δημοτικές αρχές, η Σχολική Εφορεία και η Αστυνομία. Η καταγγέλλουσα με ενημέρωσε, επίσης, ότι σχετικά πρόσφατα της ανακοινώθηκε ότι ο Δήμαρχος Λεμεσού αποφάσισε τη διακοπή της απασχόλησης των σχολικών τροχονόμων που θα συμπληρώνουν το 60 έτος της ηλικίας τους και τους ζητήθηκε να υπογράψουν σχετικό έγγραφο, αντίγραφο του οποίου, όμως, δεν τους δόθηκε. Σημειώνεται ότι η κ Μ. είναι σήμερα 59 ετών. 2. Το θέμα της ανάθεσης ελέγχου της τροχαίας κίνησης στους Δήμους ρυθμίζεται με τους περί Δήμων Νόμους του 1985 έως (Αρ. 2) του 2009 (στο εξής «ο Νόμος»). Δυνάμει του άρθρου 88(1)(η) το συμβούλιο οποιουδήποτε δήμου με τη συναίνεση του Αρχηγού Αστυνομίας έχει εξουσία να ρυθμίζει και να ελέγχει την τροχαία κίνηση εντός των δημοτικών του ορίων, με δημοτικούς κανονισμούς, οι οποίοι εκδίδονται με την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, η δε εξουσία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την εξουσία «να προβαίνει εις τας αναγκαίας διευθετήσεις δια περιπολίας και ρύθμισιν της τροχαίας κατά την διασταύρωσιν των οδών υπό μαθητών μέσω των διαβάσεων πεζών καθ οδόν προς και από το σχολείον των και να εξουσιοδοτή κατάλληλα πρόσωπα φέροντα ορισθησομένην υπό του Υπουργού στολήν, ίνα δια της επιδείξεως σήματος ορισθησομένου υπό του συμβουλίου, υποχρεώση παν πρόσωπον το οποίον οδηγεί ή προωθεί όχημα προσεγγίζον διακίνησιν μαθητών μέσω της διαβάσεως πεζών όπως σταματήση το όχημα τούτο, και γενικώς να ρυθμίζει παν θέμα σχετιζόμενον προς διασταύρωση οδών από μαθητές.» 2.1. Στο εδάφιο (2)(α) του άρθρου 88 ορίζεται ότι το συμβούλιο δύναται, αφού συμβουλευθεί σχετικώς τον Αρχηγό Αστυνομίας, να διορίζει ικανά και κατάλληλα πρόσωπα ως τροχονόμους και υπό όρους που ορίζονται από το συμβούλιο. Στο ίδιο εδάφιο ορίζεται, επίσης, ότι οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν τους δημοτικούς υπαλλήλους, περιλαμβανομένων και των περί πειθαρχίας και απολύσεως, εφαρμόζονται και επί των τροχονόμων. Και μια τέτοια διάταξη που αφορά τους δημοτικούς υπαλλήλους και έχει εφαρμογή και επί των τροχονόμων
2 είναι αυτή του άρθρου 54(4Α), σύμφωνα με την οποία η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δημοτικού υπαλλήλου, που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1 η Ιουλίου 2008, είναι η ηλικία των εξήντα τριών ετών. 2.2. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(2) των περί Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του Δήμου Λεμεσού του 2000 1 το Συμβούλιο μπορεί με τη συμβουλή του Αρχηγού Αστυνομίας, να διορίζει ικανά και κατάλληλα πρόσωπα ως ειδικούς τροχονόμους, με όρους τους οποίους το Συμβούλιο θα καθορίζει και να εξουσιοδοτεί κατάλληλα πρόσωπα για να ρυθμίζουν την τροχαία κίνηση κατά τη διασταύρωση των δρόμων από μαθητές πάνω σε οποιαδήποτε διάβαση μαθητών ή πεζών. Στην παράγραφο (3) του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι ο ειδικός τροχονόμος ή το εξουσιοδοτημένο από το Συμβούλιο πρόσωπο που ρυθμίζει την τροχαία κίνηση κοντά στις διαβάσεις μαθητών ή πεζών, θα επιδεικνύει ειδικό σήμα για να υποχρεώνει κάθε πρόσωπο που οδηγεί ή προωθεί όχημα του που προσεγγίζει διάβαση μαθητών ή πεζών, να σταματήσει το όχημα του μέχρις ότου οι μαθητές διασταυρώσουν το δρόμο και βγουν από τη διάβαση. 3. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας η κ Μ. άρχισε να εργάζεται ως σχολική τροχονόμος το 1995, και έτυχε σχετικής εκπαίδευσης από την Αστυνομία Λεμεσού. Αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο επιστολής του τότε Αρχηγού Αστυνομίας 2 με την οποία ενημέρωσε το Δήμο Λεμεσού ότι έδιδε τη συναίνεση του για το διορισμό πέντε σχολικών τροχονόμων, μεταξύ των οποίων και της κ Μ.. 3.1. Για σειρά ετών η επιλογή των σχολικών τροχονόμων και η ανάθεση των καθηκόντων τους γινόταν άτυπα, χωρίς δηλαδή τη συνομολόγηση οποιασδήποτε γραπτής σύμβασης που να διευκρινίζει τόσο το καθεστώς της εργασίας τους όσο και τους όρους που τη διέπουν. Η επιλογή, εν πάση περιπτώσει, των σχολικών τροχονόμων γινόταν από το Δήμο Λεμεσού, σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Σχολικών Τροχονόμων, και με τη συναίνεση του Αρχηγού Αστυνομίας, οι δε επιλεγείσες εκπαιδεύονταν από την Αστυνομία. Το καθεστώς απασχόλησης των σχολικών τροχονόμων είναι ιδιόμορφο. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας οι σχολικοί τροχονόμοι Λεμεσού δεν υπάγονται στο μόνιμο προσωπικό του Δήμου Λεμεσού, υπόκεινται στην εποπτεία του Αρχηγού Αστυνομίας 3, η δε απασχόληση τους μπορεί να περιγραφεί ως μερική απασχόληση (οκτώ ώρες τη βδομάδα) με τη μορφή μιας άτυπης ανάθεσης ή αγοράς υπηρεσιών. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχει παροχή εργασίας έναντι αμοιβής. Ο Δήμος Λεμεσού συνεισφέρει το ½ 1 Κ.Δ.Π. 260/2000. 2 Επιστολή ημερομηνίας 2 Μαΐου 1995, με αρ. φακ.: 218/1(α). 3 Δυνάμει του άρθρου 88(2)(ε) των περί Δήμων Νόμων του 1985 έως (Αρ.2) του 2009, ο Αρχηγός Αστυνομίας έχει εξουσία να ασκεί εκ μέρους του Συμβουλίου εποπτεία επί των τροχονόμων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3 αυτής της αμοιβής και το υπόλοιπο ½ καταβάλλεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. 3.2. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας μου, τον Ιούλιο του 2007 4, η Διαχειριστική Επιτροπή του Δήμου Λεμεσού ασχολήθηκε με το θέμα μη ύπαρξης οποιασδήποτε γραπτής συμφωνίας μεταξύ Δήμου και σχολικών τροχονόμων και αποφάσισε να αναθέσει στο νομικό σύμβουλο του Δήμου να ετοιμάσει εισήγηση για τη ρύθμιση του. Στα πλαίσια αυτά ετοιμάσθηκε έγγραφο με τους ουσιώδεις όρους που θα διέπουν την παροχή της υπηρεσίας των σχολικών τροχονόμων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμφωνία Παραχώρησης Εξουσιοδότησης Βάσει του Περί Δήμων Νόμου και Δημοτικών Κανονισμών Τροχαίας». Σημειώνω ότι η κ Μ., όπως και οι υπόλοιπες σχολικοί τροχονόμοι, υπέγραψε το υπό αναφορά έγγραφο στις 17 Μαρτίου 2008. 3.3. Στην παράγραφο 4(β) του πιο πάνω αναφερόμενου εγγράφου καθορίζεται ότι «η περίοδος ισχύος της εξουσιοδότησης (του σχολικού τροχονόμου) είναι η περίοδος έναρξης και λήξης της σχολικής περιόδου 2007-2008, δηλ. 1 η Σεπτεμβρίου 2007 μέχρι 30 Ιουνίου 2008. Η περίοδος της εξουσιοδότησης θα ανανεώνεται και θα ισχύει για κάθε επόμενη σχολική περίοδο μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα χρόνων του εξουσιοδοτημένου προσώπου εφόσον δεν τερματίζεται όπως αναφέρεται πιο κάτω.» Και πιο κάτω, στην παράγραφο 6, καθορίζεται ότι «η εξουσιοδότηση τερματίζεται αυτόματα και παύει να ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) Λόγω ανάκλησης ή ακύρωσης της συναίνεσης του Αρχηγού Αστυνομίας. (β) Όταν το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο συμπληρώσει ηλικία εξήντα ετών.» 3.4. Με τη γραπτή τοποθέτηση του 5 ο Δήμος Λεμεσού με ενημέρωσε ότι, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τέθηκε το όριο των 60 ετών στην εξουσιοδότηση των σχολικών τροχονόμων είναι γιατί η συγκεκριμένη υπηρεσία έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια των παιδιών που διασταυρώνουν το δρόμο και απαιτείται άριστη σωματική κατάσταση και άριστα αντανακλαστικά, τα οποία, κατά τεκμήριο, εξασθενούν με την ηλικία. Με ενημέρωσε ότι λήφθηκε, επίσης, υπόψη, το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλος κατάλογος ενδιαφερομένων και θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα και για άλλα πρόσωπα να απασχοληθούν στον τομέα αυτό. 3.5. Ενόψει των πιο πάνω ρυθμίσεων, ο Δήμος Λεμεσού διορίζει και εξουσιοδοτεί δύο κατηγοριών τροχονόμους ως εξής: Δυνάμει του άρθρου 88(2)(α) του περί Δήμων Νόμου, διορίζει δημοτικούς τροχονόμους για τη ρύθμιση γενικά της τροχαίας κίνησης. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 22 άτομα, είναι όλοι άνδρες και αφυπηρετούν υποχρεωτικά, όπως και οι δημοτικοί υπάλληλοι, στην ηλικία των εξήντα τριών ετών. 4 Πρακτικά 7 ης συνεδρίας της Διαχειριστικής Επιτροπής, ημερομηνίας 19.7.2007. 5 Επιστολή της Δημοτικού Γραμματέως, ημερομηνίας 2 Νοεμβρίου 2009, αρ. φακ.: 7.14.02.
4 Δυνάμει του άρθρου 88(1)(η) του ίδιου νόμου, εξουσιοδοτεί σχολικούς τροχονόμους για τη ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έξω από τα σχολεία. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 41 άτομα, τα οποία είναι όλα γυναίκες, η δε εξουσιοδότηση τους παύει να ισχύει στην ηλικία των εξήντα ετών. 4. Το γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας έθεσε ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004 6, σε εναρμόνιση με τις οδηγίες 2000/78/ΕΚ 7 και 2000/43/ΕΚ 8. Δυνάμει του άρθρου 4(γ), το πεδίο εφαρμογής του υπό αναφορά νόμου εκτίνεται στις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν τις απολύσεις και τις αμοιβές. Εργαζόμενος, κατά την έννοια αυτού του νόμου είναι κάθε πρόσωπο που εργάζεται ή μαθητεύει με πλήρη ή μερική απασχόληση, για ορισμένο ή αόριστο, συνεχή ή μη χρόνο, ασχέτως του τόπου απασχόλησης (άρθρο 2). 4.1. Δυνάμει του άρθρου 6, απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, στην απασχόληση. Στο άρθρο 8 καθορίζονται οι υπό προϋποθέσεις επιτρεπτές αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από ηλικία. Συγκεκριμένα, στο εδάφιο (1) του άρθρου 8 ορίζεται ότι, η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους που αφορούν την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης των στόχων αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο εδάφιο (2), του ίδιου άρθρου, συγκεκριμενοποιείται ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: Την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση. 6 Ν.58(Ι)/2004 ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Ν.50(Ι)/2007. 7 Για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. 8 Περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
5 4.2. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) εξετάζοντας σχετικές υποθέσεις έδωσε κατευθυντήριες γραμμές για την απαιτούμενη επαλήθευση της αιτιολόγησης του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8(1) του εθνικού νόμου). Στην υπόθεση Mangold 9 ένας γερμανικός νόμος επέτρεπε να προσλαμβάνονται οι εργαζόμενοι άνω των 52 ετών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με σκοπό την ενθάρρυνση των εργοδοτών να προβαίνουν σε προσλήψεις. Το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι ο στόχος της αύξησης της απασχολησιμότητας των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων ήταν θεμιτός, αλλά ότι το μέτρο δεν τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας, αφού είχε πολύ ευρύ πεδίο και ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλον τρόπο που δεν θα δημιουργούσε διακρίσεις. Στην υπόθεση Palacios 10 το ΔΕΚ έκρινε ότι οι ρυθμίσεις για την ηλικία δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογούνται ρητά για να είναι έγκυρες, αλλά ότι το υπό εξέταση μέτρο έπρεπε να είναι αντικειμενικό και να δικαιολογείται εύλογα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από θεμιτό στόχο που συνδέεται με την πολιτική απασχόλησης και την αγορά εργασίας. Σε επόμενη, και πολύ πιο πρόσφατη, απόφαση του το ΔΕΚ 11 διευκρινίζει ότι, οι στόχοι που μπορούν να θεωρηθούν ως θεμιτοί κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και, κατά συνέπεια, ως ικανοί να δικαιολογήσουν μια παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που στηρίζονται στην ηλικία, είναι στόχοι κοινωνικής πολιτικής, όπως εκείνοι που συνδέονται με την πολιτική απασχολήσεως, την αγορά εργασίας ή την επαγγελματική κατάρτιση. 5. Συνοψίζοντας, επαναλαμβάνω ότι η οδηγία 2000/78/ΕΚ απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ηλικία στον τομέα της απασχόλησης. Όλως εξαιρετικώς, προβλέπει ότι ορισμένες περιπτώσεις διαφορετικής μεταχείρισης που στηρίζονται στην ηλικία δεν αποτελούν δυσμενή διάκριση όταν δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά από θεμιτούς στόχους, όπως είναι οι συνδεόμενοι με την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής κατάρτισης. Επιπλέον, τα μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. 5.1. Από το Δήμο Λεμεσού υποστηρίχθηκε ότι, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τέθηκε το όριο των 60 ετών στην εξουσιοδότηση των σχολικών τροχονόμων είναι γιατί η συγκεκριμένη υπηρεσία έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια των παιδιών που διασταυρώνουν το δρόμο και απαιτείται άριστη σωματική κατάσταση και άριστα αντανακλαστικά, τα οποία, κατά τεκμήριο, εξασθενούν με την ηλικία. Σαφώς η ασφάλεια των μαθητών που διασταυρώνουν το δρόμο είναι ένας θεμιτός στόχος. Η επιλογή ωστόσο του κριτηρίου ανώτατου ορίου ηλικίας των 9 C-144/04, απόφαση ημερ. 22.11.2005. 10 C-411/05, απόφαση ημερ. 16.10.2007. 11 Απόφαση ημερομηνίας 5.3.2009, στην υπόθεση C-388/07, η οποία αφορούσε την αμφισβήτηση της νομιμότητας διάταξης βρετανικού νόμου, με βάση την οποία, οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν τη συνήθη ηλικία συνταξιοδότησης που καθορίζει ο εργοδότης ή την ηλικία των 65 ετών, μπορούν να απολύονται χωρίς τούτο να μπορεί να θεωρηθεί ως δυσμενής διάκριση.
6 σχολικών τροχονόμων ως μέτρο επίτευξης αυτού του στόχου δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε αναγκαίο. Αναντίλεκτα η φυσική κατάσταση και τα αντανακλαστικά οποιουδήποτε ατόμου εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου, χωρίς αυτό, όμως. να σημαίνει ότι κάθε άτομο ηλικίας 60 ετών δεν είναι σε φυσική κατάσταση τέτοια που να του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντα σχολικού τροχονόμου ή ότι η φυσική κατάσταση κάθε ατόμου ηλικίας κάτω των 60 ετών είναι τέτοια που να του επιτρέπει να εργάζεται ως σχολικός τροχονόμος. Μια τέτοια θέση στηρίζεται σε μια γενική και αόριστη υπόθεση, ιδιαίτερα επιζήμια για εκείνα τα άτομα της ηλικιακής ομάδας των 60 ετών και άνω, τα οποία από πλευράς υγείας και φυσικής κατάστασης είναι ικανά να εκτελέσουν τα καθήκοντα του σχολικού τροχονόμου. 5.2. Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό η θέση μου είναι ότι η επίτευξη του στόχου της ασφάλειας των μαθητών που διασταυρώνουν το δρόμο μπορεί να επιτευχθεί με προσφορότερο μέτρο, το οποίο δεν θα εισάγει διάκριση λόγω ηλικίας, και κυρίως, θα στηρίζεται σε επιστημονικά και επιβεβαιωμένα δεδομένα αντί σε μια γενική και αόριστη πιθανολόγηση. Τέτοιο μέτρο μπορεί να αποτελέσει, για παράδειγμα, η υποχρεωτική υποβολή των σχολικών τροχονόμων σε ιατρικές εξετάσεις για την εξακρίβωση της φυσικής τους κατάστασης κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα. 5.3. Από το Δήμο Λεμεσού υποστηρίχθηκε, επιπρόσθετα, ότι η απόφαση να τεθεί ανώτατο όριο ηλικίας στην απασχόληση των σχολικών τροχονόμων στηρίχθηκε και στο γεγονός ότι υπάρχει μεγάλος κατάλογος ενδιαφερομένων και θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα και σε άλλα άτομα να απασχοληθούν στον τομέα αυτό. Σημειώνω ότι την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, όσον αφορά ειδικότερα την απασχόληση των ανέργων, δεν την χαράσσουν οι εργοδότες (εν προκειμένω ο Δήμος) αλλά οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς. Το μέτρο της μη απασχόλησης σχολικών τροχονόμων μετά την ηλικία των 60 ετών για σκοπούς απασχόλησης άλλων ανέργων/ενδιαφερομένων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαιολογημένη απόκλιση από την αρχή της μη διάκρισης εφόσον συνάδει με την εθνική πολιτική δημιουργίας θέσεων για τους άνεργους. 5.4. Με βάση το σύνολο των πιο πάνω έχω καταλήξει στη θέση ότι το ανώτατο όριο ηλικίας των 60 ετών, που αποφασίσθηκε να τεθεί ως ηλικιακό όριο μη περεταίρω ανανέωσης της εξουσιοδότησης των σχολικών τροχονόμων, αποτελεί διάκριση λόγω ηλικίας κατά παράβαση του άρθρου 6 του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου. Επειδή, σε αναφορά με το συμπέρασμα αυτό προτίθεμαι να προβώ σε σύσταση προς το Δήμο Λεμεσού, και επειδή δυνάμει του άρθρου 22 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις, τόσο με το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία όσο και με το πρόσωπο εναντίον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία,
7 διαβιβάζω μαζί με την Έκθεση μου και Πρόσκληση για διαβουλεύσεις, με αναφορά στο περιεχόμενο της σύστασης στην οποία προτίθεμαι να προβώ. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 11 Μαρτίου 2010 ΕΣ/