ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΖΩΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ ΙΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΡΩΚΤΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΗΤΣΑΙΝΑΣ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΠΑΤΡΑ, 2014
Οι εργαστηριακές σημειώσεις περιγράφουν τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την ανατομία του τρωκτικού (οικιακού ποντικού) που έχετε στη διάθεσή σας. Για τη καθοδήγησή σας, σημειώνονται με αρίθμηση και έντονα κόκκινα γράμματα, τα διαδοχικά βήματα της ανατομίας, τα οποία θα υλοποιήσετε και με θαυμαστικά σημειώνονται τα στάδια εκείνα, κατά τα οποία θα πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεχτικοί ως προς τον χειρισμό των ανατομικών εργαλείων, για να μην προκληθούν ζημιές σε όργανα του ζώου που θα δυσχεράνουν την περαιτέρω πορεία την άσκησης και την από μέρους σας παρατήρηση. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ Α. Συστηματική κατάταξη Φύλο: Χορδωτά Υπόφυλο: Σπονδυλόζωα (Κρανιωτά) Υπερομοταξία: Γναθόστομα Ομοταξία: Θηλαστικά Τάξη: Τρωκτικά Οικογένεια: Muridae Υποοικογένεια:Murinae Είδος: Mus musculus Υποείδος: Mus musculus domesticus Κοινή ονομασία: Οικιακός ποντικός Β. Εξάπλωση στον Ελληνικό Χώρο. Το υποείδος Mus musculus domesticus χαρακτηρίζεται από πανελλαδική εξάπλωση. Γ. Λοιπά στοιχεία: Το υποείδος αυτό αποτελεί τον οικιακό ποντικό της δυτικής Ευρώπης. Το μήκος του κεφαλοκορμού είναι μικρότερο από το μήκος της ουράς, γεγονός που χαρακτηρίζει τα οικοδίαιτα (commensall) taxa του γένους Mus. Σε αντίθεση, τα αγροδίαιτα (feral) taxa (π.χ. το Mus macedonicus) φέρουν μικρότερη ουρά από τον κεφαλοκορμό. Το υποείδος αποτελεί την πρωταρχική δεξαμενή εργαστηριακών σειρών ποντικών που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα, όπως και αυτά που χρησιμοποιούνται στην άσκηση ανατομίας. Αποτελεί ένα μικρόσωμο, ευέλικτο, νυκτόβιο τρωκτικό με ιδιαίτερες αλτικές, αναρριχητικές και κολυμβητικές ικανότητες. Ο συνήθης χρωματισμός του τριχώματος είναι γκρι-καφέ, αν και στις εργαστηριακές σειρές μπορεί να κυμαίνεται από πλήρως μαύρος έως ολόκλευκος. Χρησιμοποιεί κυρίως οσφρητικά και ακουστικά ερεθίσματα για την επικοινωνία. Σχηματίζει τόσο οικοδίαιτους πληθυσμούς (κοντά στον άνθρωπο), όσο και αγροδίαιτους. Διατροφικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παμφάγος και οι πληθυσμοί του δείχνουν μια ισχυρή οργάνωση σε ολιγομελείς ομάδες, τους δήμους (demes) με αυστηρή κοινωνική κυριαρχία. Σε σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες, μπορούν να αναπαράγονται καθ όλη τη διάρκεια του έτους και η κύηση διαρκεί 20-24 ημέρες. Ο μέσος όρος ατόμων ανά τοκετό ανέρχεται σε 5-8. Ο μέσος όρος ζωής σε αιχμαλωσία μπορεί να ξεπεράσει τους 30 μήνες, εντούτοις στη φύση είναι σημαντικά μικρότερος, λόγω των πολλών κινδύνων που αντιμετωπίζει και των περιβαλλοντικών διακυμάνσεων.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΚΟΥ 1. Πριν προχωρήσουμε με την ανατομία του ποντικού, θα ασχοληθούμε με την μελέτη της εξωτερικής μορφολογίας το ζώου, εστιάζοντας και στα χαρακτηριστικά εκείνα που διαχωρίζουν τα δύο φύλα. Αρχικά τοποθετούμε το ζώο σε ύπτια θέση και παρατηρούμε τη γενική μορφή του σώματο. Διακρίνουμε την κεφαλή και τον κορμό (κεφαλοκορμός), τα (άνω και κάτω) άκρα και την μακριά ουρά. Η επιφάνεια του σώματος καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα. Τα άκρα φέρουν δάκτυλα (4 στα πρόσθια άκρα και 5 στα οπίσθια), τα οποία καταλήγουν σε νύχια. Το πέλμα των άκρων φέρει χαρακτηριστικούς τύλους (Εικ. 1, 4). Εστιάζοντας στην πλευρική περιοχή της κεφαλής (Εικ. 2), διακρίνεται με ευκολία το ευμέγεθες πτερύγιο του έξω αυτιού με τον ακουστικό πόρο, ο οφθαλμός με τα κινητά βλέφαρα και τις βλεφαρίδες και οι μεγάλοι απτικοί μύστακες Εικ. 1 (αριστερά): Γενική όψη της κοιλιακής όψης του σώματος του ποντικού. Εικ. 2 (δεξιά): Πλευρική όψη της κεφαλής (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Εξετάζοντας την κεφαλή κοιλιακά, διακρίνεται το οξύληκτο ρύγχος, τα εξωτερικά ρινικά ανοίγματα στο άκρο του (έξω ρώθωνες), η άνω γνάθος και η κινητική κάτω γνάθος που φέρουν σαρκώδη χείλη. Στην κάτω γνάθο παρατηρούμε την μυώδη γλώσσα. Ιδιαίτερα ευδιάκριτοι είναι οι άνω και κάτω κοπτήρες με την χαρακτηριστική διχρωμία μεταξύ της σκουρόχρωμης (πορτοκαλί), εξωτερικής τους επιφάνειας, ως αποτέλεσμα της εναπόθεσης της αδαμαντίνης και της ανοιχτόχρωμης (λευκόχρωμης) εσωτερικής τους επιφάνειας που οφείλεται στην οδοντίνη. Παρατηρώντας τους κοπτήρες από πλάγια, διακρίνεται μία εγκοπή στο άκρο τους που τους καταστεί πιο μυτερούς και είναι αποτέλεσμα της ανομοιόμορφης φθοράς της σκληρότερης αδαμαντίνης σε σχέση με την λιγότερο ανθεκτική οδοντίνη (Εικ. 3).
Εικ. 3: Κοιλιακή όψη της κεφαλής του ποντικού (Φωτ:. Γ. Μήτσαινας). ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟ- ΧΗΣ Αρσενικό άτομο. Εστιάζουμε στην κοιλιακή όψη του οπίσθιου άκρου του σώματος και παρατηρούμε στη βάση της ουράς την έδρα μπροστά από αυτή το διογκωμένο όσχεο που περιβάλλει τους όρχεις. Μπροστά από το όσχεο συναντάμε το άκρο της πόσθης (δερματική πτυχή που περιβάλλει το πέος) που ονομάζεται ακροποσθία. Από το σημείο αυτό εξέρχεται το πέος, όταν βρίσκεται σε στύση (Εικ. 4). Θηλυκό άτομο. Σε παρόμοια θέση με του αρσενικού ατόμου διακρίνουμε την έδρα και μπροστά από αυτή το άνοιγμα του κόλπου, ουρήθρας και την κλειτορίδα (Χρησιμοποιείστε στερεοσκόπιο για να τα διακρίνετε!) (Εικ. 5). Στην περίπτωση που το θηλυκό κυοφορεί ή θηλάζει, εντοπίζονται εύκολα οι θηλές οι οποίες αποτελούνται από 5 ζεύγη: 3 στην θωρακική περιοχή και 2 στη βουβωνική. Εικ. 4:Εξωτερική όψη της ουρογεννητικής περιοχής του ποντικού. Α: αρσενικό άτομο. Β: θηλυκό άτομο (Φωτ:. Γ. Μήτσαινας). ΕΝΑΡΞΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ (πρώτα στάδια ίδια με του βατράχου): 2. Τοποθετούμε τον ποντικό σε ύπτια θέση, τεντώνουμε τα άκρα και τα καρφιτσώνουμε (ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ τα όσα ισχύουν για το πώς τοποθετούνται οι καρφίτσες!).
3. Ανασηκώνουμε με τη λαβίδα το δέρμα κεντρικά, στο ύψος του οπίσθιου άκρου το κορμού και κάνουμε με το μικρό ψαλίδι μία μικρή, κάθετη τομή, ώστε να μπορεί το ένα άκρο της λαβίδας να εισχωρήσει κάτω από το δέρμα. Με το άκρο της λαβίδας πάντα στο εσωτερικό του δέρματος ως οδηγό, εισάγουμε το ένα άκρο του ψαλιδιού και ανασηκώνοντας το δέρμα με τη λαβίδα, κόβουμε, μετακινώντας και τα δύο εργαλεία μέχρι και το πρόσθιο άκρο του σώματος. Με τον ίδιο τρόπο (κοιλιακά και κατά μήκος) κόβουμε το δέρμα του βραχίονα και του μηρού, αντιστοίχως. 4. Αποκολλούμε με προσοχή το δέρμα από το σώμα και τα άκρα, το τεντώνουμε και το καρφιτσώνουμε (Εικ. 5Α-Γ). Εικ. 5Α-Γ: Αρχικά στάδια ανατομίας. 1,2: βουβωνικοί λεμφαδένες (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Παρατηρούμε τα κάτωθι: Α) Το ισχυρό μυϊκό σύστημα των άκρων σε αντιδιαστολή με τη λεπτή μυϊκή επένδυση της περιτοναϊκής κοιλότητας. Β) Την πλούσια αγγείωση του δέρματος και την εναπόθεση λίπους στον υποδόριο ιστό. Γ) Τους δύο ωοειδείς βουβωνικούς λεμφαδένες (Εικ. 5Γ) και τους δύο ωοειδείς μασχαλιαίους λεμφαδένες (Εικ. 6). Ανάλογα με τον οργανισμό, τις ανοσολογικές αποκρίσεις που τον χαρακτηρίζουν και την ηλικία, το μέγεθος των λεμφαδένων μπορεί να ποικίλει και σε μερικές περιπτώσεις αυτοί να είναι δυσδιάκριτοι. Εστιάζοντας στην αυχενική περιοχή, συναντούμε ένα σύμπλεγμα σιελογόνων αδένων και αυχενικών λεμφαδένων (Εικ. 6,7). Συγκεκριμένα, εντοπίζουμε τους ευμεγέθεις υπογνάθιους σιελογόνους αδένες, τους μικρότερους και καθήμενους επί αυτών υπογλώσσιους και τους πλευρικά τοποθετημένους παρώτιους σιελογόνους αδένες. Οι σιελογόνοι αδένες είναι χρώματος ροζ και η δομή τους είναι χαλαρή. Οι αυχενικοί λεμφαδένες είναι τέσσερις και εντοπίζονται επί των σιελογόνων αδένων σε μορφή δακτυλίου. Ξεχωρίζουν εύκολα, καθώς είναι ωοειδείς, συμπαγούς δομής και υποκίτρινοι. Ανασηκώνοντας τους υπογνάθιους, διακρίνονται οι έξω σφαγίτιδες φλέβες.
Εικ. 6: Λεμφαδένες. 1,2: Μασχαλιαίοι. 3,4: Αυχενικοί (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Εικ. 7: Σύμπλεγμα αδένων κοιλιακής περιοχής. 1: Υπογνάθιοι σιελογόνοι αδένες. 2: Υπογλώσσιοι σιελογόνοι αδένες 3: Παρώτιοι σιελογόνοι αδένες 4: Αυχενικοί λεμφαδένες, 5. Έξω σφαγίτιδα φλέβα (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας).
5.!! Επιστρέφουμε στην ουρογεννητική περιοχή και με πολύ προσοχή θα προβούμε στην αφαίρεση του δέρματος. ΑΡΣΕΝΙΚΑ: Με πολύ λεπτές κινήσεις απομακρύνουμε το δέρμα δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στα σημεία ένωσης της πόσθης με αυτό, ώστε να μην αποκοπεί κατά λάθος το πέος. Το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι όπως της Εικ. 8Α. ΘΗΛΥΚΑ: Με λεπτές κινήσεις απομακρύνετε το δέρμα δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή επαφής του εξωτερικού ανοίγματος του κόλπου με το δέρμα Το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι όπως της Εικ. 8Β. Εικ. 8Α: Άποψη ουρογεννητικής περιοχής αρσενικού ατόμου. 1: Όρχεις 2: Πέος 3 (εντός πλαισίου): Βάλανος πέους 4: Ακροπόσθιος αδένας (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Εικ. 8Β: Άποψη ουρογεννητικής περιοχής θηλυκού ατόμου. 1: Κόλπος 2: Ουροδόχος κύστη 3: Λιπώδης ιστός (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Στα αρσενικά άτομα διακρίνονται οι ευμεγέθεις όρχεις εντός χιτώνα (tunica) και το σηραγγώδες πέος, η οξύληκτη κεφαλή του οποίου ονομάζεται βάλανος. Περίπου στη βάση του πέους υπάρχους ο ευμεγέθης, δίλοβος ακροπόσθιος αδένας, χρώματος
πορτοκαλί και σπογγώδους υφής (Εικ. 8Α). Ο ακροπόσθιος αδένας χρησιμεύει στην παραγωγή φερομονών, οι οποίες είναι χημικές ενώσεις πολύ σημαντικές για την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων. Στα θηλυκά άτομα διακρίνεται ο κόλπος, σημαντική εναπόθεση λιπώδους ιστού, και η ουροδόχος κύστη (Εικ. 8Β). 6.!! Με προσοχή, προκειμένου να μην τραυματίσουμε τα υποκείμενα όργανα, θα ακολουθήσει μία επιμήκης τομή κεντρικά επί του λεπτού μυϊκού τοιχώματος με τρόπο παρόμοιο με εκείνο που έγινε και η προηγούμενη τομή του δέρματος (ανασήκωση με λαβίδα, μικρή τομή, εισχώρηση άκρων λαβίδας και ψαλιδιού και υλοποίηση τομής με κατεύθυνση προς την ωμική ζώνη). Στη συνέχεια κόβουμε και αφαιρούμε πλήρως το μυϊκό τοίχωμα που περιβάλει την περιτοναϊκή κοιλότητα και τον θωρακικό κλωβό. Το τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι όπως της Εικ. 9 & 10. Παρατηρείστε των θωρακικό κλωβό, τις πλευρές που καταλήγουν στο στέρνο με εξαίρεση τις τρεις τελευταίες, οι οποίες είναι ελεύθερες (δηλ. δεν ενώνονται με το στέρνο) (Εικ. 9 & 10). Η απόληξη του στέρνου είναι ελεύθερη και χόνδρινη. Εικ. 9: Η περιτοναϊκή κοιλότητα μετά την αφαίρεση του μυϊκού τοιχώματος. 1: Στέρνο 2: Πλευρές 3: Θέση στην οποία σε μετέπειτα στάδιο θα αναζητήσουμε το τυφλό του εντέρου (Φωτ. Γ. Μήτσαινας). Εικ. 10: Πλευρική άποψη του θωρακικού κλωβού. 1: Οι τρεις τελευταίες πλευρές δεν ενώνονται με το στέρνο (Φωτ. Γ. Μήτσαινας)!
Ανασηκώνοντας με τη λαβίδα το άκρο του στέρνου και κοιτώντας στο εσωτερικό διακρίνουμε το λεπτό, σχεδόν διάφανο πλην μυώδες και ανθεκτικό διάφραγμα, το οποίο χωρίζει την θωρακική από την περιτοναϊκή κοιλότητα. Πίσω από το διάφραγμα μπορούμε ήδη να διακρίνουμε τους πνεύμονες (χρώματος ανοικτού ρόζ) (Εικ. 11). ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Εικ. 11: Άποψη του διαφράγματος (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα όργανα που απαρτίζουν τον πεπτικό σωλήνα και τα συνοδά όργανα. Κατ αρχάς παρατηρείστε το μεγάλο ήπαρ (Εικ. 12), το οποίο απαρτίζεται από 5 λοβούς. Στη βάση των δύο κοιλιακών λοβών (αρ. 3 & 4 στην Εικ. 12) βρίσκεται η χοληδόχος κύστη, (διάφανο κυστίδιο χρώματος λαδοκίτρινου), η οποία συλλέγει τη χολή που παράγεται στο ήπαρ. Η χολή μέσω του χοληφόρου πόρου καταλήγει στο δωδεκαδάκτυλο του πεπτικού σωλήνα, όπου και γαλακατωματοποιεί τα λιπίδια που προσλαμβάνονται με την τροφή. Εικ. 12: Άποψη του πεντάλοβου ήπατος του ποντικού. 1-5: Οι πέντε λοβοί του ήπατος. Χ: Χοληδόχος κύστη. Ν: Νεφροί (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας).
Ακολούθως ανασηκώνοντας το ήπαρ, εντοπίζονται τα περισσότερα από τα όργανα που απαρτίζουν το πεπτικό σύστημα (Εικ. 13). Συγκεκριμένα, εντοπίζεται το άκρο του οισοφάγου, το οποίο καταλήγει στον ευμεγέθη στόμαχο (για να φανεί πιο εύκολα ο οισοφάγος, συγκρατήστε με τη λαβίδα σας τον στόμαχο και τραβήξτε τον προς το οπίσθιο άκρο το σώματος) και κατόπιν ακολουθεί ο δωδεκαδάκτυλος, το λεπτό έντερο, που αποτελείται από τη νήστη και τον ειλεό (ροζ απόχρωσης) και το παχύ έντερο που αποτελείται από το κόλον και το ορθό (πράσινης απόχρωσης), το οποίο καταλήγει στην έδρα. Σε σύνδεση με το δωδεκαδάκτυλο βρίσκεται μία διάχυτη ροζ μάζα, το πάγκρεας, το οποίο εκκρίνει στο δωδεκαδάκτυλο το παραγόμενο παγκρεατικό υγρό μέσω των παγκρεατικών πόρων. Το παγκρεατικό υγρό λειτουργεί λιποδιαλυτικά επί των γαλακτωματοποιημένων λιπιδίων (μετά την επέμβαση της χολής σε αυτά). Εικ. 13: Οι κύριες δομές του πεπτικού συστήματος. 1: Οισοφάγος. 2: Στόμαχος. 3: Δωδεκαδάκτυλος. 4: Πάγκρεας. 5: Λεπτό έντερο. 6: Παχύ έντερο (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Στα δεξιά του στομάχου σε ραχιαιο-πλευρική θέση βρίσκεται ο λεπιδοειδούς σχήματος σπλήνας, αιμοποιητικό όργανο και όργανο του λεμφικού συστήματος (Εικ. 14Α). Προσπαθώντας να ξεδιπλώσουμε το έντερο διαπιστώνουμε ότι αυτό συγκρατείται στη θέση του, χάρη στα αγγειοβριθή μεσεντέρια (Εικ. 14Β). Επίσης εξετάζοντας την επιφάνεια του λεπτού εντέρου διαπιστώνεται η ύπαρξη
επαρμάτων (=μορφή φυμάτων) που είναι οι πλάκες του Peyer και αποτελούν λεμφαδένες του πεπτικού συστήματος (Εικ. 14Γ). Τέλος, ανασηκώνοντας το οπίσθιο δεξί τμήμα το παχέως εντέρου (βλ. & Εικ. 9), εντοπίζεται το τυφλό του εντέρου με την σκωληκοειδή απόφυση (Εικ. 15). Εικ. 14: Α. Σπλήνας. Β. Τα αγγειοβριθή μεσεντέρια του εντέρου. Γ. Το τυφλό του εντέρου με τη σκωληκοειδή απόφυση (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Εικ. 15. Οι πλάκες του Peyer, επάρματα επί του λεπτού εντέρου (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). 7. ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΠΕΠΤΙΚΟΥ ΣΩΛΗΝΑ Α) Τραβώντας και πάλι τον στόμαχο προς τα πίσω, εντοπίζεται το κάτω
άκρο του οισοφάγου και με μία εγκάρσια τομή αποκόπτεται. Β) Ομοίως, τραβώντας το παχύ έντερο προς τα εμπρός, εντοπίζεται το κάτω του άκρο και με μία εγκάρσια τομή επίσης αποκόπτεται. Γ)!!Αφαιρείται προσεκτικά ο πεπτικός σωλήνα (βοηθώντας με το μικρό ψαλίδι, αν χρειασθεί), χωρίς να τραυματισθούν άλλα όργανα. ΟΥΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Κοινές δομές και στα δύο φύλα Με την αφαίρεση του πεπτικού σωλήνα αποκαλύπτονται οι δύο ευμεγέθεις και συμπαγείς νεφροί (μετάνεφροι). Στο πρόσθιο άκρο τους επικάθονται τα τριγωνικού σχήματος επινεφρίδια, όργανα του ενδοκρινικού συστήματος. Επίσης διακρίνονται οι απεκκριτικοί αγωγοί του ουροποιητικού συστήματος που ονομάζονται ουρητήρες, οι οποίοι καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη και από εκεί στον ουρητήρα. Κεντρικά μεταξύ των νεφρών εντοπίζεται η ραχιαία αορτή. Στα αρσενικά άτομα η απέκκριση γίνεται μέσω του πέους, ενώ στα θηλυκά άτομα η ουρήθρα αποτελεί ξεχωριστό άνοιγμα, αποκλειστικό για την απέκκριση (Εικ. 8Β & 16). Αναπαραγωγικό σύστημα θηλυκού ατόμου Διακρίνουμε τους δύο ωαγωγούς. Αναζητήστε το ελεύθερο άκρο τους. Ακολουθεί η μήτρα που είναι δίκερη, ο τράχηλος της μήτρας και ο κόλπος (Εικ. 16). Εικ. 16: Το ουρογεννητικό σύστημα του θηλυκού ατόμου. 1: Νεφροί. 2: Επινεφρίδια. 3: Ουρητήρας. 4: Ραχιαία αορτή. 5: Ωαγωγοί. 6: Δίκερος μήτρα. 7: Τράχηλος μήτρας. 8: Κόλπος (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας).
Αναπαραγωγικό σύστημα αρσενικού ατόμου Έχουμε ήδη σε προηγούμενο στάδιο εντοπίσει τους όρχεις εντός του χιτώνα τους, το πέος με την βάλανο και τους ακροπόσθιο αδένα. Αν ανασηκωθεί με προσοχή ο ακροπόσθιος αδένας, μπορεί να διακριθεί σε ραχιαία ως προς αυτόν θέση η ουροδόχος κύστη και η μεγάλη εναπόθεση λιπώδους ιστού που προστατεύει τους όρχεις από δονήσεις και χτυπήματα. Στη βάση του λιπώδους ιστού εντοπίζονται δύο σφαιρικοί σχηματισμοί που αποτελούν τμήμα της επιδιδυμίδας (την κεφαλή ). Η επιδιδυμίδα εκφύεται από τους όρχεις (πρώτα η κεφαλή και μετά η ουρά ) και χρησιμεύει για την συγκέντρωση και πρώτη αποθήκευση του παραγόμενου σπέρματος. Κατόπιν ακολουθούν οι σπερματικοί αγωγοί που οδηγούν το σπερματικό υγρό διαμέσου του προστάτη αδένα (εντοπίζεται στη βάση της ουροδόχου κύστεως) στην ουρήθρα, από όπου και εκσπερματίζεται μέσω του πέους. Ο προστάτης είναι αδένας που με τις αλκαλικές εκκρίσεις του προστατεύει το σπερματικό υγρό από την οξύτητα πιθανών υπολειμμάτων ούρων στην ουρήθρα (Εικ. 17). Σε ορισμένα θηλαστικά, όπως στον ποντικό, υπάρχουν οι σπερματικές κύστεις που χρησιμεύουν επίσης στην αποθήκευση του παραγόμενου σπέρματος (Εικ. 17). 8.!!Προκειμένου να μπορέσετε να δείτε πλήρως την επιδιδυμίδα (κεφαλή και ουρά θα πρέπει με προσοχή να αφαιρέσετε τον χιτώνα (tunica) που περιβάλλει τον κάθε όρχι, χωρίς να τον τραυματίσετε. Χρησιμοποιείστε το μικρό ψαλίδι και τη μικρή λαβίδα (Εικ. 17Β). Εικ. 17Α: Το αναπαραγωγικό σύστημα του αρσενικού ατόμου. 1: Λιπώδης ιστός 2: Ουροδόχος κύστη (γεμάτη). 3: Ακροπόσθιος αδένας. 4: Όρχις. 5: Κεφαλές επιδιδυμίδας. 6: Σπερματικές κύστεις. 7: Προστάτης αδένας. 8: Σπερματικοί αγωγοί (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας).
Εικ. 17Β: Το αναπαραγωγικό σύστημα του αρσενικού ατόμου. 1: Όρχεις (ο αριστερός μετά την αφαίρεση του χιτώνα (tunica) 2: Ουρά επιδιδυμίδας 3. Πέος. 4: Λιπώδης ιστός. 5: Ακροπόσθιος αδένας. 6: Σπερματικός αγωγός. 7. Σπερματική κύστη. 8: Ουροδόχος κύστη (άδεια) (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 9.!! Εστιάζουμε στην περιοχή του θωρακικού κλωβού και κόβουμε με προσοχή τις πλευρές ανασηκώνοντας με τη λαβίδα το ελεύθερο άκρο του στέρνου και κόβοντας με το ψαλίδι σε ραχιαιο-πλευρικές θέσεις τις πλευρές με σκοπό να αφαιρεθεί τελικά το μεγαλύτερο τμήμα του θωρακικού κλωβού και να αποκαλυφθεί η θωρακική κοιλότητα. Κατ αρχάς, παρατηρούμε τον δίλοβο θύμο αδένα που επικάθεται στην καρδιά. Ανασηκώνουμε τον αδένα και παρατηρούμε την καρδιά. Στο άνω τμήμα της κοιλιακής όψης της καρδιάς εντοπίζουμε αριστερά τον σκουρόχρωμο δεξιό κόλπο και δεξιά τον πιο ανοιχτόχρωμο αριστερό κόλπο. Το μεγαλύτερο τμήμα της καρδιάς καταλαμβάνουν οι δύο κοιλίες της (δεξιά και αριστερή κοιλία), οι οποίες δεν διακρίνονται μεταξύ τους με βάση την εξωτερική μορφολογία της καρδιάς. Στο πρόσθιο τμήμα της καρδίας μπορούμε να δούμε τη σύνδεση της με μεγάλα αγγεία του κυκλοφορικού συστήματος. Από αριστερά προς τα δεξιά την άνω κοίλη φλέβα, το συστημικό (αορτικό τόξο) και το πνευμονικό τόξο (Εικ. 18).
Εικ. 18: Η θωρακική κοιλότητα μετά την αφαίρεση του μεγαλύτερου τμήματος του θωρακικού κλωβού (κοιλιακή όψη). 1: Θύμος αδένας (ανασηκωμένος). 2: Πνεύμονας. 3: Δεξιός κόλπος καρδιάς. 4: Αριστερός κόλπος. 5: Δεξιά κοιλία καρδιάς. 6: Αριστερή κοιλία. 7: Άνω κοίλη φλέβα. 8: Συστημικό (αορτικό) τόξο. 9: Πνευμονικό τόξο (Φωτ:. Γ. Μήτσαινας). 10.!! Για να μπορέσουμε να δούμε τις δύο κοιλίες θα πρέπει να κάνουμε μία οριζόντια επιμήκη τομή από τη μία άκρη της καρδιάς στην άλλη και στο μέσο αυτής, αφού πρώτα τοποθετήσουμε την καρδιά σε τέτοια θέση, ώστε ταυτόχρονα να φαίνονται οι δύο κόλποι στο ίδιο επίπεδο. Μετά τη τομή στην καρδιά μπορεί εύκολα να εντοπιστεί αριστερά η δεξιά κοιλία, η οποία στέλνει το μη οξυγονωμένο αίμα στους πνεύμονες και φέρει λεπτά μυϊκά τοιχώματα, σε αντίθεση με την αριστερή κοιλία, η οποία στέλνει το οξυγονωμένο αίμα στο σώμα και συνεπώς είναι πιο ευμεγέθης με σημαντικά παχύτερα τοιχώματα (Εικ. 19). 11. Αφαιρέστε τον θύμο αδένα και την καρδιά προκειμένου να αποκαλυφθεί ο πνεύμονας (Εικ. 20).
Εικ. 19 (αριστερά): Μορφολογία των δύο κοιλιών της καρδιάς μετά την τομή διαμέσου αυτής (κοιλιακή όψη). 1: Δεξιά κοιλία. 2: Αριστερή κοιλία (Φωτ:. Γ. Μήτσαινας). Εικ. 20 (δεξιά): Ο πεντάλοβος πνεύμονας (κοιλιακή όψη) (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας). Εξετάζοντας τον πνεύμονα παρατηρούμε ότι είναι πεντάλοβος. Οι τέσσερις λοβοί καταλαμβάνουν το δεξιό τμήμα της θωρακικής κοιλότητας (σε ραχιαία όψη) και ο πέμπτος το αριστερό τμήμα της (Εικ. 20). Ο λόγος είναι ότι η καρδιά δεν επικάθεται εντελώς στο κέντρο της θωρακικής κοιλότητας αλλά πιο πολύ προς τα αριστερά, οπότε είναι λογικό το δεξιό μισό της θωρακικής κοιλότητας να περιέχει περισσότερο ελεύθερο χώρο και συνεπώς να περιέχει μεγαλύτερο τμήμα του πνεύμονα (ήτοι τους 4 από τους 5 λοβούς του). Για να μην προκύψει σύγχυση, η παραπάνω περιγραφή αφορά στην ραχιαία όψη του θωρακικού κλωβού και όχι στην κοιλιακή όψη που απεικονίζεται στην Εικ. 20. Αν ανασηκώσουμε τον πνεύμονα διακρίνεται από κάτω η τραχεία. ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ 12. Αποκολλούμε την κεφαλή από τον κορμό, με εγκάρσια τομή που γίνεται στο ύψος των ινιακών κονδύλων. Κατόπιν εισάγουμε το μεγάλο ψαλίδι διαδοχικά στα ανοίγματα των δύο γνάθων (αριστερά και δεξιά) και με αποφασιστική κίνηση κόβουμε, αποκολλώντας τις δύο γνάθους. Εξετάζουμε τις δύο γνάθους ως προς τα δόντια που περιέχουν. Διαπιστώνουμε ότι πίσω από τους δύο κοπτήρες ανά γνάθο υπάρχει ένα κενό, το διάστημα, μετά το οποίο ακολουθούν οι γομφίοι (τρία ζεύγη σε κάθε γνάθο). Συνεπώς, ο οδοντικός τύπος του ποντικού είναι 1/1 0/0 0/0 3/3 = 16 (Εικ. 21). Επίσης εξετάζοντας την οροφή της άνω γνάθου διαπιστώνουμε την ύπαρξη της δευτερογενούς υπερώας, η οποία χωρίζεται σε σκληρή με χαρακτηριστικές εγκάρσιες αναδιπλώσεις του βλεννογόνου που την επενδύει, ακολουθούμενη στο οπίσθιο τμήμα της στοματικής κοιλότητας από την μαλακή (Εικ. 21 Α).
Εικ. 21: Α: Άνω γνάθος. 1: Ρώθωνες. 2: Άνω κοπτήρες. 3: Διάστημα. 4: Άνω γομφίοι. 5: Σκληρή δευτερογενής υπερώα. 6: Μαλακή δευτερογενής υπερώα. Β: Κάτω γνάθος: 1: Κάτω κοπτήρες. 2: Διάστημα. 3: Κάτω γομφίοι (Φωτ:. Γ. Μήτσαινας). ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ 13.!! Φέρουμε την κεφαλή σε ραχιαία όψη. Με πολύ προσοχή προσπαθούμε με το λεπτό ψαλίδι και λαβίδα να αποκολλήσουμε τα οστά της κρανίου, κυρίως το μεσοβρεγματικό, τα βρεγματικά και τα μετωπικά και εφόσον είναι δυνατό τα ρινικά οστά. Προσπαθήστε να δημιουργήσετε ρήγματα στην κρανιακή κάψα ασκώντας πίεση επί των σημείων σύντηξης των οστών (ραφές), χωρίς όμως να τα διαπεράσετε και να τρυπήσετε τον υποκείμενο εγκέφαλο, τραυματίζοντάς τον (Εικ. 22 ). Παρατηρώντας την ραχιαία όψη του εγκεφάλου, εντοπίζουμε τα κάτωθι τμήματα από μπροστά προς τα πίσω τους οσφρητικούς λοβούς, τα λεία εγκεφαλικά ημισφαίρια, το οπίσθιο σώμα των τετράδυμων, και την μεγάλη παρεγκεφαλίδα (Εικ. 23). Εικ. 23: Ραχιαία όψη του εγκεφάλου του ποντικού. 1: Οσφρητικοί λοβοί. 2: Λεία Εγκεφαλικά ημισφαίρια. 3: Τετράδυμα. 4: Παρεγκεφαλίδα (Φωτ.: Γ. Μήτσαινας).