Ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, ένας άνθρωπος που δεν ήταν απλώς ένας τυχερός αρχαιολόγος - άλλωστε δεν ήταν τυχερός, ήταν επίμονος - αλλά και ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος και ένας πολύ συνειδητοποιημένος, πολύ ευγενής άνθρωπος που σημάδεψε όλους όσοι είχαν την τεράστια τύχη να συνεργαστούν μαζί του ή να ακούσουν τα μαθήματά του ή να τον γνωρίσουν. Στις ημέρες που περνούμε, βεβαίως, αυτό το πράγμα ίσως μοιάζει να μην έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί δεν είμαστε σε περιόδους μυθοποιήσεων, αλλά δεν νομίζω πως ποτέ ο Μανόλης Ανδρόνικος θα επιθυμούσε να μυθοποιηθεί. Όμως δυστυχώς δεν το κατάφερε, χάρη όχι μόνο στο εύρημα, αλλά και στα γραπτά του. Η Βεργίνα, την οποία ανέδειξε στον κόσμο, στην παγκόσμια σφαίρα, ο Μανόλης Ανδρόνικος βρίσκεται στις νότιες παρυφές των Πιερίων Ορέων. Όταν καθίσει κανείς σε αυτούς τους λόφους, βλέπει μπροστά του το Μακεδονικό Κάμπο, τον οποίο διασχίζει ο Αλιάκμονας, αλλά και στο βάθος, όταν οι μέρες είναι καλές, βλέπει το Πάικο, στις παρυφές του οποίου απλώνεται η Πέλλα, η πρωτεύουσα των Αρχαίων Μακεδόνων (στα χρόνια του Φιλίππου και ύστερα). Τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας εντόπισαν για πρώτη φορά ο Léon Heuzey, ένας πολύ νέος αρχαιολόγος, το 1856 που βρέθηκε στην περιοχή, και ο Daumet, ένας νεαρός επίσης αρχιτέκτονας που έκανε μια σύντομη ανασκαφή σε έναν αρχαιολογικό χώρο που τους είχε υποδείξει ένας έξυπνος παπάς, που συνοδεύει τα πορίσματα της ανασκαφής τους στις παρυφές των Πιερίων, με το μόνο χωριό να υπάρχει εδώ, τα Παλατίτσια. Ήδη το όνομα παραπέμπει σε μικρά παλατάκια, αλλά καμία σύνδεση δεν είχε γίνει με το τι επρόκειτο να ακολουθήσει σε σχέση με την ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου με μια συγκεκριμένη αρχαία πόλη του Μακεδονικού βασιλείου. Όμως, από τη μελέτη των δύο ερευνητών ξεκίνησε, θα λέγαμε, μια ιστορία που συνεχίζει να εξελίσσεται, να εκτυλίσσεται μάλλον, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με την προφητική σχεδόν παράγραφο με την οποία έκλειναν το κεφάλαιό τους για την Βεργίνα στο βιβλίο που είχαν γράψει τον περασμένο αιώνα το 1876 οι ερευνητές της. Έλεγε λοιπόν ο Heuzey, ότι ελπίζουμε πως αυτός εδώ ο χώρος θα γίνει αντικείμενο έρευνας και από μελλοντικούς ερευνητές, γιατί πιστεύουμε ότι είναι κάτι σαν την Πομπηία της αρχαίας Μακεδονίας, κάτι που προφανώς τα επόμενα χρόνια όποιος αναλάβει να ανασκάψει την περιοχή, θα πρέπει να περιμένει πολύ σημαντικά πράγματα, που θα
ανοίξουν τις πάρα πολύ περιορισμένες γνώσεις μας για την αρχαία Μακεδονία, τους αρχαίους Μακεδόνες και τον πολιτισμό τους. Βεβαίως, εκείνη την εποχή ο Léon Heuzey, είχε τη δυνατότητα, καθώς η Μακεδονία ήταν κομμάτι της τουρκικής επικράτειας, να πάρει μαζί του ευρήματα βασικά από το ανάκτορο το οποίο ανέσκαψαν κυρίως αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται σήμερα στο Λούβρο, και έχουν εκτεθεί τελευταία σε αυτή την μεγάλη έκθεση που έγινε πριν από μερικούς μήνες στο συγκεκριμένο χώρο. Κάνω αυτή την αναδρομή για δύο λόγους: πρώτον γιατί είναι δίκαιο να θυμόμαστε τους ανθρώπους οι οποίοι συνέβαλαν σε αυτό που κάνουμε εμείς σήμερα, είναι ένας σεβασμός στο παρελθόν μας, και, δεύτερον, γιατί ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν αυτός που το δίδασκε σε καθημερινή βάση στα μαθήματα αλλά και με την αναφορά του στον Κωνσταντίνο Ρωμαίο, το δάσκαλο, δείχνει πόσο πολύ εκτιμούσε τους δασκάλους του. Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος ήταν καθοριστική μορφή για την πορεία του Μανόλη Ανδρόνικου. Ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε το ενδιαφέρον του νεαρού πολύ καλού φοιτητή από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στην αρχαιολογία, γιατί τον πήρε μαζί του στην περιοχή όπου είχε ανασκάψει χρόνια πριν ο Γάλλος αρχαιολόγος και ο Γάλλος αρχιτέκτονας, μυώντας τον έτσι σε έναν χώρο που ήταν μοιραίος για τον Μανόλη Ανδρόνικο. Την πρώτη του χρονιά, το 1938, συνόδευσε τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο στη Βεργίνα. Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος εκείνη τη χρονιά εγκαινίαζε την πανεπιστημιακή ανασκαφή της περιοχής, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης δηλαδή, μια ανασκαφή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και για την οποία πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε σχεδόν όλοι πολύ περήφανοι, γιατί παραμένει ακόμα κομμάτι της ερευνητικής δραστηριότητας του ΑΠΘ. Ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν προσφυγόπουλο. Είχε γεννηθεί στην Προύσα το 1919, και μετά το 1922 ήρθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τους δικούς του και εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Θεσσαλονίκη όπου πέρασε πολύ ωραία χρόνια, τα οποία έχει περιγράψει με πολύ μεγάλη τρυφερότητα. Πρέπει να ήταν καλός στα μαθήματα από ό,τι λέει ο ίδιος ή τουλάχιστον από ό,τι έδειξαν οι δάσκαλοί του όταν από την τρίτη δημοτικού στην οποία αρχικά τον είχαν εντάξει λόγω ηλικίας, η δασκάλα του φώναξε τους δικούς του και τους πρότεινε να τον φέρει στην τέταρτη τάξη, γιατί φαίνεται ότι το παιδί «τραβούσε». Έτσι, λοιπόν, πήδηξε μια ολόκληρη χρονιά στο
δημοτικό. Μαθητής μετακόμισε στο Διοικητήριο, όπου υπάρχει ακόμα όχι στην παλιά του μορφή το κτίριο που έμενε η οικογένεια του Μανόλη Ανδρόνικου όπου έζησε τα γυμνασιακά και πανεπιστημιακά του χρόνια, φοιτώντας στα γυμνασιακά του χρόνια στο 2 ο Γυμνάσιο. Το 1936, όταν ο Ανδρόνικος ήταν 15 χρόνων, ο Μεταξάς είχε κηρύξει την δικτατορία του. Στα 19 του χρόνια, ο Ανδρόνικος μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Το 1938, είναι από τους λίγους φοιτητές που συνοδεύουν τον καθηγητή τους Ρωμαίο, στην αρχική επαφή του πανεπιστημίου με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας. Οι φοιτητές είχαν πάει στην Βεργίνα μια ημέρα πριν έρθει ο δάσκαλός τους, μαζεύοντας εργάτες για να ξεκινήσουν την ανασκαφή. Το 1941, έχει ξεσπάσει ο πόλεμος, μάλιστα μαθαίνουν για την κήρυξη του πολέμου στη Βεργίνα ο Ρωμαίος και οι φοιτητές του, ανάμεσά τους και ο Ανδρόνικος, οπότε σταματάει η ανασκαφή. Ο καθένας παίρνει πια το δρόμο του και ξεκινούν οι προσωπικές περιπέτειες. Σε ηλικία μόλις 22 χρόνων, ο Ανδρόνικος γίνεται φιλόλογος στο Διδυμότειχο, στοχεύοντας να διαφύγει στη Μέση Ανατολή, κάτι που το κατάφερε τον επόμενο χρόνο, για να παραμείνει μέχρι το 1945 εκεί. Το 1947 επιστρέφει και διορίζεται κατ αρχήν φιλόλογος στα εκπαιδευτήρια Σχοινά. Εκεί, γνωρίζει την Όλυ Ανδρόνικου, και ταυτόχρονα λίγα χρόνια αργότερα, το 1949, διορίζεται επιμελητής αρχαιοτήτων στην περιοχή όπου βρισκόταν η Βεργίνα, δηλαδή στην αρχαιολογική υπηρεσία που είχε ως έδρα τη Βέροια. Από τις πρώτες του επιλογές ήταν να επισκεφθεί το χώρο όπου είχε αφήσει κάποια χρόνια νωρίτερα και αποφασίζει, έχοντας άλλωστε και το τυπικό δικαίωμα, να ερευνήσει τον αρχαιολογικό χώρο που τον είχε σημαδέψει από τα φοιτητικά του χρόνια. Το 1949 παντρεύεται με την Όλυ και από την ίδια χρονολογία και εφεξής ξεκινάει να ερευνά την Βεργίνα. Το 1952, αποφασίζει να ανασκάψει το εκτεταμένο νεκροταφείο των τύμβων της Βεργίνας, το οποίο είχε ήδη εντοπίσει ο Heuzey και το είχε δει ο Ανδρόνικος ως φοιτητής, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο χώρο. Η ανασκαφή ήταν συστηματική, κρατώντας αρκετά χρόνια. Τα αποτελέσματά της που δημοσιεύθηκαν από τον Ανδρόνικο το 1967 σε ένα από τα παραρτήματα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς για την περίοδο στην οποία αναφέρεται το προϊστορικό νεκροταφείο των τύμβων, δηλαδή για την περίοδο 1000-700 π.χ.. Τώρα πια έχουμε πολλά περισσότερα ευρήματα της ίδιας περιόδου από άλλες περιοχές του Μακεδονικού χώρου, αλλά το βιβλίο του Ανδρόνικου εξακολουθεί να παραμένει σημείο αναφοράς,
επιστημονικά, ήδη από το 1967. Τα ευρήματα ήταν πραγματικά εντυπωσιακά γιατί έφερναν στο φως τα απομεινάρια μιας πλούσιας, εύρωστης οικονομικά κοινωνίας, και μάλιστα ιεραρχημένης κοινωνίας, αν μπορεί κανείς να βγάλει στατιστικά δεδομένα από τάφους που είναι φτωχικοί, από άλλους που έχουν μερικά κοσμήματα και από άλλους που έχουν περισσότερα κοσμήματα. Ιδιαίτερα ο τάφος που περιείχε ένα εντυπωσιακό διάδημα (που δεν το έχουμε συναντήσει πουθενά αλλού) και ανήκει σε μια γυναίκα, δεν μπορεί παρά να αντανακλά μια ιεράρχηση, δηλαδή να ανήκει σε μια γυναίκα η οποία θα πρέπει να είχε σημαίνουσα θέση στην προϊστορική κοινωνία του συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου. Από το 1963 μέχρι το 1984, ο Ανδρόνικος υπήρξε Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η διατριβή του είχε θέμα τον Πλάτωνα και την τέχνη, και, πραγματικά, είναι περίεργο το ότι επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα για τη διατριβή του, όμως αυτό έδειχνε το εύρος των ενδιαφερόντων και τη δυνατότητα να ασχοληθεί με αυτά ένας νέος άνθρωπος που αργότερα, ως Καθηγητής στο πανεπιστήμιο δίδαξε Ιστορία της Νεότερης Τέχνης, όχι μόνο στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά και στην Αρχιτεκτονική Σχολή, ένας άνθρωπος που μπορούσε να γράφει για λογοτεχνία, που ήξερε πολύ καλά τις αρχαίες πηγές και μπορούσε να διαβάσει αρχαία κείμενα, όπως η γενιά του γενικότερα, χωρίς την ανάγκη να ανατρέξει σε μια μετάφραση. Επομένως, ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους που υπερέβαιναν τα όρια της δυνατότητάς τους και μπορούσε να ασχοληθεί με πολλά περισσότερα πράγματα. Ένα κομμάτι του ακαδημαϊκού του ήθους προκύπτει από το ότι το 1963, μόλις γίνεται καθηγητής στο ΑΠΘ, προτείνει στο Γεώργιο Μπακαλάκη (έναν άλλον σπουδαίο καθηγητή του ΑΠΘ, λίγο μεγαλύτερο από τον Ανδρόνικο) να συνεργαστούν και να έρθει και πάλι η ανασκαφή στο πανεπιστήμιο. Πρόκειται για μια περίοδο, που για εμάς όσοι ήμασταν μαζί τους ήδη από τα φοιτητικά μας χρόνια μέχρι το 1975 (ύστερα ο Μπακαλάκης συνταξιοδοτείται), είχαμε τη δυνατότητα να δούμε δύο ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς ως χαρακτήρες και ως επιστήμονες και σε ότι αφορά στα ενδιαφέροντά τους και στις σχέσεις τους με τους άλλους, οι οποίοι ποτέ δεν μας άφησαν τα καταλάβουμε τις όποιες αντιθέσεις τους. Ήταν ένα δείγμα πραγματικά ακαδημαϊκού ήθους το οποίο υπήρξε για εμάς μάθημα. Οι μνήμες που έχουμε οι φοιτητές που συνυπήρξαμε μαζί τους ως το 1975 στη Βεργίνα είναι μόνο θετικές, παρόλο που γνωρίζαμε ότι ο καθένας από αυτούς είχε εντελώς διαφορετική άποψη για τα πράγματα. Αυτή η ατμόσφαιρα της συνεργασίας κράτησε έως το 1975,
όταν ο Μπακαλάκης παίρνει σύνταξη και ο Μανόλης Ανδρόνικος αποφασίζει να γυρίσει σε ένα παλιό του όνειρο. Όντας τόσα χρόνια στην ανασκαφή, είχε δει από κοντά τη μεγάλη Τούμπα, έναν τεράστιο τύμβο του χωριού, τώρα στη μέση πια του χωριού γιατί έχει επεκταθεί και από τις δύο μεριές, που δεν είχε ακόμα δενδροφυτευτεί όπως αργότερα, και η οποία ήταν ήδη σημειωμένη από το Léon Heuzey στον τοπογραφικό του χάρτη. Αποφάσισε, λοιπόν, έχοντας τελειώσει την ανασκαφή στο ανάκτορο, ότι ήταν καιρός να ασχοληθεί με την μεγάλη Τούμπα. Το έργο που αναλάμβανε ήταν πραγματικά τεράστιο. Τεράστιο, αντικειμενικά, επειδή ο τύμβος είχε ένα ύψος 13 μέτρα και μια διάμετρο γύρω στα 100 μέτρα, ο οποίος ήταν τεχνητός (αυτό το είχε εντοπίσει ήδη από το 1961-62, όταν είχε κάνει μια μικρή τομή και είχε διαπιστώσει ότι δεν είναι ένας λόφος στη μέση του πουθενά, είναι ένας τεχνητός λόφος που, σε αυτές τις περιπτώσεις, μάλλον έκρυβε κάποιον τουλάχιστον τάφο, έτσι όπως τους γνωρίζουμε και από άλλα σημεία της Μακεδονίας). Επρόκειτο λοιπόν για ένα μνημείο το οποίο έπρεπε να ανασκαφεί προκειμένου να αποκαλυφθούν τα μυστήριά του. Ο Μανόλης Ανδρόνικος, το 1952, δεν μπορούσε να κάνει μεγάλες επεμβάσεις διότι δεν υπήρχαν ούτε τα μηχανικά μέσα ούτε τα οικονομικά μέσα για να το αποπειραθεί. Το 1976 αποφασίζει να κάνει το μεγάλο άλμα. Έχοντας κάνει αρκετές τομές για να διαπιστώσει από ποιο σημείο έπρεπε να ξεκινήσει, το 76 δυστυχώς δεν τον οδήγησε πουθενά. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που έχουμε φτάσει στο κέντρο της Τούμπας, όπου υπολογίζαμε ότι θα είναι ο τάφος, και διαπιστώνουμε ότι ο τάφος δεν υπάρχει. Ο Ανδρόνικος είχε παράλληλα και οικολογικές αγωνίες. Με μεγάλη στεναχώρια και αφού είχε πάρει άδεια από το δασαρχείο, πιστεύοντας ότι υπήρχε εκεί κάποιος τάφος, δεν ήθελε να καταστρέψει ολόκληρο το δασάκι που είχαν φυτέψει οι Βεργινιώτες για να τον εντοπίσει. Οι τομές που έκανε ήταν πολύ προσεκτικές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το 1976, λοιπόν, το μόνο που είχαμε βρει, διότι ήμασταν και εμείς εκεί, ήταν στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας, σπασμένες επιτύμβιες στήλες, δηλαδή ταφικά σήματα με επιγραφές που λειτουργούσαν όπως λειτουργούν και τα δικά μας σήματα στα σύγχρονα νεκροταφεία, δηλώνοντας τη θέση ενός νεκρού. Μόνο που αυτές οι στήλες δεν ήταν στην αρχική τους θέση. Είχαν σπάσει κάπου αλλού και τα είχαν μεταφέρει στην Τούμπα ως οικοδομικό υλικό, ως μπάζα, δηλαδή, με κάποιο σχετικό σεβασμό. Αυτά τα μνημεία τα οποία συμβάλλουν στη γνώση μας για το πώς μιλούσαν οι Αρχαίοι Μακεδόνες και επομένως έμμεσα αντανακλούν το αν
ήταν ή όχι Έλληνες οι αρχαίοι Μακεδόνες όπως διατείνονται οι γείτονές μας. Αυτά, λοιπόν, ήταν από μόνα τους πολύ σημαντικά πράγματα, καθώς μας έδιναν από πρώτο χέρι τα ονόματα και τη γλώσσα που μιλούσαν οι τοπικοί κάτοικοι, οι ιθαγενείς θα λέγαμε, οι οποίοι ήταν σαφώς Μακεδόνες, βρισκόμαστε άλλωστε στην καρδιά της αρχαίας Μακεδονίας. Το 1976, λοιπόν, η απόπειρα πέρα από αυτό το πολύ σημαντικό εύρημα, δεν είχε οδηγήσει στον εντοπισμό κάποιου μεγάλου ταφικού οικοδομήματος. Θυμάμαι την επιστημονική διάσταση αυτού του κομματιού που συγκράτησε τον Ανδρόνικο προκειμένου να συνεχίσει την ανασκαφή. Στηριζόμενος, λοιπόν, σε αυτές τις βίαια κατεστραμμένες επιτύμβιες στήλες οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη φάση αφού τις πήραν από το νεκροταφείο μέσα στον τύμβο ως μπάζα, ο Ανδρόνικος έκανε έναν συνδυασμό, κάποιες σκέψεις με βάση κάποιες αρχαίες πηγές. Θεώρησε λοιπόν ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόμασταν, η Βεργίνα δηλαδή και για την οποία δεν ξέραμε ακόμα ποιο ήταν το αρχαίο της όνομα, δεν είχε γίνει ακόμα ταύτιση με μια συγκεκριμένη πόλη της αρχαίας Μακεδονίας, θα μπορούσε να ταυτιστεί με τις Αιγές (η παλιά πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου και βασιλική ακρόπολη των Τημενιδών, δηλαδή της γενιάς του Αλεξάνδρου και των απογόνων του). Ο Ανδρόνικος μας διηγήθηκε, μετά, πώς περιέγραφε στην γυναίκα του το βράδυ που του πέρασε από το μυαλό αυτή η σκέψη. Δεν ήταν ο πρώτος που είχε κάνει αυτή τη σκέψη περί της ταύτισης της Βεργίνας με τις Αιγές. Πέντε- έξι χρόνια πριν, ένας Άγγλος ιστορικός, ο N. Hammond, ένας βαθύς γνώστης του Μακεδονικού χώρου, είχε κάνει μια αιρετική πρόταση: ότι η πρωτεύουσα των Αρχαίων Μακεδόνων δεν βρισκόταν στην Έδεσσα, αλλά στις Αιγές. Δεν θα ξεχάσω τον Μανόλη Ανδρόνικο σε εκείνο το συνέδριο του 1968 (εγώ ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια, αν θυμάμαι καλά) να σηκώνεται και να λέει στο Hammond «Θα ήμουν ευτυχής, κύριε συνάδελφε, να είμαι ο ανασκαφέας των Αιγών, της παλιάς πρωτεύουσας των Μακεδόνων. Δυστυχώς δεν με έχετε πείσει απολύτως». Οκτώ χρόνια αργότερα, το 76, ξαναγυρίζει στο Hammond, και με τα αρχαιολογικά πλέον δεδομένα (όχι μόνο τα ιστορικά τα οποία θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει) προτείνει και αυτός την ταύτιση με την παλιά πρωτεύουσα των Μακεδόνων, καταλήγοντας στην ανακοίνωση που έκανε το 1976 στο ΑΠΘ, πως αν είναι έτσι τα πράγματα τότε την επόμενη χρονιά θα πρέπει ίσως κάτω από τη μεγάλη Τούμπα να περιμένουμε έναν τουλάχιστον μεγάλο, προφανώς ασύλητο και πιθανότατα βασιλικό τάφο.
Το 1977, η ανασκαφή απέδειξε την αλήθεια αυτής της επιστημονικής υπόθεσης, η οποία ήταν μια διαδικασία συλλογισμών η οποία οδήγησε σε ένα συμπέρασμα το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί ή να μην αποδειχθεί. Αποδείχθηκε, γιατί βρέθηκε ο τάφος, ο οποίος αποδόθηκε στο Φίλιππο. Από τις πρώτες δουλειές που έκανε ο Ανδρόνικος μετά από αυτή την ανακάλυψη, ήταν να καλέσει τον Hammond, για να τον τιμήσει, καθώς θεώρησε ότι το εύρημα δικαίωνε και την υπόθεση που είχε διατυπώσει οκτώ χρόνια νωρίτερα ο Άγγλος ιστορικός (βλέπουμε εδώ, λοιπόν, και κομμάτια που συνθέτουν την προσωπικότητα του Ανδρόνικου). Τα ευρήματα του 1977-78 ήταν πολύτιμα για πολλούς λόγους: πρώτον, γιατί οι τάφοι διατηρήθηκαν άθικτοι από τότε που είχαν κλείσει οριστικά, διότι ήταν από τους πιο μνημειακούς τάφους αυτού του τύπου (δηλαδή με πρόσοψη και με το κτίριο να κρύβεται από πίσω, το οποίο είχε 6 μέτρα βάθος και ήταν θαμμένο όλο μέσα στο έδαφος). Επομένως, με όλα τα ευρήματα σχεδόν στη θέση τους, με πλήθος επιστημονικών πληροφοριών που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από αυτά - ευρήματα χρυσά, ασημένια, οργανικά, από δέρμα, από ελεφαντοκόκαλο- όλα αυτά ήταν ένας τεράστιος θησαυρός ευρημάτων που απαιτούσαν τη μελέτη τους και προσέθεταν επίσης στη γνώση μας. Το άλλο μεγάλο στοιχείο που προέκυψε από αυτή την αποκάλυψη των τάφων ήταν το γεγονός ότι διατηρούσαν δύο τοιχογραφίες μια στην πρόσοψη ενός τάφου και άλλη μια στο εσωτερικό ενός τάφου άλλης μορφής (κιβωτιόσχημου) που φέρει μια εκπληκτική παράσταση με την αρπαγή της Περσεφόνης, ένα εξαιρετικό ζωγραφικό έργο. Αυτά τα δυο μνημεία διατηρούν τα μοναδικά έργα υψηλής τέχνης που σώθηκαν από την αρχαιότητα. Γνωρίζαμε για την ποιότητα των ζωγράφων του 4 ου αιώνα από τις αρχαίες πηγές, αλλά δεν είχαμε βρει ως τώρα, και ήταν φυσικό να μην βρούμε, τα έργα τους που ήταν από δέρμα, πάνω σε ύφασμα ή σε γύψο. Αυτά τα έργα διατήρησαν δείγματα τέχνης και άνοιξαν ένα ακόμα πεδίο έρευνας που στηριζόταν στις αρχαίες πηγές. Ο πλούτος των ευρημάτων που εντυπωσιάζει τον κόσμο είναι ολοφάνερος. Είχαμε στον μεγάλο τάφο δύο ταφές: μια στο θάλαμο όπου ήταν θαμμένος ένας άντρας 45-50 χρόνων (πιθανότατα ο Φίλιππος Β μιας και δεν υπάρχει υπογραφή - εγώ το πιστεύω βαθύτατα-), στον προθάλαμο μια γυναίκα μικρότερης ηλικίας (25-30 χρόνων). Και οι δυο ήταν καμένοι αρχικά με τα οστά τους να υπάρχουν στις δυο χρυσές λάρνακες. Υπήρχε και ένας τρίτος τάφος πάλι με έναν καμένο νεκρό, με τα οστά του να φυλάσσονται σε ένα εντυπωσιακό ασημένιο αγγείο και να έχουν
στεφανωθεί με ένα χρυσό στεφάνι βελανιδιάς. Ένα πλήθος εντυπωσιακών ευρημάτων συνόδευαν κυρίως το συγκεκριμένο νεκρό: ένας εντυπωσιακός σιδερένιος θώρακας (όμοιος με αυτόν που φοράει ο Αλέξανδρος σε μια απεικόνισή του εναντίον του Δαρείου) και μια εντυπωσιακή χρυσελεφάντινη ασπίδα, η οποία τώρα είναι κάπως αλλιώς εκτεθειμένη στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας. Η ανακοίνωση αυτών των δεδομένων έγινε αποδεκτή στο Λονδίνο. Έγινε η πρόταση το 1980 να γίνει επίτιμος διδάκτορας στην Οξφόρδη. Ήταν νομίζω η μέγιστη τιμή η οποία του έγινε, γιατί είχε πάει στην Οξφόρδη τη δεκαετία του 50 (από το 54 έως το 56) ως φτωχός μεταδιδακτορικός φοιτητής. Είχε μαγευτεί από το χώρο. Του επιστράφηκε η τιμή όταν μετά από χρόνια έγινε επίτιμος διδάκτορας στην Οξφόρδη- κάτι που τιμούσε ο ίδιος όσο κανένας άλλος. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το εύρημα έγινε αποδεκτός από πλήθος πολιτικών από τους οποίους κράτησε τις αποστάσεις του ο Ανδρόνικος, μόνο αυτός ήξερε τι ψήφιζε και τι πρέσβευε. Εμείς γνωρίζαμε τι περίπου πρέσβευε και αυτό φαινόταν και στην καθημερινή συμπεριφορά του. Όμως, ανεξάρτητα από την υποστήριξη που του παρείχαν οι πολιτικοί της χώρας υπήρχε και η αποδοχή των ανθρώπων από έναν χώρο στον οποίο παλιά είχε κινηθεί, στο χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κάρολος Κουν και άλλοι που ήταν φίλοι του. Ο Ανδρόνικος, ως πολίτης, είχε μια μεγάλη απήχηση και εκτός ειδικότητας, μιας και, πριν να δει τους τάφους της Βεργίνας, έγραφε επιφυλλίδες. Αυτές τις μάζεψε αργότερα σε τρία βιβλία, και από τα οποία, διαβάζοντάς τα κανείς βλέπει το εύρος των ενδιαφερόντων του και την ευθυκρισία του σε θέματα που δεν ήταν της άμεσης ειδικότητάς του. Αξίζει κάποιος να τα ξεφυλλίσει. Ο Ανδρόνικος με τους άλλους ήταν κάθε άλλο παρά μυθοποιημένος. Από τα πράγματα που αγαπούσε να κάνει στην Βεργίνα, ήταν να παίζει τάβλι με τους φίλους του, να μιλάει για τις αναμνήσεις του με τους μαθητές του και να συζητάει τα επιστημονικά του προβλήματα ανοιχτά, έτοιμος για την κριτική και τη διαφωνία. Δεν νομίζω ότι υπήρχαν καθηγητές οι οποίοι μπορούσαν να εκθέσουν τις απόψεις τους και να εκτεθούν και να μην κερδίζουν από τις γνώμες των νέων ανθρώπων με τους οποίους κουβεντιάζουν. Ένα μεγάλο μάθημα για τη συλλογικότητα στην έρευνα, αλλά ταυτόχρονα και για την ευθύνη του υπεύθυνου απέναντι στην έρευνα. «Αν
πιστεύεις ότι είναι σωστό αυτό που λες, θα το υπογράψεις και άσε τους άλλους να πουν τις δικές τους αντιρρήσεις εγγράφως επίσης» ήταν το μότο του Μανόλη Ανδρόνικου. Βλέπουμε λοιπόν την επιστημονική συγκρότηση που είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το 1982, ο Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του, έχοντας ολοκληρώσει την ανασκαφή στη μεγάλη Τούμπα, και έχοντας υποστηρίξει την άποψη ότι βρισκόμαστε στην παλιά πρωτεύουσα της Μακεδονικού βασιλείου, τις Αιγές, αποφάσισε να διευρύνει την ανασκαφή, να αποκτήσει όσο γίνεται περισσότερα δεδομένα για την πόλη των Αιγών. Η ανασκαφή στο ανάκτορο είχε ολοκληρωθεί, αλλά το 82 εντοπίστηκε το θέατρο των Αιγών, κάτω από το ανάκτορο και σε μικρή απόσταση από αυτό και με πολεοδομική συσχέτιση με το άλλο - προφανώς κομμάτια του ίδιου πολεοδομικού προγράμματος θα λέγαμε - και άλλα σημεία του αρχαιολογικού χώρου, όπως η αγορά, αλλά και τα τείχη που περιέβαλλαν την αρχαία πόλη. Όλα αυτά γίνονται στις αρχές της δεκαετίας του 80. Στα μέσα της δεκαετίας και λίγο αργότερα έχουμε την τύχη να αποκαλύψουμε τάφους οι οποίοι ανάγονται στον 6 ο αιώνα π.χ.. Να κλείσουμε δηλαδή ένα κενό στα δεδομένα μας από τον 7 ο αιώνα του προϊστορικού νεκροταφείου μέχρι τον 4 ο αιώνα του κλασικού νεκροταφείου και του ανακτόρου, με νέα ευρήματα. Ξέρουμε ότι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία στις Αιγές και τον 6 ο αιώνα π.χ. Αυτά τα ευρήματα αντανακλούσαν πάλι μια εύρωστη κοινωνία παρόμοια με τα ευρήματα που έχουμε βρει στη Σίνδο, στη Θέρμη, στην Αγία Παρασκευή. Διευρύνεται πια το πρόσωπο της Αρχαίας Μακεδονίας, που για τον 6 ο αιώνα δεν το γνωρίζαμε καθόλου. Δυο χρόνια αργότερα βρήκαμε ευρήματα των αρχών του 5 ου αιώνα και για αυτό ένα κενό στη γνώση μας καλύφθηκε και ακόμα δεν έχει δημοσιευθεί. Πρόκειται για 32 πήλινα κεφάλια που ανήκουν μάλλον σε μορφές που συνόδευαν μια ταφή. Ίσως μετείχαν στην τελετουργία, είχαν στολίσει το γύρωγύρω του τάφου και μετά τα είχαν ρίξει μαζί με τα χώματα μέσα στον τάφο. Είναι έργα τέχνης μοναδικά των αρχών του 5 ου αιώνα, για τα οποία δεν γνωρίζαμε ως τώρα τίποτα. Η Αγορά των Αιγών, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανάκτορο και το θέατρο, άρχισε να σκάβεται το 1982, και είναι ένας ακόμα ενεργός επιστημονικός τομέας του οποίου έχω την άμεση επιστημονική ευθύνη. Η Αγορά είναι ένας χώρος ο οποίος πραγματικά μας άφησε πολύτιμα στοιχεία. Πρώτον, μας έδωσε επιγραφές οι οποίες διαβεβαιώνουν τη βασιλική παρουσία και στην Αγορά, την οποία έχουμε και
στο ανάκτορο και στο νεκροταφείο. Βρέθηκαν δυο επιγραφές που αναφέρουν το όνομα της γιαγιάς του Αλεξάνδρου, της Ευρυδίκης, που αφιέρωσε σε μια θεότητα, γνωστή στο πανελλήνιο, δευτερεύουσα βέβαια, την Εύκλεια. Το 1991, έναν χρόνο πριν ο Ανδρόνικος να διαπιστώσει ότι είναι βαριά άρρωστος, είχα την τύχη να είμαστε μαζί όταν βρέθηκε ένα εντυπωσιακό γλυπτό σε απόσταση μισού μέτρου από την επιφάνεια της γης, επίσης στην αγορά των Αιγών. Πρόκειται για ένα άγαλμα περίπου δύο μέτρων, με επιγραφή στη βάση που αναφέρει τη γιαγιά του Αλεξάνδρου, την Ευρυδίκη, κόρη του Σείρα, που το αφιερώνει στην Εύκλεια. Μαζί με το άγαλμα βρήκαμε και τρία κεφάλια, ένα από τα οποία είναι πορτραίτο μιας γυναίκας, έχει ρυτίδες, δηλώνοντας την ηλικία της. Πιστεύουμε ότι είναι το πορτραίτο της γιαγιάς του Αλεξάνδρου και αποτελεί μοναδικό για τους αρχαιολόγους εύρημα. Το 1993, όταν ο Ανδρόνικος είχε φύγει πλέον, εμείς συνεχίζαμε την ανασκαφή. Δημοσιεύθηκε ο τάφος της Περσεφόνης, ένα έργο που και αυτό έγινε σημείο αναφοράς για την Αρχαία Ελληνική ζωγραφική, γραμμένο με μια εντελώς νέα προσέγγιση, με διάφορους συλλογισμούς, στη σειρά που έχουν γίνει σχεδόν αποδεκτοί στο σύνολό τους από την επιστημονική κοινότητα. Η ανασκαφή συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου, με τα πενιχρά χρήματα του προϋπολογισμού του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Δυστυχώς, υπάρχει αδυναμία ένταξης των αρχαιολογικών ανασκαφών σε προγράμματα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αδύνατο να έχουμε χρήματα για μια τέτοια κατεύθυνση. Έτσι, λοιπόν, φέτος οι τρεις ανασκαφείς έσκαψαν με συνολικό ποσό και οι τρείς τους 27.500 ευρώ, για μια σειρά από πράγματα που υπερέβαιναν πολύ τις ανάγκες μας. Οι δράσεις μας συνεχίζονται σε πολλά σημεία παράλληλα με τις δημοσιεύσεις. Το 2008-2009, στην ανασκαφή της αγοράς των Αιγών, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα εντελώς απροσδόκητο εύρημα. Σε ένα λάκκο βρήκαμε ένα χάλκινο αντικείμενο μέσα στο χώμα. Οι εργάτες φοβήθηκαν για την πιθανότητα να είναι μια οβίδα. Το σημείο σκάφθηκε προσεκτικά. Είδαμε ότι είναι ένα χάλκινο αγγείο και ένα χρυσό σκεύος. Όταν βγάλαμε το καπάκι του χρυσού σκεύους κάτι γυάλιζε. Ήταν ένα στεφάνι βαλανιδιάς και κάτι άσπρα τα οποία είναι οστά ενός οργανισμού. Τα οστά ακτινογραφήθηκαν στο ΑΧΕΠΑ. Η συντήρηση του στεφανιού
ολοκληρώθηκε και μετείχε σε δύο εκθέσεις, στην Οξφόρδη και στο Λούβρο. Έπειτα εκτέθηκε και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο μιας έκθεσης για την αρχαιοκαπηλία, ως ένα δείγμα ευρήματος που όταν έχουμε όλα του τα στοιχεία μπορεί να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα, ενώ όταν κάποιος το αποκόψει από το περιβάλλον του, τότε αυτό χάνει όλα τα δεδομένα του. Το χρυσό αγγείο που ήταν μια σκευοθήκη, στην ουσία είναι ακόμα υπό συντήρηση. Ανάμεσα στα κόκκαλα υπάρχουν κομματάκια από χρυσές λεπτές κλωστές, προφανώς προερχόμενες από ένα χρυσό ύφασμα με το οποίο είχαν τυλιχθεί τα οστά του νεκρού. Το στεφάνι είναι εφάμιλλο με τα στεφάνια που προέρχονται από τους δύο γειτονικούς βασιλικούς τάφους, του Φιλίππου και του Πρίγκιπα. Και τα τρία είναι από βαλανιδιά, έχουν το ίδιο μέγεθος και χρονολογούνται περίπου στην ίδια περίοδο (305-300 π.χ.). Όσο για τις σκευοθήκες, σας θυμίζω ότι έχουμε τρεις λάρνακες: τη λάρνακα με τα οστά του Φιλίππου, αυτή με τα οστά της γυναίκας και το καινούριο χρυσό σκεύος με τα οστά του νεκρού που βρήκαμε στην Αγορά των Αιγών, όχι στο νεκροταφείο. Και θα πρέπει τις κλωστές να τις φανταστούμε να μετέχουν στη διακόσμηση ενός υφάσματος, όπως αυτό που βρέθηκε στην μεγάλη Τούμπα. Τα οστά καταρχήν ανασκάφηκαν πολύ προσεκτικά (όλα τα κομματάκια διαλέγονταν ένα-ένα αφαιρώντας προσεκτικά τα χώματα και ότι άλλο). Οι ανθρωπολόγοι που τα εξέτασαν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν έφηβο 14-18 χρόνων, ξέρουμε δηλαδή το φύλο και περίπου - την ηλικία του. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι αυτό το πλούσιο και παράξενο εύρημα ήταν βασιλικό. Το περίεργο είναι ότι βρέθηκε εκτός νεκροταφείου. Το να έχουμε μια περίπτωση αρχαιοκαπηλικής παρέμβασης ήταν τελείως απίθανο, καθώς δεν υπήρχε καμία διαταραχή μέσα στο σκάμμα, δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι ανακατώθηκαν τα στοιχεία με σκοπό να τα πάρει κάποιος άλλος. Ήταν ξεκάθαρο ότι το σκάμμα αυτό είχε σφραγιστεί στο τέλος του 4 ου αιώνα. Αυτός ο νεκρός θάφτηκε και στη συνέχεια σκεπάστηκε. Υπάρχει μια αρχαία πηγή που λέει ότι ο Κάσσανδρος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, πριν ακόμα γίνει βασιλιάς είχε βάλει στόχο να ξεκαθαρίσει όλη την οικογένεια του Αλεξάνδρου με σκοπό να γίνει ο μόνος διεκδικητής στο θρόνο της Μακεδονίας, κάτι που τελικά το κατάφερε στο τέλος του 4 ου αιώνα. Δολοφόνησε, λοιπόν, τον γιο του Αλέξανδρου, τον Αλέξανδρο Δ και τη μητέρα του. Δολοφόνησε και την Ολυμπιάδα, την μητέρα του Αλέξανδρου. Μια άλλη πηγή μας λέει ότι ο
Αλέξανδρος είχε και έναν άλλο γιο, τον Ηρακλή, και ότι δολοφονήθηκε και αυτός και η μητέρα του επίσης κατ εντολή του Κασσάνδρου. Όλα αυτά τα δεδομένα, τα ανθρωπολογικά, οι συνθήκες ανεύρεσης και η χρονολόγηση του σκάμματος, με άλλα στοιχεία που έχουμε, οδηγούν στη γοητευτική υπόθεση την οποία μοιάζουν να αποδέχονται οι συνάδελφοι, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος τάφος ανήκει στον Ηρακλή, γιο της Βαρσίνης και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος πιθανότατα θα γινόταν βασιλιάς μετά τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του, εάν δεν προλάβαινε να ζητήσει ο Κάσσανδρος να δολοφονηθεί, κάτι που επιβεβαιώνει μια εντολή που είχε δώσει ο Κάσσανδρος και λέγεται σε μια αρχαία πηγή ότι τα οστά του Ηρακλή δεν πρέπει να φαίνεται πουθενά πού είναι θαμμένα. Ο Κάσσανδρος, λοιπόν, ήθελε να ταφεί ο Ηρακλής χωρίς επιγραφές και πουθενά να μην αναφέρεται ότι το συγκεκριμένο σημείο είναι τάφος. Εκτιμούμε ότι όλα αυτά τα δεδομένα μας οδηγούν σε αυτή την υπόθεση. Βεβαίως, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν ξέρουμε ότι θα αποδειχθεί ποτέ απλώς πρέπει να αναιρεθεί αν κάποιο καινούριο στοιχείο προκύψει. Την επόμενη χρονιά το εύρημα αντιτέθηκε με δύο ακόμα ταφές. Δυο αγγεία μπηγμένα και αυτά μέσα στο χώμα, που περιείχαν τα οστά δύο νεκρών. Το ένα αγγείο είχε το σχήμα που είχε η ασημένια υδρία του τάφου του Πρίγκιπα που βρέθηκε στην μεγάλη Τούμπα και το πάνω κομμάτι του έχει αποσπασθεί με τα οστά του νεκρού, ασημένιο επίσης και της ίδιας ποιότητας. Έσπασε από το βάρος του χώματος. Με βάση τα ανθρωπολογικά δεδομένα, ο νεκρός είναι ένας ενήλικος, αλλά δεν μπορούμε να διαγνώσουμε το φύλο του. Δεν είχε άλλα ευρήματα στο εσωτερικό της σκευοθήκης αυτής. Το άλλο αντικείμενο είναι επίσης μοναδικό, ένας παναθηναϊκός αμφορέας, τον όποιο έχουμε μόνο σε πήλινη μορφή και είναι από αυτά τα αγγεία που δίνανε ως έπαθλα σε όσους μετείχαν στους Παναθηναϊκούς αγώνες κάθε τέσσερα χρόνια. Είναι πήλινα αττικά αγγεία και δίνονταν μόνο σε αθλητές που μετείχαν στους αγώνες στην Αθήνα. Αυτό είναι ασημένιο αγγείο, έχει το σχήμα παναθηναϊκού αμφορέα, είναι πολύ λεπτό στο τοίχωμα του, με εντυπωσιακή διακόσμηση επίχρυση σε ορισμένα σημεία. Στο εσωτερικό του, σχεδόν πέρσι το χειμώνα, βρήκαμε αρκετά πιεσμένο ένα στεφάνι ελιάς, μαζί με αντικείμενα από στολισμό υφάσματος, δεν είμαστε σίγουροι. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα δείχνουν ότι πρόκειται για ένα κοριτσάκι 3-4 χρόνων, το οποίο θάφτηκε με ένα στεφάνι ελιάς και τα οστά του είχαν επίσης καεί. Η ανασκαφή εδώ δεν έχει ολοκληρωθεί, το στεφάνι ακόμα συντηρείται, τα οστά πρέπει να εξεταστούν μήπως βρούμε περισσότερα δεδομένα. Δεν μπορούμε
να κάνουμε καμία υπόθεση για το ποια μπορεί να είναι αυτή η μικρή, δυστυχώς, πάντως σίγουρα δεν είναι αίμα του Αλέξανδρου, καθώς αυτός είχε πεθάνει χρονιά πριν γεννηθεί αυτό το κοριτσάκι. Είμαι ευτυχής που συνεργάζομαι με τέτοιους ανθρώπους υψηλού επιπέδου, οι οποίοι γνωρίζουν καλά το αντικείμενο τους και οι περισσότεροι είναι δόκτορες ή πρόκειται να γίνουν σε λίγο καιρό. Είμαι σίγουρη ότι αυτή η συνέχιση αυτής της ανασκαφής ενδιέφερε πολύ το Μανόλη Ανδρόνικο, όχι αναγκαστικά με τέτοια εντυπωσιακά ευρήματα - ήμασταν βέβαια τυχεροί που τα είχαμε και αυτά - ελπίζω πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι ώστε να μπορέσει η ανασκαφή, ως κομμάτι του ΑΠΘ, να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Πάντως, όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά τον Ανδρόνικο, να γίνουμε μαθητές του, συνεργάτες του, αλλά και φίλοι του, ήμαστε περισσότεροι τυχεροί από το ό,τι μετείχαμε σε αυτή την ανασκαφή. Ελπίζω, για όλους εσάς τους νεότερους, να έχετε αντίστοιχους δασκάλους, γιατί παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή σας. (Η απομαγνητοφώνηση έγινε από τη φοιτήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας Ιωάννα Καραγιάννη)