Η ενσυναίσθηση στην ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική



Σχετικά έγγραφα
Συγκεκριμένα, στο τέλος του μαθήματος, οι φοιτητές αναμένεται να έχουν επιτύχει τα εξής:

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Προσωπο-κεντρική θεωρία (person-centred) [πρώην Πελατο-κεντρική θεωρία ]

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 7 Α: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: V

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Ενίσχυση των σχέσεων και της συνεργασίας ανάμεσα στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς. Στηρίζεται στην ενεργητική παρουσία των συμμετεχόντων, στην

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 5: Ανθρωπιστικές θεωρίες: Η θεωρία της ενεργοποίησης πραγμάτωσης του Carl Rogers

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Ομάδες εφήβων. Ομάδα αυτογνωσίας εφήβων παραβατών

Εκπαίδευση στην Μη Κατευθυντική Σωματική Ψυχοθεραπεία - Σωματοσυναισθηματική N.D.S.P-S.E.R

Επαγγελματικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης στη. Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας

Θεραπευτική Νοσηλευτική Επικοινωνία με τον Ψυχικά Ασθενή

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ιαπροσωπικές σχέσεις στο πολυπολιτισµικό σχολείο

Επιμορφωτικό εργαστήριο

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Εκπαίδευση στην Υπαρξιακή προσέγγιση στην Ψυχοθεραπεία και την Συμβουλευτική

Ομάδες ψυχοεκπαίδευσης: "Δρω-Αλληλεπιδρώ", "Act-Interact"

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

Η χρήση ενεργητικών τεχνικών στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ΣΕΠ για την ενίσχυση της ενσυναίσθησης

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

Εισαγωγή στην Οδηγητική Συμβουλευτική. Γωγώ Κουμουνδούρου, Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, MSc, Phd

Τι είναι η ομαδική ψυχοθεραπεία;

Παπαμιχαλοπούλου Ελευθερία, Νηπιαγωγός Ειδικής Αγωγής Τ.Ε. 1 ο Νηπιαγωγείου Ελληνικού Υπ. Διδάκτορας Ειδικής Αγωγής, Τ.Ε.Α.Π.Η.

Παιδαγωγική Ψυχολογία Βιομηχανική Ψυχολογία

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Σέργια Σεργίδου, Φιλόλογος Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων 28 Μαρτίου 2015

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Δραστηριότητες γραμματισμού: Σχεδιασμός

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

Φορέας ιεξαγωγής: ΠΕΚ Λαμίας Συντονιστής: Σπυριδούλα Κατσιφή - Χαραλαμπίδη Τηλέφωνο:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

3) Αυτό-συμπόνια και φόβος της συμπόνιας προς και από τους άλλους Μαρίλια Νομικού, Γρηγόρης Σίμος, Μελίσσα Θεοχαρίδου

Παιδαγωγική προσέγγιση - Πρακτική Εφαρμογή Προγράμματος Πρόληψης και Προαγωγής της στοματικής υγείας στο μαθητικό πληθυσμό

Περιεχόμενα. Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή Κεφάλαιο 2. Είδη συμβουλευτικής ψυχολογίας Πρόλογος... 19

Θέματα για Συζήτηση. Παγίδες προς αποφυγή Τελικά.;

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

Η ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Π β.4: Οδηγός επιμορφωτή για τη ΘΕ5: «Συμβουλευτική και Επαγγελματικός προσανατολισμός και πληροφόρηση»

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 6: Ανθρωπιστικές θεωρίες: Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Abraham Maslow

Ομαδική λήψη απόφασης και βιωματικές ασκήσεις. Κατερίνα Αργυροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια

Μοναδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

Εφαρμογή Προγράμματος Αγωγής Στοματικής Υγείας»

Αξιολόγηση. Φ. Κ. Βώροs, «Αξιολόγηση του Μαθητή, και Παιδαγωγική Ευαισθησία (ή Αναλγησία)» 2. (

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα : Ψ WORKS FOR YOU BASIC EDITION

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Θεωρία και Εφαρμογές της Σχολικής Ψυχολογίας: Γνωστικές Διεργασίες

Προσεγγίσεις Μουσικοθεραπείας

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

Ετήσιο Πρόγραμμα Εξειδίκευσης στη Σύγχρονη Συμβουλευτική

α. η παροχή γενικής παιδείας, β. η καλλιέργεια των δεξιοτήτων του μαθητή και η ανάδειξη των

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ

«Διαχείριση συναισθημάτων. Αναστοχασμός των εκπαιδευτικών επί των πρακτικών για την προώθηση της εκπαίδευσης των μαθητών στη συναισθηματική ζωή».

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

1. Άδειας Ασκήσεως του Επαγγέλματος του Ψυχολόγου.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Στοιχείαδιδακτικής. Στόχοι μαθήματος φύλλα εργασίας ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Γεωργάτου Μάνια ΣχολικήΣύμβουλοςΠΕ04

3. Μεθοδολογία διδασκαλίας Ενηλίκων. Επιμόρφωση εκπαιδευτών/τριών Επιμορφωτικών Κέντρων Λευκωσία

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Δρ. Μαρία Καραγιάννη Σύμβουλος Αγωγής Υγείας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ. Ακολουθούν περιγραφές των Σεμιναρίων που οργανώνονται:

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΕΡΙΝΗ ΠΟΛΗ

Η καινοτομία των Βιωματικών δράσεων Παιδαγωγικές Αρχές. Ερευνητικές Διαδικασίες. Θεόδωρος Κ. Βεργίδης. Σχ. Σύμβουλος Π.Ε.03

Τι είναι ψυχοθεραπεία;

Αρκτικόλεξα Ελληνικών Όρων Αγγλικοί Όροι και Αρκτικόλεξα Πρόλογος Εισαγωγικό Σημείωμα... 21

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ)

«ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Περιεχόμενο & Στόχοι Μαθήματος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση»

Transcript:

Η ενσυναίσθηση στην ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική Φωτεινή Π. Κιρκιγιάννη, εκπαιδευτικός Μέρος Α ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 1.1. Εννοιολογικοί ορισμοί της ενσυναίσθησης Για την έννοια της ενσυναίσθησης οι ξένοι χρησιμοποιούν τον όρο empathy, ο οποίος προήλθε από την ελληνική λέξη εμπάθεια. Στην καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα, ο όρος εμπάθεια έχει αρνητικό περιεχόμενο και δεν αποδίδει την επιστημονική έννοια του όρου empathy. Στην ψυχολογία η έννοια αυτή είναι πολυσήμαντη. Κάποιοι Έλληνες μελετητές αποδίδουν τον όρο empathy ως εμπάθεια. Άλλοι ως εναίσθηση, άλλοι ως ενσυναίσθηση, άλλοι ως ενσυναίσθητη κατανόηση και άλλοι ως εμβίωση (Ματσαγγούρας, 2002). Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο όρος αυτός στην ελληνική θα μπορούσε να αποδοθεί ως μέθεξη (Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 1990). Ο Astin (1967), ο Smith (1989) και ο Shlien (1997) θεωρούν ότι ο όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη εμπάθεια αλλά όχι με τη σημερινή της σημασία. O Astin μιλά για «ενεργό εκτίμηση της συναισθηματικής εμπειρίας του άλλου», ο Smith για «πάθος» και ο Shlien επίσης για «πάθος» με την έννοια των παθών/δεινών (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004: 22-23). Οι εννοιολογικοί ορισμοί της ενσυναίσθησης είναι πολυάριθμοι και παρατηρείται περιορισμένη συμφωνία μεταξύ των μελετητών-ερευνητών. Ο Alder (1931) θεωρεί ως απαραίτητα συστατικά μιας επιτυχημένης θεραπείας το «να μπορούμε να βλέπουμε με τα μάτια του (άλλου) και να ακούμε με τα αυτιά του». Ο G. Mead (1934) ορίζει την ενσυναίσθηση ως την «ικανότητα να παίρνει κανείς το ρόλο ενός άλλου και να υιοθετεί εναλλακτικές προοπτικές σχετικά με τον εαυτό του». Ο Goutu (1951) υποστηρίζει ότι «ενσυναίσθηση είναι η διαδικασία κατά την οποία το άτομο για μια στιγμή προσποιείται στον εαυτό του ότι είναι κάποιος άλλος ώστε να μπορεί να διεισδύσει στην πιθανή συμπεριφορά του άλλου σε μια δεδομένη κατάσταση». Ο Freud (1921/1955) υποστηρίζει ότι «η ενσυναίσθηση παίζει το σημαντικότερο ρόλο στην κατανόηση του τι είναι εκ φύσεως ξένο στο Εγώ μας». Ο Piaget (1932/1965) βλέπει την ενσυναίσθηση ως μια γνωστική διεργασία που αφορά τη δυνατότητα που έχει ένα άτομο να παίρνει το ρόλο του άλλου. Ο Bachrach (1976) υποστηρίζει ότι «η ενσυναίσθηση μοιάζει με την ουσία αυτού στο οποίο οι πελατοκεντρικοί 1

θεραπευτές αναφέρθηκαν ως το να υιοθετείς το πλαίσιο αναφοράς του πελάτη ή αυτού στο οποίο οι ψυχαναλυτές αναφέρθηκαν ως εφήμερες, ελεγχόμενες ταυτίσεις». Ο Ryback (2001) ορίζει την ενσυναίσθηση ως «ευαίσθητη αλλά και ισχυρή επιλογή να επιτραπούν νοερές εικόνες και/ή αισθήσεις των εμπειριών τις οποίες μοιράζεται ο πελάτης να αναδυθούν μέσα από το θεραπευτή» (Σταλίκας & Χαμοδράκα, ό.π.: 23-24). Τρεις από τους σημαντικότερους μελετητές στο χώρο της ψυχοθεραπείας και πρωτοπόροι στις έρευνες που αφορούν την ενσυναίσθηση είναι οι Kohut, Field και Carl Rogers. O Kohut, πρωτεργάτης της ψυχαναλυτικής ψυχολογίας του εαυτού, ορίζει το 1959 την ενσυναίσθηση ως «ετεροενδοσκόπηση», μέσω της οποίας μπορούμε να μάθουμε πώς θα ήταν τα πράγματα για κάποιον άλλο σε μία παρόμοια ψυχολογική κατάσταση, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι το βίωμά μας θα μπορούσε να είναι το ίδιο με το βίωμα του άλλου. Ο Kohut βέβαια, άλλαζε συνέχεια τον τρόπο ορισμού της ενσυναίσθησης. Ο Field (1991) παρουσιάζει την ενσυναίσθηση ως ένα φαινόμενο προβολικής ταυτοποίησης όπου οι συμμετέχοντες συνδέονται ασυνείδητα (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Ο Carl Rogers, ο εμπνευστής της πελατο-κεντρικής θεωρίας (αργότερα προσωπο-κεντρικής), στην οποία η ενσυναίσθηση κατέχει σημαντική θέση, την ορίζει ως τη δυνατότητα να «αντιλαμβάνεται κανείς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς κάποιου άλλου με ακρίβεια, με τα συναισθηματικά στοιχεία και νοήματα που ενυπάρχουν σε αυτό, σαν να ήταν εκείνος ο άλλος άνθρωπος, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ τον όρο σαν» (Rogers, 1959, στο Μαλικιώση Λοΐζου, 2001: 110). Επομένως για τον Rogers ο θεραπευτής δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ τη δική του προσωπική ταυτότητα όταν εκφράζει ενσυναίσθηση. Στην πορεία ο Rogers αναθεωρεί κάποιες από τις αρχικές του απόψεις. Παρουσιάζει την ενσυναίσθηση ως μια διαδικασία κατά την οποία «εισέρχεσαι στον ιδιωτικό χώρο του άλλου και μένεις εκεί ζεις προσωρινά στη ζωή του άλλου» (Rogers, 1980, στο Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004: 41). Εδώ ο θεραπευτής προχωρά από τη «σαν να» κατάσταση και εισέρχεται πραγματικά στον κόσμο του άλλου. Μετατρέπεται σε ουσιαστικό παρατηρητή της ζωής του. Θα πρέπει να διαθέτει την ικανότητα ελέγχου του εαυτού του, κατανόησης του πελάτη δίχως να του ασκεί κριτική και να δείχνει στον πελάτη ότι τον κατανόησε. Η παράθεση κάποιων ενδεικτικών ορισμών της ενσυναίσθησης αναδεικνύει τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της. Μπορεί να υπάρχει περιορισμένη συμφωνία μεταξύ των μελετητών-ερευνητών, μπορεί ο καθένας να χρησιμοποιεί διαφορετικούς όρους προκειμένου να την περιγράψει, όπως ταύτιση, διείσδυση και υιοθέτηση, όμως όλοι οι μελετητές αναφέρονται σε διαδικασίες κατά τις οποίες το άτομο προσπαθεί να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Η έννοια της ενσυναίσθησης είναι μια θεωρητική κατασκευή με 2

ποικιλία αλλά και ασάφεια στη χρήση της, που αφορά συγκεκριμένες διαδικασίες οι οποίες μπορούν να διαφοροποιούνται από άλλες εννοιολογικά και εμπειρικά. Η πολλαπλότητα των θεωριών και των ορισμών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την ενσυναίσθηση επηρέασε και τη δυνατότητα μέτρησής της. Σήμερα, ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των ερευνητών είναι η Κλίμακα Διαπροσωπικής Ικανότητας Αντίδρασης (Interpersonal Reactivity Index) του Davis (1980) η οποία χρησιμοποιείται σε έρευνες για τη μέτρηση της ενσυναίσθησης. Μετρά γνωστικούς και συναισθηματικούς παράγοντες και έχει σταθμιστεί σε αρκετές χώρες όπως η Πορτογαλία, η Βραζιλία και η Ιαπωνία (Σταλίκας & Χαμοδράκα, ό.π.). 1.2. Έννοιες σχετικές με την ενσυναίσθηση Στην καθημερινή γλώσσα χρησιμοποιούμε έννοιες σαν να είναι ταυτόσημες με εκείνη της ενσυναίσθησης. Στην ψυχοθεραπεία όμως οι έννοιες αυτές παραπέμπουν σε διαφορετικούς μηχανισμούς και λειτουργίες και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Συνήθης είναι η ταύτιση της έννοιας συμπάθεια με αυτή της ενσυναίσθησης. Ο Ehmann (1971) παρατηρεί ότι η έννοια της συμπάθειας περικλείει στοιχεία όπως οίκτο, συλλύπηση και/ή συμφωνία τα οποία δε χαρακτηρίζουν την ενσυναίσθηση. Ο Katz (1963) υποστηρίζει ότι στη συμπάθεια η προσοχή του ατόμου στρέφεται στα δικά του συναισθήματα και στην υποτιθέμενη ομοιότητά τους με εκείνα του άλλου χωρίς να χάνει την προσωπική του ταυτότητα, ενώ στην ενσυναίσθηση η προσοχή του ατόμου στρέφεται στα συναισθήματα του άλλου χάνοντας προσωρινά τον εαυτό του. Οι Bohart και Greenberg (1997) παρατηρούν ότι η συμπάθεια μπορεί να παρασύρει το θεραπευτή. Να τον κάνει να χάσει την αντικειμενικότητά του και να προσπαθήσει να σώσει τον πελάτη αντί να τον βοηθήσει να σώσει ο ίδιος τον εαυτό του. Η έννοια της προβολής επίσης ταυτίζεται συχνά με την έννοια της ενσυναίσθησης. Η Dymond (1950) γράφει ότι η προβολή έχει να κάνει με σκέψεις και συναισθήματα του εαυτού που αποδίδονται σε κάτι ή σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό, παρά (όπως η ενσυναίσθηση) εκείνα που ο άλλος βιώνει. Η Dymond (1950) προσπάθησε επίσης να διαχωρίσει την έννοια της ταύτισης από εκείνη της ενσυναίσθησης. Συγκρίνοντας τις δύο έννοιες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ταύτιση το άτομο υιοθετεί κάποιο ρόλο που διαρκεί περισσότερο από την ενσυναίσθηση και ότι η ταύτιση είναι πιο συναισθηματική, διότι το άτομο έχοντας την επιθυμία να γίνει ακριβώς όπως κάποιος άλλος δημιουργεί μαζί του ένα πολύ στενό συναισθηματικό δεσμό. Επίσης συμπέρανε ότι η ταύτιση συμβαίνει σπανιότερα από την ενσυναίσθηση. Κατά τον 3

Greenson (1960) η ταύτιση είναι μια ασυνείδητη και μόνιμη διαδικασία που βοηθά στην καταπολέμηση του άγχους. Αντιθέτως η ενσυναίσθηση είναι προσυνειδητή, εφήμερη, και αποτελεί κυρίως μία προσπάθεια κατανόησης (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Μέρος Β Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗΣ Όλοι οι θεωρητικοί και ερευνητές ψυχολόγοι αναγνωρίζουν δύο κύριες πτυχές της ενσυναίσθησης: τη γνωστική και τη συναισθηματική. Κάποιοι απ αυτούς στο χώρο της συμβουλευτικής/ψυχοθεραπείας, ανάμεσά τους και ο Carl Rogers (1986), δίνουν έμφαση στις γνωστικές πτυχές της και άλλοι στις συναισθηματικές. Άλλοι ερευνητές λαμβάνουν υπόψη και τις δύο πτυχές στις περιγραφές τους. Σ ένα δεύτερο επίπεδο, πολλοί ερευνητές αναγνωρίζουν μία τρίτη διάσταση της ενσυναίσθησης, το επικοινωνιακό στοιχείο, ενώ οι εκπρόσωποι όλων των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε μία τέταρτη διάσταση, την ενσυναίσθηση κατανόηση (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Η γνωστική ή διάσταση κατανόησης αναφέρεται στη νοητική κατανόηση της εμπειρίας του άλλου (Barrett-Lennard, 1962, 1981; Borke, 1971; Kohut, 1971; Rogers, 1986; στο Σταλίκας & Χαμοδράκα, ό.π.). Δηλαδή το άτομο σ αυτή την περίπτωση βλέπει και εκτιμά από τη σκοπιά του άλλου (Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 1990). Η συναισθηματική ή βιωματική διάσταση αναφέρεται στο άμεσο βίωμα των συναισθημάτων του άλλου (Allport, 1961; Langer, 1967; Mehrabian & Epstein, 1972; Stotland, 1969, στο Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Με αυτή την έννοια, ένα άτομο συμμερίζεται τη συναισθηματική κατάσταση ή εμπειρία ενός άλλου ατόμου (Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 1990). Η επικοινωνιακή διάσταση της ενσυναίσθησης σύμφωνα με τους Goldstein και Michaels (1985) αφορά τη μεταβίβαση, με ακρίβεια και ευαισθησία, στον άλλο της κατανόησης του συναισθηματικού του κόσμου ή σύμφωνα με τον Hackney (1978) τη δεξιότητα του θεραπευτή να απαντά ακριβώς και επαρκώς στα μηνύματα του πελάτη (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Επίσης ο ψυχοθεραπευτής για να εκφράσει αισθήματα ενσυναίσθησης και κατανόησης προκειμένου για τη δημιουργία μιας καλής θεραπευτικής σχέσης με τον πελάτη μπορεί να ρυθμίσει κατάλληλα τη μη λεκτική του συμπεριφορά (Πολεμικός & Κοντάκος, 2002: 229). Η τέταρτη αξιόλογη διάσταση της ενσυναίσθησης η ενσυναίσθητη κατανόηση (empathetic understanding) θεωρείται ουσιαστική σε διάφορους τομείς της ψυχοθεραπείας. Διδάσκεται σύμφωνα με τον Egan (1994) ως συμβουλευτική δεξιότητα και θεωρείται 4

σύμφωνα με τους Abendorth, Horne, Ollendick & Passmore (1977) και τους Sexton & Whiston (1991) αξιόπιστος δείκτης της αποτελεσματικότητας του συμβούλου (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Ένας εννοιολογικός ορισμός του όρου ενσυναίσθητη κατανόηση τη χαρακτηρίζει ως την «ψυχική διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο προσπαθεί να αναγνωρίσει δηλώσεις, μορφές συμπεριφοράς ή συναισθήματα ενός άλλου ατόμου και μάλιστα από την οπτική που βρίσκεται το άλλο άτομο». Αυτό απαιτεί «ένα πολύ καλό μάτι και αυτί» και από την άλλη «να μπει κανείς στη θέση» του άλλου (Παπαδόπουλος, 2005: 320). Ο όρος ενσυναίσθητη κατανόηση εισήχθη στην ψυχοθεραπεία από τον Rogers και την πελατο-κεντρική ψυχοθεραπεία. Ο Rogers αναλύοντας μαγνητοφωνημένες συζητήσεις και με βάση τις θεραπευτικές συνθήκες περιγράφει την ενσυναίσθητη κατανόηση ως μία λειτουργία του θεραπευτή, μία προσπάθεια να κατανοήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τον εσωτερικό κόσμο του θεραπευόμενου και τον ίδιο το θεραπευόμενο, έτσι όπως ο τελευταίος βλέπει τον εσωτερικό του κόσμο και τον εαυτό του και να μοιραστεί μαζί του τα αισθήματά του για εκείνον. Από την άποψη αυτή σύμφωνα με τον Goodman (1991) ο θεραπευτής μπορεί να κατανοήσει περισσότερα για τις εσωτερικές διαδικασίες του πελάτη, απ ότι ο ίδιος ο πελάτης (Παπαδόπουλος, ό.π.). Η προσωπο-κεντρική θεραπευτική προσέγγιση, η οποία αποτελεί μετονομασία της πελατο-κεντρικής, υποστηρίζει ότι η μάθηση και η αλλαγή στον άνθρωπο επιτυγχάνονται μέσα από τη βοηθητική διαπροσωπική σχέση. Για να υπάρξει αυτή η μάθηση θα πρέπει να συνηγορούν κάποιοι παράγοντες μεταξύ των οποίων και η ενσυναίσθητη κατανόηση. Η ενσυναίσθητη κατανόηση «αναφέρεται στην ικανότητα του συμβούλου να νιώθει τα συναισθήματα του συμβουλευόμενου σαν να ήταν δικά του, χωρίς όμως να εμπλέκει δικά του συναισθήματα σε αυτή τη διαδικασία προϋποθέτει την ενεργητική ακρόαση και την κατανόηση των συναισθημάτων και των προσωπικών νοημάτων όπως εκφράζονται από τον ίδιο το συμβουλευόμενο. Δεν αποτελεί μόνο αντικειμενική γνώση («καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημά σου»), Αντίθετα, είναι μια βαθιά και υποκειμενική κατανόηση του συμβουλευόμενου με το συμβουλευόμενο» (Μαλικιώση Λοΐζου, 2001: 46). Για τους πελατοκεντρικούς και τους βιωματικούς θεραπευτές ο όρος βαθιά σημαίνει να «συλλάβει ο θεραπευτής τη λεπτότητα και την οργανωτική πολυπλοκότητα των άμεσων, των εδώ και τώρα αισθανόμενων νοημάτων και βιωμάτων του πελάτη» (Bohart & Greenberg, 1997: 442). Αξίζει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι δεν αρκεί να διαθέτει ο σύμβουλος την ικανότητα της ενσυναίσθητης κατανόησης αλλά θα πρέπει να είναι σε θέση και να τη μεταδώσει στον άλλο (Rogers, 1961 στο Μαλικιώση Λοΐζου, 2004). Η ενσυναίσθητη κατανόηση επίσης 5

αναφέρεται στη διαδικασία του να μπεις στη θέση του άλλου και όχι στο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Το πόσο καλό είναι αυτό το αποτέλεσμα εξαρτάται από διάφορες μεταβλητές όπως ο βαθμός αποδοχής, η διαθεσιμότητα και η ποιότητα των πληροφοριών, η απουσία διαταραχών, η ετοιμότητα του θεραπευόμενου να δεχτεί την κατανόηση του θεραπευτή κτλ (Παπαδόπουλος, 2005). Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, είναι απαραίτητο να επισημανθεί η σημασία της ενσυναίσθητης κατανόησης του εκπαιδευτικού σε ένα μαθητοκεντρικό μοντέλο μάθησης. «Με τον όρο ενσυναίσθητη κατανόηση (ή εμβίωση, κατά τον Ε. Παπανούτσο) ορίζεται η ικανότητα του καθηγητή-συμβούλου να κατανοεί τον κόσμο των μαθητών του έτσι όπως οι ίδιοι τον αντιλαμβάνονται Η ενσυναίσθηση σύμφωνα με τους Duan & Hill (1996) προϋποθέτει την κατανόηση του συμβουλευόμενου σε γνωστικό (τι σκέπτεται και τι λέει) αλλά και στο θυμικό επίπεδο (τι αισθάνεται)» (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001: 110). Για να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να λειτουργήσει αποτελεσματικά μέσα σε ένα μαθητοκεντρικό μοντέλο μάθησης, για να μπορέσει να υπάρξει επικοδομητική, βοηθητική διαπροσωπική σχέση, πρέπει οπωσδήποτε να διαθέτει ένα σύνολο χαρακτηριστικών μεταξύ των οποίων και την ενσυναίσθητη κατανόηση. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο της συμβουλευτικής διαδικασίας, το διερευνητικό, η ενσυναίσθητη κατανόηση, σε συνδυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά και δεξιότητες του συμβούλου, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη θεμελίωση μιας αρμονικής σχέσης με τον συμβουλευόμενο. Ο εκπαιδευτικός που διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά διευκολύνει, εμψυχώνει, υποστηρίζει τους μαθητές του και δείχνει ευαισθησία στις κοινωνικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Μέρος Γ Η ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΛΑΤΟ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 3.1. Η έννοια της ενσυναίσθησης στην πελατο-κεντρική θεωρία. Το θέμα της ενσυναίσθησης απασχολεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό τους ψυχολόγους όλων σχεδόν των προσεγγίσεων: της ψυχοδυναμικής, της συμπεριφοριστικής, της ανθρωπιστικής και της διαπολιτισμικής, η οποία έκανε την εμφάνισή της τις δύο τελευταίες δεκαετίες και θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική στο χώρο της εκπαίδευσης. Η σημασία όμως της ενσυναίσθησης αναδείχθηκε κυρίως από την πελατο-κεντρική θεωρία και τις ιδέες του εμπνευστή της Carl Rogers. Η πελατο-κεντρική θεωρία βασίζεται σε μια πολύ θετική πεποίθηση για τη φύση του ανθρώπου. Γι αυτό άλλωστε τοποθετείται στις θεωρίες που ανήκουν στη λεγόμενη «Τρίτη 6

Δύναμη» (όρος που εισήχθη από τον Abraham Maslow) στην περιοχή της υπαρξιστικής, ανθρωπιστικής ψυχολογίας. Η γενική θέση αυτής της θεωρίας είναι ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ανεξάρτητος, ελεύθερος, παραγωγικός, δημιουργικός και κοινωνικός (Δημητρόπουλος, 1989: 210). Ο Bozarth (1997) παρουσιάζει με σφαιρικό τρόπο τις θεωρητικές θέσεις του Rogers αναφορικά με την έννοια της ενσυναίσθησης, παραθέτοντας έξι σημεία, όπως ακριβώς έχουν διατυπωθεί από τον ίδιο τον Rogers το 1959. Η ενσυναίσθηση: συνιστά (α) μια κεντρική θεραπευτική δομή παρά μια προϋπόθεση για άλλες μορφές θεραπείας, (β) μια στάση του θεραπευτή απέναντι στο βίωμα του πελάτη παρά μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, (γ) μια διαπροσωπική διαδικασία στηριζόμενη σε μια «μη κατευθυντική στάση», και (δ) ένα μέρος μιας συνολικής στάσης, κατά την οποία η εμπειρία της ενσυναισθητικής κατανόησης διαπλέκεται με τη συνέπεια του θεραπευτή και την εμπειρία της άνευ όρων θετικής αντιμετώπισης του πελάτη. Στη συνέχεια ο Bozarth κάνει μια σύνοψη των παραπάνω θέσεων του Rogers, αναφέροντας ότι: η ενσυναίσθηση κατά τον Rogers είναι μια έννοια που διαπλέκεται με τη συνέπεια και την άνευ όρων θετική αντιμετώπιση, όπως αυτές συνυπάρχουν μέσα στην υπόθεσή του, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για μια διαδικασία με στόχο την κατανόηση του πλαισίου αναφοράς του πελάτη και όχι την επίτευξη ενός συγκεκριμένου θεραπευτικού στόχου, καθώς και για μια στάση παρά για ένα συγκεκριμένο τρόπο απάντησης (Bozarth, 1997:82). Ο Rogers λοιπόν θεωρεί την ενσυναίσθηση, την άνευ όρων θετική αντιμετώπιση και τη συνέπεια ως αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες προκειμένου για την επίτευξη θεραπευτικής αλλαγής. Η συνέπεια σύμφωνα με τον ίδιο (1957, στο Bozarth, 1997: 98-99) έγκειται στο ότι «μέσα στη σχέση (ο θεραπευτής) είναι ελεύθερα και σε όλο το βάθος ο εαυτός του, με το πραγματικό του βίωμα να αναπαρίσταται με ακρίβεια από τη γνώση του εαυτού του». Η άνευ όρων θετική αντιμετώπιση σημαίνει ότι «στο βαθμό που ο θεραπευτής βλέπει τον εαυτό του να βιώνει θερμή αποδοχή κάθε πτυχής της εμπειρίας του πελάτη ως ένα μέρος αυτού του πελάτη, εκφράζει άνευ όρων θετική αντιμετώπιση» (:100). Η ενσυναίσθηση σημαίνει «να αισθάνεσαι τον πραγματικό κόσμο του πελάτη σαν να ήταν δικός σου, χωρίς όμως να χάνεις ποτέ την ιδιότητα σαν να» (:100). 7

Όλοι οι εκπρόσωποι της πελατο-κεντρικής θεωρίας είναι απόλυτοι στο θέμα του διαχωρισμού των τριών εννοιών, αλλά υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίος ο συνδυασμός τους. Ο Rogers (1957, στο Bohart & Greenberg, 1997:7) αναφέρει ότι ο συνδυασμός αυτός «συμβάλλει στην ύπαρξη ενός ασφαλούς κλίματος, όπου οι πελάτες θεραπεύουν τον εαυτό τους μέσω των δικών τους τάσεων αυτοπραγμάτωσης». Η αυτοπραγμάτωση για τον Rogers είναι η βασική τάση του ανθρώπου για ανεξαρτησία, αλλαγή και ελεύθερη έκφραση (Μαλικιώση Λοΐζου, 2001). Επίσης ο Rogers καθώς και όλοι οι οπαδοί της θεωρίας του υποστηρίζουν το μη κατευθυντικό στοιχείο της ενσυναίσθησης δηλαδή τον απόλυτο συγχρονισμό του θεραπευτή με το βίωμα του πελάτη σε αντίθεση με τον προγραμματισμό και την επιτάχυνση της διαδικασίας. Ο Rogers δε θέτει στόχους για τους πελάτες, δεν είναι υπέρ της χρήσης τεχνικών, θεραπευτικών απαντήσεων και γενικότερα εργαλείων για την επίτευξη της ενσυναίσθησης και τη θετική έκβαση της θεραπείας. Έτσι όταν θέλει να αναφερθεί στην πράξη του θεραπευτή με στόχο των αποσαφήνιση των συναισθημάτων του πελάτη χρησιμοποιεί τους όρους αποσαφήνιση, αντανάκλαση και αντανάκλαση συναισθημάτων. Πολλά από τα αξιώματα του Rogers σχετικά με την ενσυναίσθηση έχουν υποστηριχθεί από τα αποτελέσματα ερευνών και ο ίδιος παρουσιάζει κάποια απ αυτά στο κλασικό του άρθρο για την ενσυναίσθηση το 1975: (1) Ο ιδανικός θεραπευτής είναι πρώτα απ όλα ενσυναισθητικός. (2) Η ενσυναίσθηση συσχετίζεται με την αυτοδιερεύνηση και την προαγωγή της διαδικασίας. (3) Η ενσυναίσθηση προβλέπει από την αρχή της σχέσης τη μετέπειτα επιτυχία. (4) Ο πελάτης φτάνει να διακρίνει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση σε επιτυχημένες περιπτώσεις. (5) Η κατανόηση μεταβιβάζεται από το θεραπευτή. (6) Όσο πιο έμπειρος ο θεραπευτής, τόσο πιο πιθανό να είναι ενσυναισθητικός. (7) Η ενσυναίσθηση είναι μία ξεχωριστή αξία μέσα στη σχέση και οι θεραπευτές προσφέρουν οπωσδήποτε περισσότερη απ ό,τι οι πλέον εξυπηρετικοί φίλοι (8) Όσο καλύτερη είναι η σχέση του θεραπευτή με τον εαυτό του, τόσο μεγαλύτερος και ο βαθμός της ενσυναίσθησης που εξωτερικεύει. (9) Οι έμπειροι θεραπευτές συχνά πλησιάζουν πολύ στο να γίνουν ενσυναισθητικοί. (10) Οι πελάτες είναι καλύτεροι κριτές του επιπέδου της θεραπείας απ ό,τι οι θεραπευτές. (11) Η εξυπνάδα και η διαγνωστική αντίληψη δεν σχετίζονται με την ενσυναίσθηση. (12) Ο 8

ενσυναισθητικός τρόπος ζωής μπορεί να μαθευτεί από ενσυναισθητικούς ανθρώπους (Rogers, 1975, στο Bozarth, 1997:90). Συνοψίζοντας ο Rogers και όλοι οι οπαδοί της πελατο-κεντρικής (αργότερα προσωποκεντρικής) θεωρίας πιστεύουν στην ικανότητα και στη θέληση του θεραπευτή να κατανοήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του πελάτη, από την οπτική γωνία του πελάτη, αντιμετωπίζοντάς τον πάντοτε και χωρίς εξαίρεση με θετικό τρόπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά εμφανίζεται ένας σεβαστός αριθμός θεωρητικών και ερευνητικών εξελίξεων που αφορούν την προσωπο-κεντρική και την υπαρξιακή προσέγγιση. Επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του συμβούλου και δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στην ενεργό συμμετοχή του στην επεξεργασία καταστάσεων τις οποίες εκθέτουν οι συμβουλευόμενοι. Μία ενδιαφέρουσα επίσης, πρόσφατη θεωρητική εξέλιξη, με βάση ερευνητικά δεδομένα είναι η διαπίστωση ότι η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων θετική εκτίμηση και η γνησιότητα αποτελούν τους μοναδικούς συντελεστές της αλλαγής (Bozarth, 1990; Brodley, 1990, στο Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001:34). 3.2. Οι απαντήσεις του ενσυναισθητικού θεραπευτή στην πελατο-κεντρική προσέγγιση Σύμφωνα με την πελατο-κεντρική προσέγγιση ο ενσυναισθητικός θεραπευτής κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας τηρεί κάποιες στάσεις και επιδεικνύει μερικές συμπεριφορές οι οποίες συνιστούν εκφράσεις αυτών των στάσεων. Διαθέτει μετα-δεξιότητες απάντησης που αποτελούν τη βάση των απαντήσεών του στον θεραπευόμενο και σύμφωνα με τον Rogers αναφέρονται στην ποιότητα των στάσεών του. Ο θεραπευτής χρησιμοποιεί τέσσερα είδη απαντήσεων, αντιπροσωπευτικά της ενσυναισθητικής κατανόησης του πλαισίου αναφοράς του πελάτη: «τις ενσυναισθητικές απαντήσεις, τις απαντήσεις σε ερωτήσεις και αιτήματα του πελάτη, την απάντηση ενσυναισθητικής κατανόησης και τις ενσυναισθητικές αντιδράσεις» (Bozarth, 1997:93). Όσον αφορά τις ενσυναισθητικές απαντήσεις, ο θεραπευτής μεταβιβάζει την ενσυναίσθηση στον πελάτη λεκτικά και μη λεκτικά, ενώ παράλληλα επιδιώκει να λάβει από τον πελάτη τη διαβεβαίωση ότι κατανοεί ορθά τα νοήματα που αυτός επιθυμεί να μεταβιβάσει (Bozarth, 1997). Οι απαντήσεις σε ερωτήσεις και αιτήματα του πελάτη, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της πελατο-κεντρικής θεωρίας, εμφανίζονται συχνά κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Πρέπει να είναι άμεσες, ειλικρινείς, αυθεντικές, να βασίζονται στο σεβασμό της προσωπικότητας του πελάτη και στην εμπιστοσύνη στις εκ φύσεως θετικές και αυτοκατευθυντικές ικανότητές του. Μία τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του θεραπευτή εξισώνεται με τη θεραπευτική στάση της ενσυναισθητικής προσαρμογής στον κόσμο του 9

πελάτη (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Οι απαντήσεις ενσυναισθητικής κατανόησης αποτελούν μία μη κατευθυντική διαδικασία και έλαβαν την ονομασία τους από τον Brodley (1977, 1986, στο Bozarth, 1997). Αρκετοί μελετητές θεωρούν ότι οι απαντήσεις αυτές είναι ο καλύτερος τρόπος να τηρήσει ο θεραπευτής ενσυναισθητική στάση και να μάθει να εμπιστεύεται τον πελάτη (Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004). Σχετικά με τις ενσυναισθητικές αντιδράσεις ο Bozarth (1997:94) αναφέρει ότι ενώ ο Rogers ακολουθούσε συχνά τη μέθοδο της αντανάκλασης, αντιδρούσε στα μηνύματα που έπαιρνε από τον πελάτη με ποικίλους τρόπους που τον έκαναν να νιώθει ότι εκφράζει ενσυναίσθηση και ότι είναι απολύτως παρών για τον πελάτη. Επίσης ο Bozarth (1997:96) αναφέρει ότι η έννοια των ενσυναισθητικών αντιδράσεων προϋποθέτει θεωρητικά την ύπαρξη ενός δεσμού ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και τη συνέπεια, την οποία ο Rogers χαρακτήριζε κατά καιρούς ως διαφάνεια του θεραπευτή σε σχέση με τον άλλο. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφάνεια και η συνέπεια του θεραπευτή τόσο μεγαλύτερη είναι και η ενσυναίσθηση που εκφράζει. 3.3. Αυτοενσυναίσθηση Στην πελατο-κεντρική θεωρία η ενσυναίσθηση συνιστά μία στάση που πρέπει να τηρεί ο θεραπευτής μέσα στην ψυχοθεραπεία προκειμένου η προσδοκώμενη αλλαγή στην προσωπικότητα του πελάτη να έχει θετική έκβαση. Επομένως η ενσυναίσθηση νοείται ως στάση και έκφραση ενός ατόμου απέναντι σε κάποιο άλλο, έχει δηλαδή διαπροσωπικό χαρακτήρα. Ο Barrett-Lennard (1997, στο Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004) περιγράφει ένα διαφορετικό τύπο ενσυναίσθησης, την αυτοενσυναίσθηση, η οποία δεν έχει διαπροσωπικό χαρακτήρα, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεραπευτική αλλαγή. Η αυτοενσυναίσθηση αναφέρεται στην επικοινωνία μεταξύ του συνειδητού εαυτού και της κρυμμένης οργανικής ύπαρξης του πελάτη. Η πελατο-κεντρική προσέγγιση προτείνει αυτή τη διάκριση του εαυτού σε δύο κύρια μέρη. Ο οργανικός εαυτός είναι ένα καθ όλα ζωντανό σύστημα συνυφασμένων στοιχείων και υποσυστημάτων, τα οποία συνενώνονται δυναμικά σε μια πολύπλοκη ενότητα που θέτει σε λειτουργία το συνειδητό εαυτό. Ο συνειδητός εαυτός έχει τη δική του ξεχωριστή φύση και δε λειτουργεί πάντοτε στη βάση των βιολογικών συστημάτων. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο οργανικός εαυτός, σε κάποια από τα επίπεδά του, συνδέεται άμεσα με το συνειδητό εαυτό, ο οποίος μπορεί να είναι ιδιαίτερα δεκτικός σε σχέση με τα εσωτερικά συστατικά του και να δίνει μεγάλη προσοχή στις ανάγκες του οργανικού εαυτού. Σύμφωνα με τον Barrett-Lennard (1981, 1993, 1997 στο Σταλίκας & Χαμοδράκα, 2004) η αυτοενσυναίσθηση είναι η δυνατότητα κατά την οποία η συνειδητή πλευρά του εαυτού μας 10

στρέφεται προς μία ειδική ακρόαση του ευρέως οργανικού εαυτού που βρίσκεται από κάτω. Είναι μια επικοινωνία που κρίνεται καθοριστική προκειμένου να διασφαλιστεί μια εξ ολοκλήρου αρμονική διαβίωση. Το άτομο που έρχεται σε επαφή με την προσωπική του εσωτερική ύπαρξη γίνεται περισσότερο ευαίσθητο στον εσωτερικό συναισθηματικό κόσμο των άλλων και δε φοβάται να ανταποκριθεί σε ό,τι εκείνοι εκφράζουν. Μέσω λοιπόν της αυτοενσυναίσθησης ανοίγει ο δρόμος για τη διαπροσωπική ενσυναίσθηση, ενώ και το αντίστροφο μπορεί να συμβεί πολύ εύκολα. Ωστόσο, το θέμα της αυτοενσυναίσθησης παραμένει ανοιχτό για περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση. Μέρος Δ Η ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 4.1. Η σημασία της ενσυναίσθησης στη συμβουλευτική διαδικασία. Οι πολύχρονες έρευνες στο χώρο της συμβουλευτικής συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ένα από τα χαρακτηριστικά του αποτελεσματικού συμβούλου είναι η ενσυναίσθητη κατανόηση (Aspy & Roebuck, 1974; Berenson & Mitchell, 1974; Bergin & Strupp, 1972; Carkhuff & Berenson, 1967; Μαλκιώση-Λοΐζου, 1994; Pietrofesa et al., 1984; Rogers et al., 1967; Truax & Carkhuff, 1967, στο Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001: 109). Η ενσυναίσθητη κατανόηση (όπως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά) αφορά όλες τις βοηθητικές προσεγγίσεις και πρέπει να εμφανίζεται σε όλα τα στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας (Sloane et al., 1975; Strupp, 1989; Wallerstein, 1989, στο Μαλικιώση-Λοΐζου, ό.π.: 110). Άλλες έρευνες έδειξαν ότι όταν οι εκπαιδευτικοί προσφέρουν ενσυναίσθητη κατανόηση καθώς και τις άλλες διευκολυντικές τους δεξιότητες σε μεγάλο βαθμό, βοηθούν τους μαθητές τους να επιτύχουν ανώτερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα και να αναπτυχθούν συναισθηματικά (Aspy, 1969, 1972; Aspy & Hadlock, 1967; Aspy & Roebuck, 1977; Berenson, 1971; Griffin & Banks, 1969; Hefele, 1971; Kratochril et al. 1969; Morse, 1994; Stoffer, 1970; Truax & Tatum, 1966, στο Μαλικιώση-Λοΐζου, ό.π.: 111). 4.2. Η ενσυναίσθηση στη συμβουλευτική σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή Πολυετείς έρευνες στο χώρο της κοινωνικοψυχολογίας πάνω στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση, έχουν αναδείξει κάποιες δεξιότητες του εκπαιδευτικού-συμβούλου ως κατάλληλες για τη δημιουργία μιας επιτυχημένης, εποικοδομητικής βοηθητικής σχέσης με το μαθητή (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001). 11

Μία απ αυτές τις δεξιότητες είναι και η ορθή αντίληψη. Η ορθή αντίληψη του εκπαιδευτικού έγκειται στην ικανότητά του να αποκρυπτογραφεί συγκεκριμένα σημεία της κατάστασης του μαθητή με σκοπό την πρόκληση συγκεκριμένης αντίδρασης σε αυτόν. Η ενσυναίσθηση, δηλαδή η ικανότητα του εκπαιδευτικού-συμβούλου να μπαίνει στη θέση του μαθητή-συμβουλευόμενου και να νιώθει πώς αισθάνεται εκείνος, είναι το τρίτο βήμα μετά τη βελτίωση της αυτογνωσίας του και την απόκτηση εμπειρίας στο οποίο θα πρέπει να προβεί ο εκπαιδευτικός-σύμβουλος για να βελτιώσει την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται ορθά την κατάσταση του μαθητή του. Ειδικότερα, η ενσυναίσθηση του εκπαιδευτικού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλα τα εξελικτικά στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας (σύμφωνα με το ανθρωπιστικό μοντέλο τα στάδια αυτά είναι: το διερευνητικό, το στάδιο της ενόρασης και το στάδιο της δράσης) και καθορίζει την αποτελεσματικότητά του στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Στο πρώτο στάδιο, το διερευνητικό, ο μαθητής-συμβουλευόμενος ενθαρρύνεται να εκφράσει ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και έτσι ο σύμβουλος οδηγείται σε πληρέστερη κατανόηση του προβληματισμού του συμβουλευόμενου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η δημιουργία μιας αρμονικής σχέσης. Η ενσυναίσθητη κατανόηση του συμβούλου σε συνδυασμό και με άλλες δεξιότητές του βοηθά στην εδραίωση αυτής της σχέσης και στην προσπάθεια διερεύνησης γενικότερα. Στο δεύτερο στάδιο, της ενόρασης, κατά το οποίο ο εκπαιδευτικός-σύμβουλος πρέπει να κατανοήσει τα στοιχεία εκείνα που κινητοποιούν ή εμποδίζουν το μαθητή-συμβουλευόμενο να επιτύχει τους στόχους του, μία από τις δεξιότητες του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι η πρόκληση ή αντιμετώπιση κατά μέτωπο. Ο εκπαιδευτικός χρησιμοποιεί αυτή τη δεξιότητα προκειμένου να φέρει το μαθητή αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις του για να τον βοηθήσει να επικοινωνήσει καλύτερα με τον εαυτό του και τα συναισθήματά του. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να παρεξηγηθεί ο εκπαιδευτικός-σύμβουλος από το μαθητήσυμβουλευόμενο. Γι αυτό είναι απαραίτητο να χειρίζεται την πρόκληση με λεπτότητα, προσοχή και ενσυναίσθηση. Μια άλλη δεξιότητα την οποία πρέπει να διαθέτει ο εκπαιδευτικός στο στάδιο της ενόρασης είναι η ερμηνεία, δηλαδή η παρέμβασή του που προχωρά πέρα απ αυτά που έχει εκφράσει λεκτικά ο μαθητής. Η ερμηνεία συνδέεται στενά με την ορθή αντίληψη της κατάστασης του μαθητή, επομένως και με την ικανότητα ενσυναίσθησης του εκπαιδευτικού-συμβούλου. Η αυτοαποκάλυψη, μία άλλη ουσιαστική δεξιότητα του εκπαιδευτικού στο στάδιο της ενόρασης, έγκειται στην αποκάλυψη εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων του στο μαθητή προκειμένου ο τελευταίος να συσχετίσει τις εμπειρίες του με τις προσωπικές εμπειρίες του εκπαιδευτικού και να ξεπεράσει τις δυσκολίες 12

του. Αυτή η αντιστοιχία εμπειριών, σκέψεων ή συναισθημάτων μεταφέρει στο μαθητή το μήνυμα της ενσυναίσθησης κι έτσι προάγεται η ενόραση. Τέλος, στο τρίτο στάδιο της συμβουλευτικής διαδικασίας, το στάδιο της δράσης, ο εκπαιδευτικός κάποιες φορές πρέπει να παρέχει πληροφόρηση στο μαθητή με σκοπό να τον βοηθήσει να διερευνήσει σε βάθος το πρόβλημά του και να δραστηριοποιηθεί για την επίλυσή του. Η πληροφόρηση συνιστά μια επικοινωνιακή δεξιότητα του εκπαιδευτικού-συμβούλου που είναι δύσκολη στην εφαρμογή της διότι η παροχή της προϋποθέτει ορθή αντίληψη της κατάστασης του μαθητή εκ μέρους του συμβούλου, επομένως και στην ενσυναίσθησή του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001). Σύνοψη-Συμπεράσματα Η ενσυναίσθηση συνιστά μια πολυσύνθετη διαδικασία. Γι αυτό και οι σχετικοί εννοιολογικοί ορισμοί παρουσιάζουν ποικίλες και διιστάμενες μεταξύ τους απόψεις. Μία προσπάθεια θεωρητικής γεφύρωσης αυτών των ορισμών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ενσυναίσθηση αφορά την προσπάθεια ενός ατόμου να κατανοήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την εμπειρία ενός άλλου είτε πρόκειται για συμπεριφορά είτε για συναίσθημα είτε για διανοητική κατάσταση είτε για πλαίσιο αναφοράς. Οι μελετητές διαφορετικών κατευθύνσεων περιγράφουν τη φύση ή το χαρακτήρα της ενσυναίσθησης επίσης με διαφορετικό τρόπο, δίνοντας έμφαση σε μία ή περισσότερες διαστάσεις της έννοιας αυτής (γνωστική, συναισθηματική, επικοινωνιακή, ενσυναίσθητη κατανόηση). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας και της συμβουλευτικής διαδικασίας, οι διαστάσεις αυτές φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται και να δημιουργούν μία κοινά αποδεκτή αντίληψη για τη φύση της ενσυναίσθησης. Η ενσυναίσθηση περιγράφεται με όρους που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή αλλά στην ψυχοθεραπεία εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Η ενσυναίσθηση του ψυχοθεραπευτή ή συμβούλου συνδυάζεται με άλλες δεξιότητές του, όπως είναι η γνησιότητα και η εκτίμηση, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της σχέσης του με τον πελάτη ή συμβουλευόμενο. Η ενσυναίσθηση, όμως, αποτελεί ίσως τον πιο καθοριστικό παράγοντα για μια επιτυχή θεραπευτική έκβαση στο πλαίσιο κάθε προσέγγισης. Οι θεραπευτές πολλών διαφορετικών κατευθύνσεων την κατατάσσουν πρώτη ανάμεσα σε δώδεκα μεταβλητές της λεγόμενης καλής ή γόνιμης ψυχοθεραπείας. Το θέμα της ενσυναίσθησης αναδείχθηκε κυρίως από την πελατο-κεντρική θεωρία και τον Carl Rogers στα πλαίσια της ανθρωπιστικής συμβουλευτικής προσέγγισης. Στη θεωρία αυτή, στην οποία η ενσυναίσθηση έχει διαπροσωπικό και μη κατευθυνόμενο χαρακτήρα, 13

Η ενσυναίσθηση, όπως παρουσιάζεται στην πελατο-κεντρική θεωρία και γενικότερα στα πλαίσια της ανθρωπιστικής συμβουλευτικής προσέγγισης, βρίσκει άμεση εφαρμογή στο χώρο της εκπαίδευσης, που στόχος της είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να αναπτυχθεί ολόπλευρα. Σήμερα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι εκείνος του παιδαγωγούσυμβούλου που βοηθά τους μαθητές να αναπτυχθούν γνωστικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά. Για να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο νέο του αυτό ρόλο θα πρέπει να διαθέτει ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση του εκπαιδευτικού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλα τα στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας. Βελτιώνει την παιδαγωγική αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού-μαθητών, την ποιότητα της σχέσης τους και οδηγεί τους μαθητές στην αυτοπραγμάτωση. Προτάσεις Σήμερα, εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών στο θέμα της ενσυναίσθησης. Για το λόγο αυτό προτείνονται: Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας, διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης και συμβουλευτικής. 14

Η τακτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα παρέμβασης στο σχολικό περιβάλλον και σε θέματα σχετικά με τις εξελίξεις της επιστημονικής έρευνας στον τομέα αυτό. Η συμμετοχή τους σε προγράμματα κατάρτισης σχετικά με τη λειτουργία χώρων που αφορούν τον άνθρωπο (π.χ. κοινωνική εργασία). Η ευαισθητοποίησή τους σε θέματα που αφορούν τις ιδιαιτερότητες διαφόρων πολιτισμικών ομάδων. Η αφοσίωσή τους στο επάγγελμά τους και στην προσωπική τους εξέλιξη. Η ανάπτυξη σχεδίων δράσης και η οργάνωση ομάδων παρέμβασης σε επίπεδο σχολείου. Η ανάπτυξη παρεμβατικών προγραμμάτων για όλο το μαθητικό πληθυσμό καθώς και η ανάπτυξη της δυνατότητας άμεσου εντοπισμού των παιδιών που βιώνουν προβλήματα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ακαδημία των Παιδαγωγικών Επιστημών της ΕΣΣΔ (1990). Παιδαγωγική ψυχολογική εγκυκλοπαίδεια λεξικό. Τ.Δ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Bohart, A.C. & Greenberg, L.S. (Eds.) (1997). Empathy reconsidered: New directions in psychotherapy. Washington, DC: American Psychological Association. Bozarth, J. (1997). Empathy from the framework of client-centered theory and the Rogerian hypothesis. Στο Α. Bohart & L. Greenberg (Eds.), Empathy reconsidered: New directions in psychotherapy. Washington, DC: American Psychological Association, 81-102. Δημητρόπουλος, Ε.Γ. (1989). Σχολικός εκπαιδευτικός & επαγγελματικός προσανατολισμός και συμβουλευτική (3 η έκδ.). Αθήνα: Γρηγόρης. Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (2001). Η συμβουλευτική ψυχολογία στην εκπαίδευση. Από τη θεωρία στην πράξη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ματσαγγούρας, Η.Γ. (2002). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Τ.Β : Στρατηγικές διδασκαλίες. Η κριτική σκέψη στη διδακτική πράξη (5 η έκδ.). Αθήνα: Gutenberg. Παπαδόπουλος, Ν.Γ. (2005). Λεξικό της ψυχολογίας. Εγκυκλοπαιδικό με τετράγλωσση ορολογία. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική. Πολεμικός, Ν. & Κοντάκος, Α. (2002). Μη λεκτική συμπεριφορά στην ψυχοθεραπεία. Στο Ν. Πολεμικός & Α. Κοντάκος (Επιμ.), Μη λεκτική επικοινωνία: Σύγχρονες θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 223-246. 15

Σταλίκας, Α. & Χαμοδράκα, Μ. (2004). Θεμελιώδη θέματα ψυχοθεραπείας. Η ενσυναίσθηση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Χατζηχρήστου, Χ.Γ. (2004). Εισαγωγή στη σχολική ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 16