ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 7ΟΣ-11ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ



Σχετικά έγγραφα
Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

4. Η διάδοση του Χριστιανισμού στους Μοραβούς και τους Βουλγάρους

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Η Ίδρυση της Ρώμης και η οργάνωσή της. Επιμέλεια Δ. Πετρουγάκη, φιλόλογος

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΙΙ. Η εποχή της ακμής: από τον τερματισμό της Εικονομαχίας ως το Σχίσμα των δύο εκκλησιών ( ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

Α] Ερωτήσεις. 1. Πώς και πότε εκχριστιανίστηκαν οι Σλάβοι της Μοραβίας; 2. Για ποιους λόγους οδηγήθηκαν οι δύο Εκκλησίες στο Πρώτο Σχίσμα;

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β ( ) Νικηφόρος Φωκάς ( ) - Ιωάννης Τσιμισκής ( )

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

Η μεταβατική εποχή : Οι έριδες για το ζήτημα. των εικόνων (εικονομαχία)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 5 Ο Έκτος Αιώνας και η Δυναστεία του Ιουστινιανού ( ): Ιουστίνος Α ( ) - Ιουστινιανός Α (α μέρος: )

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ενότητα Ι-2: Η βασιλεία του Ηρακλείου. Αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Ενότητα 18 - Από την άφιξη του Όθωνα (1833) έως την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου Ιστορία Γ Γυμνασίου

5. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ) Μεσόγειος:Η λίµνη του Βυζαντίου

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Ορτυγία. Κάντε κλικ για να επεξεργαστείτε τον υπότιτλο του υποδείγματος

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: 323 Π.Χ. 324 Μ.Χ.

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

ΙΣΤΟΡΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

ΛΥΚΕΙΟ ΣΟΛΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26 Μαΐου 2009 ΩΡΑ: 07:45-10:15

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Ο Καρλομάγνος και η Ειρήνη η Αθηναία

Ενότητα 1.2. Η βασιλεία του Ηρακλείου ( ). Αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις. Α] Ερωτήσεις

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

Η εποχή του Αυγούστου (27 π.χ.-14 μ.χ.) Δεμοιράκου Μαρία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΚΕΦ. 2,7: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΥΤΙΚΗ. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΟΥ ΑΡΧΙΑΣ (8 ος -13 ος αι.)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ. Να αντιστοιχίσετε τα δεδομένα της στήλης Α με εκείνα της στήλης Β. Δύο στοιχεία της στήλης Β περισσεύουν. γ. Πρόνοιες. ε.

Έτσι, 2 πολιτικές επιλογές αντιπαρατέθηκαν στο Βυζάντιο:

Transcript:

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 7ΟΣ-11ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Ήδη περίπου από τα µέσα του 6ου αιώνα, και συγκεκριµένα µετά τον θάνατο του Ιουστινιανού Α (527-65), η κατάσταση στη Δύση δεν ήταν πολύ ευχάριστη για το Βυζάντιο Λογγοβάρδοι στην Ιταλία, Βησιγότθοι στην Ισπανία, Άραβες στη Σικελία, Φράγκοι στη Γαλατία ήταν µερικοί µόνο από τους λαούς που κινούνταν στην παλαιά επικράτειά του, στα εδάφη που στο παρελθόν αποτελούσαν το δυτικό τµήµα της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι στην Ιταλία και η σταδιακή απώλεια των βυζαντινών εδαφών Το 568 οι Λογγοβάρδοι πιεζόµενοι από τους Αβάρους κινήθηκαν προς την Ιταλία. Στα τέλη του 569 κατέλαβαν το Μιλάνο (Μεδιόλανα) και λίγα χρόνια αργότερα την Παβία. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, απασχοληµένοι µε τους Πέρσες στην Ανατολή, δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν πολεµώντας την προέλασή τους. Μία απόπειρα αναχαίτισης των Λογγοβάρδων µε τα όπλα έγινε στα χρόνια του Ιουστίνου Β, το 575, και δεν ήταν επιτυχηµένη. Για την αντιµετώπισή τους όµως δραστηριοποιήθηκε έντονα η βυζαντινή διπλωµατία, που επιχείρησε να στρέψει εναντίον τους τους Φράγκους της Αυστρασίας και Νευστρίας. O αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602) από τη στιγµή της ανάρρησής του στον αυτοκρατορικό θρόνο ήταν σε διαρκή επαφή µε τον Χιλδερβέρτο Β, ηγεµόνα της Αυστρασίας, τον οποίο το 586 και το 588 έστρεψε κατά των Λογγοβάρδων. Η φραγκική βοήθεια δεν είχε µόνιµα αποτελέσµατα. Το 592 οι Λογγοβάρδοι επιτέθηκαν στη Ρώµη και την κατέλαβαν. Ο πάπας Γρηγόριος Α ο Μέγας (590-604) πιεσµένος αναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση µαζί τους, όπως άλλωστε και οι αντιπρόσωποι του Βυζαντινού αυτοκράτορα που έκαναν ανακωχή µε τον Λογγοβάρδο βασιλιά Αγιλούλφο το 598 και το 603. Το γερµανικό φύλο των Λογγοβάρδων, κινήθηκε τον 6ο αιώνα Ανάγλυφη αναπαράσταση του πάπα της Ρώµης Γρηγορίου Α

Το εξαρχάτο της Ραβέννας η βυζαντινή απάντηση στη λογγοβαρδική απειλή Για να ανακόψει τη λογγοβαρδική επέκταση και για να προστατέψει τα αυτοκρατορικά εδάφη στην περιοχή ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602) ίδρυσε το εξαρχάτο της Ραβέννας, µία νέα διοικητική περιφέρεια µε διοικητή τον έξαρχο, που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Το εξαρχάτο, που ήταν χωρισµένο σε δουκάτα, περιλάµβανε όλα τα βυζαντινά εδάφη της Ιταλίας εκτός από τη Σικελία, η οποία αποτελούσε χωριστή περιφέρεια. Οι Λοµβαρδοί στην Ιταλία Οι Λογγοβάρδοι ήταν γερµανική φυλή που κατέλαβε τα εδάφη της Παννονίας στις αρχές του 6ου αιώνα. Στα µέσα του 6ου αιώνα (540) σύναψαν συνθήκη µε τον Ιουστινιανό, ο οποίος τους χρησιµοποίησε για να ενισχύσει τα στρατεύµατα που απέστειλε το 552 κατά των Οστρογότθων. Το 568 οι Λογγοβάρδοι εισέβαλαν στην Ιταλία. Η εξάπλωσή τους στα ιταλικά εδάφη ήταν ραγδαία και µε αρχηγό τον Αγκιλούλφο (590-616) κατόρθωσαν να ιδρύσουν ένα ισχυρό βασίλειο στην Ιταλία συµµαχώντας και µε τον Βυζαντινό έξαρχο της Ραβέννας. Γύρω στο 680 η επιθετική τους δραστηριότητα απέναντι στους Βυζαντινούς ανακόπηκε όταν, έπειτα από µια συνθήκη ειρήνης µε τους Βυζαντινούς, ιεραπόστολοι και καλλιτέχνες από την Κωνσταντινούπολη ταξίδεψαν για το λογγοβαρδικό βασίλειο. Στις αρχές του 8ου αιώνα οι Λογγοβάρδοι εκδήλωσαν και πάλι επεκτατική συµπεριφορά σε βάρος των Βυζαντινών και το 751 κατέλαβαν τη Ραβέννα και την Πεντάπολη. Η επεκτατική πολιτική τους και η επιθετικότητά τους προς τους πάπες της Ρώµης προκάλεσαν τον Φράγκο βασιλιά Καρλοµάγνο, ο οποίος έσπευσε να τους αντιµετωπίσει, και το 774, έπειτα από πολλές επιθέσεις, κατέλυσε το κράτος τους. Από το 774 και εξής οι Λογγοβάρδοι περιορίστηκαν στις κτήσεις τους στον Νότο, στο δουκάτο του Βενεβέντο, στο οποίο είχαν προσαρτήσει και τις περισσότερες περιοχές της βυζαντινής Απουλίας και Καλαβρίας. Οι Λογγοβάρδοι δούκες στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον Καρλοµάγνο δήλωσαν υπακοή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Στα µέσα του 9ου αιώνα εσωτερικά προβλήµατα είχαν ως αποτέλεσµα τον χωρισµό του λογγοβαρδικού δουκάτου

Το αξίωµα του εξάρχου της Ραβέννας απαντάται για πρώτη φορά στις πηγές το 584 και πρώτος έξαρχος ήταν ο Σµάραγδος, ο οποίος είχε την πολιτική και στρατιωτική ευθύνη της περιοχής και στρατιωτική δύναµη στη διάθεσή του. Οι δεσµοί της πρωτεύουσας µε τη Ραβέννα ήταν πολύ στενοί, γεγονός που σήµαινε ότι η πόλη, η Εκκλησία και οι διοικητές της συχνά λάµβαναν προνόµια από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Σ' αυτό το πλαίσιο το 666 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κώνστας Β (641-668) προσέφερε αυτοκεφαλία στην αρχιεπισκοπή της Ραβέννας, την οποία κατάργησε λίγα χρόνια αργότερα ο διάδοχος του Κώνστα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίσε µικρότερα πριγκιπάτα και δουκάτα, αυτά του Σαλέρνο, της Κάπουας, της Νεάπολης, του Αµάλφι και της Γέτας. Το 876 οι Λοµβαρδοί του Μπάρι ζήτησαν τη βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα για να αντιµετωπίσουν τις επιθέσεις των Αράβων. Με αυτή την αφορµή και ύστερα από µακροχρόνιους αγώνες οι Βυζαντινοί πέτυχαν να ανακαταλάβουν το µεγαλύτερο µέρος της Απουλίας το 896. Η επιρροή του Βυζαντίου στα λογγοβαρδικά εδάφη της Νότιας Ιταλίας ήταν µεγάλη, καθώς οι επαφές και οι εµπορικές σχέσεις οδήγησαν τα πριγκιπάτα στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου. Η βοήθεια του Βυζαντίου και η ανοχή της Δυτικής Εκκλησίας εξασφάλισαν για πολλά χρόνια την άνθηση των λογγοβαρδικών πόλεων. Τον 11ο αιώνα στα εδάφη των Λοµβαρδών της Ιταλίας θα εγκατασταθούν οι Νορµανδοί. Λογγοβάρδοι βασιλείς της Ιταλίας Wacho: 510-40, Αυδουΐνος: 540-60, Αλβουΐνος: 560-72, Κλεφ: 572-4, Άγνωστοι ηγεµόνες: 574-84, Αυθάριος: 584-90, Αγιλούλφος: 590-616, Αδαλοάλδος: 616-26, Αριοάλδος: 626-36, Ροθάριος: 636-52, Ροδοάλδος: 652, Αριπέρτος: 652-61, Περκτάριτος: (πρώτη φορά 661-2), Γριµοάλδος ή Γριµουάλδος 662-72, Περκτάριτος: (δεύτερη φορά 672-88), Κουνίπερτος: 688-700, Λουίτπερτος: 700, Αρίπερτος: 701-12, Ανσπάρανδος: 712, Λιουτπράνδος: 713-44, Χιλδεβράνδος: 744, Ράτσης: 744-9, Αϊστούλφος: 749-56, Didier: 756-74 Didier 756-74 Λεπτοµέρεια πίνακα στον οποίο απεικονίζεται ο Αϊστούλφος,

νος Δ (668-85). Οι αρχιεπίσκοποι της Ραβέννας πάντως εµφάνιζαν σταθερά τάσεις ανεξαρτητοποίησης, µε αποτέλεσµα να ενοχλούν την Αγία Έδρα της Ρώµης στην οποία υπάγονταν. Επίσης, για να διατηρούν καλές σχέσεις µε την ηγεσία του στρατού οι αρχιεπίσκοποι Ραβέννας συχνά παραχωρούσαν στη στρατιωτική αριστοκρατία εδάφη του εξαρχάτου. Οι απολαβές αποτέλεσαν τη βαθύτερη αιτία για στάσεις που ξέσπασαν στην περιοχή τον 7ο και 8ο αιώνα µε αφορµή θρησκευτικά ή οικονοµικά ζητήµατα. Έτσι τρεις έξαρχοι δολοφονήθηκαν (616, 710, 726) και αρκετοί στασίασαν, όπως ο Ελευθέριος το 619 και ο Ολύµπιος (γύρω στο 651/2). Η τάση διαφυγής από τον βυζαντινό έλεγχο εντάθηκε στα τέλη του 7ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ραβέννα αντιτάχθηκε στη σύλληψη του πάπα Σέργιου το 693, την οποία είχε διατάξει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β, ο οποίος µάλιστα, λίγα χρόνια αργότερα, το Η Ραβέννα διοικητικό και εµπορικό κέντρο της βόρειας Ιταλίας στα πρώιµα βυζαντινά χρόνια Άποψη του Ορθόδοξου ή Καθεδρικού Βαπτιστηρίου της Ραβέν- Η Ραβέννα ήταν ένα σπουδαίο λιµάνι, εµπορικό και πνευµατικό κέντρο, έδρα του ύπατου των πραιτωρίων της Ιταλίας, το οποίο τον 5ο αιώνα αποτέλεσε ουσιαστικά την πρωτεύουσα της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονώριος (395-423) είχε µεταφέρει εκεί την πρωτεύουσά του το 402. Η πόλη πέρασε µια περίοδο παρακµής στα τελευταία ταραγµένα χρόνια ζωής του δυτικού τµήµατος της αυτοκρατορίας (455-76), αλλά ανέκαµψε λίγο αργότερα, όταν έγινε πρωτεύουσα του οστρογοτθικού βασιλείου της Ιταλίας. Το 540 ο στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος ανακατέλαβε τη Ραβέννα για λογαριασµό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού και τη χρησιµοποίησε ως έδρα σε όλη τη διάρκεια των πολέµων του Ιουστινιανού στην Ιταλία. Στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-65) η επισκοπή Ραβέννας έγινε αρχιεπισκοπή και η πόλη άνθησε ξανά µε την προσωπική φροντίδα του αυτοκράτορα. Η διοίκησή της από το 552 ανατέθηκε στον στρατηγό του αυτοκράτορα Ναρσή. Η είσοδος των Λογγοβάρδων στην Ιταλία (568) και η εξαιρετική σηµασία της περιοχής ανάγκασε τους Βυζαντινούς να εντάξουν τη Ραβέννα σε έναν νέο διοικητικό θεσµό, το εξαρχάτο.

709, τιµώρησε αυστηρά τους προεστούς της πόλης για απείθεια. Το 727 η Ραβέννα συµµετείχε ενεργά στην επανάσταση που εκδηλώθηκε στην Ιταλία το ξέσπασµα της Εικονοµαχίας το 717, η επέκταση των Λογγοβάρδων στην Ιταλία το 720 και η αύξηση της φορολογίας την οποία επέβαλε η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη ήταν ορισµένοι από τους λόγους που οδήγησαν σ' αυτήν την επανάσταση. Το 732 η Ραβέννα καταλήφθηκε από τους Λογγοβάρδους, για να απελευθερωθεί λίγο αργότερα από τους Βυζαντινούς της Βενετίας. To 751 oι Λογγοβάρδοι κατέλαβαν ξανά τη Ραβέννα που δεν ξανάγινε ποτέ βυζαντινή, καθώς λίγο αργότερα συµπεριλήφθηκε στα εδάφη του παπικού κράτους. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ κατήργησε κατά τη διάρκεια Η βορειοδυτική Αφρική στα τέλη του 6ου-αρχές του 7ου αιώνα και το εξαρχάτο της Καρχηδόνας Στα τέλη του 6ου αιώνα οι βυζαντινές κτήσεις στη βορειοδυτική Αφρική, ειδικά γύρω από την Καρχηδόνα, αντιµετώπιζαν σοβαρά προβλήµατα. Η περίοδος της ιουστινιάνειας ανάκαµψης (533-60) είχε περάσει και οι Βυζαντινοί καλούνταν να πολεµήσουν τους ιθαγενείς Μαύρους ή Μαυρούσιους των βυζαντινών πηγών που πίεζαν αφόρητα το σηµαντικό για την αυτοκρατορία λιµάνι. Το 578 ο magister militum Γεννάδιος κατόρ- Βυζαντινοί κυβερνήτες και έξαρχοι της Ραβέννας Ναρσής: 552-68, Βαδουάριος: 575-7, Σµάραγδος Α,: 584-9, lουλιανός: 589, Ρωµανός: 589-96, Σµάραγδος (β ): 603-περ. 610, Ιωάννης Α : περ. 610-16, Ελευθέριος: 616-19, Γρηγόριος Α,: 619-25, Ισαάκιος Α,: 625-43, Θεόδωρος Α Καλλιοπάς (α ): 643-περ. 645, Πλάτων: περ. 645, Ολύµπιος: 649-περ. 653, Θεόδωρος Α Καλλιοπάς (β ): περ. 653-;, Γρηγόριος Β : ;-666, Θεόδωρος Β : 678-87, Ιωάννης Β : 687-;, Θεοφύλακτος: 701-;, Ιωάννης Γ Ριζοκόπος: ;-710, Ευτύχιος: 710-13, Σχολαστίκιος: 713-; Σταυρός από το στέµµα του Λογγοβάρδου βασιλιά Αγιούλ-

θωσε να επιβληθεί στους εχθρούς. Η περιοχή αναδιοργανώθηκε, όπως και η Ιταλία, και αποτέλεσε µια χωριστή διοικητική επικράτεια το βυζαντινό εξαρχάτο της Αφρικής. Ο πρώτος έξαρχος της Καρχηδόνας αναφέρεται το 591. Ως πρώτος έξαρχος του εξαρχάτου της Αφρικής, της Καρχηδόνας, αναφέρεται το 591 ο magister militum Γεννάδιος. Από την Καρχηδόνα ξεκίνησε µε στόλο το 608 ο Ηράκλειος, γιος του εξάρχου της, στρατηγού Ηράκλειου, για να καταλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η Καρχηδόνα επιβίωσε ανθηρή έως τα µέσα του 7ου αιώνα οπότε, καθώς δείχνουν τα αρχαιολογικά τεκµήρια, άρχισε να παρακµάζει, όπως άλλωστε και όλες οι µεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Το 648, ο τελευταίος γνωστός σε µας έξαρχός της, ο πατρίκιος Γρηγόριος, στασίασε και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας µε τη βοήθεια Ρωµαίων και Αφρικανών στην Καρχηδόνα. Οι επιδροµές των Αράβων από το 647 κι έπειτα επιδείνωσαν την κατάσταση στη βυζαντινή αυτή επαρχία, η οποία χάθηκε οριστικά το 698 όταν έπεσε στα χέρια των Αράβων. Η Καρχηδόνα, ένα βυζαντινό αστικό κέντρο στην Αφρική Η Καρχηδόνα, σπουδαίο λιµάνι στη βορειοδυτική Αφρική, ήταν η µεγαλύτερη πόλη στη δυτική Μεσόγειο µετά τη Ρώµη. Με τη διοικητική αναδιοργάνωση του Διοκλητιανού (284-305) η Καρχηδόνα έγινε η έδρα της «διοίκησης» της Αφρικής. Η Καρχηδόνα ήταν µια πλούσια πόλη που διατηρούσε στενούς δεσµούς µε τη Ρώµη. Άλλωστε αποτελούσε ένα από τα σηµαντικότερα διαµετακοµιστικά κέντρα της Μεσογείου, από το οποίο διοχετεύονταν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τα σιτηρά και το λάδι της Αφρικής αλλά και τα βιοτεχνικά της προϊόντα (αµφορείς και λυχνάρια). Το 439 η Καρχηδόνα καταλήφθηκε από τους Βανδάλους και αποτέλεσε την πρωτεύουσα του βανδαλικού βασιλείου της Αφρικής, το οποίο διατηρήθηκε έως τα µέσα του 6ου αιώνα και καταλύθηκε τελικά το 553 από τον Ιουστινιανό. Η πόλη γνώρισε τότε µια σύντοµη περίοδο ακµής περίπου έως το 560 όταν οι ντόπιοι Μαυρούσιοι άρχισαν να δηµιουργούν σοβαρά προβλήµατα. Έπειτα από αγώνες είκοσι χρόνων το Βυζάντιο κατόρθωσε να επιβληθεί στους Μαυρούσιους και στα τέλη του 6ου αιώνα η περιοχή γύρω από την Καρχηδόνα αποτέλεσε το εξαρχάτο της Αφρικής.

Οι τύχες της βυζαντινής Σικελίας Από τα µέσα του 6ου αιώνα η Σικελία είχε ενταχθεί στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και παρά τις δυσκολίες παρέµεινε σε βυζαντινό έλεγχο έως τον 10ο αιώνα οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες. Στα τέλη του 7ου αιώνα η Σικελία πιθανότατα οργανώθηκε σε θέµα. Οι πρώτες αναφορές σε στρατηγό του θέµατος χρονολογούνται γύρω στο 700. Το νησί όµως είχε αποκτήσει ιδιαίτερη πολιτική σηµασία ήδη από τα µέσα του 7ου αιώνα. Το 663 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κώνστας Β (641-68) είχε αποφασίσει να µεταφέρει το κέντρο διοίκησης της αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες. Αυτό δεν έγινε τελικά, καθώς η Σύγκλητος και η επιτροπή αντιβασιλείας που κυβερνούσε στην Κωνσταντινούπολη εκπροσωπώντας τους ανήλικους διαδόχους, τους γιους του Κώνστα, έπεισε τον αυτοκράτορα ότι θα ήταν µεγάλο λάθος να µετακινήσει τους µελλοντικούς βασιλείς και τις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες από την Κωνσταντινούπολη. Χωρίς την οικογένειά του λοιπόν και χωρίς να µετακινήσει το σύνολο των διοικητικών υπηρεσιών από την Ανατολή ο αυτοκράτορας παρέµεινε στις Συρακούσες µέχρι το τέλος της ζωής του, το 668. Η διαµονή του αυτοκράτορα και των αξιωµατούχων από την Ανατολή συνέβαλε στον εξελληνισµό-εκβυζαντινισµό του νησιού, που ενισχύθηκε στον 7ο και 8ο αιώνα και από την έλευση προσφύγων από την Αφρική και τα Βαλκάνια. Επιπλέον το νησί της Σικελίας, που εκκλησιαστικά υπαγόταν, όπως ήταν αναµενόµενο, στην Εκκλησία της Βυζαντινοί έξαρχοι της βόρειας Αφρικής (Καρχηδόνας) Γεννάδιος: περ. 585-698 Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος: περ. 602-610 Καισάριος: ; Νικήτας: περ. 620-633 Πέτρος: 633-; Γρηγόριος (πατρίκιος): ;-648

Ρώµης, το 733 αποκόπηκε από την Αγία Έδρα και εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στα µέσα του 7ου αιώνα, το 652, άρχισαν οι επιδροµές των Αράβων κατά του νησιού. Για την αντιµετώπισή τους κατέφθασε άµεσα από τη βόρεια Ιταλία ο έξαρχος της Ραβέννας Ολύµπιος. Οι Άραβες δεν κατόρθωσαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων να καταλάβουν µόνιµα κανένα µέρος της Σικελίας, ενώ αντίθετα οι Βυζαντινοί χρησιµοποίησαν το νησί ως βάση για τις επιθέσεις τους κατά των Αράβων από τη Σικελία ξεκίνησε µια εκστρατεία κατά της Καρχηδόνας το 697. Η Σικελία εξακολούθησε και τον 8ο αιώνα να είναι στενά συνδεδεµένη µε την πρωτεύουσα όπως αναφέρθηκε το 733 εντάχθηκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η σύνδεση αυτή αποδεικνύεται από ένα προγενέστερο περιστατικό. Το 717, και καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, ο στρατηγός του θέµατος Σικελίας Σέργιος, πιστεύοντας προφανώς ότι η Κωνσταντινούπολη θα πέσει στα χέρια των Αράβων αποφάσισε να ανακηρύξει νέο αυτοκράτορα στη Σικελία. Επέλεξε έτσι κάποιον Βασίλειο και τον αναγόρευσε. Η επανάσταση κατέρρευσε, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ Ίσαυρος (717-41) απέστειλε στη Σικελία έναν ανώτατο αξιωµατούχο για να πληροφορήσει τους Σικελιώτες ότι η πρωτεύουσα αντιστέκεται σθεναρά και ότι ο αυτοκράτορας ασκεί σταθερά τη διακυβέρνηση του κράτους. Το 751, όταν το εξαρχάτο της Ραβέννας έπεσε στα χέρια των Λογγοβάρδων, η Σικελία παρέµεινε η µοναδική σηµαντική βάση του Βυζαντίου στην κεντρική Μεσόγειο. Τον ρόλο της Σικελίας για την αυτοκρατορία γνώριζαν βέβαια και οι Άραβες που σε όλη τη διάρκεια του 8ου αιώνα οργάνωναν εκστρατείες εναντίον της από την Αφρική και τη Συρία, αλλά και οι ντόπιοι αξιωµατούχοι. Χαρακτηριστική είναι η πράξη του στρατηγού Σικελίας Ελπίδιου, το 781. Ο Ελπίδιος, ο οποίος το 781 κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και κλήθηκε για απολογία στην Κωνσταντινούπολη αντί να υπακούσει στην αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, προτίµησε να στασιάσει και να ανακηρυχθεί ο ίδιος αυτοκράτορας στη Σικελία µε την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσµού. Ο βυζαντινός στρατός κατέβαλε µεγάλη προσπάθεια για να νικήσει τον στασιαστή, ο οποίος τελικά κατέφυγε στους Άραβες. Στις αρχές του 9ου αιώνα, το 826, στη Σικελία ξέσπασε ξανά επανάσταση. Με ασήµα- Σελίδα χειρόγραφου κώδικα του 11ου αιώνα, µε αναθηµα-

ντη αφορµή, ο διοικητής του βυζαντινού στόλου στο νησί, ο τουρµάρχης Ευφήµιος, κατέλαβε τις Συρακούσες και αφού συγκρούστηκε στην Κατάνη µε τον στρατηγό του θέµατος Φωτεινό, τον οποίο σκότωσε, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Οι πιστοί στον Βυζαντινό αυτοκράτορα στρατηγοί της περιοχής συγκρούστηκαν µε τον Ευφήµιο και ανακατέλαβαν την πόλη των Συρακουσών. Το 827 ο Ευφήµιος κατέφυγε στον ανεξάρτητο εµίρη του Καϊρουάν της Βόρειας Αφρικής, ζήτησε βοήθεια αλλά και αναγνώριση του αυτοκρατορικού του τίτλου και υποσχέθηκε να πληρώνει στον εµίρη φόρο υποτέλειας όταν η περιπέτεια θα τελείωνε. Τον Ιούνιο του 827 οι στόλοι του εµίρη και του Ευφήµιου αποβιβάστηκαν στη Σικελία, συγκρούστηκαν µε τους Βυζαντινούς και τους νίκησαν. Στη συνέχεια κινήθηκαν κατά της πρωτεύουσας και την πολιόρκησαν. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β (820-29) ζήτησε βοήθεια από τον δούκα της Βενετίας Ιουστινιανό που έστειλε σε βοήθεια µοίρα στόλου. Καθώς η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη και οι Βυζαντινοί είχαν αρχίσει να λυγίζουν, λοιµός χτύπησε το στρατόπεδο των πολιορκητών προκαλώντας τους σοβαρές απώλειες. Ταυτόχρονα έφτασε από την πρωτεύουσα στόλος που πολιόρκησε τους Άραβες, ενώ διέρρευσε η φήµη ότι ακόµα µία µοίρα στόλου από τη Βενετία κατευθυνόταν προς τη Σικελία. Οι Άραβες τότε υποχώρησαν από τις Συρακούσες στη βυζαντινή πόλη Μέναινο, η οποία παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Από εκεί οι Άραβες κατέλαβαν τον Ακράγαντα και οργάνωσαν επίθεση κατά της Έννας (του οχυρού Castrogiovanni), κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Ευφήµιος δίνοντας τέλος στον εµφύλιο χαρακτήρα της διαµάχης. Η Σικελία έµεινε στα χέρια των Βυζαντινών, καθώς ο αυτοκρατορικός στόλος εκδίωξε προσωρινά τους Άραβες. Το 830 Άραβες από την Αίγυπτο και την Ισπανία αποβιβάστηκαν στη Σικελία. Οι Άραβες της Ισπανίας έπειτα από λίγο αναχώρησαν από το νησί, αφού αποδεκατίστηκαν από αρρώστεια που έπληξε το στρατόπεδό τους κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Οι Άραβες της Αιγύπτου όµως έµειναν στο νησί δηµιουργώντας ποικίλα προβλήµατα. Το 835 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-42) έστειλε κατά των Αράβων της Σικελίας στόλο που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους εχθρούς. Την άνοιξη του 838 ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στον στρατηγό Αλέξιο Μωσηλέ να κινηθεί προς τη Σικελία για να πολεµήσει τους Άραβες. Αυτός νίκησε επανειληµµένα τους εχθρούς και τους υποχρέωσε να λύσουν την πολιορκία του Κεφαλούδιου. Όµως, λίγο αργότερα ανακλήθηκε από τον αυτοκράτορα χωρίς να προλάβει να σταθεροποιήσει την κατά- Μικρογραφία από χειρόγραφο κώδικα του 12ου αιώνα, όπου

σταση στο νησί. Λίγα χρόνια αργότερα, το 843, οι Άραβες κατέλαβαν τη Μεσσήνα και το 845 το Φρούριο του Αγίου Ανανία της Μούτικας. Οι βυζαντινές δυνάµεις που έφτασαν τότε στη Σικελία από το θέµα Χαρσιανού αποδεκατίστηκαν. Το 847 έπεσαν στα χέρια των Αράβων και οι Λεοντίνοι, µία ακόµα σηµαντική πόλη της Σικελίας, ενώ οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν και τα επόµενα χρόνια (848, 853). Το 859 οι Βυζαντινοί έχασαν την Έννα (Castrogiovanni), την έδρα του Βυζαντινού στρατηγού στην Ιταλία, ενώ ο στόλος που έφθασε από τη βυζαντινή πρωτεύουσα µε διοικητή τον πατρίκιο Κωνσταντίνο Κοντο- µύτη δεν κατάφερε να ανακόψει την αραβική προέλαση. Το 878 έπεσαν στα χέρια των Αράβων οι Συρακούσες και το 902 οριστικά το Ταυροµένιο. Το 965 έπεσε στα χέρια των Αράβων και το τελευταίο βυζαντινό προπύργιο, η Ραµµέτα. Στη διάρκεια του 10ου αιώνα έγιναν επανειληµµένες προσπάθειες για να ανακαταληφθεί η Σικελία, αλλά όλες κατέληξαν σε αποτυχία, σε αντίθεση µε τις επιχειρήσεις στην Κάτω Ιταλία που ήταν περισσότερο αποτελεσµατικές. Τον 11ο αιώνα η Σικελία ανακαταλήφθηκε για σύντοµο χρονικό διάστηµα από τους Βυζαντινούς. Το 1037 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ έστειλε τον Γεώργιο Μανιάκη ως στρατηγό αυτοκράτορα στην Ιταλία. Το 1038 ο Μανιάκης κατέλαβε την ανατολική Σικελία µε τη βοήθεια Βαράγγων και Νορµανδών αλλά το 1040, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του στο νησί, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου και φυλακίστηκε. Το 1060 οι Νορµανδοί άρχισαν να εισβάλουν σταδιακά στη Σικελία. Η εγκατάστασή τους στο νησί ολοκληρώθηκε το 1091. Τη νορµανδική κατάκτηση της Σικελίας ακολούθησε η επανένταξη του νησιού στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώµης. Η Καρολίδεια εποχή στη Δυτική Ευρώπη και η παπική εκκλησία (8ος-9ος αιώνας) H Δυτική Ευρώπη από τον 5ο αιώνα έχανε σταδιακά την ενότητά της, µε αποτέλεσµα στα τέλη του 7ου αιώνα να εµφανίζεται ολοκληρωτικά διασπασµένη. Τον 8ο αιώνα η εξάπλωση της επιρροής των Καρολιδών Φράγκων στη Δύση δηµιούργησε σταδιακά τις προϋποθέσεις για τη σύσταση ενός νέου ενιαίου κρατικού µορφώµατος. Η αύξηση της δύναµης των παπών της Ρώµης και ο καθοριστικός τους ρόλος στα πολιτικά πράγµατα βοήθησε σε µεγάλο βαθµό τη δηµιουργία της Φραγκικής αυτοκρατορίας στη Δύση, Πανοραµική άποψη της Έννας (Castrogiovanni) πολιορκήθηκε Μικρογραφική λεπτοµέρεια Αράβων σε µάχη, από την

αλλά παράλληλα αποτέλεσε και το αντίπαλο δέος. Η Αγία Έδρα της Ρώµης και οι Φράγκοι κατά τον 8ο αιώνα ήταν οι ισχυρότερες δυνά- µεις στη Δύση, οι οποίες διαµόρφωσαν το νέο πρόσωπο της Ευρώπης και ανάγκασαν το βυζαντινό κράτος να περιοριστεί στα ανατολικά εδάφη του. Η δραστηριοποίηση των πολιτικών αυτών δυνάµεων µετέτρεψε σε ανεκπλήρωτο όνειρο την ανασύσταση της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας στα παλαιά σύνορά της. Οι Καρολίδες Οι Καρολίδες ήταν µέλη µιας αριστοκρατικής οικογένειας από την Αυστρασία, που από τα τέλη του 7ου αιώνα κατείχαν το αξίωµα του µαγιορδόµου (major domus), του επόπτη δηλαδή του παλατιού, του πρωθυπουργού και του αρχηγού του στρατού και έπαιζαν πολύ σηµαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους των Φράγκων υπό την εξουσία των τελευταίων Μεροβίγκειων Φράγκων βασιλέων. Ένας από τους µαγιορδόµους, ο Κάρολος, που έγινε γνωστός αργότερα και ως Κάρολος Μαρτέλλος, κατόρθωσε από το 719 έως το 741 να ενώσει τους Φράγκους της Αυστρασίας, της Νευστρίας και της Βουργουνδίας και να περιορίσει δραστικά την αυτονοµία των αποµακρυσµένων περιοχών, διορίζοντας στις σηµαντικότερες θέσεις του φραγκικού βασιλείου µέλη της αυστρασιανής αριστοκρατίας. Στα 732 απέκρουσε στο Πικτάβιο (Πουατιέ) τους Άραβες της Ισπανίας και σταµάτησε την προέλασή τους στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ταυτόχρονα ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων από τη Βρετανία, προωθώντας µεταρρυθµίσεις στη Φραγκική Εκκλησία. Ο γιος του, Πιπίνος, γνωστός και ως Πιπίνος ο Βραχύς (741-68), ακολούθησε σε όλα τα θέµατα την πολιτική του πατέρα του. Προσάρτησε τη Σεπτιµανία, διέλυσε το δουκάτο της Ακουϊτανίας, και σύναψε στενές σχέσεις µε τον πάπα της Ρώµης. Το 751 ο Πιπίνος, µε την ηθική υποστήριξη του πάπα, ανέτρεψε τη δυναστεία των Μεροβίγγειων και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Φράγκων. Οι πρώτοι Καρολίδες βασιλείς κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την ειρήνη στο εσωτερικό του φραγκικού κράτους και πέτυχαν µια στοιχειώδη ενοποίηση της διοίκησης και των θεσµών. Από την άλλη κατόρθωσαν να αυξήσουν το κύρος του κράτους τους και εκτός των συνόρων του αλλά και να επεκτείνουν την επικράτειά τους. Εξωτερική άποψη του ναού Santa Maria dell Ammiraglio

Φράγκοι Γερµανικός λαός που πιθανότατα προέκυψε κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα έπειτα από συνένωση διαφόρων γερµανικών φυλών που κατοικούσαν στην ανατολική όχθη του κάτω Ρήνου. Στον πρώϊµο 4ο αιώνα, και ενώ πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ήταν ακόµη η Ρώµη, στα χρόνια δηλαδή του Κωνστάντιου Χλωρού (305-6) και στα πρώτα χρόνια βασιλείας του Κωνσταντίνου Α (306-24), οι Φράγκοι, υποτελείς της αυτοκρατορίας, επάνδρωναν σε µεγάλο βαθµό τον ρωµαϊκό στρατό. Στον πρώϊµο 6ο αιώνα όλοι οι Φράγκοι της παλαιάς ρωµαϊκής επικράτειας εντάχθηκαν σε ένα ενιαίο πολιτικό µόρφωµα, κράτος που δηµιούργησε ο Φράγκος Μεροβίγγειος βασιλιάς Χλωδοβίκος Α (481/2-511) καταλαµβάνοντας σταδιακά όλη την πωµαϊκή Γαλατία εκτός από την Προβηγκία και τη Σεπτιµανία. Ο Χλωδοβίκος Α ήταν ο πρώτος βάρβαρος βασιλιάς που προσχώρησε στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και νίκησε τους Βησιγότθους (507), τους οποίους έδιωξε από την Ακουϊτανία και τους περιόρισε στην Ισπανία και στη Σεπτιµανία. Με την προσχώρησή του στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και µε τη νίκη του κατά των Βησιγότθων ο Χλωδοβίκος εγκαινίασε µια νέα περίοδο σχέσεων των Φράγκων µε το Βυζάντιο οι Βυζαντινοί τον θεωρούσαν ισχυρό σύµµαχο κατά των άλλων Γότθων βασιλέων που πίστευαν στο αιρετικό δόγµα του Αρείου. Οι διάδοχοι του Χλωδοβίκου διατηρούσαν στενές σχέσεις µε την Κωνσταντινούπολη και συχνά λάµβαναν από τους αυτοκράτορες τους τιµητικούς τίτλους του «ύπατου» ή του «πατρίκιου». Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος ζήτησε στα τέλη του 6ου αιώνα τη βοήθειά τους για να αντιµετωπίσει τους Λογγοβάρδους (586, 588). Οι σχέσεις του Βυζαντίου και των Φράγκων διαταράσσονταν κάθε φορά που τα συµφέροντα των δύο κρατών στην Ιταλία συγκρούονταν και επιδεινώθηκαν κατά πολύ, όταν οι Φράγκοι βοήθησαν τον πάπα να ανεξαρτητοποιηθεί από το Βυζάντιο στα µέσα του 8ου αιώνα. Το 774 όταν ο Φράγκος βασιλιάς Καρλοµάγνος κατέλυσε το λοµβαρδικό βασίλειο της Ιταλίας και περιόρισε τους Λοµβαρδούς στις νότιες κτήσεις τους, οι Φράγκοι έγιναν ακόµη πιο επικίνδυνοι για το Βυζάντιο. Τα Χριστούγεννα του 800 ο Καρλοµάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πάπα της Μικρογραφία χειρογράφου, στην οποία απεικονίζεται ο Καρ-

Ρώµης Λέοντα Γ, γεγονός που επέφερε πολιτικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό ανταγωνισµό ανάµεσα στα δύο κράτη. Το 843 µε τη συνθήκη του Βερντέν το κράτος του Καρλο- µάγνου διαλύθηκε σε τρία µέρη. Τον 10ο αιώνα το όνοµα Φράγκος έπαψε να αποδίδεται στους διαδόχους του Καρλοµάγνου, που έθεταν τότε τα θεµέλια του γαλλικού κράτους και χαρακτήριζε πια τους Γερµανούς, που την ίδια εποχή δηµιουργούσαν την Αγία Ρωµαϊκή αυτοκρατορία της Δύσης. Βασιλείς των Φράγκων θεωρούνταν πια οι Όθωνες. Τον 11ο αιώνα ο όρος Φράγκος χρησιµοποιείται για να προσδιορίσει τους Νορµανδούς της Ιταλίας, ενώ τους επόµενους αιώνες και ιδίως µετά την Δ' Σταυροφορία (1204) για να υποδηλώσει όλους τους καθολικούς χριστιανούς, χωρίς αυτό να σηµαίνει υποχρεωτικά ότι οι λόγιοι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αντιλαµβάνονταν τη διαφορά ανάµεσα σε Γάλλους, Γερµανούς και λοιπούς Δυτικούς. Φράγκοι (Μεροβίγγειοι) Μεροβαίος: αρχές 5ου αιώνα, Χλωδίων: ;-442, Χιλδέριχος: ;-481, Χλωδοβίκος Α,: 481-511, Θευδέριxoς Α : 511-34, Θεσδεβέρτος Α : 534-48, Θεσδεβάλιος Α : 548-55, Κλοθάριος Α : 511-61, Χιλπέριχος Α : 561-84, Σιγεβέρτος Α : 561-92, Κοντράνος Α : 561-92, Κλοθάριος Β : 584-629, Χιλδεβέρτος Β : 575-95, Θευδέριxoς Β 595-613, Δαγοβέρτος Α 629-39, (ανίσχυροι βασιλείς έως το 751) Οι Καρολίδες και η δηµιουργία του παπικού κράτους Η αδυναµία των Βυζαντινών να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο στη Δύση έδωσε στους πάπες της Ρώµης, ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα, τη δυνατότητα να ασκούν εκτός των άλλων και πολιτικά καθήκοντα. Στα µέσα του 8ου αιώνα η πολιτική δύναµη των παπών αυξήθηκε ιδιαίτερα µε τη βοήθεια του βασιλέα των Φράγκων. Πιο συγκεκριµένα, ο πάπας Στέφανος Β (752-7) κατέφυγε στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ πιεσµένος από τους Λογγοβάρδους. Εκείνη την εποχή οι Λογγοβάρδοι επαναδιεκδικούσαν τον έλεγχο των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας χωρίς καµία βοήθεια από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που τότε περνούσε την πρώτη φάση της

Εικονοµαχίας και βρισκόταν σε ανοικτή θρησκευτική ρήξη µε την Αγία Έδρα της Ρώ- µης. Οι δύο άνδρες, ο πάπας και ο Φράγκος βασιλιάς, συναντήθηκαν στο Ποντιερί τον Ιανουάριο του 754, όπου ο πάπας Στέφανος επικύρωσε ξανά την εκλογή του Πιπίνου στον θρόνο της Φραγκίας. Σε αντάλλαγµα ο Πιπίνος εκστράτευσε δύο φορές κατά των Λογγοβάρδων της Ιταλίας (754/5 και 756), αναγκάζοντάς τους να σταµατήσουν να πιέζουν την Αγία Έδρα, τη Ρώµη, ενώ το 756 µε ένα έγγραφο προνοµίων παραχώρησε στον πάπα τα βυζαντινά εδάφη που κατέκτησε. Τα εδάφη που παραχωρήθηκαν από Φράγκοι Μαγιορδόµοι (επίτροποι) Πιπίνος Α ο Πρεσβύτερος: περ. 622-περ. 640 Πιπίνος Β του Herstal: 687-714 Κάρολος Μαρτέλος: περ. 715-41 Πιπίνος Βραχύς: (741-51), Πιπίνος Α Βασιλεύς: (751-68) Ο Φράγκος ηγεµόνας Κάρολος Μαρτέλλος, σε µικρογραφία Φράγκοι Καρολίδες (8ος-9ος αιώνας) Πιπίνος ο Βραχύς: 751-68, Καρλοµάγνος: 768-814, Λουδοβίκος Ευσεβής: 814-40, Λοθάριος Α : 840-55, Λουδοβίκος Ιταλικός: (855-75), Κάρολος Β : 876-7, Κάρολος Γ : 881-8, Γκυ του Σπολέτο: 891-4, Λαµπέρτος του Σπολέτο: 894-8, Αρνούλφος της Καρινθίας: 898-9. Ηγεµόνες της Francia Orientalis (9ος αιώνας) Λουδοβίκος Γερµανικός: (843-76).

τον Πιπίνο στον πάπα Στέφανο αποτέλεσαν τον πυρήνα του παπικού κράτους, που περιλάµβανε το Λάτιο και τη Νότια Τοσκάνη αλλά και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε (741-75) διαµαρτυρήθηκε και απέστειλε το 756 τον πρωτοασηκρήτη Γεώργιο και τον σιλεντιάριο Ιωάννη, στον Πιπίνο και στη συνέχεια στον πάπα για να ζητήσει πίσω τα εδάφη του. Φυσικά η απάντηση ήταν αρνητική. Η Ρώµη δεν ήταν στραµµένη πια προς τον Βυζάντιο, αλλά προς το Βασίλειο των Φράγκων άλλωστε ο Πιπίνος είχε ευλογηθεί από τον πάπα και είχε λάβει από αυτόν τον τίτλο του πατρικίου. Για την παπική έδρα αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή, καθώς είχε αποτινάξει τον βυζαντινό έλεγχο και ταυτόχρονα είχε εξασφαλίσει προστασία από τους Λογγοβάρ- Φράγκοι Καρολίδες (8ος-9ος αιώνας) Πιπίνος ο Βραχύς: 751-68, Καρλοµάγνος: 768-814, Λουδοβίκος Ευσεβής: 814-40, Λοθάριος Α : 840-55, Λουδοβίκος Ιταλικός: (855-75), Κάρολος Β : 876-7, Κάρολος Γ : 881-8, Γκυ του Σπολέτο: 891-4, Λαµπέρτος του Σπολέτο: 894-8, Αρνούλφος της Καρινθίας: 898-9. «Η πηγή της ζωής», µικρογραφία από το Ευαγγελιστάριο του Ηγεµόνες της Francia Orientalis (9ος αιώνας) Λουδοβίκος Γερµανικός: (843-76). Οι πάπες της Ρώµης τον 8ο αιώνα Κωνσταντίνος: (708-15), Γρηγόριος Β : (715-31), Γρηγόριος Γ : (731-41), Ζαχαρίας: (741-52), Στέφανος Β : (752-6), Παύλος Α : (757-68), Κωνσταντίνος Β : (768), Στέφανος Γ : (768-72), Αδριανός Α : (772-95), Λέων Γ : (795-816).

δους. Ο Πιπίνος, ο προστάτης του παπικού κρατιδίου, δεν αποτελούσε άµεση απειλή για την Έδρα του Αγίου Πέτρου, καθώς δεν είχε βλέψεις για την προσάρτηση της Ιταλίας στην επικράτειά του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Πιπίνος σύναψε συνθήκη ειρήνης µε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το 757 µια βυζαντινή πρεσβεία έφερε δώρα στον Φράγκο βασιλιά, ενώ αργότερα (765, 781) Φράγκοι και Βυζαντινοί επιχειρούσαν να συσφίξουν τις σχέσεις τους σχεδιάζοντας διπλωµατικούς γάµους. Ο Καρλοµάγνος (768-814) Ο διάδοχος του Πιπίνου, ο γιος του Καρλοµάγνου (768-814), επέκτεινε τη φραγκική µοναρχία σε τέτοιο σηµείο ώστε για ένα διάστηµα δηµιούργησε µια ενωµένη χριστιανική Ευρώπη. Το βασίλειό του κάλυπτε σχεδόν όλη την Ευρώπη εκτός από την Ισπανία, που είχε γίνει στο σύνολό της µουσουλµανική, και τη «Βρετανία» (Αγγλία), και είχε ως κέντρο την περιοχή µεταξύ των ποταµών Ρήνου και Λίγηρα. Οι διπλωµατικοί γάµοι µεταξύ Βυζαντίου και Φράγκων τον 8ο αιώνα Η σύσφιξη των πολιτικών σχέσεων και η επικύρωση συµφωνιών µε γάµους ανάµεσα σε µέλη δυναστικών οικογενειών ήταν µια πρακτική αρκετά συνηθισµένη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Βυζαντινοί αυτοκράτορες, διάδοχοι αλλά και αρσενικά µέλη αυτοκρατορικών οικογενειών παντρεύονταν ορισµένες φορές ξένες πριγκίπισσες, ενώ γυναίκες από την αυτοκρατορική οικογένεια ή συχνότερα βυζαντινές αριστοκράτισσες, µακρινές συγγενείς της κάθε δυναστείας, δίνονταν ως νύφες σε ξένους ηγεµόνες. Στα πρώιµα και τα µέσα βυζαντινά χρόνια η πρακτική αυτή, χωρίς να είναι σπάνια, εφαρµοζόταν συντηρητικά και προσεκτικά και συνήθως υπό προϋποθέσεις (π.χ. µε κύρια προϋπόθεση ο ξένος να είναι ή να γίνει χριστιανός ορθόδοξος). Καθώς όµως, µε την πάροδο των αιώνων, το Βυζάντιο έχανε κάτι από το κύρος του στην κοινωνία των εθνών το φαινό- µενο των διπλωµατικών γάµων γινόταν όλο και πιο συχνό και οι προϋποθέσεις όλο και λιγότερες. Τον 8ο αιώνα το Βυζάντιο περνούσε µία από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας

του, καθώς βρισκόταν στο τελικό στάδιο της µετάβασης προς τον Μεσαίωνα και στο µέσο µιας µεγάλης θρησκευτικής κρίσης, της Εικονοµαχίας δεν έπαυε όµως να είναι, σε σχέση µε τα βαρβαρικά βασίλεια της Δύσης και τα νέα αραβικά κράτη της Ανατολής το πιο παλιό, το πιο οργανωµένο κράτος στον «γνωστό» κόσµο, η «Ρωµαϊκή αυτοκρατορία». Σε αυτό το πλαίσιο µια επιγαµία µε τους αυτοκράτορές του ήταν σπουδαίο γεγονός για τους ηγεµόνες των νέων κρατών, που προσέδιδε κύρος και εξασφάλιζε διεθνή αναγνώριση. Το Βυζάντιο από τη µεριά του είχε συνείδηση της εικόνας του στον κόσµο και, ως εκ τούτου, σχεδίαζε επιγαµίες ή µε πολύ στενούς συµµάχους ή µε επικίνδυνους λαούς, τη φιλία και την εύνοια των οποίων ήθελε οπωσδήποτε να εξασφαλίσει. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία λαών εντάσσονται και οι Φράγκοι, µε τους οποίους µέσα στον 8ο αιώνα και σε ιδιαιτέρως σοβαρά πολιτικά συµφραζόµενα σχεδιάστηκαν δύο γάµοι που δεν πραγµατοποιήθηκαν. Το 766/67 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε (741-75) µε σκοπό να διαλύσει τη συµµαχία των Φράγκων µε τον πάπα της Ρώµης πρότεινε στον Πιπίνο τον Βραχύ να συναφθεί γάµος ανάµεσα στην οκτάχρονη κόρη του Πιπίνου Γκιζέλα και στον διάδοχο του αυτοκρατορικού θρόνου Λέοντα. Ο γάµος δεν έγινε τελικά, παρά τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν ο Πιπίνος προτιµούσε να έχει µια σταθερή συµµαχία µε τον πάπα, η οποία θα διαλυόταν αν συγγένευε µε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το φθινόπωρο του 781 µια βυζαντινή πρεσβεία αποτελούµενη από τον σακελλάριο Κωνσταή και τον πριµικήριο Μάµαλο στάλθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (797-802) στον Φράγκο βασιλιά Καρλοµάγνο για να προτείνει τη σύναψη ενός γάµου ανάµεσα στην κόρη του Καρόλου, την οκτάχρονη Ρορτρούδη, και στον ανήλικο Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον ενδεκάχρονο Κωνσταντίνο ΣΤ (780-97). Ακολούθησαν συµφωνίες και όρκοι και σύµφωνα µε τον Βυζαντινό χρονογράφο Θεοφάνη ο ευνούχος Ελισαίος στάλθηκε από τους Βυζαντινούς στη φραγκική αυλή για να διδάξει στη Ρορτρούδη την ελληνική γλώσσα και τα βυζαντινά ήθη. Ο γάµος, που πιθανότατα προτάθηκε µε σκοπό να διαρρήξει τις στενές σχέσεις του πάπα µε τους Φράγκους, να εξασφαλίσει τον βυζαντινό έλεγχο στο δουκάτο του Βενεβέντο και τη µη παρέµβαση του Καρόλου στη νότια Ιταλία, τελικά δεν έγινε και ο αρραβώνας διαλύθηκε το 787.

Ο Καρλοµάγνος, ο Κάρουλος των βυζαντινών πηγών, προσάρτησε στο βασίλειο των Φράγκων τη λοµβαρδική Ιταλία, την Ιστρία, την οποία απέσπασε από τους Βυζαντινούς, τη Σαξονία, δηλαδή όλο το βόρειο τµήµα της Γερµανίας έως τον Έλβα ποταµό, και τις περιοχές που βρίσκονταν πέρα από τον κάτω ρου του Έλβα, οι οποίες εκείνη την εποχή κατοικούνταν από Σλάβους και βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Αβάρων. Ολοκλήρωσε την υποταγή της Φρεισίας και κατέλυσε την αυτόνοµη διοίκηση της Βαυαρίας. Ο Καρλοµάγνος προσάρτησε επίσης στην επικράτειά του την περιοχή του Μέσου Δούναβη και τη βορειοανατολική γωνία της Ιβηρικής χερσονήσου, η οποία βρισκόταν τότε στα χέρια των Αράβων. Έξω από τα σύνορα του φραγκικού βασιλείου υπήρχαν κρατίδια που χωρίς να έχουν προσαρτηθεί στην επικράτεια του Καρλοµάγνου είχαν τεθεί υπό την προστασία του και λειτουργούσαν αυτόνοµα αλλά υπό την εποπτεία του, όπως για παράδειγµα, η Βρετάνη, οι χώρες των Βάσκων στα Πυρηναία όρη, η Βοηµία, και στην Ιταλία, το κρατίδιο του πάπα, το λοµβαρδικό δουκάτο του Βενεβέντο και µέρος της Δαλµατίας. Η κατακτηµένη ιταλική Λοµβαρδία αλλά και η Ακουϊτανία, αν και αποτελούσαν µέρη του φραγκικού κράτους, είχαν δικούς τους βασιλείς, τους γιους του Καρλοµάγνου. Η προσάρτηση τόσων πολλών περιοχών στο Regnum Francorum επηρέασε τη διαµόρφωση της Ευρώπης. Για παράδειγµα, η εφαρµογή φραγκικών θεσµών στην Ακουϊτανία ενίσχυσε τους δεσµούς ανάµεσα στα δύο τµήµατα της Γαλατίας, που χωρίζονταν από τον Λίγηρα ποταµό, και µείωσε τις τάσεις αυτονοµίας που ήταν πάντοτε εµφανείς στην Ακουϊτανία. Η ιταλική Λοµβαρδία δέχθηκε επίσης τους θεσµούς της φραγκικής µοναρχίας, αλλά όχι σε τόσο µεγάλο βαθµό καθώς εκεί ήταν ακόµη σε χρήση οι λοµβαρδικοί θεσµοί η Ιταλία µάλλον προσέφερε στη φραγκική µοναρχία παρά έλαβε στοιχεία απ' αυτήν. Αλλά και η κατάληψη της Σαξονίας ήταν ιδιαίτερης σηµασίας καθώς όλο το βόρειο τµήµα της Γερµανίας, κατειληµµένο από λαούς πολεµοχαρείς και ειδωλολάτρες, δέχθηκε µάλλον µε τη βία την επίδραση των Φράγκων, όχι µόνο σε σχέση µε τη διοίκηση αλλά και µε τη θρησκεία και τη γλώσσα ο χριστιανισµός και η λατινική γλώσσα εξαπλώθηκαν τότε µέχρι τον Έλβα ποταµό. Οι κατακτήσεις του Καρλοµάγνου συγκέντρωσαν υπό κοινή διοίκηση όλους τους γερµανικούς λαούς της Δύσης θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη δηµιουργία ενός ενιαίου πολιτισµού.

Ο Καρλοµάγνος οικοδόµησε µια δυνατή αυτοκρατορία που απλωνόταν από τα Πυρηναία έως τον Έλβα και από τον Τίβερη έως τη Βόρεια θάλασσα. Ο ηγεµόνας του απέραντου αυτού χώρου θεωρείτο από τους υπηκόους του ως παγκόσµιος µονάρχης. Αυτό όµως δηµιουργούσε σοβαρό πρόβληµα στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον απόγονο των Ρωµαίων αυτοκρατόρων που βασίλευε στη Νέα Ρώµη, στην Κωνσταντινούπολη, και θεωρούσε ότι δικαιωµατικά είναι ο παγκόσµιος ηγεµόνας, ο µόνος εκπρόσωπος του θεού πάνω στη γη, ταγµένος να προστατεύει όλους τους χριστιανούς του κόσµου. Η διαµάχη ανάµεσα στη Φραγκική αυτοκρατορία του Καρόλου και στο Βυζάντιο δεν ήταν µόνο πολιτικής αλλά και θρησκευτικής φύσεως. Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης µαζί µε τους πνευµατικούς ηγέτες της Εκκλησίας, τους πατριάρχες των πέντε «πρεσβυγενών» πατριαρχείων της και ιδίως µε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που µετά τη µεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή είχε αποκτήσει µεγάλο κύρος, ήταν έως τότε οι προστάτες όλων των χριστιανών του κόσµου. Όµως ο πάπας της Νωπογραφική παράσταση του Καρλοµάγνου, που αποδίδε- Άβαροι Νοµαδικός λαός που εµφανίστηκε στα µέσα του 6ου αιώνα στις στέπες βόρεια της Μαύρης θάλασσας. Η πρώτη επαφή των Αβάρων µε τους Βυζαντινούς χρονολογείται στα χρόνια του Ιουστινιανού Α, το 588. Ο αυτοκράτορας σύναψε µαζί τους συνθήκη ειρήνης και τους χρησιµοποίησε για να απωθήσει τις επιθέσεις άλλων λαών που πίεζαν τα βορειοανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι Άβαροι πέτυχαν να ελέγξουν τους Κουτρίγουρους και τους Άντες και στη συνέχεια εισέβαλαν στη Μικρά Σκυθία και κατέλαβαν την Παννονία νικώντας τους Γέπιδες. Η αύξηση της δύναµής τους ανησύχησε το Βυζάντιο καθώς σε συνεργασία µε τους Σλάβους κατέλαβαν ένα τµήµα των Βαλκανίων (582). Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602) προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανακόψει την πορεία των Αβάρων οι οποίοι, το 626, ταυτόχρονα µε τους Πέρσες, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Για την περίοδο από το 680 περίπου έως το 780 δεν γνωρίζουµε τίποτα για την τύχη τους. Στα τέλη του 8ου αιώνα οι Άβαροι εµφανίστηκαν ξανά στη Δύση και κατατροπώθηκαν από τον Καρλοµάγνο. Έκτοτε οι πηγές δεν κάνουν σχεδόν καθόλου λόγο γι αυτούς. Απόσπασµα από το ευαγγέλιο του Καρλοµάγνου, γραµµένο σε

Ρώµης, ο ηγέτης της Αγίας Έδρας της Ρώµης, ήθελε για τον εαυτό του τον τίτλο του µοναδικού πνευµατικού αρχηγού ολόκληρης της Χριστιανοσύνης έτσι είδε στο πρόσωπο του Καρλοµάγνου έναν ισχυρό προστάτη ο οποίος θα µπορούσε να του εξασφαλίσει αυτόν τον ρόλο. Ο Κάρολος, από τη δική του πλευρά, καθώς οι προκάτοχοί του είχαν απελευθερώσει τον πάπα από τους Λοµβαρδούς, θεωρούσε τον πάπα έναν Φράγκο αρχιεπίσκοπο, που µε το κύρος του εξασφάλιζε τη νοµιµότητα της φραγκικής βασιλείας. Το γεγονός ότι ο πάπας Λέων Γ (795-816) αντιµετώπισε στα πρώτα χρόνια της εκλογής του προβλήµατα στη Ρώµη έγινε η αφορµή για να συσφιχθούν οι σχέσεις ανάµεσα στους Φράγκους και την Αγία Έδρα. Ο πάπας Λέων κατηγορήθηκε ως επίορκος και ανήθικος και το 799, κατά τη διάρκεια µιας λιτανείας, χτυπήθηκε άσχηµα από οµάδα οπλισµένων ανδρών. Στη συνέχεια ο πάπας συνελήφθη και κλείστηκε σε µοναστήρι. Όταν κατόρθωσε να δραπετεύσει ο Λέων πέρασε τις Άλπεις και κατέφυγε στον Καρλοµάγνο ο οποίος τον υποδέχτηκε µε τιµές. Τον επόµενο χρόνο ο Κάρολος συνόδεψε τον πάπα στη Ρώµη, όπου συγκάλεσε µεγάλη κληρικολαϊκή σύνοδο και κατόρθωσε να αθωώσει τον πάπα σε λαµπρή τελετή την προπαραµονή των Χριστουγέννων. Την ίδια ηµέρα έφτασε στη Ρώµη ένας πρέσβης του Καρόλου από τα Ιεροσόλυµα, φέρνοντας στον Φράγκο βασιλιά τα κλειδιά του Τάφου του Ιησού ο πατριάρχης Ιεροσολύµων δήλωνε έτσι ότι η υποδουλωµένη στους Άραβες Χριστιανοσύνη της Παλαιστίνης επιζητούσε την προστασία του Φράγκου βασιλιά. Σε αυτό το πλαίσιο, την ηµέρα των Χριστουγέννων του 800 και καθώς ο Κάρολος βρισκόταν στην εκκλησία, ο πάπας επικαλέστηκε τον θεό µπροστά στην Αγία Τράπεζα και έπειτα πλησίασε τον µονάρχη και έβαλε στο κεφάλι του ένα χρυσό στέµµα, ενώ ταυτόχρονα το ποίµνιο επευφηµούσε: «Ζήτω ο Κάρολος Αύγουστος, εστεµµένος από τον Θεό, Ρωµαίος αυτοκράτωρ, το προπύργιο της ειρήνης». Η στέψη του Καρλοµάγνου και το παρασκήνιό της έχουν απασχολήσει αρκετά την έρευνα. Ήταν άραγε ο ίδιος ο Καρλοµάγνος αυτός που είχε οργανώσει τη στέψη του ή επρόκειτο για µια πρωτοβουλία του πάπα που στην ουσία ανέτρεψε τα µελλοντικά σχέδια του Καρλοµάγνου; Άραγε ο Καρλοµάγνος σχεδίαζε να στεφθεί αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη που γνώριζε καλά ότι έως τότε ήταν η πρωτεύουσα της µιας και µοναδικής οικουµενικής αυτοκρατορίας; Οι βυζαντινές πηγές κάνουν λόγο για µια «πρόταση» γάµου την οποία έκανε ο Κάρολος στην Ειρήνη µε σκοπό να ενώσει υπό Ψηφιδωτή λεπτοµέρεια µωσαϊκού, όπου αναπαριστάται ο