ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 11ΟΣ-15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Η έλευση του 11ου αιώνα σηµατοδότησε µια νέα εποχή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μετά τα εντυπωσιακά κατορθώµατα του Βασιλείου Β του Βουλγαροκτόνου, γνώρισε µια καινούργια περίοδο, κατά την οποία οι τύχες της ορίστηκαν από τη διακυβέρνηση κατά κανόνα ανίκανων διαδόχων. Τη σειρά αυτή διέκοψε το 1081 η ανάρρηση στον θρόνο του Αλέξιου Α Κοµνηνού. Το γεγονός αυτό συνέβη την πιο κατάλληλη στιγµή, καθώς το βυζαντινό κράτος άρχισε να απειλείται από νέους εχθρούς, οι οποίοι είτε επιδίωκαν να αποσπάσουν διάφορες περιοχές του είτε οδηγούνταν από φιλόδοξους αρχηγούς, που φλέγονταν από την επιθυµία της κατάληψης του βυζαντινού θρόνου. Οι λαοί αυτοί προέρχονταν από τη Δυτική Ευρώπη και υπονόµευσαν την αυτοκρατορία µε ποικίλους τρόπους, δίνοντας έτσι το στίγµα για το είδος των σχέσεων που θα ακολουθούσαν από το σηµείο αυτό και ύστερα µεταξύ Βυζάντιου και Δύσης. Έτσι κατά τον 11ο και 12ο αιώνα το βυζαντινό κράτος ήρθε αντιµέτωπο τόσο µε τις νορµανδικές επιδροµές όσο και µε την οικονοµική αφαίµαξη που άρχισε να υφίσταται από τις ολοένα ανερχόµενες ιταλικές ναυτικές δηµοκρατίες. Οι διαθέσεις των Δυτικών έγιναν ακόµα πιο σαφείς και ξεκάθαρες µε την παρέκκλιση της Δ Σταυροφορίας και την ίδρυση της λατινικής αυτοκρατορίας της Ρωµανίας, που αποδείχτηκε όµως θνησιγενής. Ωστόσο η εµφάνιση ενός νέου παράγοντα έφερε πιο κοντά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία µε τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Αυτό συνέβη όταν χρειάστηκε να αντιµετωπίσουν εξίσου την τουρκική εξάπλωση στη Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή: ττο Βυζάντιο επειδή η Μικρά Ασία αποτελούσε ζωτικό χώρο για εκείνο και οι ευρωπαϊκές χώρες επειδή στη Μέση Ανατολή βρίσκονταν τα ιερά προσκυνήµατα των Αγίων Τόπων, στα οποία κινδύνευαν να µην έχουν πλέον πρόσβαση. Η αναγκαστική όµως αυτή συνεργασία δεν µπορούσε να αµβλύνει την αµοιβαία καχυποψία που πήγαζε από τη διαφορά αντιλήψεων αφενός ή ακόµα και τη διαφορά οικονοµικών και πολιτικοκοινωνικών θε- Στο τέλος του 11ου αιώνα η ανάγκη για την αντιµετώπιση
σµών αφετέρου, και ως εκ τούτου καθιστούσε την επικοινωνία µεταξύ τους δύσκολη και αναποτελεσµατική. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να αποφύγουν την αναζήτηση βοήθειας στα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη και δεν κατέφευγαν σε αυτά παρά µόνο σε κρίσι- µες περιστάσεις. Όπως αποδείχτηκε άλλωστε και µε την πτώση της Κωνσταντινούπολης, πρόθεση των Δυτικών ήταν κατά βάση η υπονόµευση της αυτοκρατορίας και όχι η διαφύλαξή της από την οθωµανική λαίλαπα, καθώς στην πραγµατικότητα εθελοτυφλούσαν και αδυνατούσαν να κατανοήσουν την ανάγκη για ουσιαστική συνεργασία µπροστά στον κοινό κίνδυνο. Αυτό ήταν το γενικό πλαίσιο µέσα στο οποίο κινήθηκαν οι σχέσεις µεταξύ Δύσης και Ανατολής από τον 11ο αιώνα και έως το 1453. Το Βυζάντιο και η νορµανδική απειλή Ένας πολύ επικίνδυνος λαός που προερχόταν από τη Δύση και δηµιούργησε σοβαρά προβλήµατα στο Βυζάντιο ήταν οι Νορµανδοί. Ξεκίνησαν ως πειρατές από τη Νορβηγία, τη Δανία και την Ισλανδία και σταδιακά έφθασαν στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις, υπηρετώντας σε µισθοφορικά σώµατα και λαµβάνοντας ως αντάλλαγµα γη. Το 1057 έγινε κόµης της Απουλίας ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (1057-85), τολµηρός και φιλόδοξος άνδρας, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής των πρώτων νορµανδικών επιδροµών. Οι προθέσεις του εκδηλώθηκαν δυναµικά, όταν το 1071 και ύστερα από τριετή πολιορκία κατέλαβε τη βυζαντινή κτήση του Μπάρι, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, αφού διέσχισε την Αδριατική µε τον στόλο του, έφθασε στην Κέρκυρα, την οποία πήρε στη κατοχή του. Το αµέσως επόµενο βήµα ήταν να αρχίσει την πολιορκία του Δυρραχίου, µε τη δικαιολογία πως ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ Βοτανειάτης είχε διαλύσει τον αρραβώνα του γιου του, Μιχαήλ Ζ, µε την κόρη του, Ελένη. Ήταν ευτύχηµα για το Βυζάντιο το γεγονός ότι το 1081 ανέβηκε στον θρόνο ο Αλέξιος Α Κοµνηνός. Ο νέος αυτοκράτορας κινήθηκε δραστήρια για την απόκρουση των Νορ- µανδών, όµως τα µέσα που διέθετε ήταν πενιχρά και γι αυτό στράφηκε σε αναζήτηση συµµάχων. Ύστερα από διαπραγµατεύσεις πέτυχε να προσεταιριστεί τους Βενετούς, των οποίων τα συµφέροντα επίσης κινδύνευαν από τις επεκτατικές διαθέσεις των Νορµανδών. Ταυτόχρονα φρόντισε για την ανακατάληψη της Κέρκυρας και την ενίσχυση του φρονήµατος των κατοίκων, προάγοντας την επισκοπή της Κέρκυρας σε
µητρόπολη. Η πολιορκία του Δυρραχίου ξεκίνησε στις 17 Ιουνίου 1081. Υπερασπιστής της πόλης ήταν ο Γεώργιος Παλαιολόγος, ο οποίος αποδείχθηκε ικανός διοικητής µεριµνώντας Πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις µεταξύ Βυζαντίου και Δύσης Εκτός από τα πολιτικά γεγονότα που σφράγισαν τις σχέσεις ανάµεσα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και στα δυτικά κράτη, αναµφισβήτητη είναι και η όσµωση που αναπτύχθηκε µεταξύ τους σε πολιτιστικό επίπεδο. Τα ήθη, τα έθιµα και η γενικότερη δυτική κουλτούρα επηρέασαν τους Βυζαντινούς, ειδικότερα κατά την εποχή του Μανουήλ Α, ο οποίος υπήρξε λάτρης του δυτικού τρόπου ζωής, τον οποίο υιοθέτησε ανεπιφύλακτα. Ο αυτοκράτορας είχε έρθει κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του σε στενή επικοινωνία µε Φράγκους ιππότες, τους οποίους θαύµαζε, όπως και τις δυτικές συνήθειες και τους θεσµούς. Χαρακτηριστικό ήταν πως εκείνος εισήγαγε και τους ιπποτικούς αγώνες στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που βρήκε αντίθετους αρκετούς από τους υπηκόους του, ιδιαίτερα τους γηραιότερους, στους οποίους αυτά τα έθιµα φαίνονταν παράξενα, ειδικά επειδή σε αυτούς τους αγώνες λάµβανε µέρος και ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Αλλά και το ανάκτορο των Κοµνηνών στις Βλαχέρνες, που αντικατέστησε το παλαιότερο Παλάτι του Κεράτιου Κόλπου, ήταν φτιαγµένο σύµφωνα µε τα δυτικά πρότυπα και η αρχιτεκτονική του όσο και η ατµόσφαιρά του χαρακτηριζόταν από την ανάλαφρη δυτική κοµψότητα. Ταυτόχρονα ο Μανουήλ, άνθρωπος των γραµµάτων, είχε εντυπωσιαστεί από τις περιγραφές για την Αυλή του βασιλιά Ρογήρου στο Παλέρµο, η οποία είχε όλα τα εχέγγυα για να εξελιχθεί σε σηµαντικό ευρωπαϊκό κέντρο. Πολιτιστικές επιδράσεις όµως δεν δέχθηκαν µόνο οι Βυζαντινοί από τους Δυτικούς, αλλά συνέβη και το αντίστροφο, µε τη διαφορά πως έγινε αισθητό µετά την Άλωση. Το Βυζάντιο για αιώνες έπαιξε τον ρόλο της «κιβωτού» του ελληνο-ρωµαϊκού πολιτισµού, καθώς διέσωσε τα κείµενα της αρχαιότητας µε τη βοήθεια των µοναχών-αντιγραφέων του. Με αυτό τον τρόπο και µε τη µετανάστευση των λογίων του στη Δύση ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, δόθηκε η ευκαιρία στους Ευρωπαίους να έρθουν σε επαφή µε αυτή την κληρονοµιά και να την αξιοποιήσουν µέσα από το κίνηµα της Αναγέννησης.
για την επαρκή οχύρωσή της. Ταυτόχρονα ο βενετικός στόλος έσπευσε σε βοήθεια των πολιορκουµένων και νίκησε τον νορµανδικό, σπάζοντας έτσι την πολιορκία από τη θάλασσα. Η ευγνωµοσύνη του αυτοκράτορα προς τους Βενετούς εκφράστηκε µε πλουσιοπάροχα δώρα. Παρά την επιτυχία του Παλαιολόγου να αποκρούσει τους Νορ- µανδούς σε πρώτη φάση, η πολιορκία συνεχίστηκε. Στο µεταξύ ο Αλέξιος αποφάσισε να ηγηθεί αυτοπροσώπως των επιχειρήσεων και τον Οκτώβριο του 1081 βρισκόταν στο Δυρράχιο, όπου συγκρούστηκαν τα δύο στρατεύµατα. Στη µάχη που έγινε στις 19 του µηνός ο αυτοκράτορας ηττήθηκε και µόλις διέφυγε την αιχµαλωσία. Λίγους µήνες µετά, τον Φεβρουάριο του 1082, το Δυρράχιο παραδόθηκε στις δυνάµεις του Γυϊσκάρδου ύστερα και από την παρότρυνση ενός Βενετού αποίκου. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη ο δρόµος προς την Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ανοικτός για τον Νορµανδό τυχοδιώκτη. Η κατάσταση θα µπορούσε να γίνει πολύ δύσκολη για τους Βυζαντινούς, όµως κατά καλή συγκυρία ο Ροβέρτος αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσµένα στη νότια Ιταλία, καθώς είχε ξεσπάσει επανάσταση. Φεύγοντας την άνοιξη του 1082, άφησε στη θέση του ως αρχηγό τον γιο του, Βοηµούνδο. Εκείνος τέθηκε επικεφαλής των νορµανδικών στρατευµάτων που εισέβαλλαν στα αυτοκρατορικά εδάφη της δυτικής Μακεδονίας, καταλαµβάνοντας την Καστοριά, στη συνέχεια προχώρησαν στην Ήπειρο και, τέλος, έφτασαν στη Θεσσαλία, όπου όµως απέτυχαν να πάρουν στην κατοχή τους τη Λάρισα. Το διάστηµα που ο Γυισκάρδος ήταν απασχοληµένος µε την επανάσταση στη νότια Ιταλία, ο βυζαντινός στρατός βρήκε την ευκαιρία να αντεπιτεθεί, υποχρεώνοντας τους Νορµανδούς σε υποχώρηση. Οι Βενετοί µάλιστα το ίδιο διάστηµα πέτυχαν ως σύµ- µαχοι της αυτοκρατορίας την ανακατάληψη του Δυρραχίου. Ο Ροβέρτος όµως δεν κατέθεσε τα όπλα. Αφού κατέστειλε την επανάσταση, επανήλθε συνεχίζοντας τον πόλεµο κατά των Βυζαντινών σχεδιάζοντας να επιτεθεί στην κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Ατυχώς για εκείνον και τους Νορµανδούς, το 1085 ενώ βρισκόταν στην Κεφαλονιά, την οποία µόλις είχε κατακτήσει, έπεσε θύµα µιας επιδηµίας ελονοσίας που του στοίχισε τη ζωή. Η εξέλιξη αυτή αποδείχτηκε σωτήρια για το βυζαντινό κράτος. Η νορµανδική απειλή αποµακρύνθηκε για µεγάλο χρονικό διάστηµα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον Κο- µνηνό να αντιµετωπίσει άλλους εξίσου σοβαρούς εχθρούς. Όπως αποδείχτηκε όµως Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος ξεκίνησε την πολιορκία του Δυρραχίου µε Το 1071, αµέσως µετά την κατάληψη του Μπάρι από
η ανάσχεση των κατακτητικών σχεδίων τους ήταν µόνο προσωρινή. Η δεύτερη φάση των επιδροµών τους ξεκίνησε το 1107, µε αρχηγό αυτή τη φορά τον γιο του Ροβέρτου, Βοηµούνδο, που ενστερνίστηκε τα παλιά σχέδια του πατέρα του. Αφού προσέλκυσε συµµάχους από τη Γαλλία και την Ιταλία, κατευθύνθηκε πρώτα στον Αυλώνα και κατό- Η Βενετία σύµµαχος του Βυζαντίου εναντίον των Νορµανδών Περιγραφή της ναυµαχίας µεταξύ Νορµανδών και Βενετών το 1081 µας δίνει ο John J. Norwich, στο βιβλίο του «Ιστορία της Βενετίας». Η ναυµαχία αυτή έλαβε χώρα στο πλαίσιο της βυζαντινο-βενετικής συνεργασίας κατά των Νορµανδών, των οποίων η παρουσία στον µεσογειακό χώρο ήταν εξίσου ενοχλητική και για τους δύο. Αναφορά γίνεται και στην πτώση του Δυρραχίου, στην οποία συνετέλεσε η ιδιοτέλεια ενός Βενετού εµπόρου: «.. Οι άνδρες του Ζισκάρ πολέµησαν µανιασµένα, όµως η απειρία τους στις ναυµαχίες τους πρόδωσε. Οι Βενετοί είχαν υιοθετήσει το παλιό βυζαντινό τέχνασµα να ανυψώνουν µικρές βάρκες, επανδρωµένες µε στρατιώτες, στο κατάρτι, απ όπου εύκολα µπορούσαν να χτυπούν τους εχθρούς από ψηλά. Φαίνεται επίσης ότι είχαν µάθει από τους Έλληνες το µυστικό για το υγρό πυρ, καθώς ένας Νορµανδός χρονικογράφος, ο Τζόφρεϊ Μαλατέρα, περιγράφει πως έριχναν αυτή τη φωτιά, που λέγεται ελληνική και δε σβήνει µε νερό, µέσα από υποβρύχιους σωλήνες. Έτσι µε πανουργία έκαψαν ένα από τα πλοία µας κάτω από τα κύµατα της θάλασσας. Απέναντι σε τέτοιες τακτικές οι Νορµανδοί ήταν ανίσχυροι. Ο αποδεκατισµένος και διαλυµένος στόλος τους πήρε τελικά το δρόµο της φυγής προς το λιµάνι. Ο νορµανδικός όµως στρατός που είχε αποβιβαστεί πριν τη ναυµαχία ήταν ακµαιότατος. Μετά από οκταήµερη πολιορκία και ένα καταλυτικό χτύπηµα σε µια βυζαντινή δύναµη υπό τη διοίκηση του ίδιου του αυτοκράτορα, ανάγκασε την πόλη να παραδοθεί. Ο Αλέξιος είχε ήδη στείλει πλούσια δώρα στη Βενετία ευγνωµονώντας για τη βοήθεια. Θα ήταν ίσως λιγότερο γενναιόδωρος, αν γνώριζε ότι η πτώση της πόλης οφειλόταν στην προδοσία κάποιου Βενετού εµπόρου, που κανόνισε να ανοίξουν οι πύλες µε αντάλλαγµα το χέρι µιας από τις κόρες του Ροµπέρ Ζισκάρ. Έτσι, η πρώτη νίκη των Βενετών επί του νορµανδικού εκστρατευτικού σώµατος, αν και φαινόταν πολύ σηµαντική στον καιρό της, σύντοµα αποδείχτηκε µικρής σηµασίας». J. J. Norwich, Ιστορία της Βενετίας, Αθήνα, εκδ. Φόρµιγξ 1993. Η πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορµανδούς το καλοκαίρι
πιν στο Δυρράχιο. Η ιστορία επαναλαµβανόταν, αλλά µε διαφορετικούς όρους. Η θέση του Βυζαντινού αυτοκράτορα αυτή τη φορά ήταν πιο ισχυρή και ο Βοηµούνδος γνώρισε συντριπτική ήττα. Με τη συνθήκη της Δεαβόλεως το 1108 ο τελευταίος δέχτηκε να γίνει υποτελής του Αλέξιου και σε αντάλλαγµα έλαβε την ηγεµονία της Αντιόχειας. Η νίκη κατά του Βοηµούνδου ήταν σηµαντικότατη και συνετέλεσε αποφασιστικά στην εδραίωση της βυζαντινής εξουσίας στα Βαλκάνια. Το νορµανδικό πρόβληµα ωστόσο παρέµεινε άλυτο για τους Βυζαντινούς, οπότε οι διάδοχοι του Αλέξιου υποχρεώθηκαν µέσα στα επόµενα χρόνια να τους αντιµετωπίσουν εκ νέου. Επί των ηµερών του Ιωάννη Β, γιου του Αλέξιου, οι Νορµανδοί της νότιας Ιταλίας γνώριζαν µια νέα περίοδο ακµής. Ο νέος τους αρχηγός Ρογήρος Β στέφθηκε Ο θάνατος του Ροβέρτου Γυισκάρδου Ο Νορµανδός ηγεµόνας Βοη- µούνδος επιστρέφει στην Ιταλία Η Άννα Κοµνηνή, κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Α, στάθηκε µία από τις πιο µορφω- µένες και ενδιαφέρουσες γυναίκες της εποχής της. Έχοντας αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και µε την υποστήριξη της µητέρας της Ειρήνης, προσπάθησε να πείσει τον πατέρα της έως τις τελευταίες του στιγµές να την καταστήσει διάδοχο του θρόνου. Η επιθυµία της όµως δεν έγινε ποτέ πραγµατικότητα και έκτοτε αφιερώθηκε στο συγγραφικό της έργο. Μέσα από τις σελίδες της «Αλεξιάδας», όπου περιγράφονται τα έργα και οι ηµέρες του Αλέξιου Κοµνηνού, πληροφορούµαστε για τον θάνατο του Ροβέρτου Γυισκάρδου: «Προτού όµως συναντηθεί µε το γιο του κι ενώ ακόµη τον περίµενε έξω απ τον Αθέρα, ένα ακρωτήριο της Κεφαλληνίας, του ανεβαίνει ψηλός πυρετός. Μην αντέχοντας τη λαύρα του πυρετού, ζητάει κρύο νερό. Οι σύντροφοί του σκορπίστηκαν παντού να ψάξουν για νερό και τότε κάποιος ντόπιος τους λέει: βλέπετε αυτό το νησί, την Ιθάκη; Σ αυτό έχει χτιστεί τον παλιό καιρό µια µεγάλη πόλη ονοµαζόµενη Ιερουσαλήµ που, µε τα χρόνια, ερειπώθηκε σ αυτήν υπάρχει µια βρύση, απ όπου αναβρύζει συνεχώς πόσιµο δροσερό νερό. Μόλις το έµαθε ο Ροµπέρτος κυριεύτηκε από τρόµο συνδυάζοντας τον Αθέρα µε την Ιερουσαλήµ, έβλεπε να επίκειται ο θάνατός του. Από καιρό µερικοί του είχαν προ- µαντέψει τέτοιες µαντείες τις συνηθίζουν οι κόλακες των µεγιστάνων ότι Μέχρι και αυτού του Αθέρος άπαντα µέλλεις υποτάξαι εκείθεν δε εις Ιερουσαλήµ απερχόµενος τω χρεών λειτουργήσεις. Αν ήταν ο πυρετός που τον έφερε στο θάνατο ή αν η αρρώστια
του ήταν πλευρίτις δεν µπορώ να το ξέρω µε ακρίβεια, το βέβαιο είναι ότι, µέσα σ έξι µέρες, τελείωσε». Άννα Κοµνηνή, Αλεξιάς, τ. Α, µετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα εκδ. Άγρα, 1990-91. Ο αρχηγός των Νορµανδών Βοηµούνδος Μετά τον Ροβέρτο Γυισκάρδο εµφανίστηκε ένας ακόµα Νορµανδός αρχηγός, ο Βοη- µούνδος. Οι επιδροµές του είχαν φέρει σε δύσκολη θέση την αυτοκρατορία, ωστόσο ο Αλέξιος κατάφερε να τον αντιµετωπίσει µε επιτυχία και να τον αναγκάσει να συνθηκολογήσει. Η Άννα Κοµνηνή στην «Αλεξιάδα» δίνει µια εναργή περιγραφή του: «Άνθρωπος σαν τον Βαϊµούντο, για να µιλήσω εν συντοµία, δεν είχε ξαναφανεί κανένας στη γη των Ρωµαίων ούτε βάρβαρος ούτε Έλληνας, θάµβος οφθαλµών ήταν αν τον έβλεπες και τρό- µος αν άκουγες γι αυτόν. Για να περιγράψω τώρα ένα ένα τα χαρακτηριστικά της µορφής του, είχε τόσο ψηλό ανάστηµα, ώστε ξεπερνούσε σχεδόν ένα πήχη τους ψηλότερους άνδρες. Στην κοιλιά και στις λαγόνες ήταν λεπτός, στο στέρνο ευρύς και στα µπράτσα εύρωστος. Το σώµα του όλο ούτε λιπόσαρκο ήταν µα ούτε και παχύσαρκο όλα σε κείνον βρίσκονταν σε µια τέλεια αναλογία, την αρµονία, θα λεγα, του Πολυκλείτειου Κανόνα. Είχε χέρια γερά, πέλµατα σταθερά, αυχένα και ώµους καλοχτισµένους [ ]. Τα γαλανά του µάτια εξέφραζαν συγχρόνως τόλµη και εµβρίθεια. Η µύτη και τα ρουθούνια του ανέπνεαν ελεύθερα τον αέρα, ταίριαζαν τα ρουθούνια µε το ευρύ του στέρνο και το στέρνο µε τα ρουθούνια του: η φύση είχε δώσει διέξοδο απ τη µύτη στον αέρα που έβγαινε απ την καρδιά του παφλάζοντας. Κάποια γλυκύτητα φαινόταν στην όψη εκείνου του ανθρώπου, που όµως σαν να κοµµατιαζόταν από κάτι τροµακτικό που εξέπεµπε ολόκληρος [ ]. Με τόλµη και έρωτα ήταν οπλισµένη η ψυχή και το σώµα του και τα δυο ήταν στραµµένα στη µάχη. Το πνεύµα του ήταν ευκίνητο και πανούργο, ικανό να ξεφεύγει από κάθε λαβή. Τα λόγια του µετρηµένα, οι αποκρίσεις του πάντα αµφίσηµες. Μόνο ένας άνθρωπος µπορούσε να νικήσει έναν αντίπαλο σαν τον Βαϊµούντο: ο αυτοκράτορας». Άννα Κοµνηνή, Αλεξιάς, τ. Β, µετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1990-91.
βασιλιάς το 1130 στο Παλέρµο, έχοντας ενώσει κάτω απ το σκήπτρο του την Απουλία και τη Σικελία. Για να προλάβει τυχόν εχθρικές ενέργειες από την πλευρά των Νορµανδών, ο Ιωάννης φρόντισε να έρθει σε συνεννόηση µε τον αυτοκράτορα της Γερµανίας Λοθάριο και στη συνέχεια, όταν εκείνος πέθανε, µε τον Κονράδο Γ. Το 1147 ο Ρογήρος Β εξαπέλυσε αιφνιδιαστικά επίθεση εναντίον της αυτοκρατορίας αποσπώντας αρχικά την Κέρκυρα. Κατόπιν στράφηκε στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο χτυπώντας την Κόρινθο και τη Θήβα, που εκείνο τον καιρό ανθούσαν λόγω της καλλιέργειας µεταξιού. Οι δύο αυτές πόλεις λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοί τους έµπειροι µεταξουργοί µεταφέρθηκαν διά της βίας στο Παλέρµο, προκειµένου να στηρίξουν την εκεί µεταξουργία και να µπορέσουν έτσι οι Νορµανδοί να ανταγωνιστούν το Βυζάντιο. Τον βυζαντινό θρόνο κατείχε ο Μανουήλ A ο νεότερος, γιος του Ιωάννη Β, ο οποίος κατάφερε να ανακαταλάβει την Κέρκυρα µε τη βοήθεια των Βενετών. Ο Ρογήρος όµως δεν αρκέστηκε στις επιδροµές του, αλλά κινήθηκε και σε διπλωµατικό επίπεδο για να δηµιουργήσει νέα προβλήµατα στον αυτοκράτορα: υποκίνησε εναντίον του τους Ούγγρους, που εξελίσσονταν σε υπολογίσιµη δύναµη, καθώς και τους Σέρβους. Ο θάνατος του Ρογήρου Β το 1154 και τα προβλήµατα που προέκυψαν στο νορµανδικό βασίλειο έδωσαν την ευκαιρία στον αυτοκράτορα Μανουήλ να θέσει σε εφαρµογή το µεγαλόπνοο σχέδιο που είχε συλλάβει για την ανακατάληψη της Ιταλίας και που αναβίωνε ουσιαστικά τις παλιές φιλοδοξίες του Ιουστινιανού Α. Αφού επανέφερε προσωρινά την τάξη στο βαλκανικό µέτωπο, έστειλε στόλο στην Αγκώνα απ όπου θα ξεκινούσαν οι επιχειρήσεις του. Μέσα σε λίγο χρόνο και µε τη βοήθεια των δορυφόρων των Νορµανδών που αποστάτησαν, οι βυζαντινές δυνάµεις κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή από την Αγκώνα έως τον Τάραντα. Το όνειρο όµως του Μανουήλ για κυριαρχία στην Ιταλική χερσόνησο αποδείχτηκε άπιαστο. Ο νέος βασιλιάς των Νορµανδών, Γουλιέλµος Α (1154-66), αντέδρασε συνάπτοντας συµµαχία µε τον Γερµανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α Βαρβαρόσα, οποίος φυσικά δεν έβλεπε µε καλό µάτι τις κατακτητικές διαθέσεις του Μανουήλ. Ανησυχίες όµως προκλήθηκαν και στους Βενετούς, που µέχρι πρότινος είχαν συνασπιστεί µε τους Βυζαντινούς στο αντινορµανδικό µέτωπο, γι αυτό άλλωστε διέκοψαν τις επαφές τους µε τον αυτοκράτορα. Το 1156 ο Γουλιέλµος Α αντεπιτέθηκε, και στη µάχη του Βρινδησίου νίκησε τους Βυζαντινούς κατά κράτος. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να δεχτεί ταπεινωτική ειρήνη, η οποία του Πλακίδιο όπου απεικονίζεται η στέψη του Νορµανδού βασιλιά
στέρησε όλες τις ιταλικές κτήσεις που είχε κερδίσει. Το τελευταίο ξέσπασµα της νορµανδικής επιθετικότητας σηµειώθηκε το 1185 µε επικεφαλής τον Γουλιέλµο Β (1166-89), ο οποίος ακολούθησε την κλασική διαδροµή προς το Δυρράχιο, την πύλη για την επέλαση στα βυζαντινά εδάφη. Οι προσπάθειες του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α Κοµνηνού, ξάδελφου και διαδόχου του Μανουήλ, να έρθει σε συνεννόηση µε τον Σαλαδίν, σουλτάνο της Αιγύπτου, καθώς και µε τους Βενετούς δεν βρήκαν καµία ανταπόκριση. Το Δυρράχιο καταλήφθηκε γρήγορα και οι νορµανδικές δυνάµεις κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα ανέλαβε δράση και ο στόλος τους, ο οποίος κυρίεψε τα νησιά Κέρκυρα, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο. Κατόπιν έπλευσαν στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης και την πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα. Η επιτυχία των Νορµανδών ήταν πολύ µεγάλη, αν αναλογιστεί κανείς πως οι προηγούµενες απόπειρές τους να κατακτήσουν το Δυρράχιο είχαν βρει αποτελεσµατική αντίσταση παρά τις δύσκολες συνθήκες, ενώ τώρα µπόρεσαν να φθάσουν σχεδόν ανενόχλητοι έως τη Θεσσαλονίκη, που ήταν πια έρµαιο στα χέρια τους. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης στάθηκε ανίκανη να προστατέψει την πόλη και ο διοικητής της, Δαβίδ Κοµνηνός, ανίκανος να την υπερασπιστεί. Η λεηλασία και η καταστροφή που γνώρισε η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτοφανής και οι κάτοικοί της βασανίστηκαν και φονεύθηκαν µε τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης ο νορµανδικός στρατός διασπάστηκε. Ένα µέρος του πήρε τον δρόµο για τις Σέρρες, ενώ ένα άλλο που ήταν και το µεγαλύτερο στράφηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο πανικός που επικράτησε στην πρωτεύουσα στο άκουσµα αυτής της είδησης ήταν απερίγραπτος, καθώς όλοι πίστεψαν ότι θα µοιραζόταν την τύχη της Θεσσαλονίκης. Τα τροµοκρατικά µέτρα που εφάρµοσε ο Ανδρόνικος Α Κοµνηνός σε συνδυασµό µε την τροµερή αγωνία που επικρατούσε στην πόλη οδήγησαν τον πληθυσµό σ ένα φοβερό ξέσπασµα. Ο τελευταίος των Κοµνηνών, ο οποίος λίγα χρόνια πριν αποτελούσε είδωλο για τον λαό, ανατράπηκε και κρεουργήθηκε από τον όχλο στους δρόµους της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις εξελίξεις, ο νορµανδικός κίνδυνος φάνηκε τελικά πως δεν ήταν τόσο σοβαρός όσο είχαν φοβηθεί οι Βυζαντινοί. Ο στρατός τους εκφυλίστηκε εξαιτίας της απληστίας και των καταχρήσεών του, ενώ παράλληλα χτυπήθηκε και από επιδηµίες που αραίωσαν σηµαντικά τις τάξεις του. Ήταν η πιο κατάλληλη ευκαιρία για την οριστική εξόντωσή
τους. Ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς τους νίκησε αρχικά στη Μοσυνόπολη και αργότερα τον Νοέµβρη του 1185 στο Δηµητρίτζι. Οι Νορµανδοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν τόσο από τη Θεσσαλονίκη όσο και από το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Στην κατοχή τους έµειναν µόνο η Κεφαλονιά και η Ζάκυνθος, οι οποίες χάθηκαν οριστικά για το Βυζάντιο. Αυτό το τέλος είχε η τέταρτη και τελευταία επιδροµή των Νορµανδών. Είχαν επέλθει φοβερές καταστροφές και είχε στοιχίσει τη ζωή ενός αυτοκράτορα, όµως η απειλή τους αποσοβήθηκε µια για πάντα και σε µια κρίσιµη περίοδο, καθώς στα τέλη του ίδιου χρόνου ξέσπασε επανάσταση στη Βουλγαρία, δίνοντας πλέον στην αυτοκρατορία το περιθώριο να αντιµετωπίσει τα νέα προβλήµατα. Βυζάντιο και Βενετία Η ιστορία των σχέσεων µεταξύ Βενετίας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινά από τον 6ο αιώνα µ.χ., µετά την ανακατάληψη της Ιταλίας από τον Ιουστινιανό Α και την ίδρυση του εξαρχάτου της Ραβέννας, στο οποίο ανήκε και η πόλη των δόγηδων. Από τότε και µέχρι την πτώση του Βυζαντίου συνδέθηκαν ακατάλυτα. Με το πέρασµα του χρόνου όµως η Βενετία εξελίχθηκε από απλή επαρχία της αυτοκρατορίας σε αυτόνοµο κράτος, αλλάζοντας έτσι τα δεδοµένα και τους συσχετισµούς µεταξύ τους. Ήδη από τον 7ο και 8ο αιώνα η Βενετία παρουσίασε αποσχιστικές τάσεις, οι οποίες οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην εικονοκλαστική πολιτική του Λέοντα Γ Ίσαυρου. Όταν όµως προς τα τέλη του 8ου αιώνα εµφανίστηκαν απειλητικές οι δυνάµεις του Καρλοµάγνου, οι Βενετοί έδειξαν ξεκάθαρα την επιθυµία τους να αποτελούν µέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δηλώνοντας απερίφραστα ότι «ἡµεῖς δούλοι θέλοµεν εἶναι τοῦ βασιλέως Ρωµαίων». Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να γνωρίζει µεγάλη ανάπτυξη και να αποκτά µεγαλύτερη ισχύ, σε βαθµό που να αποτελεί σηµαντικό έρεισµα της αυτοκρατορίας στη Δύση. Απόδειξη γι αυτό ήταν η βοήθεια που προσέφερε στο βυζαντινό κράτος, όταν αυτό διεξήγαγε πολέµους στην Απουλία, στη Δαλµατία και στη Σικελία. Τα προνόµια που εξασφάλισε το βενετικό εµπόριο µε το χρυσόβουλο του 992 µ.χ. του έδωσαν µεγάλη ώθηση και σε συνδυασµό µε την κατάληψη της Δαλµατίας άνοιξαν τον δρόµο για την πραγµατοποίηση των πρώτων φιλοδοξιών της πόλης των Τεναγών. Ο 11ος αιώνας βρήκε τη Βενετία έτοιµη να απλώσει την κυριαρχία της στον χώρο της Βασιλικό στέµµα στολισµένο µε πολύτιµες πέτρες και µαρ- Βυζαντινής τεχνοτροπίας µωσαϊκό στολίζει την οροφή της
Αδριατικής. Η διάθεσή της να λειτουργεί εφεξής ως αυτόνοµο κράτος φάνηκε από τη συµφωνία που υπογράφτηκε το 1075 µεταξύ της ίδιας και άλλων δαλµατικών πόλεων, οι οποίες υποσχέθηκαν πως δεν θα επέτρεπαν την παρουσία των Νορµανδών ή άλλων ξένων λαών στα εδάφη τους. Ήταν χαρακτηριστικό ότι στο κείµενο της συµφωνίας δεν αναφερόταν πουθενά το όνοµα του αυτοκράτορα ούτε ακολουθούνταν το βυζαντινό τυπικό, αδιάψευστο δείγµα των βενετικών προθέσεων. Ο νορµανδικός κίνδυνος ωστόσο αποτελούσε µια πραγµατικότητα, την οποία έπρεπε να αντιµετωπίσουν τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Βενετοί. Το µεγάλο πρόβληµα και των δύο ήταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, ο οποίος διεκδικούσε ζωτικό χώρο και από τους µεν και από τους δε, που ήταν φυσικό να καταλήξουν σε συµµαχία. Η διαφορά ήταν πως η συµµαχία αυτή είχε µεγαλύτερη σηµασία για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία ο Αλέξιος Α Κοµνηνός έπρεπε να προστατεύσει και από τους Σελτζούκους στα ανατολικά. Επιπρόσθετα το ναυτικό της ουσιαστικά βρισκόταν σε διάλυση και αυτό σήµαινε την ανάγκη άµεσης βοήθειας από µια δύναµη µε αυξηµένες δυνατότητες στη θάλασσα, όπως ήταν η πόλη του Αγίου Μάρκου. Η έκβαση του πολέµου υπήρξε ευνοϊκή και για τα δύο µέρη, καθώς οι Νορµανδοί νικήθηκαν τόσο στη θάλασσα από τον βενετικό στόλο όσο και στην ξηρά µε την ανακατάληψη του Δυρραχίου από τους Βυζαντινούς, το οποίο είχε πέσει στα χέρια του Ροβέρτου από το 1081. Ο αυτοκράτορας ανακουφισµένος θέλησε να ανταµείψει τη Βενετία για τη βοήθειά της µε ένα νέο χρυσόβουλο τον Μάιο του 1082, βάσει του οποίου επικυρώνονταν όλα τα παλαιότερα προνόµιά της στην αυτοκρατορία και όχι µόνο. Ο δόγης έλαβε τον τίτλο του πρωτοσεβαστού, που θα ίσχυε και για τους διαδόχους του και θα συνοδευόταν από ανάλογη χορηγία. Ο πατριάρχης του Γράδο απέκτησε αντίστοιχα τον τίτλο του υπερτίµου και η Εκκλησία της Βενετίας µια ετήσια τιµητική χορηγία. Το σηµαντικότερο γεγονός όλων όµως ήταν ότι στο εξής οι Βενετοί αποκτούσαν το δικαίωµα να εµπορεύονται ελεύθερα µέσα στα όρια της αυτοκρατορίας ακόµη και µέσα στη Βασιλεύουσα χωρίς να πληρώνουν φόρους. Επιπλέον τους παραχωρήθηκαν µέσα στην πρωτεύουσα πολλά καταστήµατα και τρεις αποβάθρες. Η εκχώρηση αυτών των προνοµίων είχε τεράστια σηµασία τόσο για το µέλλον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο και για την πόλη του Αγίου Μάρκου. Με το χρυσόβουλο του 1082 τέθηκαν τα θεµέλια για την εδραίωση και την εξάπλωση της ισχύος της Με επικεφαλής τον βασιλιά τους Γουλιέλµο Β, οι Νορµανδοί Η τέταρτη επιδροµή των Νορ- µανδών κατά του βυζαντινού
ναυτικής δηµοκρατίας, η οποία δεν έλεγχε πλέον µόνο την Αδριατική, όπως ήταν ο πρώτος της στόχος, αλλά θα διαδραµάτιζε στο εξής και καίριο ρόλο στις τύχες του βυζαντινού κράτους. Το ίδιο το βυζαντινό εµπόριο υπέστη σοβαρή ζηµιά, ενώ αντίθετα η Βενετία αποκτούσε οικονοµικό πλεονέκτηµα που της εξασφάλιζε την υπεροχή, άσχετα αν τυπικά αναγνώριζε τα κυριαρχικά δικαιώµατα του αυτοκράτορα. Ο 11ος αιώνας δεν θα µπορούσε να κλείσει ευνοϊκότερα για την ίδια, τη στιγµή µάλιστα που το βυζαντινό κράτος ουσιαστικά αποσταθεροποιούταν. Οι ιδανικές συνθήκες που είχαν δηµιουργηθεί για τη Γαληνοτάτη ήταν φυσικό να την ενθαρρύνουν στην προσπάθεια να τις διατηρήσει προκειµένου να επωφεληθεί από αυτές. Μέσα στον επόµενο αιώνα άλλωστε είχε να ανταγωνιστεί δύο επικίνδυνους αντιπάλους στην Ιταλία, στη Γένοβα και στην Πίζα. Οι δύο τελευταίες είχαν επίσης καταφέρει να αποσπάσουν εµπορικά προνόµια από τον Αλέξιο Α, ωστόσο παρά τις δυσκολίες ο βενετικός λέων άντεξε και µάλιστα το εµπόριό του άνθησε µέσα στα πλαίσια της αυτοκρατορίας. Τα πράγµατα ωστόσο άρχισαν να αλλάζουν, όταν τον Αλέξιο Α διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του, Ιωάννης Β, ο οποίος αποφάσισε να ασκήσει εντελώς διαφορετική πολιτική. Συγκεκριµένα προσπάθησε να αποστερήσει τη Βενετία από τα προνόµια που της είχαν δοθεί, αφενός για να δείξει ποιος είχε τον πρώτο λόγο και αφετέρου γιατί τα προνόµια αυτά κατέστρεφαν το βυζαντινό εµπόριο. Ήταν όµως πολύ αργά για τέτοιου είδους παρεµβάσεις. Η αυτοκρατορία δεν είχε πια την πολυτέλεια να ρυθµίζει η ίδια όπως θα ήθελε τις σχέσεις της µε τη Γαληνοτάτη. Το αποτέλεσµα ήταν αυτή να επέµβει δυναµικά προκειµένου να προστατεύσει τα κεκτηµένα της. Το 1124 ο βενετικός στόλος επιτέθηκε στα νησιά Ρόδο, Σάµο, Λέσβο, Κεφαλονιά, καθώς και στην Κορώνη λεηλατώντας τις. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση δεν έµενε άλλη λύση στον Ιωάννη Β από το να ανακαλέσει την αρχική του απόφαση και το 1126 να απολύσει ένα νέο χρυσόβουλο που όχι µόνο επικύρωνε τα προνόµια αλλά και τα επαύξανε. Η απόπειρα του Ιωάννη Β να ανακόψει την οικονοµική διείσδυση των Βενετών µε όλα τα συνεπακόλουθά της είχε και συνέχεια από τον µικρότερο γιο του, Μανουήλ Α, ο οποίος, επιδιώκοντας τουλάχιστον να εξισορροπήσει τα πράγµατα, υπέγραψε συνθήκες τόσο µε τη Γένοβα το 1169 όσο και µε την Πίζα το 1170. Το επόµενο έτος όµως ο αυτοκράτορας προχώρησε σε µια ενέργεια που οδήγησε τα πράγµατα στα άκρα, καθώς διέταξε τη σύλληψη όλων των Βενετών εντός της αυτοκρατορίας και τη δήµευση των Κατά τον 10ο αιώνα η Βενετία εµφανίζεται αρκετά ισχυρή και
περιουσιών τους. Τα αντίποινα δεν άργησαν να εκδηλωθούν µε τη λεηλασία της Χίου και της Λέσβου. Παρά τις διαπραγµατεύσεις που ακολούθησαν δεν στάθηκε δυνατόν να επέλθει κάποια συνεννόηση µεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου, µε αποτέλεσµα να διακοπούν οι διπλωµατικές επαφές για µία ολόκληρη δεκαετία, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά και µαρτυρούσε τον βαθµό όξυνσης των µεταξύ τους σχέσεων. Οπωσδήποτε η Δηµοκρατία δεν είχε άλλη επιλογή από το να βρει µια εναλλακτική λύση και τη βρήκε ύστερα από συµφωνία µε τους Νορµανδούς, που της εξασφάλισε την απόλυτη κυριαρχία τουλάχιστον στην Αδριατική ύστερα από το καταστροφικό χτύπηµα που δέχθηκε. Ωστόσο ο Μανουήλ ήταν σε πιο δύσκολη θέση και γι αυτό µπροστά στην αναπόδραστη ανάγκη που γεννούσε η καταρρέουσα δύναµή του, υποχρεώθηκε το 1179 να κάνει το πρώτο βήµα προκειµένου να αποκαταστήσει τη χαµένη επικοινωνία. Η υπόσχεσή του ήταν να απελευθερώσει τους φυλακισµένους, να επιστρέψει τις περιουσίες τους αλλά και να πληρώσει αποζηµιώσεις σε εκείνους που είχαν καταστραφεί. Οι διάδοχοι του Μανουήλ στον βυζαντινό θρόνο, Ανδρόνικος Α και Ισαάκιος Β Άγγελος, επέλεξαν τον δρόµο της συνεργασίας µε τη Βενετική Δηµοκρατία. Οι συµφωνίες που υπέγραψαν µαζί της έδωσαν την ευκαιρία στο βενετικό εµπόριο να καλύψει τις απώλειες των προηγούµενων ετών, µολονότι οι βυζαντινο-βενετικές σχέσεις δεν επανήλθαν ποτέ στην πρότερη κατάσταση. Αποφασιστικής σηµασίας ήταν το χρυσόβουλο του 1198 επί Αλεξίου Γ Αγγέλου που έδωσε και πάλι την πρωτοκαθεδρία στη Βενετία αλλά είχε και το ειδικό βάρος της αναγνώρισης της οικονοµικής κυριαρχίας της, µε τη δηµιουργία ενός εκτεταµένου δικτύου εµπορικών σταθµών, τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Παράλληλα η βενετική παροικία στην Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν ως µια ξένη κοινότητα, κάτι που σήµαινε πως είχε δικαιώµατα αλλά και υποχρεώσεις. Το Βυζάντιο και η Βενετία συνοµιλούσαν πλέον ως ίσος προς ίσο. Το καθεστώς κατά το οποίο η πόλη των δόγηδων θεωρείτο απλή επαρχία είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η δραστική αυτή αλλαγή ισορροπίας δυνάµεων θα εκδηλωνόταν εµφανέστερα κατά τον 13ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι οι διµερείς σχέσεις τους βρίσκονταν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, η Γαληνοτάτη δεν µπορούσε να απαλλαγεί από την αγωνία της αλλαγής πολιτικής του εκάστοτε αυτοκράτορα. Η κήρυξη της Δ Σταυροφορίας µε την ταυτόχρονη παρουσία του Ερρίκου Δάνδολου (1192-1205) στο δουκικό µέγαρο Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β Άγγελου µε το
αποδείχτηκε µοιραίος συσχετισµός για την εξέλιξη των πραγµάτων. Ο έξυπνος και αποφασιστικός δόγης διέβλεψε πως η εµπλοκή της πατρίδας του στην υπόθεση αυτή ήταν µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επιβολή της ως κυρίαρχης δύναµης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο όχι µόνο οικονοµικά αλλά και πολιτικά. Η κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, της οποίας η ύπαρξη πρακτικά αποτελούσε εµπόδιο για τη Βενετία, θα εξυπηρετούσε τέλεια τα σχέδιά της για την απρόσκοπτη και από θέση ισχύος εκµετάλλευση των εµπορικών δρόµων της. Μετά την Άλωση του 1204 η Γαληνοτάτη κατέστη ισότιµος σύµµαχος των Σταυροφόρων και µε µοναδική µεθοδικότητα και διορατικότητα µπόρεσε να αποσπάσει τα εδάφη που την ενδιέφεραν για την οµαλή διεξαγωγή του εµπορίου της, κατοχυρώνοντάς τα µέσω της Partitio Terrarum Imperii Romaniae. Η ίδρυση της νέας λατινικής αυτοκρατορίας της Ρωµανίας δεν αποτελούσε πρόβληµα για την ίδια, αντιθέτως είχε τη δυνατότητα να ελέγχει πλήρως την κατάσταση. Για περίπου µισό αιώνα η αυτοκρατορία αυτή δεν στάθηκε τίποτα άλλο από ένα σαθρό οικοδόµηµα χωρίς πραγµατικές δυνατότητες άσκησης πολιτικής. Στα χρόνια που µεσολάβησαν από το 1204 έως την ανάκτηση της Βασιλεύουσας από τον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο το 1261, κύριο µέληµα της Γαληνοτάτης υπήρξε η στήριξη της λατινικής αυτοκρατορίας που εξυπηρετούσε τα συµφέροντά της. Ατυχώς για τα βενετικά συµφέροντα, δεν µπόρεσε να διατηρηθεί. Οι Βυζαντινοί ζούσαν πάντα µε το όνειρο να πάρουν πίσω ό,τι τους ανήκε και αυτό το πέτυχε ο Μιχαήλ Η, αυτοκράτορας έως τότε της Νίκαιας, ανακαταλαµβάνοντας την Κωνσταντινούπολη, πιάνοντας τους Λατίνους κυριολεκτικά στον ύπνο. Η παλινόρθωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβληµα της Βενετίας, το οποίο σχετιζόταν µε την εξάρτησή της από τα προνόµια που θα ήταν διατεθειµένος να παραχωρήσει ο αυτοκράτορας και σε τόσους άλλους εκτός από την ίδια. Ο παλιός πονοκέφαλος επανήλθε µε την υπογραφή της συνθήκης του Νυµφαίου, µε την οποία ο Μιχαήλ Η έδινε στους Γενοβέζους γη και ύδωρ, προκειµένου να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους κατά των Βενετών. Η συµφωνία αυτή ήταν καταστροφική γι αυτούς, καθώς το δικό τους µονοπώλιο µεταβιβαζόταν στους ανταγωνιστές τους. Οι ανησυχίες τους όµως δεν κράτησαν για πολύ, καθώς το 1263 ο στόλος τους νίκησε το γενουατικό σε µια ναυµαχία στον κόλπο του Ναυπλίου, κάνοντας τον αυτοκράτορα να αναθεωρήσει τη στάση του. Το 1265 Βυζαντινοί και Βενετοί κατέληξαν σε µια Ο Χριστός, µε τις δύο αρετές Ελεηµοσύνη και Δικαιοσύνη
συµφωνία, που όµως δεν επικυρώθηκε αµέσως εξαιτίας των δισταγµών που είχαν οι τελευταίοι. Ακολούθησε ένα πολιτικό παιχνίδι µε τον Μιχαήλ να στρέφεται και πάλι στους Γενουάτες παραχωρώντας τους τη συνοικία του Γαλατά, προσφορά που έγινε φυσικά ευχαρίστως δεκτή. Η εξέλιξη αυτή διέλυσε τους βενετικούς δισταγµούς, µε αποτέλεσµα τον Απρίλη του 1268 να επικυρωθεί η συµφωνία µεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας. Κατά την περίοδο αυτή η Γαληνοτάτη εφάρµοσε ένα νέο σύστηµα που προέβλεπε την υπογραφή συνθηκών µικρής χρονικής διάρκειας που θα έδιναν και το περιθώριο ακύρωσης αν χρειαζόταν. Αυτό συνέφερε και το Βυζάντιο, το οποίο είχε µεγαλύτερη δυνατότητα για διπλωµατικούς ελιγµούς, καθώς δεν δεσµευόταν απόλυτα µε κάποια από τις δύο ναυτικές δηµοκρατίες. Αντιθέτως, θα µπορούσε να εκµεταλλευτεί τον µεταξύ τους ανταγωνισµό προς όφελός της, στρέφοντας τη µία κατά της άλλης. Στις αρχές του 14ου αιώνα, η Βενετία διατηρούσε όλα της τα προνόµια εντός της αυτοκρατορίας και µάλιστα έλαβε και νέες αποικίες στο Αιγαίο, κάτι που ανέτρεπε πιθανούς φόβους για αποδυνάµωσή της µετά την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους. Η οικονοµική δυσπραγία από την οποία υπέφερε αυτό είχε αναγκάσει την αντιβασίλισσα Άννα της Σαβοΐας να προβεί σε δανειοδότηση από τους Βενετούς µε ενέχυρο τα κοσµήµατα του θρόνου, γεγονός που φανέρωνε µια κατάσταση διόλου σταθερή. Το Βυζάντιο δεν ήταν σε θέση να ορίσει τις τύχες κανενός, πολύ περισσότερο του εαυτού του. Ενδεικτική ήταν η παραίνεση του Βενετού βάιλου στην Κωνσταντινούπολη προς την πατρίδα του το 1355 να προσαρτήσει την αυτοκρατορία, ειδάλλως αυτή θα έπεφτε θύµα των Οθωµανών. Στο µεταξύ ο ανταγωνισµός και οι διαµάχες ανάµεσα στη Βενετία και στη Γένοβα συνεχιζόταν πάντα µε την ίδια ένταση. Εκµεταλλευόµενες τη δυναστική διαµάχη που είχε ξεσπάσει στον αυτοκρατορικό οίκο µεταξύ Ιωάννη Ε και Ανδρόνικου Δ, ενεπλάκησαν σε πόλεµο, µε µήλον της έριδος το νησί της Τενέδου. Το θέµα ήταν πως είχαν πλέον φτάσει στο σηµείο να αγνοούν παντελώς το Βυζάντιο, σαν να µην είχε θέση στον χώρο που εκείνες διεκδικούσαν. Αυτό φάνηκε καθαρά από τη συνθήκη του 1381, που ρύθµιζε το καθεστώς της Τενέδου σαν να µην ήταν ποτέ βυζαντινή κτήση. Όµως και για εκείνες το τίµηµα του πολέµου ήταν υψηλό, καθώς αποδυναµώθηκαν δίνοντας έτσι τόπο στον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α να γίνει ρυθµιστής της κατάστασης. Η Η Βενετία υπήρξε ισότιµος σύµ- µαχος των Σταυροφόρων µετά
Βενετία, πρακτική όπως πάντα, είχε προβλέψει ακόµα και την περίπτωση κατάληψης της Βασιλεύουσας από τους Οθωµανούς γι αυτό, όταν ετοιµαζόταν να στείλει κάποια πρεσβεία, είχε δώσει ειδικές οδηγίες για το ενδεχόµενο αυτό. Η οθωµανική απειλή που ενέσκηψε τον 15ο αιώνα άρχισε να προβληµατίζει σοβαρά τα δυτικά κράτη. Η Βουλγαρία είχε ήδη υποταχθεί και η Ουγγαρία ένιωθε πλέον καυτή την οθωµανική ανάσα. Η Βενετία δεν αποτελούσε εξαίρεση, καθώς ανησυχούσε για το αποικιακό της κράτος. Μέχρι εκείνη τη στιγµή οι απανωτές εκκλήσεις του Βυζαντίου για βοήθεια από τους χριστιανούς ηγεµόνες της Δύσης και τον πάπα δεν είχαν βρει ανταπόκριση. Η αυξανόµενη επιθετικότητα όµως των Οθωµανών δεν άφηνε άλλα περιθώρια αναβολής. Οργανώθηκε µια σταυροφορία στην οποία θέλησαν να συµµετάσχουν ιππότες από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στην προσπάθεια αυτή δέχτηκε να λάβει µέρος και η Βενετία, στέλνοντας µια µικρή µοίρα στόλου προκειµένου να περιφρουρήσει τα Στενά των Δαρδανελίων και να διευκολύνει την επικοινωνία ανάµεσα στο Βυζάντιο και στον σταυροφορικό στρατό. Η σταυροφορία όµως απέτυχε παταγωδώς και οι δυτικές δυνάµεις ηττήθηκαν στη µάχη της Νικόπολης το 1396. Από την πλήρη αδυναµία του Βυζαντίου να ελέγξει και να προστατεύσει τις κτήσεις του θέλησε να επωφεληθεί η Βενετία. Το 1423 της παραδόθηκε η Θεσσαλονίκη, έπειτα από συµφωνία µε τους Βυζαντινούς, καθώς εκείνοι δεν µπορούσαν να προστατεύσουν την πόλη από τους Οθωµανούς. Γρήγορα όµως και οι ίδιοι βρέθηκαν στην ίδια δύσκολη κατάσταση. Παρά τις προσπάθειές τους να τους κρατήσουν µακριά µε δελεαστικές χρηµατικές προτάσεις, η βενετική εξουσία στην πόλη δεν κράτησε παρά µόνο επτά χρόνια, µέχρι το 1430, οπότε ο Μουράτ Β την κατέλαβε συνοδευµένος από µεγάλη στρατιωτική δύναµη. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σήµανε τον οριστικό θάνατο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το ψυχορράγηµά της είχε αρχίσει αρκετό καιρό πριν, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να συγκινήσει τα δυτικά χριστιανικά κράτη και το ίδιο ίσχυσε και για τη Γαληνοτάτη. Παρακολούθησε τα γεγονότα απαθής χωρίς να ενδιαφερθεί να προσφέρει κάποια βοήθεια. Εξαίρεση αποτέλεσαν ορισµένοι Βενετοί εθελοντές που συµπαραστάθηκαν και βοήθησαν τους Βυζαντινούς κατά το τελευταίο κρίσιµο διάστηµα, σε µεγάλο ποσοστό όµως αυτό οφειλόταν στο ότι είχαν εµπορικά συµφέροντα στη Βασιλεύουσα. Στο εξής όµως η Δηµοκρατία του Αγίου Μάρκου θα είχε να αντιµετωπίσει έναν πιο Επάργυρο κάλυµµα ευαγγελίου, στολισµένο µε λίθους και µαρ- Η Βενετία στήριζε τη λατινική δηµοκρατία µετά την Άλωση
δυνατό, πιο ακµαίο και άρα πιο επικίνδυνο αντίπαλο. Σχέσεις µεταξύ Βυζαντίου και άλλων ιταλικών δηµοκρατιών (Γένοβα, Πίζα) Εκτός από τη Βενετία, µία ακόµα ιταλική ναυτική δηµοκρατία που ανέπτυξε στενές σχέσεις µε το Βυζάντιο ήταν και η πόλη της Γένοβας. Μεταξύ των δύο είχε αναπτυχθεί ένας έντονος ανταγωνισµός για την οικονοµική επικράτηση στον µεσογειακό χώρο, στον οποίο ενεπλάκη άµεσα και το βυζαντινό κράτος, καθώς προσπάθησε να τον χρησιµοποιήσει προς όφελός του, όταν βρέθηκε πολλές φορές σε δύσκολη διπλωµατική θέση. Η πολιτική αυτή είχε επιτυχία όταν εφαρµοζόταν σωστά, υπήρξαν όµως και φορές κατά τις οποίες έφερε αντίθετα από τα προσδοκώµενα αποτελέσµατα. Η παραχώρηση εµπορικών προνοµίων στη Βενετία εγκαινίασε µια περίοδο κατά την οποία το Βυζάντιο θα άρχιζε να έχει ουσιαστικά σχέσεις εξάρτησης από τα ιταλικά κράτη. Το 1111 οι Γενοβέζοι για πρώτη φορά επιχείρησαν να αποσπάσουν διά της βίας προνόµια ανάλογα µε αυτά που είχαν δοθεί και στην αντίπαλη πόλη. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, ωστόσο ο αυτοκράτορας Αλέξιος θεώρησε σκόπιµο να υποχωρήσει και να ικανοποιήσει τις αξιώσεις τους, φοβούµενος µια συµµαχία µεταξύ αυτών και των Νορ- µανδών, που πάντα επιβουλεύονταν το κράτος του. Την ίδια χρονική περίοδο φαίνεται να ιδρύθηκε και κάποια εµπορική παροικία των Πιζανών. Ο διάδοχος του Αλέξιου, Ιωάννης Β, προσπάθησε ανεπιτυχώς να σπάσει τα ασφυκτικά οικονοµικά δεσµά µε τα οποία έδεναν την αυτοκρατορία οι ιταλικές δηµοκρατίες. Η βενετική αντίδραση δεν του το επέτρεψε, ενώ το 1136 υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει και στην Πίζα όλα τα προνόµια που της είχε στερήσει ο πατέρας του κατά τα προηγούµενα έτη. Ο Μανουήλ Α, διάδοχος του Ιωάννη Β, επέλεξε να ακολουθήσει εξισορροπητική πολιτική και να διατηρήσει σχέσεις φιλίας και συνεργασίας µε όλες τις ναυτικές δηµοκρατίες. Το 1155 προκειµένου να εξασφαλίσει τη βοήθεια της Γένοβας για την ανακατάληψη της Ιταλίας επέτρεψε στους εµπόρους της να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη και επιπλέον της παραχώρησε και προνόµια φορολογικής ατέλειας. Η πολιτική του όµως δεν έφερε το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, αντίθετα όξυνε τον ανταγωνισµό µεταξύ των πόλεων αυτών και έφερε την αυτοκρατορία σε δύσκολη θέση, καθώς χρειάστηκε να πάρει το µέρος του ενός εναντίον του άλλου. Το 1162 Στις αρχές του 14ου αιώνα η ισχυρή Βενετία δανειοδότησε
σηµειώθηκαν έκτροπα στην Κωνσταντινούπολη µε τους Βενετούς και τους Πιζάνους να λεηλατούν τη γενοβέζικη παροικία, αναγκάζοντάς τους να την εγκαταλείψουν. Η κίνηση του Μανουήλ να κλείσει νέες συνθήκες µε τη Γένοβα το 1169 και το 1170 µε την Ο βενετογενουατικός πόλεµος του 1377 και η θέση του Βυζαντίου Ένα επεισόδιο στις περιπλεγµένες σχέσεις µεταξύ του Βυζαντίου και των ανταγωνιζόµενων ιταλικών δηµοκρατιών Βενετίας και Γένοβας ήταν και ο πόλεµος που ξεκίνησε για την κατοχή της Τενέδου. Κατά τον βυζαντινολόγο D. M. Nicol, αυτή δεν ήταν παρά η αφορµή σε ένα γενικότερο παιχνίδι για την εµπορική και οικονοµική κυριαρχία στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα. Ιδού πώς σχολιάζει ο ίδιος στο βιβλίο του «Βυζάντιο και Βενετία» τους λόγους για την έναρξη του πολέµου και τον ουσιαστικά ανύπαρκτο ρόλο της αυτοκρατορίας στις εξελίξεις: «Καµία διπλωµατία δεν µπορούσε να τερµατίσει τη διαµάχη µεταξύ της Βενετίας και της Γένοβας. Φαινοµενικά αφορούσε την κατοχή ενός από τα µικρότερα νησιά του Αιγαίου. Στην πραγµατικότητα όµως στόχος ήταν ο έλεγχος και τα κέρδη από τους εµπορικούς δρόµους µεταξύ Ιταλίας, Κωνσταντινούπολης και Μαύρης Θάλασσας. Μετά τη βενετική νίκη στην Τένεδο το Νοέµβριο του 1377, ο πόλεµος κηρύχθηκε επίσηµα. Οι Βενετοί περιχαρακώθηκαν καλά στην Τένεδο µε την πλήρη υποστήριξη των Ελλήνων κατοίκων. Το 1378 έστειλαν επιδροµείς, για να λεηλατήσουν τη γενοβέζικη παροικία στη Χίο. Στη συνέχεια όµως το πεδίο του πολέµου µεταφέρθηκε στις ιταλικές θάλασσες. Εκεί οι αντίπαλες δηµοκρατίες πολέµησαν η µία την άλλη µέχρι τελικής εξάντλησης το 1381. Το µόνο κέρδος των Βυζαντινών ήταν ότι συνειδητοποίησαν πολύ έντονα την αδυναµία τους να ορίσουν µόνοι τους την τύχη τους. Οι αυτοκράτορές τους είχαν εκφυλισθεί σε µαριονέτες των οποίων τα σχοινιά χειρίζονταν ξένοι, Ιταλοί ή Τούρκοι. Ο Ανδρόνικος Δ ήταν δηµιούργηµα των Γενοβέζων και των Τούρκων, στους οποίους οικειοθελώς είχε παραδώσει την Καλλίπολη. Ο Ιωάννης Ε είχε επιζητήσει την εύνοια του βασιλιά της Ουγγαρίας, του πάπα και του δόγη της Βενετίας. Όλοι είχαν χάσει την υποµονή τους µαζί του. Μόνο όµως οι Βενετοί ήξεραν πώς να τον χρησιµοποιούν για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους, πώς να εκµεταλλεύονται τις αδυναµίες και τις ατυχίες του». D. M. Nicol, Βυζάντιο και Βενετία, µετ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, Αθήνα, εκδ. Παπαδήµα 2004.
Πίζα προκάλεσε αναταράξεις στις σχέσεις µε τη Βενετία, οπότε το 1171 η τελευταία προχώρησε σε εµπορικό αποκλεισµό του βυζαντινού κράτους. Η συνέχεια επιφύλασσε την εφαρµογή µέτρων εναντίον τους, που προέβλεπαν τη δήµευση των περιουσιών τους και την ουσιαστική εκδίωξή τους από τα βυζαντινά εδάφη. Η άνοδος στον θρόνο του Ανδρόνικου Α οµαλοποίησε επιφανειακά τουλάχιστον την κατάσταση και φάνηκε ότι Βενετοί και Βυζαντινοί βρήκαν τρόπο συνεννόησης. Το µίσος όµως που έτρεφαν οι τελευταίοι εναντίον των Λατίνων γενικότερα υπέβοσκε και µε την υποκίνηση και του Ανδρόνικου το 1182, ξέσπασε µια τροµερή στάση στην πρωτεύουσα που κατέληξε στη σφαγή Γενοβέζων και Πιζανών εµπόρων και στη λεηλασία των περιουσιών τους. Η επικράτηση της δυναστείας των Αγγέλων µετά τον βίαιο θάνατο του τελευταίου εκπροσώπου των Κοµνηνών Ανδρόνικου έδωσε την ευκαιρία στις ιταλικές δηµοκρατίες να επεκταθούν περισσότερο στην αυτοκρατορία. Εκτιµάται ότι προς το τέλος του 12ου αιώνα και µόνο στην Κωνσταντινούπολη οι Ιταλοί κάτοικοι ανέρχονταν σε 60.000 άτοµα. Την πρωτοκαθεδρία την είχαν οι Βενετοί, ειδικά µάλιστα ύστερα από την παρέκκλιση της Δ Σταυροφορίας και την ίδρυση της λατινικής αυτοκρατορίας της Ρωµανίας, που εξασφάλισε στη Γαληνοτάτη σχεδόν εµπορικό µονοπώλιο, θέτοντας πρακτικά εκτός νυµφώνος τη Γένοβα. Οι όροι αντιστράφηκαν το 1261 µε την παλινόρθωση του βυζαντινού κράτους και την ανάληψη της εξουσίας από τον Μιχαήλ Η που ήρθε σε διαπραγµατεύσεις µε τους Γενοβέζους. Η συνθήκη του Νυµφαίου που υπογράφτηκε την ίδια χρονιά αποκαθιστούσε τα συµφέροντά τους εντός των βυζαντινών συνόρων µε αντάλλαγµα τη βοήθειά τους σε καιρό πολέµου. Εκτός από φορολογική ατέλεια η συνθήκη προέβλεπε και την παραχώρηση όλων των βενετικών εγκαταστάσεων της πρωτεύουσας στους Γενοβέζους. Η συνθήκη του Νυµφαίου είχε για τη Γένοβα ανάλογη σπουδαιότητα µε αυτή που είχε για τη Βενετία η συµφωνία του 1082, καθώς θεµελιωνόταν η δύναµή της στην Ανατολή. Η διπλωµατική ικανότητα του Μιχαήλ Η είχε καταφέρει να αποκαταστήσει κάποια ισορροπία στις σχέσεις µε τη Γένοβα, ωστόσο η βοήθεια που προσδοκούσε δεν ήρθε στον βαθµό που περίµενε. Αυτό έγινε εµφανές κατά τη ναυµαχία του Σετεπότσι, έξω από τις Σπέτσες, όπου ο συνασπισµένος βυζαντινο-γενοβέζικος στόλος ηττήθηκε από τον βενετικό. Παρά την αποτυχία, οι Γενοβέζοι µπόρεσαν να εδραιωθούν µέσα
στην αυτοκρατορία και σταδιακά να αποκτήσουν και τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας δηµιουργώντας µια ισχυρή αποικία στον Καφφά. Η δυσαρέσκεια όµως του Μιχαήλ Παλαιολόγου για την έκβαση της ναυµαχίας στις Σπέτσες εκδηλώθηκε µε την ακύρωση της συµφωνίας που είχε υπογραφεί µεταξύ τους, επιλέγοντας να στραφεί προς τη Βενετία. Λίγα χρόνια αργότερα και υπό την πίεση του Κάρολου Α Ανδεγαυού (1266-85) αναθεώρησε και πάλι την απόφασή του, ανανεώνοντας τα προνόµια της συνθήκης του Νυµφαίου και παραχωρώντας τους επιπλέον και τη συνοικία του Γαλατά. Εκεί εγκαταστάθηκε ένας Γενοβέζος ποδεστάτος (podesta), ο οποίος διοικούσε όλες τις κτήσεις της πατρίδας του στην Ανατολή. Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Η, Ανδρόνικος Β, δεν στάθηκε επιδέξιος διπλωµάτης όπως ο πατέρας του, µε αποτέλεσµα προς τα τέλη του 13ου αιώνα η αυτοκρατορία να καταστεί έρµαιο στα χέρια των ιταλικών δηµοκρατιών. Τα εδάφη της αποµυζούνταν από τις πρώτες ύλες τους, τις οποίες εκµεταλλεύονταν οι Γενοβέζοι όσο και οι αντίπαλοί τους Βενετοί. Η κατάσταση αυτή τους έκανε να προσανατολιστούν στο να κατακτήσουν αυτές τις περιοχές για να τις έχουν και τυπικά στην κατοχή τους. Τα σχέδια αυτά, ειδικά των Γενοβέζων, διευκολύνθηκαν και από την πολιτική του Ανδρόνικου, η οποία ήταν απροκάλυπτα υπέρ τους, καθώς τους θεωρούσε πιο αξιόπιστους συµµάχους. Επί των ηµερών του εξαπλώθηκαν εντυπωσιακά και στη διάρκεια του 14ο αιώνα είχαν κατορθώσει να εξουσιάζουν τα νησιά της Χίου, της Λέσβου, της Ίµβρου, της Σαµοθράκης και για λίγο της Ρόδου, καθώς και τη Φώκαια, την Αίνο και τη Σµύρνη. Η πλήρης αδυναµία της βυζαντινής κυβέρνησης να ελέγξει και να επωφεληθεί από την κατάσταση που είχε διαµορφωθεί έγινε σαφής µε την έκρηξη του πολέµου µεταξύ Γένοβας και Βενετίας το 1293 και διήρκεσε έως το 1299. Η αυτοκρατορία ενεπλάκη άµεσα σε αυτόν, όταν οι συγκρούσεις µεταφέρθηκαν στο Αιγαίο και στην Προποντίδα. Συγκεκριµένα το 1296 οι Βενετοί επιτέθηκαν στη γενοβέζικη συνοικία του Γαλατά, ωθώντας τους κατοίκους του να βρουν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βενετός βάιλος που έδρευε στην πρωτεύουσα φυλακίστηκε και την ίδια τύχη µοιράστηκαν και οι Βενετοί έµποροι που βρίσκονταν εκεί. Λίγο αργότερα σφαγιάστηκαν από τους Γενοβέζους, χωρίς προηγουµένως αυτοί να έχουν πάρει την έγκριση του Ανδρόνικου, µε αποτέλεσµα οι Βυζαντινοί να υποστούν τα βενετικά αντίποινα µε την κατάληψη της Καρύστου και την αιχµαλώτιση ενός βυζαντινού πλοίου. Οι δύο αντίπαλες πόλεις υπέγραψαν τελικά Η Βενετία παρακολούθησε τα γεγονός της οριστικής κατάρ-
συνθήκη ειρήνης το 1299, αγνοώντας τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ είχε µεταβληθεί σε θύµα τους και βρέθηκε εκτεθειµένη, καθώς οι Γενοβέζοι την εγκατέλειψαν χωρίς στόλο, αφού ο Ανδρόνικος είχε διαλύσει τον βυζαντινό από το 1285. Εκτός αυτού, το 1302, και παρά την αρχική συµφωνία, η Γένοβα προκειµένου να προστατεύσει καλύτερα τον Γαλατά, ανήγειρε ισχυρό τείχος και κάστρο για να µη βρεθεί ξανά στη δυσάρεστη θέση του λεηλατηµένου. Το 1328 ανήλθε στον θρόνο ο Ανδρόνικος Γ, ο οποίος κινήθηκε δραστήρια για την ανόρθωση της αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πέτυχε να αποσπάσει από τους Γενοβέζους τη Φώκαια και τη Χίο, όµως η προσπάθειά του δεν µπόρεσε να συνεχιστεί λόγω του πρόωρου θανάτου του το 1341. Ο εµφύλιος πόλεµος που ακολούθησε για τη διαδοχή στο αυτοκρατορικό αξίωµα ακύρωσε το έργο του Ανδρόνικου. Η βυζαντινή οικονοµία κατέρρευσε και η εξάρτησή της από τις ιταλικές δηµοκρατίες κατέστη ολοκληρωτική. Χαρακτηριστικό ήταν πως γύρω στο 1348 τα έσοδα του τελωνείου της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν στα 2.000 υπέρπυρα, τη στιγµή που το γενοβέζικο τελωνείο του Γαλατά εισέπραττε περί τις 200.000. Νικητής από τον εµφύλιο πόλεµο αναδείχθηκε ο Ιωάννης ΣΤ Καντακουζηνός παραµερίζοντας την αντιβασίλισσα Άννα της Σαβοΐας. Κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η προσπάθεια απεξάρτησης κυρίως από τους Γενοβέζους, τους οποίους εχθρευόταν και είχαν από το 1346 κυριεύσει οριστικά αυτή τη φορά τη Χίο. Πήρε µια σειρά µέτρων, τα οποία περιλάµβαναν τη ναυπήγηση στόλου καθώς και τη µείωση των δασµών του τελωνείου της Κωνσταντινούπολης. Οι Γενοβέζοι δεν θέλησαν να µείνουν µε σταυρωµένα χέρια και έδωσαν τη δική τους απάντηση καίγοντας τα πλοία των Βυζαντινών, όπως και τις αποθήκες των εµπόρων τους. Ο Καντακουζηνός δεν πτοήθηκε και ναυπήγησε καινούργια πλοία, η απειρία όµως των πληρωµάτων δεν του επέτρεψε να αντιπαρατεθεί σε ναυµαχία µε τους Γενουάτες. Το 1351 ξέσπασε νέος πόλεµος ανάµεσα στη Γένοβα και στη Βενετία, στον οποίο το Βυζάντιο αναµείχθηκε παρά την προσπάθεια του Καντακουζηνού να µείνει αµέτοχος. Το κακό άρχισε όταν οι Βενετοί επιτέθηκαν εναντίον του Γαλατά και οι Γενοβέζοι µε τη σειρά τους στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα ο στόλος τους επιτέθηκε στην Ηράκλεια και στη Σωζόπολη. Οι Βυζαντινοί από την πλευρά τους τάχθηκαν στο πλευρό των Βενετών, οι οποίοι υποστηρίζονταν και από δυνάµεις του Πέτρου Δ της Αραγω- Η πόλη της Γένοβας ήταν µια ακόµα ναυτική δύναµη της Ιτα-
νίας. Η ναυµαχία που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1352 στα νερά του Βοσπόρου έληξε χωρίς να νικήσει κανένας από τους δύο αντιπάλους. Το αποτέλεσµα ήταν να αποχωρήσουν Βενετοί και Αραγωνέζοι και οι Βυζαντινοί να βρεθούν εκτεθειµένοι απέναντι στους Γενοβέζους. Για τον Καντακουζηνό δεν έµενε άλλη λύση από τη σύναψη ειρήνης µαζί τους, σύµφωνα µε την οποία τους απαγορευόταν το ταξίδι προς την Αζοφική θάλασσα, εκτός αν συνοδεύονταν από γενοβέζικα πλοία. Στο µεταξύ οι Γενοβέζοι, ανέκαθεν εχθροί του Ιωάννη Καντακουζηνού, βρήκαν ευκαιρία να επέµβουν στη διένεξη που είχε δηµιουργηθεί για τη διεκδίκηση του θρόνου ανάµεσα στον ίδιο και στον νόµιµο διάδοχο Ιωάννη Ε. Ο τελευταίος ήρθε σε συνεννοήσεις µε τον Γενοβέζο κουρσάρο Φραγκίσκο Γατελούζο, ζητώντας τη βοήθειά του, υποσχόµενος το χέρι της αδελφής του και ως προίκα το νησί της Λέσβου. Πραγµατικά τον Νοέµβριο του 1354 ο Ιωάννης Ε αποκαταστάθηκε στον θρόνο του και ο Γατελούζος πήρε αυτά που του υποσχέθηκαν, ενώ ο Καντακουζηνός αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η επόµενη φάση στον ανταγωνισµό Γένοβας-Βενετίας, που είχε άµεσες επιπτώσεις και στο Βυζάντιο, αφορούσε µια νέα σύγκρουση που σηµειώθηκε για την κατοχή της Τενέδου. Ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει να δώσει το νησί στους Βενετούς, κάτι που δεν συνέφερε καθόλου τη Γένοβα. Προκειµένου να εµποδίσουν αυτή την εξέλιξη οι Γενοβέζοι ανέλαβαν δράση ώστε να αλλάξει η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη. Για τον σκοπό αυτό χρησιµοποίησαν τον γιο του Ιωάννη, Ανδρόνικο, τον οποίο βοήθησαν στον αγώνα του να καταλάβει το αυτοκρατορικό αξίωµα, όπως και έγινε. Ο Ιωάννης Ε συνελήφθη αιχµάλωτος και φυλακίστηκε µαζί µε το µικρότερο γιο του και αδελφό του Ανδρόνικου, Μανουήλ (Β ). Με την ανάληψη της εξουσίας τυπικά η Τένεδος παραχωρήθηκε στους Γενουάτες, στην πράξη όµως το νησί παρέµεινε πιστό στον Ιωάννη και τον Οκτώβριο του 1376 πέρασε στην κυριότητα των Βενετών. Όπως ήταν επόµενο, οι Γενοβέζοι αρνήθηκαν να δεχτούν αυτό το γεγονός και έτσι το 1377 άρχισε νέος βενετογενουατικός πόλεµος. Ο πόλεµος για την Τένεδο διήρκεσε έως το 1381. Σε αυτό το διάστηµα ο Ιωάννης Ε και ο Μανουήλ κατάφεραν να δραπετεύσουν µε τη βοήθεια των Βενετών και να ανακτήσουν και τον θρόνο. Ο πόλεµος όµως µεταξύ των δύο πόλεων εξακολουθούσε να µαίνεται και δεν σταµάτησε παρά µόνο ύστερα από τη µεσολάβηση του κόµη Αµεδαίου Μετά την παλινόρθωση του 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η συνοικία του Γαλατά παραχωρήθηκε στους Γενοβέζους